Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Γλυπτική’

Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου


 

Το Δικαστικό Μέγαρο, χορηγία του μεγάλου Έλληνα ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού, περατώθηκε το 1911, σε σχέδια του Αναστάσιου Σταματιάδη. Στο κτίριο, που είναι δομημένο σύμφωνα με τον νεοκλασικό ρυθμό, στεγάζεται σήμερα και εφετείο.

 

Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου

 

Η είσοδος του Μεγάρου κοσμείται με τις προτομές του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη, δύο σπουδαίων μορφών που υπηρέτησαν την ελληνική δικαιοσύνη με υποδειγματική συνέπεια. Και οι δύο έμειναν γνωστοί για τη σθεναρή τους στάση στη Δίκη των οπλαρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Δημήτριου Πλαπούτα και άλλων, όταν, το 1834, οι τελευταίοι κατηγορήθηκαν για συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο δικαστικός Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρακτικό της απόφασης για τη θανατική καταδίκη των οπλαρχηγών. Και οι δύο απολύθηκαν για αυτήν τους τη στάση, αλλά αργότερα αθωώθηκαν και αποκαταστάθηκαν στα δικαστικά τους καθήκοντα.

 

Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου

 

Στο νότιο τμήμα της πλατείας Δικαστηρίων βρίσκεται το μνημείο του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, που έμεινε γνωστός με την επωνυμία Νικηταράς. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, υπήρξε σπουδαίος πολεμιστής. Διετέλεσε μάλιστα για ορισμένο διάστημα αρχηγός της πολιορκίας του Ναυπλίου.

 

Το μνημείο του Νικηταρά.

 

Το μνημείο του Νικηταρά ανήγειρε το 1926 η Ασπασία Ποταμιάνου ύστερα από επιθυμία του συζύγου της Ναυπλιώτη πολιτικού, Ηλία Ποταμιάνου, και έχει τη μορφή αναθηματικής στήλης. Στη βάση της έχει αποδοθεί σε έξεργο ανάγλυφο σκηνή μάχης, με τον Νικηταρά να σκοτώνει με το μαχαίρι του έφιππο Τούρκο πολεμιστή.

Στην πρόσοψη του μνημείου είναι χαραγμένα τα παρακάτω λόγια:

 

ΝΙΚΗΤΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ

ΤΩ ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩ

ΗΛΙΑΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ

ΗΓΕΙΡΕ

 

Ο γλύπτης που σχεδίασε το μνημείο ήταν ο Αντώνιος Σώχος, ανιψιός του Λάζαρου Σώχου, του δημιουργού του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη. Ο Σώχος φαίνεται ότι εμπνεύστηκε αυτή τη σκηνή από μία τοιχογραφία του Πέτερ φον Ες που απεικονίζει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Στην πίσω όψη της βάσης της στήλης έχουν χαραχτεί στίχοι του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά, αφιερωμένοι στον Νικηταρά.

 

«Εδώ στην πέτρα ασάλευτος ο στρατηγός Νικήτας

ο τουρκοφάγος αθλητής του Γένους νέος Ακρίτας

 Πάντ’ ανθισμένη ας την κρατά τη δάφνη των Ελλήνων

και στων πολέμων την ιερή φωτιά και στων κινδύνων».

 

Το μνημείο του Νικηταρά, η σκηνή από το έργο του Πέτερ φον Ες που απεικονίζει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων.

 

H θέση του μνημείου Νικηταρά παλιότερα ήταν στο κέντρο της πλατείας Δικαστηρίων – σήμερα πλατεία Νικηταρά – μπροστά από την δυτική είσοδο του Δικαστικού Μεγάρου, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στη γωνία της ίδιας πλατείας. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι το μνημείο υποβαθμίζεται στο σημείο που βρίσκεται, αφού μένει απαρατήρητο από τους επισκέπτες.

 

Πηγές


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Ιστότοπος: nafplio-tour

Read Full Post »

Ο ανδριάντας του Καποδίστρια στο Ναύπλιο (Πρόδρομη ανακοίνωση) Κώστας Δανούσης


  

Η μνήμη του παρελθόντος και ιδιαίτερα του ενδόξου κλέους των προγόνων απο­τέλεσε από τα χρόνια της απώτερης αρχαιότητας βασικό στοιχείο συνέχειας -και ενότητας- μιας φυλής, ενός έθνους. Η αναφορά στις κοινές ρίζες, στις κοινές περιπέτειες, στις μεγάλες νίκες και στις συμφορές, λειτούργησε πάντοτε συνεκτικά και επέτρεπε, σαν είδος ψυχικού και πνευματικού εφαλτηρίου, την κοινή όραση και όραμα του μέλλοντος. Έτσι λοιπόν, από τους πρώτους ιστορικούς τουλάχιστον χρό­νους, ο άνθρωπος θα επινοήσει το «σήμα μνήμης», το μνημείο, ως σημείο κοινής αναφοράς, φορτωμένο όμως με μεγάλο ιδεολογικό βάρος. Το μνημείο δε θα αρκε­στεί να υπενθυμίζει στους μεταγενεστέρους ότι «τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», αλλά θα φιλοδοξεί να δίνει κατευθύνσεις για το μέλλον, σηματοδοτώ­ντας την κοινή πορεία, την κοινή ταυτότητα, το κοινό αύριο, ό,τι δηλαδή συνέχει τις κοινωνικές ομάδες στη διαιώνια πορεία τους.

«Θα αρχίσω από τους προγόνους μας», τόνισε ο Περικλής του Ξανθίππου, όταν στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου, ορίστηκε να κάνει τον έπαινο των νεκρών. «Δίκαιο και σωστό σε μια τέτοια ώρα να τους κάνουμε την τιμή της μνήμης. Γιατί από γενιά σε γενιά οι ίδιοι πάντα έζησαν σ’ αυτή τη γη και χάρη στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη», συνέχισε ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός. Αυτό επαναλαμβάνουμε και ᾽μεις αιώνες τώρα. Αυτό θέλησαν να πουν και οι Έλληνες της Παλιγγενεσίας, ευθύς ως το Γένος αιμόφυρτο βγήκε από τις φωτιές και τους καπνούς του Αγώνα. Ευθύς ως μπόρεσε να ανασάνει από τον πολύχρονο τιτάνιο αγώνα του για λευτεριά και δικαιοσύνη. Και ήταν επόμενο το Ναύπλιο, το «άτι του Μοριά», όπως προσφυώς έλεγε ο Γέρων Κολοκοτρώνης, να βγει μπροστά σε αυτή την προσπάθεια. Σε αυτή την πόλη, όπου συναντήθηκαν πολλές φορές οι μεγάλες εξάρσεις και τα μεγάλα πάθη του έθνους, ήταν αναγκαίο η συλλογική μνήμη να σημαδέψει στο χώρο και στο χρόνο, την τιμή της μνήμης των προμάχων της λευτεριάς μας, Ελλήνων και ξένων. Εδώ η Ελλάδα ευγνωμο­νούσα θα σκύψει και θα καταθέσει λίγα λουλούδια σε αυτούς που συνετέλεσαν στην εθνική μας αποκατάσταση.

Η βαριά κληρονομιά του Ναυπλίου, της πρώτης «πρωτεύουσας πόλης» του νεο­ελληνικού κράτους πλανάται στον αέρα που αναπνέουμε. Δίπλα μας, κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής μας πλατείας, ακούγονται ακόμη οι θερμοί λόγοι του Ηλία Μηνιάτη· λίγο πιο πέρα ηχούν τα βαριά βήματα της βάρδιας στις ντάπιες, ενώ στον Άγιο-Σπυρίδωνα ο χρόνος έχει σταματήσει στο πρωινό εκείνο της 27 Σεπτεμβρίου του 1831, όταν βάσκανος οφθαλμός φθόνησε τον εκ της τέφρας του αναγεννώμενο φοίνικα. Αυτή την κληρονομιά σφραγίζουν, υπογράφουν, σημειώνοντας υποθήκες για το μέλλον, τα μνημεία που στολίζουν την πρωτεύουσα της Αργολίδας. Και ανά­μεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο ανδριάντας του πρώτου Κυβερνήτη της ελεύθε­ρης Ελλάδας, του Ιωάννη Καποδίστρια.

 

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Η πόλη του Ναυπλίου υπήρξε στενά συνδεδεμένη με τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, αφού σε αυτή ανέπτυξε την τιτάνια προσπάθειά του για τη δημιουργία ελληνικού κράτους -πολιτείας ευνόμου -, αφού σε αυτή βρήκε τραγικό θάνατο, ένα θάνατο που ψαλίδισε τις φτερούγες του έθνους που αναγεννιόταν. Αμέσως μετά το θάνατό του κατατέθηκε η ιδέα για την ανίδρυση μαυσωλείου του στην ακρόπολη της Τίρυνθας, ώστε να επισκοπεί του ναυπλιακού κόλπου αλλά και της πρώτης εθνι­κής οδού που εκείνος άρχισε, της οδού από Άργος εις Ναύπλιον, και τριών ανδριάντων του. Πιο συγκεκριμένα η Ε’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, με το ΙΣΤ’ Ψήφισμα της, το Φεβρουάριο του 1832, αποφάσισε:

  

«Β’. Ν’ ανεγερθή ως μαυσωλείον τάφος του αειμνήστου Κυβερνήτου επί του λόφου της Τίρυνθος και πλησίον αυτού ιερός ναός, ως ο του εν Αιγίνη Ορφανοτροφείου, επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Θε­ολόγου τιμώμενος» και «Ε’. Να κατασκευασθώσιν, άμα επιτρέψωσιν οι χρηματικοί πόροι του κράτους, εκ χαλκού τρεις κολοσσαίοι ανδριάντες, φέροντες τα εμβλήματα της ειρήνης και της φρονήσεως, εξ ων ο εις θέλει σταθή εις Αίγιναν, ο δε κατά την Πελοπόννησον, εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως ή εις Τριπολιτσάν, ο δέ τρίτος εις την Στερεάν Ελλάδα κατά το Μεσολόγγιον, ή εις την καθέδραν της Κυβερνήσε­ως, εάν κατασταθή εις τινα πόλιν της Στερεάς Ελλάδος».

 

Η αναρχία που ακολούθησε, αλλά και η εχθρική στάση του Οθωνικού κράτους έναντι του Καποδίστρια και της μνήμης του δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της ιδέ­ας. Αλλά και αργότερα, παρόλο που η Α’ Εθνική Συνέλευση, η οποία ακολούθησε την εξέγερση της 3ης Σεπτέμβρη του 1843, αποφάσισε με το ΙΖ’ Ψήφισμά της, «εκπληρούσα χρέος Ιερόν προς την διαιώνισιν του μεγάλου σεβασμού και της εξαίρε­του ευγνωμοσύνης την οποίαν οι λαοί της Ελλάδος σώζουσιν εις την μνήμην του Αοιδίμου Ιωάννου Α. Καποδιστρίου, ποτέ Κυβερνήτου της Ελλάδος….», «να εγερθή επιμελεία της κυβερνήσεως Αδριάς τούτου ως ευεργέτου της πατρίδος», εντούτοις τίπο­τα δεν εγένετο. Ο Καποδίστριας, παραμένοντας ανυπέρβλητο σημείο αναφοράς, απωθούσε κάθε τέτοια ιδέα. Και δε θα πρέπει να λησμονείται ότι οι καποδιστριακές σπουδές άρχισαν να αναπτύσσονται στην Ελλάδα σχεδόν πρόσφατα, μετά την πτώση της επτάχρονης Δικτατορίας. Και, φυσικά, έφτασαν σε σημείο αγιοποίησής του. Από το ένα άκρο στο άλλο!

Έπρεπε, λοιπόν, να περάσουν χρόνοι πολλοί, να φτάσουμε στις γιορτές της Α’ Εκατονταετηρίδας από την Παλιγγενεσία, στα χρόνια της Α’ Ελληνικής Δημοκρατίας, μετά από μια τραγική καταστροφή, για να ξανατεθεί το θέμα της ανέγερσης ανδριά­ντα του Καποδίστρια. Λίγα χρόνια πριν τα ιδανικά γενεών και γενεών Ελλήνων είχαν καταποντιστεί άδοξα στο λιμάνι της Σμύρνης. Το έθνος ζητούσε μια νέα αυτοπεποίθηση, ενώ οι νέοι δημιουργοί, αναζητώντας νέες διεξόδους, άρχιζαν ένα νέο διάλογο με την παράδοση (βλ. «Ελεύθερο πνεύμα» του Γ. Θεοτοκά). Και η Εκα­τονταετηρίδα ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία. Η Ελλάδα γέμισε μνημεία πεσόντων και ανδριάντες ηρώων.

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο (έργο Μιχάλη Τόμπρου, 1932). Από τον ιστοχώρο «Οδός Ελλήνων».

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο (έργο Μιχάλη Τόμπρου, 1932). Από τον ιστοχώρο «Οδός Ελλήνων».

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας προώθησε, με­ταξύ άλλων εκδηλώσεων, και την ανέγερση – κυρίως στην Αθήνα – μνημείων και ανδριάντων των επιφανών αγωνιστών και προσωπικοτήτων. Έτσι αποφασίστηκε η ανίδρυση ανδριάντα του Καποδίστρια έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίπλα στον ανδριάντα του Αδαμαντίου Κοραή, και ανάδοχος του έργου αναδείχτηκε ο πληθωρικός Κεφαλλήν γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος. Έως τότε είχε ανιδρυθεί μόνον ένας ανδριάντας του πρώτου Κυβερνήτη, το 1887, στην Κέρκυρα, έξω από το μέγαρο της Ιόνιας Ακαδημίας, έργο του Λεωνίδα Δρόση.

 Παίρνοντας αφορμή από τις εξελίξεις αυτές, το Δημοτικό Συμβούλιο Ναυπλίου, με το 47 από 9.12. 1929 Ψήφισμα του ζητάει από την κυβέρνηση «να συστήση εις την Επιτροπείαν ταύτην, όπως μη παροραθή η θέλησις των κληροδοτησάντων προς ημάς την ελευθερίαν ενδόξων προγόνων, διάταξη δε όπως εκτός του ανδριάντος, ό­στις πρόκειται να ανεγερθή προ των προπυλαίων του Πανεπιστημίου πανομοιότυπον ανεγερθή και ενταύθα εις εκτέλεσιν ρητής εντολής της ως άνω Εθνικής Συνελεύσεως, καθ’ όσον ολόκληρον το έργον του Μεγάλου Κυβερνήτου μετά την ανεξαρτησίαν και η ζωή του συνδέεται με την πάλιν του Ναυπλίου».

Η πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου βρήκε ευήκοα ώτα στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Την υποστήριξε στη Βουλή ο βουλευτής Π. Πετρίδης, συνηγόρησε και ο ηγέτης της Αντιπολίτευσης Παναγής Τσαλδάρης, ενώ τόσον ο Υπουργός Εσωτερι­κών Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος όσον και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποσχέθηκαν ότι η Επιτροπή Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας θα συμπεριλάβει στο πρόγραμμά της και την ανέγερση ανδριάντα του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλά­δας στο Ναύπλιο. Μάλιστα η κυβέρνηση διέθεσε για το σκοπό αυτό το ποσόν των 100.000 δρχ., η Επιτροπή Εορτασμού της Εκατονταετηρίδας 50.000 δρχ. και ο Ε­λευθέριος Βενιζέλος προσωπικά 10.000 δρχ.

Ο ανδριάντας του Καποδίστρια έξω από το κεντρικό κτίριο του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στην Αθήνα (έργο Γεωργίου Μπονάνου, 1932). Φωτογραφία, Ηλίας Γεωργουλέας, από τον ιστοχώρο «Γλυπτά της Αθήνας».

Ο ανδριάντας του Καποδίστρια έξω από το κεντρικό κτίριο του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στην Αθήνα (έργο Γεωργίου Μπονάνου, 1932). Φωτογραφία, Ηλίας Γεωργουλέας, από τον ιστοχώρο «Γλυπτά της Αθήνας».

Μετά την απόφαση αυτή, ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με το Δήμαρχο Ναυπλιέων Κωνσταντίνο Κόκκινο μέσω του φίλου του Γεωργίου Θερμογιάννη, υποσχόμενος να διαθέσει αντίγραφο του ανδριάντα του Καποδί­στρια, που προόριζε για την Αθήνα, και στο Ναύπλιο αντί 435.000 δρχ. Ο Μπονά­νος είχε ήδη σχέσεις με την πόλη, αφού είχε φιλοτεχνήσει τρία επιτάφια μνημεία, εκείνα των οικογενειών Θερμογιάννη, Σωφρόνη και Μόρφη. Ταυτόχρονα όμως εκ­δηλώθηκε το ενδιαφέρον και του Ανδριώτη γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, ο οποίος πρό­σφερε τον ανδριάντα σε πολύ χαμηλότερη τιμή, μέσω των πολιτικών παραγόντων Π. Πετρίδη και Κολιαλέξη, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημάρχου Ναυπλίου. Έτσι άρχισε μια επικοινωνία του Τόμπρου με το Ναύπλιο για να καταλήξει τελικά στην απευθείας ανάθεση σε αυτόν της φιλοτέχνησης του έργου.

Ο Δήμαρχος συγκρότησε εξαμελή υπό την προεδρία του Επιτροπή Ανέγερσης του Ανδριάντα, η οποία κάλεσε (30.5.1931) τον Μιχαήλ Τόμπρο και τον αρχιτέκτο­να Παπαδάκη «άνευ ουδεμιάς δεσμευτικής προς αυτούς υποχρεώσεως της Επιτρο­πής, όπως μελετήσωσι την εν τη πλατεία Δικαστηρίου ανέγερσιν του Ανδριάντος από γενικής απόψεως και συντάξωσι και υποβάλωσι τα απαιτούμενα σχέδια… μετά των οριστικών προτάσεων αναλήψεως του έργου».

Ο Τόμπρος θα φιλοτεχνήσει το πρόπλασμα του ανδριάντα, θα στείλει φωτογρα­φία του στο Ναύπλιο και η Επιτροπή θα αποφασίσει να στείλει στο εργαστήριο του ειδικούς καλλιτέχνες για να το εξετάσουν και να διατυπώσουν τη γνώμη τους «περί της καλλιτεχνικής αξίας τούτου εν γένει». Μια παρέμβαση του Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας υπέρ του γλύπτη Μαλτέζου, ο οποίος είχε αναλάβει τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Φιλικού Αναγνωστόπουλου και πρόσφερε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή – μόλις 175.000 δρχ.- , φαίνεται πως δεν είχε αποτελέσματα.

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο (λεπτομέρεια).

Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο (λεπτομέρεια).

Τελικά ο Τόμπρος θα υποβάλει προσφορά ύψους 275.000 δρχ., η οποία θα γίνει δεκτή, πλην όμως αποφασίζεται (25.1.1932) η συγκρότηση Επιτροπής καλλιτεχνών, η οποία θα εξετάσει τη μακέτα του έργου, θα αποφανθεί για την καλλιτεχνική της αρτιότητα, αλλά και θα αναλάβει επ᾽ αμοιβή την παρακολούθηση της εκτέλεσης του έργου και τη μελέτη διαμόρφωσης των πλατειών Τριών Ναυάρχων και Δικα­στηρίων. Μέλη της Επιτροπής αυτής διορίζονται ο Ν. Μπέρτος, Διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπ. Παιδείας, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ζωγράφος και καθηγητής της Σχο­λής Καλών Τεχνών, και ο Δημήτριος Πικιώνης, καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχο­λής του Ε.Μ.Π., προσωπικότητες δηλαδή υψηλού καλλιτεχνικού κύρους.

Η Καλλιτεχνική αυτή Επιτροπή εξέτασε (13.2.1932) το πρόπλασμα του ανδριά­ντα και το σχέδιο της πλατείας, όπου επρόκειτο να ανεγερθεί. Και για μεν το πρό­πλασμα έκρινε «την επί χαμηλού και πλατέος βάθρου ανίδρυσιν του ανδριάντος και του παραπλεύρως συμβολικού κορμού ως αξιόλογον πλαστικήν έρευσιν, εξυπηρετουμένην πρεπόντως υπό του απτού και σχηματικού χειρισμού των όγκων ως την προ­βλεπομένη υπερφυσικήν κλίμακα διττώς ενδεικνυομένην και υπό των απαιτήσεων του χώρου και του θέματος».

Ο καλλιτέχνης, σχολιάζοντας στο Δήμαρχο Ναυπλιέων, την επίσκεψη της Ε­πιτροπής γράφει μεταξύ άλλων «Κατ’ αρχήν τους ήρεσε το έργον και μου συνέστησαν εις το μεγάλο να τονίσω την έκφρασιν του προσώπου και μερικές λεπτομέρειες εις τα ενδύματα, κυρίως ως προς τα κάτω άκρα… Ο κ. Παρθένης είνε Κερκυραίος και μαζύ με τον Πικιώνην εξήραν την απλότητα και το χάρισμα του ενδύματος «φράκου» που επροτίμησα, δια του οποίου φαίνεται καθαρά ο ευγενής και διπλωμάτης».

Ο ανδριάντας του Καποδίστρια στην Κέρκυρα (έργο Λεωνίδα Δρόση, 1887).

Ο ανδριάντας του Καποδίστρια στην Κέρκυρα (έργο Λεωνίδα Δρόση, 1887).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι γίνονται από τον Τόμπρο δύο έμμε­σες αναφορές, μια προς τον «Καποδίστρια» του Μπονάνου και μια προς τον αν­δριάντα του Κυβερνήτη, έργου του Λεωνίδα Δρόση, που έχει στηθεί στην Κέρκυρα προ της Ιονίου Ακαδημίας (1887). Ο «Καποδίστριας» του Τόμπρου γειτνιάζει με εκείνον του Δρόση.

Για την κάλυψη του υπολοίπου του απαιτουμένου ποσού για την ανέγερση του ανδριάντα η Επιτροπή απευθύνθηκε (28.3.1932) προς τα Κοινοτικά Συμβούλια του νομού Αργολιδοκορινθίας ζητώντας την οικονομική ενίσχυση της τόσον από τις Κοινότητες όσο και από τους γεωργούς κατοίκους τους σε εκπλήρωση του οφειλό­μενου «φόρου ευγνωμοσύνης προς τον ιδρυτήν της πρώτης Γεωργικής Σχολής εν Τίρυνθι και δι’ όσα υπέρ της γεωργίας της Ελλάδος έπραξεν… μέχρι του βιαίως και προώρως διακοπέντος έργου Αυτού».

Τελικά το συμβόλαιο ανέγερσης υπογράφηκε στις 12.5. 1932 και στις 13 Οκτω­βρίου του ίδιου έτους η Επιτροπής παρακολούθησης του έργου εξέτασε και ενέκρι­νε το τελειωτικό πρόπλασμα του ανδριάντα, καθώς και τις επιγραφές του χαράσσο­νταν στο βάθρο του. Παράλληλα ο Πικιώνης προέβη σε εμπεριστατωμένη μελέτη των πλατειών Τριών Ναυάρχων και Δικαστηρίων.

Ο Τόμπρος γράφοντας στο Δήμαρχο Ναυπλίου (8.8. 1932) τονίζει μεταξύ άλ­λων: «Είπα προσέτι εις τον κ. Πικιώνην να σας εκθέση τας σκέψεις του και θα εξαρτηθή πλέον από Σας και το Δημοτικόν σας Συμβούλων, η χειρονομία της εξωρα­ϊστικής αυτής συμβολής μας, εις την ιστορίαν γενικώς των ημερών σας δια το Ναύπλιον. Εκείνο που βλέπω είνε ότι εκ της λύσεως αυτής, ήτις περιέχει και διαμορφώ­νει όλα τα κακώς έχοντα από απόψεως πολεοδομικής εις τον νέον χώρον και εν μέρει πάλαιαν του Ναυπλίου, θα πάρει μια όψι πολιτισμού συγχρόνου το τμήμα το νέον του Ναυπλίου……

Στις 12 Ιουνίου η Επιτροπή παρακολούθησης του έργου εξέτασε τον αποπερατωθέντα μαρμάρινο ανδριάντα, τον ενέκρινε και σημείωσε: «…εν τω ανδριάντι τούτω ο γλύπτης κατώρθωσε να πραγμάτωση διττώς δυσχερές έργον. Ήτοι εφήρμοσε επί του γλυπτικού τούτου έργου τας πολλαπλός απιτήσεις μιας αναγωγής εις σχήματα αρχιτεκτονικώς συντεθειμένα, απλά, σαφώς και ακριβώς διαγεγραμμένα. Ό,τι δε έχει μεγαλυτέραν σημασίαν είναι το ότι επετέλεσε το έργον τούτο εν απολύτω σεβασμό προς τον χαρακτήρα του υποκειμένου της μιμήσεως. Χάρις εις την διπλήν ταύτην ενέργειαν, η μορφή, ιστορικώς και ψυχολογικώς πιστή, λαμβάνει σημασίαν συμβόλου». Και βέβαια όταν έχουμε τέτοιες κρίσεις από έναν Παρθένη και έναν Πικιώνη, περιτ­τεύουν τα σχόλια.

Στο βάθρο του ανδριάντα χαράχθηκε η επιγραφή

ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΙΝ ΤΟΥ ΙΖ’ / ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ε’ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΩΝ / ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ /1832 ΧΟΡΗΓΙΑΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ / ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, / ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ / ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΝΑΥΠΛΙΑΣ ΕΝ ΕΤΕΙ / 1932 ΔΗΜΑΡΧΟΥΝΤΟΣ Κ. ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

η οποία έγινε αντικείμενο κριτικής ως προς την ορθότητά της. Επειδή πίστεψαν ότι το πρώτο θέσπισμα για την ανίδρυση του ανδριάντα ήταν το ΙΖ’ Ψήφισμα της Α’ Εθνικής Συνέλευσης (1843), κάποιοι έσβησαν με μίνιον τη χρονολογία «1832», ενώ το μοναδικό λάθος της επιγραφής ήταν ο αριθμός του Ψηφίσματος (ΙΣΤ’ αντί ΙΖ’).

Τελικά ο Καποδίστριας θα φτάσει στο Ναύπλιον κατά πάσαν πιθανότητα λίγο πριν τις 25 Ιουνίου του 1933. Είχε όμως προηγηθεί το Κίνημα του Πλαστήρα (6.3.1933) και η απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Λ. Κηφισίας (6.6.1933). Τα πάθη ήσαν οξυμένα και η αναφορά στο βάθρο του ανδριάντα του ονόματος του Βενιζέλου πυροδότησε αντιδράσεις με αποτέλεσμα το βράδυ της 26ης προς 27η Ιουνίου να γίνει απόπειρα απόξεσης της επιγραφής, πράξη όμως που καταδικάστη­κε από όλους και δεν επαναλήφθηκε.

Στον οικείο φάκελο, στα ΓΑΚ Αργολίδας, στη Διεύθυνση και το προσωπικό των οποίων οφείλουμε χάριτες για την απεριόριστη βοήθειά τους, υπάρχει πλούσια αλ­ληλογραφία για την ανίδρυση του ανδριάντα του Καποδίστρια στο Ναύπλιο, που άφορα τόσο την τοπική ιστορία όσο και την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης γενι­κότερα και η οποία αξίζει κάποια στιγμή να δημοσιευτεί συνολικά. Επί του παρό­ντος, όμως, υπείκοντες στην οικονομία της έκδοσης, παρουσιάζουμε ορισμένα μό­νον έγγραφα εξαιρετικής, πιστεύουμε, σπουδαιότητας.

Για την ανάγνωση των έγγραφων πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Παράρτημα Εγγράφων

 

Αντί σημειώσεων και βιβλιογραφίας:

 

  • Το μοναδικό δημοσίευμα αποκλειστικά για τον ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο είναι του Ν. Π. Σοϊλεντάκη, «Το δικαιϊκό βάθρο του ανδριάντα του I. Καποδίστρια στο Ναύπλιο», Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου, τόμος 35, τχ 3, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1991, σσ. 330 – 347. Ο συγγραφέας λανθασμένα υποστηρίζει ότι η ανίδρυση του ανδριάντα στηρίζεται στο ΙΖ’ Ψήφισμα της Α’ Εθνικής Συνέλευσης. Το ορθόν είναι ότι η πρώτη σχετική πρόβλεψη γίνεται στο ΙΣΤ’ Ψήφισμα της Ε’ Εθνικής Συνέλευσης του 1832. Έτσι το μόνο λάθος στην αναθηματική επιγραφή είναι το «ΙΖ’» αντί του «ΙΣΤ’».
  • Για τα Ηρώα και τους ανδριάντες που φιλοτεχνήθηκαν στο πλαίσιο των εορτασμών της Εκατονταετηρίδας βλέπετε Ηλία Μυκονιάτη, Ελληνική Τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα 1996, σσ. 21-23.
  • Για το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974) υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Περιοριζόμαστε, όμως, στο τελευταίο και αρτίως τεκμηριωμένο λήμμα του Λεξικού Ελλήνων Καλλιτεχνών. 16ος -20ός αιώνας, «Μέλισσα», τόμος 4ος, Αθήνα 2000, που υπογράφει ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παυλόπουλος.
  • Για τον ανδριάντα του Καποδίστρια οι αισθητικές κρίσεις είναι λιγοστές. Ο Άγγελος Προκοπί­ου, στην Ιστορία της Τέχνης 1750-1950, τόμος Γ’, Αθήναι 1968-1969, σ. 442, θα γράψει: «Τον ερωτισμό της γαλλικής θητείας τον διαδέχεται τώρα ένας δωρισμός ανέρωτος, μια φάση πολεμική του νεοκλασσικισμού που φτάνει στα όρια της λογικής ψυχρότητας στον Στρατιώτη που έκανε ο Τόμπρος για το μαρμάρινο Ηρώο της Τεγέας το 1930 και στον μαρμάρινο ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια που βρίσκεται στημένος στην πλατεία του Ναυπλίου». Αργότερα ο Στέλιος Λυδάκης στο έργο του Οι Έλληνες Γλύπται. Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία – τυπολογία – λεξικό γλυπτών, «Μέλισσα», Αθήνα 1981, σσ. 112-113, θα σημειώσει ότι ο ανδριάντας του Κυβερνήτη στο Ναύ­πλιο αποτελεί συμβιβασμό του Τόμπρου με τον κλασικό τύπο μνημειακού ανδριάντα που είχε καλλιεργηθεί στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζει – στους όγκους και τη σύνθεση – και μια αντικλασική νοοτροπία. Ο κορμός του δέντρου, που στηρίζει τον ανδριάντα, συμβολίζει την καθημαγμένη Ελλάδα, ενώ τα κλαδιά που αναβάλλουν από τη ρίζα την Ελλάδα που αναγεννάται. Αυτή την αρχαϊστική – αυστηρή γενικότητα διατήρησε και σε αξιόλογες επιτύμβιες συνθέσεις.
  • Ο Μιχάλης Τόμπρος, ο πρώτος που εγκαινιάζει μια ελληνική γλυπτική, γνώριζε πολύ καλά να κινείται με άνεση ανάμεσα στο πρωτοποριακό στοιχείο και σε πιο συντηρητικές συνθέσεις.
  • Θεωρούμε αξιομνημόνευτη την κρίση του καθηγητή και ακαδημαϊκού Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου για τον καλλιτέχνη (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τ. 46, σ. 222): «…ελεύθερος από τα έξωθεν ερεθίσματα, τα οποία, όσον γόνιμα και αν ήσαν διά την εξέλιξίν του, δεν μετέβαλαν τον πυρήνα της προσωπικότητάς του, ο οποίος διετηρήθη πάντοτε ελληνοκεντρικός, ελληνοπρεπής… Εστάθη σταθερός πάντοτε εις τους πειρασμούς και πειραματισμούς της εποχής εις τον τομέα της τέχνης και με πυξίδα το ελληνικόν μέτρον έδωσε εις τα έργα του ευστάθειαν και δωρικήν σταθερότητα και εχάραξε εις μάρμαρον και χαλκόν πρωτοτύπους μορφάς». Αυτό ακριβώς, ευστάθεια και δωρική σταθερότητα, εκπροσωπεί και ο ανδριάντας του Καποδίστρια στο Ναύπλιο.
  • Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Καποδίστριας προσέλκυσε το ενδιαφέρον και δύο σημαντικών Τηνιακών γλυπτών, του Λάζαρου Σώχου (1857-1911), του δημιουργού του έφιππου Κολοκοτρώνη, και του Ιωάννη Βούλγαρη, που φιλοτέχνησαν τον ανδριάντα του σε γύψινα προπλάσματα, τα οποία φιλοξενούνται στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών στο συγκρότημα του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου. Βλέπετε και Αλεξάνδρας Γουλάκη -Βουτυρά, Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών. Κατάλογος Συλλογής Γλυπτών, «Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου», Θεσσαλονίκη 1990, εικόνες. 63, 94, 95 και 96.

Κώστας Δανούσης

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009. 

 

Read Full Post »

Οι έφιπποι ανδριάντες του Κολοκοτρώνη – Η υπαίθρια γλυπτική


 

Ο Κολοκοτρώνης του Ναυπλίου – Ο Κολοκοτρώνης της Αθήνας – Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη – Ο Κολοκοτρώνης στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας – Η προτομή του Κολοκοτρώνη στο Άργος.

 

Η γλυπτική από τη φύση της εκπληρώνει το υψηλότερο όραμα της τέχνης. Την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, την κατάκτηση της αιωνιότητας, τη διάρκεια. Λόγω της αντοχής των υλικών της, προοριζόταν κυρίως για τον ανοιχτό, υπαίθριο χώρο. Τα υπαίθρια γλυπτά έχουν αξία καλλιτεχνική αλλά και διδακτική, γιατί προβάλλουν πρότυπα και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Λόγω της καλλιτεχνικής και της ιστορικής τους σημασίας θεωρούνται και είναι μνημεία, αφού με τον όρο «μνημείο» χαρακτηρίζεται ένα αντικείμενο που χρησιμεύει στη διαιώνιση της μνήμης ενός ή πολλών προσώπων, ενός γεγονότος ή μιας ιδέας. Μνημείο γίνεται ό,τι αξίζει να διασωθεί από τη λήθη και να μείνει στη μνήμη.

Ο «Ιππέας Rampin». Μουσείο Ακρόπολης.

Ο «Ιππέας Rampin». Μουσείο Ακρόπολης.

Τα δημόσια γλυπτά είναι μια ξεχωριστή κατηγορία έργων τέχνης. Θα τα βρούμε στις πλατείες, στα πάρκα, σε κάθε είδους δημόσιους χώρους, σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Το γλυπτό έργο τέχνης  φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού του, τοποθετείται σε χώρο, που γίνεται το άμεσο περιβάλλον του και  καλείται  να «συνομιλήσει» με το θεατή. Η επιλογή του χώρου είναι καθοριστική για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα και την ένταξη του γλυπτού στο περιβάλλον. Τα κριτήρια επιλογής του αφορούν είτε την ιστορική σύνδεση του χώρου με το τιμώμενο πρόσωπο ή γεγονός, είτε αρχιτεκτονικές και χωροταξικές παραμέτρους. Τη συνολική, βέβαια, εικόνα του γλυπτού επηρεάζουν οι διαρρυθμίσεις του περιβάλλοντος χώρου, το πράσινό, ο φωτισμός, η κυκλοφορία και η κίνηση των πεζών καθώς και το βάθρο, το οποίο άλλοτε αναβαθμίζει και άλλοτε υποβαθμίζει το έργο τέχνης.

Οι έφιπποι ανδριάντες είναι μνημειακές παρουσιάσεις ενός ιππέα με το άλογό του σε ποικίλους βηματισμούς. Είναι Φιλοτεχνημένοι κυρίως σε ορείχαλκο, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητά τους. Το παλαιότερο σωζόμενο έφιππο άγαλμα ανήκει στην αρχαϊκή εποχή και είναι ο επονομαζόμενος «Ιππέας Rampin», που είχε βρεθεί σε μια πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Έχει φιλοτεχνηθεί από μάρμαρο γύρω στο 560 π. Χ. και απεικονίζει κούρο ιππέα πάνω στο άλογό του.

Έφιππος ανδριάντας του Μάρκου Αυρηλίου στο Καπιτώλιο της Ρώμης.

Έφιππος ανδριάντας του Μάρκου Αυρηλίου στο Καπιτώλιο της Ρώμης.

Στην αρχαία Ρώμη έφιπποι ανδριάντες αναγείρονταν προς τιμήν αυτοκρατόρων, πολιτικών ανδρών και στρατιωτικών ηγετών. Σήμερα το μόνο σωζόμενο δείγμα της εποχής εκείνης είναι ο μπρούντζινος έφιππος ανδριάντας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, που χρονολογείται από το 2ο μ. Χ. αιώνα. Παλαιότερα, ο ανδριάντας στεκόταν σ’ ένα βάθρο στο κέντρο της Πλατείας του Καπιτωλίου στη Ρώμη, που είχε διαμορφώσει το δέκατο έκτο αιώνα ο Μιχαήλ Άγγελος. Σήμερα στο κέντρο της πλατείας υπάρχει ένα αντίγραφο του έφιππου ανδριάντα του Μάρκου Αυρηλίου, ενώ το πρωτότυπο φυλάσσεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου.

Χάλκινος ανδριάντας του Έρασμο ντα Νάρνι (Γκαταμελάτα). Έργο του Ντονατέλο, Πάντοβα.

Χάλκινος ανδριάντας του Έρασμο ντα Νάρνι (Γκαταμελάτα). Έργο του Ντονατέλο, Πάντοβα.

Από τα σημαντικότερα δείγματα έφιππων ανδριάντων της αναγεννησιακής Ευρώπης είναι ο χάλκινος ανδριάντας του Βενετσιάνου Έρασμο ντα Νάρνι, γνωστού ως Γκαταμελάτα, φιλοτεχνημένος από το Φλωρεντινό γλύπτη Ντονατέλο, που βρίσκεται σήμερα στην  Πάντοβα της Ιταλίας. Το άγαλμα αυτό στήθηκε στο βάθρο του το 1453 και απεικονίζει τον Γκαματελάτα με πανοπλία και με σκήπτρο εξουσίας στο υψωμένο δεξί του χέρι. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους έφιππους ανδριάντες της Αναγέννησης, αφού υπήρξε ο πρόδρομος όλων των έφιππων μνημείων, που φιλοτεχνήθηκαν έκτοτε.

Στα νεότερα χρόνια της ευρωπαϊκής ιστορίας, έφιπποι ανδριάντες αυτοκρατόρων, βασιλιάδων, ηγεμόνων και στρατιωτικών ηγετών, φιλοτεχνημένοι κυρίως από χαλκό, συνωστίζονται στις ευρωπαϊκές πόλεις. Χαρακτηριστικός είναι ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Πέτρου, επονομαζόμενος «Μπρούτζινος Καβαλάρης», στην Πλατεία  των Δεκεμβριστών στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας

Στη νεότερη Ελλάδα η υπαίθρια γλυπτική με έφιππους ανδριάντες σε δημόσιους χώρους είναι διαδεδομένη και σήμερα υπάρχουν συνολικά 15 έφιπποι ανδριάντες στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, που στήθηκαν όλοι κατά τον 20ο αιώνα.

Συγκεκριμένα ο ανδριάντας του Βασιλιά Κωνσταντίνου, φιλοτεχνημένος το 1938, στην είσοδο του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα,  του Γεωργίου Καραϊσκάκη (1966) στον Κήπο του Ζαππείου, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα, του στρατάρχη και πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Παπάγου στη λεωφόρου Μεσογείων στην Αθήνα, του στρατηγού Στέφανου Σαράφη (2001) στον Άλιμο Αττικής του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη, ο μοναδικός στην Ελλάδα έφιππος ανδριάντας από μάρμαρο,  ο ανδριάντας του Μωχάμετ  Άλυ στην Καβάλα, που στήθηκε το 1934, δύο έφιπποι ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Παραλία της Θεσσαλονίκης (1973)  και στην Έδεσσα,  του Νικολάου Πλαστήρα (1987) στην Καρδίτσα, του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου στην  Άρτα,  του Γεωργίου Καραϊσκάκη (1990) στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας, γενέτειρα του Καραϊσκάκη, και πιο πρόσφατος  (2010) έφιππος ανδριάντας του Συνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή,  ήρωα του 1940 στο αλβανικό μέτωπο, στην Πλατεία Φριζή στη Χαλκίδα.

Τιμητική θέση στον τομέα αυτό έχει ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός γέρος του Μωριά, με τέσσερις συνολικά έφιππους ανδριάντες. Έναν στο Ναύπλιο (1901) και έναν στην Αθήνα (1904) φιλοτεχνημένους από τον ίδιο γλύπτη, το Λάζαρο Σώχο, έναν στην Τρίπολη (1971), έργο του γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου, και έναν στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας, γενέτειρας του Κολοκοτρώνη (2007).

 

Ο Λάζαρος Σώχος

 

Λάζαρος Σώχος. Τσιγκογραφία από το «Ημερολόγιο Σκόκου», 1895.

Λάζαρος Σώχος. Τσιγκογραφία από το «Ημερολόγιο Σκόκου», 1895.

Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο μαζί με το αντίστοιχό του στην Αθήνα φιλοτέχνησε ο ίδιος γλύπτης, ο Λάζαρος Σώχος (1862-1911), ένας διακεκριμένος Έλληνας γλύπτης του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1862 στο χωριό Υστέρνια της Τήνου από φτωχή αγροτική οικογένεια. Σε ηλικία εννέα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη σε κάποιο θείο του, λιθοξόο το επάγγελμα. Μπήκε στην τέχνη και έμαθε τα βασικά στοιχεία της γλυπτικής, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην καλλιτεχνική σχολή του Γάλλου Guillement, όπου κατέκτησε αμέσως τον θαυμασμό και την εκτίμηση των δασκάλων του και γνωρίστηκε με τη συμμαθήτριά του Θηρεσία Γ. Ζαρίφη, κόρη του τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη, που ανέλαβε την υποστήριξη των πρώτων δημιουργικών του προσπαθειών.

Όταν ο Guillemet πέθανε και η σχολή του έκλεισε, ο Σώχος, με μόνο εφόδιο μια συστατική επιστολή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στο Πολυτεχνείο με δάσκαλο το Λεωνίδα Δρόση, στο εργαστήριο του οποίου εργαζόταν με ευτελές ημερομίσθιο, και ζωγραφικής κοντά στο συμπατριώτη του Νικηφόρο Λύτρα. Τα έξοδα των αθηναϊκών σπουδών του κάλυπτε, ως ένα βαθμό, το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, με τη χορήγηση υποτροφίας ύψους 30 περίπου δραχμών μηνιαίως. Τελικά αποφοίτησε με άριστα σε όλες τις τάξεις γλυπτικής και ζωγραφικής. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του το 1881, με τη βοήθεια της Θηρεσίας Γ. Ζαρίφη, η οποία τώρα ήταν κυρία Α. Βλαστού, ο Σώχος πήγε στο Παρίσι για μετεκπαίδευση και έγινε ο πρώτος Έλληνας εικαστικός που σπούδασε στο εξωτερικό. Στο Παρίσι διακρίθηκε και κέρδισε σε διάφορους διαγωνισμούς συνολικά δεκαεπτά αργυρά και χάλκινα μετάλλια προόδου.

Το 1901 επέστρεψε στην Ελλάδα  και το 1908 γίνεται καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στην οποία δίδαξε Πλαστική  ως το 1911. Έργο του ήταν η αναστήλωση του Λέοντα της Χαιρώνειας. Φιλοτέχνησε επίσης πολλά έργα, τα οποία όλα σχεδόν κατά καιρούς βραβεύτηκαν. Στα σημαντικότερα δημιουργήματά του συγκαταλέγονται: ο Κολοκοτρώνης, που βραβεύτηκε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης, τα μνημεία του Παύλου Μελά και του Ανδρέα Συγγρού, η προτομή του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία βρίσκεται στη Γαλλία, και τα δύο ανάγλυφα που βρίσκονται στην βάση του Ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα. Ο Λάζαρος Σώχος άφησε την τελευταία του πνοή το 1911.

  

Ο Κολοκοτρώνης του Ναυπλίου

 

Ένα από τα σπουδαιότερα έργα νεοελληνικής γλυπτικής, που φέρει την υπογραφή του Τήνιου γλύπτη Λάζαρου Σώχου, είναι ο μνημειακός έφιππος ανδριάντας του ήρωα της Eλληνικής Eπανάστασης, Θεόδωρου Kολοκοτρώνη , που δεσπόζει στο κέντρο του πάρκου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. Είναι το πρώτο έφιππο άγαλμα (1901) της νεοελληνικής γλυπτικής.

Το  1884, σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του Κολοκοτρώνη, που έφυγε από τη ζωή το 1843,  στο Ναύπλιο αποφασίστηκε η ανέγερση έφιππου ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. O Θ. Κολοκοτρώνης (1770-1843), μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του αγώνα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Τούρκους, μεγάλος στρατηγός και πρωταγωνιστής της Επανάστασης του 1821, είχε μακρά σχέση με την πόλη του Ναυπλίου.  Σε αυτόν παραδόθηκε η πόλη μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους και εδώ έζησε επί αρκετά χρόνια, όπως και άλλοι γνωστοί οπλαρχηγοί. Μάλιστα, για την προσφορά του, του είχε παραχωρηθεί σπίτι στην Πλατεία Συντάγματος, καθώς και κτήματα στην είσοδο της πόλης στη σημερινή οδό Άργους, μαζί με το εκκλησάκι των Aγίων Θεοδώρων, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ωστόσο ο Κολοκοτρώνης συνδέεται με το Ναύπλιο και με μια από τις πιο πικρές στιγμές της ζωής του, αφού στο Ναύπλιο συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο (1834) για συνομωσία κατά της Αντιβασιλείας και παρέμεινε φυλακισμένος στο Παλαμήδι ως το 1835.

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος (λεπτομέρεια). Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος (λεπτομέρεια). Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Ύστερα από καλλιτεχνικό διαγωνισμό, που προκήρυξε ο τότε Δήμαρχος Ναυπλίου Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, ένας δήμαρχος που εργάστηκε πολύ για τον εξωραϊσμό της πόλης και επί της δημαρχίας του τοποθετήθηκε στην Ακροναυπλία το ρολόι που ήταν δωρεά του βασιλέως Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα,  προκηρύχτηκε η κατασκευή ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το 1891 εκτέθηκαν τα προπλάσματα των υποψηφίων στη Βίλα Τζούλια της Ρώμης και στο διαγωνισμό προκρίθηκε ο Σώχος, στον οποίο τον ίδιο χρόνο ανατέθηκε η δημιουργία του μνημείου. Το γύψινο πρόπλασμα  του  Σώχου  βράβευσε η Ακαδημία της Pώμης, ενώ εκτέθηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου και πήρε το πρώτο βραβείο. O Henri Jouin μάλιστα, γραμματέας της Σχολής Kαλών Tεχνών του Παρισιού, εξέδωσε σε ειδικό φυλλάδιο λόγο που του ενέπνευσε το έργο αυτό και ο οποίος δημοσιεύτηκε τότε στην εφημερίδα «Eστία».

Tο χρηματικό ποσό για την κατασκευή του ανδριάντα ήταν ιδιαίτερα υψηλό και χρειάστηκε να γίνει  πανελλήνιος έρανος για τη συγκέντρωσή του. O ανδριάντας δουλεύτηκε στο Παρίσι τα χρόνια 1891–1895, στο εργαστήριο που είχε παραχωρήσει στο Σώχο ο Γάλλος καθηγητής του στη Σχολή Kαλών Tεχνών Antoine Mercie στο boulevard  Saint–Michel. Η χύτευση του ανδριάντα του Κολοκοτρώνη έγινε σε δύο αντίτυπα  από ορείχαλκο (κράμα χαλκού). Το υλικό προερχόταν από κανόνια της Επανάστασης, που υπήρχαν στο Κάστρο του Παλαμηδίου.

Kαρτ ποστάλ με το γύψινο πρόπλασμα του έφιππου ανδριάντα του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, έργο του γλύπτη Λάζαρου Σώχου (1852–1911) με φωτογραφία του ίδιου του γλύπτη σε ένθετο εικονίδιο.

Kαρτ ποστάλ με το γύψινο πρόπλασμα του έφιππου ανδριάντα του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, έργο του γλύπτη Λάζαρου Σώχου (1852–1911) με φωτογραφία του ίδιου του γλύπτη σε ένθετο εικονίδιο.

Ο Σώχος για να αποδώσει τον Κολοκοτρώνη μελέτησε τα πρόσωπα των εν ζωή συγγενών του, διάβασε τα απομνημονεύματά του, είδε τη φορεσιά και τον οπλισμό του, που διατηρούνται στο Εθνικό Μουσείο, και μελέτησε ακόμη και την ιπποσκευή του. Απέδωσε έτσι ρεαλιστικά και με ιστορική αλήθεια όλες τις εξωτερικές λεπτομέρειες, αλλά κυρίως απέδωσε το θάρρος και τα ιδανικά σε ένα άγαλμα, που κοσμεί την Ελλάδα με το μεγαλείο του και τις ιδέες που συμβολίζει. O «Γέρος του Mοριά» παριστάνεται έφιππος με το αριστερό χέρι να κρατάει τα ηνία του αλόγου και με το δεξί να δείχνει προς τα εμπρός. Tο σύνολο του έργου είναι επιβλητικό και η αγέρωχη μορφή του Κολοκοτρώνη αποπνέει μνημειακότητα.

Ο Κολοκοτρώνης ευθυτενής ιππεύει αρσενικό άλογο, κρατά με το αριστερό χέρι τα χαλινάρια και με το δεξί τεντωμένο δείχνει μπροστά. Το κεφάλι του Κολοκοτρώνη είναι στραμμένο προς τα αριστερά. Όλη η ένταση της σύνθεσης συγκεντρώνεται στο δείκτη του δεξιού χεριού, που είναι τεντωμένος ίσια μπροστά. Το κεφάλι στρέφεται στους άλλους αγωνιστές, τους δείχνει το στόχο που πρώτος έχει αντιληφθεί, τους δείχνει σαν στρατηγός τον εχθρό, που πρέπει να πολεμήσουν. Όλη η στάση του εκφράζει δύναμη, ορμή και αποφασιστικότητα. Ο δείκτης του χεριού χαράσσει συμβολικά το δρόμο μπροστά, δείχνει το μέλλον. Εκφράζει το όραμα της ελευθερίας που κατακτιέται με αγώνες και θυσίες.

Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζεται με μακριά μαλλιά που πέφτουν κυματιστά στους ώμους του και με μακρύ παχύ μουστάκι. Φορά πλούσια φουστανέλα, φαρδυμάνικη πουκαμίσα, φαρδύ ζωνάρι με τα άρματά του, μεγάλο τοξωτό σπαθί που κρέμεται αριστερά. Κάθεται σε στολισμένη σέλα, πατά σε αναβολείς και φορά σπιρούνια. Τα λουριά της σέλας και τα ηνία στο κεφάλι του αλόγου είναι στολισμένα με φούντες. Ο Κολοκοτρώνης φορά επίσης μια εντυπωσιακή αρχαιοπρεπή περικεφαλαία.

Γραμματόσημο - Έφιππος Κολοκοτρώνης

Γραμματόσημο – Έφιππος Κολοκοτρώνης

Από έγγραφα της εποχής ήταν γνωστό πως ο Σώχος, αφού έκανε την απαραίτητη έρευνα, επιθυμούσε να φιλοτεχνήσει τον Κολοκοτρώνη με την αυθεντική του μορφή ασκεπή, χωρίς κάλυμμα κεφαλιού, προκειμένου να φαίνεται η γνωστή του χαίτη, όπως φαίνεται και στο γνωστό μας πεντοχίλιαρο, που εκδόθηκε το 1984. Οι πιέσεις όμως ήταν έντονες, διότι η Επιτροπή λαχταρούσε έναν επιβλητικό ήρωα και όχι έναν απλό πολεμιστή, πόσο μάλλον με μακριά μαλλιά και ξυρισμένο εμπρός το κεφάλι, πράγμα που συνήθιζαν οι Αρβανίτες. Έτσι αναγκάζουν το γλύπτη να φορέσει στο Γέρο περικεφαλαία και μάλιστα βαριά, αρχαιοπρεπή, και έτσι τελικά ο ήρωας απέκτησε την εντυπωσιακή και όλο μεγαλείο περικεφαλαία του.

Δε γνωρίζαμε ούτε τις αντιδράσεις, ούτε τα συναισθήματα του καλλιτέχνη, γι αυτή την επιβολή στην εικαστική του άποψη, μέχρι το 2002, όπου κατά τις εργασίες συντήρησης του ανδριάντα της Οδού Σταδίου στην Αθήνα από την αρχαιολογική υπηρεσία, αποκαλύφθηκε η ακόλουθη επιγραφή στην περικεφαλαία και το  εσωτερικό της χαίτης: Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία, Paris 1909. Δεν είναι γνωστό εάν η ίδια σκωπτική επιγραφή υπάρχει και στο άγαλμα του Ναυπλίου, αλλά το περίεργο είναι το πώς αυτή η επιγραφή έχει χρονολογία το 1909, ενώ είναι γνωστό πως τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση το 1904.

Ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος ενώ εργάζεται για την κατασκευή του έφιππου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη.

Ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος ενώ εργάζεται για την κατασκευή του έφιππου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη.

Το γλυπτό  του Ναυπλίου χυτεύθηκε στο ίδιο χυτήριο µε το γλυπτό της  Αθήνας. Και τα δύο γλυπτά χυτεύθηκαν  κατά τµήµατα, τα οποία συναρμολογήθηκαν πιθανώς επί τόπου. Μια επιθεώρηση στο άγαλμα του Ναυπλίου αποδεικνύει την ύπαρξη 5 τµηµάτων:  την κεφαλή και το λαιµό  του αλόγου (µέχρι το µέσο του στήθους), το ανώτερο τµήµα του σώµατος του Κολοκοτρώνη µε την Περικεφαλαία, το κατώτερο  τµήµα του σώµατος  του Κολοκοτρώνη, τα πόδια του αλόγου και τη συµφυή  μεταλλική  βάση  και τέλος την ουρά και το µπροστινό αριστερό πόδι του αλόγου.

Η επιλογή του Σώχου να παραστήσει τον Κολοκοτρώνη έφιππο δεν έγινε απλά, για να προσδώσει κύρος και μεγαλοπρέπεια. Το άλογο το χρησιμοποιούσε καθημερινά ο Κολοκοτρώνης. Ήταν βασικό στοιχείο γρήγορης μετακίνησης και αιφνιδιασμού στον ανταρτοπόλεμο, που κυρίως διεξήγαγε νικηφόρα απέναντι σε έναν πολυάριθμο εχθρικό στρατό. Αυτός και οι συμπολεμιστές του ήταν συνεχώς ανεβασμένοι στα άλογά τους, έτσι που στα δημοτικά μας τραγούδια μεταφέρεται πως: Καβάλα παν, στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι.

Το μεγαλόσωμο άλογό του έχει ακριβώς την ίδια στάση, την ίδια θέληση, την ίδια αποφασιστική ορμή με τον ιππέα του. Έχει περήφανα όρθιο τον λαιμό του και προβάλλει το μέτωπο επιθετικά. Έχει σηκωμένο το αριστερό μπροστινό πόδι του σε ελαφρύ βηματισμό και ανασηκωμένο το πίσω δεξιό. Δεν πατά και με τα τέσσερα πόδια του σταθερά και ήρεμα στη γη. Τα υψωμένα πόδια δεν δείχνουν μόνο κίνηση και ανησυχία. Από ορισμένους αυτή η κίνηση θεωρείται συμβολισμός της σχέσης του αναβάτη με τον ηρωισμό και τον ένδοξο θάνατο στη μάχη. Συνθετικά ο κάθετος άξονας του κεφαλιού του αλόγου δένει αρμονικά με τα δύο κάθετα σίγουρα πόδια και έρχεται σε αντίθεση με τη γεμάτη δύναμη καμπύλη του λαιμού, αλλά και τις μυώδεις καμπύλες της ράχης, του λαιμού και της κοιλιάς του αλόγου, ιδίως όταν παρατηρούμε το άλογο από το πλάι.

Η στάση του αλόγου του Κολοκοτρώνη  θεωρείται περίεργη, γιατί στη διεθνή γλυπτική γλώσσα είναι γνωστό ότι, εάν το άλογο του έφιππου ατόμου έχει και τα δυο μπροστινά του πόδια στον αέρα, σημαίνει πως αυτό το άτομο πέθανε στη μάχη. Εάν το άλογο πατά στη γη το ένα του μπροστινό πόδι και έχει το άλλο πόδι στον αέρα, τότε αυτός πέθανε αργότερα, από τραύματα που υπέστη κατά τη διάρκεια των μαχών. Εάν το άλογο έχει και τα τέσσερα πόδια στη γη, τότε το άτομο αυτό απεβίωσε από φυσικό θάνατο.

Κι όμως το άλογο του έφιππου Κολοκοτρώνη έχει το ένα του πόδι στον αέρα, αν και είναι γνωστό πως ο Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από τραύματα της μάχης, αλλά στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μετά το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου Κολίνου (Κωνσταντίνου). Ίσως καλλιτέχνης και Αρχές ήθελαν να αποτίσουν ένα αιώνιο φόρο τιμής στον ηρωικό άντρα και παρέβλεψαν του κανόνες της διεθνούς γλυπτικής πρακτικής.

Το έργο αποπερατώθηκε το 1894 στο Παρίσι, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το 1895 και παρέμεινε πέντε χρόνια στις αποθήκες του Οπλοστασίου του Ναυπλίου, που ήταν μονάδα του Στρατού με σκοπό την επισκευή και παραγωγή οπλισμού και πυρομαχικών,  η οποία άρχισε τη λειτουργία της μετά την Επανάσταση του 1821 στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος και συνέχισε κατά τον 19ο αιώνα.

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Tα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα έγιναν στις 23 Απριλίου του 1901, όταν Δήμαρχος Ναυπλίου ήταν ο πατέρας του γνωστού Ναυπλιώτη λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Άγγελου Τερζάκη, δικηγόρος Δημήτριος Τερζάκης (1899-1903), που διατέλεσε και βουλευτής, γερουσιαστής και αργότερα νομάρχης Αργολίδος. Τοποθετήθηκε στο Βοτανικό Κήπο του Ναυπλίου, που από τότε ονομάστηκε Πάρκο Κολοκοτρώνη. Το άγαλμα έχει ύψος  4,30 μέτρα και το βάρος του φτάνει τους 5 τόνους. Το βάθρο ήταν δωρεά του Ν. Κωτσάκη, σχεδιάστηκε στο Παρίσι από τους αδελφούς Tιερό, ανατέθηκε στο γλύπτη Ι. Καρακατσάνη και στον αρχιτέκτονα Α. Νικολούδη και κατασκευάστηκε το 1900 στο αθηναϊκό μαρμαρογλυφείο του Iωάννη Xαλδούπη. Στις γωνίες του σιδερένιου κιγκλιδώματος, που περιβάλλει το βάθρο του αγάλματος, είναι τοποθετημένα στο έδαφος 4 κανόνια που από χρονολογία που αναγράφεται επάνω σ’ ένα απ’ αυτά είναι κατασκευασμένα το 1670.

 

Πρόγραμμα εορτών για τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στο Ναύπλιο το 1901.

Πρόγραμμα εορτών για τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στο Ναύπλιο το 1901.

 

Μετά από 100 και πλέον χρόνια Ανδριάντας και βάθρο εμφάνισαν φθορές, όπως αλλοιώσεις και θραύσεις του βάθρου, επικαθίσεις αιθάλης από την ατμοσφαιρική ρύπανση, εμφάνιση σκουριάς στους μεταλλικούς συνδέσμους, ρηγματώσεις και απώλειες υλικού και βανδαλισμούς. Και το κυριότερο. Διαπιστώθηκε πως υπάρχει μικρή μετακίνηση του ανδριάντα από το βάθρο από δυναμική καταπόνηση κατά το παρελθόν (ίσως από σεισμό), γεγονός που σε συνδυασμό με την οξείδωση των μεταλλικών συνδέσμων του βάθρου προκάλεσε ανησυχία. Για το λόγο αυτό έγινε προσωρινή στερέωση του γλυπτού με τη βοήθεια γερανοφόρου οχήματος, προκειμένου να αποφευχθεί πτώση του μνημείου και ατύχημα από κάποιο σεισμό.

Το Σεπτέμβρη του 2013 ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και μετά από αυτοψία στελεχών του υπουργείου Πολιτισμού, που πραγματοποιήθηκε στο πάρκο Κολοκοτρώνη,  δρομολογήθηκαν οι απαραίτητες εργασίες για την αποκατάστασή του με την απομάκρυνση του γλυπτού από τη βάση του και την επανατοποθέτησή του μετά την επισκευή του.

Συνεργεία του Υπουργείου Πολιτισμού αποκόλλησαν το άγαλμα του Κολοκοτρώνη από την μαρμάρινη βάση του και το κατέβασαν για την απαραίτητη συντήρηση την Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013. Συνολικά 7 μήνες διήρκεσαν οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των φθορών του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της μαρμάρινης βάσης του. Επανατοποθετήθηκε στις 2 Μαΐου 2014. Η επανατοποθέτηση του αγάλματος στην μαρμάρινη βάση του έγινε από ειδικό γερανοφόρο όχημα. Την επίβλεψη των εργασιών και την όλη προετοιμασία έκανε ο μηχανικός Γεώργιος Μπινιάρης.

 

 Ο Κολοκοτρώνης της Αθήνας

 

Έφιππος Κολοκοτρώνης μπροστά από το κτίριο της παλιάς Βουλής.

Έφιππος Κολοκοτρώνης μπροστά από το κτίριο της παλιάς Βουλής.

Όμοιος ανδριάντας, έργο του ίδιου γλύπτη, υπάρχει και στην Aθήνα, μπροστά από το κτίριο της Παλαιάς Bουλής. O Λάζαρος Σώχος είχε κατασκευάσει και δεύτερο γύψινο πρόπλασμα του έφιππου Κολοκοτρώνη, πανομοιότυπο μ’ εκείνο του ανδριάντα του Ναυπλίου. Σκέφτηκε πως το δεύτερο αυτό έργο του έπρεπε να στηθεί  στην Aθήνα και έγραψε στον εξάδελφό του δικηγόρο Ξενοφώντα Σώχο ότι το προσφέρει δωρεάν, αρκεί να καταβληθεί το αντίτιμο του ορείχαλκου, για να χυτευθεί σε χαλκό το γύψινο πρόπλασμα. Έπειτα από αναφορά Aθηναίων δημοτών προς τον τότε δήμαρχο Aθηναίων Σπυρίδωνα Mερκούρη και προς το Δημοτικό Συμβούλιο και μπροστά στον υπαρκτό κίνδυνο να αγοραστεί το πρόπλασμα του ανδριάντα από Γάλλο πολίτη, το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηνών αποφάσισε το 1900 να εγκρίνει αρχικά ποσό 5.000 δραχμών από δημοτικούς πόρους για την αγορά του προπλάσματος και επιπλέον τη σύσταση ερανικής επιτροπής με πρόεδρο τον αντιεισαγγελέα του Aρείου Πάγου Kωνσταντίνο Mανιάκη και γραμματέα το δικηγόρο Iωάννη Mακρόπουλο, για να συγκεντρώσει με πανελλήνιους εράνους τα υπόλοιπα χρήματα ύψους 16.000 φράγκων για την κάλυψη του συνολικού ποσού αγοράς και χύτευσης του αγάλματος.

Κατασκευάστηκε το 1900 στο Παρίσι και στήθηκε το 1904 στην Αθήνα. Υπήρξε μάλιστα διαφωνία για τον τόπο, όπου θα τοποθετηθεί το άγαλμα. Ο Δήμος Αθηναίων πρότεινε να στηθεί μπροστά στο Ζάππειο Μέγαρο, ενώ η Νομαρχία Αθηνών μπροστά στην Παλαιά Βουλή επί της οδού Σταδίου. Η Νομαρχία τελικά ενέκρινε την πλατεία Κολοκοτρώνη, όπως ήταν και η γνώμη του καλλιτέχνη, ο οποίος προτίμησε τη δεύτερη θέση και απέρριψε το Ζάππειο, καθώς θεώρησε ανάρμοστη την προβολή του γλυπτού στον Παρθενώνα. Ο ανδριάντας τοποθετήθηκε τελικά στη μικρή πλατεία μπροστά στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, που ονομάστηκε έκτοτε πλατεία Κολοκοτρώνη, αφού απορρίφθηκε έφεση του Δήμου κατά της απόφασης της Νομαρχίας. Άλλωστε στην περιοχή αυτή μετά το 1835 ο Κολοκοτρώνης έχτισε σπίτι, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής στην οδό Σταδίου, που είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο και αποτελεί ένα από τα πιο ιστορικά κτίσματα της Αθήνας, καθώς και ο περιβάλλων χώρος του, η πλατεία Κολοκοτρώνη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία για έναν σχεδόν αιώνα. Το οίκημα αυτό το 1834 αποτέλεσε προσωρινή κατοικία του βασιλιά Όθωνα. Το 1835 προστέθηκε μια μεγάλη οκταγωνική αίθουσα χωρητικότητας 200 και πλέον ατόμων για επίσημες τελετές και δεξιώσεις, η οποία  χρησιμοποιήθηκε για πάνω από μία δεκαετία (1843-1854) ως χώρος συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Στις 18 Μαρτίου 1843 πραγματοποιήθηκε  εκεί η πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής, κατά την οποία ο Όθωνας ορκίστηκε υπακοή στο σύνταγμα αναγνωρίζοντας το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχία.   Τον Οκτώβριο του 1854 το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά και τον Αύγουστο του 1858 ξεκίνησαν οι διαδικασίες κατασκευής νέου κτιρίου. Παράλληλα αποφασίστηκε η μετατροπή της πρόσοψης από διώροφη σε μονώροφη για οικονομικούς λόγους. Η οικοδόμηση περατώθηκε το 1871 και στις 11.09.1875 το κτίριο στεγάζει και πάλι τις λειτουργίες της Βουλής.

Από το 1931 η Βουλή φιλοξενείται πλέον στο κτίριο στο οποίο στεγάζεται μέχρι και σήμερα, ενώ στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής λειτούργησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Έπειτα από κάποιες καταστροφές που υπέστη το κτίριο αναπαλαιώνεται εκ νέου με σκοπό να στεγάσει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Σήμερα η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο των Αθηνών. Η μεγαλοπρεπής αίθουσα των συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις ιστορικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Στην πλατεία Κολοκοτρώνη δεσπόζει ο έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ μαρμάρινοι ανδριάντες δύο από τους σημαντικότερους πολιτικούς του 19ου αι. κοσμούν τον περίβολο του Μεγάρου. Ο ανδριάντας του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, που τοποθετήθηκε στο προαύλιο της Παλαιάς Βουλής το 1920 σε κηπάριο προς την οδό Σταδίου μπροστά από την είσοδο του κτιρίου και μεταφέρθηκε το 1954 στη σημερινή του θέση στο πλάι του κτιρίου. Και ο ανδριάντας του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1905 στα σκαλιά του Μεγάρου,  έργο του γλύπτη Γεωργίου Δημητριάδη, που τοποθετήθηκε στον περίβολο του Μεγάρου (ΒΑ γωνία) το 1931 και μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1954.

Αθήνα, μεταφορά του αγάλματος του Κολοκοτρώνη.

Αθήνα, μεταφορά του αγάλματος του Κολοκοτρώνη.

Η αρχική θέση του αγάλματος ήταν στην γωνία Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Η τοποθέτηση αυτή έδωσε φυσικά και την ονομασία στον γειτονικό δρόμο. Η διαμόρφωση της πλατείας και η λειτουργία της Παλαιάς Βουλής ως Μουσείου ανάγκασαν σε μετακίνηση του ανδριάντα στη σημερινή του θέση (στην είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου) το Φεβρουάριο του 1954.

Το άγαλμα είναι από ορείχαλκο (κράμα χαλκού) και ακολουθεί την παράδοση αυτού του τύπου αγαλμάτων. Έχει συνολικό ύψος περίπου 9 µέτρα  μαζί με το  βάθρο και είναι επιβλητικό πάνω στο ψηλό βάθρο του. Ο στρατηγός παριστάνεται έφιππος σε ηγετική στάση και ο θεατής πλησιάζοντας υποβάλλεται από το μέγεθος και το ύψος του. Το άγαλμα μας θυμίζει πάντα ότι την ελευθερία που απολαμβάνουμε οι σύγχρονοι Έλληνες τη χρωστάμε στους αγώνες και στην αυτοθυσία του ήρωα Κολοκοτρώνη και των άλλων ηρώων της επανάστασης, τους επώνυμους, αλλά και τους αφανείς. Για την απόδοση της μορφής του ήρωα ο γλύπτης μελέτησε πέρα από τα απομνημονεύματα, την ενδυμασία και τον οπλισμό του. Ιδιαίτερα για την απόδοση του προσώπου, πέρα από φυσιογνωμική μελέτη των συγγενών του, χρησιμοποίησε εκμαγείο που είχε ληφθεί από το νεκρό Κολοκοτρώνη και σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, λίγα μέτρα πίσω από τον ανδριάντα. Το κεφάλι είναι στραμμένο προς τα πίσω σαν να απευθύνεται στους ενόπλους αγωνιστές που τον ακολουθούν, για να βεβαιωθεί ότι βλέπουν τον εχθρό. Με τον τρόπο αυτό μαζί με την κίνηση που δίνει στην μορφή μεταφέρει και τον χαρακτήρα του αεικίνητου πολεμιστή και ικανού στρατηλάτη που είχε ο Θ. Κολοκοτρώνης.

Το δεξί του χέρι είναι τεντωμένο μπροστά και οριζόντια. Ο δείκτης δείχνει προς ορισμένη κατεύθυνση, ίσως την πορεία προς την μάχη. Οι υπερπατριώτες λένε ότι δείχνει προς την Κωνσταντινούπολη. Μόνο που το άγαλμα έχει μετακινηθεί από την αρχική θέση στην οποία ήταν προορισμένο να στηθεί και η μετακίνησή του έχει αποπροσανατολίσει τους ερευνητές, οι οποίοι εικάζουν διάφορα.

Το µνηµείο εδράζεται σε µαρµάρινο βάθρο, που φέρει στις δύο πλαϊνές πλευρές του ένθετες  ανάγλυφες πλάκες από κράµα χαλκού, διακοσµηµένες  µε πολεµικές αναπαραστάσεις, οι οποίες έχουν επίσης φιλοτεχνηθεί από τον Σώχο το 1895 και το 1897.  Στις ένθετες ορειχάλκινες ανάγλυφες συνθέσεις από τη ζωή του Κολοκοτρώνη, που εμπνεύστηκε ο καλλιτέχνης μελετώντας τα απομνημονεύματά του, στη μια όψη παριστάνεται η καταστροφή του Δράμαλη και στην άλλη η προτροπή του Γέρου του Μωριά προς τους έλληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των τούρκων, που τους είχε δώσει ο σουλτάνος και να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Ο Σώχος επέλεξε αυτές τις δύο σκηνές θεωρώντας τες τις δύο από τις πιο σημαντικές της ζωής του Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του.  Οι συνθέσεις αυτές θα κοσμούσαν αρχικά τον ανδριάντα του Ναυπλίου, επειδή όμως δεν είχαν ολοκληρωθεί ο καλλιτέχνης θέλησε να τοποθετηθούν στην Αθήνα.

Το µαρµάρινο βάθρο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα  Αλέξανδρο Νικολούδη και κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη, ο οποίος χρησιµοποίησε δύο τύπους µαρµάρου, µάρµαρο Κοκκιναρά και Πεντελικό.

Ο ανδριάντας χυτεύθηκε σε 5 ξεχωριστά κοµµάτια: το κράνος,  το πάνω µέρος του σώµατος, το κάτω µέρος του σώµατος µαζί µε τη βάση, το κεφάλι του αλόγου και την ουρά του αλόγου. Η περικεφαλαία, τα χαλινάρια του αλόγου, η µπαρουτοθήκη και τα λουριά της αποτελούν ένθετα κοµµάτια, που προσαρτήθηκαν είτε µε συγκόλληση είτε µε βίδες.

Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου έχει χαραχθεί η επιγραφή: Έφιππος χωρει γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι. Στην αντίθετη πλευρά θυμίζει ότι ο ανδριάντας αποπερατώθηκε με κοινό έρανο των ελλήνων το 1904. To 2002 στη διάρκεια εργασιών καθαρισμού και συντήρησης στο μνημείο οι συντηρητές ανακάλυψαν χαραγμένη σημείωση, στο εσωτερικό της χαίτης και της περικεφαλαίας, με την οποία ο Σώχος εκφράζει την αντίθεσή του στην τοποθέτηση της περικεφαλαίας που πρόσθεσε στο άγαλμα:  Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία, Paris 1909.

Ο ανδριάντας του Θ. Κολοκοτρώνη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπαίθρια γλυπτά της πρωτεύουσας. Πέρα από σημείο αναφοράς για την οδό Σταδίου είναι σημείο συνάντησης, συγκεντρώσεων, αλλά και πολιτικής έκφρασης με συνθήματα πάνω στις μαρμάρινες επιφάνειές του αγάλματος. Ότι και να κάνουν όμως οι Έλληνες πάντα θα τιμούν τον μεγάλο στρατηγό που ανά του αιώνες διδάσκει τους λαούς «πώς οι δούλοι γίνονται ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ»!.

 

Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη

 

Ο τρίτος έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη βρίσκεται στην Τρίπολη και είναι έργο του Έλληνα γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου (1916 – 2000), ο οποίος θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μνημειακής γλυπτικής στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα.  Το άγαλμα είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος της πλατείας του Άρεως. Είναι χάλκινο και βλέπουμε τον Κολοκοτρώνη πάνω στο άλογό του, με το δεξί χέρι ψηλά να κρατά το γιαταγάνι του.

Η ιδέα της ανέγερσης του ανδριάντα αυτού ξεκίνησε από το 1911, ενώ μετά 19 χρόνια, το 1930, συγκροτήθηκε η πρώτη ερανική επιτροπή, που σαλπίζει εθνικό προσκλητήριο. Οι Αρκάδες ευαισθητοποιούνται και θέλουν να δουν την εμβληματική μορφή του Γένους περήφανη να κοιτάζει τα Τρίκορφα, όπου έδρασε με τα παλικάρια του. Υπήρχαν πολλές προτάσεις για το σχέδιο του αγάλματος, αλλά εγκρίθηκε η μακέτα του γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου. Ο γλύπτης επισκέφτηκε ειδικά χαλκοχυτήρια στην Ιταλία, για να μελετήσει τις τεχνικές διαδικασίες της χύτευσης του Ανδριάντα. Το έργο τελικά κατασκευάστηκε στα εργαστήρια Miceloucci της Φλωρεντίας το 1966 επί δημαρχίας Τάσου Σεχιώτη και κόστισε 1.500.000 δραχ. συμπεριλαμβανομένου και του κόστους του βάθρου. Έχει ύψος 8-9 μέτρα. Ο Ανδριάντας παραδόθηκε από την Ερανική Επιτροπή στην Τρίπολη τον Αύγουστο του 1971 και τα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν στις Γιορτές της Άλωσης, το Σεπτέμβριο του 1971.

 

Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη

Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη.

 

Ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη παρουσιάζει το Γέρο του Μοριά τη στιγμή που τραβά με το αριστερό του χέρι τα χαλινάρια και υποχρεώνει το άλογό του να σταθεί ακίνητο στα πίσω πόδια του, ενώ  αυτός ανασηκώνεται κραδαίνοντας το σπαθί του. Η στάση του αλόγου και η κίνηση του δεξιού χεριού του στρατηγού, η θέση του σώματός του και η έκφραση του προσώπου του δίνουν το χαρακτήρα μιας μεγάλης αποφασιστικής στιγμής. Ο Κολοκοτρώνης ανακόπτει τον ορμητικό καλπασμό του αλόγου του, για να εποπτεύσει καλύτερα το πεδίο της μάχης και να αποφασίσει γρήγορα προς τα πού είναι περισσότερο ανάγκη να στραφεί. Γι΄ αυτό το λόγο το έργο έχει οργανωθεί σε δύο σειρές με θέματα διαγώνια, όπως ο κορμός του ανασηκωμένου στα πισινά  πόδια αλόγου, το χαλινάρι και τα μπροστινά πόδια του, και κάθετα, όπως το σώμα του Κολοκοτρώνη, ο λαιμός, το πίσω μέρος και η ουρά του αλόγου, που δίνουν αμεσότητα και αλήθεια στο σύνολο. Μ’ αυτό  τον τρόπο το έργο κερδίζει ένα πλούσιο εκφραστικό περιεχόμενο στο έργο, που κινείται στο κλίμα του ακαδημαϊκού ρεαλισμού και διακρίνεται για την μνημειακότητά του. Όταν το 1971 ο Αρκάς καθηγητής της κοινωνιολογίας Δημήτριος Τσάκωνας έκανε τα αποκαλυπτήρια του αριστουργηματικού αγάλματος του Κολοκοτρώνη,  που δεσπόζει στην Πλατεία Άρεως στην Τρίπολη, ο ελληνικός τύπος υποδέχτηκε θερμότατα το μνημειακό αυτό έργο του Φάνη Σακελαρίου.

Στο χώρο του μνημείου φυλάσσονται τα οστά του «Γέρου του Μοριά». Ο Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών και ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών  με τη στολή του αντιστράτηγου. Στο πλευρό του τοποθετήθηκε το σπαθί με το οποίο ξεκίνησε την Επανάσταση, ο θώρακας, η περικεφαλαία του, οι επωμίδες τις οποίες φορούσε κατά την υπηρεσία του στα Επτάνησα, ενώ ως σύμβολου αιώνιας δόξας του τοποθετήθηκε κάτω απ’ τα τσαρούχια του, στα πόδια του, η τουρκική σημαία. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους στην Τρίπολη. Το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων,  φρόντισε για τη μεταφορά τους στην Τρίπολη συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους και αποδίδοντας τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας με λόγο που εκφώνησε για την περίσταση στην πλατεία της Τρίπολης.

Η μεταφορά των οστών του Κολοκοτρώνη από το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας στην Τρίπολη έγινε  σιδηροδρομικώς στις 10 Οκτώβριο του 1930 κατά τη διάρκεια των εορτών της Εκατονταετηρίδας από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και εναποτέθηκαν αρχικά  στην κρύπτη του Μνημείου Αρχιερέων και Προκρίτων δίπλα από την πλατεία Άρεως της Τρίπολης. Συγκινητικές στιγμές εκτυλίχτηκαν κατά τη μεταφορά και το τρένο υποχρεωνόταν να σταθμεύει σε όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς της περιοχής από τα πλήθη, που συνέρρεαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον πρωταγωνιστή της επανάστασης του 1821, αλλά και στον  Ελ. Βενιζέλο.

Από τις 25 Σεπτεμβρίου 1993 τα οστά βρίσκονται σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα αυτού, που αποτελεί την «Τελευταία κατοικία» του Γέρου του Μοριά. Σήμερα εκεί στην πολυσύχναστη και ζωντανή αυτή πλατεία οι διαβάτες προσπερνούν δίπλα από το μνημείο. Και γύρω του και κάτω του, μικρά παιδιά παίζουν ανέμελα τις Κυριακές. Αλλά υπάρχουν στιγμές, που από τα περήφανα βουνά του Μαινάλου, που φαίνονται αντίκρυ, μια αύρα ανάλαφρη φυσά. Μαζί μ’ ένα τραγούδι: Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά, κι ο ήλιος στα λαγκάδια, έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι …

 

Ο Κολοκοτρώνης στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας

 

Ο τελευταίος χρονολογικά έφιππος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη βρίσκεται στο χωριό Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, τόπο γέννησης του Κολοκοτρώνη. Το χωριό Ραμοβούνι βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού Μεσσηνίας, στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, 45 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας και μαζί με τις Τοπικές κοινότητες Άνω Δωρίου, Βασιλικού, Κόκλας, Κούβελα, Μάλθης, Χαλκιά, Χρυσοχωρίου και Ψαρίου αποτελούν τη Δημοτική Ενότητα Δωρίου, η οποία σήμερα υπάγεται διοικητικά στο δήμο Οιχαλίας. Στο βουνό αυτού του χωριού γεννήθηκε κάτω από ένα  δέντρο (βελανιδιά) στις 3-4-1770 (Δευτέρα της Λαμπρής) ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Κωνσταντίνου και της Γεωργίτσας (Ζαμπιάς, Τζατζιάς), το γένος Κωτσάκη, προεστού της Αλωνίσταινας. Ο ίδιος διηγείται στον Τερτσέτη: εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις βουνό, εις ένα δένδρο από κάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενο Ραμοβούνι.

Το Σεπτέμβριο του 2006 ο Σύλλογος Πελοποννησίων Θεσσαλονίκης «Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» με πρωτοβουλία του προέδρου του, Αναστάσιου Καλαμπόκη, φιλοτέχνησε ανδριάντα του έφιππου Κολοκοτρώνη, που κρατάει στο δεξί του χέρι το γιαταγάνι και στο αριστερό το λάβαρο της Επανάστασης.

Στην απόφαση του Συλλόγου σημειώνεται ότι η κατασκευή του αγάλματος αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής για την ακροτελεύτια και ατίμητη παρακαταθήκη, που μας άφησε ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ με αυτές τις αδρές γραμμές: πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.

Ο Κολοκοτρώνης στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας

Ο Κολοκοτρώνης στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας

Η ανέγερση του έφιππου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας στοίχισε το ποσό των 190.000 € και μεταξύ των χορηγών του ήταν ο Αναστάσιος Ηλ. Καλαμπόκης, Πρόεδρος του Συλλόγου, που κατέθεσε 18.000 €. Μια βελανιδιά, κάτω από την οποία η παράδοση λέει πως γεννήθηκε ο «Γέρος του Μοριά», και ένα παλιό εκκλησάκι, κάτω από το οποίο αναβλύζει μια πηγή, δίπλα από τον επιβλητικό ανδριάντα του έφιππου στρατηλάτη, προσυπογράφουν το ιστορικό  γεγονός. Η εγκατάσταση του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο βάθρο του στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας έγινε τις 16 Αυγούστου 2007 και στις 20 Νοεμβρίου 2007 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας τέλεσε τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα.

Σύμφωνα με πρωτόκολλο του Συλλόγου Πελοποννησίων Θεσσαλονίκης «Αντάμωμα των Απανταχού Πελοποννησίων θα πραγματοποιείται εφεξής κάθε έτος στον γενέθλιο τόπο του Κολοκοτρώνη, στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας και ειδικότερα θα πραγματοποιείται το πρώτο Σάββατο του μηνός Αυγούστου εκάστου έτους». Όπως σημειώνεται στο πρωτόκολλο, «η οργάνωση και η εποπτεία της διοργάνωσης τίθεται από τούδε και στο εξής υπό την αποκλειστική αρμοδιότητα της Περιφέρειας Πελοποννήσου και της αντιπεριφέρειας Μεσσηνίας, οι οποίες και θα μεριμνούν για τη διοργάνωση του κάθε έτος».

 

Η προτομή του Κολοκοτρώνη στο Άργος

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνη είναι η πλέον προσφιλής προσωπικότητα της νεοελληνικές γλυπτικής. Μόνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον προσεγγίζει, αλλά και αυτός από απόσταση. Η κοινή αποδοχή στο πρόσωπό του Κολοκοτρώνη αποτυπώνεται με πληθώρα εκδηλώσεων και άλλων εκφράσεων τιμής, που εξακολουθούν ενάμισι αιώνα μετά το θάνατό του. Επίσημοι κρατικοί θεσμοί επέλεξαν να φιλοτεχνηθεί η μορφή του σε χαρτονομίσματα, νομίσματα και γραμματόσημα. Το πορτραίτο του κατέχει πε­ρίοπτη θέση ανάμεσα στους ήρωες του 1821 σε σχολικές αίθουσες, γιορτές, διαλέξεις, ομιλίες, ποικίλα έντυπα. Κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα. Ακόμη και διαφημίσεις χρησιμοποίησαν τη μορφή του για να προβάλλουν επίκαιρα μηνύματα ποικίλου χαρακτήρα. Και βέβαια ο  θυμόσοφος γέρος με την περικεφαλαία έγινε αγαπημένη φιγούρα των σκιτσογράφων.

Η προτομή του Κολοκοτρώνη στο Άργος

Η προτομή του Κολοκοτρώνη στο Άργος

Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έδωσαν το όνομά του σε δρόμους και πλατείες. Μόνο στην Αθήνα και στους όμορους Δήμους περίπου πενήντα δρόμοι και πέντε πλατείες φέρουν το όνομά του. Διάφοροι φορείς θεώρησαν ότι έπρεπε ο ανδριάντας ή η προτομή του να κοσμούν δημόσιους χώρους. Προτομές και ανδριάντες του υπάρχουν σχεδόν σε κάθε πόλη της νοτίου Ελλάδας,  αλλά και σε αρκετές πόλεις στην υπόλοιπη επικράτεια. Οι πλέον διάσημοι είναι οι δίδυμοι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του,  που τοποθετήθηκαν  σε κεντρικές πλα­τείες της Αθήνας, του Ναυπλίου και της Τρίπολης.  Πλήθος άλλοι ανδριάντες ή προτομές του Κολοκοτρώνη  έχουν τοποθετηθεί  στα Δερβενάκια, στη Θεσσαλονίκη, σε γειτονιές της Αθήνα και σε δημόσιους χώρους σε Δήμους της Αττικής,  όπως στο Α΄ Νεκροταφείο, Χολαργό, Νέα Φιλαδέλφεια, Χαϊδάρι, Παπάγου, Μαρούσι, Δάφνη και αλλού.

Το Άργος δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Η προτομή του Κολοκοτρώνη τοποθετήθηκε στην οδό Φείδωνος επί της πλατείας Δημητρίου Πλαπούτα από τον Σύλλογο Αρκάδων Άργους. Το κόστος καλύφθηκε με χρήματα του Συλλόγου των μελλών του και δωρεές. Την πρωτοβουλία είχε ο Αργείος χρυσοχόος και τότε πρόεδρος του συλλόγου Ανδρέας Μέγκος, ο οποίος κατάγεται από το Ελαιοχώρι Κυνουρίας. Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζεται με τη χαρακτηριστική του περικεφαλαία στο κεφάλι. Έχει παχύ μουστάκι, ενώ το κεφάλι του είναι στραμμένο ελαφρώς προς τα αριστερά. Στην βάση της προτομής αναγράφονται τα λόγια: ΘΕΟΔ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ 1770 – 1843 ΤΙΜΗ & ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ και πιο κάτω ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΚΑΔΩΝ ΑΡΓΟΥΣ 1999», αλλά, δεν δίδονται πληροφορίες για τον καλλιτέχνη.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αντωνοπούλου, Ζ., «Τα γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική», 1834-2004, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2003.
  • Δημητρόπουλος Δημήτρης, Ο «ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ»: ΚΤΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΚΗ ΦΙΓΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2012.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1996.
  • Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, επιμ. (1937). Λεύκωμα της εκατονταετηρίδος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1837 – 1937.
  • Δημήτρης Καμπουράκης, «Μια σταγόνα ιστορία», Εκδόσεις Πατάκη 2003.
  • Λυδάκης Στέλιος, «Οι Έλληνες Γλύπτες – Η νεοελληνική γλυπτική: ιστορία – τυπολογία – λεξικό γλυπτών», στο «Έφιπποι ανδριάντες», Εκδοτικός οίκος «ΜΕΛΙΣΣΑ» τόμ. 5ος, Αθήνα 1981.
  • Μυκονιάτης Η., «Ελληνική Τέχνη, Νεοελληνική Γλυπτική», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα1996.
  • Πάρκο Κολοκοτρώνη. Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο.
  • ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ. project 1ο ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗΣ.
  • Σκόκος Κωνσταντίνος,  «Ημερολόγιον Σκόκου», Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, Εν Αθήναις 1893.
  • Υπαίθρια γλυπτική της Αθήνας, εφημερίδα «Καθημερινή», ένθετο «7 ημέρες», Κυριακή 25 Οκτωβρίου 1998.
  • Χαραλάµπους ∆ηµήτρης – Πολυκρέτη Κυριακή – Αργυροπούλου Βασιλική, «Ο∆ΗΓΟΣ  ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ για την Προστασία των Υπαίθριων Μπρούντζινων Μνηµείων  στην Ελλάδα»,  ΤΕΙ Αθήνας, 2007.
  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « ΑΡΓΟΣ το πολυδίψιον», εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αργειακός Πολιτισμός


Αναδιφώντας σε μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών και στις τοπικές παραδόσεις διαπιστώνουμε ότι στο Άργος πρωτοφεγγοβόλησε από τα πανάρχαια χρόνια η αυγή του πολιτισμού μας και αυτή η αρχαιότερη πόλη είναι το πρώτο φυτώριο και τόπος καταγωγής πολλών από τους γεννήτορες του ελληνικού πολιτισμού.

 

Τα επιτεύγματα του Αργειακού Πολιτισμού


Εκτός από ένα πλήθος σοφών επινοήσεων του ήρωα Παλαμήδη που η γενεαλογική ρίζα του αρχίζει από το Άργος, θα παραθέσουμε στην συνέχεια επιτεύγματα στα γράμματα, τις τέχνες, τις εφευρέσεις και ανακαλύψεις και τις άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις, που είδαν το πρώτο φως στην Ιναχία γη.

Από Αργείο ποιητή γράφτηκε το αρχαιότερο έπος «Φορωνίς», που δυστυχώς χάθηκε, αλλά γίνεται λόγος γι’ αυτό από άλλους ιστορικούς. Παρόμοιο περιεχόμενο είχε και ένα ακόμη έπος με τίτλο «Αιγίμιος» που αποδιδόταν στον Ησίοδο, και αναφερόταν στην ίδρυση της βασιλικής και ηρωικής δυναστείας του Άργους.

Επίσης η αρχαιότερη τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες«, έχει ως θέμα της τον ερχομό του Δαναού και των θυγατέρων του, στην προγονική τους γη. Στο Άργος, ως κοιτίδας των Πελασγών, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η Πελασγική γραφή, που αναφέρει ο Διόδωρος: «ιδία δέ των Πελασγών πρώτων χρησαμένων τοις μετατεθείσι χαρακτήρσι, πελασγικά προσαγορευθήναι».[1]

Η πρώτη δε υπόμνηση για χρήση γραπτού λόγου με ανακοίνωση αισθημάτων και διανοημάτων, έχει αφετηρία το Άργος. Προηγουμένως οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β’ των ανακτορικών αρχείων, είχαν λογιστικό περιεχόμενο και αναφέρονταν σε δοσοληψίες και παραγωγή αγαθών. Ο βασιλιάς της Τίρυνθας Προίτος, δισέγγονος του Δαναού, έστειλε τον Βελλερεφόντη στη Λυκία, για να παραδώσει στον πενθερό του Ιοβάτη δίπτυχο πινάκιο με σήματα λυγρά, με γραπτή δηλαδή μυστική παραγγελία να θανάτωση τον κομιστή του: «και τον έστειλε στη Λυκία, και μέσα σε κλειστό πίνακα του έδωσε σημεία που χάραξε κακόβουλα, με νόημα θανάτου». [2]

Περισσότερο συγκεκριμένος ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι ο Προίτος παρέδωσε στον Βελλερεφόντη γραπτές επιστολές:

«Ο Προίτος το πίστεψε και του δίνει γράμμα να το πάη στον Ιοβάτη. Μέσα στο γράμμα του έγραφε να θανατώση τον Βελλερεφόντη. Ο Ιοβάτης όταν το διάβασε, τον προστάζει να πάη να σκοτώση την Χίμαιρα…» [3]

Για πρώτη φορά αναφέρεται ως υλικό γραφής η δίπτυχη ξύλινη πινακίδα ο πτυκτός πίναξ, που ήταν επιστρωμένος εσωτερικά με λεπτό στρώμα κεριού ή ρητίνης, πάνω στο οποίο γινόταν η χάραξη μηνυμάτων.

Οι Αργείοι χρησιμοποιούσαν τοπικό αλφάβητο, το αργολικό, με διαφορές σε ορισμένα γράμματα από τα άλλα ελληνικά. Όμοιο με το αργειακό αλφάβητο ήταν και το παλαιότερο ροδιακό, λόγω εποικισμού της Ρόδου από Αργείους. Σε παραστάσεις που εικόνιζαν σκηνές του Τρωικού πολέμου στην ροδιακή πόλη Κάμιρο, τα ονόματα των ηρώων ήταν γραμμένα με αργειακά γράμματα.

Τα πρώτα σπέρματα δημοκρατίας τα συναντούμε στο αρχαίο Άργος. Όπως γράφει ο Παυσανίας«Οι Αργείοι όμως που από τα παλιά χρόνια αγαπούν την ανεξαρτησία της γνώμης, και την θέληση να αυτοδιοικούνται, περιόρισαν εις το ελάχιστο την βασιλική εξουσία».[4]

Ο γενάρχης βασιλιάς Πελασγός μιλάει σαν δημοκρατικός άρχοντας που υπολογίζει τη γνώμη του λαού: «Λόγο να δώσω μονάχος μου, πριν την γνώμη των πολιτών πάρω δεν πρέπει».[5]

Και λίγο πιο κάτω: «Είπα και πριν: Δεν παίρνω απόφαση χωρίς την γνώμη του λαού, κι ας έχω την εξουσία».[6]

Τα περίφημα πυραμιδοειδή κτίσματα του ελληνικού χώρου ανεγέρθηκαν στην Αργολίδα. Η πυραμίδα των Κεγχρεών (Ελληνικού) και η αναφερόμενη από τον Παυσανία μεταξύ Άργους και Τίρυνθας που ήταν διακοσμημένη με αργολικές ασπίδες, βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση από το Άργος:

«Όσοι έρχονται από το Άργος στην Επίδαυρο, θα βρουν στα δεξιά του δρόμου ένα οικοδόμημα που μοιάζει πολύ με πυραμίδα κι έχει ασπίδες που είναι φκιαγμένες κατά το σχήμα σαν τις Αργολικές».[7]

Σύμφωνα με το πόρισμα ομάδας της Ακαδημίας Αθηνών, που προέβη στην χρονολόγησή τους με την μέθοδο της οπτικής θερμοφωταύγειας και του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, οι πυραμίδες του Ελληνικού και της Λήσσης (Λυγουριού), προσδιορίζονται χρονικά στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Συγκεκριμένα, για την πυραμίδα του Ελληνικού, η μέση ηλικία των μεγαλίθων υπολογίζεται από τα αποτελέσματα των μετρήσεων, στο 2720 (± 580, ± 1050 π.Χ). [8]

Στην αρχαία αμαξιτή οδό που ξεκινώντας από Άργος – Μυκήνες έφτανε στην Επίδαυρο, διασώζεται ακόμη σε άριστη κατάσταση Μυκηναϊκή γέφυρα από λαξευτούς ογκόλιθους, μία από τις αρχαιότερες της Ελλάδας ίσως η αρχαιότερη, κοντά στο χωριό Αρκαδικό, στη θέση Καζάρμα.

Ονομαστό ήταν επίσης το Αργείον Εργαστήριον, από όπου πρόβαλε η αυγή της τέχνης, αφού εκεί πρωτοδημιουργούσαν κάθε λογής καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες ξυλουργοί, αγγειοπλάστες. Εκεί οι Αργείοι, τέχνας ειδότες έκ προτέρων όπως γράφει ο Παυσανίας (6,10,5), κατασκεύασαν τα πρώτα ξόανα (ξύλινα ομοιώματα) θεών. Σύμφωνα με την Αργεία παράδοση το αρχαιότερο ξόανο της Ήρας, σκαλισμένο σε ξύλο αχλαδιάς, κατασκευάστηκε στο Άργος και αφιερώθηκε στη θεά, από τον βασιλιά Πείρασο, γιο του Άργου.

Στο Άργος επίσης πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η μετατροπή της ξοανοποιΐας σε μαρμαρογλυφία από τους γιους ή μαθητές του Δαιδάλου Δίποινο και Σκύλλη, που κατέφυγαν εκεί από την Κρήτη, καθώς μας λένε ο Πλίνιος (36,4) και ο Παυσανίας:

«Στο μέρος αυτό, – στις Κλεωνές – είναι ιερό της Αθηνάς, το δε άγαλμά της είναι της τεχνοτροπίας του Σκύλλη και του Διποίνου, αυτοί δε είναι μαθητές του Δαιδάλου υπάρχουν όμως άλλοι που λένε πως ο Δίποινος και ο Σκύλλης ήταν παιδιά του Δαιδάλου από μια γυναίκα που καταγόταν από τη Γορτυνία».[9]

Στο Αργείον εργαστήριον διέπρεψε ο περίφημος γλύπτης και χαλκοπλάστης Αγελάδας, κοντά στον οποίο μαθήτευσαν οι μετέπειτα μέγιστοι καλλιτέχνες Μύρων, Πολύκλειτος και Φειδίας, στον οποίο αναφέρεται και το εξής επίγραμμα: «Φειδίας ο περίθρυλος ο Αττικός ο πλάστης Ο γεγονώς και μαθητής Γελάδου του Αργείου»[10] 

Αργείος ήταν και ο διάσημος αρχιτέκτων Πολύκλειτος, του οποίου έργο είναι το περίφημο – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – για την ακουστική του, την αρμονία, το μέγεθος και την αρχιτεκτονική του, θέατρο της Επιδαύρου, καθώς και η αινιγματική θόλος.

Επίσης ο Αργείος ιεροφάντης Τροχίλος κατασκεύασε το πρώτο άρμα, το οποίο αφιέρωσε κι αυτός στην Ήρα: «Ο Αργείος Τροχίλος είναι ο κατασκευαστής της άμαξας. Αυτό το έργο το αφιέρωσε στην πατρώα Ήρα».[11]

Ο κατασκευαστής του Δουρείου Ίππου Επειός (Οδυσσ. Θ, 492), ήταν γόνος Αργείων που είχαν αποικήσει την Φωκίδα.

Η πρώτη κατά τον Α. Σταγειρίτη μακρά ναυς Αργώ, με την οποία ο Ιάσων και οι Αργοναύτες του πραγματοποίησαν την αρχαιότερη υπερπόντια ναυτική επιχείρηση για το χρυσόμαλλον δέρας, ναυπηγήθηκε από τον Άργο, με την βοήθεια της Αθηνάς ή της Ήρας.[12]

Όπως μας πληροφορούν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, στο Άργος εφευρέθηκαν οι ασπίδες και εκεί χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους δίδυμους γιους του βασιλιά Άβαντα Ακρίσιο και Προίτο και τον στρατό τους, στον μεταξύ τους πόλεμο για τον θρόνο του Άργους.

«Λένε πως τότε για πρώτη φορά κι αυτοί κι ο στρατός τους κατά τη μάχη που  έγινε ήταν οπλισμένοι με ασπίδες» [13]

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, (Β,2,1) η διαμάχη τους είχε ξεκινήσει ενώ βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας τους, και όταν ανδρώθηκαν ήρθαν σε πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοχρησιμοποιήθηκαν οι ασπίδες : «Ούτοι καί κατά γαστρός μέν έτι όντες εστασίαζον προς αλλήλους, ώς δέ ανετράφησαν, περί της βασιλείας επολέμουν, καί πολεμούντες εύρον ασπίδας πρώτοι».[14]

Γι’ αυτό οι Αργείοι αποκαλούνται από τον Αισχύλο «ασπιδηφόρος λεώς». Όταν μετά την μάχη οι αδελφοί συνθηκολόγησαν, επειδή κανένας δεν βγήκε νικητής, για να τιμήσουν αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ανήγειραν στον ίδιο τόπο κοινό μεγαλοπρεπές μνημείο σε σχήμα πυραμίδας, σύμφωνα με την παράδοση του Παυσανία, το οποίο διακόσμησαν με ανάγλυφες παραστάσεις αργολικών ασπίδων.

Στα Ηραία, εορτή των Αργείων προς τιμήν της πολιούχου των Ήρας, τελούσαν αγώνες, με έπαθλο στον νικητή μια χάλκινη ασπίδα και στέφανο μυρτιάς.

Στην αρχαιότερη ακρόπολή τους, είχαν αναρτήσει μιαν ασπίδα ως σύμβολο της πόλης. Λόγω του σεβασμού των Αργείων προς αυτήν, είχε προέλθει η παροιμιώδης φράση «ώς τήν έν Άργει ασπίδα καθελών σεμνύνεται».[15]

Ο δε ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς των Μυκηνών Περσεύς, εγγονός του Ακρίσιου, εφεύρε τον δίσκο και καθιέρωσε το αγώνισμα της δισκοβολίας: «Εκεί ο Περσεύς, νέος και γεμάτος σφρίγος, ,ένιωθε μεγάλη ευχαρίστηση να επιδεικνύη τα χαρίσματά του, και ιδιαίτερα να ρίχνει μπροστά στον πολύ κόσμο τον δίσκο, που ήταν δική του εφεύρεση».[16]

Στους αγώνες που διοργάνωναν μεταξύ τους οι αρχηγοί της Τρωικής εκστρατείας στην Αυλίδα, ο Διομήδης χαιρόταν με το αγώνισμα της δισκοβολίας:

«Είδα και τον Διομήδη ολόχαρο

από του δίσκου την απόλαψη

και πλάι του τον Μηριόνη…,

τον αντρειωμένο πολέμαρχο

που όλοι τον θαυμάζουν»[17]

Αλλά και σε όλους τους πολεμιστές ήταν το πιο προσφιλές άθλημα η δισκοβολία, όπως μαρτυρούν ο Όμηρος και ο Ευστάθιος:

«οι λαοί στην ακροθαλασσιά με δίσκους

ετέρποντο και με ακόντια που έριχναν και τόξα»[18]

Η Νιόβη κόρη του Φορωνέα και εγγονή του Ινάχου ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας. Από την ένωση τους γεννήθηκαν ο Άργος και ο Πελασγός, από αυτόν δε πρώτοι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου πήραν το όνομα Πελασγοί:

«Ο Ζευς και η Νιόβη – ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία πλάγιασε ο Ζευς – γέννησαν τον Άργο, όπως δε λέγει ο Ακουσίλαος και τον Πελασγό, από τον οποίο οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ονομάστηκαν Πελασγοί».[19]

Από τον Άργο πήρε το όνομά της και η πολιτεία που πριν λεγόταν Απία, όπως και όλη η Πελοπόννησος, από τον αδελφό της Νιόβης Άπι.

Στο Άργος πρωτοκαλλιεργήθηκε ο σίτος, γι’ αυτό από τον Όμηρο αποκα­λείται πολύπυρον (πυρός και σπυρός = σίτος) και οι αργείτικοι αγροί «άρουραι πυροφόροι» (Ιλιάς Ξ 121). Τον έφερε ο Άργος από την Λιβύη και δίδαξε στους Αργείτες την καλλιέργειά του (Πολέμων απόσπ. 44).

Οι Αργείοι μετά την Ήρα που κατείχε την πρώτη θέση στην λατρεία τους, τιμούσαν · ιδιαίτερα και την Δήμητρα, και την αποκαλούσαν Εύπυρον, Πυροφόρον, Φιλόπυρον και Λίβυσσαν. Λέγανε μάλιστα πως όταν η θεά ήρθε στο Άργος, την φιλοξένησε ο βασιλιάς Πελασγός.[20]

Ο Φείδων απόγονος του πρώτου Ηρακλείδη βασιλιά του Άργους Τήμενου, είναι ο πρώτος Έλληνας που έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου στην Αίγινα, που ήταν Αργειακή αποικία και υπαγόταν στην εξουσία του Άργους: «Καί μέτρα εξεύρε τά Φειδώνια καλούμενα καί σταθμά καί νόμισμα κεχαραγμένον τό τέ άλλο καί τό αργυρούν»[21]

«Ο δε Έφορος λέγει ότι ο Φείδων έκοψε το πρώτο αργυρό νόμισμα στην Αίγινα».[22]

«άφ’ ου ό Φείδων ό Αργείος εδήμευσε τά μέτρα καί σταθμά, κατεσκεύασε καί νόμισμα αργυρούν έν  Αιγίνη… βασιλεύοντος Αθηνών Φερεκλέους».[23]

Τα πρώτα Αργείτικα νομίσματα εικόνιζαν δύο δελφίνια. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από παράσταση λύκου, σύμβολο του Δαναού και της λατρείας του Λυκίου Απόλλωνα, στον ναό του οποίου φυλαγόταν το άσβεστο πυρ του Φορωνέως.[24]

Όπως μας πληροφορεί επίσης το Πάριον Χρονικόν, ο Φείδων όρισε τα μέτρα και τα σταθμά που επεκράτησαν σε όλη την Ελλάδα από τον 7ο  π.Χ. αιώνα. Εκτός από τα μέτρα και τα σταθμά, όρισε και τα μέτρα των υγρών. Καθιέρωσε ακόμη και τον πόδα, ελληνική μονάδα μετρήσεως του μήκους.[25]

Οι πρώτες ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν από Αργείους. Καμιά άλλη πόλη δεν ίδρυσε τόσες πολλές αποικίες και στους πλέον απόμακρους τόπους, από τον καιρό των Πελασγών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, μας διασώζει μια παράδοση που δείχνει πόσο νωρίς οι Αργείοι ξεκίνησαν τις αποικιακές εξορμήσεις τους:

Όταν εξαφανίστηκε η βασιλοκόρη Ιώ, ο πατέρας της Ίναχος επάνδρωνε πλοία και τα έστελνε να την αναζητήσουν σε στεριές και θάλασσες, με την εντολή να μην επιστρέψουν αν δεν την φέρουν μαζί τους. Όταν οι έρευνες απέβαιναν άκαρπες, οι επικεφαλής των αποστολών αναγκάζονταν να παραμένουν σε ξένη γη και να κτίζουν νέες πόλεις, στις οποίες έδιναν συνήθως το όνομα της γενέτειράς τους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε πολλά νησιά του Αιγαίου, στην Κύπρο, στα Μικρασιατικά παράλια, στην Κάτω Ιταλία, υπήρχαν πόλεις με το όνομα Άργος. Στην Κρήτη τελούσαν εορτή τα «Ινάχεια».

Αλλά και η εξιστόρηση των περιπλανήσεων της ίδιας της Ιούς, θεωρείται ως μια εξερευνητική επιχείρηση των Αργείων κατά τους προϊστορικούς χρόνους με σκοπό τον αποικισμό, που κατέληξε στην Αίγυπτο:

Πολυάριθμες είναι οι πόλεις που το Άργος έχτισε και εποίκισε στην Αίγυπτο Με το χέρι του Επάφου.[26]

Και τέλος, κάτι επίσης πολύ σημαντικό, το Άργος υπήρξε η γενέτειρα της βασιλικής γενιάς των Μακεδόνων, εξ ου και Αργεία καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

  

Υποσημειώσεις


[1] Διοδώρου Σικελιώτου Ιστορική Βιβλιοθήκη, 3,67,1

[2] Ιλιάς Ζ,168. «πέμπε δε μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ό γε σήματα λυγρά, γράψας έν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά,»

[3] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη Β’ ΙΙΙ, Ι Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Μετ. I. Χατζηφώτη.

«Προίτος δέ πιστεύσας έδωκεν επιστολάς αυτώ πρός Ιοβάτην κομίσαι, έν αίς ενεγέγραπτο Βελλερεφόντην αποκτείναι. Ιοβάτης δέ αναγνούς, επέταξεν αυτόν Χίμαιραν κτείναι…».

(Για να προσδιορισθεί χρονικά το περιστατικό, υπενθυμίζουμε ότι ο Αργείος Ταλαός που πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, ήταν εγγονός του Προίτου).

[4] Παυσανίου Κορινθιακά 19,2 Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. » Αργείοι δέ άτε ισηγορίαν καί τό αυτόνομον αγαπώντες έκ παλαιοτάτου, τά της εξουσίας των βασιλέων ές ελάχιστα προήγαγον».

[5] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ.368. «εγώ δ’αν ου κραίνοιμ’ ύπόσχεσιν πάρος αστοίς δε πάσι των δε κοινώσας πέρι».

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στ. 398 μετ. φιλολογική ομάδα ΚΑΚΤΟΥ. «Είπον δέ καί πρίν, ούκ άνευ δήμου τάδε πράξαιμ’ άν ουδέ πέρ κρατών…»

[7] Παυσανίου Κορινθιακά, 25, 7, εκδ. Ζαχαρ. Μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«ερχόμενος δέ έξ Άργους ές τήν Επιδαυρίαν εσίν οικοδόμημα έν δεξιά πυραμίδι μάλιστα εικασμένον, έχει δέ ασπίδας σχήμα Αργολικάς επειργασμένας».

[8] Από σχετική ομιλία του καθηγητή Περικλή Σ. Θεοχάρη στο Ναύπλιο, 15/5/95, που περιέχεται στο βιβλίο του Χρήστου Δ. Λάζου «Πυραμίδες στην Ελλάδα» Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, σελ 183.

Ο Χρήστος I. Πιτερός αρχαιολόγος Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, σε μελέτη του με θέμα ΟΙ «ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ» ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ υποστηρίζει ότι οι «πυραμίδες» ήταν διώροφοι ή τριώροφοι οχυρωματικοί πύργοι και τους χρονολογεί στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. (Βλ. πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ’, σελ. 370. Άργος-Ναύπλιον 6-10 Σεπτεμβρίου 1995).

[9] Παυσανίου Κορινθιακά, 15,1 εκδ. Ζαχαρόπουλου μτ. Γιάννη Κορδάτου. » Ενταύθα έστιν ιερόν Αθηνάς, τό δέ άγαλμα Σκύλλιδος τέχνη καί Διποίνου μαθητάς  δέ είναι Δαιδάλου σφάς, οί δέ καί γυναίκα έκ Γόρτυνος εθέλουσι λαβείν Δαίδαλον,  καί τόν Δίποινον και Σκύλλον έκ της γυναικός οί ταύτης γενέσθαι».

[10] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 251

[11] «Tertullien de spektae 9: Si vero Trohilos argivus auktor est currus patriae Iunoni id opus suum dedicavit». Τερτυλλιανός

[12] Α. Σταγειρίτη Ωγυγία, βιβλ. Θ ‘σελ.143. «Τό δέ σχήμα της Αργούς ήτο επίμηκες. «Οθεν ωνομάσθη μακρά ναύς. Καί πρώτη μακρά ναύς αυτή εφάνη εις τήν Ελλάδα επειδή μέχρι τότε μετεχειρίζοντο μικρά καί στρογγυλοειδή πλοία».

Και κατά τον Απολλώνιο «ταύτην λέγουσιν πρώτην ναύν γεγενήσθαι».

[13] Παυσανίου Κορινθιακά,25,7, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γ. Κορδάτου. «συμβαλείν δέ σφάς λέγουσιν ασπίσι πρώτον τότε καί αυτούς καί τό στράτευμα οπλισμένους».

[14] Σύμφωνα με ιστορικούς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην ελληνική ιστορία έχει την αφετηρία του στο Άργος και ξεκίνησε από τον Ακρίσιο και Προίτο απογόνους του Δαναού, από την κόρη του Υπερμνήστρα.

[15] Το Άργος είχε δύο ακροπόλεις: Η αρχαιότερη και σημαντικότερη σ’ όλες τις εποχές ήταν η Λάρισα, ένα τμήμα της οποίας ονομαζόταν στους ιστορικούς χρόνους Ασπίδα (2800- 1900 π.Χ.) ήταν η κύρια ακρόπολη και βορειότερα υπάρχει μια μικρότερη ακρόπολη της Δειράδας (προφήτης Ηλίας).

[16] Παυσανίου Κορινθιακά,25,3, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«καί ό μέν Περσεύς οία ηλικία τε ακμάζων καί τού δίσκου χαίρων τω ευρήματι επεδείκνυτο   εις άπαντας…»

[17] Ευριπίδου Ιφιγένεια η εν Αυλίδι 200, εκδ. Πάπυρος, μετ. Α. Παπαχαρίση.

Διομήδεά θ’ ήδοναίς δίσκον κεχαρημένον, παρά δέ Μηριόνην, Άρεος όζον, θαύμα βροτοίσιν.

[18] Ιλιάς Β, 773 Μετ. Κ. Δούκα.

 λαοί δέ παρά ρηγμίνι θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο καί αιγανέησιν ίέντες τόξοισίν θ’.»

«Δίσκοι δέ ώς καί έν Οδυσσεία, λίθοι στρογγυλοί οις χειριζόμενοι ερρίπτουν εις μήκος οί γυμναζόμενοι. Ει δέ ήν έκ σιδήρου, σόλος τό τοιούτον ελέγετο. Τόν αγώνα τούτον κατ’εξοχήν ηγάπων οί Αχαιοί». [ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ]

[19] Απολλόδωρος Β, 1, εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων μετ. I. Χατζηφώτη.

«Νιόβης δέ καί Διός (ή πρώτη γυναικί Ζεύς θνητή εμίγη), παίς Άργος εγένετο, ώς δέ

Ακουσίλαος φησί, καί Πελασγός, άφ ου κληθήναι τούς τήν Πελοπόννησον οικούντας Πελασγούς».

[20] Παυσανίας 1,14,2: «Λέγεται ούν ώς Δήμητραν ές Άργος ελθούσαν Πελασγός δέξαιτο οίκω».

[21] Στράβων Η, 3,33.

[22] Στράβων Η, 375, 16. » Έφορος δ’ έν Αιγίνη άργυρον πρώτον κοπήναι φησίν υπό Φείδωνος «.

[23] Από το Πάριον Χρονικόν.

[24] Από τα Αιγινήτικα νομίσματα που εικόνιζαν θαλάσσια χελώνη, προήλθε ο στατήρας και από αυτόν το εθνικό ελληνικό νόμισμα η δραχμή. Αυτή υποδιαιρέθηκε σε έξι μέρη, τους οβολούς. Στο Ηραίο (ναό της Ήρας) του Άργους, είχαν αναρτηθεί δείγματα αυτών των αρχαίων μονάδων οι οβελίσκοι: «Πρώτος δέ πάντων Φείδων Αργείος νόμισμα έκοψεν έν Αιγίνη, καί διδούς τό νόμισμα, καί αναλαβών τούς οβελίκους, ανέθηκεν τή έν Άργει Ήρα. Επειδή τότε οι οβελίσκοι τήν χείρα επλήρουν, τουτέστι τήν δράκα, ημείς καίπερ μή πληρούντες τήν δράκα τοις έξ οβολοίς, δραχμήν αυτήν λέγομεν, παρά τό δράξασθαι».

(Ωρίων Ετυμολογικόν, – 5ος αι. μ.Χ. – 118,19, λήμμα οβολός).

[25] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 227.

[26] Πινδάρου 10ος Νεμεόνικος στιχ. 5-6, μετ. Β. Λαζανά.  Πολλά δ’Αιγύπτω καταοίκισεν άστη ταις Επάφου παλάμαις»

Read Full Post »

Αριστομέδοντας ο Αργείος (496 π.χ.)

 

 

Σύγχρονος του Αγελάδα ήταν  και ο γλύπτης Αριστομέδοντας ο Αργείος (496 π.χ.) δεινός κι αυτός τεχνίτης ο οποίος εργαζόταν το χαλκό.

 

Έργα του είναι τα ακόλουθα:

 

Στη μάχη των Φωκέων κατά των Θεσσαλών που έγινε την 70η  Ολυμπιάδα, οι Φωκείς είχαν αρχηγό του ιππικού τους τον Δαϊφάντη, του πεζικού τον Ροίο  Αμβρωσέα ενώ τη μεγαλύτερη θέση ανάμεσα στους άρχοντες κατείχε ο μάντης Τελλίας στον οποίο είχαν αποθέσει την ελπίδα της σωτηρίας τους. Επικράτησαν με σημαντική νίκη και έτσι οι Φωκείς έστειλαν ανάμεσα στα άλλα αφιερώματα προς τον Απόλλωνα των Δελφών και τα αγάλματα των στρατηγών που προαναφέρθηκαν , του μάντη και των ντόπιων ηρώων. Αυτά ήταν έργα του  Αριστομέδοντα.

 

Ο Αριστομέδοντας, γύρω στην 72η ολυμπιάδα δούλεψε μαζί με τον Αμύκλαιο και τον Χιόνη το θέμα της φιλονικίας του  Απόλλωνα και του Ηρακλή για τον τρίποδα. Πολλές απομιμήσεις του έργου αυτού σώζονται τόσο εγχάρακτες σε αγγεία όσο και ανάγλυφες.  Αυτή η οποία διασώζεται στον πίνακα του Ραγκαβή (Δ, 4)  περιέχει μόνο τα δυο κυριότερα πρόσωπα, τον Απόλλωνα και τον Ηρακλή γύρω από τον Δελφικό ομφαλό. Έχει χαραχτεί, επίσης, πάνω σε μια από τις πλευρές της τριγωνικής βάσης του τρίποδα, η οποία διατηρείται στο μουσείο της Δρέσδης. Έχει ρυθμό πιο άνετο από αυτό των Αιγινίτικων μαρμάρων και προφανώς είναι μεταγενέστερη και πιο εξεζητημένη απομίμηση του αρχαϊκού πρωτοτύπου.

 

 

Γλαύκος και  Διονύσιος

 

 

Λίγο πιο μετά από τον Αριστομέδοντα άκμασαν στο Άργος ο Γλαύκος και ο Διονύσιος, αριστοτέχνες του χαλκού. Είναι γνωστοί για ένα αφιέρωμα περιεκτικότατο, το οποίο ο Μίκυθος  από το Ρήγιο, ο οποίος επιτρόπευε τα παιδιά του τυράννου Αναξίλα κι  έπειτα έφυγε στην Τεγέα, αφιέρωσε στην Ολυμπία το 467 ή ,σύμφωνα με άλλους, το 460 εκπληρώνοντας ιερή υπόσχεση για τη σωτηρία του γιου του ο οποίος ήταν φθισικός.

 

Του Γλαύκου έργα ήταν και τα μεγαλύτερα αγάλματα της Αμφιτρίτης, του Ποσειδώνα και της Εστίας, ενώ ο Διόνυσος είχε κατασκευάσει τα μικρότερα, της Κόρης, δηλ. της Αφροδίτης, του Γανυμήδη και της Άρτεμης, του Όμηρου, του Ησίοδου,  του Ασκληπιού και της Υγείας, έπειτα της προσωποποίησης του αγώνα που κρατούσε αλτήρες  και, τέλος, το άγαλμα του Διόνυσου, του Ορφέα και ενός αγένειου Δία. (Παυσ. 5,26,3 και Ηρδ. 7,170).

 

Σώθηκε μάλιστα κι ένα τμήμα της βάσης του  αναθήματος  με αφιερωματική επιγραφή. (arch. zeit. 1879 σελ.  150). Από τα έργα αυτά του Διονύσιου γνωρίζουμε μόνο τη βάση του αναθήματος. Ο Διονύσιος, εκτός από τα  έργα στα οποία έχουμε αναφερθεί κατασκεύασε και άλλα μικρότερα αναθήματα και, επιπλέον, τον Ηρακλή ο οποίος σκοτώνει το λιοντάρι της Νεμέας και τη Λερναία Ύδρα και το σκυλί- φρουρό του Άδη και τον Ερυμάνθιο κάπρο· επίσης κι ένα άλογο με ηνίοχο, αφιερώματα του Φόρμη στην Ολυμπία.

 

Αυτός, αφού πέρασε στη Σικελία στο Γέλωνα και ύστερα στον αδελφό του τον Ιέρωνα κι αναδείχθηκε μετά από τις εκστρατείες, έκανε τόση προκοπή , ώστε εκτός των άλλων αφιερωμάτων στους Δελφούς, αφιέρωσε και στην Ολυμπία ομοίωμα του αλόγου που αναφέραμε. Αυτός στο μέγεθος και στην ομορφιά ήταν πολύ πιο ευτελής, γιατί και η ουρά του είχε κοπεί. Αλλά, σύμφωνα με την παράδοση των Ηλείων, τρέλαινε τα άλογα·  όλα τα αρσενικά χιμούσαν σ΄  αυτό σπάζοντας τα δεσμά τους ή φεύγοντας απ΄  τα χέρια των  αναβατών τους και το καβαλίκευαν από πίσω με μεγαλύτερη μανία απ΄ όση θα έδειχναν για την πιο όμορφη φοράδα.  Κι αν δεν τα τραβούσε από εκεί μαστίγιο ή ανάγκη ισχυρή,  δε σταματούσαν το χλιμίντρισμα και το πήδημα. Δεν είναι απίθανο να είναι και αυτό έργο του ίδιου του  Διονύσιου όπως και το ομοίωμα του Φόρμη που αντιστέκεται σε εχθρικό άνδρα και πολεμά πάλι εναντίον άλλου και εναντίον τρίτου. (Παυσ. 5,26, 3. 27,2 ). 

 

 

Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών », σελ. 257 – 258.  Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδόσεις  «Εκ Προοιμίου», Άργος, 2008. 

 Απόδοση στην Νεοελληνική: Γιώργος Τασσιάς 

Read Full Post »

Αργειακό Εργαστήριο Γλυπτικής

 

 

Η σχολή του Άργους διδάχτηκε την τέχνη από τη Λυκία.  Η παράδοση όμως για τον Επειό o οποίος κατασκεύασε το Δούρειο ίππο (Ι. 22,665-838 και Οδ. 8,493 και 11, 532) και τα ξόανα του Ερμή και την Αφροδίτης που αφιέρωσε η Υπερμνήστρα στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα στο Άργος, το ίδιο και η παράδοση για τον Πείρασο, το γιο του Άργου και βασιλιά του Άργους που αφιέρωσε το αρχαιότατο άγαλμα της Ήρας κατασκευασμένο από αγριαχλαδιά στην Τίρυνθα κι από κει μεταφέρθηκε στο Ηραίο – μετά την καταστροφή της Τίρυνθας- μας διδάσκουν ότι εδώ, στο Άργος, ασκούνταν η γλυπτική τέχνη από τα πολύ παλιά χρόνια. Και από το επόμενο επίγραμμα, που είναι χαραγμένο πάνω στους ανδριάντες του Θεόπομπου και του Δαμάρετου  τους οποίους κατασκεύασαν οι Αργείοι τεχνίτες Ευτελίδας και Χρυσόθεμις, αποδεικνύεται πόσο παλιό είναι το Αργειακό εργαστήριο.

 

Ευτελίδας και Χρυσόθεμις τάδε έργα τέλεσαν

Αργείοι, τέχναν ειδότες  εκ προτέρων.

 

Στην πρόοδο όμως και την ανάπτυξη αυτής της σχολής συνετέλεσαν και οι αγαλματοποιοί Δίποινος και Σκύλλις που ήλθαν από την Κρήτη και ήταν γιοι και μαθητές του ονομαστού Δαίδαλου. Αυτοί πρώτοι δούλεψαν το μάρμαρο, έμειναν εδώ για πολλά χρόνια και γέμισαν την πόλη με τα έργα τους. Μ΄ αυτό τον τρόπο ξεσήκωσαν κι άναψαν το ζήλο των ντόπιων τεχνιτών. Το πιο αξιόλογο έργο τους, όπου βλέπουμε τα σπέρματα της τέχνης που κατεργάζεται το χρυσό και το ελεφαντοστό, βρισκόταν στο ναό των Διοσκούρων στο Άργος. Επρόκειτο για ένα σύμπλεγμα αγαλμάτων που παρίσταναν τους Διόσκουρους έφιππους, τα παιδιά Άναξιν και Μνασίνουν και μαζί τους τις μητέρες τους Αλάειρα και Φοίβη. Και αυτά τα αγάλματα ήταν εβένινα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των αλόγων ήταν βέβαια από έβενο, ένα μικρό όμως μέρος τους ήταν  από ελεφαντοστό. Οι Δαιδαλίδες αυτοί άκμασαν κατά την 30ή  Ολυμπ. το 580 π.Χ.

 

Έτσι,  περνώντας τα χρόνια διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε η σχολή (515 π.χ.).  Απ΄ αυτή βλάστησε και αναδείχθηκε ο Αγελάδας ή Γελάδας. Αυτός, σαν τεχνίτης εργάστηκε εξήντα περίπου χρόνια, ενώ η ακμή του τοποθετείται από το (520 π.χ.) έως το (480 π.χ.). Δούλευε μάλιστα αποκλειστικά το χαλκό και προσέλκυε στο Άργος τους πιο ξακουστούς τεχνίτες από χώρες μακρινές που έρχονταν εδώ για να τελειοποιηθούν στη σχολή του. Αυτό όμως που πάνω απ΄ όλα μαρτυρεί τη μεγάλη  κλάση αυτού του τεχνίτη   είναι ότι κοντά του μαθήτευσαν  οι πιο μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας: Μύρων, Πολύκλειτος και  Φειδίας.

 

 

 

 

Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών », σελ. 254 – 255.  Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδόσεις  «Εκ Προοιμίου», Άργος, 2008. 

 

Απόδοση στην Νεοελληνική: Γιώργος Τασσιάς 

 

Read Full Post »

Αγελάδας

 

 

Ονομαστός Αργείος γλύπτης. Εργάστηκε εξήντα περίπου χρόνια και άκμασε το 520- 480 π.Χ.. Εργαζόταν αποκλειστικά το χαλκό, και στη σχολή του έρχονταν όλοι οι περίφημοι γλύπτες από μακρινές χώρες για να τελειοποιηθούν.  Ο Αγελάδας είναι ο δάσκαλος των φημισμένων γλυπτών της αρχαιότητας Μύρωνα, Πολυκλείτου και Φειδία, για τον οποίο αναφέρεται και το επίγραμμα:

 

«Φειδίας ο περίθρυλος ο Αττικός ο πλάστης

ο γεγονώς και μαθητής Γελάδου του Αργείου».

 

 

Έργα του Αγελάδα

 

 

  • Κατασκεύασε άγαλμα του Ανόχου του Ταραντίνου, γιου του Αδαμάτα, ο οποίος νίκησε στο στάδιο και στο δίαυλο στην 65η Ολυμπιάδα.
  • Άγαλμα του Κλεοσθένη ο οποίος νίκησε στην 66η ολυμπιάδα με το άρμα του και τον ηνίοχο. Πάνω του είχαν γραφεί και τα ονόματα των αλόγων, Φοίνιξ και Κόραξ  και από τις δυο μεριές κοντά στο ζυγό, Κνακίας στα δεξιά και Στάμος στ΄ αριστερά. Πάνω μάλιστα στο άρμα υπήρχε και το ακόλουθο ελεγείο: Κλεοσθένης μ΄ ανέθηκεν…καλόν αγώνα Διός.
  • Το άγαλμα του Τιμασίθεου, που νίκησε στην 68η Ολυμπιάδα δύο νίκες στο παγκράτιο στην Ολυμπία και τρεις στα Πύθια (Παυσ.  6,8,6 Τιμασίθεος ανάκειται…ανηρημένος Πυθοί).
  • Το άγαλμα του Διός Ιθωμάτα που κατασκευάστηκε για χάρη των Μεσσήνιων οι οποίοι μετά την πτώση της Ιθώμης αποίκησαν τη Ναύπακτο στην 81,2 ολυμ.( Παυσ. 4,33,2).
  • Χάλκινα αγάλματα που κατασκευάστηκαν για χάρη των Αιγιέων. Παριστάνουν το βασιλιά των θεών Δία σε παιδική ηλικία και τον Ηρακλή χωρίς γένι.  Επειδή οι Αιγιείς έχουν κάποια παράδοση σύμφωνα με  την οποία ο Δίας ανατράφηκε στο Αίγιο από κάποια κατσίκα, [σελ. 256] τον παριστάνουν σαν παιδί. Και παλαιότερα, βέβαια, διάλεγαν από τα παιδιά το πιο όμορφο να  ΄ναι ιερέας του Δία. Όταν όμως γινόταν έφηβος, η τιμή πήγαινε σε άλλον. Αργότερα όμως τα ίδια  εκλέγονταν ιερείς και τα αγάλματα παρέμεναν στα σπίτια τους. Επειδή όμως και η Ιθώμη είχε όμοια παράδοση σχετικά με το Δία, υπάρχει αυτή  η καταπληκτική ομοιότητα του Ιθωμάτη Δία και του Δία στο Αίγιο.
  • Το άγαλμα του Αλεξίκακου Ηρακλή στη Μελίτη, δήμο της Αττικής. Εδώ ο ήρωας μυήθηκε στα μικρά μυστήρια και είχε ξακουστό ναό και ιερό. Το ιερό ιδρύθηκε στη διάρκεια του μεγάλου λοιμού για να δηλωθεί ότι η αρρώστια έπαψε, αφού κατάστρεψε πολλούς ανθρώπους, στην 87, 2 ολυμπιάδα, δηλαδή το 429 . (σχόλ. αριστ. βάτραχ. 501). Το άγαλμα του Ηρακλή στη Μελίτη μνημονεύει και ο Τζέτζης (chil. 8. 192). Γελάδου του Αργείου…Ηρακλέα. πρβλ.  de Hercule Attico από τον Dettmer.
  • Το άγαλμα της μούσας στο Άργος  κρατώντας βάρβιτο, ανάμεσα σε δυό άλλους, τον Κάναχο και τον Αριστοκλή, όπως μαρτυρεί το ακόλουθο επίγραμμα του Αντίπατρου.  Τρίζυγες αι  Μούσαι…ευρέτις Αρμονίας.
  • Επιπλέον,  κατασκεύασε μαζί με τον Ονατά  κι ένα σύμπλεγμα που παρίστανε πολεμιστή με χάλκινα άλογα και αιχμάλωτες γυναίκες. (Brunn geschichte der Griechischen Kunster 1 p. 90) . Αυτό  οι Ταραντίνοι το  αφιέρωσαν  στην  LXXVIII  και LXX ολυμπιάδα στους Δελφούς, σαν ανάθημα για τη νίκη που πέτυχαν ενάντια στους Μεσσάπιους, όμορούς τους βαρβάρους.

 

 

Για το ύφος του Αγελάδα σύγχρονές του εκτιμήσεις δεν υπάρχουν. Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι να συμπληρώσουμε το κενό με τη βοήθεια των έργων του. Από αυτά, λοιπόν, προκύπτει ότι, παρά την εμμονή του στη χρήση του χαλκού, σημαντική είναι η ποικιλία των παραστάσεων. Βρίσκουμε αγάλματα θεών, αθλητών, ανδρών, ιππέων, γυναικών, γερόντων και νέων, μεμονωμένα αγάλματα αλλά και συμπλέγματα και , τέλος, ζώα. Στην Ολυμπία βρέθηκε βάθρο σπασμένο σε πολλά κομμάτια το οποίο είχε πάνω του τις εξής επιγραφές: ( inschrif. gr. bild   από τον Lowey σελ. 65) από τις οποίες μαθαίνουμε τρεις τεχνίτες: τον Ασωπόδωρο, τον Άττωτο και τον Αργειάδα, γιό του Αργείου Αγελάδα ο οποίος εργάστηκε κι αυτός για το βάθρο που κατασκεύασε ο Πραξιτέλης, ο οποίος το 461 έφυγε  από τις Συρακούσες και πήγε στην πόλη Καμάρινα που  μόλις είχε χτιστεί.

 

 

Πολεμιστές του Ριάτσε

Πολεμιστές του Ριάτσε

Στο Μουσείο του Ριάτσε (Calabria)* εκτίθενται οι διάσημοι  «χάλκινοι Πολεμιστές του Ριάτσε» έργα που αποδόθηκαν στο σπουδαίο γλύπτη Αγελάδα**.  Τα δύο αγάλματα, πρωτότυπα ελληνικά έργα του 5ου αι. π.χ. απεικονίζουν δύο δίμετρους πολεμιστές***, βρέθηκαν στην θαλάσσια περιοχή κοντά στο Ριάτσε της Καλαβρίας την 16η Αυγούστου του 1972, από έναν νεαρό δύτη από την Ρώμη, τα οποία συντηρήθηκαν στην Φλωρεντία.

 

Σύγχρονος του Αγελάδα ήταν ο Αργείος Αριστομέδων (496 π.Χ.), επιφανής γλύπτης πολλών έργων. Λίγο μετά τον Αριστομέδοντα άκμασαν στο Άργος ο Γλαύκος και ο Διονύσιος, εργαζόμενοι και οι δύο στο χαλκό, οι οποίοι δημιούργησαν πολλά έργα. Πρώτοι οι Αργείοι γλύπτες έπλασαν αγάλματα στα οποία το αριστερό σκέλος δεν πατούσε στο έδαφος με όλο το πέλμα, αλλά με το γόνατο σε κάμψη έκλινε προς τα πίσω. Η επινόηση αυτή αποδίδεται στον Πολύκλειτο, δικαία δε θεωρείται ότι οι καλλιτέχνες της Αργείας Σχολής έγιναν γι’ αυτό οι δημιουργοί της Ευρωπαϊκής τέχνης.

 

Πολεμιστές του Ριάτσε. Museo Nazionale Di Reggio Calabria.

 

 

Πρώιμη Κλασική Περίοδος (480-450 π.Χ.)

Τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου (Περσικοί Πόλεμοι, εγκαθίδρυση δημοκρατίας κτλ.) έχουν αντίκτυπο στις τέχνες και ειδικότερα στη γλυπτική. Τότε είναι που συντελούνται πολλές μεταβολές. Για παράδειγμα, το βάρος του σώματος μετατοπίζεται στα αγάλματα στο ένα σκέλος,  κάτι που έχει ως συνέπεια την αλυσιδωτή μετατόπιση και των λοιπών μελών.

Στα γυναικεία αγάλματα προβάλλει ο δωρικός πέπλος και η ανάδειξη του σώματος γίνεται με τον περιορισμό των πτυχών του. Στις πολυπρόσωπες συνθέσεις, πάλι, οι μορφές δεν είναι πια παρατακτικές αλλά υποταγμένες σε μια κεντρομόλο σύνθεση. Η πιο σημαντική αλλαγή, όμως, είναι η αντικατάσταση του μειδιάματος με μία έκφραση που δείχνει ενδοστρέφεια και  περισυλλογή, ενώ όσα κατάλοιπα ζωομορφισμού επιζούσαν έως τότε σβήνουν.

Πρωτοπόροι γλύπτες της περιόδου θεωρούνται ο Ονάτας, ο Νάξιος Αλξήνωρ, ο Αργείος Αγελάδας, ο Μύρων, ο Πυθαγόρας, που τις μορφές του χαρακτήριζε ρυθμός και συμμετρία, και ο Πολύγνωτος. Αυτοί έθεσαν τα θεμέλια της κλασικής φόρμας που θα ολοκληρώσει η γενιά του Φειδία και του Πολύκλειτου.

 

Υποσημειώσεις

 

* Ρήγιον (σημ. Ρέτζιο ντι Καλάμπρια). Ελληνική αποικία στην Μεγάλη Ελλάδα χτισμένη στο στενό της Μεσσήνης.

 

**  Μεγάλα Μουσεία « Αθήνα – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», τόμος 19, σελ. 112. Εκδοτική σειρά από το Έθνος της Κυριακής, 2007.

 

Ορισμένοι αποδίδουν  στο Φειδία τους δύο Πολεμιστές του Ριάτσε και τους συνδέουν με το σύνταγμα, (σύνταγμα (το): δύο ή περισσότερα αγάλματα τοποθετημένα παρατακτικά)  που αφιέρωσαν οι Αργείοι στους Δελφούς. Κατ’ άλλους αυτά τα αγάλματα προέρχονται από ανάλογο σύνταγμα στην αγορά του Άργους και αποδίδονται στον Αλκαμένη και τον Αγελάδα. Ο ιστορικός της Τέχνης Paolo Moreno, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης, σε εργασίες του υποστήριξε ότι τα αγάλματα αναπαριστούσαν μορφές από τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου.

*** […] Οι ανδριάντες του Ριάτσε είναι τα δύο χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν στη θάλασσα πριν από όχι και πολλά χρόνια. Και όχι μόνο η ανεύρεση αλλά και η άμεση ανακοίνωση του ευρήματος στις Αρχές από τον επαινούμενο – πολύ σωστά για την τιμιότητά του- ερασιτέχνη, απασχολούμενο με το υποβρύχιο ψάρεμα, Στέφανο Μαριστίνι επέτρεψε τη διάσωσή τους. Τ’ αγάλματα αυτά, κοντά στ’ άλλα, διακρίνονται για την ομορφιά, την ποιότητα, τον πλούτο και τον χαρακτήρα των διατυπώσεων της χαλκοπλαστικής της γλώσσας, και πολύ σωστά χαρακτηρίζονται ως τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής πλαστικής και πιο γενικά της ελληνικής τέχνης του πέμπτου π.Χ. αιώνα, της πιο σημαντικής της περιόδου. […] Με ύψος λίγο πάνω λίγο κάτω από τα 2 μέτρα, οι ανδριάντες του Ριάτσε αναφέρονται ως ήρωες, πολεμιστές, αθλητές-οπλιτοδρόμοι, ακόμη και θεοί, λιγότερο, γιατί εικονίζονται με όπλα, ασπίδες ξίφη ή δόρατα. Για την τεχνική τους οι περισσότεροι μελετητές και οι ειδικοί στα ζητήματα της χαλκοπλαστικής δέχονται ότι έχουν κατασκευαστεί με την ίδια τεχνική, αυτή του χαμένου κεριού και από το ίδιο υλικό και κατά πάσαν πιθανότητα ακόμη και στο ίδιο εργαστήριο. […]

Κείμενο από το βιβλίο του Χρήστου Χρύσανθου, «Περικλής και Εφιάλτης τυραννοκτόνοι Οι ανδριάντες του Ριάτσε, τέχνη και ιστορία», Έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών.

 

 

Ποιοι είναι τα αγάλματα του Ριάτσε;

 

 

Ο Περικλής και ο φίλος του Εφιάλτης είναι οι «Πολεμιστές του Ριάτσε». Τριάντα χρόνια μετά την ανάδυσή τους από τη θάλασσα του Ριάτσε της Καλαβρίας, οι δύο χάλκινοι άνδρες αποκτούν ταυτότητα. Τη νέα αυτή ερμηνεία θα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών (3/12, 7μμ) ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, στην ομιλία του με θέμα: «Περικλής και Εφιάλτης. Οι ανδριάντες του Ριάτσε ως τυραννοκτόνοι».

Με ύψος λίγο μεγαλύτερο των δύο μέτρων, οι δύο χάλκινοι ανδριάντες, οι οποίοι βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καλαβρίας, χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και οι μελετητές τούς συνδέουν με το εργαστήρι του Φειδία. Σ’ αυτό συγκλίνουν οι περισσότεροι, οι οποίοι όμως διαφωνούν με τις μορφές που εικονίζονται, αφού επιχείρησαν να τις ταυτίσουν με βάση τις πληροφορίες των Παυσανία και Πλίνιου. Κάποιοι θεώρησαν πως εικονίζονται ο Μιλτιάδης και ο Κόδρος, ενώ άλλοι πως είναι ήρωες των Αχαιών στην Ολυμπία ή επίγονοι του Θηβαϊκού κύκλου.

Η νέα ερμηνεία του Χρ. Χρήστου, βασίζεται στα ίδια τα αγάλματα και στην ανεύρεσή τους. Εξηγεί τη διαφορετική τους ηλικία, γιατί ο ένας φοράει κράνος, γιατί δημιουργήθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα, γιατί είναι μόνο δύο και γιατί βρέθηκαν μαζί. Οι αναφορές του Πλούταρχου στο σχήμα της κεφαλής του Περικλή (είχε πολύ μακρύ κρανίο, γι’ αυτό εικονιζόταν πάντα με περικεφαλαία), κάνουν το Χρ. Χρήστου να δεχτεί ότι η μορφή με την περικεφαλαία είναι ο Περικλής ο Ξανθίππου και ότι η άλλη ανήκει στον φίλο του, τον φτωχό και αδιάφθορο Εφιάλτη του Σοφωνίδη, που πέτυχε τον περιορισμό των εξουσιών του Αρείου Πάγου. Κίνηση που οδήγησε το 461 π.Χ. στη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Χρ. Χρήστου, το έργο ίσως ήταν παραγγελία του Περικλή στο στενό του φίλο Φειδία, για να τιμήσει το δολοφονημένο αρχηγό των Δημοκρατικών και να εξάρει το δικό του ρόλο.

Εφημερίδα Ριζοσπάστης Σάββατο 30 Νοέμβρη 2002.

Πηγές

  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.
  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 
  • Α. Παπαγιαννοπούλου, «Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη», σ.167-172.
  • Μεγάλα Μουσεία « Αθήνα – Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», τόμος 19, σελ. 112. Εκδοτική σειρά από το Έθνος της Κυριακής, 2007.
  • Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.

 

 

Read Full Post »

Πολύκλειτος

 

Ο διάσημος γλύπτης της αρχαιότητας Πολύκλειτος κατέχει στην Αργεία τέχνη την ίδια θέση που κατείχε ο Φειδίας στην Αττική. Ήταν κατ’ άλλους μεν Σικυώνιος, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν κυρίως στο Άργος, κατ’ άλλους δε Αργείος. Ήκμασε γύρω στο 450 – 420 π.χ. και υπήρξε μαθητής του περίφημου Αργείου γλύπτη Αγελάδα.

Βίος

 

Το λαμπερό αυτό αστέρι της σχολής του Άργους, κατέχει στην Αργειακή τέχνη θέση παρόμοια μ΄  αυτή του Φειδία στην Αττική. Άλλοι ισχυρίζονται ότι κατάγεται  από τη Σικυώνα, αλλά ζούσε και εργαζόταν κυρίως στο Άργος· άλλοι, ισχυρίζονται πως κατάγεται από το Άργος. Από αυτό παρορμητικά μερικοί δέχθηκαν, χωρίς να αληθεύει, ότι ο Σικυώνιος και ο Αργείος Πολύκλειτος ήταν δυο εντελώς  διαφορετικά πρόσωπα. Η γνώμη αυτή αποδεικνύεται εντελώς ανυπόστατη. Ο Overbeck (gesch. der gr. plastic  τόμος 1, σελ. 386) πιστεύει ότι γεννήθηκε την 74η  ή 75η Ολυμπιάδα (περίπου το 482 – 478). Επομένως, ήταν σύγχρονος του Φειδία, αλλά νεότερός του  16-18 χρόνια.

 

Μαζί με τον Αθηναίο τεχνίτη μαθήτευσαν κοντά στον Αγελάδα. Ο πατέρας του ονομάζονταν Πάτροκλος ή Πατροκλής. Όταν μάλιστα το Άργος απόκτησε πολύ σημαντική πολιτικά θέση εξαιτίας και της σταθερής συμμαχίας του με την Αθήνα, συγκεντρώθηκε σ΄ αυτό η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Αργειακού εργαστηρίου. Επικεφαλής του και πρώτος του τεχνίτης   αναδεικνύεται ο Πολύκλειτος. Προώθησε σε μέγιστο βαθμό  την τέχνη, όπως ο Φειδίας στην Αθήνα , με τις ιδιότητες εκείνες της γλαφυρότητας και της συμμετρίας, οι οποίες απέρρεαν από το Δωρικό χαρακτήρα. Όπως και ο Φειδίας ήταν υπεύθυνος για το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, έτσι και ο Πολύκλειτος αντίστοιχα γι΄ αυτόν του  Ηραίου, του οποίου οι μετόπες και η ζωφόρος παρίσταναν τη γέννηση του Δία, τη Γιγαντομαχία και τον Τρωικό πόλεμο.

Έργα

 

Ο Ερμής στη Λυσιμάχια: πρωτοβρέθηκε στη Λυσιμάχια  στη Θρακική χερσόνησο, όπου μεταφέρθηκε την 117,3 ολυμπιάδα τη χρονιά δηλαδή που χτίστηκε η πόλη, ενώ πριν η βάση του βρισκόταν στον Αίνο ή στην Καρία. Όπως μάλιστα μπορεί κανείς να συμπεράνει από τη στάση του δεξιού χεριού, ο  Ερμής που βρίσκεται μπροστά μας είναι ο λόγιος. Η στάση γενικά, η μορφή του κεφαλού και οι αναλογίες συμφωνούν μ΄ αυτές του Δορυφόρου  και του Διαδύμενου. Πολυκλείτειες μορφές δείχνει και το ωραίο χάλκινο άγαλμα του Ερμή το οποίο δημοσίευσε ο Conze. ( Jachr. d;  arch. inst. 1887 taf. 9).

 

Αφροδίτη στις Αμύκλες: αυτό αποτελούσε μέρος του αναθήματος που αφιέρωσαν οι Σπαρτιάτες για τη νίκη τους στους Αιγός ποταμούς (Ολυμπ. 93,4). Ήταν χάλκινο και στηριζόταν πάνω σε τρίποδα.

 

Ζεύς Μειλίχιος: Μαρμάρινο άγαλμα τοποθετημένο στο Άργος. Το άγαλμα αυτό όπως και το επόμενο μερικοί το αποδίδουν  στο νεότερο Πολύκλειτο.

 

Απόλλων, Λητώ, Άρτεμη: Από λευκό μάρμαρο, στο ιερό της ορθίας Αρτέμιδος, πάνω στο όρος Λυκώνη.

 

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

 

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

Εκείνο όμως το έργο του Πολύκλειτου που ξεπερνά όλα τα άλλα εμπνευσμένα του έργα, είναι η Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους Όπως μάλιστα ο Φειδίας εμπνεύστηκε από τον Όμηρο την κατασκευή του αγάλματος του Ολυμπίου Διός, έτσι και ο Αργείος τεχνίτης, του ίδιου  του  Φειδία ζήλεψε τη δόξα και βάλθηκε να δημιουργήσει ένα έργο αντίστοιχο και αντάξιο σύντροφο του Παντοκράτορα Δία.

Το κολοσσιαίο τούτο χρυσελεφάντινο  άγαλμα του δαιμόνιου τεχνίτη, καθόταν πάνω σε θρόνο στο Ηραίο. Το κατασκεύασε μετά την 89,2 ολυμπιάδα (423 π.χ.), δηλαδή μετά την καταστροφή του αρχαίου ναού. Αυτό ήταν το πιο τέλειο και εκλεπτυσμένο έργο που το εκτέλεσε με δημόσια παραγγελία. Ήταν η πιο άρτια παράσταση της θεάς και το πρότυπο του αρχετύπου της Ήρας. Είναι κολοσσιαίου μεγέθους, αλλά μικρότερο από το Δία και την Αθηνά του Φειδία, γιατί έπρεπε να είναι ανάλογο με το μέγεθος του ναού. Η θεά  παριστάνεται να κάθεται πάνω σε χρυσό θρόνο, ντυμένη με πλούσιο φόρεμα, που άφηνε γυμνούς μόνο το λαιμό και τους ωραίους λευκούς ώμους. Σύμφωνα μάλιστα με το επόμενο επίγραμμα του Παρμενίωνα που γράφτηκε για το άγαλμα της Ήρας, ο τεχνίτης έδειξε από το σώμα της θεάς μόνο ό, τι επιτρέπεται να δουν θεοί και άνθρωποι, ενώ συγκάλυψε ό,  τι μόνο το μάτι του Δία έπρεπε να βλέπει. (Ελλ. Ανθολ. 2,185.5)

Ωργείος…φυλασσόμεθα.

Το κεφάλι με τα πλούσια μαλλιά, το  έζωνε χρυσό στεφάνι, πάνω στο οποίο ήταν σμιλεμένες οι ακόλουθες της θεάς, οι Ώρες και οι Χάριτες. Στ΄ αριστερό της χέρι κρατούσε σκήπτρο, πάνω στο οποίο καθόταν ένας κούκος σύμβολο του ιερού της γάμου με τον Δία και της καλότυχης γονιμότητάς της. Στο δεξί της χέρι κρατούσε  ρόδι είτε για να συμβολίζει το θρίαμβό της ενάντια στην αντίζηλό της Δήμητρα η οποία μισούσε τον καρπό αυτό που συμβόλιζε το γάμο του Πλούτωνα με την αγαπημένη της θυγατέρα Περσεφόνη, είτε σα γενικό έμβλημα του γάμου. Υπήρχε όμοια ένα κλήμα αμπελιού και δέρμα λιονταριού, πάνω στο οποίο έβαζε τα πόδια της, για να φανερώσει το μίσος της κατά των δύο άλλων παλλακίδων του Δία,  δηλαδή της Σεμέλης και της Αλκμήνης και κατά των γιών τους,  Διόνυσου και Ηρακλή, γιατί το κλήμα και το δέρμα του λιονταριού ήταν σύμβολα αυτών των θεών. Τέλος, γνωρίζουμε ότι η Ήβη, το παιδί που έκανε με το Δία η  ίδια η θεά, χρυσελεφάντινο κι αυτό, το φιλοτέχνησε ο Ναυκύδης μαθητής του Πολύκλειτου και ήταν τοποθετημένο δίπλα στο θρόνο της μητέρας του, πάνω στην ίδια βάση. Χρυσελεφάντινη την έκανε την Ήρα ο χαλκοπλάστης Πολύκλειτος, παρακινημένος βέβαια από τα έργα του ένδοξου συμμαθητή του, του  Φειδία. Ο Μάξιμος μάλιστα ο Τύριος την περιγράφει ως εξής: Ήραν έδειξεν Αργείοις…βασιλικήν (δηλαδή, καθισμένη πάνω σε χρυσό θρόνο). Και ο Μαρτιάλιος ακολούθως: «βοώπιν…μεγαλοπρέπειαν.

Αυτή, λοιπόν, τη μορφή της Ήρας δεν μπορούμε να την παραλληλίσουμε και να τη θεωρήσουμε εφάμιλλη του Ολύμπιου Δία του Φειδία, ο οποίος παράστησε έτσι το θεό όπως τον έπλασε η φαντασία όλων των Ελλήνων και ήταν ριζωμένος βαθιά στη συνείδηση ολόκληρου του Έθνους. Αυτό το πρότυπο ακολουθώντας ο Πολύκλειτος, όφειλε να παραστήσει την Ήρα σαν την ανώτατη βασίλισσα του ουρανού και έξοχη σύζυγο του παντοκράτορα Δία. Αλλά, αντί να παρακινηθεί από την ιδέα που είχε ολόκληρο το έθνος για την ιδεατή μορφή της Ήρας, βασίστηκε μόνο στη θρησκεία και τη λατρεία της Ήρας από τους Αργείους, οι οποίοι βέβαια την τιμούσαν  σα βασίλισσα του ουρανού και ευγενή σύζυγο του κοσμοκράτορα Δία, αλλά τη θεωρούσαν ιδιαίτερα σαν προστάτισσα και οδηγήτρια του ιερού δεσμού του γάμου. Γι΄ αυτό και την έκανε ένθρονη, με συστολή να στέκεται, ντυμένη αναμφίβολα με φόρεμα που φτάνει ως τα πόδια, και με πανωφόρι που είχε πτυχές βαθιές,  πάνω στο οποίο έδειχναν ακόμα λευκότερα τα χέρια της, πλασμένα από ελεφαντόδοντο. Επομένως, συγχώνευσε τη μερική αυτή ιδέα με την καθολική και αναγκαστικά παράστησε τη θεά αυστηρή φύλακα του ιερού νόμου σε αντίθεση με την ελαφρότητα και την αστάθεια και την επιρρέπεια του συζύγου της να παραβιάζει το συζυγικό του καθήκον. Μαρμάρινο κεφάλι στη Νεάπολη παριστάνει τη θεά  καχύποπτη, ν΄ αρπάζεται εύκολα και να μαλώνει με  το Δία. Μόνο η συνεχής και επανειλημμένη εξέταση της προτομής της θεάς μπορεί να μας κάνει ικανούς να κατανοήσουμε αυτή την αξιοθαύμαστη εργασία, η οποία είναι η τελειότερη αναπαράσταση της ιδέας της θεάς και είναι απαράμιλλης αισθητικής αξίας. Και είναι αναγκαία η συνεχής και επανειλημμένη εξέταση ιδιαίτερα για τούτο: γιατί η θεά είναι κλεισμένη εντελώς στον εαυτό της και δεν μας προκαταλαμβάνει όπως ο Δίας μ΄ εκείνο το γλυκύ και πράο μειδίαμα, το οποίο παίζοντας πάνω στα χείλη της προτομής μας επιτρέπει να αισθανθούμε τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων σε όλη του την κυριαρχία πάνω στον κόσμο. Αλλά εδώ κυριαρχεί η αυστηρότητα και το μεγαλείο. Η προτομή της Ήρας παρουσιάζεται φοβερή. Κι όμως. Είναι αλήθεια ότι μόνο αυτή η ομορφιά υποφέρει τη μεγαλοπρέπεια του βασιλιά των θεών. Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, εστιάζοντας στα μέρη της μορφής της  να αισθανθούμε αυτή την ομορφιά. Το πολύ πλατύ και ψηλό, ιδιαίτερα μάλιστα στη μέση και προς τα κάτω, ισχυρά καμαρωτό μέτωπο, προδίδει την  πολύ ισχυρή θέληση και τον αυστηρό χαρακτήρα της θεάς. Το μέτωπο το λαμπερό και νεανικό που με την ισχυρή του απόληξη ρίχνει για τα καλά  τη σκιά του στα περήφανα βαθουλωτά μάτια, αναδεικνύει το κάτω μέρος του προσώπου μέσα σε μια ουράνια καθαρότητα. Με ράχη πλατιά η ολόισια μύτη ανεβαίνει  κλιμακωτά. Το λίγο ανοιχτό στόμα προδίδει την αυστηρότητα και την τραχύτητα της θεάς. Το πηγούνι της που είναι γενικά δυνατό και προεξέχει πολύ, αλλά είναι κανονικά  στρογγυλό, φανερώνει την ανεξάντλητη ενεργητικότητά της, ενώ ο λαιμός της μας αναγκάζει να αισθανθούμε την ακατάβλητη δύναμη της θέλησης της θεάς. Το κάλλος της, λοιπόν, μοιάζει όχι με το ανοιξιάτικο μπουμπούκι, αλλά με το ρόδο που΄ ναι στην ώρα του το καλοκαίρι·όχι με την τρυφεράδα της κόρης, αλλά με την πληρότητα και της ωριμότητα της μεστωμένης γυναίκας. Αυτής όμως  που  ποτέ δεν μαραινόταν, αλλά ξανάπαιρνε πάντα πίσω τη λαμπρή της νιότη, καθώς λουζόταν  στην Κάναχο πηγή.

Αλλά παρόλο της το μεγαλείο η Ήρα  είναι η θεϊκή σύζυγος στην τελειότερή της εκδοχή. Πάνω στα λουλουδιασμένα μάγουλα περνούν οι χιλιετηρίδες χωρίς ν΄ αφήνουν τα ενοχλητικά τους ίχνη, ενώ η απαλή στρογγυλάδα της μπροστινής επιφάνειας του λαιμού, μας αφήνει το περιθώριο να μαντέψουμε τα πλούσια στήθια  της, το μαλακό μαξιλάρι που πάνω του αφήνει τις έγνοιες του ο Δίας. Με την απαλότητα της σάρκας και την περιποίηση των μαλλιών, μαλακώνει κάπως ο καλλιτέχνης την αυστηρότητα της μορφής. Πάνω απ΄ όλα η αντίθεση αυτών  των μαλλιών που πλούσια κυματίζουν ήρεμα, ενώ το φως που πέφτει χάνεται στη σκιά των αυλακιών τους κάνοντάς τα να μοιάζουν  χαλαρά, με το χάλκινο λείο μέτωπο της θεάς και τον ευθυτενή λαιμό είναι απαράμιλλη. Τα  απαλά μαλλιά είναι πολύ απέριττα τραβηγμένα προς τα πάνω, αλλ΄ όμως χτενισμένα με μεγάλη επιμέλεια και το μαργαριταρένιο στεφάνι δείχνει, ότι η Ήρα είναι αντάξια σύζυγος του βασιλιά των θεών.  Απ΄ αυτή λοιπόν την ιδεατή  παράσταση της βασίλισσας του ουρανού και της θεάς του γάμου, κατανοούμε τον απέραντο σεβασμό, που έτρεφε στο πρόσωπό της ο πιστός Αργείος, και την πεποίθηση  ότι ο γάμος είναι ιερός και η ζωή μέγα αγαθό και πρώτο. Αυτή την πεποίθηση ενέπνεε η θεά στους πιστούς της δούλους.

 

Στη σφαίρα του υπεράνθρωπου ανήκουν και τα επόμενα έργα

 

Hρακλής Ηγήτωρ παίρνοντας τα όπλα:  Σύμφωνα με τον Lowey (inschrif. griech. bild  σελ 321) βρέθηκε στη Ρώμη η εξής επιγραφή:  opus polycliti.  Η επιγραφή ααυτή ίσως αναφέρεται σ΄ αυτό το άγαλμα, διότι, όπως αναφέρει ο Πλίνιος  (34, 56) στη Ρώμη ένα έργο αναφερόταν στον Πολύκλειτο (  fecit Herculem qui Romae, hagetera arma sumentem).

 

Ηρακλής Υδροκτόνος, νικώντας την Ύδρα.

 

Δορυφόρος

 

 

Ο «Δορυφόρος», αντίγραφο του πρωτότυπου έργου. Φωτογραφία: Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ο «Δορυφόρος», αντίγραφο του πρωτότυπου έργου. Φωτογραφία: Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ο «Δορυφόρος», (αυτός που φέρει το δόρυ), είναι ένα μαρμάρινο Ρωμαϊκό αντίγραφο του χαμένου χάλκινου πρωτοτύπου Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ώριμης κλασσικής  γλυπτικής (480-323 π. Χ) Βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Πολύκλειτο από το Άργος. Ο «Δορυφόρος» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Απεικονίζει έναν καλογυμνασμένο αθλητή ο οποίος φέρει βαρύ δόρυ. Το γλυπτό αυτό φέρει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της ώριμης κλασσικής περιόδου και θεωρείται σταθμός στην γλυπτική. Ο Δορυφόρος θεωρείται εφαρμογή της αισθητικής θεωρίας του Πολύκλειτου του «κανόνα» . Ίσως ενσάρκωνε τον Αχιλλέα. Ταυτίζει την ιδέα της ανδρείας και της ομορφιάς με την ιδέα του ωραίου ήρωα. Ο Πολύκλειτος από το Άργος είχε εξειδικευτεί στην κατασκευή ανδριάντων αθλητών και απεικόνιζε στα αγάλματά του την χαλάρωση μετά τον αγώνα. Το σώμα του Δορυφόρου είναι δοσμένο με μαθηματική ακρίβεια στις αναλογίες και με στοιχεία αφαίρεσης. Επιδεικνύει το τέλος της εφηβείας. Η έμπειρη κατεργασία των μυών και το τριχωτό του ηβαίου επιτυγχάνουν την αποτύπωση της ωριμότητας του ανθρώπου (όπως και στην ώριμη κλασσική γλυπτική) της τέλειας ωριμότητας του ανθρώπου. Το ανθρώπινο ανδρικό σώμα παρουσιάζεται με ιδανικές αναλογίες χάρη σε ένα σύστημα που επινόησε ο Πολύκλειτος γνωστό ως «κανών» Ο Πολύκλειτος έγραψε και σχετική γραμματεία και κατασκεύασε το άγαλμα σύμφωνα με τον κανόνα. Φυσιοκρατία, τρισδιάστατη κάλυψη. Ιδανικό κάλλος, νηφάλιο πρόσωπο ,γυμνασμένο σώμα.

Ο νέος άνδρας παριστάνεται με το δόρυ στηριγμένο στον αριστερό του ώμο, φαίνεται σαν να στέκεται ενώ βαδίζει. Ο θεατής κοιτάζοντας το έχει την αίσθηση πως ο νέος την επόμενη στιγμή θα ξεκινήσει να κινείται πάλι. Το κορμί του είναι ρωμαλέο και αθλητικό Ζυγιάζεται πάνω στο δεξί του πόδι , ενώ το αριστερό του πόδι (χαλαρό) πατά πίσω στα ακροδάχτυλα. Το κεφάλι του είναι στραμμένο δεξιά. Χαρακτηριστικό για τα έργα του Πολύκλειτου είναι το χαμηλό ανάγλυφο των μαλλιών ,οι φαρδιοί ώμοι και το τονισμένο και ευδιάκριτο σχέδιο των μυών.

 

Μέτρο – συμμετρία

 

Το άγαλμα αυτό φανερώνει μια τέλεια δομή, με τέλειες αναλογίες (συμμετρία) οι οποίες δεν ήταν πραγματικές αλλά καθαρά θεωρητικές, υπολογισμένες με μαθηματικό τρόπο και με μεγάλη ακρίβεια με βάση ένα κοινό μέτρο αντιπροσώπευε το σύνολο των καλύτερων αναλογιών μιας σειράς αθλητών δηλ. ολυμπιονικών (ειδίκευση του Πολύκλειτου). Έχει ωραίο αθλητικό σώμα που αντανακλάται στο νηφάλιο και σεμνό του πρόσωπο με αυτό τον τρόπο εκφράζεται καλύτερα το ανθρωπιστικό ιδεώδες της καλοκαγαθίας του σωματικού και ψυχικού κάλους των πολιτών.

 

 

Διαδούμενος

 

Διαδούμενος. Φώτο: Υπουργείο Πολιτισμού.

Διαδούμενος. Φώτο: Υπουργείο Πολιτισμού.

Πρόκειται για αντίγραφο του 100 π.X. του φημισμένου χάλκινου αγάλματος του Διαδούμενου, που κατασκεύασε γύρω στο 450-425 π.X. ο Aργείος γλύπτης Πολύκλειτος. Tο άγαλμα ήταν περίφημο ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται από το Pωμαίο ιστορικό Πλίνιο (nat. 34.55). Παριστάνεται νεαρός αθλητής να δένει στο κεφάλι του την ταινία της νίκης. Δίπλα στη μορφή υπάρχει κορμός δέντρου, που αποτελεί προσθήκη του αντιγραφέα. Σε αυτόν είναι ριγμένο το ένδυμα του νέου, και επάνω του στηρίζεται μια φαρέτρα, γεγονός που έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές στην ταύτιση της μορφής με τον θεό Aπόλλωνα. Tο άγαλμα ενσαρκώνει το αθλητικό ιδεώδες, αλλά και τις ιδανικές αναλογίες του γυμνού ανδρικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στον “κανόνα” του Πολύκλειτου, ενός από τους κατ’ εξοχήν γλύπτες χάλκινων αγαλμάτων αθλητών της κλασικής αρχαιότητας. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι το γλυπτό έφερε επιχρύσωση.

 

 

 

 

Η Πληγωμένη Αμαζόνα

 

Αμαζόνα

Αμαζόνα

Το αυθεντικό αυτού του αγάλματος επήρε το πρώτο βραβείο κατά την διάρκεια ενός διαγωνισμού στην Έφεσο, στην οποία έλαβαν μέρος ο Πολύκλειτος, Φειδίας, Κρεσίλας, Κύδων και Φράδμων. Ο Πλίνιος μας αναφέρει τα γεγονότα: Οι κάτοικοι της Εφέσου είχαν ζητήσει  ένα άγαλμα της Αμαζόνας για τον ναό της Αρτέμιδος. Οι πιο φημισμένοι γλύπτες της Ελλάδος της εποχής ήλθαν στην Έφεσο να λάβουν μέρος με τα έργα τους. Οι αρμόδιοι τους ζήτησαν να εκτιμήσουν οι ίδιοι τα έργα τους. Όλοι φυσικά αξιολόγησαν το έργο τους ως το καλύτερο αλλά στην θέση του δεύτερου ο Πολύκλειτος έλαβε τους περισσότερους ψήφους και αναδείχθηκε ο νικητής του διαγωνισμού.

Ο Φειδίας ήλθε δεύτερος, Κρεσίλας τρίτος, Κύδων τέταρτος και ο Φράδμων πέμπτος.  Ο Πολύκλειτος χρησιμοποιεί ξανά το κόντρα πόστο. Το άγαλμα δίνει την αίσθηση της ηρεμίας και ανάπαυσις. Το προεξέχων αριστερό πόδι, το οποίο δέχεται το βάρος του σώματος, δίνει κίνηση στο αρμονικά συμπλεγμένο σώμα.

 

Ο Αποξυόμενος: Το άγαλμα αυτό παριστάνει νεαρό με ζωστήρα να καθαρίζεται από τη σκόνη της παλαίστρας.

 

Αποπτερνίζων:  Παριστάνει παγκρατιαστή πιθανώς να χρησιμοποιεί τη φτέρνα του για να πλήξει τον αντίπαλο.

 

Κανηφόροι: Τα αγάλματα αυτά ,πιθανώς, ήταν προορισμένα σαν αφιερώματα στην Ήρα. Είναι μάλιστα γνωστό ότι και στη λατρεία της θεάς του Άργους υπηρετούσαν γυναίκες  (πρβλ. arch. zeitung  σελ. 253 του έτους 1866).

 

Αστραγαλίζοντες: Δυο παιδιά, ίσως ο Έρωτας κι ο Γανυμήδης παριστάνονται σε σύμπλεγμα να παίζουν με τους αστραγάλους. Σύμφωνα με τον Πλίνιο βρίσκονταν στο ανάκτορο του αυτοκράτορα Τίτου και θεωρούνταν το πιο άρτιο έργο της αρχαιότητας. (Sillig. cat. artif.  SEL. 364).  Μερικοί θεωρούν την εικόνα η οποία έχει σωθεί στο  Description ancient marbles  τόμο 2, ότι παριστάνει το ένα μόνο παιδί  να παίζει.

 

Αρτέμονας: Μηχανικός τον καιρό του Περικλή και ονομάσθηκε Περιφόρητος, αφού, επειδή ήταν κουτσός, τον πήγαιναν με φορείο στα έργα που ήταν κατεπείγοντα. Υπάρχουνε όμως και μερικοί, οι οποίοι πιστεύουν, ότι ο Αρτέμων Περιφόρητος αποτελεί παράσταση ανθρώπου θηλυπρεπή και έκλυτου, με σκουλαρίκια και παρασόλι, δηλαδή με εξολοκλήρου γυναικείες ιδιότητες σε αντίθεση με τον Ηρακλή τον Ηγήτορα, το πρότυπο αυτό του  άριστου άνδρα, του ικανού στον πόλεμο ανθρώπου. (Πλτ. Περ. 8,27. «  Έφορος δε και μηχαναίς… Περιφόρητον).

 

Το άγαλμα του αθλητή Θερσίλοχου από την Κέρκυρα ο οποίος νίκησε στην Ολυμπία και πήρε στεφάνι σε ένα παιδικό αγώνισμα.

 

Του Αριστίωνα, γιου του Θεόφιλου από την Επίδαυρο , ο οποίος νίκησε στην πυγμαχία και πήρε στεφάνι. Στην Ολυμπία βρέθηκε βάση από λευκό μάρμαρο, πάνω στην οποία είναι χαραγμένη η ακόλουθη επιγραφή, η οποία συμφωνεί με όσα λέει ο Παυσανίας (6,13,6)  Αριστίων Θεοφίλεος../ Πολύκλειτος εποίησε. Μερικοί αποδίδουν αυτό το έργο στο νεότερο Πολύκλειτο. (inschrif. gr. bild.  από τον  Lowey σελ. 73),

 

Το άγαλμα του Κυνίσκου πυγμάχου από τη Μαντίνεια. Βρέθηκε μάλιστα στην Ολυμπία και επιγραφή που συμφωνεί με όσα λέει ο Παυσανίας. (Παυσ. 6,4,11 inschrif. Lowey  σελ. 43).

 

Το άγαλμα του Πυθοκλή από την Ηλεία , ο οποίος νίκησε στο πένταθλο. Η βάση αυτού του αγάλματος βρέθηκε στην Ολυμπία, από μαύρο ασβεστόλιθο με εγχάρακτη επιγραφή. (Παυσ. 6,7,10 inscrip. gr. ant.  σελ. 19. 44). Και αυτό και το επόμενο αποδίδονται στο νεότερο Πολύκλειτο.

 

Το άγαλμα του Ξενοκλή του Μαιναλίου που νικά παιδιά παλαιστές (Παυσ. 6,9,2) Στην Ολυμπία βρέθηκε επιγραφή πάνω σε μαρμάρινη βάση (inschrif. Lowey σελ. 70).

 

 

Πηγές

 

  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008. 
  • Υπουργείο Πολιτισμού.
  • Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
  • ΕΑΠ: Ελληνικός Πολιτισμός.

Read Full Post »