Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μαυροβούνιο’

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) – Χερσαίες Επιχειρήσεις


 

Αντίπαλοι: Συμμαχία Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου – Τουρκιά

Μάχες: Σαρανταπόρου, Γιαννιτσών, Μπιζανίου – Ιωαννίνων

 

Εισαγωγή

 

Οι πόλεμοι που διεξήχθηκαν μεταξύ των ετών 1912-1913 έμειναν γνωστοί στην ιστορία με την ονομασία Βαλκανικοί.

Ο επονομαζόμενος Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) έφερε αντιμέτωπη την Οθωμανική Αυτοκρατορία με την τετραπλή συμμαχία [1] της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου [2].

Μετά την απελευθέρωση των χριστιανικών κρατών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτά έδειξαν άμεσο ενδιαφέρον στην κρατική τους οργάνωση και ανασυγκρότηση. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισαν να αναπτύσσουν και σημαντική δραστηριότητα για τη βελτίωση της κατάστασης των υπόδουλων ακόμη ομοεθνών τους και τις συνθήκες για τη μελλοντική εδαφική διεκδίκηση στα τουρκοκρατούμενα εδάφη.

Η Ελλάδα είχε αναμφίβολα ισχυρούς και αδιαφιλονίκητους ιστορικούς τίτλους στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που ήταν αναπόσπαστα εδάφη της και στα οποία ζούσε συμπαγές και πολυπληθές ελληνικό στοιχείο, που διακρίνονταν για το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο, την πρόοδο και την οικονομική του ανάπτυξη.

Οι πρώτες προσπάθειες που έγιναν στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, είχαν ατυχή έκβαση. Ταυτόχρονα, η δράση των Βουλγάρων για τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και η σερβική και ρουμανική προπαγάνδα, για τη διεκδίκηση εδαφών εντάθηκε. Ο συνδυασμός των παραπάνω γεγονότων ώθησε τους Έλληνες ιθύνοντες να κατανοήσουν την ανάγκη να ληφθούν μέτρα για τη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας και τη διευθέτηση των εθνικών θεμάτων.

 

Τα Βαλκάνια πριν από τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο.

 

Από το 1904 λοιπόν εκδηλώνεται έντονα ο ελληνικός αντιπερισπασμός με το Μακεδονικό Αγώνα από δοκιμασμένους αρχηγούς, αξιωματικούς και ιδιώτες που εισήλθαν στη Μακεδονία για να αγωνιστούν για την ελληνικότητα της περιοχής. Ο αγώνας που συνεχίστηκε μέχρι το 1908 ήταν σκληρός αλλά απέφερε σημαντικά εθνικά οφέλη.

Το 1908 με το ξέσπασμα του κινήματος τον Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη οι ελπίδες των χριστιανικών κρατών για καλύτερη διαβίωση των υπόδουλων ομοεθνών αναπτερώθηκαν. Η πορεία ωστόσο του κινήματος διέψευσε κάθε προσδοκία και οδήγησε σε ακόμη εντονότερους διωγμούς, κυρίως των Ελλήνων οι οποίοι και διατηρούσαν την πνευματική υπεροχή.

Η Ελλάδα, όμως, δεν κάμφθηκε από αυτά τα γεγονότα αλλά αντίθετα οργάνωνε το Στρατό της και ξεκίνησε διπλωματικές προσπάθειες για συμμαχία των βαλκανικών χριστιανικών κρατών. Τα υπόλοιπα κράτη έχοντας συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο από τον σωβινισμό των Νεότουρκων αισθάνθηκαν την ανάγκη της συνεργασίας και έτσι στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου [3] του 1912 υπογράφηκε στη Σόφια Συνθήκη φιλίας και συμμαχίας μεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Η Συνθήκη προέβλεπε την αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή για την εξασφάλιση της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των δύο κρατών, αλλά και τη δυνατότητα ένοπλης επέμβασης κατά της Τουρκίας καθώς επίσης και τη διανομή των απελευθερούμενων εδαφών σε περίπτωση επιτυχούς πολέμου εναντίον της Τουρκίας [4]. Στις 29 Απριλίου/12 Μαΐου του 1912 υπογράφηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ των δύο συμμάχων και λίγο αργότερα στις 19 Ιουνίου/2 Ιουλίου του 1912 συμπληρωματική στρατιωτική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν η στρατιωτική δράση της κάθε χώρας σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία.

Χάρτης Συμμαχικών Δυνάμεων.

Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις της Βουλγαρίας με την Ελλάδα αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες λόγω των εδαφικών διεκδικήσεων της πρώτης στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα αποφάσισε τελικά να υπογράψει αμυντική συνθήκη με τη Βουλγαρία χωρίς, όμως, να γίνεται σε αυτήν καμία απολύτως μνεία για την τύχη των απελευθερούμενων εδαφών [5]. Στις 16/29 Μαΐου λοιπόν, υπογράφεται στη Σόφια συνθήκη αμυντικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας η οποία ήταν τριετούς ισχύος και προέβλεπε αμοιβαία συνδρομή και υποστήριξη σε περίπτωση προσβολής μίας εκ των δύο χωρών από την Τουρκία. Τρεις μήνες αργότερα και λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου στις 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου του 1912 υπογράφηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ των δύο χωρών.

Με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο η Ελλάδα δε σύναψε καμία συνθήκη ή στρατιωτική σύμβαση. Μόνο όταν άρχισε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας οι δύο χώρες αποφάσισαν να αποστείλουν αντίστοιχα αντιπροσώπους στα γενικά στρατηγεία τους για το συντονισμό των επιχειρήσεων. Αντίθετα, το Μαυροβούνιο υπέγραψε το Σεπτέμβριο του 1912 συμφωνία με τη Σερβία που κυρίως απέβλεπε στον καθορισμό του τρόπου διεξαγωγής των επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας. Έτσι, τα τέσσερα χριστιανικά βαλκανικά κράτη αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο βρέθηκαν στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι σφαγές Χριστιανών που οργανώθηκαν από τις τουρκικές αρχές, οι κατασχέσεις πολεμικού υλικού και τα καθημερινά επεισόδια στις συνοριακές γραμμές αποτέλεσαν την αφορμή για την κήρυξη της επιστράτευσης στα κράτη της Συμμαχίας. Πρώτη η Βουλγαρία αποφάσισε στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1912, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη της Σερβίας, να κηρύξει επιστράτευση. Η Ελλάδα ακολούθησε και το σχετικό διάταγμα της γενικής επιστράτευσης υπογράφηκε τα μεσάνυχτα της 17ης/30ης Σεπτεμβρίου προς 18ης Σεπτεμβρίου/1ης Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα με την Ελλάδα κινητοποιήθηκε και το Μαυροβούνιο, το οποίο επτά ημέρες αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου, λαμβάνοντας την πρωτοβουλία κήρυξε πρώτο τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μετά τις συνεχείς αρνήσεις της Τουρκίας να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της στις 4/17 Οκτωβρίου. Η Τουρκία προσπάθησε να προσεγγίσει διπλωματικά την Ελλάδα φοβoύμεvn ότι με τη συμμετοχή της στον πόλεμο οι γραμμές ανεφοδιασμού της μέσω θαλάσσης θα ήταν αποκλεισμένες. Παραχωρώντας λοιπόν στην Ελλάδα εδάφη στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η Κρήτη, τα Ιωάννινα και το Μέτσοβο προσπάθησε να κερδίσει τουλάχιστον την ουδετερότητά της. Η Ελλάδα δεν ενέδωσε και κήρυξε στις 5/18 Οκτωβρίου και αυτή τον πόλεμο κατά της Τουρκίας [6].

 

Οι Στρατιωτικές Δυνάμεις των Συμμάχων και της Τουρκιάς

 

Οι ελληνικές δυνάμεις μετά την επιστράτευση αποτελούνταν από 7 Μεραρχίες, 1 Ταξιαρχία Ιππικού, 31 Πυροβολαρχίες και 2 αποσπάσματα ευζώνων (υπό τον Συνταγματάρχη Γεννάδη και τον Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο) αριθμώντας συνολικά 100.000 οπλίτες, 1.658 αξιωματικούς και 1.000 έφιππους [7] στις οποίες προστέθηκε και η VIII Μεραρχία που συγκροτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1912 στην Ήπειρο, από τις εκεί δυνάμεις, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των οπλιτών στις 129.000. Επίσης, η Ελλάδα διέθετε και στολίσκο 4 αεροπλάνων [8].

Συνολικά, η δύναμη των συμμάχων ανερχόταν σε 684.000 οπλίτες, 9.000 έφιππους και 1.530 πυροβόλα [9].

Αντίστοιχα, η δύναμη των Τούρκων αριθμούσε 340.000 οπλίτες, 6.000 έφιππους και 850 πυροβόλα. Η αναλογία λοιπόν των δυνάμεων των συμμάχων προς των αντίστοιχων τουρκικών ήταν περίπου 2:1 για το πεζικό και τη δύναμη των πυροβόλων και 3:2 για το ιππικό.

 

Η Μάχη στο Σαραντάπορο (Λάρισας)

 

Στις 5/18 Οκτωβρίου, την 1η ημέρα του πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα πέρασαν την ελληνοτουρκική μεθόριο απωθώντας αρχικά τα τουρκικά στρατεύματα των συνοριακών φυλακίων και στη συνέχεια, στις 6/19 Οκτωβρίου, τα εχθρικά στρατεύματα που ήταν εγκατεστημένα στην Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Από τις 7/20 Οκτωβρίου, ο Στρατός Θεσσαλίας άρχισε την προέλαση του προς τον Βορρά για να συναντήσει τον κεντρικό όγκο των τουρκικών δυνάμεων που ήταν εγκατεστημένες στις οχυρές τοποθεσίες του Σαρανταπόρου και των Λαζαράδων – Βογγόπετρας [10].

Η τοποθεσία Σαρανταπόρου είχε επιλεγεί από την Οθωμανική Διοίκηση εξαιτίας της φυσικής της οχύρωσης και του εύρους των πεδίων βολής που προσέφερε. Είναι επίσης περιοχή ορεινή και δύσβατη και η κίνηση σε αυτή γίνεται με μεγάλη δυσκολία [11].

To βασικό σχέδιο των Τούρκων ήταν να εμποδίσουν την προέλαση του ελληνικού στρατού προς το Βορρά αμυνόμενοι σταθερό και υπερασπίζοντας αυτά τα δύο οχυρά με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων της περιοχής. Αντίστοιχα, το σχέδιο του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε ανοιχτή κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των αμυνόμενων δυνάμεων στα στενά του Σαραντοπόρου με ταυτόχρονη υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα. Η όλη ενέργεια θα συνδυαζόταν με κυκλωτική κίνηση μέσω της περιοχής των Λαζαράδων προς την Κοζάνη [12].

 

Η μεγάλη μάχη του Σαρανταπόρου, 10 Οκτωβρίου 1912. Λαϊκή εικόνα εποχής.

 

Οι επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων ξεκίνησαν την 9η/22α Οκτωβρίου του 1912. Η I, η II, και η III μεραρχία κινήθηκαν κατά μέτωπο προς τις εχθρικές δυνάμεις στα στενό του Σαραντοπόρου. Αρχικά, η πρόοδος των ελληνικών στρατευμάτων ήταν μικρή εξαιτίας της δυσβατότητας του εδάφους και της δυσκολίας υποστήριξης από το Ελληνικό Πυροβολικό. Από το μεσημέρι και έπειτα, όμως, το Πυροβολικό κατόρθωσε επιτέλους να ταχθεί και να ανοίξει πυρ κατά των τουρκικών θέσεων, με αποτέλεσμα ο αγώνας να λάβει ευνοϊκότερη εξέλιξη για τις ελληνικές δυνάμεις. Μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες οι 3 Μεραρχίες είχαν πλησιάσει την τουρκική γραμμή και είχαν εγκαταστήσει τμήματα ασφαλείας ώστε να διανυκτερεύσουν. Τις βραδινές ώρες ο αγώνας διακόπηκε. Οι Τούρκοι κατείχαν ακόμη τις κύριες γραμμές άμυνάς τους προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση. Η κατάσταση γινόταν ακόμη δυσχερέστερη λόγω της ισχυρής βροχόπτωσης στην περιοχή.

Την ίδια μέρα κατά τη διάρκεια των επιθετικών ενεργειών των υπόλοιπων μεραρχιών, η IV μεραρχία, με βάση τις οδηγίες και τη διαταγή επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου έλαβε ως μοναδικό σκοπό την υπερκέραση των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή των στενών του Σαραντοπόρου από αριστερά και την ταχεία προώθησή της μέσω των χωριών Λιβαδερό και Μεταξάς στα Σέρβια, δηλαδή στα νώτα των τουρκικών γραμμών.

Μετά από ταχεία επίθεση ταυ III Τάγματος της Μεραρχίας προς το χωριό Λιβαδερό οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή προς το Σαραντάπορο και το χωριό Μεταξάς. Συνεχίζοντας, οι δυνάμεις του III τάγματος ανέτρεψαν και τις τουρκικές αντιστάσεις στο χωριό Μεταξάς και εγκαταστάθηκαν στα υψώματα γύρω από αυτό. Στη συνέχεια το III και το IV Τάγμα της Μεραρχίας κινήθηκαν συνδυασμένα προς το Πολύρραχο όπου και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία με αποτέλεσμα την σύμπτυξη των τουρκικών δυνάμεων προς τα Στενά Πόρτας και το Προσήλιο και τον εξαναγκασμό τουρκικής φάλαγγας, που κινούνταν προς τους Λαζαράδες, σε υποχώρηση προς τα Σέρβια. Το σύνολο σχεδόν των μονάδων της Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στο Πο­λύρραχο, για να διανυκτερεύσει, μιας και το σκοτάδι και η δυνατή βροχή δεν επέτρεπαν περαιτέρω κινήσεις. Τμήματα της Μεραρχίας εγκαταστάθηκαν και στο χωριό Μεταξάς καθώς και κοντά στο Προσήλιο και στα Στενά Πόρτας.

Αντίστοιχα, η V Μεραρχία, με τη βοήθεια του Αποσπάσματος Γεννάδη, κινήθηκε κατά της ισχυρής θέσης των Λαζαράδων. Παρά τις μεγάλες απώλειές τους κατάφεραν να απωθήσουν τους Τούρκους από την προωθημένη θέση τους στη Βογγόπετρα προς την κύρια αμυντική τους γραμμή. Το Απόσπασμα Γεννάδη έφτασε στον Αλιάκμονα και προσπάθησε να τον ζεύξει αλλά ακούγοντας την ανταλλαγή πυρών στους Λαζαράδες κινήθηκε κυκλωτικά και ανάγκασε τις εναπομείναντες προωθημένες γραμμές των Τούρκων να υποχωρήσουν και αυτές στην κύρια αμυντική γραμμή.

Τη δεύτερη ημέρα, το πρωί της 10ης/23ης Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις ετοιμάστηκαν για τη συνέχιση της επιθέσεως κατά του Σαρανταπόρου. Από το στρατόπεδο των Τούρκων, όμως, δεν παρατηρούνταν καμία κίνηση. Πράγματι, οι Τούρκοι αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο να περικυκλωθούν και να αιχμαλωτιστούν χάνοντας κάθε ευκαιρία διαφυγής κινήθηκαν τη νύχτα εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, την πυκνή βροχή και την ομίχλη. Η I Μεραρχία κατέλαβε τότε το ύψωμα Σκοπιά, η II Μεραρχία προωθήθηκε μέσα στη στενωπό και η III Μεραρχία κατέλαβε το Σαραντάπορο και τα υψώματα βόρεια από αυτό. Ακολούθησε καταδίωξη των τουρκικών στρατευμάτων.

Οι δυνάμεις της IV Μεραρχίας συνέχισαν την προέλασή τους ανατρέποντας τις αντιστάσεις των Τούρκων που συναντούσαν στην πορεία τους και συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Στις 16:00, τα πρώτα τμήματα εισήλθαν στα Σέρβια και κατέλαβαν τα γύρω υψώματα καθώς και τη γέφυρα του Αλιάκμονα στην οδό Σέρβια-Κοζάνη, την οποία και βρήκαν άθικτη. Μετά από την κατάληψη των στρατηγικών θέσεων και την απελευθέρωση των Σερβίων, η VII Μεραρχία διετάχθη να κινηθεί προς τα Στενό Πέτρας για να εξασφαλίσει την κάλυψη των ελληνικών στρατευμάτων από την κατεύθυνση της Κατερίνης.

Κατά τη μάχη 182 νεκροί (18 αξιωματικοί και 164 οπλίτες) και 995 τραυματίες (30 αξιωματικοί και 965 οπλίτες), πότισαν με το αίμα τους τα ελληνικά χώματα. Στις απώλειες δεν έχουν συμπεριληφθεί εκείνες του 1ου Συντάγματος Πεζικού της I Μεραρχίας [13]. Οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους ήταν αρκετά σοβαρές, ενώ περιήλθαν στο νικητή Ελληνικό Στρατό 22 πυροβόλα, πολλά οχήματα και άφθονο πολεμικό υλικό. Για τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη του Σαρανταπόρου, ο Αρχηγός Στρατού Θεσσαλίας απηύθυνε προς τις μονάδες συγχαρητήρια διαταγή, τονίζοντας την ιδιαίτερη σημασία της συγκεκριμένης μάχης. Έτσι, μετά από διήμερο σκληρό αγώνα έληξε η μάχη του Σαρανταπόρου. Η ταχεία και νικηφόρα έκβαση της μάχης αυτής, εξύψωσε σημαντικά το ηθικό των ανδρών και άνοιξε τις πύλες για την παραπέρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την απελευθέρωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας [14].

 

Η Μάχη στα Γιαννιτσά

 

Μετά την ήττα τους στο Σαραντάπορο οι οθωμανικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν στην Πτολεμαϊδα και τη Βέροια. Η Ελληνική Κυβέρνηση ενδιαφερόταν για την όσο το δυνατόν ταχύτερη κατάληψη της Θεσσαλονίκης ώστε να προλάβουν την κατάληψή της από τους Βούλγαρους οι οποίοι ενδιαφέρονταν επίσης για την πόλη. Το γενικό Στρατηγείο λοιπόν διέταξε τη Στρατιά Θεσσαλίας να κατευθυνθεί ανατολικά [15].

Η VII Μεραρχία στις 15/28 Οκτωβρίου κατευθυνόμενη προς την Κατερίνη βλήθηκε αιφνιδιαστικά από εχθρικό πυρά και αντεπιτέθηκε υποχρεώνοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς την πόλη. Την επομένη, 16/29 Οκτωβρίου, η VII Μεραρχία, επαναλαμβάνοντας την επιθετική της ενέργεια, εισήλθε στην πόλη στις 07:50 χωρίς, όμως, να συναντήσει καμία αντίσταση αφού οι Τούρκοι είχαν αποσυρθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Έτσι, απελευθερώθηκε η πόλη της Κατερίνης, με το τίμημα, όμως, 2 νεκρών αξιωματικών και 19 τραυματιών (3 αξιωματικοί και 16 οπλίτες) που έπεσαν στο πεδίο της μάχης στις 15/28 Οκτωβρίου [16].

 

Η τελετή παράδοσης των Ιωαννίνων. Λαϊκή εικόνα εποχής. Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια από τις σημαντικότερες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1912 με τον Ελληνικό Στρατό να επιτίθεται από τα δυτικά κατά των Τουρκικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά και μετά από διήμερο σκληρό αγώνα να αναδεικνύεται νικητής.

 

Η ενημέρωση του Γενικού Στρατηγείου για τις τουρκικές δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή των Γιαννιτσών ήταν πολύ ελλιπής με αποτέλεσμα η προέλαση της Στρατιάς Θεσσαλίας προς Γιαννιτσά, στις 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου, να θεωρηθεί ότι θα επιτευχτεί χωρίς καμία σοβαρή εμπλοκή με τα εχθρικά στρατεύματα. Το Στρατηγείο πίστευε ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα αμύνονταν στην περιοχή του Αξιού ποταμού. Στις 18/31 Οκτωβρίου, λοιπόν, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγή για προέλαση του όγκου της Στρατιάς Θεσσαλίας προς τον Αξιό μέσω της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών. Στα νότια της λίμνης διέθεσε την VII Μεραρχία, το Απόσπασμα Ευζώνων και την Ταξιαρχία Ιππικού για την κάλυψη της δεξιάς πλευράς της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία. Η βεβαιότητα ότι στα βόρεια της λίμνης δεν υπάρχει εχθρός ήταν τόσο εδραιωμένη, ώστε ως έδρα του Στρατηγείου ορίζονταν, από το μεσημέρι της επομένης κιόλας, τα Γιαννιτσά. Επομένως, η μάχη των Γιαννιτσών μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάχη μη αναμενόμενη.

Η αμυντική τοποθεσία των Γιαννιτσών επιλέχθηκε από τους Τούρκους για να εμποδίσουν την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς τη Θεσσαλονίκη, προβάλλοντας σταθερή άμυνα. Η θέση αυτή προσέδιδε πολλά πλεονεκτήματα στους Τούρκους λόγω του ανοικτού πεδίου βολής που προσφέρει για τα αμυντικό πυρά, την κάλυψη από το όρος Πάικο, τη δυνατότητα υπεράσπισης με μικρές δυνάμεις και την ύπαρξη στα μετόπισθεν (ανατολικά) παράλληλων αντερεισμάτων που εξυπηρετούν την εύκολη κάλυψη και κίνηση των εφεδρειών [17].

Οι δυνάμεις των Ελλήνων αποτελούνταν από την I, την II, την III, την IV και την VI Μεραρχία, 1 Ταξιαρχία Ιππικού και 4 Τάγματα Ευζώνων σι οποίες καλύπτονταν από τα αριστερά από την V Μεραρχία και από τα δεξιά από την VII Μεραρχία η οποία μετά την κατάληψη της Κατερίνης προωθήθηκε με αστό το σκοπό. Αντίστοιχα, οι τουρκικές δυνάμεις υπολογίζονταν σε 25.000 άντρες περίπου, που υποστηρίζονταν από 24-30 πυροβόλα [18].

Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου/1 ης Νοεμβρίου του 1912 άρχισε η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων προς τα ανατολικά. Οι ελληνικές Μεραρχίες (II, III, IV και VI Μεραρχία) συγκρούστηκαν κατά μέτωπο με τις τουρκικές δυνάμεις. Η μάχη ήταν μη αναμενόμενη για τον Ελληνικό Στρατό σε αντίθεση με τον αντίστοιχο τουρκικό ο οποίος ήταν καλά οργανωμένος. Παρόλα αυτά οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάμψουν γρήγορα την αντίσταση του εχθρού και να τον αναγκάσουν να συμπτυχθεί προς τα Γιαννιτσά, ανατρέποντας τα εχθρικό τμήματα και αποκρούοντας τις εχθρικές αντεπιθέσεις.

Κατά τη νύχτα οι Μεραρχίες διέκοψαν τον αγώνα και διανυκτέρευσαν στις θέσεις που είχαν καταλάβει, με σκοπό να συνεχίσουν την επίθεση την επομένη.

Στις 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου η επίθεση των ελληνικών στρατευμάτων υπήρξε σφοδρή. Η VI Μεραρχία επιτέθηκε και αιχμαλώτισε τμήματα του εχθρικού πυροβολικού καταλαμβάνοντας το νεκροταφείο της πόλης των Γιαννιτσών και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν προς την πόλη των Γιαννιτσών. Η κατάληψη του νεκροταφείου από την VI Μεραρχία και η προέλαση του 9ου Τάγματος Ευζώνων στα ανατολικά των Γιαννιτσών είχε αποφασιστικά αποτελέσματα. Οι Τούρκοι μπροστά στον κίνδυνο να πλευροκοπηθούν άρχισαν γενική σύμπτυξη. Η II και η VI Μεραρχία, τότε, επιτέθηκαν σφοδρά εναντίον του εχθρικού μετώπου και στις 11:00 περίπου εισήλθαν στα Γιαννιτσά και αιχμαλώτισαν τον εχθρικό λόχο. Τα εχθρικά στρατεύματα υποχώρησαν άτακτα προς τον Αξιό ποταμό και πέρα από αυτόν.

Η επιτυχία αυτή στοίχισε στους Έλληνες 188 νεκρούς (10 Αξιωματικοί και 178 Οπλίτες) και 785 τραυματίες (29 Αξιωματικοί και 756 Οπλίτες).

 

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων – Domenica del Corriere 16/23 Mar 1913.

 

Εφημερίδα Σκριπ – Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

 

Η νίκη στη μάχη στα Γιαννιτσά είχε αποφασιστική σημασία τόσο για την τόνωση του ηθικού των δυνάμεών μας, όσο και για τη συνέχιση των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι μόλις 6 ημέρες μετά την απελευθέρωση των Γιαννιτσών, η Στρατιά Θεσσαλίας που διάβηκε τον Αξιό και προχώρησε χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση προς τη Θεσσαλονίκη, μπήκε στην πόλη την 17:00 της 26ης 0κτωβρίου/8ης Νοεμβρίου όπου ο Χασάν Ταξίν πασάς παραδόθηκε, αφήνοντάς την στα χέρια των Ελλήνων, παραδίδοντας ταυτόχρονα 1.000 αξιωματικούς, 25.000 οπλίτες, 70 πυροβόλα και 30 πολυβόλα.

Παράλληλα με τις επιχειρήσεις στα Γιαννιτσά, η V Μεραρχία είχε στο μεταξύ φτάσει στην περιοχή του Αμύνταιου με την προοπτική να συνεχίσει την προέλασή της προς το Μοναστήρι.

Το βράδυ της 23ης 0κτωβρίου/5ης Νοεμβρίου προς 24ης Οκτωβρίου/6ης Νοεμβρίου, όμως, δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση από μικρό εχθρικό τμήμα υπό τη διοίκηση του Υπολοχαγού Εσάτ. Ακολούθησε πανικός και η V Μεραρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς το νότο. Οι Τούρκοι, όμως, δε συνέχισαν την καταδίωξη νοτιότερα του Αμύνταιου παρά αποσύρθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Σέρβους που κατέβαιναν από το βορρά.

Εξαιρουμένου του αιφνιδιασμού αυτού, η Στρατιά Θεσσαλίας πέτυχε, λοιπόν, σημαντικές και πολλές νίκες οι οποίες συνεχίστηκαν με την απελευθέρωση της Ελευθερούπολης, της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Κορυτσάς [19].

 

 

Η Μάχη Μπιζανίου-Ιωαννίνων

 

Παράλληλα με το Στρατό Θεσσαλίας, ο Στρατός Ηπείρου είχε ως αποστολή την παρακώλυση οποιασδήποτε παράβασης της μεθορίου μεταξύ Μετσόβου, Άρτας και Αμβρακικού κόλπου. Το πλάνο περιελάμβανε την εξασφάλιση με μικρές δυνάμεις των πλέον απειλουμένων διαβάσεων βόρεια της Άρτας, τη διάβαση του Αράχθου και την κατάληψη της ορεινής περιοχής Ξηροβούνι για τον έλεγχο των δύο κοιλάδων που βρίσκονταν εκατέρωθεν του Αράχθου και του Λούρου. Στις 5/18 Οκτωβρίου ο Στρατός Ηπείρου διάβηκε τον Άραχθο και μέχρι τις 9/22 Οκτωβρίου καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις το Γρίμποβο και στις 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου καταλήφθηκε η Πρέβεζα που αποτέλεσε και την κύρια βάση ανεφοδιασμού από εκείνη τη στιγμή και μετά. Από τις 20 έως τις 28 0κτωβρίου/2 έως 10 Νοεμβρίου τα ελληνικό στρατεύματα κατάφεραν την εκδίωξη των τουρκικών στρατευμάτων από τα Πέντε Πηγάδια αλλά στη συνέχεια οι δραστηριότητες ανακόπηκαν λόγω και των γεγονότων της υποχώρησης της V Μεραρχίας.

 

Είσοδος Ελληνικής Σημαίας στα Ιωάννινα, έργο του Κενάν Μεσαρέ (1889-1965), ζωγράφου των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Μεσαρέ ήταν γιος του Τούρκου αρχιστρατήγου, Χασάν Ταχσίν Πασά, που παρέδωσε την Θεσσαλονίκη στους Έλληνες το 1912. Ιωάννινα, Λέσχη Αξιωματικών.

 

Στις 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου, στάλθηκε διαταγή στο Στρατό Ηπείρου που καθόριζε ότι ενόψει της επικείμενης ανακωχής, υπέρτατο καθήκον ήταν η όσο το δυνατόν ταχύτερη κατάληψη των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό. Μετά την κατάληψη του οροπεδίου της Αετορράχης από τον Ελληνικό Στρατό, οι εχθροί αναγκάστηκαν στις 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου σε υποχώρηση προς την οχυρωμένη θέση των Ιωαννίνων εγκαταλείποντας μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού. Από τις 15/28 Δεκεμβρίου άρχισε να καταφθάνει η IV Μεραρχία και τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου η Στρατιά Ηπείρου ενισχύθηκε από τις δυνάμεις της VI Μεραρχίας. Στις 7/20 Ιανουαρίου διετάχθη κατά μέτωπο επίθεση η οποία δεν πέτυχε το σκοπό της και τα ελληνικά στρατεύματα αναστάλθηκαν για την προπαρασκευή της τελικής επίθεσης.

Εσάτ Πασάς: Ο τελευταίος υπερασπιστής των Γιαννίνων το 1912-13.

Στις 17/30 Ιανουαρίου ο Αρχιστράτηγος της Στρατιάς Ηπείρου ζήτησε, με προσωπική επιστολή προς τον Εσάτ Πασά, την παράδοση των Ιωαννίνων ώστε να αποφευχθεί αιματοχυσία, δεδομένου ότι η Οθωμανική Κυβέρνηση στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο είχε παραιτηθεί από τα εδάφη που υπερασπιζόταν ο Εσάτ. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν την παράδοση στις 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουάριου και έτσι ο Έλληνας Αρχιστράτηγος ενέτεινε τις προσπάθειες για την όσο το δυνατόν καλύτερη προπαρασκευή του ελληνικού στρατού με σκοπό την τελική επίθεση και την άλωση της οχυρής τοποθεσίας των Ιωαννίνων.

Η τοποθεσία των Ιωαννίνων αποτελούσε πολύ ισχυρή αμυντική θέση μιας και επρόκειτο για οχυρωμένη τοποθεσία που είχε μελετηθεί και εν συνεχεία βελτιωθεί στα ασθενή της σημεία, βάσει της πείρας που είχε αποκτηθεί κατά τις επανειλημμένες επιθέσεις των ελληνικών τμημάτων. Η μορφή της οχύρωσης παρουσίαζε μία εκτεταμένη περιφερειακή οργάνωση που απείχε 8-10 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα και στηριζόταν προς βορρά στα υψώματα Γαρδίκι-Παλιόκαστρο, προς τα ανατολικά στη γραμμή ταυ όρους Μιτσικέλι, προς Λύση στα υψώματα Σαδοβίτσας, Δουρούτης, Μεγάλης Τσούκας, Αγίου Σάββα, Αγίου Νικολάου και Μανωλιάσας και τέλος προς τα Νότια η οχύρωση στηριζόταν στον ορεινό όγκο που υψωνόταν πάνω από το Μπιζάνι. Σε όλα σχεδόν τα υψώματα υπήρχαν μόνιμα πυροβολεία και συρματοπλέγματα. Επίσης, στην τοποθεσία υπήρχε τηλεφωνικό δίκτυο και οδοί ανεφοδιασμού συνθέτοντας έτσι μία σταθερή και απόλυτα ακυρωμένη τοποθεσία και καθιστώντας την απαγορευτική σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια.

Το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων ανερχόταν σε 51 Τάγματα πεζικού, 33 Διμοιρίες πυροβόλων, 14 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 2 Βαρείες, 3 Ίλες Ιππικού και 3 Ημιλαρχίες, 23 Τάγματα και 6 Ορεβατικές Πυροβολαρχίες. Αντίστοιχα, οι πληροφορίες για τον Οθωμανικό Στρατό υπολόγιζαν το σύνολό του σε 27.500 περίπου τυφέκια και 83 πυροβόλα.

Το σχέδιο ενέργειας των Ελλήνων προέβλεπε ισχυρή αιφνιδιαστική επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου /4 Μαρτίου με σκοπό την ταχεία κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων της περιοχής. Στη συνέχεια θα ακολουθούσε διείσδυση μέχρι την πεδιάδα που εκτεινόταν στα νώτα του Μπιζανίου. Στόχος ήταν η υπερκέραση της οχυρωμένης αυτής τοποθεσίας από τα δυτικά και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους σκόπευαν στη σταθερή άμυνα κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας.

Κατά την πρώτη ημέρα, τα ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν με μεγάλη σφοδρότητα και σημείωσαν πολλές επιτυχίες. Συγκεκριμένα, κατάφεραν να καταλάβουν τα περισσότερα από τα στρατηγικά υψώματα που προέβλεπε το σχέδιο επίθεσης και να εγκαταστήσουν προφυλακές. Το πυροβολικό της Στρατιάς έβαλε όλη την ημέρα κατά της τοποθεσίας ταυ οχυρού του Μπιζανίου και παρόλο που το οχυρό φαινόταν να παραμένει ακόμη ασφαλές το εχθρικό πυροβολικό είχε σιγήσει [20].

Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου (1861-1913) αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων.

Το 1ο  Σύνταγμα Ευζώνων πέτυχε να διεισδύσει στο εσωτερικό των εχθρικών δυνάμεων μέχρι τις παρυφές των Ιωαννίνων. Το γεγονός αυτό συνέβαλλε στην απόφαση του Εσσάτ Πασά να μην αναμείνει το τελειωτικό χτύπημα και να αποφύγει παραπέρα άσκοπη καταστροφή των δυνάμεων του. Απευθύνθηκε λοιπόν στους Πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων για να μεσολαβήσουν για την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων. Στις 23:00 λοιπόν δύο Τούρκοι αξιωματικοί έφτασαν στις παρυφές το 9ου Τάγματος Ευζώνων μεταφέροντας την πρόταση για την παράδοση. Ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου οδήγησε την τουρκική αντιπροσωπεία στα Γενικό Στρατηγεία όπου και μετά από σύντομη συζήτηση επιτεύχθηκε συμφωνία. Το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου/5ης Μαρτίου, λοιπόν, το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη και υπογράφηκε το πρωτόκολλο παραδόσεως, σύμφωνα με το οποίο παραδίδονταν στην Ελλάδα η πόλη των Ιωαννίνων και όλος ο στρατός των Τούρκων στα Ιωάννινα. Ο Αρχιστράτηγος εισήλθε επισήμως στην πόλη την επομένη, 22 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου, κάτω από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των κατοίκων [21].

Οι απώλειες των Ελλήνων στην προσπάθεια για την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων ανήλθαν σε 5 Αξιωματικούς και 264 οπλίτες (οι απώλειες αυτές αφορούν τις 3 ελληνικές φάλαγγες) [22].

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έθεσε τέρμα στη χρονίζουσα εκκρεμή υπόθεση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και ταυτόχρονα εξύψωσε ακόμη περισσότερο το γόητρο του Ελληνικού Στρατού απέναντι των Βαλκανικών Συμμάχων και των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης [23].

 

Επίλογος

 

Η Τουρκία από τις 4/17 Νοεμβρίου 1912 είχε ζητήσει από τις Μεγάλες Δυνάμεις να μεσολαβήσουν για την κατάπαυση των εχθροπραξιών, καθώς οι ήττες του στρατού της διαδέχονταν η μία την άλλη. Πριν από την μεσολάβηση αυτή, η Βουλγαρία εξουσιοδοτημένη και από τη Σερβία και από το Μαυροβούνιο υπέγραψε ανακωχή στις 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση διαχώρισε τη θέση της με ανακοινωθέν της επομένης μιας και ο αγώνας στην Ήπειρο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων συνεχιζόταν. Παρόλα αυτά έστειλε αντιπροσωπεία στην ειρηνευτική διάσκεψη που κανονίστηκε στο Λονδίνο στις 3/16 Δεκεμβρίου 1912.

 

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης. Λαϊκή εικόνα εποχής.

 

Οι σοβαρές δυσχέρειες που προέκυψαν από τις πρώτες ημέρες, οδηγούσαν σε ναυάγιο, καθώς οι Τούρκοι ήταν αμετακίνητοι σε σοβαρά σημεία, αλλά και εξαιτίας των διαφορών των συμμάχων. Τη βασική διαφορά αποτελούσαν τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη, τα οποία οι Τούρκοι δεν ήθελαν να παραδώσουν. Στις 4/17 Ιανουαρίου 1913, όμως, οι Δυνάμεις κατόρθωσαν να συγκρούσουν τις ανατιθέμενες πλευρές και να πείσουν την τουρκική αντιπροσωπεία να υπογράψει την προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης η οποία, όμως, μετά από πραξικόπημα στην Τουρκία ματαιώθηκε και οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν. Στις 17/30 Μαΐου 1913, υπογράφηκε, τελικά, στο Λονδίνο, η οριστική συνθήκη σύμφωνα με την οποία η Τουρκία παραιτούνταν από την Κρήτη και εμπιστευόταν στην κρίση των Μεγάλων Δυνάμεων την απόφαση για το μέλλον των νησιών του Αιγαίου. Η συνθήκη αυτή δημοσιεύθηκε, αλλά δεν κυρώθηκε εξαιτίας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου που ξέσπασε [24].

Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων κατά τπ διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ανήλθαν σε 2.374 νεκρούς (143 αξιωματικοί και 2.231 οπλίτες) και 11.265 τραυματίες (2.231 αξιωματικοί και 9.034 οπλίτες) [25].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Δεν είχαν υπογράφει συνθήκες μεταξύ και των τεσσάρων μερών της συμμαχίας αλλά μόνο μεταξύ Σερβίας- Βουλγαρίας (29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912). Ελλάδας – Βουλγαρίας (16/29 Μαΐου 1912) και Σερβίας – Μαυροβουνίου (Σεπτέμβριος 1912).

[2] Νικολοδήμος Α.Δ. «Μέρες Πολέμου», σελ.35.

[3] Οι δύο ημερομηνίες αντιστοιχούν στο παλαιό και στο νέο ημερολόγιο.

[4] Μυστικόν παράρτημα της συνθήκης φιλίας και συμμαχίας μεταξύ του Βασιλείου της Βουλγαρίας και του Βασιλείου της Σερβίας, άρθρον 2ον, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός, τόμ. Α’, παράρτημα «Α», σελ. 235.

[5] Συνθήκη αμυντικής συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός, τόμ. Α’, παράρτημα «Β», σελ. 241-242.

[6] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Βαλκανικών, σελ. 3-11.

[7] Δεπάστας Ν.Σ.. Ιστορικόν Σχεδίασμα, σελ. 322.

[8] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός, τόμ. Α’, σελ. 25, 288, 296.

[9] ΓΈΣ/ΔΙΣ. Ο ελληνικός στρατός. τόμ. Α’, σελ. 288.

[10] Νικολοδήμος Α.Δ., Μέρες Πολέμου, σελ. 45-47.

[11]Μοσχάκης Γ., Μάχη Σαρανταπόρου. σελ.41.

[12] Νικολοδήμος Α.Δ., Μέρες Πολέμου, σελ. 48-49.

[13] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός. τόμ. Α’. σελ. 60.

[14] Μοσχάκης Γ.. Μάχη Σαρανταπόρου, σελ. 43-51.

[15] Νικολοδήμος Α.Δ., Μέρες Πολέμου, σελ. 59.

[16] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός, τόμ, Α’, σελ. 72, 76.

[17] Νικολοδήμος Α.Δ., Μέρες Πολέμου, σελ. 59-63.

[18] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός, τόμ. Α’, σελ. 85.

[19] Στις 27 Οκτωβρίου/9 Νοεμβρίου απελευθερώνεται η Ελευθερούπολη, στις 7/20 Νοεμβρίου απελευθερώνεται η Φλώρινα, στις 11/24 Νοεμβρίου απελευθερώνεται η Καστοριά και στις 7/20 Δεκεμβρίου απελευθερώνεται η Κορυτσά.

[20] Νικολοδήμος Α.Δ., Μέρες Πολέμου, σελ. 88-102.

[21] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Βαλκανικών, σελ. 179.

[22] Νικολοδήμος Α.Δ.. Μέρες Πολέμου, σελ. 101.

[23] ΓΕΣ/ΔΙΣ. Επίτομη Βαλκανικών, σελ. 180.

[24] Σφυροέρας Β., Βαλκανικοί, σελ. 215.

[25] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Βαλκανικών, σελ. 265.

 

Βιβλιογραφία


 

  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα, Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού,1987.
  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912­1913, Αθήνα, Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού,1988.
  • Νικολόδημος Α.Δ., «Μέρες Πολέμου (1902-1922)», Λευκωσία, Κέντρο Με­λετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2005.
  • Σφυροέρας Β., Βαλκανικοί: Σφυροέρας Β., λήμμα «Άγνωστου Στρατιώτη μνημείο», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς – Μπριτάννικα, Διευθ. Έκδοσης Κουβακας Θ., Μπουγάς Ν. και Πουρναρά Ε., Αθήνα, Πάπυρος, 1981, [σσ] 212-216.
  • Μοσχάκης Γ., «Η Μάχη του Σαρανταπόρου», Ιστορικές Σελίδες, Τεύχος 1, [σσ] 40-51.
  • Δεπάστας Ν.Σ., «Ιστορικόν Σχεδίασμα περί των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913», Αθήνα, Ανάτυπο εκ του ΜΣΤ’ Τόμου του περιοδικού «Παρνασσός», 2004.

 

Πηγή


 

  • «Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη», Γενικό Επιτελείο Στρατού 7° Ε.Γ./5. Επίβλεψη: Ανχης (ΠΒ) Βασίλειος Παπαθανασίου – Ανχης (ΠΒ) Γεώργιος Γιαννόπουλος. Συγγραφική ομάδα: Στρ (ΠΒ) Θωμάς Τσέλιος – Στρ (ΠΒ) Ιωάννης Μακρυπούλιας

Read Full Post »

Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821. Ιωάννης Α. Παπαδριανός.  Βαλκανικά Σύμμεικτα, τόμος 11 (1999-2000)-Περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου


 

Η απόφαση των Ελλήνων να πάρουν το 1821 τα όπλα εναντίον των Τούρκων συγκίνησε βαθιά τις ψυχές και των άλλων βαλκανικών λαών, οι οποίοι στέναζαν και αυτοί κάτω από τον ίδιο σκληρό ζυγό της δουλείας. Για τον λόγο αυτόν η εξέγερση των Ελλήνων μετατράπηκε σε πόλο έλξης, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν όλες οι προοδευτικές δυνάμεις της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο παμβαλκανικός χαρακτήρας του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος φαίνεται κυρίους στη συμμετοχή σ’ αυτόν πολλών Βαλκάνιων εθελοντών, μεταξύ των οποίων αρκετοί κατάγονταν από το Μαυροβούνιο [1].

Ήδη από την αρχή της εισηγήσεώς [2] μας οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, ενώ για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς εθελοντές υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, για τους εθελοντές από τα Βαλκάνια, που συμμετείχαν στους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας, έχουν γραφτεί πολύ λίγα [3]. Η διαφορά των κοινωνικών συστημάτων και η καχυποψία, που επικράτησαν ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσαν τη βασική αιτία για την καθυστέρηση της διαβαλκανικής έρευνας. Τα τελευταία όμως χρόνια άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται στην επιφάνεια πολύτιμες αρχειακές πηγές, οι οποίες μας βοηθούν να καθορίσουμε, κατά το δυνατόν, την έκταση της συμμετοχής των Βαλκάνιων εθελοντών στην επαναστατημένη Ελλάδα, καθώς και την ποιότητα των υπηρεσιών τους προς αυτήν. Αρκετοί από τους παραπάνω εθελοντές κατάγονταν από το Μαυροβούνιο, πρόσφεραν δε και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι εθελοντές, πολύτιμες υπηρεσίες στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Με τους Μαυροβούνιους ακριβώς εθελοντές, που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων στα 1821, προτιθέμεθα να ασχοληθούμε στην παρούσα ανακοίνωση. Επειδή όμως τα χρονικά όρια μιας εισήγησης είναι περιορισμένα, θα αναγκασθούμε εδώ να εξετάσουμε μόνο ορισμένους από τους εθελοντές αυτούς· προηγούμενος όμως, ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε μερικές γενικές  διαπιστώσεις. Συγκεκριμένα:

1) Τα Μαυροβουνιώτικα σώματα, στα οποία περιλαμβάνονταν και άλλοι Βαλκάνιοι, και κυρίως Σέρβοι, στην αρχή βρίσκονταν κάτω από τη γενική αρχηγία Έλληνα οπλαρχηγού. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και την ανάδειξη ηγετικών ικανοτήτων των στελεχών τους τα παραπάνω σώματα απέκτησαν αυτοτέλεια δράσης και κίνησης και συνεργάζονταν κατά τρόπο ισότιμο με τα ελληνικά σώματα [4].

2) Πολλοί Μαυροβούνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, ήδη από τα μέσα του 1824, κατέλαβαν ανώτερα ή ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα χάρη στις πολεμικές τους αρετές, την εμπειρία και τα διοικητικά τους προσόντα [5].

3) Ορισμένοι από τους Μαυροβούνιους εθελοντές εξελληνίστηκαν πέρα ως πέρα, έμαθαν την ελληνική γλώσσα, πολιτογραφήθηκαν Έλληνες και συνήθισαν γρήγορα στον ελληνικό τρόπο σκέψεως και ζωής. Επίσης, αρκετοί από τους απογόνους των εθελοντών αυτών θα ακολουθήσουν τη στρατιωτική σταδιοδρομία των πατέρων τους και θα διακριθούν στα διάφορα πεδία των μαχών [6].

4) Οι περισσότεροι από τους Μαυροβούνιους μαχητές, θέλοντας κυρίως να εξασφαλίσουν τους συγγενείς τους που εξακολουθούσαν να ζουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους από τυχόν τουρκικά αντίποινα, μετέβαλλαν αμέσως μετά την ενεργό συμμετοχή τους στον Ελληνικό αγώνα, το επώνυμό τους. Γι’ αυτό και στα σωζόμενα έγγραφα αναγράφεται μόνο το βαφτιστικό τους όνομα, στο οποίο προστίθεται, ως επώνυμο, το όνομα της εθνικότητας ή της πόλης της καταγωγής τους [7].

5) Η συμμετοχή των Μαυροβουνίων εθελοντών, όπως και των άλλων Βαλκάνιων, στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπαγορευόταν από διαφόρους λόγους. Άλλοι πίστευαν ότι ο αγώνας των Ελλήνων θα είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση και της δίκης τους πατρίδας και άλλοι νόμιζαν ότι έφθασε η αποφασιστική στιγμή για την οριστική μονομαχία «υπέρ πίστεως και πατρίδας». Ορισμένοι, πάλι, πήραν μέρος στον Αγώνα υπακούοντας στην επαναστατική τους ορμή· τέλος, υπήρχαν και εθελοντές που προσχώρησαν στην Ελληνική Επανάσταση κάτω από την πίεση ποικίλων περιστατικών [8].

Έπειτα από τις γενικές αυτές διαπιστώσεις, ας δούμε ορισμένους από τους Μαυροβούνιους συναγωνιστές των Ελλήνων επαναστατών στα 1821. Διευκρινίζουμε δε εδώ ότι, κατά την παράθεση των ονοματεπωνύμων, θα ακολουθηθεί η αλφαβητική – ελληνική – σειρά.

Συγκεκριμένα:

Μαυροβουνιώτης Βάσος (1797-1847). Μαυροβουνιώτης οπλαρχηγός κατά τους χρόνους του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και σπουδαίος στρατιωτικός παράγοντας κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα με σημαντική πολιτική επιρροή Γεννήθηκε στο Πετροπαύλιτς του Μαυροβούνιου το έτος 1797 και γύρω στα 1817, μαζί με σημαντικό αριθμό συγγενών του, κατέφυγε στη Μικρά Ασία για να αποφύγει διώξεις των τουρκικών αρχών της πατρίδας του. Δυστυχώς, τα στοιχεία, που διαθέτουμε για τη δράση του στη Μικρά Ασία, είναι ελάχιστα. Το πιθανότερο είναι να είχε εργαστεί ως επιστάτης σε κτήματα Οθωμανού γαιοκτήμονα ή σε κάποια τουρκική στρατιωτική υπηρεσία. Το 1820 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, κυνηγημένος για αξιέπαινη πράξη. Κατέφυγε τότε στην Αθήνα και εντάχτηκε ως μπαϊρακτάρης στον στρατό του «σιλιχτάρη» (διοικητή) της πόλης Μπαμπά πασά, ο οποίος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του Αλή πασά του Τεπελενλή που είχε αποστατήσει από την Υψηλή Πύλη [9].

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Προσωπογραφία του αγωνιστή Βάσου Μαυροβουνιώτη (1797-1847). Λάδι σε μουσαμά, έργο του Νικηφόρου Λύτρα, Μουσείο Μπενάκη.

Κατά την επαναστατική περίοδο 1821-1827, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης [10] έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Αφού καθιερώθηκε κατά το πρώτο έτος του Αγώνα (1821), μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Κριεζώτη, ως στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή της νήσου Εύβοιας, πήρε μέρος σε αιματηρές μάχες εναντίον του Ομέρ πασά της επαρχίας Καρυστίας, όπως στα Στύρα όπου τραυματίστηκε, στις Πετριές και στο Κάδι, ενώ κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822) αντιμετώπισε επιτυχώς τους Τούρκους στρατιωτικούς Ομέρ μπέη, Τζαχαρτζή – Αλή πασά και Σανδή – Ντίμπα στα Πολιτικά, στα Βρυσάκια, στα Βλαχοχώρια, στη Βάθεια και πάλιν στα Στύρα (12 Ιανουάριου 1822).

Το έτος 1823, έχοντας ήδη πάρει τους βαθμούς του πεντακοσιάρχου και κατόπιν του χιλιάρχου, αμύνθηκε με γενναιότητα στην τοποθεσία Πύργος του Καστροβαλά, η οποία βρισκόταν στο γνωστό λιμάνι της Κύμης, εναντίον του Γεπτσάραγα [11]. Επίσης το ίδιο έτος εξεστράτευσε με 300 άντρες του και με πλοία Ψαριανά εναντίον της σπουδαίας για την Επανάσταση νήσου της Θάσου· εκεί, μολονότι υπήρχε αρκετός τουρκικός στρατός, κατέστρεψε ολοκληρωτικά σχεδόν το οθωμανικό στοιχείο της νήσου [12]. Κατά τη διάρκεια δε του επόμενου χρόνου (1824), οπότε και ανέβηκε στο αξίωμα του στρατηγού [13], μεταφέρθηκε με το σώμα του στην Ύδρα και ανέλαβε τη φύλαξή της νήσου αυτής, η οποία παρείχε στον Αγώνα τα περισσότερα και καλύτερα πλοία.

Αλλά η δραστηριότητα του Μαυροβουνιώτη στρατηγού θα συνεχιστεί και κατά τα επόμενα χρόνια [14]. Έτσι, το 1825, με διαταγή της κυβέρνησης προωθείται στην Πελοπόννησο και παίρνει μέρος στις μάχες του Νεοκάστρου (15/27 Μαρτίου) και του Κρεμμυδιού εναντίον του Ιμπραήμ πασά, ο οποίος απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση. Μετά την καταστροφή δε των ελληνικών δυνάμεων στο Κρεμμύδι (17/19 Απριλίου), επανήλθε στη Στερεά Ελλάδα και διατάχτηκε να επιτεθεί εναντίον των Σαλώνων (Άμφισσας). Εδώ πολιόρκησε στενά τους Τούρκους, αλλά, λόγω ελλείψεως τροφίμων, αναγκάστηκε να μεταβεί στη θέση Φουντάνα, όπου και επέφερε μεγάλη καταστροφή στον εχθρό πολεμώντας σαν πραγματικός ήρωας. Επίσης, κατά το ίδιο έτος διεξήγε με επιτυχία πολεμικές επιχειρήσεις στις Θερμοπύλες και στη Ρούσσα εναντίον του Κεχαγιάμπεη [15].

Τον επόμενο χρόνο (1826), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία εναντίον του μακρινού Λιβάνου, η οποία, εκτός από τολμηρή, ήταν ταυτόχρονα και αυθαίρετη αφού δεν είχε την έγκριση της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο εγκαταστημένος από το 1820 στον Λίβανο έμπορος Χατζή Στάθης Ρέζης, που είχε στενές σχέσεις με τον εμίρη της περιοχής Μπεσίρ και ο οποίος είχε παρουσιαστεί στο Βουλευτικό Σώμα ισχυριζόμενος ότι διερμήνευε τις γνώμες των προυχόντων του Λιβάνου, είχε προτείνει στις 25 Οκτωβρίου του 1824 συμμαχία της χώρας εκείνης με την Ελλάδα με αντικειμενικούς σκοπούς την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από την τουρκική σκλαβιά· μια τέτοια δε συμμαχία, τόνιζε ο Ρεζής, θα δημιουργούσε σοβαρό αντιπερισπασμό στις δυνάμεις του σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στείλει τον θετό γιο τον Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο με εντολή να καταπνίξει με κάθε τρόπο την επανάσταση. Το Βουλευτικό Σώμα δέχτηκε την πρόταση και ενέκρινε ως αντιπροσώπους του τον Χατζή Στάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη. Αλλά και το Εκτελεστικό Σώμα, αν και κάπως αργά, με έγγραφό του της 13ης Ιουλίου του 1825 ενέκρινε την παραπάνω απόφαση και ζήτησε από τον Ρεζή να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει, ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους. Τον Τζούνη δε, ο οποίος αρνήθηκε τελικά να συμμετάσχει στην αποστολή, τον αντικατέστησε ο Γρηγόριος Δενδρινός, επίσκοπος Ευδοκιάδος. Όλους λοιπόν αυτούς η Προσωρινή Διοίκηση τους εφοδιάζει με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, προς τους φυλάρχους, τους ιερωμένους και τους προκρίτους του Λιβάνου, για να συνεννοηθούν μαζί τους για τους τρόπους της συνεργασίας των δύο τόσο απομακρυσμένων χωρών [16]. Αλλά και μια άλλη παράλληλη κίνηση παρατηρείται τότε που προερχόταν από ορισμένους Κύπριους πρόσφυγες, οι οποίοι, εμφορούμενοι από θερμό πατριωτισμό, φθάνουν ως τη σύλληψη σχεδίων που, υλοποιούμενα, θα είχαν απρόβλεπτες συνέπειες για την Κύπρο και την επαναστατημένη Ελλάδα γενικότερα [17].

Τα σχέδια όμως των εκστρατειών εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου γίνονταν σε μια περίοδο που η Προσωρινή Διοίκηση είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότερα εσωτερικά προβλήματα, όπως ήταν η θανάσιμη απειλή του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο και οι συντονισμένες επιχειρήσεις του Κιουταχή πασά στη Στερεά Ελλάδα που έτειναν στην κατάπνιξη της επανάστασης στην περιοχή. Γι’ αυτό και τα εν λόγω σχέδια εγκαταλείφθηκαν από την Προσωρινή Διοίκηση. Οι συζητούμενες, ωστόσο, επιχειρήσεις έγιναν γνωστές σ’ ένα κύκλο τολμηρών στρατιωτικών, όπως του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου και του Νικόλαου Κριεζώτη, οι οποίοι έβλεπαν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να τους φέρει όχι μόνο πολεμική δόξα, αλλά και σημαντικά υλικά κέρδη. Οι κινήσεις όμως αυτές των στρατιωτικών, αν και ήταν μυστικές, δεν άργησαν να γίνουν αντιληπτές από τον Κύπριο πατριώτη Χαράλαμπο Μάλη, ο οποίος επιθυμούσε η εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου και της Κύπρου να πραγματοποιηθεί υπό τον έλεγχο των επισήμων πολιτικιών αρχών και όχι να πάρει τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης και με ιδιοτελείς σκοπούς· γι’ αυτό και έσπευσε να ειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, με αναφορά του της 29ης Ιανουάριου 1826 προς το Βουλευτικό Σώμα κατήγγειλε τις ύποπτες κινήσεις των στρατιωτικών και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον των πρωταγωνιστών των κινήσεων αυτών [18].

Η ελληνική κυβέρνηση, που δεν είχε πληροφορίες για τις παραπάνω μυστικές ζυμώσεις, ζητεί από το Βουλευτικό Σώμα να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να εμποδιστεί το παράτολμο εγχείρημα των στρατιωτικών. Με το ίδιο δε πνεύμα γράφει και προς τους προκρίτους των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, καθώς και στην ψυχή του Αγώνα Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που επηρέαζε αποφασιστικά τους στρατιωτικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και οι ομοϊδεάτες του εμμένουν στα σχέδιά τους και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την πραγματοποίησή τους. Ως τόπος συγκέντρωσης ορίζεται η νήσος Κέα (Τζια), στην οποία, κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1825 ως το Φεβρουάριο του 1826, συρρέουν διάφοροι οπλοφόροι υπό την αρχηγία του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Χατζή Μιχάλη Ταλιάνου, του Νικολάου Κριεζώτη, του Σταύρου Λιακόπουλου και του Χατζή Στεφάν ή Βούλγαρη που συνολικά θα ξεπεράσουν τους 2.000 άνδρες. Οι οπλοφόροι όπως αυτοί, επειδή δεν βοηθούνταν από την κυβέρνηση, αναγκάζονταν πολλές φορές να καταπιέζουν τους κατοίκους της περιοχής για να τους προμηθεύσουν τρόφιμα [19].

Τέλος, κατά το τέλος Φεβρουάριου, το σώμα των οπλοφόρων αναχώρησε με 14 καράβια, στις αρχές δε Μαρτίου έφτασε στις ακτές της Συρίας έξω από τη Βηρυτό, όπου έκαμε απόβαση και κατέλαβε έναν ακρινό παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια· απ’ εκεί ήλθε σε επαφή με τον εμίρη Μπεσίρ, αλλά αυτός ζήτησε από τους οπλαρχηγούς τα πληρεξούσιά τους γράμματα, τα οποία βέβαια αυτοί δεν διέθεταν. Διατάχτηκαν λοιπόν να αναχωρήσουν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προτού συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον τους οι Άραβες. Έτσι αναγκάστηκαν, στις 25 Μαρτίου, να φύγουν άπρακτοι και να παραιτηθούν από μια τολμηρή επιχείρηση σε ξένη χώρα σε εποχή, κατά την οποία η παρουσία και η συνδρομή τους στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι που περνούσε αγωνιώδεις στιγμές θα ήταν ανεκτίμητη. Κατά την επιστροφή τους, προσέγγισαν στην Κύπρο, όπου τρομοκράτησαν τους Τούρκους κατοίκους του νησιού, έπιασαν κατόπιν στα παράλια της Κιλικίας ένα αυστριακό καράβι και, τέλος, μέσω της νήσου Άνδρου ξαναγύρισαν στην επαναστατημένη Ελλάδα [20].

Μετά την επιστροφή από το Λίβανο, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα διακριθεί στη μάχη στη θέση «Λυκόραμα», απέναντι από τα νησιά Πεταλιοί [21]. Στη θέση αυτή θα φθάσει στις 5 Απριλίου του 1826 ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος με 800 περίπου άνδρες και με τρία πολεμικά πλοία και μαζί με τον Νικ. Κριεζώτη και Χατζή Μιχάλη Ταλιάνο θα σώσει τους Έλληνες από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό, που είχε σχηματιστεί γύρω από αυτούς [22]. Κατά τους υπόλοιπους δε μήνες του 1826 ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα λάβει ενεργό μέρος σε τρεις μάχες στα Λιόσια της Αττικής εναντίον του σιλιχτάρη και κατόπιν σε δύο μάχες στο Χαϊδάρι και την Ελευσίνα εναντίον του Ρούμελη – Βαλεσί Κιουταχή πασά, όπου θα εκτιμηθούν από την ελληνική κυβέρνηση δεόντως τα στρατιωτικά του προσόντα [23]. Αλλά και κατά το επόμενο έτος (1827) ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα πολεμήσει με πείσμα εναντίον Κιουταχή πασά και κυρίως στο Καματερό και στη Λιάτανη [24].

Κατά τους εμφυλίους πολέμους (1824-1825), ο Βάσος Μαυροβουνιώτης συστοιχήθηκε, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των μη Πελοποννησίων οπλαρχηγών, με την πλευρά των λεγομένων κυβερνητικών, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν η οικογένεια των Κουντουριωτών. Από πολιτική δε άποψη ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα και μια ανεξαρτησία κινήσεων, καθώς, με τον αδελφοποιτό του Νικόλαο Κριεζώτη και ορισμένους άλλους μεγαλοκαπετάνιους της Ανατολικής Στερεός, είχαν συμπήξει ξεχωριστή στρατιωτικοπολιτική ομάδα μέσα στους κόλπους του Γαλλικού κόμματος [25].

Κατά τη διάρκεια της Καποδιστριακής περιόδου, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης εντάχτηκε στον νέο στρατιωτικό οργανισμό του Κυβερνήτη, δηλαδή στις χιλιαρχίες και ανέλαβε τη διοίκηση της ΣΤ’ Χιλιαρχίας. Σαν διοικητής δε της χιλιαρχίας αυτής πολέμησε σε μια σειρά ολόκληρη μαχών για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας· συγκεκριμένα, στο Στεβενίκο και Λιβαδειά κατά του Ομέρ πασά της Καρύστου, στην πολιορκία της ακρόπολης της Άμφισσας εναντίον του Μεχμέτ – Ντέβολη, στο Μαρτίνο της Λιβαδειάς εναντίον του Μαγιούτ πασά και, τέλος, στη Λιθάδα της Εύβοιας κατά του Ομέρ πασά. Αλλά και τον επόμενο χρόνο (1829), έδωσε δύο σκληρές μάχες κατά του «σιλιχτάρη» στα Χάσια της Αττικής (Άγιος Ιωάννης), τερματίζοντας έτσι μια πλούσια στρατιωτική σταδιοδρομία με συμμετοχή σε τριανταέξι περίπου μάχες, πολιορκίες και εκστρατείες [26].

Η Οθωμανική περίοδος υπήρξε η πιο ευνοϊκή για τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Ο Μαυροβουνιώτης πολέμαρχος ήταν ένας από τους λίγους ατάκτους αξιωματικούς της προηγούμενης περιόδου που κατόρθωσαν να ενταχθούν στον νέο Οθωνικό στρατό. Η σταδιοδρομία του υπήρξε εντυπωσιακή: μέλος της επιτροπής που είχε σαν σκοπό να εξετάσει τις εκδουλεύσεις που παρείχαν και τη διαγωγή που επέδειξαν κατά την Επανάσταση οι αξιωματικοί των ατάκτων σωμάτων (1833)· συνταγματάρχης – επιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας (1834)· αρχηγός της Οροφυλακής Φθιώτιδας (1836)· υποστράτηγος (1843) και βασιλικός υπασπιστής (1846) [27].

Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της περιόδου που έζησε. Ο φυγάς του Μαυροβούνιου και της Μικρός Ασίας ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και, χωρίς να ανήκει στα παλαιά μεγάλα αρματολικά τζάκια, κατόρθωσε, στηριγμένος μόνο στα προσόντα του [28], να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Πέθανε σχετικά νέος στις 9 Ιουνίου 1847, από πνευμονία [29].

Σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση του Μαυροβουνιώτη πολέμαρχου, γνωρίζουμε ότι παντρεύτηκε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της εποχής την Ελέγκω (Ελένη) Μαυροβουνιώτη, το γένος Ιωαννίτη [30], και απέκτησε μαζί της τέσσερις γιους: τον Γεώργιο, τον Τιμολέοντα, τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο. Από τους γιους της Ελέγκως και του Βάσου Μαυροβουνιώτη θα αναδειχτεί κυρίως ο Τιμολέων, ο οποίος, εκτός από τα άλλα, θα διακριθεί και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 [31].

Μαυροβουνιώτης Ράντος. Αδελφός του Βάσου. Πολέμησε ηρωικά επί τρία έτη εναντίον των Τούρκων στη νήσο Εύβοια- το τέταρτο δε έτος της επανάστασης στο νησί Ψαρά, όπου έδειξε απαράμιλλη ανδρεία. Συγκεκριμένα, στις 21 Ιουνίου του 1824 ισχυρός τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί με σκοπό να το καταστρέφει. Ο Ράντος Μαυροβουνιώτης, ο οποίος μαζί με τον Λάμπρο Κασσανδρινό είχε αναλάβει την άμυνα του νησιού, στη θέση Φτελιό απέκρουσε τρεις ισχυρές τουρκικές επιθέσεις, αλλά το απόγευμα άρχισαν να τον περικυκλώνουν οι εχθροί και γι’ αυτό αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο φρούριο του νησιού. Εδώ διεξήχτηκε άγρια πάλη και τελικά, όταν ο Ράντος είδε ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους συμπολεμιστές του παρασύροντας στον θάνατο και 3000 Τούρκους [32].

Μοντενεγρίνος Τζωάννος. Διακρίθηκε κυρίως κατά τις πολιορκίες πόλεων σημαντική δε ήταν η συμβολή του κατά την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) σπουδαίου στρατηγικού κέντρου της Πελοποννήσου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, η ελληνική αυτή ψυχή της επανάστασης, επαινεί την ειλικρίνεια και την παρρησία, με την οποία εξέφραζε τις απόψεις του ο Μαυροβουνιώτης αγωνιστής [33].

Ουïτζ (De Wintz) Μαυροβουνιώτης στρατηγός που είχε πολεμήσει υπό τις σημαίες του Μεγάλου Ναπολέοντος. Ευρισκόμενος στο Λονδίνο, επιδίωξε, σε συνεργασία με ορισμένους Άγγλους και Κύπριους εξόριστους, να καταρτίσει στρατιωτικό σώμα από 2.000 εθελοντές ή μισθοφόρους Ευρωπαίους και να κατέλθει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων (1823-1824). Προς τον σκοπό αυτόν επιχείρησε να συνάψει ελληνικό ή κυπριακό δάνειο στο Λονδίνο, αλλά ήλθε σε αντίθεση με την ελληνική επαναστατική επιτροπή που έδρευε στην αγγλική πρωτεύουσα [34]. Τον Αύγουστο του 1824 έστειλε τον γιο του στην Ελλάδα, για να επιτύχει την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως για το επιδιωκόμενο δάνειο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Ουΐτζ είχε επίσης αποστείλει μέσω του Άγγλου συνταγματάρχη Delaways στην Ελλάδα το από 12 Σεπτεμβρίου 1823 πολεμικό σχέδιο ιδίας εμπνεύσεως, το οποίο απέβλεπε στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Από τα έγγραφα, που απευθύνει ο Μαυροβούνιος αυτός στρατηγός προς την Ελληνική Διοίκηση, φαίνεται ο θερμός φιλελληνισμός του [35].

Τζούροβιτς Γρηγόριος, οπλαρχηγός. Υπηρέτησε την ελληνική επανάσταση έχοντας υπό τις οδηγίες του επίλεκτη ομάδα στρατιωτών. Με αναφορά του που υποβάλλει, την 1η Νοεμβρίου 1828 από τον Πόρο, προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, εκθέτει τις υπηρεσίες, που πρόσφερε στον Αγώνα, και ζητεί ανάλογη εργασία. Επίσης, συνυποβάλλει βεβαίωση του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Διοίκησης, στην οποία τονίζεται η συναίσθηση του καθήκοντος που διείπε πάντοτε τις πράξεις του Μαυροβουνιώτη εθελοντή [36]. Αλλά δεν ήταν μόνο το στρατιωτικό στάδιο που διακρίθηκε ο Γρηγόριος Τζούροβιτς· εξίσου άξιος φάνηκε και κατά τη διπλωματική αποστολή που του ανέθεσε η διοίκηση του Αγώνα στα 1824 να μεταβεί στο Μαυροβούνιο και να συζητήσει με τον αρχηγό της χώρας Πέτρο Α΄ Πέτροβιτς Νιέγκος ζητήματα κοινής ελληνομαυροβουνιώτικης δράσης κατά των Τούρκων [37].

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Οι Μαυροβουνιώτες εθελοντές στην Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 αποτελούν τρανότατο δείγμα της διαβαλκανικής συνεργασίας κατά τους νεότερους χρόνους. Οι στενές όμως ελληνομαυροβουνιώτικες σχέσεις δεν θα σταματήσουν εδώ, αλλά θα συνεχισθούν και κατά τους επόμενους χρόνους, για να φτάσουν και πάλι στο ύψιστο σημείο τους το 1912, με τη σύμπηξη της άρρηκτης βαλκανικής συμμαχίας.

Παραθέτουμε εδώ σε μορφή pdf, κατά τρόπο ενδεικτικό, ορισμένα μόνο από τα έγγραφα τα οποία χρησιμοποιήσαμε κατά τη σύνταξη της παρούσας εργασίας μας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Joanis Papadrianos, «Grcki ustanak 1821. godine i Crnogorci», Istonjski zapisi 3 (1996).

[2] Οι βασικές αρχές του θέματος αυτού αποτέλεσαν εισήγηση στο Ά Ελληνομαυροβουνιώτικο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Μαυροβούνιο τον Μάιο του 1997 στα σέρβικα. Το κείμενο δίνεται εδώ στην ελληνική γλώσσα.

[3] E. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες κατά την επανάσταση του 1821», A’. Ελληνοσερβικό Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979. σ. 65.

[4] Βλ. Σπ. Λουκάτου. «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι μαχητές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», Α’,  Ελληνοσερβικό  Συμπόσιο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 105-106.

[5] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βάσου Μαυροβουνιώτη, ο οποίος από νωρίς τιμήθηκε με το αξίωμα του χιλίαρχου (βλ. Αβ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Αθήναι 1876, passim).

[6] Αναφέρουμε εδώ, ενδεικτικό, τον Τιμολέοντα Βάσο, γιο του Βάσου του Μαυροβουνιώτη. Ο οποίος, εκτός από τα άλλα, διακρίθηκε και κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897 (βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 109).

[7] Οι εξαιρέσεις που Μαυροβούνιοι μαχητές διατήρησαν τα πατρωνυμικά τους επίθετα, όπως των Ιωάννη Ράντοβιτς και Γρηγορίου Τζούροβιτς, είναι σπάνιες [βλ. Πρωτοψάλτη, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες», σ. 79-80).

[8] Nικολάι Τυντόρωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821. Η περίπτωση των Βουλγάρων, Αθήνα 1982, σ. 67.

[9] Βλ. λεπτομέρειες- Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 15-16.

[10] Εδώ ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θρήνησε τον θάνατο ενός από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς του Αγώνα, του Ηλία Μαυρομιχάλη που επονομαζόταν Μπεϊζαντέν (βλ. Χρυσολόγη, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 16-18).

[11] Ο ηρωισμός και γενικά οι στρατιωτικές ικανότητες, που επέδειξε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις στη νήσο Εύβοια, φαίνεται ολοκάθαρα από μια βεβαίωση που του χορήγησε ο Άρειος Πάγος (το Ανώτατο Δικαστήριο) στις 5 Φεβρουάριου του 1823. (βλ. στο υπ’ αριθμό/έγγραφο στο τέλος του άρθρου μας).

[12] Βλ. Χρυσυλόγη, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 20. Πρβλ. και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (εκδοτική Αθηνών), τ. 6, Αθήνα χ. χρ., σ. 91.

[13] To terminus ante quem της αναδείξεως του Βάσου Μαυροβουνιώτη στο αξίωμα του στρατηγού πρέπει να είναι η 23η Σεπτεμβρίου 1824, όπως καταφαίνεται από ένα έγγραφο που φέρνει την ημερομηνία αυτή [βλ. Δουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 127].

[14] Μολονότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να μην πληρώνει τους οφειλομένους μισθούς σ’ αυτόν και στους άνδρες του (βλ. στο υπ’ αριθμό 2 ντοκουμέντο στο τέλος της εργασίας μας).

[15] Οι τελευταίες αυτές νίκες του Βάσου Μαυροβουνιώτη βεβαιώνονται από μια επίσημη έκθεση, την οποία συνέταξε στις 20 Οκτωβρίου του 1825 στο στρατόπεδο των Σαλώνων ο συμπολεμιστής του Μαυροβουνιώτη στρατηγού Νικόλαος Κριεζώτης (βλ. στο υπ’ αριθμό 3 ντοκουμέντο στο τέλος του άρθρου μας).

[16] Βλ. Ε. Πρωτοψάλτη, «Αυθαίρετος εκστρατεία των Ελλήνων εις Λίβανον», Αθηνά 58 (1954), σ. 243 κ. ε. Σπ. Λουκάτος, «Προσπάθειαι ελληνο-συρολιβανικής συμμαχίας κατά την Ελλην. Εξανάστασιν (1822-1828)», Μνημοσύνη 3 (1970-1971), σ. 328 κ.ε.

[17] Ε. Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα τον 1821, Αθήναι 1971, σ. 75 κ.ε. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλυς, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 538.

[18] Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», 262-263. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539.

[19] Την εκστρατεία εναντίον του Λιβάνου εξετάζει διεξοδικά και ο βιογράφος του Βάσου Μαυροβουνιώτη AB. Ν. Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 32-38. Η εξέταση όμως σε πολλά σημεία της αγγίζει τα όρια του ιστορικού διηγήματος και τούτο, γιατί ο βιογράφος του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου δεν διαθέτει αξιόπιστα τεκμήρια.

[20]  Πρωτοψάλτης, «Αυθαίρετος εκστρατεία», σ. 273-274: Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. 7, σ. 539-540.

[21] Οι Πεταλιοί είναι σύμπλεγμα από μικρά νησιά στο νοτιοδυτικό άκρο της μεγαλονήσου Εύβοιας.

[22] Βλ. Βακαλοπούλου, Ιστορία, τ. 7, σ. 530-531, όπου και η υπόλοιπη βιβλιογραφία.

[23]  Όπως κυρίως φαίνεται από το υπ’ αριθμό 4 έγγραφο που δημοσιεύεται στο τέλος της μελέτης μας.

[24] Χρυσολόγης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 59 κ.ε. Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 91.

[25] Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ως οπαδός της παράταξης των κυβερνητικών – Κουντουριωτών και του Γαλλικού κόμματος, συνεργάστηκε στενά με έναν άλλο σπουδαίο Βαλκάνιο εθελοντή, τον Χατζή Χρήστο Ντάγκοβιτς (βλ. Ιωάννη Α. Παπαδριανού, Η Ελληνική Παλιγγενεσία του 1821 και η βαλκανική της διάσταση. Κομοτηνή 1996, σ. 40, σημ. 16).

[26] Χρυσολόγης, Βάσσος Μαυροβουνιώτης, σ. 66 κ.ε.

[27] Παπαγεωργίου, «Μαυροβουνιώτης Βάσσος», σ. 92

[28] Η φιλοπατρία, η ανδρεία και η πειθαρχία προς τους ανώτερους του ήταν τα προσόντα που διέκριναν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα σώζεται σειρά ολόκληρη εγγράφων της Ελληνικής διοίκησης, στα οποία τονίζονται τα παραπάνω προσόντα του Μαυροβουνιώτη πολεμάρχου [βλ. Λουκάτου, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι μαχητές», σ. 138 κ.ε.].

[29] Την τελευταία ημέρα του θανάτου του, τον επισκέφτηκε ο βασιλέας Όθων και τον ρώτησε αν έχει να εκφράσει κάποια επιθυμία για την οικογένεια του. «Η μόνη μου επιθυμία», απάντησε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, «είναι τα παιδιά μου να σας δουν να εισέρχεστε στην Κωνσταντινούπολη» (βλ. Χρυσολόγου, Βάσος Μαυροβουνιώτης, σ. 64).

[30] Η Ελέγκω είχε φήμη καλλονής «… έλαμπε από ομορφιά και ήταν γεμάτη από χαρίσματα» και είχε γοητεύσει και τον γνωστό ποιητή Π. Σούτσο. Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης θα παντρευτεί αργότερα για Δεύτερη φορά την Υδραία Μπίλλιω, από την οποία θα αποκτήσει και μια κόρη, την Πέτρα. Παρόλα αυτά η Ελέγκω αντιμετωπιζόταν και τότε ως Ελέγκω Βάσου Μαυροβουνιώτη και, μετά τον θάνατο του συζύγου της Βάσου, ως η χήρα του (βλ. Δημητρίου Π. Πασχάλη, Η Άνδρος κατά την Επανάσταση του 1821 Αθήναι 1930, σ. 73 κ.ε.).

[31]  Τη σχετική βιβλιογραφία βλ. παραπάνω, σ. 246, σημ. 5.

[32] Βλ. σχετικά στο υπ’ αριθμό 5 ντοκουμέντο που Δημοσιεύεται στο τέλος της εργασίας μας.

[33] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Εκτελεστικόν Σώμα, 27 Απριλίου 1823.

[34] Πρωτοψάλτης, Η Κύπρος, α. 18 κ.ε.

[35] Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, έκδοση Ε. Πρωτοψάλτη, τ. 3, Αθήναι 1968,0.394-396,925

[36] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Γενική Γραμματεία, φάκ. 148, αριθμ. 7 και 8.

[37] Σπ. Λουκάτος, Σχέσεις Ελλήνων μετά Σέρβων και Μαυροβουνίων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν (1823-1826), Θεσσαλονίκη 1970, σ. 119.

Ιωάννης Α. Παπαδριανός

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »