Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Βαλτέτσι’

Βαλτέτσι 1821 – Δοξασίες και ψυχολογία των πολεμιστών | Κώστας Ρωμαίος, Καθηγητής  Πανεπιστημίου – Ακαδημαϊκός


 

Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος, πασίγνωστος ιδίως με το βαπτιστικό του όνομα ως Φωτάκος, είναι γνωστό ότι από την αρχή της Επαναστάσεως του 1821 υπήρξε αφοσιωμένος υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και ότι αρκετούς χρόνους, μετά το τέλος της Επαναστάσεως, συνέγραψε εκτενή Απομνημονεύματα που έχουν εκδοθεί σε δύο τόμους [1]. Εκείνο όμως, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι ότι ο Φωτάκος, ακριβώς επειδή ασχολείται πολύ συχνά με πολλές και μικρές λεπτομέρειες για πρόσωπα και γεγονότα του πολέμου, αναδεικνύεται – παράλληλα με την εξαίρετη ιστορική άξια των Απομνημονευμάτων του – και ως μία αξιόλογη λαογραφική πηγή. Γενικά για τον λαϊκό πολιτισμό της εποχής του 1821, τόσο τον σχετικό με τον υλικό βίο όσο και με τον κοινωνικό και ιδιαίτερα τον πνευματικό βίο του λαού, ο Φωτάκος γίνεται με το βιβλίο του πολύτιμος.

 

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος. Προτομή στο χωριό Μαγουλιανά.

 

Από το πλούσιο υλικό των πληροφοριών του Φωτάκου, έχω διαλέξει να ασχοληθώ μόνο με το στρατόπεδο που συνεστήθη στο Βαλτέτσι, για να οργανωθεί αποτελεσματικότερα η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Τα χρονικά όρια των γεγονότων εκείνων περιορίζονται μεταξύ της 16 Απριλίου και της 13 Μαΐου 1821. Άλλα και πάλι, από το ποικίλο υλικό των πληροφοριών του Φωτάκου διάλεξα να εξετάσω τώρα μόνο τρία περιστατικά, με τα όποια δεν έχω ύπ’ όψη μου να έχει ασχοληθεί έως σήμερα άλλος ερευνητής της ελληνικής λαογραφίας.

Αναφέρονται τα τρία αυτά προβλήματα στα έξης περιστατικά: 1) Στο ότι οι Μανιάτες στο Βαλτέτσι με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να μετρηθούν, και ας επρόκειτο για διαταγή του Κολοκοτρώνη. 2) Στο ότι οι Έλληνες στρατιώτες, μόλις αντίκρισαν τα κατακρεουργημένα κορμιά των συναδέλφων τους, που είχαν πριν από λίγη ώρα σφαγή από τους Τούρκους, έστεκαν κίτρινοι από τον φόβο τους και δεν τολμούσαν να τα εγγίσουν και να τα θάψουν. Και 3) στο ότι μπροστά από το στρατιωτικό τμήμα του Κολοκοτρώνη, που ξεκίνησε από το Χρυσοβίτσι και έσπευδε στη μάχη, ξεπετάχτηκαν ξαφνικά τρεις λαγοί, που όμως τους έπιασαν ζωντανούς.

A

Η καταμέτρηση του στρατού στο Βαλτέτσι

 

Τον Απρίλιο του 1821 ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να οργάνωση στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, ώστε να αρχίσει στενότερη την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Φωτάκος και πολλοί άλλοι ξεκίνησαν στις 16 Απριλίου από το Διάσελο της Αλωνίσταινας, όπου είχαν στρατόπεδο, και επήγαν στο Βαλτέτσι.

Στις 23 Απριλίου άρχισε εκεί μια συστηματική καταμέτρηση όλων όσοι ήσαν παρόντες. Σκοπός γι’ αυτό το μέτρημα ήταν να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των στρατιωτών, για να οργανωθεί αντίστοιχα καλύτερος ο επισιτισμός τους. Ξαφνικά όμως σ’ αύτη την καταμέτρηση αρνήθηκαν να πάρουν μέρος οι Μανιάτες, κυρίως οι απλοί στρατιώτες. Τελικά όμως αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν και να δεχθούν την καταμέτρηση, επειδή αλλιώς ο Κολοκοτρώνης δεν επρόκειτο να τους συμπεριλάβει στον κατάλογο των δικαιούχων για τροφοδοσία. Η σχετική μαρτυρία του Φωτάκου έχει ως έξης: «Την περασμένην ημέραν (δηλαδή την πριν από τη μάχη και τη διάλυση του στρατοπέδου, η οποία έγινε στις 24 Απριλίου) εμετρήθημεν όλοι οι ευρεθέντες εκεί και ήμεθα υπέρ τας δύο ήμισυ χιλιάδες στρατιώται. Εις αυτήν μάλιστα την καταμέτρηοιν έναντιωθησαν οι άπλοι Μανιαται στρατιώται και δεν ήθελαν να μετρηθούν, διότι το είχαν κακόν, άλλ’ εβιάσθηοαν να δεχθούν την καταμέτρησιν, διότι δεν ήθελεν ο Κολοκοτρώνης να τους δώση τροφήν (ταΐνι)»[2].

Την επομένη ημέρα μετά την καταμέτρηση, επετέθησαν εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι περίπου 9 χιλιάδες Τούρκοι, πεζικό και ιππικό, που βγήκαν από την Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι κυρίευαν το χωριό Βαλτέτσι και οι Έλληνες απωθήθηκαν βορεινά, προς το δρόμο που οδηγούσε στο μικρό χωριό Αραχαμίτες που βρίσκεται κοντά στην σημερινή Ασέα.

Μαυρομιχάλης Κωνσταντίνος, ελαιογραφία, Ελένη Προσαλέντη, 1899, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Εκεί στο δρόμο, έξω από το Βαλτέτσι και βορεινά του χωριού, σταμάτησαν οι Καπεταναίοι και πολέμησαν μόνοι τους, αναγκάζοντας έτσι τους Τούρκους να μην προχωρήσουν πιο πέρα. Αν δεν είχαν επιχειρήσει αύτη την αντίδραση οι Καπεταναίοι, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να πιάσουν οι Τούρκοι αιχμάλωτο τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον αρχηγό των Μανιατών. Εξ άλλου από την πλευρά τους οι Μανιάτες, που δείλιασαν και δεν έμειναν να πολεμήσουν (όπως ήξεραν και μπορούσαν να πολεμούν), γόγγυζαν εναντίον του Κολοκοτρώνη, λέγοντας ότι εκείνος έφταιγε που τους ανάγκασε να μετρηθούν, και για τούτο οι Τούρκοι τους έκαμαν μάγια και εκείνοι δείλιασαν και δεν σταμάτησαν να πολεμήσουν.

Η σχετική μαρτυρία του Φωτάκου έχει ως έξης: «Την άλλην ημέραν (24 Απριλίου) μετά την καταμέτρησιν… ήρθαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς έως 9 χιλιάδες πεζοί και καβαλαραϊοι και αφού μας εκυνήγησαν, εγόγγυσαν κατά του Κολοκοτρώνη οι Μανιάται και έλεγαν ότι εξ αιτίας όπου εμετρήθησαν τους εμάγευσαν οι Τούρκοι και ως εκ τούτον εδειλίασαν και δεν εστάθησαν εις τον πόλεμον. Οι Τούρκοι μας επήραν το χωρίον Βαλτέτσι και μας έσπρωξαν κατά το βορεινόν μέρος σιμά τον χωριού, όπου είναι ο δρόμος των Αραχαμιτών εκεί επολέμησαν μόνοι των οι μεγάλοι Καπεταναΐοι και τους εσταμάτησαν άλλως επίαναν ζωντανόν τον Κυριακούλην»[3].

Η συμπεριφορά των Μανιατών είναι φυσικό να μας φαίνεται τουλάχιστον περίεργη. Επιβάλλεται όμως να την προσέξουμε πιο πολύ και να αναζητήσουμε να την ερμηνεύσουμε.

Είναι γνωστό ότι ακόμη και σήμερα οι Έλληνες βοσκοί, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αποφεύγουν να μετρούν τα πρόβατα ή τα γίδια της στάνης τους, και κυρίως αποφεύγουν συστηματικά να ανακοινώνουν σε άλλους τον ακριβή αριθμό των ζώων τους. «Το έχουν για κακό», όπως γράφει και ο Φωτάκος για τους Μανιάτες. Για τούτο, οσάκις κάποιος τρίτος, ανίδεος από την ψυχολογία των βοσκών, ερώτηση κάποιον τσοπάνη πόσα είναι τα πρόβατά του, εκείνος αποφεύγει να αναφέρει αριθμό. Συνηθισμένη απάντηση του είναι: «Δεν ξέρω» η αλλιώς: «Πόσα είναι; Όσα είναι».

Πιστεύουν οι βοσκοί ότι, αν μετρήσουν τα ζώα της στάνης τους, τότε αυτά κινδυνεύουν να υποστούν άμεση καταστροφή. Είναι γνωστή η φράση: «Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος». Πρόκειται αρχικά για ένα ποιμενικό γνωμικό ολοκληρωτικής λαϊκής αποδοχής, που γρήγορα έπειτα έγινε πανελλήνια παροιμία. Η άποψη, που υποστηρίζεται μ’ αυτό το γνωμικό, μπορεί να διατυπωθεί: Αν δεν μετρήσεις τα ζώα της στάνης σου, αυτά όχι μόνο δεν κινδυνεύουν άλλα και θα πληθύνονται συνεχώς. Αν όμως τα μετράς, εκείνα κινδυνεύουν άμεσα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχει ανάλογη δοξασία ανάμεσα και στους χαρτοπαίκτες. Εάν ένας κερδίζει και το παιγνίδι συνεχίζεται, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να μετρήσει πόσα κερδίζει, γιατί πιστεύει – και πιστεύουν και οι άλλοι – ότι όσο δεν τα μετράει, τόσο η ευνοϊκή τύχη θα εξακολουθεί και τα κέρδη θα αυξάνονται και θα πληθύνονται, ενώ αν κάμει το μεγάλο λάθος να τα μετρήσει, από εκεί και πέρα η καλή τύχη σταματάει και η χασούρα αρχίζει να κυριαρχεί. Και τότε, τα μετρημένα δεν τα τρώει μόνο ο λύκος, άλλα και τα ενθυλακώνει ο αντίπαλος χαρτοπαίκτης.

Ακόμη και σχετικά με τα παιδιά μίας οικογένειας, παλαιότερα δεν ήθελαν οι γονείς να ανακοινώνουν σε άγνωστους και τρίτους, πόσα είναι. «Πόσα παιδιά έχεις; – Όσα έχει δώσει ο Θεός!» απαντούσαν.

Ζεύγος ποιμένων στην Αρκαδία, C. Delort, D΄ Apres M. H. Belle, 1879.

Πίσω από αυτά τα έθιμα κρύβεται η λαϊκή δοξασία ότι καταμετρώντας κάποιο πλήθος, το περιχαρακώνεις, το εξουσιάζεις και το κάνεις ευπαθέστερο. Γι’ αυτό αν θέλεις να παραμένει εκείνο ισχυρό, (οτιδήποτε είναι που χρειάζεται προστασία, αύξηση και μεγάλωμα, όπως είναι ζώα, παιδιά, χρήματα, καρποφόρα δέντρα), οφείλεις να αποφεύγεις την καταμέτρηση τους [4]. Ούτε πρέπει να ανακοινώνεις σε άλλους τον ακριβή αριθμό των πραγμάτων που έχεις. Εκείνος που θα πληροφορηθεί τον ακριβή αριθμό των ζώων μίας στάνης, είναι σα να έχει γίνει ο μαγικός κάτοχος της στάνης. ’Εάν δηλαδή ακουστή ο αριθμός των ζώων της στάνης, τούτο ισοδυναμεί ως να έχει κοινολογηθεί ήδη το σπουδαίο μυστικό και ως να έχει μάθει τούτο ακόμη και ο λύκος, στον οποίο άλλωστε είναι γνωστό ότι του απεδίδοντο δαιμονικές ιδιότητες. ’Ακόμη και για τα παιδιά της οικογένειας, ο αριθμός τους έπρεπε να παραμένει μυστικός για τους ξένους, επειδή και εκείνοι, γινόμενοι κάτοχοι του αριθμού, είναι σα να αποκτούν αντίστοιχα τη δυνατότητα να βλάψουν. Ποικίλη μαγική ενέργεια στο μέλλον θα είναι πολύ εύκολο να κατευθύνεται εναντίον του συγκεκριμένου εκείνου αριθμού.

Συγκεντρωμένοι συνεπώς για πρώτη φορά οι Μανιάτες στις 23 Απριλίου του 1821 στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου, – στην πρώτη τους πολεμική έξοδο από τη Μάνη και πριν καλά-καλά συμπληρωθεί μήνας από την επίσημη κήρυξη της Επαναστάσεως – μετέφεραν μαζί τους έντονες όλες τις δοξασίες τους, που μάλιστα γίνονταν ισχυρότερες μπροστά στο αβέβαιο του πολεμικού κινδύνου. Είναι για τούτο δικαιολογημένοι, διότι δεν ήθελαν να μετρηθούν πριν από τη μάχη. Αν δέχονταν, θα ήταν σα να παραχωρούν στους αντιπάλους τους -προκαταβολικά και εθελοντικά – τη δύναμη της μαγικής εξόντωσής τους.

Οι Μανιάτες συνεπώς, πιστεύοντας ακράδαντα ότι έχουν γίνει υποκείμενο ισχυρής μαγείας, υπέστησαν αυθυποβολή. Οι εμπειροπόλεμοι στρατιώτες της Μάνης, ξαφνικά έγιναν απόλεμοι. Και για να αποφύγουν μια μάχη που εκ των προτέρων πίστευαν ότι θα τους αποβεί μοιραία, προχώρησαν στον μόνο τρόπο σωτηρίας που τους απέμενε, στο να φύγουν κυνηγημένοι για να σωθούν. Στη φυγή τους μάλιστα ξέχασαν και τον γενναίο αρχηγό τους, τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ήταν φυσικό να οπισθοχωρεί ακούσια και τελευταίος, και παρά λίγο να συλληφθεί αιχμάλωτος. Καθώς πήγαινε ουραγός, θα είχε σίγουρα αιχμαλωτισθεί, εάν οι άλλοι «μεγάλοι Καπεταναίοι» – όπως τους ονομάζει ο Φωτάκος – δεν σταματούσαν και δεν πολεμούσαν μόνοι τους Τούρκους, σώζοντας τον Κυριακούλη.

Πιστεύω ότι τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε ικανοποιητικά την συμπεριφορά των Μανιατών στο Βαλτέτσι. Έχοντας ριζωμένη στον ψυχικό τους κόσμο την πεποίθηση ότι έπειτα από τη δημόσια καταμέτρησή τους ένας μεγάλος κίνδυνος τους απειλεί, επίστεψαν ότι στους επιτιθέμενους Τούρκους της επομένης ημέρας πολύ σωστά «αναγνωρίζουν» τους ανθρώπους που τους έκαναν μάγια και τώρα έρχονται να αποτελειώσουν με φόνο το αποτέλεσμα της μαγικής ενέργειας που είχε προηγηθεί. Το κείμενο του Φωτάκου ευθυγραμμίζεται με όλα αυτά και αποδίδει με ακρίβεια την ομαδική ψυχολογία. Ιδού: «Εγόγγυσαν κατά του Κολοκοτρώνη οι Μανιάται και έλεγαν ότι εξ αιτίας όπου εμετρήθησαν τους εμάγευσαν οι Τούρκοι και ως εκ τούτου εδειλίασαν και δεν εστάθησαν εις τον πόλεμον»[5].

 

Β

Τα κατακρεουργημένα κορμιά στο Βαλτέτσι

 

Αφού οι Τούρκοι έφυγαν, μετά την επίθεση και τη σφαγή που έκαμαν, ξαναγύρισαν έπειτα στο Βαλτέτσι και οι Έλληνες. Το θέαμα όμως που αντίκρισαν τότε ήταν φρικιαστικό. Βρήκαν να έχουν κατακρεουργηθεί οι Έλληνες εκείνοι, όσοι έμειναν και πολέμησαν και στη συνέχεια δεν πρόλαβαν να φύγουν. Κανένας από τους ερχόμενους – και ανάμεσά τους φυσικά και ο Φωτάκος – δεν είχε το θάρρος να ζυγώσει κοντά στους σκοτωμένους. Κατακίτρινοι όλοι τους από τον φόβο, έστεκαν και κοίταζαν. Τότε ο Κολοκοτρώνης για να τους δώσει θάρρος, επήγε ο ίδιος και άρχισε να μαζεύει τα σκόρπια κομμάτια των σκοτωμένων. Τα έπαιρνε, τα φιλούσε και έλεγε στους γύρω του στρατιώτες ότι αυτοί, που σκοτώθηκαν μ’ αυτό τον άγριο τρόπο, είναι πραγματικοί άγιοι και ότι θα πάνε στον παράδεισο, γιατί είναι μάρτυρες που εμαρτύρησαν για τον Χριστιανισμό. Μονάχα τότε, έπειτα από όλα αυτά, επήραν θάρρος – ο Φωτάκος και οι άλλοι τρομαγμένοι – και επλησίασαν και έθαψαν τους νεκρούς.

Το σχετικό κείμενο, που μας έχει παραδώσει για το περιστατικό ο Φωτάκος, έχει ως εξής: «Αφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επέστρεψα – μεν εις το χωριό Βαλτέτσι, ήβραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. Ο δε Κολοκοτρώνης δια να μας ενθαρρήνη, εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού, τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας ότι αυτοί είναι άγιοι και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν»[6].

Ανάλογο επεισόδιο συνέβη και αργότερα, πάλι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Το περιστατικό συνέβη στον Άγιο Σώστη, ένα από τα χωριά στον κάμπο της Τεγέας, ασφαλώς το πιο κατάλληλο για οχύρωση, επειδή βρίσκεται πάνω σε χωμάτινο λόφο και αγναντεύει τον κάμπο και το δρόμο για τη γειτονική Τριπολιτσά.

Ο Κολοκοτρώνης είχε δώσει διαταγή στον Φωτάκο, να πάει και να ζυγώσει στο χωριό, τον Άγιο Σώστη. Πριν ξεκινήσει όμως ο Φωτάκος, ο Κολοκοτρώνης του έδωσε και άλλες σπουδαίες οδηγίες που ήσαν το αποτέλεσμα της Κολοκοτρωναίϊκης μακροχρόνιας πείρας στον τομέα της κλεφτουριάς. Γράφει σχετικά ο Φωτάκος: «Έπειτα με ωδήγησε, πως να πλησιάσω τον Άγιον Σωστήν. Να υπάγω δηλαδή τριγύρω ξέμακρα, να μη με τρώγη το βόλι εύκολα. – Πρόσεξε, μου είπεν ακόμη, τα πουλάκια τα μικρά, όταν τα σηκώνης ή οηκώνωνται μοναχά τους, εάν περνούν επάνω από το χωριό και τα ιδής να κάθωνται μέσα εις το χωριό άφοβα, τότε δεν είναι μέσα Τούρκοι και πήγαινε άφοβα ει δε και τα βλέπεις, άμα φθάσουν εις το χωρίον και γυρίζουν πίσω φοβισμένα και κάμουν (ε)λιγμούς ξαφνιασμένους, τότε είναι μέσα Τούρκοι και μην πας»[7].

Ο Φωτάκος ακολούθησε με προσοχή τις συμβουλές του Κολοκοτρώνη και έπειτα μπήκε στο χωριό τρέχοντας με το άλογό του από τη βορεινή πλευρά του χωρίου προς τη μεσημβρινή. Εκεί, στο νότιο μέρος του Αγίου Σώστη, είδε την εκκλησία του χωριού και την πόρτα της ανοιχτή. Ο Φωτάκος πλησίασε και κοίταξε στο εσωτερικό της εκκλησίας: «Έσκυψα και είδα την εκκλησίαν γεμάτην από πτώματα κοψοκέφαλα. Εφοβήθηκα πολύ και εγύρισα οπίσω εις τον αρχηγόν, ο όποιος ήρχετο με τους στρατιώτας, δια να πιάσουν το χωρίον και να κάμουν όλην την νύκτα ταμπούρια»[8].

Ο Κολοκοτρώνης ερώτησε τον Φωτάκο, γιατί έχει γίνει κίτρινος από τον φόβο του και εκείνος διηγήθηκε όσα είδε. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης εκάλεσε τους καπεταναίους και τους ρώτησε, τι πτώματα ήσαν εκείνα μέσα στην εκκλησία. Εκείνοι του είπαν ότι δεν έθαψαν τους σκοτωμένους. «Τότε (ο Κολοκοτρώνης) έδιαλεξεν ανθρώπους συνηθισμένους να μη φοβούνται τους νεκρούς (διότι τότε ο φόβος ήτο πολύς εις τους Έλληνας, επειδή ήσαν ασυνήθιστοι να πιάνουν και να θάφτουν πτώματα) και τους έστειλε και έκαμαν ένα μεγάλον λάκκον και τους έρριξεν όλους μέσα»[9].

Ανακατωμένες είναι οι δικαιολογίες που φέρνει ο Φωτάκος. Ωστόσο ο φόβος των Ελλήνων στρατιωτών στο Βαλτέτσι δεν οφείλεται απλώς στο ότι πρώτη φορά εκείνοι έβλεπαν ανθρώπους σκοτωμένους. Ούτε και κιτρίνισαν άπ’ αυτή την αιτία, δηλαδή διότι δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν σκοτωμένους. Εξ άλλου, στον Άγιο Σώστη της Τεγέας ο φόβος δεν προερχόταν απλώς γιατί είδαν μέσα στην εκκλησία τα κορμιά να είναι κοψοκέφαλα. Αν ήσαν μόνο αυτοί οι λόγοι, ασφαλώς έπειτα από τον πρώτο φόβο οι Έλληνες στρατιώτες θα ζύγωναν και θα έθαβαν τους νεκρούς.

Αλλά τότε, ποιός είναι ο βαθύτερος – και ο άγνωστος – λόγος για τον οποίο όλοι τους, Φωτάκος και λοιποί, έστεκαν κατακίτρινοι και ασάλευτοι, μην τολμώντας να πλησιάσουν και να έγγισουν τα πτώματα;

Πριν απαντήσω στο ερώτημα, προτείνω να γνωρίσουμε, τι ακριβώς πιστεύει, ακόμη και σήμερα, ο πολύς λαός ως προς τους πιθανούς κινδύνους που απειλούν καθέναν που θα πιάσει με τα χέρια του κάποιον νεκρό. Πιστεύουν λοιπόν ότι το λιγότερο που έχει να πάθη, είναι ότι θα τρέμουν τα χέρια του ή θα μένουν μουδιασμένα ή πιασμένα. Αυτό σημαίνει ότι τα χέρια που θα αγγίξουν το πτώμα, θα αχρηστευθούν προσωρινά από κάποιο νευρικό κλονισμό που θα πάθουν, ή από την ακινησία του αίματος και το βαρύ μούδιασμα.

Αναφέρω δύο παραδείγματα που μου είναι γνωστά από τη Θράκη: 1) Στον Σκοπό της Θράκης οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος στο άλλαγμα του νεκρού, συνήθιζαν να κόβουν από το σάβανο ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι που το έραβαν έπειτα πάνω στο εσωτερικό ποκάμισό τους, και το έκαναν αυτό «για να μην τρέμουν τα χέρια τους» [10]. 2) Στο Σαμακόβι της Ανατολικής Θράκης «οι νεκροθάφτες, φεύγοντας από το σπίτι του πεθαμένου, παίρνουν μια λωρίδα πανί και το κρύβουν κάπου, έξω στην αυλή τους. Έπειτα από σαράντα ημέρες το παίρνουν πάλι, το πλένουν και το βάζουν για μπάλωμα σ’ ένα ρούχο τους, για να μην πιαστούν τα χέρια τους»  [11].

Διαπιστώνομε ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις εκείνος που θα πιάσει τον νεκρό, είτε για να τον αλλάξει, είτε για να τον θάψει, κινδυνεύει να ίδει τα δύο χέρια του να τρέμουν ή να είναι πιασμένα και αχρηστευμένα και αυτό να γίνεται για αρκετόν καιρό. Φυσικά, όλα αυτά συμβαίνουν στις πιο αθώες περιπτώσεις, όταν δηλαδή ο θάνατος είναι φυσιολογικός και γίνεται μέσα στο σπίτι, και όταν οι γειτόνισσες σπεύδουν πρόθυμα για να περιποιηθούν τον προσφιλή νεκρό και οι νεκροθάφτες του χωριού να βοηθήσουν για την ταφή.

Στην περίπτωση όμως των βιαιοθανάτων, που τα κορμιά τους κατακρεουργήθηκαν από αιμοσταγείς φονιάδες, είναι πολύ φυσικό ότι η εκδικητική αντίδραση του νεκρού θα είναι πολύ ισχυρότερη και χειρότερη, και ότι θα κατευθύνεται αδιακρίτως εναντίον καθενός που θα τολμήσει να πιάσει τα διαμελισμένα κομμάτια του αδικοσκοτωμένου νεκρού. Καθένας που θα πιάσει τα ματωμένα κομμάτια, θα βάψη και αυτός τα χέρια του στο αδικοχυμένο αίμα. Θα γίνει συνεπώς συνένοχος στον φόνο και συνεκδοχικά συμμέτοχος στην εκδίκηση και την τιμωρία που θα προκαλέσει ο νεκρός.

Το μίασμα συνεπώς και ο πανίσχυρος φόβος από το μίασμα, ήσαν οι λόγοι που είχαν κάμει στο Βαλτέτσι και τον Φωτάκο και τους άλλους Έλληνες, να σταθούν περίτρομοι, κατακίτρινοι και αποσβολωμένοι, ευθύς ως αντίκρισαν τα κομματιασμένα κορμιά των συστρατιωτών τους. Ούτε και θα μετέβαλλαν ποτέ εκείνοι αύτη τη στάση τους, εάν δεν παρενέβαινε ο Κολοκοτρώνης, αυτός ο συχνός «από μηχανής θεός» για πάρα πολλά προβλήματα, μικρά και μεγάλα, που συνεχώς παρουσιάζονταν σε όλη την μακροχρόνια διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας.

Εζύγωσε λοιπόν τότε ο Κολοκοτρώνης και όχι μόνο έπιανε και εμάζευε ο ίδιος τα σκόρπια κομμάτια από τα διαμελισμένα κορμιά, άλλα και – αντιπαραθέτοντας σκόπιμα, στους δήθεν μιασμένους και εκδικητικούς νεκρούς, την αγιότητα των τωρινών νεκρών – έλεγε στους στρατιώτες του ότι οι νεκροί εκείνοι δεν είναι βλαπτικοί και μιασμένοι, άλλ’ ότι είναι πραγματικοί Άγιοι, και θα πάνε σίγουρα στον παράδεισο, γιατί είναι ισάξιοι με τους Μάρτυρες του Χριστιανισμού.

Και για να αποδείξει έμπρακτα ο Κολοκοτρώνης ότι επρόκειτο για Αγίους και για λείψανα Αγίων, εφιλούσε με ευλάβεια το κάθε κομμάτι που εμάζευε. Το εφιλούσε με ευλάβεια, που ήταν όμοια με εκείνην, όταν φιλούμε τα ιερά λείψανα κάποιου Αγίου.

Γ

Οι τρεις λαγοί, πριν από τη μάχη στο Βαλτέτσι

 

Αρκετές ημέρες πριν από τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης πηγαινοερχόταν κάθε ημέρα ανάμεσα στο Χρυσοβίτσι, το Βαλτέτσι και την Πιάνα. Οι ενδιάμεσες αποστάσεις σ’ αυτά τα τρία χωριά είναι αρκετά μεγάλες, αλλά ο οργανωτικός Κολοκοτρώνης εννοούσε να έχει κάθε ημέρα προσωπική αντίληψη για το κάθε πρόβλημα: «Αφού ήλθαν τα στρατεύματα, εις Βαλτέτσι, τότε ο Κολοκοτρώνης δια πολλάς ημέρας επήγαινε και ήρχετο εις Βαλτέτσι την αυγήν από εκεί το μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι και το εσπέρας εκείθεν εις Πιάνα. Ταύτα ήσαν αδύνατον να μη γίνουν κάθε ημέραν, μολονότι το διάστημα ήτο όχι ολίγον»[12].

Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ακριβώς μέσα σε εκείνο το καθημερινό πέρα – δώθε βρήκε τον Κολοκοτρώνη και η είδηση, ότι επί τέλους οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς ξεκίνησαν πανστρατιά, με σκοπό να συντρίψουν ολοσχερώς όλους τους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στο Βαλτέτσι. Ο Φωτάκος γράφει σχετικά: «Ο δε Κολοκοτρώνης εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται και να βλέπη και τας τρεις θέσεις… του Χρυσοβιτσιού, της Πιάνας και του Βαλτετσιού, και τα πάντα ήσαν έτοιμα… Τέλος πάντων ήλθεν η ώρα να δοξασθούν και να ελευθερωθούν οι Έλληνες με του Θεού την βοήθειαν. Οι Τούρκοι εβγήκαν από την Τριπολιτσάν όλοι υπέρ τας δώδεκα χιλιάδας πεζοί και καβαλαραΐοι… Ο Κολοκοτρώνης εις το Χρυσοβίτσι τότε ευρισκόμενος, άμα είδε τους καπνούς[13], ότι οι Τούρκοι πηγαίνουν εις το Βαλτέτσι, αμέσως έστειλε τον Θεοδόσην Καρδαράν καβαλάρην με μίαν σημαίαν να έβγη εις την ράχιν του Βαλτετσιού δια να τον βλέπουν οι κλεισμένοι εις το Βαλτέτσι, ότι τους πηγαίνομεν βοήθειαν. Έπειτα διέταξε τους στρατιώτας να τον ακολουθήσουν»[14]. Και πιο κάτω ο Φωτάκος συνεχίζει: «Αφού ο πόλεμος άρχισεν εις τα καλά, έφθασεν ο Κολοκοτρώνης με τους Χρυσοβιτσιώτας και άλλους κοντά 700 και επήρε τις πλάτες των Τούρκων»[15].

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος (λεπτομέρεια). Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Ανάμεσα, όμως σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, – ενώ η μεγάλη μάχη είχε αρχίσει και ενώ ο Κολοκοτρώνης πήγαινε, εσπευσμένα, για το Βαλτέτσι, – ιδού ότι στο δρόμο του ξεπετάχτηκαν μπροστά από το στρατιωτικό τμήμα τρεις λαγοί. Ψυχολογικά, το ασήμαντο τούτο για σήμερα περιστατικό ήταν για τότε ότι χειρότερο θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς για εκείνες τις ώρες. Γενικά, εάν ένας λαγός παρουσιαζόταν είτε στο στρατόπεδο είτε σε ώρες κρίσιμες για πολεμική δράση, και ιδίως εάν ο λαγός έκοβε τον δρόμο προσπερνώντας κάθετα, τότε όλοι πίστευαν ότι τούτο ήταν προάγγελος για βέβαιη καταστροφή. Το νόημα όμως του οιωνού εκείνου πίστευαν ότι θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά, αρκούσε οι στρατιώτες να ήσαν ικανοί να σκοτώσουν τον απροσδόκητο τετράποδο επισκέπτη τους, ή προπάντων να καταφέρουν να τον πιάσουν ζωντανό. Το τελευταίο τούτο εθεωρείτο και ως το σπουδαιότερο. Και τότε η ελπίδα για επικείμενη και βέβαιη νίκη άλλαζε και γινόταν πεποίθηση.

Ο Φωτάκος, περιγράφοντας το περιστατικό, έχει φροντίσει να προσθέσει και τις δικές του παρατηρήσεις σχετικά με την δοξασία. Το κείμενό του έχει ως εξής: «Όταν ο πόλεμος άρχισεν εις το Βαλτέτσι και ο Κολοκοτρώνης με τούς Χρυσοβιτσιώτας ήρχετο εκεί, οι στρατιώται του εις τον δρόμον έπιασαν λαγούς ζωντανούς· επειδή δε οι Έλληνες εκ προλήψεως εθεώρουν τον λαγόν, τον οποίον απαντούσαν καθ’ οδόν ως κακόν σημείον, ο Κολοκοτρώνης είπε τότε εις τους στρατιώτας δια να τους δώση θάρρος· «καλόν σημείον, στρατιώται, έτσι θα πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους»[16].

Παραλλαγή, ως προς την αφήγηση του αυτού επεισοδίου, συναντούμε στα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως ο Γέρος του Μόρια αφηγήθηκε το ίδιο περιστατικό στον Γεώργιο Τερτσέτη: «Όταν εκίνησα διά να υπάγω εις το Βαλτέτσι, εις τον δρόμο εβγήκαν τρεις λαγοί και τους επιάσαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τους είπα, ότι: «Η νίκη, παιδιά, είναι δική μας». Είχαν πρόληψη οι Έλληνες, όταν έβλεπαν λαγούς και επερνούσαν από το στρατόπεδο και δεν τους εσκότωναν ή δεν τους επίαναν, η καρδιά των Ελλήνων εκρύωνε, ότι θα χάσουν τον πόλεμο»[17].

Προτού προχωρήσω στις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις μου, θα προτιμούσα να παραθέσω αμέσως τώρα το κείμενο από τρεις άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, που προέρχονται από την νεώτερη προφορική παράδοση.

Η πρώτη προέρχεται από την καταγραφή μίας ρουμελιώτικης παραδόσεως που την άκουσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο τελευταίος την ανακοίνωσε στον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο όποιος και τη δημοσιεύει το έτος 1927: «Στη Γραβιά, πριν μπούνε και κλειστούν οι Έλληνες στό Χάνι, πετάχτηκε λαγός από τα γύρωθε σπαρτά. Ο Ανδρούτσος φώναξε: – Μη χαλάτε τα φουσέκια σας». Έβαλε το λαγό στο κυνήγι και τον έπιασε ζωντανό, λένε»[18].

Στο Ζαγόρι της Ηπείρου έχουν την ακόλουθη δοξασία, σύμφωνα με όσα γράφει στην Λαογραφία το έτος 1921 ο καταγόμενος από εκεί και μετέπειτα καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιος Αναγνωστόπουλος: «Άμα πας πουθενά και προσπεράσει λαγός, δε βρίσκεις καλά και μ’ ευκολία για ότι δουλειά πας»[19].

Τέλος η φιλόπονη και ευσυνείδητη λογία της Θράκης Ελπινίκη Σαραντή-Σταμούλη, γνωστή ιδιαίτερα για τις λαμπρές πληροφορίες εθίμων και δοξασιών της Θράκης που έχει δημοσιεύσει, γράφει το 1951 στη Λαογραφία:  «Σαν ο λαγός τους έκοφτε το δρόμο, δεν το ’χαν σε καλό, προπάντων όσοι πήγαιναν για το στρατό»[20].

Έχω τη γνώμη ότι τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να συγκρίνω τις πληροφορίες και να προσθέσω μερικές παρατηρήσεις που θα ήθελα να κάμω.

  1. Πρώτα-πρώτα, η πιο αδύναμη μαρτυρία από όλες τις πιο πάνω είναι αύτη που ο Γιάννης Βλαχογιάννης την έχει δημοσιεύσει στην «Ιστορική Ανθολογία». Γίνεται φανερό ότι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, που άκουσε τη σχετική ρουμελιώτικη διήγηση, θαύμασε προπάντων τη λεβεντιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου και ιδίως τη θρυλική ταχύτητά του στο τρέξιμο. Θαυμάζοντας όμως αυτά, δεν πρόσεξε και δεν ρώτησε να μάθη περισσότερα για τη λαϊκή δοξασία, που κρύβεται πίσω από την ιστορία. Όπως η παράδοση έχει διασωθεί, φαίνεται απλώς σαν ένα περιστατικό που δείχνει την ωκυποδία του θρυλικού στο τρέξιμο Οδυσσέα. Στο μεταξύ όμως η παράδοση – μ’ αύτη τη μορφή της – έχει χάσει όλο το δραματικό στοιχείο της, που επικεντρώνεται στο ότι, την ώρα που οι γενναίοι αλλά ολίγοι πορεύονται για το απροστάτευτο Χάνι, ένας λαγός ξεπετιέται μπροστά τους, για να τους προειδοποιήσει ότι εκεί που πάνε τους περιμένει ο θάνατος. Μονάχα επειδή ο Οδυσσέας κατάφερε και έπιασε ζωντανό εκείνο τον λαγό, μονάχα τότε όλοι τους έγιναν σίγουροι, και ότι θα ταπεινώσουν την επόμενη ήμερα τον πολυάριθμο τουρκικό στρατό, και ότι οι ίδιοι τελικά θα ξεφύγουν, με εκείνο το νυκτερινό άλλα δυναμικό γιουρούσι τους την μεθεπόμενη νύχτα.
  2. Αντίθετα όμως με τη διήγηση για τον Ανδρούτσο και το Χάνι της Γραβιάς, οι άλλες πληροφορίες είναι πολύ καλές. Πρόκειται για τις δύο για το Βαλτέτσι και για τις άλλες δύο, τις σχετικές με τη νεώτερη ζωή στο Ζαγόρι της Ηπείρου και στη Θράκη. Αξίζει λοιπόν να απομονώσουμε – και να τονίσουμε – τα σπουδαιότερα στοιχεία τους.

Και πρώτα-πρώτα, από όσα υποστηρίζουν οι δύο νεοελληνικές μαρτυρίες, η πληρέστερη μορφή της δοξασίας δεν ολοκληρώνεται απλώς με την παρουσία ενός λαγού στο δρόμο, άλλα κυρίως με το να προσπεράσει κάποιος λαγός κάθετα, μπροστά από τον δρόμο σου: «Άμα πας πουθενά και προσπεράσει λαγός» τονίζεται στο Ζαγόρι. «Σαν ο λαγός τους έκοφτε το δρόμο», επιμένουν και στη Θράκη.

Η αναποδιά πάντως, που προκαλείται με την εμφάνιση του λαγού, είναι γενική και ισχύει για τον οποιοδήποτε σκοπό που επιδιώκεται με την πορεία. Κυρίως όμως η απροσδόκητη εμφάνιση κάποιου λαγού συνδέεται αμεσότερα με τους κινδύνους που σχετίζονται με το στρατό και τον πόλεμο, διότι εκεί άλλωστε δεσπόζει το αβέβαιο του μέλλοντος. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούν μεταξύ τους, τόσο η μαρτυρία της Θράκης, όσο και οι δύο σχετικές με το Βαλτέτσι, ιδίως όμως η παραλλαγή που την διηγείται ο ίδιος δ Κολοκοτρώνης. «Σαν ο λαγός τους έκοψε το δρόμο, δεν το ’χαν σε καλό, και προπάντων όσοι πήγαιναν για το στρατό» (Θράκη). «Οι Έλληνες, όταν έβλεπαν λαγούς και επερνούσαν από το στρατόπεδο[21] και δεν τους εσκότωναν ή δεν τους έπιαναν, η καρδιά των Ελλήνων εκρύωνε, ότι θα χάσουν τον πόλεμο» (Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα).

 

Δ

 

Ως προς τον ρόλο τώρα του λαγού, και τη σημασία της ξαφνικής παρουσίας του, δεν έχω αμφιβολία ότι ως αρχική αφετηρία στις δοξασίες πρέπει να έχει υπάρξει η δαιμονική και κυρίως η χθόνια ιδιότητα, που από παλαιότατους χρόνους και από αρκετούς ευρωπαϊκούς λαούς έχουν αποδοθεί στον λαγό. Γι’ αυτό τον λόγο ο λαγός – ιδίως στα ευρωπαϊκά έθιμα του θερισμού – έχει πολύτιμες μαγικές ιδιότητες. Εάν έξαφνα στο τέλος του θερισμού ξεφύγει κάποιος λαγός, που σ’ αύτη την περίπτωση συμβολίζει τον πλουτοδότη δαίμονα του σίτου, τότε πιστεύουν ότι η καρποφορία του μεγάλου χωραφιού θα μεταβληθεί σε ασήμαντη για το επόμενο έτος. Εάν όμως οι θεριστές του αγρού, κόβοντας τα τελευταία δράγματα (τις τελευταίες «χεριές») από τα στάχια, θα τύχη να συλλάβουν κάποιον αληθινό λαγό, η έστω εάν απομιμηθούν ότι τάχα τον έπιασαν – φωνάζοντας θριαμβευτικά «να, ο λαγός» και τρέχοντας «τον πιάνουν» – τότε και η καλή εσοδεία του αγρού εκείνου πιστεύουν ότι θα είναι απόλυτα εξασφαλισμένη και για την επόμενη χρονιά. Η ευετηρία που συνυπάρχει με τον λαγό, δαίμονα του σίτου, παραμένει στο χωράφι, όπου και ανήκει.

Συνοψίζω συνεπώς τις σκέψεις μου γύρω από το βαθύτερο νόημα, που – σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς, άλλα και στην Ελλάδα – βρίσκεται πίσω από τα έθιμα του θερισμού: Η εμφάνιση του λαγού φέρνει μαζί της την ευγονία της γης και την ευτυχία στον αγρότη, άλλα στη συνέχεια η φυγή και εξαφάνισή του σε ξένους αγρούς προκαλεί αντίστοιχα την καχεξία του χωραφιού στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, εάν κατορθωθεί η σύλληψη του λαγού ζωντανού, ή έστω «η εικονική μιμητική σύλληψή του» μέσα στις φάσεις του θεριστικού «δρωμένου», τότε τούτο συμβολίζει ότι και η μελλοντική επιτυχία στην παραγωγή του χωραφιού θα είναι σίγουρη.

Δεν χρειάζεται λοιπόν παρά μόνο τα ίδια νοήματα και τους συμβολισμούς να τους μεταφέρουμε και στο χώρο του πολέμου και να παραδεχτούμε ότι και εκεί συμβαίνουν πράγματα πανομοιότυπα. Η εμφάνιση δηλαδή και στη συνέχεια η φυγή ενός λαγού μπροστά από τους στρατιώτες, σημαίνει καταστροφή τους. Αντίθετα η σύλληψη του ζωντανού, σημαίνει μεγαλειώδη θρίαμβο κατά την επόμενη μάχη.

Ο Κολοκοτρώνης συνεπώς δεν είχε άδικο, όταν βλέποντας ότι οι στρατιώτες του έπιασαν ζωντανούς τους τρεις λαγούς τους είπε ότι η νίκη στο Βαλτέτσι είναι σίγουρη: «Εις τον δρόμο (για το Βαλτέτσι, όπου έσπευδαν) εβγήκαν τρεις λαγοί και τους έπιασαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τους είπα, ότι «η νίκη, παιδιά, είναι δική μας».

Σιγά-σιγά όμως το παλαιότατο και βαθύτερο νόημα, ως προς την εμφάνιση και τη φυγή ή τη σύλληψη ζωντανού του λαγού, που ήταν ο δαίμων του σίτου και πάροχος αγροτικής ευημερίας, ήταν φυσικό με τα χρόνια να ξεχασθεί.

Τι απέμενε λοιπόν έκτοτε; Απέμενε να παρεμβληθεί η λύση της ομοιοπαθητικής αναλογίας. Το παλαιό δηλαδή έθιμο επέζησε, το αίμα όμως που ανανεώνει τη ζωή του έχει αλλάξει ιδιότητες και αιτιολογία.

Στη νέα αύτη φάση, με την οποία επιβιώνει σήμερα η παλιά δοξασία, υπόκειται το ακόλουθο σκεπτικό. Ερώτηση: Συμβαίνει ένας λαγός να παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά σου και προσπερνώντας να σου κόβει το δρόμο, την ώρα που πηγαίνεις για κάτι σπουδαίο; Αν αυτό συμβαίνει, τότε με αύτη την εμφάνισή του είναι σα να προειδοποιεί και να σου λέγει: «Όπως εγώ τρέχω πανικόβλητος για να σωθώ, έτσι και εσύ αυτού που πας θα τρέχεις το ίδιο πανικόβλητος για να σωθείς». Εάν λοιπόν ο λαγός τελικά ξεφύγει, τότε τούτο σημαίνει μεγάλη ζημιά η μεγάλο κίνδυνο. Εάν όμως θα καταφέρουν να τον πιάσουν ζωντανό – όπως και στα μιμητικά δρώμενα του θερισμού – τότε τα πράγματα αλλάζουν, γιατί εκείνος που θα τρέχει σε λίγο, κυριολεκτικά πανικόβλητος, θα είναι ο νικημένος αντίπαλός σου.

Στα έθιμα τοκετού, κάθε φορά που θα έρθει μέσα στο σπίτι της επιτόκου κάποια γειτόνισσα, αντί του καθημερινού και κανονικού χαιρετισμού συνηθίζεται να λέει ως πρώτη λέξη την ακόλουθη ευχή: «Χέλια!» Μπορεί αλλιώς να ειπεί και ως έξης: (Όπως γλιστράει το χέλι, έτσι να γλιστρήσει και το παιδί». Σ’ αύτη τη φράση αναγνωρίζουμε τον τρόπο που γίνεται η σύνθεση της ομοιοπαθητικής ευχής. Η ευχή δηλαδή που εκφωνείται απαρτίζεται από δύο ισόποσα, ισότιμα και αλληλοεπηρεαζόμενα τμήματα, που συνδέονται και εξομοιώνονται μεταξύ τους με τους δύο εναρκτήριους συνδέσμους «όπως… έτσι…».

Ακριβώς όμως παρόμοια αμοιβαία εξομοίωση έχει συμβεί και στη σύντομη προσφώνηση του Κολοκοτρώνη προς τους στρατιώτες του, αμέσως μετά τη σύλληψη των τριών λαγών. Ο Φωτάκος βέβαια αναφέρει μόνο το δεύτερο τμήμα, γράφοντας: «Καλόν σημείον, στρατιώται, έτσι θά πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους». Δεν υπαρχή φυσικά καμιά αμφιβολία, ότι και ο Κολοκοτρώνης είναι δυνατόν να είπε ακριβώς έτσι, δηλαδή να παρέλειψε το πρώτο τμήμα ως ευκολονόητο. ‘Ωστόσο η κανονική και πλήρης διατύπωση της ομοιοπαθητικής μορφής πρέπει να είχε ως έξης: «Καλόν σημείον, παιδιά [22], όπως επιάσατε ζωντανούς τους λαγούς, έτσι θα πιάσωμεν και ημείς ζωντανούς τους Τούρκους». Με αυτή τη διατύπωση η ομοιοπαθητική έκφραση έχει πάρει την τέλεια μορφή της.

Τελικά η παλαιά ιδιότητα του λαγού, που φέρει μαζί του τον δαίμονα του σίτου και την ευημερία, έχει πλέον ξεχασθεί. Η νέα όμως δικαιολογία που ξεφύτρωσε, στηριγμένη ειδικά πάνω στην ομοιοπαθητική διαδικασία, ζει και βασιλεύει. Ημπορεί μάλιστα να δίνη τέτοια φτερά στα πόδια και τέτοιο κουράγιο στις καρδιές των πολεμιστών του Βαλτετσίου, ώστε πολύ σύντομα το περιεχόμενο της ομοιοπαθητικής προμαντείας θα γίνει πραγματικότητα. Περιγράφεται μάλιστα από τον Φωτάκο εκείνη η νέα πραγματικότητα με δύο διαφορετικές ενότητες, πρώτα με τα όσα έγιναν στο Βαλτέτσι, και δεύτερο με όσα διαδραματίσθηκαν μέσα στην Τριπολιτσά.

Ως προς το Βαλτέτσι, οι Τούρκοι «έφυγαν και άφηκαν σκοτωμένους γεμάτες τις ράχες δεξιά και αριστερά, καθώς πάει η ρεματιά εις την Τριπολιτσάν» [23]. Ως προς δε τους ολοφυρμούς στην Τριπολιτσά, ο Φωτάκος γράφει: «Τούτο δε μόνον εμείς γνωρίζομεν, ότι ολονυκτίς εκουβάλαγαν πληγωμένους μέσα εις την Τριπολιτσάν θρήνος και κλαυθμός πολύς εγίνετο μέσα εις την πόλιν, και δεν ήτο κανένα σπίτι χωρίς μοιρολόγια και κλαύματα. Αι γυναίκες των, τα παιδία των και όλη η Τουρκιά της Τριπολιτσάς έτρεχαν εις τους δρόμους, ως μας είπαν ύστερα οι κλεισμένοι μέσα Έλληνες, και ερωτούσαν και εφώναζαν ο καθένας τους δικούς των, αν τους είδαν ζωντανούς ή σκοτωμένους, και αν έρχωνται, ή τι έγιναν. Εκεί έβλεπε τις τας γυναίκας των Τούρκων να κορωνυχιάζουν τα μάγουλα των με τα νύχια των και να τραβούνε τα μαλλιά των, τα δε παιδιά να φωνάζουν και να γυρεύουν τους πατέρας των. Τοιαύτη ήτο η θέα της Τριπολιτσάς εις το έμβασμα των Τούρκων των τσακισμένων εις το Βαλτέτσι» [24].

 

Ε

  

Έχω υποστηρίξει, αμέσως από την αρχή της μελέτης μου, ότι ο Φωτάκος, «ακριβώς επειδή ασχολείται πολύ συχνά με πολλές και μικρές λεπτομέρειες για πρόσωπα και γεγονότα του πολέμου, αναδεικνύεται… ως μία αξιόλογη λαογραφική πηγή» για την εποχή εκείνη. Νομίζω ότι τα τρία μικρά προβλήματα που εξέτασα πιο πάνω, σχετικά με το ελληνικό στρατόπεδο και τη μάχη στο Βαλτέτσι, είναι ικανά να αποδείξουν αύτη την αλήθεια.

Το αποτέλεσμα στην πρώτη μεγάλη μάχη και τη νίκη των Ελλήνων εκερδήθη φυσικά από την στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο ίδιος όμως ο στρατηγός γνώριζε πολύ κοίλα ότι πίσω από τα γεγονότα – και παράλληλα με αυτά – βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και μία άλλη μορφή πολέμου, η σχετική με τη σύγκρουση των δοξασιών. Αν ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν είχε προβλέψει τι οδυνηρές συνέπειες θα είχε για όλο το στρατόπεδο «το μέτρημα» των Μανιατών – που παρά λίγο να είχε στοιχίσει την αιχμαλωσία στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον «Μεγαλομούστακον» της Μάνης -, ωστόσο ο Γέρος του Μόρια παρενέβη σωτήρια στις δύο άλλες και σημαντικές περιπτώσεις: α) Δυνάμωσε την ψυχική αντοχή των στρατιωτών του, ως προς τη θέα των κατακρεουργημένων κορμιών και τους βοήθησε να απαλλαγούν από τον ισχυρό φόβο του μιάσματος. Και β) στη συνέχεια, στερέωσε την πίστη των στρατιωτών του για σίγουρη νίκη, και αυτό έγινε κατά τις κρίσιμες στιγμές, όταν ξεπετάχτηκαν οι τρεις λαγοί, σύμβολα  – όπως και οι Δελφικοί χρησμοί – δισυπόστατα από σημασιολογική άποψη. Σύμβολα δηλαδή επαίσχυντης φυγής, εάν δεν συλληφθούν, άλλα και σύμβολα θριάμβου, εάν οι λαγοί θα συλληφθούν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φωτίου Χρυσανθοπούλου η Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθηνήσι 1858. Φωτοτυπική επανέκδοση, – με επιμέλεια, εισαγωγή και ευρετήριο από τον κ. Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον -, έχει γίνει από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήναι 1974). Σ’ αύτη την τελευταία έκδοση παραπέμπω κάθε τόσο, πιο κάτω.

[2] Φωτάκος Α, σελ. 121.

[3] Φωτάκος Α, σελ. 122.

[4] Σε ανέκδοτους ιατροσοφικούς κώδικες των περασμένων αιώνων η ερευνήτρια αυτών των κωδίκων Αγλαΐα Παπασπυροπούλου, διδάκτωρ Λαογραφίας, με πληροφορεί ότι λέγεται συχνά: «βάλε αμέτρητο» άπ’ αυτό το βοτάνι η το άλλο. Αν το μετρήσεις, νομίζω ότι εκείνο χάνει τη θεραπευτική του δύναμη.

[5] Φωτάκος Α, σελ. 122.

[6] Φωτάκος Α, σελ. 126.

[7] Φωτάκος Α, σελ. 218.

[8] Φωτάκος Α, σελ. 218.

[9] Φωτάκος Α, σελ. 218-219.

[10] Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου, τομ. 2 (1940) σελ. 173.

[11] Έπετ. Λαογρ. Αρχ. 2, 187.

[12] «Οι καπεταναίοι όσοι βαστούσαν την Επάνω Χρέπαν, φρόντιζαν πάντοτε να βάλλουν καπνούς εις την κορυφή δια να ειδοποιείται ο κόσμος και τα στρατόπεδα, ότι βγήκαν οι Τούρκοι» (Φωτάκος Α, σελ. 150).

[13] Από τους καπνούς στην Επάνω Χρέπα του Μαινάλου οι Έλληνες εμάθαιναν όχι μόνο ότι εβγήκαν Τούρκοι από την Τριπολιτσά, αλλά και προς τα που κατευθύνονται. Αυτά τα εμάθαιναν από ορισμένα σημάδια. «Το σημείον ήτο το ακόλουθον όταν οι Τούρκοι έβγαιναν να υπάγουν δια το Ναύπλιον, έβαλλαν εις την κορυφήν του βουνού της Επάνω Χρέπας ένα καπνόν, αν επήγαιναν δια το Λεβίδι τρεις, και δια το Βαλτέτσι τέσσερας και ούτω καθ’ εξής. Εδώ δια πρώτην φοράν μετεχειρίσθησαν οι Έλληνες τους καπνούς δια να γνωρίζουν που πηγαίνουν οι Τούρκοι. Αφού έβλεπαν τους καπνούς ετουφέκιζαν από ράχιν εις ράχιν και στρατιώται και τσοπάνηδες όπου ευρίσκοντο και διεδίδετο από τον έναν εις τον άλλον η είδησις της εξόδου των Τούρκων εις όλην σχεδόν την Πελοπόννησον και ούτως εφύλαττον τας οικογένειας των και τα ζώα των από τους Τούρκους» (Φωτάκος Α, σελ. 140-141).

[14] Φωτάκος Α, σελ. 150-151.

[15] Φωτάκος Α, σελ. 153.

[16] Φωτάκος Α, σελ. 161.

[17] Θ. Κ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Έλλην. φυλής, φωτομηχανική επανέκδοση από την Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, με εισαγωγή, εύρετηριον, επιμέλεια Τάσου Γριτσόπουλου, Αθήναι 1981, σελ. 83.

[18] Γιάννη Βλαχογιάννη, Ιστορικοί Ανθολογία, 1927, σελ. 139, αρ. 264.

[19] Λαογραφία τομ. 8 (1921) σελ. 219, αρ. 18. Ο Γ. Αναγνωστόπουλος στο ρήμα προσπέραση δίνει την ερμηνεία (που είναι η σωστή) «διάσχιση τον δρόμον καθέτως και προ σού».

[20] Λαογραφία 13 (1951) σελ. 233, αρ. 196.

[21] Η έκφραση «από το στρατόπεδο» έχει εδώ τη σημασία, ότι οι λαγοί θα διέσχιζαν το στρατόπεδο. Τούτο ισοδυναμεί με την περίπτωση που ένας λαγός προσπερνάει κόβοντας κάθετα τον δρόμο.

[22] Η κλητική που χρησιμοποιεί ο Κολοκοτρώνης (στα Απομνημονεύματά του) είναι «παιδιά» και όχι «στρατιώται» που γράφει ο Φωτάκος.

[23] Φωτάκος Α, σελ. 160.

[24] Φωτάκος Α, σελ. 160.

 

Κώστας Ρωμαίος (1913 – 1992)

Καθηγητής  Πανεπιστημίου – Ακαδημαϊκός

«Πελοποννησιακά» (1985-1986) , τόμος 16. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών.

* Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό σύστημα.

 

Read Full Post »

Οι μάχες στην Αλαμάνα, τη Γραβιά και το Βαλτέτσι


 

Η Πύλη ανέθεσε την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο στο διοικητή της Χουρσίτ πασά, που βρισκόταν στα Γιάννενα εναντίον του Αλή πασά. Ο Χουρσίτ είχε αρχίσει να προετοιμάζεται νωρίτερα, αφού στην Τρίπολη είχε αφήσει το χαρέμι και τους θησαυρούς του. Παράλληλα ήθελε να διασκεδάσει την οργή του σουλτάνου, τον οποίο πριν από λίγο καιρό διαβεβαίωνε για την ησυχία των κατοίκων.

Στο μεταξύ είχε κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι οπλαρχηγοί της Πανουργιάς, Αθανάσιος Διάκος και Γιάννης Δυοβουνιώτης, έχοντας καταλάβει Σάλωνα (Άμφισσα), Λιβαδειά, Θήβα και Μπουδουνίτσα, ετοιμάζονταν να ξεσηκώσουν τους άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς και να αποκλείσουν το δρόμο από Λιβαδειά προς Ζητούνι (Λαμία), αναχαιτίζοντας έτσι την εχθρική κάθοδο των Τούρκων προς τον Ισθμό. Στόχος, να διατηρηθεί και εξαπλωθεί η Επανάσταση.

 

Αθανάσιο Διάκος

Προσωπογραφία του Αθανασίου Διάκου. Λιθογραφία εκ των παλαιοτέρων εκδοτικών οίκων της Ελλάδος Δ. Π. Δημητράκου.

 

Ο Χουρσίτ ανέθεσε το έργο της καταστολής στον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ, τον οποίο διόρισε προσωρινό βαλή της Πελοποννήσου, και στον Αρβανίτη Ομέρ Βρυώνη (γόνο παλαιάς εξισλαμισθείσας χριστιανικής οικογένειας), παλαιό φίλο του Αλή πασά και πρόσφατα διορισμένο πασά του Βερατίου. Αν και ο Ομέρ Βρυώνης ήταν από τους ικανότερους στρατηγούς του τουρκικού στρατού, η αρχηγία της εκστρατείας ανατέθηκε στον Κιοσέ Μεχμέτ, γιατί η αποστασία του Αλή πασά είχε προξενήσει δυσπιστία προς τους Τουρκαλβανούς.

 

Η μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821)

 

Αθανάσιος Διάκος, «ο Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτας εις την μάχην».

Η μεγάλη τουρκική δύναμη – 8.000 πεζοί και 800 ιππείς – έθετε σε μεγάλο κίνδυνο την Επανάσταση. Σε πολεμικό συμβούλιο στους Καμποτάδες, στις 20 Απριλίου, αποφασίστηκε η αντιμετώπιση του εχθρού στις στενές διαβάσεις των Θερμοπυλών, όπου δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν όλες οι εχθρικές δυνάμεις. Η ελληνική δύναμη μόλις ανερχόταν στους 1.500 άνδρες: 600 Σαλωνίτες υπό τον Πανουργιά, 500 Λιβαδίτες υπό τον Διάκο και 400 από τα υπόλοιπα μέρη υπό τον Δυοβουνιώτη. Ο τελευταίος πρότεινε να παραμείνουν ενωμένοι στην ίδια θέση περιμένοντας τον εχθρό, αλλά υπερίσχυσε η άποψη του Διάκου να χωριστούν και να καταλάβουν τα τρία περάσματα. Έτσι, ο Πανουργιάς κατέλαβε το χωριό Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια), όπου άφησε τους Παπανδρέα Κοκκοβιστιανό και Κομνά Τράκα, και τη Χαλκωμάτα (στο δρόμο των Σαλώνων), όπου παρέμεινε ο ίδιος με τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα. Ο Δυοβουνιώτης τη γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Διάκος της Αλαμάνας.

Στις 23 Απριλίου εμφανίστηκε ο εχθρικός στρατός. Μπροστά στην υπεροχή του εχθρού, ο Δυοβουνιώτης άφησε τον Γοργοπόταμο και οπισθοχώρησε προς την οχυρή θέση Δέμα, πιστεύοντας ότι το ανώμαλο έδαφος θα εμπόδιζε τους ιππείς του Ομέρ Βρυώνη, αλλά και από εκεί καταδιώχθηκε. Στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης στράφηκε προς το Μουσταφάμπεη, όπου όμως συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους άνδρες των Παπανδρέα Κοκκοβιστιανού και Κομνά Τράκα, που είχαν οχυρωθεί στα σπίτια του χωριού, στην εκκλησία και στο μύλο. Τότε έκρινε σκόπιμο να εγκαταλείψει το Μουσταφάμπεη και να στραφεί προς τη Χαλκωμάτα και την Αλαμάνα. Διαίρεσε το στράτευμά του σε τρία σώματα: το πρώτο εναντίον της Χαλκωμάτας και του Πανουργιά, το δεύτερο εναντίον του Διάκου στην Αλαμάνα και το τρίτο στα υψώματα για να προλάβει την υποχώρηση των Ελλήνων. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά, που μαχόταν στην πρώτη γραμμή, γρήγορα κάμφθηκε και άρχισε η υποχώρηση, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ησαΐας.

 

Η θυσία του Αθανάσιου Διάκου

σύντομα πέρασε στη σφαίρα

του θρύλου και έγινε σύμβολο του Αγώνα.

 

Η Μάχη της Αλαμάνας. Φανταστικός πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα. Ο Αθανάσιος Διάκος επιτίθεται εναντίον των Τούρκων, ενώ ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας Παπαστάθης πέφτει τραυματισμένος.

 

Παράλληλα στην Αλαμάνα συνεχιζόταν η επίθεση των δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, στις οποίες προστέθηκαν και αυτές του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Διάκος προτίμησε να παραμείνει και να αντισταθεί με κάθε θυσία. Διακόσιοι από τους πεντακόσιους άνδρες του βρίσκονταν στη γέφυρα υπό τους Μπακογιάννη και Καλύβα, τα πρωτοπαλίκαρά του. Οι δυο τους τότε μαζί με δύο στρατιώτες πέρασαν τη γέφυρα και οχυρώθηκαν σ’ ένα χάνι αντιστεκόμενοι στον εχθρό. Ο Διάκος ήταν στα Ποριά, σε απόσταση είκοσι λεπτών, αντιστεκόμενος στις εχθρικές επιθέσεις. Μολονότι ήταν ολοφάνερη η επικείμενη συντριβή, δεν υποχωρούσε παρά τις έντονες παρακλήσεις των συντρόφων του και ιδιαίτερα του παλαιού του φίλου Βασίλη Μπούσγου. Στο τέλος έμειναν γύρω του μόνο 48 παλικάρια. Σε κάποια στιγμή ο Διάκος σμετατοπίστηκε στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, ταμπουρωμένος πίσω από τα βράχια και μόνο με δέκα άνδρες γύρω του. Η μάχη συνεχίστηκε στήθος με στήθος. Μετά τον τραυματισμό στο δεξί του ώμο, ο Διάκος συνέχισε κρατώντας με το αριστερό χέρι το σπασμένο σπαθί του. Επέμεινε μέχρι που έχασε όλους τους συντρόφους του (εκτός του Μπούσγου) και συνελήφθη ζωντανός. Ως απάντηση στην πρόταση των Βρυώνη και Μεχμέτ να συνεργαστεί, προτίμησε το θάνατο. Η θυσία του, στις πρώτες κιόλας εβδομάδες της Επανάστασης, σύντομα πέρασε στη σφαίρα του θρύλου και έγινε σύμβολο του Αγώνα. Στη συνείδηση του λαού ο τόπος και ο τρόπος του θανάτου του παρομοιάστηκαν με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

 

Η μάχη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821)

 

Odysseas Androutsos (1788 or 1789-1825): Fighter of the Greek Revolution of 1821

Ανδρούτσος Οδυσσεύς, ξυλογραφία Rousseau H. «Εθνική Επιθεώρησις» (1870-1871) σελ. 325.

Μετά τη νίκη αυτή των Τούρκων, οι εξαντλημένες επαναστατικές δυνάμεις της Ανατολικής Ελλάδας είχαν χάσει το ηθικό τους, ενώ οι Τούρκοι ετοίμαζαν ανενόχλητοι την κάθοδο προς την Πελοπόννησο. Μία λάθος κίνηση όμως του Ομέρ Βρυώνη ανέτρεψε την κατάσταση.

Η σκέψη να προσεταιριστεί τον οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο, ηγετική πολεμική μορφή με μεγάλη επιρροή στην περιοχή, καθυστέρησε την τουρκική προέλαση. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν από παλιά, αφού είχαν θητεύσει στην αυλή του Αλή πασά, αποκτώντας πολεμική εμπειρία και βιώνοντας τις ραδιουργίες και τη συνεχή καχυποψία. Ο Ανδρούτσος, ως ευνοούμενος του πασά των Ιωαννίνων, στον οποίο και όφειλε τη δύναμή του, είχε αποκτήσει το αρματολίκι της Λιβαδειάς (το σημαντικότερο της Ανατ. Ελλάδας), που συνόρευε με την Ήπειρο και τις ακτές του Ευβοϊκού κόλπου. Μετά την αποστασία του Αλή πασά είχε καταφύγει στα Επτάνησα, όπου το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης, πέρασε στην Πελοπόννησο και μετά στη Στερεά, σχεδιάζοντας την ένωση όλων των οπλαρχηγών της Ρούμελης. Η παρουσία του είχε ενθαρρύνει τους κατοίκους και τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον άνδρα ο Ομέρ Βρυώνης στήριζε πολλές ελπίδες και ζήτησε συνεργασία με αντάλλαγμα την αρχιστρατηγία όλης της Ανατ. Ελλάδας. Πρότεινε συνάντηση στη Γραβιά (ανάμεσα στον Παρνασσό και την Γκιόνα, στο δρόμο από Μπράλο προς Σάλωνα), όπου ήδη βρισκόταν ο Ανδρούτσος με τους Σουλιώτη Χρήστο Κοσμά και Σπύρο Κατσικογιάννη. Μετά έφθασαν εκεί οι Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης και Μπούσγος.

 

Προσωπογραφία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ελαιογραφία σε μουσαμά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

 

Αγγελής Γοβιός ή Γοβγίνας (1780- 1822), οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση του Αγώνα στην Εύβοια.

Θεωρώντας σίγουρη την τουρκική κάθοδο στην Πελοπόννησο μέσω Σαλώνων και Γαλαξιδίου και όχι μέσω Ισθμού, αποφασίστηκε να αναχαιτίσουν την πορεία αυτή χωρίς καθυστέρηση. Η άποψη του Ανδρούτσου ήταν να οχυρωθούν όλες οι ελληνικές δυνάμεις στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν θα μπορούσε να προφυλαχθεί από την κατά μέτωπο επίθεση εξαιτίας του επίπεδου εδάφους που δεν είχε φυσικά οχυρώματα. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο οι Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης διαφώνησαν θεωρώντας το μικρό πλινθόκτιστο χάνι, που βρισκόταν σε ανοιχτό πεδίο, ακατάλληλη θέση για την άμυνα 1.300 Ελλήνων έναντι 9.000 Τούρκων. Αντιπρότειναν την κατάληψη των γειτονικών στενών, για να διευκολυνθεί τυχόν υποχώρηση. Επειδή ήταν όλοι αμετάπειστοι, ο Ανδρούτσος πρότεινε να καταλάβουν οι Πανουργιάς και Δυοβουντώτης τα αριστερά του δρόμου προς το Χλωμό και ο Κοσμάς τα δεξιά, στην κρήνη του Σύντσικα. Ο Ανδρούτσος ταμπουρώθηκε στο χάνι όπου εθελοντικά τον ακολούθησαν περίπου 120 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι Γκούρας, Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, Κομνάς Τράκας, Αγγελής Γοβγίνας κ.ά.

 

Όταν ο Ανδρούτσος εγκατέλειψε

το χάνι της Γραβιάς  είχε χάσει

μόνο έξι συντρόφους του,

έναντι 300 Τούρκων νεκρών

 

Στις 8 Μαΐου εμφανίστηκε ο Ομέρ Βρυώνης. Διαίρεσε το στρατό του σε τρία τμήματα. Πρώτα επιτέθηκε στους Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και Κοσμά, των οποίων η αντίσταση κάμφθηκε και σκόρπισαν στα γύρω ορεινά. Στη συνέχεια έμειναν οι υπερασπιστές στο χάνι. Μια τελευταία προσπάθεια προσεταιρισμού του Ανδρούτσου απέτυχε. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες αναποτελεσματικές επιθέσεις στο χάνι. Μόνη λύση για τον Ομέρ Βρυώνη ήταν ο κανονιοβολισμός και ζήτησε κανόνια από το Ζητούνι. Ο Ανδρούτσος, μαντεύοντας τις προθέσεις του, τη νύχτα εγκατέλειψε το χάνι, έχοντας χάσει μόνο έξι συντρόφους έναντι 300 νεκρών και 200 τραυματιών Τούρκων.

 

Το κέρδος από τη στρατηγική

νίκη στη Γραβιά ήταν η καθυστέρηση

καθόδου των τουρκικών στρατευμάτων

στην Πελοπόννησο

 

Η στρατηγική αυτή νίκη ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων και πτόησε την υπερβολική αυτοπεποίθηση του εχθρού. Πολύ σημαντικό κέρδος για την πορεία της Επανάστασης ήταν η αναβολή της εχθρικής καθόδου στην Πελοπόννησο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, οι Πελοποννήσιοι αντιμετώπισαν στο Βαλτέτσι μόνο τις δυνάμεις του Μουσταφά μπέη.

 

Η μάχη στο Βαλτέτσι (12- 13 Μαΐου 1821)

 

Αναγνωσταράς, «ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι».

Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη. Τον Απρίλιο είχαν φθάσει οι δυνάμεις που είχε στείλει ο Χουρσίτ υπό τον Γιουσούφ πασά και τον κεχαγιάμπεη (υποδιοικητή) Μουσταφά. Ο τελευταίος στις 6 Μαΐου έμπαινε στην Τρίπολη με πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα, ενθαρρύνοντας τις τουρκικές δυνάμεις που ετοιμάζονταν να καταστείλουν την Επανάσταση. Οι προοπάθειές του για υποταγή των επαρχιών με αντάλλαγμα την αμνηστία των αρχιερέων και προκρίτων, που κρατούνταν στην Τρίπολη, απέτυχαν.

Οι Έλληνες άρχισαν να ενισχύουν την άμυνα γύρω από την πρωτεύουσα του Μοριά. Στρατηγικός νους της επιχείρησης ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος της Καρύταινας, που επισήμανε την καίρια θέση του Βαλτετσίου, το οποίο οχυρώθηκε. Παράλληλα ενισχύθηκαν τα στρατόπεδα στο Χρυσοβίτσι, την Πιάνα και το Λεβίδη. Η ελληνική δύναμη έφθανε μόλις στους 2.300 άνδρες με ανεπαρκή οπλισμό, ενώ ο κεχαγιάμπεης χρησιμοποίησε 12.000 άνδρες, χωρισμένους σε πέντε τάγματα. Η εφορεία της Καρύταινας (ως οργανωμένη πολεμική υπηρεσία, υπό την προεδρία του Κανέλλου Δεληγιάννη) μεριμνούσε για την τροφοδοσία και συντήρηση του στρατεύματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης επέβλεπε καθημερινά τους άνδρες φροντίζοντας για την απαραίτητη συνοχή και μαχητικότητά τους. Όπως υπαγορεύει στα απομνημονεύματά του: «Εκοιμούμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα εις την Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβιτσι και επεριφερόμουν στα τρία ορδιά».

 

Η μάχη του Βαλτετσίου

 

Ο αγωνιστής και Φιλικός Πέτρος Βορβιτσιώτης ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου.

Τα ξημερώματα της 12ης Μαΐου ο κεχαγιάμπεης έστειλε εναντίον του Βαλτετσίου το πρώτο σώμα υπό τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή, το οποίο επιτέθηκε κατά του προμαχώνα του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων υπό τους Μαυρομιχαλαίους, που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Έπειτα από λίγο ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι έσπευσε για αντιπερισπασμό βόρεια του Βαλτετσίου και ο Δημ. Πλαπούτας από την Πιάνα στα Β.Δ. Νέα σώματα έφθασαν από Τρίπολη για συμπαράσταση στον Ρουμπή, αλλά αποκρούστηκαν. Η απόπειρα του εχθρού να χρησιμοποιήσει τα κανόνια απέτυχε λόγω ακαταλληλότητας του εδάφους. Η μάχη συνεχίστηκε και τη νύχτα, ενώ ο Κολοκοτρώνης φρόντιζε για τις προμήθειες των στρατιωτών σε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Η παρουσία του εμψύχωνε και ενθουσίαζε τους αγωνιστές. Τα μεσάνυχτα έφθασαν από τα Βέρβαινα στο Καλογεροδούνι νέες ενισχύσεις υπό τους Αντ. Μαυρομιχάλη, Πέτρο Βαρβιτσιώτη κ.ά., ενώ τα χαράματα νέα Βοήθεια με τους Παν. Γιατράκο, Αναγν. Κονδάκη και τον επίσκοπο Βρεσθένης. Μια νέα προσπάθεια του εχθρού να χρησιμοποιήσει το πυροβολικό απέτυχε. Ο Ρουμπής ήταν πια αποκλεισμένος. Τη δυσχερή θέση του επιδείνωσε η άφιξη από το Άργος της δύναμης 300 ανδρών που μετέφεραν μολύβι, με επικεφαλής τούς Νικηταρά, Κων. Μαυρομιχάλη, Γενναίο Κολοκοτρώνη κ.ά. Οι τελευταίοι μόλις αντελήφθησαν την εξέλιξη της μάχης, παρέλαβαν από τα Βέρβαινα ενισχύσεις και κατευθύνθηκαν στο Βαλτέτσι. Ο αποκλεισμός του Ρουμπή ήταν πλέον τόσο στενός και επίμονος, που ο κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να διατάξει οπισθοχώρηση, κατά την οποία οι πανικόβλητοι Τούρκοι εγκατέλειπαν και τα όπλα τους ακόμη. Έπειτα από 23 ώρες μάχης οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και 600 τραυματίες, ενώ οι Έλληνες 18 νεκρούς και 31 τραυματίες.

 

Ο γέρων Μητροπέτροβας, οπλαρχηγός Ανδρούσας και Λεονταρίου, που πολέμησε με σθένος στη μάχη του Βαλτετσίου.

 

Τόση ήταν η σημασία της νίκης, που ο Κολοκοτρώνης τη χαρακτήρισε «ευτυχία της Πατρίδος». Συνέβαλε στην εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η περιοχή της Τρίπολης αποτελούσε νευραλγικό σημείο και πέρασμα προς Μεσσηνία και Μάνη, προπύργια της Επανάστασης. Εκεί ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή, στη Δημητσάνα υπήρχαν οι περίφημες μπαρουταποθήκες για τον πολεμικό εφοδιασμό των επαναστατών. Σε περίπτωση ήττας στο Βαλτέτσι, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν οι ελληνικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν. Από αυτή τη νίκη οι Έλληνες κέρδισαν αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία και συνειδητοποίησαν την ανάγκη συντονισμού και οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Μαΐου, οι Τούρκοι επιχείρησαν νέα έξοδο, η οποία αποκρούσθηκε στα Δολιανά και Βέρβαινα. Ύστερα από τέσσερις μήνες οι Έλληνες έμπαιναν πλέον νικητές στην Τρίπολη.

 

Βιβλιογραφία


  • Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήναι [1957], τ. Α’.
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εισαγ.- σημ.: Γ. Βλαχογιάννης, έκδ. β, Αθήναι [1947].
  • Νικ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1851, τ. Α.
  • Θεόδ. Κολοκοτρώνης, Διήγηοις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, (φωτομ. επανέκδ.), εισαγ.-ευρετ.- επιμ.: Τ. Αθ. Γριτσόπουλος, Αθήναι 1981.
  • Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1860, τ. Α.
  • Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1860, τ. Γ.
  • Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1899, τ. Α.

 

Αννίτα Ν. Πρασσά

δρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένη

Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας

 

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Οι μεγάλες μάχες του 1821», τεύχος 278, 24 Μαρτίου 2001.

Εικόνες και λεζάντες αυτών, από την Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Ο Μεντρεσές του Άργους και η πολύτιμη για τον Αγώνα του 1821  μολυβένια σκεπή του

 


                

 

Στο Άργος στο Ανατολικό τμήμα της πόλης εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου και όλη  η γύρω  από αυτόν περιοχή, στην Τουρκοκρατία ονομαζόταν  Καραμουτζά μαχαλάς, από το όνομα κάποιου Καραμουτζά που έμενε εκεί. Σ΄ αυτή τη γειτονιά ήταν το διοικητήριο των Τούρκων, το Σεράι του Αλή Ναμίκ Μπέη, Χαμάμ (Λουτρά), μουσουλμανικό τζαμί με νεκροταφείο (ο σημερινός Άγιος Κωνσταντίνος) και ο περίφημος Μεντρεσές (medrese) δηλ. το μουσουλμανικό    ιεροσπουδαστήριο.  

 

 

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου

 

 

Όλα αυτά και άλλα ενδιαφέροντα για την Αργολίδα μας τα περιγράφει στο βιβλίο του «Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671» ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιγιά Τσελεμπί (Evliya Celebi) που επισκέφτηκε το Άργος και που έχει ήδη παρουσιάσει η «Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη» στις ιστοσελίδες της.

Αναλυτική περιγραφή του Μεντρεσέ  προς το παρόν δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει. Υπάρχει όμως μια γκραβούρα του Άργους του 1685 από τον V. Coronelli, την ίδια δηλαδή εποχή που επισκέπτεται και περιγράφει το Άργος ο  Εβλιγιά Τσελεμπί, όπου μπροστά αριστερά στο σχέδιο, νοτιοανατολικά του Άργους υπάρχει ένα οικοδόμημα με τρούλο που δεσπόζει και πίσω του υψώνεται επιβλητικός ένας μιναρές. Πιθανολογώ ότι αυτό που έχει τον τρούλο πρέπει να ήταν ο Μεντρεσές και ο μιναρές πρέπει να ήταν του Τζαμιού και νεκροταφείου των μουσουλμάνων  (ο σημερινός Αγ. Κωνσταντίνος).

 

Άποψη του Άργους, V. Coronelli, «Morea, Negreponte, E Adiazenze », Venezia, 1685.

 

Ας δούμε όμως γιατί ο Μεντρεσές του Άργους έπαιξε έναν από τους πλέον σημαντικούς ρόλους στις μάχες που έδωσαν νικηφόρα το καλοκαίρι του 1821 οι Έλληνες και ιδιαίτερα στο Βαλτέτσι και στην άλωση της Ντρομπολιτσάς (Τρίπολη). Αυτό οφειλόταν στο ότι η σκεπή του Μεντρεσέ ήταν με επένδυση από μόλυβδο και ο μόλυβδος για τους επαναστάτες Έλληνες ήταν πολύτιμος αλλά σπάνιος ή μάλλον ανύπαρκτος, και τον είχαν μεγάλη ανάγκη επειδή  τα βόλια για τα ντουφέκια  τους  ήταν μολυβένια. Οι περισσότεροι Έλληνες πριν από τις νίκες τους, κύρια στο Βαλτέτσι  και την άλωση της Τρίπολης δεν είχαν ντουφέκια, και όσοι είχαν δεν είχαν το απαραίτητο μολύβι να φτιάξουν τα βόλια τους.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής περιγράφει πως είχαν « … αντί όπλων λόγχας  σιδηράς εις μακρά ξύλα προσηλωμένας και δεμένας με σχοινία και λωρία …» και αντί για ξίφη είχαν «… σκουρομαχαίρας αι οποίαι δεν εκολλούσαν ούτε στο εις το  ξύλον πολύ μάλλον εις ανθρώπινα κρέατα …».[i]  

Μετά το Βαλτέτσι όμως και με τα όπλα που πήραν ως  λάφυρα  από τους Τούρκους με το μπαρούτι που τους εφοδίαζαν κύρια οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας, το μολύβι για τα βόλια τους ήταν αυτό που είχαν άμεση ανάγκη και το μολύβι της στέγης του Μεντρεσέ του Άργους έδωσε τη λύση στο πρόβλημα. Ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος[ii]  ήταν αυτός που το πρωτοσκέφτηκε και ήταν ο πρωταγωνιστής στο μάζεμα του μολύβδου από το Μεντρεσέ.

Αμβρόσιος Φραντζής (1781 – 1851)

Από όλους τους ιστορικούς της Επανάστασης του 1821 ο πιο περιγραφικός αυτής της ιστορίας  είναι ο Αμβρόσιος Φραντζής που έζησε ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα. Μόνο που με τις ημερομηνίες  τα ’χει λίγο μπερδεμένα. Στην «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τόμος ΙΙ, Αθήναι, 1839 σελίδα 15 γράφει ότι ο  Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος μαζί με άλλους τρεις αμέσως μετά την καταστροφή του Άργους από τον Κεχαγιάμπεη και τη διάλυση της πολιορκίας του Ναυπλίου (από 25 Απριλίου έως 1η Μαΐου  1821) πήγε στο Άργος και αφού είδε ότι  στο  Μεντρεσέ ο μόλυβδος ήταν ανέπαφος, «… χωρίς τινός φόβου…» πήρε δυο τεμάχια ως δείγμα και τα πήγε στην Τσακωνιά και τα έδειξε στην ηγεσία της επανάστασης και απεφάσισαν να πάρουν αμέσως το μολύβι από τη στέγη και να το φέρουν στα Βέρβαινα οπού ήταν το στρατηγείο του αγώνα και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Εζήτησε και πήρε από κάποιον Αγαθό Σαριγιάννη  120 ζώα και ήρθε στο Άργος με συνοδεία τον Νικηταρά, τον Κ. Μαυρομιχάλη [iii] και τον 16χρονο γιο του Θ. Κολοκοτρώνη το Γενναίο. Αφού πήραν το μολύβι γύρισαν πίσω στα Βέρβαινα με τους ηγέτες της επανάστασης, ανακουφισμένους που είχαν βρει λύση στο μεγάλο πρόβλημα ανεφοδιασμού με τα βόλια των ντουφεκιών τους , αφού χωρίς το μολύβι του Άργους δεν «… ήτον καμία άλλη ελπίς δια προμήθεια μολύβδου, του οποίου η παντελής έλλειψη δεν ήθελε επιφέρει βεβαία , ειμή διάλυσιν…» [iv]   των δυνάμεων των επαναστατημένων Ελλήνων.

Στον ίδιο δεύτερο τόμο της ιστορίας του όμως ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει στη σελίδα 115 ότι «…πριν η έλθει ..» ο Κεχαγιάμπεης στο Άργος η διοίκηση της πόλης είχε κατεβάσει το μόλυβδο από τη στέγη του Μεντρεσέ. Η ποσότητα του μολύβδου ήταν μεγάλη, πάνω από 800 καντάρια βάρος.[v]

Ένα μεγάλο μέρος το πήγαν στο πλοίο της Μπουμπουλίνας που συμμετείχε στη πολιορκία του Ναυπλίου  [vi]   και το άλλο μέρος το έκρυψαν σε σπηλιές και πηγάδια του Άργους. Πριν λοιπόν ή μετά την έλευση του Κεχαγιάμπεη και την καταστροφή του  Άργους το μολύβι του Μεντρεσέ πέρασε στα χέρια των Ελλήνων ?

Πριν πω τη γνώμη μου στο ερώτημα αυτό  ας δούμε συνοπτικά τα γεγονότα λίγο πριν και λίγο μετά την ολική καταστροφή του Άργους όπου τα μόνα κτίσματα που έμειναν όρθια στην πόλη ήταν τα τούρκικα ιερά και ο Μεντρεσές. 

Στις 24 Απριλίου 1821, ένα μήνα μετά την κήρυξη της επανάστασης εκστρατεύει στο Άργος με 3.500 Τουρκαλβανούς, ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασά  Μουσταφάμπεης, κοινώς λεγόμενος Κεχαγιάμπεης. Στην πορεία του από την Κόρινθο, μέχρι το Άργος δεν συνάντησε κανένα εμπόδιο. Η άμυνα του Άργους με επικεφαλής τον Δημήτριο Τσώκρη, τον Παπαρσένη Κρέστα και τον Γιάννη Γιάννουζα τον πρωτότοκο γιο της  Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, από τον πρώτο της άνδρα, καταρρέει πολύ σύντομα. Ο γιος της Μπουμπουλίνας σκοτώνεται ηρωικά μαζί με τους συντρόφους του Υδραίους στην είσοδο της πόλης (εκεί οπού σήμερα είναι η γέφυρα του Ξεριά).

Στις 25 Απριλίου 1821 ο Κεχαγιάμπεης εισβάλει στο Άργος . Επί 6 ημερόνυχτα ανενόχλητος το ρημάζει. Σφάζει 700 Αργείους, βιάζει τις γυναίκες και παίρνει τα γυναικόπαιδα ως σκλάβους, λεηλατεί τα πάντα και πριν φύγει βάζει φωτιά σε καθετί ελληνικό μέσα στο Άργος.

Την 1η Μαΐου 1821 πάει στο Ναύπλιο, διαλύει χωρίς αντίσταση την πολιορκία του, ενισχύει  τα φρούριά του με εφόδια και 300 άνδρες  και στις 6 Μαΐου 1821 μπαίνει θριαμβευτής στην Τρίπολη.  

Στις 17 Μαΐου 1821 ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος  Αθανασόπουλος, ο Νικηταράς , ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης φορτώνουν σε 122 μουλάρια ένα μέρος του μολύβδου και με ένοπλη συνοδεία το πηγαίνουν και το παραδίδουν  στον Θ. Κολοκοτρώνη και στους άλλους οπλαρχηγούς στο στρατηγείο που είχαν στήσει στα Βέρβαινα.

Πιστεύω ότι, αν το μολύβι το είχαν οι Έλληνες  κρυμμένο στο Άργος  όταν ήρθε ο Κεχαγιάμπεης θα το  μάθαινε, είτε από τους  Τούρκους είτε από κατοίκους που θα  ήθελαν να εξαγοράσουν τη ζωή τους με αυτό. Γιατί οι μουσουλμάνοι Αλβανοί του Κεχαγιάμπεη πρώτο θεό τους είχαν το πλιάτσικο. Εξάλλου για να κατεβάσεις 800 καντάρια μολύβι από τη στέγη, δεν είναι ένα μυστικό για λίγους – συμμετείχαν πολλοί – άρα το ήξεραν όλοι!  Γι΄αυτό πιστεύω ότι η σωστή περιγραφή  είναι  η πρώτη του Αμβρόσιου Φραντζή , ότι μετά την καταστροφή του Άργους και αφού έφυγε από την Αργολίδα ο Κεχαγιάμπεης μετά την 1η Μαΐου 1821 πήραν το μολύβι από το Μεντρεσέ.

Μέσα στα συντρίμμια και τα αποκαΐδια της ρημαγμένης πόλης, με τους εκατοντάδες νεκρούς άταφους, με τους όσους γλίτωσαν  κρυμμένους στα γύρω βουνά  και τα δάση, να γυρίζουν για  να δουν αν σώθηκε τίποτε από το σπίτι τους, η χαροκαμένη πόλη βάζει προτεραιότητα να δώσει το μολύβι του Μεντρεσέ, για τα βόλια του αγώνα.

Ο Κεχαγιάμπεης πέρασε από το Άργος χωρίς να μάθει ότι η στέγη του Μεντρεσέ   είχε μολύβι. Αν το ήξερε θα το έπαιρνε για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Εξάλλου δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο σε αξία στο Άργος για πλιάτσικο από αυτό. Δεν το έμαθε όμως και το μολύβι πέρασε στα χέρια των Ελλήνων. Από τα Βέρβαινα έφυγε για να εφοδιάσει τους οχυρωμένους στα πρόχειρα ταμπούρια στο Βαλτέτσι, στους πολιορκητές της Μονεμβασιάς και κύρια στους πολιορκητές της Ντρομπολιτσάς.

Το υπόλοιπο μολύβι εφοδίασε σχεδόν όλες τις μάχες και τις πολιορκίες όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και  όπου αλλού η μαχόμενη επαναστατημένη Ελλάδα το χρειαζόταν  ώστε να μην «… ματαιωθεί η πρόοδος των Ελλήνων, πολύ δε μάλλον των την Τρομπολιτζάν πολιουρκούντων, καθότι μη όντος του μολύβδου αυτού δεν ήθελον δυνηθή να πράξωσι το μηδέν…».[vii]

 

 

 Υποσημειώσεις


  

 [i] Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

 [ii] Ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος ήταν μανιάτης στην καταγωγή. Το 1829 διορίστηκε τοποτηρητής της επισκοπής Μαλτσίνης έως το 1834. Το 1852 εκλέχτηκε επίσκοπος Γυθείου. Πέθανε στο  Γύθειο το 1859.

[iii] Αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όπου μαζί με τον ανιψιό του Γεώργιο Μαυρομιχάλη, δολοφόνησαν στο Ναύπλιο την Κυριακή 29/09/1831 τον Ι. Καποδίστρια. 

 [iv] Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

[v] Κάθε καντάρι ήταν ίσο με 44 οκάδες. Δηλαδή ήταν πάνω από 35.200  οκάδες. Μια οκά = 1282 γραμμάρια, δηλαδή πάνω από 45 τόνους μολύβι.

[vi] Κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα κατηγορήθηκε ότι το μολύβι που φορτώθηκε στο πλοίο της το πούλησε «…δι ίδιον συμφέρον…»!! Στην κατηγορία αυτή η Ιστορία είναι υπέρ της Καπετάνισσας. Να θυμηθούμε μόνο ότι τα πλοία της Λασκαρίνας και όλη η περιουσία της δόθηκαν στον αγώνα του Έθνους. Ότι πέθανε γεμάτη πίκρα, πάμπτωχη το 1825. Για την ακρίβεια, δολοφονήθηκε στις Σπέτσες στο σπίτι της από τον πλούσιο προεστό Χρ. Κούτση με αφορμή την απαγωγή της κόρης του  από τον δευτερότοκο γιο της Γιώργο  Γιάννουζα  και την άρνησή του να τη δώσει νύφη στο γιο της φτωχής ξεπεσμένης πλέον Καπετάνισσας. Ένα χρόνο  πριν, είχε χάσει τον άνδρα της κόρης της και γιο του Θ. Κολοκοτρώνη Πάνο που τον σκότωσαν, όχι Τούρκοι, αλλά Έλληνες σε εμφύλια σύρραξη.

[vii]  Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

 

  

Πηγές


 

  • Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος», Εν Αθήναις, 1839.  (Συλλογή: Γιώργος Γιαννούσης – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη )
  • Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», Εν Αθήναις, 1859. (Συλλογή: Γιώργος Γιαννούσης – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη)

 

  Γιώργος Γιαννούσης

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »