Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Δεληγιάννης Βασίλης Ιω. (1887-1945) – Η ζωή και το έργο του Ερμιονίτη υφυπουργού οικονομικών, στην κυβέρνηση Βενιζέλου, Βασίλη Ιω. Δεληγιάννη.


 

Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης.

Ο Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης γεννήθηκε στην Ερμιόνη στις 4 Αυγούστου 1887 και είναι γιος του συμβολαιογράφου Ερμιόνης Ιωάννη Δεληγιάννη και της Παγώνας – γένους της μεγάλης οικογένειας Καραγιάννη στην Ερμιόνη.

Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Ερμιόνη, και το σχολαρχείο στο Κρανίδι. Εν συνεχεία παρακολούθησε τις δύο πρώτες τάξεις του τότε τετραταξίου Γυμνασίου, στο Ναύπλιο και τις δύο τελευταίες στον Πειραιά. Αφού τελείωσε τη φοίτηση του στο γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας μετά την αποφοίτηση του αναγορεύθηκε διδάκτωρ τον Μάρτιο του 1914. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του χρημάτισε διευθυντής της εταιρείας «Μεταλλεία Ερμιόνης» όπου διακρίθηκε για της εργατικότητα του, την δραστηριότητα και την μεθοδικότητα του που ανέπτυξε για την οργάνωση και την πρόοδο της εταιρείας. Παραιτήθηκε όμως από τη θέση του αυτή, για να επιδοθεί απερίσπαστος στις σπουδές του, κατά τη διάρκεια των οποίων εξέδιδε στην Αθήνα Πολιτικοοικονομική εφημερίδα την «Νέα Ημέρα», φιλελεύθερων Αρχών.

Διπλωματούχος πια διδάκτωρ της Νομικής προσελήφθη στο δικηγορικό γραφείο του Καθηγητού του Πανεπιστήμιου Βασιλείου, όπου μαζί με τον δικηγόρο Ιωάννη Βαρβέρη επεξεργάζοντο τους Ελληνικούς Κώδικες, τους οποίους εξέδιδε ο Καθηγητής.

 

Στο στρατό, στους πολέμους και στο κίνημα της Θεσσαλονίκης

  

Αφού στρατεύθηκε ξεπλήρωσε στο ακέραιο το καθήκον προς την πατρίδα και ως στρατιώτης έλαβε μέρος στους πολέμους του 1912 -13 όπου διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για την ηρωική συμμετοχή του: 1) Στις μάχες κατά της Τουρκίας, της Ελασσώνος, Σαρανταπόρου, Γιαννιτσών, Πρεσπών και Αετοράχης. 2) Στην εκστρατεία κατά της Βουλγαρίας το 1913 και 3) για τον τραυματισμό του στη μάχη της Μανωλιάτας. Διαβάστε τη συνέχεια »

Παραδοσιακά διατηρητέα κτίρια του Άργους | † Οδυσσέας Κουμαδωράκης


 

 Για τα παραδοσιακά κτίσματα και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική Άργους έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Η δική μας εργασία είναι συνοπτική. Περιοριζόμαστε σε λίγα μόνο στοιχεία, ικανά να δώσουν κάποια εικόνα και να βοηθήσουν τον αναγνώστη να γνωρίσει σε γενικές γραμμές τα παραδοσιακά κτίσματα της πόλης μας.

 

Νεοκλασική αρχιτεκτονική

 

Ο νεοκλασικισμός ως αρχιτεκτονική έκφραση εμφανίζεται στη χώρα μας την εποχή του Καποδίστρια, ενισχύεται την εποχή του Όθωνα και διαρκεί μέχρι τη δεκαετία του 1910, για εκατό σχεδόν χρόνια.

Την Καποδιστριακή εποχή εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι αρχιτέκτονες, όπως ο περίφημος Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862), ο οποίος διορίστηκε από τον κυβερνήτη μηχανικός του δημοσίου και συνέβαλε στην οικοδόμηση της Αθήνας, και ο Σταμάτης Βούλγαρης (1774-1842), ο οποίος σχεδίασε τη ρυμοτομία της Πάτρας και της Τρίπολης. Επίσης, λίγο αργότερα εμφανίζονται ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1812-1885), ο Παναγιώτης Κάλκος (1810-1875), ο Δημήτρης Ζέζος (†1857) και άλλοι, οι οποίοι έκτισαν πολλά δημόσια και ιδιωτικά νεοκλασικά κτίσματα και ναούς στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και έθεσαν μαζί με τους δυο πρώτους τη σφραγίδα της προσωπικής τους δημιουργίας στον χώρο της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα έρχονται στη χώρα μας και πολλοί Ευρωπαίοι.[1]

Ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός προηγείται του ελληνικού. Εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα, μετά το 1770, όταν υποχωρεί και σιγά σιγά χάνεται ο «ρυθμός Μπαρόκ», ο οποίος διακρινόταν για την επιβλητικότητά του και τον οποίο είχε επιβάλει στον χώρο της τέχνης, ιδίως στην αρχιτεκτονική, η καθολική εκκλησία. Από πολλούς θεωρείται ότι η νεοκλασική αρχιτεκτονική επιβλήθηκε από αντίδραση προς τον «ρυθμό Μπαρόκ».

Πάντως, βέβαιο είναι ότι η νέα τέχνη επηρεάζεται από την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι και άλλοι περιηγητές και μελετητές, λάτρεις της κλασικής αρχαιότητας, επισκέπτονται την τουρκοκρατούμενη ακόμη Ελλάδα, παρατηρούν, μελετούν, δημοσιεύουν μελέτες ή τις «περιηγήσεις» τους και μεταφέρουν στην Ευρώπη αρχιτεκτονικά πρότυπα.

 

Αρχοντικό Ηλία Κωνσταντόπουλου, Δαναού 29. Γενική άποψη πριν την αποκατάσταση (Λήψη φωτογραφίας 1985). Δημοσιεύεται στο: Ξηνταρόπουλος Πέτρος – «Η Αρχιτεκτονική της Κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, 2006.

 

Η ευρωπαϊκή νεοκλασική αρχιτεκτονική είναι εν μέρει αναβίωση της αρχαίας ελληνικής. Για την Ελλάδα έχει επισημανθεί ένας πρόσθετος λόγος αναβίωσης, η σύνδεση του ελληνικού έθνους με τις ρίζες του, σε μια προσπάθεια αναζήτησης και προσδιορισμού της πολιτισμικής και εθνικής μας ταυτότητας.

Την εποχή του Καποδίστρια, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής του για την ανασύσταση του κράτους, καταβάλλεται έντονη προσπάθεια πολεοδομικού σχεδιασμού και ανασυγκρότησης του Άργους και κτίζονται τα πρώτα δημόσια οικοδομήματα. Της ίδιας εποχής είναι και λίγα ιδιωτικά, αξιόλογα και χαρακτηριστικά δείγματα της τότε νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Στον πολεοδομικό σχέδιο του Άργους, που συνέταξε το Μάρτιο 1831 με εντολή του κυβερνήτη ο Ρούντολφ ντε Μποροτσύν (De Bonoszün) και το οποίο δεν εφαρμόστηκε δυστυχώς, σημειώνονται με έντονο μαύρο χρώμα τα τότε δημόσια κτίρια: το αλληλοδιδακτικό σχολείο (1831), δηλαδή το διδακτήριο του σημερινού 1ου Δημοτικού Σχoλείoυ, οι στρατώνες (1830), η οικία Καλλέργη (1830), όπου σήμερα στεγάζεται το μουσείο, γνωστή και ως «παλάτιον Καποδίστρια», και τα τότε δικαστήρια, δηλαδή το σημερινό Δημαρχείο (1830).

 

Σχέδιο Πόλης του Άργους.

Σχέδιο Πόλης του Άργους που συντάχθηκε το 1831 από τον Γάλλο αξιωματικό R. De Borronzun.
Ο συντάκτης του σχεδίου έχει σημειώσει με έντονο μαύρο χρώμα τα τότε δημόσια κτίρια του Άργους: Στρατώνες (9), το παλάτιον, δηλ. η οικία Καλλέργη, που τότε είχε περιέλθει στο δημόσιο (12), το αλληλοδιδακτικό σχολείο (20), και τα δικαστήρια, το μετέπειτα Δημαρχείο (17).
Σημειώνουμε μερικά από τα διατηρητέα μνημεία:
1. Οικία Γόρδωνος (1829).
2. Αρχοντικό Δημ. Τσώκρη (1829).
3. Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου (1829).
4. Οικία Μακρυγιάννη (περ. 1830).
5. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μ. Καραγιαννοπούλου (1912).
6. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Α. Σαλαπάτα (περ. 1900).
7. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Α. Μαραγκού (περ. 1890).
8. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μαρίνου (1880).
9. Οι στρατώνες Καποδίστρια.
10. Θέση όπου κτίστηκε το κατάστημα Κωνσταντόπουλου (1896).
11. Θέση όπου κτίστηκε η δημοτική αγορά (1889).
12. Το Καλλέργειον ή «παλάτιον Καποδίστρια», σημερινό μουσείο (1830).
13. Θέση όπου οικοδομήθηκαν τρία νεοκλασικά κτίρια: Της Ιονικής-Λαϊκής Τράπεζας (Alpha Bank), το «Αέναον» και της Γενικής Τράπεζας.
14. Εμπορικό κέντρο Άργους (23 καταστήματα).
15. Ι. Ν. Αγίου Νικολάου της οικ. Περούκα. Κατεδαφίστηκε το 1859 από τον Επίσκοπο Παγώνη, για να κτιστεί ο ναός του Αγ. Πέτρου.
16. Θέση όπου οικοδομήθηκε το ξενοδοχείο Αγαμέμνων.
17. Το «πρωτόκλητον» και «ανέκκλητον» δικαστήριο (1830), σημερινό Δημαρχείο.
18. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μαρίκου (1912).
19. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Θ. Μπόμπου (1880).
20. Το Καποδιστριακό αλληλοδιδακτικό σχολείο (1831).
21. Θέση όπου οικοδομήθηκε το μέγαρο Κωνσταντόπουλου (1912).
22. Οικία Σπ. Τρικούπη (1830).
23. Θέση όπου οικοδομήθηκε το αρχοντικό Καλλιάρχη (1899).
24. Το τζαμί, ο μετέπειτα Αγίου Κωνσταντίνος, με την ένδειξη «νοσοκομείο» (hôspitale), όπως λειτουργούσε επί Καποδίστρια.
25. Θέση όπου κτίστηκε ο σταθμός του τρένου (περ. 1885).

 

Προεπαναστατικά η νεοκλασική αρχιτεκτονική δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Τα σωζόμενα κτίσματα στο Άργος δεν είναι ικανά να μας φωτίσουν, γιατί είναι μεταγενέστερα, όπως τα νεοκλασικά του Τρικούπη, του Δ. Τσώκρη και του Γκόρντον, που είναι τα παλιότερα. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά σε αρχοντικά άλλων περιοχών της προεπαναστατικής περιόδου, θα παρατηρήσουμε ότι τα αρχοντικά αυτά, αν και κτίζονταν κατά κανόνα σε σχήμα Π με προστώο (βεράντα) και διέθεταν απλόχωρη αυλή και περικλείονταν από υψηλό και ανθεκτικό περίβολο, το ίδιο το κτίσμα δεν είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Παρατηρούμε δηλαδή πως δεν υπήρχαν ούτε ακροκέραμα ούτε διακοσμητικές ταινίες ούτε ανάγλυφα κιονόκρανα ή ψευδοπεσσοί και τόσα άλλα. Παραδείγματα υπάρχουν άφθονα, όπως τα αρχοντικά της Μπουμπουλίνας και του Χατζηγιάννη Μέξη στις Σπέτσες και του Λάζαρου Κουντουριώτη στην Ύδρα. Τα σπίτια αυτά, παρά τον εσωτερικό τους πλούτο, τα πανάκριβα έπιπλα, τις πορσελάνες, τα μεταξωτά τους, παρά την ευρυχωρία τους, το πλήθος των δωματίων και των βοηθητικών χώρων, όπου εργάζονταν αρκετοί υπηρέτες, εξωτερικά είναι απλά και απέριττα. Διαβάστε τη συνέχεια »

Η επιτέλεση της ελληνικότητας και της ετερότητας. Η τελετή για την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο | Μαρία Βελιώτη – Γεωργοπούλου, Κοινωνική Ανθρωπολόγος. Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


 

Ο Όθωνας (1815-1867), πρίγκιπας της Βαυαρίας και βασιλιάς της Ελλάδας 1832-1862, με ελληνική εθνική φορεσιά, φέροντας στο στήθος του το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος, έργου του Ernst Wilhelm Rietschel, 1850.

Στις 25 Ιανουαρίου 1833 με το παλιό ημερολόγιο ή στις 6 Φεβρουαρίου με το νέο ο Όθωνας πατά το ελληνικό έδαφος στο Ναύπλιο ως βασιλεύς της Ελλάδος. Το γεγονός εορτάζεται με μεγαλειώδη για τα δεδομένα του τόπου και της εποχής τελετή.

Η μελέτη αυτή, η οποία εγγράφεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας για τις οθωνικές τελετές,[1] προσπαθεί να ανιχνεύσει, να εντοπίσει και να αναλύσει τα στοιχεία της ελληνικότητας και της ετερότητας που εμπεριέχονται στο τυπικό της τελετής της άφιξης του Όθωνα και να αποκωδικοποιήσει τον συμβολισμό τους. Στηρίζεται δε κυρίως σε αρχειακό υλικό που απόκειται στις συλλογές της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους (στο εξής ΓΑΚ) καθώς και στα ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Αργολίδας,[2] το οποίο διερευνάται υπό την οπτική της ιστορικής ανθρωπολογίας.

Η τελετή της «επισήμου εισόδου της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Ελλάδος και της Αντιβασιλείας εις Ναύπλιον»,[3] «οργανώθηκε λεπτομερώς με βάση το τυπικό των ευρωπαϊκών αυλών»,[4] αν και από ένα σχέδιο υποδοχής της αντιβασιλείας αναδύονται στοιχεία τελετουργικού τυπικού με βάση την ελληνική παράδοση.[5] Πρόκειται για μια κοσμική/πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελετή, σπάνιο γεγονός στον ελληνικό χώρο της εποχής,[6] όπου οι τελετές ήσαν κατά το πλείστον θρησκευτικές.

Σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα τα κυριότερα μέρη του τυπικού ήσαν: η επιδεικτική παράταξη των βαυαρικών στρατευμάτων από το σημείο της αποβίβασης του Όθωνα ως την πόλη, η πανηγυρική αποβίβαση του βασιλιά και της αντιβασιλείας, η υποδοχή τους από τις ελληνικές αρχές, η μετάβασή τους εν πομπή ως την πόλη, η υποδοχή τους προ της κεντρικής πύλης από τις τοπικές αρχές, η υποδοχή του βασιλιά από τις εκκλησιαστικές αρχές στον μητροπολιτικό ναό, η τέλεση δοξολογίας, η επίδοση σε αυτόν όρκου πίστεως εκ μέρους των πολιτικών και των στρατιωτικών αρχών, ο σημαιοστολισμός των φρουρίων και η εκτέλεση πολεμικής μουσικής.[7] Διαβάστε τη συνέχεια »

Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου | Γεώργιος Η. Κόνδης Κοινωνιολόγος, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του Δρ. Γεωργίου Κόνδη με θέμα:«Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου», στο οποίο παρουσιάζει το 8ο Πανελλήνιο Ονοματολογικό Συνέδριο το οποίο διεξήχθη στην εμβληματική Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας και ιδιαίτερα την έρευνα της κ. Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου σχετικά με την «προέλευση των Κρανιδιώτικων επωνύμων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)».

 

«Ονοματολογία και ονοματολογικά Πελοποννήσου»

 

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η παρουσίαση της 25ης Επιστημονικής Επετηρίδας της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας (2024) και ιδιαίτερα της έρευνας της κ. Μαρίνας Σπ. Τσιρτσίκου σχετικά με την «προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)»[1]. Η έρευνα έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συμβάλει στην καταγραφή άγνωστων  στοιχείων της τοπικής ιστορίας, συμβάλλοντας στη γενικότερη εθνική ιστοριογραφία και μελέτη.

Από την άποψη αυτή, η «ονοματολογία» είναι ένας ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος άμεσα συνδεμένος με τη γλωσσολογία, την ιστορία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ευρώπη, αλλά σχετικά άγνωστη στη χώρα μας. Διδάσκεται μάλιστα ως αυτόνομο επιστημονικό αντικείμενο, σε πολλά Πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο. Αρκετοί επίσης είναι οι ερευνητές που ασχολούνται με τον κλάδο αυτό όπως και με την «γενεαλογία», προσφέροντας σημαντικά ερευνητικά αποτελέσματα για την κοινωνική δομή και εξέλιξη μέσω της μελέτης ονομάτων και οικογενειακών διακλαδώσεων οι οποίες ορίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ολόκληρους γεωγραφικούς χώρους. Ταυτόχρονα, μια σειρά από αναδυόμενα ερευνητικά στοιχεία τα οποία αφορούν στην οικονομία, την εργασία, το επάγγελμα, ενισχύουν τη σημασία της έρευνας στο πλαίσιο των επιστημονικών αυτών κλάδων. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό το έργο της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.

 

Ονόματα, επιστημονική επετηρίδα της ελληνικής ονοματολογικής εταιρείας, τόμος 25, Ιανουάριος 2024. «Ονοματολογικά Πελοποννήσου», Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Ονοματολογικού Συνεδρίου (Ανδρίτσαινα, 28-30/08/2023),

 

Η ονοματολογία: έρευνα και προσανατολισμοί

 

Στη γενική της θεώρηση η «Ονοματολογία» αποτελεί την επιστήμη του «κυρίου ονόματος», είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε για πράγματα, είτε για τοποθεσίες. Ως ιδιαίτερη ερευνητική τάση θέτει στο επίκεντρο των αναζητήσεών της τα ονόματα των προσώπων, τα ανθρωπωνύμια[2], επομένως βασίζεται κυρίως στην ετυμολογία και την ερμηνεία των επωνύμων και, κατ’ επέκταση, στα τοπωνύμια που συνδυάζουν άμεσα το ανθρωπωνύμιο με τον γεωγραφικό χώρο, τον τόπο. Σήμερα όμως, η ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου είναι τέτοια που επιτρέπει στους ερευνητές να διαμορφώσουν νέα ερευνητικά πεδία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Διαβάστε τη συνέχεια »

Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)[1] | Μαρίνα Τσιρτσίκου, Ιστορικός, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ) – Υποψήφια Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Το Κρανίδι ανήκει στον νομό Αργολίδας, είναι πρωτεύουσα του Δήμου Ερμιονίδας και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Με την παρούσα έρευνά μου αναλύω την ετυμολογική προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική.

Ως εργαλείο της έρευνάς μου χρησιμοποιώ τα επώνυμα από το «Μητρώο Αρρένων Κρανιδίου». Συγκεκριμένα, έχω δημιουργήσει μια βάση δεδομένων με το πρόγραμμα εισαγωγής δεδομένων Excel και τους τύπους συναρτήσεων (IF, SUM) από το 1842 έως το 1890 με ποιοτικό δείγμα διακοσίων επωνύμων, από τους εγγεγραμμένους στο μητρώο. Τα επώνυμα διακρίνονται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ετυμολογική ρίζα τους: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική. Επίσης, για την έρευνά μου χρησιμοποίησα βιβλιογραφία, λεξικά και προφορικές μαρτυρίες.

 

1. Το Κρανίδι και οι κάτοικοι του

 

Το Κρανίδι συνιστά την έδρα του δήμου Ερμιονίδας – Ερμιόνη, Ηλιόκαστρο, Θερμήσι, Πορτοχέλι, Κοιλάδα, Φούρνοι, Δίδυμα Λουκαΐτη – και περικλείεται από το όρος Δίδυμο. Από τον 12ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα, Έλληνες, Αλβανικές φάρες, Τούρκοι, Ενετοί και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην Αργολίδα δημιούργησαν ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα στις τοπικές κοινωνίες της περιοχής.

Σημαντικές πληθυσμιακές εισροές σημειώθηκαν, κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης Ενετοκρατίας (1388-1540, 1686-1715) στο Ναύπλιο και την αργολική πεδιάδα, όταν οι Ενετοί συγκρότησαν ένα μισθοφορικό σώμα (stradioti) από Έλληνες, Αλβανούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Γάλλους, Φλαμανδούς κ.τ.λ, με σκοπό την προστασία των συνόρων και της αργολικής υπαίθρου από τους Τούρκους, στους οποίους παραχώρησαν γαίες για τη συντήρηση των ίδιων, αλλά και των οικογενειών τους[2].

Ορόσημο όμως στον εποικισμό της Πελοποννήσου θεωρείται η εγκατάσταση 10.0000 χιλιάδων Αλβανών ποιμένων, τους οποίους έφερε ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και τους τοποθέτησε σε περιοχές του δεσποτάτου του για να αυξήσει τον πληθυσμό της επικράτειάς του, που είχε ερημωθεί εξαιτίας των τουρκικών επιθέσεων, αλλά και για να ενισχύσει τη στρατιωτική δύναμη των Βυζαντινών. Ωστόσο, με την πτώση του Δεσποτάτου του Μορέως (1461), πολλοί από αυτούς μετοίκησαν μαζικά προς την Τροιζηνία, την Ερμιονίδα και τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, συμβάλλοντας μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα και στη μαζική αύξηση των κατοίκων του Κρανιδίου. Προσφυγικές εισροές στην περιοχή σημειώθηκαν και στις αρχές του 19ου αιώνα, από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη, την Ήπειρο (Άρτα και Σούλι), τη Χίο και την Κάσο[3].

Το 1530, δημιουργείται η πρώτη μεγάλη, οργανωμένη κρανιδιώτικη κοινότητα. Οι Κρανιδιώτες ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας (1686-1715), στην περιοχή είχε ενισχυθεί η αμπελοκαλλιέργεια, η ελαιοκαλλιέργεια και η επεξεργασία του σταριού, ενώ σημαντική ήταν και η ιχθυοκαλλιέργεια τόσο στην ανοικτή θάλασσα όσο και στη λιμνοθάλασσα της Βερβερόντας. Όμως, υπήρχε σημαντική έλλειψη εργατικών χεριών, καθώς οι Τούρκοι, αποχωρώντας από την αργολική πεδιάδα, είχαν εκπατρίσει βίαια ντόπιο πληθυσμό για να τον πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (1687). Τότε, οι Ενετοί ενίσχυσαν τον εργατικό πληθυσμό με μετοικεσίες Ελλήνων από τουρκοκρατούμενες περιοχές (Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, νησιά του Αιγαίου)[4].

 

Κρανίδι

 

Η Ερμιονίδα προμήθευε τον βενετικό στόλο με ξυλεία από το δάσος της Κορακιάς για ναυπηγική χρήση και καυσόξυλα από το Πόρτο Χέλι (Porto Bizato), ένα από τα σημαντικά απάνεμα λιμάνια της αργολικής περιοχής για την προστασία της βενετικής αρμάδας. Επίσης, οι ακτές της περιοχής φυλάσσονταν από την ενετική πολιτοφυλακή για την προστασία τους από τις επιδρομές κουρσάρων και την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου μεταναστών και αλατιού από τις πλούσιες αλυκές της[5]. Διαβάστε τη συνέχεια »

Η πόλη και ο βασιλιάς – Εορτές και Τελετές για τον Όθωνα στο Ναύπλιο | Μαρία Βελιώτη – Γεωργοπούλου, Κοινωνική Ανθρωπολόγος. Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


 

Ο Όθωνας, σε νεαρή ηλικία. Έργο, εκ του φυσικού, του Άγγλου ζωγράφου και περιηγητή Francis Hervé (1781-1850), ο οποίος συνάντησε των Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833.

Η μεγαλειώδης τελετή που έλαβε χώρα κατά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833 μπορεί να ήταν η πρώτη προς τιμήν του βασιλέα στην πόλη αλλά δεν ήταν η τελευταία. Στο Ναύπλιο τελούνταν κατ’ έτος – από την έλευση μέχρι την έξωση του Όθωνα – μια σειρά βασιλικών εορτών και τελετών, όπως προκύπτει από την πληθώρα των σχετικών εγγράφων που απόκεινται στο Αρχείο του Δήμου Ναυπλιέων της περιόδου 1835-1862,[1] και σποραδικά από άλλες αρχειακές πηγές.

Με αυτό το θέμα, λοιπόν, θα ασχοληθώ στην παρούσα μελέτη, τονίζοντας πως όσα θα ειπωθούν δεν αποτελούν εξαντλητική διερεύνηση του θέματος αλλά μια πρώτη προσέγγιση. Η σχετική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς αφορμή για ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα, που με απασχολούσε, ωστόσο, από καιρό, υπήρξε τούτο το Συμπόσιο.

Μια επισήμανση: επειδή η παρούσα μελέτη βασίζεται κατ’ εξοχήν σε αρχειακό υλικό, είναι σίγουρο πως από την ανάλυση διαφεύγουν πολλά σημεία, κυρίως όσα έχουν σχέση με την πραγμάτωση των τελετών. Το πρόβλημα μετριάζεται κάπως, καθώς ένα μεγάλο μέρος των μελετηθέντων εγγράφων έχει συνταχθεί από τις Δημοτικές Αρχές. Τα έγγραφα αυτά, επειδή σχετίζονται άμεσα με τους πολίτες (πρόκειται για προσκλήσεις, αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, εντάλματα πληρωμών κ.λπ.), δίνουν τη δυνατότητα προσέγγισης του ζητήματος «εκ των έσω».

Η ανθρωπολογική σκέψη αρχικά συνέδεσε τις τελετές με τη θρησκεία στις «εξωτικές»/«πρωτόγονες», ως επί το πλείστον, κοινωνίες. Σχετικά πρόσφατα ασχολήθηκε και με τις μη θρησκευτικές, δηλαδή με τις κοσμικές τελετές των σύγχρονων «δυτικών» κοινωνιών, μέσα στη γενικότερη στροφή του ενδιαφέροντός της προς αυτές. Επιχειρώντας μια προσπάθεια οριοθέτησης,[2] μπορούμε να πούμε ότι οι τελετές συνίστανται σε ιδιαιτέρως επεξεργασμένες πολιτισμικές δημιουργίες με τυποποιημένο σε μεγάλο βαθμό περιεχόμενο, η οποιαδήποτε αλλαγή του οποίου είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Συνοδεύονται από πράξεις συμβολικές, στις οποίες χρησιμοποιούνται, επίσης κατά τρόπο συμβολικό, αντικείμενα και είδη λόγου που ορισμένες φορές ανάγονται στο απώτατο παρελθόν. Διαβάστε τη συνέχεια »

Το Λυγουριό και η Νέα Επίδαυρος την περίοδο 1465-1512


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ.  Αντώνη Ξυπολιά, στο οποίο παρουσιάζει τη ζωή στο Λυγουριό και τη Νέα Επίδαυρο κατά τα έτη 1465-1512, με τίτλο:

«Το Λυγουριό και η Νέα Επίδαυρος την περίοδο 1465-1512»

 

Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι τα χρόνια του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479) τα βενετοκρατούμενα κάστρα του – παλαιού – Λυγουριού και της Πιάδας (Νέας Επιδαύρου)  κυριεύτηκαν από τους Τούρκους.

Το 1465 τρεις χιλιάδες Τούρκοι του Αμάρμπεη, με τον Σούμπαση της Κορίνθου, διέσχισαν τον τραχύ τόπο την ορεινή Κορινθία, Αργολίδα και κατέληξαν στο κάστρο του Λυγουριού το οποίο και κυρίευσαν. Ο Βενετός διοικητής Πελοποννήσου έγραφε αμέσως μετά στον πρίγκιπα της Βενετίας, ότι την 17 Νοεμβρίου το κάστρο έπεσε στους Τούρκους, καθώς η φρουρά του υπό βενετική διοίκηση, ήταν σε καθεστώς αναρχίας και ανυπακοής.

«Προσωπικά λυπάμαι – συμπλήρωνε ο βενετός διοικητής J. Barbarigo –για την απώλεια αυτού του κάστρου, όχι για την δυναμική του, αλλά για την φήμη του [la sua fama], σε μια περιοχή όπου έχουν χαθεί πολλές ψυχές».

 

Άποψη ΒΑ κάστρου. Απομεινάρια υποδομών που ανήκαν στην αμυντική οργάνωση του κάστρου του Λυγουριού.

 

Τα τεκμήρια επιβεβαιώνουν την σημαντικότητα του κάστρου την περίοδο της λατινοκρατίας στην Πελοπόννησο και οχτώ μήνες μετά, 18 Ιουλ. 1466), σε ένα διθυραμβικό έγγραφο της βενετικής Γερουσίας αναφέρεται στον ναύαρχο και τις  επιτυχίες του κατά των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και Πειραιά, Αθήνα και καταλήγει με την ανακατάληψη του κάστρου του Λυγουριού. Δεν πρέπει όμως αυτό να κράτησε για μεγάλο διάστημα, αφού ένα χρόνο μετά στους πίνακες των κάστρων της περιοχής δεν εμφανίζεται το κάστρο του Λυγουριού. Αντίθετα αυτό της Καζάρμας Αρκαδικού αναφέρεται στην κατοχή των Τούρκων, του Φαναρίου, Αγγελόκαστρου, Αγιονορίου κατεστραμμένα, και της Πιάδας και Δαμαλά κατεστραμμένα αλλά στην κατοχή των Βενετών. Η στρατηγική των νέων κατακτητών, ήταν να καταστρέφουν όποιες οχυρές θέσεις  δεν τους ήταν χρήσιμες και ενίσχυαν όποιες τους εξυπηρετούσαν. Διαβάστε τη συνέχεια »

Το «Καλλέργειο» («Παλάτιον της Κυβερνήσεως») στο Άργος – Συμβολές στην ιστορία της Κτιριοδομίας της Καποδιστριακής εποχής (1828-1833) |Βασίλης Δωροβίνης – Δικηγόρος, Πολιτικός επιστήμονας, Ιστορικός


 

Το κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα τμήμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους (με προϊστορικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες), γνωστό με το όνομα «Καλλέργειο» και ως κατοικία, παλαιά, της οικογένειας του στρατηγού Δημ. Καλλέργη, αποτελεί μία από τις περίεργες περιπτώσεις της ιστορίας της κτιριοδομίας της Καποδιστριακής εποχής – και όχι μόνον αυτής.

Πρόκειται για κτίριο που θεωρείται από τα σημαντικότερα του Άργους και της εποχής εκείνης. Δύο φορές έχει χαρακτηρισθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως έργο τέχνης, που χρειάζεται ειδική προστασία,[1] και όμως πυκνό πέπλο μυστηρίου κάλυπτε τον χρόνο και τρόπο οικοδόμησής του αλλά και τον αρχιτέκτονά του. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και σε άρθρα του αθηναϊκού τύπου με την ευκαιρία των εγκαινίων των δύο τμημάτων του Μουσείου, το 1959 και το 1961, δεν γίνεται μνεία στοιχείων ιστορίας του «Καλλέργειου»,[2] ενώ μόνο μία σύντομη και γενικολόγα αναφορά για τον τύπο της αρχιτεκτονικής του έχω εντοπίσει μέχρι σήμερα,[3] και αυτή μετά τη «δραστική» επέμβαση στο κτίριο για μετατροπή του σε Μουσείο.

 

Η δυτική πλευρά της ιστορικής οικίας του στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη. Η Οικία Καλλέργη, κτισμένη το 1830, μετασκευάστηκε κατάλληλα για να μετατραπεί σε μουσειακό χώρο κατά το διάστημα 1956-1957, ενώ η προσθήκη του σύγχρονου κτηρίου – Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους-, που κτίστηκε με έξοδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, εγκαινιάστηκε το 1961. Τα σχέδια ήταν του Ρώσου αρχιτέκτονα Youri Fomine. Το 2014 το μουσείο διέκοψε τη λειτουργία του για να εκσυγχρονιστούν οι απαρχαιωμένες κτηριακές του υποδομές και να πραγματοποιηθεί επανέκθεση των συλλογών του, σύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης μουσειακής θεωρίας και πρακτικής. Μετά από 11 χρόνια ο εκσυγχρονισμός του κτηριακού συγκροτήματος βρίσκεται, ακόμη, σε εξέλιξη. Φωτογραφία: Τάσος Τσάγκος, λήψη, 20 Νοεμβρίου 2022.

 

Εκτός από αυτά, αναφορές των ντόπιων λογίων και ιστοριοδιφών, ακόμα και της ακρίβειας ενός Δημ. Βαρδουνιώτη, παρουσιάζονται φαινομενικά αρκετά αντιφατικές. Γράφω φαινομενικά, γιατί από τις έρευνές μου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο τμήμα του αρχείου του Δημ. Καλλέργη το οποίο δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη και, πριν λίγους μήνες, στο καποδιστριακό αρχείο της Κέρκυρας, έφτασα στο σημείο να διαλευκάνω το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού της ανέγερσης και της αρχικής χρήσης του κτιρίου, αλλά και να διαπιστώσω ότι οι παρουσιαζόμενες ως αντιφατικές πληροφορίες των ιστοριοδιφών ανταποκρίνονται, τελικά, σε τμήματα μιας πραγματικότητας με εναλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος και χρήσεων, μέσα σε μία διετία (1830-32). Στην ιστορική μνήμη πέρασαν και καταστάλαξαν οι εναλλαγές, αόριστα και σωρευτικά, ενώ έγιναν άφαντες οι συγκεκριμένες ιστορικές αιτίες και τα γεγονότα. Διαβάστε τη συνέχεια »

Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς  ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866/7-1955)


 

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δημοσιεύεται στο: «Μνημεία Αθηνών», Εκδόσεις Ιστορίας και Τέχνης, Αθήνα 1994 (10η έκδοση).

Ήταν το έτος 1909 όταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος και Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) ζήτησε την άδεια, καθώς ο ίδιος γράφει, από την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει ανασκαφές στα πανάρχαια εδάφη της Ερμιονίδας. Πράγματι οι ανασκαφές του ξεκίνησαν στις 25 Ιουνίου στο Μπίστι «ήτις (θέσις) ακατοίκητος κατά το πλείστον ούσα περιέχει πλείστα αρχαία τε και μεσαιωνικά ερείπια».

Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχαίων ερειπίων, καθώς ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει, βρίσκεται γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, από όπου και ξεκίνησε η ανασκαφή. Εκεί ανακαλύφθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής ένα τείχος και πολλές τετραγωνικές βάσεις αγαλμάτων με επιγραφές του τρίτου και δεύτερου π.Χ. αιώνα.

Για την αποκάλυψη ολόκληρου σχεδόν του τείχους οι εργασίες διήρκεσαν περισσότερο από έναν μήνα. Μετά την ανασκαφή του τείχους ερευνήθηκε το αρχαιότατο κτήριο που «ομοιάζει προς δρόμον μυκηναϊκού τάφου», τη γνωστή Σπηλιά της Βιτόριζας. Μάλιστα φαινόταν πως το μέρος αυτό είχε προ πολλών ετών ανασκαφεί και δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν εκεί τάφος αρχαιότατος, ίσως προϊστορικός και να είχε συληθεί.

Στη συνέχεια έγινε ανασκαφή και στην γύρω περιοχή Βόρεια, Νότια και Δυτικά, όπου βρέθηκαν αρχαία τείχη και κτήρια. Επίσης ερευνήθηκε και καθαρίστηκε ο μεγάλος ναός «όστις κείμενος εις το ύψιστον και περιφανέστατον μέρος του ακρωτηρίου υπό των πλείστων περιηγητών και γεωγράφων της Ερμιόνης φέρεται ως ναός του Ποσειδώνος».[1]

Τα κάθε είδους ευρήματα των ανασκαφών μεταφέρθηκαν πρώτα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και αργότερα στο εργαστήριο του Φραγκίσκου Δέδε,[2] ξυλουργού στο επάγγελμα, που για όλο το χρονικό διάστημα των ανασκαφών διετέλεσε αρχιεργάτης «κατά της εκεί αρχαιολογικής ερεύνας». Διαβάστε τη συνέχεια »

Ερμιονίδα 1930 – 1939: Ένα πανόραμα ζωής|Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου


 

Ερμιονίδα 1930-1939: Ένα πανόραμα ζωής

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο, του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη και της Τζένης Δ. Ντεστάκου με τον τίτλο «Ερμιονίδα 1930 – 1939: Ένα πανόραμα ζωής». Το βιβλίο  περιλαμβάνει πλήθος άγνωστων πληροφοριών των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Πρόκειται για τη συνέχεια των τριών προηγούμενων βιβλίων στα οποία παρουσιάστηκαν πρόσωπα που έζησαν και γεγονότα που συνέβησαν στην Ερμιονίδα κατά τον 19ο αιώνα.

Στο βιβλίο περιγράφονται πτυχές της θρησκευτικής, εθνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, πνευματικής, κοινωνικής, οικονομικής και επαγγελματικής ζωής της Ερμιονίδας, αποτέλεσμα έρευνας πρωτογενών πηγών, εγγράφων, επιστολών και άλλων τεκμηρίων που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Επιπροσθέτως  καταγράφονται  αυθεντικές πληροφορίες συμπολιτών που έζησαν εκείνους τους χρόνους.

Έτσι, με την επικουρία βιβλίων που κυκλοφορούν και περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία του παρόντος τόμου, επιχειρείται η αποτύπωση όλων  σχεδόν των πτυχών της Τοπικής Ιστορίας, ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την ενίσχυση της τοπικής συλλογικής μνήμης. Διαβάστε τη συνέχεια »