Η ανταλλαγή αιχμαλώτων στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας – Η περίπτωση των χαρεμιών του Μόρα Βαλισί (Mora Valisi) Άχμετ Χουρσίτ πασά (Ahmed Hurşid Paşa) – Μαρία Ανεμοδουρά[1]
Τα πολεμικά ήθη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αποτελούν μια από τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές του αγώνα της ανεξαρτησίας. Η ιστορική έρευνα επικεντρώθηκε, εν πολλοίς, στην προσέγγιση του θέματος αυτού μέσα από στερεοτυπικά δεδομένα, άμεσα συνδεδεμένα με το σύστημα αξιών του κλεφταρματολισμού, εστιάζοντας στις πολεμικές αξίες της «ανδρειοσύνης» της «παλικαριάς», της «μπέσας», ως κυρίαρχες του κόσμο των όπλων. Η Επανάσταση εγκολπώνεται τα παλαιά ήθη του κόσμου των όπλων, ωστόσο διαμορφώνει και νέα, προσπαθώντας μέσα από παλινδρομήσεις και αρχετυπικές συμπεριφορές νικητών-νικημένων να προβάλει σε επίπεδο κεντρικής ηγεσίας το νεοτερικό πρόταγμα της, όσον αφορά το δίκαιο του πολέμου. Ο αγώνας της ανεξαρτησίας εμπεριέχει πολεμικά γεγονότα μεγάλης συγκρουσιακής έντασης, με θύματα εμπολέμους και αιματηρές σφαγές και δηώσεις περιοχών, με χιλιάδες αμάχους νεκρούς και αιχμαλώτους. Στη δίνη αυτής της μεγάλης ανατροπής, οι αιχμάλωτοι των μαχών, των δηώσεων και των επιδρομών, άμαχος πληθυσμός και συλληφθέντες στρατιώτες του εχθρού, βιώνουν κατά κανόνα ακραία βία, πόνο, κακουχίες και όσοι εξ αυτών δεν σφαγιαστούν εξ αρχής, την διαρκή αγωνία της επόμενης στιγμής, ενώ για πολύ λίγους το τέλος αυτής της τραγικής περιπέτειας οδηγεί στη διάσωση και την απελευθέρωση.
Η απελευθέρωση αιχμαλώτων καταγράφεται ως πρακτική από την ύστερη αρχαιότητα, έχει πολύ περιορισμένο χαρακτήρα, λόγω των αναγκών σε δούλους των αρχαίων κοινωνιών, τις οποίες ικανοποιούσαν εν πολλοίς οι εξανδραποδισμένοι πληθυσμοί κατά την διάρκεια των αλώσεων πόλεων και ευρύτερων περιοχών.[2] Στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούν στην εξαγορά των αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σπανίζουν οι αναφορές σε επανάκτηση των αιχμαλώτων πολέμου, λόγω του έντονα δουλοκτητικού χαρακτήρα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο αιχμάλωτος αποκτούσε το status του δούλου εμπόδιζε την πολιτειακή του αποκατάσταση ως ελεύθερου ανθρώπου με την απελευθέρωσή του, εμπόδιο το οποίο έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με τον θεσμό του postliminium,[3] που επέτρεπε στον αιχμάλωτο να ανακτήσει πολιτειακό status, που είχε πριν την αιχμαλωσία.[4] Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπό το πρίσμα της χριστιανικής φιλανθρωπίας, που διέπει εν γένει τις θρησκείες της Βίβλου, η εξαγορά των αιχμαλώτων αναδεικνύεται σε κρατική υπόθεση και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων καθίσταται συνήθης πρακτική, κυρίως των νομοθετικών παρεμβάσεων των Αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου, Ονωρίου και κυρίως του Ιουστινιανού.[5] Πέρα από τις αυτοκρατορικές παρεμβάσεις και τις επίσημες διπλωματικές πρωτοβουλίες, καταγράφονται σημαντικές πρωτοβουλίες ιδιωτών και επισκόπων για την απελευθέρωση αιχμαλώτων, όπως αυτή του επισκόπου Σεργιουπόλεως, Κάνδιδος, το 540 μ.Χ., για την εξαγορά δώδεκα χιλιάδων κατοίκων της πόλης Σούρα, που είχαν αιχμαλωτισθεί από τον Σασανίδη βασιλιά Χοσρόη, την οποία αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος.[6]
Κατά την περίοδο των βυζαντινο-αραβικών συγκρούσεων καταγράφονται ανταλλαγές αιχμαλώτων σε βυζαντινές και αραβικές πηγές, όπως τα χρονικά του al-Maqrīzī, (του 15ου αιώνα) όπου αναφέρονται δεκατρείς ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ των ετών 805 έως 946 μ.Χ.[7] Η ισλαμική παράδοση εστιάζει το ενδιαφέρον της στους μη-μουσουλμάνους αιχμαλώτους, καθώς το Κοράνι προβλέπει την απελευθέρωση και την εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου του εχθρού που είχαν αιχμαλωτισθεί από μουσουλμάνους. Πάντως η πρακτική της εξαγοράς – ανταλλαγής δεν μαρτυρείται πριν τον έβδομο αιώνα στις ισλαμικές πηγές.
Στην Ιβηρική χερσόνησο, πεδίο πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Αράβων και Χριστιανών, η ανταλλαγή και η εξαγορά των αιχμαλώτων αποτελεί παγιοποιημένη πρακτική, που καταγράφεται στα νομοθετήματα του ύστερου μεσαίωνα, όπως τα καταλανικά και πορτογαλικά Fueros (Δικαιοδοσίες) του 12ου αιώνα και ο Κώδικας του Αλφόνσο της Καστίλης του 13ου αιώνα.[8] Στην οθωμανική περίοδο, οι συχνοί πόλεμοι και η πειρατεία, όχι μόνο τροφοδοτούσαν με αιχμαλώτους και σκλάβους τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της βορείου Αφρικής, αλλά είχαν διαμορφώσει και μια οικονομία της αιχμαλωσίας που περιελάμβανε και συναλλαγές για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων στις πειρατικές εστίες της Μεσογείου και στην οθωμανο-αψβουργική μεθόριο, η οποία αποτελούσε τρόπο βιοπορισμού για τις τοπικές κοινωνίες.

Εμπόριο σκλάβων στην Κωνσταντινούπολη, έργου του Sir William Allan (1782-1850). National Galleries of Scotland.
Η κατάκτηση της Τριπολιτσάς, γεγονός μείζονος σημασίας, που εδραιώνει την Επανάσταση στον Μοριά ήδη από το πρώτο έτος της, αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα πιο αιματηρά γεγονότα της, λόγω της σφαγής χιλιάδων αμάχων, μουσουλμάνων και Εβραίων, που ακολούθησε, δεδομένου ότι με το ξέσπασμα της Επανάστασης είχε ζητήσει καταφύγιο εντός της πόλης μεγάλος αριθμός μη χριστιανών κατοίκων από ολόκληρη την Πελοπόννησο. Πέρα από την ανηλεή σφαγή, οι επαναστατικές δυνάμεις συλλαμβάνουν και μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ο Φιλήμονας υπολογίζει σε 8.000 χιλιάδες. Για τους επίσημους αιχμαλώτους – γυναίκες των χαρεμιών,[9] αξιωματούχους και μέλη της ακολουθίας του Βαλή του Μοριά, Άχμετ Χουρσίτ πασά[10] (Mora Valisi, Ahmed Hurşid Paşa) – ίσχυσε εξ αρχής διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με το πλήθος των ανώνυμων αιχμαλώτων που ζούσε και εργαζόταν σε άθλιες συνθήκες και συχνά πέθαινε από τις κακουχίες και τις επιδημίες που είχαν ξεσπάσει στην πόλη. Οι πρώτοι φαίνεται ότι εξ αρχής προσέβλεπαν στους Ευρωπαίους Φιλέλληνες, που συνεργάζονταν με την Επαναστατική Διοίκηση και διακατέχονταν από τις νεωτερικές, περί δικαίου αντιλήψεις, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, αλλά και στον Δημήτριο Υψηλάντη, λόγω του κύρους που θεωρούσαν ότι απολάμβανε ως εκπρόσωπος της Αρχής, από τις συγκεχυμένες πληροφορίες που έφταναν στο περιβάλλον τους.[11] (περισσότερα…)
Read Full Post »