Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άλωση του Παλαμηδίου’

Σκρεπετός Εμμανουήλ


 

Ο Εμμανουήλ Σκρεπετός  ήταν κτίστης, μπουλουξής σώματος ατάκτων από το Κρανίδι Αργολίδας.  Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ναυπλίας, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του. Στις 30 Νοεμβρίου 1822 στις έξι τα ξημερώματα υπό πλήρες σκοτάδι και καταρρακτώδη βροχή, αναρριχήθηκε και εισπήδησε από τους πρώτους επαναστάτες στο Παλαμήδι του Ναυπλίου, ως γνώστης των σχεδίων του κάστρου. Μαζί του και ο αδελφός του, μαραγκός, οπλίτης σώματος ατάκτων, Κωνσταντής Σκρεπετός.*

Συμμετείχε σε διάφορες μάχες. Μαχόμενος, επέδειξε καρτερία, τιμιότητα και υπακοή. Την πολεμική του δράση πιστοποίησαν στις 20 Δεκεμβρίου 1841 ο αρχιστράτηγος Θ. Κολοκοτρώνης και ο στρατηγός Δ. Πλαπούτας και το 1865 ο καπετάνιος Ερμιονίδας και ταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγος, Ν. Λάμπρου. Οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων τον ενέταξαν στους αξιωματικούς βαθμού Ζ’ (ανθυπολοχαγός).

 

karl krazeisen – Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Με την από 8 Ιουνίου 1865 αίτησή του προς το Υπουργείο Οικονομικών, αξίωσε την προβλεπόμενη από τον νόμο περί προικοδοτήσεως αμοιβή για την προσφορά του στον Αγώνα της ανεξαρτησίας. Ο Π. Τσιμάνης τον αναφέρει στο έργο του Μνήμες Ερμιονίδος, σελ. 399-400, ο μακαριστός μητροπολίτης Κορίνθου Π. Καρανικόλας στο έργο του το Κρανίδι…, σελ. 18 και η Γ. Παϊδούση στο έργο της Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες, σελ. 228. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μοσχονησιώτης Δημήτριος – Ο πρωταγωνιστής της άλωσης του Παλαμηδιού


 

[ Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης γεννήθηκε στις Κυδωνίες ( Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Στις 2 Ιουνίου 1821, οι Τούρκοι καταστρέψανε την πόλη για να εκδικηθούν τους Έλληνες που είχαν  πυρπολήσει ένα πλοίο τους ( δίκροτο) στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου 1821. Μεταξύ αυτών που σώθηκαν από την σφαγή, ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης καθώς και ο πατέρας του Νικόλαος. Κατέφυγαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχτηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις. Ο Δημήτριος υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Οπλαρχηγού Θάνου και κατόπιν – κατά την άλωση του Παλαμηδιού – υπό τον Στάϊκο Σταϊκόπουλο ως Ενωμοτάρχης. Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης μαζί με τον πατέρα του Νικόλαο, είναι εκείνοι που σχεδίασαν και υλοποίησαν- με την έγκριση του Σταϊκόπουλου- το σχέδιο της εκπόρθησης του Παλαμηδιού, την παραμονή του Αγίου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου 1822 ].

 

Μια άγνωστη αναφορά του

Ακολουθεί το κείμενο του Δικηγόρου- Συγγραφέα Τάκη Α. Σαλκιτζόγλου. 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σώζεται μια αίτηση – αναφορά του Δημητρίου Μοσχονησιώτη, που πρωτοστάτησε μαζί με το Στάϊκο Σταϊκόπουλο κατά τις ιστορικές ώρες της άλωσης του Παλαμηδιού. Είναι γραμμένη στις 15 Μαρτίου 1825 από άτομο γραμματισμένο, που γνωρίζει καλά τα ελληνικά. Φέρει όμως την ιδιόχει­ρη υπογραφή του ίδιου του Μοσχονησιώτη, που προτάσσει μάλιστα με σεμνότητα στα χαραγμένα με έκδηλο κόπο ανορθόγραφα κολλυβογράμματα της υπογραφής του τις λέξεις «δουλουσας ταπηνως» (δούλος σας ταπεινός), ανορθόγραφο κι αυτό αλλά αυθόρμητο δείγμα της ευπείθειάς του προς τις Αρχές. Το κείμενο της αίτησης αυτής (που έρχεται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότη­τας και παρατίθεται σε φωτοτυπία) έχει ως εξής: 

Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν

Ο υποσημειούμενος ηγωνίσθην με όλην μου την δυνατήν προθυμίαν εις τον υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος ιερόν αγώνα, δια διάστημα τριών ήδη χρόνων, υπό διαφόρους. Κατά το 1822 μετά του μακαρίτου κυρίου Θάνου εις διάστημα 7 μηνών, χωρίς να λάβω κανένα μισθόν, εσυντρόφευσα τον ρηθέντα εξ Άργους εις τα πλοία και εγώ διέμενα πολεμών κατά των εχθρών, έως ού ούτοι κατεδιώχθησαν. Μετά ταύτα συνενώθην μετά του καπετάν Στάϊκου Σταϊκόπουλου, υπό την οδηγίαν του οποίου εδούλευσα ένδεκα μήνας, χωρίς ποτέ να λάβω ούδ ‘ οβολόν.

Ότε δε έγινε η έφοδος Παλαμηδιού, εγώ πρώτος πηδήσας ένδον του τείχους, εγώ πρώτος και μόνος εμβήκα εις όλας τας δάπιας, και αναβαίνων την κλίμακα και με τα εργαλεία ανά χείρας ήνοιγα τας θύρας και εισήρχοντο οι λοιποί (ως φαίνεται από το εσώκλειστον αποδεικτικόν και καθώς ημπορούν και όλοι όσοι τότε εις την έφοδον παρήσαν). Μετά δε την έφοδον, μ ‘ όλον ότι ο καπετάν Στάϊκος κατά την στιγμήν ενώ είμεθα πλησίον εις τα τείχη του Παλαμηδίον μου υπεσχέθη επί παρρη­σία όλων των συντρόφων εάν έμβω πρώτος να μου δίδη αμοιβήν του κινδύνου τα ίδια του τα όπλα και τας πιστόλας του, πέντε μερίδια από τα λάφυρα του Παλαμη­διού και χίλια γρόσια δώρον, μ’ όλον τούτο αφού εμβήκαμεν μέσα εις το Παλαμήδι δεν έλαβα ειμή μόνον δια τον εαυτόν μου και τους δέκα συντρόφους μου γρόσια 101 και 25.

Αλλ’ όταν του εζητούσα το δώρον μου, μού έλεγε συχνά ότι η Διοίκησις θέλει γνωρίσει τους κόπους μου και θέλει με επιβραβεύσει. Ήδη λοιπόν όπου δεν έχω άλλον πόρον πλέον τροφής, λαμβάνω το θάρρος να αναγγείλω  ταύτα εις την Σεβαστήν Διοίκησιν και να την παρακαλέσω να γνωρίση τα δίκαια μου και τους αγώνας μου και να συγκατάνευση εις το να προνοήση και δι’ εμέ πόρον τινα, δι’ ού να ημπορώ να θρέψω εμαυτόν και την οικογένειάν μου. Ομοίως να με τιμήση και με ένα ανάλογον βαθμόν αξιώματος των εκδουλεύσεων όπου έκαμα και κινδύνων όπου υπέφερα.

 Ων δ’ ευελπις επί των αιτήσεών μου, μένω ευσεβάστως

Τη 15 Μαρτίου 1825                   ο ευπειθής πατριώτης

Ναύπλιον                                 δουλουσας ταπηνως   δημητριως μωσχουνησοτης

  

Ενυπόγραφη αναφορά του Δημ. Μοσχονησιώτη

Στην οπισθία όψη της αιτήσεως υπάρχει ο αριθμός 982 και αναγράφεται το όνομα Δ. Μοσχονησιώτης με την εξής επισημείωση, γραμμένη από άλλο χέρι: «Το υπουργείον του Πολέμου να εξετάση και να αναφέρη, 19 Μαρτίου 1825, Ναύπλιον, 5135, ο προσ (ωρινός) Γεν. Γραμμ. (υπογραφή δυσανάγνωστος)». Οι αριθμοί 982 και 5135 σχετίζονται μάλλον με το πρωτόκολλο.

Η αίτηση είναι γραμμένη από εγγράμματο γραφέα, πολύ καλό γνώστη της ελλη­νικής, που απέδωσε με την πέννα του όσα θα του εξέθεσε ο ίδιος ο Μοσχονησιώτης. Ίσως μάλιστα ο γραφέας να ήταν κάποιος συμπατριώτης του, που θα είχε φοιτήσει στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών, με δασκάλους τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και τον Θεόφιλο Καΐρη, και τα σωστά ελληνικά του τον είχαν οδηγήσει, πρόσφυγα τώρα και τον ίδιο, να βγάζει το ψωμί του ως αναφορογράφος μέσα στο Ναύπλιο.

Όσο για τον ίδιο τον αγράμματο αγωνιστή, η ίδια η υπογραφή του, εκτός από τα αναπόφευκτα ορθογραφικά του λάθη, τη διακοπή της συνέχειας της γραφής σε α­προσδόκητο σημείο (στην επάνω σειρά γράφει δημη και στην κάτω -τριως), την αυτόβουλη έκφραση υποταγής (δουλουσας ταπηνως), αποπνέει τον κόπο και την προσπάθεια που φαίνεται πως κατέβαλε για να καταφέρει να την βάλει επιτέλους πάνω στο χαρτί. Η γραφή του αγνοεί την ύπαρξη των κεφαλαίων γραμμάτων και είναι καθαρά φωνητική, φέρει δηλαδή έκδηλα τα φαινόμενα του λεσβιακού γλωσσικού ιδιώματος των Κυδωνιών, όπου το όμικρον εκτείνεται σε ου (δούλους, μωσχουνησότης). Είναι γνωστό πως οι Αϊβαλιώτες και οι Μοσχονησιώτες ήταν στην πλειοψηφία τους Μυτιληνιοί, που από τη γειτονική Λέσβο άρχισαν να εγκαθίστα­νται στις Κυδωνιές (ή Αϊβαλί) περί τα μέσα του 16ου αιώνα.

Δεν είναι γνωστή η απάντηση της Σεβαστής Διοίκησης, ούτε και διαθέτουμε άλλες πληροφορίες για την περαιτέρω τύχη του Δημ. Μοσχονησιώτη. Στις κατα­στάσεις των αγωνιστών που φυλάσσονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Μητρώο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης αναφέρεται και κάποιος άλλος Μο­σχονησιώτης Δημήτριος ο οποίος αγωνίσθηκε υπό τον καπετάνιο Παντελή Ποριώ­τη, δεν είναι όμως βέβαιο αν είναι ο ίδιος ο ήρωας του Παλαμηδιού ή αν πρόκειται περί συνωνυμίας.*

Τα γεγονότα της Άλωσης του Παλαμηδιού είναι γνωστά από τους ιστοριογράφους της Επανάστασης, ιδιαίτερα από τον Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδη και από τη διεξοδική μονογραφία του Πάνου Λιαλιάτση που δημοσιεύθηκε προσφάτως σε οκτώ συνέ­χειες σε ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών. Όλοι τονίζουν την αποφασιστική συμβολή του Αϊβαλιώτη αγωνιστή Δημητρίου Μοσχονησιώτη, ο οποίος προθυ­μοποιήθηκε να ανέβει πρώτος στα τείχη, υπερπήδησε τις επάλξεις, όρμησε πρώ­τος και μόνος μέσα στο κάστρο και με το θάρρος και την άφοβη παλικαριά του εξουδετέρωσε την τουρκική φρουρά. Αμέσως έδωσε το σύνθημα στους Έλληνες που ακολουθούσαν για να εφορμήσουν κι αυτοί και να ολοκληρώσουν την άλωση του Παλαμηδιού.

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης είχε συλλάβει την προηγούμενη νύχτα δυο Αλβα­νούς και μια γυναίκα, που είχαν βγει από το Παλαμήδι και μάζευαν χόρτα έξω από το κάστρο. Τους οδήγησε αμέσως στο Στ. Σταϊκόπουλο, στον οποίον αυτοί αποκά­λυψαν ότι οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από το φρούριο, εξουθενωμέ­νοι από την πολιορκία και την έλλειψη τροφής.

« Ο Α. Μοσχονησιώτης, σίγουρος ότι οι Αρβανίτες είπαν την αλήθεια» γράφει ο Πάνος Λιαλιάτσης «παρακίνησε τον Σταϊκόπουλο να πάρει την απόφαση για το ρε­σάλτο. Για να πείσει αυτόν και τους άλλους καπεταναίους ότι οι πληροφοριοδότες είπαν την αλήθεια, δέχθηκε πρώτος αυτός ν’ ανεβεί με σκάλα τα τείχη της Γιουρούς ντάπιας και, αν οι στρατιώτες που ήταν κοντά της ακούσουν πυροβολισμό, να κατα­λάβουν ότι σκοτώθηκε. Αν ακούσουν μόνο φωνές να καταλάβουν ότι πιάστηκε, οπότε να φύγουν και να τιμωρήσουν αυστηρά τους δυο Αρβανίτες… Στην περίπτωση όμως που θα βρει τον προμαχώνα αφρούρητο αμέσως θα τους ειδοποιήσει ν’ ανεβούν κι αυτοί στα τείχη».

Όταν έφτασε η ώρα του ρεσάλτου ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, πατώντας σε μια σκάλα που είχαν κουβαλήσει οι πολιορκητές, έκανε το σταυρό του και πήδηξε μέσα στη ντάπια, άρπαξε αιφνιδιαστικά τον Τούρκο φρουρό, τον αδρανοποίησε, μάζεψε όλα τα όπλα που υπήρχαν μέσα στο φυλάκιο και κάλεσε τα άλλα παλικάρια που περίμεναν από κάτω να ανέβουν κι’ αυτά γρήγορα στο τείχος. Αφού ολοκληρώ­θηκε η κατάληψη της Γιουρούς ντάπιας, κουβάλησαν τη σκάλα στη διπλανή Καρά ντάπια, όπου πάλι ο Μοσχονησιώτης με τον ίδιο τρόπο πήδηξε πρώτος μέσα από τα τείχη και πάλι με τον ίδιο τρόπο την κυρίευσε, ειδοποιώντας τους Έλληνες να ορμή­σουν μέσα. Σε λίγο όλες οι ντάπιες κυριεύθηκαν και το άπαρτο Παλαμήδι έπεσε. Ήταν ξημερώματα της 30 Νοεμβρίου 1822. Η απελευθέρωση και του Ναυπλίου ήταν πια εύκολη υπόθεση.

Πέρασαν δυόμιση σχεδόν χρόνια. Το Έθνος αγωνιζόταν να ολοκληρώσει κι’ αυτό την απελευθέρωση του, που ήταν υπόθεση ολοκλήρου του ελληνισμού. Στις τάξεις των αγωνιστών δεν έσπευσαν να καταταγούν μόνο Ελλαδίτες (Μωραΐτες, Ρουμε­λιώτες, Σουλιώτες, Αιγαιοπελαγίτες κ.α.) αλλά και Έλληνες του Μείζονος Ελληνι­σμού, της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Κύπρου, ακόμα και Μανιάτες της Κορσικής.

Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που καταγόταν από το Αϊβαλί, τις ελληνικότατες Κυδωνιές της Μικράς Ασίας. Σίγουρα θα ήρθε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή και την πυρπόληση της πατρίδας του από τους Τούρκους που έγινε στις 3 Ιουνίου 1821. Τότε που ολόκληρος ο ελληνικός πληθυ­σμός των Κυδωνιών σφαζόμενος, διωκόμενος και όχι απλώς «συνωστιζόμενος» (κατά μία μοντέρνα έκφραση) έτρεχε να σωθεί και να προλάβει να μπει στα καράβια του Τομπάζη και του Μιαούλη, που τον οδήγησαν στα Ψαρά και στα άλλα νησιά του Αιγαίου. Αμέτρητοι ήταν όσοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα, ενώ περισσό­τεροι από 30.000 ήταν οι Κυδωνιάτες και Μοσχονήσιοι πρόσφυγες που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πατρίδα τους ερημώθηκε και έμεινε για αρκετά χρόνια ακατοίκητη. Όσοι γλίτωσαν τη σφαγή έβλεπαν από τα καράβια μια ολόκλη­ρη πόλη, την πόλη τους, να πυρπολείται και τα σπίτια τους, τα σχολεία και τις εκ­κλησίες τους να καπνίζουν σε ερείπια.

Από τους Αϊβαλιώτες που έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα, κατατάχθηκαν στα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα αλλά και στον τακτικό στρατό. Ο αριθμός των αγωνιστών από τις Κυδωνιές δεν έχει υπολο­γισθεί με ακρίβεια, είναι βέβαιο όμως ότι ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες. Από σχετική έρευνα στα Μητρώα Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τα Γενικά Αρ­χεία του Κράτους (Αρχείο Αγώνος, Συλλογή Βλαχογιάννη), τα Αρχεία της Ιστορι­κής και Εθνολογικής Εταιρείας και από άλλες πηγές προβάλλουν τα ονόματα σω­ρείας Αϊβαλιωτών αγωνιστών.

Αναφέρουμε εδώ μερικούς, όπως οι πέντε ηρωικοί αδελφοί Πίσσα (Αθανάσιος, Δημήτριος, Ευστράτιος, Νικόλαος και Παναγιώτης από τους οποίου οι δυο τελευταίοι πρόσφεραν την ίδια τη ζωή τους στον Αγώνα)**, οι Άγγελος Ζωντανός και Μανουήλ Αμμανίτης που έπεσαν ηρωικά στη μάχη του Πέτα, ο Χατζη-Αποστόλης ο οποίος οδηγούσε δικό του σώμα από 80 Αϊβαλιώτες που εμάχοντο υπό τον Γιατράκο, ο Δημ. Καπαντάρος που επικεφαλής 300 συμπα­τριωτών του πολέμησε στο Άργος τον Δράμαλη, οι Γεώργιος Σεϊταρής, Γεώργιος Γεωργίτσας, ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης, που επικεφαλής σώματος 50 συμπατριω­τών του έλαβε μέρος στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς***, οι Στρατής Αϊβαλώτης – Λαχανάς, Γαβριήλ Αμμανίτης, Στυλιανός Γονατάς (πρόγονος του ο­μώνυμου στρατηγού της Επανάστασης του 1922), και Δημ. Σαλτέλης, ο Ιωάννης Σαλτέλης που βρήκε ένδοξο τέλος στα Ψαρά, ανατινάζοντας την πυριτιδαποθήκη και παρασύροντας στο θάνατο μαζί με τους συμπολεμιστές του και πολλούς Τούρ­κους, ο Νικόλαος Σκορδομπέκης, ο Δημήτριος Τζίτζιρας, που σκοτώθηκε εφορμώ­ντας και αυτός πρώτος στην πολιορκουμένη Ακρόπολη των Αθηνών, οι 100 Αϊβαλιώτες που ανήκαν στο σώμα του Κριεζώτη και υπεράσπιζαν την Ακρόπολη των Αθηνών από τον Κιουταχή, και τόσοι άλλοι που θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να αναφέρει κανείς τα ονόματα και τη δράση τους.

Όλοι αυτοί (οι Κυδωνιάτες) πολέμησαν στον τακτικό στρατό ή σε ομάδες συ­μπατριωτών τους (μπουλούκια), συνήθως υπό την αρχηγία ενός συμπατριώτη τους, αλλά υπό την γενική ηγεσία στρατηγών όπως οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χα­τζηχρήστος, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Ιωάννης Νοταράς, Καραϊσκάκης, Μακρυ­γιάννης, Ιω. Γκούρας κ.α.

Ανάμεσα στους ανώνυμους αυτούς αγωνιστές ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που θα είχε ασφαλώς λάβει μέρος σε αρκετές μάχες, αφού κατά την άλωση του Παλαμηδιού αριθμούσε ήδη 18 μήνες στον ιερό Αγώνα, από την αρχή δηλαδή της Επανάστασης μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1822.

Όλοι αυτοί δεν αγωνίζονταν μόνο για την Ελλάδα. Αγωνίζονταν παράλληλα και για την επιβίωση των μελών των οικογενειών τους, που περιφέρονταν στη μητέρα πατρίδα ανέστιοι και πένητες, ρακένδυτοι και μονοσάνδαλοι, και έφτα­σαν στο σημείο ακόμα και να επαιτούν, όπως η παλιά αρχόντισσα των Κυδωνιών Πανωραία Χατζηκώστα, που κατάντησε να την αποκαλούν στο Ναύπλιο Ψωροκώσταινα. Ούτε περιουσίες ή χωράφια είχαν στην Ελλάδα, ούτε σπίτια (πολλοί κατοικούσαν σε σπηλιές), ούτε συγγενείς για να τους συμπαρασταθούν. Η αιώνια μοίρα των προσφύγων.

Από την ανάγνωση του κειμένου της αιτήσεως του ηρωικού παλικαριού από τις Κυδωνιές, μπορεί κανείς να κάνει μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και να ο­δηγηθεί σε κάποιες σκέψεις. Κατ’ αρχάς η αίτηση ομιλεί περί «εσωκλείστου αποδει­κτικού», από το οποίο προκύπτει η αλήθεια των περιστατικών της άλωσης του κά­στρου και περί επιβεβαιωτικής μαρτυρίας όσων παρευρέθησαν την ιστορική εκείνη στιγμή κάτω από τα τείχη του Παλαμηδιού.

Το αποδεικτικό αυτό έγγραφο υπάρχει σε επίσημο αντίγραφο, υπογράφεται από τον Γενικό Αστυνόμο Ναυπλίου και φυλάσσεται κι’ αυτό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πρόκειται περί πιστοποιητικού που υπέγραψαν ο καπετάνιος του Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο αδελφός του Αθανάσιος Σταϊκόπουλος και δημοσιεύεται κι αυ­τό σήμερα.

Το κείμενο του έχει ως εξής:

Τη 3 Φεβρουαρίου 1823 εν Ναυπλίω

Ο το παρόν επιφέρων Μήτρος Μοσχονησιώτης Νικολάου Κυδωνιάτης εις την του Παλαμηδιού έφοδον επήδησεν πρώτος αυτός με μεγάλην ηρωικήν ανδρείαν τα τείχη, και πρώτος αυτός επήδησεν εις τας τάπιας, και εις παντοτινήν ένδειξιν της αρετής του, του εδώσαμεν το παρόν ενυπόγραφον, όπου παρρησιάζοντάς το εις την πατρίδα να λάβη τους καρπούς αναλόγως των αγώνων του, και υποσημειούμεθα

Στάικος Σταϊκόπουλος

Αθανάσιος Σταϊκόπουλος

Ότι ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου τη 4 Ιουλίου 1824,

Ναύπλιον ο Γενικός Αστυνόμος Ναυπλίου (Τ.Σ.) Ν. Ευαγγελίδης

Το πιστοποιητικό έγγραφο που βεβαιώνει το ανδραγάθημα του Δημ. Μοσχονησιώτη.

Μετά και από αυτό, οι ισχυρισμοί του Μοσχονησιώτη αποδεικνύονται βάσιμοι, αφού προκύπτει ότι αυτός αναρριχήθηκε όχι μόνο στις δυο πρώτες ντάπιες αλλά και στις υπόλοιπες, γεγονός που ανεβάζει ακόμα περισσότερο το δείκτη του ηρω­ισμού του.

Δεύτερο περιστατικό που επικαλείται ο Αϊβαλιώτης αγωνιστής είναι η δελεαστική προσφορά του Στ. Σταϊκόπουλου, που του έταξε όχι μόνο πενταπλάσια λάφυρα από όσα κανονικά θα εδικαιούτο, όχι μόνο το σημαντικό ποσό των χιλίων γροσίων, αλλά και τα ίδια τα άρματα του και τις πιστόλες του. Όλα αυτά τα υπεσχέθη ο καπετάνιος τη δραματική και κρίσιμη εκείνη στιγμή, που ο Μοσχονησιώτης αποφάσιζε να εφορμή­σει επάνω στα τείχη, πρώτος και μόνος αυτός, παίζοντας τη ζωή του «κορώνα-γράμματα».

Όλοι ξέρουμε πόσο ιερά ήταν για τους αγωνιστές του 21 τα όπλα και οι πιστό­λες τους, τα οποία δεν διανοούνταν ποτέ να τα αποχωριστούν. Αυτά ήταν το καμάρι τους και η απόδειξη της λεβεντιάς τους. Συνήθως ο καλά οπλισμένος αγωνιστής, ό­πως θα ήταν ένας καπετάνιος σαν τον Σταϊκόπουλο, που οδηγούσε πάνω από 300 άνδρες στις πολεμικές επιχειρήσεις, έφερε στη ζώνη ένα ζευγάρι πιστόλες, ένα γιατα­γάνι (παραξιφίδα) και πολλές φορές και μία σπάθη. Είχε ακόμη και μία ή δύο παλά­σκες. Όλα αυτά τα άρματα ήταν πολλές φορές ασημοκέντητα και μαλαμοστόλιστα, και είχαν συχνά κερδηθεί στο πεδίο της μάχης με ανδραγαθίες. Ο Σταϊκόπουλος υπο­σχέθηκε να τα προσφέρει ως «γέρας αΐδιον» στον παράτολμο Μικρασιάτη, αναγνωρί­ζοντας εκ προοιμίου το μέγεθος του κινδύνου που αναλάμβανε.

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο εκάλυπταν τις καθημερινές βιοτικές τους ανάγκες οι αγωνιστές του 21. Τα άτακτα σώματα των επαναστατών σχηματίζονταν γύρω από ένα καπετάνιο εγνωσμένης ικανότητος και πολεμικής ανδρείας, που περιστοιχιζόταν από ένα ρευστό αριθμό στρατιωτών, οι οποίοι τον αναγνώριζαν για αρχηγό τους και τον ακολουθούσαν. Τα έξοδα της καθη­μερινής διαβίωσης τους, τη μισθοδοσία και το λιτότατο σιτηρέσιο, τα έδινε ο ίδιος ο καπετάνιος, που τα εισέπραττε από την κυβέρνηση, σε όχι τακτικά διαστήματα και μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις. Οι ίδιοι οι αγωνιστές ήταν υποχρεωμένοι να έχουν και να συντηρούν τον ιματισμό τους, τα τσαρούχια τους και τα όπλα τους.

Τις περισσότερες φορές όμως η κυβέρνηση αδυνατούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Το μηνιαίο μισθό των στρατιωτών, που ανερχόταν σε 10 συνήθως γρόσια, αναγκάζονταν τότε οι καπεταναίοι να τον αντλούν φορολογώντας αυθαιρέ­τως τις κοινότητες, προκαλώντας έτσι συχνά τις αντιδράσεις των χωρικών, όπως συνέβη στην Αττική, όταν φρούραρχος των Αθηνών ήταν ο Γκούρας. Τα λάφυρα από τις μάχες και τις εκπορθήσεις των κάστρων ήταν μια οικονομική ανάσα για τους κακοπληρωμένους και στερημένους αγωνιστές. Μετά τη νικηφόρα μάχη ο κα­πετάνιος έπαιρνε ένα μεγάλο μερίδιο (κάποτε τα μισά από τα λάφυρα), υποχρεωνό­ταν όμως με αυτά να καλύπτει διάφορες ανάγκες του στρατεύματος του. Τα υπόλοι­πα τα μοίραζε στους άνδρες του ανάλογα με το βαθμό τους και την προσφορά τους.

Η φερεγγυότητα του καπετάνιου ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων του αυ­τών ήταν ουσιώδης λόγος για τη βιωσιμότητα του στρατιωτικού του σχηματισμού. Καπετάνιος που δεν εξασφάλιζε τη μισθοδοσία και δεν φρόντιζε τις ανάγκες των αν­δρών του, έβλεπε το ασκέρι του να φυλλορροεί και τα παλικάρια του να του φεύγουν για να ενταχθούν στα σώματα άλλων αρχηγών. Άλλωστε η έννοια της πειθαρχίας ήταν σχεδόν άγνωστη στα επαναστατικά στρατεύματα και η εγκατάλειψη ενός στρα­τιωτικού σχηματισμού δεν εθεωρείτο λιποταξία. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα στον τακτικό στρατό που δημιούργησε ο Δημ. Υψηλάντης στην Καλαμάτα από τις αρχές της Επανάστασης, με πρώτο διοικητή τον φιλέλληνα Μπαλέστρα.

Μετά από αυτά η πικρία του Μοσχονησιώτη για την παραγνώριση του ήταν δικαιο­λογημένη. Όχι μόνο δεν είχε πάρει τα λίγα γρόσια που έπρεπε να του δώσει ο άλλος καπετάνιος για τους 7 μήνες που είχε προηγουμένως αγωνιστεί με το ασκέρι του, αλλά και ο επόμενος καπετάνιος του, ο Σταϊκόπουλος, δεν του έδωσε ποτέ «ουδ’ οβολόν» για τους 11 μήνες που διατέλεσε υπαξιωματικός του. Συνάγουμε δε ότι ήταν υπαξιωματικός, διότι αναφέρει ότι αυτός και οι δέκα σύντροφοι του δεν εισέ­πραξαν από τα λάφυρα παρά μόνον 100 γρόσια (αν διαβάζουμε καλά το δυσανά­γνωστο αριθμό αυτό).

Οι δέκα αγωνιστές αποτελούσαν μια μάγκα (ενωμοτία) και ο επικεφαλής τους, ο μάγκατζης, ήταν ο Δημ. Μοσχονησιώτης, Όσο για τα υπόλοιπα που ο Σταϊκόπουλος γενναιόδωρα του είχε τάξει, φαίνεται, αν πιστέψουμε τον Μοσχονησιώτη, ότι αυτός ανέβαλε διαρκώς να εκπληρώσει τα υπεσχημένα και τον παρέπεμπε στην κυβέρνηση (τη Σεβαστή Διοίκηση), η οποία εκώφευε από τότε, όπως συχνά κωφεύει μέχρι σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις.

Απευθυνόμενος προς τη Σεβαστή Διοίκηση ο Μοσχονησιώτης, μετά την αποτυ­χία των διαβημάτων του προς τον Σταϊκόπουλο, δεν ζητάει παρά αορίστως κάποιο πόρο για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένεια του, η οποία Κύριος οίδε υπό ποίας συνθήκας θα ζούσε, ίσως μέσα στο ίδιο το Ναύπλιο. Τολμά μάλιστα να ζητάει και κάποιο βαθμό, που φαίνεται ότι μέχρι τότε οι αρμόδιοι του Υπουργείου Πολέ­μου της Επανάστασης είχαν ξεχάσει να του απονείμουν.

Η παράλειψη αυτή νομίζουμε ότι είναι σοβαρότερη. Οι βαθμοί απενέμοντο τότε αφειδώς και χωρίς να αντιπροσωπεύουν πάντα την αξία και την προσφορά του προαγόμενου. Κριτήριο της προαγωγής του αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε η αγωνιστική του δράση. Ήταν συχνά οι φιλικές σχέσεις του με τους στρατηγούς και τους αρμόδιους του Υπουργείου Πολέμου, οι πολιτικές και τοπικιστικές συμ­μαχίες, και βεβαίως η καταγωγή του από κάποια γνωστή οικογένεια κοτζαμπάσηδων ή πολεμαρχών.

Ο ατυχής Μοσχονησιώτης δεν θα είχε στο Ναύπλιο στηρίγματα πολιτικά ή στρατιωτικά, σαν πρόσφυγας και ετερόχθονας που ήταν, και φυσικό ήταν να τον αγνοούν στις αλλεπάλληλες και γενναιόδωρες προαγωγές στις οποίες αθρόως προ­έβαινε το Υπουργείο Πολέμου, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα σχετικά έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Χαρακτηριστικό της ευκολίας με την οποία απεδίδοντο οι βαθμοί είναι ότι, όταν ο Καποδίστριας επιθεώρησε τον τακτικό στρατό στα Μέθανα και παρατήρη­σε έκπληκτος ότι ο αριθμός των αξιωματικών του τακτικού στρατού ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους απλούς στρατιώτες, ο Φαβιέρος του απάντησε, και δικαί­ως, ότι «οι προαγωγές ήταν οι μόνες αμοιβές για τις εκδουλεύσεις των στρατιωτι­κών προς την πατρίδα, αφού τον περισσότερον καιρόν υπηρετούν αμισθί και χωρίς μάλιστα να καταπιέζουν τους αμάχους για να πορισθούν τροφές, χρήματα κ.λ.π.».****

Αν αυτά παρετηρούντο στον τακτικό στρατό που διοικούσε ο Φαβιέρος, στα άτακτα σώματα των καπεταναίων και των οπλαρχηγών η απονομή των βαθμών δεν ήταν πάντοτε υπόδειγμα αμεροληψίας.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής παρατηρεί τα εξής: «Τα διπλώματα κατ’ εκείνην την εποχήν εδόθησαν με τόσην αφθονίαν χωρίς τινός διακρίσεως, ώστε κατήντησε το έθνος να έχη υπέρ τας 12 χιλιάδας αξιωματικούς, εκ των οποίων πολλοί προεβιβάσθησαν εις βαθμούς στρατηγίας, αντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, υποχιλιαρχίας μέχρι εικοσιπενταρχίας, χωρίς ποτέ να ρίψωσιν ουδέ καν ένα τουφέκι εις τας κατ’ εχθρών γενομένας μάχας».

Για τις αθρόες απονομές βαθμών ευθύνονται βεβαίως ο φατριασμός, ο παραγοντισμός και οι τοπικιστικές προτιμήσεις, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά ο Μάρκος Μπότσαρης όταν, την παραμονή της μάχης στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, όπου σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος, έσχισε επιδεικτικά το δίπλωμα του στρατηγού. Χαρα­κτηριστικό της κατάχρησης απονομής βαθμών είναι ότι μόνο τα ονόματα των Μανια­τών στρατηγών και αντιστράτηγων ξεπερνούσαν συνολικά τους σαράντα! Φυσικό ήταν λοιπόν να αισθάνεται πικρία και παραγκωνισμό ο ήρωας του Παλαμηδιού.

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που ήρθε από το κατεστραμμένο Αϊβαλί να αγωνι­στεί για την Ελλάδα, μάταια περίμενε δυόμιση χρόνια, από τον καπετάνιο του πρώ­τα κι’ από την επαναστατική κυβέρνηση ύστερα, να αναγνωρίσουν (να «γνωρίσουν» όπως γράφει η αναφορά του) το ηρωικό του τόλμημα, να τηρήσουν τουλάχιστον τα υπεσχημένα. Μετά από την αίτηση – αναφορά που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου 1825 τα αβέβαια ίχνη του χάνονται.

Το Ναύπλιο που αναπνέει την ελευθερία του εδώ και σχεδόν δυο αιώνες μετά την άλωση του Παλαμηδιού, ετίμησε δικαίως, τον Στάικο Σταϊκόπουλο με το άγαλ­μα που του έστησε στην ομώνυμη πλατεία του.

Δεν ξέχασε όμως ούτε τον Δημήτριο Μοσχονησιώτη, στον οποίο έχει αφιερώσει μια οδό στο όνομα του, ενώ μια εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα επάνω στο Παλα­μήδι, παρά το σφάλμα του μικρού του ονόματος (τον αποκαλεί Νικόλαο αντί Δημή­τριο) θα υπενθυμίζει πάντα το ηρωικό κατόρθωμα του παλικαριού από τις Κυδωνι­ές της Μικράς Ασίας.

  

Υποσημειώσεις


 

* Οι συνωνυμίες είναι πολλές στις καταστάσεις των Μικρασιατών αγωνιστών. Τούτο διότι πολλοί απεκαλούντο με επίθετο πατριδωνυμικό που εξελισσόταν σε επώνυμο. Έτσι απαν­τάται συχνότατα το επίθετο Αϊβαλιώτης ή Κυδωνιάτης, Σμυρναίος, Περγάμαλης, Κουσαντιανός (από το Κουσάντασι), Τραπεζανλής (από την Τραπεζούντα) κ.λ.π. Με το επίθετο Μοσχονησιώτης υπάρχουν αρκετοί αγωνιστές, που το επίθετο τους μαρτυρεί το γεγονός ότι ήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα από τα Μοσχονήσια, συστάδα μικρών νήσων που βρίσκονταν μπροστά από το λιμάνι των Κυδωνιών (αρχαία Εκατόννησος). Με το μικρό όμως όνομα Δημήτριος και με επίθετο Μοσχονησιότης ο γράφων μόνο δύο αγωνιστές κατόρθωσε να εντοπίσει.

** Από τους πέντε αδελφούς Πίσσα οι Νικόλαος και Παναγιώτης έπεσαν μαχόμενοι, ο μεν Νικόλαος αγωνιζόμενος κατά του Δράμαλη στα 1822, ο δε Παναγιώτης στην εκστρατεία της Καρύστου το 1826. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ηρωικό εγχείρημα διάσπασης της πο­λιορκίας και ανεφοδιασμού με πυρομαχικά των πολιορκουμένων στην Ακρόπολη των Α­θηνών στις 30/11/1826 ο επικεφαλής του ενός από τα τρία τάγματα Αϊβαλιώτης Ευστρά­τιος Πίσσας είχε συμπεριλάβει και τους δύο άλλους μόνους επιζώντας αδελφούς του, τον Αθανάσιο και τον Δημήτριο στη δύναμη του τάγματος του. Ο Φαβιέρος έκπληκτος τον κάλεσε να εξαιρέσει έναν, τον μικρότερο. «Πρέπει», του είπε, «τουλάχιστον αυτός, να μη μετάσχει στο παρακινδυνευμένο τόλμημα, ώστε να μείνει κάποιος γιος για να περιθάλπει τους γέροντες γονείς σας». Κανένας όμως δεν δέχθηκε να αποχωρήσει! (Παρασκευαΐδη Φ ι λ. Επικήδειος εις τον Ευστράτιον Πίσσαν, Εφημ. Ακρόπολις της 3/1/1885).

*** Επέδειξε τέτοια αγριότητα κατά των Τούρκων στην άλωση της πόλης αυτής, ώστε περιέπε­σε στη δυσμένεια του Δημ. Υψηλάντη (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου, λήμμα Αϊβαλιώτης Κων/ νος).   

**** Β υ ζ ά ν τ ι ο ς Χ p., ο.π., σελ. 155 . – Δείγμα της κατάστασης αυτής μας δίνει και ο τότε ταγματάρχης του τακτικού στρατού Ευστρ. Πίσσας «Μετά την εις Μέθανα άφιξίν μας ….ήσχολήθην κατά χρέος εις την κατάλληλον τοποθέτησιν των διαφόρων λόχων , την εξάσκησιν αυτών δις της ημέρας και εις διατήρησιν της αυστηροτέρας πειθαρχίας, καίτοι μη λαμβανό­ντων των στρατιωτών ούτε μισθούς, ούτε σιτηρέσιον, ειμή μόνον ξηρόν άρτον». Πίσσα Ευστρατίου., Απομνημονεύματα, (στα Άπαντα των Γ.Α.Κ., τόμ. 14-15 του Διαμαντή Κωνστ., Αθήναι 1992, σελ. 272).

  

Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου

Δικηγόρος – Συγγραφέας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η Άλωση του Παλαμηδίου και ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος


 

Η 30ή Νοεμβρίου του 1822 είναι η γενέθλια ημέρα της Ελευθερίας για τους Ναυ­πλιώτες και όλους τους κατοίκους της Αργολίδας. Η πολιορκία του Ναυπλίου είχε αρχίσει στις 4 Απριλίου του 1821, αλλά το τουρκοκρατούμενο Ανάπλι, οχυρωμένο από τους Βενετσιάνους από το 1687 με τα κάστρα του Παλαμηδιού, του Ιτς Καλέ και του Βαρουσίου, αντιστεκόταν πεισματικά στην ελληνική ορμή. Ώσπου ήρθε η ώρα η ευλογημένη του Σταϊκόπουλου και των παλικαριών του που, ανήμερα τ’ Αγιαντρέα, κυρίευσε το Παλαμήδι με τολμηρό ρεσάλτο.

Έκτοτε, οι Ναυπλιώτες γιορτάζουν τούτη την ημέρα ως την άγια ημερομηνία του Μεγάλου Σηκωμού, που έφερε το προαιώνιο «ποθούμενο» των Πανελλήνων. Όλοι οι ιστορικοί του 1821 στέκονται σε τούτη την ημερομηνία με υπέρτατη χαρά και μας δίνουν λαμπρές σελίδες για το τόλμημα του νεαρού παλικαριού από τη Ζάτουνα, του «Σταϊκούλη» όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά, που η βροχερή νύχτα της 29ης προς την 30ή Νοεμβρίου έμελλε να ήταν η μεγάλη ώρα της μοίρας του.

 

Ο Σταϊκόπουλος κυριεύει το Παλαμήδι. Peter Von Hess, επιχρωματισμένη λιθογραφία.

 

Ο ιστορικός του Ναυπλίου Μιχαήλ Λαμπρυνίδης (1851-1915), διδάκτωρ της Νομικής και πολιτικός, μας έδωσε το χρονικό τούτης της αλώσεως στο καλοδουλεμένο όγδοο κεφάλαιο της «Ναυπλίας», η οποία είδε το φως της δημοσιότητας το 1898 και ξανατυπώθηκε το 1950 από τον προοδευτικό σύλλογο «Ο Παλαμήδης» (σελ. 358+ ιδ). Ο ιστορικός αυτός, τον οποίο ακολουθούμε εδώ, είχε υπόψη του τις μαρτυρίες της εκπόρθησης του Παλαμηδιού, κυρίως του Αμβρόσιου Φραντζή, του Φωτάκου, του Κολοκοτρώνη, του Τρικούπη και των άλλων ιστορικών του 19ου αιώνα, τις οποίες δεν αναφέρει συχνά.

Από τις προφορικές ενθυμήσεις γερόντων των ημερών του, τα δημοτικά τραγούδια και τις κριτικές της Ιστορίας του, ο Μιχ. Λαμπρυνίδης κατάρτισε μια δεύτερη γραφή της «Ναυπλίας», επαυξημένη και βελτιωμένη, σε απλούστερη αλλά πάντα κομψή καθαρεύουσα, που παραμένει ανέκδοτη στα συρτάρια του συλλόγου αυτού. Την δώρισε στον «Παλαμήδη» η κόρη του Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδη Χαρίκλεια Α. Χαρτουλάρη, το 1949, με το ρητό όρο της δημο­σίευσης. Ο επιμελητής της «β’ εκδόσεως» Άγγελος Αθ. Κλεισιούνης, Ναυπλιώτης και αυτός, ξανατύπωσε την α’ έκδοση με μερικές τροποποιήσεις.

Όπως σημειώνει η ιστορικός Ευτυχία Δ. Λιάτα στον πρόλογο της δ’ εκδόσεως (2001) «στην β’ γραφή της «Ναυπλίας» ο Λαμπρυνίδης αξιοποιεί πρώτος αυτός το πλούσιο υλικό δύο πολύ σημαντικών πηγών: Είναι η «Βιβλιοθήκη του αοιδίμου Σπυρίδωνος Τρικούπη, ης μετά πολλής ευμενείας» του επετράπη η αναδίφηση και το αρχείο «της Δημαρχίας Ναυπλίας, όπως επ’ εσχάτων» του έγινε προσιτό. Κι ακόμα, διάφορες άλλες δευτερεύουσες πηγές και πληροφορίες που ετέθησαν υπόψη του, πλούτισαν το κείμενο σχεδόν μέχρι υπερδιπλασιασμού του».

Ο σύλλογος «Παλαμήδης» μου επέτρεψε την αναδίφηση στο όγδοο κεφάλαιο της δεύτερης γραφής της «Ναυπλίας», «τελευταία πολιορκία και άλωσις» και διαπίστωσα τα εξής: α’ Ακολουθεί πιστά τη διάταξη της ύλης της πρώτης εκδόσεως, β’ χωρίζει σε υποκεφάλαια το κείμενο της α’ εκδόσεως, γ’ προσθέτει νέα στοιχεία για διάφορους ντόπιους οπλαρχηγούς και δ’ πλουτίζει την αφήγησή του με δημοτικά τραγούδια της εποχής που διασώζει.

Αλλά είναι καιρός να ξαναθυμηθούμε το συναξάρι της 30ής Νοεμβρίου, να ι­δούμε, προηγουμένως, την 20μηνη τελευταία πολιορκία τ’ Αναπλιού και να ζήσουμε με τη φαντασία μας τούτη τη μεγάλη ώρα της πόλης. Πρωτύτερα όμως πρέπει να ιδούμε την κατάστασή της στις παραμονές του Μεγάλου Σηκωμού.

  

Ναύπλιο – παραμονές του Μεγάλου Σηκωμού


 

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

Το Ναύπλιο, από το 1715, ήταν η ασφαλής έδρα των Τούρκων στην Αργολίδα. Οι χριστιανοί, περίπου 300, κατοικούσαν στον Ψαρομαχαλά, κάτω από την Ακρο­ναυπλία. Ο Μιχ. Λαμπρυνίδης υπολογίζει ότι συνολικά το Ανάπλι, κατά τις παραμονές της Επαναστάσεως, είχε περίπου 6000 κατοίκους (860 τουρκικές οικογένειες).

Οι ένοπλοι (Τούρκοι, Αρβανίτες και Γενίτσαροι) υπολογίζονταν στους 1650. Ο μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος Καλαμαράς (1810-1821) είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία το 1819, ενώ βρισκόταν στην Ύδρα, από το διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Παμπούκη, αδελφό του μετέπειτα γυμνασιάρχη του Ναυπλίου Χαράλαμπου Παμπούκη. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος (όμηρος των Τούρκων στην Τριπολιτσά, όπου εξέπνευσε από τις κακουχίες) ήταν κατά τον ιστορικό Αμβρόσιο Φραντζή, «έγκριτος γνώστης της ελληνικής γλώσσης και εις άκρον γενναίος».

Εμύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Ιωάννη Ιατρό, έμπορο στο Ναύπλιο, και τους Αργείτες προκρίτους Ιω. Περρούκα, Σταματέλο Αντωνόπουλο, τους αδελφούς Βλάση, τους αδελφούς Παπαλεξόπουλους και τους κληρικούς –πρωταξάδελφους – Γ. Βελίνη (Πλατανίτι), τον οικονόμο Θεοδόσ. Μπούσκο (Τζαφέραγα, σημ. Ασίνη) και Γ. Κακάνη (Μπούτια). Ο Μιχ. Λαμπρυνίδης μάλιστα διασώζει ενθουσιώδη επιστολή του Αλέ­ξανδρου Υψηλάντη, αρχηγού της Εταιρείας, προς τον Γρηγόριο (1820), από τον οποίο ζητάει να συνδράμει την Εταιρεία «λόγω και έργω».

Η πολιορκία του Ναυπλίου άρχισε, όπως είπαμε, στις 4 Απριλίου του 21. Οι ραγιάδες είχαν ξεσηκωθεί ήδη στην Καλαμάτα, στην Πάτρα, στο Λεοντάρι και σε άλλα μέρη του Μοριά. Ο Μιχ. Λαμπρυνίδης διασώζει την κραυγή των χριστιανών της Αργολίδας: «Πίσω, αγάδες, γιατί σας βαρούμε. Χριστιανοί και Τούρκοι δεν μπορούν πλέον να ζήσουν μαζί», βροντοφώναξαν στη Δαλαμανάρα, όταν οι Τούρκοι από το Ανάπλι πήγαιναν για τις καθημερινές τους ασχολίες στο Άργος.

Παπάδες και λαϊκοί είχαν ξεσηκωθεί στην Αργολίδα. Ο αρχιμανδρίτης Αρσέ­νιος Κρέστας, ο Αναγνώστης Ζέρβας, ο Νικόλαος Λάμπρος από το Κρανίδι, ο Ανα­γνώστης Αναστασόπουλος από το Λυγουριό, ο παπα – Θοδόσης Μπούσκος από το Τζαφέραγα, ο Τάσος Νέζος, ο Μεντής, οι Κακάνηδες, ο Μπεκιάρης από τη Ναυπλία και το Άργος, ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος με οπλισμένους πρόχειρα Αργείτες, Κρανι­διώτες, Λυγουριάτες και Δρεπανοχωρίτες, στους οποίους προστέθηκαν σε λίγο και οι ηγούμενοι των μοναστηριών του Καρακαλά και του Αυγού, επίσης ο Γιώργης Λύκος με αρκετούς Χελιώτες, συγκεντρώθηκαν όλοι στο Χαϊντάρι (σημερινό Δρέ­πανο).

Προχώρησαν ύστερα προς το Ανάπλι, πιάνοντας τους γύρω λόφους: Αγίας Μονής, προφήτη Ηλία, Παπαφενά, εμποδίζοντας τους Οθωμανούς να βγουν έξω από την πόλη. Σύγκαιρα, δύο σπετσιώτικα πλοία, που τα κυβερνούσε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, το ένα, και το άλλο ο Μανώλης Λαζάρου, μπήκαν στον αργολικό κόλπο και αποκλείσανε τ’ Ανάπλι από τη θάλασσα. Από τον Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα) έφτασαν οι ενισχύσεις του Γκίκα Μπόταση, ο οποίος στις 9 του Απρίλη έστει­λε το γιο του Νικολό με σπετσιώτικο καράβι ν’ αποκλείσει κι αυτός τ’ Ανάπλι.

Όμως η πολιορκία την άλλη μέρα, Πάσχα των Ελλήνων, διαλύθηκε, γιατί οι πολιορκητές διασκέδαζαν τη Μεγάλη Ημέρα και εύκολα διασκορπίσθηκαν. Τότε σκοτώθηκε ο ηγούμενος της μονής Αυγού, ο Γ. Λεμπέσης και άλλοι είκοσι επαναστάτες.

Αλλά μέσα σε λίγες ημέρες, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες συγκεντρώθηκαν στο Άργος και με την ενθάρρυνση του Παπαφλέσσα, του Νικόλαου Σπηλιωτόπουλου και του Σταϊκόπουλου, που διοργάνωσαν την «Καντζελαρία» του Άργους, αποφάσισαν την πολιορκία τ’ Αναπλιού, έστω και με πρόχειρο οπλισμό.

Στην «Καντζελαρία» ανήκε και ο έμπορος του Άργους Κωνσταντής Ντοροβίνι (αργότερα Δωροβίνης), που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820. Αρχηγός της πολιορκίας ήταν ο νεαρός, πρώην έμπορος Στ. Σταϊκόπουλος με 900 Αργολιδιώτες, που στρατοπέδευσαν στο Κατσίγκρι, στον εκεί αρχαίο πύργο. Σε λίγο, κατέφθασε από την Κωνσταντινούπολη ο Αργείτης καπετάνιος Δημήτριος Τσώκρης και ανέλαβε την αρχηγία των πολιορκητών, ενώ ο Στ. Σταϊκόπουλος με 200 άντρες και δύο πυροβόλα, που πήρε από τα σπετσιώτικα καράβια κοντά στους Μύλους, έφτασε στον Αχλαδόκαμπο και απέκλεισε το δρόμο μεταξύ Τριπολιτσάς και Ναυπλίου.

Ο αποκλεισμός από τη θάλασσα ενισχύθηκε με δύο ακόμη πλοία. Στα τέλη του Απρίλη του 21, έφτασε στην Αργολίδα ο Μουσταφάμπεης ή Κεχαγιάμπεης, με 3.500 Αρβανίτες, ερχόμενος από τα Γιάννενα και διέλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου. Τότε σκοτώθηκε, στον Ξεριά [του Άργους], ο γιος της Μπουμπουλίνας και άλλα περίπου 700 παλικάρια. Ο Κεχαγιάμπεης ενίσχυσε τη φρουρά του Ναυπλίου με 300 ακόμη άντρες και αφήνοντας τροφές, τράβηξε προς την Τριπολιτσά, την έδρα του Μοριά. Αλλά στο Βαλτέτσι ηττήθηκε από τους Έλληνες υπό τον Κολοκοτρώνη και αναγκάσθηκε να κλεισθεί στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά.

 

Τρίτη πολιορκία τ’ Αναπλιού


  

Το Παλαμήδι. Γενική Άποψη.

Για τρίτη φορά, ξανάρχισε η πολιορκία τ’ Αναπλιού, με αρχηγό τώρα το Νικηταρά, στις 15 Μαΐου του 21. 0 Νικηταράς τοποθέτησε στο Μερζέ τον Παπαρσένη Κρέστα, στο Κατσίγκρι το Σταϊκόπουλο και τους άλλους ντόπιους καπεταναίους σε άλλες επίκαιρες θέσεις. Οι οπλισμένοι Έλληνες έφταναν τους χίλιους, που περιέσφιγγαν τους Οθωμανούς τ’ Αναπλιού. Το δεύτερο 15ήμερο του Μαΐου συγκεντρώθηκαν οι πρόκριτοι στο μοναστήρι των Καλτεζών και σχημάτισαν την «Πελοποννησιακή Γερουσία» για τη διοίκηση του Μοριά. Από αντίθεση προς τον Κολοκοτρώνη, η Γερουσία θεώρησε αναγκαίο να αφαιρέσει την αρχηγία από το Νικηταρά και στη θέση του να τοποθετήσει το μανιάτη Κωνσταντή Μαυρομιχάλη.

Η πείνα άρχισε να ταλαιπωρεί τους Οθωμανούς του Ναυπλίου. Ένα εμπορικό πλοίο, με αγγλική σημαία, κατάφερε να κομίσει σ’ αυτούς τροφές. Τώρα οι πολιορκητές πολλαπλασίασαν τα καράβια τους από 4 σε 8. Όμως και άλλο πλοίο, μαλτέζικο, με αγγλική σημαία, κατάφερε να επισιτίσει τους πολιορκημένους με 8.000 κιλά σιτάρι. Ωστόσο, πείνα και αρρώστιες τους θέριζαν. Αυτό φαίνεται στην απελπισμένη επιστολή τους στον Γιουσούφ πασά που βρισκόταν στην Πάτρα, ο οποίος είχε κατορθώσει να διαλύσει την πολιορκία της. Αλλά οι πολιορκητές του Ναυπλίου συνέλαβαν τους κομιστές της επιστολής έξω από τ’ Ανάπλι.

Η πολιορκία αυτού συνεχιζόταν με πείσμα. Γενικός αρχηγός της ήταν τώρα ο Δημήτριος Υψηλάντης. Το σχέδιο του Γάλλου συνταγματάρχη Βουτιέ να καταλάβει το Μπούρτζι απέτυχε. Στο μεταξύ, πολλοί φιλέλληνες έρχονταν στο Ναύπλιο. Λεπτομέρειες μας δίνει Γερμανός γιατρός Ερρίκος Τράϊμπερ στο ημερολόγιο του, που μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1960. Ο σηκωμός των Ελλήνων είχε συγκινήσει όλη την Ευρώπη. Ειδικότερα, για τη δράση των Γερμανών φιλελλήνων στην Πελοπόννησο και Ναύπλιο, μας δίνουν οι μελέτες της συμπολίτιδας κυρίας Ρεγγίνας QUACK-Μανουσάκη, διδάκτορος Φιλολογίας του πανεπιστημίου του Βερολίνου, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί στα διάφορα Πρακτικά των Πελοποννησιακών Μελετών, ιδιαίτερα στο Α’ Διεθνές Συνέδριο (1975) και στο περιοδικό «Μνημοσύνη» (τόμος 14ος).

Βλέποντας οι πολιορκητές ότι ο επισιτισμός αυτός θα ενίσχυε για πολύ τους Οθω­μανούς του Ναυπλίου, αποφάσισαν να το καταλάβουν με έφοδο. Το σχέδιο το μελέτησε ο Ιταλός φιλέλληνας ίλαρχος Δανία και το παρουσίασε στους Γενικούς Αρχηγούς Δ. Υψηλάντη και Θ. Κολοκοτρώνη που το δέχτηκαν. Περιελάμβανε επτά σημεία, μεταξύ των οποίων και στρατήγημα προδοσίας δήθεν των Ελλήνων, για να ορμήσουν αυτοί έπειτα από στεριά και θάλασσα και να καταλάβουν την πόλη.

Οι πολιορκητές του Ναυπλίου, ενθαρρυμένοι από την άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβρης 1821) συνεχώς ήλπιζαν στην εκπόρθηση κι αυτού. Από την πτώση της Τριπολιτσάς οι Μοραΐτες είχαν προμηθευτεί πολλά τουρκικά όπλα. Στρατός από 4.000 παλικάρια συγκεντρώθηκε, τέλη Νοεμβρίου του 1821, έξω από την πόλη, η αναγκαία ναυτική μοίρα κατέπλευσε στο μυχό του Αργολικού και ετοιμάσθηκαν πολλές ξύλινες σκάλες.

Ο Δ. Υψηλάντης επιθεώρησε τους στρατιώτες και τους μίλησε, για να προλάβει τα ατοπήματα των Ελλήνων στην Τριπολιτσά. Μαζί του πήρε το Θ. Κολοκοτρώνη και τους Μαυρομιχαλέους, Πέτρο και Κυριακούλη. Οι αρματωμένοι παπάδες Θ. Μπούσκος και Γ. Βελίνης έκαναν κατανυκτική δέηση για την επιτυχία της επιχείρησης. Αλλά και το τόσο φιλόδοξο αυτό σχέδιο απέτυχε. Σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες και 17 Φιλέλληνες. Τα αίτια της αποτυχίας περιέγραψε, αργότερα, στα Απομνημονεύματά του ο Βουτιέ και τα παραθέτει σε μετάφραση ο Μιχ. Λαμπρυνίδης.

Η πολιορκία ύστερα χαλάρωσε ως το Μάιο του 1822. Τότε οι πολιορκούμενοι, αφού εξαντλήσανε και πάλι τις τροφές, και έχασαν κάθε ελπίδα βοήθειας από αλλού, αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια του ίδιου του Σουλτάνου. Για το σκοπό αυτό διάλεξαν το συμπολίτη τους Γιουσούφ Τσιάπαρη, γνωστό σ’ όλους τους Έλληνες του Μοριά, που αναχώρησε νύχτα από τ’ Ανάπλι για την Κωνσταντινούπολη με μικρό πλοίο. Αλλά τον συνέλαβαν στην Τήνο οι Έλληνες και τον έστειλαν στην Κόρινθο, όπου βρισκόταν η Ελληνική Κυβέρνηση.

Εκεί ο Γιουσούφ Τσιάπαρης, βλέποντας την υπεροχή των ελληνικών δυνάμεων στην ξηρά και στη θάλασσα, κατάλαβε πως ήταν αδύνατο ν’ αντέξουν οι Ναυπλιώτες πολιορκημένοι. Δέχτηκε να μεσολαβήσει σ’ αυτούς για την παράδοσή τους. Τον έστειλαν στο Ναύπλιο με τη συνοδεία του φρουράρχου της Κορίνθου Νικ. Πονηρόπουλου, για να ζητήσει την παράδοση της πόλης εντός δέκα ημερών, με τους εξής όρους: Οι πολιορκούμενοι να παραδώσουν τα φρούρια, τα όπλα τους και τα πράγ­ματά τους. Όσοι θέλουν, να μεταφερθούν στη Σμύρνη. Να δοθεί σε όλους ασφάλεια της ζωής και της τιμής τους.

Ο Τσιάπαρης έπεισε τους πολιορκούμενους να παραδώσουν την πόλη. Στις 18 Ιουνίου του 1822 υπεγράφη η συνθήκη με τους όρους που έθετε η ελληνική πλευρά. Εκατό οπλισμένοι Έλληνες μπήκαν στ’ Ανάπλι. Πενήντα κατέλαβαν το Μπούρτζι, από το οποίο έφυγαν οι Τούρκοι φρουροί. Αλλά τότε έφτασε στην Πελοπόννησο ο Μαχμούτ Δράμαλης με 30.000 άντρες. Έτσι, οι πολιορκημένοι παρασπόνδησαν και δεν παραδόθηκε η πόλη.

Ο Δράμαλης στρατοπέδευσε στη Γλυκιά και διέλυσε την πολιορκία, στις 12 Ιουλίου. Ο μουχαβούζης (φρούραρχος) του Ναυπλίου Αλή Πασάς κήρυξε άκυρη τη συμφωνία και η ελληνική Επιτροπή παραδόσεως, με επικεφαλής τον επίσκοπο Βρεσθένης θεοδώρητο, φυλακίσθηκε. Ακολούθησε η «νίλα» του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι, όπου το στρατηγικό πνεύμα του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και των άλλων καπετανέων έδωσε την περίλαμπρη νίκη. Έτσι, μετά απ’ αυτή, με περισσότερη ορμή ξανάρχισε η πολιορκία τ’ Αναπλιού.

Οι αποκλεισμένοι Οθωμανοί πεινούσαν. Στις 8 του Σεπτέμβρη η Αρμάδα του Μεχμέτ Πασά ηττήθηκε από τον υδροσπετσιώτικο στόλο ανάμεσα στην Ερμιονίδα και την Ύδρα. Δεν μπήκε στον Αργολικό κόλπο τουρκικό καράβι να φέρει τροφές στους αποκλεισμένους. Αυτοί απελπίστηκαν. Έτρωγαν ακάθαρτα ζώα και όταν τελείωσαν κι αυτά, πτώματα. Η ανθρωποφαγία, όπως με ωμότητα μας την περιγράφει ο Φωτάκος, είναι αποκρουστική. Ο Δράμαλης που μαράζωνε στην Κόρινθο, έστειλε με τον έμπιστο του Δελήμπαση, τροφές στ’ Ανάπλι. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ενίσχυση της πολιορκίας. Οι πολιορκούμενοι, ολότελα απελπισμένοι, πρότειναν στους Έλληνες να τους αφήσουν ελεύθερους και να πάνε με τις οικογένειές τους στην Κόρινθο. Αλλά η Κυβέρνηση και ο Κολοκοτρώνης δεν δέχτηκαν την πρόταση.

Λίγο αργότερα, οι Τούρκοι τ’ Αναπλιού έστειλαν 150 άντρες οπλισμένους στην Κόρινθο. Ήξεραν καλά τα Ελληνικά και ήταν ντυμένοι με φουστανέλλες. Έτσι, πέρασαν τα Στενά των Δερβενακίων που τα φρουρούσαν οι Έλληνες, και ζήτησαν βοήθεια. Στις 28 Νοεμβρίου 7.000 οπλισμένοι Τούρκοι από την Κόρινθο κόμιζαν τροφές για τ’ Ανάπλι. Στον Άγιο Σώστη έγινε η φονική συμπλοκή. Εδώ σκοτώθηκε ο Παπαρσένης Κρέστας, που είχε προμαντεύσει ότι «το κεφάλι του θα πέσει, αλλά σπειρί στάρι δεν θα φτάσει στ’ Ανάπλι».

Στις 27 του Νοέμβρη οι Τούρκοι του Ναυπλίου ζήτησαν από το Σταϊκόπουλο που διηύθυνε την πολιορκία, να μηνύσει στον Κολοκοτρώνη να κάνουν «τρατάτο». Ο Αρχιστράτηγος παράγγειλε στο Στάϊκο την εξής απάντηση: «Σεις ζητάτε τρατά­το. Η δική μου θέληση είναι να παραδώσετε όλα τα φρούρια και να αφήσετε και το βιό σας και να σας μπαρκάρω στα ελληνικά καράβια και να σας στείλω όπου θέλετε, αφού μας δώσετε το ενέχυρο. Και αν δεν ακούσετε τη θέληση μου, θα σας πάρουμε με ρεσάλτο και θα σας περάσουμε όλους από το σπαθί».

Οι στρατιωτικοί αρχηγοί τ’ Αναπλιού, όταν άκουσαν από το χιλίαρχο Στ. Σταϊ­κόπουλο τούτη την απάντηση, κάλεσαν αμέσως τον τσιδάραγα και τους άλλους αγάδες του Παλαμηδιού να κατέβουν στην πόλη για ν’ αποφασίσουν τι θα κάμουν. Ο φρούραρχος του Ναυπλίου Αλή πασάς και ο προηγούμενος φρούραρχος, τρέμοντας την οργή του Σουλτάνου, προσπαθούσαν να αναβάλουν την παράδοση. Σκέ­φθηκαν ν’ αποσυρθούν στο Παλαμήδι με ανάλογη στρατιωτική δύναμη και ν’ αφήσουν τους κατοίκους της πόλης στο έλεος του Θεού και των πολιορκητών.

Το σχέδιο τούτο ο Αλή πασάς φοβήθηκε να το εμπιστευθεί στους αγάδες του Ναυπλίου, που δεν θα δέχονταν να διακινδυνεύσουν οι οικογένειές τους. Αποφάσισε να το ανακοινώσει στους φρουρούς του Παλαμηδιού. Η συνέλευση των τριών φρουράρχων τ’ Αναπλιού και των άλλων επιτελών, αν και κράτησε μέχρι το βράδυ της 29ης Νοεμβρίου, δεν κατέληξε σε καμιά απόφαση. Κρίθηκε αναγκαίο να διανυκτερεύσουν οι αγάδες του Παλαμηδιού στην πόλη, για να πάρουν απόφαση το πρωί, γιατί ο λαός είχε εξαγριωθεί εναντίον τους.

  

Η πτώση του Παλαμηδίου


 

Οι Τούρκοι του Παλαμηδιού, βλέποντας πως οι αγάδες του φρουρίου δεν γύρισαν το βράδυ, ανησύχησαν και κατέβηκαν στην πόλη. Αποφάσισαν ν’ αφήσουν για τη φρούρησή του 100 άντρες, περίπου. Από αυτούς οι 70 είχαν πιάσει την Μπεζιριάν ντάπια, όπου έκλεισαν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, τις οικογένειες των αξιωματικών του φρουρίου. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν 5-10 στις υπόλοιπες ντάπιες. Στην Γιουρούς ντάπια, που ήταν πιο εκτεθειμένη, πήραν θέση 12 άντρες, ανάμεσα τους και δύο Αρβανίτες.

Οι δύο Αρβανίτες που φρουρούσαν τη Γιουρούς ντάπια, όπως παραδίδει ο Μιχ. Λαμπρυνίδης, είχαν βγει κρυφά από το Παλαμήδι και είχαν έρθει σε συνεννόηση με τον αρχηγό της πολιορκίας Στ. Σταϊκόπουλο που στρατοπέδευε στην Άρια και πριν από 15 ημέρες, ζητώντας ν’ αφήσουν οι πολιορκητές όλους τους Αρβανίτες ελεύθερους. Βγήκαν και πάλι, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 29ης Νοεμβρίου του 1822, μαζί με μια γυναίκα, για να μαζέψουν δήθεν χόρτα.

Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης που περιπολούσε την ώρα εκείνη στο στρατόπεδο, έπιασε τους δύο Αρβανίτες και τους οδήγησε στον καπετάν Στάϊκο. Ο Σταϊκόπουλος έμαθε απ’ αυτούς ότι στο Παλαμήδι είχαν μείνει λίγοι άντρες και ότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες είχαν κατέβει στην πόλη και δεν ξαναγύρισαν. Κάλεσε και τους άλλους καπεταναίους και αποφάσισε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία. Ο Δ. Μοσχονησιώτης, σίγουρος ότι οι Αρβανίτες είπαν την αλήθεια, παρακίνησε το Σταϊκόπουλο να πάρει τούτη την απόφαση για το ρεσάλτο.

Για να πείσει αυτόν και τους άλλους καπεταναίους ότι οι πληροφοριοδότες είπαν την αλήθεια, δέχθηκε πρώτος αυτός ν’ ανεβεί με σκάλα στα τείχη της Γιουρούς ντάπιας και, αν οι στρατιώτες που ήταν κοντά της ακούσουν πυροβολισμό, να καταλάβουν ότι σκοτώθηκε. Αν ακούσουν μόνο φωνές, να καταλάβουν ότι πιάστηκε, οπότε να φύγουν και να τιμωρήσουν αυστηρά τους δύο Αρβανίτες που τους κρατούσαν στην Άρια. Στην περίπτωση όμως που θα βρει τον προμαχώνα αυτόν αφρούρητο, αμέσως θα τους ειδοποιήσει ν’ ανεβούν κι αυτοί στα τείχη.

Ο Σταϊκόπουλος δέχτηκε την πρόταση. Αφού πήρε μαζί του από τα παλικάρια τον αδελφό του Αθανάσιο, το Νικόλαο Μοσχονησιώτη και άλλους 350 γεροδεμένους άντρες, μαζί με τον Γκουμπερνάντι και λίγους άλλους φιλέλληνες, ξεκίνησε αθόρυβα από το στρατόπεδο της Άριας μέσα στη βροχερή νύχτα και βάδισε προς το Παλαμήδι. Στο στρατιωτικό αυτό σώμα ακολουθούσαν ο αγιορείτης μοναχός Παφνούτιος και ο Αργείτης βιολιτζής Πορτοκάλης, κουβαλώντας την 5μετρη ξύλινη σκάλα για την ανάβαση.

Ο Σταϊκόπουλος, κατά τις μαρτυρίες του Μιχ. Λαμπρυνίδη, εμψυχώνει τα παλικάρια του με τούτα τα λόγια: «Στρατιώτες του Χριστού και της πατρίδας, η ημέρα τ’ Αγιαντρέα πρέπει να φωτίσει τους Έλληνες λεύτερους. Αλλά το Ανάπλι, που το μολεύει η πατούσα των αγαρηνών, αντιστέκεται ακόμα και φαίνεται να ξαστοχάει την παλικαριά σας. Οι αγαρηνοί που το κατέχουν, αφού δείξανε τη μπαμπεσιά τους και γράψανε στα τσαρούχια τους τη γραφή του Γέρου που τους έλεγε να παραδοθούνε και να τους έστελνε στη Μικρασία ζωντανούς, ξαναπήρανε την πρώτη τους αυθάδεια.

Θα το αντέξετε το λοιπόν, ακόμα, τούτοι οι βάρβαροι να παίζουνε μαζί μας; Το Παλαμήδι φημίζεται, σε τούτη την πλάση, άπαρτο. Όμως, η δόξα που σας σκεπάσει αν το αποχτήσετε, θα φωτίσει Ανατολή και Δύση. (….) Μοραΐτες, ομπρός, ας γιορτάσουμε σήμερα τη γιορτή τ’ Αγιαντρέα, που μας προστατεύει, πατώντας το πιο δυνατό κάστρο των οχτρών μας. (….) Οι γενναίοι, που κλείνουνε στα σωθικά τους τη φλόγα της λευτεριάς, ας σαλτάρουνε πρώτοι μαζί μου στο Παλαμήδι». (Μεταγραφή Θεόδωρου Κ. Κωστούρου).

Μετά ο καπετάν Στάϊκος, αφού άφησε ως οπισθοφυλακή τον αδελφό του επικεφαλής 270 αντρών, μαζί με τον Νικ. Μοσχονησιώτη και 80 παλικάρια, προχωρεί προς την Γιουρούς ντάπια. Ησυχία παντού. Φέρνουν την ξύλινη σκάλα και την τοποθετούν στο χαμηλότερο μέρος του τείχους. Και τότε ο Δημ. Μοσχονησιώτης, όπως το είχε υποσχεθεί, κάνει το σημείο του Σταυρού και πηδάει μέσα στην ντάπια. Διέκρινε ένα αμυδρό φως στο βάθος και κάνοντας πάλι το σημείο του Σταυρού, πλησιάζει στο φυλάκιο.

Βλέπει έναν Τούρκο να τρώει φύλλο φραγκοσυκιάς. Κρατώντας στο ένα του χέρι το ξίφος και στο άλλο το πιστόλι του, κάνει νόημα στον Τούρκο να μην κινηθεί. Ξαφνιασμένος εκείνος, πέφτει στα πόδια του και ζητεί έλεος. Ο Δ. Μοσχονη­σιώτης του έδεσε τα χέρια και του έκλεισε το στόμα. Μάζεψε όλα τα όπλα που βρήκε στο φυλάκιο και κάλεσε τα παλικάρια που περίμεναν ανυπόμονα ν’ ανέβουν γρήγορα πάνω στο τείχος χωρίς φόβο. Ο καπετάν Στάϊκος με τους 80 στρατιώτες του ανεβαίνει τη σκάλα παίρνοντας μαζί του και έναν Κρανιδιώτη γέροντα χτίστη, το Μανώλη Σκρεπετό, που είχε δουλέψει στο Παλαμήδι και το γνώριζε καλά.

Πήδησε μέσα και μετά ακολούθησαν οι 80 στρατιώτες που με λοστάρια άνοιξαν τη σιδερένια πόρτα του προμαχώνα. Απ’ αυτήν μπήκαν και οι υπόλοιποι 270 άντρες με τον Αθανάσιο Σταϊκό­πουλο. Ο Δημ. Μοσχονησιώτης τοποθέτησε σε λίγο τη σκάλα στη διπλανή Τοβίλ ντάπια. Τα παλικάρια ανέβηκαν στην Καρά ντάπια, αλλά το τείχος της ήταν ψηλότερο από τη σκάλα. Αναγκάστηκαν, έτσι, να κρατήσουν ψηλά με τα χέρια τους τη σκάλα, για να μπορέσει ο Δ. Μοσχονησιώτης να φτάσει στο τείχος. Στο ανέβασμα αυτής της ντάπιας, ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος γλύστρησε και έσπασε το πόδι του.

Με τον ίδιο τρόπο, τα παλικάρια κυρίευσαν και τον προμαχώνα του φρουραρχείου (Τζιδάρ ντάπια). Οι Τούρκοι, βλέποντας πως οι Έλληνες κυρίευσαν το Παλα­μήδι, κατέβαιναν τα 999 σκαλιά και έμπαιναν στην πόλη, ξυπνώντας τους εδώ Τούρ­κους. Βγήκαν όλοι στους δρόμους με τις γυναίκες και τα παιδιά κλαίγοντας. Είχε πια φωτίσει: 30 Νοεμβρίου του 1822.

Οι πορθητές γύρισαν τα πυροβόλα και άρχισαν να κανονιοβολούν την πόλη και το Ιτς-Καλέ.

Οι Τούρκοι που ήταν κλεισμένοι στην Μπαζιριάν ντάπια, τη μόνη από τις οκτώ που δεν είχαν κυριεύσει οι πολιορκητές, σκέπτονταν να βάλουν φωτιά στην μπαρουταποθήκη και να την ανατινάξουν. Τούτο πληροφορήθηκε ο καπετάν Στάϊκος από τον υποφρούραρχο Αμπτούλ-αγά που ήταν γνωστός του, μίλησε με τους Τούρκους αυτού του προμαχώνα και τους έπεισε να κατέβουν στην πόλη ανενόχλητοι. Τους έδωσε, μάλιστα, την εντολή να πείσουν και τους άλλους κατοίκους τ’ Αναπλιού να παραδοθούν χωρίς όρους.

Ο πορθητής Στ. Σταϊκόπουλος, μόλις έγινε κύριος του Παλαμηδιού, έστειλε καβαλάρηδες ταχυδρόμους στην Κυβέρνηση που ήταν στην Ερμιόνη και στον Αρχηγό Θ. Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στα Δερβενάκια, να αναγγείλουν τα νέα. Ο Γέρος άκουσε στα Δερβενάκια τους πυροβολισμούς από το Παλαμήδι και έτρεχε στ’ Ανάπλι. Στο δρόμο συνάντησε τον ταχυδρόμο και πληροφορήθηκε την άλωση του Παλαμηδιού. Έφτασε στο Παλαμήδι νωρίς το πρωί. Διέταξε να πυροβολήσουν την πόλη, για ν’ αναγκάσει τη φρουρά να παραδοθεί γρήγορα.

Αφού τα παλικάρια έρριξαν πενήντα μπάλες, έστειλε με τον υπασπιστή του τούτο το γράμμα προς τους Τούρκους του Ναυπλίου: «Σας προσφέρομεν το χαιρετισμόν μας. Ιδού ο Θεός του Παντός μας έδωσε το Παλαμήδιον υπό την κυριαρχίαν μας και σας προσκαλούμεν εις τρεις ώρας να μας παραδώσετε το φρούριον και τον «Ιτς-Καλέν». Τουναντίον θέλετε γίνει ανάλωμα του πυρός και των κανονιών και δεν το επιθυμούμεν. 1822 Νοεμβρίου 30, 2 ώρας της ημέρας. Θ. Κολοκοτρώνης και λοιποί».

Πολλοί από τους κατοίκους του Ναυπλίου τρόμαξαν από τις μπάλες των κανονιών που έπεφταν από το Παλαμήδι πάνω στα σπίτια τους και έτρεξαν στο σπίτι, όπου ήταν φυλακισμένοι οι Έλληνες της Επιτροπής παραδόσεως της πόλης, λέγοντας στον πρόεδρο, επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο: «Άγιε Δέσποτα, από το Θεό και στα χέρια σου». Ο φρούραρχος Αλή πασάς εκάλεσε την Επιτροπή και δείχνοντας το γράμμα στο μέλος αυτής Βασίλη Χριστακόπουλο, του ζήτησε να συνομιλήσει με τον Αρχιστράτηγο και να συνεννοηθούν για την παράδοση. Αλλιώς, θα βά­λουν φωτιά στον τσεπχανέ (μπαρουταποθήκη) μαζί με τους ανθρώπους της Επιτρο­πής και θα πυρποληθούν όλοι. Ο Β. Χριστακόπουλος και οι άλλοι της Επιτροπής έγραψαν στον Κολοκοτρώνη να σταματήσει τους κανονιοβολισμούς και να έρθει σε συνεννόηση με τους Τούρκους τ’ Αναπλιού. Οι πορθητές του Παλαμηδιού και ιδιαίτερα όσοι κατάγονταν από τα περίχωρα του Ναυπλίου, γνώριζαν πως υπήρχε κοντά στο φρουραρχείο, από την εποχή των Βενετσιάνων, εκκλησιά του Αγίου Ανδρέα που γιόρταζε την ημέρα εκείνη.

Με τη βοήθεια του γέρου Μανώλη Σκρεπετού, την ανακάλυψαν. Ήταν κρυμμένη πίσω από ένα σωρό πέτρινες μπάλες. Ενθουσιασμένοι, καθάρισαν τον ιερό αυτό χώρο και το μεσημέρι της γιορτής τ’ Αγιαντρέα ετέλεσαν κατανυκτική δοξολογία.

Ο αυτόπτης μάρτυρας της αλώσεως, φιλέλληνας φον Μάντελσλο συμφωνεί, σε γενικές γραμμές, με την αφήγηση αυτή του Μιχ. Λαμπρυνίδη και, όπως παρατηρεί η κ. Ρεγγίνα QUACK – Μανουσάκη, ο Γερμανός αυτός, ατενίζοντας από το υψηλό­τερο σημείο του Παλαμηδιού την Αργολίδα, το πέλαγος, τα νησιά και τα βουνά, αναφωνεί:

 «Ένας τέτοιος υπέροχος τόπος δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη, και εκείνος που θα τον είχε δει και θα ‘χε ζήσει μια τέτοια μοναδική στιγμή, δεν θα σκεπτόταν πλέον τις κακουχίες και τις ατυχίες, αλλά θα αισθανόταν μεγάλην ανταμοιβήν για όλες τις ταλαιπωρίες που πέρασε» (Πρακτικά Α’ Διεθν. Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος τρίτος, σ. 138).

  

Παράδοση της Πόλης


 

Το Σεράι, σχέδιο σε μολύβι, Μονακό, L. Lange.

Οι Τούρκοι πασάδες, με τη μεσολάβηση της Επιτροπής, έστειλαν στον Κολοκοτρώνη επιτετραμένους της πόλης, για να συζητήσουν τους όρους της παράδοσης. Ο Αρχιστράτηγος τους υποδέχτηκε με ευγένεια και τους είπε λακωνικώτατα ότι τους χαρίζει τη ζωή, να παραδώσουν τα φρούρια και να μπαρκαρισθούν στα «Πέντε Α­δέλφια με δύο αλλαξιές ρούχα». Στις 3 Δεκεμβρίου οι επίσημοι Τούρκοι του Ναυπλίου υπέγραψαν τη συνθήκη εκτός από τον φρούραρχο Αλή πασά και τον πρώην φρούραρχο Σελήμ πασά, που φοβούνταν την οργή του Σουλτάνου. Την έστειλαν αμέσως στον Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι.

Η συνθήκη περιελάμβανε 11 όρους με τις γνωστές προτάσεις του Γέρου, ο οποίος διέγραψε τον όρο που περιελάμβανε την απαίτηση των Τούρκων να μπαρκάρουν με τα όπλα τους. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τους γιατρούς Αγαμ. Αυγερινό και Ιωσήφ Δούκα και τον υπασπιστή του Φωτάκο Χρυσανθόπουλο να κατεβούν στην πόλη για να πάρουν τα κλειδιά των φρουρίων. Αυτοί κατέβηκαν κάτω και πήγαν στο σπίτι του φρούραρχου Αλή πασά. Εκείνος παρέδωσε συγκινημένος τα κλειδιά λέγοντας: «Πάρτε τα κλειδιά και δώστε τα του Αρχηγού σας και πέστε του να λυπηθεί του Θεού τα πλάσματα».

Οι απεσταλμένοι πήραν τα κλειδιά, ανέβηκαν στο Παλαμήδι και τα έδωσαν στον Κολοκοτρώνη. Εκείνος έσκυψε και τα φίλησε με δάκρυα. Τελικά οι Τούρκοι, γύρω στους 3.250, μετά από 22 ημέρες καθυστέρηση, επιβιβάστηκαν σε ελληνικά καράβια και μεταφέρθηκαν στη Μ. Ασία. Τα ναύλα, γύρω στα 110.000 γρόσια, τα πλήρωσε η Επιτροπή στους πλοιοκτήτες σε ασημένια σκεύη από τα λάφυρα της πόλης.

Χιλιάδες χριστιανοί συνέρρεαν από τα καμποχώρια κάτω απ’ τα κάστρα τραγουδώντας αναπλιώτικα τραγούδια. Τα διασώζει η β’ γραφή του Μιχ. Λαμπρυνίδη. Παραθέτω ένα δημοτικό: «Στις τριάντα Νοεμβρίου/του Ανδρέα του Αγίου/ χριστιανοί τι καρτερείτε/ στο Ανάπλι να εμπήτε;/ Στάικος με παλικάρια/ μπήκανε σαν τα λιοντάρια./ Σήμερα το Παλαμήδι/ στους Ρω­μιούς ‘γινε παιχνίδι,/ του Παλαμηδιού το κάστρο/ πάρθηκεν με ρεσάλτο».

Στο μεταξύ ο Κολοκοτρώνης διέταξε: «Όλα τα κινητά σκεύη και έπιπλα και τα πολύτιμα αντικείμενα των Οθωμανών να τοποθετηθούν στο μεγάλο τζαμί και να φυλάγονται με ασφάλεια.» Αρχιφύλακα έβαλε τον έμπιστο αρχιγραμματέα του Μιχ. Οικονόμου, που χώρισε όσα κινητά αντικείμενα σώθηκαν από τη βουλιμία των πλια­τσικολογούν, σε 1000 ίσες μερίδες. Από αυτές τις 100 τις άφησαν «για το Έθνος», οι υπόλοιπες μοιράστηκαν στους πολιορκητές.

Αυτό είναι το συναξάρι τ’ Αναπλιού, που έγινε σε λίγο η έδρα του Αγώνα και ενθάρρυνε τους ξεσηκωμένους για την τελική κατάκτηση της Λευτεριάς τους.

  

Στάϊκος Σταϊκόπουλος


 

Στάικος Σταϊκόπουλος

Είναι όμως καιρός να γνωρίσουμε καλύτερα τον Καπετάν Στάϊκο Σταϊκόπουλο, την εφήμερη δόξα του και τα επώδυνα «στερνά» του. Έχουμε τρία σχετικά βοηθή­ματα. Τη σύντομη μελέτη της Μαίρης Ν. Βέη «Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος και άλλοι αγωνισταί», τη μυθιστορηματική βιογραφία του μακαρίτη Θεόδωρου Κ. Κωστούρου «Σταϊκόπουλος, ο πορθητής», και την εκτεταμένη πραγματεία του αείμνηστου ιστορικού Γεωργ. Αθ. Χώρα.

Το πρώτο στηρίζεται στο αρχείο του βυζαντινολόγου Νίκου Βέη και έχει εκδοθεί το 1971 επ’ ευκαιρία των 150 χρόνων της Παλιγγενεσίας. Το δεύτερο που προήλθε από το έναυσμα του βιβλίου της Μ. Ν. Βέη, είναι μια ρωμαντική νουβέλλα που κυκλοφορήθηκε στ’ Ανάπλι το 1983 με δαπάνες του προοδευτικού συλλόγου «Ο Παλαμήδης». Ο Ναυπλιώτης λογοτέχνης αφηγείται, ανάμεσα στην ιστορία και το θρύλο, τη δόξα και την πτώση του Πορθη­τή.

Η μελέτη του συμπολίτη Γ. Αθ. Χώρα, είναι εμπεριστατωμένη και αναφέρεται στο «Αρχείο του Στ. Σταϊκόπουλου», που διέσωσαν οι απόγονοί του έως σήμερα. Είναι δημοσιευμένη στον IV τόμο των «Ναυπλιακών Αναλέκτων» του 2000.

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας το 1798. Συνεπώς, κατά την έναρξη του Αγώνα ήταν 23 ετών. Ήταν ο τελευταίος γιος του Παναγιώτη και της Ζαχαρούλας Σταϊκοπούλου. Κοντόσωμος, νευρικός και τολμηρός. «Φουντοθειάβηδες» τους λέ­γανε στη Ζάτουνα τους Σταϊκοπουλέους, γράφει ο Κωστούρος.

Ο μεγάλος γιος, ο Κωσταντής, έσφαξε πάνω σε καβγά έναν Τούρκο στη Ζάτουνα και μίσεψε στη Βλα­χιά, όπου έπεσε στον αγώνα του Ιερού Λόχου. Ο Σταϊκούλης, όπως τον έλεγαν στο χωριό, μαζί με τον αδελφό του Αθανάσιο, έφυγε από τη Ζάτουνα και πήγε στην Ύδρα, όπου το ναυτεμπόριο ήκμαζε. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το Δημητσανίτη Ν. Σπηλιωτόπουλο, φίλο του Παπαφλέσσα. Ήταν γνωστός ως έμπο­ρος δερμάτων. Τον Απρίλιο του 21 συγκρότησε, με δικές του δαπάνες, στρατιωτικό σώμα και πέρασε στο Μοριά.

Τον βρίσκουμε στην Αργολίδα να στρατοπεδεύει με τους άντρες του στο Άργος, στο Βιβάρι, στο Κατσίγκρι, στον Αχλαδόκαμπο, στην Άρια. Ο Φωτάκος γράφει χαρακτηριστικά: «Πολιορκητής του Ναυπλίου ήτο παντοτεινός ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος», ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί άλλαζαν θέσεις. Ο Στ. Σταϊκόπουλος «κυβερνούσε με σιδερένιο χέρι», γράφει ο Κωστούρος. Δείγ­μα της πειθαρχίας που είχε επιβάλει στους άντρες του, είναι το περιστατικό στην Παναγία την Πορτοκαλούσα, στο Άργος.

Ένας στρατιώτης του έκλεψε ένα ελάφι του μοναστηριού αυτού και ο καπετάν Στάϊκος ετοιμαζόταν να του πάρει το κεφάλι. Παρενέβη, όμως, ο ανηψιός του λέγοντας ψέματα, ότι αυτός σκότωσε το ελάφι, για να σώσει το φταίχτη. Και ο Στάϊκος δε δίστασε, σκότωσε το ανήψι το! Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, σκότωσε και τον υπαίτιο. Έκτοτε ο Σταϊκούλης είχε τύψεις, που τον αναστάτωναν, καθώς περνούσαν τα δύσκολα χρόνια του Αγώνα. Διηγούνταν οι σύγχρονοι του, ότι ξύπναγε τη νύχτα, σηκωνόταν, έζωνε τ’ άρματα του και με το γιαταγάνι του μάχονταν επιθετικά τους τοίχους του δωματίου του.

Μετά, έπεφτε κάτω στο πάτωμα σφαδάζοντας, χτυπούσε το κεφάλι του και έκλαιγε. Όταν του πέρναγε η κρίση, συνερχόταν. Αγωνιζόταν πάντα με ορμή. Στην πολιορκία της Κορίνθου πληγώθηκε. Ο «μινίστρος» του πολέμου Ιω. Κωλέττης πρότεινε στον πρόεδρο του Εκτελεστικού: «Επει­δή ο καπητάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος απ’ αρχής του παρόντος αγώνος άχρι τούδε έδω­κε προφανή τεκμήρια της στρατιωτικής αυτού ανδρείας, και μάλιστα της επιμονής, με την οποίαν διέμεινε προσκαρτερών εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου, χωρίς να απαυδήση ποσώς δια τας μακράς ταλαιπωρίας, και δια τα οποία φοβερός μεν εις τους εχθρούς, αξιάγαστος δε εις τους ημετέρους κατεστάθη, και επειδή εις την προλάβούσαν των πολιορκουμένων εξόρμησιν προπολεμών ανδρείως, επληγώθη, δια τούτο το Μινιστέριον του πολέμου φροντίζον ίνα ανταμείβεται επαξίως η στρατιωτική αρετή των τοιούτων, εισαγγέλλει ώστε η υπέρτατη Διοίκησις να ανταμείψη τας εκδουλεύσεις και ανδραγαθίας του ρηθέντος Σταϊκόπουλου με τον στρατιωτικόν βαθμόν του πεντακοσιάρχου, επιτάττουσα εις το Μινιστέριον του πολέμου ν’ αποστείλη προς αυ­τόν τα κυρωτικά περί τούτου έγγραφα.

Εν Κορίνθω, τη 12η Μαρτίου 1822» (Μαίρης Ν. Βέη, οπ.π. σ. 21-22).

Η Κυβέρνηση τον προήγαγε στον «βαθμόν του ταξιάρχου μόνον και όχι πεντακοσιάρχου», την επομένη ημέρα. Τούτο ήταν μια δικαίωση των αγώνων του. Στο βαθμό του χιλίαρχου προβιβάστηκε στις 13 Οκτωβρίου του χρόνου αυτού κατά πολιορκία του Ναυπλίου, «επειδή ελπίζει η πατρίς πολλά παρ’ αυτού».

Η μεγάλη του ώρα ήταν το Παλαμήδι. Την επομένη της αλώσεως μετά από πρό­ταση του Εκτελεστικού, η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, που είχε έδρα την Ερμιόνη, τον αναγόρευσε στρατηγό, γιατί «ο χυλίαρχος Στάϊκος Στάϊκόπουλος εξ εφόδου χθες εκυρίευσε το τρομερό Παλαμίδι. Την αρετήν του ανδρός αγέραστον να αφήση η Διοίκησις δεν φαίνεται εύλογον. Το Εκτελεστικόν σώμα κρίνει εύλογον εις τον βαθμόν της στρατηγίας να προβιβαστή ο τροπαιούχος Στάϊκος Σταϊκόπουλος, και καθυποβάλλεται τούτο εις του Βουλευτικού την επίκρισιν». (οπ.π. σελ. 23).

Την ίδια ημέρα, «εγκρίνει και το Βουλευτικόν αξιώτατον τοιούτου βαθμού περί τε των άλλων εκδουλεύσεών του προς την πατρίδα, και τροπαίων κατά των εχθρών, και περί της δι’ εφόδου καταπορθήσεως του δυσπορθήτου Παλαμιδίου» (όπ.π.).

Έτσι, ο Στ. Σταϊκόπουλος ονομάστηκε στρατηγός, σε ηλικία 24 ετών, και με το βαθμό αυτό συνέχισε τον Αγώνα. Αλλά λόγω του ευερέθιστου χαρακτήρα του, δεν έγινε αργότερα φρούραρχος του Παλαμηδίου ούτε του Ιτς-Καλέ, όπως επιθυμούσε, και είχε μόνιμο οικονομικό πρόβλημα. Αλλά και πρόβλημα κοινωνικής προσαρμογής.

Κατά τον μετέπειτα εμφύλιο σπαραγμό, υπέφερε τα δεινά μεταξύ των αντι­μαχομένων παρατάξεων. Όπως σημειώνει ο Γ. Χώρας, δύο ήταν τα μόνιμα αιτήμα­τά του: Το χρηματικό και το στεγαστικό. Τον βρίσκουμε αργότερα ως «ενοικιαστή των εθνικών προσόδων» σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Το 1825, χωρίς μισθό και χωρίς σπίτι, «ξεσήκωσε τ’ Ανάπλι». Έτσι, έμενε μόνον με τις δάφνες του και τον τίτλο του στρατηγού, χωρίς σχεδόν κανένα υλικό αντίκρυσμα. Ο ψυχικός του βρασμός είναι προφανής και εξεκενώθη, γράφει ο πιο πάνω ιστορικός και παρα­θέτει σχετική πρόταση του Βουλευτικού προς το Εκτελεστικό:

«Ο καπετάν Στάϊκος Σταϊκόπουλος εσήκωσε την ησυχία όλων των κατοίκων του Ναυπλίου, έδειρε πολίτας, εβίασε την φυλακήν της Αστυνομίας, εκτύπησε τον βουλευτήν κύριον Ιωάννη Πάγκαλον μέσα εις την οικίαν του περί τας 6 ώρας της νυκτός και τέλος κάνει έργα μαινόμενου. Όθεν, δια να μην ταράττεται η κοινή ησυχία και μάλιστα υπ’ όψιν της Διοικήσεως, το Βουλευτικόν κρίνει εύλογον να συλληφθή χωρίς αναβολής καιρού και να ριφθή εις το καστέλλον (Μπούρτζι). Όθεν το Σ. εκτελεστικόν ας δώση τας ανάλογους διαταγάς». (Γεωργ. Αθ. Χώρα, οπ.π. σ. 349-350).

Μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Αργολίδα (καλοκαίρι του 1825), ο Σταϊκόπουλος ζήτησε από την Κυβέρνηση όπλα και χρήματα, για να εκστρατεύσει εναντίον του. Δεν πολέμησε στους Μύλους αλλά στα «Κατζιωτέικα αμπέλια, όπου εφόνευσε πλείστους Άραβας και συνέλαβε 30 εξ αυτών αιχμαλώτους, τους οποίους απέστειλε εις Ναύπλιον» (Μαίρη Ν. Βέη, οπ. π. σ. 47).

Κατά την περίοδο του Κυβερνήτη Καποδίστρια, ο Στ. Σταϊκόπουλος ήταν μεταξύ των δυσαρεστημένων άτακτων στρατιωτικών και «εφώναζε» εναντίον του. Σκληρότερη ήταν η τύχη των άτακτων βαθμοφόρων επί Αντιβασιλείας του Όθωνα. Τότε ο Στ. Σταϊκόπουλος αναγνωρίσθηκε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη της Εθνοφυλακής, χωρίς να του χορηγηθεί το επίσημο δίπλωμα, γιατί περιέπεσε σε δυσμένεια λόγω αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του. Το σώμα της Εθνοφυλακής καταργήθηκε το 1835, έτος του θανάτου του ήρωα, χωρίς να έχει εισπράξει τις αποδοχές του βαθμού του, όπως ζητούσε αυτός και μετέπειτα η θυγατέρα του Ζαχαρούλα και αργότερα τα εγγόνια του.

 Ο Στ. Σταϊκόπουλος, διαμένοντας στο Άργος ή στην Πρόνοια Ναυπλίου, ασκούσε δριμεία κριτική κατά των κρατούντων και είχε γίνει πολύ προκλητικός στους Βαυαρούς του Όθωνα. Δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί οι ελευθερωτές της Πα­τρίδας έχασαν τώρα την πολιτική εξουσία. Επί κυβερνήσεως του Ιω. Καποδίστρια οι ιθύνοντες του έδειχναν επιείκεια λόγω της αρρώστιας του. Αλλά η κυβέρνηση, επί Αντιβασιλείας, τον έκλεισε στη φυλακή του Λεονάρδου. Έτσι, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Χώρας, «από την πιο ψηλή κορυφή του Παλαμηδίου έπεσε στο χαμόγειο της φυλακής του Ναυπλίου». Τότε από έλλειψη νοσοκομείων για τους «φρενοβλαβείς», οι πάσχοντες ασφαλίζονταν στις φυλακές.

Έτσι, ο ηρωικός και τραγικός Στ. Σταϊκόπουλος πέθανε κυριολεκτικά «στην ψάθα» της φυλακής σε ηλικία 37 ετών (21 Φεβρουαρίου 1835). Ο άδοξος αυτός θάνατος προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στην Αργολίδα. Συγγενείς και φίλοι του περιέφεραν δίσκο για την κηδεία του, που έγινε μεγαλοπρεπής με δαπάνη του κοινού. Επικήδειο εκφώνησε στον Άγιο Γεώργιο Ναυπλίου ο διάκονος Ευγένιος Διογενίδης και ο νεκρός του ετάφη στον περίβολο του ναού των Αγίων Πάντων, στην Πρόνοια.

 

Ανδριάντας Σταϊκόπουλου, Ναύπλιο, πλατεία Σταϊκοπούλου.

 

Η πόλη τον τίμησε με μία κεντρική οδό στο όνομά του. Το 1966 με δαπάνες της δισέγγονης του Ζαχαρούλας, συζύγου του Ευαγγέλου Μάρκου Παπαμάρκου, του έστησε ανδριά­ντα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Νικόλας, στην πλατεία Σταϊκοπούλου, όπου κάθε χρόνο, την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του.

Στο βάθρο του μνημείου ο ποιητής Θεόδωρος Κ. Κωστούρος έγραψε τούτους τους στίχους:

Αγέραστος κι αθάνατος, πάντα κοντάμας μένεις

του Εικοσιένα σταυραητέ, της λευτεριάς πουλί.

Ω Πορθητή του πιο τρανού κάστρου της οικουμένης που δέχτηκες

στο μέτωπο της Δόξας το φιλί.

Με τέτοιες θυσίες, με τέτοιους αγώνες κέρδισαν οι πρόγονοί μας τη Λευτεριά, που την απολαμβάνουμε εμείς σήμερα ως αυτονόητο δικαίωμα και αγαθό. Η ακαταμάχητη ελληνορθόδοξη πίστη μας βοήθησε, στα 400 χρόνια της πικρής σκλαβιάς, να διατηρήσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Σήμερα, στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, κινδυνεύουμε να την χάσουμε από τη μίμηση ξένων προτύπων και ιδεών. Όμως η αναζήτηση της γνήσιας ελληνικής Παράδοσης θα μας βοηθήσει να ξεχωρίσουμε τα βιώσιμα πιστεύματά μας και ν’ απορρίψουμε τον μαϊμουδισμό ξενόφερτων συρμών. Οι γνήσιοι απόγονοι του Σταϊκούλη, του «παράφρονα» ήρωά μας, αντιλαμβάνονται την παρακαταθήκη που εκείνος μας κληροδότησε.

 

Πάνος Λιαλιάτσης

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.

 

 Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Από τα τελευταία χρόνια  του Στάϊκου Σταϊκόπουλου


 

Ο Σταϊκόπουλος κυριεύει το Παλαμήδιον.

Η διάλεξη του Πάνου Λιαλιάτση στο Ναύπλιο, τον Νοέμβριο του 2008, και, στη συνέχεια, η δημοσίευσή της σε αθηναϊκή και σε αργολική εφημερίδα1, έδωσε το τελικό έναυσμα για τη σύνταξη και τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου μου. Από όσο γνωρίζω και θυμάμαι, σε κάθε επέτειο του παρσίματος του Παλαμηδιού (30-11-1822, με το παλαιό ημερολόγιο), παραδοσιακά εκφωνούνταν μεγαλόστομοι λόγοι, προς δόξα του λαϊκού αγωνιστή Στάϊκου Σταϊκόπουλου και, τελικά, μια ανα­κριβής εικόνα των γεγονότων γύρω από το Παλαμήδι, στα 1821 -22, είχε διαμορφωθεί και άγγιζε τα όρια της ιδεολογικής πλαστότητας.

Ο Πάνος Λιαλιάτσης τόλμησε να αποκαταστήσει, σε κεντρικό και τοπικό επίπε­δο, την ιστορική αλήθεια των γεγονότων αυτών, αξιοποιώντας όλο το μέχρι σήμερα ιστορικό υλικό, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο, να τη μεταδώσει προφορικά και να την καταθέσει γραπτά.

Στον τωρινό τόμο των «Ναυπλιακών Αναλέκτων» το πόνημά του παίρνει την τελική μορφή του. Από την πλευρά μου, έχοντας προ ετών ερευνήσει στα κεντρικά «Γενικά Αρχεία του Κράτους» το υφιστάμενο καποδιστριακό και οθωνικό αρχείο εγγράφων, με αντικείμενο κτιριολογικά, πολεοδομικά και χωροταξικά (όπως λέμε σήμερα) θέματα του Άργους, του Ναυπλίου και της Αργολίδας γενικότερα, εντόπισα και παράπλευρα στοιχεία για την τοπική ιστορία. Το υλικό που έτσι αποκόμισα ήδη έχει υπερπληρώσει, με τις σχετικές φωτοτυπίες, αρκετά κουτιά αρχείου.

Η έρευνα που συνέχισα, για τον τοπικό Τύπο της Αργολίδας, με οδήγησε στον εντοπισμό και άλλων ιστορικών στοιχείων. Ολοκληρώθηκε σε δυο αποστολές – μεταβάσεις μου στο Παρίσι, μέσω της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών και με τις εκεί έρευνές μου σε τρεις αρχειακές ενότητες. Έτσι, η έρευνα με οδήγησε στον εντοπισμό τεκμηρίων για τα τελευταία και ταραγμένα χρόνια του Σταϊκόπουλου στην περιοχή μας, συγκεκριμένα εκείνα μεταξύ των ετών 1831-1833, όταν δηλαδή ήταν στην ηλικία των 31-33 ετών.

Με τα στοιχεία αυτά δίδονται συγκεκριμένες πληροφορίες για την ψυχική κατάστασή του, αναφέρονται επεισόδια που προκάλεσε και επιβεβαιώνονται όσα και ο Λιαλιάτσης ανέφερε στο πόνημά του. Πέρα, όμως, από αυτά εντόπισα και τρεις νεκρολογίες για τον Σταϊκόπουλο, που δημοσιεύθηκαν σε τρία έντυπα τα οποία αρχικά είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται στο Ναύπλιο και, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα ορισμένα μεταφέρθηκαν και αυτά εκεί. Μετά από σύντομη αναφορά σε αυτές, τις αναδημοσιεύω αυτούσιες σε παράρτημα.

Είναι χρήσιμο, νομίζω, ο σημερινός αναγνώστης να έρθει σε επαφή με κείμενα που γράφτηκαν «εν θερμώ», μόλις λίγες μέρες από τον θάνατο του αγωνιστή και τα συμβάντα που τον ακολούθησαν, ιδίως για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας του. Η δεύτερη νεκρολογία προκάλεσε επιστολή του «ιατρού του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» I. Θεοφιλά όπου περιγράφει την ψυχική κατάσταση του Σταϊκόπουλου και κάποια συμβάντα που προξένησε, ενώ αναφέρεται και στον θάνατό του.

 

Τα τεκμήρια από τα ΓΑΚ


 

Στα τεκμήρια αυτά περιλαμβάνονται επίσημα έγγραφα της Διοίκησης, λίγο πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια και μέχρι τα μέσα του έτους 1833, όπως και επιστολές του ίδιου του Σταϊκόπουλου, με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα η κάθε μια, γι’ αυτό και συνάγω ότι έχουν γραφεί με υπαγόρευση ή με εντολή του. Το πρώτο έγγραφο προέρχεται από τον Διοικητικό Τοποτηρητή του Άργους Ε. Βασιλειάδη και απευθύνεται προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών (ομόλογη προς σημερινό Υπουργείο Εθν. Άμυνας), περιέχει δε συνημμένο προς αυτό έγγραφο του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Άργους προς τον Τοποτηρητή.

Το πρώτο έγγραφο έχει αρ. πρωτοκόλλου 3165 και ημερομηνία 31-8-1831, ενώ το δεύτερο αρ. πρωτοκόλλου 3610/4263 και ημερομηνία 20-8-1831. Προσυπογράφεται από τον Γραμματέα του δικαστηρίου Π. Α. Κυπαρίσση, ο οποίος υπήρξε, μετά από μια περίπου δεκαπενταετία, ο πρώτος αγοραστής της οικίας του Σπυρίδωνα Τρικούπη, στο Άργος.

Το πρώτο έγγραφο2 έχει ως εξής:

« Ο βεβλαμμένας έχων τας φρένας Στάϊκος Σταϊκόπουλος, ευρισκόμενος ενταύθα προ ικανού καιρού, περιφέρεται καθημέραν εις το Δικαστήριον και τας διοικητικάς αρχάς και επαπειλών και ημάς και αυτούς τους κριτάς, δεν πείθεται κατ’ ουδένα λόγον να ησυχάση, νουθετηθείς και επιπληχθείς πολλάκις παρ’ εμού και τοιουτοτρόπως φε­ρόμενος εις την αγοράν, και οπλοφορών, και μαινόμενος, είναι επόμενον να θανατώ­ση και κανέναν αθώον και ήσυχον πολίτην.

Ηκουλούθησε την παρελθούσαν να πηγαίνη αυθαιρέτως εις την οικίαν πολίτου τινός και του ήρπασε τους καπνούς του και τον σίτον του, προφασιζόμενος άλλοθι με ότι είχε να λαμβάνη παρ’ αυτού, άλλοτε δε ότι ήταν ιδιοκτησία του, ονειροπολών κατά την αδύνατον φαντασίαν του τα ανύπαρκτα. Προσκληθέντες περί τούτου από τον Διοικητήν του Ναυπλίου, δια να παραλάβωμεν απ’ αυτόν τους αρπαγέντας καπνούς, μόλις ηδυνήθημεν και ελλείποντας να τους μεταφέρωμεν εις το κατάστημα της Αστυνομίας, ύστερον από πολλούς κόπους.

Σήμερον δε πάλιν ειδοποιηθέντες από τον εκεί Αστυνόμον, ότι ο αυτός Στάϊκος ελθών χθες εις την οικίαν όπου ο Πρόεδρος της Γερουσίας κύριος Τσαμαδός καταλύει και ευρών κρεμάμενον το ωρολόγιόν του, το ήρπασε, τον προσκαλέσαμεν ενταύθα και τον διατάξαμεν να μας δώση το ωρολόγιον. Αλλά τι;. Από μανιώδη αδυναμίαν κατενεχθείς, εξεμέξατο κατά της Διοικήσεως ταύτης και των λοιπών αρχών, τα εξ αμάξης κακά. Ώστε και ο κύριος Πρόεδρος του εδώ Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου έλαβεν αφορμήν το εις αντίγραφον συναπτόμενον έγγραφόν του.

Ηναγκάσθημεν τέλος να τον κρατήσωμεν υπό φύλαξιν αλλά θεωρούντες ότι το πράγμα είναι αδιόρθωτον, εάν ούτος διαμένη ενταύθα, ως είπομεν ανωτέρω, έχοντες υπ’ όψιν τα αλλεπάλληλα παράπονα των δικαστών, των δημογερόντων και διαφόρων άλλων ευυπόληπτων πολιτών, εκρίναμεν εύλογον να τον διευθύνωμεν προς την Γραμματείαν ταύτην, δια της Αστυνομίας Ναυπλίου σήμερον πολλά πρωί.

Αλλά παρ’ ελπίδα χθες το εσπέρας εδραπέτευσε διαφυγών την προσοχήν των φυ­λάκων και εκπηδήσας το περιτείχιμα των καταστήματος. Παρακαλείται η Γραμματεία να διατάξη όπου ανήκει, δια να συλληφθή ο τρελλός ούτος και να κρατηθή υπό ασφαλή φυλακήν, μεχρισότου έλθει καιρός να αναλάβη το λογικόν του, καθότι η ασθένεια του, περιοδική ούσα, με τον καιρόν ιατρεύεται».

Το συνημμένο έγγραφο του «Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Άργους και Ναυπλί­ας» προς τον Τοποτηρητή του Άργους έχει ως εξής :

«Ο κύριος Στάϊκος Σταϊκόπουλος ήλθε χθες εις το δικαστήριον τούτο ένοπλος και το κατετάραξε με τας απειλάς του.

Η φήμη κηρύττει αυτόν τρελλόν και είναι ανάγκη να επεκτείνετε επ’ αυτού την προσοχήν σας, δια να μη πράξη τι το απευκταίον».

Υπογραφές του Προέδρου του δικαστηρίου Χ. Μηλιώνη και

του Γραμματέα του Π. Κυπαρίσση.

Την ίδια μέρα και με αρ. πρωτοκόλλου 3174 ο Διοικητικός Τοποτηρητής Άργους απευθύνει νέο έγγραφο προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, όπου αναφέρει τα εξής3 :

«Ειδοποιούμεθα εκ φήμης ταύτην την στιγμήν ότι ο έφιππος ταχυδρόμος, ερχόμε­νος ενταύθα από Κόρινθον, σήμερον εσυλλήφθη από τον εκ της φυλακής δραπετεύσαντα τρελλόν Σταϊκόπουλον, περί ου εγένετο λόγος εις την σημερινήν υπ. αριθμ. 3163 προς την Γραμματείαν ταύτην αναφοράν μου, όστις παραλαβών το χαρτοφυλάκιον και τον ίππον, αναγκάζων και τον ταχυδρόμον με ακκισμούς, διευθύνη προς την Κό­ρινθον.

Παρελθούσης της ώρας καθ’ ην ο ταχυδρόμος έμελλε να εμφανισθή, αναγκαζόμεθα να θεωρήσωμεν την φήμην βεβαίαν και αληθή. Όθεν εσπεύσαμεν και τον εδώ ίλαρχον Τουρέτ και του είπομεν να πέμψη κατ’ αυτού ιπποστρατιώτας, μας υπεβλήθη δε εις ταύτην την ώραν (ότι) ξεκινά κατ’ αυτού μερικούς ιππείς.

Ειδοποιούμεν κατά χρέος την Γραμματείαν δια να λάβη τα ανήκοντα μέτρα».

Μέσα σε μια μέρα, λοιπόν, ο Σταϊκόπουλος εισβάλλει σε σπίτια, αφαιρεί αντικείμενα και προμήθειες, συλλαμβάνεται, δραπετεύει και ληστεύει τον ταχυδρόμο, που εκτελούσε υπηρεσία από Κόρινθο σε Άργος. Ο Τοποτηρητής Άργους απευθύνεται στον Διοικητή της μονάδας ιππικού, στους Στρατώνες Καποδίστρια στο Άρ­γος, Γάλλο Tοuret και του ζητεί να τον καταδιώξει και πράγματι στέλνεται άγημα ιππέων για να τον συλλάβει. Δεν ξέρουμε πώς κατέληξε το επεισόδιο αυτό. Όμως, περίπου ένα μήνα αργότερα, ο Τοποτηρητής Άργους στέλνει νέο έγγραφο στη Γραμματεία των Στρατιωτικών (αρ. 3596)4 και την πληροφορεί ότι, πριν τρεις μέρες, ο Αστυνόμος της Τρίπολης συνέλαβε τον Σταϊκόπουλο «κατά διαταγήν ανωτέραν» και τον έστειλε στη φυλακή του Άργους (σε τμήμα του σημερινού Δημαρχείου της πόλης). Ζητούνται οδηγίες για το τι «πρέπει να πράξωμεν περαιτέρω δι’ αυτόν».

Και εδώ διασπάται πάλι η συνέχεια των γεγονότων. Στο μεταξύ έχει δολοφονηθεί ο Καποδίστριας και ακολουθεί η περίοδος Αυγουστίνου, με τις γνωστές εσωτερικές διαμάχες. Τον Μάρτιο, πάντως, του 1832 εντοπίζουμε «Γραμμάτιον πληρωμής» του Σταϊκόπουλου

(αρ. 159)5, υπογραμμένο από τον Επίτροπο επί των Στρα­τιωτικών Π. Ράδο, για την καταβολή στον «απόστρατον» Στάϊκο Σταϊκόπουλο 120 φοινίκων, για το «μηνιάτικον» του Φεβρουαρίου. Το Γραμμάτιο προσυπογράφεται και από τον ίδιο.

Τον Μάιο του 1832 ο Στρατηγός και Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς του Ναυπλίου Νικ. Ζέρβας, απευθυνόμενος και αυτός προς τη Γραμματεία των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι καθημερινά πολλοί πολίτες παραπονιούνται κατά του Σταϊκό­πουλου διότι «ταράττει την κοινήν ησυχίαν, πολλάκις με γυμνήν την σπάθην», τους καταδιώκει ακόμα και στην αγορά, ότι τρεις – τέσσερεις φορές τον κάλεσε και τον συμβούλεψε «να απέχη από τα τοιαύτα, αλλ’ εις μάτην». Έτσι, αναγκάσθηκε να τον «εβγάλη έξω της πόλεως» και ζητούσε οδηγίες για τα δέοντα μέτρα6.

Λίγες μέρες μετά ο Σταϊκόπουλος απευθύνει αναφορά προς την Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος, όπου επανειλημμένα τονίζει ότι «δεν έχει ταΐνι» ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους συντρόφους – στρατιώτες του και ότι βρίσκεται σε απελπισία. «Δεν εγνωρίζω», λέει «καμίαν παραμικράν αταξίαν αλλ’ ούτε βλάβην εις την πατρίδα μου» και δεν φανταζόταν ότι η Γραμματεία του Πολέμου θα του έκοβε τον μισθό του, ενώ του απαγορεύθηκε να διαμένει στο Ναύπλιο και έλαβε διαταγή να βγει από την πύλη της πόλης με όλη την οικογένειά του, «λέγοντας λόγους ψυχρούς και άτιμους ότι είμαι παλαβός και σηκώνω την ησυχίαν της πολιτείας».

Αναφέρει τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα, θεωρεί ότι «εστάθη ευπειθής προς τας διαταγάς της διοικήσεως» και ζητεί να μην του γίνεται «τοιούτος κατατρεγμός και ατιμία εις την υπόληψίν» του, να δοθεί διαταγή ώστε να αρθούν τα μέτρα εναντίον του ίδιου, της οικογένειάς του και των συντρόφων του, ώστε «να μη χαθή ψυχικά και σωματικά και είναι αμαρτία», επικαλούμενος όλα τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του και μαρτυρούν για τις υπηρεσίες που έχει προσφέρει.

 Ζητά, τέλος, να εισακουσθούν όλα αυτά, αλλά και συγγνώμη για την «πολυλογία της αναφοράς» του7.

Δεν γνωρίζουμε πού κατέληξε και αυτό το επεισόδιο. Ακριβώς, όμως, ένα χρόνο αργότερα, ο Σταϊκόπουλος στέλνει έγγραφο του «προς την Υψηλήν Αντιβασιλείαν», με ημερομηνία 15-5-18338, αναφέρει ότι πήρε μέρος σε δημοπρασία δημοσί­ων προσόδων στην Κόρινθο και ότι ο Γενικός Έφορος Σ. Βαλτινός τον εξύβρισε και απέρριψε την προσφορά του, παρά το ότι οι άλλες ήταν περισσότερες ασύμφορες από την δική του. Παραπονείται ότι τον απεκάλεσαν τρελό και ότι του απεύθυνε «και άλλους παμπόλλους ατίμους λόγους εναντίον του χαρακτήρος και της υπολήψεώς μου, κατ’ έμπροσθεν διαφόρων αξιών υποκειμένων». Και με την αναφορά αυτή ζητεί να του αποδοθεί δικαιοσύνη.

Δεν ξέρουμε πως κατέληξε και η υπόθεση αυτή, όμως μετά από ένα μήνα εντο­πίζονται έγγραφα από τα οποία συνάγεται ότι ο Σταϊκόπουλος είχε και πάλι διαφορές ως προς την ενοικίαση προσόδων, αυτή τη φορά στην περιοχή της Αργολίδας και για τα χωριά Σκοτεινή, Αγ. Νικόλαο και Φρουσούνα, με εμπλοκή της Νομαρχί­ας και της κεντρικής Γραμματείας των Οικονομικών9.

Από όσα προηγήθηκαν γίνεται φανερό ότι ο Σταϊκόπουλος περνούσε από περιοδικές μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις, πράγμα που ανάγκαζε τις αρχές και μέσα από τους υφιστάμενους θεσμούς να περιορίζουν τις κινήσεις του αλλά και να τον φυλακίζουν, διακόπτοντας στην «αιχμή» των επεισοδίων, που προκαλούσε, ακόμα και την μισθοδοσία του ή και αποβάλλοντας τον από τον τόπο της κατοικίας του. Με αυτά τα «μέσα» γινόταν, τότε, η αντιμετώπιση των ψυχικά πασχόντων και ο Σταϊκόπουλος υπέστη τις συνέπειες των «κανόνων» που ίσχυαν.

 

Οι νεκρολογίες


 

Ας έρθουμε και στις νεκρολογίες. Η πρώτη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σωτήρ», την 24-2-1835, τέσσερεις μέρες μετά τον θάνατό του. Αναγνωρίζονται οι υπηρεσίες του προς την πατρίδα, και ευγενικά υπογραμμίζεται ότι «οι κόποι είχον εξαντλήσει εις άκρον τας σωματικάς δυνά­μεις του, ήτον αδύνατον αι διανοητικαί να μην λάβουν επίσης μικράν αλλοίωσιν και αδυναμίαν».

Εξαιτίας της ψυχικής του ασθένειας, γράφει ο «Σωτήρ», αναγκάσθηκε η τοπική εξουσία στο Ναύπλιο να πάρει μέτρα, «τα οποία υπαγόρευαν εις αυτήν αυτά τα ίδια συμφέροντα της υγείας του πάσχοντος» (SIC). Και συνεχίζει ότι «ευρίσκετο μεμακρυσμένος από την κοινωνίαν των ομοίων του, όταν ησθάνθη τα συμπτώ­ματα της θανατηφόρου ασθενείας, από την οποίαν δεν έμελλε να θεραπευτεί. Μετα­φερθείς μεταξύ των συγγενών και των οικίων του, απέθανε την ίδιαν ημέραν».

Κατ’ ουσία, λοιπόν, ο Σταϊκόπουλος υπέστη τη «θεραπεία» του εγκλεισμού και της απο­κοπής του από την οικογένειά του και την κοινωνία, μια κοινωνία που ακόμα και σήμερα δυσκολεύεται να εντάξει σε «κανονική ροή» όσους πάσχουν από την ίδια ασθένεια.

Μετά θάνατο και πριν την κηδεία του έκλεισαν όλα τα καταστήματα στο Ναύ­πλιο και η στρατιωτική φρουρά συνόδεψε το λείψανό του. Σημειώνουμε ότι ο «Σωτήρ» τυπωνόταν στο τυπογραφείο των Κ. Τόμπρα και Κ. Ιωαννίδη, οι οποίοι υπήρξαν από τους πρωτοπόρους τυπογράφους στο νέο ελληνικό κράτος. Την ίδια μέρα, στην εφημερίδα «Εποχή», δημοσιεύεται νεκρολογία, όπου μεταξύ άλλων παρατηρεί και τα εξής ενδιαφέροντα:

« Δεν είναι ιδία της προθέσεώς μας η ανάπτυξις των αιτιών όσα επηρέασαν εις την μερικήν βλάβην του νοός του Μακαρίτου. Και οι Έλληνες και αι κατά καιρούς κυβερ­νήσεις ανεξαιρέτως, κυριευόμενοι από το ευγενές αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τας στρατιωτικάς υπηρεσίας τούτου, εδεικνύοντο όλως συγκαταβατικοί εις τας περιο­δικάς και παντάπασιν αβλαβείς παραφοράς του νοός του, αλλά το αίσθημα τούτο δεν έλαβε, καθώς απεδείχθη, ουδέ την ελαχίστην χώραν, εις το πνεύμα του Κυρίου Νο­μάρχου μας.

Ώφειλε, στοχαζόμεθα, να οικονομήση ούτος εκ παντός τρόπου τον ένδοξον Συναγωνιστήν, και να μην τον ρίψη εις την σκοτεινήν, την δυσωδή και κατάψυχρον φυλακήν, χωρίς να συγχωρηθή να τω δοθώσι μήτε εν σκέπασμα, μήτε εν στρώ­μα. Ο βίαιος θάνατος ήτο παρακολούθημα φυσικόν τοιούτου μέτρου».

Η αντίθεση προς τα εφαρμοζόμενα τότε μέτρα εγκλεισμού, έστω κι αν εκδηλώ­θηκε στην περίπτωση ενός επιφανούς αγωνιστή της Επανάστασης, δεν παύει να εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα, με την πυκνή και ζωηρή περιγραφή των συνθη­κών που συνόδευαν τα μέτρα αυτά.

Όμως λίγες μέρες αργότερα, στο φύλλο της «Εποχής» με ημερομηνία 3-3-1835, δημοσιεύεται αντίκρουση, με την υπογραφή, όπως είπαμε, του γιατρού στο νομό Αργολιδοκορινθίας Ιακ. Θεοφιλά. Σε αυτή υποστηρίζει ότι ο Σταϊκόπουλος, λόγω της περιοδικής φρενοβλάβειάς του, είχε γίνει «οχληρός, επίφοβος και πολλάκις ε­πικίνδυνος» για την κοινωνία και ότι πριν δυο μήνες είχε πάλι κυριευθεί από την ασθένεια.

Οι κάτοικοι του Άργους, όπου τότε κατοικούσε, και οι αρχές δεν μπορούσαν να τον υποφέρουν και μετακόμισε και πάλι οικογενειακά στο Ναύπλιο. Αλλά και εκεί «έπραξε πταίσματα και πλημμελήματα» και το αρχείο της Εισαγγελίας περιλάμβανε πολλές μηνύσεις εναντίον του, μάλιστα μια γυναίκα παρέμενε κλινήρης από τις πληγές που της προξένησε.

Τελικά, από έλλειψη φρενοκομείου, ο Σταϊκόπουλος κατέληξε στις φυλακές, όπου όμως, βεβαίωνε ο γιατρός, σε «καμάρα» με όλες τις ανέσεις, ενώ τον επισκέπτονταν ελεύθερα οι συγγενείς του. Όποτε οι συγγε­νείς του ζητούσαν τη μετακόμιση του σε άλλο σπίτι, μεταφερόταν εκεί.

Αιτία του θανάτου του ήταν η πλευρίτιδα, αλλά και ότι δεν τήρησε τα δέοντα μέτρα: βρισκόμενος σε ανάρρωση σε σπίτι συγγενή του, καταλήφθηκε και πάλι από μανία, βγήκε έξω ημίγυμνος και επέμεινε να μην δεχθεί φλεβοτομή (τότε μέθοδος δια πάσαν νόσον), ούτε και κανένα άλλο φάρμακο. Γι’ αυτό και πέθανε.

Την αντίκρουση του γιατρού συνόδευε μικρό σημείωμα της σύνταξης της εφη­μερίδας: τονίζεται ότι έφθασε στην εφημερίδα και άλλη περιγραφή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με όσα εξέθετε ο νομίατρος Θεοφιλάς ( τον οποίο η εφημερίδα μεταγράφει σε… Θεοφυλά· το κάνει με νόημα, δηλαδή…. Ο Θεός να μας φυλάει;) δεν δημοσιεύει την δεύτερη επιστολή λόγω….στενότητας χώρου. Και έπεται παράγραφος που αρχίζει με το ότι «Μόλον τούτο η πιστοποίησης ενός ιατρού αδιαφόρου, όστις δεν πρέπει να έχη άλλον σκοπόν παρά την αλήθειαν, μας φαίνεται μάλλον αξιόπιστος, και ως τοιαύτην την δημοσιεύομεν, πιστοί εις τας αρχάς της αμεροληψίας μας».

Ένα τρίτο έντυπο της εποχής που αναφέρθηκε στον θάνατο ή, μάλλον, στην… κηδεία του Σταϊκόπουλου ήταν ο «Στρατιωτικός Έφορος», ο οποίος δημοσίευσε την προσλαλιά του φρουράρχου Ναυπλίου, Βαυαρού Λίντερ, αφού όμως προηγουμένως αναφέρθηκε με υπονοούμενα στην κριτική «τινών εφημερίδων», προφανώς για τα συμβάντα περί του θανάτου του Σταϊκόπουλου.

Αναγνωρίζει μεν την χρησιμότητα της κριτικής «προς ανακάλυψιν καταχρήσεων», όμως προσθέτει ότι πρέπει να επαινείται «ό,τι καλόν και άξιον». Και δηλώνει ότι αυτό θα πράξει για την προκειμένη περίπτωση, χωρίς ποτέ να παρεκτραπεί από τα όρια του. Και το «καλόν και άξιον» ήταν η απόδοση τιμών και η προσλαλιά του φρουράρχου Λίντερ…

Οι λίγες αυτές αναφορές στοιχειοθετούν και τα όρια της ελευθερίας του Τύπου, δυο μόλις χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα και επί εποχής Αντιβασιλείας. Μένει, βέβαια, να προσεγγιστούν καλύτερα οι πραγματικές συνθήκες θανάτου του Σταϊκό­πουλου.

  

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

(Άργος, 2-1-2009)

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.

Διαβάστε:

 

 Υποσημειώσεις


 

1 Η διάλεξη δόθηκε στο Ναύπλιο, την 22-11-08, η δημοσίευση της πρώτης γραφής έγινε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» (24 Νοεμβρίου – 2 Δεκεμβρίου 2008, σε οκτώ συνέχειες) και η δημοσίευση της δεύτερης γραφής στα «Νέα της Αργολίδας» (29-12-2008).

2 ΓΑΚ, Γραμματεία Στρατιωτικών, φ. 105.

3 ΓΑΚ, όπ. παρ.

4 ΓΑΚ, Γραμμ. Στρατ., φ. 116

5 ΓΑΚ, Γραμμ. Στρατ., φ. 141

6 ΓΑΚ, Γραμμ. Στρατ., φ. 152

7 ΓΑΚ, Γραμμ. Στρατ., φ. 152

8 ΓΑΚ, Οικονομικών, φ.321.

9 ΓΑΚ, Οικονομικών, φ.325 και 327.

Read Full Post »