Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘1862’

Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862: Μια νέα γενιά δημοκρατικών Ελλήνων – Γιώργος Ρούβαλης, Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας


 

Η εξέγερση λαού και στρατού στο Ναύπλιο το 1862 εναντίον της απολυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα ήταν έργο μιας νέας γενιάς Ελλήνων. Η γενιά που είχε πραγματοποιήσει την Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε πλέον γεράσει, παρόλο ότι κρατούσε αρκετές ανώτερες θέσεις στην κυβέρνηση και τον στρατό, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, που ήταν σύμβουλος του βασιλιά, ενώ ο γιος του Γενναίος, αντιστράτηγος και αυλάρχης, υπήρξε ηγέτης των βασιλικών δυνάμεων στους Μύλους κατά την Ναυπλιακή Επανάσταση με αρμοδιότητα την κατάπνιξή της σε όλη την Πελοπόννησο κ.λπ., περνούσε σταδιακά στο περιθώριο.

Και στην Αθήνα και στο Ναύπλιο έχουμε την ανάδυση μιας νέας γενιάς Ελλήνων, στρατιωτικών και πολιτών, ζυμωμένης με τα δημοκρατικά ιδανικά, τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Με αρκετή καθυστέρηση είχε φτάσει και στην Ελλάδα ο απόηχος της «Άνοιξης των Λαών» του 1848 σε όλη την Ευρώπη.[1] Σε πολλές χώρες, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία και άλλες, η ανερχόμενη αστική τάξη μέσω κυρίως των νέων δεν υπέφερε πλέον τα απολυταρχικά καθεστώτα, που εκπροσωπούντο στην ουσία από τον αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ και την πολιτική του Υπουργού του, Μέτερνιχ, σαν συνέπεια της Συνθήκης της Βιέννης του 1815 μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Βέβαια το κέντρο των επαναστατικών ιδεών ήταν η Γαλλία και το Παρίσι, με εκπρόσωπο τον Ναπολέοντα τον Γ’, παρά την ύστερη ανακήρυξή του ως αυτοκράτορα. Επίσης, σημαντική επιρροή στους νέους αυτούς είχε η πρόσφατη (1861) ενοποίηση της Ιταλίας χάρη στον Καβούρ, αλλά και στον Γκαριμπάλντι, η ηρωική δράση του οποίου ενέπνεε όλη τη νέα γενιά.

Δημήτριος Βικέλας

Δημήτριος Βικέλας

Για παράδειγμα, ο Δημήτρης Βικέλας (1835-1908), έμπορος και λόγιος, που έζησε στη Σύρο, την Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και το Λονδίνο, ήταν 13 χρονών το 1848 και γράφει τα εξής: [2] «Ο γενικός σάλος της Ευρώπης είχε τον αντίκτυπόν του εις τας νεαράς μας καρδίας. Πώς ήταν δυνατόν οι συνηλικιώται μου κι εγώ να συμπαθώμεν προς τους αντιπάλους της Ελευθερίας; Η Αυστρία τότε ήτο η κατεξοχήν εκπροσωπούσα την τυραννίαν. Την Αυστρίαν επολέμουν και Ιταλοί και Ούγγροι. Η δε δύναμις της Αυστρίας εκλονίζετο όταν επήλθεν αρωγός της άλλη αντίμαχος της Ελευθερίας, η Ρωσσία. Η Ρωσσική Σπάθη κατέστρεψε την Ουγγρικήν Εθνεγερσίαν. Κατά την φοβεράν εκείνην πάλιν αι συμπάθειαι και τα μίση συνεκεντρώθησαν εις δύο προπάντων ονόματα: Ο Κοσούθ ήτο ο λατρευτός υπέρμαχος της Ελευθερίας, – ο Αυτοκράτωρ Νικόλαος εξεπροσώπη την τυραννίαν. Ιδού γιατί δεν ηγάπων την Ρωσσίαν».

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Στην Αθήνα ήταν η Χρυσή Νεολαία με ηγέτη τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, αποτελούμενη κυρίως από φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχε ιδρυθεί το 1837, η οποία μαζευόταν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και αμφισβητούσε το αρτηριοσκληρωτικό καθεστώς. Μια πρώτη εξέγερση ήταν εκείνη του 1843, που υπό τον συνταγματάρχη Καλλέργη πέτυχε την παραχώρηση Συντάγματος. Όμως ο Όθων συνέχισε να κυβερνά απολυταρχικά, να ανεβάζει και κατεβάζει τις κυβερνήσεις της αρεσκείας του, χωρίς να ακολουθεί τις συνταγματικές επιταγές που είχε υπογράψει. Ο θείος του Βικέλα, Λέων Μελάς, διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης του Όθωνα, παρά τη διστακτικότητά του προς τούτο και μαρτυρεί ότι στα υπουργικά συμβούλια με την παρουσία του βασιλέως «ουδέν απεφάσιζε, ήθελε μόνο να κερδίζη καιρόν, ώστε ουδενός γενομένου να παρέλθει ο γενικός υπέρ του υπουργείου ενθουσιασμός και να το παύση ή το μεταρρυθμίση, εις τρόπο ώστε να γείνη βασιλική η πλειοψηφία του». [3]

Η απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας από τον νεαρό φοιτητή Αριστ. Δόσιο, γόνο μιας έγκριτης αθηναϊκής οικογένειας εκφράζει αυτήν την δυσαρέσκεια. Ακόμα, τα Σκιαδικά το 1859 δεν ήταν μόνο μια εξέγερση της νεολαίας για το συγκεκριμένο θέμα (τη χρήση σιφνέικων, ψάθινων καπέλων αντί των ακριβών εισαγόμενων), αλλά εξέφραζε τους πόθους της ανερχόμενης αστικής και μορφωμένης νέας γενιάς για περισσότερη δημοκρατία. Ήταν μια γενιά που είχε σπουδάσει στο εξωτερικό –για ορισμένους– και διάβαζε γαλλικές εφημερίδες. Τα Σκιαδικά υπήρξαν η πρώτη δυναμική εκδήλωση της Χρυσής Νεολαίας. Ακόμα, το γεγονός ότι κατά την μακρά βασιλεία του, ο Όθων δεν προήγε τους εθνικούς πόθους, αφού ούτε σπιθαμή νέου εδάφους δεν προστέθηκε στο μικρό βασίλειό του, συνέτεινε στην ανυπομονησία των νέων.

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Φωτογραφικό αρχείο Γενναδείου Βιβλιοθήκης.

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Φωτογραφικό αρχείο Γενναδείου Βιβλιοθήκης.

Στο Ναύπλιο βέβαια, σημαντική ήταν η συμβολή και της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου στη διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Με τα διαβάσματά της, αλλά και με τη λειτουργία του σαλονιού της, όπου δεχόταν όλους τους παρεπιδημούντες ξένους αξιωματικούς και φυσικά με την πειθώ και το λόγο της συντέλεσε όσο λίγοι στη διάδοση αυτών των ιδεών στην παλιά πρωτεύουσα.

1. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν στρατιωτικοί, που είχαν περάσει από τη Σχολή Ευελπίδων ή χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί. Ας εξετάσουμε τη διαδρομή ορισμένων και στη Ναυπλιακή Επανάσταση και τη μετέπειτα καριέρα τους. Μπορούμε ακόμα να συγκρίνουμε τη δράση τους με εκείνη των γονέων τους, που είχαν συνήθως συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ιδιαίτερη αξία έχει να υπογραμμίσουμε τους εξ’ αυτών Ναυπλιείς, που ήταν πολυάριθμοι, δείγμα της σημασίας της πόλης σαν αντιπολιτευτικό και αστικό κέντρο , άλλα και ως κέντρο διακίνησης ιδεών και ήταν στρατιωτικοί αλλά και πολίτες.

 

Αλέξανδρος Πραΐδης

Αλέξανδρος Πραΐδης

2. Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, [4] μοναχογιός του αγωνιστή της Επανάστασης Γεωργίου Πραΐδη, γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1834 στη Σύρο, λίγες μέρες μετά τη μετάθεση του πατέρα του από Νομάρχη Κυκλάδων ως Γραμματέα της Δικαιοσύνης και βαπτίστηκε στην Αίγινα, πέρασε όμως τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του υπηρέτησε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις. Ο Γεώργιος Πραΐδης καταγόταν από τη Μακεδονία, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, έζησε από το 1813 έως το 1819 στο Βουκουρέστι, όπου έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Από το 1819 σπούδασε νομικά στην Πίζα και το Παρίσι. Μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης βρέθηκε στη Μασσαλία και από εκεί ανέλαβε την προμήθεια παντός είδους υλικού για τον αγώνα. Στις 5 Ιουλίου 1821 απέπλευσε με υδραίικο καράβι μαζί με την ομάδα του Μαυροκορδάτου για την αγωνιζόμενη Ελλάδα και στις 6 Φεβρουαρίου 1822 βρέθηκε μαζί με αυτόν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Επί Καποδίστρια διορίστηκε σε υψηλές θέσεις, όπως προσωρινός Διοικητής Κορίνθου και μετά Νάξου, κατόπιν όμως αντιπολιτεύτηκε οξύτατα τον Κυβερνήτη και ακολούθησε τον Μαυροκορδάτο στην Ύδρα. Στο Ναύπλιο υπήρξε Πρόεδρος Δικαστηρίου το 1833 και Υπουργός Δικαιοσύνης μέχρι τον Οκτώβριο του 1833, οπότε παραιτήθηκε λόγω της παραπομπής σε δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατόπιν υπήρξε Υπουργός Δικαιοσύνης για δεύτερη φορά (1834-36), Γενικός Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1839 και οργάνωσε τα δικαστήρια και έπειτα υπήρξε Κυβερνητικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο επί σειρά ετών. Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 1873 πάμπτωχος, όπως όλοι οι τίμιοι αγωνιστές της Επανάστασης, αφήνοντας χωρίς προστασία τη γυναίκα του και τις δύο θυγατέρες του, αφού ο μονάκριβος γιος του Αλέξανδρος Πραΐδης είχε σκοτωθεί το 1866 στη μάχη του Βαφέ στην Κρήτη.

Ο Αλέξανδρος Πραΐδης φοίτησε στο Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών και γράφτηκε το 1854 στη Σχολή Ευελπίδων. Η Σχολή είχε μεταφερθεί από το Ναύπλιο στον Πειραιά και λειτουργούσε στην Αθήνα, στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, λόγω της κατοχής του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο.

Από το φάκελό του ο αντιστράτηγος Χρήστος Φωτόπουλος που μελέτησε τη ζωή του, συμπεραίνει ότι ως εύελπις ο Αλέξανδρος Πραΐδης υπήρξε από τους καλύτερους και επιμελέστερους μαθητές της Σχολής, από την οποία εξήλθε πρώτος ως ανθυπασπιστής στο Μηχανικό το 1857. Το 1859 μετατάσσεται στο Πυροβολικό, υπηρετεί ως ανθυπολοχαγός στη Σχολή Ευελπίδων και το 1861 παίρνει φύλλο πορείας για το Ναύπλιο, όπου τοποθετείται ως ανθυπασπιστής του εκεί Οπλοστασίου.

Στη Ναυπλιακή Επανάσταση ο Πραΐδης είχε ήδη μυηθεί και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της. Έλαβε μέρος σε όλες τις φονικές μάχες έξω από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της δίμηνης διάρκειας της Επανάστασης και από αρχής μέχρι τέλους ανήκε στην ομάδα των φανατικών και αδιαλλάκτων επαναστατών. Συγκεκριμένα κατά τη γενική επίθεση των κυβερνητικών στρατευμάτων της 1ης Μαρτίου, ο Πραΐδης πολέμησε ηρωικά υπερασπιζόμενος τον Μύλο του Ταμπακόπουλου, όπου και δέχτηκε δύο τραύματα.

Ο Ανώνυμος Ναυπλιεύς, συγγραφεύς μιας εξιστόρησης της Ναυπλιακής Επανάστασης, το 1863, περιγράφει ως εξής τη δράση του στη μάχη αυτή:

 

«Οι κυβερνητικοί, άμα ξεμπέρδεψαν με την Άρια, ρίχνονται να πάρουν το Μύλο του Ταμπακόπουλου, όπου βρισκόταν ο περίφημος Αράπης. Μπλοκάρουν από παντού τον ανθυπολοχαγό Πραΐδη και τα παλικάρια του που τον κουλαντρίζουν (σ.σ., τον βοηθούν). Βροντάει ο Αράπης για μια ύστατη φορά. Λαβώνεται ο Πραΐδης. Ένας μονάχα δρόμος τους απομένει ανοιχτός, ο γιαλός. Τα παλικάρια παίρνουν τον πληγωμένο αρχηγό τους, πέφτουν στη θάλασσα και περί την 12ην ώραν εισέρχονται εις φρούριον, φέροντες επί χειρών και τον δύο πληγάς λαβόντα, ως είρηται, ανδρείον αξιωματικόν Πραΐδη, τη μεν εις το στόμα, την δε εις τον πόδα».

 

Όπως παρατηρεί και ο Στρατηγός Φωτόπουλος αυτή ακριβώς η αδιαλλαξία και η μαχητικότητα του επαναστάτη Πραΐδη υπήρξε η κύρια αιτία να εξαιρεθεί από το περί αμνηστίας Βασιλικό Διάταγμα της 20ης Μαρτίου αυτός μαζί με άλλους 11 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς. Μερικά χρόνια αργότερα (1866) η εφημερίδα Εθνοφύλαξ θα τον αποκαλέσει Ο Ήρως του Μύλου της Ναυπλίας. Έτσι ο Πραΐδης φτάνει στη Σμύρνη μαζί με τους άλλους εξορίστους στις 9 Απριλίου 1862. Μετά από τις πρώτες μέρες οι εξόριστοι διασκορπίζονται σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, όπου υπήρχε ελληνική παροικία. Δεν είναι γνωστόν πού κατέφυγε ο Πραΐδης ή αν έμεινε στη Σμύρνη. Μετά την έξοδο του Όθωνα, ο Πραΐδης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου επανήλθε στο στράτευμα και τοποθετήθηκε ως Διοικητής του 4ου Λόχου του Τάγματος Πυροβολικού στην Αθήνα. Ο πρωτεργάτης της Ναυπλιακής Επανάστασης, συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, θα πει αργότερα στην Εθνοσυνέλευση για τον Πραΐδη: «…Εις Ναύπλιον, Κύριοι, είχομεν εν πυροβόλον, το οποίον εις το στρατόπεδον, των εναντίων (σ.σ., εννοεί τα βασιλικά στρατεύματα) ωνομάσθη αράπης; το πυροβόλον τούτο έστησεν ένας ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Πραΐδης, όστις το υπερησπίσθη μέχρι ού έλαβε 2 πληγάς. Αυτός ο αξιωματικός ούτε εις τας εφημερίδας έβαλε το όνομά του, αλλ’ ως καλός πολίτης και στρατιώτης επανήλθε εις το Σώμα του. Δια τούτο φέρω το όνομά του, διότι εκείνος δεν θέλει να ακούηται…».

Μετά την ηρωική και σθεναρή στάση του στη Ναυπλιακή Επανάσταση και την εξορία, το γόητρο του Πραΐδη στην Αθήνα αυξάνεται κατακόρυφα. Έτσι στην επικείμενη Β’ Εθνοσυνέλευση μετά την έξωση του Όθωνα, ο Πραΐδης προτάθηκε ως υποψήφιος Βουλευτής εκ μέρους του Σωματείου των Μακεδόνων, αλλά δεν εκλέχθηκε. Επίσης διορίστηκε από την προσωρινή Κυβέρνηση στις 28 Φεβρουαρίου 1863 ως Διοικητής της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας, σώματος οπλισμένων φοιτητών που το ίδιο έτος ήταν περίπου 840 με έξι λόχους. Εκεί παρέμεινε περισσότερο από εννιά μήνες και συμμετείχε στην τήρηση της τάξεως στην πρωτεύουσα αλλά και σε άλλες επαρχίες, έχοντας εν τω μεταξύ προβιβαστεί στο βαθμό του Υπολοχαγού. Κατόπιν επανήλθε στο Τάγμα Πυροβολικού και τοποθετείται ως υπασπιστής του Υπουργού Στρατιωτικών το 1866, όταν Υπουργός ήταν ο αρχηγός της Επανάστασης του Ναυπλίου, Συνταγματάρχης Πεζικού Αρτέμιος Μίχου και κατόπιν υπό τον Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη, επίσης πρωτεργάτη στη Ναυπλιακή Επανάσταση.

Η εκδήλωση της Κρητικής Επανάστασης το 1866 με την υποκίνηση της Ρωσίας, που είχε ηττηθεί κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56) εμπνέει τον πάντα ανήσυχο και δραστήριο Πραΐδη. Είχε μάθει ότι ο αδελφός του Υπουργού, Ιωάννης Ζυμβρακάκης, ετοιμαζόταν να κατέβει με εθελοντές στην Κρήτη για να αναλάβει ως στρατιωτικός αρχηγός των επαναστατημένων δυτικών επαρχιών της. Το εθελοντικό εκείνο σώμα που αποτελείτο από 275 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, επιστήμονες και καθηγητές, αναχώρησε από την Ελλάδα το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1866 με τον ατμόπλοιο «Πανελλήνιον» και κυβερνήτη τον Ν. Σαχτούρη. Το πλοίο, παρά τον αποκλεισμό των παραλίων από τον τουρκικό στόλο, έφτασε στα Λουτρά Σφακίων την 1η Οκτωβρίου. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε φτάσει ο αντισυνταγματάρχης πυροβολικού Πάνος Κορωναίος, επιτελάρχης της Ναυπλιακής Επανάστασης, μαζί με επτά εθελοντές, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, ως Διοικητής των κεντρικών επαρχιών της νήσου. Ο τουρκικός στρατός στις επαναστατημένες δυτικές επαρχίες της Κρήτης ανερχόταν σε 42-45.000 άνδρες και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου είχε κάψει, καταστρέψει και λεηλατήσει περίπου 90 χωριά. Την εποχή εκείνη τα επαναστατικά σώματα βρίσκονταν στο χωριό Βαφέ Αποκορώνου. Εκεί υπήρχαν 280 άνδρες με τέσσερις αρχηγούς και έφτασε ο Ζυμβρακάκης. Η προέλαση του τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τον Βαφέ άρχισε στις 12 Οκτωβρίου, υπό τον Μουσταφά Πασά και 12-15.000 άνδρες.

Ορισμένοι επαναστάτες πρότειναν να μη δοθεί μάχη στο Βαφέ, αλλά να αμυνθούν στα υψίπεδα, όμως επικράτησε η άποψη των αξιωματικών και του Πραΐδη να δώσουν μάχη στον κάμπο, χωρίς δεύτερη γραμμή άμυνας και χωρίς εφεδρείες. Η μάχη κατέληξε σε νίκη του Μουσταφά Πασά, που συνέτριψε το σώμα των 600 ανδρών του Ζυμβρακάκη (στο οποίο συμμετείχε και ο ανθυπολοχαγός Δημήτριος Σέκερης από το Ναύπλιο, που είχε συμμετάσχει και στη Ναυπλιακή Επανάσταση). Εκεί έπεσε και ο Πραΐδης, που δύο συναγωνιστές του απεκάλεσαν «την κορωνίδα των εθελοντών» σε έκθεσή τους στις 5 Νοεμβρίου 1866 προς τις εφημερίδες των Αθηνών. Για αρκετό καιρό μετά το θάνατό του ο Πραΐδης «ο παρά πάντων αγαπώμενος και θαυμαζόμενος νέος» θεωρείτο αιχμάλωτος των Τούρκων, όμως η παραπάνω έκθεση δύο συναγωνιστών του εθελοντών δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες τον Ιανουάριο του 1867. Τον ίδιον η εφημερίδα «Εθνοφύλαξ» αποκάλεσε στις 30-1-1867 «εγκαλώπισμα του ελληνικού στρατού». Ήταν μόλις 34 ετών. Οι συνάδελφοί του, του πυροβολικού, έστησαν μαρμάρινη προτομή του Πραΐδη στον περίβολο της εκκλησίας των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως, η οποία υπάρχει ακόμα.

Διονύσιος Τριτάκης

Διονύσιος Τριτάκης

3. Άλλος στρατιωτικός με ενεργό συμμετοχή στη Ναυπλιακή Επανάσταση υπήρξε ο υπίλαρχος ιππικού Διονύσιος Τριτάκης.[5] Γεννήθηκε το 1827, με καταγωγή από τα Μέθανα και πέθανε το 1902 με βαθμό υποστρατήγου. Ο πατέρας του, Νικόλαος, είχε συμμετάσχει στην Πολιορκία της Ακρόπολης και είχε πολεμήσει με τον Φαβιέρο. Ο Διονύσιος Τριτάκης σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά ήταν μεταξύ των αντιοθωνικών και είχε τοποθετηθεί ως τιμωρία στο Ναύπλιο. Σημειωτέον ότι εκτός από τους αντιοθωνικούς αξιωματικούς, που υπηρετούσαν σε διάφορες θέσεις στη Φρουρά του Ναυπλίου, πριν από την έκρηξη της Ναυπλιακής Επανάστασης, υπήρχε στην ίδια πόλη και το Ποινητήριον, στρατιωτικές φυλακές δηλαδή, όπου εγκλείνοντο οι πιθανώς απείθαρχοι και στο οποίο ήταν προσκολλημένος λόχος τιμωρημένων. Ο Διονύσιος Τριτάκης έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ήταν στενός συνεργάτης των δύο στρατιωτικών αρχηγών της, Αρτέμη Μίχου και Πάνου Κορωναίου, μαζί με τους ταγματάρχες Χ. Ζυμβρακάκη και Δ. Βότσαρη, τους υπολοχαγούς Χρ. Κατζικογιάννη και Δ. Δρίβα και τους ανθυπολοχαγούς Θρ. Μάνο, Σπ. Δυοβουνιώτη, Νικ. Σμόλεντς και Αλεξ. Πραΐδη. Επίσης, σε μια πορεία παράλληλη με εκείνη του Πραΐδη, το 1866 συγκρότησε σώμα εθελοντών και πολέμησε στην Κρήτη, στους Κάμπους, στους Λάκκους και στον Ομαλό.

4. Ο αντιστράτηγος Χρήστος Φωτόπουλος, συγγραφέας της ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, σε έρευνά του για τους ευέλπιδες αντιοθωνικούς αξιωματικούς, απόφοιτους ή μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, εξεπόνησε κατάλογο με εκείνους που είχαν φυλακιστεί, εκτοπιστεί, τεθεί σε αργία ή συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση. [6] Στον κατάλογο αυτό διακρίνουμε τον Πάνο Κορωναίο, αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού που ήταν φυλακισμένος στο Παλαμήδι, που γεννήθηκε το 1808 και ήταν στην τάξη του 1831 της Σχολής Ευελπίδων και πέθανε το 1899 ως αντιστράτηγος, τον ταγματάρχη Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη από την Κρήτη, με έτος γεννήσεως 1812. Επίσης ο λοχαγός μηχανικού Γρηγόριος Πετμεζάς από τα Καλάβρυτα, είχε γεννηθεί το 1814 και κατέληξε ως αντισυνταγματάρχης. Άλλοι συμμετασχόντες στην Ναυπλιακή Επανάσταση ήταν ο Χρήστος Κατζικογιάννης, υπολογαχός πεζικού από τη Σαλαμίνα, γεννημένος το 1829, που κατέληξε ως συνταγματάρχης, ο υπολοχαγός πυροβολικού Μάρκος Μοσχόπουλος, γεννημένος στη Σμύρνη το 1826, απεβίωσε το 1879 ως ταγματάρχης, ο υπολοχαγός πυροβολικού Σπυρίδων Δυοβουνιώτης από τη Λιβαδειά, γεννημένος το 1836, που σκοτώθηκε την 1η-3-1862 στην Άρεια κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση, ενώ ο υπολοχαγός πυροβολικού, Περικλής Μωραϊτίνης από το Ναύπλιο γεννήθηκε το 1837, απεφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με την τάξη του 1856 και σκοτώθηκε την 1η-3-1862 στην Κύθνο. Επίσης συμμετείχαν στην επανάσταση ο υπολοχαγός μηχανικού Νικόλαος Σμόλενιτς από την Αθήνα, γεννημένος το 1838, που κατέληξε ως υποστράτηγος, ο ανθυπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Παγώνης από την Καλαμάτα, γεννημένος το 1838, που σκοτώθηκε στην Επανάσταση στις 8-2-1862, ο ανθυπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Δημόπουλος, από το Ναύπλιο, γεννημένος το 1840, που απεβίωσε ως αντιστράτηγος. Ακόμα ας αναφέρουμε το υπολοχαγό πυροβολικού Θρασύβουλο Μάνο, που φοίτησε για δύο έτη στη Σχολή.

Θρασύβουλος Μάνος

Θρασύβουλος Μάνος

Ο Θρασύβουλος Κ. Μάνος [7] (1835-1922) σπούδασε στην Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε, μετά την συμπλήρωση των σπουδών του, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Τον Φεβρουάριο του 1862 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ναυπλιακή επανάσταση. Το 1866 κατέβηκε στην επαναστατημένη Κρήτη, τραυματίστηκε στη μάχη του Βαφέ και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε εγκάθειρκτος επί δύο χρόνια. Το 1878 έλαβε μέρος στην προέλαση του ελληνικού στρατού στο Δομοκό κι αργότερα, ως αρχηγός του στρατού της Ηπείρου, τίμησε τα ελληνικά όπλα –εξαίρεση– στον άδοξο και ατυχή πόλεμο του 1897. Πέθανε το 1922. Ο υπολοχαγός πεζικού Δημήτρης Γρίβας, γιος του Θοδωράκη Γρίβα, ηγέτης των αδιαλλάκτων κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση, που είχε αποβληθεί το 1846 από τη Σχολή Ευελπίδων. Ο Γεώργιος Κακαναράκης, υπολοχαγός πυροβολικού από την Κρήτη, γεννήθηκε το 1821, αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1842 και κατέληξε ως συνταγματάρχης.

Υπάρχουν επίσης ανάμεσα στους τιμωρηθέντες της Σχολής ο υπολοχαγός πυροβολικού Πάνος Κολοκοτρώνης από το Ναύπλιο, γιος του Θεόδωρου, που γεννήθηκε το 1836, απεφοίτησε από τη Σχολή το 1856 και κατέληξε ως συνταγματάρχης και οι ανθυπολοχαγός πυροβολικού Δημήτρης Κλίμακας από τη Θήβα, γεννημένος το 1832, αποφοίτησε από τη Σχολή το 1853 και απεβίωσε ως αντισυνταγματάρχης, καθώς και ο Δημήτριος Σέκερης, ανθυπολοχαγός μηχανικού από το Ναύπλιο, γεννημένος το 1834, αποφοιτήσας το 1854, που κατέληξε ως υποστράτηγος. Η οικογένεια του Δημήτριου Σέκερη ήταν από τις σημαντικότερες της Τριπολιτσάς τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.[8] Πολλά μέλη της διακρίθηκαν στο εμπόριο και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Αθανάσιος και Γεώργιος Σέκερης μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία στη Μόσχα και στην Οδησσό. Ο Γεώργιος τον Ιούνιο του 1821 ακολούθησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι, έλαβε μέρος στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και της Πάτρας και πολέμησε με τον Ρήγα Παλαμήδη εναντίον του Δράμαλη, επικεφαλής 600 Τριπολιτσιωτών στις διαβάσεις των Γερανίων. Λίγο αργότερα πέθανε ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο Μεσολόγγι. Ο αδελφός του, Παναγιώτης, υπήρξε ηγετική μορφή της Φιλικής Εταιρείας, εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέθεσε σημαντικό ποσό για την Επανάσταση και μύησε πολλούς αστικούς και εμπόρους. Τον Ιούλιο του 1818 εξελέγη μέρος της Αρχής ,της ηγετικής ομάδας των Φιλικών. Κατά την Καποδιστριακή περίοδο ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά του, το 1830, αποποιήθηκε αξιώματα και υπηρέτησε ως τελώνης στην Ύδρα και στο Ναύπλιο «εις τα κάθυγρα εργαζόμενος δια τον άρτον των τέκνων του», όπως έγραψε ο Ιωάννης Φιλήμων στην εφημερίδα «Αιών» στις 12 Φεβρουαρίου 1847.

5. Όσον αφορά τους πολίτες, που συμμετείχαν στην Ναυπλιακή Επανάσταση, καθώς και αργότερα στο Αντιοθωνικό Κίνημα του Οκτωβρίου 1862, σημαντικότατη θέση κατέχει βέβαια καταρχήν ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης. [9] Ο πατέρας του, Μήτρος, αγωνιστής του 1821, είχε πάρει μέρος σε όλες τις πολιορκίες της πόλης και κατά την τελευταία διηύθυνε Μοίρα Πυροβολικού. Κατά την έξοδο διασώθηκε, πήγε στο Ναύπλιο και διορίστηκε Φρούραρχος στο Μπούρτζι.

Ο Καποδίστριας τον διόρισε επικεφαλής αποσπάσματος για την καταδίωξη της ληστείας στην Πελοπόννησο. Από το 1854 ανέλαβε τη Διοίκηση της Χωροφυλακής, αλλά λίγο αργότερα αποστρατεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι έως το θάνατό του το 1860. Ο γιος του Επαμεινώνδας πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Τρίπολη και στο Μεσολόγγι. Στην Αθήνα από το 1841, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου και αναγορεύτηκε Διδάκτορας με το βαθμό «Άριστα» το 1850. Ως δικηγόρος διακρίθηκε για τη χειμαρρώδη ευγλωττία του, τον φιλελευθερισμό του και την έκδηλη αντιδυναστική στάση του και έγινε το ίνδαλμα της νεολαίας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά Βουλευτής Μεσολογγίου το 1859. Σημαντικές είναι οι αγορεύσεις του στη Βουλή και τα άρθρα του στην εφημερίδα «Το Μέλλον της Πατρίδος», όργανο της Χρυσής Νεολαίας, η οποία στρεφόταν ανοιχτά εναντίον του Όθωνος. Κατά την απόπειρα κατά της ζωής της Αμαλίας, 6 Σεπτεμβρίου 1861, συνελήφθη ο αδελφός του, Λεωνίδας, και κατόπιν ο Επαμεινώνδας, που φυλακίστηκε με άλλους στην Κύθνο. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης στο Ναύπλιο, οι επαναστάτες της Ερμούπολης με επικεφαλής τον Λεωτσάκο, έφτασαν στην Κύθνο για να απελευθερώσουν τον Δεληγιώργη, αλλά ο ίδιος επειδή δεν τους γνώριζε, δεν τους ακολούθησε,[10] όπως διηγείται και στο ημερολόγιό του. Εκεί έπεσαν ηρωικά ο Λεωτσάκος, ο Μωραϊτίνης, ο φοιτητής Σκαρβέλης, καθώς και δυο στρατιώτες και τρεις πολίτες. Με την αμνηστία του Όθωνα ο Δεληγιώργης πηγαίνει στο Μεσολόγγι και πρωτοστατεί στην ανατροπή της δυναστείας. Έγραψε την επαναστατική προκήρυξη, γνωστή ως Ψήφισμα του Έθνους, στις 10 Οκτωβρίου 1862 στην Αθήνα, που κήρυξε έκπτωτη τη δυναστεία. Κατόπιν ο Δεληγιώργης υπήρξε πολλές φορές Υπουργός, αρχηγός κόμματος, Βουλευτής και Πρωθυπουργός, τηρώντας πάντα μετριοπαθή στάση. Υπό τη βασιλεία του Γεωργίου του Α’ τήρησε ενδοτική στάση ως προς τις εκτροπές της Αυλής και η νεολαία αποθαρρύνθηκε και τον εγκατέλειψε. Δημοσιογραφικό όργανό του από το 1870 ήταν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» με ουσιαστικό Διευθυντή τον αδελφό του, Λεωνίδα. Η κατοπινή στάση του Δεληγιώργη στην εξωτερική πολιτική, φιλειρηνική ως προς τους Τούρκους, σύμφωνα με βρετανική σύσταση και σαφώς αντιρωσική και ουδέτερη κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1877 ερέθισε το λαό, που λιθοβόλησε την κατοικία του και τον ανάγκασε σε παραίτηση. Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 1879 και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Ο αδελφός του, Λεωνίδας, πολιτεύτηκε κατόπιν και συνέχισε να εκδίδει την «Εφημερίδα των Συζητήσεων» (1893-1895) ως ημερησία, με πλουσιότατη ύλη και Διευθυντή τον Άγγελο Βλάχο και αρχισυντάκτη τον Αριστοτέλη Βαλέτα, που αγωνίστηκαν κατά της πολιτικής του Τρικούπη.

6. Άλλοι σημαντικοί πολίτες, νομικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, συμμετείχαν επίσης ενεργώς στη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ας δούμε τη συμμετοχή και σταδιοδρομία ορισμένων, με βάση τις έρευνες της Κούλας Ξηραδάκη.

Ο Γεώργιος Ανδρικόπουλος [11] ήταν από την Πάτρα. Ο Ιω. Αρσένης γράφει σχετικά: «Η επανάστασις του 1862 τον εύρε μεμυημένον εις τας μυστικής εταιρίας, ης εγένετο απόστολος. Μετέβη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος, κομιστής εμπιστευτικών εντολών εις πρόσωπα σημαίνονται. Αλλ’ ο ζωηρός, ο σφριγηλός επαναστάτης συνελήφθη την παραμονήν της επαναστάσεως εν Αθήναις και εφυλακίσθη επί εικοσαήμερον, μετ’ άλλων επαναστατών. Μετά την μεταπολίτευσην επανήλθεν εις Πάτρας, ένθα οι συμπολίται του τον εξέλεξαν αξιωματικόν της εθνοφρουράς. Ως τοιούτος ειργάσθη πολύ υπέρ της τάξεως, ήτις τότε είχε επικινδύνως διασαλευθή. Συντελείται η ένωσις της Επτανήσου και ο Ανδρικόπουλος, ότε οι Ζακύνθιοι εκάλεσαν τους Πατρείς ν’ αποστείλωσι τιμητικώς δύο λόχους εθνοφρουράς, στέλλεται ως αρχηγός ενός τούτων. Εν Ζακύνθω διεδραμάτισεν ενεργότατον μέρος κατά τας τριημέρους εορτάς…». Ήταν φοιτητής στην Αθήνα όταν ξέσπασε η Κρητική επανάσταση του 1866. Εγκαταλείπει τις σπουδές του και με άλλους 22 συμφοιτητές του πάει στην Κρήτη να πολεμήσει. Έμεινε καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα, όπως το πιστοποίησαν επιφανείς οπλαρχηγοί, ο Χατζημιχάλης, ο Πετροπουλάκης, ο Κροκίδας. Επανέρχεται στην Αθήνα μετά την ατυχή έκβαση της Κρητικής επανάστασης και ο νεαρός επαναστάτης γίνεται δραματικός συγγραφέας. Γράφει ένα δράμα «Το Αρκάδιον» όπου διεκτραγωγεί τις ωμότητες των Τούρκων. Ανεβάστηκε στην σκηνή με μεγάλη επιτυχία. Το 1867 διωρίστηκε στο τελωνείον Ζακύνθου όπου και υπηρέτησε επί 16 έτη. Επίσης εργάστηκε ως τελώνης στην Θήρα, στην Κέρκυρα και στον Πειραιά. Εδώ συνέγραψε άλλο θεατρικό έργο την «Μπουμπουλίνα», που μεταφέρθηκε στα ιταλικά και γαλλικά και παίχτηκε σε ιταλικά θέατρα και στην Οδησσό.

Ο Αναστάσιος Γεννάδιος [12] του Γεωργίου (1840-1911) ήταν ο πρωτότοκος γιος του γνωστού διδασκάλου του Γένους Γεωργίου Γενναδίου. Σπούδασε στο Μόναχο Ιστορία και Φιλοσοφία. Το 1859 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αλλά σύντομα παραιτήθηκε για να επιδοθεί στην δημοσιογραφία. Ήταν αρχισυντάκτης της «Αθηνάς». Φανατικός αντιμοναρχικός. Στις 2-3 Φεβρουαρίου 1862, όταν έγιναν ομαδικές συλλήψεις, μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Γεννάδιος. Μετά την έξωση του Όθωνα πολιτεύτηκε. Ήταν πολύ μορφωμένος, ρήτορας δεινός και δραστήριος άνθρωπος. Το 1897 εξέδιδε μια εφημερίδα την «ΣΩΤΗΡΙΑ», από τις στήλες της οποίας χτυπούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Κυνηγήθηκε, του έκλεισαν την εφημερίδα και έκαναν δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Εξέδωσε μια «Σύντομη Ιστορία της Ελλάδος από το 146 π.Χ. – 1862» και την «Νέα Ελλάδα του 1821».

Αριστείδης Γλαράκης (1836-1914)

Αριστείδης Γλαράκης (1836-1914)

Ο Αριστείδης Γλαράκης [13] του Γεωργίου (1836-1914). Ο πατέρας του ήταν λόγιος, ιατροφιλόσοφος και πολιτικός από την Χίο. Σπούδασε Νομικά, διετέλεσε πολιτευτής, δικαστικός και συγγραφέας. Αλλά κυρίως ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αντιμοναρχικός, μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Στα «Σκιαδικά» όταν η Χρυσή Νεολαία έκανε την πρώτη της εμφάνιση ήταν παρών. Πριν ξεσπάσει η επανάσταση κατηγορήθηκε ως συνωμότης, συνελήφθη και προφυλακίστηκε μαζί με τους Άγι Κλεομένους, τον Νικ. Περόγλου, τον Α. Μελισσόβα και τον Ι. Δούμα. Πήρε ενεργό μέρος στην έξωση του Όθωνα. Μετά την έξωση, στην Β’ Εθνοσυνέλευση του 1863 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος της Χίου.

Ο Σωκράτης Γορτύνιος  [14] (1837-1900) γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1837 στην Γορτυνία και τελείωσε το γυμνάσιο στο Ναύπλιο. «Το 1859 η χρονική περίοδος της βασιλείας του Όθωνος παρουσίαζε τα πρώτα σημεία της επίκεντρης πολιτικής θυέλλης και ο Σ. Γορτύνιος ταχθείς εις την χορείαν των ακαδημαϊκών πολιτών, απετέλεσε δια της ακαταπονήτου δραστηριότητος και της φιλοπατρίας του, πυρήνα αναζωπυρήσαντα διηνεκώς τα φλεγόμενα στήθη της ενθουσιώδους εκείνης πανεπιστημιακής νεότητος. Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρξε ολιγώτερον σθεναρά και η πνευματική δράσις του. Εις το «Φως» του αειμνήστου Σ. Καρύδη, ο Γορτύνιος συνειργάστη θαρραλέως και δια σειράς ωραίων άρθρων υπηρέτησε τους τότε πόθους της πατρίδος. Αλλά μετά χρόνον, διώκται των τοιούτων τολμημάτων αφυπνήσαντες, επέβαλον χείρα σιδηράν επί του τραχήλου αυτών, εν οις και του Γορτυνίου, εγκαθείρξαντες πάντας εν τω δεσμωτηρίω. Εκείθεν οι πολιτικοί ούτοι δεσμώται, ουδόλως πτοηθέντες, ουκ επαύσαντο εκπέμποντες τους δια του καλάμου αυτών φλογερούς μύδρους κατά των υπαιτίων της εθνικής κακοδαιμονίας». Ο Γορτύνιος το 1865 πήρε διδακτορικό δίπλωμα και έφτασε στο δικαστικό κλάδο του βαθμού του προέδρου πρωτοδικών. Πέθανε 18-11-1900.

Ο Αναστάσιος Γούδας [15] του Νικολάου (1816-1882) ήταν γιατρός και λόγιος από το Γραμμένο της Ηπείρου. Απ’ τους πρώτους φοιτητές του Οθωνείου πανεπιστημίου. Ο Ιω. Βρεττός στο «Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιον» του 1904 (σελ. 213) γράφει ότι η πρώτη φοιτητική ταραχή που ξέσπασε στο πανεπιστήμιο υποκινήθηκε από τον Αναστάσιο Γούδα και τον Κομπότη: «Οι δύο ζωηροί ακαδημαϊκοί πολίται, γράφει ο Βρεττός, ευρίσκοντες ατελή και ακατάλληλον την μέθοδον της διδασκαλίας του καθηγητού Δ. Μαυροκορδάτου, συνέταξαν αναφοράν, την περιέφερον προς σύναξιν υπογραφών και την υπέβαλον εις τον πρύτανιν, εδέχθησαν δε τον καθηγητήν εις την αίθουσαν διδασκαλίας δι’ αποδοκιμαστικών εκφράσεων. Το γεγονός έγινε τάχιστα γνωστόν εις την μικράν κοινωνία των Αθηνών. Εκινητοποιήθη η αστυνομία, αλλά υπερίσχυσεν η φρόνησις, το επεισόδιον εθεωρήθη λήξαν και η διεύθυνσις της αστυνομίας δεν επολιόρκησε το πανεπιστήμιον ως είχεν απειλήσει». Ο Γούδας τελείωσε την Ιατρική με άριστα κι ήταν ο πρώτος που ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1843. Πήγε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι κι όταν γύρισε άσκησε το επάγγελμα του γιατρού ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την συγγραφή επιστημονικών ιστορικών και έργων, αλλά και με την δημοσιογραφία. Είχε φιλελεύθερες αρχές. Το 1859 εξέδωσε μια εφημερίδα, την «Ανεξαρτησία», και επέκρινε το απολυταρχικό καθεστώς του Όθωνα. Το 1860 έγραψε ένα άρθρο δριμύ και εξ αιτίας του πιάστηκε, δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Η εφημερίδα έκλεισε. Τον Φλεβάρη μόλις κηρύχθηκε η Ναυπλιακή επανάσταση έγιναν συλλήψεις στην Αθήνα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες αναφέρεται κι ο Γούδας (Κορδάτος Δ’, σελ. 46). Κι όταν τον Απρίλη ο Όθωνας για να κατευνάσει τα πνεύματα έδωσε αμνηστεία, από την αμνηστεία εξαιρούσε τρεις στρατιωτικούς και εννέα πολιτικούς, ανάμεσα στους εννέα ήταν και ο Γούδας. Τότε αναγκάστηκε να εκπατριστεί και γύρισε μετά την μεταπολίτευση. Ο Γούδας υπήρξε πολυγραφότατος. Απ’ τα πιο γνωστά έργα του είναι το οκτάτομο «Βίοι παράλληλοι», όπου βιογραφεί όλους τους διαπρέψαντες άντρες κατά την αναγέννηση του έθνους. Πέθανε τον Φλεβάρη του 1882.

Ο Αντώνιος Γρηγοριάδης [16] γεννήθηκε στην Προύσσα το 1828 και φοίτησε στη Σχολή των Κυδωνιών με καθηγητή τον Θεόφιλο Καΐρη. Στην Ελλάδα κατετάχθη στον ελληνικό στρατό. Το 1854 ήταν ανθυπολοχαγός και πολέμησε στην Καλαμπάκα με τον Χατζηπέτρο. Κατά την επανάσταση του 1862 όντας υπολοχαγός, έλαβε ενεργό μέρος και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Εργάστηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών και το 1878 προήχθη στον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1881 ως αντισυνταγματάρχης πήγε στην Άρτα, όπου ανέλαβε την επιμελητεία του 2ου αρχηγείου κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Απεχώρησε από την ενεργό υπηρεσία το 1885.

Γρίβας Θ. Δημήτριος

Γρίβας Θ. Δημήτριος

Ο Δημήτριος Γρίβας [17] του Θεοδώρου (1829-1889) ήταν γιος του στρατηγού Θεοδώρου Γρίβα και της Ελένης Μπούμπουλη, κόρης της Μπουμπουλίνας. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων. Το 1854 πήρε μέρος στην επανάσταση της Ηπείρου. Πριν ξεσπάσουν τα επαναστατικά γεγονότα στο Ναύπλιο, ο Γρίβας είχε συλληφθεί στην Αθήνα για αντιοθωνική δράση και τον Γενάρη του 1862 μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο για να φυλακιστεί στο Παλαμήδι. Εκεί συνδέθηκε με τους επαναστάτες και πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση. Στη μεγάλη μάχη που δόθηκε στις 27-28 Φεβρουαρίου έξω από την Άρεια, ο Δ. Γρίβας έδειξε μεγάλη παλικαριά, γράφει ο Κορδάτος (Δ’ σ. 60). Ήταν αρχηγός της αδιάλλακτης μερίδας των επαναστατών, που επιθυμούσαν αντίσταση μέχρι τέλους. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, δόθηκε αμνηστεία, αλλά όπως είπαμε, εξαιρούνταν 19 ως πρωταίτιοι και πήραν το δρόμο της φυγής. Πήγαν στη Σμύρνη κι από κει σκόρπισαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Ένας απ’ τους 19 ήταν και ο Δ. Γρίβας. Μετά την έξωση του Όθωνα επέστρεψε και πολιτεύτηκε.

 Ο Νικόλαος Δίκαιος [18] (1822-1889) ήταν γιος του υποστράτηγου Νικήτα Δικαίου από την Πολιανή Αρκαδίας και της μοναχοκόρης του Θ. Κολοκοτρώνη Ελένης. Υπηρέτησε διαδοχικά στον στρατό, στα υπουργεία Δικαιοσύνης και Στρατιωτικών, στο Εθνικό Τυπογραφείο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Διετέλεσε νομάρχης Ευβοίας, Ζακύνθου και Αιτωλοακαρνανίας. Το 1860 εξελέγη βουλευτής Μεγαλοπόλεως και το 1862 μέσα από την Βουλή ετάχθη κατά της βασιλείας του Όθωνα, γι’ αυτό και τον κυνήγησε ο θείος του Γενναίος Κολοκοτρώνης. Πέθανε στις 25-1-1889.

Ο Αριστείδης Δόσιος [19] του Κωνσταντίνου (1844-1881) γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι γονείς του ήσαν ευκατάστατοι και πολύ μορφωμένοι. Ο πατέρας του ήταν δημοσιολόγος, πολιτευτής και λόγιος πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος. Η μητέρα του Αικατερίνη Μαυροκορδάτου-Δοσίου, Φαναριώτισσα, γλωσσομαθής και λογία, μετέφρασε τον «Γκιαούρ» του Μπάυρον, πέθανε πολύ νέα. Ο Αριστείδης Δόσιος ήταν απ’ τους προοδευτικότερους του καιρού του. Αντιμοναρχικός, μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Σύχναζε στα γραφεία της εφημερίδας «Το Μέλλον της Πατρίδος», «εις α εκόχλαζον οι λέβητες των αντιβασιλικών παθών». Στις 6-9-1861 αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία. Συνελήφθη και μαζί του συνελήφθησαν ο Λεωνίδας Δεληγιώργης αδελφός του Επαμεινώνδα, ο Αναστάσιος Γεννάδιος, ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος, ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Φλογαΐτης, ο Αριστείδης Γλαράκης, ο Άγις Κλεομένης κ.α. Ο Δόσιος πέρασε από δίκη, πήρε την ευθύνη της απόπειρας εξ ολοκλήρου απάνω του, λέγοντας ότι ενήργησε μόνος του, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε. Αποφυλακίστηκε την επομένη της έξωσης του Όθωνα. Μετά την μεταπολίτευση πήγε στην Ιταλία όπου σπούδασε οικονομικά. Όταν επέστρεψε ανηγορεύθη υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας του πανεπιστημίου. Συνέγραψε πολλές μελέτες στα ελληνικά και γαλλικά. Ήταν και φιλόμουσος. Επιμελήθηκε την β’ έκδοση της μετάφρασης της μητέρας του «Ο Γκιαούρ» του Μπάυρον. Πέθανε σε ηλικία μόλις 37 ετών. Για τον πρόωρο θάνατο του Αρ. Δόσιου, ο Κορδάτος γράφει ότι όταν γύρισε στην Ελλάδα βλέποντας ότι τίποτα δεν άλλαξε και ότι η πολιτική κατάσταση ήταν ίδια, έπεσε σε μελαγχολία. Είχε ένα τραύμα στο κεφάλι από τα βασανιστήρια που έπαθε στη φυλακή. Το τραύμα άνοιξε και ο Δόσιος έπαθε εγκεφαλική παράκρουση και κλείστηκε στο φρενοκομείο, όπου και πέθανε (Κορδάτος Δ’ σελ. 27 σε σημείωση).

Ευθυμιόπουλος ΚωνσταντίνοςΟ Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος [20] (1828-1885) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Νομικά. Το 1856 διορίστηκε δικηγόρος στο Ναύπλιο. Πήρε μέρος στη Ναυπλιακή επανάσταση, κατά την διάρκεια της οποίας διορίστηκε από την επαναστατική επιτροπή δημοτικός αστυνόμος Ναυπλίου. Μετά την έξωση του Όθωνα εξελέγη δήμαρχος Ναυπλίου, πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, Γεν. Γραμ. του υπουργείου Εσωτερικών. Πέθανε στο Ναύπλιο στις 4 Ιουνίου 1885 στην ακμή της ηλικίας του και στην δράση του πολιτικού βίου. Ήταν δημιουργός και ηγέτης της δημοτικής παράταξης των Αρειμανίων.

Ο Οδυσσέας Ιάλεμος [21] (Γιαλαμάς) ήταν δημοσιογράφος από την Λέσβο. Ο θείος του, Παναγιώτης Ευστρατιάδης, φιλόλογος καθηγητής στο Ναύπλιο, τον πήρε κοντά του και τελείωσε εκεί το Γυμνάσιο. Κατόπιν φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1885, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, άρχισε να γράφει στον «Πρωϊνό Κήρυκα», μια προοδευτική εφημερίδα που έβγαινε στην Αθήνα από το 1843-1887, από τις στήλες της οποίας ο Ιάλεμος διεκήρυττε την ανεξαρτησία των ιδεών και φρονημάτων. Γύρω στα 1860 αρθρογραφούσε στο «Μέλλον της Πατρίδος». Ήταν μια πολιτική και φιλολογική εφημερίδα της Αθήνας, όργανο της Χρυσής Νεολαίας, που κυκλοφόρησε από το 1859-1863. Ο Οδυσσέας Ιάλεμος ανεμίχθη στην κατά του Όθωνα δημοσιογραφική και πολιτική κίνηση και γι’ αυτό φυλακίστηκε το 1859 μαζί με τον Αχ. Παράσχο και τον Α. Βυζάντιο.

Όταν ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης εξέδωσε την εφημερίδα «Το Μέλλον της Ανατολής», ο Ιάλεμος συνεργάστηκε με τον αδελφό του Επαμεινώντα τον Λεωνίδα και τον Νικ. Περόγλου. Το καλοκαίρι του 1861 φυλακίστηκαν οι δημοσιογράφοι Γ. Βιτάλης, Κωνστ. Καλαμίδας, Λεωνίδας Βούλγαρης και ο Οδ. Ιάλεμος. Ο Λ. Βούλγαρης είχε επαφές με τους Γαριβαλδινούς της Ιταλίας και με Σέρβους πατριώτες. Στις 2 Φεβρουαρίου έγιναν ομαδικές συλλήψεις, μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Ιάλεμος. Στις 17-18 Φεβρουαρίου, επειδή δεν χωρούσαν άλλους κρατούμενους οι φυλακές του Γκαρμπολά, έστειλαν πολλούς στην Κύθνο. Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Δημοσθένης Μητσάκης, Νικ. Καλησπέρης, Αγαμέμνων Σκαρβέλης, Οδ. Ιάλεμος κ.α. Μετά το 1866 πήγε στη Νεάπολη ως υποπρόξενος και αφού παραιτήθηκε, εξέδωσε μια εβδομαδιαία εφημερίδα τους «Λαούς». Κατά το έτος 1878-79 ο Οδ. Ιάλεμος είναι πρόεδρος του εν Κωνσταντινουπόλει Φιλολογικού Συλλόγου και αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Κωνσταντινούπολις» και ύστερα της «Θράκης», καθώς και του λογοτεχνικού περιοδικού «Ερμής». Γράφει γι’ αυτόν ο Μιχαήλ Μιχαηλίδης: «Εύσωμος, βραχυλόγος, αγέρωχος και δεινός πολυφάγος. Πρύτανης της αθηναϊκής δημοσιογραφίας. Σημαίνουσα τότε προσωπικότης».[22] Το 1884 είναι στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου στέλνει στον δημοσιογράφο Ιω. Αρσένη τις «Αναμνήσεις» του που δημοσιεύτηκαν στην «Ποικίλη Στοά» του 1885. Αγωνίστηκε πολύ για την πνευματική ανάπτυξη του «αλύτρωτου ελληνισμού». Πέθανε στην Αθήνα το 1899. Στη νεκρολογία του ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Φλογαΐτης αναφέρθηκε στη φιλοπατρία και αξιοπρέπεια που επέδειξε σε όλη του τη ζωή και στο γεγονός ότι «τον αφήκεν η πολιτεία να αποθάνη υπό της πενίας εν νοσοκομείω».

Δημήτριος Καλλιφρονάς. Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ελαιογραφία του Δ. Βογιαζή (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Δημήτριος Καλλιφρονάς. Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ελαιογραφία του Δ. Βογιαζή (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Δημήτριος Καλλιφρονάς [23] (1805-1897) ήταν αγωνιστής του ’21 και πολιτευτής. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4-2-1805. Ήταν μαθητής όταν εξερράγη η επανάσταση και πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης υπό τον Φαβιέρο, όπου και ανδραγάθησε. Με την απελευθέρωση έγινε δήμαρχος Αθηναίων. Ήταν δημοκρατικός κι ο πρώτος πολίτης που ζήτησε Συνταγματική Πολιτεία. Ο Όθωνας τον θεωρούσε «ως ένα των επικινδυνοδεστέρων φιλελευθέρων». Ο Καλλιφρονάς ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Διακρίθηκε μάλιστα για την ευφυή κατάστρωση του επαναστατικού σχεδίου. Τόση δε μυστικότητα τήρησε, ώστε για να παραπλανήσει την αστυνομία που ήταν επί τα ίχνη του, εκείνο το βράδυ πήγε στο θέατρο όλως αμέριμνος! Μετά την 3η Σεπτεμβρίου εξελέγη πληρεξούσιος στην Συνταγματική Εθνοσυνέλευση. Στις 10-10-1862 έλαβε επίσης ενεργό μέρος στην επανάσταση. Την επομένη 11/10 κατέβηκε στον Πειραιά για να επιδόσει ο ίδιος στον Όθωνα το ψήφισμα της κατάργησης της βασιλείας του. Διετέλεσε βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής. Πέθανε στην Αθήνα στις 28-2-1897.

Κανελλόπουλος Φ. Ηλίας

Κανελλόπουλος Φ. Ηλίας

Ο Ηλίας Κανελλόπουλος [24] του Φιλίππου (1843-1894) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Στενός συγγενής της Παπαλεξοπούλου. Ήταν γιος της αδελφής του Σπύρου Παπαλεξόπουλου της Αικατερίνης. Διαπρεπής αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Σπούδασε στη Γαλλία. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Έγραψε πολλά ναυτικά και αστρονομικά βιβλία. Ήταν νεαρός σπουδαστής όταν πήρε μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Ο Ιω. Αρσένης στην Ποικίλη Στοά του 1895, (σελ. 35) γράφει: «…Ο Η. Κανελλόπουλος ενεγράφη εις τα επαναστατικά μητρώα ως στρατιώτης του Πυροβολικού και ηχμαλωτίσθη κατά την μάχην της 1ης Μαρτίου εις Άρειαν, ενεκλείσθη δε ως αιχμάλωτος εις την φρεγάταν «Ελλάδα» τότε «Αμαλίαν», αυτήν ταύτην ην επί μακρόν μετά έτη εκυβέρνησεν ως κυβερνήτης…»! Ο δημοσιογράφος Μάνος Βατάλας γράφει στον «Πυρσό»: «Η ενθουσιώδης ιδιοσυγκρασία του, αλλ’ ασφαλώς και η επ’ αυτού επίδρασις της μετά της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου στενής συγγενείας του, έφεραν αυτόν δρώντα κατά την Ναυπλιακήν επανάστασιν». Πέθανε στις 27-3-1894.

Ο Σοφοκλής Καρύδης [25] ήταν ποιητής και δημοσιογράφος. Ένας απ’ την πλειάδα των δημοσιογράφων που ασκούσαν έντονη αντιοθωνική κριτική. Ο Καρύδης εξέδιδε από το 1860 μέχρι το 1879 μια ημερήσια πολιτική και σατιρική εφημερίδα «ΤΟ ΦΩΣ» που είχε απήχηση στο λαό. Όταν έπεσε ο Όθωνας έβγαλε έκτακτο παράρτημα του ΦΩΤΟΣ που κυκλοφόρησε και σε φυλλάδιο (Γκίνη-Μέξα τμ. 3ος, αριθ. 10905) και ετιτλοφορείτο: «ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ – ΕΡΡΕΤΩ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ» Αθήναι 12 8βρίου 1862. Σοφοκλής Καρύδης – Σωκράτης Α. Γορτύνιος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφει ο Δημ. Σταμέλος στην εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση, υπήρξαν δύσκολα. Τα οικονομικά του δεν επέτρεπαν την συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας του.

Ο Σοφοκλής Καρύδης πρωτοστάτησε στην εξυγίανση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Πέθανε πάμπτωχος και λησμονημένος. Ο εγγονός του, Σοφοκλής Καρύδης κι αυτός, σ’ ένα γράμμα του προς την Νέα Εστία (τχ. 152 της 15-4-1933 σελ. 444) γράφει: «…Ο Σοφοκλής Καρύδης δεν ζήτησε ποτέ για τον εαυτόν του βοήθημα ή άλλη παροχή από κανένα, αν και οικονομικώς κατεστράφη από την καταδίωξη του Όθωνα, για την πολεμική του εναντίον του και των άλλων ισχυρών της εποχής του, που τους εσατίριζε αλύπητα. Αθήναι 3 Απριλίου 1933. Σ. Καρύδης.» Κι ο Περικλής Κοροβέσης στην «Ελευθεροτυπία» της 6-12-1993 (σελ. 57) γράφει για την προσφορά του Σ.Κ. στο θέατρο: «Ο Σοφοκλής Καρύδης είναι σήμερα εντελώς άγνωστος… Όταν ο Σ.Κ. αγωνιζόταν για την δημιουργία Εθνικού Θεάτρου, μόνος κι έρημος, τα ιταλικά μπουλούκια που κατέκλυζαν την Ελλάδα, για να κάνουν αρπαχτές, έπαιρναν πλουσιοπάροχες επιχορηγήσεις από το κρατικό ταμείο. Πρόσφατα, συνεχίζει ο Κοροβέσης, δόθηκαν δύο παραστάσεις της τρίπρακτης κωμωδίας του «Ο Φλύαρος» τιμητικά για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα. Η πολιτεία, οι θεατρικοί παράγοντες, τα Μ.Μ.Ε. απουσίαζαν. Κανείς δεν τον θυμήθηκε». Ο Σοφ. Καρύδης μας άφησε ακόμα και ένα βιβλίο τους «Βωμούς» ήτοι «Αγώνες και μαρτυρίαι της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας» 1869.

Ο Θεόδωρος-Φαλέζ Κολοκοτρώνης [26] (1829-1894) ήταν γιος του Γενναίου Κολοκοτρώνη και της Φωτεινής Τζαβέλλα, εγγονός δε του Γέρου του Μωριά. Ο πατέρας του ο Γενναίος που ήταν δεδηλωμένος φιλομοναρχικός και αυλάρχης του Όθωνα, τον προόριζε για το στρατιωτικό στάδιο και αφού τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων τον έστειλε στη Γαλλία σε ανώτερη Σχολή πολέμου. «Ούτος επέστρεψεν από την Γαλλίαν αξιωματικός, αλλά και πλήρης φιλελευθέρων κοινωνικοπολιτικών ιδεών τας οποίας εκήρυττε δια του λόγου και του τύπου». Φύσει δε πράος, ευγενής και καλλιεργημένος, παρητήθη από το στράτευμα και αφoσιώθηκε στην δημοσιογραφία, έμεινε δε γνωστός με το δημοσιογραφικό ψευδώνυμο Φαλέζ. Ο Φαλέζ εσύχναζε στα καφενεία «Ωραία Ελλάς» και στου Γιαννόπουλου όπου συγκεντρώνονταν ο φοιτητόκοσμος που πηγαίνει ν’ ακούσει και να προσανατολιστεί προς το αντιοθωνικό ρεύμα. Ήταν η Χρυσή Νεολαία κι ο Φαλέζ με τις νέες ιδέες και το πιπεράτο χιούμορ τους ενθουσίαζε σε πείσμα του πατέρα του.

Κορωναίος Πάνος, φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης.

Κορωναίος Πάνος, φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης.

Ο Πάνος Κορωναίος [27] (1811-1899) γεννήθηκε στην Πόλη από πατέρα Τσιριγώτη και μητέρα Πολίτισσα. Με την κήρυξη της επανάστασης του ’21 η οικογένειά του εκπατρίστηκε κι ήρθε στην Κέρκυρα, όπου ο νεαρός τότε Πάνος φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων. Ήταν μεγάλη στρατιωτική μορφή. Το 1854 πολέμησε απ’ τις γραμμές του γαλλικού στρατού στον Κριμαϊκό πόλεμο και το 1859 πήρε μέρος στην εκστρατεία της Συρίας. Το 1862 πρωτοστάτησε στην Ναυπλιακή επανάσταση όπου τραυματίστηκε στο πόδι. Μετά την αποτυχία του κινήματος φυλακίστηκε στο Ιτς Καλέ. Το 1866 κατέβηκε στην Κρήτη όπου πολέμησε με γενναιότητα στο Αρκάδι. Πολιτεύτηκε στα Κύθηρα, διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών και πέθανε στην Αθήνα στις 17-1-1899.

Μακρυγιάννης Όθων (1833-1901)

Μακρυγιάννης Όθων (1833-1901)

Ο Όθων Μακρυγιάννης [28] του Ιωάννου (1833-1901) ήταν γιος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο την 1-3-1833. Τον βάφτισε ο Όθωνας. Σπούδαζε στη Σχολή Ευελπίδων όταν το 1852 τον απέβαλαν για την αντιοθωνική δράση του πατέρα του. Κατά τα Σκιαδικά, όταν η Χρυσή Νεολαία έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο Πεδίον του Άρεως με τα ψάθινα καπέλλα και τις ασπρογάλαζες κορδέλλες, ο Όθων Μακρυγιάννης ήταν απ’ τους πρώτους. Είχε δε μεγάλες συμπάθειες ανάμεσα στους νέους και απ’ τις ταλαιπωρίες και τους κατατρεγμούς του πατέρα του, αλλά γιατί κι ο ίδιος ασκούσε μια γοητεία. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ωραίου παλληκαριού και νεαρού επαναστάτη. Μόλις κηρύχθηκε στο Ναύπλιο η επανάσταση, ο Όθωνας διέταξε στην Αθήνα συλλήψεις για να προλάβει γενίκευση της εξέγερσης. Ο Όθων Μακρυγιάννης φυλακίστηκε μαζί μ’ όλους τους αντιοθωνικούς Δεληγιώργη, Καλλιφρονά κ.λπ. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο Όθωνας για να αμβλύνει τα πάθη έδωσε αμνηστεία. Στις 10-10-1862 ο Όθων Μακρυγιάννης έρριξε τον πρώτο πυροβολισμό κι έδωσε το σύνθημα. Από το 1865 αρχίζει ο κοινοβουλευτικός βιος του. Μέχρι το 1896 βγήκε πολλές φορές βουλευτής Αττικής. Πέθανε στις 15-1-1901.

Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης [29] (1828-1892) ήταν γιος του Μπεϊζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1862 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Φεβρουαρίου 1862. Ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης αυτοεξορίστηκε με άλλους επαναστάτες –300 περίπου– στη Σμύρνη. Μετά την έξωση του Όθωνα χρημάτισε πληρεξούσιος Εθνοσυνέλευσης, υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής, Γεν. Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης. Πέθανε στην Αθήνα το 1892.

Μητσάκης Δημοσθένης

Μητσάκης Δημοσθένης

Ο Δημοσθένης Μητσάκης [30] ήταν απ’ το Καρλόβασι Σάμου. Δρ. Νομικής. Όταν ήταν φοιτητής ήταν μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Πρωτοστάτησε στις μαχητικές φοιτητικές εκδηλώσεις που ξέσπασαν στις 10 Μαΐου 1859 στο Πεδίον του Άρεως και που είναι γνωστές ως «Σκιαδικά» και στη Ναυπλιακή επανάσταση. Τότε συνελήφθη φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Κύθνο. Αργότερα διετέλεσε ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών. Το 1879 ήταν πρόξενος στην Αιθιοπία και το 1880 στο Σουέζ. Στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1881 (σελ. 406 κ.επ.) έχει δημοσιεύσει τις «Περιηγήσεις» του. Πέθανε στις 25-5-1890.

Ο Κίτσος Μπότσαρης [31] ήταν γιος του στρατηγού και γερουσιαστή Κωνστ. Μπότσαρη. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1841. Το 1862 τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε ανθυπασπιστής του πεζικού. Πήρε ενεργό μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Το 1866 πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην Κρήτη. Διετέλεσε καθηγητής της Σχολής υπαξιωματικών. Στον πόλεμο του 1897 ανέλαβε την διοίκηση μιας ταξιαρχίας και συμμετέσχε στην άμυνα της Άρτας και στις επιχειρήσεις στην Ήπειρο στα Πέντε Πηγάδια. Έκτοτε διατελούσε διοικητής της 3ης μεραρχίας μέχρι το 1908 που αποστρατεύτηκε. Πέθανε στην Αθήνα το 1915.

Ο Αριστείδης Οικονόμου [32] (1835-1890) ήταν από τα Καλάβρυτα. Δικηγόρος, δικαστικός, συγγραφέας, οικονομολόγος και πολιτικός. Γύρω στα 1858-60 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Κατά την επανάσταση του 1862 βρισκότανε στην Πάτρα, όπου τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών και τον ονομάσανε «Εισαγγελέα του Λαού»! Ο Λεωνίδας Μελετόπουλος γράφει ότι «Σαν δικαστικός υπήρξε υπόδειγμα μοναδικό. Ανεπηρέαστος καθόλου, ίστατο εν τω μέσω της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, ουδέποτε παρεκκλίνας». Αναφέρει δε τούτο το περιστατικό: Μια μέρα τον παρακάλεσε ο εισαγγελέας να συσκεφτούν πριν από την έναρξη της δίκης. Ο Οικονόμου δείχνοντάς του την πόρτα του απάντησε: στο γραφείο σας κ. εισαγγελεύ, εδώ είναι το δικό μου.

Αριστείδης Οικονόμου (1835-1890)

Αριστείδης Οικονόμου (1835-1890)

Το 1874 ο Χαρ. Τρικούπης εδημοσίευσε στους «Καιρούς» ένα άρθρο με τίτλο «Τις πταίει;» όπου κατέκρινε την πολιτική του στέμματος. Γι’ αυτό το άρθρο ο Τρικούπης προφυλακίστηκε και πέρασε από δίκη. Σ’ αυτή τη δίκη δικαστής ήταν ο Οικονόμου ο οποίος δια του υπερόχου θάρρους του, ανεφάνη περίβλεπτος τύπος ανδρός ακεραίου, αληθής βράχος, επί του οποίου συνετρίβη η τυραννική πολιτική». Μετά την δίκη κλήθηκε σε απολογία. Στην απολογία του έγραψε: «…Ποια είναι η κυρία αιτία ήτις προϋκάλεσε τον δικαστικό τούτον αγώνα είναι γνωστή. Το ακριβές είναι ότι ο υποφαινόμενος έχει την πεποίθησιν ότι αγωνίζεται υπέρ της αληθείας και της δικαστικής ανεξαρτησίας. Είτε διασωθεί είτε καταστραφεί το πολυχρόνιον δικαστικόν στάδιόν του, είναι λεπτομέρειαι δια τας οποίας δεν έχει να τον ελέγξει η συνείδησις αυτού…». Επηκολούθησε δυσμενής μετάθεση. Στη νέα του θέση ουδέποτε πήγε. Ο Αρ. Οικονόμου πολιτεύτηκε στην επαρχία Καλαβρύτων. Το πέρασμά του από τη Βουλή άφησε εποχή, «Διακηρύσσοντας την ίδρυση ενός Λαϊκού Κόμματος στηριγμένου όχι σε προσωποπαγείς αρχές, αλλά σε πρόγραμμα εμπνευσμένο από την ανάγκη της αστικής ευθυγράμμισης της νεοελληνικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής» γράφει ο Τ. Βουρνάς. Ο Λ. Μελετόπουλος τον χαρακτηρίζει: «ρήτορα δεινόν, εξόχως λαϊκόν υποψήφιον, εργάτην και απόστολον νέας κοινωνικής και πολιτικής αναπλάσεως, πρόμαχον ελευθέρων ιδεών, σπουδαίον αναμορφωτήν, έντιμον ασυμβίβαστον εις τας αρχάς του, άτεγκτον – εάν ήθελε, γράφει, να γίνη υπουργός, θα εγίνετο. Φιλοδόξησε να καταρτίση ίδιον δημοκρατικών κόμμα και να διαδραματίση πρόσωπον εν τη πολιτική ζωή, εάν τον συνέτρεχον αι περιστάσεις, πλην εγεννήθη προ του καιρού του. Κύριος οίδε τί ήθελε συμβή εάν έζη με την πρόοδον των νεωτέρων ιδεών και την έξαψιν του Λαού, εν δεδομένη τινί περιστάσει. Το απρόοπτον είναι και θλιβερόν».

Για τον Οικονόμου, σύζυγο της αδελφής του, γράφει ο Βικέλας: «Αι λαϊκαί του ιδέαι, βαθμηδόν διαμορφωθείσαι εξεδηλώθησαν βραδύτερον. (…) Έλεγεν ότι είναι συνταγματικός, αλλά η συνταγματικότης του εφαίνετο πολύ αποκλίνουσα προς δημοκρατικότητα. Η ανάγνωσις των αρχαίων συγγραφέων και η ενδελεχής μελέτη των συμβάντων της Γαλλικής Επαναστάσεως συνετέλουν προς ανάπτυξιν των εις άκρον φιλελευθέρων φρονημάτων του. Στηρίζων την πολιτικήν του δύναμιν εις τα λαϊκά στρώματα, εξήσκει επ’ αυτών την βαθμηδόν αυξάνουσα επιρροήν του. Ηγάπα ειλικρινώς τον λαόν, είχε δε όλα τα προσόντα δια να γίνεται δημοφιλής. Ελκυστικός τους τρόπους, απλούς την συμπεριφοράν, πειστικός, εύγλωττος, ήρχετο ευκόλως εις επαφήν με τας εργατικάς τάξεις, επεδίωκε δε και επετύγχανε την οργάνωσιν σωματείων και συνδέσμων. Δε με βοηθεί η μνήμη προς απαρίθμησιν όσων συνδέσμων λαϊκών εθεμελίωσε».  [33] Πέθανε στις 11-4-1890 στην Αθήνα σε ηλικία 55 μόλις ετών.

Ο Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος [34] (1829-1879) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και την Λειψία. Το 1862 ήταν δικηγόρος στο Ναύπλιο. Φανατικός αντιμοναρχικός, πήρε μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Μέλος της προσωρινής Επιτροπής προς τήρησιν της τάξεως. Και μετά μέλος της επαναστατικής Επιτροπής.[35] Μετά την αποτυχία της επανάστασης εκπατρίστηκε. Επανήλθε μετά την έξωση του Όθωνα και πολιτεύτηκε. Στην κυβέρνηση Βάλβη (11-2-1863) έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και πάλι το 1871.

Παράσχος Αχιλλέας (1838 -1895)

Παράσχος Αχιλλέας (1838 -1895)

Ο Αχιλλεύς Παράσχος [36] (1838-1895) ήταν ποιητής. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το πορτραίτο του σκιαγραφεί ο Ταγκόπουλος με τούτα τα λόγια: «Ευθυτενής, ωραίος, επιβλητικός. Το ντύσιμό του πάντοτε επίσημο με ψηλό καπέλλο και με γούνα βαρύτιμη που την είχε φέρει απ’ την Οντέσσα όταν ήταν πρόξενος. Τον πρωτοείδα σε μια διάλεξή του στον «Παρνασσό» με ολόμαυρα από τα μαλλιά του και το μούσι του ίσαμε τις μύτες των παπουτσιών του. Μόνο το πουκάμισό του ήταν κάτασπρο και το χαμόγελό του…». Ποιητής πληθωρικός, χειμαρρώδης θα έλεγε κανείς, με αχαλίνωτη φαντασία, υμνούσε την πατρίδα και την ελευθερία, ενώ αντίθετα χτυπούσε την τυραννία, ειρωνεύονταν τους αυλοκόλακες και κεντούσε πικρόχολα τον Όθωνα και γενικά την μοναρχία. Η Αντιβασιλεία δεν πήρε κανένα προστατευτικό μέτρο για τους παλιούς αγωνιστές του ’21. Οι περισσότεροι άστεγοι και άνεργοι κατήντησαν ζητιάνοι. Ο Αχ. Παράσχος γράφει χαρακτηριστικά:

 

«Ένα το γένος τούριχνε μαύρου ψωμιού κομμάτι,

καθώς πετούν λίγο ψωμί και σε ζητιάνο ακόμα…

Το έτρωγε πλην τόβρεχε του γέροντα το μάτι

με δάκρυ απαρηγόρητο…».

 

Ο Αχ. Παράσχος ανεμίχθη στην πολιτική κίνηση της «Χρυσής Νεολαίας». Κατηγορήθηκε για αντιοθωνική δράση και φυλακίστηκε στον Μεντρεσέ, τότε φυλακή του Ναυπλίου, όπου έγραψε το ποίημα «Στον πλάτανο του Μεντρεσέ». Η επανάσταση του 1862 τον βρήκε γεμάτο ενθουσιασμό στην πρώτη γραμμή. Ο Κορδάτος (Δ. σελ. 88-89) γράφει: «Την νύχτα της 11ης Οκτωβρίου την κατάσταση την έσωσε η νεολαία. Κατά τα μεσάνυχτα στο σπίτι του Όθωνα Ι. Μακρυγιάννη μαζεύτηκαν από την νεολαία ο Οδ. Ιάλεμος, ο Γλαράκης, ο Αχ. Παράσχος, ο Κλεομένης, ο Γεννάδιος, ο Σαράβας. Αφού εξέτασαν την κατάσταση πήραν την απόφαση να βγουν στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας: Ζήτω η Ελευθερία». Όταν όμως έφτασαν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» βρήκαν μπροστά τους τον αστυνόμο Μπουλούκο που περιπολούσε με πολλούς χωροφύλακες. Πέσανε μερικές ντουφεκιές, αλλά οι νέοι αντί να διαλυθούν τράβηξαν προς το Μεταξουργείο. Εκεί βρήκαν τον Καλλιφρονά με κάμποσους επαναστάτες και άρχισαν να κραυγάζουν Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Ελευθερία! Ανάμεσα ακούγονταν και ζητωκραυγές για την Δημοκρατία! Ο Παράσχος, συνεχίζει ο Κορδάτος (Δ’ σελ. 654), με τα τραγούδια του συγκινούσε τους νέους, γνώρισε δόξες, αλλά δεν ξέφυγε από την μοίρα των αγωνιστών. Στα τελευταία χρόνια της ζωή του η ανέχεια και η φτώχεια τον βύθισαν στη δυστυχία. Πέθανε εξόριστος στις 26-1-1895.

Γεώργιος Πετιμεζάς

Γεώργιος Πετιμεζάς

Ο Γεώργιος Πετιμεζάς [37] του Αντωνίου ήταν από τα Καλάβρυτα. Ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Σωτήρης έπεσαν το 1823 στη μάχη των Βασιλικών Κορίνθου μαζί με άλλα τρία ξαδέλφια του. Σπούδασε Νομικά στο Μόναχο. Το 1836 μπήκε στο δικαστικό κλάδο, όπου διακρίθηκε για το ήθος του και την ευθυκρισία του. Τον Φλεβάρη του 1862 ήταν εφέτης στο Ναύπλιο. Πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός ήταν ο δημιουργός της ιδέας της εξέγερσης. Ήταν μέλος της Επιτροπής Ασφαλείας της επανάστασης, δηλαδή της κυβέρνησής της. Ο Γ. Πετιμεζάς πήρε μέρος και στην επανάσταση του Οκτώβρη του ’62. Μετά έγινε αρχηγός της Εθνοφυλακής και εισαγγελεύς Εφετών. Πέθανε στις 4-2-1884.

Ηλίας Ποταμιάνος

Ηλίας Ποταμιάνος

Ο Ηλίας Ε. Ποταμιάνος [38] (1844-1911). Ο πατέρας του Ευάγγελος Ποταμιάνος κατήγετο από την Κεφαλονιά κι ήταν πλοίαρχος στον επικουρικό στόλο της Αγγλίας κατά τους Ναπολεοντίους πολέμους μέχρι το 1815. Αργότερα ως Φιλικός κατέβηκε στην Ελλάδα, πολέμησε και επί Καποδίστρια έγινε διευθυντής της Αστυνομίας. Ο Ηλίας Ε. Ποταμιάνος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, εκεί σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα, κατά δε την Ναυπλιακή επανάσταση, έφηβος μόλις, έλαβε ενεργό μέρος. Στην Αθήνα δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» ήταν φίλος και συνεργάτης του Επαμεινώντα Δεληγιώργη. Το 1872 όταν συνήλθε στην Κων/πολη Σύνοδος για το βουλγαρικό σχήμα, ο Ηλίας Ποταμιάνος εστάλη με εμπιστευτική αποστολή. Στο Ναύπλιο έβαλε υποψηφιότητα βουλευτή και εξελέγη το 1881, 1891 και το 1892. Ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Στη Βουλή ήταν δεινός ρήτορας. Διετέλεσε ακόμα καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων κατά τα έτη 1870-73. Πέθανε το 1911.

Θεόδωρος Φλογαΐτης

Θεόδωρος Φλογαΐτης

Ο Θεόδωρος Φλογαΐτης [39] του Νικολάου (1848-1905) ήταν νομομαθής, πολιτικός και δημοσιογράφος. Ο πατέρας του νομομαθής, γλωσσομαθής, αγωνιστής του ’21. Ο Θ. Φλογαΐτης γεννήθηκε στο Ναύπλιο κι εκεί πέρασε τα νεανικά του χρόνια. «Δεν είχε ακόμα ενηλικιωθεί όταν αγωνιζόταν με τ’ όπλο στο χέρι και με την πέννα από τις στήλες του «Συνταγματικού Έλληνα» όπου διερμήνευε τις αρχές της επανάστασης του 1862. Όταν επολιορκείτο το Ναύπλιο από τις κυβερνητικές δυνάμεις, γράφει η Ιστορία του Ελλ. Έθνους, το ηθικό των επαναστατών ήταν ακμαίο. Πολύ συντελούσαν σ’ αυτό τα άρθρα που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Συνταγματικός Έλλην» που είχε διευθυντή τον Θ. Φλογαΐτη, καθώς και οι φλογεροί λόγοι του πρωτοδίκη Π. Μαυρομιχάλη, που παρακινούσαν το λαό να συνεχίσει την άμυνα με όλη του τη δύναμη. Όπως γράφει και ο Τάσος Γούναρης, η εφημερίδα αυτή «γραφόταν με την καρδιά». Μετά την μεταπολίτευση πήρε πτυχίο Νομικής και για ένα χρονικό διάστημα ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Χαλκίδα. Έγινε υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αλλά πολιτεύονταν στη Χαλκίδα. Το 1879 εξελέγη βουλευτής Χαλκίδας. Ήταν πολιτικός αντίπαλος του Κουμουνδούρου. Το 1890 εξελέγη βουλευτής Ευβοίας. Ο Φλογαΐτης αρθρογραφούσε. Με την πέννα του υπερασπίζονταν την ελευθερία του «προσώπου», της θρησκευτικής συνείδησης και του πολιτικού φρονήματος. Σ’ άλλο άρθρο του που το έγραψε τον Αύγουστο του 1900, αλλά δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στην Ποικίλη Στοά του 1912 (σελ. 143-5) γράφει για «Το καθήκον της Ελληνικής Πολιτείας προς τας εργατικάς τάξεις». Επί Τρικούπη εξελέγη μέλος της επί του προϋπολογισμού επιτροπής. Ο Φλογαΐτης «δια πολυφύλλου εκθέσεως κατεδείκνυε το βάραθρον προς ο εφερόμεθα, προϊδών και προϊπών την επικειμένην χρεωκοπίαν». Επροτάθη για καθηγητής Πανεπιστημίου αλλά αυτός προτίμησε την δημοσιογραφία.

7.  Εκτός από την πτώση του Όθωνα, η Ναυπλιακή Επανάσταση είχε και επιπτώσεις στα δημοτικά πράγματα του Ναυπλίου για πολλά χρόνια. Όπως αναφέρει ο Θ. Δημόπουλος στην Ιστορία του Ναυπλίου σχηματίστηκε μια δημοτική παράταξη, η λεγομένη των Αρειμανίων, η οποία κυριάρχησε συντριπτικά στο Δήμο Ναυπλιέων τουλάχιστον για 20 χρόνια. Αντίπαλή τους, πιο συντηρητική, ήταν η παράταξη των Νοικοκυραίων. [40] Την εκκαθάριση των επαναστατών στο Δημοτικό Συμβούλιο με την κατάληψη της πόλης από τα βασιλικά στρατεύματα του Στρατηγού Χαν, ακολούθησε η εγκαθίδρυση νέου Δημοτικού Συμβουλίου μετά την έξοδο του Όθωνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι άτακτοι που ακολουθούσαν τον τακτικό στρατό, κυρίως στην Πρόνοια και τα περίχωρα της πόλης, δεν έλαβαν ουδέποτε αποζημίωση. [41] Αμέσως μετά την αναχώρησή του, ο διορισμένος Δήμαρχος – Γ. Ιατρός, έδωσε τη θέση του στο δικηγόρο Κωνσταντίνο Κ. Ευθυμιόπουλο (1828-1885), που είναι και ο πρώτος Δήμαρχος της παράταξης των Αρειμανίων, ο οποίος υπήρξε και πολλές φορές Βουλευτής, Αντιπρόεδρος της Βουλής και Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών. Για το κόμμα των Αρειμανίων, ο Δημόπουλος αναφέρει ότι «ήταν κόμμα πανίσχυρον, κόμμα λαϊκών αρχών, το οποίο εξεπροσώπη την ιδέαν της επαναστάσεως, όχι μόνο δια της αλλαγής του καθεστώτος αλλά και δια μιας περισσότερο μεγάλης και πλήρους μεταβολής εις τας ψυχάς και τας πεποιθήσεις των οπαδών του». «Κάτω τα τζάκια!…», εφώναζαν οι Αρειμάνιοι. Αγωνίζονταν εναντίον του «αριστοκρατικού αρχοντολογίου». Εκπρόσωπος αυτού του νέου κόμματος, όπως είπαμε, σε ηλικία μόλις 28 ετών, ήταν ο Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος. Ο Δημόπουλος λέει ότι από τον Οκτώβριο του 1862 μέχρι το 1865 ο Ευθυμιόπουλος και οι Αρειμάνιοί τους δεν ήταν απλώς δημοφιλείς, αλλά «δικτάτορες του τόπου». Η μάχη αυτή μεταξύ των δύο δημοτικών κομμάτων διήρκεσε 23 χρόνια, με Δήμαρχο μετά τον Ευθυμιόπουλο, τον γιατρό Επαμεινώνδα Κωτσονόπουλο, για δύο τετραετίες. Οι Αρειμάνιοι έχασαν το αξίωμα του Δημάρχου το 1879 με την αποτυχία του υποψηφίου τους Κωτσονόπουλου, τον οποίον όμως επανεξέλεξαν το 1883, αλλά ο Κ. Ευθυμιόπουλος ηττήθηκε στις Βουλευτικές Εκλογές του 1881 και κατόπιν το 1885. Οι εναπομείναντες Αρειμάνιοι προσχώρησαν στο κόμμα των αδελφών Φαρμακοπούλων. Σημειωτέον ότι ο δικηγόρος Κ. Φαρμακόπουλος είχε ήδη συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση. [42] Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, ο Ηλίας Ποταμιάνος (που είχε συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση) και οι αδελφοί Φαρμακόπουλοι (Τάκης Φαρμακόπουλος, δικηγόρος και Θεόδωρος Φαρμακόπουλος, ιατρός) κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή του Ναυπλίου για 40 χρόνια, από το 1882 μέχρι το 1922.

Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι οι επίγονοι της Ναυπλιακής Επανάστασης στη Δημοτική Αρχή του Ναυπλίου κυριάρχησαν για πάνω από 60 χρόνια. Το έμβλημά τους ήταν το στάχυ και το τσεμπέρι, που μετά το θάνατο του Ευθυμιόπουλου υιοθέτησε το κόμμα των αδελφών Φαρμακοπούλων.

8. Συμπερασματικά, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, αντιαυταρχικές, αντιμοναρχικές, υπέρ των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών κυριάρχησαν όχι μόνο κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση όπου διακηρύχθηκαν (ας θυμηθούμε τη συμβολική καύση στην πυρά της λαιμητόμου, που έγινε στην Πλατεία Τριών Ναυάρχων του Ναυπλίου), αλλά και κατόπιν, για μακρύ χρονικό διάστημα.

Είναι αλήθεια ότι οι επαναστάτες δεν έθεσαν θέμα καταργήσεως του θεσμού της βασιλείας, παρόλο που πολλοί απ’ αυτούς ήταν δημοκρατικοί. Αλλά το αίμα που χύθηκε κατ’ αυτήν, μετέφερε στο λαϊκό υποσυνείδητο τις ιδέες ισοπολιτείας, ελευθερίας και ατομικών ελευθεριών. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντηρητική κατεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας μέχρι την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, έριξε στη λήθη τη Ναυπλιακή Επανάσταση, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Ναύπλιο. Ο εορτασμός λοιπόν στο Ναύπλιο των 150 χρόνων, το 2012 με ομιλίες, πολυπληθές επιστημονικό συμπόσιο και άλλες εκδηλώσεις από τα σημαντικά γεγονότα εκείνα για τη δημοκρατική ζωή της χώρας, μας επέτρεψε σήμερα να την ξαναθυμηθούμε, να μελετήσουμε τα επιτεύγματά της και να την τιμήσουμε όπως της αξίζει. Ήταν ένα επίτευγμα λαού και Στρατού και ο δεύτερος μπορεί εξίσου να την εγγράψει στο δημοκρατικό ενεργητικό του. Μακάρι το παράδειγμά της να γίνει ευρύτερα γνωστό και πάλι στο πανελλήνιο και να εμπνεύσει τις νεότερες γενιές.

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

  

Γιώργος Ρούβαλης

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Eric Hobsbawm, The Age of Revolution: Europe 1789-1848, Abacus, 1962

[2] Δ. Βικέλας, Η ζωή μου, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Εν Αθήναις, 1908, σελ. 85-86

[3] Δ. Βικέλας, Op.cit., σελ. 226.

[4] Χρήστος Φωτόπουλος, Αντιστράτηγος ε.α., Ένας Μακεδόνας Ήρωας, Υπολοχαγός Πυροβολικού Αλέξανδρος Γ. Πραΐδης (Η Σταδιοδρομία και η Δράση του), Στρατιωτική Επιθεώρηση, τευχ. 4, Ιουλίου – Αυγούστου 1996, σελ. 9-31.

[5] Κούλα Ξηραδάκη, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, 1809-1898, Η Γυναίκα που Κλόνισε το Θρόνο του Όθωνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1998, σελ. 210.

[6] Βλέπε πίνακα σε παράρτημα.

[7] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 199-200.

[8] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britanica, τόμος 46, 2007, σελ. 221-222.

[9] Op.cit., τόμος 16, 2007, σελ. 450-451.

[10] Τάσου Γούναρη, Η Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862, Β’ Έκδοση, Αθήνα 2010, σελ. 91-94.

[11] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 181-182.

[12] Op.cit., σελ. 183.

[13] Op.cit., σελ. 183-184.

[14] Op.cit., σελ. 184-185. Η παραπομπή είναι από την Ποικίλη Στοά, 1912, σελ. 617-18.

[15] Op.cit., σελ. 185-186.

[16] Op.cit., σελ. 186.

[17]Ibid., σελ. 186-187.

[18] Ibid.,., σελ. 188.

[19] Ibid., σελ. 188-189.

[20] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 189.

[21] Op.cit., σελ. 190-191.

[22] Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, επιμέλεια Λουκία Δρούλια – Γιούλα Κουτσοπανάγου, τόμος Β’, Ινστιτούτο Ελληνικών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2008, σελ. 442. Λήμμα του Κώστα Γ. Μίσσιου.

[23] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 191-193.

[24] Ibid., σελ. 193-194.

[25] Ibid., σελ. 194-195.

[26] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 195-196.

[27] Ibid., σελ. 196.

[28] Ibid., σελ. 197-199.

[29] Ibid., σελ. 200.

[30] Στο ίδιο, σελ. 200-201.

[31] Κ.Ξ., σελ. 201.

[32] Στο ίδιο, σελ. 202-204.

[33] Δ. Βικέλας, Op.cit., σελ. 378.

[34] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 204.

[35] Για την ενεργό συμμετοχή των δικηγόρων του Ναυπλίου στη Ναυπλιακή επανάσταση, βλ. την αντίστοιχη ανακοίνωση του Τάσου Γούναρη στο Συμπόσιο για τα 150 χρόνια της Ναυπλιακής επανάστασης, Ναύπλιο, Οκτώβριος 2012.

[36] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 204-207.

[37] Ibid., σελ. 207-208.

[38] O.π., σελ. 209-210.

[39] Ο.π., σελ. 210-212.

[40] Θεοδόση Δημόπουλου, Ιστορία του Ναυπλίου, Εισαγωγή-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης, Τόμος Β’, 2010, σελ. 228-231.

[41] Ibid., Τόμος Β’, 2010, σελ. 186-188.

[42] Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 1862, Υφ’ ενός Ναυπλιέως, Εν Αθήναις 1862, σελ. 47.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Xαν Αμαδαίος – Εμμανουήλ ( 1801- 1867)


 

Αμαδαίος - Εμμανουήλ Xαν (1801- 1867)

Στρατιωτικός. Γεννήθηκε στη Βέρνη της Ελβετίας το έτος 1801. Υπηρέτησε στον Ελβετικό στρατό από το 1818 μέχρι το 1823. Ήρθε στην Ελλάδα, ως φιλέλληνας, και αρχικά κατετάγη στον λόχο των Φιλελλήνων. Έλαβε μέρος στις μάχες της Τρίπολης, του Ωροπού, των Θηβών, της Χίου, του Τσεσμέ κ.α.

Μετά την απελευθέρωση, παρέμεινε στον Ελληνικό στρατό και έφτασε στο βαθμό του αντιστράτηγου. Διετέλεσε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, επιθεωρητής πεζικού και τις παραμονές της επανάστασης του Οκτωβρίου τοποθετήθηκε ως έμπιστος στα Ανάκτορα. Κατά την Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 διορίστηκε αρχηγός της βασιλικής εκστρατείας εναντίον του Ναυπλίου. Αποστρατεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1865 και απεβίωσε στην Ελβετία στις 22 Ιουνίου του 1867.

  

Ο Χαν κατά της Ναυπλιακής Επανάστασης

 

Μετά την έκρηξη της Ναυπλιακής Επανάστασης τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, θορυβημένος ο Όθωνας και οι περί αυτόν, συγκρότησαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην Κόρινθο. Αρχηγός της βασιλικής εκστρατείας διορίστηκε ο Ελβετός Χαν. Όταν έφτασε στην Αργολίδα, έστησε το αρχηγείο του κοντά στην Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και άρχισε την πολιορκία του Ναυπλίου και των γύρω περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών.

Ακολούθησαν αιματηρές μάχες με αμφίπλευρες απώλειες. Ο ανώνυμος Ναυπλιεύς στο βιβλίο του «Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επανάστασης» γράφει ότι ο Χαν «εθλίβετο δια την κατάστασιν του έθνους». Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να εντείνει τις πολεμικές επιχειρήσεις και παράλληλα να προσπαθεί να συκοφαντήσει και να διασπάσει την επανάσταση. Την χαρακτήρισε ως «στρατιωτική ανταρσίαν, προδοτική και αναρχική».

Ενώ η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 7 Μαρτίου οι επαναστάτες ειδοποιήθηκαν ότι ο βασιλιάς Όθων όρισε «πληρεξουσίους του τον αντιστράτηγον Ι. Κολοκοτρώνη, τον υποστράτηγο Χαν και τον νομάρχην Αργολίδος Γεωργαντάν, ίνα διαπραγματευθώσι περί υποταγής της πόλεως και της παραδόσεως των φρουρίων».

Ύστερα από συνεννοήσεις των επικεφαλής των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων, οι επαναστάτες πρότειναν προκειμένου να παραδώσουν την πόλη, να δοθεί γενική αμνηστία σε όλους όσοι είχαν εμπλακεί με κάθε τρόπο στην επανάσταση, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Στις 16 Μαρτίου ο Χαν, αν και είχε στα χέρια του σχετικό βασιλικό διάταγμα από την 8η Μαρτίου, επειδή δεν έδινε αμνηστία σε όλους αλλά εξαιρούσε κάποιους επαναστάτες και φοβούμενος όξυνση της κατάστασης, σε συνάντησή του με αντιπροσωπεία των Ναυπλιωτών, απέκρυψε την ύπαρξή του και είπε ψευδώς ότι το Υπουργείο δεν συμφωνεί στην απονομή χάριτος. Τότε πάρθηκε απόφαση συνέχισης του αγώνα, η οποία έγινε δεκτή από το λαό με ενθουσιασμό. Πλήθος κόσμου, τραγουδώντας παιάνες, διατράνωσε την απόφασή του να συνεχίσει τον αγώνα « μέχρις εσχάτων».

Στις 18 Μαρτίου οι Ναυπλιώτες άρχισαν ισχυρό κανονιοβολισμό κατά των θέσεων του βασιλικού στρατού αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Την επόμενη ημέρα, όταν άρχισαν πάλι να ρίχνουν τα κανόνια της πόλης, ο Χαν έδωσε διαταγή να ανταποδώσουν τα πυρά και ειδοποίησε τους επαναστάτες ότι αν συνεχίσουν θα ισοπεδώσει την πόλη.

Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, περήφανη και συνεπαρμένη από πατριωτικό ενθουσιασμό, όρθια στο μπαλκόνι του σπιτιού της, αψηφώντας τις σφαίρες των τηλεβόλων που περνούσαν δίπλα της, εγκαρδίωνε το στρατό και το λαό. Ο στρατηγός Χαν, παλιός φίλος της οικογένειας, φοβούμενος μήπως η σπάνια αυτή γυναίκα πάθει κακό από τις οβίδες ή την κατάληψη της πόλης, της έστειλε μήνυμα να απομακρυνθεί από την πόλη ή τουλάχιστον να κλειστεί στο σπίτι της.

Η απάντησή της έφτασε αμέσως, γραμμένη σε επισκεπτήριό της.

«ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Λαμβάνει την τιμήν να ειδοποιήση τον στρατηγό Χαν ότι δεν φοβείται τίποτε άλλο παρά τους ποντικούς».      

Τα γεγονότα πύκνωναν και η κατάσταση είχε γίνει πολύ δύσκολη για τους Ναυπλιώτες. Το βασιλικό διάταγμα της 8ης Μαρτίου, που ο Χαν είχε κρατήσει μυστικό, αναγκάστηκε πλέον  να το κοινοποιήσει. Το Ναύπλιο ασφυκτιούσε. Μετά από συνεχείς συσκέψεις αποφασίστηκε η παράδοση της πόλης. Αφού υπογράφτηκε η συνθήκη, ο Χαν επέτρεψε την αποχώρηση όλων των οικογενειών, φροντίζοντας για την ασφάλειά τους από επιθέσεις του στρατού και κυρίως των ατάκτων.

Στις 7 Απριλίου ήρθαν κι έδεσαν στο λιμάνι δυο ξένα καράβια. Στις 8 Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι αγωνιστές που είχαν εξαιρεθεί από την αμνηστία, μετά την λειτουργία, επιβιβάστηκαν στα πλοία, ακολουθώντας τον δρόμο της αυτοεξορίας. Την ίδια ημέρα, μετά την αποχώρηση των πλοίων, ο βασιλικός στρατός κατέλαβε το Ναύπλιο με επικεφαλής τον στρατηγό Χαν. Το ηρωικό Ναύπλιο και οι πολίτες του έχασαν την μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Σε λίγο ο Οκτώβριος θα έδινε τις λύσεις.     

  

Πηγές


  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 6ος, Αθήνα, 1930. 
  • Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Το ιστορικό πλαίσιο


 

Είναι δυστυχία να αγνοείς την ιστορία του τόπου σου, θα μπορούσε να πει κανείς παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Πολύβιου.* Πολύ περισσότερο την πρόσφατη ιστορία που με τους όρους που δημιούργησε εξακολουθεί να επηρεάζει τη ζωή και τις εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα. Οι ανιστόρητοι δεν έχουν αυτή την επίγνωση και γι’ αυτό δεν ερμηνεύουν σωστά την πραγματικότητα. Τους διαφεύγουν οι εξηγητικοί λόγοι που δημιούργησαν την α ή την β νοοτροπία, την συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική στάση. Και με τη στενοκεφαλιά που δημιουργεί η άγνοια αποφαίνονται με αυτοπεποίθηση για όλα τα ζητήματα: εθνικά, πολιτικά, ιδεολογικά κ.α.

 

Το ιστορικό πλαίσιο

 

Ο Όθωνας Βίττελσμπαχ ήταν ήδη 29 χρόνια βασιλιάς των Ελλήνων και της μικρής Ελλά­δας. Τα σύνορα της χώρας μόλις περνούσαν τα βουνά της Λαμίας και ο πληθυσμός των ελεύθερων Ελλήνων ήταν 1.096.810 (απογραφή του 1861). Στις αλύτρωτες περιοχές, ο ελληνισμός στέναζε ακόμα κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και καμιά σοβαρή προετοιμασία για την απελευθέρωσή του δεν γινόταν από το Ελληνικό κράτος. Ποιο ήταν όμως το Ελληνικό κράτος; και σε ποιο βαθμό ανταποκρινόταν στις ανάγκες και τους πόθους του Ελληνικού λαού; – Οι πρωτοπόρες και υγιείς πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που ενσάρκωσαν την ιδέα της ανεξαρτησίας και πέτυχαν την απελευθέρωση από τους Τούρκους αποκλείστηκαν από την πολιτική ζωή.

 

Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833.

 

Ο Όθωνας κυβέρνησε, από το 1833 έως την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, ως «ελέω Θεού» μονάρχης στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με Βαυαρούς και αυλοκόλακες. Οι έμπειροι οπλαρχηγοί, οι φιλελεύθεροι και προοδευτικοί πολίτες που μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στην οικοδόμηση του πρώτου Ελληνικού κράτους, όχι μόνο αγνοήθηκαν από τον Όθωνα αλλά καταδιώχτηκαν, προπηλακίστηκαν και φυλακίστηκαν. Τα παραδείγματα της φυλάκισης του Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και του Μακρυγιάννη είναι χαρακτηριστικά.

Ο βασιλιάς Όθων έφιππος, ως συνταγματάρχης του 10ου συντάγματος πεζικού.

Η αυταρχική αγωγή και η ιδιοσυγκρασία του δεν ανεχόταν – φοβόταν- κάθε φωνή αντίθετη με τη δική του, κάθε ιδέα δημοκρατική. Ακόμα και μετά τον εξαναγκασμό του σε παραχώρηση συντάγματος το 1884 καμιά ουσιαστική μεταβολή δεν έγινε στον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του. Ο απολυταρχισμός του εξακολούθησε να εκδηλώνεται σε κάθε περίσταση κατά παράβαση του συντάγματος. Όταν η Γερουσία δε συμφωνούσε με τις απόψεις του, άλλαζε τη σύνθεσή της. Όταν ο πρωθυπουργός που διόριζε, έπαυε να του είναι αρεστός, τον απέλυε. Όταν η Βουλή δεν ήταν πειθήνιο όργανό του, τη διέλυε. Εξουσίαζε με το μαστίγιο, τον εκφοβισμό και τον εκμαυλισμό. Όπως ήταν φυσικό η δυσαρέσκεια των Ελλήνων διογκωνόταν.

Πολύ περισσότερο που η οικονομική κατάσταση ήταν απελπιστική για τους πολλούς. Τα εθνικά δάνεια κατασπαταλήθηκαν, κανένα σοβαρό έργο υποδομής δεν γινόταν, μέτρα για την αξιοποίηση των εθνικών γαιών -πρώην Τουρκικά κτήματα- δεν λαμβάνονταν, και ο μαρασμός ενδημούσε στην ελληνική κοινωνία. Το μόνο που δινόταν στον ελληνικό λαό ήταν η Μεγάλη Ιδέα. Φρούδες ελπίδες δηλαδή, για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και τη σύσταση ελληνικής αυτοκρατορίας.

Στην πραγματικότητα όμως υπήρχε αδυναμία ακόμα και για την οργάνωση ενός σοβαρού κινήματος, που θα ελευθέρωνε τουλάχιστον τη Θεσσαλία και την Ήπειρο από τις ασθενείς Τουρκικές δυνάμεις, όταν η Τουρκία βρέθηκε σε πόλεμο με τη Ρωσία το 1853-56 (Κριμαϊκός πόλεμος). Η άφρονη και θορυβώδης τακτική του παλατιού (με τα μεγαλεπήβολα οράματα και την οργανωτική ανικανότητα) οδήγησαν σε αποτυχία την επανάσταση σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία και ενώ, η δημοτικότητα του Όθωνα ήταν στο ναδίρ και η αντιπολίτευση τον σφυροκοπούσε, ένα επαχθές για τη χώρα γεγονός ήρθε να κάνει το βασιλιά δημοφιλή και να του δώσει πρόσκαιρη παράταση. Ήταν η κατοχή του Πειραιά και ο ναυτικός αποκλεισμός της Αθήνας από τους Αγγλογάλλους (1854-57).

Ο λαός μας, μπροστά στην εχθρική ενέργεια των «συμμάχων» που (εκτός από τα δάνεια που επισώρευε στη χώρα μας) έθιγε βάναυσα την εθνική υπόσταση ενός ανεξάρτητου κράτους, συσπειρώθηκε γύρω από το βασιλιά. Αυτόν εξάλλου πρόσβαλλαν και εξευτέλιζαν καθημερινά αξιωματικοί και στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής. Ήταν φυσικό λοιπόν να περιβάλλουν οι Έλληνες με συμπάθεια τον Όθωνα, αφού στο πρόσωπό του ατιμαζόταν η Ελλάδα.

Αθανάσιος Μιαούλης

Η δημοτικότητα του Όθωνα και της Αμαλίας κράτησε λίγο καιρό ακόμα μετά την αποχώρηση των Αγγλογάλλων, το Φεβρουάριο του 1857. Δεν ξέχασαν όμως τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Σε λίγο σπρώχνουν την κυβέρνηση Βούλγαρη σε παραίτηση με τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις τους και ο Όθωνας, αγνοώντας τις συνταγματικές του δεσμεύσεις, ορκίζει πρωθυπουργό τον υπασπιστή του Αθανάσιο Μια­ούλη. Από τις αρχές του 1859 η αντιπολιτευτική κίνηση απέναντι στο καθεστώς παίρνει πιο ενιαία και πιο αποτελεσματική μορφή. Αρχικά ιδρύεται, πιθανόν με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, εγγονού του Γέρου του Μοριά, μυστική πολιτική εταιρία με σκοπό «τη διαμόρφωση των κακώς κειμένων και κυρίως την ελευθερία των βουλευτικών εκλογών» στην οποία συμμετέχουν δημοσιογράφοι, φοιτητές, μαθητές, βουλευτές κ.α.

Το Μάη του 1859 συνέβησαν σοβαρά γεγονότα που δυνάμωσαν το αντικαθεστωτικό φρόνημα. Είναι τα γνωστά Σκιαδικά, που εντελώς απρόσμενα αποτέλεσαν τον καταλύτη στις σχέσεις λαού – παλατιού. Από τα Σκιαδικά έως τη Ναυπλιακή επανάστα­ση έχουμε αλλεπάλληλες κυβερνήσεις του Αθανάσιου Μιαούλη και δυο εκλογικές αναμετρήσεις βίας και καλπονοθείας, με αποκορύφωμα τις εκλογές που η διεξαγωγή τους κράτησε από το Δεκέμβρη του 1860 έως τον Μάρτη του 1861, καθώς γίνονταν διαφορετική ημερομηνία σε κάθε περιοχή για να μεταφέρεται ο Οθωνικός μηχανισμός της βίας, της φοβίας και της νοθείας σε κάθε πόλη και χωριό, ώστε να εξασφαλίζεται η «νίκη».

Από το 1861 το αντιδυναστικό ρεύμα καθημερινά μεγάλωνε. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική σ’ ολόκληρη τη χώρα και στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πάτρα, Άργος, Ναύπλιο) συνωμοτικά συμπόσια με εθνικό και αντικαθεστωτικό περιεχόμενο. Η αστυνομία παρακολουθούσε και τρομοκρατούσε τους πολίτες πραγματοποιώντας συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις.

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Οι περισσότερες εφημερίδες των Αθηνών είχαν ταχθεί με το μέρος της αντιπολίτευσης και της «Χρυσής Νεολαίας» την οποία εκπροσωπούσε επάξια ο νεαρός δικηγό­ρος Επαμ. Δεληγιώργης. Ξεχώριζαν για τα πύρινα άρθρα τους οι εφημερίδες «Αιών» και «Αθήνα». Η πιο μαχητική όμως ήταν η εφημε­ρίδα της «Χρυσής Νεολαίας» με τον εύγλωττο τίτλο «Το Μέλλον της Πατρίδος», που κατα­σχέθηκε πολλές φορές.

Το Μάιο συλλαμβάνονται ως συνωμότες εναντίον του καθεστώτος όχι μόνο πολίτες αλλά και αρκετοί αξιωματικοί που στέλνονται στο Ναύπλιο, στις φυλακές του Παλαμηδίου και της Ακροναυπλίας. Κι ενώ η κατάσταση καθημερινά οξυνόταν, στις 6 Σεπτεμβρίου ο 18χρονος Δόσιος επιχειρεί να δολοφονήσει τη βασίλισσα Αμαλία (Ύαινα την ονόμαζε τότε ο λαός). Η απόπειρα απέτυχε και ακολούθησαν δοξολογίες «επί τη διασώσει» και πανηγυρισμοί στη χώρα. Προσωρινά το αντιδυναστικό μένος του λαού μειώθηκε. Μόνο στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν προκηρύξεις που έγραφαν «άθλιοι μάλ­λον κλαύσατε παρά να πανηγυρίζετε δια την αποτυχίαν».

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του.

«Στις αρχές του 1862 το πολιτικό βαρόμετρο έδειχνε θύελλα σ’ όλη την Ελλάδα», γράφει ο Γιάννης Κορδάτος. «Από κάθε γωνιά της μικρής Ελλάδας έφταναν πληροφορίες για ερεθισμό του λαού». Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα γινόταν κυβερνητική αλλαγή. Θα αναλάμβανε πρωθυπουργός ο παλαίμαχος ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης «είδωλον της κοινής γνώμης» και από τους πρωτοστάτες του αντιδυναστικού αγώνα την τελευταία τριετία.

Πράγματι ο Όθωνας κάλεσε τον Κανάρη και του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφού προηγουμένως συμφώνησε με το περιεχόμενο του υπομνήματος που του υπέβαλε ο γηραιός ναύαρχος. Το υπόμνημα περιείχε τους αναγκαίους όρους εκδημοκρατισμού και εφαρμογής του συντάγματος. Όμως σύνταγμα και δημοκρατία προκαλούσαν αλλεργία στον Όθωνα και τη βασιλική καμαρίλα. Γι’ αυτό ο Όθωνας, με το πρόσχημα πως δε συμφωνούσε με τους υπουργούς που επέλεξε ο Κανάρης, του αφαίρεσε μετά από δύο μέρες την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ξανα-όρκισε πρωθυπουργό τον Αθ. Μιαούλη. Η τελευταία αυτή κυβέρνηση του Μιαούλη έμεινε γνωστή ως «υπουργείο του αίματος». Υπουρ­γείο έλεγαν τότε την κυβέρνηση.

 

Η επαναστατική προετοιμασία στο Ναύπλιο

 

Το Ναύπλιο ήταν στις αρχές του 1862 μια πόλη 10.000 περίπου κατοίκων, μια από τις μεγάλες πόλεις της τότε Ελλάδας. Η Αθήνα μόλις που ξεπερνούσε τις 30.000 και η ακμάζουσα Ερμούπολη της Σύρου τις 25.000. Πάνω απ’ όλα όμως το Ναύπλιο ήταν πόλη στρατηγικής και πολι­τικής σημασίας. Αποτελούσε το σημαντικότερο αντιδυναστικό κέντρο μετά την Αθήνα με δραστήριες πολιτικές οργανώσεις και μυστικούς συνδέσμους αντικαθεστωτικών αξιωματικών.

Γεώργιος Πετιμεζάς

Τα επιβλητικά κάστρα Παλαμήδι και Ακροναυπλία, το οχυρό λιμάνι του με το Μπούρζι και τα ισχυρά τείχη του, το καθιστούσαν σχεδόν απόρθητο με τα μέσα της εποχής εκείνης. Υπήρχαν επομένως οι πολιτικές και στρατηγικές προϋποθέσεις για την κυοφορία της επανάστασης, προπάντων εδώ. Επιπλέον οι Ναυπλιείς είχαν ακόμα νωπές τις μνήμες από τα ένδοξα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα καθώς το Ναύπλιο, πόλη εγκέφαλος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, έζησε όλες τις μεγάλες στιγμές του Γένους. Ήταν ευαίσθητοι λοιπόν σε εθνικά και πολιτικά ζητήματα και δύσκολα έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους για «τη μετάθεση της πρωτευούσης». Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν, να μείνουν αδιάφοροι στις συνταγματικές εκτροπές του Όθωνα, τις αυταρχικές μεθόδους της Αυλής του, τον εμπαιγμό του θρυλικού Κανάρη (το ζωντανό ’21) και τις ανομίες της κυβέρνησης Μιαούλη; Και ασφαλώς δεν έμει­ναν.

Οργανώθηκε «Σύλλογος Νεολαίας» και πυρήνες αντικαθεστωτικών, στους οποίους διακρίθηκαν για τη δράση τους οι δικηγόροι Γ. Δημητριάδης, I. Παπαζαφειρόπουλος και ο κ. Αντωνόπουλος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρω­τοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο υποπρόξενος του Βελγίου Σπυρ. Ζαρβιτσάνος και ο δήμαρχος του Ναυπλίου Πολυχρόνης Ζαφειρόπουλος.

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου

Ιδιαίτερη όμως συμβολή στην επαναστατική προετοιμασία είχε η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, χήρα του πρώτου Δημάρχου του Ναυπλίου (και αργότερα γερουσιαστή) Σπύρου Παπαλεξόπουλου. Γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη, γνώριζε ιταλικά, αγγλικά και γαλλικά στην εντέλεια. Είχε σπουδάσει στην Ιταλία, όπου εγκολπώθηκε τις αρχές της γαλλικής επανάστασης και επηρεάστηκε από το κίνημα των Καρμπο­νάρων. Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο το 1825 και βρέθηκε πάντοτε αντιμέτωπη στον αυταρχισμό της εξουσίας, είτε την εκπροσωπούσε ο Καποδίστριας είτε ο Όθωνας. Μετέδωσε τις ιδέες της σε πολλές από τις κυρίες του Ναυπλίου και έγινε η πρόδρομος των Ελληνίδων που διεκδίκησαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες. Στο σπίτι της συγκεντρώνονταν οι ηγέτες της επανάστασης, που θα ξεσπούσε και με την ευγλωττία της έκανε τους πάντες οπαδούς των απόψεών της, προτρέποντας και ενθαρρύνοντας τη νεολαία. Με λίγα λόγια «η κυρά τ’ Αναπλιού υπήρξε ιεροφάντις κάθε επαναστατικής ιδέας και Μη­τέρα της Επαναστάσεως», η Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν, όπως την ονόμασαν οι σύγχρονοί της.

Πάνος Κορωναίος

Ο άλλος πόλος των αντικαθεστωτικών ήταν οι αξιωματικοί της φρουράς Ναυπλίου. Ιδιαίτερα μετά το Μάιο του 1861 που εξορίστηκαν στο Ανάπλι ή φυλακίστηκαν στα κάστρα του Δημοκρατικοί αξιωματικοί, με την κατηγορία της συνομωσίας, ενισχύθηκε το αντιδυναστικό φρόνημα των αξιωματικών. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν εξόχως δραστήριοι και σε σύντομο χρόνο δημιούργησαν δίκτυα επαφών και με τους αντικαθεστωτικούς πολίτες του Ναυπλίου αλλά και της Αθήνας. Διακρίθηκαν ο αντισυνταγματάρχης Δ. Μπό­τσαρης, ο ταγματάρχης Χ. Ζυμβρακάκης, ο υπολοχαγός Χρ. Κατσικογιάννης, ο υπίλαρχος Τριτάκης, ο ικανότατος και εμπειροπόλεμος (από τον Κριμαϊκό πόλεμο) αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος αλλά και ο Διοικητής του Ε’ τάγματος πεζικού της Φρουράς Ναυπλίου Αρτέμης Μίχου. Ξεχωριστή πνοή στην επαναστατική προετοιμασία έδωσε ο υπολοχαγός Δημ. Γρίβας, γιος του Ακάρνανα οπλαρχηγού του ’21 Θεοδωράκη Γρίβα  και εγγονός της Μπουμπουλίνας, ο οποίος εξορίστηκε στ’ Α­νάπλι το Γενάρη του 1862.

 

Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.

 

Οι συνωμότες διακινούσαν την αλληλογραφία τους με τους συνωμότες της Αθήνας, για λόγους ασφαλείας, με το διπλωματικό σάκο του υποπρόξενου του Βελγίου Σπ. Ζαβιτσάνου. Όταν η προετοιμασία προχώρησε ορίστηκε ως ημέρα ταυτόχρονης εξέγερσης στο Ναύπλιο, την Αθήνα και αλλού η 4η Φεβρουαρίου. Η τελευταία συνεννόηση θα γινόταν με επιστολές του Αρτέμη Μίχου που ταχυδρομήθηκαν (πάντα με το διπλωματικό σάκο) στις 31 Ιανουαρίου. Ο σάκος όμως παραδόθηκε στο νομάρχη και ο δικαιολογημένος φόβος πως θ’ ανοίξει τις επιστολές και θα γίνει γνωστό το περιεχόμενό τους, με συνέπεια όχι μόνο τη σύλληψη του αποστολέα και των παραληπτών αλλά και τη ματαίωση της επανάστασης, οδήγησε στην επίσπευσή της και την κήρυξή της την 1η Φεβρουαρίου.

Από 5 Φεβρουαρίου έως 9 Μαρτίου κυκλοφορούσε η εφημερίδα της επαναστάσεως «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ»** με υπότιτλο «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΡΩΤΗΣ ΦΕ­ΒΡΟΥΑΡΙΟΥ». Συντάκτης της ήταν ο Θ. Φλογαΐτης, παλαιότερο μέλος της «Χρυσής Νε­ολαίας» των Αθηνών και της συντροφιάς που εξέδιδε «Το Μέλλον της Πατρίδος». Η εφημερίδα κατέγραψε αρκετά από τα γεγονότα εκείνων των ημερών, από την 5η Φεβρουαρίου έως την 10η Μαρτίου που κυκλοφορούσε.

 

Γιώργος Αναστασόπουλος

[Από τον πρόλογο, για την επανέκδοση του βιβλίου «Τα Συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως / της πρώτης Φεβρουαρίου 1862, Υφ’ ενός Ναυπλιέως», από τη μη κερδοσκοπική εταιρεία «Απόπειρα», τον Ιανουάριο του 1996].

 

Υποσημειώσεις


 * Όλβιος όστις ιστορίας έσχε μάθησιν

** Τα τεύχη της εφημερίδας αυτής τα ανατύπωσε και τα εξέδωσε σ’ ένα καλαίσθητο τόμο η Απόπειρα, με σύντομο ιστορικό της Ναυπλιακής επανάστασης.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Τριτάκης  Ν. Διονύσιος  (1827-1902)


 

 

Διονύσιος Τριτάκης

Ο Διονύσιος Τριτάκης, στρατιωτικός,  γεννήθηκε στις 24-5-1827* στα Μέθανα, την ημέρα που λύθηκε η πολιορκία της Ακρόπολης στην οποία ο πατέρας του, συνταγματάρχης Νικόλαος Τριτάκης, πήρε μέρος και πολέμησε με τον Φαβιέρο. Σπούδασε στη Σχο­λή Ευελπίδων και εντάχθηκε στο Ιππικό του ελληνικού στρατού. Στην Ναυπλιακή επανάσταση μαζί με τον Δημήτριο Γρίβα έπαιξε πρω­ταγωνιστικό ρόλο.

Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται:

 «Αι πρώται αψιμαχίαι και συγκρούσεις μεταξύ στασιαστών και κυβερνητικού στρατού ήρξαντο από τα Δερβένια της Κορινθίας, όπου ο εκ των στασιαστών αξιωματικός του Ιππικού Τριτάκης, ηγούμενος ιππέων, επεζήτησε να αναστείλη την κάθοδον των κυβερνητικών».

Η μαχητική θέση του και η στιβαρή αντίσταση του προς τα βασιλικά στρατεύματα, ήταν και ο λόγος που εξαιρέθηκε από το διάγγελμα αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας μετά την κατάληψη του Ναυπλίου.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περίθαλψη των αποστράτων φτωχών αξιωματικών και υπαξιωματικών του Ιππικού. Το 1866 συγκρότησε Σώμα εθελοντών στην Αθήνα και κατέβηκε στην Κρήτη όπου πολέμησε στους Κάμπους, στους Λάκκους και στον Ομαλό. Η Κρήτη αναγνωρίζοντας τους αγώνες του γι’ αυτήν, τον ανέδειξε πρώτο πληρεξούσιο της Επαρχίας Κυδωνίας εκ του Δήμου Ακρωτηρίου, από την οποία καταγόταν. Κάποιες αντίξοες συνθήκες όμως τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από το στρατό και να ιδιωτεύσει. Έφτασε στο βαθμό του υποστρατήγου και πέθανε στην Αθήνα στις 15-2-1902. Είχε τιμηθεί με τον Ελληνικό Ταξιάρχη.

  

Υποσημείωση


 * Το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών αναφέρει ότι ο Διονύσιος Τριτάκης γεννήθηκε το έτος 1826 ή 1828 και πέθανε το 1902 ή 1905.

  

Πηγές


  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ. 
  • Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνώνhttp://pandektis.ekt.gr
  • Ποικίλη Στοά, Εθνική εικονογραφημένη επετηρίς, Αθήνα, 1912.
  • Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 5ς, Αθήνα, 1930. 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ποταμιάνος Ηλίας (1844-1911)


 

Ηλίας Ποταμιάνος

Ο Ηλίας Ποταμιάνος, νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1844 στο Ναύπλιο, όπου σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα και έφηβος μόλις, έλαβε ενεργό μέρος στην Ναυπλιακή Επανάσταση (1862). Ο πατέρας του Ευάγγελος Ποταμιάνος καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν πλοίαρχος στον επικουρικό στόλο της Αγγλίας κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους μέχρι το 1815. Αργότερα ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήρθε και πολέμησε στην Ελλάδα και επί Καποδίστρια έγινε διευθυντής της Αστυνομίας.  

Ο Ηλίας Ποταμιάνος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία. Δίδαξε Στρατιωτικό Δίκαιο στη Σχολή Ευελπίδων τα έτη 1870-73, και διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Αυγή» και συντάκτης της «Εφημερίδος των Συζητήσεων», ήταν φίλος και συνεργάτης του Επαμεινώντα Δεληγιώργη. Ανέλαβε επίσης αποστολές στο εξωτερικό: το 1872 στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με το Βουλγαρικό Σχίσμα και το 1905 στην Κρήτη (που τότε δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί) για προβλήματα της εκεί Ελληνικής Διοικήσεως.

Εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα. Στην επαρχία Ναυπλίας εκλέχτηκε τα έτη 1881, 1891 και 1892. Το 1901, ως βουλευτής Ηλείας, κατέθεσε στη Βουλή πρόταση για την πρόσληψη γυναικών στα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία. Η Βουλή όμως, με το σκεπτικό ότι «τα ήθη μας δεν το επιτρέπουν», την απέρριψε. Έγραψε τις μελέτες «Περί των παρά τω Ρωμαϊκώ στρατώ ποινών» (1874), «Αι Συρακούσαι» (1878) στο περιοδικό «Βύρων», κ.ά. Απεβίωσε το 1911.

Πηγές


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ. 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »