Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο κύριος Χρήστος Πίκης, Οικονομολόγος, τέως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ) και Διευθυντής Συμμετοχών της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), μέσα από τις βιογραφικές του σημειώσεις, μας «μεταφέρει» στη γενέτειρά του Δαλαμανάρα και μας παρουσιάζει τα καταστήματα και τους δημόσιους χώρους του χωριού του την περίοδο, 1945-1960. Πρόσωπα, χαρακτήρες και γεγονότα, σημαντικά για την εποχή, ξεπροβάλλουν μέσα από την περιγραφή του…
«Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)»
1. Παντοπωλείον «Η Αγάπη», Ανδρ. Χρ. Ρούσσου
Έτσι έγραφε η ταμπέλα του παλιότερου και καλύτερου μπακάλικου του χωριού (Δαλαμανάρας). Το είχε ο Μίμης Ρούσσος ή Μανέλης, ένας έξυπνος γλυκομίλητος έμπορος, και ήταν καλά εφοδιασμένο με τα απαραίτητα για κάθε σπίτι, (αλεύρι, όσπρια, ζυμαρικά, λάδι, βούτυρο, τυρί, κρασί, ελιές, σαρδέλες. ρέγκες., μπαχαρικά, κλπ). Ο Μανέλης είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο προβολής των εμπορευμάτων του, που ήταν αντικείμενο πλάκας των συγχωριανών Π.χ. για να διαφημίσει τις ρέγκες του φώναζε μέσα από το μαγαζί στο σπίτι, στη γυναίκα του: «Κατίνα, σήμερα μη μου βάλεις κοτόπουλο. Θα φάω ρέγκα». Στο ιδιαίτερο, πλαϊνό χώρο στο κυρίως κατάστημα, όπου ήσαν τα βαρέλια με το κρασί, έβαζε δύο τραπεζάκια όπου κάθονταν για το κρασάκι τους κάποιοι από σοβαρούς πελάτες. Οι προχωρημένοι στο κρασί. (Γιωργοκούνουπας, Κωτσιολάρας, Παντελής, Κωτσιοκούνουπας, κ.α.), πήγαιναν στου Σκουλή.
Τα καλοκαίρια τα τραπεζάκια έβγαιναν έξω, απέναντι από το μαγαζί, κάτω από πανύψηλες λεύκες. Μπροστά στο μαγαζί υπήρχε μια τρόμπα και στέρνα, όπου μονίμως έβγαζε νερό η μάνα του Μίμη, η Μανέλενα. Ο Μανέλης έφερε πρώτος στο χωριό ένα όρθιο βυτίο της HP και πουλούσε πετρέλαιο, απαραίτητο τότε για τους κινητήρες DIESEL με τους οποίους ποτίζονταν τα χωράφια. Το πετρέλαιο πουλιόταν σε μικρά μπετόνια ή για τους προ έχοντες. σε «κανίστρες», λάφυρά από Γερμανικά φορτηγά. Τότε, ο Μανώλης, προσέλαβε. για το πετρέλαιο κυρίως, βοηθό, τον Χρήστο της Μουτσούναινας (Γκούμα). Σε αρκετά μεγάλη για την εποχή ηλικία, ο Μανώλης παντρεύτηκε την στρουμπουλή και ζωηρή Κατίνα από το Άργος και απέκτησαν τη χαριτωμένη Μαιρούλα.
2. Σκούλης
Καφενείο κυρίως, οινοπωλείο και λίγα είδη μπακαλικής. Ήταν πλάι στο εργοστάσιο του «Κύκνου», πιο προσιτό σε όσους ήθελαν να πιούν το κρασί τους και να κουβεντιάσουν, με «ιδιαίτερο» χώρο για τους πιο προχωρημένους πότες Είχε και τραπεζάκια έξω στην αυλή, όπου αργότερα εγκατέστησε πρατήριο βενζίνης. Στο Σκουλή πήγαινε και το ταχυδρομείο, και θυμάμαι με πόση αδημονία περίμενα γράμματα, όταν άρχισα να αλληλογραφώ, με το συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Βασίλη Σκούμπη από το Σκαφιδάκι τα καλοκαίρια που είχαμε διακοπές και με εκδοτικούς οίκους στην Αθήνα, (Σαλίβερος, κλπ), που ζητούσα και μου έστελναν καταλόγους των βιβλίων τους, που τους διάβαζα και χανόμουν, θέλοντας, αν γινόταν, να τα διαβάσω όλα. Το μαγαζί κρατούσε παλιά ο πατέρας Κώστας Σκουλής και μετά τα παιδιά του, ο Γιώργος, ο Βαγγέλης και ο Τάσος, που πέθανε ξαφνικά νεότατος ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο στ’ αλώνια του χωριού. Στους τοίχους του μαγαζιού περιεργαζόμουνα παλιές λιθογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές μαχών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και το πόλεμο του 1940 στην Αλβανία. Εκεί, όταν ήμουν πολύ μικρός, μερικές βραδιές με πήγαιναν τα ξαδέλφια μου, ο Βαγγέλης, ο Μίμης Δριμούρας και ο Μίμης του Κωτστοκούνουπα, και βλέπαμε τις προετοιμασίες για παράσταση Καραγκιόζη, ενώ άλλες φορές έπαιζε κλαρίνο ο Ρέλιας, συνοδευόμενος από τον γιό του Νίκο στο σαντούρι. (περισσότερα…)