Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λαογραφία’

Στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι: Ιστορικό δημοτικό τραγούδι ή της φυλακής; – Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας


 

Όταν σκέφτηκα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο τραγούδι αναλαμβάνοντας να το παρουσιάσω στο παρόν συνέδριο, είχα μάλλον άγνοια κινδύνου! Έλεγα: «δεν μπορεί, θα υπάρχει στη βιβλιογραφία κάποια αναφορά, σε κάποια συλλογή δημοτικών τραγουδιών θα ανθολογείται κι εκεί οπωσδήποτε θα υπάρχουν σχετικές πληροφορίες». Κι όμως, παρόλο που το τραγούδι είναι γνωστό και ιδιαίτερα αγαπητό έως σήμερα, δεν βρήκα παρά ελάχιστα πράγματα κι αυτά όχι συστηματικά, εννοώ σε επιστημονικές εργασίες. Παρόλο που, για να είμαι ειλικρινής, μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να το αφήσω και είτε ν’ αλλάξω θέμα είτε να μην κάνω καθόλου ανακοίνωση στο συνέδριο, σκέφτηκα πως είναι τελικά μία από εκείνες τις περιπτώσεις που ο ερευνητής καλείται να παρουσιάσει το υλικό του ξεκινώντας από μία tabula rasa και να δημιουργήσει ο ίδιος την πρώτη, ίσως, μονογραφία για το συγκεκριμένο τραγούδι. Η ορθότητα της επιλογής μου θα κριθεί βεβαίως από το αποτέλεσμα και θέτω στην κρίση σας τις παρατηρήσεις μου.

Οι πληροφορίες που αντλεί κανείς από το διαδίκτυο είναι ιδιαίτερα φειδωλές και αφορούν το τραγούδι, περισσότερο από τη μουσική του πλευρά. Έτσι, για παράδειγμα σε ιστοσελίδα για το κλαρίνο μαθαίνουμε ότι είναι «ένα τραγούδι με προέλευση από την Αρκαδία Πελοποννήσου»[1].

Ο ρυθμός του κομματιού είναι 3/4 και χορεύεται στα βήματα του «Τσάμικου». Το ότι είναι τσάμικο φυσικά δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις μουσικολογίας και ειδικές σπουδές στο δημοτικό τραγούδι για να το αντιληφθεί. Εξάλλου, εμείς ως Ιστορικοί και Φιλόλογοι ενδιαφερόμαστε για τα λόγια του τραγουδιού.

Αυτό που συνειδητοποιεί κανείς ακούγοντας το τραγούδι είναι ότι απαιτείται τελικά μία εργασία ανάλογη μ’ αυτή του αρχαιολόγου που καλείται να εντοπίσει τη στρωματογραφία των δίστιχων από τα οποία αποτελείται το τραγούδι και να χρονολογήσει, να εντοπίσει δηλαδή τις ιστορικές αναφορές για να αποφανθεί τελικά σε τι αναφέρεται και ποια είναι η αρχική πηγή έμπνευσης του ανώνυμου δημιουργού και ποια σημεία του αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες.

 

 

Σας διαβάζω τους στίχους, έτσι όπως είναι περισσότερο γνωστό γιατί όπως θα δούμε υπάρχουν και ορισμένες παραλλαγές, κάτι που συνηθίζεται στο δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι γενικότερα.

 

Στ’ Αναπλιού, γεια σας λεβέντες, στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι,
στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι ’κεί βροντάει το καριοφίλι.
——
Το βροντάν, γεια σας λεβέντες, το βροντάν’ οι Μωραΐτες,
το βροντάν’ οι Μωραΐτες κι όλοι οι βαρυποινίτες.
——
Το βροντάει, γεια σας λεβέντες, το βροντάει και μια γυναίκα,
το βροντάει και μια γυναίκα η καημένη χρόνια δέκα.
——
Το βροντάει, γεια σας λεβέντες, το βροντάει και μια δασκάλα,
το βροντάει και  μια δασκάλα που ‘ναι άσπρη σαν το γάλα.
(περισσότερα…)

Read Full Post »

Βάπτιση – Λαογραφικά της Ερμιόνης |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το μυστήριο της Βαπτίσεως  και τις «ενσωματωμένες» σ’ αυτό παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας της Ερμιόνης. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.

Η βάπτιση είναι υποχρεωτικό μυστήριο και τελείται από κοινού με το ενσωματωμένο σ’ αυτή υποχρεωτικό μυστήριο του χρίσματος μία μόνο φορά στη ζωή κάθε ανθρώπου.

Το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…

Όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.

 

Ο χρόνος του βαπτίσματος

 

Σύμφωνα με τα όσα συνέβαιναν σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, το ίδιο και στην Ερμιόνη, δεν άφηναν το παιδί να μεγαλώσει πολύ για να το βαφτίσουν, αφού έπρεπε από νωρίς «να το ρίξουν στο δρόμο του Θεού».

Η μητέρα μου σημειώνει: «Φοβόντουσαν και να μην πεθάνει, γιατί συχνά το άφηναν μόνο του στο σπίτι, ενώ οι αρρώστιες ήσαν πολλές. Εκείνα τα χρόνια ήσαν πολύ λίγες οι οικογένειες που δεν είχαν χάσει βρέφη και μικρά παιδιά».

Έτσι, τις περισσότερες φορές, βάπτιζαν τα παιδιά μετά τον 6ο μήνα και μέχρι τον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους εκτός αν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να βαπτιστεί νωρίτερα ή αργότερα.

Αν το παιδί πέθαινε αβάπτιστο, ήταν μεγάλη αμαρτία. Στην περίπτωση μάλιστα που η μητέρα του απουσίαζε εκείνη την ώρα, όλος ο κόσμος την κακολογούσε και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει! Πίστευαν ότι αν βρισκόταν στο σπίτι θα «προλάβαινε το κακό» και θα έκανε η ίδια το «αεροβάπτισμα» σηκώνοντας το παιδί τρεις φορές στον αέρα λέγοντας ταυτόχρονα το όνομά του.

 

Ο ανάδοχος (νο(υ)νός) αλλά και κουμπάρος

 

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν γράφαμε, ότι μετά τον βαφτιζόμενο το κύριο πρόσωπο του μυστηρίου είναι ο ανάδοχος ή νο(υ)νός. Τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει όλες σχεδόν τις φορές, καθώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας.

Μάλιστα για να φανεί η «στενή συγγένεια» αναδόχου και αναδεκτού, η Εκκλησία δεν επιτρέπει τα φυσικά παιδιά του νουνού να παντρεύονται με τους αναδεξιμιούς του ούτε μεταξύ τους οι βαφτισμένοι από τον ίδιο νουνό, τα λαδαδέλφια, όπως αλλιώς λέγονται. Θεωρείται πολύ καλό να βαφτίζει κανείς, γιατί «έτσι λύνονται τα χέρια του», όπως λένε. Νουνός του παιδιού, γινόταν ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι, γι’ αυτό και στο στεφάνωμα του φώναζαν «και στο λάδι κουμπάρε!». Στην Ερμιόνη, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το αναδεξίμι το λένε και «φιλιότσο»!

 

«Κάλεσμα στη βάφτιση της Παρασκευής Σπετσιώτη», 10-3-1957, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη».

 

Η ημέρα της βαπτίσεως

 

Με το τέλος των απαραίτητων προετοιμασιών από την οικογένεια και τον ανάδοχο (βαπτιστικά, μαρτυρικά, δώρα) για ένα «τέλειο μυστήριο», ερχόταν και η ημέρα της βάφτισης.

Στην Ερμιόνη, απ’ ότι θυμάμαι, οι βαπτίσεις γίνονταν, λόγω και των καιρικών συνθηκών, από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, κατά προτίμηση το απόγευμα της Κυριακής.

Την ημέρα της βάπτισης όλα ήσαν έτοιμα και η οικογένεια του βαπτιζόμενου, ο νουνός και οι καλεσμένοι, λιγότεροι από τον γάμο, πήγαιναν στην εκκλησία. Παρούσα πάντα η μαμή η Λαμπάταινα, φύλακας άγγελος του μωρού.

Ηχηρή η απουσία της μητέρας του παιδιού που παρέμενε στο σπίτι, αφού σύμφωνα με παλαιό έθιμο, άγνωστο γιατί, δεν «επιτρεπόταν» να ακούσει το όνομα στην εκκλησία! Καθώς το έθιμο δεν άντεξε στον χρόνο η μητέρα του βαπτιζόμενου, εδώ και αρκετά χρόνια, παρευρίσκεται στην εκκλησία, ακούει το όνομα, φροντίζει εκείνη το μωρό και η «μαμή η Λαμπάταινα» έχασε τη δουλειά της. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Περί Γάμου – Λαογραφικά της Ερμιόνης | Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

«Ο Θεός ο άχραντος…

Ο εν Κανά της Γαλιλαίας τον γάμον ευλογήσας,

 ίνα φανερώσης ότι σον θέλημά εστιν

η έννομος συζυγία και η εξ αυτής παιδοποιία»

Ευχή γάμου

 

Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το «Περί Γάμου» στην Ερμιόνη. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη ο γάμος ανήκει στα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο γάμος είναι προαιρετικό μυστήριο και τελείται μέχρι τρεις φορές σύμφωνα με την επιγραμματική ρήση: η Εκκλησία «τον πρώτο (γάμο) ευλογεί, τον δεύτερο επιτρέπει, τον τρίτο ανέχεται».

Η ακολουθία του  μυστηρίου περιλαμβάνει εξαιρετικής έμπνευσης κείμενα με τα οποία ζητείται η θεϊκή παρέμβαση και βοήθεια για τους νεόνυμφους για μια νέα οικογενειακή αρχή και χριστιανική ζωή.

Βέβαια, στις ημέρες μας, η ακολουθία του  μυστηρίου με τους καταπληκτικούς συμβολισμούς μόνο σε επαρχιακές πόλεις και χωριά μπορείς να την παρακολουθήσεις «ολόκληρη». Η «πίεση του χρόνου» στις πόλεις αναγκάζει τους ιερείς να τις «ξεπετούν» στα γρήγορα παραλείποντας σπουδαίες ευχές προς «μεγάλη» ευχαρίστηση των περισσοτέρων… Σημάδια των καιρών…

 Όμως το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…

Τέλος, όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.

 

Περί Γάμου

Περασμένα… αλλά όχι ξεχασμένα

 

Από τις αρχές του περασμένου αιώνα όταν το αγόρι ή το κορίτσι ερχόταν σε ηλικία γάμου, που άρχιζε από τα 16 χρόνια και ακόμη νωρίτερα, όπως γράφει στις σημειώσεις της η μητέρα μου, οι γονείς, κυρίως ο πατέρας, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να διαλέξουν τη νύφη ή τον γαμπρό για το παιδί τους. Το δικαίωμα επιλογής ήταν πολύ περιορισμένο για τους γιους ενώ για τις θυγατέρες σχεδόν ανύπαρκτο. Για να φέρεις τα …πάνω – κάτω έπρεπε να είχες πολύ «τσαγανό». Πολλές φορές, όπως γινόταν και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, έβαζαν τους προξενητάδες, άτομα με ιδιαίτερο χάρισμα, γυναίκες και άντρες που μεσολαβούσαν για να γίνει το «συγγέσιο», το συνοικέσιο όπως λεγόταν στην Ερμιόνη, και οι οικογένειες να «τα βρουν». Μάλιστα τον προξενητή και την προξενήτρα τούς φόρτωναν με δώρα και «υποσχέσεις» πριν αλλά και μετά το επιτυχημένο προξενιό που θα είχε κατάληξη τον αρραβώνα.

 

«Φανή Γιαννάκου Θεοδώρου», Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Η ανακοίνωση του μεγάλου γεγονότος στην οικογένεια γινόταν κατά κανόνα από τον πατέρα την ώρα του γεύματος ή του δείπνου με κάθε επισημότητα. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης το κορίτσι έσκυβε συνεσταλμένα το κεφάλι και αμέσως μετά με μια νέα κίνηση – πάλι του κεφαλιού – ψιθύριζε συγκαταβατικά: «Ναι, πατέρα όπως εσύ ορίζεις». Το ίδιο έκαναν αντίστοιχα και οι γονείς του αγοριού. Είναι προφανές, βέβαια, πως είχε προηγηθεί η συνεννόηση – συμφωνία των συμπεθέρων, κυρίως σε ότι αφορούσε την προίκα της νύφης!

 

Ο αρραβώνας στο σπίτι

 

Λίγες μέρες αργότερα, πάντα Σαββατόβραδο, γινόταν ο αρραβώνας στο σπίτι της νύφης, σύμφωνα με το έθιμο. Από τις δύο οικογένειες καλούσαν τους πολύ στενούς συγγενείς, αδέλφια, πρώτα ξαδέλφια και άλλαζαν τις βέρες.

Πάνω σ’ ένα τραπέζι με πεντακάθαρο κεντητό τραπεζομάντηλο έστρωναν μια πετσέτα, «μπόλια» την έλεγαν, με κουφέτα και στο κέντρο τοποθετούσαν τις βέρες, αγορασμένες από τον γαμπρό. Το νέο ζευγάρι καθόταν αμήχανο σε διπλανές καρέκλες περιμένοντας τη στιγμή που θα τους περνούσαν τις βέρες. Αν δεν παρευρισκόταν ιερέας, τις βέρες έβαζε ο πατέρας του γαμπρού, αφού πρώτα τις σταύρωνε στο εικόνισμα.

Στη συνέχεια όλοι οι καλεσμένοι, με σειρά προτεραιότητας, χαιρετούσαν τους αρραβωνιασμένους και τους κρεμούσαν για δώρα χρυσαφικά. Πρώτος ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού και κατόπιν όλοι οι συγγενείς τους. Μετά ο πατέρας και η μητέρα της νύφης και ύστερα οι δικοί τους συγγενείς. Δεν έλειπε βέβαια και ένας «σιωπηλός» ανταγωνισμός για το ποιο θα είναι το ωραιότερο και το ακριβότερο δώρο! Ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι.

Την επόμενη μέρα όλη η Ερμιόνη συζητούσε «με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα» και ακολουθούσαν πολλά παραλειπόμενα (κουτσομπολιά) ακόμα και ανέκδοτα ανάλογα με την περίπτωση.

Μετά τον αρραβώνα ο γαμπρός πήγαινε καθημερινά και εντελώς τυπικά στο σπίτι της νύφης. Τις Κυριακές το ζευγάρι με τη νύφη στολισμένη με όλα τα χρυσαφικά έβγαινε  βόλτα στο Μπίστι, πάντα συνοδεία κάποιου από το σόι του κοριτσιού.

Δύο γεγονότα ξεχώριζαν κατά τη διάρκεια του αρραβώνα: Η σύνταξη του προικοσύμφωνου με γραμμένα αναλυτικά όλα τα προικιά που θα έδιναν στη νύφη καθώς και η διάρκεια του αρραβώνα, που συνήθως δεν κρατούσε πολύ. Ο γάμος έπρεπε να οριστεί το συντομότερο δυνατόν, καθώς ο γαμπρός δεν επιτρεπόταν να μπαινοβγαίνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι της νύφης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αμπέλι και κρασί στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Μια εθνογραφική προσέγγιση – Ευδοκία Ολυμπίτου


 

Η τριλογία «αμπέλι, ελιά, σιτάρι» και «κρασί, λάδι, ψωμί», οι τυπικές, δη­λαδή, καλλιέργειες της μεσογειακής χλωρίδας και τα αντίστοιχα βασικά στοι­χεία της ελληνικής διατροφής, αποτελούν τις περισσότερο διαδεδομένες αγρο­τικές δραστηριότητες που συγκροτούν ένα πλούσιο συμβολικό πολιτιστικό σύ­στημα. Οι τοπικές εμπειρικές γνώσεις και παραδόσεις διαχέονται, ταξιδεύουν, διαδίδονται σε διαφορετικούς τόπους, όχι μόνον σε αυτούς που παράγουν τα προϊόντα αυτά, αλλά και σε όλους εκείνους που τα καταναλώνουν. Επιπλέον, κοινές ανάγκες και παρόμοιες συνθήκες διαμορφώνουν έναν μάλλον κοινό εθι­μικό κώδικα στην κατανάλωσή τους, στις σχετικές θρησκευτικές πρακτικές και τη λαϊκή λατρεία των αγροτικών, κυρίως, αλλά και των αστικών περιοχών.

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο κρασί, επιχειρούμε να προσεγγί­σουμε τον πλούσιο χώρο της λαϊκής εμπειρικής γνώσης και κοσμοθεωρίας που αναζητά ορθολογικές αλλά και μεταφυσικές, μαγικοθρησκευτικές λύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του καθημερινού του βίου, αλλά και να ερμηνεύσει ό,τι διαταράσσει την ασφαλή μονοτονία της ζωής του. Ο χαρα­κτήρας του κειμένου είναι μάλλον περιγραφικός και ελλειπτικός, αφού αποτε­λεί μία, κατ’ ανάγκην, σύντομη περιήγηση σε αυτό το πολύπλευρο τοπίο των εθιμικών κοινοτήτων και ιδιαιτεροτήτων, στο οποίο το κρασί διατηρεί πρω­τεύοντα ή και κυρίαρχο ρόλο.

Στα πλαίσια ενός κόσμου που διαβίωνε και δρούσε με συλλογικές μορφές και τρόπους, το κρασί συμπλήρωνε και ενίσχυε κάθε μορφής δεσμούς, συνο­δεύοντας τόσο τη χαρά όσο και τη λύπη – από την κοινή εργασία στο χωράφι έως το γάμο ή το πένθος, την κοινοτική γιορτή, την αρχή και το τέλος κάθε κύ­κλου της αγροτικής ζωής. Σχεδόν ταυτόσημο με κάθε ευχή και πρόποση, κυρίως για καλή υγεία, ήταν απαραίτητο στη χριστιανική τελετουργία, άξιο ως προσφορά και δώρο σε κάθε περίσταση. Συνοδεύει όλα τα γλέντια, επισφραγί­ζει συμφωνίες και συμφιλιώσεις[1], είναι απαραίτητο κέρασμα στην έναρξη και την ολοκλήρωση των αγροτικών εργασιών, στο λιοτρίβι όταν βγει το καινού­ριο λάδι[2] ή ακόμη σε όσους συμμετέχουν σε τελετές θεμελίωσης κτισμάτων[3].

Το κρασί συμπλήρωνε την καθημερινή λιτή διατροφή αλλά και τα γιορταστι­κά γεύματα πλούσιων και φτωχών, αστών και αγροτών. Ακροβατώντας ανάμεσα στη λελογισμένη χρήση και την υπερβολική κατανάλωση, μπορούσε να είναι θρη­σκευτικά και κοινωνικά αποδεκτό ή κατακριτέο, καθοσιωμένο ή αμαρτωλό.

Προικοσύμφωνα, διαθήκες, δωρεές, αφιερώσεις, πράξεις αγοραπωλησίας και διάφορα χρονικά που μνημονεύουν καλές και κακές χρονιές, ασθένειες των αμπελιών και τις οικονομικές τους επιπτώσεις, αλλά και ιστορικά ανέκδο­τα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την αξία των αμπελώνων για τις κοινωνίες του παρελθόντος[4]. Εκτός από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ποικίλες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες διασώζουν μεγάλο πλούτο πληροφοριών που αναφέρονται στον υλικό και πολιτισμικό βίο των παραδοσιακών κοινωνι­κών σχηματισμών, καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ένα βασι­κό διατροφικό αγαθό του ελληνικού χώρου τροφοδοτεί παραδόσεις και θρύ­λους, συνοδεύει τελετουργίες και επενδύεται με πολλαπλούς συμβολισμούς.

 

Πελοπόννησος, σχέδιο του Olfert Dapper, μια παραστατική απεικόνιση στην οποία η Πελοπόννησος μοιάζει με αμπελόφυλλο. Olfert Dapper, «Naukerige Beschryving van Morea», Amsterdam 1688, Συλλογή Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (δάνειο από ΜΙΕΤ, Η Πελοπόννησος. Χαρτογραφία και Ιστορία, 16ος-18ος αιώνας, ΜΙΕΤ 2006).

 

Η αμπελοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο

 

Η γεωγραφία του αμπελιού στην περιοχή της Πελοποννήσου είναι ιδιαίτε­ρα εκτεταμένη, αν και ορίζεται από το γεωφυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Ονόματα χωριών και μικροτοπωνύμια όπως Αμπέλι, Αμπελά, Αμπελάκι, Αμπελάκια, Αμπελιώνα, Αμπελώνας, Αμπελόκαμπος, Αμπελόκηποι, Αμπελος, Αμπελόφυτο, ή Παλιάμπελο, που απαντώνται στην Πελοπόννησο, είναι και αυτά εν­δεικτικά της εξάπλωσής του.[5] Παρόλο που το αμπέλι αποδίδει σε σχετικά σύ­ντομο χρονικό διάστημα: «αμπέλι του χεριού σου και ελιά από τον παππού σου», συνήθιζαν να λένε στην Πελοπόννησο, για ορισμένες περιοχές «τα πολλά τ’ αμπέλια και τα λίγα πρόβατα είναι φτώχεια…».[6] Ωστόσο, για τους ορεινούς πλη­θυσμούς, οι προφορικές μαρτυρίες σημειώνουν ότι η εποχή του τρύγου έδινε τη δυνατότητα να αναζητήσουν εποχική εργασία σε αμπελουργικές περιοχές.[7] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Ο κ. Χρήστος Πίκης σε νεαρή ηλικία (1970).

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο κύριος Χρήστος Πίκης,* Οικονομολόγος, τέως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ) και Διευθυντής Συμμετοχών της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), μέσα από τις βιογραφικές του σημειώσεις, μας «μεταφέρει» στη γενέτειρά του Δαλαμανάρα και μας παρουσιάζει τα καταστήματα και τους δημόσιους χώρους του χωριού του την περίοδο, 1945-1960.  Πρόσωπα, χαρακτήρες και γεγονότα, σημαντικά για την εποχή, ξεπροβάλλουν  μέσα από την περιγραφή του…

 

 «Καταστήματα και Δημόσιοι χώροι στη Δαλαμανάρα Άργους (1945-1960)»

 

1. Παντοπωλείον «Η Αγάπη», Ανδρ. Χρ. Ρούσσου

 

Έτσι έγραφε η ταμπέλα του παλιότερου και καλύτερου μπακάλικου του χωριού (Δαλαμανάρας). Το είχε ο Μίμης Ρούσσος ή Μανέλης, ένας έξυπνος γλυκομίλητος έμπορος, και ήταν καλά εφοδιασμένο με τα απαραίτητα για κάθε σπίτι, (αλεύρι, όσπρια, ζυμαρικά, λάδι, βούτυρο, τυρί, κρασί, ελιές, σαρδέλες. ρέγκες., μπαχαρικά, κλπ). Ο Μανέλης είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο προβολής των εμπορευμάτων του, που ήταν αντικείμενο πλάκας των συγχωριανών Π.χ. για να διαφημίσει τις ρέγκες του φώναζε μέσα από το μαγαζί στο σπίτι, στη γυναίκα του: «Κατίνα, σήμερα μη μου βάλεις κοτόπουλο. Θα φάω ρέγκα». Στο ιδιαίτερο, πλαϊνό χώρο στο κυρίως κατάστημα, όπου ήσαν τα βαρέλια με το κρασί, έβαζε δύο τραπεζάκια όπου κάθονταν για το κρασάκι τους κάποιοι από σοβαρούς πελάτες. Οι προχωρημένοι στο κρασί. (Γιωργοκούνουπας, Κωτσιολάρας, Παντελής, Κωτσιοκούνουπας, κ.α.), πήγαιναν στου Σκουλή.

Τα καλοκαίρια τα τραπεζάκια έβγαιναν έξω, απέναντι από το μαγαζί, κάτω από πανύψηλες λεύκες. Μπροστά στο μαγαζί υπήρχε μια τρόμπα και στέρνα, όπου μονίμως έβγαζε νερό η μάνα του Μίμη, η Μανέλενα. Ο Μανέλης έφερε πρώτος στο χωριό ένα όρθιο βυτίο της HP και πουλούσε πετρέλαιο, απαραίτητο τότε για τους κινητήρες DIESEL με τους οποίους ποτίζονταν τα χωράφια. Το πετρέλαιο πουλιόταν σε μικρά μπετόνια ή για τους προ έχοντες. σε «κανίστρες», λάφυρά από Γερμανικά φορτηγά. Τότε, ο Μανώλης, προσέλαβε. για το πετρέλαιο κυρίως, βοηθό, τον Χρήστο της Μουτσούναινας (Γκούμα). Σε αρκετά μεγάλη για την εποχή ηλικία, ο Μανώλης παντρεύτηκε την στρουμπουλή και ζωηρή Κατίνα από το Άργος και απέκτησαν τη χαριτωμένη Μαιρούλα.

 

2. Σκούλης

 

Κώστας Σκουλής. Αρχείο: Δημήτρης Σκουλής.

Καφενείο κυρίως, οινοπωλείο και λίγα είδη μπακαλικής. Ήταν πλάι στο εργοστάσιο του «Κύκνου», πιο προσιτό σε όσους ήθελαν να πιούν το κρασί τους και να κουβεντιάσουν, με «ιδιαίτερο» χώρο για τους πιο προχωρημένους πότες. Είχε και τραπεζάκια έξω στην αυλή, όπου αργότερα εγκατέστησε πρατήριο βενζίνης.

Στο Σκουλή πήγαινε και το ταχυδρομείο, και θυμάμαι με πόση αδημονία περίμενα γράμματα, όταν άρχισα να αλληλογραφώ, με το συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Βασίλη Σκούμπη από το Σκαφιδάκι τα καλοκαίρια που είχαμε διακοπές και με εκδοτικούς οίκους στην Αθήνα, (Σαλίβερος, κλπ), που ζητούσα και μου έστελναν καταλόγους των βιβλίων τους, που τους διάβαζα και χανόμουν, θέλοντας, αν γινόταν, να τα διαβάσω όλα.

 

Το εσωτερικό του παλιού μαγαζιού, περίπου το 1954, από δεξιά ο χασάπης Παμήτσος με την ποδιά, τρίτος ο Γιώργος Σκουλής (σταυροπόδι) και πέμπτος όρθιος ο αδερφός ο Τάσος. Αρχείο: Δημήτρης Σκουλής.

 

Το μαγαζί με την αντλία βενζίνης. Αρχείο: Δημήτρης Σκουλής.

 

Γιώργος Σκουλής. Αρχείο: Δημήτρης Σκουλής.

Το μαγαζί κρατούσε παλιά ο πατέρας Κώστας Σκουλής και μετά, κυρίως, ο Γιώργος με τα αδέλφια του, Βαγγέλη και  Τάσο, που πέθανε ξαφνικά νεότατος.

Στους τοίχους του μαγαζιού περιεργαζόμουνα παλιές λιθογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές μαχών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και το πόλεμο του 1940 στην Αλβανία. Εκεί, όταν ήμουν πολύ μικρός, μερικές βραδιές με πήγαιναν τα ξαδέλφια μου, ο Βαγγέλης, ο Μίμης Δριμούρας και ο Μίμης του Κωτστοκούνουπα, και βλέπαμε τις προετοιμασίες για παράσταση Καραγκιόζη, ενώ άλλες φορές έπαιζε κλαρίνο ο Ρέλιας, συνοδευόμενος από τον γιό του Νίκο στο σαντούρι. Σήμερα το κατάστημα λειτουργεί ο γιος του Γιώργου, Δημήτρης Σκουλής.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Σβούρες (οι)


 

«Πήρα στα χέρια μου τη σβούρα των παιδικών μου χρόνων. Δεν είχε την παλιά της λάμψη, αλλά παρ’ όλο που είχαν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που είχε πάρει τη θέση της σ’ εκείνο το ψηφιδωτό που ονομάζουμε παρελθόν βρισκόταν σε καλή κατάσταση…».

Αλέξανδρος Ίσαρης

Η κατασκευή τους

 

Σβούρα: Μουσείο Παιχνιδιών Ερμιόνης. Φωτογραφία: Ρίνα Λουμουσιώτη.

Είναι ένα παιχνίδι – αντικείμενο κωνικό, όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα, φτιαγμένο από ξύλο. Η «κλασική» σβούρα έχει ύψος 5-6 εκατοστά. Στο κάτω μέρος, στην αιχμηρή άκρη του ξύλου, προεξέχει η μύτη ενός καρφιού που έχει χτυπηθεί προς τα μέσα, ενώ στο επάνω μέρος, στο κέντρο, υπάρχει μια μικρή ξύλινη προεξοχή. Μερικά παιδιά έφτιαχναν μόνα τους σβούρες. Χρησιμοποιούσαν σκληρά ξύλα π.χ. ελιάς, τα πελεκούσαν με το μαχαίρι και τους έδιναν το σχήμα του ανάποδου κώνου. Στο επάνω μέρος έφτιαχναν το κεφάλι της σβούρας και στο κάτω έβαζαν το καρφί.

Οι πρώτες σβούρες ήταν φτιαγμένες από ξύλο και ήταν βαμμένες άλλες με άχρωμο βερνίκι και άλλες με διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Υπήρχαν, βέβαια, και οι πιο περίτεχνες, που είχαν ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις θεωρούσαμε πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και τα βλέπαμε σαν απόκοσμες παραστάσεις!

Αργότερα,  κατασκευάστηκαν σβούρες από μέταλλο και πλαστικό σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Κύριο γνώρισμα όλων των ειδών και των τύπων της σβούρας είναι η ταχύτατη περιστροφή στο έδαφος ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια. Αυτή την ταχύτατη περιστροφή προσπαθούσε να επιτύχει όποιος «έριχνε», «έστριβε» ή «πετούσε» τη σβούρα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Χειροτεχνική εργασία στα υφαντουργικά εργοστάσια του Άργους – Όψεις της εργατικής εμπειρίας και της γυναικείας ταυτότητας. Λεβειδιώτη Μαρία-Ελισάβετ, Ιστορικός-Λαογράφος


 

Πρόλογος

 

Η παρούσα ερευνητική απόπειρα έγινε στα πλαίσια μιας εξαμηνιαίας μεταπτυχιακής μου εργασίας και αφορά τον προβληματισμό για την εργασιακή εμπειρία των γυναικών στα εργοστάσια της περιοχής του Άργους, και συγκεκριμένα των υφαντουργείων, από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ου αιώνα. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν σχετίζονται με την ενασχόληση των επιστημών με το φύλο, εννοώντας τη γυναίκα, την θεώρηση της ταυτότητάς της ως ενεργό κοινωνικό υποκείμενο. Στη συνέχεια μέσα από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των εργατριών, την καθημερινότητα της εργασίας τους, τις σχέσεις τους με τα αφεντικά τους και τους άλλους εργαζόμενους, αλλά και τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι’ αυτές.

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.

Για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων η έλλειψη πηγών που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με δυσκόλεψαν ιδιαιτέρως. Παρά την πραγματοποίηση της σχετικής αναζήτησης με σκοπό τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τις τοπικές πηγές στην πορεία διαπίστωσα ότι είναι αρκετά φτωχές οι αναφορές. Έτσι με τη μέθοδο της επιτόπιας και εθνογραφικής έρευνας επεδίωξα να συλλέξω περισσότερα στοιχεία σχετικά με την πρόσληψη της εργασιακής εμπειρίας και αντιμετώπισης του κοινωνικού υποκειμένου.

Πρόκειται για μία συλλογή αφηγήσεων, η ανάλυση των οποίων έχει σκοπό την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των τρόπων με τους οποίους τα υποκείμενα, και συγκεκριμένα οι γυναίκες, δίνουν σάρκα και οστά στην επιθυμία τους να επιτύχουν, ν’ αναγνωριστούν και να αποδεσμευτούν από τις κοινωνικές συμβάσεις, ή να υποδείξουν αυτές στις οποίες υποτάσσονται.[1]

Η συμμετοχή των γυναικών σε εργασιακά περιβάλλοντα είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής τους, καθώς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι γυναίκες που εργάζονται διατηρούν την απασχόληση τους ως ότου να κάνουν οικογένεια ή να εκπληρώσουν έναν οικογενειακό σκοπό.

Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσσεται μέσα σ’ ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συνθετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση και τον βαθμό εκπολιτισμού.[2] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο αποκριάτικος χαρτοπόλεμος και τα πρώτα κομφετί


 

Ο χαρτοπόλεμος στις ήμερες μας περιορίζεται στην εποχή των αποκριάτικων γιορτών. Τα πολύχρωμα χαρτάκια, τα κομφετί, περισσότερο από έναν αιώνα, κα­τέχουν το δικό τους μερίδιο στον εορτασμό των ημερών της χαράς και της ευωχί­ας. Από το Μεσαίωνα καταγράφεται η παράδοση να ρίχνουν οι καρναβαλιστές στις παρελάσεις νομίσματα, φρούτα, καραμέλες, λουλούδια κ.α. Το έθιμο έφθασε στη χώρα μας στα χρόνια του Όθωνα. Όταν οι Αθηναίοι αστειευόμενοι πετούσαν διάφορα δημητριακά. Συνήθως στοχεύοντας κορίτσια, έριχναν στα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ξερά φασόλια, ρύζι, κριθάρι και καλαμπόκι.


«Πάλλης & Κοτζιάς».

Ήταν το 1875 όταν επιχειρηματίας στο Μιλάνο άρχισε την πώληση κομφετί στην παρέλαση του Καρναβαλιού. Θα περάσει ένα τέταρτο του αιώνα μέχρι να εισαχθεί η νέα συνήθεια και στην Ελλάδα. Την εισήγαγε το «Χαρτοπωλείον – Λιθογραφείον – Τυπογραφείον» του Αθανασίου Πάλλη. Πρόκειται για τη γνω­στή έως τις ημέρες μας ομώνυμη επιχείρηση, η οποία την εποχή εκείνη είχε ως συμμέτοχο τον Γεώργιο Κοτζιά, με έτος ίδρυσης το 1870. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Πλινθοποιοί


 

Οι πλινθοποιοί ή πλιθράδες έφτιαχναν τις πλίθρες με χώμα και άχυρο, χρησιμοποιώ­ντας ξύλινα καλούπια. Θα μπορούσε να φα­νταστεί κανείς ένα πλινθοποιείο, δηλαδή ένα οργανωμένο εργαστήριο παρασκευής πλίνθων, όπως λειτούργησαν αργότερα ερ­γοστάσια παρασκευής τσιμεντόλιθων. Δεν γνωρίζουμε αν στην Αργολίδα λειτούργη­σε κάποιο πλινθοποιείο. Οι πληροφορίες μας είναι διαφορετικές, ότι έφτιαχναν πλί­θρες στα χωράφια, χρησιμοποιώντας χώ­μα από τα ίδια χωράφια, με εντελώς πρω­τόγονο τρόπο.

 

Πλινθόκτιστη κατοικία στο Άργος, Τριπόλεως 15, λίγο μετά το Αρχαίο Θέατρο. Λήψη φωτογραφίας 15-2-2023.

 

Πλινθόκτιστη κατοικία με μερική κατάρρευση στο Άργος, Τριπόλεως 15. Λήψη φωτογραφίας 15-2-2023.

 

Αποβραδίς άνοιγαν στέρνα, για να πο­τιστεί καλά το χωράφι. Συνήθως το νερό ή­ταν λίγο. Γι’ αυτό αντλούσαν συνεχώς από το διπλανό μαγκανοπήγαδο με το μουλάρι ή με μηχανή. Το νερό έπεφτε στη στέρνα και από εκεί το καθοδηγούσαν, ώστε να βρα­χεί καλά το χώμα και να γίνει λάσπη. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έριχναν μπόλικο ά­χυρο, το ζύμωναν με τα πόδια τους καλά, ξυπόλυτοι, τραβούσαν τη λάσπη με φτυά­ρια και τσάπες και την έκαναν σωρούς-σω- ρούς. Στη συνέχεια δύο εργάτες μεταφέρα­νε το μείγμα με την τζουβέρα. Η τζουβέρα σχηματιζότανε από δύο μακριά ξύλα, που ενώνονταν με ταβλιά και πάνω σ’ αυτά έριχναν τη λάσπη με το φτυάρι. Για τη μετα­φορά, ο ένας προπορευόταν κι ο άλλος ακολουθούσε, κρατώντας και οι δύο την τζου­βέρα με τη λάσπη από τις άκρες των ξύλων. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Κωνσταντίνος Σχοινοχωρίτης – Ιστορικά – Λαογραφικά Σύμμεικτα περί Χριστουγέννων


 

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Αργολικής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού, το νέο βιβλίο του  Ιστορικού – συγγραφέα, Αρχειονόμου – Βιβλιοθηκονόμου και Υποψήφιου διδάκτορα, Κωνσταντίνου Σχοινοχωρίτη, με τίτλο: «Ιστορικά – Λαογραφικά Σύμμεικτα περί Χριστουγέννων».

 

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων είναι μια αλυσιδωτή γιορτινή περίοδος που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική κατάνυξη και πνευματική ανασυγκρότηση. Τοποθετημένο στην καρδιά του χειμώνα μετέτρεπε το σπίτι σε μια αληθινή ζεστή φωλιά.

Το Δωδεκαήμερο, μια περίοδος με τεράστια σημασία στη ζωή του λαού, συνδέθηκε με πολλά έθιμα και δοξασίες. Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια, όταν κατά τη λαϊκή πίστη τα νερά είναι αβάφτιστα, έρχονται οι Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους. Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου εορτάζονται κυρίως από τους χριστιανούς της Ευρώπης και Αμερικής και προέρχονται από ένα συνδυασμό θρησκευτικών και λαϊκών παραδόσεων.

 

Ιστορικά – Λαογραφικά Σύμμεικτα περί Χριστουγέννων

 

Στην Ελλάδα συνδυάζονται διεθνή έθιμα, όπως ο Αϊ Βασίλης   και η υποδοχή του νέου έτους, με ελληνικά έθιμα, όπως το πρωτοχρονιάτικο ρόδι και οι καλικάντζαροι. Πιο διαδεδομένο έθιμο σε όλο τον κόσμο είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων υπήρχε σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα. Το έθιμο του στολισμένου δέντρου διαδόθηκε στους βόρειους λαούς από Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι, ελλείψει ελαιόδεντρων, στόλιζαν τα κλαδιά των δέντρων που ευδοκιμούσαν σε κάθε τόπο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »