Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Βενιζέλος Ελευθέριος’

Το χρονικό μιας τραγωδίας. Η υποδοχή των προσφύγων του 1922 και η ζωή τους στην Ερμιόνη – Γιώργος Ν. Φασιλής*


 

Μεγάλο το βάρος της ευθύνης, όταν καλείσαι να ερευνήσεις και να παρουσιάσεις ένα θέμα που σχετίζεται με κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πατρίδας και αγγίζει τις καρδιές ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας.

Ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, γεμάτο πόνο και δυστυχία και μεγάλη πρόκληση για μένα, αφού ανάλογη έρευνα δεν είχε ξαναγίνει στο παρελθόν. Ένα χρόνο πριν, με σεβασμό στη προσφυγιά, ξεκίνησα τη συλλογή στοιχείων, ένα εγχείρημα ομολογώ δύσκολο, διότι οι πληροφορίες από τα τοπικά αρχεία ήταν ελάχιστες και οι ζωντανές πηγές πληροφόρησης, οι πρωταγωνιστές δηλαδή, που έζησαν τις φοβερές στιγμές του 1922, δυστυχώς, δεν υπήρχαν στη ζωή.

 

Σμύρνη

 

Μοναδική πηγή μου οι απόγονοί τους, οι οποίοι μετά το αρχικό αναμενόμενο ξάφνιασμα, επειδή κάποιος θέλησε να ασχοληθεί με τις ρίζες τους, μου άνοιξαν τα σπίτια τους και τη καρδιά τους και με δέχτηκαν με ζεστασιά και μεγάλη διάθεση να βοηθήσουν. Αγκάλιασαν τη προσπάθειά μου, την έκαναν δική τους υπόθεση, με εμπιστεύθηκαν και με συγκινητική προθυμία, ήθελαν να μου μεταφέρουν τις αφηγήσεις των γονιών τους, αυτό το σπαρακτικό και συνάμα θαυμαστό βίωμα με τον πόνο της προσφυγιάς, αλλά και το κουράγιο τους για μια νέα αρχή. Στις ευχαριστίες μου, απαντούσαν ευγενικά: «Εμείς σ’ ευχαριστούμε, που βγάζεις από το σεντούκι μας κομμάτια της ζωής μας, για τα οποία είμαστε υπερήφανοι, αλλά κανένας μέχρι τώρα, δεν θέλησε να ασχοληθεί».

Η προσφυγιά είναι ένα θέμα που μας προκαλεί και μας προσκαλεί να σκύψουμε στο πόνο, τη θλίψη και την εξαθλίωση, αλλά και στην υπερηφάνεια, την αξιοπρέπεια, την ψυχική δύναμη, τη δημιουργία και το πάθος για τη ζωή. (περισσότερα…)

Read Full Post »

«Περιμένοντας τους Γερμανούς…» – Φόβοι και ελπίδες στην Ελλάδα του Διχασμού | Δημήτρης Μπαχαράς


 

Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού και η δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης είναι λίγο-πολύ γνωστές: η σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου το 1915, σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο, οδήγησε τον Βενιζέλο, ύστερα από διπλές εκλογές το ίδιο έτος, σε αποχώρηση από την πρωτεύουσα και ύστερα από ένα διάστημα λίγων μηνών στη Θεσσαλονίκη (τον Σεπτέμβριο του 1916), όπου ανέλαβε την αρχηγία του κινήματος της Εθνικής Αμύνης και τη δημιουργία κυβέρνησης θετικά διακείμενης στους συμμάχους. Υπό τη δεύτερη αυτή κυβέρνηση τέθηκαν όλες οι βενιζελικές περιοχές, σε άμεση συνεργασία με τη Στρατιά της Ανατολής, που είχε αποβιβαστεί στη Μακεδονία ήδη από το 1915. Η Παλαιά Ελλάδα παρέμεινε υπό την επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών, θεωρητικά ουδέτερη, πρακτικά διοικούμενη από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση του συζύγου της αδερφής του Κάιζερ, Κωνσταντίνου, η οποία άφηνε ευλόγως υπόνοιες δυνητικής συνεργασίας με τη Γερμανία στους βενιζελικούς – άποψη που διατρέχει και τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού.

Έτσι είχαμε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους βενιζελικούς και τους συμμάχους στις Νέες Χώρες από τη μία, και τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών από την άλλη. Εκ πρώτης όψεως μάλιστα, η αντιμαχία μοιάζει εκ των υστέρων άνιση για την εποχή, τόσο σε επίπεδο δυνάμεων όσο και σε επίπεδο φόβων και ελπίδων. Οι βενιζελικοί είχαν τη στήριξη του τεράστιου στρατού των συμμάχων στη Μακεδονία και την ελπίδα ότι μετά τον πόλεμο θα έπαιρναν είτε τη Μικρά Ασία, είτε την Κωνσταντινούπολη, είτε την Κύπρο, [1] ενώ οι βασιλικοί είχαν μόνο τα δικά τους στρατεύματα και την ελπίδα ότι στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη και δεν θα είχε πρόβλημα με τις γείτονες χώρες. Οι βενιζελικοί ήλπιζαν ότι θα επέστρεφαν θριαμβευτικά στην Αθήνα κάποια στιγμή, και θα έβαζαν ολόκληρη τη χώρα στον πόλεμο στην πλευρά των συμμάχων, ενώ οι βασιλικοί φοβούνταν ότι μπορεί να έχαναν τα πάντα ανά πάσα στιγμή. [2] Οι ελπίδες λοιπόν των βενιζελικών αποτελούσαν ταυτοχρόνως τον φόβο των αντιβενιζελικών: ποιος θα τους σταματούσε σε περίπτωση που οι βενιζελικοί και οι σύμμαχοι αποφάσιζαν να κατέβουν προς τον νότο; Είχαν εναλλακτικές λύσεις και πού μπορεί να στηρίζονταν οι ελπίδες τους;

 

Πορτρέτο του Βενιζέλου στο εξώφυλλο του «Le Petit Journal», 29 Οκτωβρίου 1916.

 

Στη συνέχεια αυτού του άρθρου παρουσιάζονται στοιχεία που αφορούν αυτά τα ερωτήματα και ρίχνουν φως σε μία σχετικά άγνωστη πτυχή που πήρε μικρή δημοσιότητα στον Τύπο εκείνα τα χρόνια: το ενδεχόμενο μιας μεγάλης στρατιωτικής επέμβασης της Γερμανίας στη Μακεδονία και τη Θράκη για να βοηθήσει τον βασιλιά και την κυβέρνησή του εναντίον της Στρατιάς της Ανατολής. Αυτό θα αποτελούσε την κρυφή ελπίδα και προσδοκία των βασιλέων για ένα σύντομο, αλλά κρίσιμο, χρονικό διάστημα.

Τα δεδομένα που παρατίθενται στη συνέχεια προέρχονται κυρίως από το προσωπικό ημερολόγιο του Γεωργίου Στρέιτ και την απόρρητη αλληλογραφία των βασιλικών πρεσβευτών κυρίως στο Βερολίνο και στη Ρώμη (Γ. Θεοτόκης και Ε. Ζαλοκώστας αντίστοιχα) με το παλάτι, ενώ η ιστορία εκτυλίσσεται κυρίως από το καλοκαίρι του 1916 – πριν τον σχηματισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης – έως τους πρώτους μήνες του 1917. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι δεν επρόκειτο απλώς για φόβους που καλλιέργησαν οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί, όπως έχει υποστηριχτεί, [3] αλλά για πραγματικά σχέδια που είχαν βάση και δυνατότητες πραγματοποίησης.

 

Γεώργιος Στρέιτ (1868-1948) καθηγητής νομικής, πολιτικός. Στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.

 

Πρώτα από όλα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα σχέδια στα οποία θα αναφερθούμε εντάσσονταν απολύτως στο ευρύτερο πλαίσιο των στρατιωτικών σχεδιασμών και επιχειρήσεων της Γερμανίας στο Ανατολικό μέτωπο εκείνης της εποχής. Συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ως σκέψεις από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1916, όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αντεπιτέθηκαν ύστερα από την αγγλογαλλική επίθεση κατά της λίμνης Δοϊράνης τον Αύγουστο (9-18), και συνεχίστηκαν με συγκεκριμένες προτάσεις μετά τη δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης από τον Βενιζέλο.

 

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Η αντεπίθεση της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια[4] πυροδότησε παρασκηνιακά μια συζήτηση που ξέφευγε από την μέχρι τότε ανοιχτά διατυπωμένη άποψη των αντιβενιζελικών και των βασιλέων περί ουδετερότητας. Και η συζήτηση αυτή αφορούσε την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο με την πλευρά της Γερμανίας. Οι Γερμανοί είδαν ότι με τη βοήθεια των Βούλγαρων είχαν καταφέρει να κερδίσουν σημαντικές μάχες στα ανατολικά της Μακεδονίας εναντίον των συμμάχων, και ότι είχαν σοβαρές πιθανότητες να τους κερδίσουν και στα δυτικά, ειδικά αν κατάφερναν να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της βασιλικής ελληνικής κυβέρνησης και του στρατού στο πλευρό τους. Έτσι ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις.[5] Κύριος μοχλός και μέσο των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα ταγματάρχης Falkenhausen (Φαλκενχάουζεν).

Συγκεκριμένα, από τα μέσα Αυγούστου και ύστερα ο ταγματάρχης πύκνωσε τις επαφές του με το παλάτι. Οι προτάσεις του Falkenhausen όμως, δεν ήταν αρκετά πειστικές για τους βασιλείς (Κωνσταντίνο και Σοφία). Ουσιαστικά τους ζητούσε να ξεκινήσουν προετοιμασίες πολέμου, καλώντας 2-3 κλάσεις στρατού,[6] χωρίς κανένα αντάλλαγμα και χωρίς καμία εγγύηση ότι θα τους βοηθούσε άμεσα και από κοντά η Γερμανία, δηλαδή ουσιαστικά στηριζόταν μόνο στα φιλογερμανικά αισθήματα του Κωνσταντίνου και στη σχέση της γυναίκας του με τον αδερφό της.

Έτσι, σε συνεργασία με τους κοντινούς τους ανθρώπους, απέρριψαν, αρχικά τουλάχιστον, τις προτάσεις, παρ’ όλο που οι φόβοι, ειδικά της Σοφίας, ότι οι σύμμαχοι μπορεί να επέβαλλαν τελικά τον Βενιζέλο συλλαμβάνοντας τους βασιλείς, εκφράζονταν στο κοντινό τους περιβάλλον,[7] – άλλωστε η χώρα δεν είχε ακόμη διαιρεθεί. Παρ’ όλα αυτά οι συναντήσεις δεν σταμάτησαν. Αντιθέτως, τον Σεπτέμβρη του 1916 πύκνωσαν τόσο, που δικαίως προκάλεσαν διάφορα σχόλια στον Τύπο και την κοινή γνώμη, αλλά και διαμαρτυρίες ξένων πρεσβευτών που εύλογα πίστευαν ότι οι βασιλείς συνεννοούνταν έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας,[8] – ειδικά αν λάμβανε κανείς υπόψη του και την πρόσφατη (Μάιος 1916) παράδοση του Ρούπελ στη Βουλγαρία.

Η στάση των βασιλικών απέναντι στις γερμανικές προτάσεις φάνηκε να αλλάζει με την άφιξη του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν την ημέρα που έμαθαν ότι ο Βενιζέλος πάει στη Θεσσαλονίκη, ο Στρέιτ έγραφε ότι «ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός των εξωτερικών, λέγει, ήσαν το πρωί πανικόβλητοι, συνεβούλευον δ’ ότι πρέπει να εξέλθωμεν αμέσως της ουδετερότητος».[9] Αυτό βέβαια δεν έγινε, όμως η ταυτόχρονη σκλήρυνση της στάσης των συμμάχων και η ανοιχτή συμμαχία τους με τον Βενιζέλο, οδήγησε σε σοβαρές σκέψεις ακόμη και για δημοψήφισμα για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο – σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε από το συμβούλιο του στέμματος και ανατέθηκε στους Γούναρη και Ζαΐμη.[10]

 

Εθνικός Διχασμός: Πρωτοσέλιδο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν είναι πια ουδέτερη». Εφημερίδα The New York Times: Mid-week pictorial, Σεπτέμβριος 1916.

 

Παρ’ όλα αυτά, όμως, και παρά τις συνεχιζόμενες πιέσεις του Φαλκενχάουζεν, οι βασιλικοί παρέμεναν αναποφάσιστοι. Καταλύτης στον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα υπήρξαν τα Νοεμβριανά, τα οποία τους ανάγκασαν να στρέψουν τις όποιες ελπίδες τους πλέον αποκλειστικά σε μια επέμβαση της Γερμανίας. Άλλωστε οι Γερμανοί τούς είχαν εγγυηθεί από νωρίτερα ότι σε ενδεχόμενη σύγκρουση με τους συμμάχους στον βορρά, θα νικούσαν.[11] Και η πρότασή τους αυτή τη φορά δεν αφορούσε απλώς μια μετριοπαθή στάση – όπως ουδετερότητα, επιστράτευση, κ.λπ.-, αλλά ένα σχέδιο αντεπίθεσης: οι βασιλικές στρατιωτικές δυνάμεις θα επιτίθονταν από τον νότο και οι Γερμανοί θα εισέβαλλαν από τον βορρά, δημιουργώντας ένα διπλό μέτωπο που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Στρατιά της Ανατολής.

Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι οι σύμμαχοι ζητούσαν πλέον (Δεκέμβρης 1916) την αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλία, πράγμα που θα δυσκόλευε εξαιρετικά τους βασιλικούς στο κοινό σχέδιο με τους Γερμανούς. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν ξεκινήσει τη συγκρότηση ομάδων ατάκτων που θα δρούσαν στα βόρεια της Θεσσαλίας, με στόχο να βοηθήσουν στην αναχαίτιση ενδεχόμενης προέλασης της Στρατιάς της Ανατολής προς τα νότια, αλλά και την αναμενόμενη γερμανική επίθεση από τον βορρά.

Τις άτακτες αυτές ομάδες, τις οργάνωνε ο ταγματάρχης Φαλκενχάουζεν,[12] με βασικό βοηθό του τον επίστρατο Φραγκίσκο[13] και τον Καραβίτη. Για τον εξοπλισμό τους είχαν προβλεφθεί 5.000 τυφέκια, 6 μυδραλιοφόρα και 11 κανόνια, με τα παρελκόμενά τους, και τις προμήθειες.[14] Μάλιστα, στη δημιουργία αυτών των ομάδων ενεργό ρόλο φαίνεται πως είχε παίξει η βασίλισσα Σοφία, η οποία εκτός των συναντήσεων που προαναφέρθηκαν στην Αθήνα με τον Φαλκενχάουζεν, είχε και μυστική αλληλογραφία μαζί του, με τηλεγραφήματα μέσω Βερολίνου. Η δράση της (μέσω αλληλογραφίας) πρέπει να έγινε πιο έντονη μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οπότε τρομοκρατημένη έγραφε: «Από θαύμα σωθήκαμε μετά τον τρίωρο βομβαρδισμό εναντίον του παλατιού […] σωθήκαμε κατεβαίνοντας στα υπόγεια […] περιμένουμε τα πάντα τώρα […] σας παρακαλώ να μας πληροφορήσετε πότε ο στρατός της Μακεδονίας θα είναι έτοιμος με ενισχύσεις ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Πείτε στον Φαλκενχάουζεν να επικοινωνήσει μαζί μας πριν φύγει για τη Μακεδονία. Σοφία».[15]

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας (1870-1932) αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Στην φωτογραφία το 1887 ως πριγκίπισσα της Πρωσίας και της Γερμανίας. National Portrait Gallery, London.

 

Το σχέδιο λοιπόν ήταν να λειτουργήσουν οι άτακτες ομάδες συμπληρωματικά στην κινητοποίηση των βασιλικών στρατευμάτων, σε περίπτωση που υποχωρούσαν στα βόρεια της Πελοποννήσου. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι βασιλικοί είχαν έτοιμο σχέδιο να επαναφέρουν άμεσα τα στρατεύματά τους στη Στερεά – πράγμα που δικαιολογεί και την πρωθύστερη ανησυχία των βενιζελικών και των συμμάχων.[16] Αν ο γερμανικός στρατός κατέβαινε προς τον νότο, οι βασιλικοί θα προέλαυναν προς βορρά, έχοντας έτοιμα τα αντάρτικα σώματα που θα καθυστερούσαν τη Στρατιά της Ανατολής μέχρι να φτάσουν.

 

Ο Βενιζέλος μετακινείται από τα Χανιά στη Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργεί την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη σελίδα του «Exelsior» που απεικονίζει την άφιξη του Βενιζέλου και την υποδοχή του από τον στρατηγό Sarrail, διοικητή του Armée d’ Orient. «Exelsior», Οκτώβριος 1916.

 

Το δεύτερο όμως, και μεγαλύτερο, πρόβλημα των βασιλικών ήταν ότι οι Γερμανοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να αναλάβουν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Άφηναν μεν να κυκλοφορούν φήμες πως θα επέμβουν, αλλά υποδείκνυαν στα τηλεγραφήματά τους στους βασιλείς να ενεργήσουν πρώτοι. Οι γερμανοί στρατηγοί έβλεπαν ότι το θέατρο των επιχειρήσεων στα Βαλκάνια είχε αλλάξει σε σχέση με το καλοκαίρι και ότι η Στρατιά της Ανατολής είχε δυναμώσει κι άλλο. Ταυτοχρόνως, είχαν να αντιμετωπίσουν το πολύ σοβαρό πρόβλημα της Ρουμανίας. Δεν ήταν λοιπόν έτοιμοι να αναλάβουν ένα καινούργιο μέτωπο, αν δεν είχαν ενδείξεις ότι υπάρχει σοβαρή στρατιωτική δύναμη που θα βοηθούσε. Αν οι συρράξεις ξεκινούσαν και οι συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονταν απασχολημένες στον νότο, θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για αυτούς να χτυπήσουν από τον βορρά. Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Κάιζερ έγραφε σχεδόν εκβιαστικά στη Σοφία:

 

Είδα τους κινδύνους που εσύ και ο Τίνο περάσατε […] Η Αντάντ έδειξε ποιος είναι πλέον ο σκοπός της […] O Τίνο δεν έχει πλέον άλλη επιλογή παρά να στραφεί ανοιχτά εναντίον των σφαγέων του. Η παρέμβαση του Τίνου με τις συνεργαζόμενες δυνάμεις του εναντίον της δυτικής πτέρυγας του Σαράιγ θα φέρει τη λύση για την απόφαση σχετικά με τη Μακεδονία και την απελευθέρωση της φτωχής Ελλάδος. Ο Τίνο το ξέρει. Σκεφτόμενος εσένα και τον Τίνο, Βίλχελμ.[17]

 

Για τους βασιλικούς όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αν δεν ερχόταν σε βοήθειά τους η Γερμανία, θεωρούσαν πως ήταν χαμένοι και ότι οι βασιλείς θα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Πώς θα αναλάμβαναν πρώτοι την πρωτοβουλία μιας επίθεσης, χωρίς να γνωρίζουν αν τελικά θα τους βοηθήσουν εγγυημένα οι Γερμανοί; Θα ήταν σαν άλμα στο κενό. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν την πρόθεσή τους να υλοποιήσουν το κοινό σχέδιο, προσπαθούσαν να πείσουν τους Γερμανούς να επιτεθούν αυτοί πρώτοι. Γι’ αυτόν τον λόγο και η Σοφία απαντούσε έξυπνα στις 26 Δεκεμβρίου στον αδελφό της πως, δεδομένης της κατάστασης για τους γερμανόφιλους στην Ελλάδα:

 

[…] η λύση που προτείνεις είναι η μόνη πιθανή, καθώς εάν επιτεθείτε εσείς στον Σαράιγ από βόρεια, θα αναγκαστεί να υποχωρήσει προς τα νοτιοανατολικά, όπου θα τον περιμένει ο δικός μας στρατός. Αυτή τη στιγμή όμως η απόσταση είναι μεγάλη, οι επικοινωνίες αποκομμένες και οι προμήθειες ελάχιστες. Μια δική σας αποφασιστική και άμεση επίθεση θα δημιουργούσε για την Ελλάδα τις προϋποθέσεις για επέμβαση και για έξοδο από τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Σε φιλώ, Σοφία.[18]

 

Ουσιαστικά, δηλαδή, προσπαθούσε να ερμηνεύσει την απάντηση του Κάιζερ ως πρωτοβουλία επίθεσης πρώτα από μέρους τους. Ταυτόχρονα, και οι υπόλοιποι βασιλικοί αποφάσισαν να πιέσουν. Στις 31 Δεκεμβρίου ο Ζαλοκώστας τηλεγραφούσε στον Θεοτόκη, στο Βερολίνο, τα αιτήματα των συμμάχων μετά τα Νοεμβριανά, περί εκκένωσης της Θεσσαλίας και απομάκρυνσης του στρατού στη βόρεια Πελοπόννησο, και ζητούσε να μάθει αν η επίθεση των Γερμανών στη Θράκη θα ξεκινούσε και πότε, ώστε να οργανώσουν την απάντησή τους στους συμμάχους. Δύο μέρες αργότερα, μετέφερε τηλεγράφημα της Σοφίας που προσπαθούσε να πιέσει να ξεκινήσει η επίθεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα (2.1.1917).[19] Παράλληλα με τον Ζαλοκώστα, και ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε στον Κωνσταντίνο στις 30 Δεκεμβρίου 1916, λέγοντάς του ότι είδε τον Ζίμερμαν που συμφωνούσε μεν με τη γερμανική αντεπίθεση από τον βορρά, ωστόσο έπρεπε να πάρει την έγκριση του Χίντεμπουργκ. Ο Θεοτόκης ζητούσε να λάβει σαφή απάντηση αν θα γίνει η επίθεση. Αν αυτό δεν γινόταν, τότε το βασιλικό συμβούλιο, – «αν και θα ήθελε πάρα πολύ» [sic] -, δεν μπορούσε να αναλάβει καμία δράση.[20]

 

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας στο γραφείο του, με τη βασίλισσα Σόφια την 1η Φεβρουαρίου 1921. Bibliothèque nationale de France.

 

Γεώργιος Θεοτόκης (1844 – 1916). Πολιτικός, διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της χώρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε την ουδετερότητα και την ελληνογερμανική προσέγγιση, συνταχθείς με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις αντιβενιζελικές δυνάμεις.

Σε αυτές τις πιέσεις οι Γερμανοί απάντησαν ζητώντας ξανά την εγκατάλειψη της θέσης ουδετερότητας και την ένταξη στον πόλεμο φανερά, με το πλευρό της Γερμανίας. Μάλιστα, σε τηλεγραφήματα του Θεοτόκη αναφέρονταν τα οφέλη που θα υπήρχαν για τη χώρα από τη συνεργασία με Βουλγαρία και Τουρκία. Επίσης ρωτούσαν αν τα στρατιωτικά σώματα, που βρίσκονταν πίσω από τη συμφωνηθείσα με τους συμμάχους γραμμή, θα προχωρούσαν πάνω από τη γραμμή ουδετερότητας, ώστε τη στιγμή που θα ερχόταν ο γερμανικός στρατός να τους συναντούσε ευκολότερα στην Καβάλα. Αυτή όμως η λύση δεν ήταν δυνατή, όπως αρχικά ανέφεραν οι έλληνες αξιωματούχοι και στη συνέχεια και ο ίδιος Φαλκενχάουζεν.

Ένα από τα προβλήματα του σχεδίου ήταν η διάσπαση των αντιβενιζελικών δυνάμεων σε διαφορετικά σημεία. Στη μεταξύ τους αλληλογραφία για το παραπάνω σχέδιο, ο γερμανός στρατηγός πρότεινε στον Κωνσταντίνο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην Καβάλα, τη Δράμα και τις Σέρρες, και να τις θέσει υπό τις διαταγές του Makheuser, ενώ ο ίδιος (ο Κωνσταντίνος) θα συγκέντρωνε υπό τις διαταγές του τους στρατιώτες που είχαν αποχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη και αυτούς που βρίσκονταν ακόμη εκεί και όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της Παλαιάς Ελλάδας που βρίσκονταν διασκορπισμένες. Τότε θα έρχονταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι στο Μοναστήρι και θα άρχιζε η επίθεση.

Όμως, τα Νοεμβριανά, οι απαιτήσεις των συμμάχων που ήταν ασφυκτικές, ο αποκλεισμός, η δημιουργία της ουδέτερης ζώνης στη Θεσσαλία, η επικείμενη αποχώρηση των βασιλικών στρατευμάτων από την περιοχή και η συγκέντρωσή τους στο βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τους βασιλικούς. Οι περιορισμοί στις επικοινωνίες, η εξάντληση των αποθεματικών συντήρησης των υπαρχόντων στρατευμάτων λόγω του αποκλεισμού και η σταδιακή ενδυνάμωση της Στρατιάς της Ανατολής, είχαν φτάσει στα όριά τους τους βασιλικούς, τη στιγμή μάλιστα που οι φόβοι ότι οι σύμμαχοι θα κατέβαιναν προς τον νότο ανά πάσα στιγμή, με τελικό στόχο τη σύλληψη του βασιλιά και την επιβολή του Βενιζέλου, αυξάνονταν. Έτσι η ανάγκη επέμβασης του γερμανικού στρατού ήταν περισσότερο επιτακτική από ποτέ, και όσο καθυστερούσε, τόσο αυξάνονταν οι φόβοι και οι ανασφάλειες των βασιλικών. Εκείνη την περίοδο η βασίλισσα έγραφε: «αν η επίθεση δεν γίνει γρήγορα, θα είναι πολύ αργά».[21]

Ευγένιος Ζαλοκώστας (1855-1919 ). Διπλωμάτης, υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας στην κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου στα χρόνια 1916-1977.

Τη στιγμή λοιπόν, που ακόμη και η διατήρηση των ομάδων ατάκτων του Φαλκενχάουζεν είχε καταστεί δυσχερής, καθώς οι προμήθειες είχαν σχεδόν τελειώσει – όπως τηλεγραφούσε η Σοφία στις 2 Ιανουάριου 1917 – και που ο Ζαλοκώστας απευθυνόταν με αγωνία στον Θεοτόκη στο Βερολίνο, ζητώντας του να μάθει πότε επιτέλους θα ξεκινούσε η γερμανική επίθεση,[22] οι Γερμανοί φαίνεται ότι είχαν εγκαταλείψει πια οριστικά το σχέδιο της επίθεσης στη Στρατιά της Ανατολής. Και δεν ήταν μόνο οι καθυστερήσεις που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά και η επικέντρωση σε έναν άλλο στόχο: αυτόν της σωτηρίας των βασιλικών όπλων από τα χέρια των βενιζελικών και των συμμάχων.

Στις αρχές Ιανουάριου ο Θεοτόκης τηλεγραφούσε από το Βερολίνο (5.1.1917) ότι οι Γερμανοί ζητούσαν διαβεβαίωση πως η Αθήνα θα φροντίσει ώστε τα όπλα τους να μην πέσουν στα χέρια των συμμάχων και, σε περίπτωση που χρειαζόταν, να τα καταστρέψουν – θα τους αποζημίωναν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Οι προσπάθειες μεταφοράς των όπλων αυτών στην Πελοπόννησο μετά τις 19 Ιανουάριου έβαζαν στην ουσία τέλος στις ελπίδες των βασιλικών,[23] παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών στον Ζαλοκώστα ότι η επίθεση θα γίνει τελικά, αλλά μετά το τέλος της επίθεσης στη Ρουμανία.[24]

Η μόνη δραστηριότητα που μάλλον διατηρήθηκε για κάποιον καιρό ακόμη ήταν οι ομάδες των Φαλκενχάουζεν και Φραγκίσκου, για τη μεγάλη σημασία των οποίων τηλεγραφούσε η Σοφία στις 14 Ιανουάριου 1917. Φαίνεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν ακόμη χρήσιμες για την απόκρυψη των όπλων και για τις απαραίτητες μικροσυμπλοκές που χρειάζονταν στη ζώνη ουδετερότητας για να δείξουν ότι οι βασιλικοί δεν θα παραδίδονταν αμαχητί.

Από τα παραπάνω φαίνεται πως το πρόβλημα ήταν ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει το πρώτο βήμα χωρίς τις απαραίτητες εξασφαλίσεις. Οι Γερμανοί του Κάιζερ δεν μπορούσαν να στείλουν πρώτοι στρατό να αντιπαρατεθεί σε μια τεράστια στρατιά, όπως αυτή του Σαράιγ, χωρίς να είναι σίγουροι ότι τους ευνοούσαν οι συνθήκες. Και αν οι συνθήκες έμοιαζαν ευνοϊκές για αυτούς μετά το καλοκαίρι του 1916, η είσοδος της Ρουμανίας στον πόλεμο, το φθινόπωρο, με την πλευρά των συμμάχων, σίγουρα άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Αυτό εξηγεί και την αναποφασιστικότητα του Χίντεμπουργκ – την οποία θεωρούσαν υπεύθυνη για τη συνεχή αναβολή της γερμανικής επίθεσης τόσο ο Ζαλοκώστας, όσο και ο Θεοτόκης.[25] Ο επικεφαλής του γερμανικού στρατού παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ανοίγματος ενός νέου μετώπου για τους συμμάχους στον νότο, τη στιγμή που ήταν απασχολημένοι στον βορρά. Ούτε όμως και ο Κωνσταντίνος και η Σοφία μπορούσαν να αρχίσουν πρώτοι τις διαδικασίες σύγκρουσης με τους συμμάχους, καθώς θα διακινδύνευαν την απόλυτη καταστροφή των δυνάμεών τους, σε περίπτωση που οι Γερμανοί αποφάσιζαν τελικά να μην έρθουν σε βοήθεια. Έτσι, η όλη προσπάθεια διακόπηκε ουσιαστικά στις αρχές του 1917, βάζοντας τέλος στις βασιλικές ελπίδες, παρ’ όλο που τα αντάρτικα σώματα του Φαλκενχάουζεν συνέχισαν να δρουν τουλάχιστον έως τον Μάιο του 1917.[26]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Νικ. Πετσάλης – Διομήδης, «Τη Σμύρνη ή την Πόλη; Μια εναλλακτική λύση που ο Βενιζέλος απέρριψε μάλλον βεβιασμένα» και Γ. Πικρός, «Ο Βενιζέλος και το κυπριακό ζήτημα», Θ. Βερέμης, Οδ. Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Αθήνα, Φιλιππότης, 1980, σ. 101-118.

[2] Στο επίπεδο των φόβων μάλιστα, παρατηρείται το εξής παράδοξο: οι αντιβενιζελικοί φαίνεται ότι φοβούνταν οποιαδήποτε ανάμιξη στον πόλεμο, υπολογίζοντας σοβαρά και την περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων – πράγμα διόλου απίθανο το 1915 ως πιθανότητα -, ενώ οι βενιζελικοί, όπως φαίνεται και από τη μετέπειτα ιστοριογραφία του Διχασμού, δεν φαίνεται να φοβούνταν καθόλου ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

[3] Για να απαιτήσουν την αποστράτευση και μεταφορά των βασιλικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο και την παράδοση του πολεμικού υλικού και του στόλου, βλ. Πετσάλη- Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 39-40.

[4] Η οποία ήταν γνωστή εκ των προτέρων στο παλάτι – ο Θεοτόκης είχε τηλεγραφήσει για αυτήν από το Βερολίνο από τις 4 Αυγούστου – χωρίς όμως να είναι γνωστή και η έκτασή της («Δεν γνωρίζω αν αυτή η επίθεση θα είναι αποφασιστική και γρήγορη, υποθέτω ότι θα είναι περιστασιακή»), ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, Θεοτόκης προς βασιλιά Κωνσταντίνο, 4.8.1916.

[5] Παρασκηνιακά βέβαια οι Γερμανοί είχαν προσπαθήσει και νωρίτερα να προσεγγίσουν τη βασιλική κυβέρνηση, για παράδειγμα υποσχόμενοι χρηματική βοήθεια για να κερδίσουν τις εκλογές – πρόταση την οποία απέρριψαν οι Σκουλούδης και Γούναρης – αλλά και μέσω παραινέσεων του αυτοκράτορα της Γερμανίας προς τον Κωνσταντίνο. ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 6 και 7.7.1916.

[6] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Στρέιτ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[7] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 4.7.1916. Αυτοί οι φόβοι του παλατιού πάντως δεν φαίνεται να ήταν γνωστοί στον Φαλκενχάουζεν, αφού δεν τους χρησιμοποίησε καθόλου ως μέσο πίεσης.

[8] Βλ. διαμαρτυρίες Guillemin, ο οποίος κατηγορούσε τους βασιλείς ότι έκαναν σαφείς διακρίσεις («Ημερολόγιο Στρέιτ», 13.8.1916). Ειδικά με τη Σοφία υπήρχε πιο συχνή επαφή. Ο Στρέιτ έγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο «Αληθώς εις την Βασίλισσαν έρχονται συχνάκις την Κυριακήν, λέγει ο Βασιλεύς, αλλ’ αυτός (ο Βασιλιάς) δεν τους είδεν ή σπανιώτατα ακριβώς κατερχόμενος την ώραν εκείνη, ανά πάσαν Κυριακήν εις της Πριγκηπίσσης Ελένης» («Ημερολόγιο Στρέιτ», 6.9.1916).

[9] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 12.9.1916.

[10] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 8.11.1916.

[11] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, «Ημερολόγιο Στρέιτ», 31.8.1916.

[12] Πετσάλη-Διομήδη, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, σ. 70. Για την οργάνωση βλ. και τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, υπ. 2.

[13] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη, 14.1.1917.

[14] Θεωρούσε μάλιστα πως ένα περιστατικό στην Κορυτσά θα έδινε πάτημα για την ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Τηλεγράφημα Ζαλοκώστα, 17.12.1916.

[15] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη, 23.11.1916.

[16] Οι σύμμαχοι και οι βενιζελικοί ανησυχούσαν αμέσως μετά τα Νοεμβριανά για το ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης στη Θεσσαλία. Γι’ αυτό και είχαν επιμείνει τόσο στη μεταφορά του βασιλικού στρατού στην Πελοπόννησο· βλ. Γιάνν. Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 313.

[17] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 3.12.1916.

[18] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, Τηλεγράφημα Θεοτόκη 26.12.1916.

[19] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 31.12.1916 και 2.1.1917.

[20] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 30.12.1916.

[21] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 2.1.1917.

[22] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς Θεοτόκη 6.1.1917.

[23] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 4, υπ. 2, Ζαλοκώστας προς πρέσβη στο Βερολίνο (20.1.1917), όπου του αναφέρει ότι όπλα και πυρομαχικά θα μεταφερθούν στην Πελοπόννησο.

[24] Στο ίδιο.

[25] ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, cp. 4, υπ. 2, Αλληλογραφία Ζαλοκώστα-Θεοτόκη 30.12.1916 και 13.1.1917.

[26] Βλ. συγκρούσεις με βενιζελικές και συμμαχικές δυνάμεις τον Μάιο του 1917 στην ουδέτερη ζώνη· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, Αρχείο Μερκάτη, φ. 5, Έκθεση του διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού.

 

Δημήτρης Μπαχαράς

Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι ιστορικός και εργάζεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).  Έχει σπουδάσει στο Λονδίνο (MA, King’s College) και το Παρίσι (διδακτορικό, EHESS) και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε θέματα δημοκρατίας, φασισμού και αντικομμουνισμού την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς και στην ιστορία των προκρίτων της Πελοποννήσου του 19ου αιώνα. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια στο εξωτερικό και την Ελλάδα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά στη Γαλλία και την Ελλάδα.

«Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο αντίκτυπος του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην περιφέρεια. Η περίπτωση της Αργολίδας. Καλλιόπη Καλποδήμου, Γεώργιος Κόνδης στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Η ανακοίνωση φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει μέσα από τη χρήση αρχειακού υλικού (τοπικές εφημερίδες κυρίως, έγγραφα, απομνημονεύματα) και τη μελέτη βιβλιογραφίας, τον απόηχο του Εθνικού Διχασμού 1915-1917 στην Πελοπόννησο, και µε πυρήνα το Νομό Αργολίδας, να αναδείξει τις συνιστώσες που καθόρισαν αυτή την εθνική σύγκρουση σε τοπικό επίπεδο και να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τόσο τις αιτίες και τα κίνητρα, όσο και τις συνέπειες αυτού του εμφύλιου κατ’ ουσία πολέμου, που κατ΄ ευφημισμόν ονομάστηκε διχασμός.

Θεωρήθηκε αφηγηματικά και ιστορικά σκόπιμο να «παίξουμε» το ρόλο του ιστορικού «ανταποκριτή» και παράλληλα με τα γεγονότα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να γίνει αναφορά στα δρώμενα του Ναυπλίου και του Άργους κατά το διάστημα 1915 – 1917. Ανιχνεύτηκε η πολιτικο – κοινωνικο – οικονομική ταυτότητα του γεωγραφικού διαμερίσματος της Πελοποννήσου, δίνοντας έμφαση στις εκατέρωθεν εκδηλώσεις φανατισμού των αντιμαχόμενων παρατάξεων, με απώτερο στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για το πως, η τοπική κοινωνία και το πλέγμα σχέσεων των γεγονότων σ’ αυτή, όπως αποτυπώνονταν στον τοπικό τύπο, συναρτώνταν με τις γενικότερες πολιτικο – κοινωνικο – οικονοµικές εξελίξεις της περιόδου στη χώρα, δέχονταν μοιραία τον απόηχό τους αλλά, και τις συνδιαμόρφωναν. Ταυτόχρονα, γίνονται αναφορές στα γεγονότα που  έλαβαν χώρα, κυρίως στην Πάτρα, δευτερευόντως στον Πύργο Ηλείας και περιστασιακά στην Τρίπολη, στην Καλαμάτα, στα Καλάβρυτα, και στην Ερμιόνη, με την επιλογή των πόλεων να έχει γίνει βάσει του αρχειακού υλικού που εντοπίστηκε.

Πραξιτέλης Μουτζουρίδης

[…] Το ξέσπασμα του κινήματος της Εθνικής Άμυνας στην ναυπλιακή πρωτεύουσα δημιουργεί απίστευτο εκνευρισμό, οργή και ένταση, που αποτυπώνεται στον Τύπο επώνυμα και ανώνυμα με μια επιχειρηματολογία που βρίθει παραλογικών συλλογισμών χωρίς να γίνεται πιστευτή η άρνηση του Βενιζέλου περί αντιδυναστικών προθέσεων. Από το δημοσιογραφικό βήμα καταδικάζεται απερίφραστα το βενιζελικό κίνημα και οι Αμυνίτες θεωρούνται επίορκοι. Το χάσμα γίνεται αγεφύρωτο και η δημιουργία δύο εμπόλεμων συνασπισμών καταγράφεται στην εφημ. Ανόρθωσις, όπου το πρωτοσέλιδο κοσμούν δύο πύρινα άρθρα από δύο τοπικά αναγνωρίσιμους πολιτικά αρθρογράφους. Στο άρθρο «Η φυγή του επιστέγασμα της προδοσίας του» του Αντρέα Χαρμαντά, ο Βενιζέλος χαρακτηρίζεται πολιτικός αντάρτης, προδότης και δολοφόνος που σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση στα Χανιά, ενώ με το « Χαίρε Καίσαρ» του Πραξ. Μουτζουρίδη, που συνειρμικά θυμίζει το «Ave Caesar, morituri te salutant», περιγράφεται ο Κωνσταντίνος ως Σύμβολον της φυλής, Ακρόπολιν του αρχαίου πολιτισμού, Χάρμα της ελληνικής Αναγεννήσεως κ.α.

Όσο το κίνημα της Εθνικής Άμυνας εδραιώνονταν στη Βόρεια Ελλάδα, η Ανόρθωσις με κεντρικό άρθρο «Κάτω τα προσωπεία» κατηγορεί απερίφραστα όσους ακολούθησαν το Βενιζέλο στο επαναστατικό κίνημα, χαρακτηρίζοντας τους Εφιάλται, έκνομους, επίορκους και πατριδοκάπηλους, ενώ θεωρεί πως κατέλυσαν το Σύνταγμα και τους Νόμους. Καλεί όσους μισθοδοτούνται ως δικαστικοί, στρατιωτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι να οδεύσουν εις την Θεσσαλονίκην, διαρπάσοντας τα εκεί ταμεία της Πολιτείας και να μην δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα στο Ναύπλιο. Ας είναι συνεπείς τονίζει προς την επανάστασιν, για να γίνει το ξεκαθάρισμά και να επακολουθήσει το μέτρημα από πάσης απόψεως. Σε απόλυτα διχαστικό ύφος ο αρθρογράφος Πραξ. Μουτζουρίδης απευθύνεται στους παραίτιους της εσωτερικής διαίρεσης του κράτους σε βαθμό «εθνικού σχίσματος» και επιβεβαιώνει τη συνύπαρξη δύο «εθνικών κυβερνήσεων» και δύο κρατών, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ενώ στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας, κάτω από τον τίτλο «Έτοιμοι προς πάν» καλεί τους πιστούς του βασιλιά Παράκλητου (όπως ονομάζει τον Κωνσταντίνο) να είναι σε επιφυλακή για να τιμωρήσουν πάσαν ύβριν. Η διχοτόμηση των Ελλήνων σε δύο αλληλομισούμενες αντίπαλες παρατάξεις είναι μια πραγματικότητα που βιώνεται και δημοσιογραφικά με απειλές, αποπομπές και υπονοούμενα.

Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και μύριζε μπαρούτι… επαναστάσεως και για τις δύο πλευρές. Φήμες διαδίδονταν, οι οποίες τροφοδοτούνταν και από αθηναϊκά δημοσιεύματα πως η «Υπεροχή» του Γιαννουλάτου θα έρχονταν στο Ναύπλιο, για να πάρει επαναστάτες βενιζελικούς για την Θεσσαλονίκη. Η χωροφυλακή, το Πεζικό και οι επίστρατοι τέθηκαν σε επιφυλακή. Τελικά δεν εμφανίστηκε κανένα πλοίο και ο συντάκτης σχολιάζει καυστικά πως στην πόλη του Ναυπλίου δεν ευδοκιμούν τέτοια κινήματα και επαναστάσεις, αφού παραμένει πάντα πιστή προς τον Θρόνον και την Κυβέρνησιν της Χώρας. Προς επίρρωση των λεγομένων του, διαψεύδει άρθρο αθηναϊκών εφημερίδων πως οκτώ αξιωματικοί της φρουράς Ναυπλίου προσχώρησαν εις το κίνημα και αναχώρησαν για τη Θεσσαλονίκη και πληροφορεί για την επίσκεψη του Ταγματάρχη Θ. Πάγκαλου στο Ναύπλιο, πριν αναχωρήση με τον πάτρονά του επαναστάτην Βενιζέλον, ίνα ξεγαρτίσει τους αξιωματικούς της φρουράς μας, αλλά ξεκαθαρίζει πως εκείνοι πιστοί στον όρκο τους και στον Βασιλέα, τον ηνάγκασαν να φύγει την άλλην μέραν άρον – άρον, για να δημοσιεύσει στο ίδιο φύλλο την παρακάτω δήλωση που καταδεικνύει το μέγεθος του διχαστικού ρήγματος και αποδεικνύει πως ο κύβος ερρίφθη!…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο αντίκτυπος του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην περιφέρεια. Η περίπτωση της Αργολίδας

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Γυναίκες ηθοποιοί στην πολιτική σκηνή την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Βαρβάρα Γεωργοπούλου στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

 

«Το θέατρο είναι η καθαυτό πολιτική τέχνη. Μόνο με το θέατρο προάγεται

σε τέχνη η πολιτική σφαίρα του ανθρώπινου βίου. Με την ίδια έννοια το

θέατρο αποτελεί τη μόνη τέχνη που αποκλειστικό της θέμα είναι

ο άνθρωπος στις σχέσεις του με τους άλλους».

 

Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση.

 

Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι δημιούργησαν κλίμα αισιοδοξίας, που στον θεατρικό τομέα εκφράστηκε κυρίως μέσω της επιθεώρησης. Στη συνέχεια η διαφωνία Κωνσταντίνου και Βενιζέλου σχετικά με τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα στον πόλεμο, [1] όξυνε τα πνεύματα. Το θέατρο, η πιο εκτεθειμένη στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις τέχνη, υφίσταται άμεσα τους κλυδωνισμούς του διχασμού.

Η πρώτη αφορμή για τις εκδηλώσεις των αντιθέσεων στον θεατρικό τομέα έγινε παρασκηνιακά, όταν ο ναυπλιώτης συγγραφέας Γεώργιος Ασπρέας τον Μάιο του 1915 παρέδωσε στην Κυβέλη το χειρόγραφο θεατρικού του έργου με τίτλο, Οχλοκρατία. Το έργο δημοσιεύτηκε στο Σκριπ, εφημερίδα φανατικά βασιλική σε συνέχειες από τις 5 – 29 Ιουνίου του 1916. Δραματοποιεί τα γεγονότα που έγιναν στην Αθήνα στις 16 και 17 Ιανουαρίου του 1878 και εστιάζει στις απόπειρες της Αγγλίας και της Ρωσίας να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα, μέσω των τοπικών τους πρακτόρων. Το περιεχόμενο του έργου ήταν σε πολλά σημεία διφορούμενο, αφήνοντας ανοιχτά τα ζητήματα και κάθε μια από τις αντίπαλες παρατάξεις θα μπορούσε να το ερμηνεύσει όπως ήθελε. Η διεύθυνση του θεάτρου Κυβέλη έκρινε πως στρεφόταν κατά της δικής της παράταξης – της βενιζελικής – και δεν ανέβασε το έργο. Τελικά παρουσιάστηκε από τον θίασο της Κοτοπούλη τον Μάιο του 1916 και κράτησε 5 βραδιές, από 26 μέχρι 31 Μαΐου, με πρωτοφανή συμμετοχή του κοινού και ρεκόρ εισπράξεων. Εντυπωσιακή υπήρξε η παρουσία μεταξύ των θεατών των απογόνων των ιστορικών προσώπων που εμφανίζονταν στο έργο. [2] Στην συναισθηματική επίδραση του έργου – κυρίως σ’ εκείνους που έζησαν τα γεγονότα – αναφέρεται ο ανώνυμος αρθρογράφος του Σκριπ. Παράλληλα μεταφέρει και συμφωνεί με την αξιολογική κρίση του Άγγελου Βλάχου που χαρακτηρίζει το έργο «αναδρομική επιθεώρηση» χρησιμοποιώντας τον γαλλικό όρο ρεβί – ρετροσπεκτίβ. [3] Ο αρθρογράφος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει δραματουργική αξία στο έργο, επειδή αυτό είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει την ιστορική αλήθεια και δεν μεταχειρίζεται «ως απαραίτητον δραματική ζύμην τον έρωτα». [4] Ο Παύλος Νιρβάνας θεωρεί ότι ως είδος το έργο συνεχίζει την Κατοχή του Γερ. Βώκου και δέχεται ως «ευτυχή κυριολεξία» τον όρο «αναδρομική επιθεώρηση» του Άγγ. Βλάχου. Αναγνωρίζει στον συγγραφέα την επιτυχία του στόχου του, «την δημιουργία ιστορικής ατμοσφαίρας και τον πιστό χαρακτηρισμό των προσώπων» [5] με εξαίρεση τον χαρισματικό και λαοφιλή Δεληγιάννη, που απέμεινε «ατελώς σκιτσαρισμένος». Επαναλαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό «αναδρομική πολιτική επιθεώρηση», συμβουλεύει τον Ασπρέα να επιδοθεί στην καλλιέργεια του είδους αυτού. Στο χρονογράφημά του στο Έθνος ο Τίμος Σταθόπουλος αναγνωρίζοντας την αξία του Ασπρέα ως θεατρικού συγγραφέα, υποστηρίζει ότι στην Οχλοκρατία, τον αδίκησε η εποχή τόσο του έργου, το 1878, όσο και της παράστασης, το 1916. Εξ αιτίας λοιπόν της στενής σχέσης των προσώπων και των γεγονότων του έργου με αυτά της σύγχρονης εποχής, ο συγγραφέας αποφεύγοντας να παρουσιάσει δράση επί σκηνής, «έκανε κατάχρησιν ρητορικής». [6] Συμβουλεύει επίσης τον συγγραφέα να αφαιρέσει την σκηνή της εμφανίσεως του μικρού διαδόχου, χαρακτηρίζοντάς της ως «“θεατρική καπηλεία” αναξία συγγραφέως, ως ο κ. Γ. Ασπρέας». [7] Στην κριτική του στην ίδια εφημερίδα ο Γρ. Ξενόπουλος εντοπίζει την επιτυχία του έργου στην ακρίβεια «περί την απόδοσιν προσώπων και πραγμάτων» [8] και αναφέρεται διεξοδικά στην πιστή σκηνογραφία των τριών πράξεων καθώς και στις ενδυμασίες των ηρώων. Ωστόσο παρά την εξωτερική επιτυχία, εντοπίζει την έλλειψη εσωτερικότητας και ψυχολογικής ακρίβειας στην απόδοση των ιστορικών προσώπων, πλην του Βεάκη στον ρόλο του Κουμουνδούρου και της Κοτοπούλη στο ρόλο της κόμισσας Δανεσκιόλτ. Τον άμεσο πολιτικό αντίκτυπο στο κοινό μεταφέρει μαρτυρία, κατά την οποία θερμόαιμος θεατής κραύγασε διακόπτοντας την παράσταση: «έτσι κάνουν και σήμερα οι Ρωσοαγγλογάλλοι». [9] Ο αρθρογράφος εκφράζει την αποδοκιμασία του για την εισβολή της πολιτικής στο θέατρο που «απειλεί να διώξει με την σκούπα την τέχνη». [10] Στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένη και επιστολή αγνώστου – υπογράφει με τα αρχικά Δ. Κ. – στην εφημερίδα Νέα Ελλάς, που διαφωνεί με την έκφραση του έργου «Εσείς οι ξένοι εσπείρατε μεταξύ μας την διαίρεσιν και τα μίση» και συμβουλεύει τον συγγραφέα να αποφεύγει «αναλόγους επικινδύνους υπαινιγμούς». [11] Στην επιτυχία του έργου αναφέρεται η εφημερίδα Αθήναι τονίζοντας: «Και εν μέσω της οχλοκρατουμένης πολιτείας η μειλίχειος και γνωστική φυσιογνωμία του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου (Φιλλιπίδης) αγωνίζεται υπέρ των δικαίων του λαού». [12]

 

Η Κυβέλη (1888;-1978) την εποχή της «Νέας Σκηνής». Μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς και σύζυγος του Έλληνα Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Ωστόσο αν και το δραματικό θέατρο αγωνιζόταν να διατηρήσει τις ισορροπίες, η επιθεώρηση – κατ’ εξοχήν πολιτικό θέατρο – ολοένα προκαλούσε το κοινό, που συχνά αντιδρούσε ζωηρά. Στο επιθεωρησιακό είδος η πολιτική επικαιρότητα λειτουργούσε πάντοτε εκρηκτικά, παρά τις επιφυλάξεις τόσο των συγγραφέων όσο και των θιασαρχών, που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την πελατεία τους. Έτσι – σύμφωνα με τον βασικό μελετητή του είδους, Θόδωρο Χατζηπανταζή, η επιθεώρηση εμφανιζόταν «εξαιρετικά επιφυλακτική και δίβουλη στα πολιτικά θέματα». [13] Προκαλώντας με διάφορους τρόπους τα πλήθη, – κυρίως με την αναφορά ονομάτων γνωστών πολιτικών φορέων ή θεμάτων – απέφευγε συστηματικά να πάρει συγκεκριμένη θέση, μαθαίνοντας την βολική τέχνη «να πολιτικολογεί, χωρίς να έχει πολιτική γραμμή». [14] Σύμφωνα με τον Γρ. Ξενόπουλο κατά την διάρκεια του επικίνδυνου Καλοκαιριού του 1916, αν και οι θιασάρχες της ουδέτερης επιθεώρησης Παπαγάλος παρακαλούσαν του συγγραφείς «για το θεό, μην πολιτικά, αμάν να μην χρωματισθούμε», [15] ωστόσο το κοινό αντιδρούσε ζωηρά σε σκηνές που ήθελε σώνει και καλά να προσδώσει «χρώμα πολιτικόν». [16]

Η βαρύνουσα αυτή πολιτική διάσταση του μουσικού θεάτρου και ο συχνός καιροσκοπισμός των θιασαρχών στρέφονταν κατά του είδους και η κοινή γνώμη θεωρούσε συχνά δεδομένα τα υλικά κίνητρα. Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού η επιθεώρηση λειτουργούσε ως ωρολογιακή βόμβα. Με αφορμή τις επανειλημμένες προκλήσεις ο Ξενόπουλος θέτοντας το θέμα σε θεωρητικά πλαίσια προβληματίζεται για τον ρόλο του θεάτρου, αν είναι απλώς ψυχαγωγία ή «σχολείο και βήμα και άμβων». [17] Ο ίδιος δεχόμενος την δεύτερη άποψη θεωρεί ότι η παρέμβαση της λογοκρισίας, εξασφαλίζει την ομαλότητα και έτσι διατηρείται και η ελευθερία του θεάτρου και η προστασία των πολιτών. Για μια κόμη φορά η πολιτική υπερισχύει της τέχνης.

Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954), από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού θεάτρου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Στα πλαίσια αυτά και δεδομένης της φιλοβασιλικής τοποθέτησης της Μ. Κοτοπούλη, η ίδια η πρωταγωνίστρια και η ετήσια επιθεώρηση που παρουσίαζε, Τα Παναθήναια, κατηγορήθηκαν συχνά ότι εξαγοράζονταν από την γερμανική προπαγάνδα. Τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα τον Ιούλιο του 1915, όταν κατά την διάρκεια των Παναθηναίων, εκδηλώθηκαν φιλογερμανικά επεισόδια. Συγκεκριμένα ψάλθηκε ο γερμανικός ύμνος και στη συνέχεια ο γαλλικός, παρουσία της αστυνομίας, η οποία είχε κληθεί για να αποτρέψει επεισόδια «μαγκουροφόρων φολοααντατικών». [18] Η Κοτοπούλη επιχειρώντας να αποσείσει την ευθύνη για ηθελημένη πρόκληση των επεισοδίων, στέλνει επιστολή στις εφημερίδες κηρύσσοντας την πολιτική της απραξία και ουδετερότητα. Παράλληλα τονίζει το παράλογο των κατηγοριών που της αποδίδουν με αφορμή τις παραστάσεις των Παναθηναίων και διατυπώνει αιχμές για την ευθύνη των δημοσιογράφων στην πρόκληση των επεισοδίων:

«Είμαι γυναίκα. Δεν έχω εκλογικό βιβλιάριο. Δεν πηγαίνω εις τας διαδηλώσεις. Δεν πολιτεύομαι. Και ενόμιζα ότι το σχήμα μου αυτό επερίσσευε δια να με προστατεύη από κάθε παρεξήγησι κομματική. Οι Μπενακικοί δεν θα με έλεγαν Μερκουρίζουσαν, όταν μια σκηνή που εσατίριζε τον νέον δήμαρχον, ούτε οι Μερκουρικοί Μπενακίζουσα όταν ο Τζανέτος έλεγε ένα τετράστιχο πειραχτικό για τον κ. Μερκούρην… Εφέτος η Επιθεώρησις ήτο επόμενον να στολισθή με σκηνάς από τον ευρωπαϊκόν πόλεμον. Και οι συγγραφείς με την ίδια, όπως πάντοτε, αμεροληψία εσατίρισαν τα γεγονότα… μεταξύ των ζωηροτέρων διαδηλωτών διέκρινα κάθε βράδυ γνωστούς δημοσιογράφους, οι οποίοι με τον υπερβολικόν ενθουσιασμόν τους υπέρ της Γερμανίας ή της Γαλλίας ετάραζαν την αρμονίαν του ακροατηρίου μας» … και καταλήγει τεκμηριώνοντας το άδικο των κατηγοριών περί εξόδου του θεάτρου της από την ουδετερότητα: «διότι άλλως και δια τα τετράστιχα τα βενιζελικώτατα που απαγγέλλει κάθε βράδυ ο Τζανέτος, πρέπει να κατηγορηθεί ότι τα απαγγέλει δωροδοκούμενος με “τας κορόνας” της δεσποινίδος Κολλυβά». [19]

Συχνά οι ηθοποιοί παρέβαιναν δραστικά στο κείμενο της επιθεώρησης και πρόσθεταν όχι μόνο λόγια αλλά και ολόκληρες σκηνές, γεγονός που ανάγκαζε τους συγγραφείς να διαμαρτυρηθούν. Τον Μάιο του 1915 ο Μωραϊτίνης, ευπρεπής και αναγνωρισμένος επιθεωρησιογράφος, αντέδρασε στις αυθαίρετες προσθήκες, όταν στην επιθεώρησή του Ευρωπαϊκός πόλεμος, προστέθηκαν «ορισμένες ανάρμοστες σκηνές, ως η σατιρίζουσα τον κ. Μαρκαντωνάκην»,… τον μικρόσωμο ιδιαίτερο του Ελευθ. Βενιζέλου, που είχε γίνει μοτίβο στην επιθεώρηση ως άπληστος γαστρίμαργος. [20]

Τον Ιούλιο του 1916 η λογοκρισία έκανε δυναμικά την εμφάνισή της. Ο επιθεωρητής της αστυνομίας Ζιμβρακάκης φρόντισε να υπενθυμίσει προηγούμενες απαγορευτικές διατάξεις. Συγκεκριμένα του 1895, σχετικά με την σάτιρα δημοσίων προσώπων, ιδρυμάτων και κρατών και του 1909, σχετικά με το ωράριο των θεάτρων. [21] Η παρούσα ωστόσο διαταγή ήταν αυστηρότερη, αφού απαγόρευε την «από σκηνής των θεάτρων χρήση «λέξεων και φράσεων, ιδεών και υπαινιγμών αντικειμένων εις τα χρηστά ήθη και δυναμένων να ερεθίσωσιν τους θεατάς και να διαταράξωσιν την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν… Απαγορεύονται οι σατιρισμοί ορισμένων προσώπων και ιδίως μεγάλων ανδρών, Ελλήνων και ξένων, επιστημονικών και θρησκευτικών ιδρυμάτων και κρατών. Εν εναντία περιπτώσει θα διακόπτεται η παράστασις και θα παραπέμπεται ο υπεύθυνος εις το δικαστήριον». [22] Κάτω από την ασφυκτική πίεση της λογοκρισίας η επιθεώρηση δοκιμάστηκε σκληρά το Καλοκαίρι του 1916. Την επίθεση εναντίον της επισφράγισαν δύο δημοσιεύματα του Ηλία Βουτιερίδη στο Σκριπ τον Αύγουστο, τα οποία ασκούν δριμύτατη κριτική στην αισθητική και την πνευματική της διάσταση, ενώ παράλληλα κατέκριναν τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κριτήρια του κοινού. Ο αρθρογράφος θεωρεί το επιθεωρησιακό είδος πηγή κάθε δυστυχίας για το θέατρο και την βασική αιτία που εμποδίζει την ανάπτυξη ποιοτικής εγχώριας δραματουργίας. [23]

Αλλά και στο δραματικό θέατρο μετά την επιβολή της λογοκρισίας τα πνεύματα είναι ιδιαίτερα οξυμμένα και δημιουργούνται παρεξηγήσεις με την σύγχυση – εσκεμμένα ή όχι – των καλλιτεχνικών κινήτρων με τα πολιτικά. Συγκεκριμένα η άρνηση της Κυβέλης να παίξει στην τιμητική του Περικλή Γαβριηλίδη με το έργο Καταιγίδα του Μπερνστάιν, εξ αιτίας πρόσληψης ηθοποιών που δεν ενέκρινε, αποδόθηκε στα αντιβασιλικά φρονήματα της πρωταγωνίστριας, επειδή η παράσταση ήταν αφιερωμένη στον βασιλιά. [24] Την παρεξήγηση, την οποία υποδαύλιζαν μοναρχικοί κύκλοι, έσπευσε να ξεδιαλύνει ο Γαβριηλίδης. [25]

Στα Νοεμβριανά, – ακραία έκφανση του Εθνικού Διχασμού [26] -, τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα και στις 18 και 19 του μήνα όλα τα θέατρα παρέμειναν κλειστά. Αλλά και όταν άνοιξαν, το κλίμα για τους δημοκράτες ηθοποιούς ήταν ιδιαίτερα εχθρικό, όπως δείχνει υβριστική επιστολή εναντίον της Κυβέλης που δημοσιεύτηκε στις 13 Δεκεμβρίου, [27] μια μέρα μετά το ανάθεμα του Βενιζέλου. [28] Η πρωταγωνίστρια δεν μπορούσε να εμφανιστεί στη σκηνή. Σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα Αθήναι ο Θεόδωρος Βελλιανίτης περιγράφει με λεπτομέρειες την βίαιη απομάκρυνση της ηθοποιού από την σκηνή στις 18 Νοεμβρίου του 1916, την μετατροπή του θεάτρου «Διονύσια» σε αστυνομικό σταθμό και την σύλληψη και υποβολή του ζεύγους Θεοδωρίδη σε ανάκριση. Η ηθοποιός αφέθηκε ελεύθερη αλλά το θέατρό της έκλεισε και απαγορεύτηκαν οι παραστάσεις. [29] Αντίθετα η Κοτοπούλη, μέχρι το 1917, θριάμβευε στο ανακαινισμένο Βασιλικό θέατρο: «Το Βασιλικό θέατρο παρεχωρήθη τη υψηλή επινεύσει του πρίγκηπος Νικολάου εις την δεσποινίδα Μαρίκαν Κοτοπούλη και τον υπ’ αυτής θίασον». [30] Έναρξη των παραστάσεων έγινε με το τετράπρακτο έργο του πρίγκηπα Νικολάου – με το ψευδώνυμο Μάρκος Μαρής είχε επιδοθεί στην θεατρική γραφή – Το κάρβουνο στη στάχτη, το οποίο παρακολούθησε ολόκληρη η βασιλική οικογένεια. [31] Λεπτομερή παρουσίαση του έργου καθώς και θερμό έπαινο για την εκτέλεση μας μεταφέρει ο Νικόλαος Λάσκαρης. [32] Λίγες μέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου, η πρωταγωνίστρια επισκέπτεται τον πρίγκηπα Νικόλαο για να συζητήσουν σχετικά με το έργο. Μην αντέχοντας την είδηση της παραίτησης του βασιλιά, θα λιποθυμήσει, «όταν δε συνήλθε ανελύθη εις πικρότατα δάκρυα». [33]

Έλσα Ένκελ, διακεκριμένη καλλιτέχνις του μουσικού θεάτρου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Το τοπίο άλλαξε άρδην, όταν ο Βενιζέλος στα μέσα Ιουνίου του 1917, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Τίμος Σταθόπουλος, από τις στήλες του Έθνους επαινεί τη φιλοβενιζελική στάση της ηθοποιού του μουσικού θεάτρου Έλσας Ένγκελ κατά τα Νοεμβριανά «που πολλές εξ αίματος Ελληνίδες αποδείχθησαν Βουλγαρίδες», [34] – ο υπαινιγμός για την Κοτοπούλη είναι σαφής. Ο ίδιος πλέκει το εγκώμιο της Φωφώς Γεωργιάδου, καλώντας το κοινό να την υποστηρίξει έναντι των Νοεμβριανών που την καταδίκασαν σε «καταναγκαστική αργία» [35] για τα φιλελεύθερα αισθήματά της. Η επανεμφάνιση της Κυβέλης θεωρήθηκε το καλλιτεχνικό γεγονός της περιόδου. Στις 18 Ιουνίου στο Πειραϊκό Θέατρο δίνει παραστάσεις «ο παυθείς θίασος του Θεάτρου Κυβέλης, όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά και μάλλον προκλητικά στο πρόγραμμα. [36] Η επιστροφή της στο θέατρο έλαβε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα: «Έπειτα από μακράν απομάκρυνσιν συνεπεία διωγμού από το επιστρατικόν κράτος επανέρχεται εις την σκηνήν η αγαπημένη καλλιτέχνις». [37] Στην τιμητική της με το έργο του Μπατάιγ, Η αμαζών, η παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιτείνει την πολιτική διάσταση: «Το Δημοτικόν ήταν κατάμεστον από τους πρωτεργάτας του Εθνικού Κινήματος με τον Βενιζέλον εν μέσω, θελήσαντα αυτοπροσώπως να τιμήσει την παράστασιν…Ραγδαία χειροκροτήματα δια την Κυβέλη και θερμαί εκδηλώσεις δια τον Βενιζέλον εις την Γαλλίαν». [38] H ηθοποιός το 1919 βρισκόμενη στο Παρίσι, θα τιμηθεί με «τον Αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος παρά της χειρός του κ. Βενιζέλου»… «πρώτη εκ των καλλιτέχνιδων του ελληνικού θεάτρου», [39] όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος του Έθνους. Και συνεχίζει «Μετά τον κ. Διονύσιον Ταβουλάρην, η κυβέρνησις των Φιλελευθέρων ηθέλησε να τιμήσει εν τω προσώπω της μοναδικής καλλιτέχνιδος όχι μόνον την αληθή μύστιδα της ελληνικής σκηνής, αλλά και την γυναίκα, η οποία απέδωσεν τόσας υπηρεσίας εις εθνικήν υπόθεσιν».

Ο επίλογος του διχασμού στην θεατρική σκηνή θα γραφτεί την Άνοιξη και τις αρχές του Καλοκαιριού του 1920 με τα θλιβερά επεισόδια που συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα με επίκεντρο την Μαρίκα Κοτοπούλη και τον θίασό της.

Η πρωταγωνίστρια έχοντας συναισθηματικούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη – αφού εκεί είχε γεννηθεί ο πατέρας της και εκεί γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη αποδέχτηκε την πρόταση του διευθυντή του γαλλικού θεάτρου της Πόλης Αρντίτη, να δώσει παραστάσεις, παρά τις προειδοποιήσεις φιλικών της κύκλων λόγω των εκεί φανατικών πολιτικών αντιπαραθέσεων καθώς και την αντίθεση του έλληνα πρέσβη. [40] Το κλίμα, σύμφωνα με τις περιγραφές του πρωταγωνιστή του θιάσου Μήτσου Μυράτ ήταν εχθρικό, ήδη με την επιβίβαση του θιάσου στο λιμάνι. Παρά τις ζωηρές αντιδράσεις της Ελληνικής Λέσχης, ο θίασος άρχισε τις παραστάσεις. Στην πρεμιέρα με την Σκιά του Νικοντέμι, εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις αλλά ο κίνδυνος διακοπής της παράστασης ματαιώθηκε με την επέμβαση προσκείμενων προς την πρωταγωνίστρια διανοουμένων της πόλης. Την επομένη οι παραστάσεις ματαιώθηκαν λόγω των ζωηρών αντιδράσεων μεταξύ των οποίων ο Μ. Μυράτ καταγράφει «σαν επωδό απ όλο το μαινόμενο πλήθος: «έξω οι Κωνσταντινικές κοπριές». [41] Η τοπική εφημερίδα Νεολόγος κατηγόρησε απροκάλυπτα την πρωταγωνίστρια ότι «επώλησεν την τέχνην της αντί 60 χιλιάδων φράγκων εις τον Σενγκ», [42] (γερμανός βαρώνος).

Η επιστροφή της Κοτοπούλη στην Αθήνα και η έναρξη των παραστάσεων στις 23 Απριλίου με την Σκιά, παίρνουν τον χαρακτήρα συλλαλητηρίου της φιλοβασιλικής παράταξης. Σύμφωνα με τον Μήτσο Μυράτ «το αλλοπαρμένο εκείνο πλήθος στο αντίκρυσμα της καλλιτέχνιδος, ατενίζει σαν σύμβολο τον εξόριστο βασιλιά… Οι βασιλόφρονες είχαν μεταβάλει το θέατρό μας σε εκλογικό κέντρο». [43] Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα. Και τραγική ειρωνεία: Η σκοτεινιά άρχισε να απλώνει τα μαύρα πέπλα της, στην παράσταση του Ήλιου του Φούλντα στις 13 Μαΐου. Πυροβολισμοί και άγριες κραυγές από τον εξώστη, είχαν σαν στόχο την πρωταγωνίστρια. Το επεισόδιο γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, εκ μέρους και των δύο πλευρών. Τα πνεύματα έχουν οξυνθεί επικίνδυνα. Οι Βασιλικοί κατηγορούν την αστυνομία ότι εγνώριζε, και δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τα γεγονότα. Η εφημερίδα Πατρίς, επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στην θέση τους: «Αισθανόμεθα σήμερον την υποχρέωσιν να διακηρύξωμεν ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων αποδοκιμάζει κατά τον ζωηρότερον τρόπον τα προχθεσινά έκτροπα του θιάσου Κοτοπούλη. Αλλ’ έχομεν να κάμωμεν ταυτοχρόνως και μίαν σύστασιν προς την εκλεκτήν καλλιτέχνιδα: Να παρακαλέσει εκείνους τους φίλους της, όσοι νομίζουν ότι της προσφέρουν τάχα υπηρεσίας εκμεταλλευόμενοι τα αισθήματά της, δοκιμάζουν να μεταβάλλουν εις Κέντρον Κομματισμού και προεκλογικής επιδείξεως το θέατρόν της, …ας φροντίσουν να εύρουν οποιονδήποτε άλλον χώρον και ας αφήσουν το θέατρον Κοτοπούλη αφιερωμένο μόνο εις την Τέχνην». [44] Αλλά τα γεγονότα που ακολουθούν δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν την ουδετερότητα και ο ποθούμενος διαχωρισμός της τέχνης από την πολιτική αποδεικνύεται μάταιος. Στις 30 Ιουλίου φτάνει η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου στη Γαλλία και η Αθήνα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. [45] Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη συμπληρώνει την τραγωδία της Ελλάδας και παράλληλα ανοίγει αφήνει διαμπερές τραύμα στην καρδιά της πρωταγωνίστριας, παράφορα ερωτευμένης με τον ρομαντικό ευπατρίδη πολιτικό. [46] Έρωτας, τέχνη και πολιτική συναντιούνται για μια ακόμη φορά.

Οι στασιαστές μεταξύ άλλων κατέστρεψαν και το θέατρο της Κοτοπούλη. Δύο φωτογραφίες που διασώζονται είναι πολύ εύγλωττες για το μέγεθος της καταστροφής και ενδεικτικές του φανατισμού, [47] ενώ οι περιγραφές των εφημερίδων δίνουν με λεπτομέρειες την αποτρόπαια εικόνα. [48]

Σε περιόδους πολιτικής έντασης η εκτροπή σε πράξεις βίαιες και ανάρμοστες αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο δυστυχώς βλέπουμε να επαναλαμβάνεται, διαπιστώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η ιστορία δεν διδάσκει. Η τέχνη ξεχνώντας τον ανώτερο σκοπό της και την ανθρωπιστική αποστολή της, συχνά χρησιμεύει ως όργανο σκοτεινών πολιτικών επιδιώξεων, που την αμαυρώνουν. Είναι τότε που τα αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια παύουν να υπάρχουν, ενώ η ιδεολογία αντικαθίσταται από ευτελείς στόχους. Η κατάσταση, θλιβερά δείγματα της οποίας μας δίνει ο Νουμάς το 1919, αποκαλώντας την «Φιλολογική τρομοκρατία», [49] θα κορυφωθεί στα χρόνια της ταραγμένης δεκαετίας του 1940, αποδεικνύοντας μεταξύ άλλων την διαχρονικότητα του αθηναίου ιστορικού της κλασικής αρχαιότητας:

 

«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές

στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνωνται πάντα όσο

δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί

να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική

μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.

Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα

και την σημασία των λέξεων».

 

Θουκιδίδου, Ιστορίαι, βιβλίο 3, κεφάλαιο 82, μετάφρ. Άγγ. Βλάχος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για τα γεγονότα της εποχής, τα αίτια και τις συνέπειές τους βλέπε την δίτομη μελέτη του, Βεντήρη, Γ. (1970), Η Ελλάς του 1910-1920, τόμος Α΄ &  Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.

[2] Ανυπ., «Από τα θέατρα», Σκριπ, 27/5/1916.

[3] Αδιάφορος, «Εντυπώσεις. Ιστορική περιπέτεια», Σκριπ, 28/5/1916.

[4] Ό.π.

[5] Νιρβάνας, Π., «Το δραματικόν θέατρον». Τέχνη και θέατρον. αρ. 2, 4/6/1916, σ. 18.

[6] Σταθόπουλος, Τ., «Οχλοκρατία», Έθνος, 27/5/1916.

[7] Ό.π.

[8] Ξενόπουλος, Γρ., «Οχλοκρατία», Έθνος, 28/5/1916.

[9]  Φογκ, Φ., «Η τέχνη και τα φρονήματα», Οι Καιροί, 28/5/1916.

[10] Ό.π.

[11] Δ. Ν., «Δια το επεισόδειον του θεάτρου Κοτοπούλη», Νέα Ελλάς, 28/5/1916.

[12] Ανυπ., «Θεατρικαί σελίδες», Αθήναι, 28/5/1916.

[13] Χατζηπανταζής, Θ. (1977), «Εισαγωγή στην Αθηναϊκή Επιθεώρηση». Η Αθηναϊκή επιθεώρηση. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ερμής, σ. 102.

[14] Ό.π.

[15] Ξενόπουλος, Γρ., «Η πολιτική εις το θέατρον», Τέχνη και θέατρον, 30/7/1916, σ. 152· Χατζηπανταζής, Θ., ό.π.

[16] Ό.π.

[17] Ό.π.

[18] Ανυπ., «Τα Παναθήναια», Αθήναι, 28/7/1915.

[19] Στη στήλη «Η ζωή των θεάτρων. H δις Μ Κοτοπούλη περί της ουδετερότητος… του θεάτρου της», Ακρόπολις, 30/7/1915.

[20] Σιδέρης, Γ., «Ο διχασμός στο θέατρο. Λογοκρισία, διώξεις, βανδαλισμοί», Θέατρο, τεύχος 7, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1963, σ. 29.

[21] Ανυπ., «Η ώρα των θεάτρων. Το θέατρον εν διωγμώ; Συνέντευξις με τον κ. Ζυμβρακάκην», Τέχνη και Θέατρον, τεύχος 8, 16/7/1916, σ. 127-128.

[22] Πατρίς, 10/7/1916· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 29.

[23] Βουτιερίδης, Η. Π., «Δια το θέατρον», Σκριπ, 3/8/1916· του ίδιου, «Επιθεώρησις», Σκριπ, 5/8/1916.

[24] Σταθόπουλος, Τ., «Η Κυβέλη», Έθνος, 23/10/1916.

[25] Γαβριηλίδης, Π., «Καλλιτεχνικόν επεισόδειον. Και πάλι οι ψευτοηρακλείς του στέμματος», Νέα Ελλάς, 22/10/1916.

[26] Βεντήρης, Γ., ό.π., τόμος Β΄, σ. 248-281· Μαυρογορδάτος, Γ. Θ. (2016), «Τα Νοεμβριανά». 1915. Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης, σ. 96-103.

[27] Νέα Ημέρα, 23/12/1916· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 30.

[28] Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 30-31. Την έκταση αλλά και την ένταση του αναθέματος, περιγράφει η εφημερίδα Εμπρός, 13/12/1916, και Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σ. 101-102.

[29] Βελλιανίτης, Θ., «Η προδοτική τέχνη», Αθήναι, 26/6/1917.

[30] «Πεννιές», Εμπρός, 13/12/1916.

[31] Ανυπ.: «Η χθεσινή πρώτη», Εμπρός, 26/5/1917.

[32]  Λάσκαρης, Ν., «Το κάρβουνο στη στάχτη. Έργο εις πράξεις τέσσαρες υπό Μάρκου Μαρή», Αι Αθήναι, 26/5/1917.

[33] «Επεισόδιον εις την δ. Κοτοπούλη», Αθήναι, 30/5/1917.

[34] Σταθόπουλος, Τ., «Χρονογράφημα», Έθνος, 14/7/1917.

[35] Έθνος, 12/8/1917· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 32.

[36] Σιδέρης, Γ., ό.π., σ. 29.

[37] Έθνος, 26/6/1917· Γ. Σιδέρης, ό.π

[38] Έθνος, 5/10/1917, ό.π.

[39] Ανυπ., «Η παρασημοφορία της κ. Κυβέλης», Έθνος, 23/6/1919.

[40] Μυράτ, Μ. (1950), Ο Μυράτ κ΄ εγώ. Πενήντα χρόνια ζωή και θέατρο. Αθήναι, σ. 136.

[41] Μυράτ, Μ., ό.π., σ. 137.

[42] Ανταπόκριση εφημ. Έθνος, 8/4/1920· Θ. Χατζηπανταζής, ό.π., σ. 105.

[43] Μυράτ, Μ., ό.π., σ. 145.

[44] Ανυπ., «Το θέατρον Κοτοπούλη», Πατρίς, 15/5/1920.

[45] Μαυρογορδάτος, Γ., ό.π., σ. 285.

[46] Στην θυελλώδη αυτή σχέση αναφέρεται μεταξύ άλλων ο Γερμανός, Φρ. (2013), στην Εκτέλεση, Αθήνα: Καστανιώτης.

[47] Σιδέρης, Γ., ό.π., σ. 31, 33.

[48] Εμπρός, 1.8.1920.

[49] Ανυπ., «Φιλολογική τρομοκρατία», Νουμάς, 5/1/1919, σ. 51.

 

Βαρβάρα Γεωργοπούλου

Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Εθνικός Διχασμός και διεθνές περιβάλλον. Ευάνθης Χατζηβασιλείου στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7- 8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η επιρροή της διεθνούς συγκυρίας, που επέτεινε δραματικά την εσωτερική ελληνική σύγκρουση και συνέβαλε καθοριστικά ώστε να λάβει αυτή τα παροξυσμικά της χαρακτηριστικά τα οποία οδήγησαν στον «Εθνικό Διχασμό». Θα υποστηριχθεί ότι, από την άποψη των διεθνών σχέσεων, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από την δραματική υπερέκταση (overstretch) των ελληνικών υποχρεώσεων. Η γεωγραφική διαμόρφωση του ελληνικού κόσμου συνεπαγόταν ότι οι σχετικά μικρές δυνάμεις του ελληνικού έθνους – κράτους έπρεπε να αντεπεξέλθουν σε προκλήσεις που εκδηλώνονταν σε μια τεράστια και γεωγραφικά ασυνεχή περιοχή, και να αντιμετωπίσουν πολλούς και ισχυρούς αντιπάλους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν αδύνατον να υπάρξει επιτυχία σε όλα τα μέτωπα, και ήταν αντίθετα φυσικό να ανακύψει μια σύγκρουση μεταξύ «αμυντικών» και «επιθετικών» στρατηγικών. Αυτή η σύγκρουση, στη συγκεκριμένη συγκυρία του εξελισσόμενου Μεγάλου Πολέμου, λάμβανε διαστάσεις διλήμματος ζωής ή θανάτου για το έθνος, απαιτούσε άμεσες αποφάσεις, και επομένως διέθετε τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί στο ιδιότυπο φαινόμενο του Εθνικού Διχασμού.

 

Δυναμικές του Εθνικού Διχασμού

 

Απευθυνόμενοι σε ξένους συναδέλφους, οι Έλληνες ιστορικοί πάντοτε βρίσκονται σε αμηχανία να εξηγήσουν τη φύση του Εθνικού Διχασμού, ο οποίος δεν εντάσσεται εύκολα σε υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις. Δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος, αν μη τι άλλο επειδή δεν μπορεί να υπάρχει «πόλεμος» χωρίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αλλά ασφαλώς ήταν κάτι παραπάνω από μια αύξηση των εντάσεων της εσωτερικής αντιπαράθεσης. Από το 1915 έως τουλάχιστον το 1936, εξελίχθηκε σειρά συνταγματικών εκτροπών οι οποίες – ακόμη και όταν δεν οδηγούσαν σε απροκάλυπτη δικτατορία – ουσιαστικά αλλοίωναν το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. [1] Επιπλέον, ο Διχασμός υπήρξε ένα πολύμορφο φαινόμενο. Ήταν, ταυτόχρονα, μια συνταγματική κρίση, κρίση εθνικής ολοκλήρωσης, και μια κρίση εκσυγχρονισμού της οποίας οι εντάσεις είχαν κοινωνική βάση. [2] Επιπλέον, εξαιρετικά αξιοπρόσεκτο είναι το ότι, στη διάρκειά του, δεν συγκρούστηκαν δυνάμεις που εκπροσωπούσαν διαφορετικές εκδοχές της οργάνωσης της κοινωνίας – π.χ. μια κομμουνιστική και μια αστική εκδοχή. Οι δύο παρατάξεις του Διχασμού ήταν υποστηρικτές του ίδιου – περίπου – μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Όσο για τη διάκριση μεταξύ «δημοκρατικών» (υπό την έννοια του ρεπουμπλικανισμού, δηλαδή της αβασίλευτης δημοκρατίας) και «βασιλοφρόνων», αυτή υπήρξε μια μεταγενέστερη εκδοχή της ρήξης, που ανέκυψε κυρίως μετά το 1922. Έως την Μικρασιατική Καταστροφή, ο βενιζελισμός δεν αντιπροσώπευε μια δύναμη εχθρική προς τη βασιλευομένη δημοκρατία, [3] έστω και εάν στις τάξεις του, από το 1915, σταδιακά ενισχυόταν η θέση των υποστηρικτών της αβασίλευτης. Και όμως, ο Διχασμός, αρκετά σύντομα και ήδη από το 1916, απέκτησε τεράστια δυναμική, ως μια ρήξη θεμελιώδης, που αποκτούσε ακόμη και ψυχικές διαστάσεις. Στο τέλος, και κάτω από μια επιφανειακά νομιμοφανή συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας, ο Εθνικός Διχασμός οδηγούσε σε μια θεμελιακή αναίρεση της βάσης της πολιτικής οργάνωσης: στην αναίρεση της ιδέας του κοινού κράτους.

Για να εξηγηθεί το ξέσπασμα μιας κρίσης τέτοιων διαστάσεων, πρέπει να εντοπιστεί ένα θεμελιακής σπουδαιότητας σημείο, στο οποίο οι εκατέρωθεν θέσεις να μην μπορούν πλέον να συμβιβαστούν χωρίς η κάθε μία πλευρά να κινδυνεύει να κάνει παραχωρήσεις υπαρξιακής υφής, οι οποίες θα την αναιρέσουν. Από τη στιγμή που θα επέλθει αυτή η πόλωση, κατόπιν μπορεί – ελλείψει θεσμικών αντιβάρων ή λόγω της έντασης του διακυβεύματος – να εξελιχθεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να αποκτήσει αυτές τις «ψυχικές» διαστάσεις. Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το σημείο στην πολιτική αντιπαράθεση του 1915;

Η διαθέσιμη βιβλιογραφία επισημαίνει ορθά ότι στον Εθνικό Διχασμό συγκρούστηκαν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που έπρεπε να προσαρμοστούν στην (ή να επηρεάσουν την) πορεία της ελληνικής πολιτικής μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις που ακολούθησαν το κίνημα του 1909. Σχηματικά, επισημαίνεται η σύνταξη των δυναμικότερων αστικών δυνάμεων με τον βενιζελισμό, και των περισσότερο αμυντικά προσανατολισμένων παλαιών κοινωνικών δυνάμεων με τον αντιβενιζελισμό. Αυτή, όμως, είναι μια σύγκρουση που αναπτύχθηκε πρώτιστα μετά την έναρξη του Διχασμού, όταν τα δύο στρατόπεδα σχηματοποιούνταν. Δεν προκάλεσε την έναρξή του. Άλλωστε, ας μην λησμονείται ότι εντοπίζονται πρόσωπα που, ενώ ξεκίνησαν από μια θέση (π.χ. ως συνεργάτες του Ε. Βενιζέλου), εντάχθηκαν κατόπιν στο αντίπαλο στρατόπεδο – ή και το αντίθετο. Το 1915-1916 επήλθε μια αναμόρφωση των διαχωριστικών γραμμών και των πολιτικών / κοινωνικών συμμαχιών.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταφράζει τον Θουκυδίδη. Πίνακας του Χανιώτη ζωγράφου Δημήτρη Κοκότση (1894-1964). Δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Στα χρόνια του Βενιζέλου», έκδοση, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» – Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Χανιά – Αθήνα, 2010. Επιλογή φωτογραφίας, Αργολική Βιβλιοθήκη.

Υπήρχε, ασφαλώς, το συνταγματικό ζήτημα: ποιος κυβερνά, ο βασιλιάς ή ο λαός; Και σε αυτό το επίπεδο, όμως, δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί το μείζον αίτιο της σύγκρουσης. Επιπλέον, πολύ συχνά λησμονείται – ίσως και λόγω των συνεχιζόμενων επί μακρόν εντάσεων του Διχασμού και της προπαγανδιστικής χρήσης της ιστορίας που τις συνόδευε – ότι και η συνταγματική κρίση του 1915 ήταν περισσότερο περίπλοκη από όσο συχνά υπονοείται. Το πρόβλημα ξεκίνησε από το γεγονός ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ απέρριψε την εισήγηση του πρωθυπουργού Βενιζέλου για είσοδο της χώρας στον πόλεμο και συγκεκριμένα για τη συμμετοχή της στη συμμαχική επιχείρηση στην Καλλίπολη. Αλλά στις αρχές του 1915, όταν συνέβαιναν αυτά, δεν υπήρχε ακόμη Εθνικός Διχασμός. Ούτε και ο Βενιζέλος αμφισβήτησε, σε εκείνη τη φάση, το δικαίωμα του Κωνσταντίνου να έχει λόγο επί των ζητημάτων ειρήνης και πολέμου. Στις αρχές του 20ού αιώνα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο αρχηγός του κράτους απολάμβανε προνομίες στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας. Εδώ ανέκυπτε, πράγματι, ένα συνταγματικό πρόβλημα, το οποίο δεν είχε επιλυθεί μέσα από την έως τότε εξέλιξη των ελληνικών κοινοβουλευτικών θεσμών. Αλλά ο Βενιζέλος δεν έθεσε τότε ένα παρόμοιο ζήτημα αρμοδιοτήτων. Αντίθετα, η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές του Μαΐου 1915, στις οποίες επικράτησε εκ νέου το Κόμμα Φιλελευθέρων. Ωστόσο – και εδώ είναι που βρίσκεται η απαρχή του Εθνικού Διχασμού – ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε το αποτέλεσμα. Καθυστέρησε, λόγω της σοβαρής του ασθένειας, να διορίσει τον Βενιζέλο πρωθυπουργό, και κατόπιν, όταν ο τελευταίος εισηγήθηκε εκ νέου την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, τον οδήγησε ξανά σε παραίτηση και προκήρυξε νέες εκλογές από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν. Εδώ βρίσκεται η έναρξη του Διχασμού. [4] Οι δεύτερες εκλογές του 1915 υπήρξαν η μείζων παραβίαση του πολιτεύματος από τον βασιλιά: επειδή με τον τρόπο αυτόν αρνείτο να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των πρώτων. Η αποχή των βενιζελικών από τις εκλογές παρέπεμπε σε θεμελιώδη πολιτική ανωμαλία και δεν προδίκαζε ομαλές πολιτικές εξελίξεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι τούτο είναι εγγεγραμμένο στη θεσμική μνήμη και του σημερινού πολιτεύματος της χώρας. Το Σύνταγμα του 1975 απαγορεύει την πρόωρη διάλυση της Βουλής για τον ίδιο λόγο μέσα σε ένα έτος. Ο συντάκτης του Συντάγματος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, παλαιός βενιζελικός, σημείωσε ρητά ότι τούτο οφειλόταν στην ανάγκη να αποφευχθεί μια επανάληψη των γεγονότων που επέφεραν τον Εθνικό Διχασμό. [5]

Αναμφίβολα, η αρχή salus populi suprema lex, την οποία και οι δύο παρατάξεις επικαλέστηκαν για να νομιμοποιήσουν αντιθεσμικές τους παρεμβάσεις το 1915-17, μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπές και μεγάλης έκτασης αντιπαραθέσεις. Στην πράξη – τονίζουν οι συνταγματολόγοι η επίκληση αυτής της αρχής, έστω και εάν ξεκινήσει καλόπιστα, εύκολα καταλήγει σε προσχηματική χρήση της και σε παραβιάσεις του θεσμικού πλαισίου. [6] Ωστόσο, η συνταγματική κρίση, αν και καθαυτή μείζονος σημασίας, δεν ήταν – και δεν μπορούσε να είναι – το αίτιο του Διχασμού. Η συνταγματική κρίση προϋπέθετε μια διαφωνία σχετική με το μείζον αγαθό του salus populi. Αυτή η διαφωνία προκάλεσε τον Διχασμό. Δεν ήταν, πράγματι, το μόνο του συστατικό στοιχείο∙ όριζε, όμως, το σημείο από το οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να υποχωρήσει χωρίς να αυτοαναιρεθεί. Αυτή η διαφωνία ανέκυψε το 1915, και αφορούσε όχι απλώς τη «Μεγάλη Ιδέα» (διατύπωση μάλλον γενικόλογη, που παραπέμπει, συνήθως, σε μελλοντικά «κέρδη» της χώρας), αλλά την ίδια την επιβίωση του έθνους.

 

Οι υπαγορεύσεις της γεωγραφίας, η ένταση του διλήμματος και το μέλλον του ελληνισμού

 

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ολοκλήρωσε και κορύφωσε μια ευρύτερη ιστορική διαδικασία που εξελισσόταν ήδη από δεκαετίες και έμελλε να αλλάξει την μορφή αυτού που τότε αποκαλείτο «Εγγύς Ανατολή». Για την περιοχή στην οποία υπήρξε ιστορικά ενεργός ο ελληνισμός, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδότησε την οριστική μετάβαση από το πρότυπο διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας (το οποίο είχε διατηρηθεί εκεί για πάνω από 2.500 χρόνια) σε ένα ριζικά νέο μοντέλο διακυβέρνησης, αυτό του έθνους – κράτους. Τούτο δημιουργούσε, για μεγάλες ελληνικές κοινότητες, κινδύνους υπαρξιακούς ή ακόμη και την προοπτική της εκδίωξής τους από τους χώρους καταγωγής τους.

Ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα, οι ελληνικές κοινότητες έτειναν να αναπτυχθούν σε μια πολύ ιδιαίτερη γεωγραφική μορφή: κατά κανόνα, συγκεντρώνονταν στις παράκτιες περιοχές, ενώ ήταν πολιτικά και στρατιωτικά διατηρήσιμες λόγω του οργανωμένου χαρακτήρα τους, που τους επέτρεπε να διατηρούν μια σαφή υπεροχή απέναντι στους ανοργάνωτους λαούς του εσωτερικού. Η ίδια τάση συνεχίστηκε υπό την αιγίδα των μεγάλων αυτοκρατοριών που διαδέχθηκαν η μια την άλλη από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (αν όχι και του Κύρου του Μεγάλου) – ελληνιστικές, ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική. Ο ελληνικός πολιτισμός μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τα ευρύτερα πολυεθνικά πολιτικά σύνολα των αυτοκρατοριών, ώστε να εκμεταλλευθεί τη σημαντική πολιτισμική του ακτινοβολία (με σημερινούς όρους, μια μορφή «ήπιας ισχύος»), να παραμείνει διατηρήσιμος στις βασικές παράκτιες εστίες του, αλλά και να εξελληνίσει ακόμη μεγαλύτερες περιοχές του εσωτερικού, όπως π.χ. έγινε στη Μικρά Ασία, κυρίως κατά την ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τον 1ο – 3ο αιώνα μ.Χ. Αυτά τα δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν δραματικά στον 19ο αιώνα, οπότε επήλθε η άνοδος των άλλων βαλκανικών εθνικισμών. [7] Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός κόσμος, και ειδικά η ηγεσία του ελληνικού κράτους βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη θέση: η γεωγραφική περιοχή που ενδιέφερε ήταν αχανής (τουλάχιστον για τα μέσα που διέθετε το μικρό ελληνικό κράτος), οι πιθανοί αντίπαλοι πολλαπλοί, και σε περίπτωση απώλειας μιας περιοχής, αυτή δεν επανέκαμπτε σε μια αυτοκρατορική οντότητα, αλλά περιερχόταν σε ένα άλλο έθνος – κράτος, με τους Έλληνες στην θέση μιας προνομιούχου (και άρα συνήθως στοχοποιημένης) μειονότητας, της οποίας η επιβίωση δύσκολα θα εξασφαλιζόταν.

Με άλλα λόγια, η γεωγραφική δομή του ελληνικού κόσμου είχε εδρασθεί στην ικανότητα των παράκτιων κοινοτήτων του είτε να επιβιώνουν είτε ως ανεξάρτητες οντότητες έναντι ανοργάνωτων πληθυσμών του εσωτερικού, είτε (όταν είχαν απωλέσει την ανεξαρτησία τους) να χρησιμοποιούν το προστατευτικό πλαίσιο των (εξ ορισμού, πολυεθνικών) αυτοκρατοριών για τον ίδιο λόγο. Με τον τρόπο αυτό, από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ού αιώνα, ο ελληνισμός είχε επεκταθεί σε μια γιγαντιαία έκταση – σχηματικά, από την Αδριατική έως τον Καύκασο, και από τον Εύξεινο Πόντο έως την Αλεξάνδρεια – χωρίς να διαθέτει τα στοιχεία που θα αποκτούσαν σημασία αποφασιστική στην εποχή του έθνους – κράτους: ενδοχώρα, γεωγραφική συνέχεια και έναν βασικό γεωγραφικό σκελετό. Όταν όμως οι πληθυσμοί του εσωτερικού αποκτούσαν την στιβαρή πολιτική οργάνωση του έθνους-κράτους (και μάλιστα νέων εθνών-κρατών, αποφασισμένων να προωθήσουν την εθνικοποίηση της οικονομίας τους), οι κοινότητες αυτές βρίσκονταν απολύτως αποκομμένες από το μακρινό «εθνικό κέντρο», και – καθώς ήταν προϊόντα πολιτισμικής και οικονομικής ισχύος, δηλαδή «ήπιας» – αποδεικνύονταν αδύναμες να αντιμετωπίσουν την «σκληρή ισχύ» των εθνών – κρατών στα οποία εντάσσονταν ή με τα οποία γειτνίαζαν. Η περιοχή των ελληνικών ενδιαφερόντων ήταν ασυνεχής και τεράστια∙ και το μέσο για την επίτευξη των στόχων – το ελληνικό κράτος – δεν διέθετε επαρκή ισχύ και μέγεθος για την εκπλήρωσή τους.

Κατά τρόπο ειρωνικό, η επιτυχία της χώρας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους αφενός επέλυσε – ανέλπιστα ευνοϊκά – το πρόβλημα των άμεσων προτεραιοτήτων στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Παρέμεναν όμως ανοικτά τα μέτωπα στη Βόρεια Ήπειρο, Θράκη, Ανατολικό Αιγαίο, Ιωνία, Πόντο, Κύπρο, μαζί με τον κίνδυνο μιας νέας βουλγαρικής προσπάθειας στην κατεύθυνση της ελληνικής Μακεδονίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιζητούσε μια νέα σύγκρουση για την επανάκτηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούσε τον «πρώτο διωγμό» των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Σε περίπτωση, όμως, ήττας σε μια τέτοια ελληνοτουρκική «μονομαχία», ήταν πιθανό να ενεργοποιηθεί και η βουλγαρική επεκτατικότητα στον χώρο της ελληνικής Μακεδονίας. Με απλούστερα λόγια: οι επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων δεν είχαν οριστικά λύσει τα προβλήματα και δεν είχαν «ολοκληρώσει» τη Μεγάλη Ιδέα∙ το ενδεχόμενο μιας νέας περιφερειακής σύγκρουσης μπορούσε να διακυβεύσει και αυτές ακόμη τις πολύτιμες επιτυχίες της χώρας στους Βαλκανικούς Πολέμους. [8]

Όταν, επομένως, ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε, σχεδόν αυτομάτως, το σύνολο αυτών των υπαρξιακών προβλημάτων, και μάλιστα σε ένα ριζικά νέο και πιεστικό πλαίσιο. Ήταν εξαρχής εμφανές – και επιβεβαιώθηκε τον Νοέμβριο του 1914 – ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα τασσόταν με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η Βουλγαρία αμφιταλαντευόταν, ενώ η Σερβία – χώρα με την οποία η Ελλάδα συνδεόταν με Συνθήκη Συμμαχίας – είχε πρώτη δεχθεί την επίθεση της Αυστροουγγαρίας. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, ο Μεγάλος Πόλεμος δεν έθετε απλώς ζήτημα «ευκαιριών» ή «επιλογών». Έθετε ένα πρόβλημα υπαρξιακής υφής που κορυφωνόταν ήδη από δεκαετίες. Η ίδια η γεωγραφική διάρθρωση του ελληνισμού απαιτούσε τη λήψη αποφάσεων. Και ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις θα ήταν αναπόφευκτα επώδυνες: ήταν πολύ πιθανόν να μην αποδειχθεί δυνατή η ικανοποίηση του συνόλου των ελληνικών διεκδικήσεων∙ και οι περιοχές που θα χάνονταν – ειδικά εάν διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία – θα χάνονταν, πιθανότατα, για πάντα, αν μη τι άλλο λόγω της ένδειας των μέσων που διέθετε το ελληνικό κράτος και της ιδιότυπης γεωγραφικής διασποράς των ελληνικών κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, ανέκυπτε η ανάγκη για επώδυνες επιλογές. Και τούτο γινόταν μεν αντιληπτό από τον Βενιζέλο, δημιουργούσε όμως πανικό στους μαξιμαλιστές αντιβενιζελικούς. Εδώ θα ανέκυπτε η διαφωνία που αφορούσε την ίδια την επιβίωση του έθνους.

Ο Βενιζέλος υποστήριξε εξ αρχής την ανάγκη να «εκμαιευθούν» προτάσεις της Entente για συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Η διεθνής πολιτική του διακρίθηκε πάντοτε για ένα βασικό της χαρακτηριστικό: ο Βενιζέλος απέφευγε συστηματικά συγκρούσεις στις οποίες η Ελλάδα θα καλείτο να αναμετρηθεί μόνη της με χώρες ισχυρότερες. Αυτό έκανε και πριν τον Αύγουστο του 1914, όταν προσπάθησε με κάθε τρόπο (ακόμη και προτείνοντας εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών) να αποφύγει μια αναμέτρηση με την Πύλη. [9] Μόλις όμως ξέσπασε ο πόλεμος, και ανέκυψε η ευκαιρία να βρεθεί η Ελλάδα ως τμήμα ενός μεγάλου διεθνούς συνασπισμού, αντιμέτωπη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία με άλλους όρους, υποστήριξε την είσοδο στον πόλεμο, με βασικό πλέον στόχο την απόκτηση περιοχών της Μικράς Ασίας, και θεωρώντας – ορθώς – ότι μόνον η ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια μπορούσε να διασφαλίσει την επιβίωση των εκεί ελληνικών πληθυσμών. Στη βάση της πολιτικής του Βενιζέλου υπήρχε, επιπλέον, ο υπολογισμός ότι οι υλικές δυνάμεις της Entente θα επέφεραν και την επικράτησή της στον πόλεμο. Ωστόσο, αποδεχόταν, μοιραία, την απώλεια – απώλεια, κατά πάσα βεβαιότητα, οριστική – περιοχών που δεν θα περιέρχονταν και κατά τη φάση αυτή στο ελληνικό κράτος. Για να δοθεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα, αποδεχόταν την απώλεια της Κωνσταντινούπολης, που θα περνούσε, όπως όλοι αντιλαμβάνονταν, υπό τον ρωσικό έλεγχο. Τόνιζε όμως ότι ήταν αδύνατον για την Ελλάδα να μείνει εκτός της σύγκρουσης: ακόμη και εάν δεν καλείτο να υποστεί εδαφικές απώλειες κατά τον πόλεμο, θα της ήταν αδύνατον να επιβιώσει σε περίπτωση που μια ισχυροποιημένη Βουλγαρία κυριαρχούσε στη μεταπολεμική Βαλκανική. [10]

Ο Κωνσταντίνος είχε άλλες αφετηρίες, που τον οδηγούσαν σε ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα. Δεν πίστευε ότι ο γερμανικός στρατός μπορούσε να ηττηθεί στο πεδίο της μάχης. Και από τη στιγμή που θεωρούσε βέβαιη την νίκη των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, πίστευε αντίστοιχα ότι σύνταξη με την Entente θα οδηγούσε μοιραία σε εθνική καταστροφή: όχι μόνον η Ελλάδα δεν θα έπαιρνε περιοχές της Μικράς Ασίας, αλλά θα έχανε και τα εδαφικά της κέρδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους στο Αιγαίο (από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και στη Μακεδονία (από τη Βουλγαρία). Σε κάθε περίπτωση όμως, και πέραν των στρατιωτικών επιχειρημάτων εναντίον της συμμετοχής της χώρας στην επιχείρηση της Καλλίπολης, ο Κωνσταντίνος έβρισκε αδύνατον να αποδεχθεί την πιθανότητα μιας συμμαχικής επιτυχίας εκεί, που θα έφερνε οριστικά τους Ρώσους στην Πόλη. Για έναν βασιλιά που ανακηρύχθηκε ως τέτοιος από τον στρατό «του» με το όνομα «Κωνσταντίνος ΙΒ΄» ένα τέτοιο βήμα ήταν αδύνατο. Με άλλα λόγια, οι αντιβενιζελικοί δεν αμφισβητούσαν την ανάγκη απόκτησης της Ιωνίας από την Ελλάδα. Ωστόσο, προβλέποντας μια γερμανική νίκη, θεωρούσαν ότι η συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Entente όχι μόνον δεν θα απέφερε στην Ελλάδα την Ιωνία, αλλά θα της στερούσε και τις πρόσφατα αποκτημένες περιοχές της Μακεδονίας. Για τούτο, άλλωστε, προχώρησαν και στην απόρριψη της βρετανικής προσφοράς της Κύπρου το 1915: [11] τούτο δεν καταδεικνύει κάποια «αδιαφορία» τους για την Κύπρο, αλλά τη βασική τους πρόβλεψη ότι, αφού η Entente στο τέλος θα ηττάτο, η Ελλάδα και την Κύπρο δεν θα διατηρούσε, αλλά και δικές της περιοχές θα έχανε. Ταυτόχρονα φοβικοί και μαξιμαλιστές, και τελικά βασισμένοι σε λανθασμένες προβλέψεις σχετικά με το ποιος θα επικρατούσε στον πόλεμο, οι αντιβενιζελικοί προτιμούσαν να μη δράσουν, και ίσως να χάσουν τα πάντα…

Ας κάνουμε, όμως, ένα βήμα πίσω για να αποτιμήσουμε ένα ακόμη στοιχείο που αφορά τη μεθοδολογία λήψης αποφάσεων του Βενιζέλου. Όλα τούτα προϋπέθεταν ότι, ασκώντας την ηγεσία, ο Κρητικός πολιτικός βρισκόταν διαρκώς, από το 1912 έως το 1920, ενώπιον της ανάγκης να αποφασίζει πού θα έριχνε το βάρος της προσπάθειάς του. Αναγκαζόταν, δηλαδή, να κάμει σκληρές και συχνά ανάλγητες επιλογές, μια λέξη-κλειδί στην άσκηση της ηγεσίας. Η Ελλάδα δεν διέθετε τις δυνατότητες να πετύχει όλους τους στόχους της ταυτοχρόνως: εάν το επιχειρούσε, θα βρισκόταν πιθανότατα στη θέση της Βουλγαρίας του 1912-13, χώρας στρατιωτικά πιο ισχυρής, αλλά που επιχειρώντας να πάρει και τα δύο έπαθλα των Βαλκανικών Πολέμων – τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη – έχασε και τα δύο… Μόνον εάν η Ελλάδα συγκέντρωνε την περιορισμένη της ισχύ σε ορισμένα μόνον πεδία ενδιαφέροντος (δηλαδή σε αυτά που επέλεγε ως πιο σημαντικά ή επιτεύξιμα) μπορούσε να ελπίζει σε επιτυχία. Για να τεθεί το θέμα απλά, τούτο σήμαινε ότι στα χρόνια εκείνα, ο Βενιζέλος συχνά βρέθηκε στην ανάγκη να «θυσιάσει» ορισμένα πεδία του ελληνικού ενδιαφέροντος∙ χωρίς τη θυσία αυτή, όμως, θα είχε χάσει τα άλλα, πιθανόν και τα πάντα.

 

Συμπεράσματα

 

Το μέγεθος του διακυβεύματος ήταν τεράστιο και πιθανότατα δεν ήταν γεφυρώσιμο – πάντως δεν ήταν εύκολα γεφυρώσιμο. Οι εκτιμήσεις των δύο πλευρών για την εξέλιξη του πολέμου τούς οδηγούσαν σε ριζικά διαφορετικά συμπεράσματα, τη στιγμή που από τις αποφάσεις τους έμελε να εξαρτηθεί η μοίρα συνολικά του ελληνισμού, αν όχι αυτή η επιβίωση του έθνους. Κινδύνευαν και ελληνικές κοινότητες που είχαν μείνει εκτός των ορίων του κράτους, αλλά και τα ίδια τα εδάφη του. Είναι φανερό ότι, στο πλαίσιο αυτό, εάν κάποιος αποδεχόταν την στρατηγική του Βενιζέλου, θα θεωρούσε «προδότη» όποιον αποδεχόταν την λογική της άλλης πλευράς – και το αντίθετο. Η διαφωνία είχε φτάσει στην κατάσταση ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, κάτι που ποτέ δεν πρέπει να συμβεί στην λειτουργία μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς την αποσαθρώνει. Το συνταγματικό ζήτημα του 1915 αντανακλούσε την ένταση αυτών των υπαρξιακών διλημμάτων. Το κεντρικό πρόβλημα – η επιβίωση μεγάλων τμημάτων του ελληνισμού – ανέκυπτε με έναν τρόπο παροξυσμικά πιεστικό, λόγω διεθνών εξελίξεων ασύλληπτα μεγάλης έκτασης, τις οποίες η Ελλάδα δεν μπορούσε να επηρεάσει – αν και καλείτο να προσαρμοστεί σε αυτές.

Ίσως το ελληνικό πολίτευμα και το πολιτικό σύστημα, εάν οι εξελίξεις ήταν ομαλές, να μπορούσε να επιλύσει το συνταγματικό ζήτημα της αρμοδιότητας βασιλιά και κυβέρνησης σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αλλά για να είναι οι εξελίξεις ομαλές, έπρεπε να υπάρχει χρόνος, κάτι που δεν συνέβαινε το 1915. Την ώρα εκείνη, τα διλήμματα ήταν υπαρξιακής υφής, και οι δρώντες είχαν επίγνωση ότι έπρεπε να δράσουν γρήγορα. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή salus populi suprema lex, εδρασμένη ακριβώς στην πεποίθηση ότι συνέτρεχαν έκτακτες καταστάσεις, ήταν λογικό να επικρατήσει στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων – παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι οι δρώντες αγνοούσαν τις δυνητικά καταστροφικές της επιπτώσεις. Πίστευαν όμως ειλικρινά ότι ετίθετο ζήτημα salus populi. Αυτό ήταν ένας επιπλέον λόγος για την αδυναμία τους να αποφύγουν τη ρήξη με τέτοιους διχαστικούς όρους. Στην πορεία, φυσικά, μετά το ξέσπασμα της διαφωνίας, τα πράγματα έγιναν χειρότερα, με την προπαγανδιστική χρήση επιλεγμένων διαρροών, την κατάληψη του Ρούπελ και κατόπιν της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, το κίνημα της Εθνικής Αμύνης και τη διάσπαση του κράτους, την αγγλογαλλική επέμβαση στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1916, το ανάθεμα εναντίον του Βενιζέλου, τη νέα ξένη επέμβαση και την επανένωση της χώρας κλπ. Όπως συνήθως συμβαίνει σε διχαστικές καταστάσεις, η εμφάνιση μιας τέτοιας ρήξης έμελλε να έχει μακροπρόσθεσμα αποτελέσματα. Η υπέρβασή της θα απαιτούσε πολύ χρόνο και τεράστια προσπάθεια όχι μόνον από τους δρώντες του 1915, αλλά και από τις επόμενες γενιές.

 

Υποσημειώσεις


[1] Βλέπε μεταξύ άλλων, Αλιβιζάτος, Ν. (1983), Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας. Αθήνα: Θεμέλιο∙ Μαυρογορδάτος, Γ. Θ. (2015), 1915. Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης∙ Βλαχόπουλος, Σ. (2012), Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στο μεσοπόλεμο και το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935. Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσης. Αθήνα: Ευρασία.

[2] Hering, G. (2004), Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τόμος Β΄, (μετάφρ. Θ. Παρασκευόπουλος). Αθήνα: ΜΙΕΤ, σ. 853-902· Διαμαντόπουλος, Θ. (1997), Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας. Από την προβενιζελική στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή, Αθήνα: Παπαζήσης· Μαυρογορδάτος, Γ. Θ. (χ.η), Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909-1940. Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σ. 39-77· του ιδίου, (1996), Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση. 1. Οι επίστρατοι του 1916. Αθήνα: Αλεξάνδρεια· του ιδίου Mavrogordatos, G. (1983), Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936. Berkeley: University of California Press· Ρήγος, Α. (1988), Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής ζωής. Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 294-331· Μουρέλος, Γ. (2007), Τα «Νοεμβριανά» του 1916. Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων. Αθήνα: Πατάκης, σ. 17-19.

[3] Για τη στάση ιδιαίτερα του Βενιζέλου βλέπε μεταξύ άλλων, Χατζηβασιλείου, Ε., «Ο φιλελευθερισμός του Βενιζέλου. Στοχοθεσία και πολιτική πράξη, 1910-1936», στο Παπαδάκης, Ν. (επιμ.), (2014), Ελευθέριος Βενιζέλος. Η διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης του. Ιδεολογικές αφετηρίες και επιρροές. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, και Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», σ. 143-169.

[4] Για την ένταση εκείνων των ημερών, πέραν της βιβλιογραφίας που παρατέθηκε παραπάνω, βλέπε επίσης, Μαυρογορδάτος, Γ. Θ. (επιμ.), (2015), Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ύστατη κοινοβουλευτική μάχη του 1915. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

[5] Χατζηβασιλείου, Ε. (2010), Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979. Αθήνα: Πατάκης, σ. 508.

[6] Βλέπε μεταξύ άλλων, Βλαχόπουλος, Σ. (2012), Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β’ ελληνικής δημοκρατίας το 1935. Αθήνα: Ευρασία.

[7] Για την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών και τα διλήμματα της ελληνικής πολιτικής, βλέπε, Dakin, D. (1982), Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923 (μετάφρ. Α. Ξανθόπουλος). Αθήνα: ΜΙΕΤ, σ. 188-215∙ Λάσκαρις, Μ. Θ. (1978), Το Ανατολικόν ζήτημα, 1800-1923, τόμος Α΄ (1800-1878). Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας, σ. 228-301∙ Κωφός, Ε. (2001), Η Ελλάδα και το Ανατολικό ζήτημα, 1875-1881. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών∙ Σφέτας, Σ. (2008), Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις, 1880-1908. Ανάμεσα στη ρητορική της διμερούς συνεργασίας και στην πρακτική των εθνικών ανταγωνισμών. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

[8] Σβολόπουλος, Κ. (1992), Η ελληνική εξωτερική πολιτική. τόμος Α΄. Αθήνα: Εστία, σ. 94-103.

[9] Mourelos, Y. G. (1985), «The 1914 Persecutions and the First Attempt at an Exchange of Minorities between Greece and Turkey». Balkan Studies, 26., σ. 389-413.

[10] Βλέπε ιδιαίτερα, Μαυρογορδάτος (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ύστατη κοινοβουλευτική μάχη.

[11] Πικρός, Γ. Π. (1980 ), Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό. Αθήνα: Φιλιππότης.

 

Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Καθηγητής, ΕΚΠΑ

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του ’40. Η περίπτωση της Μακεδονίας. Τάσος Χατζηαναστασίου στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Τσακιρίδης από την Μπάφρα του Πόντου. Επιλογή φωτογραφίας Αργολική Βιβλιοθήκη.

Θα ξεκινήσω από ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, όπως μου το αφηγήθηκε ένας από τους νεότερους τότε, μόλις 16 χρονών στα τέλη Αυγούστου του 1944, αντάρτες της Νέας Μπάφρας Σερρών, ο Κωνσταντίνος Χατζηθεοδωρίδης (Δελή-Κώτσος), ανιψιός του οπλαρχηγού Θεόδωρου Τσακιρίδη. Το επεισόδιο διαδραματίζεται στο Παγγαίο όπου βρισκόταν το λημέρι των ανταρτών. Λίγο νωρίτερα είχε φτάσει από τη δυτική πλευρά του Στρυμόνα, ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, μελών εθνικιστικών οργανώσεων της Θεσσαλονίκης για να αναλάβει τη στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση των ανταρτών της βουλγαροκρατούμενης Μακεδονίας. Ο επικεφαλής των αξιωματικών, ο αντισυνταγματάρχης ΠΒ Αβδελάς Βασίλειος, φώναξε τον Δελή-Κώτσο και του είπε πως είχε μαζί του κονκάρδες με το βασιλικό στέμμα αλλά πώς να τα μοίραζε στους γνωστούς μέχρι τότε για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, Ποντίους Μπαφραλήδες; «Εγώ θα τα μοιράσω!» του είπε αυθόρμητα ο έφηβος αντάρτης. Και πράγματι τα μοίρασε χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αντίδραση. Αυτό το επεισόδιο που διασώζει η προφορική μαρτυρία του γερο-Μπάφραλη, ο οποίος διατηρούσε σε προχωρημένη ηλικία τα φιλοβασιλικά του αισθήματα, αποδίδει συμβολικά την μετάλλαξη ενός τμήματος των βενιζελικών προσφύγων σε φιλοβασιλικούς.

Οι Μπαφραίοι ή Μπαφραλήδες είναι Πόντιοι από την περιοχή της Μπάφρας ενός συμπλέγματος χωριών του Δυτικού Πόντου, με αυτό το όνομα ωστόσο συνήθως καλούνταν όλοι οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη καταγωγή τους. Χαρακτηριστικό τους η πρόσφατη εμπειρία του ποντιακού αντάρτικου και των διωγμών που ακολούθησαν την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τον ανατολικό Πόντο. Μάλιστα, ένας σημαντικός αριθμός ποντιακών κοινοτήτων ουσιαστικά μεταφυτεύτηκαν από τον Πόντο στην Ελλάδα διατηρώντας την κοινωνική τους συγκρότηση υπό την άτυπη μεν αλλά πολύ ισχυρή παραδοσιακή τους ηγεσία, που συνήθως δεν ήταν άλλος από τον οπλαρχηγό τους στο αντάρτικο. Με λίγα λόγια πρόκειται για έναν πληθυσμό με ισχυρή πολεμική παράδοση.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική τους τοποθέτηση, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι παρέμεναν πιστοί στον βενιζελισμό ακόμη και τη δεκαετία του ’30 όταν ο επαναστάτης της Κρήτης αποτελούσε μία μακρινή ανάμνηση και είχε ήδη υπογράφει το σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου – Κεμάλ. Η σταθερή αφοσίωση των Μπαφραίων στον Βενιζέλο εκδηλώθηκε στο τελευταίο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, αυτό της 1ης Μαρτίου του 1935, όταν πήραν τα όπλα τους και παρατάχθηκαν στον Στρυμόνα για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των φιλοβασιλικών κυβερνητικών στρατευμάτων.

Το φθινόπωρο του 1943, κι ενώ ολόκληρη η ανατολική πλευρά του Στρυμόνα στέναζε κάτω από το μάλλον σκληρότερο κατοχικό καθεστώς στην Ευρώπη, τη βουλγαρική κατοχή, οι Μπαφραλήδες αντάρτες με οπλαρχηγό τον μπάρμπα – Θόδωρο Τσακιρίδη, συμφώνησαν να αποτελέσουν ανεξάρτητο τμήμα συνεργαζόμενο με τον ΕΛΑΣ και δέχτηκαν στο λημέρι τους πολιτικό καθοδηγητή. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 1944, λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση, οι ίδιοι αντάρτες, θα υποδεχθούν στο Παγγαίο τους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς του ελληνικού στρατού σύμφωνα με το βρετανικό σχέδιο για την ένταξη όλων των μη εαμικών ανταρτικών ομάδων σ’ ένα συγκροτημένο ένοπλο σώμα για την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ στο πλαίσιο του αγώνα δρόμου για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού υπέρ των βρετανικών συμφερόντων.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από το παράδειγμά μας είναι τα εξής: μήπως το γεγονός αυτό είναι μεμονωμένο και αφορά αποκλειστικά την Νέα Μπάφρα Σερρών ή έχει γενικότερη ισχύ; Και το δεύτερο, και κυριότερο, και εφόσον ισχύει ως γενικό παράδειγμα, τι μεσολάβησε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να προκληθεί αυτή η τόσο ριζική ιδεολογική μεταστροφή; Ή μήπως, εν τέλει, δεν πρόκειται για μεταστροφή, αλλά για μία φυσιολογική εξέλιξη εξαιτίας σταθερών ενδογενών χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων κοινοτήτων που εκούσες άκουσες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό περιβάλλον στη διάρκεια του Πολέμου και οι οποίες οδήγησαν σ’ έναν νέο εθνικό διχασμό με διαφορετικό περιεχόμενο και σύμβολα;…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Τάσου Χατζηαναστασίου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Διασπάσεις και μεταλλάξεις του βενιζελικού χώρου τη δεκαετία του _40. Η περίπτωση της Μακεδονίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο. Άλκης Ρήγος στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Πρωταρχικά, όταν αναφερόμαστε στη μεσοπολεμική περίοδο του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, την προσδιορίζουμε μεταξύ της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και της τριπλής κατοχής του 1941. [1]

Πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική περίοδο από εκείνη της πρώτης εκατονταετίας του νεοελληνικού κράτους. Μια περίοδο που αποτελεί την αφετηρία ενός ουσιαστικά νέου κράτους, εθνοτικά περισσότερο ομοιογενούς από όλα τα ευρωπαϊκά – μέσα από τις αναγκαστικές ανταλλαγές των πληθυσμών – όπου το μέγιστο των Ελλήνων για πρώτη φορά στην ιστορική του διαδρομή καλείται να ζήσει και να αναπτυχθεί στα όρια ενός ελληνικού κράτους. Τα σύνορα οριστικοποιούνται, ο συνεκτικός πολιτικός μύθος της πρώτης εκατονταετίας της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει οριστικά.

Την περίοδο αυτή ο κοινωνικός μας σχηματισμός διέρχεται μια πολύπλευρη κρίση αναντιστοιχίας των ραγδαίων πληθυσμιακών, οικονομικό-κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων και μιας νέας ριζικά διάφορης πραγματικότητας, η οποία έχει ως συνέπεια μια διαρκή κρίση νομιμοποίησης του όλου πολιτικού συστήματος, την οποία διατρέχει και επικαθορίζει σε όλα τα επίπεδα ο Εθνικός Διχασμός.

Ελευθέριος Βενιζέλος. Αρχείο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Πρόκειται για ένα βαθύ ενδοαστικό πολιτικό χάσμα των μέσων της προηγούμενης δεκαετίας του 1910, δημιούργημα της διάστασης απόψεων μεταξύ της Κυβέρνησης Φιλελεύθερων με Πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο γύρω από το θέμα της εισόδου της χώρας στον Πόλεμο υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ ή την διατήρηση της σε κατάσταση ευμενούς – για τις κεντρικές δυνάμεις – ουδετερότητας. Ένα χάσμα που πήρε διαστάσεις εμφυλίου πολέμου με δύο κυβερνητικές οντότητες εκείνη των Αθηνών και εκείνη της Θεσσαλονίκης και ενδιαφέρουσες κοινωνικές ταξικές παραμέτρους, οι οποίες όμως εκφεύγουν του πλαισίου αυτής της εισήγησης.

Πρόκειται ουσιαστικά για τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο που συνταράσσει τη χώρα τον 20ο αιώνα και ο οποίος τελειώνει σε επίπεδο πολιτικής σκηνής, την ώρα που η κοινωνία συγκλονίζεται από το δεύτερο εμφύλιο του αιώνα, εκείνον που με αυτό το όνομα καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40.

Συνέπεια και των δύο εμφυλίων είναι η αδυναμία ύπαρξης στον κοινωνικό μας σχηματισμό καθαρών ταξικών αποκρυσταλλώσεων και δημιουργίας μιας εθνικής τάξης, μιας τάξης δηλαδή που προωθώντας τα ειδικά ταξικά της συμφέροντα, κατορθώνει να εντάσσει στις επιλογές της το μέγιστο των άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων που συναποτελούν τον κάθε κοινωνικό σχηματισμό.

Συνέπεια του πρώτου αυτού ενδοαστικού εμφυλίου, που έμεινε στην ιστορία μας ως «Εθνικός Διχασμός», είναι η μη αναγωγή των αστικών στρωμάτων σε τάξη και μάλιστα εθνική, δυνατότητα που φάνηκε να δημιουργείται στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

Συνέπεια του δεύτερου είναι η μη αναγωγή σε εθνική μιας άλλης τάξης, της εργατικής, που φάνηκε να μεταλλάσσεται σε εθνική στη διάρκεια της τριπλής κατοχής, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την απόλυτη κοινωνική ενότητα της μέχρι τότε πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης, απέναντι στο νέο κίνδυνο. Ενότητα ταξική που παρά την ένταση του Εθνικού Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο, είχε ήδη φανεί τον μεσοπόλεμο με τις διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, με αποκορύφωμα την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» Νόμου του 1929 δίωξης όχι της παράνομης πράξης αλλά των ιδεών και της σκέψης.

Οι συνέπειες μη ύπαρξης εθνικής τάξης στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι καθοριστικές για την όλη του πορεία, η οποία σε συνάρτηση με την ποιοτική κυριαρχία των μικροαστικών στρωμάτων και τις περί πολιτικής προσωποκεντρικές αντιλήψεις αυτών των στρωμάτων, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της κοινωνίας συνεπικουρούμενες από μια ιδεαλιστική προσωποκεντρική σύλληψη της Ιστορίας, αποτελεί εκτός πολλών άλλων και τον γενεσιουργό λόγο μιας κυρίαρχης φαινομενικά υπερπολιτικοποίησης μεγάλων λόγων, στην ουσία όμως α-πολιτικοποίησης, η οποία αντιλαμβάνεται την πολιτική πράξη όχι ως έκφραση κοινωνικό-πολιτισμικών διεργασιών αλλά ως ατομικό άθλημα «χαρισματικών» ή μη προσώπων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο από τον εθνικό διχασμό στην πολιτική σκηνή εμφανίζονται δύο πάνω κάτω ισοδύναμες αστικές πολιτικές οικογένειες. Δύο «πολιτικοί κόσμοι», όπως τότε έλεγαν, που αναπαράγονται σε μεγάλο βαθμό τεχνητά, στην νέα ριζικά διάφορη μεσοπολεμική περίοδο, πίσω από τους οποίους κρύβονται επιμελώς οι διαφορές οικονομικών συμφερόντων και κυρίως οι ανταγωνισμοί πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό που αποτελεί την κατ’ εξοχήν κοινωνική παραγωγική μηχανή.

Δυο πολιτικές οικογένειες με πολλά επί μέρους πολιτικά μορφώματα – και όχι κόμματα με την οργανωμένη μορφή που εμφανίζουν μόλις στα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής Δικτατορίας της 21ης Απριλίου – εκείνη των Φιλελευθέρων / Βενιζελικών και αντιβασιλικών και εκείνη των φιλοβασιλικών Λαϊκών – αυτοπροσδιοριζόμενων και ως αντιβενιζελικών. Αιχμή της αντιπαράθεσης που διατρέχει όλη την μεσοπολεμική περίοδο το καθεστωτικό πρόβλημα. Σε πρώτη φάση το καθεστωτικό φαίνεται να λήγει με το δημοψήφισμα του 1924 και την εγκαθίδρυση της Β΄ Ελληνικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Δημοψήφισμα που αναγνώρισε και τμήμα της φιλοβασιλικής οικογένειας με επικεφαλής τον αρχηγό του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων Ιωάννη Μεταξά. Αλλά επανέρχεται το 1935 μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Βενιζέλου που οδήγησε μέσα από το πιο νόθο δημοψήφισμα της Ιστορίας μας στην παλινόρθωση της Βασιλείας. Δημοψήφισμα που όμως νομιμοποίησε με δηλώσεις του ο ίδιος ο εξόριστος Βενιζέλος.

Συστατικό στοιχείο και των δύο αυτών πολιτικών οικογενειών, η «αρχηγική» τους άρθρωση, ως χαλαρές ενώσεις φιλόδοξων πολιτικών και τοπικών παραγόντων, χωρίς σαφείς προγραμματικές, καταστατικές και οργανωτικές δομές, κοινωνικές αναφορές και ιδεολογικές συντεταγμένες, με στόχο την κρατική διαχείριση και όσα αυτή υλικά συνεπάγεται. Αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών είναι οι συχνές μεταπηδήσεις των πολιτευτών τους, από την μια στην άλλη πολιτική οικογένεια, χωρίς κανένα πολιτικό κόστος, οι δημιουργίες βραχύβιων ή και μόνο εκλογικών συμπράξεων, η εμφάνιση πάνω από εξήντα πολιτικών σχημάτων στις επτά εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου. Επίσης ο έντονα πατερναλιστικός τους χαρακτήρας και κυρίως ο μη ιδιαίτερος σεβασμός του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος καθώς και των θεσμών και ελευθεριών που καθιερώνει, η εύκολη αλλαγή θέσεων από τις πιο ριζοσπαστικές δημοκρατικές στην εξύμνηση δικτατορικών και στρατοκρατικών προτύπων.

Το τελευταίο εντείνει η ύπαρξη και στις δύο πολιτικές οικογένειες ενός στρατιωτικού δυναμικού βραχίονα, που όμως δεν μεταλλάσσεται σε αυτόνομη πολιτική δύναμη, απλά εναλλάσσεται στη στρατιωτική κλίμακα ηγεσίας και γίνεται δημιουργός σειράς κινημάτων, πραξικοπημάτων και τεσσάρων δικτατορικών εκτροπών. Εκείνης του 1922 μετά την κατάρρευση μικρασιατικού μετώπου υπό τον Πλαστήρα, εκείνης του Πάγκαλου το 1926, την πρόσκαιρη του Κονδύλη το 1935 την αυτοχαρακτηριζόμενη ως «κοσμογονία» και τέλος εκείνη της 4ης Αυγούστου του 1936 με επικεφαλής τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και εκτελεστικό του όργανο «ταπεινό του υπηρέτη» έναν αποτυχημένο πολιτικό με φασίζουσες ιδέες, τον Ιωάννη Μεταξά.

Φωτεινή εξαίρεση η ύπαρξη του μικρού κόμματος της «Δημοκρατικής Ένωσης», «Άγροτο-Εργατικό» στη συνέχεια, που με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου επιχειρεί μάταια όλη την μεσοπολεμική περίοδο να υπερβεί τον Διχασμό προβάλλοντας ένα θετικό κοινωνικό πρόγραμμα και μια σταθερή αξιακή προσήλωση στο Δημοκρατικό ιδεώδες.

Πάντως όλη την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία το στοιχείο που ανατρέπει την αμφίρροπη ισορροπία των δύο αστικών οικογενειών είναι η μαζική ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών – υπερβαίνουν το ενάμιση εκατομμύριο – στην βενιζελική παράταξη, γεγονός που της επιτρέπει την αβίαστη διαχείριση της κυβέρνησης, τουλάχιστον μέχρι το 32, όπου οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην οικονομικο-κοινωνική σφαίρα, καθώς και το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με την Τουρκική Δημοκρατία του 1930, με το οποίο τα όνειρα των προσφυγικών πληθυσμών για επιστροφή στις χαμένες πατρίδες ή έστω αποζημιώσεων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν, εξανεμίζονται μεταστρέφοντας μεγάλα τμήματα των προσφυγικών πληθυσμών αλλά και των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων, που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση, προς την νέα πολιτική οικογένεια που την ίδια περίοδο έχει εμφανιστεί στην πολιτική μας σκηνή, εκείνη της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς όμως η οποία επίσης δεν κατορθώνει παρά τις προθέσεις της και την αναμφίβολη ιδεολογικο-οργανωτική της ανωτερότητα, ν’ αποκτήσει απήχηση μαζικού κόμματος, τόσο στις σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές της εκφράσεις οι οποίες μένουν σχεδόν αποκλειστικά στο επίπεδο ενός περιθωριακού φαινομένου διανοουμένων που όπως παρατηρεί ο Ασημάκης Πανσέληνος «ήταν όλοι τους χωρίς οπαδούς και οι λίγοι οπαδοί σκόρπιοι χωρίς ηγέτες». Η προσπάθεια μετά το 1930 που οι κοινωνικές εξελίξεις δημιουργούσαν καλύτερους όρους δράσης ταξικών πολιτικών μορφωμάτων, συνένωσης όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων σε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν κατορθώνει να αποκτήσει ένα ιδιαίτερο βάρος στην πολιτική σκηνή, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των σοσιαλιστών στην απαρχή δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής συνείδησης.

Όσο και στις κομμουνιστικές εκδοχές της, οι οποίες ενώ είναι οι μόνες που αποκτούν συγκρότηση οργανωμένου πολιτικού χώρου – όχι όμως και ενιαίας έκφρασης – δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μιας μεγάλης έστω ομάδας αμφισβήτησης. Παρ’ όλα αυτά η μεγαλύτερη συνιστώσα τους, το Κ.Κ.Ε. αποτελεί κατά την δεκαετία του ’30, ένα νέο υπαρκτό πολιτικό συντελεστή της πολιτικής σκηνής, που τα συμφέροντα τα οποία προσπαθεί να εκφράσει είναι θεμελιακά αντίθετα των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών.

Η κυριαρχία πάντως όλη την μεσοπολεμική περίοδο των δύο αστικών πολιτικών οικογενειών, παραμένει αμείωτη όπως και η ενδοαστική φύση του διχασμού η οποία εκτός όλων των άλλων, δεν επιτρέπει την θεμελίωση ενός νέου θετικού ιδεολογικού λόγου αστικής ηγεμονίας, μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Το κενό επιχειρεί να καλύψει ο αρνητικός όμως μύθος – μια που δεν υφίστανται πραγματικοί κοινωνικό-πολιτικοί λόγοι θεμελίωσής του – του «κομμουνιστικού κινδύνου». Η ανυπαρξία θετικού λόγου αστικής ηγεμονίας δεν επιτρέπει επίσης στην αβασίλευτη μεσοπολεμική δημοκρατία να υπερβεί την τυπική της μορφή και να αποκτήσει ένα στοιχειώδες κοινωνικό περιεχόμενο, ως προς τις καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις, στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες. Την εκτρέπει σε αλλεπάλληλα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, άγονους προσωπικού ανταγωνισμούς, παραστρατιωτικές οργανώσεις και ενδοστρατιωτικές φατρίες συχνές και αδιέξοδες εκλογικές αναμετρήσεις (7 βουλευτικές εκλογές με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, 1 εκλογή γερουσιαστών, και δυο δημοψηφίσματα για το πολιτειακό), στρατιωτικές αναμείξεις μέσα από τις οποίες αναδύεται η ανικανότητα του αστικού πολιτικού κόσμου, να σταθεροποιήσει μια πολιτική διαχείριση ικανή να επιλύει τις οξυνόμενες κοινωνικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις που γεννά την ίδια περίοδο το πέρασμα της οικονομίας από την Απλή Εμπορευματική Παραγωγή στην κυριαρχία του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής σε συνθήκες πτώχευσης της χώρας, με αυξανόμενη ανεργία και μεγάλα τμήματα πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας, με δυσανάλογα αναπτυγμένους εμπορικο-μεσιτικούς και αντιπαραγωγικούς τομείς υπηρεσιών, παραδοσιακές μορφές πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής, ταυτόχρονα με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων και παλιών εφοπλιστικών παραγόντων, έντονα πελατειακά δίκτυα, με όλες τις κοινωνικές συνέπειες που αυτά τα μη αλληλοσυμπληρούμενα φαινόμενα συνεπάγονται. Μια καπιταλιστική κυριαρχία δομημένη μέσω του κράτους και του ελεγχόμενου τραπεζικού συστήματος σε μεγάλο βαθμό από αυτό, σε συνθήκες «θερμοκηπίου» – σύμφωνα με τον Ζολώτα – οι οποίες διατηρήθηκαν αναλλοίωτες μέχρι το 1960 και την απαρχή σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ. Και όπως παρατηρεί ο συντηρητικός ιστορικός της περιόδου Γρηγόριος Δαφνής: «καθ’ όλην την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ελληνική αστική τάξις, η οποία ευρίσκετο εις σημείον ακμής, προσεπάθησεν να αποκτήση ιδεολογικόν περιεχόμενον και να παρουσιάση συνοχήν και οργάνωσιν. Δεν το επέτυχεν».

Οι προσπάθειες υπέρβασης του Διχασμού με την Οικουμενική Κυβέρνηση όλων των αστικών πολιτικών μορφωμάτων του 1926, μετά τις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική και χρήση ψηφοδελτίων, έχουν ήδη ναυαγήσει άλλωστε, με ευθύνη του ίδιου του Βενιζέλου ο οποίος για να επανέλθει στην πολιτική σκηνή από την αυτοεξορία του, δεν διστάζει να αναζωπυρώσει το διχασμό, αναμοχλεύοντας τον ανύπαρκτο τότε κίνδυνο επαναφοράς της μοναρχίας. Ο ίδιος βέβαια κλείνει τη ζωή του όπως είδαμε με την αναγνώριση της Βασιλείας προφανώς και λόγω του επερχόμενου πολέμου και της βρετανικής πολιτικής, το περίφημο δύο Β (Βασιλιάς – Βενιζέλος).

Πάντως η τεχνητή αναβίωση του Διχασμού σε πολιτικό επίπεδο κατορθώνει ν’ αποσπάσει τις κυριαρχούμενες τάξεις και στρώματα από τις συσσωρευμένες αντιφάσεις που γεννούν οι νέες συνθήκες, να εντάξει το μεγαλύτερο ποσοστό τους, στους κυρίαρχους μηχανισμούς πατρωνίας – πελατείας, μέσω της διαχείρισης του κρατικού μηχανήματος. Η πολιτική πάλη με αυτό τον τρόπο διεξάγεται με όρους συντήρησης του αστικού status – quo που δρα παράλληλα και ως μηχανισμός αποπροσανατολισμού και «μετάθεσης» των ταξικών συνειδητοποιήσεων.

Η κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων και πρακτικών, έκφραση των κοινωνικών ιδιοτυπιών και των μορφών αλληλεπίδρασης μέσω του κράτους, τόσο των γενικότερων οικονομικών λειτουργιών όσο και των στενών ατομικών αναγκών, εξηγεί επίσης και το γιατί όλη την περίοδο της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές και Βαλκανικές χώρες, δε δημιουργούνται στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μαζικά κινήματα αμφισβήτησης του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Οι φασιστικές και φασιστοειδείς κινήσεις – παρά την ίδια περίοδο κυρίαρχη εμφάνισή τους στη γηραιά Ήπειρο και την διάχυσή τους σε τμήματα του αστικού πολιτικού, στρατιωτικού και εκδοτικού προσωπικού – δεν ξεπερνούν τα όρια του γελοίου ούτε κατορθώνουν να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένη πολιτική πρόταση. Εξαντλούνται σε οπερετικές τελετουργικές μιμήσεις και λεκτικές διακηρύξεις κυρίως ναζιστικών προτύπων και κάποιες απεχθείς ρατσιστικές εκδηλώσεις τοπικού χαρακτήρα, χωρίς πανελλαδικό χαρακτήρα.

Οι κινήσεις για δημιουργία αυτόνομου αγροτικού κινήματος – παρά τους αξιόλογους διανοουμένους που συσπειρώνουν – δεν κατορθώνουν επίσης να αποκτήσουν πανελλαδική εμβέλεια. Παραμένουν κινήσεις «από τα πάνω» με έντονη ιδεολογική ανομοιογένεια και ρευστότητα, κρίσεις και διασπάσεις.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο η έρπουσα κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού αστικού συστήματος, όταν αρχίζει να αντιμετωπίζει μετά το 1932 μια αυξανόμενη κοινωνική πίεση από οργανωμένες εκφράσεις συνδικαλιστικές και πολιτικές εργατών και αγροτών και αμφιταλαντεύσεις της σταθερής πελατείας των μικροαστικών στρωμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί την υπέρβασή τους μέσα από ένα κοινωνικό δημοκρατικό όραμα όπως υποστηρίζει ο Αλ. Παπαναστασίου. Και οι δύο πολιτικές οικογένειες – με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις – οδηγούνται στην κυρίαρχη εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη αντίληψη ότι τις αντιφάσεις που δεν μπορεί να λύσει με δημοκρατικά μέσα η αστική κοινοβουλευτική διαχείριση μπορεί να τις υπερβεί δυναμικά ένας ισχυρός άνδρας με δικτατορικές εξουσίες, το περίφημο δόγμα – μύθο του Φύρερ Πρινσίπ. Ο χαρισματικός ηγέτης της φιλελεύθερης οικογένειας Ελ. Βενιζέλος το επιχειρεί με την πραξικοπηματική ενέργεια του κινήματος του ’35 και αποτυγχάνει. Η αντιβενιζελική οικογένεια δε διαθέτει χαρισματικό ηγέτη, διαθέτει όμως τον εξόριστο πραγματικό της αρχηγό τον Βασιλιά. «Ο εστεμμένος φελλός που δεν μπορεί να πωματίσει το κοινωνικό ηφαίστειο» σύμφωνα με τον εκδότη της «Καθημερινής» Γεώργιο Α. Βλάχο μετατρέπεται από τον ίδιο εκδότη σύντομα σε αναμενόμενο «Σωτήρα» του κοινωνικού καθεστώτος, που επανέρχεται έστω και με νόθο δημοψήφισμα – που παρά την αποχή βενιζελικών και αριστερών συγκεντρώνει το… 97,80% και 400 χιλιάδες περισσότερους ψηφοφόρους από τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους των τελευταίων βουλευτικών εκλογών του 1933(!), αλλά και με τις ευλογίες και των δύο πολιτικών κατά τα άλλα διχασμένων αστικών οικογενειών – με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις και πάλι ανάμεσά τους αξίζει να μνημονεύσουμε τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη – αναστέλλει το Σύνταγμα και εγκαθιστά μετά ένα μικρό δημοκρατικό διάλειμμα τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Το πέρασμα από τη δημοκρατική αρχή σε ένα κράτος «Εκτάκτου Ανάγκης» επιβεβαιώνει την αδυναμία της πολιτικά διχασμένης αστικής τάξης να παίξει στο πολιτικό πεδίο – όπως δεν κατόρθωσε και στο κοινωνικό – παρά τις υπάρχουσες αντικειμενικές δυνατότητες, έναν αυτόνομο ρόλο εθνικής τάξης. Επιβεβαιώνει επίσης την διορατική πρόβλεψη του Αλέξανδρου Σβώλου ότι «το δημοκρατικόν και φιλελεύθερον πολίτευμα θα διέλθη δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν ή η εξέλιξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνικήν δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεώς της καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής της επιβολής».

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρόκειται για μια αναγκαστική επιλογή των κυριάρχων μερίδων της αστικής τάξης, απέναντι σε υπαρκτούς ή υποτιθέμενους – όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση – κινδύνους που την οδηγούν να παραιτηθεί από μια σειρά πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ακόμη και από το σύνολό τους, χωρίς βέβαια να χάσει το βασικό για την αστική τάξη δικαίωμα το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα κάθε αστικής εξουσίας και το οποίο συνίσταται στη συνέχιση της ιδιοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας. Απόδειξη η – χωρίς διαμαρτυρίες – άρση των Συνταγματικών Ελευθεριών από την Δικτατορία και η ψήφιση από την ίδια του πρώτου Αστικού Κώδικα της χώρας.

 

Υποσημείωση


 

[1] Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο μου (1999), Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, 3η έκδοση, Πρόλογος Νίκου Σβορώνου, Αθήνα: Ιστορική βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, όπου και η αντίστοιχη αναλυτική βιβλιογραφία.

 

Άλκης Ρήγος

 

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης & ιστορίας,

Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη. Νίκη Μαρωνίτη στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7- 8 Νοεμβρίου, 2015.


 

[…] Ο Ζαΐμης συνιστούσε ένα μείγμα επαγγελματία πολιτικού και ερασιτέχνη. Ακουμπούσε με ασφάλεια στην πολιτική οικογενειακή παράδοση, στις περγαμηνές που όριζαν η ένδοξη καταγωγή και τα ευρύτερα συγγενικά δίκτυα – εγχώρια και ομογενή – στη συστηματική μόρφωσή που απέκτησε, καθώς και στην ευρύτερη καλλιέργεια που διέθετε. Το ξεκίνημα, και στη συνέχεια η σύνολη πολιτική του σταδιοδρομία, βασίστηκαν αφενός στα εδραιωμένα και γόνιμα τοπικά ερείσματα, με άξονα τη γενέτειρα του, τα Καλάβρυτα, αφετέρου σε αυτά που αντλούσε έξω από τα εθνικά σύνορα: στα διπλωματικά σαλόνια, στις πρεσβείες, στα δυναστικά περιβάλλοντα, στα διεθνή fora, στους χώρους δράσης της ελληνικής ομογένειας.

Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936). Library of Congress.

Επομένως η αξιοθαύμαστη ανέλιξη του εδραιώθηκε εποικοδομητικά στις δύο αυτές κλίμακες, τοπική και κοσμοπολιτική, χωρίς να χρειαστεί να αναμετρηθεί στον εθνικό, ανταγωνιστικό κομματικό στίβο, με τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της εποχής του. Δεδομένο που του επέτρεψε, αφενός να εκφράσει τις ενδιάμεσες, ρευστές θέσεις των πολυσυλλεκτικών εκλογικών πελατειών, εκείνες δηλαδή που η καθαρότητα και αποκλειστικά των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων δεν μπορούσαν προγραμματικά να εκπροσωπήσουν, αφετέρου να αποκτήσει περισσότερους οιονεί συμμάχους, από ότι δηλωμένους πολέμιους ή εχθρούς. Άλλωστε, αυτές ακριβώς οι πολυσυλλεκτικές, ανυπόμονες εκλογικές πελατείες ευθύνονταν κατά πολλοίς για τον τρωτό, αναλώσιμο χαρακτήρα των πλειοψηφικών κυβερνητικών σχημάτων, καθώς για την αναγκαιότητα προσφυγής σε ανορθόδοξες συνταγματικές επιλογές από την πλευρά του ανώτατου άρχοντα για τη διαμόρφωση ευκαιριακών, μειοψηφικών κυβερνήσεων. Δεν ήταν συμπτωματικό επομένως ότι η ανάληψη ύπατων αξιωμάτων που εγγράφονται στην αδιάλειπτη, μακρά πορεία του Ζαΐμη- βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής, πρωθυπουργός (επανειλημμένα), ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Πρόεδρος της Γερουσίας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας – οφειλόταν σε διορισμούς, αξιοκρατικούς ή σκιώδεις, νόμιμους ή «πραξικοπηματικούς» στους περισσότερους από τους οποίους οι εκπρόσωποι του ελληνικού στέμματος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος, αλλά και ο χαρισματικός Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Αυτή η διαδικασία των «γκρίζων» διορισμών δεν κατάφερε ωστόσο να υπονομεύσει το πολλαπλό όφελος που αποκόμισε ο Καλαβρυτινός πολιτικός: καθώς, μετά την ανάληψη του εκάστοτε υψηλού αξιώματος, το πολιτικό/συμβολικό του κεφάλαιο αποκτούσε πλουσιότερες και ωριμότερες υποδοχές, χρησιμότερες δικτυώσεις, ενισχυμένη διαπραγματευτική ισχύ. Ηγούνταν κατά κανόνα μειοψηφικών ή κυβερνήσεων συνεργασίας, υπηρεσιακών, έκτακτων ή οικουμενικών υπουργείων, σχημάτων δηλαδή που χαρακτηρίζονταν από προσωρινή διάρκεια, ad hoc κοινοβουλευτική υποστήριξη, ρευστό και μεταβαλλόμενο κοινωνικό αντίκρισμα/έρεισμα, αποτελούσαν ωστόσο τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην κυβερνητική ιστορία της μέσης διάρκειας 1890-1936.

Παράλληλα, τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του – νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, ικανότητα να διαμορφώνει συναίνεση γύρω από το πρόσωπό του, διαχειριστική δεινότητα, διεθνή αναγνώριση, συνείδηση καθήκοντος – επισκιάζονταν μεν από καταγεγραμμένα ελαττώματα όπως ατολμία, αναποφασιστικότητα, έλλειψη ηγετικών προσόντων, υποχωρητικότητα, ιδιότυπη φιλοδοξία. Σύστηναν όμως, την ίδια στιγμή, ένα εναλλακτικό, νεωτερικό, μοντέλο διακυβέρνησης απέναντι σε αυτό των πρωταγωνιστών της πολιτικής: με άλλα λόγια, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης παρουσιαζόταν στο πηδάλιο της εξουσίας, σε επίμαχες και κρίσιμες περιόδους, με στόχο να διαχειριστεί επιτακτικά ζητήματα, αντιπροσωπευτικά των εκάστοτε οξύνσεων/πολώσεων, και να αποκαταστήσει, έστω προσωρινά, την εύρυθμη, θεσμική λειτουργία του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Η πολιτική κουλτούρα που υπηρετούσε, οικεία και παρούσα στις ασταθείς και εξίσου ρευστές ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές της περιόδου που εξετάζουμε, νομιμοποιούνταν στην ετοιμότητα και βούληση να αναλάβει την κατάλληλη στιγμή το ύπατο αξίωμα, να ανταποκριθεί επαρκώς κατά τη σύντομη μα εύθραυστη διάρκεια του και να αποσυρθεί όταν ολοκληρωθεί η ορισμένη αποστολή του. Προσημειώνοντας έτσι την δυνατότητα επανάκαμψης, την επόμενη προσωρινή θητεία…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917. Ελευθερία Κ. Μαντά στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, έμελλε να προκαλέσει αναταράξεις στην περιοχή της Ηπείρου που οδήγησαν, πέρα από τις εσωτερικές επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού – ιδιαίτερα εμφανείς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας -, έως και στην προσωρινή κατάλυση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.

Ο Μεγάλος Πόλεμος έβρισκε την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (το ελληνικό και το αλβανικό κομμάτι) σε αναβρασμό: σε έξαρση βρίσκονταν ήδη κινητοποιήσεις Αλβανών επαναστατών στην κεντρική Αλβανία ενώ νοτιότερα ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους δεν είχε ακόμη λήξει οριστικά. Η γενική αναταραχή ανησυχούσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που τον οδήγησε να διεκδικήσει ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν ακρότητες. Το ελληνικό αίτημα, όμως, ήταν αναμενόμενο ότι θα συναντούσε τις ιταλικές αντιρρήσεις, αφού ερχόταν σε αντίθεση προς τα από δεκαετίες γνωστά συμφέροντα της Ιταλίας στην Αλβανία.

 

Κόνιτσα, 15 Οκτωβρίου 1917. Τρίτος από αριστερά, καθιστός εικονίζεται ο στρατιωτικός διοικητής Delli Ponti. Πηγή: http://www.rivistamilitare.it

 

Βασική επιδίωξη της Ιταλίας, ήδη από την εποχή της ενοποίησής της το 1870, υπήρξε η άνοδος του κύρους της χώρας στον διεθνή χώρο και η ένταξή της στον κύκλο των θεωρούμενων ως μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Καθώς όμως στο χώρο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν υπήρχαν αντικειμενικά τα περιθώρια για την εξάπλωση της επιρροής της λόγω της ισχυρής παρουσίας εκεί των άλλων δυνάμεων, ήταν αναγκασμένη να στραφεί σε νέες κατευθύνσεις και πιο συγκεκριμένα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η στροφή προς την ανατολική πλευρά της Αδριατικής αποτελούσε ζωτική ανάγκη όχι μόνο για την επέκταση της επιρροής, πολιτικής ή οικονομικής, του ιταλικού κράτους, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη και την ασφάλειά του: τα λιμάνια των αλβανικών ακτών και ιδιαίτερα εκείνο της Αυλώνας κρατούσαν το κλειδί για τα στενά του Οτράντο και εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Αδριατικής Θάλασσας.

 

Εξώφυλλο της εφημερίδας «Domenica del Corriere», 20 – 27 Μαΐου 1917. Κάτω από την φωτογραφία αναγράφει: «Οι Ιταλοί στην Ήπειρο. Ο συνταγματάρχης Brussi, επισκεπτόμενος την περιοχή γύρω από τους Φιλιάτες, συνοδεύεται από γραφική τιμητική συνοδεία και δέχεται δώρο λουλούδια από γυναίκες και παιδιά». Η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ευπρόσδεκτη η ιταλική άφιξη στην Ήπειρο είναι εμφανής.

 

Όσον καιρό η Βαλκανική Χερσόνησος βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία, η Ιταλία δεν φαινόταν να ανησυχεί ιδιαίτερα· όταν όμως η διάλυση της αυτοκρατορίας άρχισε πλέον να γίνεται ορατή, η ιταλική πολιτική υποχρεώθηκε να δραστηριοποιηθεί, καθώς δεν ήταν δυνατό να επιτρέψει την επέκταση στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής οποιασδήποτε ξένης δύναμης, πολύ δε περισσότερο της Ελλάδας, η οποία θα ήταν δυνατό να θέσει σε κίνδυνο τα ιταλικά συμφέροντα. Η Αλβανία ήταν ιδιαίτερα σημαντική ως προγεφύρωμα για την διεύρυνση της ιταλικής επιρροής αρχικά Βαλκάνια και κατόπιν στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής, γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί και να υποστηριχθεί στις διαφορές της με τα γειτονικά κράτη και ιδιαίτερα με την Ελλάδα. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει λοιπόν να ερμηνευθούν οι επίμονες προσπάθειες που κατέβαλε η Ιταλία προκειμένου πρώτα να επιτύχει τη δημιουργία ενός μεγάλου αλβανικού κράτους μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα, μετά την έκρηξη του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της στο πλευρό ενός εκ των δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών στη βάση των εδαφικών ανταλλαγμάτων που θα λάμβανε. Συγκεκριμένα, από την Αλβανία η Ιταλία επιθυμούσε να αποκτήσει τουλάχιστον τον έλεγχο του νησιού Σάσων και του λιμανιού της Αυλώνας.

Ακριβώς το στοιχείο αυτό επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Βενιζέλος όταν πρότεινε στη βρετανική κυβέρνηση, το 1914, ανακατάληψη της βόρειας Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό – από όπου είχε αποχωρήσει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα – με παράλληλη κατάληψη της Αυλώνας από τις ιταλικές δυνάμεις. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δεν φάνηκε να είχε ουσιαστικές αντιρρήσεις για το σχέδιο και, ύστερα από παρέμβασή του στην ιταλική πλευρά, συμφωνήθηκαν τελικά τα εξής: Η Ελλάδα θα καταλάμβανε τη βόρεια Ήπειρο υπό τον όρο ότι η κατοχή θα ήταν προσωρινή, θα απέσυρε τις δυνάμεις της όταν θα της το ζητούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα συναινούσε υπέρ της κατάληψης της Αυλώνας από την Ιταλία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τους στρατηγούς Ιωάννου και Παπούλα και τον συνταγματάρχη Κοντούλη, εισήλθε στις περιοχές της βόρειας Ηπείρου (Πρεμετή, Αργυρόκαστρο και Κορυτσά) τον Οκτώβριο του 1914, θέτοντάς τες υπό ελληνική διοίκηση. Φαίνεται ωστόσο πως ο Έλληνας πρωθυπουργός ήλπιζε ότι το τέλος του πολέμου θα έφερνε και επίλυση του θέματος της βόρειας Ηπείρου κατά τρόπο θετικό για την ελληνική πλευρά…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις. Κώστας Δανούσης στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

[…] Οι Κυκλάδες καλύπτουν το κεντρικό Αιγαίο και ανάμεσά τους διέρχονταν από αιώνες οι κύριοι θαλασσινοί δρόμοι που οδηγούσαν από τη Δύση στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη. Ας μην ξεχνάμε ότι στους διαύλους της Κέας – Μακρονήσου και Τήνου – Μυκόνου το γερμανικό υποβρύχιο U-73 πόντισε τις νάρκες που έστειλαν στο βυθό τον «Britannic» στις 8/11/1916 (π.η.) και έπληξαν το «Braemar Castle» δύο μέρες αργότερα. Η γεωπολιτική τους θέση ενισχύθηκε μετά την Εκστρατεία της Καλλίπολης και την εγκατάσταση του συμμαχικού προγεφυρώματος στη Μακεδονία. Άμεσα κατελήφθησαν η Μήλος και η Λήμνος, λιμάνια κομβικής σημασίας για τις επιχειρήσεις και τις θαλάσσιες μεταφορές. Ταυτόχρονα οι Σύμμαχοι – με βάση το προηγούμενο της ανθράκευσης παρά τη Δονούσα των γερμανικών καταδρομικών Goeben και Breslau – υποψιάζονταν ότι στις μικρές Κυκλάδες γινόταν με την ανοχή, ή την άμεση συνεργασία, της Ελληνικής Κυβέρνησης τροφοδοσία σε καύσιμα των εχθρικών υποβρυχίων. Τέλος, και ίσως το σημαντικότερο, η Ερμούπολη ήταν κεντρικός σταθμός της Eastern Telegrapf, της Αγγλικής Εταιρείας που διαχειριζόταν το δίκτυο των τηλεγραφικών επικοινωνιών με τη Μέση και Εγγύς Ανατολή, τις Ινδίες και την Ινδοκίνα. Ήταν, λοιπόν, αδύνατον να μην ενδιαφερθούν για τον απόλυτο έλεγχο μιας τόσο κομβικής σημασίας για το Μακεδονικό μέτωπο, αλλά και για την Ανατολική Μεσόγειο, περιοχής. Αντιθέτως μάλιστα, τόσο οι Αγγλικές όσο και Γαλλικές Υπηρεσίες Πληροφοριών είχαν αρκετά νωρίς εγκαταστήσει τα δίκτυά τους στην περιοχή. Εξάλλου η Σύρος ήδη από τις αρχές του 1916 τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του Αγγλικού στόλου.

[…] Στη Νάξο, η άρνηση των Απειρανθιτών να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση
Θεσσαλονίκης οδήγησε σε αιματηρές εξελίξεις, τα τραγικά γεγονότα οφείλονταν στην
παθολογική εξάρτηση των κατοίκων από τον συμπατριώτη τους Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, την εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης και την ανελαστικότητα του επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Οι ορεσίβιοι και αγέρωχοι εκείνοι Αξιώτες αναγκάστηκαν να υποταχθούν, όταν αντιλήφθηκαν ότι τα όπλα σκοτώνουν!… Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης πάλι, η οποία ενδιαφερόταν, για την επέκταση του χώρου ελέγχου της και συνακόλουθα για την ενίσχυση των μονάδων στρατού που είχε ήδη συγκροτήσει, κατανόησε πολύ ενωρίς ότι οι συνθήκες για μια επιχείρηση προσεταιρισμού των Κυκλάδων – όπως και άλλων νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου – είχαν ωριμάσει. Τα νησιά, ήδη από τον πρώτο συμμαχικό αποκλεισμό της χώρας, που απέβλεπε στον περιορισμό της εισαγωγής καυσίμων και σιτηρών, είχαν έντονα αισθανθεί το φάσμα της πείνας. Εκτός ίσως τα δύο μεγάλα νησιά, την Άνδρο και την Νάξο, όπου θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για κάποια αυτάρκεια, στα υπόλοιπα η επιβίωση εξαρτιόταν άμεσα από τις εισαγωγές. Στην Τήνο, αίφνης, από τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας τα παραγόμενα δημητριακά δεν κάλυπταν τις τοπικές ανάγκες για περισσότερους από 7 ή 8 μήνες.

Οι τοπικές κοινωνίες ήσαν εξαιρετικά εξωστρεφείς – η θάλασσα συνδέει, δε χωρίζει – και είχαν στενές επαφές με τα κοσμοπολίτικα κέντρα της Ανατολής, όπου διατηρούσαν ισχυρές παροικίες. Π.χ. τα Βουρλά, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, μύριζαν έντονα Νάξο! Μοιραία οι πληθυσμοί τους ανήκαν στην Ελλάδα που τολμούσε να αισιοδοξεί και στις εκλογές των 1910, 1912 και του Μαΐου του 1915 είχαν στηρίξει εγκαρδίως το κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ στις εκλογές του επόμενου Δεκεμβρίου η αποχή υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει – το απέδειξε εξάλλου το Δημοψήφισμα του 1924 – ότι διαπνέονταν από αντιδυναστικά αισθήματα. Τουναντίον, ιδίως οι καθολικοί των Κυκλάδων, ήσαν προσηλωμένοι στην ιδέα της βασιλείας. 85 χρόνια ελεύθερου βίου ήσαν εκπαιδευμένοι στην ελέω θεού βασιλεία. Στα περισσότερα μάλιστα σπίτια των καθολικών των Κυκλάδων υπήρχαν λιθογραφίες των βασιλιάδων της Ευρώπης, κληρονομιά της Ιεράς Συμμαχίας και της πολιτικής του Πίου του Θ΄ (1846-78). Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι κατά το Δημοψήφισμα του 1924 κατά του βασιλικού θεσμού τάχθηκε ρητά μόνον το ανατολικό τόξο της χώρας, περιοχές δηλαδή που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων…

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Older Posts »