Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Οθωμανική Αρχιτεκτονική’

Νοσοκομείο και σχέδια για άλλες κατασκευές στο Άργος – Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της Καποδιστριακής εποχής (1828-1833) | Βασίλης Δωροβίνης – Δικηγόρος, Πολιτικός επιστήμονας, Ιστορικός.


 

Εσφαλμένη διατύπωση του ίδιου του Χάιντεκ – Βαυαρού και φιλέλληνα αξιωματικού, ο οποίος από τις αρχές του 1828 ως το καλοκαίρι του 1829 είχε αναλάβει την αρμοδιότητα του φρουράρχου Ναυπλίου, με εποπτεία των έργων που γίνονταν και στο Άργος, ή, έστω, εσφαλμένη μετάφραση κειμένων του, συνετέλεσε ώστε, μέχρι σήμερα [1989], να έχει γραφεί, ιδιαίτερα από τοπικούς λογίους, ότι κτίστηκε κτίριο νοσοκομείου στο Άργος.[1]

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όπως με ασφάλεια συμπεραίνουμε, πλέον, τόσο από παραβολή σχεδίων της πόλης του Άργους (Devaud και de Borroczün) όσο και από στοιχεία του καποδιστριακού αρχείου των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Ας δούμε το θέμα από κοντά.

Στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, που οργανώθηκε στο αρχαίο θέατρο της πόλης (Ιούλιος -Αύγουστος 1829), και κατά τη συνεδρία της 19 Ιουλίου, τέθηκε υπόψη της από τον Ανδρέα Μεταξά, μέλος του «Γενικού Φροντιστηρίου» (αντίστοιχου Υπουργείου Στρατιωτικών), αναφορά του Χάιντεκ με ημερομηνία 3 Ιουλίου, η οποία απευθυνόταν προς την Κυβέρνηση και αποτελούσε ανακεφαλαίωση και των έργων που είχαν εκτελεσθεί υπό την εποπτεία του.[2]

Στο κεφάλαιο αυτής της αναφοράς που επιγράφεται «Επισκευαί και Οικοδομαί, Νοσοκομεία και Στρατώνες» γίνεται μνεία για σύσταση νοσοκομείου στο Άργος, δύο φορές. Μεταφέρουμε κατά λέξη τα σχετικά αποσπάσματα: «Νοσοκομείον εσυστήθη, προσέτι, εις Ακροκόρινθον και Άργος (…). Εις το Άργος κατεσκευάσθη (…) ευρύχωρός στρατών (…), όστις αποτελειούται ήδη με την προσθήκην μιας οικίας διά το νοσοκομείον».

Αλλά και στα «Απομνημονεύματα» του ίδιου, που δημοσιεύθηκαν σε ελληνική μετάφραση πολύ αργότερα,[3] αναφέρεται, πάλι, ότι: «Το ιππικόν είχε μικρόν νοσοκομείον εν Άργει, τοιαύτα δε ιδρύθησαν και εν Ακροκορίνθω και Πάτραις».

Τα στοιχεία που έχουμε εντοπίσει στα Γ.Α.Κ., αλλά και παραβολή του δευτέρου προς το τρίτο σχέδιο της πόλης του Άργους,[4] που συντάχθηκαν αντίστοιχα από τον Ντεβώ (Απρίλιος 1829) και τον Ρούντολφ ντε Μποροτσύν (Μάρτιος 1831), υποδεικνύουν σαφώς ότι άλλο νοσοκομείο δεν υπήρχε στην πόλη, εκτός εκείνου που στεγάστηκε στο κτίριο πρώην τουρκικού τζαμιού, του μόνου που απέμενε εκεί, το οποίο είχε μετατραπεί, άγνωστο πότε ακριβώς αλλά, πάντως, κατά τα χρόνια της Επανάστασης, σε ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.[5]

 

«Το τέμενος του Άργους», 1803, σχέδιο του άγγλου αρχιτέκτονα Sir Robert Smirke (1780-1867) ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα μεταξύ 1801-1805. Πανεπιστήμιο του Yale, Αμερική.

 

Στο σχέδιο Ντεβώ το κτίριο επιγράφεται ως «Église St. Constantin», ενώ στο σχέδιο ντε Μποροτσύν ως «Hôpital». Το γεγονός αυτό ενισχύεται από σαφείς μαρτυρίες στα Γ.Α.Κ. Ας τις δούμε. Ο τοπικός προύχοντας και αγωνιστής Δημ. Περρούκας, κατά την επιδημία πανούκλας, που μάστισε και την περιοχή της Αργολίδας ιδίως κατά την άνοιξη του 1828,[6] είχε διοριστεί «Έφορος Υγείας» για την περιφέρεια αυτή και αλληλογράφησε πυκνά με την κεντρική διοίκηση. Σε έγγραφό του από το Άργος, της 15 Ιουνίου 1828, αναφέρεται επανειλημμένα στο νοσοκομείο της πόλης, και μάλιστα μνημονεύει το οργανωτικό μέτρο που πήρε να μεταφέρονται οι ασθενείς «εις μίαν άκραν», «εις το Νοσοκομείον», ενώ οι μολυσμένοι «εις το Καθαρτήριον» (που και από άλλο έγγραφό του μαθαίνουμε ότι ήταν το «μπεζεστένιον», δηλαδή το κτίριο που οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε αγορά (μπεζεστένι) και ταχυδρομείο (μεντζίλ-χανέ) του Άργους, και το οποίο μετατράπηκε σε Στρατώνα του Ιππικού (Στρατώνες Καποδίστρια). Σε πίνακα επισυναπτόμενο στο έγγραφό του, με θέμα την κατάσταση στην πόλη, ρητά γράφει «Νοσοκομείον Άγιος Κωνσταντίνος». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η μετάβαση από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος στη χωρική διάσταση: το τζαμί του Ναυπλίου που μετασκευάστηκε στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον» (1825)* – Καλλιόπη Αμυγδάλου – Ηλίας Κολοβός


 

Ο χώρος ως «κοινωνική κατασκευή», που αποτυπώνει τους δια­φορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, [1] αλλά και πιο συγκεκρι­μένα τα κτήρια και η αρχιτεκτονική τους ως χώροι επιτελέσεων των κοινωνικών και πολιτικών δράσεων, είναι ένα ιδιαίτερο αντι­κείμενο έρευνας για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία αποτελεί μεταξύ άλλων και μια ιστορία μετάβασης από το οθωμανικό στο ελληνικό κράτος. Όπως θα εξετάσουμε εδώ στην περίπτωση της μετασκευής ενός τζαμιού στο Ναύπλιο στο «πρώτον εν Ελλάδι Βουλευτήριον», την πρώτη επίσημα διαμορ­φωμένη Βουλή, μέσα στην επανάσταση, στα 1825, η αναδιαμόρφωση του χώρου υπήρξε ένα απαραίτητο διακύβευμα για να σηματοδοτηθεί η κοινωνική και πολιτική αλλαγή, μέσω συνεχειών, ασυνεχειών και ρήξεων, καθώς και ενδιάμεσων (in-between) κα­ταστάσεων.[2]

Το ίδιο το Ναύπλιο (στα οθωμανικά τουρκικά Anaboli, εξ ου και Ανάπλι), στην αστική του κλίμακα, διαμορφώθηκε από τέ­τοιες συνέχειες κι ασυνέχειες και υπήρξε μια πόλη-παλίμψηστο διαδοχικών βενετικών και οθωμανικών κυριαρχιών. [3] Και αυτή π γενεαλογία των αλλεπάλληλων χωρικών αλλαγών που συνό­δευαν και συνέβαλαν στις αλλαγές κυριαρχίας είναι σημαντικό να επεξηγηθεί περαιτέρω πριν αναλυθεί η περίπτωση του τζαμιού-Βουλευτηρίου.

Οι Βενετοί παρέδωσαν μία πόλη που είχαν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό [4] στους Οθωμανούς το 1540, εγκαταλείποντάς την. Στον χριστιανικό πληθυσμό που είχε παραμείνει προστέθηκε και μουσουλμανικός πληθυσμός, [5] αλλά οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν το 1686 παραδίδοντάς τη πίσω στους Βενετούς. Οι Βενετοί με τη σειρά τους επενέβησαν εκτεταμένα στον αστικό ιστό, διαγράφοντας κάθε ίχνος της μουσουλμανικής παρουσίας και ενισχύοντας την οχύρωσή της με την ανέγερση του συμπληρωματικού στην Ακροναυπλία φρουρίου του Παλαμηδίου. [6]  Εντούτοις, οι Οθωμανοί κατόρθω­σαν να ανακαταλάβουν το Ναύπλιο και τα φρούριά του πάλι το 1715, αιχμαλωτίζοντας μάλιστα τη βενετική φρουρά.[7]

 

Το Ναύπλιο την εποχή της πολιορκίας του από τους Βενετούς (1686).

 

Χάρη στη μελέτη του Nejat Göyünç, [8] γνωρίζουμε ότι οι Οθω­μανοί, αφού επάνδρωσαν τα φρούρια γύρω από την πόλη (με 760 στρατιώτες στην Ακροναυπλία, 710 στο Παλαμήδι και 60 στο Μπούρτζι), διενέργησαν μια αναλυτική απογραφή των κτη­ρίων της έρημης πόλης. Η οθωμανική απογραφή του 1715 ανασημασιοδοτεί και αναδιοργανώνει τον αστικό ιστό του Ναυπλίου με άξονα τα τζαμιά, ώστε να υποδεχθεί τον μουσουλμανικό πλη­θυσμό που επέστρεφε τότε στην πόλη. [9] Η πόλη απογράφηκε στις συνοικίες του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ (πιθανώς στη θέση του σημερινού Αγίου Γεωργίου, βλ. εικ. 4), [10] του τζαμιού του μεγάλου βεζίρη Αλή Πασά (πιθανώς το σημερινό Τριανόν), [11] της Άνω Πόλης, κοντά στην Ακροναυπλία, της Καμμένης Πλατεί­ας, της Δεξαμενής και του εκτός των τειχών βαροσιού (προαστί­ου) κάτω από το Παλαμήδι, συμπεριλαμβάνοντας 1.321 οικίες (από τις οποίες 314 διώροφες), 51 δώματα, 509 καταστήματα / εργαστήρια, 350 αποθήκες, 26 φούρνους, 2 νερόμυλους, 5 σφα­γεία, 4 λουτρά, 1 μεντρεσέ (ισλαμικό ιεροδιδασκαλείο), [12] 26 εκ­κλησίες και 9 τζαμιά και μεστζίτια (μικρά τζαμιά, συνήθως χωρίς μιναρέ), έξι στην πόλη, ένα στην Ακροναυπλία, ένα στο Μπούρτζι και ένα στο Παλαμήδι. [13] Τα τζαμιά του Ναυπλίου, τα οποία είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες στη διάρκεια της βενετικής κυριαρχί­ας, επανήλθαν στην χρήση του επανερχόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού.[14] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

«Τριανόν» (ή Παλαιό τζαμί της πλατείας Συντάγματος Ναυπλίου)


Τέμενος, Β’  μισό 16ου αι.

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Το παλαιό τζαμί στην πλατεία Συντάγματος αποτελεί ίσως το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του β’ μισού αιώνα στην πόλη. Βρισκόταν  στη συνοικία του του Μεγάλου Βεζίρη ή στη συνοικία του χανιού του Σουλτάν Αχμέτ (φαίνεται ότι και οι δύο πήραν το όνομά τους από κάποιο τέμενος). Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί , η πλούσια πόλη του Ναυπλίου διέθετε πολλά τεμένη, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία δεν προέρχονταν από μετατροπή χριστιανικού ναού. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει δύο τεμένη με μεγάλους μιναρέδες στην αγορά της πόλης. Πιθανότατα το ένα από αυτά ήταν το γνωστό σε μας «Τριανόν». Ο Εβλιγιά δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία στο τέμενος αυτό, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα απλό, λιτό τέμενος, επαρχιώτικης τεχνοτροπίας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τεμένη της Πελοποννήσου.

Το τέμενος* μετατράπηκε κατά τη διάρκεια της Β’ Ενετοκρατίας σε χριστιανικό ναό του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο. Κατά τη διάρκεια της Β’ Οθωμανικής περιόδου χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως μουσουλμανικό τέμενος. Μετά την απελευθέρωση στέγασε το πρώτο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων.

Το 1915 μετατράπηκε σε ωδείο και θέατρο, για να γίνει αργότερα δημοτικός κινηματογράφος με την επωνυμία «Τριανόν», μια επωνυμία με την οποία είναι γνωστό το μνημείο στους κατοίκους. Σήμερα λειτουργεί ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων. Για τη μορφή του τεμένους περισσότερα στοιχεία αντλούμε από τις απεικονίσεις των Ευρωπαίων περιηγητών, ιδιαίτερα από την υδατογραφία του G. Haubenschmidt της Οθωμανικής περιόδου.

Το Παλαιό Τζαμί είναι ένα κτίριο με απλή ορθογωνική κάτοψη, το οποίο καλύπτεται από σχεδόν οκταγωνικό τρούλο. Το τέμενος, υπερυψωμένο στην αρχική του φάση, διέθετε μικρή αυλή στα δυτικά, που δεν σώζεται σήμερα, στην οποία οδηγούσε κλίμακα. Η είσοδος έχει κιονοστήρικτο προστώο που στεγάζεται από τρεις τρουλίσκους.

Πέντε θύρες στα δυτικά οδηγούν από το προστώο στον κεντρικό χώρο. Η τετράγωνη αίθουσα προσευχής στεγάζεται από τον μεγάλο κεντρικό τρούλο μέσω ημιχωνίων. Το χαμηλό τύμπανο του κεντρικού τρούλου διατρυπούν συμμετρικά διατεταγμένα μονόλοβα παράθυρα. Παράθυρα ανοίγονται σε όλες τις όψεις του μνημείου. Όλα τα παράθυρα ήταν μονόλοβα, τοξωτά.  Η συνήθης διάταξη είναι στην κάτω στάθμη τέσσερα ανοίγματα σε βόρεια και νότια όψη (αρκετά εκ των οποίων είναι σήμερα κλεισμένα ή τροποποιημένα) και δύο στην ανατολική όψη. Στην άνω στάθμη υπάρχουν τριάδες ανοιγμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο είναι μεγαλύτερο και στέκει ψηλότερα από τα δύο εκατέρωθεν. Σήμερα υφίσταται μόνο το μεσαίο σε κάθε όψη, ενώ τα μικρότερα είναι φραγμένα.

Για τα υπερώα που πιθανότατα υπήρχαν καθώς και για τη μορφή και τον τύπο των κλιμακοστασίων δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, δεδομένου ότι, κατά τη μετατροπή του τεμένους σε θέατρο, προστέθηκε μεσοπάτωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η τοιχοποιία είναι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα στο τύμπανο του τρούλου και σε επιλεγμένα σημεία (λ.χ. στην όψη του προστώου).

Η υπόλοιπη τοιχοποιία είναι από αδρά πελεκημένους λίθους, μικρού σχετικά μεγέθους, με παρεμβολή τεμαχίων οπτόπλινθου, όπως συμβαίνει και στα μεταβυζαντινά χριστιανικά μνημεία της περιοχής. Στις γωνίες χρησιμοποιούνται καλά πελεκημένοι λίθοι, κυρίως πωρόλιθοι, ενώ τα περιθυρώματα όλων των ανοιγμάτων είναι ιδιαίτερα προσεγμένα στην όψη, με χρήση σχεδόν αποκλειστικά πωρόλιθου. Στην αρχική του φάση το τέμενος δεν φαίνεται να διέθετε άλλους χώρους πέραν των κυρίων. Αν και επρόκειτο για επαρχιακό τέμενος, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για τα μέτρα της εποχής και της περιοχής όπου χτίστηκε.

Οι βασικές αρχές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής τηρήθηκαν με ευλάβεια, ενώ δόθηκε και προσπάθεια για μια αρμονία στην αρχιτεκτονική έκφραση, όπως θα ταίριαζε σε μια πόλη φημισμένη όπως το Napoli di Romania των Βενετών.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κατά τη Β’ Ενετοκρατία το τέμενος μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι στο φραγκισκανικό τάγμα, το 1687. Σε αυτή μάλλον τη φάση κλείσθηκαν ορισμένα από τα ανοίγματα, ιδιαίτερα στους πλάγιους τοίχους και πιθανότατα για καθαρά στατικούς λόγους. Κατά προτεραιότητα κλείστηκαν τα μικρά ανοίγματα, ενώ διατηρήθηκαν τα παράθυρα της ανώτερης στάθμης. Μετά την Απελευθέρωση (1828-1833), το κτήριο στέγασε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων και κατόπιν – για μικρό διάστημα – αποτέλεσε μητροπολιτικό ναό του Ναυπλίου.

Στην υδατογραφία του Haubenschmidt** το μνημείο φαίνεται σε αυτή του τη φάση. Το προστώο και η δυτική αυλή αφέθηκαν ως είχαν, ενώ στον ανατολικό τοίχο το μιχράμπ διαπλατύνθηκε, ώστε να σχηματιστεί η αψίδα του ιερού βήματος στο πάχος του τοίχου. Δυστυχώς δε μας σώζονται στοιχεία για το μιναρέ. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη θέση του, είναι δε πιθανό ο αρχικός να κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς στην περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας.

 

Γεώργιος Τσεκές

 

Υποσημείωση


* τέμενος το [témenos] : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

** Έργο του βαυαρού αξιωματικού Α. Haubenschmid που  υπηρέτησε στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο.

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

 

 

Read Full Post »

Βουλευτικό Ναυπλίου


 

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος - Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

Βουλευτικό Ναυπλίου (Τέμενος – Τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

Σύμφωνα με τοπική παράδοση, το τέμενος* αυτό κτίστηκε από έναν πλούσιο Οθωμανό αγά, τον Αγά Πασά, ο οποίος ήθελε να εξιλεωθεί για ένα στυγερό έγκλημα που είχε διαπράξει. Ο αγάς είχε σκοτώσει δύο νεαρούς από τη Βενετία που είχαν έρθει στο Ναύπλιο για να αναζητήσουν το θησαυρό που είχε κρύψει κάποιος πρόγονός τους στα χρόνια της Β’ Ενετοκρατίας. Νιώθοντας όμως τύψεις για την αποτρόπαια πράξη του, λέγεται ότι έχτισε με το χρυσάφι που ανακάλυψε, τέμενος, το οποίο έμεινε γνωστό ως «τζαμί του Αγά Πασά». Ο πασάς δεν πρόλαβε να δει την αποπεράτωση του τεμένους, καθώς έπεσε από τον εξώστη του σπιτιού του την ώρα που επέβλεπε τις εργασίες.

Σύμφωνα με μαρτυρία ανώνυμου Λαγκαδινού λογίου, αρχιτέκτονας του τεμένους φέρεται να είναι ο Αντώνιος Ρηγόπουλος από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας. Επρόκειτο για ονομαστό πρωτομάστορα, ο οποίος «αυτοσχεδίως ανοικοδόμησε τους μεγαλοπρεπείς της εποχής εκείνης ναούς και προπύργια και μέγα ειδωλείον των Οθωμανών εις Ναύπλιον, όπου και προνόμιον εις αυτόν εχορηγήθη». Πιθανώς αυτό το «μέγα ειδωλείον» να ταυτίζεται με το τέμενος του Αγά Πασά.

Το 1822, μετά την απελευθέρωση της πόλης, το τέμενος ήταν ερειπωμένο. Τον Ιούνιο του 1824 αποφασίστηκε η επισκευή του, προκειμένου να στεγαστεί εκεί η Βουλή του επαναστατημένου έθνους, βάσει σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Θεοδώρου Βαλλιάνου. Υπεγράφη μάλιστα συμφωνητικό κατασκευής, πρωτοποριακό στοιχείο για την εποχή εκείνη.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1825 έγιναν τα εγκαίνια του Βουλευτικού και εδώ λειτούργησε η Βουλή των Ελλήνων έως και την άνοιξη του 1826. Αυτή υπήρξε η σπουδαιότερη χρήση του κτηρίου, και με την ονομασία «Βουλευτικό» έχει μείνει γνωστό μέχρι σήμερα.

Στις 2 Ιουλίου 1827, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μεταξύ των φρουράρχων Παλαμηδίου και Ακροναυπλίας, Θ. Γρίβα και Ν. Φωτομάρα, ένα βλήμα κατέστρεψε τμήμα του τρούλου του Βουλευτικού. Μάλιστα, εκείνη την ώρα συνεδρίαζε η Βουλή, και σκοτώθηκε ο Βουλευτής Βάλτου Χρήστος Γεροθανάσης.

 

Βουλευτικό Ναυπλίου, περίπου το 1937.

 

Όταν το Ναύπλιο έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (1827-1834), υπήρχε έντονο πρόβλημα στέγης. Το Βουλευτικό, όπως και όλα τα σημαντικά κτήρια της εποχής, χρησιμοποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου για ποικίλους σκοπούς, ως φυλακή, δικαστήριο (όπου και έλαβε χώρα το 1834, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, η δίκη των οπλαρχηγών της Επανάστασης Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα), σχολείο, νοσοκομείο, στρατώνας, αίθουσα χορού, μουσείο και αποθήκη αρχαιοτήτων, ωδείο.

Αποτελεί χαρακτηριστικό τέμενος της επαρχιακής οθωμανικής αρχιτεκτονικής, το οποίο χαρακτηρίζεται από τις βαριές αναλογίες και τον ογκώδη τρούλο του. Έχει προσανατολισμό προς τη Μέκκα και είναι μεγάλων διαστάσεων, διώροφο˙ το ισόγειο συνίσταται σε δέκα ορθογώνια δωμάτια, ενώ το τέμενος καταλαμβάνει τον όροφο.

Η πρόσβαση στο τέμενος γίνεται με κλίμακα στα βορειοδυτικά. Στην είσοδο του υπήρχε αρχικά ανοιχτό κιονοστήρικτο προστώο, το ρεβάκ, καλυπτόμενο με τρουλίσκους, το οποίο λέγεται ότι κατέρρευσε στις αρχές του 20ού αιώνα από σεισμό. Η μορφή του προστώου μαρτυρείται σε σχέδιο του L. Lange, το οποίο χρονολογείται το 1834.

Ο κυρίως χώρος του τεμένους συνίσταται σε μια τετράγωνη αίθουσα που καλύπτεται με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο με οκτάπλευρο τύμπανο. Τον τρούλο περιτρέχει εσωτερικά ξύλινος εξώστης, ενώ στα δυτικά υπάρχει υπερώο. Το τέμενος είναι δομημένο κατά το σύστημα της ισόδομης λαξευτής τοιχοποιίας, με υλικό δομής τον ασβεστόλιθο.

Λέγεται μάλιστα ότι οι λίθοι προέρχονται από τη Μονή Καρακαλά, που βρίσκεται 13χλμ. Βορειοανατολικά του Ναυπλίου. Κατά τις αναστηλωτικές εργασίες της δεκαετίας του 1990 αποκαλύφθηκε στο μιχράμπ τοιχογραφία με ανεικονική διακόσμηση.

Το μνημείο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κατά τα έτη 1994-1999 πραγματοποιήθηκαν στο κτίσμα αναστηλωτικές εργασίες, που αφορούσαν μεταξύ άλλων στην αποκατάσταση του τρούλου και των τρουλίσκων, των ελκυστήρων, των δαπέδων, στην αφαίρεση των νεώτερων κατασκευών, τη διάνοιξη των κτισμένων παραθύρων, την κατασκευή νέου ξύλινου παταριού και των κλιμάκων που συνδέουν τους ορόφους. Το κτήριο σήμερα λειτουργεί ως χώρος διαλέξεων, συνεδρίων, συναυλιών κλπ. Στο ισόγειο του Βουλευτικού στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη Ναυπλίου.

Αναστασία Βασιλείου

  

Υποσημείωση

 * τέμενος το [témenos] : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

 

Πηγή

  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »