Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Καποδίστριας Ιωάννης’

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και ο ζωγράφος Διονύσιος Τσόκος – Κατερίνα Σπετσιέρη – Beschi, περιοδικό Ζυγός αρ.22-23, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος, 1976.


 

[…] Η αναπαράσταση του δραματικού επίλογου της ζωής του πρώτου, κυβερνήτη της Ελλάδας είναι κυρίως γνωστή από ένα πίνακα του Μουσείου Μπενάκη, που συχνά θα συναντήσουμε σε εκδόσεις ιστορικού περιεχομένου (κάτω εικόνα).

 

Διονυσίου Τσόκου: «Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια» λάδι σε καμβά, 60 Χ 81 εκατ. Μουσείο Μπενάκη.

 

Έργο του Ζακυνθινού ζωγράφου Διονύσιου Τσόκου, δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ως τώρα μέσα στα πλαίσια μιας ιστορικο-πολιτιστικής και καλλιτεχνικής αξιολόγησης. Χρονολογείται στο 1850, αλλά ούτε η χρονολογία, όπως ούτε η υπογραφή, μπορούν να βασιστούν σε στοιχεία αυτοψίας του έργου (λάδι, 60 Χ 81 εκατ.), γιατί δεν υπάρχουν. Η απόδοση, εν τούτοις, είναι σωστή, όπως θα δούμε σε λίγο, εξετάζοντας έναν άλλο πίνακα, μεγαλύτερων διαστάσεων, χρονολογημένο, ενυπόγραφο, που βρίσκεται σήμερα στην πινακοθήκη της Ελληνο-ορθόδοξης Κοινότητας της Τεργέστης.

Η προέλευση του έργου του Μουσείου Μπενάκη από τους απόγονους του ζωγράφου και επομένως κατευθείαν από το ατελιέ του (αγοράστηκε, πράγματι, στις 20 του Γενάρη 1937, μαζί με άλλες σπουδές που αφορούν μορφές της ίδιας σκηνής, από τον κ. I. Καζιλάρη, εγγονό του ζωγράφου), η μια κάποια λιτότητα στη δομή και στην ανάπτυξη της σύνθεσης, και οι μικρές διαστάσεις, μας οδηγούν να χαρακτηρίσουμε το έργο σαν μια προμελέτη για τον πίνακα της Τεργέστης. Άλλωστε, ήταν μέσα στις συνήθειες του Τσόκου η προσεχτική και μεθοδική προετοιμασία της μελέτης, που συχνά φτάνει να έχει απαιτήσεις τελειωμένου έργου, κυρίως όταν πρόκειται για παραγγελία. Παράδειγμα, οι προσωπογραφίες των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Οι περισσότερες έχουν την προμελέτη τους, θαυμάσια δουλεμένη με τέμπερα πάνω στο χαρτόνι.

Μια άλλη ένδειξη είναι ακόμα και η πληροφορία, ότι ο Τσόκος, προκειμένου να ζωγραφίσει τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στο Ναύπλιο για να σχεδιάσει από το φυσικό το αρχιτεκτονικό τοπίο, να βρει τους αυτόπτες μάρτυρες που τυχόν ζούσαν, για να έχει σίγουρες και ακριβείς γνώσεις των γεγονότων. Στοιχεία που καθορίζουν το χαρακτήρα του σαν προσωπογράφου και ζωγράφου ιστορικών θεμάτων, και που άλλωστε τεκμηριώνονται από τα ίδια του τα έργα. Έτσι, αν συγκρίνουμε το αρχιτεκτονικό σκηνικό του έργου του Μουσείου Μπενάκη με την αντίστοιχη άποψη του δρόμου (οδός Καποδιστρίου) όπου έγινε το δράμα, επιβεβαιώνεται αμέσως η αυτοψία του ζωγράφου. Φυσικά υπογραμμίζονται οι συμπτώσεις και όχι οι διαφορές, που οφείλονται από τη μια μεριά στο πέρασμα του χρόνου κι από την άλλη στην αισθητική εκλογή μιας σύνθεσης καλλιτεχνικής.

Δ. Τσόκου: Ο Γεώργιος Κοζώνης. Σπουδή για τη «Δολοφονία του Καποδίστρια» της Τεργέστης. Τέμπερα σε χαρτόνι, 0,28Χ0,17 μ. Μουσείο Μπενάκη. Ο Γεώργιος Κοζώνης επί Καποδίστρια ανήκε στη σωματοφυλακή του κυβερνήτη.

Εδώ ακριβώς, σ’ αυτό το σκηνικό, λουσμένο στις ανταύγειες της πρωινής αυγής, που κάνει να λάμπουν τα χρώματα ενός δασκάλου που ανατράφηκε με την παράδοση μιας βενετσιάνικης σχολής, εκτυλίσσεται η πράξη του δράματος. Αριστερά, μια γυναίκα τρομαγμένη τρέχει προς το αρχοντικό του υπουργού Ρόδιου, απ’ τα παράθυρα του οποίου προβάλλουν τα κατάπληκτα πρόσωπα των ενοίκων. Ο Κοζώνης, καταμεσίς του δρόμου, έχει μόλις χτυπήσει με το πιστόλι του τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, στην ύστατη προσπάθεια της φυγής του. Δεξιά, ο Καποδίστριας, στις τελευταίες του στιγμές, καθώς μισοπεθαμένο τον εναποθέτει ο σωματοφύλακάς του Λεωνίδης, κρατώντας τον απ’ τους ώμους, ενώ στα πόδια του παραστέκεται μια άλλη μορφή γονατισμένη, πιθανώτατα ο ίδιος ο Ρόδιος. Από τις δυό πόρτες της εκκλησιάς του Αγίου Σπυρίδωνα ξεχύνεται το πλήθος: ο Παπα-Γιώργης και πίσω του ο διάκος, γυναίκες τρομαγμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, ένας φτωχός ζητιάνος ακουμπισμένος στο ραβδί του, ένας – δυό επίσημοι με τα χρυσοκέντητα κοστούμια τους κι άλλοι πολλοί. Με μιαν εκπληκτική οικονομία εκφραστικών μέσων – το ταραγμένο πλήθος στο πρώτο πλάνο και τη σιωπή της προοπτικής φυγής των κτηρίων του βάθους, με τη χρωματική αντίθεση ανάμεσα στις λαμπρές και έντονες κηλίδες των χρυσοκέντητων κοστουμιών και τους χαμηλούς και χλωμούς τόνους του κίτρινου – καστανού των τοίχων -, ο ζωγράφος μας προσφέρει, σε μια σύνθεση γεμάτη συγκίνηση και πάθος, τη ζεστασιά και την αμεσότητα μιας πρώτης ιδέας, μιας αυθόρμητης διήγησης που δεν την έχει ακόμη δαμάσει ο στοχασμός και η μελέτη.

Δεν ξέρουμε αν η προμελέτη αυτή έγινε θέμα συζήτησης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και σε κείνον που παράγγειλε το έργο ή αν, το πιο πιθανό, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, δουλεύοντας την πρώτη του ιδέα, και έχοντας υπ’ όψη του τον προορισμό του έργου, αποφάσισε να του αλλάξει την οριστική δομή και τον χαρακτήρα. Το βέβαιο είναι πως στην έκδοση της Τεργέστης επεξεργάζεται σημαντικά το αρχέτυπο, με μια μεγαλύτερη ιστορική σαφήνεια και μια πλούσια διακοσμητική διάθεση. Η διακριτική και άμεση μουσική φράση της σπουδής μεταφράζεται εδώ σε μια διήγηση αυλική, επίσημη, όπου ο ζωγράφος εκμεταλλεύεται τις ακαδημαϊκές του εμπειρίες, τη σχολαστική του παιδεία, όπως την έζησε στην παράδοση της ιστορικής ζωγραφικής της βόρειας Ιταλίας, μ’ έναν Francesco Hayez και μ’ έναν Ludovico Lipparini. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δεν χάνει ούτε την ποιότητα των εκφραστικών του μέσων, ούτε την πρωτόγονη δύναμη της πρώτης του γέννας. Είναι ένας ζωγράφος, με μια παίδευση στη δυτική τέχνη, που δεν αρνείται, αλλά αντίθετα μετέχει ενεργά στις πνευματικές ανησυχίες και στις εμπειρίες του τόπου του, της νεώτερης Ελλάδας.

Ο πίνακας της Τεργέστης (κάτω), είναι διπλάσιος στις διαστάσεις (1,85Χ1,24 μ.) από την προμελέτη του Μουσείου Μπενάκη και έχει την υπογραφή του καλλιτέχνη κάτω αριστερά: «υπό Διονυσίου Τσόκου, Ζακυνθίου 1850».

 

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Διονύσιος Τσόκος, 1850, Λάδι σε καμβά. Ελληνική Κοινότητα Τεργέστης.

 

Η αρχιτεκτονική σκηνογραφία, ντυμένη με την ίδια ζεστή χρωματική διάφανη πάστα, φαντάζει στο γαλάζιο άνοιγμα του πρωινού ουρανού· μα τα παράθυρα και τα μπαλκόνια είναι κατάμεστα από κόσμο που χειρονομεί και φωνάζει, και η εκκλησία έχει χάσει την πραγματική της απέριττη αρχιτεκτονική δομή. Πρόθυρα με κολόνες πλαισιώνουν τις τοξωτές πόρτες, κι ανάμεσά τους ανοίγει ένα δίφορο παράθυρο πάνω από ένα ανάγλυφο βενετσιάνικου τύπου, με την παράσταση της Παναγίας, ολόσωμης, και δυό αγγέλους. Ανθέμια καλοδουλεμένα και μια σειρά τοιχοκολλημένες αγγελίες στην αριστερή τοξωτή πόρτα, δίπλα και πάνω στη δεξιά κολόνα, δηλώνουν μια πλούσια διακοσμητική διάθεση. Για ν’ ανοίξει το χώρο της σκηνής, σπάει τη μακριά πλευρά της εκκλησίας σε πρόσοψη και ο δρόμος παίρνει τη διάταξη πλατείας. Το πλήθος ξεχωρίζει σε ομάδες και στις ομάδες οι μορφές, προσεχτικά μελετημένες, γίνονται θαυμάσιες προσωπογραφικές συνθέσεις. Το μόνο στοιχείο που διατηρείται από την προμελέτη είναι η γυναικεία μορφή που φεύγει στ’ αριστερά. Κοντά στον μονόχειρα Κοζώνη έχουμε εδώ τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, που με τα πόδια δεμένα σέρνεται απ’ το οργισμένο πλήθος, ενώ οι αξιωματικοί του Μομφεράτου τον αποτελειώνουν με τις ξιφολόγχες.

Στον άξονα του πίνακα, η σχεδόν χωρίς ζωή μορφή του Καποδίστρια, με τις ανοιχτές πληγές που αιμορραγούν· ο σωματοφύλακας Λεωνίδης προσπαθεί να τον ανασηκώσει απ’ τις μασχάλες, κι ένας άλλος, ίσως ο Γερο-Γούτος, απ’ τα πόδια· γονατιστός – στο πρώτο πλάνο – με την πλάτη γυρισμένη και τις χρωματικές αντιθέσεις της άσπρης και χρυσοκόκκινης στολής του, φαίνεται να του παίρνει το άψυχο χέρι ο Ρόδιος.

Διονυσίου Τσόκου: Η Μαντώ Μαυρογένους. Σπουδή για τον πίνακα «Η Δολοφονία του Καποδίστρια» της Τεργέστης. Τέμπερα σε χαρτί, 0,33 Χ 0,21 μ. Μουσείο Μπενάκη.

Στις διευθετημένες εδώ και κει μορφές αναγνωρίζουμε ιστορικά πρόσωπα: στα δεξιά (και είναι σίγουρα μια ανάμνηση απ’ τις μεγάλες ιστορικές συνθέσεις του Lipparini), με την πλάτη γυρισμένη στο θεατή, τη βελούδινη χρυσοποίκιλτη στολή, το τουρμπάνι και το σπαθί, ο ήρωας Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που στην αγκαλιά του ξεψύχησε ο Καραϊσκάκης. Λίγο πιο πέρα, το σύνολο των δύο γυναικών: η μια με το πρόσωπο μαρμαρωμένο από τον πόνο και τα μάτια στεγνά, ακουμπάει ανήμπορα στον ώμο της νεαρής συντρόφισσάς της. Στο πλούσιο φόρεμα, γαρνιρισμένο με τις πολύτιμες γούνες, στη βαθιά της απελπισία, στα γραμμένα και κομψά της χαρακτηριστικά, αναγνωρίζουμε την ηρωίδα Μαντώ Μαυρογένους, που ήταν συναισθηματικά δεμένη με τον Καποδίστρια. Και είναι γνωστό πως η ωραία αρχοντοπούλα, σαν ξέσπασε η Επανάσταση, παράτησε το σπιτικό της στην Τεργέστη για να πάρει μέρος ενεργά, στον αγώνα, προσφέροντας όλη της την περιουσία. Ο Καποδίστριας θα της χαρίσει τιμητικά ένα σπίτι στο Ναύπλιο, απ’ όπου σε λίγο θα την διώξει ο φιλόδοξος Κωλέττης, για να πεθάνει έρημη και πικραμένη στην Πάρο, στα 1848. Ο Χατζηπέτρος κλείνει τη σκηνή, συζητώντας με την ομάδα των αγωνιστών, που στα πρόσωπά τους διαβάζουμε έντονα τα προσωπογραφικά τους χαρακτηριστικά. Μα το ενδιαφέρον μας θα σταματήσει λίγο πιο ψηλά, στο άνοιγμα της πόρτας· μια μορφή νέου με γενειάδα που φαίνεται να μη συμμετέχει στα γεγονότα, κοιτάζει επίμονα έξω από τον πίνακα.

Πρόκειται για την αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη – σύμφωνα με την εικονογραφική συνήθεια της δυτικής ζωγραφικής – που πρέπει νάταν τότε 30 χρονών και που τον γνωρίζουμε φυσιογνωμικά κι από μιαν άλλη αυτοπροσωπογραφία του, της συλλογής Κουτλίδη. Το σύνολο, με τον Παπα-Γιώργη και το διάκο, έχει την ίδια συνθετική διάταξη της προμελέτης, με μια πιο πλούσια και προσεγμένη στις λεπτομέρειες πινελιά. Πίσω από τη ράχη τους, στο άνοιγμα της πόρτας και προς το εσωτερικό της εκκλησιάς, συνωστίζεται το πλήθος των πιστών. Μα κι άλλες μορφές, εδώ και κει, αξίζουν την προσοχή μας: η μισοκαθισμένη στα λυγισμένα της γόνατα γυναίκα με το τρομαγμένο κοριτσάκι δίπλα της, που σκηνοθετικά δένει το βασικό θέμα του δράματος με τη σκηνή του λυντσαρίσματος, στ’ αριστερά η οι δυό χαρακτηριστικά λαϊκές παρουσίες, της νέγρας και του ζητιάνου, που ο Τσόκος θα επαναλάβει αργότερα με μιαν ιδιαίτερη ευαισθησία στον πίνακα του 1858, σήμερα στη συλλογή Κουτλίδη.

Η χρωματική κομψότητα και η τεχνική γνώση του καλλιτέχνη βρίσκει την εκφραστική της δεξιοτεχνία στο πράσινο σκούρο κοστούμι του Κοζώνη με τις σίγουρες πινελιές, στη διαφάνεια της κίτρινης ατλαζένιας φούστας της συντρόφισσας της Μαντώς και στην ισχυρή μορφή του γέρου ζητιάνου, κλειστή στο πλαίσιο – της κίτρινης – μπεζ κουκούλας. Ενδιαφέρουσες σαν βοηθητικά στοιχεία και οι γεμάτες ζωή και κίνηση ναΐφ μορφές που προβάλλουν στα μπαλκόνια και στα παράθυρα.

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας  Κατερίνας Σπετσιέρη – Beschi πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και ο ζωγράφος Διονύσιος Τσόκος

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια – © Στέφανος Ι. Παπαδόπουλος, «Δωδώνη», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τομ.6 (1977).


 

[…] Ο Νικόλαος Σκούφος γεννήθηκε στην Σμύρνη και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις άλλους αδελφούς του, τους Σπυρίδωνα, Γεώργιο και Πέτρο. Στα 1811 – 1812 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, για να σπουδάσει νομικά στην Ευρώπη, και έζησε αρκετά χρόνια στην Γαλλία και την Γερμανία. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Γοτίγγη της Γερμανίας υπήρξε και υπότροφος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης κάτω από την άμεση επίβλεψη της Ρωξάνδρας Στούρτζα, κόμισσας Edling, που διατηρούσε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά τους χρόνους των σπουδών του αυτών ο Σκούφος δημοσίευσε και τα πρώτα έργα του, δύο μεταφράσεις από τα γαλλικά και ένα πρωτότυπο έργο.

Το 1819 ο Σκούφος ήλθε στην Βλαχία, στην αυλή του ηγεμόνα Αλε­ξάνδρου Σούτσου, όπου και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, ιδίως στον τομέα του ελληνικού θεάτρου του Βουκουρεστίου, με το οποίο και συνδέθηκε στενά το όνομά του, γιατί μετείχε στην εποπτική επιτροπή του θεάτρου αυτού και διετέλεσε και διευθυντής του. Επίσης, δίδαξε ως καθηγητής στην ηγεμονική αυλή και χρησιμοποιήθηκε ακόμη, μια και γνώριζε καλά ξένες γλώσσες, και ως συνοδός των διπλωματών και των άλλων επιφανών ξένων πού επισκέπτονταν την αυλή του ηγεμόνα τής Βλαχίας.

Ο Σκούφος, αν και το όνομά του δεν συμπεριλαμβάνεται στους γνωστούς καταλόγους των Φιλικών, είχε αναμφισβήτητα μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και υπήρξε ένα από τα πιο ενθουσιώδη μέλη της. Μάλιστα είναι εκείνος που επιχείρησε να υλοποίηση την ιδέα των Φιλικών να εκδώσουν στο Βουκουρέστι ένα ελληνικό περιοδικό που θα μπορούσε να προβάλει τα αιτήματα του Ελληνισμού και να υπηρέτηση τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας με περισσότερη ελευθερία από εκείνη που διέθεταν οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά της Βιέννης. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν καρποφόρησε τελικά και για οικονομικούς λόγους, άλλα και γιατί συνάντησε αρκετή αντίδραση από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Σούτσο.

Όταν άρχισε η εξέγερση στην Μολδοβλαχία, ο Σκούφος ακλούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εκστρατεία του και στην αρχή κέρδισε την εμπιστοσύνη του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος τον διόρισε πρώτα γραμματέα του και κατόπιν κυβερνήτη της πόλης Cimpulung. Αργότερα όμως διεφώνησε με ορισμένους Φιλικούς, ιδίως με τον Λασσάνη, και έπεσε στη δυσμένεια του Υψηλάντη. Γι’ αυτό και ο τελευταίος στη γνωστή προ­κήρυξή του της 8ης Ιουνίου 1821 από το Rimnic (της συνταγμένης πιθανόν από τον Λασσάνη), με την οποία αποχαιρετούσε τους συντρόφους που του έμειναν πιστοί και καταριόταν τους προδότες, καταφέρεται και εναντίον του Σκούφου, που τον αποκαλεί «φαυλόβιον». Τότε επίσης ο Σκούφος κατηγορήθηκε, αλλά άδικα, ότι είχε κλέψει το ταμείο της Εταιρείας και έφυγε μ’ αυτό στο Brasov, όπου και κατασπατάλησε τα χρήματα. Πάντως, μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες από το στρατό του Υψηλάντη, κατέφυγε και ο Σκού­φος στο αυστριακό έδαφος, πρώτα στο Sibiu και υστέρα στο Cluj, και από εκεί κατά τα τέλη Ιουλίου 1821 στάλθηκε με συνοδεία στην κατεχόμενη από τοyς Ρώσους Βεσσαραβία. Κατόπιν πέρασε στην Οδησσό, όπου τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μαζί με μερικούς άλλους, προσπάθησε με μια έγγραφη απολογία ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του Υψηλάντη και να ρίξει σ’ εκείνον όλη την ευθύνη της καταστροφής. Επίσης, για ένα χρονικό διάστημα ο Σκούφος έζησε και στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας. Εκεί, μαζί με τους Φιλικούς Βασίλειο Καραβιά, Κωνσταντίνο Δούκα και Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, σύχναζε στο σπίτι του συνταγματάρχη της υπηρεσίας πληροφοριών Ivan Petrovic Liprandi, όπου γνώρισε πιθανόν και τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο Πούσκιν.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφθασε ο Σκούφος στην επαναστατημένη Ελλάδα, τον συναντούμε πάντως στο πολίτικο προσκήνιο από το φθινόπωρο του 1825, οπότε και αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου». Την εποχή αυτή ανήκει πολιτικά στους οπαδούς του Κουντουριούτη, στον οποίο τον είχε συστήσει ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος. Αργότερα, στις 28 Αύγουστου 1826 η Επιτροπή της Συνελεύσεως, που μαζί με την Διοικητική Επιτροπή μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχαν αντικαταστήσει προσωρινά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, εκλέγει τον Σκούφο μέλος μιας πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη πρόχειρης συλλογής των «αναγκαιοτέρων πολιτικών νόμων» . Ως άλλα μέλη της επιτροπής αυτής είχαν οριστεί οι Νικ. Σπηλιάδης, I. Θεοτόκης, Γ. Γλαράκης και X. Αινιάν. Τον επόμενο χρόνο (Απρίλιος 1827) ο Σκούφος ορίστηκε πάλι μέλος μιας άλλης πολυμελούς επιτροπής που συνέταξε το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Μάλιστα ο Σκούφος, μαζί με δύο άλλους γνωστούς νομομαθείς, τον Χριστό­δουλο Κλονάρη και τον Γρηγόριο Σούτσο, υπήρξαν και οι εισηγητές του σχεδίου του Συντάγματος στην Εθνοσυνέλευση, όπου αγωνίστηκαν με πάθος, ιδίως ο Σκούφος, για να κάμψουν μερικές αντιρρήσεις, που αναφέρονταν ιδίως στις διατάξεις τις σχετικές με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, και να πείσουν όλους σχεδόν τους αντιπροσώπους του έθνους να δεχτούν το Σύνταγμα της Τροιζήνος.

Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ο Σκούφος τάσσεται στην αρχή ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Κυβερνήτη. Tοv πρώτο χρόνο της διακυβερνήσεως της χώρας από τον Καποδίστρια ο Σκούφος παραμένει πιστός οπαδός του Κυβερνήτη, όπως αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο ενός εκτενούς υπομνήματός του, για το οποίο θα κάνουμε λόγο παρακάτω και το οποίο υπέβαλε στον Καποδίστρια τον Δεκέμβριο του 1828. Άγνωστο όμως για ποιόν ακριβώς λόγο ο Σκούφος πέρασε αργότερα στην αντιπολίτευση και εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σφοδρούς πολέμιους του Κυβερνήτη, διατηρώντας μάλιστα μυστική επαφή και με τον διπλωματικό εκπρόσωπο της Γαλλίας βαρόνο de Rouen. Γι’ αυτό ίσως την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια ο αδελφός του Σπυρίδων Σκούφος, που κατά τον Αλέξ. Ραγκαβή δεν διακρινόταν για την ανδρεία του, έτρεξε να κρυφτή στο σπίτι του Ραγκαβή, γιατί φοβόταν για τη ζωή του εξ αιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του αδελφού του.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Ο «Σωτήρ, εφημερίς πολιτική, φιλολογική και εμπορική» του Ν.Σκούφου εκδιδόταν στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1834 έως τον Μάρτιο του 1835, όταν και διέκοψε μετά τη δίκη στην οποία οδηγήθηκε ο συντάκτης του για προσβολή της Αρχής, εξαιτίας πολιτικού άρθρου. Επανεκδόθηκε στην Αθήνα μετά το 1838, με συντάκτη τον Π.Σκούφο, και διέκοψε οριστικά το ίδιο έτος. Διέθετε αντικυβερνητικό πνεύμα, έντονη επικριτική στάση προς την Αντιβασιλεία αλλά φιλοβασιλική διάθεση. Στο 5ο φύλλο, 31 Ιανουαρίου 1835, ο συντάκτης περιγράφει με γλαφυρό ύφος την επίσκεψη του Όθωνα στο Ναύπλιο για την επέτειο της αφίξεώς του στην Ελλάδα μετά από την πρόσκληση των ναυπλιακών αρχών.

Λίγα χρόνια μετά, το θάνατο του Καποδίστρια ο Σκούφος μπόρεσε να ικανοποίηση την επιθυμία του ν’ αποκτήση δική του εφημερίδα. Στις 14 Ιανουάριου 1834 άρχισε να εκδίδεται στο Ναύπλιο «Ο Σωτήρ», μια δισεβδομαδιαία πολιτική, φιλολογική και εμπορική εφημερίδα, τετρασέλιδη και χωρισμένη σε δύο στήλες, από τις όποιες η μία συντασσόταν στα ελληνικά και η άλλη στα γαλλικά. Στην αρχή, για ένα μικρό διάστημα, «Ο Σωτήρ» συμπολιτεύθηκε την Αντιβασιλεία και μάλιστα ως το φ. 69 τυπωνόταν στην «Βασιλικήν Τυπογραφίαν», σύντομα όμως πέρασε στην αντιπολίτευση. Στις 16 Μαΐου 1835 η εφημερίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ως τον Ιούλιο του 1837, οπότε διακόπηκε προσωρινά η έκδοσή της, αγωνίστηκε με δύναμη και θάρρος υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών και εναντίον του προέδρου της Αντιβασιλείας κόμη Armansperg, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη δυστυχία της Ελλάδος. Για τη στάση του αυτή ο Σκούφος παραπέμφθηκε αρκετές φορές σε δίκη, άλλα αθωώθηκε. Μόνο μια φορά, στις 12 Αυγούστου 1836, καταδικάστηκε σε «ενός μηνός παύσιν των δικηγορικών χρεών του».

Στις 20 Ιανουάριου 1838, έπειτα από εξάμηνη περίπου διακοπή, «Ο Σωτήρ» επανεκδόθηκε με υπεύθυνο συντάκτη τον Πέτρο Σκούφο. Όμως τώρα, ίσως από φόβο, δεν υποστήριζε πια τις ίδιες αρχές. Το δάφνινο στεφάνι με τη λέξη «Σύνταγμα», που υπήρχε προηγουμένως στην προμετωπίδα της εφημερίδας, είχε αφαιρεθεί και ο αρθρογράφος της δεν επέμενε όπως πρώτα στην άμεση χορήγηση Συντάγματος, άλλα το άφηνε αυτό στην ώριμη κρίση του ’Οθωνα που, με ελεύθερη βούληση, θα αποφάσιζε, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η έκδοση του «Σωτήρος» διακόπηκε οριστικά στις 3 Νοεμβρίου 1838.

Ο Σκούφος διακρινόταν, κατά τον Ραγκαβή, για καλλιέπεια και δεξιότητα στη σύνταξη της εφημερίδας του, ήταν όμως αρκετά φιλόδοξος, όπως φαίνεται και από το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο που αναφέρει πάλι ο Ραγκαβής: «… ότε απήλθεν ο Αρμανσπέργης (δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1837), όν επολέμησεν ως τον γαλλορωσικόν σύνδεσμον υποστηρίξας, ωνειρεύθη ότι έφθασεν η στιγμή της εις το υπουργείον ανόδου του (δηλαδή στην κυβέρνηση του Rudhart)̇  και επί του γραφείου του είδον εγώ αυτός στύλον τινά ταλλήρων, όν έμαθον ότι είχε σωρεύσει εκεί διά φιλοδώρημα εις τον κλη­τήρα, όν περιέμενε φέροντα το τής εις υπουργόν αναγορεύσεώς του δίπλωμα. Αλλ’ ο κλητήρ δεν ήλθε και τα τάλληρα δεν εδόθησαν». Τελικά ο Σκούφος, μια και δεν κατόρθωσε να γίνει υπουργός, αρκέστηκε σε μια θέση εισηγητού στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου διορίστηκε το 1840 από τον Όθωνα. Πέθανε στην Αθήνα το 1842.

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Στέφανου Ι. Παπαδόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια

Read Full Post »

Καποδίστριας Ιωάννης (1776-1831) – Προσωπογραφίες


 

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, από όπου επα­νήλθε το 1797 και άρχισε να εργάζεται ως χειρουργός γιατρός. Ύστερα από την κατάλυση της Επτανήσου Πολιτείας, ο Καποδίστριας προσελήφθει στο ρωσικό Υπουρ­γείο Εξωτερικών, στο οποίο δημιούργησε λαμπρή καριέρα και τελικώς, κατέλαβε το αξίωμα του υπουργού και μέσω της θέσεως αυτής έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις της εποχής του. Όταν η Φιλική Εταιρεία του πρότεινε την αρχηγία του Αγώνα, ο μεγάλος Κερκυραίος αρνήθηκε, ώστε ως Ρώσος υπουργός να υπηρετήσει καλύτερα την επιτυχία της Επανάστασης. Την άνοιξη του 1827, ο Καποδίστριας εκλέγεται κυβερνήτης της Ελλάδας από τη συνέλευση της Τροιζήνας. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, επιτέλεσε σωτήριο κυριολεκτικά έργο για την πατρίδα, που το διέκοψε το τραγικό του τέλος στο Ναύπλιο.

 

Νεανικό πορτρέτο του Ιωάννη Καποδίστρια, Ελαιογραφία Αγνώστου, Μητροπολιτικό Μέγαρο Κέρκυρας.

Νεανικό πορτρέτο του Ιωάννη Καποδίστρια, Ελαιογραφία Αγνώστου, Μητροπολιτικό Μέγαρο Κέρκυρας.

Ιωάννης Καποδίστριας, πίνακας του Σερ Thomas Lawrence (1769-1830). Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη, ανήκει στη Βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β΄ και είναι εκτεθειμένος στον Πύργο του Windsor στην αίθουσα του Βατερλώ.

Ιωάννης Καποδίστριας, πίνακας του Σερ Thomas Lawrence (1769-1830). Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη, ανήκει στη Βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β΄ και είναι εκτεθειμένος στον Πύργο του Windsor στην αίθουσα του Βατερλώ.

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας έργο του Κωνσταντίνου Ηλιάδη. Ελαιογραφία, Συλλογή Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας έργο του Κωνσταντίνου Ηλιάδη. Ελαιογραφία, Συλλογή Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Ελαιογραφία σε χαρτόνι, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Γεράσιμος Πιτζαμάνος, Ελαιογραφία σε χαρτόνι, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Πορτραίτο του Ιωάννη Καποδίστρια, πριν το 1836, αποδίδεται στην Ελβετίδα ζωγράφο Amélie Munier-Romilly (1788 – 1875). Bibliothèque de Genève.

 

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Άγνωστος. Ο Καποδίστριας κρατάει στο δεξί του χέρι ανοιχτό φάκελο, όπου ο άγνωστος αποστολέας έχει γράψει τα στοιχεία του παραλήπτη: «(Προς την) Α. Εξοχότητα I. Α. Καποδίστριαν (Κυβερν)ήτην της Ελλάδος. Εις Ναύπλιον».

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Άγνωστος. Ο Καποδίστριας κρατάει στο δεξί του χέρι ανοιχτό φάκελο, όπου ο άγνωστος αποστολέας έχει γράψει τα στοιχεία του παραλήπτη: «(Προς την) Α. Εξοχότητα I. Α. Καποδίστριαν (Κυβερν)ήτην της Ελλάδος. Εις Ναύπλιον».

 

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Διονύσιος Τσόκος (1820 -1862 ), Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Προσωπογραφία Ιωάννη Καποδίστρια, Διονύσιος Τσόκος (1820 -1862 ), Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Πορτρέτο του Ιωάννη Καποδίστρια. Διαστ: 1,15×1,37μ. Μουσείο Καποδίστρια. Έργο φλαμανδού ζωγράφου που φιλοτεχνήθηκε στην Ελβετία περί τα 1814. Ο Καποδίστριας το έστειλε δώρο στον πατέρα του, Αντώνιο-Μαρία Καποδίστρια, στην Κέρκυρα.
Στο πορτρέτο ο Ιωάννης Καποδίστριας απεικονίζεται με επίσημη διπλωματική ενδυμασία, φέροντας στο δεξί πέτο το παράσημο του Μεγαλόσταυρου της Αγίας Άννης, στην ταινία που φέρει από τον αριστερό ώμο διαγώνια και καταλήγει δεξιά. Στον λαιμό του φέρει τον Σταυρό Β΄ τάξης του Τάγματος του Αγίου Βλαδιμήρου που του απονεμήθηκε από τον Αλέξανδρο Α΄ τον Ιούνιο του 1814, για την επιτυχία της διπλωματικής αποστολής του στην Ελβετία.

 

Ιωάννης Καποδίστριας. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό, Νέος Αριστοφάνης, τέλος του 19ου αιώνα.

Ιωάννης Καποδίστριας. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό, Νέος Αριστοφάνης, τέλος του 19ου αιώνα.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne. Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία γύρω στο 1818., Καλλιτέχνες: «von L Brand ν{οη} R. Weber».

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία γύρω στο 1818., Καλλιτέχνες: «von L Brand ν{οη} R. Weber».

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου του I. Δ. Νεράντζη. Λειψία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Εκ του πολυχρωμολιθογραφείου του I. Δ. Νεράντζη. Λειψία.

 

Μια διαφορετική απεικόνιση του Ιωάννη Καποδίστρια. Από τις σπάνιες φορές που εικονίζεται ολόσωμος. Δημοσιεύεται στο έντυπο της έκθεσης της Βουλής των Ελλήνων, με τίτλο «Ιωάννης Καποδίστριας, η πορεία του στο χρόνο», 2016.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, λιθογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, λιθογραφία.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία, Καλλιτέχνες: Α. Brullof - Fr.Jent. Αποτελεί τύπωμα του ζωγραφικού πίνακα του Α. P. Brulloff (1798-1877). Από όλες τις προσωπογραφίες του Καποδίστρια όσο ζούσε, τη μεγαλύτερη δημοσιότητα και διάδοση γνώρισαν οι λιθογραφίες από αυτόν τον πίνακα. Η τεχνοτροπία είναι ιταλική. Ο Α. P. Brulloff σ' ένα σημείωμά του γράφει: «Είδα τον διάσημο κόμη Καποδίστρια στη Γενεύη και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση». Επομένως ο ζωγράφος συνάντησε και ζωγράφισε τον Καποδίστρια μεταξύ του 1826-1827 ή στη Γενεύη ή στο Παρίσι. Αυτός ο πίνακας-προσωπογραφία του Καποδίστρια βρισκόταν μέχρι το 1914 στην κατοχή της οικογένειας του ζωγράφου. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Πούσκιν, στην Πετρούπολη.

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία, Καλλιτέχνες: Α. Brullof – Fr.Jent. Αποτελεί τύπωμα του ζωγραφικού πίνακα του Α. P. Brulloff (1798-1877). Από όλες τις προσωπογραφίες του Καποδίστρια όσο ζούσε, τη μεγαλύτερη δημοσιότητα και διάδοση γνώρισαν οι λιθογραφίες από αυτόν τον πίνακα. Η τεχνοτροπία είναι ιταλική. Ο Α. P. Brulloff σ’ ένα σημείωμά του γράφει: «Είδα τον διάσημο κόμη Καποδίστρια στη Γενεύη και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση». Επομένως ο ζωγράφος συνάντησε και ζωγράφισε τον Καποδίστρια μεταξύ του 1826-1827 ή στη Γενεύη ή στο Παρίσι. Αυτός ο πίνακας-προσωπογραφία του Καποδίστρια βρισκόταν μέχρι το 1914 στην κατοχή της οικογένειας του ζωγράφου. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Πούσκιν, στην Πετρούπολη.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Giovanni Boggi, 1827. Ο Giovanni Boggi θα πρέπει να είχε επισκεφτεί την Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, όταν ζωγράφισε τις προσωπογραφίες των επιφανέστερων Ελλήνων αρχηγών. Δημοσίευσε το παρακάτω έργο για την Ελλάδα: Collection de portraits des personages Turcs et Grecs le plus renommes soit par leur cruaute soit par leur bravoure dans la guerre actuelle de la Grece, desines d' apres nature par Boggi, Paris, 1826-9.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Giovanni Boggi, 1827. Ο Giovanni Boggi θα πρέπει να είχε επισκεφτεί την Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, όταν ζωγράφισε τις προσωπογραφίες των επιφανέστερων Ελλήνων αρχηγών. Δημοσίευσε το παρακάτω έργο για την Ελλάδα: Collection de portraits des personages Turcs et Grecs le plus renommes soit par leur cruaute soit par leur bravoure dans la guerre actuelle de la Grece, desines d’ apres nature par Boggi, Paris, 1826-9.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία, Γεώργιος Παπαγεωργίου (Καλαρρυτιώτης), μετά το 1842.

Ιωάννης Καποδίστριας, Χαλκογραφία, Γεώργιος Παπαγεωργίου (Καλαρρυτιώτης), μετά το 1842.

 

Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου.

Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου.

 

Η Δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, Λιθογραφία.

Η Δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, Λιθογραφία.

 

Η δολοφονία του Κυβερνήτη, λαϊκής τεχνοτροπίας, άγνωστος ζωγράφος. Μουσείο Ιστορικής & Εθνολογικής Εταιρείας.

Η δολοφονία του Κυβερνήτη, λαϊκής τεχνοτροπίας, άγνωστος ζωγράφος. Μουσείο Ιστορικής & Εθνολογικής Εταιρείας.

 

Δολοφονία του Ι. Καποδίστρια. Έργο του Χαράλαμπου Παχή το 1872. Πιθανόν το έργο να είναι μια προμελέτη. Οι διαστάσεις του είναι σχετικά μικρές και η σκηνή εκτυλίσσεται στο εσωτερικό της εκκλησίας, έξω από την ιστορική πραγματικότητα.

 

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, Χαράλαμπος Παχής, β’ ήμισυ του 19ου αιώνα, Ελαιογραφία, Πινακοθήκη Δήμου Κερκυραίων.

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, Χαράλαμπος Παχής, β’ ήμισυ του 19ου αιώνα,
Ελαιογραφία, Πινακοθήκη Δήμου Κερκυραίων.

 

Το έργο «Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια» του Χαράλαμπου Παχή (1844-1891), αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της εργασίας του ζωγράφου αφού μας διασώ­ζει, παρά τα αρκετά στοιχεία υπερβολής, μία ιδιαίτερα ρεαλιστική περιγραφή του τραγικού συμβάντος με εκφραστική δύναμη, γεμάτη συναισθηματισμό. Ο καλλιτέχνης στοχεύοντας ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο σχολιασμό του θέματος, αποδίδει με επιτυχία το δρα­ματικό ύφος της σύνθεσης που αποτελείται από πλήθος προσώπων σε κίνηση εντός ενός αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος με ενδιαφέροντα στοιχεία, κυρίως μη υπαρκτά. Η σκηνή του θανάτου, όπου αιμόφυρτος ο κυβερνήτης παραδίδει το πνεύμα εμπρός από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο (Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου 1831), συνοδεύεται από την φυγή των δολοφόνων, Κωνσταντίνου και Γεωργίου Μαυρομιχάλη και την καταδίωξή τους καθώς και από τον αιφνιδιασμό, την οδύνη όσων παρακολουθούν παραπλεύρως ή στο βάθος το συμβάν. Αποδίδεται η έκπληξη, η αγωνία, η θλίψη, ο θυμός των προσώπων, επι­φανών και μη. Η σχεδόν σκηνογραφική, συνοπτική απόδοση των στοιχείων στο βάθος αλλά και του ουρανού που προμηνύει καταιγίδα, επάνω από την απεχθή δολοφονία, ενι­σχύουν την δραματική φόρτιση και μας μεταφέρουν νοητά σε μια φανταστική σκηνή θεα­τρικού έργου. Λόγια και μη στοιχεία συναντώνται στην τέχνη του Κερκυραίου δημιουργού, οι τρόποι διαμορφώνονται από τις επιδράσεις της παιδείας του στην Ιταλία αλλά και την σχέση του με την τοπική λαϊκή ζωγραφική.

Βρισκόμαστε εμπρός από μία απόπειρα «ειδησιογραφικής» καταγραφής στην ζωγραφική, με εξαιρετικά στοιχεία αναπαράστασης. Η απεικόνιση της δολοφονίας αρκετά μετά την διενέργειά της, μας μεταφέρει τους απόηχους του ισχυρότατου πλήγματος για όλο τον ελληνισμό αλλά και την μεγάλη οδύνη της κερκυραϊκής επτανησιακής κοινωνίας.

Μαρία Μελέντη

Ιστορικός Τέχνης

 

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Διονύσιος Τσόκος, 1850, Λάδι σε καμβά. Ελληνική Κοινότητα Τεργέστης.

 

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια δεν ανήκει στο ρεπερτόριο καλλιτεχνών με σταθε­ρά φιλελληνικά αισθήματα. Ο πίνακας του Διονυσίου Τσόκου φιλοτεχνήθηκε μετά από ειδι­κή παραγγελία ενός ιδιώτη, θαυμαστή του Καποδίστρια.

Ο Τσόκος δεν επέλεξε να απεικονίσει τη δραματική στιγμή της επίθεσης, αλλά λίγο αργό­τερα, τη στιγμή του βωβού πόνου των ατόμων που ήταν μάρτυρες, την απόγνωσή τους για το γεγονός ότι οι ελπίδες που έτρεφαν από το 1829 με τον Καποδίστρια για μια ανεξάρ­τητη Ελλάδα, κατέρρευσαν μεμιάς με τη δολοφονία του.

Με την απεικόνιση της σκηνής που εκτυλίχθηκε αμέσως μετά τη δολοφονία, ο ζωγράφος χρησιμοποίησε ως βάση τις αναφορές που έκαναν οι αυτόπτες μάρτυρες, τις οποίες εμβά­θυνε με την προσωπική του αντίληψη του χώρου. Είναι φανερό ότι προσπάθησε να προ­σαρμόσει την ζωγραφική του στα δυτικά-ιταλικά πρότυπα. Μάλιστα, σε μερικές μορφές δια­κρίνεται η επιρροή του δασκάλου του, LudovicoLipparini. Η χρωματικότητα θυμίζει την βενετσιάνικη πολυχρωμία που ο ίδιος ο Τσόκος είχε μελετήσει εντατικά.

Στο δεξί άκρο του πίνακα, κάτω από την καμάρα της πύλης, ο Τσόκος έχει απεικονίσει τον εαυτό του. Μπροστά του στέκεται η Μαντώ Μαυρογένους, ηρωίδα της εξέγερσης της Μυκόνου και στενή συνεργάτιδα του Καποδίστρια, στηριζόμενη σε ένα άτομο που τη συνο­δεύει. Την παραγγελία για τη δημιουργία του πίνακα είχε δώσει ο Άγγελος Γιαννικέσης από τη Ζάκυνθο, ο οποίοςσυγκαταλεγόταν στα πιο διακεκριμένα μέλη της ελληνικής κοινότη­τας εκεί. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει τον Διονύσιο Τσόκο κατά την διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στην Accademia της Βενετίας.

Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο διαθέτει μερικές προπαρασκευαστικές μελέτες του πίνακα και το Μουσείο Μπενάκη έχει επίσης ένα ελαιογραφικό προσχέδιο.

Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη

Σχετικά θέματα: 

Read Full Post »

Εκδήλωση-παρουσίαση βιβλίου για τον Ιωάννη Καποδίστρια


 

 

Ιωάννης Καποδίστριας

Το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012, στις 19.30 στο Βουλευτικό Ναυπλίου θα γίνει παρουσίαση του νεοκδοθέντος βιβλίου του κ. Ιωάννη Κορνιλάκη » Ιωάννης Καποδίστριας, Ο Άγιος της Πολιτικής » με ομιλία του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα συλλεκτικό έργο που περιέχει 137 ανέκδοτες επιστολές του Κυβερνήτη, με τον γραφικό χαρακτήρα του ιδίου αφού ο εκδότης δημιούργησε γραμματοσειρά με απόλυτη πιστότητα της προσωπικής γραφίδας του Ιωάννη Καποδίστρια.

Η έκδοση αυτή είναι επετειακή δεδομένου ότι για πρώτη φορά από την αρχική έκδοση του 1841, κυκλοφορεί ξανά ένα μεγάλο μέρος των επιστολών του Καποδίστρια. Επιπλέον η εκδήλωση γίνεται στο πλαίσιο εκδηλώσεων για την επέτειο της δολοφονίας του Κυβερνήτη.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται με τη συνεργασία του Δήμου Ναυπλιέων, του Πνευματικού Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας» και των εκδόσεων «Αιγηίς». Κατά την έναρξη της εκδήλωσης θα απευθύνει χαιρετισμό ο Δήμαρχος Ναυπλίου κ. Δημήτρης Κωστούρος και θα προλογίσει ο Πρόεδρος του Ιδρύματος «Ιωάννης Καποδίστριας», κ. Κωνσταντίνος Χελιώτης.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Η κατάσταση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια


 

Τον Ιανουάριο του 1828, όπως είναι γνωστό, αφίχθη ο Ιωάννης Κα­ποδίστριας στον ελεύθερο ελληνικό χώρο, εκλεγμένος από την Εθνική Συ­νέλευση της Τροιζήνος ως κυβερνήτης για μια επταετή θητεία[1]. Η κατά­σταση η οποία επικρατούσε τότε ήταν πραγματικά χαώδης και τα προβλή­ματα που είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα και δισεπίλυτα. Περί αυτών αψευδή μαρτύρια παρέχουν οι εκθέσεις των Γραμματέων της Επικρατείας, δηλαδή των Υπουργών, της Αντικυβερνητικής Επιτροπής οι οποίοι έσπευ­σαν να τον ενημερώσουν για τους τομείς της δικαιοδοσίας τους. Από αυτές πολύ σημαντικά στοιχεία προσφέρουν δύο εκθέσεις του επί του Δι­καίου και της Παιδείας Γραμματέως Μιχ. Σούτσου[2], ειδικότερα δε στα όσα άκρως ενδιαφέροντα αναφέρει περί της δικαιοσύνης. Βαρύνουσα μάλιστα σημασία προσδίδουν, στη δεύτερη έκθεσή του, και οι εισηγήσεις του για τα άμεσα μέτρα που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να ληφθούν για την εκ των ενόντων αντιμετώπιση των προβλημάτων. Έτσι για το νευραλγικό τομέα της δικαι­οσύνης έχομε από τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο λειτουργό την αξιόπιστη εικό­να της επικρατούσης τότε καταστάσεως.

 

Ιωάννης Καποδίστριας. Εικόνα από λιθογραφία του Μύλλερ, σχέδιο εκ του φυσικού. Φέρει την υπογραφή του Καποδίστρια με τη φράση: «Αυτό που με κολακεύει περισσότερον είναι να ζήσω εις την ανάμνησιν των ανθρώπων ». Η λιθογραφία επανεκτυπώθηκε στην Καρλσρούη με σκοπό τα έσοδα από τις πωλήσεις να διατεθούν υπέρ του Αγώνα των Ελλήνων.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές διαρκούσης της Επαναστάσεως και πριν τον Καποδίστρια ποτέ δεν ελειτούργησαν δικαστήρια, εκτός μόνον του Εμποροδικείου, στη Σύρο και του δικαστηρίου λειών, υπό την ονομασίαν «Θαλάσσιον Δικαστήριον», στην Αίγινα[3]. Μέχρι τη συνεχίσασα τα­κτικώς τις εργασίες της στην Τροιζήνα Γ’ Εθνική Συνέλευση, οι αστικού περιεχομένου διαφορές εκρίνοντο κατά βάση από δικαστικές επιτροπές, τα μέλη των οποίων διωρίζοντο από την κατά καιρόν κυβέρνηση. Οι επι­τροπές όμως αυτές ως μη σύννομες καταργήθηκαν. Επί του προκειμένου πράγματι το άρθρο 138 του Πολιτικού Συντάγματος ώριζε ότι: Δικαστικαί Επιτροπαί ή Δικαστήρια έκτακτα απαγορεύονται εις το εξής»[4].

Την κατάρ­γηση όμως των Επιτροπών δεν επηκολούθησε, ως ώφειλε, η αναγκαία σύ­σταση των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι το Βουλευτικόν δεν είχε ευκαιρήσει μέχρι τότε, «ίσως δια τον επικρατούντα κλύδωνα των πραγμάτων», να μελετήσει τις διορθώσεις του νόμου περί συστάσεως δικαστηρίων που είχε υποβάλλει η ορισθείσα παρ’ αυτού επιτροπή, ώστε να προωθηθεί ο περί Οργανισμού των Δικαστηρίων νόμος. Έτσι ο Υπουργός της Δικαιο­σύνης αντιμετωπίζων σωρείαν αιτήσεων για ένδικη προστασία και πιεζόμε­νος από τα πράγματα, αναγκαζόταν να παρανομή και να παραβαίνη καταφώρως το Σύνταγμα. Κι’ αυτό, γιατί άλλοτε μεν μετήρχετο ο ίδιος τον «ειρηνοποιό δικαστή», άλλοτε δε παρακινούσε τους διαφερομένους να προσ­φύγουν στην αιρετοκρισία[5]. Στην τελευταία όμως περίπτωση η προτροπή του Υπουργού έμενε κατά το πλείστον αναποτελεσματική, δεδομένου ότι η αιρετοκρισία δεν ήταν υποχρεωτική.

Ο ευρισκόμενος εν αδίκω δεν είχε προδήλως κανένα συμφέρον να συναινέσει στη λύση της διαφοράς με αιρετοκρισία. Επακόλουθο της ασυμφωνίας των διαφερομένων μερών ήταν να πληροφορή αυτά ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός, επαναλαμβάνοντας στερεοτύπως την επωδό, ότι η εξέταση της υποθέσεώς τους ανεβάλλετο μέχρι της συστάσεως των δικαστηρίων.

Ως προς τις αιρετοκρισίες όμως αξίζει να υπομνησθούν και τα εξής: Κατά την περίοδο που ο Ελληνισμός ευρίσκετο υπό ξένη κυριαρχία πολύ συνήθης τρόπος επιλύσεως των ιδιωτικών διαφορών μεταξύ των υπο­δούλων Ελλήνων απετέλεσε η προσφυγή τους στην αιρετοκρισία. Την κα­ταφυγή άλλωστε στην κρίση των αιρετών κριτών επέβαλλον τότε και οι χα­λεπές συνθήκες της δουλείας δεδομένου ότι απεφεύγετο η οικονομικά επώ­δυνη ανάμιξη των αρχών του κυριάρχου.

Ειδικότερα δε στα υπό οθωμα­νική κατοχή νησιά του Αιγαίου, η διαιτησία με Έλληνες διαιτητές είχε και νομιμοποιηθή με τους κατά καιρούς εκδοθέντες προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων που παρείχαν δικαιώματα ή προνόμια στους χριστιανούς [6]. Έτσι η συνέχιση της διαδικασίας αυτής οικείας επί αιώνες στον υπό­δουλο Ελληνισμό, κατά την οποία είχαν πλήρη εφαρμογή οι περί «αιρετών δικαστών» ή «αιρετών διαγνωμόνων» διατάξεις του βυζαντινού δικαίου, δεν παρουσίαζε προβλήματα.

Αντιθέτως ενισχύετο εκ της ελλείψεως δικα­στηρίων. Τα αναφερόμενα όμως μέρη δεν είχαν πάντοτε το προαιρετικό δικαί­ωμα για την υπαγωγή τους στην αιρετοκρισία. Ενίοτε, όπως φαίνεται, η διαιτησία ήταν υποχρεωτική. Τούτο συνέβαινε κυρίως στις περιπτώσεις που η διαφορά υφίστατο μεταξύ συγγενών. Αυτό μαρτυρεί ανέκδοτον έγγραφον, υπό ημερομηνίαν 18 Μαΐου 1828, ήτοι προ της συστάσεως των δικαστη­ρίων, αναφερόμενον σε υπάρχουσα διαφορά μεταξύ νύφης και πεθερού.

Δυστροπούντος του τελευταίου να στέρξη στη φιλική διευθέτηση ή στην επίλυση αυτής με αιρετοκρισία, διατάσσεται από τον κυβερνήτη Ιω. Καπο­δίστρια ο διοικητής του Πόρου να «καθυποβάλη» αυτούς σε αιρετοκρισία. Προς το σκοπό μάλιστα αυτό του υποδεικνύεται να καλέσει τους αναφε­ρομένους να υποδείξουν από ένα αιρετό κριτή έκαστος της επιλογής του. Συγχρόνως δε η έγγραφος διαταγή ορίζει ως «πρόεδρον» αυτών τον «Άγιον Δαμαλών».

Αργότερα oι νομικοί του Καποδίστρια καθιέρωσαν το υποχρεωτικόν της αιρετοκρισίας και νομοθετικά, εφ’ όσον η διαφορά υφίστατο μεταξύ συγγενών. Έτσι στη Πολιτική Διαδικασία του 1830, τη συνταχθείσα υπό του τότε Υπουργού της Δικαιοσύνης Ιω. Γενατά, ειδικό κεφάλαιο αυτής προβλέπει «περί της κατ’ ανάγκην αιρετοκρισίας» (άρθρα 426-465) στην οποία υπεβάλλοντο υποχρεωτικώς συγγενείς τόσον εξ αίματος όσον και εξ αγχιστείας. Το δε Υπουργείον του Δικαίου στη συνέχεια (Μάρτιος 1831), σε σχετική αναφορά του Πρωτοκλήτου Σπάρτης επί του θέματος των αιρετοκρισιών, παρείχε ομοίως την οδηγία ότι: «Αι μεταξύ συγγενών διαφοραί, πρέπει αναποφεύκτως να διαλύωνται δι’ αιρετοκρισίας»[7].

Τέλος ως κατακλείδα των όσων ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός Μιχ. Σούτσος αναφέρει, εισηγείται στον κυβερνήτη την εκδίκαση των αστικών αλλά και εμπορικών διαφορών από τις κατά τόπους δημογεροντίες, των οποίων μάλιστα η απόφαση να είναι ανέκκλητη μέχρι του ποσού των 250 ή 300 γροσιών. Σε περίπτωση δε που τα διαφερομένα μέρη δεν επιθυμούν την κρίση των δημογερόντων, τότε να υποβάλλωνται υποχρεω­τικώς σε αιρετοκρισία. Η πρόταση αυτή βεβαίως είναι φανερό ότι εστιάζε­ται στο κράτησαν επί τουρκοκρατίας σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Και αυτά μεν ως προς τις ιδιωτικές διαφορές. Όσον άφορα όμως στην απο­νομή της ποινικής δικαιοσύνης τα πράγματα ήσαν πολύ σοβαρώτερα. Και τούτο, διότι μόλις το 1826 είχε επιτευχθή η σύσταση ενός εγκληματικού δι­καστηρίου στο Ναύπλιο [8]. Τούτο όμως δεν υπήρξε καθόλου μακρόβιον. Καταργήθηκε με το ΙΖ’ ψήφισμα της συνελθούσης στην Τροιζήνα Εθνικής Συνελεύσεως [9].

Περί του εγκληματικού όμως αυτού δικαστηρίου αξίζει να σημειωθή ότι και η βραχύβιος λειτουργία του δεν υπήρξε καθόλου απρόσκοπτος. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από στοιχεία που παρέχουν ανέκδοτες πηγές, πλείστα προβλήματα δημιουργούσαν σ’ αυτό παρανομούσες διοικητικές αρχές. Συγκεκριμένα με έγγραφό του, της 8ης Ιουνίου 1826, το δικαστή­ριο αυτό απευθυνόμενο προς την Επιτροπή της Συνελεύσεως διαμαρτύρε­ται εντονότατα διότι η Γενική Αστυνομία όχι μόνον δεν εκτελεί τις απο­φάσεις του αλλά προβαίνει και σε παράνομες απελευθερώσεις καταδικα­σμένων σε ειρκτή. Ένεκα όλων αυτών και επειδή οι νόμοι έπρεπε «να εφαρμόζονται εξ ίσου εις όλους εν γένει άνευ τινός εξαιρέσεως ως το έθνος εθέσπισε», δεν διστάζει να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή ειλημμένη ήδη απόφασή του, ότι απέχει στο εξής των εργασιών του μέχρις ότου υποχρεωθή η Γενική Αστυνομία να συμμορφώνεται και να μην αφήνει ανενέργητες τις αποφάσεις του.

Αργότερα μάλιστα, επειδή εκ μέρους της Επι­τροπής δεν είχε λάβη καμμία απάντηση, επανέρχεται εκ νέου προς αυτήνκαι ζητεί να επιληφθή του επείγοντος αυτού ζητήματος δεδομένου ότι το δικαστήριο είναι αναγκασμένο «κατά το παρόν να μένη άπρακτον» και οι εκκρεμούσες εγκληματικές υποθέσεις αυξάνονται.

Το ίδιο σθένος και αποφασιστικότητα επιδεικνύει και στις απαράδε­κτες παρεμβάσεις του Γενικού Γραμματέως της Επιτροπής Συνελεύσεως, προφανώς υπέρ ορισμένων εμπόρων της Σύρου, ο οποίος ενήργησε «εναν­τίον των χρεών του». Και τούτο, διότι «το δικαστήριον δεν είναι υποκείμενον να δίδη λόγους, δια τους οποίους αναδέχεται κατά τους νόμους, να δικάση ταύτην ή εκείνην την υπόθεσιν». Η έλλειψη όμως εγκληματικού δικαστηρίου είχε επιδεινώσει την ήδη ηυξημένη εγκληματικότητα. Οι κακούργοι, σύμφωνα με όσα διεκτραγωδεί ο Μιχ. Σούτσος, καθημερινώς πολλαπλασιάζονται. «Φονείς καταδικασμένοι… περιφέρονται εις τας αγυιάς ανενόχλητοι άλλοι και χωρίς να κριθώσιν ολοτελώς, μένουσιν ωσαύτως ελεύθεροι και άλλοι συλληφθέντες και φυλακισθέντες μένουσιν εισέτι υπό φυλακήν άκριτοι».

Για την αντιμετώπιση της «ελεεινής» αυτής καταστάσεως, προτείνει την ανασύσταση του καταργηθέντος προσωρινού ανεκκλήτου εγκληματικού δικαστηρίου. Το τελευταίο πρέπει, κατ’ αυτόν, να είναι αρμόδιο να κρίνει ανθρωποκτονίες, εγκλήματα καθοσιώσεως, αρπαγής, βίας, ψευδομαρτυρίας, προδοσίας, συκοφαντίας, κλοπής και «όσα ταράττουσι την κοινήν ησυχίαν».

Ως προς δε την ποινική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία θα εκρίνοντο οι εγκληματικές πράξεις, ο εισηγούμενος υπουργός δεν διαφορο­ποιείται καθόλου από το ισχύον τότε νομοθετικό καθεστώς, αφού προτεί­νει την εφαρμογή του Απανθίσματος των Εγκληματικών και των βυζαν­τινών νόμων («Βασιλικά»). Προβαίνει όμως στην αξιοσημείωτη διευκρίνη­ση ότι «προκρίνονται οι ρωμαϊκοί νόμοι από τους γαλλικούς επί του πα­ρόντος, μέχρις ότου συνταχθή απάνθισμα των δευτέρων κατάλληλον εις τα ήθη, έθιμα και περιστάσεις του έθνους μας».

Η παρατήρηση ακριβώς αυτή του Μιχ. Σούτσου είναι σαφώς ενδεικτική της τάσεως που είχε επικρατήσει κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως και η οποία απέβλεπε στον εκσυγ­χρονισμό και της ποινικής νομοθεσίας επί τη βάσει γαλλικών προτύπων. Τούτο άλλωστε απετέλεσε και συνταγματική πλέον επιταγή με το άρθρο 99 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος που ψηφίσθηκε το 1827 στην Τροιζήνα. Συγκεκριμένα με το άρθρο αυτό ωρίζετο ότι «η Βουλή χρεωστεί να φροντίση δια να συνταχθώσι Κώδηκες, Πολιτικός, Εγκληματικός και Στρατιωτικός, έχοντες Ιδιαιτέρως βάσιν την Γαλλικήν Νομοθεσίαν»[10].

Η ανυπαρξία όμως εγκληματικού δικαστηρίου τους πρώτους μήνες μετά την έλευση του Καποδίστρια αντιμετωπίσθηκε, όπως φαίνεται, με το γνώριμο από το παρελθόν τρόπο του διορισμού Επιτροπών. Η κατάργη­σή τους με το άρθρο 138 του Πολιτικού Συντάγματος, που μνημονεύθηκε προηγουμένως, δεν απετέλεσε κώλυμα για την εκ νέου δραστηριοποίησή τους. Και τούτο, διότι η λειτουργία του Συντάγματος της Τροιζήνας είχε ήδη ανασταλεί με το ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1828[11].

Χαρακτηριστικόν παράδειγμα επί του προσκειμένου αποτελεί η από 28 Φεβρουαρίου ανέκδοτη απόφαση «στρατιωτικής επιτροπής» η οποία διορίσθηκε από τον κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια για να δικάσει υπόθεση ανθρωποκτονίας. Στην ενδιαφέρουσα αυτή απόφαση, μετά την εξέταση των πραγματικών πε­ριστατικών, εκρίθη ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ετελέσθη «ουκ εκ προμελέτης άλλ’ εκ παραδρομής και απροσεξίας». Ως εκ τούτου απεφάνθη η επιτροπή ότι έπρεπε να τύχη εφαρμογής η διάταξη μθ’ του Απανθίσμα­τος των Εγκληματικών η οποία προέβλεπε για τον υπαίτιο της πράξεως φυλάκιση έξη μηνών.

Το αξιοσημείωτον όμως εν προκειμένω είναι ότι η προβλεπομένη αυτή ποινή του Απανθίσματος δεν εφαρμόσθηκε αμετάβλητη, άλλα μερικώς τροποποιημένη. Έτσι, στον καταδικασθέντα επεβλήθη «εξ ολόκληρους μήνας από την σήμερον να ευρίσκεται υπό παιδείαν, τους μεν πρώτους τρεις εξ αυτών φέρων άλυσσον εις τους πόδας να δουλεύη παστρεύων τας ακαθαρσίας της πολιτείας Ναυπλίου, εις στηλίτευσιν της κακίας του και παράδειγμα των ατακτούντων, τους δε λοιπούς τρεις μήνας να μείνη εις την φυλακήν κατά συνέχειαν».

Ο ιδιότυπος αυτός αντί μόνης της φυλακίσεως κολασμός του καταδικασθέντος να καθαρίζει την πόλη του Ναυπλίου «φέρων άλυσον εις τους πόδας» δεν αποτελεί το μοναδικόν παραμερισμόν διατάξεως του ισχύοντος τότε ποινικού νόμου. Αντιθέτως παρομοία ρύθμιση απαντά και αργότερα σε απόφαση τακτικού πλέον δικαστηρίου.

Αυτό καταδεικνύει απόφαση του έτους 1829 του Πρωτοκλήτου Κάτω Μεσσηνίας που είχε έδρα την Καλα­μάτα. Στον υπ’ αυτής κριθέντα ως ένοχον εμπρησμού από αμέλεια, δεν επέβαλλε την ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών που προέβλεπε η σχε­τική διάταξη του «Απανθίσματος των Εγκληματικών» αλλά άντ’ αυτής την καταδίκη του ενόχου στο να καθαρίζει την πόλη της Καλαμάτας επί τριάκοντα μία ημέρες με «δεσμά εις τους πόδας του»[12]. Η παρατηρουμένη αυτή μετατροπή των προβλεπομένων από το Απάνθισμα ποινών φυλακίσεως σε αναγκαστικού χαρακτήρα ποινή πα­ροχής κοινωφελούς εργασίας[13], φαίνεται ότι ανταπεκρίνετο στη διαμορφω­μένη τότε λαϊκή περί δικαίου συνείδηση. Συγχρόνως όμως αποτελεί αναμ­φισβήτητα και τον πρόδρομο της απαντωμένης σήμερον ποινής παροχής κοινωφελούς εργασίας, εφ’ όσον βεβαίως «το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε» που προβλέπεται από το άρθρο 82 § 6 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα.

Πρέπει ακόμη να επισημανθή ότι η απόφαση της «στρα­τιωτικής επιτροπής» προβλέπει και αποζημίωση των παθόντων. Ειδικότερα ορίζει ότι «προς παραμυθίαν της χήρας γυναικός και του ορφανού τέκνου» να καταβάλη ο φονεύς αμέσως εκατό γρόσια υποχρεούμενος ακόμη, μετά την έκτιση της ποινής του, «να δίδη προς την χήραν και το ορφανόν το ήμισυ των όσων έκ τε της δουλεύσεως και της ιδιοκτησίας του προσπορίζεται επί χρόνους ολόκληρους δέκα». Η παροχή αυτή του δικαιώματος διατροφής ερείδετο επί γενικής δια­τάξεως του Απανθίσματος[14] η οποία προφανέστατα απηχεί τις ανάλογες ρυθμίσεις του δικαίου των βυζαντινών[15].

Η εκτεθείσα όμως θλιβερή κατάσταση της δικαιοσύνης κατά την άφι­ξη του Καποδίστρια, αρχίζει με την πάροδο του χρόνου να βελτιώνεται αισθητά. Ήδη το 1828 ψηφίζεται Δικαστικός Οργανισμός[16]. Επακολουθεί νέος το 1830. Ψηφίζονται ομοίως Διαδικασίες, Πολιτική και Εγκληματι­κή[17]. Πραγματοποιείται η σύσταση και λειτουργία δικαστηρίων, ακόμη δε και Ανωτάτου[18]. Η γενικότερη δε προσπάθεια δημιουργίας ευνομουμένου κράτους προάγεται με ταχείς ρυθμούς. Ποτέ για τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα δεν έγιναν εκ του μηδενός τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο, όσο στη σύντομη διακυβέρνηση του Ιω­άννη Καποδίστρια.

 

Μενέλαος Τουρτόγλου

Νομικός  – Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

 

 

Υποσημειώσεις


1  Βλ. Α. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, τ. 9, εν Αθήναις 1841, σ. 97. Πρβλ. ομοίως «Πρακτικά της εν Τροιζήνι Γ’ των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως» (Α. Μάμουκα, αυτόθι, τ. 7, εν Αθήναις 1840, σ. 88 § θ’, σ. 132-133, §§ β’ και ε’, σ. 151-152) και άρθρο 120 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος (Α. Μάμουκα, αυτόθι, τ. 9, σ. 144).

2  Η πρώτη έκθεση φέρει ημερομηνία 14 Ιανουαρίου 1828 (ΓΑΚ, Γεν. Γραμμ. φ. 1 και Επιστολαί I. Α. Καποδίστρια, μετάφρ. Μιχ. Σχινά, τ. Α’, Αθήνησιν 1841, σ. 399-400), η δε δευτέρα 23 Ιανουαρίου 1828 (Έγγρ., αριθ. 1). Ο Μιχ. Σούτσος διο­ρίσθηκε Γραμματεύς της επί του Δικαίου και Παιδείας Γραμματείας στις 7 Οκτωβρίου 1827, αντικαταστήσας τον απολυθέντα Γεράσ. Κώπα (Ιακ. Βισβίζη, Η πολι­τική δικαιοσύνη κατά την Ελληνική Επανάσταση μέχρι του Καποδιστρίου), Αθήναι 1941, σ. 539, άριθ. 734).

3  Πρβλ. και Κ. Τρανταφυλλοπούλου, Η πολιτική δικαιοσύνη επί Καπο­δίστρια, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 23, εν Αθήναις 1949, σ. 473. Έτσι και ο Maurer (Ο ελληνικός λαός, τ. Α’, μετάφρ. Ευστ. Καραστάθη, Αθήναι 1943, σ. 436 παρ. 223) σημειώνει ότι «αν και η εν Τροιζήνι Εθνοσυνέλευσις είχε πάλιν απο­φασίσει την ίδρυσιν δικαστηρίων, δεν απέκτησεν τοιαύτα η Ελλάς». Βλ. ακόμη και «παρατηρήσεις» του επί Καποδίστρια Υπουργού της Δικαιοσύνης Ιω. Γενατά προς το Ανέκκλητον δικαστήριον: «… εις το διάστημα όλον της Επαναστάσεως, ο Δικα­στικός κλάδος διετάχθη μεν, πλην έμεινεν εις το Διάταγμα και δεν έλαβεν ουδεμίαν εκτέλεσιν. Το Δικαστικόν άρα σύστημα είναι νεοείσακτον». (Μ. Τουρτόγλου, Τα πρώτα εν Ελλάδι ακυρωτικά δικαστήρια, Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορ. Ελλη­νικού Δικαίου, τ. 10-11, εν Αθήναις 1966, σ. 29). Ιακ. Βισβίζη, ενθ’ αν., σ. 155, επ. και 190 επ. Περί του θαλασσίου δικαστηρίου ειδικότερα βλ. Θ. Χαλκιοπούλου, Θέματα θαλασσίων λειών κατά την Καποδιστριακήν περίοδον, Αθήναι 1974. Δέσπ. Θέμελη-Κατηφόρη, Η δίωξις της πειρατείας και το θαλάσσιον δικαστήριον, εν Αθήναις 1973 και της Ιδίας, Αι αποφάσεις του θαλασσίου δικαστηρίου 1828-1829, Επετ. Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 20-21, εν Αθήναις 1976, σ. 25 επ., Ε. Georgiou, Le tribunal maritime en Grèce pendant la guerre de l’Indépendance 1825-1829, Athènes 1971.

4  Α. Μάμουκα, ενθ’ αν., τ. 9, σ. 148.

5  Πρβλ. και Ιακ. Βισβίζη, ενθ’ αν., σ. 183 επ.

6   Βλ. σχετικώς αχτναμέ Μουράτ Γ’, του έτους 1580, που εδημοσιεύθη, σε γαλ­λική μετάφραση, από τον Abbé Pegues (Histoire et phénomènes du volcan et des îles volcaniques de Santorine, Paris 1842, σ. 609-613) και στη συνέχεια ανεδημοσιεύθη από τον Κ. Hopf (Veneto-byzantinische Analekten, Wien 1859, σ. 156) και Κ. Αμάντον, Οι προνομιακοί ορισμοί του μουσουλμανισμού υπέρ των χριστιανών, «Ελληνικά», τ. 9, 1936, σ. 132-136. Επίσης από παλαιά ελληνική μετάφραση ο ίδιος αχτναμές εδημοσιεύθη από τον Π. Ζερλέντη (Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους, 1438-1565 – Ιωσήφ Νάκης, Ιουδαίος δούξ του Αιγαί­ου Πελάγους, 1566-1599 – Το σαντζάκ των νήσων Νάξου, Άνδρου, Πάρου, Σαντορήνης, Μήλου, Σύρας, 1579-1621, εν Ερμουπόλει 1824, σ. 101-105) και ανεδημοσιεύ­θη από τον Δ. Πασχάλη (Προνόμια και διοίκησις των Κυκλάδων επί τουρκοκρα­τίας, «Ανδριακά Χρονικά» 1, 1948, σ. 136-138) και Ιω. Μελά (Ιστορία της νήσου Ικαρίας, τ. Β’, Αθήναι 1958, σ. 27-30). Ομοίως βλ. α) αχτναμέ του έτους 1628/1629 (για την ορθή χρονολόγησή του βλ. Β. Σφυρόερα, Οι δραγομάνοι του στόλου, Αθήναι 1965, σ. 16, σημ. 2) που εδημοσιεύθη από τον Π. Ζερλέντη (ενθ’ αν., σ. 121-126) και ανεδημοσιεύθη από τον Ιω. Μελά (ενθ’ αν., σ. 30-32) και β) αχτναμέ Ιμπραήμ Α’, του έτους 1646, που εδημοσιεύθη σε ελληνική μετάφραση από τον Π. Αργυρόπουλο, (Δημοτική Διοίκησις εν Ελλάδι, εν Αθήναις 1859, σ. 45-50) και άλλους, σε γαλλική δε από τον Κ. Hopf (ενθ’ αν., σ. 159-161). Πρβλ. Β. Σφυρόε­ρα, αυτόθι, σ. 16, σημ. 3. Περί των χορηγηθέντων στους Έλληνες προνομίων κατά την τουρκοκρατία βλ. και Α. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, τ. ΙΑ’, Αθήνησιν 1852, σ. 323-324.

7 Βλ. Μεν. Τουρτόγλου, Η νομολογία των κριτηρίων της Μυκόνου (17ος-19ος αι.), Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 27-28, εν Αθήναις 1985, σ. 9, σημ. 13.

8 Αριθ. ΙΕ’ του Κώδικα των Ψηφισμάτων (Α. Μάμουκα, ενθ’ αν., τ. 4, εν Πειραιεί 1839, σ. 117). Έκρινε δε «όλα τα εγκλήματα» ανεκκλήτως, κατά το Απάν­θισμα των Εγκληματικών και κατά τους βυζαντινούς νόμους.

9 Βλ. Α. Μάμουκα, ενθ’ αν., τ. 8, εν Αθήναις 1840, σ. 138 § γ’.

10 Α. Μάμουκα, ενθ΄αν., τ. 9, σ. 141-142.

11 Α. Μάμουκα, ενθ΄αν., τ. 10, σ. 39 επ.

12 Βλ. Μεν. Τουρτόγλου, Η «επιείκεια» κατά την απονομή ποινικής δι­καιοσύνης επί Καποδίστρια. Η απόφαση του Πρωτοκλήτου Κάτω Μεσσηνίας, «Πε­λοποννησιακά», Παράρτημα 18, Αθήναι.

13 Άλλοτε πάλιν η αναγκαστική παροχή κοινωφελούς εργασίας επεβάλλετο προσθέτως προς την καταγνωσθείσα ποινή της φυλακίσεως. Έτσι το Πρωτόκλητον Δικαστήριον Βορ. Κυκλάδων, στους κριθέντες υπ’ αυτού ενόχους «πειρατικής πράξε­ως» επιβάλλει τριετή φυλάκιση και συγχρόνως «να καθαρίζουν δις της εβδομάδος τους δρόμους της πόλεως ταύτης» (Σύρου). Βλ. σχετικώς Δ. Σερεμέτη, Η δικαιο­σύνη επί Καποδίστρια, εν Θεσσαλονίκη 1959, σ. 393. 

14 «Όταν το έγκλημα είναι φονικόν, αν ο φονευθείς έχη παιδία ανήλικα ή πε­ριουσία του φονέως να βοηθή την διατροφήν των ανηλίκων παιδίων έως να φθάσωσιν εις νόμιμον ηλικίαν ή των γονέων αν είναι ασθενείς και άποροι». (Γ. Δημακοπούλου, Ο Κώδιξ των Νόμων της Ελληνικής Επαναστάσεως (1822-1828), Επετ. του Κέν­τρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 10-11, εν Αθήναις 1966, σ. 139).

15 Βλ. Μεν. Τουρτόγλου, Το Ποινικό Δίκαιο των βυζαντινών πρότυπο των «περί φόνου» διατάξεων του «Απανθίσματος των Εγκληματικών», Τιμή Γεωργί­ου Κ. Βλάχου, Αθήνα 1995, σ. 642.

16 Ψήφισμα ΙΘ’ (αριθ. 8268) της 15ης Δεκεμβρίου 1828 (Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, φ. 95 της 19ης Δεκεμβρίου 1828. Α. Μάμουκα, ενθ’ αν., τ. 11, σ. 505-511. Εκτενείς παρατηρήσεις επί του Δικαστικού Οργανισμού όπως και του επακο­λουθήσαντος υπ’ άριθ. 9470 Διατάγματος της 18ης Φεβρουαρίου 1829 με το οποίον ετέθη σε ισχύ «προς συμπληρωματικήν εφαρμογήν» ο αναθεωρηθείς στις 21 Οκτωβρίου 1825 υπ’ άριθ. ΙΓ’ νόμος της 22ας Μαΐου 1822, βλ. στον Δ. Σερεμέτη, Η δικαιοσύνη επί Καποδίστρια, εν Θεσσαλονίκη 1959. Ομοίως και Γ. Δημακοπούλου, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της Ελληνικής Πολιτείας, Επετ. Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 14, εν Αθήναις 1970, σ. 133 επ.

17 «Πολιτική και Εγκληματική Διαδικασία εις την οποίαν προηγείται το περί Διοργανισμού Δικαστηρίων υπ’ άριθ. 152 Ψήφισμα μετά των Διαταγμάτων υπ’ αριθ. 153-160» εν Αιγίνη (εκ της Εθνικής Τυπογραφίας) 1830. Τα τρία αυτά νομοθετικά έργα συντάχθηκαν από τον τότε Γραμματέα του Δικαίου Ιω. Γενατά. Παρατηρήσεις επί των νομοθετημάτων αυτών βλ. Μεν. Τουρτόγλου, Ο Διοργανισμός των Δικαστηρίων και η Πολιτική και Εγκληματική Διαδικασία του 1830, Επετ. Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 8, εν Αθήναις 1958, σ. 1 επ. Προηγουμένη Εγκληματική Διαδι­κασία, της 6ης Μαΐου 1829 (Ψήφισμα αριθ. Λ’), συνταχθείσα από τον Χ. Κλονάρη, βλ. Γ. Δημακοπούλου, ενθ’ αν., σ. 160 επ. και τις εκεί βιβλιογραφικές αναφορές.

18 Περί του δικαστηρίου αυτού βλ. Μεν. Τουρτόγλου, Τα πρώτα εν Ελλά­δι ακυρωτικά δικαστήρια, Επετ. Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δι­καίου, τ. 10, εν Αθήναις 1966, σ. 1 επ.

Πηγή


  •  Μνημοσύνη, Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεώτερου Ελληνισμού,  τόμος 16ος, 2003-2005, Εν Αθήναις, χ.χ.

 Σχετικά θέματα:

 

  

Read Full Post »

Μαυρομιχάλης Γεώργιος του Πετρόμπεη – Η πορεία του δολοφόνου του Καποδίστρια και η διαθήκη του 


 

Στο «Αργολικόν Ημερολόγιον» του 1910[1] περιγράφεται από τον Δ. Θ. Καμαρινό με αρκετές λεπτομέρειες η δολοφονία του Καποδίστρια και η πορεία των δολοφόνων του Γεωργίου Μαυρομιχάλη και Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη[2].

«… Ο Καποδίστριας τότε προχωρών έφθασεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος αντίκρυ της οποίας και προς τα δεξιά κείται η οικία του Δικηγόρου κ. Π. Ανδριανοπούλου όπισθεν της γωνίας  της  οποίας  ενήδρευεν, ο  εις  των  Μαυρομιχαλαίων,  ο  επιλεγόμενος Κεχαγιάμπεης ( εννοεί τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη), όστις άμα τη εμφανίσει του Καποδίστρια παρά την θύραν πυροβολεί παραχρήμα και ο Καποδίστριας πίπτει προ αυτής συγχρόνως δε επιπίπτει μετά του φονέως επί του δολοφονηθέντος και ο έτερος αδελφός του Κεχαγιάμπεη ο Μουσταφάμπεης Μαυρομιχάλης ( εννοεί τον  Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη) ο όπισθεν του υπάρχοντος Τουρκικού Λουτρού μέχρι της στιγμής εκείνης ενεδρεύων, και ούτως αμφότεροι αδελφοί* συμπληρούσι δια των μαχαιρών το αποτρόπαιον αυτών έργον, της ιεροτελεστίας ένεκα του φόνου διακοπείσης προς στιγμήν ( καθ’ ήν ακριβώς ώραν ανεγινώσκετο από της ωραίας Πύλης το ιερόν Ευαγγέλιον).

[* Σημείωση Βιβλιοθήκης: Προφανώς λόγω σύγχυσης ο Δ. Θ. Καμαρινός, θεωρεί τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο αδέλφια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για θείο (Κωνσταντίνος) και ανεψιό ( Γεώργιος). Ο Κωνσταντίνος ήταν αδελφός του Πετρόμπεη, ενώ ο Γεώργιος γιος του].

Κατά συγκυρίαν όμως εις μικράν από της Εκκλησίας απόστασιν, τουτέστι εις την δευτέραν κρήνην δεξιά της οποίας είναι η προς την Δυτικήν Εκκλησίαν άγουσα, ευρίσκετο ο μονόχειρ βρακοφόρος Κρής, πιστός υπηρέτης του Καποδιστρίου, πληρών την υδρίαν ύδατος, όστις άμα τω πυροβολισμώ και τη πτώσει του Καποδιστρίου, σπεύδει δρομαίως κατά των φονέων κρατών εις χείρας δίκροτον όπλον, όπερ έφερεν μεθ’ εαυτού, και προλαμβάνει τον ένα εξ αυτών, τον Μουσταφάμπεην, φεύγοντα προς την ανωφερή οδόν της οικίας του προμνησθέντος Δικηγόρου κ. Ανδριανοπούλου και πυροβολεί κατ’ αυτού, πριν ή φθάση εις την οικίαν Ψαλίδα και φονεύει, της σφαίρας εισελθούσης ολίγον άνωθεν του πρωκτού και εξελθούσης κάτωθεν του θώρακος, του ετέρου φονέως, του Κεχαγιάμπεη καταφυγόντος εις το Γαλλικόν Προξενείον ( ένθα το Φρουραρχείον άλλοτε) και ζητήσαντος προστασίαν.

Τον Μουσταφάμπεην φονευθέντα παρά τον τόπον του εγκλήματος παρέλαβον οι προστρέξαντες στρατιώται άμα τω θλιβερώ ακούσματι και σχοίνω τους πόδας αυτού δέσαντες, έσυρον ανά τας οδούς του Ναυπλίου και κατέληξαν εις την πλατείαν του Συντάγματος, ένθα οι στρατιώται δια των λογχών το πτώμα διατρήσαντες παρεμόρφωσαν εντελώς, και είτα παραλαβόντες αυτό μετέφερον εις Ιτς – καλέ και επέταξαν εις το όπισθεν μέρος.

Μετά τούτο ο αδελφός του Καποδιστρίου Αυγουστίνος κατέφυγεν εις το πλοίον του Ορλώφ, εν ω ούτος μαθών τον φόνον του Καποδιστρίου και την προσφυγήν του σωθέντος φονέως εις το Γαλλικόν Προξενείον, έσπευσεν αμέσως εν στολή και εζήτησε παρά του προξενείου την παράδοσιν του φονέως επιμόνως, αλλ’ εις αρνητικήν απάντησιν του Διευθύνοντος τότε το Προξενείον, ότι δεν παραδίδει αυτόν, πλήρης θυμού γενόμενος επέστρεψεν αμέσως εις το πλοίον αυτού και άνευ ουδεμιάς χρονοτριβής ύψωσεν επί του ιστού την πολεμικήν σημαίαν και επυροβόλησε κατά του Προξενείου, την στέγην του οποίου απέσπασεν η βόμβα, ήτις διαγράψασα την τροχιάν αυτής εκτύπησεν επί του τοίχου του δώματος της Δυτικής Εκκλησίας και αφήκεν οπήν ευδιάκριτον μέχρι σήμερον[3], ως τοιαύτην αφήκεν επί του πλαγίου της θύρας του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος ( δεξιά της Εισόδου) και η τον Καποδίστριαν πλήξασα σφαίρα.

Οι εν τω Προξενείω κατιδόντες ότι χρόνος άλλης ενεργείας δεν επετρέπετο και ότι πάσα προστασία έπρεπε να αρθή, εξήλθον αμέσως εις τον εξώστην αυτού και ύψωσαν αντί σημαίας μανδήλιον λευκόν και ούτως απεσοβήθη πάσα άλλη εχθρική πλέον πράξις εκ μέρους του πλοίου και ο Κεχαγιάμπεης παρεδόθη εις τα αρχάς.

Το Δικαστήριον σχηματισθέν αυθημερόν εξέδοτο την καταδικαστικήν αυτού απόφασιν, καθ’ ήν έξωθεν της Πύλης ξηράς και παρά τον Σιδηροδρομικόν σταθμόν ώρυξαν λάκκον μέγαν προ του οποίου έστησαν τον φονέα κατάδικον, και εις απόστασιν 20 βημάτων απ’ αυτού παρέταξαν περί τους 100 στρατιώτας, αλλά το πλήθος εκμανέν κατ’ αυτού και πριν ακόμη συμπυροκροτήσωσιν οι άνδρες εφόνευσεν αυτόν δια λίθων κτλ.».

 

Μαυρομιχάλης Γεώργιος

 

Όταν ο θρυλικός για το παράστημα, τις γνώσεις και την παλικαριά του «Μπεηζαντές» Γιωργάκης Μαυρομιχάλης έπεφτε νεκρός από τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος, το (παλιό) ημερολόγιο έλεγε ημέρα Σἀββατο 10 Οκτωβρίου 1831.

Ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία του Αγώνα, ο γυιός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Υπερείχε στο σύνολο των Μαυρομιχαλαίων σε μόρφωση και πολιτική εμπειρία και νεώτατος ανήλθε στους  υψηλότερους βαθμούς της νεοσύστατης τότε στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας μας. Και αυτό το όφειλε στο γεγονός ότι, για να δώσουν το « μπεηλίκι» της Μάνης οι Τούρκοι στον πατέρα του Πετρόμπεη, τον πήραν όμηρο ως αμανάτι (εγγύηση) στην Κωνσταντινούπολη το 1815.

Ο περίπου 17ετής τότε « Μπεηζαντές» Γιωργάκης Μαυρομιχάλης ( έτσι τον αποκαλούσαν) ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε στην αρχή, στην Οθωμανική Πύλη και αργότερα στο Πατριαρχείο από ειδικούς Φαναριώτες δασκάλους και τον – εθνομάρτυρα αργότερα – Γρηγόριο τον Ε΄που τον είχε υπό την προστασία του. Έγινε πολύγλωσσος με γραμματικές γνώσεις και πολιτική εμπειρία μιας και το Φαναριώτικο περιβάλλον που ζούσε τον βοηθούσε πολύ σ’ αυτό. Μυήθηκε από τους πρώτους στην Φιλική Εταιρεία[4]. Κατόρθωσε να δραπετεύσει από την επιτήρηση των Τούρκων και λίγες μέρες πριν συλληφθεί και απαγχονισθεί ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄τον φυγάδευσε με σπετσιώτικο καράβι για την Ελλάδα.

 

Γεώργιος Mαυρομιχάλης (1798 ή 1800 – 1831)

 

Στην Επανάσταση του 1821 συμμετέχει από τις πρώτες επιχειρήσεις στα κάστρα της Κορώνης και της Μονεμβασίας. Στην άλωση της Ντροπολιτσάς (Τρίπολης) είναι αυτός που του εμπιστεύεται ο Θ. Κολοκοτρώνης την φύλαξη των αιχμαλωτισθέντων χαρεμιών και των θησαυρών που έπεσαν σαν λάφυρα του Χουρσίτ Πασά και των άλλων μπέηδων. Εναντίον του Δράμαλη ανδραγαθεί στην μάχη που δίνεται στο κάστρο του Άργους.

Από το 1822 μέχρι το 1826 συμμετέχει ενεργά σε όλα τα πολεμικά και πολιτικά δρώμενα της Επανάστασης με ηγετικό ρόλο. Το 1826 ως Φρούραρχος στο Νεόκαστρο της Πύλου, στην παράδοση του Φρουρίου ο Ιμπραήμ με μπαμπεσιά τον αιχμαλωτίζει για να τον ανταλλάξει με τους αιχμάλωτους πασάδες του Ναυπλίου. Μαζί με τον Δ. Υψηλάντη εκλέγονται διαιτητές και συμβιβαστές στην έριδα μεταξύ των Ρουμελιώτικων στρατευμάτων που αιματοκύλισαν το Άργος και το Ναύπλιο.

Το 1827 στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας εκλέγεται πρώτο μέλος, δηλαδή Πρόεδρος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Είναι μέσα στα τραγικά παιχνίδια που παίζει η ιστορία. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης με το ίδιο χέρι που έδωσε τον διορισμό στον Καποδίστρια για να γίνει ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας με το ίδιο χέρι 4 χρόνια αργότερα τον σκότωσε. Στυγερό έγκλημα που άλλαξε την ροή της πολύπαθης Πατρίδας μας. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η δολοφονία του Κυβερνήτη είχε αίτια πολιτικά και Ελληνικά και ξένα, κομματικούς ανταγωνισμούς και ξενοκίνητες έριδες. Ο Καποδίστριας είχε πολλούς εχθρούς σε πολλά μέτωπα και μέσα και έξω από την χώρα.

Η επιθετική αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια ήταν πολυπρόσωπη, οξύτατη και πολυεπίπεδη. Με τον Μιαούλη εναντίον του, με τις συνωμοτικές συγκεντρώσεις των προεστών στην Ύδρα, με την εμπρηστική αρθρογραφία των Πολυζωΐδη και Θεοκλήτου Φαρμακίδη εις την εφημερίδα «Απόλλων» με τους φλογερούς στίχους του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου κατά του «τυράννου» Καποδίστρια, με τους διαλόγους του Κοραή, τα αντικαποδιστριακά και επαναστατικά κινήματα στη Μάνη με τους Μαυρομιχαλαίους, στην Ρούμελη με τον Καρατάσο και τα νησιά του Αιγαίου με επικεφαλής τους «Ελεύθερους Χίους» από την Σύρα και πολλά άλλα, διαμόρφωσαν ένα πνιγηρό σκηνικό που εμπόδιζε πλέον κάθε προσπάθεια του Καποδίστρια να κυβερνήσει ομαλά την πολύπαθη χώρα μας.

Έτσι, μέσα σ’ αυτό το κλίμα η οικογενειακή αντιπαράθεση των Μαυρομιχαλαίων με τον Κυβερνήτη και το περιβάλλον του ( κύρια με τον αδελφό του Καποδίστρια τον Αυγουστίνο) που είχε οδηγήσει την ισχυρή ηγεμονική οικογένεια της Μάνης με τους διωγμούς που υπέστη, όχι μόνο σε πολιτικό και ηθικό, αλλά κυρίως, σε οικονομικό αδιέξοδο[5] έδωσαν την αφορμή να σχεδιαστεί και να γίνει ο φόνος του Καποδίστρια από την οικογένεια Μαυρομιχάλη, σύμφωνα με τον άγραφο μανιάτικο νόμο του «γδικιωμού».

Γι’ αυτό και τον φόνο του Κυβερνήτη αποφάσισαν να τον κάνουν οι πρώτοι και άριστοι της οικογένειας που ονειρευόντουσαν να γίνουν Εθνικοί ήρωες, μιμητές των τυραννοκτόνων της αρχαίας Αθήνας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και όχι άλλοι συγγενείς, αφοσιωμένοι φίλοι ή πληρωμένοι φονιάδες, που θα τους ήταν πανεύκολο, γιατί ο Καποδίστριας κυκλοφορούσε ελεύθερος και σχεδόν αφρούρητος μέσα στο Ναύπλιο. Γι’ αυτό μόλις έγινε ο φόνος δημοσιεύτηκαν οι στίχοι του δηλωμένου εχθρού του Καποδίστρια Αλεξ. Σούτσου:

 « Μιμητής του Αρμόδιου και Αριστογείτωνος νέος

σκέπασε, Μαυρομιχάλη το σπαθί σου με μυρσίνη,

τον προδότη της Πατρίδος κτύπα,

κτύπα και γενναίως πέθανε καθώς εκείνοι».

Και κανείς τότε δεν ήταν σίγουρος ότι οι στίχοι αυτοί είχαν γραφτεί μετά τον φόνο ή πριν από τον συνωμότη ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο στην προσπάθειά του με πολλούς άλλους να παρουσιάσει την οικογενειακή έχθρα των Μαυρομιχαλαίων κατά του Καποδίστρια σε ιερό αγώνα κατά της τυραννίας και πείθοντας με ιδεολογήματα και πατριωτικές κορώνες τους – όντως πατριώτες στον Αγώνα για την απελευθέρωση της από τους Τούρκους – Μπεηζαντέ Γιωργάκη και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, να τους οπλίσει τα χέρια και να τους οδηγήσει στο αποτρόπαιο έγκλημα που δεν σκότωσε μόνο τον πρώτο Κυβερνήτη της χώρας αλλά και τις ελπίδες και τις προσπάθειες για την ανόρθωσή της.

Και έτσι- ίσως- εξηγείται ότι μετά τον φόνο, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης που κατάφυγε στη Γαλλική πρεσβεία και παραδόθηκε από τους Γάλλους – όπως παραπάνω είδαμε να περιγράφει το Αργειακό Ημερολόγιο του 1910 – στους διώκτες του, δήλωσε ότι: « Ως στρατηγός και πληρεξούσιος» όφειλε να δικαστεί από την Συνέλευση που τον εξέλεξε. Έδειχνε σαν να είχε προβεί στο έγκλημα με την βεβαιότητα ή έστω την βάσιμη ελπίδα ότι με οποιοδήποτε τρόπο θα απέφευγε τον θάνατο.

Όμως η εξέγερση του λαού υπήρξε τόσο άμεση και μεγάλη που κατέπνιξε κάθε εκδήλωση συμπαράστασης προς αυτόν. Έτσι ο Γάλλος πρέσβης τον παρέδωσε, ο Κωλέτης – που μάλλον γνώριζε το προμελετημένο έγκλημα – όχι μόνο τον αρνήθηκε αλλά και έγινε μέλος της Κυβερνητικής επιτροπής που τον καταδίκασε σε θάνατο, ο δε Θ. Κολοκοτρώνης στάθηκε μακριά του, γνωστόν εξ’ άλλου ότι δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα γι’ αυτόν και τους Μαυρομιχαλαίους[6].

Μετά την παράδοσή του από τους Γάλλους, την δίκη του και καταδίκη του « αυθημερόν» σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες με τον κατηγορούμενο ν’ αναλαμβάνει ολόκληρη την ευθύνη για την πράξη του, περιοριζόμενος μόνο να χαρακτηρίσει την απόφαση του Δικαστηρίου ως άδικη και να πει ότι « αποθνήσκω υπέρ Πατρίδος» ο μελλοθάνατος φυλακίστηκε σ’ ένα υπόγειο και σκοτεινό κελί στον Προμαχώνα στο Παλαμήδι ( κιζντάρ-ντάπια).

Από εκεί ο Φρούραρχος του Παλαμηδιού – ένας μορφωμένος αξιωματικός του τακτικού στρατού, ο Κάρπος Παπαδόπουλος– τον μετέφερε τα μεσάνυχτα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα και του επέτρεψε να προσευχηθεί και να γράψει την διαθήκη του.[7]

Ειδοποιήθηκε ο «Δημόσιος μνήμων»[8] (ο συμβολαιογράφος δηλαδή) του Ναυπλίου, ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος[9] ο οποίος ήρθε με μάρτυρες, τον Δημ. Ζώρα κάτοικο Ναυπλίου και τον Ηλία Αθαν. Κόκκινο από τα Σάλωνα, έμποροι και οι δύο στο Ναύπλιο και βρήκαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να γράφει ιδιοχείρως την διαθήκη του μέσα στο ναό του Αγίου Ανδρέα. Έτσι δεν εγράφη η διαθήκη στο βιβλίο του Συμβολαιογράφου αλλά παρέλαβε την ιδιόχειρη διαθήκη την οποία υπέγραψε αυτός και οι δύο μάρτυρες και σφραγίστηκε με την σφραγίδα του Δ. Ζώρα μιας και ο Χ. Παπαδόπουλος ξέχασε να φέρει την δική του σφραγίδα.

Η χειρόγραφη διαθήκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη έχει χαρακτηριστεί ως « Εν από τα σημαντικώτερα κειμήλια του Τμήματος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης»[10].

Η διαθήκη « δεικνύει διαύγειαν πνεύματος, νηφαλιότητα σκέψεως, ακρίβεια μνήμης και αταραξίαν ψυχής απαράμιλλον, πράγματα σπάνια και αξιοθαύμαστα δ’ άνθρωπον καταδικασμένον σε θάνατον, του οποίου η ποινή ώφειλε να εκτελεσθή 24 ώρες μετά την απόφασιν και ο οποίος επρόκειτο σχεδόν αμέσως μετά την γραφήν της διαθήκης αυτού να υποστή πρώτον την ποινήν πατροκτόνου δια της κοπής της δεξιάς χειρός και αμέσως έπειτα να δεχτή τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος»[11].

Το γραπτό του φανερώνει χαρακτήρα στοργικού οικογενειάρχη, δίκαιου ανθρώπου, καλού χριστιανού, θερμού πατριώτη, γνησίου τέκνου της Μάνης. Ο μόνος υπαινιγμός κατά του Καποδίστρια είναι η σύσταση προς τις προστάτιδες δυνάμεις να μην ανεχτούν στο μέλλον να « δουλωθή η Ελλάς από κανέναν άνθρωπον, αλλά να στηρίζουν την Ελευθερίαν της εις τους καλούς της νόμους).

Ας δούμε το κείμενο της διαθήκης, αυτό το σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, όπως ακριβώς γράφτηκε από τον Μπεηζεντέ Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα στο Παλαμήδι του Αναπλιού.

 

Η Διαθήκη του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη

 

« Εν ονόματι του Ιησού Χριστού και Θεού μου, και υπεραγίας ημών δεσποίνης, των αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων, αμήν. Επειδή μέλλει ως άνθρωπος να αποθάνω, δέομαι θερμώς να με συγχωρήσουν τον αμαρτωλόν και να με ελεήσουν, ως φιλάνθρωπος πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος όπου είναι ο Ιησούς Χριστός μας.

Μεσιτεία της υπεραγίας ημών δεσποί­νης, των αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων. Ακολούθως δε αιτώ δακρυροώς συγχώρησιν παρ’ όλων των χριστιανών και παρ’ όλων των ανθρώπων εις όσους έπταισα ή και μη οίτινες έστωσαν και παρ’ εμού του αμαρτωλού συγχωρημένοι, και ο κύριός μας να τους συγχωρήση και αναπαύση  εγκόλποις Αβραάμ, ότι ο παρών κόσμος είναι πρόσκαιρος και μάταιος, και έκαστος ας αγωνισθή να απολαύση το έλεος και συγχώρησιν του Χριστού και Θεού μας, ίνα κερδήση την παντοτεινήν ζωήν˙ ειδέ αλλοίμονον, ως και εις εμέ τον αμαρτωλόν˙ έστωσαν δε συγχωρημένοι και όσοι με κατεδίκασαν εις τον θάνατον, και ο Θεός μας ας τους συγχωρήση και ουδείς των συγγενών μου δηλ : Πατρός, Μητρός, αδελφών, θείων, ή και αυτής της πολυπαθούς και τεθλημένης γυναικός μου, να εγκαλέση τινά εξ αυτών˙ ούτε προσέτι η ιδία πατρίς μου δηλ : η Ελλάς να ζητήση ένεκα της αδίκου κρίσεως και τρόπου όπου εκρίθην ικανοποίησιν˙ αλλά δέομαι των πάντων ομογενών μου Ελλήνων να ενωθώσιν ειλικρινώς και να υπερασπισθούν τα δίκαια της φιλτάτης πατρίδος μας Ελλάδος, υπέρ της οποίας αποθνήσκω και εγώ ο αμαρτωλός˙ να στερεώσουν τρόπον ελεύθερον εκλογών, σύντα­γμα, και νόμους ελευθέρους και υπέρ της διατηρήσεως των οποίων να μάχωνται ως διδάσκει ο θείος απόστολος, μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Δέομαι θερμώς όλης της Ελλάδος και όλων των αξιωματικών, πολιτικών και στρατιωτικών, να αγαπούν και να υπερασπισθούν τους δυστυχείς Γο­νείς μου, αδελφούς μου, θείους μου και λοιπούς συγγενείς μου, ως και αυτήν την αθλίαν και τεθλημένην σύζυγόν μου· επίσης δε δέομαι θερμώς και || των τριών φιλανθρώπων δυνάμεων, αίτινες έχυσαν τόσον αίμα, και τόσας άλλας πολυειδείς θυσίας υπέρ της Ελλάδος έκαμαν να μη ανεχθούν επομένως και ακολούθως να δουλωθή από κανένα άνθρωπον, αλλά να στη­ρίξουν την ελευθερίαν της και τους καλούς της Νόμους και να την υπερασπίζωνται, καθώς να υπερασπίζωνται και να ευνοούν και τους Γονείς μου και λοιπούς συγγενείς μου.

Επομένως απ’ όλα ταύτα αιτώ δακρυροώς την ευχήν και συγχώρησιν του Σ. Πατρός μου, της Μητρός μου, της κυρούλας μου, των θείων μου, των αδελφών και εξαδέλφων μου, και όλων των συγ­γενών μου, και ας είναι και ούτοι συγχωρημένοι από τον Ιησού Χριστόν μας και απ’ εμέ τον αμαρτωλόν˙ας με συγχωρήσουν oι Γονείς μου εις ότι τους έπταισα εκ νεότητός μου, και η ευχή τους ας δυσωπήση τον Χριστόν και Θεόν μας εις το να ελεήση και εμέ τον αμαρτωλόν.

Επειδή όμως και ως άνθρωπος είμαι ανακατομένος και χρεωστώ εις πολλούς και έχω ενταυτώ λαμβάνειν παρά τινων και από το έθνος, προ πάντων όμως χρεωστώ την προγαμιαία[ν] δωρεάν της γυναικάς μου, ήτις πρέπει να προτιμηθή, αλλά μη έχων τόσην πολλήν κατάστασιν ώστε να φθάνη την προγαμιαίαν δωρεάν και τους χρεωφειλέτας μου, Ιδού τα διορίζω ως ακολούθως˙ η προγαμιαία δωρεά της τεθλημένης μου συζύγου είναι δύο χιλιάδες τάλληρα, αναλόγως της προικός όπου ελάμβανον, αγκαλά είναι και ολίγη.

 Τα δε χρέη μου είναι τα ακόλουθα˙ χρεωστώ πεντακόσια τάλληρα εις τον Κ. Καριτζιώτην οπού είναι εις Τριέστι, και ταύτα από τον καιρόν όπου επήγα στην Αγκώνα σταλμένος παρά τον έθνους· και επειδή ετράβηξα πόλιτζα και δεν επληρώθη, ο ρηθείς να πληρωθή από τα απο­δεικτικά μου όπου έχω λαμβάνειν από το έθνος, διότι το έθνος χρεωστεί να τα δώση, επειδή κατά διαταγήν του ήμην εκεί και τα εξώδευσα, αγκαλά εξαργυρώνει και τα αποδεικτικά του. Ωσαύτως και όσα μέλλει να λαμβάνη ο Κ. Δουρούτης από Αγκώνα, να τα λάβη και αυτός από τα αυτά αποδεικτικά. Χρεωστώ και προς τον Κ. Χριστόδουλον Μαρίνογλου εκατόν τάλ­ληρα οπού με τα εδάνεισαν εις Κοριφούς και να τα λάβη από τα αποδει­κτικά τα αυτά.

Χρεωστώ και || δι’ ομολογίας μου προς τον θείον μου Κ. Δημητράκη Πικουλάκη χίλια πεντακόσια γρόσια, από τα οποία έλαβεν από άλλας μας δοσοληψίας τα εξακόσια, τα δε άλλα τα χρεωστώ, καθώς επίσης χρεωστώ και προς τον θείον μου τον Θεοδόσιον έως χίλια τριακόσια γρό­σια : και οι δύο ούτοι να τα λάβουν από την ομολογίαν του Νικολή Τζιριγοτάκη, και του αγίου Πρωτοσυγγέλου συμπεθέρου μας.

Αυτά όλα τα χρέη είναι προτού νυμφευθώ, διό και ως γράφω ούτω να πληρωθούν. Μετά δε τους Γάμους μας είναι τα ακόλουθα, τα οποία   εκάμαμεν μετά της τεθλημένης γλυκυτάτης συζύγου μου. του Κ. Γιάγκου Σούτζου του χρεωστούμεν εκατόν εξήντα τρία τάλληρα και έχει ομολογίαν δια τριακόσια, και επειδή δεν είχε να μας δώση τα άλλα έμεινεν η ομολογία, χρεωστούμεν και χωρίς ομολογίας εις τον Κ. Λυκούργον Ίω. Κρεστενίτην τριακόσια πενήντα γρό­σια, πάρα πάνω ή πάρα κάτω, ο ίδιος εξεύρει. χρεωστούμεν χίλια πεντακόσια γρόσια δι’ ομολογίας μας προς τον Κ. Βασιλάκη Χριστόπουλον. Επί­σης με ομολογίαν μας άλλα τόσα εις τον Κ. Ιω. Μπαρλαδά˙ μίαν Ισπανικιά δούπια εις τον κουμπάρον μας Καμπερόπονλον, και ήμισυ εις τον κ. Δημήτριον Τομαρά ή δέκα τάλληρα δεν ενθυμούμαι, διότι με τα ήφερεν ο Τριαντάφιλος άνθρωπος μας τότε, χρεωστούμεν και προς τον Κ. Χρ. Τζάντα σαράντα Γαλλικά και έως επτακόσια γρόσια εις τον μπάρπα Τζανέτον, ο οποίος έχει όλα μου τα φορέματα, το δικάνολον δουφέκι και το φράγγικον σπαθί μου· όλων των άνω ειρημένων τα χρέη, καθώς και της Κ. Μπενάκενας, το οποίον χρεωστούμεν, να πληρωθούν εκ των εισοδημάτων της προικός μου, τα οποία είναι ικανότατα να  τα αποπληρώσουν˙ καθώς και επτά τάλληρα οπού χρεωστώ εις τον Κ. Κωνστ. Κλονάρην, να πληρω­θούν επίσης. Εις δε τον μενέαν(;) Γιανάκη χρεωστούμεν επτακόσια τριάντα γρόσια, και δέκα τάλληρα προτήτερα˙ και έχει αμανάτια εδικά μας εις χείρας του Mισέ Στρατή, ένα μαλαγματένιον ώρολόγιον ρεπετιτζιόνε καλόν, εν μακρύ παλαιόν δακτυλίδι διαμαντένιον, το οποίον κάμνει έως εξακόσια γρόσια, ένα μαλαγματένιον || ζουνάρι δρ(άμια) δεκατρία, και μία σχεδόν οκά ασήμια γγεμίου˙ το δακτυλίδι και ζουνάρι είναι ίδια της τεθλημένης μου γυναικός. Τα γρόσια ταύτα να δωθούν από το εισόδημα της προικός και να τα λάβη η γυναίκα μου. Επίσης δε να πληρωθή και ο κουμπάρος μου Κ. Γεώργιος   Θεοφανόπουλος δια το ενοίκιον του οσπητίου του δέκα επτά μηνιάτικα, διότι τα άλλα επτά τα έχω πληρωμένα, προς γρόσια διακόσια τον μήνα, και όσα άλλα οπού εψωνίζαμεν του χρεωστούμεν εις το εργα­στήρι, πάνω ή κάτω, και μερικά άλλα του σπητιού έως διακόσια γρόσια, όλα ταύτα, τα τε ενοίκια και λοιπά θέλει πληρωθή και ο ρηθείς εκ των εισοδημάτων της προικός, διότι ως είπον είναι ικανά να τους αποπληρώσουν όλους. να λάβουν και oι Πετρινιώτες χιλίων γροσίων ενδεικτικά μου εξ ων έχω λαμβάνειν από το έθνος, διότι υποπτεύομαι ότι τους ηδίκησα μίαν φοράν.

Προσθέτω όσα πρέπει να δοθούν εξ ών έχω πραγμάτων. Να δώση ο αδελφός Αναστάσιος προς τον Κ. Σπυλιωτόπουλον το νδουφέκι όπου έχει ο εξάδελφός μας Γεώργιος Κουράκος, και το κανοκυάλι όπου το έχει ο θειός μας Ηλίας Δημητρακαράκος, διότι αυτά δεν είναι ιδικά μου αλλ’ είναι του Κ. Σπηλιοτοπούλου. Ήτον και ένα άλλον δουφέκι του ιδίου, το οποίον δεν ηξεύρω τι έγινε, αλλ’ εκ των πραγμάτων μου να πληρωθή ογδοήκοντα γρόσια˙ η δε αθλία και γλυκυτάτη μου σύζυγος να δώση εις τον φίλτατόν μου αυτάδελφον Αναστάσιον το μονόπετρον διαμαντένιον δακτυλίδι και το (το) πλατύ και όχι πολύτιμον λουλούδι, διότι είναι ιδικά του και της γυναικός του. Ενταύθα ακολούθως έπονται τα ψυχικά μου, και παρακαλώ την γλυκυτάτην μου σύζυγον να τα δώση αμέσως έως εις τας εννέα του θανάτου μου. και ταύτα θέλει τα δώση από τα φορέματά μου, τα οποία ή να τα πωλήση και να δώση παράδες, ή τα ίδια αφιερεί εις τας εκκλησίας και μοναστήρια. Να δώση εις το άγιον Μέγα Σπήλαιον  ήτοι εκατόν πενήντα γρόσια δια να μνημονεύωμαι, να δώση εις τους Ταξιάρχας εκατόν γρόσια.

Εις τον άγιον Βλάση πενήντα εις Τρίκαλα «Επειδή το χαρτί δεν εξήρκεσεν ακολουθεί άλλη κόλα και κανείς να μη δύναται να τας χωρίση τας κόλας και υποσημειούμαι Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγραψα εις την ώραν του θανάτου μου ιδίαις χερσί // ακολουθεί η δευτέρα κόλα και τα πλέον ουσιώση τα έχη η πρώτη κόλα, και κανείς να μη δύναται να χωρίση ταις κόλαις και να διαιρέση την διαθήκην μου».

Εις τον άγιον Βλάσην ως είπον πενήντα εις Τρίκκαλα. Εις τον άγιον Γεώργιον πενήντα. Εις τον άγιον Ανδρέαν όπου επροσευχήθην εκατόν, δηλ. του Παλαμιδίου. Εις τον άγιον Ιωάννην του Άργους, εις τον Πρόδρομον εκατόν γρόσια, εις τον άγιον Γεώργιον του Ναυπλίου πενήντα γρόσια και πενήντα εις τον άγιον Σπυρίδωνα δια να με μνημονεύουν τον αρματωλόν. Να δώσης, ω αγαπητή μου γυναίκα και σαράντα γρόσια της χήρας κρητικιάς όπου είναι εις το σπίτι του Ναυπλίου, και άλλα σαράντα της άλλης κρητικιάς όπου έχει το κοριτζάκι. Να μεράσης εις τους πτωχούς και εις τα ορφανά πεντακόσια γρόσια, και αν δύνασαι και χίλια, να με ενθυμείσαι συχνά, και δις της εβδομάδος να διορίζης να λειτουργούν υπέρ της ψυχής μου, ή καν μιαν φοράν, αν δεν δύνασαι δύο.

Να λάβης από τον εξάδελφόν μας Ηλία Δημητρακαράκον ταις πιστόλαις μου και τα ασημένια πατρόνια μου, ταις οποίαις και τα οποία τα πωλείς και δίδεις ευθύς τα όσα γράφω. Να πωλήσης το άτι μου και να δώσης είκοσι πεντάφραγκα εις τον Κ. Νικόλαον Μαυρομάτην, να πληρώσης τον σεΐζη οπού του χρεωστούμεν έξ ή επτά μηνιάτικα. Να πληρώσης οκτώ γρόσια του πεζού οπού είχον στείλη εις την Κόρινθον, τον οποίον γνωρίζει ο Αναστάσης˙ να δώσης και του Κωσταντή του ορφανού οπού έχομεν στο σπήτι εκατόν γρόσια, ή να του βάλης στο διάφορον δια να του αυξήσουν, πλήν ο τόκος να είναι μικρός, και όχι ως συνηθίζουν εδώ. τέλος πάντων τα ψυχικά μου να τα δώσης αμέσως έως ταις εννέα, εβγάζουσα τα ρούχα μου εις την πώλησιν, ή να τα αφιερώσης˙ ρούχα οπού να αχρήζουν την κάθε τιμήν οπού λέγω.

Φιλτάτη μου γύναι, μην καταδεχθής ποτέ δια να με αφήσης στερημένη την ψυχήν μου την αμαρτωλήν, αλλ’ ως γράφω ούτω να κάμης˙ πώλησε το νδουφέκι μου, τα φορέματά μου και δόσετέ τα αμέσως ή αφιέρωσε τα ίδια και οι ηγούμενοι των Μοναστηρίων και οι επίτροποι των εκκλησιών ας τα πουλήσουν. προσέτι σε αφιερώνω εις την θείαν Πρόνοιαν, εις την οποίαν να έχης πάντοτε την προσήλωσίν σου και από την κυρίαν μας Θεοτόκον να ελπίζης, και ποτέ σου να μη θελήσης να ακούσης κόλακας ή υποκριτάς, διότι εγώ σε ομνύω αγαπητή μου συμβία, ότι όλα ταύτα τα του κόσμου είναι μάταια, και εν ω ήμην τώρα εις τα δεσμά τα είδον με τα ίδιά μου ομάτια και εγνώρισα βεβαίως την δύναμιν του Θεού μας, του Χριστού μας και της υπεραγίας μας δεσποίνης, τους οποίους νυχθημερόν να λατρεύης και να δέεσαι δια τον εαυτόν σου, δια την ορφανήν Φωτεινή και δια την τεθλημένην ψυχήν μου. σε αφιερώνω εις την κυρίαν μας θεοτόκον γλυκυτάτη μου συμβία και σε εξορκίζω εις αυτήν να μην υπανδρευθής και μείνη η Φωτεινή εις τους πέντε δρόμους, ή την κτυπά ο άνδρας σου. σε εξορκίζω πάλιν εις την χάριν της να μην υπανδρευθής, αλλά καθώς όταν έπιπτε μεταξύ μας λόγος με ορκίζεσου ότι δεν θέλεις το κάμης ποτέ εάν μοί ακολουθήση θάνατος.

Ιδού λοιπόν τώρα όπου αποθνήσκω και σε παρακαλώ θερμώς και σε εξορκίζω εκ τρίτου εις την κυρίαν μας Θεοτόκον να μην υπανδρευθής, αλλά να σταθής χήρα με σωφροσύνη και τιμιότητα, νηστεία και προσευχή αγαπητή μου γυναίκα, διότι τούτου του κόσμου είναι όλα πρόσκαιρα και μάταια.

Λοιπόν να αναθρέψης καλώς την Φωτεινήν και αν ο θεός θελήση και αποκτήσης και αρσενικόν παιδίον οπού είσαι έγγυος, να το ονομάσης Γεώργιον˙ ή δε και αποκτήσης θυληκόν, να το ονομάσης Γεωργίτζαν και να έχης και όνομά μου τοιουτοτρόπως πάντοτε εις την μνήμην σου. να περιποιήσαι τα παιδία μας, αν σας χαρίση και άλλο ο Θεός και Χριστός μας˙ να φυλάττης την ζωήν τους και να διδάξης τα γράμματα, την χρηστοήθειαν  και την ευσχημοσύνην και τιμιότητα˙ να ζης πάντοτε με τον καλοκάγαθον πενθερόν σου και να μη καθήσης μόνη σου, διότι ο κόσμος θα σε επισωρεύση πολλά. τον πενθερόν σου σε αφήνω να σε επιτροπεύη και με την γνώμην και συμβουλήν του να κινάς κάθε πράγμα σου και δουλειά σου.

Ομοίως ας είναι συγχωρημένοι από τον Ιησούν Χριστόν και Θεόν μας ο πενθερός μου και ο θειός μας με όλους τους λοιπούς  συγγενείς μας και από εμένα τον αμαρτωλόν και αι ευχαί των ας με συνοδεύσουν.

Πλην αγαπητή μου συμβία να αγαπήσης με αυτούς δια μέσου του πενθερού σου και να φυλαχθής να μη δώσης το προικοσύμφωνόν σου, διότι με αυτό θέλεις περάσης καλώς, θέλεις αναθρεύσεις τα παιδία μας και θέλεις ακολούθως τα προικίσεις. Όθεν ο πενθερός σου να σταθή μαζί με τον συνήγορόν μας Κ. Κλονάρη να κάμετε μιαν φθιάσιν δικαίαν και καλήν, να πληρωθούν τα χρέη, να λάβουν και συνήγοροί μας άλλας οκτώ ήμισυ χιλιάδας γρόσια διότι τους έχω δομένα έως χίλια πεντακόσια πενήντα˙ λοιπόν δια μέσου του πενθερού σου να αγαπήσης και να τα φθιάσης με τους γονείς σου, αλλά πάντοτε να ζης με τον καλοκάγαθον πενθερόν σου, δια να βλέπη και αυτός τα παιδία μας να παρηγορήται ο άθλιος πατήρ ο οποίος εγέννησεν τόσους υιοὐς και δια την πατρίδα τους στερήθη όλους σχεδόν και αδελφούς. Αλλ’ ας χαίρη διότι τους στερείται ενδόξως και όχι κατησχημένως \\ να ζης μαζί του, διότι τότε θέλει σε υπολήπονται περισσότερον και δεν θέλει σε κατηγορεί ο μάταιος κόσμος˙ και σε εξορκίζω να το κάμης. προσέτι σε ορκίζω ώστε αμέσως να στείλης το σπαθί μου το φράγγικον, οπού αξίζει έως τριάντα τάλληρα εις τον πατέρα ή εις την μητέραν, ή αν δεν ζουν αυτοί, εις δυο αδελφούς οπού είχεν ένα παιδί κορωνιοτόπουλον, το οποίον εγώ εσκότωσα χωρίς να θέλω εις τον πόλεμον του Ιμπραήμη εις Αλμυρόν˙ και να το στείλης το σπαθί, διότι είναι πτωχοί δια να με συγχωρήσουν. Προσέτι να δώσης άλλα διακόσια πενήντα γρόσια εις πτωχούς, διότι τα έχω άδικα παρμένα από κάποιους Μεσσηνίους, των οποίων τα ονόματα δεν ενθυμούμεν, και άλλα σαράντα γρόσια εις ένα Καλαματιανόν οπού τον γνωρίζει ο Γιάννος, οπού εψωνίζαμεν εις του Φρουτζάλα.

Το καλόν σπαθί μου, ω αγαπητή μου συμβία και γλυκία, αν κάμης αρσενικόν παιδί να το φυλάξης δια να το έχη˙ ειδέ και κάμης θηλυκόν, να το πουλήσης και να το δώσης δια την ψυχήν μου.» Εξ όλων τούτων οπού γράφω να μη δυνηθή κανένας να αναιρέση το παραμικρόν, αλλά να είναι ως προς τας δοσοληψίας μου αμετάθετα και αμετακίνητα και ως προς τα χρέη μου. όλη δε η άλλη συγύρις του σπητιού μας και ότι περισσεύση από τα ρούχα μου, τα οποία μ΄όλις θα μείνουν τρεις χιλιάδες γρόσια, αυτά δηλ: όσα και αν είναι και όσαι εθνικαί ομολογίαι περισσεύσουν, αυταί και αυτά να είναι της γλυκυτάτης μου γυναικός εις προγαμιαία αυτής δωρεάν. δια δε κληρονομίαν δεν έχω να αφήσω τίποτε εις τα παιδιά μας, αλλ’ επειδή την προίκα οπού έμελε να πάρω εδόθη τοσαύτη ένεκα του (Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγραψα ιδία χειρί ακολουθεί η τρίτη κόλα) ατόμου μου, δια τούτο η γυνή μου η αγαπητή, πρέπει να περιθάλψη τα παιδία μας και να τα προικίσης, ω φιλτάτη μου γύναι, και να τα αγαπάς.

Μη με ξεχάσης ποτέ σου εν όσω ζης, διότι θέλει αδικήσης τον εαυτόν σου και την ψυχήν μου την αμαρτωλήν, την οποία αφιερώ και κρεμώ εις τον τράχηλόν σου, και να δώσης ταχέως τα ψυχικά μου και όσα διορίζω χωρίς άλλο˙  το σάλι το παλαιόν το κόκκινον είναι του μακαρίτου του αδελφού μου Γιάννη, και να το δώσης εις τον άγιον Ιωάννη του Άργους˙ ομοίως να δώσης και δια τον αδελφόν μου τον Ηλίαν τα κόκκινα χρυσά τουζουλούκια και την φέρμελην την κόκκινην την χρυσή δια την ψυχήν του, επειδή και εγώ είχον πάρη ένα ιδικόν του τακίμι˙ να πληρώσης τον μάγειρον έως διακόσια γρόσια οπού είχεν έξοδα δια ημάς εις το σπήτι˙ να δώσης εις την μαγέρισσα ένα τάλληρον διότι το χρεωστώ˙ να λάβης από τον Μαστροσταύρον τα ρούχα οπού είχε κομμένα να με ράψη και να τα δὠσης εις τον κουνιάδον σου τον Δημητράκη, τον αγαπητόν μου αυτάδελφον να τα φθιάση και να τα φορέση˙ να πάρεις και πέντε τάλληρα Γαλλικά οπού έχω δομένα του Μαστροσταύρου. προσέτι να δώσης εις τον Δημήτρη τον ντελάλι τριάντα δύο πεντάφραγγκα Γαλλικά  και να λάβης το ωρολόγιόν μου με την άλυσόν του με το μαλαγματένιον κλειδί και βούλα μαλαγματένιαν, το οποίον αχρήζει τρίδιπλα. Τέλος πάντων να δώσης εκατόν πενήν[τα] γρόσια εις τον Ιερέα οπού με εξομολόγησεν, ή το κοντογούνι μου, ή το σάλι μου. Τα δακτυλίδιά μου τα έχω δωμέ\\[να] εις τον κύριον φρούραρχον του Παλαμηδίου, και τα οποία τα παρατώ επάνω του δια να με ενθυμήτε και σεις όλοι οι συγγενείς μου να μη τα ζητήσετε, αλλά να έχητε φιλίαν, επειδή μ’ όλον ότι κάμνει τα χρέη οπού διορίζετο, έδειξε και εις εμέ φιλανθρωπίαν.

Όλα ταύτα οπού γράφω να εκτελεσθώσιν απαραμοιώτως είτι και (;) άλλως να μη δυνηθή να κάμη, και όποιος κάμη αλλέως να έχη τας αράς των οσίων πατέρων, αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων, αμήν. και συ ω αγαπητή μου γυναίκα να φυλάξης σε παρακαλώ θερμώς τα όσα σας λέγω και σας παραγγέλω δηλ: να μην υπανδρευθής, να με ενθυμήσαι και να με λειτουργής , να αγαπάς και να περιποιήσαι τα παιδιά μας, να δώσης ευθύς τα ψυχικά, να κάθεσαι μαζί με τον πενθερόν σας και να αγαπηθής με τους γονείς μας δια μέσου του πενθερού σου και του συνηγόρου μας κ. Κ. Κλονάρη και Κ. Κενταύρου, χωρίς να παραχωρήσης το προικοσύμφωνόν μας, αλλά να πάρης το τρίτον και της πενήντα πέντε χιλιάδες γρόσια, τα εισοδήματα δια να πληρώσης οπού χρεωστούμεν. Εάν κάμης διαφορετικώτερα, να γίνω βάτος να σε πιάσω και να σε κρίνω εις τον άλλον κόσμον.[12] συγχωρήσατέ με όλοι σας εμέ τον αμαρτωλόν και ο πανάγαθος Θεός να σας χαρίση όλα τα αγαθά, αμήν. ώστε και παρ’ εμού συγχωρημένοι.    

( Σ. Β. Κουγέα, Η Διαθήκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Πελοποννησιακά, Τόμος  Ά, 1956). 

Γιώργος Γιαννούσης

 

Σχετικά θέματα:

 Καποδίστριας Ιωάννης (1776-1831) 

Μαυρομιχάλης Κωνσταντίνος (Μάνη 1797; – Ναύπλιο 1831)

Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848) 

Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια  

Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)

 

 

Υποσημειώσεις

[1] Συλλογή: Γ. Γιαννούση – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

[2] Ο Δ. Θ. Καμαρινός δεν τους αναφέρει ποτέ με τα ονόματά τους!! Τον μεν Γεώργιο Μαυρομιχάλη τον αποκαλεί «Κεχαγιάμπεη» τον δε Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη «Μουσταφάμπεη». Το 1908 που έγραψε το άρθρο ο συγγραφέας ίσως είναι πολύ νωρίς γι’ αυτόν και την εποχή του να περιγράψει με «ουδετερότητα» τη δολοφονία του Κυβερνήτη και τους δολοφόνους του.

[3] Η βόμβα σώζεται ακόμη εις την Δυτική Εκκλησία και ευρίσκεται εκεί όπου και έπεσε.

[4] Εις τον κατάλογο του εκ των αρχηγών της Φιλικής Εταιρείας Παναγ. Σέκερη, φέρεται εγγεγραμμένος με αύξ. Αριθμ. 69 ως Μπεϊζαδές Μαυρομιχάλης, υιός του Μπέη της Μάνης, σπουδάζων εις την Κων/πολιν, χρόνων 20, 28 Ιουλίου 1818.

[5] Ο Μακρυγιάννης εις τα απομνημονεύματά του (τ.2 σελ.273) γράφει για το οικονομικό αδιέξοδο που περιήλθαν οι Μαυρομιχαλαίοι λόγω των καταδιώξεων του Καποδίστρια: « …τους πλάκωσαν οι δανειστές τους, τους γύρευαν το δικό τους. Δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε…»

[6] Η γυναίκα του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, Διαμαντούλα, ήταν κόρη του Σωτήρη και ανιψιά του Πανούτσου Νοταρά. Ήταν επίζηλη νύφη λόγω της ομορφιάς της και του πλούτου της. Την είχε ερωτευτεί ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη Γενναίος όπως αναφέρουν και ο Φωτάκος ( Απομνη. τ. Γ΄σελ΄402) και ο Μακρυγιάννης ( Απομν.Τ.2 σελ. 107και 110). Έτσι το 1824 είχε παρατήσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα για χάρη της Διαμαντούλας. Αυτή όμως αντί του Γενναίου Κολοκοτρώνη που τον έβρισκε κοντό και άσχημο, προτίμησε το Γιωργάκη Μαυρομιχάλη για την ομορφιά και την παλικαριά του. Βέβαια, οι Νοταραίοι την εποχή εκείνη απειλούντο από μισθοφόρους Ρουμελιώτες και Αρβανίτες που λόγω καθυστερήσεως των μισθών τους απειλούσαν να αρπάξουν την περιουσία των Νοταραίων οι οποίοι ήταν διαχειριστές των δημοσίων προσόδων στην Κορινθία. Γι’ αυτό επεδίωξαν να ενισχύσουν την δύναμη στην οικογένεια τους, συγγενεύοντας με την πανίσχυρη τότε οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Έτσι, εκτός της Διαμαντούλας και η οικογένεια των Νοταραίων προτίμησαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη αντί του Γενναίου Κολοκοτρώνη

[7] Από ευγνωμοσύνη προς τον Φρούραρχο Κάρπο Παπαδόπουλο, για την «φιλανθρωπία του που έδειξε και εις εμέ» του δώρισε το δαχτυλίδι του. 

[8] Μνήμων λεγόταν τότε ο Συμβολαιογράφος. Ο Καποδίστριας στις 11/2/1830 με το υπ’ αριθ. 67 ψήφισμα αντικατέστησε τον από Φραγκοκρατίας υφιστάμενο τίτλο και θεσμό του «Νοτάριου» με το αρχαίο Ελληνικό «Μνήμων». Ίσχυσε μέχρι το 1835 όταν αντικαταστάθηκε με τον « Οργανισμό των Συμβολαιογράφων» που θέσπισε η Αντιβασιλεία του Όθωνα. Από τότε επεκράτησε ο τίτλος και το αξίωμα του « Συμβολαιογράφου».

[9] Ο ίδιος Συμβολαιογράφος Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 10 χρόνια αργότερα θα συντάξει την Διαθήκη του Θ. Κολοκοτρώνη. Το αρχείο του ευτυχώς βρίσκεται στο Τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

[10] Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ». Ιστορικά σημειώματα 16/11/1932. Δ. Γατόπουλος. Ο Δ. Γατόπουλος είναι αυτός που έγραψε την Ιστορική Μονογραφία « Περί τον Καποδίστρια».

[11] Λίγη ώρα πριν την εκτέλεση του του «εχαρίσθη ο ακρωτηριασμός» του δεξιού χεριού του, από τον «αδελφόν του υψηλοτάτου θύματος». Τα σχόλια είναι του Σ.Β. Κουγέα « Η διαθήκη του Μαυρομιχάλη».

[12]  «να μην υπανδρευθής», αφήνει τελευταία επιθυμία και εντολή ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης στη σύζυγό του Διαμαντούλα. Και το επαναλαμβάνει πολλές φορές, της θυμίζει τους όρκους της αν ποτέ ερχόταν ο θάνατός του, αλλιώς την απειλεί «θα γίνω βάτος να σε πιάσω… ». Δεύτερο παιδί η γυναίκα του δεν του έκανε. Δεύτερο γάμο όμως έκανε λίγα χρόνια μετά με τον αδελφό του δικηγόρου του τον Χριστόδουλο Κλωνάρη. Μαζί του δεν έκανε παιδιά. Μετά το θάνατό του η Διαμαντούλα το 1849 παντρεύτηκε για τρίτη φορά έναν πολύ νεότερό της  άσημο δάσκαλο. Ο ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου γράφει στην επιφυλλίδα της «Καθημερινής», 24 -6-1949: «Κατά την ώραν του γάμου οίκοθεν ή υπ΄ άλλων αποσταλέντες, μετέβησαν έξωθεν της εν η ετελείτο ο γάμος οικίας, χυδαίοι τινες, οίτινες βωμολοχούντες   έψαλλον: Μια σκουριασμένη κλειδωνιά έχασε το κλειδί της, παντρεύεται η Κλωνάρενα και παίρνει το παιδί της». Πράγματι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγινε από τον Άδη εκδικητής βάτος που έπνιξε στην ανυποληψία της εποχής εκείνης την αγαπημένη του σύζυγο.       

Read Full Post »

Από την Επανάσταση στην Μοναρχία

 


 

Κάθε επανάσταση που οδήγησε στην δημιουργία εθνικού κράτους και μάλιστα οι δυο μεγάλες, όπως η αγγλική και η γαλλική, θεμελιώθηκαν σε ένα μείζονα συμβολισμό: την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας, η οποία συχνά συνοδευόταν με την εκτέλεση του βασιλιά. Στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης έχουμε μια όλως διαφορετική εξέλιξη που κατέληξε στην απόλυτη μοναρχία, κατέληξε κυρίως στην δημιουργία του βασιλικού θεσμού.

Για αυτή την εξέλιξη, που δεν ταίριαζε καθόλου με τα πρότυπα που είχε δημιουργήσει ιδίως η γαλλική επανάσταση, αλλά ούτε με τις αλλεπάλληλες Εθνοσυνελεύσεις και τα τρία Συντάγματα που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, Έλληνες ιστορικοί αλλά και συνάδελφοι από άλλες χώρες που ασχολήθηκαν με την ελληνική ιστορία, επιδίωξαν να δώσουν μια εξήγηση.

Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833

Η ερμηνεία  που επικράτησε τόσο στους Έλληνες ιστορικούς όσο και στους άλλους ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, ήταν αυτούσιο δάνειο από τα πολιτικά συνθήματα τμημάτων των ηγετικών ομάδων των Ελλήνων και άρχισαν να στρέφονται κατά του Όθωνα από το 1836 – 37.

Η ερμηνεία αυτή συνοπτικά υποστηρίζει, πως ο βασιλικός θεσμός που εξέφρασε ο Όθωνας καθώς και το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας ήταν αποκλειστική επιλογή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, επιλογή η οποία είχε ως μοναδικό μέλημα τον έλεγχο των Ελλήνων και του νεοσύστατου κράτους. Η ερμηνεία αυτή είναι υπερβολικά μονοσήμαντη και ιδεολογικά βολική. Ο λόγος είναι ότι φθάνει στο σημείο να εμφανίζει τους Έλληνες, παρότι έχουν κάνει μια επανάσταση, να είναι απλώς χειραγωγούμενοι από τις μεγάλες δυνάμεις, και ακόμη το ελληνικό κράτος να έχει τόσο πολύ σημαντική  θέση ώστε να πρέπει πάση θυσία να ελεγχθεί από τα ισχυρά κράτη.

Αν πάψει κανείς να υιοθετεί την άποψη που είχαν οι άνθρωποι της εποχής για την Μοναρχία, δηλαδή να αντιγράφει τις πηγές παίρνοντας στην ονομαστική τους αξία τις εκτιμήσεις αρκετών Ελλήνων ηγετών της εποχής για την πολιτική τους εξουσία, τότε μπορεί να περιλάβει στις τάσεις διαμόρφωσης του πολιτειακού καθεστώτος  και την εσωτερική δυναμική του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, ξεκινώντας ιδίως από την δεύτερη περίοδο της επανάστασης, την περίοδο της αρχόμενης δυνητικής συντριβής της.

 

Η καμπή της επανάστασης 


 

Όταν εκτεταμένα κοινωνικά στρώματα επαναστατούν, όπως για παράδειγμα τα αστικά και αγροτικά στην Γαλλία, ο συσχετισμός δύναμης  μεταξύ αυτών και της εξουσίας εναντίον της οποίας στρέφονται, μπορεί να είναι υπέρ των επαναστατημένων. Αντίθετα, οι Έλληνες επαναστάτες όταν εξεγέρθηκαν  δεν αποτελούσαν αρχικά παρά μια μικρή ομάδα, συνασπισμό κοινωνικά ετερογενών ελίτ στο πλαίσιο μιας μεγάλης και ισχυρής αυτοκρατορίας.

Η μεγάλη γεωγραφική διασπορά των ελληνικών ηγετικών ομάδων, ιδίως όμως οι μάλλον αδύναμες εσωτερικές κοινωνικές συμμαχίες με τα ευρύτατα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού, οδήγησαν γρήγορα τις ηγετικές ομάδες της επανάστασης στην σύμπηξη ποικίλων προνομιακών σχέσεων με μεγάλες δυνάμεις.

Από το 1825, οπότε η επανάσταση άρχιζε να καταρρέει εμφανώς, οι γνώμες για τις εκδοχές της πολιτειακής συγκρότησης που θα επέτρεπαν να μην χαθούν εντελώς οι επιτυχίες της πρώτης επαναστατικής περιόδου, ήταν πολλές και αντιφατικές. Κάποιοι θυμήθηκαν το σερβικό παράδειγμα και πρότειναν μια μικρή ηγεμονία υπό Ρώσο ή Γάλλο πρίγκιπα, που θα περιοριζόταν λίγο πολύ στα όρια της Πελοποννήσου, άλλοι, σε μια παραλλαγή της προηγουμένης, πρόκριναν μια συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς που θα άφηνε πάλι την Πελοπόννησο ως ημιανεξάρτητο κρατίδιο, άλλοι καλλιεργούσαν την εκδοχή μιας λύσης που θα άφηνε την Πελοπόννησο υπό την κοινή προστασία της Πύλης και μιας μεγάλης δύναμης, και άλλη εφάρμοζαν μια σκέτη συνθηκολόγηση, το «προσκύνημα».

Όλες οι λύσεις που προτείνονταν την περίοδο της ήττας είχαν τα κοινά χαρακτηριστικά ότι συρρίκνωναν δραστικά την επικράτεια που έλεγχε η Διοίκηση, και εξαλείφανε σχεδόν πλήρως το πολιτικό και ιδεολογικό πρόταγμα συγκρότησης ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Σε σχέση με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας αλλά και τους στόχους των πρώτων χρόνων της επανάστασης, όλες σχεδόν οι προτάσεις υποχωρούσαν τόσο, ώστε η επανάσταση να εκπίπτει εκ του αποτελέσματος σε ένα είδος εξέγερσης για την απλή αλλαγή του ηγεμόνα.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Ορισμένους μήνες πριν, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αντιλαμβανόμενος ότι ο ορισμός του Γεωργίου Κάνιγκ, ως Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας κατά το τέλος του 1823, σήμαινε την σταδιακή εγκατάλειψη της δέσμευσης της Μεγάλης Βρετανίας έναντι της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απέστειλε στο νέο Υπουργό επιστολή η οποία συνοπτικά διατύπωνε την ακόλουθη πολιτική πρόταση: σας προσφέρουμε διαρκή συμμαχία, αν σώσετε την ελληνική επανάσταση, υπονοώντας ότι αν δεν ενδιαφερθεί η Μεγάλη Βρετανία, ασφαλώς κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις θα στέρξει σε βοήθεια. Αυτή είναι η πολιτική πρόταση του Φαναριώτη  ριζοσπάστη φιλικού προς την κατεξοχήν φιλελεύθερη δύναμη της εποχής, την οποία αναδιατύπωσαν επί το απλοϊκότερο, εξαναγκασμένοι ή αυτοβούλως, και άλλοι Έλληνες ηγέτες πολλούς μήνες αργότερα και την απέστειλαν ως έκκληση του ελληνικού έθνους προς την Μεγάλη Βρετανία.

Βέβαια, η ελληνική επανάσταση, και πάλι από πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, είχε ήδη τύχει μιας οιονεί διεθνούς αναγνώρισης από τα δυο μικρά δάνεια που είχε εξασφαλίσει το 1822 – 23  στο κέντρο της διεθνούς χρηματαγοράς, στο City, επίσης είχε κυριολεκτικά ξεσηκώσει τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες, είχε ακόμη περιβληθεί  ηρωικό χαρακτήρα, επειδή πολεμούσαν λίγοι ενάντια σε μια ακόμα ισχυρή αυτοκρατορία, που επιπλέον εθεωρείτο η πλέον σκοταδιστική της εποχής της. Αφού στο εσωτερικό μέτωπο ο συσχετισμός είχε καταρρεύσει σε βάρος των Ελλήνων, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος συνέλαβε την ιδέα της αξιοποίησης του ευνοϊκού για τους Έλληνες συσχετισμού στην Ευρώπη.

Σύμβολα, δίκτυα διεθνούς αλληλεγγύης και πολιτικός εκβιασμός στην επιστολή του Φαναριώτη διαφωτιστή διανοούμενου προς τον υπουργό εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, υπονοούσε πως αν δεν ήταν αυτή η δύναμη που θα στήριζε την ελληνική επανάσταση, θα μπορούσε να είναι μια άλλη.

Η στρατηγική αυτή σύλληψη περιλάμβανε και μια ακόμη κίνηση, σχετική με τον εσωτερικό συσχετισμό, αυτή που με την εισβολή του Ιμπραήμ και το Μεσολόγγι στα πρόθυρα της κατάρρευσης  ήταν πολιτικά αναγκαία: την δράση του στρατιωτικού ηγέτη των Ελλήνων, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην Πελοπόννησο ενάντια στους «προσκυνημένους» στον Ιμπραήμ. Η δράση αυτή, με την απόλυτη κάλυψη, αν όχι ευθεία οργάνωση του Ιωάννη Κωλέττη, Γραμματέα τότε του Εκτελεστικού, ανατέθηκε στους Ρουμελιώτες Αρματωλούς και τους Σουλιώτες.

Αυτές οι ομάδες των ενόπλων ανέλαβαν να εκκαθαρίσουν την Πελοπόννησο από τους «προσκυνημένους», να τους τρομάξουν περισσότερο από ότι ο Ιμπραήμ ώστε να επανέλθουν στην υπηρεσία της Εθνικής Διοίκησης. Με αυτές τις κινήσεις πολιτικά γινόταν σαφές προς κάθε κατεύθυνση πως, παρά τις συντριπτικές ήττες που είχε υποστεί ήδη, η ελληνική επαναστατική ηγεσία δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον αρχικό στόχο της, την δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Οι πρώτες νίκες του Γέρου του Μοριά, που κατάφερε με το σύστημα του δεκατισμού του ελληνικού πληθυσμού και των προυχόντων που έλεγχε ο Ιμπραήμ στην κατακτημένη από τους Αιγυπτίους Πελοπόννησο, κατέστησαν τις προθέσεις των Ελλήνων ηγετών σαφέστατες προς κάθε κατεύθυνση, διέγειραν την μουδιασμένη αλληλεγγύη των ευρωπαίων φιλελλήνων.

Η πολιτική σύλληψη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου ήταν, όπως πάντα, μεγάλης στρατηγικής εμβέλειας: πρόσφερε προνομιακή σχέση  κατά προτεραιότητα στην Μεγάλη Βρετανία ή σε όποια  δύναμη θα βοηθούσε τους Έλληνες και ταυτοχρόνως ξεκίνησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μια (απελπισμένη στην πραγματικότητα) αντεπίθεση στην Πελοπόννησο, ελπίζοντας και στην ενεργοποίηση των πιέσεων των ευρωπαίων φιλελλήνων προς τις κυβερνήσεις τους. Ταυτοχρόνως ακύρωνε κάθε πιθανό συμβιβασμό σε σχέση με την μείζονα στόχευση της επανάστασης. Το σχέδιο πέτυχε. Η θετική στροφή της Μεγάλης Βρετανίας, η συμφωνία των τριών μεγάλων δυνάμεων  της εποχής, ακολούθως η συγκρότηση του συμμαχικού στόλου και τέλος η ναυμαχία του Ναβαρίνου.  Αυτή η πορεία αντιστροφής της ήττας των Ελλήνων οδήγησε αργότερα στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους και φυσικά στην ένταξη του ελληνικού κράτους στην Δύση και ως εκ τούτου στην μόνιμη ανάμιξη των Δυτικών στα της Ελλάδας.

 

Ο Κυβερνήτης


 

Ιωάννης Καποδίστριας

Οι Έλληνες λοιπόν άρχισαν οι ίδιοι να συζητούν από το 1824 – 25 την επιλογή ενός σημαίνοντος προσώπου προερχόμενου από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη που θα αναλάμβανε τον ρόλο του ηγεμόνα του αναδυόμενου ελληνικού έθνους. Και αυτό ξεκίνησε από τις δικές τους πολιτικές ανάγκες. Με στόχο να ενοποιήσουν τις άκρως ανταγωνιστικές ελληνικές επαναστατικές ηγεσίες, αλλά και να κατοχυρώσουν τις κατακτήσεις της επανάστασης από τον οξύτατο τοπικιστικό ανταγωνισμό με την κεντρική Διοίκηση.

Ιδίως όμως να ενισχύσουν την πολιτική τους δύναμη έναντι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία παρά τις μέχρι τότε ήττες της διέθετε συντριπτική ισχύ έναντι των Ελλήνων και από το 1825 είχε αρχίσει να συντρίβει, όπως είπαμε, τις επαναστατικές δυνάμεις των Ελλήνων.

Κινήσεις ανεύρεσης ηγεμόνα έγιναν πολλές, προς την Ρωσία και την Γαλλία ιδίως. Ωστόσο, μεταξύ της απολυταρχικής εξουσίας ενός πιθανού ηγεμόνα και της κατανομής των εξουσιών μεταξύ δυο αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών, όπως είχε επικρατήσει στη διάρκεια της επανάστασης , επικράτησε ένας συμβιβασμός.

Στο τελευταίο Σύνταγμα της επανάστασης, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας  που ψηφίστηκε το 1827, καθιερώθηκε ένας μονοπρόσωπος θεσμός, αυτός του Κυβερνήτη. Ο θεσμός αυτός ήταν ενισχυμένος με ειδικές εξουσίες, οι οποίες καταργούσαν το παλαιό Εκτελεστικό και έφθαναν μέχρι και την παράκαμψη του Βουλευτικού. Στόχος του θεσμού αυτού ήταν η ικανοποίηση των νέων πολιτικών αναγκών. Δηλαδή η διακυβέρνηση του αναδυόμενου έθνους, την οποία οι ανταγωνισμοί των πολιτικών ρευμάτων που είχαν διαμορφωθεί κατά την διάρκεια της επανάστασης  είχαν καταστήσει πολιτικά αδύνατη. 

Η επιλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη, εκτός από εξαιρετικά εύστοχη για το εσωτερικό μέτωπο, δήλωνε και την επιδίωξη των ελληνικών ηγετικών ρευμάτων της επανάστασης να εκπροσωπηθούν στις επερχόμενες διεθνείς διαπραγματεύσεις για την αναγνώριση του ελληνικού έθνους από μία προσωπικότητα κύρους.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας από την πλευρά του, παρέκαμψε το Βουλευτικό και τα πολιτικά κόμματα, αλλά διατήρησε την κοινή πολιτική τους στρατηγική: συγκρότηση ενιαίου εθνικού κράτους δυτικού τύπου και ενσωμάτωση των παραδοσιακών τοπικών εξουσιών στην κεντρική Διοίκηση, δηλαδή στο εθνικό κράτος. Και σε χρόνο μηδέν, με τη βοήθεια της  γαλλικής στρατιωτικής αποστολής και πολλών στελεχών της επανάστασης, αναδείχθηκε σε σύμβολο του κράτους αυτού, σε έναν Homme d’ Etat, που ενδιαφερόταν πρωτίστως για την συγκρότηση του κράτους, τον καθορισμό της επικράτειας και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Ο θεσμός του Κυβερνήτη και η έμπρακτη διαχείρισή του από τον Ιωάννη Καποδίστρια, παρότι ήταν ένας συμβιβασμός, καθιέρωνε οριστικά την επικρατέστερη πολιτική επιδίωξη να συγκροτηθεί ενιαίο εθνικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου. Η δολοφονία του τον Σεπτέμβριο του 1831 ήταν μια απλοϊκή  απόπειρα ακύρωσης αυτής της επιδίωξης, από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του παραδοσιακού ένοπλου τοπικισμού. 

 

Η μοναρχία


 

Πορτραίτο του Όθωνα. Έργο του Karl Joseph Stieler.

Η δολοφονία του Καποδίστρια αποστέρησε τους Έλληνες από τον μοναδικό εκπρόσωπο των ελληνικών επιδιώξεων στις μεγάλες δυνάμεις. Και ταυτοχρόνως η παρόξυνση  του  τοπικισμού, και του ανταγωνισμού  των ηγετικών ελληνικών ομάδων, και ο εμφύλιος που ακολούθησε και μετά την αναγνώριση του ελληνικού έθνους το 1832, έθεσαν ξανά με οξύτητα το ζήτημα της διακυβέρνησης των Ελλήνων.

Οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, και ιδίως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολεμώντας τον Καποδίστρια στο όνομα του Συντάγματος, κατέληξαν σε έναν εμφύλιο, αν και όχι γενικευμένο, αλλά αρκετό ώστε να θέσει σε αμφισβήτηση τα θεμελιώδη κεκτημένα της επανάστασης. Δηλαδή, την εθνική επικράτεια που εκκρεμούσε ακόμη να προσδιοριστεί, την πολιτική ανεξαρτησία των Ελλήνων που επίσης εκκρεμούσε να αναγνωριστεί διεθνώς, και το υπό συγκρότηση εθνικό κράτος, την κεντρική διοίκηση, δηλαδή, που έπρεπε  να οικοδομηθεί σχεδόν εξαρχής.

Κοντολογίς, ένα τουλάχιστον χρόνο πριν την επίσημη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, όλα τα επιτεύγματα της επανάστασης μετεωρίζονταν με τις τάσεις εσωτερικής αποσύνθεσης να ενισχύονται. Η επιλογή, συνεπώς, ενός ευρωπαίου πρίγκιπα για την θέση του Έλληνα μονάρχη, του Όθωνα της Βαυαρίας, ο οποίος μάλιστα προερχόταν από ένα βασίλειο υψηλού κύρους με φιλέλληνα βασιλιά, αλλά περιορισμένης πολιτικής δύναμης, υπήρξε ένας ευτυχής συμβιβασμός για όλους.

Οι Έλληνες με τον θεσμό του βασιλιά έλυναν το ζήτημα της διακυβέρνησής τους και διέσωζαν όλες τις θεμελιώδεις κατακτήσεις τους, εκτός από τα πολιτικά δικαιώματα και την συνταγματική διακυβέρνηση. Ενώ οι μεγάλες δυνάμεις με την επιλογή του Όθωνα δεν έχαναν τις δυνατότητες της επιρροής τους στο νέο έθνος.

Η αντιβασιλεία που ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας μέχρι το 1837 ακολούθησε και στην πραγματικότητα απλώς εφάρμοσε την πολιτική του Καποδίστρια. Συγκρότηση κράτους και ενσωμάτωση του συνόλου των τοπικών κοινωνιών που απαρτίζανε την Ελλάδα, αυτοί ήταν συνοπτικά οι στόχοι της Αντιβασιλείας. Και αυτοί οι δυο μείζονες στόχοι εκφράστηκαν με μια σωρεία πολιτικών μέτρων, όπως η συγκρότηση στρατού και χωροφυλακής, δικαστικού συστήματος, οργάνωση εκπαιδευτικού συστήματος, έκδοση εθνικού νομίσματος, ίδρυση μιας ιδιότυπης κεντρικής Τράπεζας κτλ. Η διαφορά είναι ότι σε αντίθεση με τον Καποδίστρια, η Αντιβασιλεία άσκησε αυτή την πολιτική σε ένα πλαίσιο ικανοποιητικής πολιτικής σταθερότητας και με την χρηματική άνεση που της παρείχε το δάνειο της ανεξαρτησίας.

Η Αντιβασιλεία, όπως και ο Καποδίστριας αλλά και αργότερα ο Όθωνας, προσπάθησε και εν πολλοίς κατάφερε να υπερκεράσει τα κόμματα, ενίοτε να συμβιβάσει τις αντιθέσεις τους με την κεντρική εξουσία, οι οποίες ήδη από το 1829 εκφράζονταν με την απαίτηση εφαρμογής του Συντάγματος.

Ο στόχος των συνασπισμένων μεσαίων στελεχών των τριών κομμάτων για Σύνταγμα επιτεύχθηκε, όπως είναι γνωστό με το προνουντσιαμέντο της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.

Φυσικά, οι βασικές αρχές της ισότητας έναντι του Νόμου, των βασικών ελευθεριών και όλες οι θεμελιώδεις αρχές, εκτός από τα πολιτικά δικαιώματα, εφαρμόζονταν ήδη από την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας. Τα πολιτικά δικαιώματα εφαρμόστηκαν εν τέλει για το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού πληθυσμού με το Σύνταγμα του 1844. Ωστόσο, εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι δεν διευκόλυναν την πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Το κύριο αποτέλεσμα της εφαρμογής τους ήταν ότι σχεδόν αμέσως ενσωμάτωσαν την κεντρική εξουσία στο παλαιό δίκτυο των τοπικών κοινωνιών, αποστερώντας έτσι πολύ νωρίς την πολιτική από την σχετική της αυτοτέλεια.

 

Η Βουλή


 

Παρότι η αναθεωρητική Βουλή του 1843 – 44 ήταν αποτέλεσμα της ήττας του Όθωνα έναντι των ριζοσπαστών συνταγματικών της τρικομματικής συμμαχίας, η σύνθεσή της παρά ταύτα φαίνεται ότι ενίσχυσε την Μοναρχία στους πολιτικούς συσχετισμούς. Και οι ευνοϊκοί συσχετισμοί καθόρισαν σε σημαντικό  βαθμό τις επιλογές ως προς τους θεμελιώδεις  προσανατολισμούς της χώρας μέχρι την ανατροπή του Όθωνα. Ευνόησαν συγκεκριμένα την εφαρμογή της μίας από τις δυο βασικές και μεταξύ τους ανταγωνιστικές στρατηγικές για την ανάπτυξη της Ελλάδας, και ό,τι συνεπαγόταν η κάθε στρατηγική για το ρόλο το κράτους.

Ιωάννης Κωλέτης

Η μία στρατηγική, που εξέφραζε ιδίως το αγγλικό κόμμα και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος  ως μετριοπαθής συνταγματικός, επιδίωκε την ταχεία ένταξη των Ελλήνων στο πολιτικό και θεσμικό σύστημα του εθνικού κράτους και το ελληνικό κράτος στη χορεία των δυτικών κρατών. Και για τούτο προέβλεπε την βαθμιαία πολιτική, θεσμική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας στα σύνορα που είχαν αναγνωρίσει οι μεγάλες δυνάμεις. Η άλλη, που εξέφραζε ιδίως το ρωσικό κόμμα και αργότερα ο Ιωάννης Κωλέτης, έθετε ως στρατηγική προτεραιότητα την διεύρυνση της εθνικής επικράτειας που πήρε το σχήμα της μεγάλης ιδέας – αν και το περιεχόμενο αυτής της στρατηγικής απέληξε  πολύ διαφορετικά από ότι ο ίδιος ο Ιωάννης Κωλλέτης είχε συλλάβει. Η Αντιβασιλεία εφάρμοσε συστηματικά την πρώτη επιλογή. Η αλλαγή του προσανατολισμού προς την δεύτερη ξεκίνησε με τον Όθωνα.

Ο νέος βασιλιάς δύο μόλις χρόνια από την ενηλικίωσή του, και την ανάληψη των καθηκόντων του και με αφορμή μία από τις πολλές κρίσεις του ανατολικού ζητήματος το 1839, εξεδήλωσε εμπράκτως τον στρατηγικό προσανατολισμό του. Εφάρμοσε για δύο χρόνια, μέχρι το 1841, ένα σύστημα κυκλικών συμμαχιών με τις δυνάμεις που αποτελούσαν στην εκάστοτε συγκυρία της κρίσης, τον κύριο εχθρό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα στο ίδιο  διάστημα κατάφερε να εξωθήσει σε παραίτηση την μετριοπαθή κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ακυρώνοντας τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που επιδίωκε ο αρχηγός του αγγλικού κόμματος.  

Η αποτυχία στην οποία οδηγήθηκε ο Όθωνας από την Μεγάλη Βρετανία με την λήξη της κρίσης το 1841, δεν τον εμπόδισε αργότερα, με την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου στις αρχές της δεκαετίες του 1850, να ταχθεί με το μέρος της Ρωσίας αποβλέποντας και πάλι στην διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας. Αυτή η δεύτερη απόπειρα του Όθωνα εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας απέληξε σε μία ακόμη μείζονα πολιτική αποτυχία. Και οδήγησε στην κατάληψη του Πειραιά και της Αθήνας από τα στρατεύματα των Γάλλων και των Άγγλων, καθώς και στον προσωρινό έλεγχο της διακυβέρνησης της χώρας.

Αυτή υπήρξε η αρχή του τέλους για τον Όθωνα και την βασιλεία του, η οποία καταλύθηκε οριστικά από μία σειρά αστικών εξεγέρσεων μεταξύ 1861 και 1863. Οι εξεγέρσεις αυτές επέτυχαν όχι απλώς την έξωσή του, αλλά την ανατροπή του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας και την επικράτηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Επρόκειτο για αμιγώς αστικές εξεγέρσεις που στρέφονταν εναντίον ενός καθεστώτος και του βασιλιά, ο οποίος, παρακινημένος από τον κλασικισμό με τον οποίο είχε ανατραφεί, ταυτίστηκε υπερβολικά με κάποιο φανταστικό κλασσικό μεγαλείο της Ελλάδας και ελάχιστα με την κοινωνική και πολιτική της πραγματικότητα.

  

Επίλογος 


 

Οι αστικές ομάδες, μετά τις επιτυχημένες εξεγέρσεις τους κατά το 1861 – 63 και το δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθίδρυσαν, προσέδωσαν μία νέα δυναμική στο ελληνικό εθνικό κράτος και την κοινωνία του, ιδίως στις πόλεις, όπου λίγο πολύ ο ανερχόμενος αστικός πληθυσμός  έλεγχε και τους δημοτικούς θεσμούς.

Συνοπτικά, από το τέλος της δεκαετίας του 1860 διαμορφώθηκε μία νέα πολιτική στρατηγική για το έθνος, σύνθεση μάλλον των δύο παλαιότερων. Ο τυχοδιωκτισμός της Μεγάλης Ιδέας παραμερίστηκε, όχι όμως και η επιδίωξη διεύρυνσης της επικράτειας. Ωστόσο, η επιδίωξη αυτή πραγματοποιόταν με αμιγώς πολιτικά μέσα, που τηρούσαν σχολαστικά τους συσχετισμούς των ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Βαλκανική.

Σε ότι αφορά στην εσωτερική πολιτική, το κύριο περιεχόμενό της, το κέντρο βάρους της, επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη και τον εξορθολογισμό των δομών και της λειτουργίας του κράτους, καθώς και στην ενίσχυση της οικονομικής δυναμικής, ιδίως των ανερχόμενων αστικών ομάδων. Η νέα αυτή δυναμική πολιτικής  και κοινωνικής ανάπτυξης διήρκεσε σχεδόν έως το τέλος του 19ου αιώνα. Και τα πεπραγμένα της όχι μόνο σταθεροποίησαν, αλλά διεύρυναν πολλαπλασιαστικά τον θεμελιώδη στόχο που είχε επικρατήσει μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.       

    

Πέτρος Πιζάνιας

Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας,

Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. 

Ναυπλιακά Ανάλεκτα V, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2004.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)


 

Το Ναύπλιο δεν είναι μόνο μια πανάρχαια πόλη, στην οποία ο Μύθος και η Ιστορία χάνονται στο βάθος του χρόνου, η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους, στους δρόμους της οποίας παίχθηκε η ιστορία του Νέου Ελληνισμού αλλά και μια τραγική και «θανάσιμη» πόλη. Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στις 6.45′ περίπου με το παλιό ημερολόγιο, στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδω­νος δολοφονήθηκε ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.

Πλατεία Σιντριβανίου με το Παλατάκι του Καποδίστρια

Ο κυβερνήτης το πρωινό της αποφράδας εκείνης ημέρας ξεκίνησε για να εκκλησιαστεί, όπως συνήθιζε, στον Άγιο Σπυρίδωνα, προστάτη άγιο της πατρίδας του της Κέρκυρας. Βγήκε από την κυβερνητική κατοικία, το γνωστό παλατάκι, αργότερα κατοικία και του Όθωνα, (που βρισκόταν στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Όθωνα), από την κύρια ανατολική καμαρωτή είσοδο προς την πλατεία Σιντριβανιού, σημερινή πλατεία Τριών Ναυάρχων, φορώντας τη βαθυγάλαζη ρεντικότα, άσπρο παντελόνι και βαθυγάλαζο καπέλο, συνοδευόμενος από τους δυο φρουρούς, τον Γ. Κοζώνη και Α. Λεωνίδα, έστριψε δεξιά και έφθασε στο Μεγάλο Δρόμο (οδό Βασ. Κων/νου), ακολούθησε πορεία προς τα δυτικά και σε λίγο συνάντησε, την σημερινή οδό Αγγέλου Τερζάκη, (πρώην Ε. Σωφρόνη), και έστριψε αριστερά κατευθυνόμενος προς τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Σχέδιο πόλης Ναυπλίου (1834) με την πορεία του Καποδίστρια

Προχώρησε στην οδό Αγγέ­λου Τερζάκη λίγα μέτρα και στην συμβολή των οδών Δ. Πλαπούτα και Αγγέλου Τερζάκη μέσα στο μουχρωμένο πρωινό πάνω στο σταυροδρόμι συνάντησε μπροστά του κακό σημάδι, τους δυο Μαυρομιχαλαίους, Κωνσταντίνο και Γεώργιο ντυμένους με τα καλά τους, φορώντας φουστανέλες, συνοδευόμενους από δυο φρουρούς τον Ι. Καραγιάννη και τον Α. Γεωργίου διότι ήταν υπό επιτήρηση, με τον οπλισμό τους, καινούριες μπιστόλες που είχαν αγοράσει πριν από λίγες μέρες από μαγαζί του Ναυ­πλίου.

Οι Μαυρομιχαλαίοι κατοικούσαν σε μικρή απόσταση ανατολικότερα από τον τόπο συνάντησης στην οδό Γ. Τερτσέτη, πάροδο της οδού Πλαπούτα μεταξύ της πλατείας του Αγίου Γεωργίου και της οδού Αγγέλου Τερζάκη, και είχαν βγει με κακό σκοπό, αναζητώντας πρωΐ – πρωΐ την Κυριακή τον Κυβερνήτη για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον γνωστό μανιάτικο τρόπο για λόγους τιμής. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια

 


  

Στις 8 Οκτωβρίου 1831,* ο μεγάλος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδος του, έπεφτε νεκρός από ελληνικές, δυστυχώς, σφαίρες. Πολλοί έγραψαν για τον τραγικό θάνατο του. Μεταξύ αυτών είνε και ο Ιταλός Τζεκκίνι.

Γιατρός κι αυτός, είχε σπουδάσει στην Ιταλία μαζί με τον Καποδίστρια,  ο οποίος όταν γίνηκε κυβερνήτης, τον κάλεσε κοντά του ως γιατρό του. Ο Τζεκκίνι συνεδέετο στενώτατα με τον κυβερνήτη. Στο πολύτιμο δε, για την ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, βιβλίο του «Εικόνες της Νεωτέρας Ελλάδος» αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη δολοφονία του φίλου του.

Ο Τζεκκίνι πέρασε το βράδυ της εβδόμης Οκτωβρίου – της παραμονής δηλαδή της δολοφονίας – στην Τύρινθα, όπου τον είχαν καλέσει να δη έναν άρρωστο. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε νωρίς – νωρίς για το Ναύπλιο, που απέχει δυο μίλια από την Τύρινθα. Ασυνήθιστη όμως κίνησις επικρατούσε στους εξοχικούς δρόμους και πολλοί άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτούς τρομαγμένοι και λυπημένοι. Ο Τζεκκίνι ρώτησε ένα απ’ αυτούς γνωστό του τι συνέβαινε κι αυτός του απάντησε ότι σκότωσαν το Καποδίστρια.

 

Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου μέσα στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Όσο ο Τζεκκίνι προχωρούσε και σίμωνε στο Ναύπλιο, τόσο τα πλήθη που έφευγαν από την πόλι μεγάλωναν. Πανικός είχε πιάσει όλους τους Ναυπλιώτες κι έτρεχαν να σωθούν στα γειτονικά χωριά. Όταν τέλος έφθασε στην πόλι, βρήκε την πύλη κλεισμένη από στρατό που δεν άφηνε κανένα να περάση.  Αμέσως έτρεξε στο παλάτι του κυβερνήτου, επλησίασε για να κυττάξη , αν τα τραύματά του ήσαν σοβαρά, και είδε ότι ο Καποδίστριας ήταν πια νεκρός.

«Άφησα – γράφει ο Τζεκκίνι – τον σκοτωμένο μεταξύ μερικών στρατηγών του, υπουργών του και γερουσιαστών, οι οποίοι από τη λύπη τους ήσαν άφωνοι σαν τον νεκρό, κι εβγήκα στους δρόμους για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Διέτρεξα όλη την πόλι χωρίς να συναντήσω ψυχή ζωντανή, παρά μερικούς στρατιώτες που έστεκαν σε κάθε γωνιά δρόμου ακίνητοι, σαν αγάλματα, με το τουφέκι έτοιμο, να πυροβολήσουν όποιον θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό.

Νεκρική σιωπή τρόμου βασίλευε σ’ όλην αυτή την έρημο που ωνομάζετο Ναύπλιο. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήσαν  κλειστές και τα παράθυρα κατάκλειστα. Ούτε ένα μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό. Όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή κάποιο κίνημα, κάποια καταστροφή, γιατί ο λαός ήταν χωρισμένος σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, τα πάθη δυνατά και ο κίνδυνος διαρπαγής των περιουσιών μέγιστος. Το κλείσιμο θυρών και παραθυριών έγινε πρώτα αυθόρμητο από το λαό, έπειτα όμως κι’ η κυβέρνησι έβγαλε προκήρυξι να μείνουν όλα κατάκλειστα. Μονάχα στους στρατώνες επικρατούσε ζωή και κίνησι, και μάλιστα υπερβολική.  Ξαναγύρισα στο Παλάτι του κυβερνήτη, όπου έμαθα από τους φρουρούς πως σκοτώθηκε ο Καποδίστριας».

Και ο Τζεκκίνι διηγείται παρακάτω την ιστορία της δολοφονίας. Μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι, πριν φύγει ο Καποδίστριας  από το σπίτι του για να πάη στην εκκλησία του Aγίου Σπυρίδωνος, έξω από την οποία σκοτώθηκε, ένα αγαπημένο σκυλάκι του τριγύριζε ανήσυχο γύρω από τα πόδια του, γαύγιζε και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγη. Επέμενε μάλιστα τόσο το πιστό ζώο, ώστε ο Καποδίστριας αναγκάσθηκε να το διώξη επανειλημμένως μέσα από τα πόδια του.

Όταν σίμωσε στην εκκλησία, ο Καποδίστριας διέκρινε απέξω το Γιώργη και Κωνσταντή, παιδιά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και σταμάτησε για μια στιγμή, αλλά αμέσως εξακολούθησε το δρόμο του. Μέσα στην εκκλησία δεν ήσαν παρά 4 – 5 γυναίκες.

Όταν ο Καποδίστριας έφθασε σιμά τους, οι δυο Μαυρομιχαλαίοι έβγαλαν το καπέλλο τους. Ο Καποδίστριας έβγαλε κι αυτός το καπέλλο του κι εχαιρέτησε πρώτα το Γιώργη κι έπειτα γύρισε να χαιρετίσει και τον Κωσταντή. Μα την ίδια  στιγμή ο Γιώργης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Το πιστόλι όμως δεν πήρε φωτιά. Τράβηξε τότε ένα άλλο πιστόλι, πυροβόλησε και τον πλήγωσε στον δεξί κρόταφο. Η σφαίρα βγαίνοντας έσπασε το αριστερό μέρος το μετώπου. Συγχρόνως, την ίδια στιγμή, ο Κωσταντής του κάρφωσε το μαχαίρι του  στην κοιλιά. Αμέσως ο Καποδίστριας σωριάστηκε αναίσθητος καταγής.

«Τόσο ήσαν ξαφνικά τα χτυπήματα τους, ώστε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι ο κυβερνήτης δεν άκουσε ούτε τον ήχο της πιστολιάς, ούτε ένιωσε τον πόνο της μαχαιριάς», λέει ο Τζεκκίνι, υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος επήλθε ακαριαίος.

Οι δυο ακόλουθοι του Καποδίστρια τράβηξαν αμέσως τα πιστόλια των κι επυροβόλησαν. Αλλά κανένα από τα δυο δεν πήρε φωτιά. Η τρίτη όμως σφαίρα, που έρριξε κατά των δολοφόνων  ένας κουλοχέρης Κρητικός, (ο οποίος μολονότι είχε μόνο ένα χέρι, ήταν ο καλύτερος μπιλιαρδιστής στην Ελλάδα) χτύπησε τόσο καλά τον Κωσταντή, ώστε του πέρασε η σφαίρα πέρα – πέρα το θώρακα.

Μ’ όλη τη βαρειά λαβωματιά ο Κωσταντής  έτρεξε σε μια πόρτα και παρακάλεσε να του ανοίξουν. Αλλά δεν του άνοιξαν κι έτσι αναγκάσθηκε να τραπή εις φυγήν, ενώ πλήθος λαού τον κυνηγούσε. Όταν ο λαός τον έφθασε, τον βρήκε κατά γης να πλέει στο αίμα του. Την ώρα δε που το πλήθος τον χτυπούσε με τα μαχαίρια του και τον κομμάτιαζε, πριν ξεψυχίσει ο Κωσταντής είπε:

-Κάμετε μου ό,τι θέλετε αλλά ο τύραννος πέθανε!

Το πτώμα το έσυραν στο στρατώνα που ήταν στην πλατεία του Πλατάνου. Ο Τζεκκίνι το πλησίασε, το είδε και με θαυμασμό περιγράφει το λεβέντικο κορμί του:

«Ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες της Ελλάδος τόσο για το αθλητικό κορμί του, όσο και για το πρόσωπο που έμοιαζε  σαν του Απόλλωνα. Τα σγουρά, ξανθά μακρυά μαλλιά του που έφθαναν ως τον ώμο του, ήσαν γεμάτα αίματα και χώματα».

Ο Τζεκκίνι πήγε κατόπιν στο εστιατόριο του Ρούσου, το καλύτερο του Ναυπλίου, όπου τις άλλες ημέρες συγκεντρωνόταν τόσο πλήθος ώστε δεν εύρισκε κανείς θέσι να καθήση. Την ημέρα όμως εκείνη ο Τζεκκίνι ήταν μονάχος με τον ξενοδόχο κι ενώ ήταν μεσημέρι έτρωγε με φως, γιατί οι πόρτες και τα παράθυρα ήσαν κατάκλειστα. Σε μια στιγμή άκουσε απ’ έξω οχλοβοή και θόρυβο. Τότε ο ξενοδόχος του είπε:

-«Ξέσπασε η επαναάστασι!».

Ο Τζεκκίνι κοίταξε από το παράθυρο κι είδε πλήθη λαού να σέρνουν στους δρόμους το πτώμα του Κωσταντή Μαυρομιχάλη με βρισιές και με κατάρες. Άλλοι τον έσπρωχναν με τις ομπρέλες των (γιατί ψιχάλιζε), άλλοι το κλωτσούσαν με τα πόδια, άλλοι το έφτυναν, άλλοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες. Ο Τζεκκίνι μάλιστα είδε  με τα μάτια του κάποιον απ’ το πλήθος που άρπαξε το χέρι του σκοτωμένου και  του το δάγκασε με λύσσα.

Τέλος, έπειτα από πολλή ώρα το πέταξαν στη θάλασσα. Τη νύχτα, από το Ίτς- Καλέ, ο Τζεκκίνι, κάτω από το φως του φεγγαριού, διέκρινε το πτώμα του Κωνσταντή να δέρνεται από τα κύματα, να χτυπά στ’ ακρογιάλι και να ξανατραβά για την ανοιχτή θάλασσα.  

Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, αφού δολοφόνησε τον Καποδίστρια, έτρεξε να καταφύγει στο σπίτι του πρεσβευτού της Γαλλίας Ρουέν, αλλ’ όπως ήταν ζαλισμένος από το έγκλημα, έκαμε λάθος και μπήκε στο γειτονικό σπίτι, όπου κατοικούσε ένας Γάλλος συνταγματάρχης του πυροβολικού. Ανέβηκε τις σκάλες, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τον βρήκε στο κρεββάτι   με τη γυναίκα του. Δείχνοντας του το πιστόλι, χαρούμενος του είπε: – Τον σκοτώσαμε!…  – νομίζοντας ότι ήταν μπροστά στον πρεσβευτή της Γαλλίας και ότι θα τον ευχαριστούσε η είδησις αυτή, γιατί η Γαλλία πολεμούσε τον Καποδίστρια ως ρωσόφιλο.

Μόλις τ’ αντρόγυνο άκουσε τα λόγια αυτά, πήδηξε τρομαγμένο από το κρεββάτι και κατέφυγε στη Γαλλική πρεσβεία, όπου βρήκε  πάλι το Γιώργη Μαυρομιχάλη, ο οποίος εντωμεταξύ είχε πηδήσει από το παράθυρο και από την αυλή μπήκε στη Γαλλική πρεσβεία, που του έδωσε καταφύγιο.  Μόλις ο λαός έμαθε ότι ο δολοφόνος κρυβόταν στη Γαλλική πρεσβεία, αγριεμένος  έτρεξε εκεί ζητώντας από τον πρεσβευτή να του τον παραδώση.

Αλλά ο πρέσβυς αρνήθηκε με την πιο μεγάλη αναίδεια. Το πλήθος τότε αγρίεψε σε βαθμό επικίνδυνο. Τότε ευτυχώς, επενέβη ο συνταγματάρχης Αλμέϊδα,  πορτογαλικής καταγωγής, ο οποίος προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην επαναστατημένη Ελλάδα, και ήταν στρατιωτικός  διοικητής Ναυπλίου.

Παρουσιάσθηκε στο Γάλλο πρεσβευτή Ρουέν και του εξήγησε το δίκαιο θυμό του λαού και τον κίνδυνο που απειλούσε κι αυτή ακόμη τη ζωή του πρεσβευτού από ένα θεριωμένο ασκέρι. Ο πρέσβυς κατάλαβε τότε τι τον περίμενε και δέχτηκε την πρόταση του Αλμέϊδα, δηλαδή να παραδώση σ’ αυτόν το δολοφόνο, ο δε Αλμέϊδα, του εγγυήθηκε ότι ο λαός δε θα τον αγγίξη, αλλά θα τον δικάση το νόμιμο δικαστήριο.  Κι έτσι, κρυφά ο δολοφόνος παραδώθηκε στον Αλμέϊδα, ο οποίος τον έκλεισε μέσα στο Παλαμήδι.

Ο Τζεκκίνι επαινεί τη διπλωματική ικανότητα του Αλμέϊδα, χωρίς την επέμβαση του οποίου ο λαός θα έκαιγε τη Γαλλική πρεσβεία και θα εδημιουργούντο θλιβερά επεισόδια.

Ο Τζεκκίνι μαζύ με άλλους γιατρούς έκαμε την εξέταση του πτώματος του Καποδίστρια και υπέβαλαν την έκθεσί των στην νέα κυβέρνηση, που απετελείτο από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ανδρέα Μεταξά, Ι. Κωλλέτη, Ανδρέα Ζαΐμη και Δημ. Βουδούρη.

Ο νεκρός τοποθετήθηκε στη Μητρόπολι, όπου πήγε ο λαός συγκινημένος και τον προσκύνησε. Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπέστατη. Σε είκοσι θαυμάσια προσκέφαλα που τα κρατούσαν γερουσιασταί,  βρισκόντουσαν τα παράσημα του κυβερνήτου. Έπειτα  ακολούθησαν οι υπουργοί, οι πρέσβεις, οι αρχές, ο στρατός, καθώς και τα αγήματα και οι στρατιώτες των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Όλο το Ναύπλιο ακολουθούσε τον αγαπημένο του νεκρό με καταφανή θλίψι. Μουσικές των ξένων στόλων έπαιζαν πένθιμα εμβατήρια, ενώ τα κανόνια των καραβιών και του Κάστρου βροντούσαν… Όλα τα παράθυρα ήσαν στολισμένα με πένθιμα χαλιά. Ακόμα κι οι εχθροί του Καποδίστρια δεν έλειψαν από την εκδήλωσι αυτή του πόνου.

Τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1832 ο νεκρός μετεφέρθη σ’ ένα ρωσικό πολεμικό, το οποίο μετέφερε το πτώμα του αδικοσκοτωμένου πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας στο ωραίο του νησί, την Κέρκυρα για να ταφεί εκεί.

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου) 

* Ως ημερομηνία θανάτου του Κυβερνήτη αναφέρεται στο κείμενο η 8η Οκτωβρίου 1831.   Κατ’ άλλους και μάλιστα κατά τον Κων/νο Τσάτσο η 27η Σεπτεμβρίου 1831. Ίσως οι διαφορετικές ημερομηνίες προκύπτουν λόγω παλαιού και νέου ημερολογίου.   

Κώστας Καιροφύλας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος V, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 2004.  

Read Full Post »

Εθνοσυνέλευση Δ΄ (Άργος, 11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) 


 

Τα γεγονότα πριν από την Εθνοσυνέλευση

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έφτασε στο Ναύπλιο με το αγγλικό πολεμικό Γουωρσπάιτ στις 6 Ιανουαρίου 1828, για να καταλήξει στην Αίγινα στις 11 του ίδιου μήνα, είχε δώσει από την αρχή την υπόσχεση ότι εντός του Απριλίου 1828 θα λογοδοτούσε για τα μέχρι τότε πεπραγμένα του ενώπιον εθνικής συνέλευσης. Εν τούτοις, απέφυγε να τηρήσει την υπόσχεσή του, γιατί πίστευε ότι έπρεπε ν’ αγωνιστεί πρωτίστως για την οργάνωση κράτους και να δώσει μάχη στον διπλωματικό τομέα. Εξάλλου, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Και κατά συνέπεια, δεν ήταν εφικτή η διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη πληρεξουσίων ενόψει της τέταρτης κατά σειρά εθνοσυνέλευσης.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne. Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Κυρίως για το λόγο αυτό εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια σε βάρος του. Τελικά, η πίεση τον ανάγκασε να ζητήσει από το Πανελλήνιο –27 μέλη, που ασκούσαν μαζί του τη νομοθετική εξουσία– να συντάξει νόμο περί εκλογής πληρεξουσίων. Όμως, ο Καποδίστριας δε συμφώνησε με το νομοσχέδιο του Πανελληνίου και θέλησε να δημοσιεύει άλλο εκλογικό νόμο με προσωπική του ευθύνη. Τότε ο Γραμματέας της Επικρατείας (πρωθυπουργός) Σπυρ. Τρικούπης διαφώνησε και παραιτήθηκε. Μετά από λίγες μέρες διόρισε σ’ αυτή τη θέση το Νικ. Σπηλιάδη. Οι πληρεξούσιοι για την εθνοσυνέλευση, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ύστερα από εκλογές, κατέφθασαν στο Άργος τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 1829, συνολικά 236. Από αυτούς 81 αντιπροσώπευαν την Πελοπόννησο, 56 τη Στερεά Ελλάδα, 16 τη Βόρεια Ελλάδα, 41 τα νησιά, 4 την Εύβοια και 38 τη Σάμο, Χίο και Κρήτη.

Στις εργασίες συμμετείχαν ως πληρεξούσιοι από το Άργος ο Δημ. Τσώκρης και ο Δημ. Περούκας.

 

Η συνέλευση

Πριν από τις εργασίες έγινε δοξολογία από τον πρώην Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Άνθιμο Κομνηνό στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άργους, παρόντος και του Ι. Καποδίστρια, και οι πληρεξούσιοι έδωσαν τον εξής όρκο:

 

«Ορκίζομαι εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της Πατρίδος, μήτε να προβάλω μήτε να ψηφίσω τι εναντίον των συμφερόντων του Έθνους, κινούμενος από ιδιοτέλεια ή πάθος, να μην αποβλέπω εις πρόσωπον, και να μην παραβλέπω το νόμιμον και το δίκαιον».

 

Η σφραγίδα της Τέταρτης Εθνοσυνέλευσης, Άργος, 1829

Κατόπιν πορεύθηκαν στο αρχαίο θέατρο Άργους, που είχε διασκευάσει ειδικά για το σκοπό αυτό ο Θ. Κολοκοτρώνης. Η προκαταρκτική συνεδρίαση έγινε την ίδια μέρα (11 Ιουλίου) με Πρόεδρο τον πιο ηλικιωμένο Γεώργιο Σισίνη. Ο Ι. Καποδίστριας προσφώνησε τους παρισταμένους με λίγα λόγια και στη συνέχεια ο Γραμματέας της Επικρατείας Νικ. Σπηλιάδης ανέγνωσε από χειρόγραφο μακροσκελέστατη έκθεση του Κυβερνήτη, η οποία αναφερόταν σε όλες τις ενέργειες και τα επιτεύγματά του στον πολεμικό, πολιτικό και διπλωματικό τομέα από τότε που πληροφορήθηκε στο εξωτερικό για την εκλογή του από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ως κυβερνήτη του έθνους έως την ημέρα εκείνη. Η έκθεση τελείωνε στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα στο άμεσο μέλλον.

Οι κανονικές εργασίες της εθνοσυνέλευσης άρχισαν την επομένη, αφού οι σύνεδροι εξέλεξαν Πρόεδρο τον Γ. Σισίνη και Γραμματείς τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό και Νικ. Χρυσόγελο. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 20 συνεδρίες από 12 Ιουλίου έως 5 Αυγούστου. Στη δεύτερη συνεδρία (13 Ιουλίου) συστάθηκε επταμελής Επιτροπή για τις επαφές των πληρεξουσίων με τον Κυβερνήτη και άλλη μία πενταμελής «επί των αναφορών». Η συνέλευση στην ουσία ενέκρινε τα σχέδια ψηφισμάτων που συντάσσονταν από τον Κυβερνήτη και μεταβιβάζονταν στους συνέδρους από την επταμελή επιτροπή, η οποία είχε λάβει την εντολή να σχεδιάζει τα ψηφίσματα με τις οδηγίες του Κυβερνήτη. «Τούτων ούτως εχόντων – σημειώνει ο Σπυρ. Τρικούπης στην ιστορία του – επανελάμβανον προσφυώς οι αστειότεροι των πληρεξουσίων το «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»».

 

Το έργο της Εθνοσυνέλευσης

 

Τα σημαντικότερα από τα θέματα, με τα οποία ασχολήθηκε η Εθνοσυνέλευση, ήταν σε γενικές γραμμές τα εξής:

  • Εγκρίθηκαν 13 ψηφίσματα, που αναφέρονταν στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης.
  • Εγκρίθηκε η εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια.
  • Εξουσιοδοτήθηκε ο Κυβερνήτης να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις του με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την αναγνώριση ελεύθερου και ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
  • Στη θέση του Πανελληνίου, το οποίο αυτοδίκαια είχε καταργηθεί, συστάθηκε 27μελής Γερουσία. Τους 21 από τους 27 Γερουσιαστές θα επέλεγε ο Κυβερνήτης από τριπλάσιο αριθμό υποψηφίων που θα του υποδείκνυε η Συνέλευση, ενώ τους υπόλοιπους έξι θα όριζε μόνος του. Αποστολή της Γερουσίας ήταν μόνο να γνωμοδοτεί για όλα τα μη διοικητικής φύσεως ψηφίσματα.
  • Καθορίστηκαν οι βάσεις για την αναθεώρηση του συντάγματος.
  • Εγκρίθηκαν ψηφίσματα για την τακτοποίηση οικονομικών θεμάτων (προϋπολογισμό ενός έτους, σχέδια για την απόσβεση δανείων, θέματα για την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα και για το «Γενικόν Φροντιστήριον» κ.ά.).
  • Εγκρίθηκε ψήφισμα για την αγορά πλοίων και τη συγκρότηση εθνικού στόλου.
  • Εγκρίθηκε ψήφισμα για την κοπή εθνικού νομίσματος με μονάδα τον Φοίνικα, υποδιαιρούμενο σε 100 λεπτά.
  • Ψηφίστηκε ετήσια επιχορήγηση 180.000 φοινίκων για τον Καποδίστρια – ύστερα από έγγραφη αίτηση του Κολοκοτρώνη-, την οποία όμως ο Κυβερνήτης αρνήθηκε να δεχθεί.
  • Απαγορεύτηκε η εξαγωγή αρχαιοτήτων από τη χώρα.
  • Θεσπίστηκαν μέτρα για την εξασφάλιση πόρων με σκοπό τη βελτίωση του κλήρου, του ορφανοτροφείου Αίγινας και της παιδείας.
  • Ψηφίστηκε νόμος για την εκδίκαση των υποθέσεων από τα δικαστήρια κ.ά.π.

Στις 6 Αυγούστου έληξαν πανηγυρικά οι εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, παρουσία και πάλι του Καποδίστρια, ο οποίος χαιρέτισε τους συνέδρους. Επίσης, απηύθυνε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, την οποία διάβασε ο Γραμματέας της Επικρατείας.

 

Πολιτική σημασία – συμπεράσματα

Με τις εργασίες της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης εγκρίθηκε η μέχρι τότε πολιτική του Ι. Καποδίστρια και τέθηκαν οι βάσεις για τη νέα οργάνωση του κράτους. Η άσκηση των εξουσιών και η μορφή του κράτους είχαν προσαρμοστεί στις τότε δυνατότητες και ανάγκες του έθνους. Όμως, οι πολλές αρμοδιότητες του Κυβερνήτη, η πρόσληψη Επτανησίων σε σημαντικές δημόσιες θέσεις, ο διορισμός των αδελφών του Αυγουστίνου και Βιάρου σε υψηλά αξιώματα, καθώς επίσης και ο παραγκωνισμός των προκρίτων, τροφοδότησαν τη συνεχώς αυξανόμενη αντιπολιτευτική διάθεση.

Ο συγκεντρωτισμός και η αυταρχικότητα του Ι. Καποδίστρια – μολονότι οι προθέσεις του ήταν αγνές και αποσκοπούσαν στην οργάνωση του κράτους – ώθησαν ακόμη πολλούς φιλελεύθερους προς την αντιπολίτευση, που μέχρι τότε την αποτελούσαν κυρίως οι μεγαλονοικοκυραίοι της Ύδρας και πολλοί πρόκριτοι. Η μεγάλη πολιτική νίκη, την οποία είχε κερδίσει ο Ι. Καποδίστριας το καλοκαίρι 1829 στο Άργος, προκάλεσε σύντομα μία ισχυρή και συνεχώς εντεινόμενη αντιπολίτευση μέχρι τη δολοφονία του.

 

Πηγές


 

  • «Πρακτικά της εν Άργει Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», Εν Αιγίνη, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, 1829.
  •  Οδυσσέα Κουμαδωράκη, «Άργος το πολυδίψιον» Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.

Read Full Post »

Older Posts »