Αναγνώστης Γκελμπερής (; – 1821) – Από όργανο της εξουσίας μάρτυρας της Ελευθερίας
Σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο 1821, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να παρουσιαστεί ο σχεδόν άγνωστος ήρωας από την Κυνουρία που φέρει το όνομα Αναγνώστης Γκελμπερής. [Ανακοίνωση του κυρίου Ηλία Γιαννικόπουλου στο 9ο Τσακώνικο Συνέδριο, Λεωνίδιο 17-19 Μαρτίου 2023].
Ο πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως και ιστορικός της Επαναστάσεως Αμβρόσιος Φραντζής τον θεωρεί Τσάκωνα. H μελέτη όμως των υπαρχόντων στοιχείων αποδεικνύει ότι καταγόταν από την ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια της Τσακωνιάς, τα Λυμποχώρια. Λυμποχώρια, και κατά παρετυμολογίαν Ολυμποχώρια, ονομάζονταν τα χωριά Άγιος Βασίλειος, Πλατανάκι και Παλαιοχώρι, στις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα και λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Λεωνιδίου, από την ύπαρξη στην περιοχή αυτή της αρχαίας πόλεως Γλυππία, κατά τον περιηγητή Παυσανία, ή, Γλυμπείς, κατά τον ιστορικό Πολύβιο.
Ο ακριβής τόπος καταγωγής του Γκελμπερή έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών, ασφαλώς λόγω αγνοίας των πραγματικών δεδομένων. Έτσι, ο Νικόλαος Σπηλιάδης στον πρώτο τόμο του έργου του θεωρεί ότι ο Γκελμπερής κατάγεται από το Γεράκι, ενώ σε διορθωτική σημείωση στον δεύτερο τόμο του έργου του αναφέρει ότι καταγόταν «από τα Ολυμποχώρια, κατά την επαρχίαν του Αγίου Πέτρου», χωρίς όμως να διευκρινίζει από ποιο ακριβώς χωριό των Λυμποχωρίων. Γερακίτη θεωρεί τον Γκελμπερή και ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης στο γνωστό έργο του «Η Ναυπλία». Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος έχει την άποψη ότι ο Γκελμπερής ήταν αξιωματικός του χωρίου Κοσμά. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ενώ για τον ηρωικό θάνατο του Γκελμπερή o Φωτάκος αναφέρει πολλές λεπτομέρειες στα «Απομνημονεύματά» του, δεν τον μνημονεύει καθόλου στο άλλο έργο του «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», όπου τόσοι και τόσοι άλλοι Πελοποννήσιοι ήρωες έχουν βρει την τιμητική θέση τους.
Εξάλλου, τα λήμματα των διαφόρων εγκυκλοπαιδειών είναι τηλεγραφικά και ανεπαρκέστατα. Εξάλλου όλα, αντιγράφοντας προφανώς το ένα το άλλο, προσδιορίζουν ως ιδιαίτερη πατρίδα του το χωριό Άγιος Βασίλειος.
Από συνδυασμό αρχειακών ιστορικών στοιχείων, άγνωστων μέχρι τούδε, και από εσωτερικές μαρτυρίες εγγράφων του ίδιου του Γκελμπερή, αποδεικνύεται ότι ιδιαίτερη πατρίδα του δεν ήταν ούτε το Γεράκι ούτε ο Κοσμάς ούτε ο Άγιος Βασίλειος, αλλά το χωριό Πλατανάκι. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι από κάποιο χρονικό σημείο και μετά ο Γκελμπερής εγκαταστάθηκε στον Άγιο Βασίλειο, και αυτό ήταν φυσικό να δημιουργήσει την εντύπωση ότι από εκεί ήταν και η καταγωγή του.
Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ούτε πότε γεννήθηκε ούτε πού έμαθε τα πρώτα γράμματα. Είναι βέβαιο πάντως ότι διέθετε αρκετή παιδεία, και αυτό αποδεικνύεται από τα 110 και πλέον ανέκδοτα γράμματά του που διασώζονται στο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα του Άργους και αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον άνθρωπο και τη δράση του, αλλά και για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Τουρκοκρατούμενη Κυνουρία και σε όλη την Πελοπόννησο κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Τα γράμματα αυτά χαρακτηρίζονται από ευχέρεια γραφής, ορθογραφική ακρίβεια και μεγάλη εκφραστική ικανότητα, και είναι όλα δείγματα υψηλού γραμματικού και μορφωτικού επιπέδου, σπάνιου για την τότε ελληνική κοινωνία. Εικάζουμε ότι λόγω των σχέσεών του με πολλούς Τούρκους εγνώριζε και μιλούσε άριστα και την τουρκική γλώσσα. Στο ίδιο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα του Άργους διασώζονται επίσης διάφορα ταμειακά Κατάστιχα της επαρχίας Άργους με τη γραφή και υπογραφή του Γκελμπερή.
Δεν γνωρίζουμε ακόμα ούτε καν το βαπτιστικό του όνομα, δεδομένου ότι κατά τη συνήθεια της τότε εποχής, αυτό παραμερίστηκε σιωπηρά και αντικαταστάθηκε οριστικά από τον εκκλησιαστικό τίτλο του αναγνώστη που του απονεμήθηκε από την Εκκλησία, όπως συνέβη και με πολλούς άλλους αναγνώστες εκείνης της περιόδου, όπως ο Αναγνώστης Παπάζογλου, ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, ο Αναγνώστης Κοπανίτσας, ο Αναγνώστης Κοντάκης, κ.ά.
Ο Γκελμπερής συνδέθηκε στενά με την αρχοντική οικογένεια Περρούκα του Άργους. Εκτιμώντας τη μόρφωση και τα άλλα προσόντα του, οι Περρουκαίοι του ανέθεσαν τα καθήκοντα του ταμία της επαρχίας, του σεντούκ εμίνη, όπως λεγόταν, με ειδική δικαιοδοσία στα Κάτω Χωριά ή Πέντε Χωριά, όπως λέγονταν, δηλαδή τον Άγιο Βασίλειο, το Πλατανάκι, το Παλαιοχώρι, τον Κοσμά και το Γεράκι. Κατά ένα ιστορικό παράδοξο, τα πέντε αυτά χωριά, όπως και μερικά άλλα της Πελοποννήσου, διοικητικά και φορολογικά ανήκαν στο βιλαέτι του Άργους, αν και γεωγραφικά βρίσκονταν σε άλλα βιλαέτια! Έτσι εξηγείται η στενή σχέση του Γκελμπερή με την προυχοντική οικογένεια των Περρουκαίων του Άργους αλλά και η πλούσια μεταξύ τους αλληλογραφία από το 1809 μέχρι το 1820.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ίσχυε στην Πελοπόννησο το σύστημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Κύριο μέλημα των κατά τόπους χριστιανών προεστών, που τουρκιστί αποκαλούνταν «κοτσαμπάσηδες», ήταν να κατανέμουν, να εισπράττουν και να παραδίδουν στους Τούρκους τους φόρους που είχαν καθοριστεί από την κεντρική εξουσία, συν βέβαια τις καθορισμένες κάθε φορά προσαυξήσεις. Εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι οι άρχοντες κάθε επαρχίας ήσαν μεν υπεύθυνοι για την είσπραξη των κάθε είδους φόρων, επιβαρύνσεων, εξόδων και δοσιμάτων, αλλά το ουσιαστικό βάρος έπεφτε στον «σεντούκ εμίνη», ο οποίος και ερχόταν σε απευθείας επαφή με τους φορολογούμενους.
Πράγματι, ο ταμίας Γκελμπερής ήταν εκείνος που χρησιμοποιούσε κάθε είδος πειθούς για να κάμψει τις αντιδράσεις των ραγιάδων και να εισπράξει τα οφειλόμενα. Αυτός αντιμετώπιζε επί τόπου τις δυσκολίες εφαρμογής στην πράξη των αντιλαϊκών μέτρων. Όμως, πολλές φορές, ήταν αναγκασμένος να ασκήσει βία και έτσι γινόταν στα μάτια του κόσμου περισσότερο αντιπαθής. Σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε την επικουρία εκτελεστικών οργάνων, των λεγόμενων «παλληκαριών», επικεφαλής των οποίων ήσαν άγριοι και αμείλικτοι Αλβανοί «μπουλουκμπασήδες».
Το έργο του «σεντούκ εμίνη», ήταν επομένως εκ των πραγμάτων σκληρό και απάνθρωπο. Όμως ήταν και πολύ επικίνδυνο, ιδιαίτερα σε ένα τυραννικό καθεστώς αυθαιρεσίας και βαρβαρότητας. Δυο φορές συνελήφθη ο Γκελμπερής και φυλακίστηκε από τους Τούρκους, αλλά ελευθερώθηκε πληρώνοντας μεγάλα πρόστιμα. Μάλιστα τη μια φορά ο Ιωάννης Περρούκας ειδοποιούσε τον βεκίλη αδελφό του Δημήτριο στην Πόλη, ότι «έπιασαν τον Γκελμπερή και τον έχουν άφευκτα δια παλούκι».
Όσο κι αν ήταν μετριοπαθής και συγκαταβατικός ο Γκελμπερής στην άσκηση των καθηκόντων του, όσο κι αν προσπαθούσε να βοηθήσει και να προφυλάξει από υπερβολές και καταχρήσεις τους συμπατριώτες του, έπρεπε να εκτελέσει τα καθήκοντά του απροσωπόληπτα και ενίοτε χωρίς οίκτο, γιατί αλλιώς κινδύνευε να χάσει τη θέση του, και υπό τις τότε συνθήκες ξένης δουλείας ενδεχομένως και το κεφάλι του.
Είναι χαρακτηριστικό των ηθικών διλημμάτων που αντιμετώπιζε ο ταμίας Αναγνώστης Γκελμπερής, το παρακάτω απόσπασμα από επιστολή του προς τον άρχοντα του Άργους Νικόλαο Περρούκα το 1809, στην εκφραστική γλώσσα εκείνης της εποχής:
«Είδον να μοι γράφεις και δια να σας εστείλω και παράδες από του μουκατά. Όθεν εγώ δεν ημπορώ να συνάξω από την δυστυχίαν οπού δοκιμάζουν, και ξεχωριστά εδώ εις Άγιον Βασίλειον δεν ημπορώ να πιάσω παρά. Τους εχάψωσα, τους εκαταρήμαξα, παράς δεν ευγαίνει, τι διάβολον θελά τους κάμω δεν ηξεύρω».
Πολλές φορές δικαιολογούσε την άρνησή τους να πληρώσουν, κατανοώντας την αδυναμία τους. Πολλές φορές τους χορηγούσε ο ίδιος ή ζητούσε από τους Έλληνες ή Τούρκους αξιωματούχους άδεια μικρής αναβολής των πληρωμών μέχρι τη συγκομιδή της επόμενης εσοδείας και την πώληση των προϊόντων. Είναι φανερό ότι η θέση του ήταν τραγική, αφού εκών άκων λειτουργούσε ως όργανο της εξουσίας, αμέσως του χριστιανού προεστού, εμμέσως του οθωμανού δυνάστη, χωρίς όμως εθνικά να αποκολληθεί τελείως από την τάξη των υποδούλων.
Είναι βέβαιο ότι οι Περρουκαίοι εχρησιμοποίησαν τον Γκελμπερή και σε άλλες θέσεις ευθύνης. Για μεγάλα διαστήματα εχρημάτισε βοηθός του άρχοντα Νικολάου Περρούκα και διέμενε στην Τριπολιτσά διαχειριζόμενος τις τοπικές υποθέσεις. Άλλες φορές είχε διατελέσει βοηθός του μεγαλύτερου γυιου του Ιωάννη Περρούκα. Κάποια εποχή είχε εκλεγεί και ο ίδιος προεστός του Άργους.
Το ότι ο Γκελμπερής είχε ειδικό βάρος για τους Περρουκαίους αποδεικνύεται και από κρυπτογραφημένη επιστολή του βεκίλη Δημητρίου Περρούκα του έτους 1816, με την οποία επρότεινε στους Αργείους τον Γκελμπερή ως αντικαταστάτη του στο αξίωμα του βεκίλη στην Κωνσταντινούπολη. Η μεταξύ τους σχέση πάντως δεν ήταν πάντα εντελώς ανέφελη. Συχνές και μεγάλες ήσαν οι διαφωνίες τους και η μεταξύ τους καχυποψία.
Από την πλούσια αλληλογραφία του Γκελμπερή συνάγεται ότι η άσκηση των καθηκόντων του ταμία της επαρχίας Άργους, και δη των Κάτω χωριών αποτελούσε γι’ αυτόν σταθερή πηγή βιοπορισμού αλλά και ευκαιρία πλουτισμού.
Εξάλλου, η ευφυΐα του και οι άλλες ικανότητές του, τον έστρεψαν και προς το εμπόριο. Γνωρίζουμε ότι το 1814, σε συνεργασία με τον μικρότερο γιο του Νικολάου Περρούκα Χαραλάμπη και τον Αργείο Νικόλαο Ζεγκίνη, είχαν συστήσει εταιρεία για την αγοραπωλησία 22.000 κοιλών αλατιού, όπου κάθε κοιλό ισοδυναμεί με 24 οκάδες. Βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Γκελμπερής, είτε μόνος είτε σε συνεργασία με άλλους, ασκούσε και άλλες εμπορικές δραστηριότητες.
Ο Γκελμπερής συμμετείχε επίσης σε υπεκμισθώσεις φορολογικών εσόδων του τουρκικού κράτους, των λεγόμενων «μουκατάδων», με τις οποίες αποκόμιζε όχι ευκαταφρόνητα οικονομικά κέρδη. Η συμμετοχή αυτή γινόταν σε συνεργασία με Τούρκους φίλους του ή μέσω των Περρουκαίων, οι οποίοι και αυτοί συνεργάζονταν με Τούρκους φίλους τους, γιατί η εκμίσθωση των «μουκατάδων» ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των Τούρκων αξιωματούχων, μπέηδων και αγάδων.
Πηγή πλούτου για τον Γκελμπερή, όπως και για τους άλλους προεστούς του τόπου, αποτελούσε επιπλέον ο έντοκος δανεισμός χρημάτων. Στην αλληλογραφία του βλέπουμε ότι όχι λίγες φορές δανείζει χρήματα και στους ίδιους τους Περρουκαίους, ειδικά στους αδελφούς Ιωάννη και Χαραλάμπη. Μάλιστα πολλές φορές καταφεύγει για δανεισμό στο Λεωνίδιο και τον Πραστό, συνάπτοντας δάνεια από τους Τσάκωνες, Θεόδωρο Γούλενο και τον Οικονόμο Πραστού, για λογαριασμό των Περρουκαίων.
Από αρχειακό τεκμήριο αποδεικνύεται ότι ο Γκελμπερής είχε δανείσει ακόμα και την Ιερά μονή της Ζωοδόχου Πηγής, της αποκαλούμενης Παλιοπαναγιάς, που βρίσκεται κοντά στον Άγιο Βασίλειο των Λυμποχωρίων. Πράγματι, στον οικείο φάκελο των Μοναστηριακών των Γενικών Αρχείων του Κράτους, βρίσκεται ενσφράγιστη χρεωστική ομολογία του Ηγουμένου και της αδελφότητας της μονής, της 1ης Οκτωβρίου 1820, υπογεγραμμένη ενώπιον τεσσάρων λαϊκών μαρτύρων. Σύμφωνα με αυτήν, η Μονή εδανείστηκε από τον «κυρ Αναγνώστη Γκελμπερή» το ποσό των 2.040 γροσίων και 6 παράδων για χρεία του μοναστηρίου. Το ποσό αυτό «θα έτρεχε με το ιντερέσιον του», δηλ. τον τόκο του, προς δεκαπέντε τοις εκατό τον χρόνο, «δια όσον χρόνον σταθούν επάνω» τους, όπως χαρακτηριστικά έγραφαν, δηλαδή με αόριστη διάρκεια, χωρίς ορισμένη και ρητή προθεσμία εξοφλήσεως.
Με τους τρόπους αυτούς και άλλους, όπως την πώληση προϊόντων από το μερίδιό του στις αποδεκατώσεις, δηλ. στις συλλογές της δεκάτης, ο Γκελμπερής απέκτησε σταδιακά αρκετά χρήματα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Με την οικονομική ευχέρεια που είχε ζούσε μια σχετικά άνετη ζωή, έκτισε δικό του σπίτι στον Άγιο Βασίλειο, αγόρασε κτήμα και φύτεψε αμπέλι περικλειόμενο με κερασιές στο ίδιο χωριό, συνήψε γάμο με τη Ζωή, αγνώστου επωνύμου, και δημιούργησε πολυμελή οικογένεια από επτά παιδιά.
Η καλή οικονομική κατάσταση του Γκελμπερή γίνεται φανερή στην περίπτωση της αγοράς των κτημάτων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης Μονής του Προφήτου Ηλία, που απασχόλησε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το εν λόγω μοναστήρι βρισκόταν κοντά στο Γεράκι και κατεστράφη ολοσχερώς κατά την εισβολή των αλβανικών στιφών στην Πελοπόννησο μετά τα ορλωφικά του 1770. Για τον λόγο αυτό οι Γερακίτες, που είχαν αφιερώσει στο μοναστήρι χωράφια και ελαιόδενδρα στη θέση Βιβάρι, τα ξαναπήραν στην κυριότητά τους και τα εκμεταλλεύτηκαν επί τέσσερες περίπου δεκαετίες. Το 1814 όμως, για να εξοφλήσουν τα υπέρογκα χρέη τους, αναγκάστηκαν να τα πωλήσουν, κατά το ½ στη Μονή Παλιοπαναγιάς και κατά το ½ στον Αναγνώστη Γκελμπερή.
Επειδή γεννήθηκαν αμφισβητήσεις για το κύρος αυτών των μεταβιβάσεων, οι αγοραστές κατέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την επίσημη εκκλησιαστική επικύρωσή τους και διαβιβάζοντας όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα. Αυτό και έγινε, με πατριαρχικό γράμμα του Κυρίλου Ζ’ το έτος 1816. Ας σημειωθεί ότι σημαντικό ρόλο για την ευνοϊκή λύση του ζητήματος έπαιξε ο βεκίλης στην Κωνσταντινούπολη Δημήτριος Περρούκας, κατόπιν παρακλήσεως του ίδιου του Αναγνώστη Γκελμπερή, ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένος να καταβάλει και όλα τα έξοδα που θα γίνονταν.
Αλλά βαδίζουμε ήδη προς το 1821. Αγνοούμε πλέον τις κινήσεις του Γκελμπερή, αφού η αλληλογραφία του με τους Περρουκαίους σταματά στις 2 Δεκεμβρίου 1820. Δεν γνωρίζουμε ειδικότερα αν ο Γκελμπερής είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία. Το όνομά του πάντως δεν βρίσκεται γραμμένο στους επισήμους καταλόγους των Φιλικών.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι όταν ήρθε η «πεπρωμένη στιγμή», ο Γκελμπερής μεταλλάχθηκε και βρέθηκε ηθικά πανέτοιμος! Ενεδύθη τον «νέον άνθρωπο»! Έτσι, όταν κηρύχθηκε η επανάσταση του 1821, αυτός ο συνεργάτης των κοτσαμπάσηδων, το όργανο της εξουσίας, ο φίλος των Τούρκων μπέηδων που μπαινόβγαινε στο σεράι, αυτός ο καταπιεστής των ραγιάδων, επήρε τα όπλα και ετέθη επικεφαλής των στρατιωτών των Λυμποχωρίων, υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών Τσώκρη, Νικηταρά και Στάικου Σταϊκόπουλου. Δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες για την πολεμική δράση του, αλλά προφανώς ο Γκελμπερής έλαβε μέρος σε όλες τις γύρω από την Τριπολιτσά μάχες και στην άλωση της πόλης αυτής στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.
Ο δραματικός επίλογος γράφτηκε για τον Γκελμπερή σχετικά ενωρίς, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821. Οι Έλληνες, ενθουσιασμένοι από την κυρίευση της Τριπολιτσάς, αποφάσισαν να καταλάβουν δι’ εφόδου και το καλά οχυρωμένο και σχεδόν απόρθητο Ναύπλιο. Ήταν μια επιχείρηση εξόχως παρακινδυνευμένη και αβέβαιου αποτελέσματος. Το σχέδιο ήταν η επιχείρηση να είναι νυκτερινή και να γίνει τόσο από θαλάσσης όσο και από ξηράς. Από θαλάσσης θα επιτίθεντο 15 υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία και δεκάδες τρεχαντήρια από το Κρανίδι και την Ερμιόνη, με αρχηγούς τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και άλλους, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς θα προσπαθούσαν να καταλάβουν για αντιπερισπασμό το Παλαμήδι. Θα συμμετείχαν και 200 οπλίτες του τακτικού στρατού υπό τους φιλέλληνες στρατιωτικούς Δάνια και Βαλέστα.
Η επιχείρηση άρχισε δύο ώρες πριν τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 1821. Δυστυχώς, λόγω της επικρατούσας απόλυτης άπνοιας, δεν μπόρεσαν να κινηθούν τα ελληνικά πλοία και έτσι το σχέδιο έμεινε ανεφάρμοστο. Τότε ο Υψηλάντης διέταξε μερικά πεζά τμήματα να επιτεθούν στην πόλη του Ναυπλίου από ξηράς και, ει δυνατόν, να ανεβούν τα τείχη με τις σκάλες που είχαν μαζί τους. Εν τω μεταξύ ξημέρωσε και οι Τούρκοι απέκτησαν πλήρη ορατότητα των πολιορκητών, τους οποίους απέκρουσαν με καταιγισμό πυρών. Πολλοί σκοτώθηκαν ή πληγώθηκαν, Έλληνες και φιλέλληνες.
Στην αποτυχημένη αυτή έφοδο εναντίον του Ναυπλίου τραυματίστηκε και ο Αναγνώστης Γκελμπερής. Μια μπάλα κανονιού του έκοψε το πόδι στον μηρό και δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι συμπολεμιστές του πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν και τον εγκατέλειψαν στην τύχη του. Ο Γκελμπερής συνελήφθη ζωντανός από τους Τούρκους, αναγνωρίστηκε ως πρώην φίλος τους και οδηγήθηκε εντός των τειχών, όπου παραδόθηκε στους αναμένοντες Εβραίους για τα περαιτέρω. Αυτοί, σύμφωνα με τον Νικόλαο Σπηλιάδη «αφού τον εβασάνισαν, τον κατέκοψαν εις λεπτά κομμάτια»!
Σημείωση Βιβλιοθήκης: Γκελμπερής Αναγνώστης ή Κελπερής. Αγωνιστής από την Κυνουρία. Επολέμησε ως μικροκαπετάνιος κατά το 1821. Στην έφοδο που έγινε κατά τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 1821 κατά του Αναπλιού και απότυχε, είχε πάρει μέρος και ο Γκελμπερής. Μια μπάλα κανονιού του έσπασε το ένα πόδι στο μερί, και δεν μπορούσε να φύγη. Εβρήκαν οι Τούρκοι τον πήραν μέσα στ’ Ανάπλι. Ο θάνατος του ήταν μαρτυρικός. Ο Φωτάκος αναφέρει τα εξής: «Οι δε Εβραίοι δια να δείξουν εις τους Τούρκους, ότι έχουν το αυτό πάθος με αυτούς κατά των Ελλήνων, τον έσυραν εις τους δρόμους της πόλεως και ενόσω έζη του έκαμαν μύρια μαρτύρια, εμπαιγμούς και ύβρεις, και μάλιστα τινές εξ αυτών εμάσαγαν τα αυτιά του, τάχα ότι εκινούντο από υπερβολικόν πάθος και διά να ευχαριστήσουν τους Τούρκους. Αφού δε απέθανεν ο Κελμπερής, έπειτα τον έρριψαν εις την θάλασσαν». Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου, εκδ. Μπούρας τόμος Α’ σελ. 252 κ.ε.
Αυτό ήταν το τραγικό τέλος ενός οργάνου της εξουσίας, που με τον ηρωικό θάνατό του μετουσιώθη σε μάρτυρα της ελευθερίας.
Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου, με τη σχετική αναφορά του Κανέλλου Δεληγιάννη στον δεύτερο τόμο των «Απομνημονευμάτων» του: «…επληγώθη δε και ο άξιος και ατρόμητος εκείνος ανήρ, ο Γκελμπερής, τον οποίον συνέλαβον ζώντα οι εχθροί, καθότι βολή κανονίου του είχε συντρίψει τον ένα πόδα, τον οποίον απήγαγον εις το Ναύπλιον και απέθανεν ως μάρτυς εις τα τρομακτικότερα βασανιστήρια».
Ας είναι αιωνία η μνήμη του «αξίου» και «ατρομήτου» εκείνου ανδρός!
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
9ο Τσακώνικο Συνέδριο, Λεωνίδιο 17-19 Μαρτίου 2023.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: «Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η “Αμοργός” του».
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε