Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αρχαιολογία’

Μαρτυρίες από την Κατοχή. Κλοπές αρχαιοτήτων, λαθρανασκαφές, καταστροφές αρχαιοτήτων στην Πελοπόννησο από τις γερμανικές και ιταλικές στρατιωτικές μονάδες κατοχής* – Κωνσταντίνος Χαρ. Τζιαμπάσης


 

Στους απολογισμούς των δεινών που επέφεραν οι ξένοι κατακτητές στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αυτές που έχουν απασχολήσει σε μικρότερη έκταση έως σήμερα τους ερευνητές. Το ίδιο άγνωστες είναι οι καταστροφές των αρχαιολογικών θησαυρών της Πελοποννήσου, παρά τις συνοπτικές αλλά έγκαιρες καταγραφές.

Η παρούσα εργασία βασίζεται κυρίως στο βιβλίο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών Κατοχής» και αφορά την τύχη των αρχαιοτήτων της Πελοποννήσου.

Το βιβλίο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών Κατοχής» είναι μια έκθεση-μελέτη 160 σελίδων του 1946, η οποία συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του τότε Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, με εντολή του υπουργού Α. Παπαδήμου. Από τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, στη διάρκεια της Κατοχής σε 37 πόλεις και περιοχές της χώρας εκλάπησαν αρχαιότητες από τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ την ίδια περίοδο Γερμανοί αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές της Ελλάδος, απ’ όπου τα ευρήματα εστάλησαν στη Γερμανία. Δεν είναι αμελητέα η συμπεριφορά των Ιταλών που ρήμαξαν ίσως και περισσότερο από τους Γερμανούς τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.

Σύμφωνα με τον τόμο του υπουργείου Ανοικοδομήσεως, «όλους σχεδόν τους αρχαιολογικούς τόπους τούς κατέλαβαν οι δυνάμεις του εχθρού και σε πολλούς προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές, γιατί έκλεψαν, κατέστρεψαν, έκτισαν πυροβολικά και έργα, χωρίς να σέβωνται τίποτε. Οι Γερμανοί προκάλεσαν καταστροφές σε 87 αρχαιολογικούς ή ιστορικούς χώρους, οι Ιταλοί σε 39. Σήμερα, μερικοί σημαντικοί αρχαιολογικοί τόποι, δεν υπάρχουν». Και συνεχίζει: «Έγιναν, όμως, και αυθαίρετες ανασκαφές, που προκάλεσαν την καταστροφή και την κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών. Ό,τι βρήκαν στις ανασκαφές αυτές, οι κατακτητές το πήραν μαζί τους και μας μένει ακόμα άγνωστο. Τέτοιες καταστροφές έγιναν από Γερμανούς σε 24 τόπους και από Ιταλούς σε 2. Σημαντικές ήταν και οι κλοπές αρχαιολογικών θησαυρών. Οι Γερμανοί, ειδικότερα, έκλεψαν αρχαιότητες από 42 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους (σ.σ.: αρχαιολογικές συλλογές, αγάλματα, ανάγλυφα, νομίσματα, χρυσοί στέφανοι, ιερά σκεύη κ.λπ.). Οι Ιταλοί έκλεψαν αρχαιότητες από 33 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους.

 

Η προετοιμασία για τον Πόλεμο

 

Άγνωστη επίσης στους πολλούς είναι η προετοιμασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να προστατέψει τις αρχαιότητες της χώρας, ήδη από το 1939, όταν έγινε σαφές ότι ο μεγάλος πόλεμος δε θα άφηνε ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Η γιγαντιαία επιχείρηση «εξασφάλισεως των αρχαιοτήτων», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε, περιελάμβανε την πλήρη εκκένωση των μουσείων και την απόκρυψη των εκθεμάτων, σε υπόγεια, σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, σε ορύγματα κάτω από τις αίθουσες των μουσείων που τα φιλοξενούσαν, ακόμα και σε σπηλιές. Και είναι γεγονός ότι, κατά την είσοδό τους στη χώρα, οι εισβολείς αντίκρισαν μουσεία άδεια.

Μια κατηγοριοποίηση των καταστροφών εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Πελοποννήσου, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, θα κατέληγε στο διαχωρισμό τεσσάρων βασικών κατηγοριών: 1) τις μεγάλες ζημιές στα Αρχαιολογικά Μουσεία και 2) τις καταστροφές στις επαρχιακές Αρχαιολογικές Συλλογές, 3) τις καταστρεπτικές επεμβάσεις στους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, και τέλος 4) στις παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους νομούς της Πελοποννήσου και τα στοιχεία τους δεν έχουν περιέλθει ακόμη στη Αρχαιολογική Υπηρεσία. Γεγονός πάντως είναι ότι οι καταστροφές αυτές υπήρξαν τεράστιες, παρά την πολιτική προστασίας των Ελληνικών Αρχαιοτήτων από τη Γερμανική Υπηρεσία Προστασίας Τέχνης, μέλη της οποίας υπήρχαν βέβαια και στην Πελοπόννησο.

Σε αυτό το σημείο είναι καλό να δούμε αυτές τις πράξεις και να τις απαριθμήσουμε ανά νομό της Πελοποννήσου. Ξεκινώντας πρώτα από την Αργολίδα.

 

1) Αργολίδα

 

Μυκήνες

α) Το καλοκαίρι του 1941 Γερμανοί στρατιώτες πήραν δύο πλάκες από τον κυκλικό περίβολο των τάφων.

β) Τον Αύγουστο του 1943 πέντε Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στο Θησαυρό του Ατρέως και με κοπίδια, σφυριά κ.λπ. κατέστρεψαν τάφους για να αφαιρέσουν πέντε χάλκινους ήλους.

γ) Άλλοι «συμβάρβαροί» τους, πυροβόλησαν με περίστροφα τα λιοντάρια στην Πύλη των Λεόντων.

δ) Στην Πύλη των Λεόντων χάραξαν και τα ονόματα τους για να μείνουν στην Ιστορία.

ε) Γερμανοί στρατιώτες μετακίνησαν ογκόλιθους από την ακρόπολη των Μυκηνών και κατέστρεψαν μια γρώνη (γούρνα).

στ) Τον Ιανουάριο του 1943 οι Ιταλοί γκρέμισαν ογκόλιθους από την ακρόπολη των Μυκηνών και τις έριξαν μέσα σε τάφους του Ά ταφικού κύκλου. Ένας στρατιώτης χάραξε το όνομα του μέσα στον τάφο του Ά ταφικού κύκλου (Locatelli Mario).

 

Ιταλός καραμπινιέρος στις Μυκήνες: Η περίφημη «Πύλη των Λεόντων», φρουρείται από τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Ιστορικό Φωτογραφικό Αρχείο της Ιταλίας.

 

Άργος

α) Από τα έγγραφα προκύπτει ότι από εσκαφικές εργασίες στρατιωτικής φύσεως κοντά στο σύγχρονο νοσοκομείο του Άργους βρέθηκαν πήλινα αντικείμενα που για χρόνια παρέμειναν στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και μετά την Κατοχή επιστραφήκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

β) Οι Ιταλοί της διοικήσεως του Άργους διέρρηξαν το παράθυρο του Αρχαιολογικού Μουσείου και έκλεψαν πολλά αντικείμενα. Το σημαντικότερο είναι ένα χρυσό δακτυλίδι, γλυπτά και πήλινα αντικείμενα τα οποία αγνοούνται έως και σήμερα. Η προέλευση ήταν από τις ανασκαφές του Vollgraff.

Μια ιστορία με πρωταγωνιστές τους Ιταλούς συνέβη την 24 Οκτωβρίου 1941, όταν ο λοχαγός Α. Marcarino αφαίρεσε από το Μουσείο του Άργους μαζί με στρατιώτες της 3a Regg. Ant. alpina διάφορα αντικείμενα, ένα ιππάριον, πέντε αγγεία γεωμετρικής περιόδου, δυο λύχνους και δύο ειδώλια γυναικών. Όταν οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την κλοπή των αρχαίων από το μουσείο, τον ανάγκασαν να τα επιστρέψει στην θέση τους. Τότε αυτός σκηνοθέτησε εκ νέου μια κλοπή στο μουσείο, στις 30 Οκτωβρίου, όταν και εκλάπη ακόμη ένα γεωμετρικό αγγείο, δυο οξυκόρυφοι κορινθιακοί αμφορείς, δυο αττικές λήκυθοι με ανθέμια, αβαφές ρωμαϊκό αγγείο, πήλινα ειδώλια και ο κατάλογος του μουσείου. Στον λοχαγό Marcarino ζητήθηκε να επιστρέψει τα κλοπιμαία αλλά μάταια, τα τρία αγγεία γεωμετρικής περιόδου παρέμειναν στην κατοχή του και μάλλον βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βενετίας.

γ) Κατά το καλοκαίρι του 1943 Ιταλοί στρατιώτες κατέστρεψαν τμήματα των παλαιών ανασκαφών του Volgraff, μετατόπισαν πέτρες από το ενετικό τείχος και τις χρησιμοποίησαν σε οχυρωματικά έργα.

 

Ναύπλιο

α) Κατά τα τέλη Φεβρουαρίου του 1942 οι Ιταλικές Αρχές διέταξαν την μεταφορά των πέντε ιστορικών κανονιών του Ναυπλίου που ονομάζονταν και «πέντε αδέρφια» και ένα άλλο μαζί με μια βομβάρδα ενετικής περιόδου με ιστορικά ακιδογραφήματα, που ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία του Ναυπλίου. Η δικαιολογία για την κλοπή ήταν ότι επρόκειτο για παλιοσίδερα.

β) Κατά τον Φεβρουάριο του 1942, Ιταλοί στρατιώτες που διέμεναν στις «φυλακές Λεονάρδου» έσπασαν με βίαιο τρόπο την πόρτα και άνοιξαν πολλά από τα κιβώτια με αρχαία που βρίσκονταν εκεί, προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημιές στην επιστήμη.

 

Τίρυνθα

α) Το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στην ακρόπολη της Τίρυνθας μιας και έκαναν εκτεταμένα οχυρωματικά έργα ανοίγοντας στο βράχο δυο καταφύγια. Σ’ ολόκληρη την ακρόπολη έφτιαξαν θέσεις για πολυβολεία προκαλώντας ζημιές στην είσοδο, στη μέση ακρόπολη και στη δυτική αυλή, ανατίναξαν δε το λίθινο κατώφλι της εισόδου προς την αυλή, μέρος από τον βωμό και τη βάση του.

β) Τον Απρίλιο του 1943 καταστράφηκαν οικίες από την αρχαία πόλη της Τίρυνθας  για οχυρωματικά έργα και έργα οδοποιίας.

 

Ασίνη

α) Το καλοκαίρι του 1943 καταστράφηκαν αρχαίοι τάφοι στο λόφο της Μπαρμπούνας. Για την ολοκληρωτική καταστροφή της Ασίνης και την μετατροπή της σε οχυρωματικό έργο, έχουν εξολοκλήρου ευθύνη οι Ιταλοί και ιδιαίτερα ο λοχαγός Bagnolesi από την Πίζα που σχεδίασε την όλη επιχείρηση.

β) Την καταστροφή της ακρόπολης της Ασίνης συνέχισαν οι Γερμανοί.

 

2) Αρκαδία

 

Άγιοι Απόστολοι – Λεοντάρι

Οι Γερμανοί κατέστρεψαν με δυναμίτη το καμπαναριό και θρυμμάτισαν τις καμπάνες, ζημιές υπέστησαν ένας κίονας και η οροφή του ναού.

 

Μεγαλόπολη

Στην Μεγαλόπολη οι Ιταλοί στρατοπέδευσαν εκεί που βρίσκονταν η αρχαιολογική συλλογή, την οποία μετέφεραν σε ένα κοντινό χοιροστάσιο. Ακόμη έχει διαπιστωθεί ότι υπήρχαν κλοπές αρχαίων αλλά και καταστράφηκε ο κατάλογος της συλλογής.

 

Λυκόσουρα 

Τον Μάρτιο του 1942, 400 Ιταλοί στρατιώτες στρατοπέδευσαν στις αρχαιότητες της Λυκόσουρας, κατέρριψαν τους τρεις όρθιους κίονες του ναού της Δέσποινας και κατέστρεψαν τέσσερεις μαρμάρινες πλάκες.

 

3) Αχαΐα

 

Πάτρα 

α) Την 31 Αυγούστου του 1943 κλάπηκαν από Ιταλούς στρατιωτικούς από το φρούριο των Πατρών δυο επιγραφές, μια ελληνική και μια λατινική. Την ίδια περίοδο ο Ιταλός πρόξενος της Πάτρας έκλεψε την συλλογή Craw, που αποτελούνταν από έναν θώρακα από την Ολυμπία, μια μεταλλική περικεφαλαία, 96 πήλινα τεμάχια, έναν μεταλλικό ίππο και άλλα μεταλλικά αντικείμενα.

β) Οι Γερμανοί γκρέμισαν την αριστερή γωνία της Α. πύλης, για να διέρχονται φορτηγά αυτοκίνητα. Οι αρχές Κατοχής επέφεραν διάφορες τροποποιήσεις στο τείχος χρησιμοποιώντας το υλικό του φρουρίου.

 

Αγία Λαύρα 

Καταστράφηκε από πυρκαγιά που έβαλαν οι Γερμανοί ο πάνω όροφος των κελίων της μονής.

 

Ρίο 

Το φρούριο στο Ρίο σε ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς λόγω της οχυρής του θέσης.

 

4) Ηλεία

 

Ολυμπία 

α) Από την παραμονή των μηχανοκίνητων μονάδων στο χώρο, προξενήθηκαν μεγάλες ζημιές (σ.σ.: δεκάδες εξ αυτών αναφέρονται). Καταστράφηκε το πιο μεγάλο μέρος του πήλινου αγωγού του Γυμνασίου. Καταστράφηκαν εξολοκλήρου ή μερικώς οι βάσεις της εσωτερικής κιονοστοιχίας του Γυμνασίου. Καταστράφηκε τμήμα του περιβόλου της Ιεράς Άλτεως, τμήμα του αγωγού κοντά στο Πελόπιον. Και όλα αυτά έγιναν ύστερα από τη διαβεβαίωση του αντιπροσώπου του Γ’ Ράιχ, Άλτενμπουργκ, ότι η Ολυμπία είναι χώρος «που ενδιαφέρει εξαιρέτως τον Χίτλερ». Να φανταστεί κανείς και να μην τον ενδιέφερε εξαιρετικά.

β) Την 8η Ιουλίου του 1942 Ιταλοί στρατιώτες αφαίρεσαν 6 επεξεργασμένους λίθους για την κατασκευή πυροβολείου. Αργότερα οι Γερμανοί επέστρεψαν δυο από αυτούς.

 

5) Κορινθία

 

Αρχαία Κόρινθος

α) Γερμανοί αξιωματικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι κατά διαστήματα έκλεψαν πολλά αρχαία μαρμάρινα μέλη από το Ασκληπιείο και τον ναό του Καπιταλίου Δία. Επανειλημμένα αφαιρούσαν υλικό από το δάπεδο του λουτρού κοντά στην Πειρήνη κρήνη και από τα καταστήματα της Ρωμαϊκής Αγοράς. Σοβαρές ήταν και οι κλοπές από αρχαιότητες που αφαίρεσαν από τις αποθήκες του Μουσείου Κορίνθου από το Μάιο του 1941 έως τον Απρίλιο του 1943.

β) Οι Ιταλοί που είχαν εγκατασταθεί στην Αρχαία Κόρινθο λεηλάτησαν το χώρο του Ασκληπιείου και τα αντικείμενα που φυλάσσονταν εκεί. Άλλοι από το πολεμικό ναυτικό της Ιταλίας έκλεψαν τα κιβώτια και αποκόλλησαν αρχαία μάρμαρα την 26η Ιανουαρίου 1943. Το ίδιο έγινε και την 2α Απριλίου 1943. Μετά από διαταγή του Ιταλού Στρατιωτικού Διοικητή της Πελοποννήσου που έδρευε στο Ξυλόκαστρο, τέσσερεις Ιταλοί στρατιώτες απέκοψαν δέκα τρία γλυπτά από το γείσο. Η εργασία έγινε υπό την καθοδήγηση και τις εντολές του στρατηγού Giuseppe Pafundo, commandante del 8o corpo d’armata, γνωστού συλλέκτη αρχαιοτήτων από τη βόρεια Ιταλία.

γ) Το καλοκαίρι του 1941 καταστράφηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και πώρινος κίονας μετά από μετατόπιση μεγάλων λίθων κοντά στην Πειρήνη κρήνη. Την ίδια περίοδο Γερμανοί βρέθηκαν στο εσωτερικό του Μουσείου και κομμάτιασαν αρχαιότητες εκτός από εκείνες που έκλεψαν.

δ) Το τέλος του καλοκαιριού του 1941 οι Ιταλοί έσπασαν πολλές αρχαιότητες (πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη), μιας και με τη βία κατέστρεψαν το χώρο των αποθηκών του Ασκληπιείου.

6) Λακωνία

 

Ο γερμανός W.v. Vacano εργάσθηκε, κατά τις πληροφορίες της DIA, σε διάφορες περιοχές της Λακωνίας, μεταξύ αυτών και στο Κουφόβουνο. Από την ανασκαφή ήρθαν στο φως όστρακα, πυρόλιθοι, οστέινα εργαλεία, που μεταφέρθηκαν στην Αυστρία και αργότερα στην Γερμανία.

 

7) Μεσσηνία

 

Καλαμάτα

Γερμανικό πυροβολικό κανονιοβόλησε το βυζαντινό μοναστήρι της Βελανιδιάς, μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλές βυζαντινές εικόνες και πολύτιμη βιβλιοθήκη. Μετά των κανονιοβολισμό της Μονής της Βελανιδιάς καταστράφηκαν πλήθος βυζαντινών αρχαιοτήτων και η πολύτιμη βιβλιοθήκη της μονής.

 

Μεθώνη

α) Οι Γερμανοί για να εγκαταστήσουν πυροβόλα ανατίναξαν το ΒΔ μέρος του φρουρίου και ένα οικοδόμημα που βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία του κάστρου.

β) Ιταλοί αξιωματικοί έκλεψαν μια πώρινη πλάκα με παράσταση λιονταριού – προφανώς ενετικής περιόδου – αλλά δεν πρόλαβαν να την φυγαδεύσουν και παρέμεινε σε ξενοδοχείο της περιοχής. Οι Ιταλοί κατέστρεψαν και τις παραστάδες από τις πύλες του φρουρίου για να περάσουν στρατιωτικά οχήματα σε αυτό.

 

Κορώνη

Στο κάστρο της Κορώνης οι Γερμανοί κατέστρεψαν το τείχος στο Β και στο Α μέρος, στο Ν κατέστρεψαν τον προμαχώνα και τους εξωτερικούς πυργίσκους.

 

Ιθώμη 

Τον Μάιο του 1941 οι Γερμανοί έκλεψαν τρεις ογκόλιθους και του μετακίνησαν έξω από το κάστρο. Το Σεπτέμβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Ν τμήμα του φρουρίου.

 

Πύλος 

Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν μέσα στο φρούριο και κατέστρεψαν μέρος του τείχους για να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι Γερμανοί. Τέλος, λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν, αλλά και υπέστησαν τεράστιες ζημιές πολλές βυζαντινές αρχαιότητες. Και, βέβαια, κυρίως εκκλησίες. Εκτιμάται ότι καταστράφηκαν 15 μοναστήρια, μεταξύ των οποίων τα ιστορικής σημασίας Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου, καθώς και 300 εκκλησίες, με έργα μεγάλης πολιτιστικής αξίας.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να παραλείψω από την παρούσα εργασία τις ιστορίες – μαρτυρίες που έχω συλλέξει από φύλακες αρχαιοτήτων για τις βιαιότητες και τις απειλές αλλά ακόμα και τα βασανιστήρια που υπέστησαν κατά την διάρκεια της Κατοχής στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους. Η Αργολίδα και η Κορινθία ομολογώ ότι κρατούν τα σκήπτρα. Υπόσχομαι βέβαια ότι θα επανέλθω σύντομα, όταν ολοκληρωθεί η μελέτη, με νέο άρθρο.

Μια συνολική αποτίμηση των καταστροφών που προκλήθηκαν στις αρχαιότητες στην Κατοχή συνοψίζεται στην απώλεια αρκετών εκατοντάδων – ή και χιλιάδων – αρχαίων αντικειμένων που απομακρύνθηκαν από την Πελοπόννησο. Δεν ήταν όμως λίγες και οι καταστροφές που προκλήθηκαν στα αρχαία μνημεία από τους βανδαλισμούς και κυρίως από την τετράχρονη, κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλλειψη σοβαρής συντήρησης.

Το ελληνικό κράτος αμέσως μετά τον πόλεμο επιδίωξε την αναζήτηση των κλεμμένων θησαυρών, ουδέποτε όμως οι Γερμανικές και Ιταλικές αρχές εκλήθησαν να επανορθώσουν με κάποιο τρόπο για τις καταστροφές που προξένησαν. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης των αρχαιοτήτων που αποσπάσθηκαν από την Πελοπόννησο, παρά τη σοβαρότητα του μεταπολεμικού εγχειρήματος, υπήρξαν τότε, δυστυχώς, απογοητευτικά.

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι το Υπουργείο Πολιτισμού επανεξετάζει τα αρχεία του, προκειμένου να ξεκινήσει νέο γύρο διεκδίκησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Ευχόμαστε όλοι η αναζήτηση αυτή τη φορά να είναι περισσότερο επιτυχής.

 

Σημείωση

 

(*)Τις πιο θερμές ευχαριστίες στους διοργανωτές του Συνεδρίου και ιδιαίτερα στον Αν. Προϊστάμενο του Α.Ι.Π.Σ. (Τρίπολη) Σ. Ραπτόπούλο για τις όμορφες και οξυδερκείς πρωτοβουλίες του για την ιστορική γνώση και τη διάδοση της, πράγμα δύσκολο στις μέρες μας. Αμέριστη ευγνωμοσύνη στον διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας καθ. κ. Emm. Greco, για τις διευκολύνσεις, που μου προσέφερε και την ζεστή φιλοξενία, στην πλούσια βιβλιοθήκη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας.

 

Ενδεικτική Βιβλιογαφία:


 

  • Αντωνάκης Χρ. Ν. «Το Ανταρτικό στον Ταΰγετο 1941 -1944: Πρωτοπόρα η Αλαγονία», εκδ. Τεχνική Εκδοτική, Αθήνα, 1994.
  • Αντωνόπουλος Κ., «Κατοχή 1941 -1944 – Εθνική Αντίσταση και ελευθερία», Καλαμάτα, 1980.
  • Βαζαίος Εμμ., «Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντίστασης εις την Πελοπόννησο», Κόρινθος, 1961.
  • Γλέντης Κ.Α., «Εφτά χρόνια στη Σπάρτη (1936-46)», Αθήνα, 1977.
  • Ζέρβης Ν. Ι., «Καλαμάτα: Πρώτη Γερμανική Κατοχή», τ. Ά, 1941.
  • Ζέρβης Ν. Ι., Η Γερμανική Κατοχή στην Μεσσηνία: Όπως καταγράφεται στις απόρρητες ημερήσιες αναφορές του Γερμανικού Στρατού Κατοχής (Σεπτέμβριος 1943 – Σεπτέμβριος 1944), Καλαμάτα 1998.
  • Κουτσούμπος Ι., «Ζωντανές εικόνες του Ναυπλίου από τον Πόλεμο και την Κατοχή, Ναυπλιακά Ανάλεκτα τ.5, Ναύπλιο, 2005.
  • Λάγαρης Δ. «Πέντε χρόνια αίματος , δόξης και σκλαβιάς – Η Πάτρα στον πόλεμο και στην Κατοχή», Πάτρα 1946.
  • Mayer H.F., «Από την Βιέννη στα Καλάβρυτα: Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στην Σερβία και στην Ελλάδα» , εκδ. Εστία, Αθηνα, 2003.
  • Μπουγάς Ι., «Ματωμένες μνήμες 1940 -45», Εκδ. Πελασγός, 2009.
  • Παπακογκος Κ., Αρχείον Πέρσον: «Κατοχικά Ντοκούμέντα του Δ.Ε.Σ. Πελοποννήσου»,εκδ. Παπαζήσης, 1977.
  • Πετρόπουλος Γ., «Τα τάγματα ασφαλείας στην Πελοπόννησο», διδακτ. Πάντειο , Αθήνα 2007.
  • La Grecia ha diritto di essere diffesa, per la pace nel Mediterraneo, Societa’ editrice dell’Orso, Roma, 1949.
  • Documentazioni il drama del popolo Greco, Roma 1949.
  • «Φάκελος Ελλάς: Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεειν Όφφις: Δικτατορία, Πόλεμος, Κατοχή, Μέση Ανατολή, Αντάρτικο, Δεκεμβριανά» εκδ. Νέα Σύνορα,1989.
  • Πόλεμος και Κατοχή από τα Γερμανικά φωτογραφικά Αρχεία, Αθήνα, 1980.

 

Κωνσταντίνος Χαρ. Τζιαμπάσης

Ερευνητής Κλασσικής Αρχαιολογίας

University of Messina

  

Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Read Full Post »

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους όπως δεν φαίνεται – Άννα Μπανάκα, Δρ. Αρχαιολόγος, Αναπληρώτρια Διευθύντρια στην Δ΄ ΕΠΚΑ Ναυπλίου. Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.


 

Καθώς πληθαίνουν με την πάροδο του χρόνου οι έρευνες στην Ελλάδα και αρχίζει η συλλογή αρχαίων, η συσταθείσα από το 1837 Αρχαιολογική Εταιρεία [1] ενεργοποιείται στη διάσωση των αρχαιοτήτων στις Επαρχίες και ζητάει από την Κυβέρνηση την άδεια να διορίζει Εφόρους, υπεύθυνους για την προστασία των αρχαίων μνημείων. Οι ενέργειές της καταγράφονται στις αναφορές πεπραγμένων στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό υπό τον τίτλο Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας [2]. Ο Αντώνιος Βλαστός [3], σχολάρχης στην Ερμούπολη της Σύρου, και ο αυτοδίδακτος αρχαιολόγος Παναγιώτης Σταματάκης [4] ορίσθηκαν για το σκοπό αυτό. Ο πρώτος περιόδευσε στην Πελοπόννησο και ο δεύτερος στη Στερεά Ελλάδα αρχικά και στην Πελοπόννησο αργότερα [5] καθιστώντας σαφή την εποπτεία και εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους στη διάρκεια ανασκαφικών ερευνών σε περιοχές με ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον (Μυκήνες) [6]. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής ήταν εξαιρετικά και με πρόταση της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Κυβέρνηση ψηφίσθηκε ειδικός νόμος για την καθιέρωση των επαρχιακών Εφόρων [7].

Οι περιοδείες αποφέρουν καρπούς και με τη φροντίδα του Π. Σταματάκη ιδρύονται αρχαιολογικές συλλογές στη Στερεά Ελλάδα (Θήβα, Χαιρώνεια, Πλαταιές, Τανάγρα, Δελφοί, Αυλίδα, Θεσπιές) [8], Μύκονο [9] και στην Πελοπόννησο (Άργος, Νεμέα, Αίγιο) [10]. Όπως φαίνεται από τις αναφορές των περιηγητών που είχαν επισκεφθεί το Άργος τα ευρήματα είχαν συγκεντρωθεί στο κτήριο του Δημαρχείου ήδη στα τέλη του 1850 [11]. Η συλλογή αποκτά επιστημονική οντότητα την 1η Δεκεμβρίου του 1878 όταν ο Π. Σταματάκης καταγράφει και ταξινομεί γλυπτά και ανάγλυφα προερχόμενα από την πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή [12].  Οι αδιαμφισβήτητες ικανότητές του επιβραβεύονται με τον διορισμό του αρχικά ως αναπληρωτή του Παναγιώτη Ευστρατιάδη, Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων στις 24 Φεβρουαρίου του 1884. Το ίδιο έτος προήχθη σε Γενικό Έφορο, θέση την οποία τίμησε μέχρι το θάνατό του το 1885 [13]. Στην επιστημονική ιεραρχία ακολούθησε ο Παναγιώτης Καββαδίας [14], ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα στον αργειακό τύπο επισκέφθηκε το Άργος το ίδιο έτος, όταν προσδιορίζεται χρονικά μεταφορά αρχαίων από το Μουσείο του Άργους στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα [15]. Με την ενέργεια αυτή μπορεί να συνδυασθεί η χειρόγραφη επανάληψη του καταλόγου του Σταματάκη με την επισήμανση «ότι ακριβές αντίγραφον. Εν Άργει την 8 Αυγούστου 1885. Ο Δήμαρχος Αργείων» [16]. Σε κάθε περίπτωση όταν ο Π. Καββαδίας συντάσσει τον πρώτο οδηγό της έκθεσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και των γλυπτών [17] περιλαμβάνονται αρχαία έργα από το Άργος και τη γύρω περιοχή.

Στο ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας εντάσσεται και η πρωτοβουλία εκ μέρους των λογίων για διεξαγωγή έρευνας. Το 1888 οι έρευνες του Ι. Κοφινιώτη στο ύψωμα της Λυκώνης, νότια της Λάρισας [18] προσθέτουν σημαντικά στοιχεία για την τοπογραφία της πόλης στους ιστορικούς χρόνους φέρνοντας στην επιφάνεια κατάλοιπα που συνδέονται με την αναφορά του Παυσανία για το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του περιηγητή στο ιερό υπήρχαν αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, έργα αποδιδόμενα στον Πολύκλειτο [19]. Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσιεύεται το βιβλίο του Κοφινιώτη για τις αρχαιότητες του Άργους, Ιστορία του Άργους μετ΄ εικόνων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών (1892 – 1893) [20].

Έχουμε φθάσει χρονικά κοντά στην περίοδο που η πόλη θα αναδειχθεί σταδιακά με τα ερευνητικά προγράμματα μελών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής [21]. Ο Ολλανδός αρχαιολόγος Wilhelm Vollgraff έρχεται το 1902 [22] και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στον Λόφο του Προφήτη Ηλία και στο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Δειράδας [23]. Στην πρώτη σελίδα του ημερολογίου του σημειώνει : «17 Μαΐου 1902. Έφθασα με το τραίνο στη μία η ώρα. Το απόγευμα ανέβηκα στην Ασπίδα και μάζεψα μια συλλογή από όστρακα μυκηναϊκά και άλλα». Ο Vollgraff αναφέρεται στο Λόφο του Προφήτη Ηλία [24]. Η παρουσία του δεν περνά απαρατήρητη από τους κατοίκους του Άργους οι οποίοι του υποδεικνύουν αρχαιότητες [25]. Η περιοχή δεν άργησε να προσελκύσει ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι την επισκέπτονται ως εκδρομείς στο πλαίσιο του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα [26].

Πιθανότατα το πρόγραμμα του Vollgraff ευνοείται από την εξέλιξη αυτή και φαίνεται ότι ανταλλάσσεται σχετική αλληλογραφία με το Υπουργείο για τη διεξαγωγή συστηματικών ερευνών. Το Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί θετικά και ενημερώνει εγγράφως την αρμόδια υπηρεσία (εικ. 1)· οι έρευνές του τελούν υπό την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Αργολίδος : «Γνωρίζομεν υμίν ότι κατά γνώμην του Αρχαιολογικού Συμβουλίου ενεκρίναμεν όπως η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίση εν Άργει ας από ετών ενεργεί δια του κ. Vollgraff ανασκαφάς. Η εποπτεία τούτων ανατίθεται υμίν, θέλετε δε γνωρίση εγκαίρως τω ενεργήσοντι τας ανασκαφάς ότι πάσα ζημία επενεχθησομένη εν μη δημοσίοις κτήμασι θέλει βαρύνη την άνω Σχολήν ή ατομικώς τον ενεργήσοντα τας ανασκαφάς. Δια τούτο προ πάσης ενεργείας αναγκαίον νομίζομεν να προηγήται η μετά του ιδιοκτήτου συνεννόησις και η προ της ανασκαφής του κτήματος συγκατάθεσις αυτού. Ο Υπουργός» [27]. Μετά από μεγάλη διακοπή συνεχίζει τις έρευνες στο ύψωμα της Λάρισας τη διετία 1928 -1930 [28]. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα σε δύο πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής που συντάσσονται μεταξύ του ανασκαφέα και του εκπροσώπου της Ζ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας στις 27 Αυγούστου 1928 και 1930 τα ευρήματα παραλαμβάνει ο Ιωάννης Ιωακείμ, «ως ο επί των ενεργουμένων ενταύθα παρά της Γαλλικής Σχολής ανασκαφών επιμελητής αυτών διορισθείς» [29]. Στα ενδιαφέροντα του Vollgraff περιλαμβάνονται και περιοχές γύρω από το Άργος (Σχ(ο)ινοχώρι [30], Μαγούλα Κεφαλαρίου [31]) όπου διεξάγονται βραχύχρονες έρευνες. Τα ευρήματα συγκεντρώνονται σε χώρο του Δημαρχείου [32], όπου στη διάρκεια της κατοχής δέχονται δύο φορές την επέμβαση φιλομάθειας των ιταλικών στρατευμάτων [33]. Η περιγραφή του σοβαρότερου περιστατικού σε έγγραφο αποτελεί ένα δείγμα των δοκιμασιών της πολιτιστικής κληρονομιάς στην πόλη του Άργους.

 

(εικ. 1)

 

«Ιταλοί της εκεί στρατιωτικής διοικήσεως διέρρηξαν το παράθυρο του Μουσείου και έκλεψαν πολλά αντικείμενα αυτού. Μεταξύ των κλαπέντων είναι εις χρυσούς δακτύλιος, γλυπτά και πήλινα αντικείμενα και άλλα άτινα αγνοούνται, καθόσον προήρχοντο εκ των ανασκαφών Vollgraff και ευρίσκοντο εις εσφραγισμένα κιβώτια προκειμένου να μελετηθούν από τον ίδιον τον διενεργήσαντα την ανασκαφή. Μεταξύ των κλαπέντων υπήρχε και κιβώτιον πλήρες εκ των ανασκαφών τούτων. Πολλά των αριθμημένων αντικειμένων ελλείπουν. Την 24η Οκτωβρίου 1941 ο λοχαγός διοικητής του Άργους Aurelio Marcarino υπό τας διαταγάς του στρατηγού U. Ricagno αφήρεσε εκ του Μουσείου του Άργους διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων εν ιππάριον, πέντε αγγεία, δύο λύχνους και δύο ειδώλια γυναικών. Πληροφορηθείς όμως προφανώς ότι θα του ζητηθεί να επιστρέψει τα αντικείμενα εσκηνοθέτησε και πραγματοποίησε διάρρηξη του Μουσείου προς κάλυψη της κλοπής στις 30 του ιδίου μηνός κατά την οποία αφαιρέθηκαν αρκετά ακόμα αντικείμενα του Μουσείου δυσεξακρίβωτα λόγω του ότι εκλάπη και ο κατάλογος.

Όταν εζητήθη από τον λοχαγό Marcarino να επιστρέψει τα κλαπέντα, τα επέστρεψε・ συναινούσης δε και της προϊσταμένης του αρχής επεχείρησε να δικαιολογήσει την πρώτη του κλοπή με την πρόφασιν ότι κατεγίνετο με την ιστορία του Άργους. Σημειωθήτω όμως ότι τρία εκ των ως άνω αναφερομένων πήλινων αγγείων, άτινα είχε κλέψει κατά την πρώτην του κλοπή δεν επέστρεψεν» [34]. Σχεδόν ένα μήνα μετά το συμβάν ο Επιμελητής Αρχαιοτήτων ενημερώνεται ότι «η Ιταλική διοίκησις προέβη εις το κλείσιμο των παραθύρων δια τούβλων, ώστε είναι αδύνατος πλέον η είσοδος ανθρώπου δια τούτων. …. Όσον αφορά τα αντικείμενα του μουσείου θέλομεν σας αναφέρει κατά την εδώ άφιξή σας [35]».

Η φύλαξη των επιστραφέντων γίνεται με τη μεταφορά τους – άγνωστο πότε – στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και μετά από πολλά χρόνια στο Μουσείο Άργους [36]. Το υλικό, που περιλαμβάνει ευρήματα από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική εποχή, αποθηκεύεται στη διδακτική συλλογή της Σχολής, στο υπόγειο της νέας πτέρυγας του Μουσείου, με την ένδειξη «ανασκαφές Vollgraff» [37].

Επιστρέφοντας στο ιστορικό οδοιπορικό του Μουσείου, στο κτήριο του Δημαρχείου Άργους η από 21-3-49 αναφορά του Παναγιώτη Διακουμή, φύλακα αρχαιοτήτων στις Μυκήνες, προς το Σεβαστόν Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων περιγράφει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο χώρο των αρχαίων: «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ευσεβάστως υμίν τα κάτωθι. Υποδιεύθυνσις Χωροφυλακής Άργους επίταξε το Μουσείον Άργους και έχη τοποθετήση εντός του Μουσείου πυρομαχικά και (ε)ίδη τροφίμων. Υποβάλλεται η Παράκλησις όπως προβήτε εις την λήψιν των ενδεδειγμένων μέτρων. Ευπειθέστατος (υπογραφή)».

Στο έγγραφο με αρ. πρωτ. 24, Μάρτιος 1949 που εστάλη από τον Προϊστάμενο προς το Υπουργείο αναφέρεται το γεγονός και επιπροσθέτως τα ακόλουθα: «Δια ταύτα παρακαλώ όπως ως τάχιστα τηλεγραφικώς διαταχθή η εκκένωσις της Συλλογής από παντός ξένου προς τας αρχαιότητας αντικειμένου και η παράδοσις των κλειδιών εις τον εκεί Επιμελητήν. Δεν παραλείπω να αναφέρω ότι εντός των προθηκών, αίτινες δεν είναι ασφαλείς, φυλάσσονται σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Ευπειθέστατος (χωρίς υπογραφή)». Δεν γνωρίζουμε τα σχετικά με την αποκατάσταση του χώρου αλλά από το περιεχόμενο του εγγράφου προκύπτει ότι έχει διαμορφωθεί μία έκθεση αντικειμένων γνωστή σε αρχαιογνωστικούς – περιηγητικούς οδηγούς (Les Guides Bleus), οι συντελεστές των οποίων επιθυμούν να την συμπεριλάβουν στην ύλη τους [38] συμπληρώνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την αρχαιολογική εικόνα της Αργολίδας [39].

Στον νομό έχει συγκροτηθεί η Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Ναυπλίου, η οποία απευθύνεται ως εξής προς την αρμόδια Υπηρεσία: «Προς τον κ. Έφορον Αρχαιοτήτων Ναυπλίου – Ενταύθα. Έχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσωμεν παράκλησιν της Επιτροπής Τουρισμού Ναυπλίου όπως παραχωρήσητε εις τον Δήμον Αργείων τας κλείδας του εν Άργει Αρχαιολογικού Μουσείου ίνα ευχεραίνηται η επίσκεψις αυτού ως άλλωστε μέχρι τούδε εγίγνετο. Την παράκλησιν ημών ταύτην διαβιβάζωμεν εν τη πεποιθήσει ότι η φύλαξις των αρχαιολογικών ευρημάτων θα είναι ασφαλής και εις χείρας του Δήμου Άργους, ώστε να μη υπάρξη δισταγμός τις εκ του λόγου τούτου, εφ΄ ΄οσον δε και υμείς συμφωνείτε εις τούτο, ελπίζομεν, ότι θέλετε αποδεχθή την παρακλήσιν μας προς διευκόλυνσιν των επιθυμούντων να επισκευθούν το Μουσείον Άργους. Μετά τιμής, Ο πρόεδρος Παν. Μελισσηνός». [40]

Η παράκληση αυτή αναδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς την έλλειψη προσωπικού φύλαξης με αποτέλεσμα την αδυναμία της λειτουργίας της συλλογής ως επισκέψιμου χώρου. Το πρόβλημα της ασφάλειας απασχολεί τον Σ. Ι. Χαριτωνίδη, Επιμελητή Αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, και, καθώς δεν επιλύεται άμεσα, απευθύνεται εγγράφως για συνδρομή στην Αστυνομία Άργους: «έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς, όπως αναλάβητε την διαφύλαξιν του κλείθρου της εν Άργει αποθήκης αρχαίων και το άνοιγμα και κλείσιμον της θύρας, οσάκις προσέρχονται προς μελέτην εν αυτή οι εν τη πόλει σας διενεργούντες ανασκαφάς αρχαιολόγοι, μέλη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών κ.κ. Roux, Courbin, Charneux, Martin και Boddah. Ούτοι ενδεχομένως δύνανται να συνοδεύονται υπό 2-3 εργατών και του τεχνίτου συγκολλητού. Μετά τιμής, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων, Σ .Ι. Χαριτωνίδης» [41].

Ένα μήνα σχεδόν μετά επανερχόμενος με το αρ. 532/26 Ιουλίου 1952 έγγραφό του προς την ίδια αρχή γράφει: «έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς, όπως επιστρέψητε ημίν την κλείδα της Αποθήκης Αρχαίων, την οποίαν ανελάβητε προσωρινώς να διαφυλάξητε κατόπιν του υπ΄ αρθ. 487/12-6-52 ημετέρου εγγράφου. Μετά τιμής, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων (Μονογραφή)» [42].

Οι ημερομηνίες των δύο εγγράφων αντιστοιχούν στο διάστημα των συστηματικών ανασκαφικών ερευνών της ΓΑΣ στο Άργος [43]. Στην ακόλουθη αλληλογραφία είναι εμφανής η προσπάθεια για τη φύλαξη των συγκεντρωμένων αρχαίων, τη δυνατότητα επίσκεψης της συλλογής και τη διευκόλυνση όσων είχαν αποδεδειγμένα λόγο εργασίας εκεί. Απευθυνόμενος προς τον Ι. Παπαδημητρίου, Έφορο Αρχαιοτήτων, γράφει:

«Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι επραγματοποιήθη η υπό του Δήμου Άργους παραχώρησις της μεγάλης αιθούσης του ισογείου του Δημαρχείου, ένθα η Γαλλική Σχολή ετοιμάζεται να οργανώση έκθεσιν των ευρημάτων των τελευταίων της ανασκαφών [44]. Κατόπιν τούτου η δικαία απαίτησις της επισκέψεως του προσωρινού τούτου Μουσείου (εικ. 2 -4) [45]  θα είναι υπέρποτε επίμονος και είναι ανάγκη να υπάρχη φύλαξ εν Άργει, η παρουσία του οποίου είναι μάλιστα σήμερον απαραίτητος μετά την προσθήκη εις τα προς φύλαξιν αρχαία και του πλήρως αποκαλυφθέντος Ωδείου με τα μωσαϊκά δάπεδα. Ως εκ τούτου μέχρι επιτεύξεως διορισμού νέου φύλακος θα έδει να μεταβαίνη εις Άργος ο μάλλον διαθέσιμος και πλησιέστερα κατοικών φύλαξ του Ηραίου κατόπιν διαταγής σας ή αποσπώμενος δια προτάσεώς σας υπό του Υπουργείου. Ευπειθώς, ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων» [46].

 

(εικ. 2)

 

(εικ. 3)

 

(εικ. 4)

 

Η εισήγηση έγινε δεκτή και ο Χαριτωνίδης ανέθεσε εγγράφως καθήκοντα στον φύλακα αρχαιοτήτων Ηραίου: «Κατόπιν εντολής του κ. Εφόρου παραγγέλλομεν υμίν, όπως εις το εξής μεταβαίνητε τρις της εβδομάδος, ήτοι εκάστην Τετάρτην, Σάββατον και Κυριακήν εις Άργος, ίνα ανοίγητε την εν τω ισογείω της Δημαρχίας προσωρινήν έκθεσιν του Μουσείου προς επίσκεψιν υπό του κοινού από της 9ης μέχρι 14ης ώρας. ‘Απαξ τουλάχιστον της εβδομάδος δέον, όπως επιθεωρήτε το Θέατρον μετά του Ωδείου και τον παρακείμενον χώρον των ανασκαφών. Την εν τω ισογείω της Εμπορικής Σχολής αποθήκην θα ανοίγετε μόνον κατόπιν σημειώματος του Εφόρου ή του Επιμελητού. Ο Επιμελητής των Αρχαιοτήτων (μονογραφή Σ.Χ).[47]

Τα σωρευμένα από τις ανασκαφές αρχαία και η μικρή έκθεση στο Δημαρχείο δημιουργούν κλίμα κοινωνικής πίεσης και συμβάλλουν στην υλοποίηση της επιθυμίας των κληρονόμων του Δ. Καλλέργη για τη χρήση της οικίας του ως μουσείου. Άλλωστε υπό την προϋπόθεση αυτή και μετά από τις απαραίτητες επισκευές του κτηρίου συναινεί, μετά από γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην αρ. 12/30-3-54 Συνεδρία του, η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας σε σχετικό έγγραφο προς τον Δήμο Άργους για την ίδρυση αρχαιολογικής συλλογής στην πόλη του Άργους. «Προ της επισκευής τούτου, δεν φρονούμεν ότι ενδείκνυται η ίδρυσις αρχαιολογικής συλλογής εν Άργει, δεδομένου ότι και η χρησιμοποιουμένη σήμερον δια την διαφύλαξιν δευτερευουσών αρχαιοτήτων αποθήκη του Δημαρχιακού Μεγάρου είναι ακατάλληλος δια τον σκοπόν τούτον» [48].

Στις 21/5/1955 ο Δήμος Άργους ανακοινώνει στον Νομάρχη Αργολίδος την αρ. 144/55 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου «εν σχέσει προς την κατά παράκλησιν παραχώρησιν ιδιοκτησιών Δήμου προς το Ελληνικόν Δημόσιον δια τας ανάγκας του Μουσείου Άργους» και  «άνευ ανταλλάγματος» – όπως συμπληρώνεται στον δεύτερο όρο της Απόφασης [49]. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της σχετικής αλληλογραφίας ακολουθεί και μια δεύτερη Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η αρ. 405/55, που κοινοποιείται στο Νομάρχη Αργολίδος και στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Από σχετική ερμηνεία τους προκύπτει ότι η δεύτερη Απόφαση είχε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο της οικίας Καλλέργη. Το Υπουργείο ενημερώνει εγγράφως τον Νομάρχη με κοινοποίηση προς τον Έφορο της Δ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας ότι «συμφωνούμε προς τα εν τη υπ’ αριθ. 405/1955 αποφάσει διαλαμβανόμενα, υπό τον όρο μόνον, ότι εντός του κήπου, περί ου το εδάφιο 4, δεν θέλει επιτραπή εγκατάστασις οιασδήποτε επιχειρήσεως απαδούσης προς την ιερότητα του χώρου» [50].

Για την επίσπευση δε του θέματος ζητείται η συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Ακολουθεί η έκδοση χρηματικού εντάλματος στο όνομα του καθηγητή Αν. Ορλάνδου «εκ του προϋπολογισμού της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας δια τας εργασίας αποπερατώσεως του Μουσείου Καλλέργη εν Άργει» [51] (εικ. 5-6) και με δεύτερο, αντίστοιχου περιεχομένου, η συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης «προς έτι μεγαλύτερον βαθμόν, ίνα είναι σύμμετρος και η ενίσχυσις της εν λόγω Σχολής προς τα αναληφθέντα παρ΄ αυτής έργα πλησίον του εν λόγω Μουσείου» [52].

 

(εικ. 5) Οικία στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη.

 

(εικ. 6)

 

Για την ολοκλήρωση του μουσειολογικού προγράμματος είναι απαραίτητη η παραχώρηση από τον Δήμο Άργους «και του υπολοίπου οικοπέδου, του κειμένου παραπλεύρως του ανεγειρομένου υπό της εν λόγω Σχολής μουσείου, προκειμένου η Γαλλική Σχολή να προέλθη εις την ανέγερσιν υποστέγου προς τον σκοπόν της στεγάσεως των αυτόθι μωσαϊκών. Τονίζομεν ότι η προς το Δημόσιον μεταβίβασις της κυριότητος, τόσον του εν λόγω οικοπέδου, όσον και του οικοπέδου του νέου μουσείου, αποτελεί βασικήν προϋπόθεσιν δια την χορήγησιν αδείας συνεχίσεως των εργασιών αποπερατώσεως του ανεγειρομένου μουσείου» [53].

Οι κατά νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες επικυρώνονται με Γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου [54] και ενημέρωση του Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών για την αποδοχή «της δωρεάν παραχωρήσεως προς το Ελληνικό Δημόσιο του εν Άργει και παρά το Καλλέργειον οίκημα, οικοπέδου του, δια τας μουσειακάς ανάγκας της πόλεως….. υπό τον όρο της απαλείψεως εκ της ανωτέρω αποφάσεως του υπ΄ αρ. 10 όρου της» [55].

Πριν τις οικοδομικές εργασίες διενεργείται εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, στο χώρο ανέγερσης της νέας πτέρυγας του Μουσείου που  προσαρτήθηκε στην οικία Καλλέργη [56] και της στοάς [57].

Ωστόσο η πρόοδος των εργασιών δεν ικανοποιεί κάποιους φορείς. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού απευθυνόμενος προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας επισυνάπτει σχετικό απόκομμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, ο ανταποκριτής της οποίας στις 18 Αυγούστου 1958 (εικ. 7) γράφει ότι: «Ελλείψει μικράς πιστώσεως δεν λειτουργεί κανένα από τα δύο αρχαιολογικά μουσεία του Άργους. Βαρέα η ευθύνη του κράτους» και συνεχίζει αναφέροντας τις δυσκολίες που έχουν παρουσιασθεί. Το Υπουργείο ζητάει εγγράφως ενημέρωση από τον Έφορο Αρχαιοτήτων [58]. Η απάντηση του Προϊσταμένου αναδεικνύει και πάλι το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού «ειδικώς για την πόλιν του Άργους, όπου ως γνωστόν υπηρετεί εις μόνον φύλαξ, καθωρίσαμεν όπως ούτος τας μεν πρωϊνάς ώρας παρευρίσκηται εις το νεόδμητον Μουσείον, τας δε απογευματινάς εις τον αρχαιολογικόν χώρον. Άλλως τε δεν υπάρχει ακόμη εις την πόλιν ωργανωμένον Μουσείον, τα δε αποθηκευμένα κάτωθεν της Δημαρχίας αρχαία αντικείμενα καθ΄ όν τρόπον είναι συσωρευμένα δεν καθίστανται προσιτά εις τους πάσης φύσεως επισκέπτας, ει μη μόνον εις τους ειδικούς, τους οποίους πάντοτε εξυπηρετούμεν. Ευπειθέστατος» [59].

 

(εικ. 7)

 

Μικρή καθυστέρηση των εκθεσιακών εργασιών προκαλεί ανησυχία στην Παναργειακή Ένωση Αθηνών [60], η οποία απευθύνει εγγράφως ερώτημα στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Το θέμα τίθεται υπόψη του Ν. Βερδελή, Εφόρου Αρχαιοτήτων της Δ΄ Περιφέρειας [61], ο οποίος απαντά «περί του εν περιλήψει θέματος και συν τη επιστροφή της αιτήσεως της Παναργειακής Ενώσεως Αθηνών λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι, ως τυγχάνει και ημίν γνωστόν, ήρχισαν ήδη αι προκαταρκτικαί εργασίαι δια την επανέκθεσιν των αντικειμένων εις το Μουσείον Άργους τόσον εις την ανεγερθείσαν υπό της Γαλλικής σχολής πτέρυγα όσον και εις την πτέρυγαν του Καλλεργείου. Ελπίζομεν δε ότι μέχρι τέλους του έτους θα είναι δυνατόν να αρχίση η λειτουργία τούτου. Ευπειθέστατος» [62].

Στην απάντηση αυτή ο Έφορος έχει λάβει υπόψη του ότι οι διαδικασίες προχωρούν με εγκρίσεις από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο των σχεδίων που εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Youri Fomine και συγκεκριμένες οδηγίες για την παρουσίαση της εκθεσιακής πρότασης. Σύμφωνα με συμφωνητικό που συντάχθηκε στις 29/4/1959 στο πλαίσιο μειοδοτικής δημοπρασίας για τις προθήκες, «άπασαι αι προθήκαι θα κατασκευασθούν συμφώνως προς τας διαστάσεις και τα σχέδια της Δ/σεως Αναστηλώσεως, ως προς δε την μορφήν και τας λεπτομέρειας θα ληφθούν ως υπόδειγμα αι προθήκαι της αιθούσης Μυκηνών του ΕΑΜ» [63]. Παράλληλα με τις εργασίες για το εσωτερικό του Μουσείου έχει ληφθεί πρόνοια και για τον αύλειο χώρο με μελέτη η οποία εγκρίθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο [64].

Σε συνεννόηση με την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ακολουθεί η σταδιακή μεταφορά των αρχαίων από το κτήριο του Δημαρχείου και την αποθήκη της Εμπορικής Σχολής στις αποθήκες του νέου Μουσείου. Με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας προς τη Διοίκηση Χωροφυλακής Ναυπλίου τίθεται το θέμα της ρύθμισης της διέλευσης οχημάτων μπροστά από το κτήριο «εις το σημείον τούτο της πόλεως εις τρόπον ώστε παρά το Μουσείον να επιτρέπηται η διέλευσις μικρών οχημάτων, τα δε βαρέα να διέρχονται άλλοθεν…… διότι η διέλευσις βαρέων οχημάτων δια της οδού της διερχομένης έμπροσθεν του Μουσείου Άργους δημιουργεί συνεχή όχλησιν εις τους επισκέπτας του Μουσείου και εν γένει κατάστασιν αντικειμένην εις τον χαρακτήρα του Ιδρύματος» [65]. Στο εσωτερικό του Μουσείου αναρτάται η επιτοίχια αναμνηστική πλάκα προς τιμήν της Σχολής και η ημερομηνία των εγκαινίων του Μουσείου στις 25 Ιουνίου 1961 [66]. Η εφημερίδα ΒΗΜΑ στο φύλλο της 25ης /06/ 1961 χαιρετίζει το γεγονός με τίτλο «Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΕΛΕΤΗ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΓΟΣ. Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΠΟΛΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΕΙ ΤΟ ΝΕΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΤΗΣ» και υπότιτλο «Μια χορηγία του γαλλικού κράτους – Προ ενενήντα ετών κραυγή κινδύνου για τις αρχαιότητες – Η ηρωϊκή εποχή της αρχαιολογίας». Μετά την ρύθμιση τελευταίων λεπτομερειών σχετικά με την καταβολή εισιτηρίου εκ μέρους των επισκεπτών είναι έτοιμο να δεχθεί τους επισκέπτες. Ένα μήνα αργότερα ο Δήμος Άργους, με την αρ. 85/13-7-1961 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, απονέμει τον τίτλο του επίτιμου δημότη στον Διευθυντή και στα μέλη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής που συνέβαλαν στην υλοποίηση της έκθεσης. Λίγα χρόνια μετά τα εγκαίνια διαμορφώνεται τμήμα του εσωτερικού του προθαλάμου αριστερά της εισόδου σε μικρό πωλητήριο – εκθετήριο (εικ. 8).

 

(εικ. 8)

 

Παρά την ίδρυση του Μουσείου η αρμόδια Υπηρεσία, η οποία εποπτεύει και τον Ν. Κορινθίας, παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστελεχωμένη. Από αναφορές στο Αρχαιολογικό Δελτίο φαίνεται ότι στο Ναύπλιο υπηρετούν τρεις αρχαιολόγοι συμπεριλαμβανομένου του Προϊσταμένου [67]. Στο Άργος διενεργείται στοιχειώδης και κατά περίπτωση έλεγχος του υπεδάφους, κυρίως εντός του περιγράμματος των πεδίλων θεμελίωσης των νέων οικοδομών [68]. Όπως και στο παρελθόν [69] κάποιες φορές κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο ανασκαφικό έργο της Εφορείας [70], σε χρονικά διαστήματα που δεν διεξάγει συστηματικές έρευνες στο αρχαίο Θέατρο και την Αγορά. Ο αρχαιολογικός έλεγχος της πόλης γίνεται πιο συστηματικός από το 1970 και εξής και τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών φυλάσσονται στις αποθήκες του μουσείου.

Η έκθεση πλαισιώνεται με αντικείμενα από τις συστηματικές έρευνες της ΓΑΣ στην αρχαία Αγορά, το Θέατρο, το Μυκηναϊκό Νεκροταφείο της Δειράδας (Λόφος του Προφήτη Ηλία) και τη Λέρνα (Μύλοι) [71]. Από τα χίλια περίπου έργα που εκτίθενται, ελάχιστα είναι αυτά που προέρχονται από σωστικές έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Μέχρι τα εγκαίνια του Μουσείου είχαν έρθει στο φως διακόσιοι πενήντα τάφοι, από τους οποίους έγινε επιλογή για το εκθεσιακό υλικό της πρώτης αίθουσας. Πρωτότυπη για την εποχή εκείνη είναι η ιδέα της απόδοσης της σφυρήλατης πόρτας της εισόδου (εικ. 9) με αντιγραφή θεμάτων από αγγεία των υστερογεωμετρικών χρόνων (πομπή χορευτριών, ελάφια, πουλιά, ψάρια, παλαιστές, άλογα, ιχνηλάτες) [72] καθώς και τα μοτίβα των ενάλληλων γωνιών στο δάπεδο του προθαλάμου του Μουσείου.

 

(εικ. 9)

 

Στην πρώτη αίθουσα (εικ. 10) ευρήματα από τη Μεσοελλαδική περίοδο έως την Κλασική εποχή αναδεικνύουν το μεγαλείο του Άργους με αναμφισβήτητη την ακμή της πόλης – κράτους στα γεωμετρικά χρόνια. Τα εκθέματα είναι τοποθετημένα σε γυάλινες εύθραυστες στη ματιά προθήκες. Στερεωμένες σε τέσσερις λεπτές και ελαφρά συγκλίνουσες κυλινδρικές ράβδους φέρνουν κοντά στο βλέμμα του θεατή το παρελθόν των Αργείων που αντικατοπτρίζεται από τη μια προθήκη στην άλλη, σε μια προσπάθεια να δηλωθεί η συνέχεια στη ζωή της αρχαίας πόλης [73]. Μια συνέχεια όμως η οποία, συνδεδεμένη με την αυστηρά επιστημονική πλευρά της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης, δεν απομακρύνθηκε από ζητήματα χρονολόγησης, απόδοσης και τεχνοτροπίας, που επισημαίνει και διαχωρίζει το «πρώϊμο» και το «ύστερο». Είναι εμφανές ότι το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, το Εθνικό Αρχαιολογικό, είχε διαμορφώσει μία αντίληψη – πρότυπο, που μεταφερόταν σε μουσεία της περιφέρειας επί σειρά ετών. Με επίκεντρο ενδιαφέροντος έργα ταξινομημένα πολλές φορές ανάλογα με το υλικό κατασκευής τους, συνοδευόμενα από μια συνοπτική μνεία χρονολόγησης και ιστορικής περιόδου, απευθύνονταν σε επισκέπτες – αποκρυπτογράφους μιας ή πολλών αφηγήσεων.

 

(εικ. 10)

 

Το «ιππόβοτον» και «πολυδίψιον» Άργος με τις λιγόλογες στερεότυπες λεζάντες των προθηκών αφυπνίζει η μοναδικότητα ορισμένων εκθεμάτων. Η έρευνα του «τάφου του πολεμιστή» στα ανατολικά του ρωμαϊκού Ωδείου έφερε στο φως τον χάλκινο κωδωνόσχημο θώρακα με το κράνος [74]. Οι λαθρανασκαφείς της αρχαιότητας κατέλιπαν το σημαντικότερο για τις επόμενες γενιές εύρημα, όπου η ζωή και ο θάνατος συμπορεύονται τόσο εύγλωτα: πλούτος, κοινωνική – αριστοκρατική τάξη, στρατιωτική δύναμη στο Άργος των ύστερων γεωμετρικών χρόνων. Τα έθιμα των συμποσίων είχαν ιδιαίτερη σημασία και αντικείμενα που χρησιμοποίησε εν ζωή (κρατευτές, οβελοί) ο Αργείος πολεμιστής τον συνόδευαν και στο θάνατο [75]. Μειώνοντας την απαγορευτική μεσολάβηση της προθήκης με τους αυθεντικούς οβελούς οι συντελεστές της έκθεσης αντιγράφουν έξι αντικείμενα αυτής της κατηγορίας και τα αναρτούν (εικ. 11) στο νότιο τοίχο της πρώτης αίθουσας [76], προσκαλώντας τους επισκέπτες να αφουγκρασθούν στο βάρος του μετάλλου την ιστορία του Άργους. Η επιδεξιότητα των Αργείων τεχνιτών αναδεικνύεται σε πλήθος έργων: στον αμυντικό και επιθετικό οπλισμό [77], χάλκινες περόνες, πόρπες, δαχτυλίδια, αναθηματικές φιάλες, στα χρυσά [78], γυάλινα και ελεφαντοστέϊνα κοσμήματα.

 

(εικ. 11)

Κεραμική με μοτίβα «ανατολίζοντος ρυθμού», τροχήλατα ή χειροποίητα έργα κοροπλαστικής, (ασπιδοφόροι ιππείς, ένθρονες γυναικείες θεότητες, ομοιώματα κύκλιων χορών κ.α.), αποτελούν χαρακτηριστικές δημιουργίες εγχώριων εργαστηρίων στη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Οι γνώσεις διαδίδονται είτε με τις μετακινήσεις Αργείων τεχνιτών είτε με τεχνοτροπικές αντιγραφές από εργαστήρια κεραμικής διαφόρων περιοχών εντός και εκτός Πελοποννήσου [79]. Μύθος, τέχνη, ιστορικό παρελθόν συνδυάζονται στο τμήμα αργείου κρατήρα με τη σκηνή της τύφλωσης του Πολύφημου από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του (670 π.Χ.), εμπνευσμένη από την Οδύσσεια [80]. Αντίστοιχα μηνύματα ανιχνεύονται σε ευρήματα κλασικών χρόνων, όπως ο αττικός ερυθρόμορφος κωδωνόσχημος κρατήρας του «ζωγράφου του Ερμώνακτα» (460 – 450 π.Χ.) με τη σκηνή της μονομαχίας του Θησέα με τον Μινώταυρο και την παρουσία της Αριάδνης [81]. Στους χρόνους του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος επισκέφθηκε το Άργος (2ος αι. μ.Χ.), μεταφέρει τον επισκέπτη η μακέτα των αρχαιολογικών χώρων (Αγορά, Θέατρο), δωρεά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής [82].

Στο διάδρομο και το ισόγειο του Καλλέργειου παρουσιάζεται η συλλογή της Λέρνας [83]. Ο προϊστορικός οικισμός με τα σπουδαία ευρήματα, που ήρθε στο φως στη διάρκεια ανασκαφών (1952 – 1958) από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών υπό την εποπτεία του John L. Caskey. Η ανάπτυξη, η ζωή και η τέχνη του οικισμού, που κατοικείται συνεχώς από τα Νεολιθικά χρόνια έως το τέλος της Εποχής του Χαλκού, ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την γειτνίαση με τη θάλασσα, όπως αποδεικνύουν τα εισηγμένα αγγεία από τις Κυκλάδες (Μήλος), Κρήτη, Κύθηρα, Αίγινα και την Τροία. Στα πολυταξιδεμένα στο εσωτερικό και το εξωτερικό έργα της συλλογής περιλαμβάνεται το πήλινο γυναικείο ειδώλιο της Μέσης Νεολιθικής Εποχής που συμβολίζει την πνευματική ζωή του νεολιθικού ανθρώπου [84]. Η Πρωτοελλαδική εστία και τα πήλινα σφραγίσματα από τις αποθήκες της Οικίας των Κεράμων [85] αναδεικνύουν ιδιαίτερες αντιλήψεις, κοινωνική δομή και έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας και η αποκάλυψη του οικισμού περιλαμβάνεται σε εκτενές άρθρο εφημερίδας (εικ. 12) με ευρύτατη κυκλοφορία [86].  Επιπλέον, για ενημέρωση του κοινού σχετικά με την ευρύτερη περιοχή της Λέρνας, εγκρίθηκε με γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου η πώληση βιβλίου στα μουσεία Ναυπλίου και Άργους και στους αρχαιολογικούς χώρους Μυκηνών, Τίρυνθας, Επιδαύρου και Μύλων [87].

 

(εικ. 12)

 

Στον πρώτο όροφο του Καλλέργειου περίοπτα έργα γλυπτικής, στήλες και ανάγλυφα σώζουν στην επιδερμίδα τους την πάτινα του χρόνου ανάμεικτη με το χώμα της ανασκαφής που δεν εμπόδισε την παρουσίασή τους στα μάτια των επισκεπτών. Αντίθετα, η εξέλιξη των τεχνολογικών μεθόδων και της επιστήμης αναδεικνύουν πολύτιμες λεπτομέρειες της ικανότητας των δημιουργών τους [88]. Ρωμαϊκά αντίγραφα έργων των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην αρχαία Αγορά και το Θέατρο [89], έχουν τοποθετηθεί με έναν θεατρικό τρόπο καθώς επιτρέπουν στον επισκέπτη να γλιστρήσει ανάμεσά τους σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της σιωπής τους και συμπλήρωσης της λιγόλογης λεζάντας. Θεότητες, ημίθεοι, ήρωες, μορφές θνητών, απηχούν το δημόσιο και ιδιωτικό βίο, τη μουσική παιδεία, την επίσημη και λαϊκή θρησκεία των Αργείων.

(εικ. 13)

Ψηφιδωτά από ανασκαφές κοντά στο αρχαίο Θέατρο έχουν ενσωματωθεί στο δάπεδο της Στοάς στον κήπο του Μουσείου, με ποικιλία διακόσμου [90]. Σύμφωνα με σχετικά έγγραφα η αποκόλληση, συντήρηση και τοποθέτησή τους έγινε υπό την εποπτεία ειδικού συντηρητή. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται έργα ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Ανάμεσά τους ανάγλυφη κεφαλή Μέδουσας με φίδια [91] (εικ. 13).

Το παγωμένο βλέμμα της δεν απέτρεψε το ζωντάνεμα του αρχαιολογικού πλούτου του Μουσείου Άργους με τα παιχνίδια πολιτισμού του προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ. Σε συνεργασία με το Δήμο Άργους, διοργανώθηκε πολιτιστική εκδήλωση στον κήπο του Μουσείου με ανάγνωση κειμένων με θέμα «Άθλος, άθλημα, έπαθλο, αθλητής, αθλητισμός» [92]. Παρά τις όποιες δυσκολίες υποδομής ο προθάλαμος του Μουσείου διαμορφώθηκε σε εκθεσιακό χώρο για περιοδικές εκθέσεις. Με τη συνεργασία του Δήμου Άργους και των ΕΛΤΑ παρουσιάσθηκε έκθεση γραμματοσήμων με θέματα από την αρχαία ελληνική τέχνη [93]. Στον ίδιο χώρο η μικρή σε έκταση αλλά περιεκτική έκθεση με θέμα «Πολυδίψιον Άργος – Ο Υδάτινος πλούτος της Αργολίδας» αποτελεί μία μυθική και ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης προσπάθειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για την ορθή εκμετάλλευση του θαύματος του νερού, που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή [94]. Θεοί και άνθρωποι, ήρωες και ημίθεοι αγωνίζονται και επιδιώκουν να καθιερώσουν την παρουσία τους σε συνδυασμό με κάποια μορφή του υδάτινου στοιχείου: θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, πηγή, πηγάδι, κρήνες, βροχή. Στο κέντρο της έκθεσης το ανάγλυφο της Λήδας με τον Δία μεταμορφωμένο σε Κύκνο σε μια μυθολογική ερωτική συνύπαρξη προσελκύει τον επισκέπτη που μαγεύεται από τη θεϊκή αταξία [95].

Πολλές φορές χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως η ιστορία επαναλαμβάνεται, όλα τα γεγονότα κάνουν τον κύκλο τους και πάλι από την αρχή.

Το 2008 η Δ΄ ΕΠΚΑ έλαβε αίτημα από το κολλέγιο Beloit στο Σικάγο που αφορούσε στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευση ενός αντιγράφου αρχαίου έργου με απεικόνιση της κεφαλής της Μέδουσας. Το αντίγραφο είχε δωρηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση το 1893 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης στο Σικάγο. Το νήμα μας οδηγεί στον κατάλογο του εκμαγέα Napoleone Martinelli, ο οποίος είχε ιδρύσει επιχείρηση στην Αθήνα, γύρω στο 1870, από εκεί που ξεκινήσαμε το οδοιπορικό του άρθρου μας. Ταξιδιώτες και ξένοι οργανισμοί προμηθεύονται από αυτόν εκμαγεία, μεταφέροντας την ελληνική τέχνη στην οικουμένη. Προς διευκόλυνση των αγοραστών τα έργα του απαρτίζουν κατάλογο και, σε αυτόν που εξέδωσε ο ίδιος το 1875, περιλαμβάνεται έξεργο ανάγλυφο με κεφαλή Μέδουσας που περιβάλλεται από δύο φίδια. Το έργο έχει ύψος 60 εκ. και πλάτος 50 εκ. Τιμή πώλησης 60 φράγκα [96]. Ταυτίζεται με το ανάγλυφο έργο που εκτίθεται στη Στοά των Ψηφιδωτών του Μουσείου Άργους.

Τόπος, χρόνος, άνθρωποι δημιουργούν μια γοητευτική και ατελείωτη αφήγηση που ανανεώνεται, εμπλουτίζεται και συνεχίζει το ταξίδι αναζήτησης. Συμβολική παράθεση της εικόνας του χθες για το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους που αναβαθμίζεται [97] η παρούσα μελέτη. Ποιος άραγε μπορεί να βάλει την τελευταία τελεία στη γνώση και την ιστορία του πολιτισμού;

Αφιερωμένο στους συναδέλφους πολύτιμους συνεργάτες της Δ΄ ΕΠΚΑ που απολύονται.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πετράκος 2004.

[2] ΠΑΕ 1871, 17. Καββαδίας 1900, 79.

[3] Πετράκος 1987, 75 -76.

[4] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991, τ. 9Α , 378.

[5] ΠΑΕ 1872, 13 –16.

[6] Πετράκος 1987, 75 – 77. Πετράκος 1990, 106 – 112.

[7]ΠΑΕ 1872, 16. Σχετικά με τη θητεία των Εφόρων Αρχαιοτήτων σε γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας βλ. Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Συλλογή αρχαιολογικών νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων (εν Αθήναις 1892), 5 – 6. Πετράκος 1987, 75, 77.

[8] ΠΑΕ 1872, 14. ΠΑΕ 1874, 29-31. ΠΑΕ 1876, 40. ΠΑΕ 1877, 29. ΠΑΕ 1878, 25 –26.

[9] ΠΑΕ 1873, 29.

[10] ΠΑΕ 1871 –1872, 14 (Άργος). Α. Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, Β΄(Αθήναι 1894 – 1930), 307. ΠΑΕ 1877, 29 (Νεμέα). Κόκκου 1977, 152.

[11] Δωροβίνης 1989, 61-69. Seve 1993, 22. Μάντης 2013, 25 και σημ. 30 (γίνεται αναφορά σε μαρτυρία για μουσειακή συλλογή το 1855).

[12] ΑΜ 4 (1879), 148. Μάντης 2013. Η μέριμνα για τη σύνταξη καταλόγων και κατάταξη των ευρημάτων των συλλογών συνιστά βασική επιστημονική υποχρέωση.

[13] Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Συλλογή αρχαιολογικών νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων (εν Αθήναις 1892), 5 – 6. Πετράκος 1987, 135.

[14] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991, τ. 4, 194 – 195.

[15] Κόκκου 1977, 187 -188 (σχετικά με τη μεταφορά αρχαίων το 1877 με φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας από τις Μυκήνες και το Άργος στο δεύτερο όροφο του Πολυτεχνείου). Μάντης 2013, 30 (μεταφορά το 1885 σημαντικών ευρημάτων από το μουσείο Άργους – Δημαρχείο- στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

[16] Ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή τους συναδέλφους Αναστασία Παναγιωτοπούλου και Μιχάλη Πετρόπουλο, Επίτιμους Εφόρους Αρχαιοτήτων, οι οποίοι στη διάρκεια της θητείας τους ως Προϊστάμενοι στην Ε΄ ΕΠΚΑ Σπάρτης έθεσαν υπόψη μου καταγραφή στον επίσημο κατάλογο αρχαίων με τίτλο «ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ», για τις αρχαιότητες του Μουσείου Άργους το έτος 1878. Σύμφωνα με τον κατάλογο των Δημάρχων που παραθέτει ο Ζεγκίνης η αντιγραφή του καταλόγου του Σταματάκη εμπίπτει στο διάστημα της δεύτερης δημαρχίας (1883 – 1891) του Σπήλιου Καλμούχου (βλ. Ζεγκίνης 1968, 304).

[17] Καρούζου 1967, ιδ΄.

[18] Καββαδίας 1888, 205. Μάντης 2013, 30.

[19] Παυσανίας ΙΙ, 24, 5.

[20] Για την εργογραφία του Ι. Κοφινιώτη βλ. Δωροβίνης 2009.

[21] Οι Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα. Από τον 19ο στον 21ο αιώνα (Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2007), 76- 87.

[22] Pierart 2013. Δωροβίνης 2013.

[23] BCH 28 (1904), 364-399.

[24] Μπανάκα – Δημάκη 2009, 52 σημ. 6 και εικ. 2.

[25] Ενδεικτικά βλ. BCH 27 (1903), 260 – 279 όπου ο Vollgraff εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τον δικηγόρο Ξενοφώντα Οικονομόπουλο για τον εντοπισμό επιγραφικού υλικού. Το επόμενο έτος ο Απόστολος Ζεγκίνης με την από 12 Ιανουαρίου 1904 δήλωση του γνωστοποιεί «προς τον κ. Πέτρον Φαρμακόπουλον, Γενικόν Επιμελητήν των κατά την Αργολίδα Αρχαιοτήτων. Κύριε Επιμελητά λαμβάνω την τιμήν να δηλώσω υμιν ότι η τελευταία εκ των βροχών επελθούσα πλημμύρα απεκάλυψεν εις το προς ανατολάς μέρος της εν Άργει σταφιδαμπέλου μου, κειμένης εις θέσιν (Π)αλαιόν (Λ)ουτρόν πλάκα εκ λίθου σκληρού, η οποία εκ της επ΄ αυτής υπαρχόντων αναγλύφων παραστάσεων /γυνή προσευχομένη/ φαίνεται ότι είνε αρχαία. Την δήλωσιν μου ταύτην ποιών προς υμάς παρακαλώ, ίνα έλθητε και παραλάβητε αυτήν και εφαρμόσητε τα υπό του νόμου διατασσόμενα, όπως αποδοθή ημίν η νόμιμος αμοιβή. Ο δηλών». Πρόκειται για την ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη που δημοσιεύεται από τον Vollgraff στο BCH 33 (1909), 458 – 460, 459 αρ. 24. Η στήλη χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ., φέρει αρ. καταγραφής Ε 196 (ΓΑΣ, κατάλογος Cl. Pretre) και περιλαμβάνεται στα έργα που εκτίθενται στη Στοά των Ψηφιδωτών του Μουσείου Άργους.

[26]  Πρόκειται για το Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο που έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1905. Το γεγονός ανακοινώνεται με μεγάλη επισημότητα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, στις διοικητικές, αστυνομικές και δημοτικές αρχές. Στο πρόγραμμα του Συνεδρίου περιλαμβάνονται εκπαιδευτικές εκδρομές στις Μυκήνες (1/4), στην Τίρυνθα και το Άργος (2/4) και στην Επίδαυρο 2-3/4 (βλ. Καββαδίας 1892, 400 – 402).

[27] Υπ’ αρ. πρωτ. 5261/15-3-1912 (αρ. διεκπεραίωσης 4686) έγγραφη άδεια του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.

[28] BCH 30 (1907), 148-149. BCH 52 (1928), 476-477. BCH 54 (1930), 479-480. Mnemosyne 1929, 206-234.

[29] Ο Ι. Ιωακείμ είχε ορισθεί με το αρ. 25236/1277/27 Ιουνίου 1928 (αρ. διεκπ. 1058) έγγραφο ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (Τμήμα Αρχαιολογίας) για την εποπτεία των ερευνών του Vollgraff στο Άργος, μετά από εισήγηση του Ν. Μπέρτου, Εφόρου της Ζ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας. Ο ίδιος επιμελητής συνυπογράφει πρωτόκολλο (27 Αυγούστου 1930) με κατάλογο αντικειμένων από έρευνες στο αρχαίο Θέατρο. Τα ευρήματα μεταφέρονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση (αρ. πρωτ. 50153/2192/16-8-1930). Σύμφωνα δε με σχετική σημείωση στο Ευρετήριο του Μουσείου Ναυπλίου (τόμος Δ΄) προκύπτει ότι ο ίδιος εκπρόσωπος παραλαμβάνει ευρήματα και από άλλη περιοχή του Ν. Αργολίδας (ανασκαφή στο χωριό Μπόρσα δυτικά των Μυκηνών). Το 1931 ο Ι. Ιωακείμ μετατίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (58906/3206 /8 Οκτωβρίου 1931). Ο θεσμός του διορισμού Επιμελητή συμβάλλει στην περισυλλογή και διάσωση αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές της Αργολίδας (πρβλ. Μ. Μιτσός, Πολιτική Ιστορία του Άργους. Από του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου μέχρι του έτους 146 π.Χ. Αθήνα 1945, 72, σημ. 1).

[30] BCH 44 (1920), 225. Πρόκειται για το μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση «Μελίσσι» στο Σχ(ο)ινοχώρι. Ο Vollgraff ερεύνησε πέντε από τους οκτώ θαλαμοειδείς τάφους με ενδιαφέροντα ευρήματα. Η συνέχιση της ανασκαφής και η δημοσίευση έγινε από τον L. Renaudin, BCH 47 (1923), 190-240. Η αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών στο αρχείο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών δεν απέδωσε διότι «οι ερευνητές εργάστηκαν σε μία εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμη η κεντρική διαχείριση των επιστημονικών αρχείων». Ο εντοπισμός της θέσης της ανασκαφής έγινε επιτακτική ανάγκη καθώς η περιοχή του Σχ(ο)ινοχωρίου άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον για ανάπτυξη ποικίλων αγροτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Το 2002 στη διάρκεια περιήγησής μας εντοπίσθηκε η θέση «Μελίσσι» με τμήμα του νεκροταφείου σε αγρό με εσπεριδοειδή λίγο δυτικότερα από την περιοχή «Δρακονέρα», όπου σώζονται κατάλοιπα του Αδριάνειου Υδραγωγείου Άργους. Η επί σειρά ετών καλλιέργεια του κτήματος χωρίς την απαραίτητη άδεια και συνακόλουθη εποπτεία της αρμόδιας Εφορείας έχει διαταράξει την εικόνα του μυκηναϊκού νεκροταφείου. Ορισμένοι εκ των θαλάμων εισχωρούν κάτω από τις εγκαταστάσεις όμορου ποιμνιοστασίου.

[31]BCH 31 (1907), 179 – 180. Στη Μαγούλα Κεφαλαρίου αποκαλύφθηκε η γωνία μικρού οικοδομήματος, ένας δωρικός μονολιθικός κίονας, μαρμάρινο θραύσμα αγάλματος και αποθέτης με ειδώλια και πλήθος αγγείων του 7ου και 6ου αι. π.Χ. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1984, ανασκαφή που έγινε από την Δρα Αγγέλικα Ντούζουγλη, Επιμελήτρια Αρχ/των τότε στον Ν. Αργολίδας, την οποία ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή για την άδεια μελέτης του υλικού, πρόσθεσε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα για τα εξωαστικά ιερά του Άργους (Βλ. Μπανάκα – Δημάκη 2009, 51-64).

[32] Στο από 1-12-1959 έγγραφο του Δημάρχου Άργους προς τον Έφορον Αρχαιοτήτων Αργολίδος αναφέρεται ότι «Από τας πρώτας ανασκαφάς του Ολλανδού αρχαιολόγου Καθηγητού Βόλκραφ εν Άργει κατά το έτος 1901, παρεχωρήθη κατά παράκλησιν υπό της τότε Δημοτικής Αρχής Άργους η χρήσις μιας ισογείου αιθούσης – αποθήκης επί της οδού Ναυπλίου, νυν Β. Σοφίας, ίνα χρησιμοποιηθή αύτη προς τοποθέτησιν και διαφύλαξιν Αρχαιοτήτων. (Έ)κτοτε και εν συνεχεία μέχρισήμερον εχρησιμοποιήθη παρά της Υπηρεσίας Υμών άνευ καταβολής ενοικίου. Ήδη εκλιπόντος του λόγου και μετά την μεταφοράν των αρχαιοτήτων και εκκένωσιν ταύτης παρακαλούμεν όπως παραδώσητε ημίν τας κλείδας της ανωτέρω αιθούσης – αποθήκης. Ισχυρισμός τις της Σχολικής Εφορείας Γυμνασίου Άργους ότι αύτη ανήκει εις το Νομικό Πρόσωπον της Σχολικής Εφορείας Γυμνασίου Άργους, είναι άνευ σημασίας …».

[33] Σιμόπουλος 1993, 63. Για τις περιπέτειες της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς με την έναρξη του πολέμου το 1940 βλ. «Η αλήθεια για τα κλεμμένα της Κατοχής», Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 19 Μαΐου 2013. Τιβέριος 2013.

[34] Η σημαντική αυτή μαρτυρία καταγράφεται σε έκδοση του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων με τίτλο Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής. Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου (Αθήναι 1946), 25.

[35] Η Υπηρεσία ενημερώθηκε για το συμβάν με την από 27 -11-1941 αναφορά του Κ. Δράμαλη, αρχαιοφύλακα Άργους.

[36] Σε εντολή μεταφοράς ευρημάτων των ανασκαφών του Vollgraff από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο Μουσείο Άργους αφορά το αρ. 14512/11-8-1965 (Δ΄ ΕΠΚΑ 1657/17-8-1965) έγγραφο που εξεδόθη από την Προεδρία της Κυβερνήσεως (Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Δ/νση Αρχαιοτήτων, Τμήμα Μουσείων) χωρίς συνημμένο κατάλογο. Μια δεύτερη μεταφορά φαίνεται ότι έγινε στη δεκαετία του ΄70, σύμφωνα με πληροφορία την οποία οφείλω στον Χαρ. Κριτζά, Επίτιμο Δ/ντή του Επιγραφικού Μουσείου, Επιμελητή Αρχ/των τότε στο Ν. Αργολίδος, τον οποίο ευχαριστώ θερμά.

[37] Μια πρώτη παρουσίαση των ευρημάτων των αρχαϊκών χρόνων έγινε από την γράφουσα με ανακοίνωση με τίτλο «Αργείτικη κοροπλαστική αρχαϊκών χρόνων. Ανασκαφικές μαρτυρίες και ευρήματα», Επιστημονική Συνάντηση προς τιμήν της ΑΓΓΕΛΙΚΑΣ ΝΤΟΥΖΟΥΓΛΗ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΧΟΥ (Ιωάννινα, 1-3 Νοεμβρίου 2012. Πρακτικά υπό έκδοση).

[38] Το από 4-6-1950 (αρ. εισερχόμενου στην Εφορεία Ναυπλίου 129/24-7-1950) αίτημα. Les Guides Bleus.

[39] «Από της συστάσεως του νέου κράτους μέχρι σήμερα ποικίλαι υπήρξαν αι διοικητικαί μεταβολαί της Αργολίδος. Κατά την πρώτη διοικητική διαίρεση του 1828 ένα των επτά τμημάτων της Πελοποννήσου εκλήθη Αργολίς, περιλαμβάνον τας επαρχίας Άργους, Ναυπλίου, Κάτω Ναχαγιέ και Κορίνθου. Κατά το 1833 ιδρύθη ο Ν. Αργολίδος και Κορινθίας. Έκτοτε άλλοτε διεχωρίζετο η Κορινθία και άλλοτε ηνούτο, δια να έχωμεν το 1949 τον ιδιαίτερο νομό Αργολίδος με τρείς επαρχίες: Άργος (με πρωτεύουσα το Άργος), Ναυπλίου (Ναύπλιο) και Ερμιονίδα (Κρανίδι), αφού η επαρχία Τροιζηνίας από το 1946 υπήχθη διοικητικά στην επαρχίαν Αττικής» (βλ. Δ. Β. Βαγιακάκος, Σύγχρονον τοπωνυμικόν Αργολίδος, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ-Πρακτικά του Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών. Αθήνα 1989, 339 – 360).

[40] Το αρ. πρωτ. 158/10-12-1950 (αρ. πρωτ. εισερχόμενου 209/15-12-1950) έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού – Τοπική Επιτροπή Τουρισμού Ναυπλίου.

[41] Έγγραφο (σχέδιον), αρ. πρωτ. 487 – Ναύπλιο 12 Ιουνίου 1952.

[42] Έγγραφο (σχέδιον), αρ. πρωτ. 532 / 26 Ιουλίου 1952.

[43] Από το 1952 και εξής το ερευνητικό πρόγραμμα των αρχαιολόγων – μελών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Άργος γίνεται πιο συστηματικό με τη συμμετοχή επιστημόνων και άλλων ειδικοτήτων (BCH 1952 -54, Chronique des Fouilles en 1952, 243 σημ. 1).

[44] BCH 78 (1954), 183 και 184 εικ. 50

[45] Οι αρ. 2 -6 και 8 -11 φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της Γαλλικής Σχολής. Ευχαριστώ θερμά για την βοήθεια τους συναδέλφους της Γαλλικής Σχολής κ.κ. G. Touchais και Cl. Pretre.

[46] Έγγραφο, αρ. πρωτ. 778 / 13 Ιουνίου 1953.

[47] Τα καθήκοντα ανετέθησαν στον φύλακα Θεόδωρο Μπιτζή (έγγραφο αρ. 882 / 1 Οκτωβρίου 1953).

[48] Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων – Τμήμα

Διοικητικού αρ. πρωτ. 41609/1943/17-4-1954 (Βασίλειον της Ελλάδος, Εφορεία των Αρχαιοτήτων της Δ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας, αρ. Πρωτ. 1007/24-4-54).

[49] Έγγραφο Δήμου Άργους, αρ. πρωτ. 1987/21 Μαϊου 1955 με συνημμένο αντίγραφο Πράξεως του Δημοτικού Συμβουλίου και κοινοποίηση στο Υπουργείο Παιδείας, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Δ΄ Περιφερείας και την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (αρ. εισ. Εφορεία Αρχαιοτήτων 752/25-5-55).

[50] Έγγραφο αρ. πρωτ. 150850/1694 π.έ./16-8-1956.

[51] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 75.236/1233/13-8-1956.

[52] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 125553/5553/5-11-56.

[53] Έγγραφο αρ. πρωτ. 9103/328/22-1-1957 του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Δήμο Άργους με κοινοποίηση στη Νομαρχία Αργολίδος και στον Έφορο Αρχαιοτήτων της Δ΄Περιφέρειας.

[54] Το θέμα εξετάσθηκε στην αρ.31/25 -7-57 Συνεδρία του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

[55] Αρ. πρωτ. 75476/3169/17-12-1957 έγγραφο.

[56] Δωροβίνης 2012

[57] BCH 81 (1957), 647 – 660. BCH 83 (1959), 764 – 768. Courbin 1974, 63 -64. Οι ανασκαφικές τομές είναι ευδιάκριτες σε αεροφωτογραφία του Άργους που ελήφθη το 1958 (βλ. Π. Ξηνταρόπουλος, Η Αρχιτεκτονική της κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα. Άργος 2006).

[58] Έγγραφο αρ. Πρωτ. 109931/ 4677/ 18-9-1958 του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

[59] Έγγραφο αρ. πρωτ. 445/30-9-1958 της Δ΄ Περιφέρειας Αρχαιοτήτων.

[60] ΒΔ της 24.1.1897 «Περί εγκρίσεως καταστατικού της Αδελφότητος των εν Αθήνησι Αργείων» (ΦΕΚ Β΄ 13). Στους σκοπούς του καταστατικού αναφέρεται «η εν τη πόλει Άργους ίδρυσις Μουσείου δια τας εν αυτή αρχαιότητας».

[61] Έγγραφο αρ. πρωτ. 43183/2644/27-4-1959 Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Δ/νσις Αρχαιοτήτων, Τμήμα Διοικητικού).

[62] Το αρ. πρωτ. 310/14-5-1959 έγγραφο της Δ΄ Περιφέρειας Αρχαιοτήτων.

[63] BCH 82 (1958), 646 – 648. Ωστόσο στο υπόδειγμα των προθηκών της μυκηναϊκής αίθουσας του ΕΑΜ προσαρμόσθηκαν σχεδιαστικά και κατασκευαστικά μόνο οι προθήκες της προϊστορικής συλλογής της Λέρνας στο ισόγειο του Καλλέργειου. Σχετικά με τις εργασίες βελτίωσης και ανανέωσης της έκθεσης των μυκηναϊκών χρόνων στο ΕΑΜ βλ. Δημακοπούλου 1997, 74 -75.

[64] Αρ. πρωτ. 95301/4485/17 – 2-1956 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς την Γαλλική Αρχαιολογική σχολή με κοινοποίηση στον Έφορον Αρχαιοτήτων Δ΄Περιφέρειας.

[65] Αρ. πρωτ. 88341/5461/2617/ 25-7-1960 έγγραφο.

[66] BCH 86 (1962), 905 -906.

[67] Το ολιγάριθμο επιστημονικό προσωπικό της Υπηρεσίας προκύπτει από τις ενυπόγραφες αναφορές των πεπραγμένων στο ΑΔ 16 (1960) έως ΑΔ 20 (1965): Χρονικά Β’1.

[68] Ανασκαφικές εκθέσεις στο ΑΔ 22 (1967): Χρονικά Β’1 έως ΑΔ 24 (1969

[69] BCH 78 (1954), 167.

[70] BCH 91 (1967), 802 – 846. BCH 94 (1970), 788 – 798. BCH 95 (1971), 769 – 770.

[71] Σε συνολικό εμβαδόν 1365 τ.μ. περίπου μόνο τα 416 τ.μ. χρησιμοποιήθηκαν ως εσωτερικοί εκθεσιακοί χώροι. Τις εκθεσιακές ενότητες (α΄ αίθουσα) ανέλαβε ο P. Courbin (BCH 84, 1960, 853). Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 85 – 91. Μπανάκα – Δημάκη 2003. Σπαθάρη 2010, 114 – 117.

[72] BCH 85 (1961), 900 εικ. 1.

[73] BCH 85 (1961), 899, 900 εικ. 1-2, 901 εικ. 3-4 και 902 εικ. 5.

[74] Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 91. Σπαθάρη 2010, 114 εικ. 106

[75] BCH 81 (1957), 322 – 386.

[76] BCH 85 (1961), 902 εικ. 5. Στο αρχείο της Εφορείας δεν βρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την απομάκρυνση των αντιγράφων των οβελών από την έκθεση του Μουσείου.

[77] P. Courbin, Tombes geometriques d’ Argos, I, 1952 – 1958 (Etudes Peloponnesiennes VII), Paris 1974.

[78] Τα αρ. ευρ. ΜΑ 3426 και ΜΑ 3427 χρυσά ελικοειδή σκουλαρίκια που απολήγουν σε εγχάρακτη ιχθυάκανθα (875 -825 π.Χ.) μαζί με παρεμφερή της Συλλογής Ελ. Σταθάτου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, κατέχουν σημαντική θέση στη μελέτη της εξέλιξης της αρχαίας κοσμηματοποιίας. Για τα ευρήματα βλ. ΑΔ 27 (1972): Χρονικά Β΄1, 192, πίν. 134 α. Επίσης Αικ. Δεσποίνη, Αρχαία χρυσά κοσμήματα, Ελληνική Τέχνη (Εκδοτική Αθηνών 1996), 220 αρ. 48.

[79] Ενδεικτικά βλ.Villard 1983, 133 κ.ε. Λαμπρινουδάκης 1988, 104 -109.

[80] P. Courbin, BCH 79 (1955), 1- 49, εικ. 1 -4, πίν. Ι. Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ, 87. Κατάλογος Έκθεσης «Θεοί και Ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα» (Αθήνα 2000), 279, αρ. 235, εικ. σ. 182. Σπαθάρη 2010, 115 εικ. 108.

[81] Η απόδοση του έργου στο «ζωγράφο του Ερμώνακτα» οφείλεται στην οξυδέρκεια της Σ. Παπασπυρίδη – Καρούζου. Η ταύτιση έγινε αποδεκτή από τον διακεκριμένο μελετητή της αγγειογραφίας Sir John Beazley.

[82] Η μακέτα δωρήθηκε το 2002 και τοποθετήθηκε στην α΄ αίθουσα της έκθεσης.

[83] Το 2001 έγιναν εργασίες βελτίωσης της έκθεσης της προϊστορικής συλλογής της Λέρνας, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε με εποπτικό υλικό (σχέδια, φωτογραφίες, χάρτες κ.λ.π.) λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης (ΑΔ 56 -59, 2001 -2004 : Χρονικά Β΄4, Πελοπόννησος, 11).

[84] Το νεολιθικό ειδώλιο της Λέρνας έχει πλαισιώσει σημαντικές περιοδικές εκθέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Ενδεικτικά βλ. Mediteraenean Godesses 2000, 149 – 150.

[85] J. L. Caskey, Lerna in the Argolid. A Short Guide. ASCS (Athens 1997).

[86] Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αρ. 12319, έτος 34/20 Οκτωβρίου 1952.

[87] Δημ. Α. Λαμπρόπουλος, Η ΛΕΡΝΑ. Μεθ΄ ιστορικών σημειώσεων περί των αρχαιοτάτων πολιχνών : ΑΠΟΒΑΘΜΩΝ – ΓΕΝΕΣΙΟΥ – ΕΛΑΙΟΥΣΗΣ και ΥΣΙΩΝ της Αργολίδος (Αθήναι 1959) Αρ. 8/16-12-1960 Συνεδρία του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

[88] Στο αρ. ΜΑ 60 (ΓΑΣ 99) αγαλματίδιο Αθηνάς (α΄ μισό 2ου αι. μ. Χ.) παρατηρούνται ίχνη αρχαίου χρώματος στην αιγίδα κοντά στους δεξιούς βόστρυχους της μορφής.

[89] BCH 81 (1957), 405-474. BCH 87 (1963), 33-187. BCH Suppl. VI (1980), 133-184 και 185 – 194.

[90] Π. Ασημακοπούλου – Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, ΙΙ. Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα (Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών). Θεσσαλονίκη 1987, σ. 51 κ.π.

[91] Marcade, Raftopoulou 1963, 185 -187, αρ. 179, εικ. 107.

[92] Η εκδήλωση πλαισίωσε το Φεστιβάλ Άργους 1997.

[93] Η έκθεση διοργανώθηκε το 1998. Για εκπαιδευτικά προγράμματα της Δ΄ ΕΠΚΑ βλ. Ε. Σπαθάρη, «Αρχαιολογικά εκπαιδευτικά προγράμματα της Δ΄ ΕΠΚΑ στην Αργολίδα και την Κορινθία», ανακοίνωση στη Συνάντηση εργασίας για τις αρχαιολογικές εκπαιδευτικές δράσεις και τα εκπαιδευτικά πολιτιστικά δίκτυα του ΥΠ.ΠΟ. (διοργάνωση Δ/νση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων – Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων – Τμήμα Μουσείων. Αμφιθέατρο Υπουργείου Πολιτισμού. Αθήνα 24 – 25 Ιουνίου 1998). Επίσης Το έργο του ΥΠ.ΠΟ. στον τομέα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Αθήνα 1998), 79, 81.

[94] Ε. Σπαθάρη, «Πολυδίψιον Άργος – Ο Υδάτινος πλούτος της Αργολίδας», ένθετο στο περιοδικό Ματιές στην Αργολίδα, τχ. 8 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2002), 25 – 40.

[95] Α. Μπανάκα – Δημάκη, «Οι μύθοι του νερού στην Αργολίδα», ανακοίνωση στην ημερίδα με θέμα Τα προβλήματα του νερού στη Μεσόγειο και την Αργολίδα (Cornell University, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης & ΤΕΔΚ Αργολίδος. Ναύπλιο, 14 Ιουνίου 2008). Παρουσίαση εκπαιδευτικού προγράμματος για το νερό στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ΥΠΠΟΤ Φωνές νερού μυριάδες με εποπτικό υλικό και ξεναγήσεις εκπαιδευτικών και μαθητών στο Κεφαλάρι (πηγές Ερασίνου ποταμού) και στο Μουσείο Άργους (2011).

[96] Μάντης 2013, 28.

[97] Με το από 16-5-2014 Δελτίο Τύπου της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανακοινώθηκε το κλείσιμο του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους στο πλαίσιο της εκτέλεσης έργου για την αναβάθμισή του. Ευκταίον η τοπική κοινωνία να αντιληφθεί την προσφορά των Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Α που αναδεικνύουν τον διαχρονικό πλούτο της πόλης, αξιοποιώντας ιστορικές υποδομές στον πυρήνα του αστικού ιστού.

 

Βιβλιογραφία


 

  • ΑΕ  Αρχαιολογική Εφημερίδα
  • ΠΑΕ  Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας
  • ΑΜ  Mitteilungen des Deutschen Archaologishen Institutes, Athenische Abteilung
  • BCH  Bulletin de Correspondence Hellenique
  • Δημακοπούλου 1997 – Αικ. Δημακοπούλου, Προβλήματα και προοπτικές της σύγχρονης μουσειολογίας. Η εμπειρία από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Μ. Σκαλτσά (επιμ.), Η ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. Θεωρία και πράξη, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 21 – 24 Νοεμβρίου 1997), 73 – 77.
  • Δωροβίνης 1989 – Β. Κ. Δωροβίνης, Συμβολές στην ιστορία της Κτιριοδομίας της Καποδιστριακής εποχής (1828-1833), ΙΙ. Το «Δημόσιον Κατάστημα Άργους», ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. 31 (1989), 61-69.
  • Δωροβίνης 2009 – Β. Κ. Δωροβίνης, Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η Ιστορία του Άργους. Αργείοι λόγιοι και ιστορική μνήμη (Άργος 2009).
  • Δωροβίνης 2012 –  Β. Κ. Δωροβίνης, 1961 -2011: Μισός αιώνας λειτουργίας του Μουσείου Άργους, Αργειακή Γη, Επιστημονική και Λογοτεχνική έκδοση της Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Άργους – Μυκηνών, τχ. 5 (Μάρτιος 2012).
  • Δωροβίνης 2013 – Β. Κ. Δωροβίνης, Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff, στο D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 41 – 57.
  • Ζεγκίνης 1968 – Ι. Ε. Ζεγκίνης, Το Άργος δια μέσου των αιώνων² (Πύργος 1968).
  • Καββαδίας 1888 – Π. Καββαδίας, Ανασκαφαί εν Αργολίδι, ΑΔ 1888 (Νοέμβριος).
  • Καββαδίας 1900 – Γ. Καββαδίας, Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας από της εν έτει 1837 ιδρύσεως αυτής μέχρι του 1900 (Αθήναι 1900).
  • Καρούζου 1967  – Σ. Καρούζου, Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον. Συλλογή Γλυπτών (Αθήναι 1967).
  • Κόκκου 1977 –  Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία (Αθήνα 1977).
  • Λαμπρινουδάκης ΑΡΓΟΛΙΔΑ – Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, ΑΡΓΟΛΙΔΑ. Αρχαιολογικοί Χώροι και Μουσεία (Εκδόσεις ΑΠΟΛΛΩΝ).
  • Λαμπρινουδάκης 1988 – Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, Η αρχαϊκή ελληνική αγγειογραφία. Η πρώϊμη αρχαϊκή εποχή (Αθήνα 1988).
  • Μάντης 2013 – Α. Μάντης, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες του Άργους κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 17 -30.
  • Μπανάκα – Δημάκη 2003 – Α. Μπανάκα – Δημάκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους, στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ, τεύχος 89 (2003), 107-110.
  • Μπανάκα – Δημάκη 2009 – Α. Μπανάκα – Δημάκη, Μαγούλα Κεφαλαρίου 1984. Σωστική ανασκαφική έρευνα σε ιερό αρχαϊκών χρόνων (αγρός Ανδρέα Καντζάβελου), στο ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1998-2008), Ι.Δ.Βαραλής – Γ.Α.Πίκουλας (επιμ.), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Τμήμα ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Δημοτική  Επιχείρηση Πολιτισμού Δ. Άργους. Άργος 15.11.2008 (Βόλος 2009), 51-64.
  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 1991 – Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτική Αθηνών 1991).
  • Πετράκος 1987 – Β. Χ. Πετράκος, Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΑΕ 126 (1987), 25 – 197.
  • Πετράκος 1990 – Β. Χ. Πετράκος, Ο Παναγιώτης Σταματάκης και η ανασκαφή των Μυκηνών, κατάλογο έκθεσης (επιμ. Κ. Δημακοπούλου), ΤΡΟΙΑ, ΜΥΚΗΝΕΣ, ΤΙΡΥΝΣ, ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ. Εκατό χρόνια από το θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν (Αθήνα 1990), 106 – 112.
  • Πετράκος 2004 – Β. Χ. Πετράκος, Η απαρχή της Ελληνικής Αρχαιολογίας και η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Αθήνα 2004).
  • Σιμόπουλος 1993 – Κ. Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων (Αθήνα 1993).
  • Σπαθάρη 2010 – Ε. Σπαθάρη, ΚΟΡΙΝΘΙΑ – ΑΡΓΟΛΙΔΑ (Εκδόσεις ΕΣΠΕΡΟΣ. Αθήνα 2010).
  • Τιβέριος 2013 –  Μ. Τιβέριος, Μνήσθητε των εν τοις πολέμοις παραλόγων. Οι αρχαιότητες στην κατοχή (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τ. 88 Β΄, 20130, 159-202).
  • Courbin 1974 – P. Courbin, Tombes Geometriques d’ Argos, I (1952 – 1958), Etudes Peloponnesienes VII (Paris 1974).
  • Marcadé, Raftopoulou 1963 – J. Marcade– E. Raftopoulou, Sculptures argiennes II , BCH 87 (1963), 33 – 187.
  • Mediteraenean Godesses 2000 – Κατάλογος έκθεσης «Godesses – Mediteraenean female images from Prehistoric times to the Roman period» (Βαρκελώνη 21/6 – 5/11/2000).
  • Pierart 2013  – M. Pierart, “Arrive au train d’ une heure’’. Les foulles de Wilhelm Vollgraff a Argos, D. Mulliez, Α. Banaka – Dimaki (επιμ.), Sur les pas de Wilhelm Vollgraff. Cent ans d’activites archeologiques a Argos, Actes du Colloque international organise par la IVe EPΚΑ et l’ EFA. Athenes, 25 -28 Septembre 2003 (Paris 2013), 31-39.
  • Seve 1993  – M. Seve, Οι Γάλλοι ταξιδιώτες στο Άργος, Sites et Monuments XII (Αθήνα 1993).
  • Villard 1983  – F. Villard, La ceramique polychrome du VIIe siecle en Grece, en Italie du Sud et en Sicile et sa situation par rapport a la ceramique protocorinthienne, Grecia, Italia e Sicilia nell’ VIII e VII secolo a. c. Atene 15 – 20 Ottombre 1979, Tomo I, ASAtene N. S. LIX (1983).

 

Άννα Μπανάκα – Δημάκη

Δρ. Αρχαιολόγος – Αναπληρώτρια Διευθύντρια στην Δ΄ ΕΠΚΑ Ναυπλίου

 

Διημερίδα «Η Ιστορική και Αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους* – Χαράλαμπος Β. Κριτζάς, Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος


 

Η τύχη – μερικές φορές – μας χαρίζει απρόσμενα δώρα. Κανείς από τους αρχαιολόγους, που χρόνια τώρα ανασκάπτουν τα πλούσια χώματα του Άργους, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι στο μικρό οικόπεδο του κ. Ευάγγελου Σμυρναίου, στην οδό Κορίνθου 48, στην πλατεία του Σταροπάζαρου, κρυβόταν ένας πραγματικός επιστημονικός θησαυρός. Κι αυτό, γιατί μέχρι τώρα η περιοχή είχε δώσει κυρίως τάφους και όλοι πίστευαν ότι βρισκόταν εκτός των αρχαίων τειχών.

Η εξαγωγή των χαλκών πινάκων από τη λίθινη θήκη (πέτρον).

Γι αυτό και η έκπληξη της ανασκαφέως δρος Άλκηστης Παπαδημητρίου και των συνεργατών της – της Δ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων – ήταν μεγάλη, όταν στις 3-10-2000 σηκώνοντας τις βαρύτατες καλυπτήριες πλάκες των θεωρούμενων τάφων βρήκαν, αντί για οστά και κτερίσματα, χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες. Ένα ολόκληρο πολύτιμο αρχείο, που κυριολεκτικά φυλαγμένο για 25 περίπου αιώνες μέσα στην κιβωτό του χρόνου, έφερε μπροστά στα σαστισμένα αυτιά και μάτια μας τη φωνή και τη γραφή των αρχαίων Αργείων.

Η δρ. Παπαδημητρίου έδωσε ήδη από τις σελίδες αυτού του περιοδικού μια πρώτη έκθεση του χρονικού της ανακάλυψης και της ανασκαφής, που έγινε με υποδειγματικό τρόπο (Αργειακή Γη, τεύχος 2, Δεκ. 2004, σελ. 37-51).

Συνοψίζοντας τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι σε ένα χώρο, που στα γεωμετρικά χρόνια χρησίμευε ως νεκροταφείο, άρχισε πιθανώς τον 5ο π.Χ. αιώνα να υπάρχει μια λατρευτική δραστηριότητα. Λόγω του περιορισμένου χώρου η ανασκαφή δεν μπόρεσε να επεκταθεί και να δώσει μιαν ολοκληρωμένη εικόνα. Βρέθηκε πάντως ένα σχετικά πρόχειρης κατασκευής δωμάτιο, στο δυτικό άκρο του οποίου παρατηρήθηκε ένα είδος μεταλλουργικής δραστηριότητας. Κάτω από το δάπεδο του δωματίου και σε αξονική σχεδόν διάταξη βρέθηκαν λί­θινες θήκες, πήλινα αγγεία και ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας. Τα περισσότερα ήταν καλυμμένα με ογκώδεις λίθινες πλάκες, βάρους άνω του ενός τόνου. Όσες από τις θήκες ή τα αγγεία δεν είχαν συληθεί ήδη στην αρχαιότητα, περιείχαν χαλκούς πίνακες διαφόρων σχημάτων.

Κρίνοντας από το περιεχόμενο των κειμένων, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βρέθηκε το επίσημο οικονομικό αρχείο της πόλεως και κατά συνέπεια ο συγκεκριμένος χώρος φαίνεται να αποτελούσε παράρτημα κάποιου ιερού, που βρισκόταν φυσικά εντός των τειχών.

Έχομε έτσι μιαν έμμεση ένδειξη για την έκταση της τειχισμένης πόλεως του Άργους κατά την κλασική εποχή, το τείχος της οποίας περιλάμβανε την Ακρόπολη της Λάρισας και τα ανατολικά πρανή της, περνούσε περίπου πίσω από το Νεκροταφείο της Παναγίας, διέσχιζε την οδό Τριπόλεως και κατηφόριζε προς την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Από εκεί στρεφόταν προς τα βόρεια και ακολουθούσε πορεία παράλληλη με τον Ξεριά, για να καταλήξει στη λεγόμενη Ασπίδα (Προφήτη Ηλία), τη δεύτερη Ακρόπολη του Άργους.

Πριν προχωρήσομε, θα ήταν χρήσιμο να κάνομε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιούμε. Προκειμένου να καταλαβαίνει ο σημερινός αναγνώστης, μεταχειριζόμαστε συμβατικά όρους όπως πίνακες, θήκες, αγγεία κ.λ.π. Τα ίδια όμως τα κείμενα αποκαλούν τους χάλκινους πίνακες τελαμώνες, τις λίθινες θήκες πέτρους (στον ενικό ο πέτρος), τα πήλινα αγγεία λέκεα (στον ενικό το λέκος, που ετυμολογικά είναι από την ίδια ρίζα με το λεκάνη), ενώ για τη χάραξη των γραμμάτων χρησιμοποιούν το ρήμα ανγράφειν (δηλαδή αναγράφειν).

Να πούμε, τέλος, ότι ανάλογα οικονομικά αρχεία σε χαλκούς πίνακες έχουν βρεθεί ελάχιστα, με πιο γνωστό παράδειγμα τους 39 πίνακες που φυλάσσονταν σε θαμμένη λίθινη θήκη στο ιερό του Ολυμπίου Διός στους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Πρόσφατα βρέθηκαν 3 αμφίγραφοι πίνακες σε κτιστή υπόγεια θήκη στη Θήβα της Βοιωτίας. Αλλά και στο ίδιο το Άργος, στο οικόπεδο Καπετάνου, σε κάποια πάροδο της οδού Ηρακλέους, είχαν βρεθεί προ ετών 3 πίνακες όμοιου περιεχομένου με τους τωρινούς. Είχαν διπλωθεί ή κοπεί, προκειμένου να ξαναχρησιμοποιηθούν ως μέταλλο στα ελληνιστικά χρόνια. Ίσως αυτό αποτελεί μιαν ένδειξη για το τι απέγιναν οι χαλκοί πίνακες των θηκών και των αγγείων του οικοπέδου Σμυρναίου, που βρέθηκαν κενά, συλημένα ήδη στην αρχαιότητα. Το μέταλλο ήταν πάντα πολύτιμο υλικό και ήταν συχνή η αναχύτευση σκευών και αναθημάτων. Άλλωστε, πολλοί από τους πίνακές μας ήταν παλίμψηστοι, δηλαδή είχαν σφυρηλατηθεί και γραφεί για δεύτερη φορά.

 

Οι πίνακες όπως εξάγονται συσσωματωμένοι και με σκληρά ιζήματα.σκληρά ιζήματα.

 

Ο πίνακας ΟΜ 137 από το πήλινο αγγείο (λέκος) πριν τον καθαρισμό.

 

Ο πίνακας ΟΜ 137 από το πήλινο αγγείο (λέκος) κατά τη διάρκεια της συντήρησης και συγκόλλησης.

 

Η κακή κατάσταση διατήρησης των πινάκων, που παρουσιάζουν έντονη οξείδωση και πολλές ρηγματώσεις, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την εξαγωγή τους από τις θήκες, χωρίς να μεταβληθούν σε σωρό θραυσμάτων. Η δυσκολία αυξανόταν από το γεγονός ότι ήταν πάχους μόλις ενός χιλιοστού και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν συσσωματωμένοι μεταξύ τους. Παρά ταύτα, οι έμπειροι συντηρητές Φώτης Δημάκης και Βασίλης Κοντός κατάφεραν να τους αφαιρέσουν με ασφάλεια και να τους συσκευάσουν κατάλληλα, για να μεταφερθούν στο Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα.

Εκεί στήθηκε ένα ειδικό εργαστήριο, με στερεομικροσκόπιο, μηχάνημα υπερήχων με μικρό- υδροβολή, κλίβανο αφύγρανσης, ειδικά ξέστρα, στερεωτικά κ.λ.π. Το δύσκολο και χρονοβόρο έργο της συντήρησης ανέλαβε με μοναδική αφοσίωση ο έμπειρος συντηρητής μετάλλινων Τάσος Μαγνήσαλης, με τη συνεχή παρακολούθηση του υπογράφοντος. Η συντήρηση, εκτός από δεξιοτεχνία, απαιτεί και τεράστια υπομονή, ώστε να μην προκληθούν ζημιές.

Καθώς αποκαλύπτονται σταδιακά τα περίτεχνα σύμβολα των γραμμάτων, νομίζεις ότι αντηχεί η φωνή των αρχαίων από το βάθος του χρόνου. Πρόκειται για μια συγκλονιστική εμπειρία, που αποζημιώνει για όλο το μόχθο και την ένταση της αποκρυπτογράφησης και της μεταγραφής. Μέχρι σήμερα έχουν καθαριστεί και διαβαστεί περίπου 100 από τα κείμενα, που ίσως φθάσουν τελικά τα 150.

Τα κείμενα έχουν γραφεί με τη λεγόμενη έκκρουστη τεχνική (repousse). Ο χαράκτης δηλαδή, χρησιμοποιώντας μικρά κοπίδια, ευθύγραμμα και κυκλικά, «χτύπησε» τα γράμματα από την πίσω πλευρά του χαλκού ελάσματος, προχωρώντας ανάποδα από τα δεξιά προς τα αριστερά, ώστε να διαβάζονται ανάγλυφα από την κυρίως όψη και κανονικά, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Διακρίναμε πολλά χέρια διαφορετικών χαρακτών.

Τα κείμενα είναι συνταγμένα στη δωρική διάλεκτο του Άργους του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ., που διαφέρει αρκετά από την αντίστοιχη αττική. Πάρα πολλές λέξεις ήταν μέχρι τώρα εντελώς αμάρτυρες και προστέθηκαν ήδη στο θησαυρό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της πλουσιότερης του κόσμου.

Το αλφάβητο είναι το λεγόμενο επιχώριο αλφάβητο του Άργους, ορισμένα γράμματα του οποίου (όπως το Β, το Δ, το Λ, το Ξ) είναι εντελώς ιδιόρρυθμα. Διατηρούνται ακόμη πολλά αρχαϊκά στοιχεία, όπως η δασεία (Η) και το δίγαμμα (F).

Υπάρχει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα, το λεγόμενο ακροφωνικό, σε μια παραλλαγή του που απαντά μόνο στην Αργολίδα. Χρησιμοποιείται για την καταγραφή ποσών, με βασική νομισματική μονάδα τη δραχμή και τα πολλαπλάσια ή τις υποδιαιρέσεις της.

Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται είναι τα εξής:

Μ=Μύρια=10.000

Χ=Χίλια=1.000

Η=Ηεκατόν=100

Π=Πεντήκοντα=50

๏ =Δέκα=10

• δραχμή

=1 οβολός

C=μισός οβολός (ημιωβόλιον)

Τ=1/4 οβολού (τεταρτημόριον)

Σ=1/12 οβολού (χαλκούς)

Παράδειγμα ΜΜΧΧΧΗΗΗΗΗΗΗΠ๏๏๏::=CΤΣ=23784 δραχμές, 2½ οβολοί, 1 τεταρτημόριον και 1 χαλκούς.

Τα κείμενα, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι οικονομικού – λογιστικού χαρακτήρα. Πρόκειται για απολογισμούς διαφόρων σωμάτων αρχόντων και θρησκευτικών αξιωματούχων, οι οποίοι διαχειρίσθηκαν τα ιερά και δημόσια χρήματα. Ο τελευταίος όρος δεν πρέπει να εκπλήσσει. Στις περισσότερες αρχαίες πόλεις, τα κεντρικά ιερά έπαιζαν το ρόλο τράπεζας και δημόσιου θησαυροφυλακίου. Αρκεί να θυμηθούμε τα χρήματα της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που φυλάσσονταν αρχικά στο Ιερό του Απόλλωνος στη Δήλο και αργότερα στον Παρθενώνα. Η πόλη αντλούσε από εκεί άφθονα χρήματα για τακτικές ή έκτακτες (ιδίως πολεμικές) ανάγκες, αλλά όφειλε κάποτε να τα επιστρέψει, είτε υπό μορφή μετρητών είτε με τη μορφή αναθημάτων ή και με την ανέγερση κτιρίων θρησκευτικού χαρακτήρα στα ιερά.

Τα ιερά πάλι φρόντιζαν να αξιοποιούν τα χρήματα που κατείχαν, δανείζοντάς τα με τόκο ή μετατρέποντας παλιά νομίσματα και αναθήματα από πολύτιμα μέταλλα σε τάλαντα χρυσού και αργύρου, όπως οι σημερινές ράβδοι, δημιουργώντας έτσι αποθέματα ασφαλείας για την πόλη. Τα κείμενά μας τα αποκαλούν χρυσίον ή αργύριον αFεργόν (=αργόν, ακατέργαστο).

Στην περίπτωση του Άργους, η παλιά σεβάσμια πολιούχος ήταν η Παλλάς Αθηνά, μια πολεμική θεότητα, το κύριο ιερό της οποίας βρισκόταν στην κορυφή της Ακρόπολης της Λάρισας, όπου λατρευόταν με την επίκληση Πολιάς. Είναι, όμως, φιλολογικά και επιγραφικά μαρτυρημένη η ύπαρξη ιερού της Παλλάδος Αθηνάς στην κάτω πόλη. Τα κείμενα των πινάκων αποτελούν απολογισμούς διαχείρισης των χρημάτων που ήταν κατατεθειμένα στο «θησαυρό» της, δηλαδή στα θησαυροφυλάκια του ιερού της. Αξιοσημείωτο είναι ότι και τα χρήματα της Ήρας, της μεγάλης θεάς που αντικατέστησε την Παλλάδα ως πολιούχος του Άρ­γους από τον 5ο π.Χ. αιώνα, κατετίθεντο στα ίδια θησαυροφυλάκια, ίσως γιατί το Ηραίο, ευρισκόμενο 8 χιλιόμετρα έξω από το Άργος, δεν παρείχε ασφάλεια την ταραγμένη, όπως θα δούμε, αυτή εποχή.

Οι ίδιοι οι πέτροι και τα αγγεία, τα θαμμένα στη γη και καλυμμένα με τις βαρύτατες πέτρες, αποτελούσαν τους «θησαυρούς», δηλαδή ένα είδος πρωτόγονων θησαυροφυλακίων. Μέσα εκεί εξασφαλίζονταν τα χρήματα, είτε σε μορφή νομισμάτων, είτε σε μορφή πολύτιμων μετάλλων. Αυτό επιβεβαιώθηκε τόσο από αναφορές μέσα στα ίδια τα κείμενα, όσο κυρίως από την ανεύρεση ενός μικρού χρυσού σύρματος και αρκετών μικροσκοπικών, σχεδόν αόρατων με γυμνό μάτι, ψηγμάτων χρυσού (χρυσόσκονης), που ξέφυγε και συσσωματώθηκε στην οξείδωση του χαλκών πινάκων.

 

Επτά πίνακες από τη λίθινη θήκη (πέτρoν) περασμένοι με σύρμα σε ορμαθό.

 

Όταν έκαναν καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων, έβαζαν μέσα στις θήκες ή τα αγγεία, ως υποκατάστατα ή αποδείξεις, τους χάλκινους πίνακες. Επειδή αποτελούσαν παραστατικά αξιών και δεν έπρεπε να αλλοιωθούν, τα έγραφαν σε χαλκό, που δεν σάπιζε μέσα στη γη, κι επιπλέον με έκκρουστα γράμματα, που δεν ήταν εύκολο να παραχαραχθούν. Ας θυμηθούμε ότι και σήμερα εκτυπώνουν διάφορους αριθμούς και ποσά σε διαβατήρια, τιμολόγια και γραμμάτια με διάτρητα στοιχεία! Ορισμένοι πίνακες με ομοειδές περιεχόμενο είχαν τρυπούλες και βρέθηκαν περασμένοι σε κρίκο ως ορμαθοί.

Πριν όμως προχωρήσομε σε μια λεπτομερέστερη εξέταση του περιεχομένου των πινάκων, είναι χρήσιμο να κάνομε μια σύντομη σκιαγράφηση της ιστορίας του Άργους στα κλασικά χρόνια, ώστε το σπουδαίο εύρημα να ενταχθεί στο ιστορικό του πλαίσιο.

 

Σύντομη σκιαγράφηση της ιστορίας του Άργους

 

Μετά την ένδοξη περίοδο της βασιλείας του Φείδωνος τον 7ο π.Χ. αιώνα, οπότε το Άργος φθάνει στο απόγειο της δόξας του, στα αρχαϊκά χρόνια επικρατεί ένα ολιγαρχικό πολίτευμα, με τη δύναμη στα χέρια ισχυρών γαιοκτημόνων – πολεμιστών.

Η διαρκής αντιπαλότητα με τη Σπάρτη οδηγούσε σε διαρκείς συγκρούσεις, από τις οποίες κρίσιμη για το Άργος υπήρξε η μάχη της Σήπειας, με την οποία ανοίγει ο 5ος π.Χ. αιώνας. Το 494 π.Χ. στη μάχη αυτή, που έγινε στα βαλτοτόπια της Τίρυνθας, οι Αργείοι υπέστησαν βαριά και φονική ήττα από τους Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Κλεομένη τον πρεσβύτερο. Χάθηκαν 6.000 μάχιμοι πολίτες. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι Αργείτες έμειναν ουδέτεροι κατά τους περσικούς πολέμους.

Έστω κι αν η πόλη σώθηκε τότε χάρη στον ηρωισμό της ποιήτριας Τελέσιλλας, ο κλονισμός και η πολιτική και κοινωνική αναστάτωση ήταν αναπόφευκτες συνέπειες. Οι περίοικες πόλεις, όπως οι Μυκήνες και η Τίρυνθα, που ζούσαν σε ένα καθεστώς υποτέλειας έως τότε, βρίσκουν ευκαιρία να εκδηλώσουν τάσεις αυτονόμησης. Το ίδιο και άλλοι περίοικοι με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, που θέλησαν να επωφεληθούν από την αδυναμία του Άργους. Η παράδοση διασώζει την ανάμνηση ενός μεσοδιαστήματος με κυριαρχία των «δούλων», έως ότου η γενιά των παιδιών των σκοτωμένων ανδρωθεί. Δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο ενός αναγκαίου συμβιβασμού, να δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα σε διάφορους περίοικους με φιλοαργειακά αισθήματα. Το Άργος έτσι ενδυναμώθηκε και γρήγορα επέβαλε την ισχυρή κυριαρχία του σε όλη την Αργολίδα. Οι γύρω πόλεις, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα και άλλες υποτάχθηκαν. Οι γαίες τους κατασχέθηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ιερές και δημόσιες.

 

Η πίσω πλευρά του πίνακα ΟΜ 160, που δείχνει τον τρόπο χάραξης των γραμμάτων με την έκκρουστη τεχνική, από τα δεξιά προς τα αριστερά.

 

Η πλούσια πεδιάδα χωρίσθηκε σε κλήρους (γύας) και παραχωρήθηκε σε καλλιεργητές, που πλήρωναν ενοίκιο (δωτίνα). Από εκεί προέρχονταν τα κύρια έσοδα του κράτους, τα οποία κάλυπταν την άμυνα, τα κρατικά έργα και τις ποικίλες δημόσιες δαπάνες. Στη θεά ’Ηρα ανετίθετο η δέκατη των χρημάτων.

Αλλά η εισδοχή νέων μελών στο πολιτικό σώμα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την εγκατάλειψη των παλιών κοινωνικών δομών και τον πλήρη εκδημοκρατισμό του Άργους. Είχαν προηγηθεί οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στην Αθήνα και δεν αποκλείεται η παρουσία του Θεμιστοκλή, που ζει εξόριστος στο Άργος μετά το 471 π.Χ., να επηρέασε τις δημοκρατικές εξελίξεις.

Όπως πιστεύεται, γύρω στο 460 π.Χ. έγινε ανακατανομή των πολιτών στις 4 φυλές του Άργους (Υλλείς, Δυμάνες, Παμφύλαι και Υρνάθιοι), σε καθεμιά από τις οποίες υπάγονταν 12 φράτρες (σύνολο 48).

Όπως έδειξαν τα κείμενά μας, όλοι οι πολίτες εναλλάσσονταν σε όλες τις εξουσίες και υπήρχε μια ανακύκληση των φυλών στα διάφορα αξιώματα. Όλες οι κρατικές αρχές είχαν εξάμηνη θητεία, ώστε να μπορούν να ασκούν εξουσία περισσότεροι πολίτες. Όλα αυτά αποτελούν αποδείξεις ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Οι επιβουλές, όμως, κατά της δημοκρατίας δεν έλειπαν. Η αριστοκρατική μερίδα παρέμενε ισχυρή και έβρισκε υποστηρικτές από άλλες πόλεις. Μια απόπειρα των ολιγαρχικών να ανακτήσουν την εξουσία κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα του σκυταλισμού το 370 π. X. Οι δημοκράτες, υποδαυλιζόμενοι από τους δημαγωγούς, σκότωσαν με φρικτό τρόπο, χρησιμοποιώντας ξύλινα ραβδιά (σκυτάλες), τους ολιγαρχικούς, πριν στραφούν στη συνέχεια κατά των ίδιων των δημαγωγών. Τα κείμενά μας απηχούν πιθανότατα τα δραματικά αυτά γεγονότα, καθώς κάνουν λόγο για δημεύσεις και εκποιήσεις περιουσιών, τα έσοδα από τις οποίες κατατίθενται στο ιερό ταμείο.

Παράλληλα όμως με τις κοινωνικές ταραχές, είχαμε και εξωτερικά πολεμικά γεγονότα, καθώς από το 394 έως το 386 π. X. έλαβε χώρα ο λεγόμενος ο Κορινθιακός πόλεμος, στον οποίο εμπλέκονται και οι Αργείοι, με κύριους αντιπάλους τους Σπαρτιάτες και θέατρο των συγκρούσεων την Κορινθία, από την οποία πήρε και το όνομά του.

Τα κείμενά μας φωτίζουν και αυτήν την πτυχή της ιστορίας, καθώς διάφορα ποσά που αντλούνται από το ταμείο δίνονται στους στρατηγούς, τους ιππείς και τις περιπόλους για την εκστρατεία στην Κόρινθο (στρατεία ται εν Κορίνθωι), αλλά και για τη φρούρηση της υπαίθρου, που κυρίως υπέφερε από τις επιδρομές των Σπαρτιατών.

Είναι απορίας άξιο πώς – παρά τις ταραχές και τα πολεμικά γεγονότα – η οικονομία της πόλης παρέμενε ανθηρή, αν κρίνομε από τα τεράστια ποσά που τα κείμενά μας αναγράφουν ως υπόλοιπο ταμείου. Σε μια περίπτωση φθάνουν το εκπληκτικό ποσό των 217.373 αργυρών δραχμών, που αντιστοιχούν περίπου σε 434.746 σημερινά ημερομίσθια. Σε άλλη περίπτωση απογράφεται απόθεμα ακατέργαστου χρυσού βάρους 7 μνων και 7 στατήρων ευβοϊκού τύπου, δηλαδή περίπου 6 κιλών και 40 γραμμαρίων.

Φαίνεται ότι εκτός από τις προσόδους της πεδιάδας και τα χρήματα από τις δημεύσεις περιουσιών, υπήρχαν πολεμικά λάφυρα (για τα οποία κάνουν επίσης λόγο τα κείμενά μας), αλλά και περσικός χρυσός, που σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές, μοίραζε αφειδώς η περσική προπαγάνδα σε εχθρικές προς τη Σπάρτη πόλεις, για αντιπερισπασμό. Το Άργος αναφέρεται ρητά ως μια από αυτές και ξέρομε και τα ονόματα αυτών που τα παρέλαβαν. Ο Ηρόδοτος μάλιστα (VI 125) αναφέρει ρητά ότι ο χρυσός στα περσικά θησαυροφυλάκια αποθηκευόταν και σε μορφή ψηγμάτων. Ίσως δεν θα μάθομε ποτέ αν η χρυσόσκονη που ξέφυγε και κόλλησε πάνω στην οξείδωση των χαλκών πινάκων, ήταν μέρος του χρυσού της περσικής προπαγάνδας…

Ποια, όμως, είναι τα σώματα αρχόντων και θρησκευτικών αξιωματούχων, που εμπλέκονται στις διάφορες δοσοληψίες; Πολλά από αυτά ήταν μέχρι τώρα αμάρτυρα. Και τα καθήκοντά τους (σε αυτό τουλάχιστον το στάδιο μελέτης) μπορούμε να τα εικάσομε από την ετυμολογία του ονόματός τους ή από τα συμφραζόμενα των κειμένων μας.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στον πέτρο, που τυχαία πρωτομελετήσαμε, παίζει μια αμάρτυρη μέχρι τώρα αρχή, η Επιγνώμα. Πρόκειται για την περιεκτική ονομασία ενός σώματος 8 Συνεπιγνωμόνων (2 από κάθε φυλή), που εισπράττουν (ενδεχομένως από τις κρατικές γαίες και άλλους κρατικούς πόρους) και πάντα καταθέτουν ή παραδίδουν κρατικά χρήματα.

Αυτά τα χρήματα τα αναλαμβάνουν, πολλές φορές αυθημερόν, οι λεγόμενοι Ογδοήκοντα. Πρόκειται για ένα σώμα γνωστό από παλιά, που αποτελείται από 80 ογδοηκοστείς (πιθανότατα 20 από κάθε φυλή), που ασκεί οικονομικά και δικαστικά καθήκοντα. Τώρα μάθαμε ότι ασκούσαν τα καθήκοντά τους κατά δεκάδες, με ένα δεκάδαρχο και εννέα συνδεκαδέες. Θυμίζουν κάπως τους Αθηναίους Αρεοπαγίτες.

 

Ο πίνακας ΟΜ 114 από το πήλινο αγγείο (λέκος) μετά τον καθαρισμό.

 

Ανώτατη θρησκευτική αρχή είναι οι 4 Ιαρομνάμονες (1 από κάθε φυλή), που διαχειρίζονται τα ιερά χρήματα. Εκλέγονταν για ένα έτος και ασκούσαν την προεδρία του σώματος ένα τρίμηνο ο καθένας, με αυστηρή τήρηση της ανακύκλησης των φυλών.

Σχετική με αυτούς ήταν η αρχή των τεσσάρων ΗαFεθλοθετών (=Αθλοθετών), που ήταν επιφορτισμένοι με τη διοργάνωση των αγώνων προς τιμήν της ‘Ηρας και την κατασκευή των χαλκών βραβείων. Την εποχή των πινάκων μας οι αγώνες λέγονταν Εκατόμβουα, αργότερα ονομάσθηκαν Ηραία και τέλος η εξ Άργους ασπίς. Κάθε 4 χρόνια οι αγώνες γιορτάζονταν μεγαλοπρεπέστεροι και ονομάζο­νταν πενταετηρίς. Σχετικοί με τις θυσίες ήταν και οι αμάρτυροι έως τώρα κριθοχύται, που εξάγνιζαν τα προς θυσία ζώα, ραντίζοντάς τα με χοντροαλεσμένο κριθάρι, όπως οι ουλοχύται των Αθηνών. Συγγενής με τις παραπάνω είναι μια αμάρτυρη, τετραμελής αρχή, η Αρτύνα τας ιππαφέσιος. Αρτύνα σημαίνει γενικά αρχή και στον πληθυντικό, αι αρτύναι, σημαίνει γενικά οι Αρχές της πόλεως. Η συγκεκριμένη αρχή αναλαμβάνει χρήματα για την κατασκευή ενός πολύπλοκου μηχανισμού ταυτόχρονης εκκίνησης των ίππων και των αρμάτων του ιπποδρόμου. Ο Παυσανίας περιγράφει μια τέτοια ιππάφεση στην Ολυμπία. Φαίνεται ότι στο ιππόβοτον Άργος οι ιππικοί αγώνες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς.

Μια άλλη αρχή, όσο κι αν φαίνεται περίεργη, είναι η Αρτύνα των ποτηρίων, που ήταν επιφορτισμένη με την προμήθεια ποτηρίων από χρυσό και άργυρο. Πρόκειται φυσικά για τελετουργικά σκεύη, τα οποία χρησιμοποιούσαν στα επίσημα γεύματα κατά τη διάρκεια της πανήγυρης της ’Ηρας. Σε μια περίπτωση η επιτροπή αυτή (2 από κάθε φυλή) παίρνει από το ταμείο 13.626 δραχμές αργύρου, ενώ σε άλλο πίνακα αναφέρονται χρυσά ποτήρια βάρους 48 δραχμών και ασημένια βάρους 42.058 δραχμών (δηλαδή περίπου 1.156 κιλών). Φαίνεται πως εκτός από πολύτιμα σκεύη, αποτελούσαν ένα είδος κρατικού αποθέματος σε πολύτιμα μέταλλα.

Άγνωστος προς το παρόν είναι ο ρόλος των Αρτυνών του αγεμαστικού, ενώ αι Αρτύναι αι εν ται αγοράι πρέπει να ήταν αγορανομική αρχή.

Άλλο σώμα αρχόντων αποκαλείται οι ποι τανς δαπάνανς, αρχή επιφορτισμένη να πληρώνει τις δημόσιες δαπάνες.

Αντίθετα εισπρακτικό ρόλο είχαν οι αμάρτυροι μέχρι τώρα Οδοτήρες, λέξη που προέρχεται μάλλον από το ρήμα του οδάω=πωλώ. Στην Αθήνα λεγόταν πωληταί και στις αρμοδιότητές τους ήταν η πώληση δημευόμενων περιουσιών αλλά και η ανάθεση των δημοσίων έργων, καθώς και η εκμίσθωση των κρατικών ακινήτων.

Παραπλήσια καθήκοντα είχαν και οι αμάρτυροι μέχρι σήμερα Ανελατήρες (από το ρήμα ανελαύνω=σύρω, τραβώ), που ήταν υπεύθυνοι για την επιβολή ποινών και την είσπραξη προστίμων.

Στον κύκλο των στρατιωτικών αξιωμάτων ανήκουν οι Στραταγοί και οι Πο­λέμαρχοι. Αντίθετα, άγνωστου προς το παρόν χαρακτήρα είναι δύο σώματα αρχόντων, που αποκαλούνται οι Fεξακάτιοι (=οι εξακόσιοι) και οι Πεντακάτιοι (=οι πεντακόσιοι). Ίσως είχαν δικαστικές αρμοδιότητες.

Οι Σπονδοδίκαι πρέπει να ήταν οι διαμεσολαβητές για τη σύναψη σπονδών, δηλαδή εκεχειρίας και ειρήνης με τον εχθρό. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά του Κορινθιακού πολέμου.

Οι Άκοι (=ακοοί, μάρτυρες) ήταν παρόντες στις περισσότερες δοσοληψίες και μαζί με τους εκπροσώπους της Βωλάς (=βουλής), των Δαμιοργών (=αρχόντων) και άλλων σωμάτων επικύρωναν και εγγυώντο με την παρουσία τους την ακρίβεια των συναλλαγών.

Ανώτατη αρχή ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Αλιαία. Μερικοί πίνακες αναγράφουν ψηφίσματά της, από τα οποία πιο συγκινητική είναι η ομόφωνη απόφαση να διατεθούν τα ιερά χρήματα για τις ανάγκες του πολέμου και τη σωτηρία της Πατρίδας.

Άφησα τελευταίες τέσσερις άλλες αρχές, αμάρτυρες έως τώρα, που όλες συνδέονται με το καύχημα του Άργους, δηλαδή τον περικαλλή ναό της Ήρας στο Ηραίο, έργο του αργείου αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Πολυκλείτου.

 

Ο νεότερος ναός της Ήρας, για την κατασκευή του οποίου κάνουν λόγο οι πίνακες.

 

Ο παλιός ναός καταστράφηκε από τυχαία πυρκαϊά το 423 π.Χ. Έως τώρα πιστεύαμε ότι η ανοικοδόμηση του νέου ναού είχε αρχίσει αμέσως και είχε ολοκληρωθεί πριν από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ορισμένοι όμως νεότεροι μελετητές, με βάση αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, είχαν προτείνει να κατεβάσομε τη χρονολογία περάτωσης του ναού και του αγάλματος στις πρώτες δεκαετίες του 4ου π.Χ. αιώνα. Τώρα φαίνεται να δικαιώνονται. Τα κείμενά μας αναφέρουν το σώμα των Δωματοποιών ενς Ήραν, δηλαδή των υπεύθυνων για την κατασκευή του δώματος, του ναού της θεάς. Αντλούν διάφορα ποσά και πληρώνουν τους εργολάβους. Η κατασκευή του ναού πρέπει να βρισκόταν προς το τέλος της, αν κρίνομε από την παρουσία ενός άλλου σώματος, της Αρτύνας των θυρωμάτων, που ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή της τεράστιας θύρας του ναού (6Χ3,5μ.), από πολύτιμα ξύλα και ενθέματα από ελεφαντόδοντο. Αλλά και οι δωματοποιοί παραλαμβάνουν διάφορες ποσότητες χρυσού σε λεπτά φύλλα (πετάλια) για την επιχρύσωση των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών του ναού.

Ταυτόχρονα αντλούν μεγάλα χρηματικά ποσά και ποσότητες χρυσού οι Εδοποιοί ενς Ήραν, δηλαδή οι υπεύθυνοι για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου έδους (=καθιστού σε θρόνο αγάλματος) της θεάς. Το ύψος του αγάλματος, μαζί με το βάθρο έφτανε περίπου τα 8μ. Είχε ξύλινο σκελετό και επένδυση από φύλλα χρυσού, ενώ το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη του σώματος ήταν από φύλλα ελεφαντοστού. Φορούσε βαρύτιμο περιδέραιο και στέφανο στο κεφάλι, πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένες οι Χάριτες και οι Ώρες. Στο ένα χέρι κρατούσε καρπό ροδιάς και στο άλλο σκήπτρο. Η φήμη του είχε διαδοθεί σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Τώρα έχομε την απόδειξη ότι περατώθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα και συνεπώς ήταν έργο του Πολυκλείτου του νεότερου.

Σχετική με το άγαλμα πρέπει να ήταν και η Αρτύνα του Ευξοϊδείου, του εργαστηρίου δηλαδή που έφτιαχναν λεπτουργήματα (ευ+ξέω) και προετοίμαζαν τα μέρη του αγάλματος για συναρμολόγηση.

Σε μια περίπτωση οι Εδοποιοί παίρνουν από το ταμείο 10.000 αργυρές δραχμές, ενώ άλλες πινακίδες αναφέρουν ότι έλαβαν χρυσό για το έδος βάρους περίπου 14 κιλών. Φυσικά, δεν ήταν αυτή όλη η ποσότητα. Για σύγκριση αναφέρομε ότι η χρυσελεφάντινη Αθηνά του Φειδία στον Παρθενώνα είχε περί τα 40-50 τάλαντα χρυσού ( 1047- 1300 κιλά) και το συνολικό της κόστος υπερέβαινε τα 705 τάλαντα (περίπου 4.230.000 αργυρές δραχμές).

Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του εκλαϊκευτικού άρθρου, να αναφερθούν όλες οι ιστορικές πληροφορίες που μας χαρίζουν τα νέα κείμενα.

Χιλιάδες είναι τα νέα ονόματα πολιτών που συμπληρώνουν την αργειακή προσωπογραφία και πλουτίζουν την ελληνική ονοματολογία με δεκάδες αμάρτυρα ονόματα.

Τα ονόματα των Αργείων πολιτών στα επίσημα έγγραφα συνοδεύονταν σπανίως από τα πατρώνυμά τους και συνηθέστερα από τα ονόματα της φράτρας ή / και της κώμης από τις οποίες προέρχονταν.

Οι φράτρες ήταν πιθανότατα 48, όπως αναφέραμε, 12 για καθεμία από τις 4 φυλές. Στα γνωστά από παλιά ονόματα προστέθηκαν τώρα μεταξύ άλλων οι Δαρμείς, Ερβασίδαι, Ευρυσθίδαι, Μαλωνίδαι, Νοστιμίδαι, Παλίνστροφοι, Ελαιείς, Fαριάδαι, Σωφυλίδαι.

Μάθαμε ακόμα περί τα 30 νέα ονόματα κωμών του Άργους, που δείχνουν πως η επικράτειά του, τη συγκεκριμένη περίοδο, άρχιζε από τα σύνορα με την Κορινθία, περιελάμβανε τις Κλεωνές και τη Νεμέα, ολόκληρο τον αργολικό κάμπο και μέρος της Κυνουρίας, και έφτανε μέχρι τον αρχαίο Μάσητα, σημερινή Κοιλάδα της Ερμιονίδας.

Πολύτιμα είναι και τα νέα στοιχεία για το αργειακό ημερολόγιο, στο οποίο προστέθηκαν επιτέλους οι δύο από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες που μας έλειπαν, ο Αρταμίτιος και ο Εριθαίεος. Βρήκαμε επίσης ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο εξίσωναν το σεληνιακό με το ηλιακό έτος, προσθέτοντας εμβόλιμους μήνες ή συγχωνεύοντας δύο μήνες σε ένα, ιδίως όταν ήθελαν να αποφύγουν πολεμικές εισβολές και συγκρούσεις, προφασιζόμενοι ότι είχαν θρησκευτικές εορ­τές (ιερομηνίες).

Η μελέτη των πινάκων προχωρεί με πολύ μόχθο, με ενθουσιασμό αλλά και απογοητεύσεις, όταν τα κείμενα με αμάρτυρους και δυσνόητους όρους αρνούνται να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Τα απόγραφα και οι σημειώσεις συσσωρεύονται. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη. Συμπεράσματα που τα θεωρούσαμε σχεδόν βέβαια ανατρέπονται από το κείμενο μιας νέας πινακίδας. Το μωσαϊκό της γνώσης συμπληρώνεται αργά – αργά, έχοντας ακόμη πολλά χάσματα και φθορές.

Ανταμοιβή για την πολύμοχθη αυτή προσπάθεια είναι το συναίσθημα ότι από τους χάλκινους πίνακες αναδύεται η φωνή των αρχαίων, όπως μία θεία μελωδία μέσα από τις γραμμώσεις ενός δίσκου.

Το μέγα προνόμιο, ότι ακούς εσύ πρώτος την προαιώνια αυτή φωνή, αποζημιώνει για όλα τα ξενύχτια, τις ατέλειωτες ώρες στις βιβλιοθήκες, την κούραση των ματιών στο στερεοσκόπιο, τους χαμένους περιπάτους και διακοπές.

Προσπαθείς να μη συντρίβεις από τη διαπίστωση ότι όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στο βουνό της γνώσης, τόσο πιο πολύ διευρύνεται ο ορίζοντας της άγνοιας.

Παρηγοριέσαι (αλλά και ανησυχείς) με την ιδέα ότι πολλοί θα ασχοληθούν με τα ίδια κείμενα στους αιώνες που θα έλθουν και θα σε κρίνουν, θα σε διορθώσουν ή και θα σε απορρίψουν.

Το βέβαιον είναι ότι το Άργος ανέκτησε ένα πολύτιμο μέρος από τους ιστορικούς του τίτλους, που πρέπει να εκτεθούν σε ένα χώρο ασφαλή και αντάξιο της σημασίας τους. Θα αποτελούν πόλο επιστημονικών συναντήσεων αλλά και αειφόρου ανάπτυξης για την πόλη. Ήδη ο Δήμος αλλά και η Πολιτεία συντονίζονται στο να μετατραπεί η ανατολική πτέρυγα των Στρατώνων του Καποδίστρια σε Επιγραφική Συλλογή. Όταν ολοκληρωθεί, όπως την ονειρεύομαι, καμιά πόλη στον κόσμο δε θα έχει να επιδείξει κάτι παρόμοιο.

*Το ανωτέρω άρθρο έχει χαρακτήρα πρόδρομης εκλαϊκευτικής ανακοίνωσης και δεν αποτελεί δημοσίευση του ευρήματος, την οποία προετοιμάζει ο συγγραφέας.

 

Χαράλαμπος Β. Κριτζάς

Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου

και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 3, Δεκέμβριος, 2005.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Άργος – Δρ. Άλκηστη Παπαδημητρίου


 

Κατά τις εργασίες διάνοιξης υπογείου σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Ευαγγέλου Σ. Σμυρναίου στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος, εντοπίστηκαν αρχαιότητες, οι οποίες κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη ερευνήθηκαν με αυτοχρηματοδότηση. Λόγω του υφισταμένου κτίσματος και της μεγάλης στενότητας του χώρου, οι ανασκαφικές εργασίες έγιναν τμηματικά και διήρκεσαν 72 ημέρες, από τις 3-10- 2000 έως τις 12-9-2001.

Αμέσως μετά την εύρεση των πρώτων πινάκων, η κ. Ελισάβετ Σπαθάρη, τότε Διευθύντρια της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, και εγώ συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε την υποχρέωση να ακουμπήσουμε τα σπουδαία αυτά ευρήματα στα χέρια του πλέον ειδικού. Ο κ. Χαράλαμπος Κριτζάς, Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου, που είχε και στο παρελθόν μελετήσει παρόμοια ευρήματα από το Άργος, ανέλαβε τη μελέτη αλλά και την ευθύνη της συντήρησης των ευπαθών δέλτων. [1] Στόχος μας είναι, μετά τη συντήρησή τους, τα πολύτιμα ευρήματα να επιστρέφουν στην πόλη του Άργους. [2]

Το οικόπεδο Σμυρναίου βρίσκεται στην οδό Κορίνθου 48, στη σιταραγορά του Άργους, έχει επίμηκες σχήμα, προσανατολισμό Α-Δ και διαστάσεις 6.00X12.50 μ. Οι πρώτες αρχαιολογικές ενδείξεις εμφανίστηκαν σε βάθος 1.80 έως 1.85 από το οδόστρωμα της Κορίνθου (εικόνα 1). Κατά μήκος της νότιας παρειάς του οικοπέδου εντοπίστηκε ένας τοίχος από αδρά λαξευμένους πωρολιθικούς δόμους που εδράζονταν σε υπόστρωμα από κροκάλες. Ο προσανατολισμός του ήταν ανατολικά – δυτικά, το μέγιστο σωζόμενο μήκος τους 9 μ. και το πλάτος 70 εκατοστά. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου και στο ίδιο βάθος, όμοιας κατασκευής τοίχος με πλάτος 50 εκατοστά και προσανατολισμό βόρεια – νότια συνέβαλε στον προηγούμενο. Κατά μήκος της βόρειας παρειάς εντοπίστηκε σειρά αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και αργόλιθων με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά που σώζονται σε μήκος 7 μ. περίπου και ταυτίζονται με έναν άλλο τοίχο. Σε διάφορα σημεία, βόρεια και νότια αυτών των τοίχων, από βάθος 1.85μ. έως 2.15μ., παρατηρήθηκαν συγκεντρώσεις αδρά κατεργασμένων ασβεστόλιθων και πωρόλιθων. Στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, σε βάθος 2,32μ. διατηρήθηκε τμήμα εστίας ελλειψοειδούς σχήματος, διαστάσεων 1.30Χ0.70μ., με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Αμέσως νοτιοανατολικά αυτών βρέθηκαν ακέραια ή θραυσμένα πήλινα καλούπια. Το στρώμα αυτό περιείχε άφθονη στάχτη και κομμάτια καμένου πηλού και είχε ιδιαίτερα σκληρή σύσταση.

 

Εικόνα 1: Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Οι λίθινες θήκες, τα θεμέλια του κτιρίου και η εστία.

 

Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του οικοπέδου εντοπίστηκαν ασβεστολιθικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων και πάχους (2.00X1.00X0.30 μ), οι οποίες κάλυπταν λίθινα σκεύη, που ήταν αδρά λαξευμένα εξωτερικά, ενώ η άνω επιφάνεια και το εσωτερικό τους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένα. Η θήκη 1 ήταν σχεδόν τετράπλευρη και δεν περιείχε ευρήματα, ενώ η κάλυψή της είχε προσανατολισμό βόρεια-νότια. Μία ακόμη λίθινη θήκη, ακριβώς ανατολικά της θήκης 1, δεν ερευνήθηκε διότι βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα όρια της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας Δελή, ο οποίος και δεν συναίνεσε στην έρευνά της. Η δεύτερη θήκη που ερευνήθηκε ήταν η τρίτη από ανατολικά και έφερε κάλυψη με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Μετά την απομάκρυνση της καλυπτήριας πλάκας, διαπιστώσαμε ότι στο εσωτερικό της κιβωτού είχε αποτεθεί μεγάλος αριθμός ενεπίγραφων πινάκων (εικόνα 2). Συνολικά η θήκη περιείχε 60 τουλάχιστον χάλκινους και 2 μολύβδινους ενεπίγραφους πίνακες. Ο ένας μολύβδινος πίνακας είχε μάλιστα τυλιχτεί, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ενός καταδέσμου. Η αφαίρεση των πινάκων που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη, αφού αυτές είχαν με την πάροδο του χρόνου καμπυλώσει και εφάπτονταν στα τοιχώματα της θήκης, έγινε με μεγάλη επιτυχία από το συντηρητή της Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Φώτη Δημάκη. Η θήκη 3, τέταρτη από ανατολικά, είχε παρόμοια κάλυψη και προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της δεν περιείχε ευρήματα. Η θήκη 4 ήταν δεύτερη από ανατολικά. Είχε εντοπιστεί ήδη κατά τις εργασίες αποκάλυψης των δύο πρώτων, αλλά ερευνήθηκε αργότερα, γιατί εν τω μεταξύ κρίθηκε απαραίτητη η αντιστήριξη της όμορης προς τα ανατολικά ιδιοκτησίας. Η κάλυψή της ήταν παρόμοια σε όγκο με τις προηγούμενες και είχε προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά. Στο εσωτερικό της θήκης βρέθηκε ένας μόνο ενεπίγραφος πίνακας σε σχήμα ποδός (εικόνα 2).

 

Εικόνα 2. Η λίθινη θήκη 2 με τους χάλκινους ενεπίγραφους πίνακες.

 

Δυτικά των λίθινων θηκών και σε χαμηλότερο επίπεδο, σε βάθος 2.50 μ., εντοπίστηκε μία ακόμη καλυπτήρια πλάκα παρόμοιων διαστάσεων και προσανατολισμού (εικόνα 3). Μετά την ανάσυρσή της διαπιστώσαμε ότι αυτή κάλυπτε, αντί για μία λίθινη θήκη, δύο αγγεία (εικόνες 4-5).

 

Εικόνα 3. Ανασκαφικό σχέδιο οικοπέδου Σμυρναίου. Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες, τα πέντε πήλινα αγγεία, οι γεωμετρικοί τάφοι και το δάπεδο.

 

Εικόνα 4: Η ανάσυρση της πλάκας που κάλυπτε το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Το ένα αγγείο ήταν πήλινο και το άλλο χάλκινο. Και τα δύο είχαν υποστεί φθορές από το βάρος της ογκώδους κάλυψης. Στο πήλινο αγγείο, που είχε το σχήμα κωδωνόσχημου κρατήρα χωρίς βάση, εντοπίστηκαν 55 περίπου χαλκοί πίνακες, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τους πίνακες της θήκης 2 γύρω στα τοιχώματα του αγγείου (εικόνα 5).

Στο εσωτερικό του χάλκινου αγγείου, που ήταν ένας σφυρήλατος λέβης διαμ. 80 εκατοστών περίπου και ανάλογου ύψους, εντοπίστηκαν καταρχήν τρία χάλκινα αγγεία: μία τριφυλλόσχημη οινοχόη και δύο φιάλες. Κάτω από τα αγγεία βρέθηκαν και εδώ χάλκινοι πίνακες σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Φαίνεται ότι ένα μέρος από τις πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί εδώ αφαιρέθηκε κάποια στιγμή με τρόπο που προξένησε φθορές σε όσες παρέμειναν στη θέση τους. Λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης δεν επιχειρήθηκε η αφαίρεσή τους στο χώρο της ανασκαφής, αλλά τα ευρήματα, αφού στερεώθηκαν στο εσωτερικό του λέβητα, μεταφέρθηκαν μαζί με αυτόν στο Μουσείο του Άργους. Υπεύθυνος για την αφαίρεση των πινακίδων, τη στερέωση και τη μεταφορά του λέβητα αλλά και του πήλινου αγγείου, που πραγματοποιήθηκαν χωρίς να προκληθεί καμία φθορά, ήταν ο συντηρητής Βασίλης Κοντός (εικόνα 5).

 

Εικόνα 5: Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου, κατά μήκος της νότιας παρειάς και μισό μέτρο περίπου βαθύτερα από τον τοίχο με τους πωρόλιθους, εντοπίστηκαν σε βάθος από 2,80 έως 3,60 μ. πέντε (5) πήλινα αγγεία. Τα αγγεία αυτά είχαν τοποθετηθεί όρθια, έφεραν όλα κάλυψη (τα τέσσερα από πήλινες επίπεδες κεραμίδες και το πέμπτο από ασβεστολιθική λεπτή πλάκα) και ήταν κενά (εικόνα 6).

 

Εικόνα 6: Τα πέντε πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς.

 

Η ποιότητα της κατασκευής τους ήταν εξαιρετικά καλή. Ήταν όλα τροχήλατα, τα τέσσερα εξ αυτών κλειστού, ενώ το πέμπτο ανοικτού σχήματος, πανομοιότυπο με αυτό που βρέθηκε κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, δίπλα στο χάλκινο αγγείο. Βόρεια από τα αγγεία της νότιας παρειάς και σε ελαφρά βαθύτερο επίπεδο από τις καλύψεις τους, υπήρχε δάπεδο από κροκάλες μικρού μεγέθους, ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής και με ισχυρή συνοχή. Το δάπεδο αυτό εντοπίστηκε σε όλο το χώρο που ερευνήσαμε, χωρίς να βρεθούν τα όριά του σε καμία πλευρά του οικοπέδου. Εκτός από τα πήλινα αγγεία της νότιας παρειάς, περιέβαλε και τα αγγεία κάτω από την κάλυψη 5. Παρουσίαζε κλίση της τάξεως των 15 εκατοστών περίπου από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η κάτω επιφάνειά του εντοπίστηκε σε βάθος 2.90μ. και το συνολικό του πάχος ήταν 10 εκατοστά. Κατά το ανατολικό άκρο του οικοπέδου, αμέσως ανατολικά της θήκης 2, η σύσταση του δαπέδου μεταβαλλόταν σταδιακά και χωρίς απότομη διαφοροποίηση, παίρνοντας τη μορφή λεπτών βοτσάλων σε μέγεθος χαλικιού. Η θήκη 2 το είχε παραβιάσει ελαφρά κατά την τοποθέτησή της.

Στο νότιο και δυτικό τμήμα του οικοπέδου εντοπίστηκαν δύο τάφοι των γεωμετρικών χρόνων, των οποίων οι καλύψεις βρίσκονταν σε βαθύτερο επίπεδο από το δάπεδο (2.82-3.10 μ.). Οι τάφοι, ένας κτιστός κιβωτιόσχημος και ένας λάκκος με ασβεστολιθική κάλυψη, είχαν προσανατολισμό Α-Δ και ήταν πλούσια κτερισμένοι με κεραμεική, καθώς και μεταλλικά αντικείμενα: σιδερένιες περόνες και χάλκινα δαχτυλίδια. Κατά τη μαρτυρία της κεραμεικής, και οι δύο τάφοι χρονολογούνται στη μέση γεωμετρική εποχή (850-750 π.Χ.) (εικόνα 7).

 

Εικόνα 7: Τα αγγεία του τάφου των γεωμετρικών χρόνων.

 

Από την αναλυτική περιγραφή των ανασκαφικών ευρημάτων γίνεται σαφές ότι αυτά αποτελούν δύο ενότητες με σημαντική υψομετρική διαφορά μεταξύ τους. Για την καλύτερη κατανόηση του ευρήματος σχεδιάσαμε μία τομή κατά τον ανατολικό-δυτικό άξονα του οικοπέδου (εικόνα 8), στην οποία προβάλλονται αφενός τα ευρήματα του κεντρικού άξονα αυτού, αφετέρου δε αυτά της νότιας παρειάς.

 

Εικόνα 8: Τομή κατά τον Α-Δ άξονα του οικοπέδου με τα ανασκαφικά ευρήματα.

 

Εδώ παρατηρούμε ότι ο τοίχος της νότιας παρειάς βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με τις καλύψεις των τεσσάρων λίθινων θηκών, οι οποίες εδράζονται ένα περίπου μέτρο βαθύτερα είτε απευθείας πάνω στο βοτσαλωτό δάπεδο (θήκη 3 και 4), είτε σε χώμα λίγο ψηλότερα από αυτό (θήκη 1), ενώ σε μία περίπτωση η θήκη 2 το έχει παραβιάσει ελαφρά. Το ίδιο το βοτσαλωτό δάπεδο που καλύπτει όλη την επιφάνεια – την επιφάνεια του χώρου που ερευνήσαμε – βρίσκεται σε επίπεδο 2,71 έως 2,85 και παρουσιάζει ελαφρά κλίση προς τα ανατολικά. Σε δύο σημεία έχει εμφανώς παραβιαστεί, για να τοποθετηθούν εκεί αφενός τα δύο αγγεία κάτω από την καλυπτήρια πλάκα 5, αφετέρου δε τα 6 αγγεία της νότιας παρειάς. Οι καλύψεις των γεωμετρικών τάφων, αντίθετα, βρίσκονται περίπου στο ίδιο ή σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο από το βοτσαλωτό δάπεδο.

Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στην οριζόντια και κάθετη στρωματογραφία του οικοπέδου, καθώς και στα κινητά ευρήματα των στρωμάτων. Σε βάθος 2,90 έως 3,00 εντοπίζεται το φυσικό προσχωσιγενές γεωλογικό υπόβαθρο που δεν περιέχει αρχαιολογικά ευρήματα. Ακολουθεί στρώμα καστανού χώματος, πάχους 10 εκατοστών περίπου, που περιέχει κεραμεική των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων (1700-1600 π.Χ.). Πάνω από το βοτσαλωτό δάπεδο εντοπίζεται στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου χώμα καστανό, σχετικά σκληρό, μέχρι την επιφάνεια του 1.50 μ. περίπου. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου το χώμα έχει έντονες προσμίξεις λεπτού χαλικιού. Το στρώμα αυτό φαίνεται να κατέστρεψε εν μέρει την κάλυψη και το χείλος των 6 κενών αγγείων της νότιας παρειάς. Η κεραμεική που προήλθε και από τα δύο αυτά στρώματα αποτελείται κατά 90% από γεωμετρικά όστρακα τροχήλατα και χειροποίητα, ενώ σε ποσοστό 10% περιέχει όστρακα των ύστερων μεσοελλαδικών χρόνων, καθώς και των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων μέχρι περίπου τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Εκτός αυτών, μέσα στα στρώματα βρέθηκε και μικρός αριθμός ειδωλίων της αρχαϊκής εποχής, διάσπαρτα, τα οποία δε συσχετίζονται με ασφάλεια με κάποια από τα ακίνητα ευρήματα. Στα κινητά ευρήματα ανήκουν δύο μόνο χάλκινα νομίσματα, εξαιρετικά φθαρμένα, που δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθούν. Πάνω από τα δύο αυτά στρώματα, το καθαρό καστανό και το χαλικωτό, παρατηρήθηκε σε σημεία που δεν είχαν παραβιαστεί από το σύγχρονο κτίσμα ένα στρώμα από πιο χοντρό χαλίκι, το οποίο εν μέρει καλύπτει τα δύο υποκείμενα και εν μέρει εισχωρεί στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου μέσα στο καστανό, έχοντας καταστρέψει και ένα τμήμα του νότιου τοίχου. Το στρώμα αυτό περιέχει ελάχιστα όστρακα, πολύ φθαρμένα (κυλισμένα).

Ας δούμε τώρα πώς χρησιμοποιήθηκε ο χώρος διαχρονικά.

Όπως βεβαιώνει το στρώμα κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο, ο χώρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στους τελευταίους μεσοελλαδικούς χρόνους. Το επίπεδο χρήσης βρισκόταν τότε 3.00 περίπου μέτρα βαθύτερα από σήμερα. Η μεσοελλαδική κατοίκηση δεν διέσωσε εδώ αρχιτεκτονικά λείψανα. Στους μέσους γεωμετρικούς χρόνους κατασκευάστηκε ένα δάπεδο εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής, το οποίο περιέβαλε δύο τουλάχιστον τάφους της ίδιας εποχής, πλούσια κτερισμένους. Τόσο η δαπανηρή κατασκευή του δαπέδου όσο και το περιεχόμενο των τάφων υποδεικνύουν πως ο χώρος είχε δεσμευτεί για ταφική χρήση, πιθανόν από μία διακεκριμένη οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Αρκετά μετά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για τον εγκιβωτισμό μέσα στο γεωμετρικό δάπεδο δύο αγγείων, στα οποία τοποθετήθηκαν ενεπίγραφοι πίνακες και καλύφτηκαν με την τεράστια ασβεστολιθική πλάκα. Εξάλλου, λίγο ανατολικότερα 6 τουλάχιστον αγγεία τοποθετήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο στο σταθερό φυσικό υπόβαθρο, που μαζί με το συμπαγές δάπεδο βοηθούσε τα αγγεία αυτά να σταθούν όρθια. Η τοποθέτηση των δύο συνόλων έγινε στην ίδια χρονική στιγμή, όπως βεβαιώνει η όμοια στάθμη εύρεσης αλλά και η τεράστια ομοιότητα του πήλινου αγγείου κάτω από την κάλυψη 5 με το ένα από τα αγγεία της νότιας παρειάς. Τα αγγεία αυτά, κλειστά και ανοικτά, είναι, όσο γνωρίζω τουλάχιστον, άγνωστα στο κεραμεικό ρεπερτόριο του Άργους. Προσεγγίζουν με το σχήμα και την κεραμεική κατηγορία τους τα αγγεία των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως να αποτέλεσαν μία ειδική παραγγελία, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της χρήσης τους.

Όπως βεβαιώνει το εύρημα, η κάλυψη 5 ανασύρθηκε μία τουλάχιστον φορά μετά την τοποθέτηση χάλκινων πινάκων μέσα στα αγγεία, συγκεκριμένα όταν αφαιρέθηκαν με βιαστικό ή βίαιο τρόπο ορισμένες από αυτές του χάλκινου λέβητα και εναποτέθηκαν εκεί οι δύο φιάλες και η πρόχους, σκεύη τα οποία χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τελετουργίες.

Στη συνέχεια μία πλημμύρα του ποταμού απόθεσε στο χώρο προσχώσεις πάνω από 1 μ. και ανέβασε το επίπεδο χρήσης από τα 2,60 ή 2,70 στο 1,50 μ. τουλάχιστον από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Σ’ αυτή τη φυσική καταστροφή οφείλονται και τα δύο στρώματα που περιγράψαμε πιο πριν και τα οποία αποτελούν τυπικές αποθέσεις ποταμού, δηλαδή σχετικά καθαρή λάσπη και χαλίκι. Προφανώς, αμέσως μετά την πλημμύρα τοποθετήθηκαν μέσα στο στρώμα που δημιουργήθηκε οι 5 λίθινες θήκες. Μέσα στο ίδιο στρώμα, ίσως όχι τυχαία, αμέσως δυτικά του χώρου της κάλυψης 5, κατασκευάστηκε μία εστία.

Τα πήλινα καλούπια που βρέθηκαν πεταμένα στα νότια της εστίας μπορούν να δώσουν μια ιδέα για τη χρήση της. Τα καλούπια αυτά έχουν τετράπλευρο σχήμα και μια σχετικά αβαθή εσοχή στη μία επιφάνειά τους, της οποίας το σχήμα θυμίζει έντονα τους χάλκινους πίνακες. Η εστία και τα καλούπια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τις καλύψεις των θηκών αλλά και με τους τοίχους και τους λιθοσωρούς και πρέπει να είναι σύγχρονα με αυτά και πάντως μεταγενέστερα από την πλημμύρα. Όπως βεβαιώνει η κεραμεική και οι στρωματογραφικές παρατηρήσεις, η πλημμύρα αυτή έγινε σίγουρα μετά τη γεωμετρική εποχή, αλλά και μετά την τοποθέτηση και χρήση των δύο αγγείων, του πήλινου και του χάλκινου κάτω από την κάλυψη 5. Την ακριβή χρονική στιγμή, που μπορεί να τοποθετείται και στον 4ο αιώνα π.Χ., θα μας υποδείξει η μελέτη των ενεπίγραφων πινάκων από τα αγγεία αυτά.

Η αφθονία της γεωμετρικής κεραμεικής υποδηλώνει ότι γύρω από τους τάφους θα υπήρχαν οικίες που διαλύθηκαν ολοσχερώς από την πλημμύρα. Ο μικρός αριθμός οστράκων από τις μεταγενέστερες περιόδους σημαίνει πιθανόν ότι μετά τη γεωμετρική εποχή, δηλαδή από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά, ο χώρος δε χρησιμοποιήθηκε ξανά για κατοίκηση και ενταφιασμούς. Τα λιγοστά ειδώλια ίσως δίνουν μια ιδέα για τη νέα χρήση στην αρχαϊκή εποχή.

Από τα στοιχεία που αναλύθηκαν μέχρι εδώ, πιστεύω πως γίνεται σαφές ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα καταρχήν για κατοίκηση στη μεσοελλαδική εποχή, μετά για ταφές και κατοίκηση στη γεωμετρική εποχή και τέλος για τη φύλαξη των χάλκινων ενεπίγραφων πινάκων μέσα σε σκεύη προορισμένα για τη χρήση αυτή. Το ερώτημα που ανακύπτει αυτόματα είναι απλό αλλά καθοριστικό. Πού φυλάσσονταν αυτές οι κιβωτοί με τα πολύτιμα δημόσιου χαρακτήρα ντοκουμέντα;

 

Εικόνα 9: Ανασκαφικό σχέδιο κάτοψης του οικοπέδου Σμυρναίου με το περίγραμμα του κτιρίου, στο οποίο φυλάσσονταν οι χάλκινοι ενεπίγραφοι πίνακες.

 

Αν επιστρέψουμε στο σχέδιο της κάτοψης του ανώτερου επιπέδου ευρημάτων μπορούμε να κάνουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Ερμηνεύσαμε ήδη ως τοίχους τα κατάλοιπα της νότιας και της βόρειας παρειάς, καθώς και το εγκάρσιο τμήμα στα ανατολικά. Οι θήκες και η εστία αλλά και η καλυπτήρια πλάκα 5 βρίσκονται σε έναν ενιαίο άξονα, που είναι παράλληλος με το νότιο τοίχο και απέχει περίπου 2,5 μέτρα από αυτόν. Οι υπόλοιποι λιθοσωροί αλλά και οι πώρινες πλάκες εσωτερικά των δύο αξόνων σχετίζονται τοπογραφικά με τη θέση των θηκών αλλά και της καλυπτήριας πλάκας 5. Η εντύπωση που δημιουργείται από το επιχρωματισμένο σχέδιο είναι ότι ο χώρος φύλαξης των σκευών αλλά και της εστίας οριοθετείται με μία απλή κατασκευή. Δύο μακρούς τοίχους μέγιστου σωζόμενου μήκους 9 μ. και έναν εγκάρσιο που έχουν υποστεί φθορές από την πλημμύρα. Παρά την απλή κατασκευή μπορούμε να δούμε στα σπαράγματα αυτά, που απέμειναν από τη θεμελίωση, το περίγραμμα ενός κτιρίου, που ίσως είχε είσοδο από τα ανατολικά και κατέληγε σε παραστάδες. Τη μορφή ενός templum in antis είχαν βέβαια και οι θησαυροί που αφιερώθηκαν στα μεγάλα πανελλήνια ιερά και για τα οποία ο Παυσανίας μας βεβαιώνει ότι χρησίμευαν για τη φύλαξη πολύτιμων αφιερωμάτων, που δεν στήνονταν στην ύπαιθρο, για να μη φθαρούν ή να μην κλαπούν. Μέσα στο κτίριο αυτό πιστεύω ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα κατάλοιπα των λιθοσωρών υποστρώματα κατασκευών, που χρησίμευαν για τη σηματοδότηση της θέσης των θηκών, που και εδώ θα ήταν θαμμένες, αφήνοντας να προεξέχει η καλυπτήρια πλάκα. Η εστία της δυτικής παρειάς, που αποτελεί το μόνο ασφαλές στοιχείο για τον υπολογισμό του επιπέδου βάδισης αυτής της φάσης, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την άνω επιφάνεια των θηκών και συνηγορεί στην άποψη αυτή.

Οι δύο λιθοσωροί στο εσωτερικό του βόρειου και του νότιου τοίχου αντίστοιχα ίσως μπορούν να θεωρηθούν και ως υποστρώματα για αντηρίδες των τοίχων ή έκκεντρες ενισχύσεις της στέγης, αν και το μικρό άνοιγμα του κτιρίου δεν απαιτεί κιονοστοιχία για τη στήριξή της.

Και φτάνουμε βεβαίως στο τελικό ερώτημα: πού θα βρισκόταν το κτίριο αυτό σε σχέση με τον αστικό ιστό της κλασικής εποχής και τους δημόσιους και λατρευτικούς χώρους της πόλης;

Η θέση του οικοπέδου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, 900 περίπου μέτρα βορειοανατολικά του θεάτρου και της αγοράς, σε μία περιοχή που δεν έχει δώσει ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα και παραδοσιακά τοποθετείται εκτός των τειχών της πόλης. Τα νέα ανασκαφικά ευρήματα ίσως μπορούν να ρίξουν λίγο φως στο μείζον πρόβλημα της πορείας του τείχους, κυρίως στη βόρεια πλευρά της πόλης. Θέλω να τονίσω πως αν οι ενεπίγραφοι πίνακες φυλάσσονταν σε ένα κτίριο ή έστω σε έναν περίβολο που- όπως υποδηλώνουν τα ευρήματα- βρισκόταν στην ευρύτερη σφαίρα ενός ιερού, το ιερό αυτό δεν είναι δυνατόν να βρισκόταν σε μία έρημη, ακατοίκητη και απομονωμένη περιοχή, έξω από τα τείχη της πόλης. Ο προσανατολισμός των τάφων στο οικόπεδο που ερευνήσαμε αλλά και των θηκών, της καλυπτήριας πλάκας 5, των πήλινων αγγείων και του κτιρίου υποδηλώνει την ύπαρξη μιας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση ανατολικά – δυτικά. Από άλλες ανασκαφές, εξάλλου, γνωρίζουμε πως κατά μήκος της οδού Κο­ρίνθου υπήρχε και μία οδική αρτηρία με κατεύθυνση βόρεια-νότια. Ίσως κάπου στα νοτιοδυτικά του χώρου που ερευνήσαμε να συνέβαλε στην προηγούμενη, δημιουργώντας μία διασταύρωση. Αν εδώ υπήρχε πράγματι στον 4ο αιώνα ένα ιερό, στο οποίο φυλάσσονταν αυτά τα πολύτιμα κρατικά δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να το φανταστούμε έξω από τα τείχη. Ίσως η μελλοντική ανασκαφική έρευνα δώσει περισσότερα στοιχεία για την επίλυση του προβλήματος.

 

Εικόνα 10: Το επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της ανασκαφής του οικοπέδου Σμυρναίου.

 

Η διακοπή της χρήσης του χώρου για τη φύλαξη των πινακίδων πρέπει να τοποθετηθεί μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., γεγονός που βεβαιώνεται από την απουσία μεταγενέστερων κινητών ευρημάτων. Για κάποιο λόγο, που δεν προκύπτει από τα ανασκαφικά ευρήματα, οι θήκες έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως κιβωτοί απόθεσης των πολύτιμων δέλτων και κατά περίεργο τρόπο ένας μεγάλος αριθμός από αυτές παρέμεινε φυλαγμένος εκεί μέχρι τις μέρες μας. Ίσως κάποιες πολιτικές ανακατατάξεις να είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος διαφάνειας της διαχείρισης δημοσίων χρημάτων, οπότε δε θα ήταν πια απαραίτητη η τήρηση αυτών των αρχείων με τις συναλλαγές.

Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δε μνημονεύει ένα ιερό που να μπορεί τοπογραφικά να ταυτιστεί με το οικόπεδο που ερευνήσαμε, οφείλεται μάλλον στο ότι αυτό δεν υπήρχε πια το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν εκείνος επισκέφτηκε το Άργος, γεγονός που μπορεί να συνδέεται με τη δεύτερη καταστροφική πλημμύρα που κατέστρεψε το κτίριο, στο οποίο φυλάσσονταν οι ενεπίγραφοι πίνακες.

Σε κάθε περίπτωση οι πολυάριθμοι χαλκοί πίνακες και τα κείμενα που διέσωσαν ως εμάς θα δώσουν περισσότερες απαντήσεις από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων.

Στη διάρκεια της ανασκαφής στο οικόπεδο Σμυρναίου, μια μεγάλη ομάδα με συνεργάτες [3] όλων των ειδικοτήτων (εικόνα 10), μοιραστήκαμε κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες την αγωνία για την τεκμηρίωση και τη σωτηρία ενός μοναδικού ευρήματος, αυτής της αυθεντικής αρχαίας γραπτής πηγής. Θέλω να μοιραστώ μαζί τους τη χαρά και την ευθύνη και να τους ευχαριστήσω όλους θερμά.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για το σκοπό αυτό τα ευρήματα μεταφέρονται σταδιακό και συντηρούνται από τον πεπειραμένο συντηρητή κ. Αναστάσιο Μαγνήσαλη υπό την εποπτεία του κ. Κριτζά στο Επιγραφικό Μουσείο.

[2] Στην προσπάθεια αυτή αρωγός μας είναι ο Δήμαρχος του Άργους κ. Δημήτριος Πλατής και σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο, που πρόσφατα έλαβε ομόφωνη απόφαση παραχώρησης της ανατολικής πτέρυγας των Στρατώνων Καποδίστρια για τη δημιουργία του νέου επιγραφικού μουσείου της πόλης, όπου οι χάλκινες δέλτοι θα αποτελέσουν το κορυφαίο έκθεμα.

[3] Τα ανασκαφικά ημερολόγια τήρησαν με υποδειγματική ακρίβεια οι αρχαιολόγοι Αναστασία Κρέκα και Θανάσης Ρούσσης, την ευθύνη της αφαίρεσης των δελτών είχαν οι συντηρητές Φώτης Δημάκης και Βασίλης Κοντός, τα ανασκαφικά σχέδια εκπόνησαν οι σχεδιάστριες Μαρία Καλλίρη και Καλλιόπη Νικολακοπούλου, ενώ η ψηφιακή τους επεξεργασία έγινε από την αρχαιολόγο Δρα Μαρίνα Θωμάτου. Το έργο του συντονισμού των ανασκαφικών εργασιών έφερε σε πέρας με επιτυχία ο οξυδερκής αρχιτεχνίτης ανασκαφών Δημήτρης Χασάπης. Ο αρχιτεχνίτης Χρήστος Σπηλιόπουλος επικεφαλής των ειδικευμένων τεχνιτών του έργου της Τίρυνθας ανέλαβε τα επίπονο έργο της ανάσυρσης των λίθινων καλύψεων με τη συνδρομή των ανυψωτικών μηχανημάτων του Γιώργου Γεωργόπουλου. Την ανασκαφική ομάδα απετέλεσαν οι Ηλίας Καπλατζής, Γιώργος Μούκιος, Νίκος Κούσουλας, Τάσος Κόλλιας, Κώστας Λύκος, Γιώργος Βασιλείου και Γιώργος Βελλίνης. Την ευθύνη της νυκτερινής φύλαξης είχαν οι αρχαιοφύλακες του Μουσείου Άργους με επικεφαλής τον Νίκο Ψυχάρη και τη συνδρομή του Αστυνομικού Τμήματος Άργους. Η οδός Κορίνθου απέκτησε ένα νέο κτίριο και η ιστορία του Άργους πλουτίστηκε με αυθεντικές πληροφορίες θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω την Όλγα και το Βαγγέλη Σμυρναίο για τη γενναιόδωρη συμβολή τους στο έργο μας.

 

Δρ. Άλκηστης Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

Σχετικά θέματα:

Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους – Χαράλαμπος Β. Κριτζάς, Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου και τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδος.

 

Read Full Post »

Οι χορηγίες στην υπηρεσία πολιτικών επιδιώξεων των ελληνιστικών βασιλείων. Η επιγραφή McCabe, Didyma 13. © Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας


 

Οι χορηγίες στην υπηρεσία πολιτικών επιδιώξεων των ελληνιστικών βασιλείων.

Η επιγραφή McCabe, Didyma 13

 

Ψήφισμα για τη διανομή τροφίμων στα γενέθλια του Ευμένη (Β΄); περ. 159/8 π.Χ.: McCabe, Didyma 13.

 

Η επιγραφή McCabe, Didyma 13

 

 Απόδοση στη Νεοελληνική

 

 . . .την έκτη του μηνός Ληναιώνος από τα έσοδα των χρημάτων που έχουν αναφερθεί προηγουμένως. Να αποφασίσει η βουλή να εκλεγούν στην εκκλησία δύο άνδρες και αυτοί που θα εκλεγούν να προνοήσουν να αγοραστεί αρκετή ποσότητα σιταριού ή να μισθωθεί η παροχή ικανής ποσότητας σιταριού έτσι ώστε να μοιραστούν σε κάθε πολίτη έξι ημίεκτα, την 6η του μηνός Ληναιώνος την ημέρα δηλ. που γεννήθηκε ο βασιλεύς Ευμένης, και να γίνει η θυσία και η συνεστίαση, αφού διευκρινιστούν τα σχετικά με τις πομπές και τις θυσίες και τον οπλισμό των εφήβων και όλα τα άλλα που έχουν οριστεί από τον στεφανηφορικό νόμο και από τον κανονισμό περί ιερωσύνης.

Επίσης, στη συνέχεια να εκλέξουν κατά τη 12η του μηνός Ταυρεώνος αυτούς που θα αγοράσουν τα σιτηρά ή που θα μισθώσουν την παροχή της απαραίτητης ποσότητας. Για να τύχουν της πρέπουσας διαχείρισης όσα αποφασίστηκαν παραπάνω, οι άνδρες που είχαν οριστεί για την κατασκευή του Γυμνασίου Ειρηνίας γιος του Ειρηνίου και Ζώπυρος γιος του Ασκληπιοδώρου πρέπει, κατά τον μήνα Αρτεμισιώνα του τρέχοντος έτους να καταβάλουν τριάντα τάλαντα από τα οφειλόμενα εμπορικά δάνεια, σε αυτούς που θα εκλεγούν τραπεζίτες της δημόσιας τράπεζας, κατά τη χρονιά μετά τα δύο έτη που στεφανηφόρος ήταν ο θεός και τα οποία ακολούθησαν το έτος του Μενεκράτη. Από τους τόκους αυτού οι τραπεζίτες θα έπρεπε να αποδώσουν στα αιρετά μέλη της επιτροπής τα απαραίτητα για την αγορά σιταριού ποσά και όταν θα λήξει η θητεία τους να παραδώσουν στους μετά από αυτούς τραπεζίτες.[1] . . . επαρκή συμβόλαια και να ζητήσουν οι εκλεγμένοι να γίνει αμέσως η  αγορά του σίτου ή η μίσθωση (της αγοράς) και να καταγραφεί στους  λογαριασμούς (της πόλης).

Για να τηρούνται τα αποφασισμένα και να διαφυλάσσεται η ανάμνηση του βασιλέως στο μέλλον, να λάβουν γνώση για το ψήφισμα του δήμου και ο βασιλεύς Άτταλος  και ο Αθήναιος και ο γιος του Ευμένη Άτταλος και να μην επιτρέπεται σε κανέναν ούτε να πει ούτε να αναγνωρίσει εκ των υστέρων ούτε να προσθέσει ούτε να σημειώσει ούτε να θέσει σε ψηφοφορία ότι πρέπει να μεταβιβαστούν τα χρήματα σε κάτι άλλο και να μην υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης σε αυτά που έχουν καταχωριστεί στο ψήφισμα. Εάν όμως κάποιος πράξει κάτι αντίθετο με οποιονδήποτε τρόπο, το γραφέν να είναι άκυρο, και αυτός που έπραξε κάτι από τα απαγορευμένα να πληρώσει 2.000 στατήρες ιερούς στον Απόλλωνα Διδυμαίο. Και το ψήφισμα αυτό να αναγραφεί σε στήλη λιθίνη και να στηθεί στο ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνος μπροστά από τον ναό.

Στους Ελληνιστικούς χρόνους το μοτίβο της τιμής του βασιλέως είναι ευρέως διαδεδομένο και καθίσταται κίνητρο για την καθιέρωση αγώνων, κοινωνικών εκδηλώσεων, οικονομικής ενίσχυσης των πολιτών και εφοδιασμό τους με βασικά είδη διατροφής [2].

Ευμένης Β΄ της Περγάμου (πιθανολογείται). Ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου στη Μικρά Ασία, μέλος της Δυναστείας των Ατταλιδών. Naples National Archaeological Museum.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται η διαδικασία απονομής τιμών στον Ευμένη Β΄, ηγεμόνα του Περγάμου και μέλος της δυναστείας των Ατταλιδών, κατά την ημερομηνία των γενεθλίων του, η συμβολή του στην ανέγερση του Γυμνασίου της Μιλήτου, καθώς και ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική ζωή των πόλεων των Ελληνιστικών χρόνων. Τέλος, διερευνάται και η ύπαρξη και άλλων χορηγιών του Ευμένη Β΄, ο σκοπός τους και ο τρόπος υλοποίησής τους.

Βάση της διερεύνησης της απονομής τιμών στον Ευμένη αποτελεί η επιγραφή Didyma 13 που βρέθηκε στα Δίδυμα της Μ. Ασίας αναφέρεται σε ψήφισμα της βουλής της Μιλήτου και ψηφίστηκε λίγο μετά το 159 π.Χ. Το συγκεκριμένο ψήφισμα παρέχει αρκετές πληροφορίες αλλά παρουσιάζει και αρκετά προβλήματα, σχετικά με τη διάθεση των χρημάτων της χορηγίας του Ευμένη και με την παρέμβαση σε αυτά της επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με την ανέγερση του Γυμνασίου της Μιλήτου [3].

Με βάση το ψήφισμα, αποστέλλεται από τη Μίλητο στον Ευμένη εκ νέου [4] ο Ειρηνίας Ειρηνίου [5], ο οποίος επηρέασε τόσο τον Ευμένη, ώστε ο τελευταίος να προβεί στην αύξηση του ποσού της χορηγίας προς την πόλη της Μιλήτου, καθώς και να αναλάβει ο ίδιος τα έξοδα που σχετίζονταν με τον εορτασμό των γενεθλίων του (στ. 9-12).

Η εορτή έπρεπε να λάβει χώρα στις έξι του μηνός Ληναιώνος [6] και η πόλη θα την χρηματοδοτούσε «από τα έσοδα των προαναφερομένων κεφαλαίων» [—Λη]ναινος τι κτηι π [τς πρ]οσ[δου] [τς κ τν ερ]ημνων χρημτων. (στ. 2-3) [7]. Δεν γνωρίζουμε το χρηματικό ποσό των κεφαλαίων, η μνεία όμως των εσόδων που απέφεραν, δείχνει ότι οι Μιλήσιοι τα είχαν τοποθετήσει, πιθανώς, σε δημόσια τράπεζα, σύμφωνα με τις οδηγίες του βασιλέως. Αυτή η τοποθέτηση ήταν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη για μακροπρόθεσμες δαπάνες [8].

Για την απονομή της τιμής στον Ευμένη, τη 12η του μηνός Ταυρεώνος [9] η  βουλή έπρεπε να εκλέξει δύο άνδρες που θα αναλάμβαναν την οργάνωση της λατρείας, τις θυσίες και τη δημόσια συνεστίαση [10] (στ. 10-15). Οι Μιλήσιοι αποφάσισαν να αυξήσουν τη λαμπρότητα της εορτής, προσθέτοντας τη διανομή έξι ημιέκτων του μεδίμνου σίτου (περίπου 26 κιλά) σε κάθε πολίτη. Επιπλέον, οι εκλεγμένοι άνδρες θα οργάνωναν και τα σχετικά με την πομπή από οπλισμένους εφήβους, και όλα τα άλλα όπως ορίζονταν από τον νόμο των στεφανηφόρων [11] και από τον κατάλογο των ιερέων (στ. 3-10).

Η επιτροπή των δύο αυτών ανδρών που ήταν επιφορτισμένη με την αγορά των δημητριακών θα ανανεωνόταν στο εξής κάθε χρόνο, στις 12 του μηνός Ταυρεώνος (στ. 15-19). Στο ψήφισμα αναφερόταν και ο εξής όρος «και προκειμένου οι προαναφερθείσες δωρεές να λάβουν την κατάλληλη διαχείριση, πρέπει οι πολίτες που επιλέχθηκαν για την ανέγερση του Γυμνασίου ο Ειρηνίας [12], ο γιος του Ειρηνίου και ο Ζώπυρος, ο γιος του Ασκληπιόδωρου, να πάρουν από την τράπεζα τριάντα τάλαντα από τα ανεξόφλητα από τους εμπόρους εμπορικά δάνεια, κατά τον μήνα Αρτεμισιώνα [13] εκείνου του έτους, με τη συναίνεση των εκλεγμένων τραπεζιτών της δημόσιας τράπεζας, για τον χρόνο που θα ακολουθήσει τη δεύτερη επωνυμία του θεού μετά τον Μενεκράτη· με αυτό το εισόδημα, οι τραπεζίτες θα πρέπει να παράσχουν στους αιρετούς πολίτες τα χρήματα για την αγορά των σιτηρών, και όταν λήξει η θητεία τους στο αξίωμα, θα πρέπει να παραδώσουν τα χρήματα στους επόμενους τραπεζίτες…» (στ. 19-31) [14].

Το δεύτερο σημαντικό θέμα, είναι αυτό που σχετίζεται με την κατασκευή του Γυμνασίου από την πόλη. Η πόλη, όπως εικάζεται από τη μελέτη του ψηφίσματος, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν διέθετε τα χρήματα για να πληρώσει τους κατασκευαστές του Γυμνασίου. Ο μοναδικός τρόπος επίλυσης του προβλήματος φαίνεται ότι ήταν η χρησιμοποίηση των χρημάτων που είχε δανείσει στους εμπόρους. Η προθεσμία αποπληρωμής όμως των ποσών αυτών ήταν ο μήνας Αρτεμισιών. Επειδή, η λήξη της προθεσμίας αποπληρωμής των δανείων από τους εμπόρους ήταν ακόμη μακρινή και η πόλη επειγόταν να πληρώσει τους λογαριασμούς των κατασκευαστών, η δωρεά του βασιλέως ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. Έτσι, η Μίλητος αντί να κάνει αμέσως έντοκη τοποθέτηση ολόκληρου του ποσού που δώρισε ο Ευμένης, προκειμένου να τελεστεί η ετήσια εορτή, πήρε, πιθανόν με τη συναίνεση του βασιλέως, ένα μικρό ποσό για να οργανώσει την εορτή για τα γενέθλιά του, ενώ τα υπόλοιπα τα χρησιμοποίησε για να πληρώσει τους πιστωτές από τους οποίους είχε δανειστεί χρήματα για την ανέγερση του Γυμνασίου [15].

Ένα άλλο σημαντικό θέμα στην παρούσα επιγραφή αποτελεί ο όρος εμπορικά δάνεια· πιθανότατα γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ο Ειρηνίας και ο Ζώπυρος είχαν πάρει εντολή να δανείσουν το διαθέσιμο κεφάλαιο, στο σύνολο ή εν μέρει, σε εμπόρους, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για τις επιχειρήσεις τους, στοιχείο που μοναδική μαρτυρία ανάμεσα στις σωζόμενες μαρτυρίες. Σίγουρα η επιγραφική έχει διασώσει και άλλες μαρτυρίες δανείων που χορηγήθηκαν σε ιδιώτες από τα δημόσια ή τα ιερά ταμεία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επρόκειτο για πολύ ιδιαίτερες επιχειρήσεις, τα κεφάλαια των οποίων αποτελούσαν συχνότατα δωρεές ευεργετών· επιπλέον, αυτά τα χρήματα παρέμεναν επ’ αόριστον αδιάθετα, έτσι ώστε να αποδίδουν τακτικά τόκους που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για έναν ορισμένο σκοπό [16].

Σύμφωνα με τους μελετητές επρόκειτο, μάλλον, για δάνεια που είχαν δοθεί σε εμπόρους από μέρους της δημόσιας τράπεζας [17]. Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι στις πόλεις που υπήρχε δημόσια τράπεζα, αυτή ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση του κρατικού χρήματος· αυτή η ερμηνεία ωστόσο δεν εξηγεί, στην περίπτωση του κειμένου μας, τον λόγο για τον οποίο αυτά τα εμπορικά δάνεια αποπληρώθηκαν στην επιτροπή που ήταν αρμόδια για το Γυμνάσιο. Από την άλλη, η προθεσμία αποπληρωμής αυτών των εμπορικν δανείων ήταν ο μήνας Αρτεμισιών, δηλαδή το τέλος σχεδόν του χρόνου (στ. 22-23), ενώ τα ναυτικά δάνεια [18] έπρεπε να αποπληρωθούν μετά την επιστροφή από το ταξίδι, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ναυτικής περιόδου και όχι κατά το τέλος του χειμώνα [19].

Μπορούμε λοιπόν να ανασυνθέσουμε τα στοιχεία ως εξής: Από τη μια πλευρά, η άφιξη και η πώληση των προϊόντων που υποσχέθηκε ο Ευμένης χρειάστηκαν κάποιο χρόνο. Από την άλλη, η ανέγερση του Γυμνασίου δεν ξεκίνησε άμεσα και προφανώς επεκτάθηκε σε βάθος αρκετών ετών. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που τα έσοδα των πωλήσεων έμπαιναν στο δημόσιο ταμείο, οι επίτροποι μπόρεσαν να τα δανείσουν βραχυπρόθεσμα, π.χ. σε ετήσια βάση, και έπειτα να τα αποσύρουν από την κυκλοφορία στον βαθμό που τους ήταν απαραίτητα να τα χρησιμοποιήσουν σε κάποιες εργασίες τους. Είναι δύσκολο να αξιολογήσουμε το κέρδος αυτών των επιχειρήσεων, λόγω του ότι αγνοούμε το ύψος των προς δανεισμό ποσών, καθώς και τον αριθμό και τη διάρκεια των συναλλαγών. Είναι ωστόσο πιθανόν οι Μιλήσιοι να είχαν αποταμιεύσει σημαντικά κέρδη, τα οποία πιθανώς τους επέτρεψαν να αφήσουν το κεφάλαιο άθικτο, ώστε να το χρησιμοποιήσουν εξ ολοκλήρου για τις εργασίες και να χρησιμοποιήσουν μόνο τους τόκους, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα καινούργιο κεφάλαιο[20].

Αυτό όμως δεν αποτελούσε παρά μία προσωρινή διάθεση των χρημάτων· η δωρεά του βασιλέως δεν μπορεί να εκτραπεί του σκοπού της, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση του εορτασμού των γενεθλίων του. Επομένως, η πόλη, πιθανόν, με τη συγκατάθεση του βασιλέως, είχε παραδώσει αυτά τα χρήματα στα μέλη της επιτροπής που είχαν επιφορτιστεί με την ανέγερση του Γυμνασίου, προκειμένου να πληρωθούν οι κατασκευαστές. Είναι ευνόητος, λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της επιτροπής έπρεπε να καταβάλουν τριάντα τάλαντα σε αποζημιώσεις προς τη δημόσια τράπεζα. Υπήρχε δηλαδή ένα αρχικό κεφάλαιο το οποίο, προς στιγμήν είχε εκτραπεί του αρχικού σκοπού του [21]. Αυτός ο δανεισμός έγινε πιθανότατα από τη δημόσια τράπεζα της Μιλήτου [22].

Μετά από κάποιους ακρωτηριασμένους στίχους, διαβάζουμε ότι η επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για τα δημητριακά έπρεπε «να προβεί άμεσα (;) στην αγορά των δημητριακών και να τα εγγράψει στον λογαριασμό»: π̣[οιε]̣ν [δ ․․c.7․․ εθς τν] καταγ̣ο[ρασμν] | [ τ]ν μσθω[σιν το στου κα] γγρ<φ>εσθαι ες τ[ν] [λ]γον. (στ. 34-36). Οι παραπάνω όροι είχαν ως σκοπό την προστασία του νέου κεφαλαίου από κάθε είδους παρεκτροπή. Για να τηρούνται όλες οι παραπάνω αποφάσεις και για να διαφυλάσσεται η ανάμνηση του βασιλέως στο μέλλον, έπρεπε να λάβουν γνώση για το ψήφισμα του δήμου και ο βασιλεύς Άτταλος (ο αδελφός του Ευμένη) και ο Αθήναιος (ο μικρότερος αδελφός του) και ο Άτταλος (Άτταλος ο Γ΄), ο γιος του Ευμένη και να μην υπάρχει καμία δυνατότητα παρέμβασης σε αυτά που έχουν καταχωριστεί στο ψήφισμα. Εάν όμως παρά ταύτα κάποιος παρέμβει με κάποιο τρόπο, το ψήφισμα να είναι άκυρο [23], ενώ αυτός που παρενέβη σε κάτι από τα αποφασισμένα να πληρώσει 2.000 στατήρες ιερούς στον Απόλλωνα Διδυμαίο. Σε συμπλήρωση στην επιγραφή, διαβάζουμε την απόφαση να χαραχθεί το ψήφισμα πάνω σε πέτρινη στήλη και να τοποθετηθεί η τελευταία στο Ιερό των Διδύμων. Έτσι δικαιολογείται η ανακάλυψη της παρούσας επιγραφής στα Δίδυμα.

Τέλος, ένα άλλο θέμα που τίθεται είναι ο ρόλος της δημόσιας τράπεζας. Ένα κύριο χαρακτηριστικό που διέκρινε τη δημόσια τράπεζα από τις αντίστοιχες ιδιωτικές ήταν η φύση των καταθέσεων [24]. Από τους Ελληνιστικούς χρόνους και μετά υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετές πόλεις διέθεταν δημόσια τράπεζα: η Αθήνα, η Κως, η Δήλος, η Τήνος, η Χίος, το Ίλιον, η Λάμψακος, η Μίλητος και, πιθανότατα, και άλλες. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους και έπειτα, υπάρχουν μαρτυρίες για μερικές επιπλέον πόλεις, όπως π.χ. το Πέργαμον και η Ρόδος. Καταρχάς, οι μελετητές τείνουν να συμπεριλαμβάνουν στις δημόσιες τράπεζες και μερικές ιδιωτικές [25], οι οποίες έχαιραν ενός χρηματοπιστωτικού μονοπωλίου στα όρια της πόλης τους. Η πόλις του Βυζαντίου, για παράδειγμα, αποδεδειγμένα αποφάσισε κάποια στιγμή να πουλήσει το δικαίωμα της ανταλλαγής νομισμάτων σε αποκλειστικά και μόνο ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (Αριστοτέλης Οκ. ΙΙ 1346b24-26 τν τε νομισμάτων τν καταλλαγν πέδοντο μι τραπέζ). Για να εξεύρουν κεφάλαια για τα θησαυροφυλάκιά τους, οι πόλεις συνήθως κατέφευγαν, εκτός από την πρόσκληση για εθελούσιες δωρεές χρημάτων (πιδόσεις), στον δημόσιο δανεισμό [26] και στη φορολογία.

H κάθε δημόσια τράπεζα διαχειριζόταν τέσσερα είδη λογαριασμών: Τον λογαριασμό της πόλης όπου είχε την έδρα της η τράπεζα, τους λογαριασμούς διαφόρων κρατικών αξιωματούχων, τους λογαριασμούς των διαφόρων ιδρυμάτων και τον λογαριασμό του Ιερού κάποιου θεού. Οι μαρτυρίες που πιστοποιούν την ύπαρξη και τις εργασίες του συνόλου αυτών των λογαριασμών συνήθως προσκομίζονται για να υποστηρίξουν την άποψη ότι η δημόσια τράπεζα εργαζόταν μόνο για έναν πελάτη, το Κράτος [27].

Επίσης, η δημόσια τράπεζα δεν εμπλεκόταν ποτέ σε ανταλλαγή νομισμάτων και δεν δεχόταν καταθέσεις σε ιδιωτικά νομίσματα, αν και σε μερικές περιπτώσεις η διάκριση μεταξύ «ιδιωτικών» και «μη ιδιωτικών» καταθέσεων φαίνεται ότι είναι λιγότερο χρήσιμη έως και χωρίς νόημα. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι οι δημόσιες τράπεζες όντως εργάζονταν με τις ιδιωτικές καταθέσεις, αλλά και υπήρχαν χάρη σε αυτές [28].

 

Άλλες χορηγίες του Ευμένη

 

Ο Ευμένης ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του φιλολαϊκή πολιτική προς τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας και όχι μόνο, παρόλο που κάποιες από αυτές δεν τον συμπαθούσαν.

Μία από τις πόλεις που ευεργετήθηκαν ιδιαίτερα από τον Ευμένη ήταν η Μίλητος. Με βάση την επιγραφή McCabe, Miletos 45, στις αρχές της δεκαετίας του 160 π.Χ. οι Μιλήσιοι σχεδίαζαν την ανέγερση ενός Γυμνασίου και γι’ αυτό απέστειλαν τον Ειρηνία, γνωστό σε εμάς από το προηγούμενο ψήφισμα, στον Ευμένη, προκειμένου να ζητήσουν τη συνδρομή του. Κατόπιν τούτου, ο Ευμένης επέλεξε να τους στείλει, όχι μόνο την απαραίτητη για τις εργασίες ξυλεία αλλά και 160.000 μεδίμνους σίτου ή αλεύρου (αντιστοιχούν σε 6.000-7.000 τόνους), το οποίο, προφανώς, θα έπρεπε να πουλήσουν για να αποκτήσουν μετρητά χρήματα. Σίγουρα είναι δύσκολο να γνωρίζουμε την τιμή του σίτου εκείνη την εποχή στη συγκεκριμένη περιοχή, λόγω του ότι οι συγκρίσεις ήταν σπάνιες.

Επίσης, από τον Πολύβιο [29] γίνεται γνωστό ότι το 161/160 π.Χ., ο βασιλεύς Ευμένης ο Β΄ βοήθησε τους Ροδίους να ιδρύσουν ένα πλούσιο ίδρυμα, το οποίο είχε ως μοναδικό σκοπό τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης των παιδιών. Ο Ευμένης δώρισε 280.000 μεδίμνους δημητριακών (περ. 14.000 τόνους) προς πώληση. Τα κέρδη από την πώληση θα έπρεπε στη συνέχεια να τα τοποθετήσουν με τόκο και από αυτόν τον τόκο, οι Ρόδιοι θα πλήρωναν τους μισθούς των παιδευτν και των διδασκάλων των παιδιών. Το προς δανεισμό κεφάλαιο αυτού του ιδρύματος και μόνο υπολογίζεται μεταξύ 1,6 και 2,8 εκατομμύρια δραχμές. Δεν σώζονται λεπτομέρειες σχετικά με την διοικητική μηχανορραφία με την οποία οι Ροδίτες διαχειρίζονταν αυτό το δανειστικό σχήμα. Εφόσον δεν μαρτυρείται η ύπαρξη Ροδιακής δημόσιας τράπεζας κατά τη συγκεκριμένη εποχή, θα πρέπει να εικάσουμε ότι, όπως και στους Δελφούς, το σχήμα αυτό διαχειρίζονταν οι υπάρχοντες πολιτειακοί θεσμοί [30].

 

 Συμπεράσματα

 

Από τη σύντομη ανάλυση της διαδικασίας με την οποία χρησιμοποιήθηκε η τραπεζική πίστη στο ελληνιστικό βασίλειο του Περγάμου, συμπεραίνουμε ότι το μοτίβο της τιμής των βασιλέων είναι ευρέως διαδεδομένο κατά την Ελληνιστική εποχή και λαμβάνει ιδιαίτερες μορφές. Η χορηγία του Ευμένη, βάσει  της επιγραφής McCabe, Didyma 13 γίνεται με σκοπό την κάλυψη των εξόδων του εορτασμού των γενεθλίων του. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή χρήματα από τη χορηγία διατίθενται και για την αποπληρωμή των πιστωτών που ανήγειραν το Γυμνάσιο, επειδή τα εμπορικά δάνεια από τους ναυτικούς δεν είχαν αποπληρωθεί. Σε όλη αυτή τη διαδικασία σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε η δημόσια τράπεζα της Μιλήτου. Από τη μελέτη και άλλων επιγραφών προκύπτει ότι ο Ευμένης είχε προβεί και άλλες φορές σε χορηγίες, προκειμένου να επηρεάζει την πολιτική κατάσταση και άλλων ελληνιστικών κρατών.

Από ό,τι φαίνεται τον δεσποτικό χαρακτήρα του Ελληνιστικού βασιλείου, κατ’ επίφαση υπηρετούσαν λαοφιλείς οικονομικές χορηγίες των ηγεμόνων προς τον λαό. Αυτές όμως στην ουσία υποστηρίζονταν από την ανθηρή χρηματοοικονομική κατάσταση της Μ. Ασίας, μέσω της λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων δημόσιου χαρακτήρα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[2] Laum 1914, σ. 42.

[3] Στη Μίλητο χτίστηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. με χρηματοδότηση κάποιου Ευδαίμονος ένα Γυμνάσιο στην Αγορά της πόλης, ενώ λίγες μόλις δεκαετίες αργότερα ο ηγεμόνας του Περγάμου Ευμένης Β΄ δώρισε στην ίδια πόλη δημητριακά και ξυλεία, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα χρήματα (βλ. παρακάτω σ. 7 επιγραφή McCabe, Miletos 45) για την κατασκευή ενός δεύτερου Γυμνασίου. Η αρχική αρχιτεκτονική μορφή του Γυμνασίου δε μας είναι γνωστή, αφού το οικοδόμημα μετασκευάστηκε στη Ρωμαϊκή εποχή. Σήμερα τα ερείπιά του έχουν εν μέρει αποκαλυφθεί. Αξίζει να αναφερθούμε στο μνημειακό ιωνικό πρόπυλο, που οδηγούσε από το Γυμνάσιο στο Στάδιο, στο οποίο ήταν χαραγμένο και το τιμητικό ψήφισμα των κατοίκων της Μιλήτου προς τον Ευμένη Β΄. Η ανέγερση του Γυμνασίου και του Σταδίου φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικοδομικό πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε κατά τους Ελληνιστικά χρόνους, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών της πόλης, και απέβλεπε στην εξυπηρέτηση αθλητικών, θρησκευτικών και γενικότερα εορταστικών εκδηλώσεων. Πιθανότατα, κατά τη διάρκεια της τέλεσης μεγάλων εορτών, απλοί πολίτες και επισκέπτες της Μιλήτου, ιερείς και αθλητές συγκεντρώνονταν στο Γυμνάσιο και σχημάτιζαν πομπή, η οποία περνούσε μέσα από το Πρόπυλο για να καταλήξει στο Στάδιο.

[4] Είχε αποσταλεί και μερικά χρόνια ενωρίτερα, όπως γίνεται γνωστό από το ψήφισμα McCabe, Miletos 45.

[5] Μετά την τιμωρία της Ρόδου από τη Ρώμη για την επαμφοτερίζουσα στάση της, κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, η Μίλητος περιήλθε στον έλεγχο των Ατταλιδών. Ο Ειρηνίας γιος του Ειρηνίου, Μιλήσιος πρέσβης στην αυλή των Ατταλιδών, εργάστηκε προκειμένου και οι δύο πλευρές να ωφεληθούν από τη σχέση αυτή: ο Ευμένης Β΄ έδρασε ως ευεργέτης της πόλης, η οποία με τη σειρά της του απέδωσε τιμές ακόμα και μετά θάνατον. http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=5354 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[6] Ο Ληναιών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Γαμηλιώνα (16 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[7] Migeotte 2012, σ. 118.

[8] Migeotte 2012, σ. 118.

[9] Ο Ταυρεών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Μουνιχιώνα (16 Απριλίου – 15 Μαΐου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[10] Migeotte 2012, σ. 119.

[11] Στεφανηφόρος ονομαζόταν ο επώνυμος άρχοντας της Μιλήτου, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=5354 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[12] Για τιμές που αποδόθηκαν στον Ειρηνία τον γιο του Ειρηνίου βλ. ψήφισμα του δήμου των Μιλησίων; 167/140 BC: *IDidyma 142.

[13] Ο Αρτεμισιών αντιστοιχεί στον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (16 Μαρτίου – 15 Απριλίου του Γρηγοριανού ημερολογίου).

[14] Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[15] Derenne 1930, σ. 243 και Bogaert 1968, σσ. 259-260.

[16] Migeotte 2012, σ. 120.

[17] Bogaert 1968, σσ. 260.

[18] Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα», αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις. Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας είναι γνωστό π.χ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%. Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιζαν και τα Ιερά. Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των Ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003 (προσπελάστηκε 25/5/2017).

[19] Bogaert 1968, σσ. 260-261.

[20] Migeotte 2012, σ. 120.

[21] Bogaert 1968, σ. 260.

[22] Οι πρώτες ενδείξεις για τη δραστηριοποίηση τραπεζών στην αρχαία Ελλάδα ανάγονται στον 6ο αι. π.Χ. Ο κυρίαρχος θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων, δυσκόλευε εξαιρετικά τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και έκανε την παρουσία του αργυραμοιβού απαραίτητη, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003.

[23] Οι Ατταλίδες φρόντιζαν να θεσπίζουν νόμους που δεν επιδέχονταν μεταβολές. Έτσι δημιουργούσαν ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διασφάλιζε την εξουσία τους.

[24] Από πολύ νωρίς, πιθανότατα από τον 6ο αι. π.Χ., ορισμένοι ιδιώτες συνήθιζαν να καταθέτουν σε διάφορα ιερά ποσά για φύλαξη. Το φαινόμενο αυτό γνώριζε ιδιαίτερη έξαρση κυρίως σε περιόδους αναταραχών και πολεμικών συρράξεων. Η ιερότητα και το απαραβίαστο των ορίων των ιερών ήταν σεβαστά από όλους και επομένως τα χρήματα αυτά είχαν τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Έτσι σιγά σιγά στα ιερά συσσωρεύονταν σημαντικά ποσά. Η ενέργεια αυτή, σε συνδυασμό και με την παροχή εκ μέρους των ιερών, εντόκων δανείων σε όσους είχαν ανάγκη από «ρευστό», δημιούργησε τις πρώτες τράπεζες. Πολύ γρήγορα και τα ιερά υποχρεώθηκαν στην καθιέρωση τόκων για τις καταθέσεις αλλά σε σχέση με τις ιδιωτικές τράπεζες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112003.

[25] Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη, ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, οι πόλεις αποταμίευαν, κατά κανόνα, χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης, οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι’ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου. Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με ποιο κόστος.

[26] Gabrielsen 2008, σ. 124.

[27] Gabrielsen 2008, σ. 117.

[28] Gabrielsen 2008, σ. 116.

[29] Πολύβιος ΧΧΧΙ 31, 1-3.

[30] Gabrielsen 2008, σ. 120.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Bogaert 1968, Banques et Banquiers dans les Cités Grecques, Leyde: A.W. Sijthoff.
  • Chaniotis 2003, The divinity of Hellenistic Rulers, A. Erskine, A companion to the Hellenistic World, Blacwell, Oxford, σσ. 431-445.
  • Direnne 1930, “Note sur une inscription de MiletBCH τ. 54 (1930), σσ. 241-244.
  • Gabrielsen 2008, “The Public Banks of Hellenistic Cities”, PISTOI DIA TÈN TECHNÈN: Bankers, Loans and Archives in the Ancient World, Studies in Honour of R. Bogaert, K. Verboven, K. Vandorpe & V. Chankowski (ed.), Peeters, σσ. 115-130.
  • Laum 1914, Stiftungen in der griechischen und römischen Antike: ein Beitrag zur antiken Kulturgeschichte, Druck und Verlag von B.G. Teubner, Leipzig.
  • Migeotte 2012, Les dons du roi Eumène et les emporika daneia de la cité, R. Descat, STEPHANÈPHOROS, De l’économie antique à l’Asie Mineure, σσ. 117-123.
  • E. Samuel 1972, Greek and Roman Chronology. Calendars and Years in Classical Antiquity, München.

 

Γεωργία Κ. Κατσαγάνη

Δρ. Κλασικής Φιλολογίας

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ομιλία στο Δαναό με θέμα: «Ο Δίας Κραταιβάτης και η Ήρα Ακραία στην Αργολίδα».


 

O Σύλλογος Αργείων «O Δαναός» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018  και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου, Αγγελή Μπόμπου 8, στο Άργος,  θα μιλήσει, ο κ.  Χρήστος Πιτερός Αρχαιολόγος με θέμα: «Ο Δίας Κραταιβάτης και η Ήρα Ακραία στην Αργολίδα».

Θα προβληθούν σχετικές διαφάνειες και θα ακολουθήσει συζήτηση.

 

Χρήστος Πιτερός

 

Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και Αρχαιολογία και Τέχνη στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού, υπηρέτησε αρχικά στη Βοιωτία (Θ΄ ΕΠΚΑ) και στη συνέχεια στην Δ΄ ΕΠΚΑ στην Αργολίδα, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2010.

Έχει διενεργήσει μεγάλο αριθμό σωστικών ανασκαφών στη Θήβα, τη Λιβαδειά, το Δήλεσι, τη Σαλαμίνα, στον τύμβο των Σαλαμινομάχων, την Ερέτρια, την Επίδαυρο, την Ασίνη, το Ναύπλιο, την Τίρυνθα, το Τημένιο και κυρίως στην αιώνια πόλη του Άργους, όπου επικεντρώθηκαν εξ αρχής τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, όπως η οχύρωση, η πολεοδομική οργάνωση, η τοπογραφία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής και η αργειακή πλαστική. Έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια και έχει δημοσιεύσει πολλές και σημαντικές επιστημονικές εργασίες, αλλά και εκλαϊκευτικά άρθρα στον αθηναϊκό και τοπικό τύπο.

Αρκετές από αυτές, αναφέρονται στο Άργος, όπως: «Το Αρχαίο Στάδιο του Άργους», «Οι Πυραμίδες της Αργολίδας», «Συμβολή στην Αργειακή Τοπογραφία», «Προτάσεις για την ανέγερση ενός νέου Μουσείου στο Άργος», «Η Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Λάρισας του Άργους», «Η Ακρόπολη της Λάρισας και τα τείχη της πόλης του Άργους», «Η λατρεία των Διοσκούρων στο Άργος», «Το Άργος και ο Χάραδρος», «Υστεροαρχαϊκή επιτύμβια στήλη από το Άργος», «Το Μυκηναϊκό Άργος», «Ηραία τα εν Άργει», «Θέρμες του Άργους, ένας τεκές και ένα καφενείο στα χρόνια της Επανάστασης και της Ανεξαρτησίας», το θεωρούμενο ως «Σπίτι του Μακρυγιάννη» στο Άργος, «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους».

Διετέλεσε Διευθυντής της συστηματικής ανασκαφής Ελληνογαλλικής Συνεργασίας στην Αρχαία Αγορά του Άργους, Αναπληρωτής Διευθυντής της Δ΄ ΕΠΚΑ και Πρόεδρος της Επιτροπής έκδοσης του περιοδικού «Ναυπλιακά Ανάλεκτα» (VII, 2009).

Read Full Post »

Φόλγκραφ Βίλχελμ (Carl Wilhelm Vollgraff 1876-1967)


 

Carl Wilhelm Vollgraff (1876-1967). Φωτογραφία: Antonius van der Stok (Leiden) (1862-1941).

Ο Carl Wilhelm Vollgraff γεννήθηκε στο Χάαρλεμ (Haarlem) στις 5/6/1876 και πέθανε στο Zeist της Ολλανδίας στις 20/10/1967, είναι Ολλανδός ελληνιστής και αρχαιολόγος. Ήταν γιος του λατινιστή Jean- Christophe Vollgraff. Άρχισε τις σπουδές του στα κλασσικά γράμματα στις Βρυξέλλες και συνέχισε διαδοχικά στην Ουτρέχτη, στο Γκέντινγκεν και το Βερολίνο υπό την επίβλεψη του κορυφαίου ερμηνευτή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του «ιστορικού θετικισμού» Ούλριχ Μέλεντορφ Βιλαμόβιτς (Ulrich von Wilamowitz-Mðllendorff). Υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του το 1901 με ένα δοκίμιο αφιερωμένο στον Οβίδιο.

Οι αρχαιολογικές έρευνες του όμως, ήταν αυτές που τον έκαναν γνωστό τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όσο και στην Ελλάδα. Σε ηλικία 25 ετών γίνεται δεκτός στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα και αμέσως αρχίζει τις ανασκαφές του, το 1902, στο Άργος όπου ανακαλύπτει σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα.

Η πρώτη περίοδος των ανασκαφών αρχίζει στις 15 Μαΐου 1902 (κατά την εφημερίδα Ίναχος της 06.07.1902) και εκτείνονται μέχρι το τέλος του 1912.   Διασταυρώνοντας δημοσιεύματα του W. Vollgraff και πληροφορίες του τοπικού Τύπου, διαπιστώνεται ότι επιχειρεί μία καταρχήν καταγραφή των αντικειμένων που υπάρχουν στο μουσείο του Άργους  και στην πόλη, δηλαδή εκθεμάτων, σπαραγμάτων και επιγραφών, και αναλαμβάνει και περαιώνει ανασκαφές στους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, όπως και σε χώρους που τους περιβάλλουν. Κατά τη διετία 1928-30 ο W. Vollgraff επανέρχεται στο Άργος, συνεχίζει τις έρευνές του και προβαίνει σε νέες ανασκαφές, ιδίως στον λόφο της Λάρισας και στον χώρο της αγοράς. Ιστορικά είναι ο πρώτος αρχαιολόγος που προβαίνει σε συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στο Άργος.

Σε συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930, διαβάζουμε:

«Εἶνε ἤδη 54 ἐτῶν, τό δέ ἐκτάκτως ἀνθηρόν πρόσωπόν του δέν φανερώνει ὅτι φέρει τό βάρος πλέον τοῦ  ἠμισεως αἰῶνος. Τό πρῶτον φῶς εἶδεν εἷς τήν πόλιν Χάρλαντ τῆς Ὀλλανδίας τό 1876, κειμένην πλησίον της μεγαλιτέρας πόλεως τῆς Ὀλλανδίας, τοῦ Ἀμστερδάμ.

Τάς σπουδᾶς τοῦ ἐπεράτωσεν εἷς τήν πρωτεύουσαν τοῦ Βελγίου, τάς Βρυξέλλας, καί μετά πάροδον ὀλίγου χρόνου, εἷς ἡλικίαν 32 ἐτῶν, ἀνηγορεύθη καθηγητής εἷς τό Πανεπιστήμιον τῆς Οὐτρέχτης (Ὀλλανδίας). 

Τάς ἀρχαιολογικᾶς τοῦ ἔρευνας ὅμως, αἴτινες τόν κατέστησαν διάσημον τόσον εἷς τήν ἰδιαιτέραν τοῦ πατρίδα, ὅσον καί εἷς τήν Ἑλλάδα. Εἷς ἡλικίαν 25 ἐτῶν γίνεται δεκτός ‘ὡς ἑταῖρος εἷς τήν ἕν Ἀθήναις ἑδρεύουσαν Γαλλικήν Ἀρχαολογικήν Σχολήν, καί ἀμέσως ἀπό τοῦ ἑπομένου ἔτους 1902, ἀρχίζει τάς ἱστορικᾶς τοῦ ἀνασκαφᾶς εἷς τους γύρωθεν τῆς πολεῶς μᾶς ἀρχαιλογικούς τόπους του, γέμοντας ἀπό πλουσιώτατα λείψανα τοῦ ἀρχαίου Ἐλλινικοῦ πολιτισμοῦ. 

Καί πρίν ἤ ἄρχισω τάς ἀνασκαφᾶς εἷς τήν πόλιν τοῦ Ἄργους, μᾶς λέγει ὅ κ. Βολλγκράφ εἰσερχόμενος εἰς τό θέμα, προηγουμένως περιηγήθην καί ἐμελέτησα τάς ἀρχαιότητας τῆς Ἰταλίας καί ὁλόκληρού της ὑπολοίπου Ἑλλάδος, διά νά καταλήξω εἷς τό Ἄργος ὅπου καί ἐσχημάτισα  τήν πεποίθησιν ὅτι κρύπτονται εἷς τους κόλπους τοῦ ἄπειρα λείψανα τῆς ἀρχαίας πόλεως τοῦ Ἄργους, κτισθείσης κατά τήν Β’ Ἑλλαδικήν, λεγομένην, ἔποχην, περίπου δήλ. κατά τό 2000, π.Χ.

Καί πράγματι, συνεχίζει ὅ κ. Βολλγκράφ, δέν ἤπατηδην εἷς τάς προβλέψεις μου καί τάς πεποιθήσεις μου.

Κατά τά ἑπτά ἔτη καθ’ ἅ  περιοδικῶς παρέμεινα εἷς τό Ἄργος καί ἐνήργησα ἀνασκαφᾶς (1902, 1903, 1904, 1906, 1912, 1928, 1930),  ἐκ τῆς ἀνακαλύψεως πλουσίων κειμηλίων τοῦ μοναδικοῦ εἷς κάλλος ἀρχαίου πολιτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος, ἤσθανθην τάς ὥραιοτερας συγκινήσεις ποῦ εἶνε δυνατόν νά δοκιμάση ἕνας ἀρχαιοδίφης. Δί’ ἠμᾶς, τούς ἀρχαιολόγους, ἤ ἀνακάλυψις ἕνος οἱουδήποτε ἀγάλματος δέν ἔχει τήν ἀξίαν ἔκεινην ποῦ ἀποδίδει τό κοινόν, διότι ἕξ αὐτῶν βρίθουν τά μουσεῖα – μεγαλυτέραν, μεγίστην  δέ  σπουδαιότητα ἔχει δί ἠμᾶς  ἤ εὕρεσις τῶν στοιχείων ἐκείνων, ἐπιγραφῶν κ.λ.π. – ποῦ θά μᾶς καθοδηγήσουν εἷς  τήν μελέτην τῆς Ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς Ἱστορίας τῆς τέχνης – τῆς τέχνης ἐκείνης τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ποῦ παρέδωσεν εἰς τόν αἰώνιον θαυμασμόν ὁλοκλήρου του κόσμου καλλιτεχνήματα ἀνυπερβλήτου κάλλους καί ἀφθάστου ὡραιότητος, ἀκριβείας, λεπτότητος καί κομψότητος… Καί πράγματι, τοιαῦτα στοιχεῖο εὕρηκα ἄφθονα εἷς τό Ἄργος, πολύ περισσότερα  ἄφ’ ὅσα ἠδυνάμην νά φαντασθῶ».

Βίλχελμ Φόλγκραφ

Το 1903 έγινε δεκτός ως λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Από το 1905 ως το 1908 άσκησε τα καθήκοντα του επιμελητή στο Ιστορικό μουσείο γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη επαφή του με τη ρωμαϊκή αρχαιολογία. Το 1908 έλαβε την έδρα της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Groningue (Γκρόνινγκεν) θέση που κατείχε μέχρι το 1917.

Ο Vollgraff ασχολήθηκε με την «πινακίδα Τολσουμ», ένα κομμάτι ξύλου που έφερε μια επιγραφή της ρωμαϊκής εποχής που ανακαλύφθηκε το 1914 και το  1917 δημοσίευσε την έρευνά του πάνω σε αυτό που μέχρι σήμερα θεωρείται η αρχαιότερη αλφαβητική επιγραφή των Κάτω Χωρών. Το 1917 επέστρεψε στην Ουτρέχτη μετά την προαγωγή του στο τοπικό πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε την καριέρα του φθάνοντας στο βαθμό του ομότιμου καθηγητή το 1946. Κατά την περίοδο μεταξύ του 1917 και 1923 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας των τεχνών και των επιστημών της Ολλανδίας.

Το 1929 ανακάλυψε κάτω από τον καθεδρικό της Ουτρέχτης θραύσματα ψαμμόλιθου που σκέπαζαν έναν μεσαιωνικό τάφο. Ο Vollgraff αποκρυπτογράφησε τις επιγραφές που υπήρχαν σ’ αυτά τα θραύσματα και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι το όνομα Ουτρέχτη, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ήταν Albiola , αλλά αυτή η ερμηνεία δέχθηκε αρκετή κριτική που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας. Διεξήγε ανασκαφές αρχαιολογικές ανασκαφές στην πλατεία του καθεδρικού της Ουτρέχτης μεταξύ του 1933 και του 1935 και βρήκε ίχνη του ρωμαϊκού κάστρου και μιας εκκλησίας της Καρολίνειας περιόδου.

Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1904 την Marie von Hoblin και  δεύτερη φορά την αρχαιολόγο Anna Roes το 1947.

 

Αναφορές του Vollgraff για το Άργος (μορφή pdf):

  1.  Vollgraff Carl Wilhelm. Inhumation en terre sacrée dans l’Antiquité grecque (à propos d’une inscription d’Argos). In: Mémoires présentés par divers savants à l’Académie des inscriptions et belles-lettres de l’Institut de France. Première série, Sujets divers d’érudition. Tome 14, 2e partie, 1951. pp. 315-396. Inhumation en terre sacrée dans l_Antiquité grecque (à propos d_une inscription d_Argos)
  2. Vollgraff W. Argos dans la dépendance de Corinthe au IVe s. In: L’antiquité classique, Tome 14, fasc. 1, 1945. pp. 5-28. Argos dans la dépendance de Corinthe au IVe s
  3. Vollgraff Wilhelm. Rapport sur la campagne de fouilles à Argos en 1904. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 49 année, N. 1, 1905. pp. 10-11. Rapport sur la campagne de fouilles à Argos en 1904
  4. Vollgraff Wilhelm. Les fouilles d’Argos. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 50 année, N. 8, 1906. pp. 493-495. Les fouilles d’Argos
  5. Vollgraff Wilhelm. Un pavement en mosaïque découvert à Argos en 1930. In: Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, 76 année, N. 2, 1932. p. 154. Un pavement en mosaïque découvert à Argos en 1930
  6. Vollgraff Wilhelm. Fouilles et sondages sur le flanc oriental de la Larissa à Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 82, 1958. pp. 516-570. Fouilles et sondages sur le flanc oriental de la Larissa à Argos
  7. Vollgraff Wilhelm. Note sur une inscription de l’Aspis (Argos). In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 81, 1957. pp. 475-477. Note sur une inscription de l’Aspis (Argos)
  8. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 68-69, 1944. pp. 391-403. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In – Bulletin de correspondance hellénique. Volume 68-69, 1944. pp. 391-403.
  9. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 44, 1920. pp. 219-226. Fouilles d’Argos
  10. Vollgraff Wilhelm. Inscription d’Argos (Traité entre Knossos et Tylissos). In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 37, 1913. pp. 279-308. Inscription d’Argos (Traité entre Knossos et Tylissos)
  11. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 34, 1910. pp. 330-354. Inscriptions d’Argos
  12. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 33, 1909. pp. 445-466. Inscriptions d’Argos
  13. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 33, 1909. pp. 171-200. Inscriptions d’Argos
  14. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 31, 1907. pp. 139-184. Fouilles d’Argos.
  15. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. B. Les établissements préhistoriques de l’Aspis. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 30, 1906. pp. 5-45. Fouilles d’Argos. B. Les établissements préhistoriques de l’Aspis
  16. Vollgraff Wilhelm. Note sur une inscription d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 29, 1905. p. 318. Note sur une inscription d’Argos
  17. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 28, 1904. pp. 420-429. Inscriptions d’Argos
  18. Vollgraff Wilhelm. Fouilles d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 28, 1904. pp. 364-399. Fouilles d’Argos
  19. Vollgraff Wilhelm. Inscriptions d’Argos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 27, 1903. pp. 260-279. Inscriptions d’Argos

Βιογραφία του Vollgraff (Ολλανδικά): J.C. Kamerbeek, «biographie de C.W. Vollgraff».

 

Πηγές


 

  • Jan Coenraad Kamerbeek et J.C. Kamerbeek, « biographie de C.W. Vollgraff », Jaarboek van de KNAW, 1967-1968, Amsterdam,‎ 1968, p. 346-354.
  • «Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff», Βασίλης Κ. Δωροβίνης. «Στα βήματα του  Wilhelm Vollgraff – Εκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.
  • Εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930.
  • http://www.persee.fr – Υπηρεσία υποστήριξης έρευνας η αποστολή της οποίας είναι η ψηφιακή αξιοποίηση της επιστημονικής κληρονομιάς. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.

Read Full Post »

Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff (Βίλχελμ Φόλγκραφ)* © Βασίλης Κ. Δωροβίνης  -«Στα βήματα του  Wilhelm VollgraffΕκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.


 

Το άρθρο αναφέρεται στις αντιδράσεις των κατοίκων του Άργους, όπως αποτυπώθηκαν στον τοπικό Τύπο της περιόδου 1828-1980, ως προς τις ανασκαφές. Στο εισαγωγικό μέρος του άρθρου αναφέρεται στην όλη αντίληψη και στάση του τοπικού πληθυσμού απέναντι στο συνολικό θέμα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης. Ακολουθεί ανάλυση, σε τρείς ενότητες, για τις ανασκαφές του W. Vollgraff το 1902-1912, το 1928-1930 και για τις ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής Αθηνών μετά το 1950, οπότε δημιουργείται και το μουσείο του Άργους. Η τρίτη περίοδος ξεκινά μετά το 1978, με τη δραστηριότητα της Γαλλικής Σχολής για μία πρώτη καταγραφή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Άργους και την ένταξή της πολεοδομικά στη σημερινή πόλη, αλλά και με την αγορά και αναστήλωση της οικίας Τ. Γκόρντον.

Ακολουθούν τρία παραρτήματα. Στο πρώτο, καταγράφονται όλα τα άρθρα του τοπικού Τύπου για τις δύο ανασκαφικές περιόδους του W. Vollgraff. Στο δεύτερο μεταφέρονται δύο συνεντεύξεις του W. Vollgraff και το μοναδικό σχόλιο αθηναϊκής εφημερίδας για την ανακοίνωση, το 1903, του W. Vollgraff στη Γαλλική Σχολή για τις ανασκαφές στο Άργος. Τέλος, στο τρίτο παράρτημα αναδημοσιεύονται τέσσερεις φωτογραφίες.

 

Βίλχελμ Φόλγκραφ

Θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ευθύς εξαρχής ότι επιλέξαμε ένα συμβατικό τίτλο, για την παρούσα εργασία, ο οποίος καλύπτει φαινόμενο πολυπλοκότερο, δηλαδή τη σχέση και τους δεσμούς που υφαίνονται (ή δεν υφαίνονται) μεταξύ ανασκαφών, ανασκαφέων (στην προκειμένη περίπτωση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών) και ντόπιων πολιτών, με γενικότερη μεν αναφορά στις σύνολες ανασκαφές, αλλά με ειδικότερη εστίαση της προσοχής στην παρουσία και στις ανασκαφές του W. Vollgraff στο Άργος.

Η Γαλλική Σχολή Αθηνών συμπλήρωσε το 2002 έναν αιώνα ανασκαφών στο Άργος και τις άρχισε με μέλος της που όμως ήταν Ολλανδός και όχι Γάλλος, συμπτωματικό ίσως γεγονός αλλά και προάγγελος της μετέπειτα πορείας της Σχολής και, μάλιστα, της σημερινής, αλλά και της όλης εξέλιξης της αρχαιολογίας, που είναι σήμερα, από τους πλέον διεθνοποιημένους και διεπιστημονικούς κλάδους. Ένας αιώνας πέρασε λοιπόν, ανασκαφών, επαφών και δεσμών τόσο με τον χώρο της πόλης του Άργους, όσο και με τον κυμαινόμενο και διαφοροποιούμενο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πληθυσμό του, και παρέχει αρκετά πλούσιο υλικό για μιάν επιστημονική και ψυχολογικά αποστασιοποιημένη προσέγγιση αυτών των δεσμών.

Το Άργος δεν μπορούμε να πούμε ότι, μέχρι σήμερα, έφτασε να έχει διαμορφωμένη, έστω και μέσω μιάς κοινωνικής και λίγο-πολύ συμπαγούς ομάδας κατοίκων, εδραία αστική αντίληψη για το πώς πρέπει να διαμορφωθεί και να εξελιχθεί η πόλη, επομένως και για το πώς πρέπει να ενταχθεί σε αυτήν η αρχαία, η βυζαντινή και η νεότερή της αρχιτεκτονική κληρονομιά ή και τα μνημειακά υπολείμματά της. Οι αρχαιότητες μόλις τον τελευταίο καιρό έπαψαν να θεωρούνται εντελώς και επιζήμιες, αν και παραμένουν στο περιθώριο της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε το αρχαίο θέατρο, αλλά και αυτό μάλλον ως «περίβλημα» κτιριακό κάποιων εκδηλώσεων και όχι ως μνημείο ενταγμένο στη σύγχρονη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τον διαμορφωμένο χώρο περιπάτου μεταξύ αρχαίου θεάτρου και Κριτηρίου.

Η πόλη βεβαίως υπέστη πολλές αλλαγές. Στην αρχή του 20ου αι., όταν ο W. Vollgraff ξεκινά τις ανασκαφές του, αποτελεί εμπορικό και αγροτικό κέντρο για δύο νομούς (τότε για έναν ενιαίο, την Αργολιδοκορινθία), στενά δεμένο με μιαν ευρύτερη, αποκλειστικά αγροτική περιοχή. Η προσπάθεια εκβιομηχάνισης ήταν άμεσα εξαρτημένη από την περιοχή αυτή (κυρίως βαμβάκι – εριουργεία και εκκοκιστήρια, μετά το 1960 εσπεριδοειδή και μονάδες χυμοποίησης κλπ.). Κείμενα των ελάχιστων λογίων των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι. (και αυτών στο περιθώριο), μαρτυρούν ακριβώς για την έλλειψη της αστικότητας (urbanite με τις δύο έννοιές της).

Η οικοδομική αύξηση γίνεται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς, γι’ αυτό ίσως και οικοδομούνται σημαντικά κτίρια, που μαρτυρούν για αφομοίωση του νεοκλασικισμού (μέγαρο Κωνσταντόπουλου, τελική διαμόρφωση Δημαρχείου, παράπλευρο κτίριο και νεοκλασική αγορά – έργα του Π. Καραθανασόπουλου -, οικίες οικογενειών Ζωγράφου, Τζοροβίλη, Κατσούλα, Καλλιάρχη, ξενοδοχείο Σαγκανά, καφενείο Θηβαίου κ.ά.).

Οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή, μιάμιση δεκαετία ειρήνης, αλλά και νέων κοινωνικών προβλημάτων δεν επιτρέπουν την αστική ολοκλήρωση. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία κατευθύνονται σε ίδρυση νέου οικισμού (Ν. Κίος), ενώ δέκα πέντε χρόνια αργότερα το κύμα των Ρωσοπόντιων προσφύγων στο Άργος είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στεγάζεται στο «Καλλέργειο» και κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, εγκαθίσταται στον αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο αρχαίο θέατρο («Συνοικισμός»). Έρχεται ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, τελειώνει ο εμφύλιος και στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ξεσπά η οικοδομική αύξηση, άναρχα και άμορφα, υπό τις νέες πιέσεις και εσωτερικών μεταναστών από τα ορεινά χωριά, από την Αρκαδία και την Κρήτη. Πρώτο πολυόροφο οίκημα κτίζεται το 1962, ακολουθεί η αύξηση των συντελεστών δομήσεως κυρίως επί Χούντας και αρχίζει μία έντονη οικιστική πίεση, που καταλήγει και στην άναρχη επέκταση της πόλης ακόμα και στους γύρω λόφους. Η εικόνα της, που καταγράφεται και σε τουριστικούς οδηγούς, ελληνικούς και ξένους, ως πόλης των αρχαιοτήτων και των κήπων, διαστρεβλώνεται και σταδιακά χάνεται.

Η τύχη αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών εργασιών ακολουθεί την εξέλιξη της πόλης όπου, μέχρι και σήμερα, το κοινωνικό της εποικοδόμημα τίποτε δεν έχει ξεκαθαρίσει ως προς το μέλλον της. Θολούρα επικρατεί, στην οποία βυθίστηκε ακόμα και το νέο σχέδιο πόλης, προϊόν και αυτό όχι συνθετικού λογισμού και διαυγούς κοινωνικής αντίληψης, αλλά οικονομικών επιδιώξεων των συντακτών του και μιάς αρχαϊκής, συχνά, αντίληψης πολλών ιδιοκτητών γης και οικοπέδων.

Εξετάζοντας το πώς οι Γάλλοι αρχαιολόγοι και οι ανασκαφές τους εντάσσονται στην πόλη και συνδέονται με τις ντόπιες νοοτροπίες, θα πρέπει να φυλαχθούμε συστηματικά από τον κίνδυνο εισαγωγής εννοίων και κατηγοριών από άλλες χώρες και άλλες πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι μπορούμε να προβούμε, μετά από εξέταση των δεδομένων, σε μία πρώτη περιοδοποίηση μέσα στο χρόνο, διακρίνοντας τρείς διαφορετικές περιόδους.

Ι. Η πρώτη περίοδος

Η πρώτη περίοδος αρχίζει και τελειώνει με τις αποστολές του W. Vollgraff, οι οποίες ξεκινούν με ανασκαφές στις 15 Μαΐου 1902 (κατά την εφημερίδα Ίναχος της 06.07.1902), όταν ο W. Vollgraff είναι μόλις 26 ετών, και εκτείνονται μέχρι το τέλος του 1912. Διασταυρώνοντας δημοσιεύματα του W. Vollgraff και πληροφορίες του τοπικού Τύπου, διαπιστώνεται ότι επιχειρεί μία καταρχήν καταγραφή των αντικειμένων που υπάρχουν στο μουσείο του Άργους (στεγαζόταν στην ισόγεια αίθουσα του Δημαρχείου) και στην πόλη, δηλαδή εκθεμάτων, σπαραγμάτων και επιγραφών, και αναλαμβάνει και περαιώνει ανασκαφές στους λόφους της Ασπίδας και της Λάρισας, όπως και σε χώρους που τους περιβάλλουν. Κατά τη διετία 1928-30 ο W. Vollgraff επανέρχεται στο Άργος, συνεχίζει τις έρευνές του και προβαίνει σε νέες ανασκαφές, ιδίως στον λόφο της Λάρισας και στον χώρο της αγοράς.

Η φήμη του έχει εδραιωθεί στη κοινή γνώμη του Άργους και σε μία, κυρίως, τοπική εφημερίδα που κυκλοφορεί κανονικά τότε στην πόλη οι ανασκαφές του καλύπτονται με πρωτοσέλιδα άρθρα, ενώ δημοσιεύονται και συνεντεύξεις του. Ιστορικά, πια, είναι ο πρώτος αρχαιολόγος που προβαίνει σε συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στο Άργος. Σήμερα, οι μέθοδοι που ακολούθησε (μέθοδοι κατά κανόνα γενικά αποδεκτές στην εποχή του) αποτελούν αντικείμενο εύλογης κριτικής [1]. Από την αρχή, το 1902, ο τοπικός Τύπος και ειδικότερα τρείς λόγιοι, ο Δ. Βαρδουνιώτης (που είναι και έφορος του μουσείου), ο Κ. Ολύμπιος και ο Γ. Σιμιτζόπουλος δημοσιογραφούν κατά διαστήματα και, από τις πρώτες μέρες της πρώτης άφιξής του, παρακολουθούν συνεχώς τις ανασκαφές, ενημερώνουν τους αναγνώστες, ενώ κάποτε προβαίνουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και σε άκρως προωθημένες για την εποχή προτάσεις. Ο W. Vollgraff και οι ανασκαφές του «ηλεκτρίζουν», όμως σε μία περίπτωση ο Βαρ­δουνιώτης, εντελώς προδρομικά αλλά και στηριζόμενος επιδέξια στο πνεύμα της εποχής, δεν διστάζει να στραφεί εναντίον του, όταν εκείνος εκδηλώνει την πρόθεσή του να κατεδαφίσει το μονύδριο του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου της Ασπίδας, για λόγους ανασκαφικούς. Ο Βαρδουνιώτης προβάλλει την ανάγκη να διατηρηθεί το νεότερο αυτό κτίσμα, που κατά τα άλλα και μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και, φυσικά, δεν έχει χρονολογηθεί. Είναι η πρώτη φορά που, από όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, στο νεότερο Άργος υποστηρίζεται η αξία και η ισοτιμία της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Ουδέποτε μέχρι σήμερα ο τοπικός Τύπος του Άργους παρακολούθησε με τόσο ενδιαφέρον και τόσο επιμελώς τη συνέχεια ανασκαφών, παρόλο που από το 1950 ενεργήθηκαν πολύ σημαντικές (αρχαία αγορά, ρωμαϊκά λου­τρά, κλπ.). Από την πλευρά μου υποστηρίζω ότι η δημιουργία ενός είδους σύγχρονου τοπικού μύθου γύρω από το όνομα Vollgraff οφείλεται στη στάση τοπικού Τύπου και λογίων με κύρος. Πρόκειται για μύθο που στοιχειοθετείται και δημιουργείται από το ότι για πρώτη φορά εύλογα ελπίζεται ότι, με συστηματικές έρευνες, θα έρθουν σε φως σημαντικά στοιχεία από το αρχαίο κλέος μιάς πόλης παγκόσμια γνωστής. Από το ότι, επίσης, η αργή και ομαλή οικιστική αύξηση δεν δημιουργεί κανένα από τα γνωστά σήμερα προβλήματα. Δεν επιβάλλεται καμία αλλαγή στις τοπικές νοοτροπίες, οι άνθρωποι αντιδρούν «φυσικά» και δίχως οπισθοβουλίες ως προς τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις και τις θεωρίες που διαμορφώνονται, δεν υπάρχει ανάγκη σχεδιασμού και δεν διαφαίνεται καμία προοπτική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Οι ανασκαφές μπορούν να ακολουθούν τον δικό τους ρυθμό, οι αρχαιολόγοι σκάβουν και «αναπνέουν» δημοσιεύοντας ομαλά, μετά από κάθε ανασκαφική περίοδο. Δεν έχει καν προκύψει η έννοια των σωστικών ανασκαφών, μάλιστα κάτοικοι προσφέρουν ιδιοκτησίες τους για να συνεχιστούν απρόκοπα οι ανασκαφές. Για πρώτη φορά αρχαιολόγοι διαμένουν μόνιμα στην πόλη, κατά περιόδους που γίνονται τακτές, και συγχρωτίζονται με τον τοπικό πληθυσμό. Ενδόμυχα ή με διορατικότητα (πώς μπορούμε να την αποκλείσουμε;) γίνεται αντιληπτό, από την πλευρά των λογίων, ότι οπωσδήποτε κάτι γενικότερο καλό θα βγει για την πόλη από τις ανασκαφές, έστω και όχι άμεσα κερδοφόρο, έστω κι αν ελάχιστοι έχουν πρόσβαση, λόγω του εμποδίου της γλώσσας, στους απολογισμούς του ίδιου του W. Vollgraff, στις επεξεργασμένες μορφές των πρώτων θεωρητικών κατασκευών του.

Το 1928 και το 1930 δημοσιεύεται κάτι που, από τότε, δεν χρησιμοποιήθηκε ως δημοσιογραφική μορφή πληροφόρησης, ποτέ πια στον τοπικό Τύπο, ούτε από την πλευρά του ούτε και από την πλευρά των αρχαιολόγων. Πρόκειται για δύο συνεντεύξεις με τον W. Vollgraff, πλουσιότατες σε περιεχόμενο, τόσο γιατί η τοπική εφημερίδα θέλει να μάθει «την πάσα αλήθεια», όσο και επειδή ο ερωτώμενος δεν είναι διόλου φειδωλός ως προς αναφορές στα σχέδια και στους σκοπούς του, ούτε και ως προς τη διάθεση να απαντά ευθέως σε κάθε ερώτηση, όπως για τη χρηματοδότησή του. Θεωρώ τις συνεντεύξεις αυτές ανεκτίμητα τεκμήρια, γι’ αυτό και αναδημοσιεύονται σε παράρτημα αυτού του άρθρου (παράρτημα II).

ΙΙ. Η δεύτερη περίοδος

Η περίοδος αυτή καλύπτει τα έτη 1950-1978, κατά τα οποία γίνονται γνωστοί στο Άργος οι αρχαιολόγοι G. Daux, Ρ. Courbin και Fr. Croissant, και οικειώνονται με τους κατοίκους. Η ανασκαφική εργασία τους, όπως και άλλων αρχαιολόγων, Γάλλων και Ελβετών, συμπίπτει με ένα σημαντικό έργο στο Άργος, δηλαδή την ίδρυση αυτόνομου μουσείου, που σταδιακά ολοκληρώνεται μεταξύ των ετών 1957 (παλαιά πτέρυγα, στο ανακαινισμένο με δραστική επέμβαση του Ρώσου αρχιτέκτονα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Υ. Fomine «Καλλέργειο», που προηγουμένως βρισκόταν σε κατάσταση θλιβερού ερειπίου[2] και 1961 (νέα πτέρυγα, με υπόστεγο χώρο, προς ανατολάς).

Το μουσείο αυτό θα πρέπει να ιδωθεί μέσα στις τότε συνθήκες, μετά από μακροχρόνια προσμονή και ενέργειες δεκαετιών για την ίδρυσή του. Η δαπάνη κατασκευής καταβάλλεται από το γαλλικό Κράτος και θα έλεγα ότι, παρά το ότι οι μελέτες αρχαιολόγων και ανασκαφέων στο Άργος πολλαπλασιάζονται έκτοτε, με άκρως δραστήρια πια, λόγω σωστικών κυρίως ανασκαφών, και την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο μύθος του W. Vollgraff επεκτείνεται προς άλλη κατεύθυνση, προς μιά πολιτισμική προσέγγιση. Δεν ξέρουμε σήμερα ποιά ήταν η προσωπική επαφή του W. Vollgraff με τους ντόπιους.

Γεγονός είναι ότι όσο περνούν τα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί από τους Γάλλους αρχαιολόγους προσεγγίζουν άνετα και προσωπικά το τοπικό στοιχείο.

Το μουσείο, παρά τις εύλογες αμφισβητήσεις για τον τρόπο σύνδεσης παλαιάς και νέας πτέρυγας, παρά και ότι λίγοι, ίσως, ντόπιοι έχουν πια κατά νου ότι αποτελεί προϊόν ελληνογαλλικής συμβολής (ο Δήμος Άργους είχε παραχωρήσει το «Καλλέργειο» και τον συνεχόμενο χώρο, ιδιοκτησίας του), «δένει» ακόμα περισσότερο Γάλλους αρχαιολόγους και ανασκαφείς με τον πληθυσμό και την κοινή γνώμη στο Άργος. Βέβαια τώρα πια, ο τοπικός Τύπος, είναι αλήθεια άλλης μορφής, αλλά και άλλων ενδιαφερόντων και συμφερόντων, παύει να παρακολουθεί ανασκαφές και συχνά απηχούσε τα τελευταία χρόνια την γκρίνια ιδιοκτητών γιατί τους «εμπόδιζαν να κτίσουν», κυρίως οι Έλληνες αρχαιολόγοι. Ιδιοκτητών που συχνά δεν είναι πια Αργείοι, αλλά της εσωτερικής μετανάστευσης και δίχως εσωτερικούς δεσμούς με την πόλη.

III. Η τρίτη περίοδος

Αρχίζει λίγο-πολύ μετά το 1978, με πρωτοβουλίες του τότε Γενικού Γραμματέα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Ρ. Aupert και με την στήριξη των Διευθυντών της Ρ. Amandry και Ο. Picard, οπότε δημιουργείται κοινή ελληνογαλλική ομάδα επιστημόνων, σε συνεργασία με την Δ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, για την καταγραφή και της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, όπως και για τη διατύπωση προτάσεων με στόχο της ένταξή της, μαζί με την αρχαία και τη βυζαντινή, στη σύγχρονη ζωή. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη ζώνη γύρω από το αρχαίο θέατρο και την αγορά. Τα πορίσματά της, προϊόν εργασίας τριών περίπου ετών, κοινοποιούνται προς όλες τις ελληνικές διοικητικές αρχές, αρμόδιες για το αντικείμενο αυτό, και προς τον Δήμο Άργους. Για σχεδόν μία εικοσαετία παρέμειναν αναξιοποίητα για τον οποιοδήποτε σχεδιασμό (είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από την μελέτη της «Επιχείρησης Πολεοδομική Ανασυγκρότηση» του Άργους παραλήφθηκε κάθε προβληματισμός και προτάσεις για τη νεότερη και τη βυζαντινή αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης).

Παράλληλα όμως, με πρωτοβουλία δημοτών της πόλης έγινε ευρεία προσπάθεια ενημέρωσης των πολιτών μέσα από συνεργασίες και αρχικά από τον ρηξικέλευθο Πολιτιστικό Όμιλο Άργους, με τη στήριξη και του τότε Νομάρχη Θ. Χαμπίπη. Οργανώθηκαν διαλέξεις και δημόσιες συζητήσεις, δυστυχώς δίχως μέριμνα κανονικής και ανανεωμένης επανάληψης. Το μέλος της Σχολής Α. Pariente συνέχισε την προσπάθεια, με την ευοίωνη στήριξη του τότε διευθυντή R. Étienne, ενώ η αγορά και στη συνέχεια η επισκευή της ιστορικής οικίας του Τόμας Γκόρντον πρόσφερε στο Άργος μία νέα και ζεστή αίθουσα για ποιοτικές πολιτιστικές εκδηλώσεις [3].

Την περίοδο αυτή Γάλλοι αρχαιολόγοι δεν δίστασαν να πάρουν θαρραλέα μέρος στην προσπάθεια για τη διάσωση και αξιοποίηση των Στρατώνων του Καποδίστρια. Με αφορμή την προσπάθεια κατεδάφισης των Στρατώνων ξέσπασε στην πόλη πολυετής και σκληρή διαμάχη, με εργολάβους και τυφλούς υπερσυντηρητικούς από το ένα μέρος, και με νέους και τη διανόηση της πόλης από το άλλο μέρος. Οικονομικά ισχυροί οι πρώτοι, με εκφραστές δύο τοπικά φύλλα υπέρμαχα της «ελεύθερης δόμησης» και διώκτες των αρχαιολόγων, έφθασαν μέχρι και να καταγγείλουν τον Ρ. Aupert στη γαλλική Πρεσβεία για ανάμιξη σε εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις. Είναι ακριβώς αυτά τα φύλλα που ανέσυραν από τη λήθη, εν πολλοίς με διαστρεβλώσεις, τα θλιβερά γεγονότα της σύγκρουσης του Ιανουαρίου του 1833 στο Άργος, που κατέληξε στην εξόντωση πολλών αθώων αμάχων.

Η ανάσυρση της λεγάμενης «σφαγής του Άργους», μέχρι και τις μέρες μας, δεν έστερξε να διαταράξει τον εδραίο, πια, δεσμό Γάλλων αρχαιολόγων και τοπικού πληθυσμού. Η αγορά, η διάσωση και η μετασκευή της οικίας Γκόρντον στην πόλη έδωσαν νέο έναυσμα στις σχέσεις Γαλλικής Σχολής Αθηνών και πολιτών, ενώ προκάλεσε για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία και την εμπλοκή του Δήμου Άργους σε συγκεκριμένη πολιτιστική δραστηριότητά της, δηλαδή τη χρηματοδότηση της ελληνικής έκδοσης τμήματος της μελέτης του Μ. Sève, για τους Γάλλους ταξιδιώτες στο Άργος [4].

Η προοπτική σήμερα, στα πλαίσια, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να φτάσει σε αμοιβαία συνεργασία, πρώτα και κύρια με το αντικείμενο αναστηλώσεις και τη διαμόρφωση των χώρων ανασκαφικών δραστηριοτήτων που έχουν περατωθεί. Πέρα από αυτό, αν η οικία Γκόρντον, με την αγορά και του τελευταίου εναπομένοντα ελεύθερου χώρου δίπλα σε αυτήν, γίνει επιθυμητή κυψέλη μελέτης, σεμιναρίων, εκθέσεων και ανακοινώσεων, αν πολίτες και Δήμος προχωρήσουν σε οικονομική συμβολή για εκδόσεις, αν επίσης η Γαλλική Σχολή Αθηνών δεχθεί την αναγκαία διεύρυνση του κύκλου των εκδόσεων, με προσέγγιση ενός ευρύτερου τομέα για το Άργος, τότε οι δεσμοί που ανέφερα θα έχουν πολύ μέλλον εμπρός τους. Από την εποχή του W. Vollgraff μέχρι σήμερα Γάλλοι αρχαιολόγοι, αλλά και η ίδια η αρχαιολογία, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες, έπλεξαν συνδέσεις με την τοπική κοινωνία του Άργους και κέρδισαν σε κύρος, σε εκτίμηση και σε αξιοπιστία. Αυτό το κέρδος πρέπει να κρατηθεί και να αυξηθεί. Μάλιστα σε καιρούς όπου παρθικές σκοπιμότητες, που ανήκουν στο πελατειακό σύστημα, πλήττουν στις μέρες μας και αρχαιολόγους και, κατ’ επέκταση, και την αρχαιολογία.

Παράρτημα I

 Ο τοπικός Τύπος του Άργους για τις ανασκαφές του W. Vollgraff

  1. 19/05/1902, Μυκήναι 54

Αναφέρεται ότι ο Vollgraff άρχισε προ δύο μηνών μέσα στην πόλη αντιγραφή αρχαίων επιγραφών και ότι πήρε άδεια από την Κυβέρνηση να ενεργήσει ανασκαφές στον λόφο της Ασπίδας. Αναφέρεται τι βρέθηκε μέχρι τότε, τι τούτο σημαίνει για την ιστορία του τόπου και ακολουθεί η κατάληξη ότι «ευτυχώς όπου οι Γάλλοι και οι Γερμανοί αρχαιολόγοι εργάζονταν ακαταπονήτως, δαπανώντες άφθονα χρήματα […] διότι ημείς οι νυν Έλληνες δεν είμεθα ως φαίνεται άξιοι δια τοιαύτας εργασίας, αλλά δι’ άλλας σπουδαιοτέρας».

  1. 26/05/1902, Μυκήναι 55

Δίδεται λεπτομερές ρεπορτάζ για τις ανασκαφές του Vollgraff στην Ασπίδα και προστίθεται ότι τόσο η Κυβέρνηση όσο και η Αρχαιολογική Εταιρεία θα έπρεπε να στείλουν αρχαιολόγο και να πάρουν προφυλακτικά μέτρα για φρούρηση του χώρου
των ανασκαφών, καυτηριάζοντας το γεγονός ότι μετά από κάθε ανασκαφή τους αφήνονται στην τύχη τους οι αρχαιολογικοί χώροι και η περιφέρεια απογυμνώνεται από τα ευρήματα, που μεταφέρονται στην Αθήνα. Παροτρύνει, επίσης, τους τοπικούς παράγοντες να πετύχουν ώστε να ενεργούνται ανασκαφές με τη συμβολή των Δήμων και των κατοίκων των επαρχιών, και καταλήγει: «Εις την Ιταλίαν εισέρχονται κατ’ έτος πολλά εκατομμύρια εκ των διαφόρων περιηγητών, πολύ πλειότερα αυτών δύνανται να εισέλθωσιν εις την Ελλάδα, αν γίνωμεν ολίγον αρχαιόφιλοι και επικρατήση και παρ’ ημίν ολίγον πνεύμα κερδοσκοπικόν».

  1. 02/06/19Θ2, Μυκήναι 55

Αποκαλύπτεται δεύτερο τείχος στην Ασπίδα και πέντε τάφοι μυκηναϊκής εποχής.

  1. 09/06/19Θ2, Μυκήναι 57

Φθάνει εκ μέρους της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο αρχαιολόγος Σκιάς, οι ανασκαφές προχωρούν, ανακαλύπτεται η δεξαμενή και φρέατα, όπως και τοίχοι μεγάλου ανακτόρου.

  1. 16/06/1902, Μυκήναι 58

Ανακαλύπτεται και άλλος τάφος με επιχρίσματα μυκηναϊκής εποχής και με «γραφές». Ανακοινώνεται η άφιξη λόγω των ανασκαφών του Ι. Κοφινιώτη.

  1. 23/06/1902, Μυκήναι 59

Η εξέλιξη των ανασκαφών και οι απόψεις του Ιω. Κοφινιώτη. Επισημαίνεται ότι ποτέ μέχρι τότε δεν έγιναν ανασκαφές μέσα στην πόλη και ότι αν γίνονταν, μάλιστα στην συνοικία Ταμπάκικα ή Αλώνια Παναγίας, όπου βρισκόταν η αρχαία αγορά του Άργους, θα έρχονταν σε φως «πολλά έργα καλλιτεχνών». Και καταλήγει: «Η πόλις του Άργους κατά τούτο πρέπει να ευγνωμονεί τον Φόλγκραφ, ότι έκαμεν ούτος την αρχήν της αποκαλύψεως του αρχαίου κόσμου».

  1. 30/06/1902, Μυκήναι 60

Ο Vollgraff επιστρέφει στο Άργος για να συνεχίσει τις ανασκαφές στην Ασπίδα, συνοδευόμενος από «επίσημον καλλιτέχνην Δανόν ίνα ζωγραφίση τους ανασκαφέντας τάφους και τας επί του ενός τούτων ευρεθείσας και κατά την είσοδον αυτού υπαρχούσας ζωγραφιάς». Στο εκτεταμένο αυτό άρθρο γίνεται ακολούθως λόγος για τα αρχαία έθιμα ταφής.

  1. 06/07/1902, Ίναχος 9-10

Δημοσιεύεται τρισέλιδο εμπεριστατωμένο άρθρο, προφανώς του ίδιου του Βαρδουνιώτη, ξεκινώντας από την πρώτη σελίδα. Πλήρως βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο, το άρθρο αυτό πληροφορεί για πρώτη φορά ότι οι ανασκαφές του Vollgraff γίνονται υπό την εποπτεία του Βαρδουνιώτη, επιμελητή των αρχαιοτήτων στο Άργος, και του Χρ. Κουρουνιώτη, φοιτητή της φιλολογίας, με βοηθό τον Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Σκιά.

Σημειώνεται ότι ο Vollgraff αναζητεί στην Ασπίδα «τα ανάκτορα των αρχαιοτάτων βασιλέων του Άργους», δίδεται μία πλήρης και αντικειμενική εικόνα των μέχρι τότε ανασκαφών, με ακριβέστατα στοιχεία, ανακοινώνεται ότι όλοι οι τάφοι ήταν
συλημένοι, καθώς και το ότι οι ανασκαφές βρίσκονται μόλις στην αρχή τους, καταλήγοντας ότι στο Άργος ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν γίνει τακτικές και επιστημονικές ανασκαφές.

  1. 14/07/1902, Μυκήναι  61

Μικρό σημείωμα για την πρόοδο των ανασκαφών, με την πληροφορία ότι γίνονται με την επίβλεψη του Σκιά και με βοηθό τον Κουρουνιώτη, ενώ στη στήλη των «ειδήσεων» επισημαίνεται ότι έφτασε στο Άργος ο Έφορος Αρχαιοτήτων Καββαδίας και εκθέτει τα συμπεράσματά του για τις ανασκαφές, αλλά και για ανάγλυφο που είχε βρεθεί στο σπίτι του Θ. Κοντογιάννη.

  1. 15/07/1902, Μυκήναι 64

Εκτεταμένο μονόστηλο για την πρόοδο των ανασκαφών, με αναλυτικά τα μέχρι τότε ευρήματα, μεταξύ αυτών και αγάλματα στην δυτική πλευρά της Ασπίδας, μέσα στη δεξαμενή. 

  1. 25/08/1902 Μυκήναι 65

Οι ανασκαφές σταμάτησαν από έλλειψη χρημάτων. Αναφέρεται ότι δεν βρέθηκε το αρχαίο στάδιο, και ότι τα ευρεθέντα υπολείμματα βυζαντινού ναού ήταν στη θέση όπου ο ναός του Απόλλωνα Δειραδιώτη. Αναγγέλλεται ότι τα ευρήματα πρόκειται να μεταφερθούν στην Αθήνα και καυτηριάζεται η ενέργεια αυτή.

  1. 15/09/1902, Μυκήναι 66

Στη στήλη των ειδήσεων, δημοσιεύεται η πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι ο Vollgraff έστειλε έγγραφο στον Δήμαρχο και του ζητεί να κατεδαφιστεί το  ναΐδριο  του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή της Ασπίδας, για να ενεργήσει και στο σημείο αυτό ανασκαφές. Η εφημερίδα σημειώνει ότι «το πράγμα είναι ολίγον δύσκολον».

  1. 01/01/1903, Ίναχος  11

Δημοσιεύονται δύο άρθρα εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Στο πρώτο, και υπό τίτλο «Απαγωγή θεών», σημειώνεται ότι από τις ανασκαφές του Vollgraff τα πιο «ευτελή» αντικείμενα κατατέθηκαν στο μουσείο του Άργους, όμως «τα πολυτιμότερα τούτων, εν οις και περί τα 35 αρχαία νομίσματα, ο ενεργών τας ανασκαφάς εταίρος της Γαλλ. Σχολής, εναντίον ρητής και σαφέστατης διατάξεως του Νόμου, ηρνήθη να παραδώση και καταθέση εις το Μουσείον μας, μεθ’ όλας τας προσκλήσεις και διαμαρτυρίας του επιμελητού των ενταύθα αρχαιοτήτων και του δημάρχου Αργείων. Αι ανασκαφαί διεκόττησαν από του παρελθόντος Αυγούστου και ο εταίρος της Γαλλ. Σχολής ώχετο απιών εις Αθήνας, μετά του επόπτου των ανασκαφών, όστις άδηλον αν και τι ενήργησεν απί του προκειμένου».

Συνεχίζοντας γράφει ότι λέγεται πως οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στη Αθήνα αλλά κανένας δεν γνωρίζει τίποτε σχετικά, ενώ αναφέρεται σε δύο «σώα και εξαίσια αγάλματα λευκού μαρμάρου και αρίστης τέχνης», πιθανώς του Ασκληπιού και της Εκάτης, που βρέθηκαν στην Ασπίδα.

Στο άλλο άρθρο, υπό τον τίτλο «Ο Προφήτης Ηλίας», σημειώνεται ότι «εθρυλήθη» ότι ο Vollgraff ζήτησε να κατεδαφιστεί ο ναΐσκος, ότι τούτο δεν είναι πιστευτό, διότι ο ναός αυτός είναι «αρχαίος και δημοφιλής» στο Άργος και οι Αργείοι «βαρέως φέρουν την κατεδάφισίν του». «Εκτός όμως τούτου θα ήτο η κατεδάφισις και άσκοπος, αφού ανεσκάφη όλος ο κύκλω του ναΐσκου χώρος και επί πλέον διότι καθ’ ημάς αι επί της Ασπίδος ανασκαφαί δεν είνε πολλού λόγου άξιαι, ελλείψει μαρτυριών αρχαίων συγγραφέων μηδέν θετικόν και σαφές προσπορίσασαι τη αρχαιολογία. Διά τους λόγους τούτους συνίστωμεν εντόνως εις τους αρμοδίους να προλάβωσι παντί σθένει την κατεδάφισίν του πάσι τοις Αργείοις προσφιλούς ναΐσκου, βέβαιοι όντες ότι ούτω θα δικαιώσωσιν ευσεβή πόθον ολοκλήρου της πόλεως.»

Και τα δύο άρθρα φέρουν αντί υπογραφής το κεφάλαιο «Α». Πρόκειται για συνεργάτη της εφημερίδας ή το πιθανότερο, για τον ίδιο τον Βαρδουνιώτη; Η άποψή μου είναι ότι πρόκειται για τον ίδιο.

     14. 05/01/Ι903, Δαναός 127

Δημοσίευμα για τον Vollgraff και τις ανασκαφές: μονόστηλο όπου σημειώνεται ότι λόγω διακοπής της έκδοσής του δεν είχε καλύψει το σημαντικό γεγονός των ανασκαφών, για τις οποίες υπήρξε ευρεία δημοσιότητα στον αθηναϊκό αλλά και στον ευρωπαϊκό Τύπο. Αναφέρει την Ανεξαρτησία του Βελγίου και άρθρο της την 10/08/02, την Βορειογερμανική Εφημερίδα και μετάφραση του άρθρου της δεύτερης στα Παναθήναια της 15/07/02. Πληροφορεί ότι μέχρι τότε δοκιμαστικές ανασκαφές στην Ασπίδα θα επαναληφθούν την προσεχή άνοιξη και ότι μόλις έγιναν γνωστά στην Ευρώπη τα αποτελέσματα των πρώτων, «αμέσως ο ενθουσιώδης λάτρης της αρχαίας Ελλάδας κ. Γουκώπ, δικηγόρος εν Ολλανδία, ο γενναίος χορηγός των εν Λευκάδι ανασκαφών της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ετηλεγράφησεν εις τον κ. Βολγκράφ ότι αυτός αναλαμβάνει την δαπάνην των γενικών ανασκαφών εν Αργεί, στείλας συγχρόνως και γενναίον χρηματικόν ποσόν». Το άρθρο φέρει αντί υπογραφής το κεφαλαίο «Ξ».

      15. 18/01/1903, Δαναός 128

 Υπό τον τίτλο «Αι εν Αργεί ανασκαφαί» άρθρο με λεπτομερειακές και ακριβείς πληροφορίες για τα ευρήματα της Ασπίδας, που όπως και το προηγούμενο πρέπει να στηρίζεται σε απευθείας πληροφορίες του ιδίου του Vollgraff. Δίδεται και η πληροφορία ότι ο Δανός καλλιτέχνης που είχε μετακληθεί ονομάζεται Μπάγα.

      16. 14/03/1903, Δαναός 132

Ειδησιογραφικό μικρό άρθρο για τη διάλεξη που έδωσε ο Vollgraff, πριν λίγες εβδομάδες, στη Γαλλική Σχολή Αθηνών, για τις ανασκαφές του Άργους, η οποία κίνησε το ενδιαφέρον «όλου του επιστημονικού κόσμου των Αθηνών, όστις παρέστη και κατενθουσιάσθη εξ αυτής. Αι δε εφημερίδες της πρωτευούσης μακρόν περί ταύτης εποιήσαντο λόγον».

      17. 29/05/1903, Δαναός 137

Εδώ και δέκα μέρες επαναλήφθηκαν οι ανασκαφές του Vollgraff και αναφέρεται στα ευρήματά του. Προς στιγμή σταμάτησαν, για να γίνουν ανασκαφές στο αλώνι του Χρ. Παδουβάνου, πριν αυτό λειτουργήσει, ενώ γίνεται και πάλι λεπτομερειακή αναφορά για το τι ακριβώς βρέθηκε μέχρι τότε.

      18. 08/06/1903, Μυκήνες 85

Μικρό πληροφοριακό άρθρο για τις ανασκαφές του Vollgraff την περασμένη εβδομάδα και για τα ευρήματά του, στην θέση Αλώνια Κρεββασαρά.

      19. 10/06/1903, Δαναός 138

Πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές κοντά στο αλώνι Παδουβάνου και για τα σημαντικά ευρήματα, μεταξύ αυτών και επιγραφή με 12 στίχους οικονομικού περιεχομένου (πώληση λαδιού). Και το άρθρο καταλήγει: «Τοιαύτα περίπου τα μέχρι σήμερον ανακαλυφθέντα υπό του διαπρεπούς αρχαιολόγου κ. Βολγκράφ, όστις εάν έχη μέσα ανάλογα προς τον ζήλον αυτού, ασφαλώς θα φέρη εις φως μίαν νέαν μεγαλυτέραν Ολυμπίαν, την αγοράν και την πόλιν του αρχαίου Άργους». Υπογραφή με το ψευδώνυμο (όπως και για το προηγούμενο άρθρο του «Δ.») «Σένεξ».

     20. 22/06/1903, Μυκήνες 139

Πάλι πρωτοσέλιδο άρθρο με τον ίδιο τίτλο και με λεπτομερείς αναφορές στα νέα ευρήματα των ανασκαφών, με πιο σημαντικό την ανακάλυψη μέτρων για υγρά. Πληροφόρηση επίσης για το ότι ο Vollgraff ξεκίνησε δοκιμαστικές ανασκαφές στη Λάρισα και για το τί βρήκε την εβδομάδα που πέρασε.

     21. 05/07/1903, Μυκήνες 140

Δίστηλο στη δεύτερη σελίδα για τη συνέχεια των ανασκαφών στην Ασπίδα, για τα ευρήματα και για το ότι έληξαν ως προς τους τάφους οι ανασκαφές.

     22. 25/07/1903, Μυκήνες 141

Μονόστηλο, από την πρώτη σελίδα, για τη συνέχεια των ανασκαφών και των εργασιών του Vollgraff, με την πληροφορία ότι αυτές θα συνεχιστούν και τον Αύγουστο.

     23. 15/08/1903, Μυκήνες 142

Σύντομο ημίστηλο για τη συνέχεια των ανασκαφών και τα νέα ευρήματα, με την πληροφορία ότι έληξε η περίοδος για το τρέχον έτος και ότι θα επαναληφθούν το προσεχές ίσως γενικότερες ανασκαφές, διότι στην Ολλανδία ενεργούνται έρανοι για τη συνέχισή τους. Συνιστάται στο Δήμο του Άργους να προβεί στην απαλλοτρίωση ορισμένων αγρών, ώστε να υποβοηθήσει τη συνέχιση των ανασκαφών και την «τόσω οφέλιμον δια την ιδιαιτέραν ημών πατρίδα εργασίαν, ην μετά τόσου ζήλου, αφοσιώσεως και επιμονής ανέλαβεν ο διαπρεπής αρχαιολόγος κ. Φόλγκραφ». Όπως και στα προηγούμενα άρθρα, η υπογραφή, με λατινικά στοιχεία πλέον, είναι Senex και οι πληροφορίες πρέπει να προέρχονται απευθείας από τον Vollgraff.

     24. 05/11/1904, Μυκήνες 153

Μονόστηλο για τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Άργος, σε αναφορά με τη δημοσίευση στο BCH μελέτης του Vollgraff, με την κατάληξη: «Συγχαίροντες λοιπόν ολοψύχως τον κ. Φόλγκραφ δια τους ατρύτους αυτού κόπους, ευχόμεθα ίνα ταχέως επανίδωμεν αυτόν ενεργούντα ανασκαφάς προς ανεύρεσιν των ιερών ναών και οικοδομημάτων του αρχαίου Άργους, και δια της επιστημονικής τούτων μελέτης διαφωτίζοντα την ιστορίαν της ιδιαιτέρας ημών πατρίδος».

     25. 08/06/1906, Άργος 18

Είδηση ότι έφθασε στο Άργος ο Vollgraff και ξανάρχισε ανασκαφές στην Ασπίδα.

     26. 18/06/1906, Άργος 19

Μικρό άρθρο για την άφιξη του Vollgraff και την επανέναρξη των ανασκαφών στη Λάρισα. Τον Vollgraff συνόδευαν ο Ολλανδός μηχανικός Van Der Pluijm και ο επίσης Ολλανδός διδάκτορας της φιλολογίας Leopold. Μνεία ευρημάτων.

     27. 29/06/1906, Άργος 20

Πληροφόρηση ότι συνεχίζονται οι ανασκαφές στη Λάρισα, αλλά και ότι «ουδέν άλλο άξιον λόγου ανευρέθη».

     28. 02/11/1906, Άργος 31

Δημοσιεύεται το εξής σημαντικό σχόλιο: «Κατά τας τελευταίας επί της ακροπόλεως Λαρίσης γενομένας υπό του Ολλανδού αρχαιολόγου κ. Βολγκράφ ανασκαφάς τα εξαχθέντα χώματα ερρίφθησαν επί των λιθίνων του φρουρίου επάλξεων και εκεί εγκατελήφθησαν. Τούτο υπό αρχαιολογικήν άποψιν είνε άτοπον, διότι το χώμα καταστρέφει την στιλπνότητα του λίθου και καθιστά δυσδιάκριτον την αρχαιολογικήν του αξίαν. Το αυτό είχε συμβή και κατά τας ενεργηθείσας υπό του Σλήμαν εν Μυκήναις ανασκαφάς, εφρόντισαν όμως οι αρμόδιοι εγκαίρως να διορθώσουν το κακόν».

     29. 1910, Αργολικόν Ημερολόγιον

 Σε αυτό το σημαντικότατο επίτευγμα εκδοτικό με καλή βιβλιοδεσία, όπου συγκεντρώθηκε η εργασία όλων των αργείων λογίων της εποχής, στο Άργος και στην Αθήνα, δημοσιεύθηκε πεντασέλιδο άρθρο του Γεωργίου Η. Σιμιτζόπουλου, με ημερομηνία 09/11/1909 και υπό τον τίτλο «Ανασκαφαί εν Αργεί υπό W. Vollgraff». Στο άρθρο υπάρχουν εκτιμήσεις για τη σημασία των ευρημάτων των ανασκαφών του Vollgraff, αναφορές στα κυριότερα από αυτά, όπως και σε δημοσιεύματατα του Vollgraff.

     30. 15/04/1911, Άργος 120

Δημοσιεύεται η πληροφορία ότι ο Vollgraff «εξέδωκεν εις διάφορα φυλλάδια πραγματείαν επί των παρ’ αυτού ευρεθέντων τάφων και άλλων διαφόρων μνημείων. Δεν έπρεπε, όμως, να αποστείλη και προς τον Δήμον Άργους από εν τουλάχιστον φυλλάδιον της μελέτης του ταύτης; Εντελώς αδικαιολόγητος ο κ. W. Vollgraff  διά την παράλειψίν του ταύτην».

     31. 20/04/1912 Άργος 167

Δημοσιεύεται η είδηση ότι επανήλθε στο Άργος ο Vollgraff, καθηγητής πλέον ολλανδικού πανεπιστημίου, για να συνεχίσει τις ανασκαφές.

      32. 27/04/1912, Άργος 168

Μονόστηλο άρθρο με την πληροφορία ότι ο Vollgraff άρχισε ανασκαφές στη θέση Αλώνια Παναγίας, στο δρόμο Άργους – Τρίπολης και ανακάλυψε «μεγαλοπρεπέστατον ναόν του Ασκληπιού». Δίδεται και η πληροφορία ότι τέτοιες ανασκαφές ενεργήθηκαν και προ πολλών ετών από τον Δήμο, επί δημάρχου Παπαλεξόπουλου, και τις παρακολούθησε ο έφορος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Σταματέλος, αλλ’ ότι η μικρή πίστωση που είχε δοθεί από τον Δήμο εξαντλήθηκε και οι ανασκαφές διακόπηκαν, δίχως ευρήματα. Οι ανασκαφές προκαλούν το ενδιαφέρον των Αργείων, «μεταβαινόντων καθ’ εκάστην επί του τόπου ένθα ενεργούνται και παρακολουθούντων αυτάς». Στη συνέχεια αντιγράφονται τα αναφερόμενα για τον Ασκληπιό στο Αρχαίο Λεξικό του Βυζαντίου.

      33. 05/05/1912, Άργος 169

Δημοσιεύεται η είδηση ότι ο Vollgraff ανακάλυψε το βάθρο μεγάλου αγάλματος στη μέση του ανασκαπτόμενου ναού και ότι εκφράζει την ιδέα ότι, τελικά, δεν πρόκειται για ναό του Ασκληπιού, αλλά πιθανόν κάποιας θεάς.

      34. 16/05/1912, Άργος 171

Συνέχεια των ανασκαφών στο ίδιο σημείο και εύρεση μεγάλης επιγραφής, η οποία αντιγράφεται και δημοσιεύεται στην εφημερίδα, ενώ δημοσιεύονται και τα προσωρινά συμπεράσματα του Vollgraff.

      35. 26/05/1912, Άργος 172

Είδηση ότι ανακαλύφθηκε δεύτερο αμφιθέατρο κάτω από το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (το ελληνορωμαϊκό ωδείο), μαζί με δάπεδο ψηφιδωτό. Η εφημερίδα και κάτοικοι εκφράζουν τη γνώμη ότι πρόκειται για αμφιθέατρο αρχαιότερο του αρχαίου θεάτρου και ότι πολιτισμός στο Άργος ξεκίνησε πολύ νωρίς.

      36. 08/06/1912, Άργος 174

Λεπτομερείς αναφορές για τη συνέχιση των ανασκαφών στο μικρό αμφιθέατρο, αλλά και στον χώρο της αρχαίας αγοράς, όπου ο Vollgraff έφερε σε φως και άλλους κίονες, νότια από αυτούς πλακόστρωτο και τμήματα αγγείων και αγαλμάτων.

      37. 28/06/1912, Άργος 177

 Σύντομη είδηση για το ότι ο Vollgraff διέκοψε τις ανασκαφές για την αρχαία αγορά και ότι θα τις επαναλάβει την προσεχή άνοιξη.

 

Με αυτά τα 37 άρθρα, ορισμένα από τα οποία αναδημοσιεύονται αυτούσια, σταματά η αρθρογραφία και ειδησεογραφία του τοπικού Τύπου του Άργους για τον Vollgraff, αφού οι επελθόντες πόλεμοι και η μικρασιατική καταστροφή σταματούν τις ανασκαφές, αλλά και διακόπτουν την έκδοση εφημερίδων στην πόλη, για περισσότερο από μία δεκαετία. Ελάχιστα εφήμερα φύλλα εκδόθηκαν λίγο πριν το 1920 και πριν το τέλος της δεκαετίας του 1920. Το 1928 ο Vollgraff ξαναρχίζει τις ανασκαφές του, ο Βαρδουνιώτης έχει πεθάνει το 1924, νέες εφημερίδες κάποιας διάρκειας αρχίζουν να εκδίδονται. Σε μία από αυτές δημοσιεύονται, για πρώτη φορά, συνεντεύξεις του ίδιου του Vollgraff, τις οποίες και αναπαράγουμε αυτούσιες στο παράρτημα II, συνεχίζοντας και κλείνοντας πριν από αυτό τη συνολική απαρίθμηση και τις αναφορές στον τοπικό Τύπο.

 

      38. 10/06/1928, Αγροτική Αργολίς 84, έτος Β’

Στις σελ. 3- 4 δημοσιεύεται η πρώτη συνέντευξη του Vollgraff.

      39. 17/06/1928, Παναργειακή 83

Μονόστηλο υπό τον τίτλο «Αρχαιολογικοί ανασκαφαί» και με την υπογραφή «Μυκηναίος» αναφέρεται στις νέες ανασκαφές του Vollgraff και στη μεγάλη σημασία τους για την πόλη, εκφράζοντας τη γνώμη ότι όλα τα ευρήματα, και των προηγουμένων ανασκαφών, θα πρέπει να τοποθετηθούν στο μουσείο του Άργους. Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύεται και η είδηση ότι, για τις ανασκαφές στη Λάρισα, ο Vollgraff διπλασίασε τον αριθμό των εργατών αλλά ότι «δεν περιμένομεν ευρήματα αξίας […] και αν ευρεθώσιν δεν θα είναι μεγάλης αξίας».

      40. 24/06/1928, Αγροτική Αργολίς 86

Πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές στη Λάρισα, όπου βρέθηκε σημαντική επιγραφή με τις λέξεις «ο ναός τας Αθηναίας τας πολιάδος», απόδειξη για την ύπαρξη εκεί ναού της Αθηνάς, τον οποίο ο Vollgraff χρονολογεί στον 6° αι. π.Χ., όπως και στην αρχαία αγορά, όπου εκτελούνται εργασίες καθαρισμού και ανακαλύπτεται υδραγωγείο της ρωμαϊκής εποχής, που συγκέντρωνε τα νερά από τους λόφους και από τον ποταμό Κηφισσό.

      41. 01/07/1928, Παναργειακή 84

Αναβάλλεται η παρουσίαση των ανασκαφών για το επόμενο φύλλο της.

      42. 15/07/1928, Παναργειακή 85

Μεγάλο μονόστηλο για τον ανασκαφικό χώρο της Λάρισας και τις ανασκαφές στην αγορά.

      43. 22/07/1928, Αγροτική Αργολίς 90

Μονόστηλο για τις ανασκαφές στη Λάρισα, όπου βρέθηκαν κυρίως συντρίμματα κιόνων, βάσεων κλπ., αλλά και πλάκες με διακοσμήσεις των βυζαντινών χρόνων (της ταυτισμένης, πλέον, εκκλησίας της Θεοτόκου, βλ. υποσημ. 1). Δημοσιεύεται και η πληροφορία ότι έφθασε στο Άργος και ο βοηθός του Vollgraff Damste.

      44. 29/07/1928, Παναργειακή 86

Ειδησάριο ότι δεν βρέθηκε πλέον στη Λάρισα κάτι το αξιόλογο, αλλά και ότι ο Vollgraff δήλωσε ότι οι ανασκαφές θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.

      45. 12/08/1928, Αγροτική Αργολίς 93

Ειδησάριο για τη συνέχιση των ανασκαφών στη Λάρισα και για το ότι απεκαλύφθη κυκλώπειο τείχος της μυκηναϊκής ακρόπολης, μήκους περ. 40 μέτρων και δύο παράλληλα τείχη που αποτελούσαν την είσοδό της. Επίσης, ότι όσο οι ανασκαφές προχωρούν σε βάθος, βρίσκονται περισσότερα θραύσματα αγγείων της μυκηναϊκής εποχής.

      46. 09/09/1928, Παναργειακή 89

Πρωτοσέλιδο δίστηλο άρθρο για τις ανασκαφές του έτους εκείνου, με την επισήμανση ότι το 1905 έφυγαν προς Αθήνα τέσσερα μεγάλα κιβώτια με ευρήματα, για τα οποία κανένας δεν ξέρει τίποτε, ενώ εκφράζεται κριτική προς τον Vollgraff μόνο για το ότι δεν κατέλιπε καμία έκθεση για τις δύο προηγούμενες ανασκαφές του, μάλιστα για το ότι απέφυγε στο ίδιο το Άργος να ανακοινώσει επίσημα τα πορίσματά του, για τα οποία έδινε διαλέξεις στην Ολλανδία και αλλού.

      47. 30/09/1928, Παναργειακή 90

Επισημαίνεται ότι εκεί όπου ενήργησε ανασκαφές ο Vollgraff κοντά στην αρχαία αγορά, «χαίνει βαθύτατον βάραθρον», εξαιρετικά επικίνδυνο για τους διερχομένους πεζούς και οχήματα, και ζητείται να ληφθούν επειγόντως μέτρα.

     48. 08/06/1930, Αγροτική Αργολίς 185

Πρωτοσέλιδο μικρό άρθρο με την είδηση ότι έφθασε ο Vollgraff στο Άργος για να ξαναρχίσει τις ανασκαφές στη Λάρισα και την αρχαία αγορά. Αν επαρκέσει χρόνος, θα συνεχίσει και νοτιότερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, για να βρει το αρχαίο τείχος του Άργους. «Ενδιαφέρεται περισσότερον διά ιστοριολογικάς μελέτας παρά διά αρχαιολογικής αξίας ευρήματα».

      49. 06/07/1930, Αγροτική Αργολίς 189

Μικρές ειδήσεις για τις ανασκαφές, που άρχισαν πριν ένα μήνα, συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς και σε αυτές εργάζονται «δεκάδες ολόκληροι ειδικών επί τας ανασκαφάς εργατών», στο κτήμα των αδελφών Γκάγκα και κοντά στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου. Έχουν βρεθεί αγαλμάτια «αρίστης τέχνης». «Ο κ. Βολγκράφ, όστις με ακαταπόνητον δραστηριότητα εργάζεται όλην ημέραν, ων πανταχού παρών, είνε άξιος ειλικρινούς θαυμασμού».

      50. 20/07/1930, Τελέσιλλα 35

Πρωτοσέλιδο, τρίστηλο σχεδόν άρθρο του Κ. Ολύμπιου («Όλυμπου») για τις ανασκαφές στο Άργος, που αρχίζει με τη διαπίστωση ότι ο Vollgraff είναι ο μοναδικός αρχαιολόγος φίλος του Άργους, αφού όλοι οι άλλοι το αγνόησαν. Εκφράζεται λύπη διότι ο Vollgraff δεν θα ανασκάψει όλο τον χώρο του αρχαίου θεάτρου, που κανονικά θα έπρεπε να αναστηλωθεί και να χρησιμοποιηθεί και πάλι για παραστάσεις.

       51. 07/09/1930, Αγροτική Αργολίς 196

Σημαντικότατο πρωτοσέλιδο άρθρο για τις ανασκαφές του Vollgraff, με βιογραφικά στοιχεία του και με συνέντευξή του, όπου και πολλά στοιχεία με τεχνικές λεπτομέρειες των ανασκαφών.

       52. 14/09/1930 Αγροτική Αργολίς 197

Συνέχεια της συνέντευξης του Vollgraff, ο οποίος καταλήγει με το ότι θα ξαναγυρίσει για να συνεχίσει τις ανασκαφές του, αλλ’ ότι αγνοεί το πότε, διότι αναλαμβάνει από εκείνο το ακαδημαϊκό έτος τα καθήκοντα του πρύτανη στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.

Εντοπίσαμε 52 άρθρα του τοπικού Τύπου για τις ανασκαφές του W. Vollgraff στο Άργος, από τα σωζόμενα στις βιβλιοθήκες της Αθήνας και του τοπικού Δαναού φύλλα εφημερίδων. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο Τύπος του Άργους στήριξε τις ανασκαφές και τις εργασίες του, εκτίμησε ότι πρόσδιδαν στην πόλη αίγλη και σημασία, τις πρόβαλε κατάλληλα, αλλά έκανε και κριτική, τελικά εκεί όπου χρειαζόταν. Με τα σημερινά κριτήρια θεωρούμε ως απολύτως ευθύβολες τις παρατηρήσεις για την μεταφορά αρχαιοτήτων δίχως πληροφόρηση, για την οριστική απομάκρυνσή τους από το Άργος και για την αμεριμνησία του ίδιου του Vollgraff και των Αρχών ως προς την κατάσταση των αρχαιολογικών σκαμμάτων και μπάζων. Η μνήμη του Vollgraff διατηρήθηκε και σε φύλλα ακόμα και της δεκαετίας του 1980, δίχως πια συγκεκριμένες αναφορές, αλλά ως σχεδόν μυθικό όνομα, που συνέβαλε στην εκ νέου ανάδειξη της σημασίας του αρχαίου Άργους.

 

Παράρτημα IΙ

 Τοπικός Τύπος

 

06/07/1902, Ίναχος 9-10.
Δημοσιεύεται τρισέλιδο εμπεριστατωμένο άρθρο, προφανώς του ίδιου του Βαρδουνιώτη, ξεκινώντας από την πρώτη σελίδα. Πλήρως βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο, το άρθρο αυτό πληροφορεί για πρώτη φορά ότι οι ανασκαφές του Vollgraff γίνονται υπό την εποπτεία του Βαρδουνιώτη, επιμελητή των αρχαιοτήτων στο Άργος, και του Χρ. Κουρουνιώτη, φοιτητή της φιλολογίας, με βοηθό τον Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Σκιά.
Σημειώνεται ότι ο Vollgraff αναζητεί στην Ασπίδα «τα ανάκτορα των αρχαιοτάτων βασιλέων του Άργους», δίδεται μία πλήρης και αντικειμενική εικόνα των μέχρι τότε ανασκαφών, με ακριβέστατα στοιχεία, ανακοινώνεται ότι όλοι οι τάφοι ήταν συλημένοι, καθώς και το ότι οι ανασκαφές βρίσκονται μόλις στην αρχή τους, καταλήγοντας ότι στο Άργος ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν γίνει τακτικές και επιστημονικές ανασκαφές.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 10-6-1928.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 7-9-1930.

 

Συνέντευξη του W. Vollgraff στην τοπική εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» της 14-9-1930.

 

Δείτε εδώ όλα τα υπόλοιπα άρθρα του τοπικού τύπου: Οι ανασκαφές στον τοπικό τύπο.

 

Παράρτημα IΙΙ

 Φωτογραφίες

 

Πανοραμική άποψη της πόλης κατά τις πρώτες ανασκαφές (φωτ. του W. Vollgraff, από Le sanctuaire d’ Apollon Pythéen à Argos ÉtPélop 1 [1956], πίν. VII, με την υπόμνηση «αγωγός βρόχινων υδάτων στην Ασπίδα»). Η φωτογραφία θα πρέπει να έχει ληφθεί το 1902 ή το 1904. Δεξιά και στο πάνω μέρος μία εντελώς «ανέκδοτη» άποψη των Στρατώνων Καποδίστρια, με την βόρεια πτέρυγά τους, αριστερά τους η οικία Καλλέργη (σημερινό μουσείο Άργους) και μεταξύ τους ολόκληρη σειρά κυπαρισσιών, από τα οποία διασώθηκε μόνον ένα. Πέρα από αυτά, κήποι, δεντροστοιχία και χωράφια.

Κατ’ αντίθετη φορά, άποψη του γυμνού λόφου της Ασπίδας, με το εκκλησάκι του Άη-λιά στην κορυφή (φωτ. του W. Vollgraff, από Le sanctuaire d’ Apollon Pythéen à Argos ÉtPélop 1 [1956], σ. 10, εικ. 4, και με την υπόμνηση «συνολική άποψη του τόπου των ανασκαφών».

Άποψη του Άργους κατά τη δεύτερη περίοδο των ανασκαφών του W. Vollgraff, σε ταχυδρομικό δελτιάριο έκδοσης Διβρή-Μαργαρίτη, υποθέτω του 1933-34. Η δόμηση έχει πυκνώσει ιδιαίτερα από την άλλη πλευρά της οδού Δαναού, έχει ήδη κτισθεί (1912) το μέγαρο Κωνσταντόπουλου και φαίνεται καθαρά το οικόπεδο όπου κτίσθηκε το συγκρότημα γυμνασίων (δωρεά Μπουσουλόπουλου).

 

Η Υφυπουργός Πανεπιστημίων της Γαλλίας Alice Saunier-Seïté, ο Γάλλος Πρέσβυς στην Αθήνα Ph. Rebeyrol, ο Γεν. Γραμματέας της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Ρ. Aupert, και ο G. Touchais, ο τότε βιβλιοθηκάριος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, στο προαύλιο των Στρατώνων Καποδίστρια, στις 11-11-1980, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του Π.Δ. του Κων. Καραμανλή, με το οποίο χαρακτηρίστηκαν και πάλι διατηρητέοι, και τέσσερεις μέρες πριν δοθεί σχετικά μεγάλη δημοσιότητα στον αθηναϊκό Τύπο. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 13-11-1980 και η επίσκεψη είχε σαφώς σημαντική συμβολική σημασία. Το προαύλιο των Στρατώνων είχε μετατραπεί από τον Δήμαρχο Άργους σε ελεύθερο πάρκιν, με στόχο την υποβάθμιση του κτιρίου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  Βλ. για παράδειγμα την κριτική του Χαρ. ΜΠΟΥΡΑ, «L’ église de la Théotokos de la citadelle d’Argos», BCH 111(1987), σ. 455, για τις «ριζικές» ανασκαφές του W. Vollgraff στο λόφο της Λάρισας.

[2] Για την ιστορία του «Καλλεργείου», βλ. τρία άρθρα μας στο Αρχαιολογία 36 (Σεπτ. 1990), 3 8 (Μαρτ. 1991) και 74 (Ιούν. 2000), όπου και στοιχεία για την αρχική μορφή του κτιρίου και για τις επεμβάσεις που επέλεξε και, τελικά, εκτέλεσε ο Υ. Fomine, αλλά και για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτίριο πριν από τις εργασίες ανακαίνισής του. Γ ια την ίδρυση του μουσείου, βλ. σχετική μελέτη μου στον τόμο της «Αρχειακής Γης» του 2012.

[3] Για την ιστορία και την εξέλιξη αυτού του κτιρίου, βλ. σχετική μελέτη μας στο Αρχαιολογία 47 (Ιούν. 1993) και 48 (Σεπτ. 1993).

[4] Μ. SÈVE, Οι Γάλλοι ταξιδιώτες στο Άργος, SitMon 12 (1993).

 

* Βάση του παρόντος άρθρου, είναι εισήγηση που ο γράφων είχε κάμει στη Θεσσαλονίκη (18.03.1994), στα πλαίσια της έκθεσης «Το Άργος και οι Γάλλοι, δύο αιώνες φιλίας». Με τον Roland Etienne, τότε διευθυντή της ΓΣΑ, που ανέπτυξε ειδικό αρχαιολογικό θέμα, είχαμε κληθεί να μιλήσουμε από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Γαλλικό Ινστιτούτο της πόλης.

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

«Στα βήματα του  Wilhelm VollgraffΕκατό χρόνια αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Άργος». Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του διοργανώθηκε από την Δ’ ΕΠΚΑ και από  τη Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 25-28 Σεπτεμβρίου 2003. Γαλλική Σχολή  Αθηνών, 2013.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Ομιλία στον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» με θέμα: «Αρχαία Μεσσήνη: Πριν και μετά»


 

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης. Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν.

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης. Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν.

O Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016 και ώρα 8 μ.μ. στο Βουλευτικό Ναυπλίου, θα μιλήσει, ο Αρχαιολόγος Δρ Πέτρος Θέμελης με θέμα: «Αρχαία Μεσσήνη: Πριν και μετά».

Ο Πέτρος Θέμελης δεν χρειάζεται ιδιαίτερων συστάσεων. Παγκόσμια η φήμη του και σημαντικό το ανασκαφικό, επιστημονικό και συγγραφικό του έργο. Το 2005 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον χρυσό Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.

Το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτιστικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, τον ανακήρυξε επίτιμο καθηγητή του, σε μια λαμπρή εκδήλωση στις 10 Μαΐου 2016.

 

Πέτρος Θέμελης

 

Ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Πήρε πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης το 1959 και σε συνέχεια διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο του Mονάχου της Γερμανίας το 1972 με θέμα «Fruhgriechische Grabbauten», το οποίο τυπώθηκε στο Mainz το 1976.

Tο 1962 προσελήφθη ως επιστημονικός βοηθός στην Aρχαιολογική Yπηρεσία του Nομού Θεσσαλονίκης και έλαβε μέρος σε ανασκαφές στη Δυτική Mακεδονία, κυρίως στην Πέλλα και το ανάκτορο της Bεργίνας υπό τη διεύθυνση του Xαράλαμπου Mακαρόνα, του Φώτιου Πέτσα και του Mανόλη Aνδρόνικου.

Mεταξύ των ετών 1963 και 1980 υπηρέτησε ως Eπιμελητής και Έφορος Aρχαιοτήτων στις Aρχαιολογικές Περιφέρειες Hλείας-Mεσσηνίας, Aττικής, Eύβοιας, Φωκίδος-Λοκρίδος και Aτωλοακαρνανίας, ενώ από το 1977 έως το 1980 διετέλεσε Διευθυντής του Aρχαιολογικού Mουσείου των Δελφών. Πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες σε όλες τις παραπάνω περιοχές όπου υπηρέτησε ως αρχαιολόγος.

Aπό το 1980 ώς το 1984 ήταν Προϊστάμενος της νεοσύστατης Eφορείας Παλαιοναθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Kρήτης στο Pέθυμνο, όπου εργάστηκε μέχρι το 2003, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Eίναι μέλος επιστημονικών Eταιρειών, Aρχαιολογικών Iνστιτούτων και Eπιτροπών (της Aρχαιολογικής Eταιρείας, της Eταιρείας Eυβοϊκών Mελετών, του Γερμανικού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, του Aυστριακού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, της Eυρωπαϊκής Eταιρείας Eπιστημών και Tεχνών, της Eπιτροπής Συντήρησης Mνημείων Aκροπόλεως, του ICOM και του ICOMOS) και πρόεδρος της Eταιρείας Mεσσηνιακών Aρχαιολογικών Σπουδών, και έχει τύχει τιμητικών διακρίσεων. Kατά το χρονικό διάστημα 1987-1989 διετέλεσε Aντιπρύτανης Aκαδημαϊκών Yποθέσεων του Πανεπιστημίου της Kρήτης και πρόεδρος της Eπιτροπής Eρευνών του EΛKE.

Aπό το 1985 έως το 2003 διηύθηνε την ανασκαφή του Πανεπιστημίου Kρήτης (Tομέας Aρχαιολογίας και Iστορίας της Tέχνης) στον Τομέα Ι της Aρχαίας Eλεύθερνας της Eπαρχίας Mυλοποτάμου Kρήτης, ενώ από το 1986 διευθύνει την ανασκαφή της Aρχαιολογικής Eταιρείας στην αρχαία Mεσσήνη, καθώς και το αναστηλωτικό έργο του Yπουργείου Πολιτισμού στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο.

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »