Αστυνομία και δημόσια ασφάλεια στο Άργος και την περιοχή του κατά την Επανάσταση του 1821
Ειδήσεις από ανέκδοτα ιστορικά έγγραφα της περιόδου 1822-1827
Ι. Εισαγωγή
Η εργασία που ακολουθεί είναι αρχειοδιφική. Βασίζεται στο σύνολό της στην αρχειακή ενότητα «Μινιστέριον της Αστυνομίας», η οποία τηρείται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Αποτελεί τα κατάλοιπα του αρχείου του Υπουργείου Αστυνομίας από την περιπετειώδη λειτουργία του στις διάφορες πόλεις όπου είχε κατά καιρούς την έδρα του το Εκτελεστικό Σώμα: Κόρινθος, Άργος, Τριπολιτσά, Ερμιόνη, Ναύπλιο, Τριπολιτσά (δεύτερη φορά), Μύλους και Ναύπλιο, για τρίτη και τελευταία φορά, έως την εμφάνιση της Αντικυβερνητικής Επιτροπής (1827).
ΙΙ. Αστυνομικές υπηρεσίες
ΙΙ. 1. Γενική Αστυνομία Άργους
Προς το παρόν παραμένει άγνωστο αν κατά τη διετία 1821-1822 λειτούργησε στο Άργος αυτοτελής τοπική Αστυνομία. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι αστυνομικά καθήκοντα ασκούσαν ο Πολιτάρχης, ο Έπαρχος και οι προκριτοδημογέροντες. Στις 23 Μαΐου 1823 διορίστηκε Γενικός Αστυνόμος Άργους ο Γεώργιος Γλαρός. Φτάνοντας στην πόλη αγνοήθηκε από τους τοπικούς πολιτικούς και διοικητικούς παράγοντες. Στις 15 Ιουλίου με αναφορά του προς το Υπουργείο Αστυνομίας διεκτραγωδούσε την οικτρή οικονομική κατάσταση από την οποία δοκιμάζονταν ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας της Αστυνομίας Γεώργιος Γιαννακόπουλος και οι αστυνομικοί στρατιώτες. Το Υπουργείο Αστυνομίας βρήκε μία προσωρινή λύση, ορίζοντας να του δώσει ο Έπαρχος Άργους 500 γρόσια από το προϊόν του επαρχιακού εράνου για τον Αγώνα. Ακόμη όριζε να δίνουν οι επιστάτες καθημερινό σιτηρέσιο στο προσωπικό της Αστυνομίας.
Ο Έπαρχος αρνήθηκε με τον ισχυρισμό ότι το προϊόν του εράνου έπρεπε να παραδοθεί ακέραιο στα χέρια του Πάνου Κολοκοτρώνη. Αρνητική απάντηση έδωσαν και οι δημογέροντες, δηλώνοντας απερίφραστα ότι η επαρχία τους δεν είχε ανάγκη από Αστυνόμο και τα καθήκοντά του μπορούσαν να τα ασκήσουν οι ίδιοι. Για τον παραστάτη της επαρχίας Άργους Αναστάσιο Κάβα, αναφέρεται ότι φρόντιζε μόνο για τους δικούς του ανθρώπους.

Απόσπασμα χωροφυλακής κατά τους χρόνους του Όθωνα. Σχέδιο του Γάλλου περιηγητή Ερ. Μπελλ.
Λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να αντιστραφούν οι όροι, έστω και κατά συγκυριακό τρόπο. Οι παλιοί αρνητές του αστυνομικού θεσμού αναγκάζονταν να αποδεχτούν τους εκφραστές του, ζητώντας τη συνδρομή τους σε ώρες δύσκολες. Ας δούμε όμως δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Στις 9 Δεκεμβρίου 1825 οι επιστάτες της ευρύτερης περιοχής του Άργους ζήτησαν από το Υπουργείο Αστυνομίας να στηρίξει η τοπική Αστυνομία το νέο επιστάτη στο Κουτσοπόδι, τον οποίο είχαν εκλέξει στη θέση κάποιου άλλου, με το αιτιολογικό ότι ο τελευταίος «καταχράται των επιστατικών χρεών του».
Στις 13 Απριλίου 1826 η ίδια Αστυνομία γλύτωσε τον παραστάτη της επαρχίας Άργους Μιχ. Κάβα από άγρια κακοποίηση από μαινόμενους πολίτες, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για παράνομη κατακράτηση επαρχιακών χρημάτων. Ο Γεώργιος Γλαρός παρέμεινε στη θέση του μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 1824. Δεν υπάρχουν πληροφορίες αν υπήρξε διάδοχός του μέχρι τις 15 Μαρτίου 1824, όταν με απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος διορίστηκε προσωρινός Γενικός Αστυνόμος Άργους ο Ηπειρώτης Κωνσταντίνος Δεληγιάννης, στον οποίο ανατέθηκαν και τα καθήκοντα του Αγορανόμου.
Η θητεία του υπήρξε πολύ σύντομη. Στις 25 Μαΐου 1824 διορίστηκε στη θέση του ο Μανουήλ Βασιλειάδης, ο οποίος είχε χρηματίσει – άγνωστο πότε ακριβώς – Γενικός Αστυνόμος Αθηνών για πέντε μήνες. Με την εισβολή του Ιμπραήμ στον αργολικό κάμπο, η Αστυνομία του Άργους διαλύθηκε και ο αστυνόμος Βασιλειάδης κατέφυγε στο Ναύπλιο. Από εκεί, στις 11 Αυγούστου 1825, γνωστοποιούσε στο Υπουργείο Αστυνομίας ότι του ζητούσαν να αναλάβει τα καθήκοντά του ο Έπαρχος και οι επιστατοδημογέροντες του Άργους.
Μετά από τρεις περίπου μήνες επέστρεψε στη θέση του. Το Υπουργείο Αστυνομίας υιοθετώντας σχετική πρότασή του, όρισε να του δοθούν σε πρώτη φάση έξι στρατιώτες και να επαναδιοριστεί ως Γραμματέας της Αστυνομίας ο Εμμ. Ιωανούσης. Ακόμη όρισε να της διαθέτουν ο Πολιτάρχης την απαραίτητη εκτελεστική δύναμη και ο Επιθεωρητής των στρατευμάτων το απαραίτητο ψωμί σε ημερήσια βάση, για το προσωπικό της.
Όμως παρά τα υποσχεθέντα, ο αριθμός των αστυνομικών στρατιωτών παρουσίαζε συνεχή μείωση. Από μία αναφορά του Αστυνόμου Άργους εκείνων των ημερών, μαθαίνουμε ότι είχε στη διαθεσή του πέντε στρατιώτες. Σε μια άλλη σημείωνε ότι στενοχωρείται «μεγάλως» από την έλλειψή τους. Στο περιθώριο του κειμένου ο Αργείτης Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αστυνομίας Σπύρος Παπαλεξόπουλος, σημείωνε ότι το πρόβλημα ήταν υπαρκτό και θα μπορούσε ο Υπουργός να αυξήσει τη δύναμη της Γενικής Αστυνομίας Άργους, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Εκτελεστικού Σώματος.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1826 με απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος διαλύθηκε η Πολιταρχία Άργους ως περιττή. Η Γενική Αστυνομία δεν θα μπορούσε πλέον να ενισχύεται με εκτελεστική δύναμη. Ώσπου στις 12 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης, με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού των στρατευμάτων, επανέφερε σε ισχύ το θεσμό της Πολιταρχίας με δική του πρωτοβουλία. Πριν αναχωρήσει από το Άργος άφησε ως Πολιτάρχη, κάποιον καπετάν Σπύρο από την Καρύταινα, με δύναμη 15 στρατιωτών. Εκείνος έκρινε απαραίτητο να πάρει για βοηθό του τον Αργείτη Δημήτριο Θεοφανόπουλο, που είχε μαζί του 10 στρατιώτες. Ο νεόκοπος Πολιτάρχης όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά του αλλά άφηνε ασύδοτους τους στρατιώτες του, που επιδίδονταν κάθε ημέρα σε διάφορες αταξίες και καταχρήσεις. Έτσι ώστε στις 2 Απριλίου 1826 να ξεσηκωθούν εναντίον τους αγανακτισμένοι κάτοικοι που συγκρατήθηκαν την τελευταία στιγμή από τον Αστυνόμο και τους δημογέροντες της πόλης.
Οι κατοπινές αρχειακές πληροφορίες για την Αστυνομία Άργους είναι ελάχιστες. Στις 28 Αυγούστου 1826 στην πόλη υπήρχε Αστυνομικός Επιστάτης. Από τα μέσα έως τα τέλη του 1827 εμφανίζονται με τη σειρά τρεις Γενικοί Αστυνόμοι Άργους και συγκεκριμένα οι Κ. Καναλέτης, Σπυράκης Δημ. Ιατρός και Παναγιώτης Κυριακός. Σημειώνεται τέλος ότι τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο Εμμ. Ιωανούσης εξακολουθούσε να είναι Γραμματέας της Γενικής Αστυνομίας Άργους.
ΙΙ. 2. Αστυνομική Επιστασία Μύλων
Οι πρώτες πληροφορίες για την Αστυνομία Μύλων υπάρχουν στα λιγοστά έγγραφα που εκδόθηκαν στα τέλη του 1822 από τον Αλέξανδρο Αξιώτη «Γενικό Αρμοστή Αστυνομίας» στην Ερμιόνη, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα του Εκτελεστικού Σώματος. Όλα αυτά τα έγγραφα απευθύνονται προς τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο, «Επιστάτην της εν Μύλοις Αστυνομίας», διορισμένο στη θέση αυτή στις 12 Νοεμβρίου 1822. Αναφέρονται σε μέτρα για την αντιμετώπιση της επιδημίας της πανώλους και την αναζήτηση καταδιωκομένων προσώπων.
Στις 19 Μαΐου 1823 με απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος διορίστηκε ο Σπύρος Σταθόπουλος «Γενικός Λιμενάρχης και Ατυνομικός Επιστάτης των Μύλων» Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1824, όταν τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Μιχαλόπουλος, ο οποίος αναφέρεται με το χαρακτηρισμό «Αστυνόμος». Ακολουθεί ένα κενό «αρχειακής σιωπής» έως την 11η Μαρτίου 1824, όταν ο ήδη διορισμένος ως προσωρινός αστυνόμος Μύλων Παναγής Ορφανός, παρουσιάζεται ως όχι ιδιαίτερα πρόθυμος για τη συνέχιση της αστυνομικής υπηρεσίας.
Στη θέση του διορίστηκε ο Νικόλαος Τσικλητήρας, ο οποίος είχε χρηματίσει αστυνόμος της επαρχίας Αγίου Πέτρου. Δυο μήνες περίπου αργότερα η θέση του αστυνόμου Μύλων παρουσιάζεται και πάλι κενή. Ο Τσικλητήρας διορίστηκε αστυνόμος και Λιμενάρχης της επαρχίας Νεοκάστρου. Όπως φανερώνουν τα σχετικά έγγραφα, η Αστυνομία Μύλων δεν λειτούργησε από τα μέσα Ιουνίου 1824 έως το τέλος Ιουλίου 1825, όταν το Υπουργείο Αστυνομίας πρότεινε στο Εκτελεστικό Σώμα να διοριστεί στους Μύλους ένας Υπαστυνόμος, επικεφαλής πέντε στρατιωτών.
Την πρόταση συνόδευε η αιτιολογία ότι ανάμεσα στους διερχόμενους ξένους από το υποχρεωτικό πέρασμα των Μύλων, ήταν και πολλοί λιποτάκτες στρατιώτες. Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογία, η παρουσία Αστυνομίας στους Μύλους σκοπό θα είχε τον εφοδιασμό με διαβατήρια εμπορευομένων και άλλων περαστικών. Το Υπουργείο Αστυνομίας πρότεινε για τη θέση αυτή τον Εμμ. Ηλιόπουλο, ο οποίος διορίστηκε την επόμενη κιόλας ημέρα. Στο αρχείο υπάρχουν δυο έγγραφα όπου αναφέρονται δραστηριότητές του ευθύς αμέσως με την ανάληψη των καθηκόντων του.
ΙΙΙ. Προβλήματα στην αστυνόμευση του Άργους
ΙΙΙ. 1. Τάξη και ασφάλεια από τις αυθαιρεσίες ατάκτων στρατιωτών
Η συσσώρευση στο Άργος πολλών ατάκτων στρατιωτών, σε μια εποχή γενικής αποσταθεροποίησης, ήταν επόμενο να δημιουργεί ολοένα και πιο οξύτερα προβλήματα αστυνόμευσης, από μια έτσι και αλλιώς ανοργάνωτη και αδύναμη Αστυνομία, η οποία σε μια περίπτωση, το Μάιο του 1824, ξυλοκοπήθηκε από ατάκτους στρατιώτες, όταν θέλησε να εφαρμόσει το νόμο. Στους σχετικούς φακέλους υπάρχουν αρκετά έγγραφα στα οποία αναφέρονται φοβερές αυθαιρεσίες ατάκτων στρατιωτών.
Ενδεικτικά θα αναφερθούν εδώ κάποιες από αυτές που είχαν ομαδικό χαρακτήρα. Στις αρχές Ιουλίου 1824 στρατιώτες του Οδυσσέα Ανδρούτσου επιδόθηκαν σε μια σειρά από καταχρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανυπόφορες. Στις 13 Οκτωβρίου στην αγορά του Άργους έγιναν εκτεταμένες διαρπαγές από στρατιώτες Κρητικούς, με αιματηρό επίλογο το θανάσιμο τραυματισμό με μαχαίρι ενός στρατιώτη από το σώμα του Θ. Ζαχαρόπουλου.
Στις 26 Οκτωβρίου έγιναν νέες διαρπαγές αγαθών βιοτικής ανάγκης αξίας πάνω από τέσσερις χιλιάδες γρόσια. Ο Αστυνόμος σημείωνε σε μια αναφορά του:
«Τα περισσότερα κακά και διαρπαγαί γίνονται από τους στρατιώτας του καπετάν Βάσου. Βιάζουν γυναίκας, παίρνουν πράγμα από την αγοράν χωρίς να δίδουν ούτε παράν, κτυπούν, υβρίζουν τους δυστυχείς Αργείους. Ο Γενικός Αστυνόμος πολλάκις ωμίλησε του καπετάν Βάσου δια να βάλη εις ευταξίαν τα στρατεύματά του μ’ όλον ότι και ο ίδιος βλέπει τας αταξίας και κλοπάς οπού κάμνουν οι στρατιώται και ποτέ δεν ηθέλησε να τους ομιλήση δια να παύσουν εις το εξής από τα παρόμοια».
Κάποτε η καταστροφική μανία των ατάκτων στρατιωτών άγγιζε τα όρια της παράκρουσης. Έφταναν στο σημείο να χρησιμοποιούν για καύσιμη ύλη πόρτες και παράθυρα κατοικημένων σπιτιών. Δεν άφησαν απείραχτο ούτε το σπίτι του Γραμματέα του Υπουργείου Αστυνομίας Σπύρου Παπαλεξόπουλου, αφαιρώντας από αυτό δοκάρια και σανίδες. Ο Αστυνόμος μάταια προσπαθούσε να τους συγκρατήσει. Στη σχετική αναφορά του έγραφε και τούτα τα φοβερά:«χωρίς συστολήν εξακολουθούν παρομοίως, χαλιώντας και καίοντας τας οικίας των δυστυχών Αργείων».
Βέβαια δεν ήταν μόνο οι αυθαιρεσίες των στρατιωτών που δημιουργούσαν οξύτατα προβλήματα στην αστυνομία του Άργους. Ήταν πρώτα από όλα η ρευστότητα των περιστάσεων που δημιουργούσε μία όλο και περίπλοκη αλυσίδα ποικίλων προβλημάτων κάτω από την απειλητική σκιά του πολέμου. Ήταν ακόμη και η μορφολογία της πόλης, η οποία κατά τον Αστυνόμο, έπρεπε να προστατεύεται από σταθερές αστυνομικές φρουρές.
ΙΙΙ. 2. Στεγαστικά – Πολεοδομικά
Ο περιορισμένος αριθμός σπιτιών από τη μια πλευρά και η συσσώρευση ξένων από την άλλη, ήταν επόμενο να δημιουργήσουν στο Άργος οξύτατα στεγαστικά προβλήματα. Η στέγαση στρατιωτών και προσφύγων στα λεγόμενα «εθνικά» (δημόσια) οικήματα, γινόταν με άδεια της Αστυνομίας. Μετά την αποχώρηση του Ιμπραήμ από τον αργολικό κάμπο, άρχισαν να κτίζονται μαγαζιά στην αγορά του Άργους, χωρίς όμως αρχιτεκτονική τάξη. Με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο είχαν κτιστεί σπίτια και μαγαζιά σε διάφορους δρόμους της πόλης.
Ο Αστυνόμος πρότεινε να βρεθεί και να σταλεί ένας αρχιτέκτων – και μάλιστα Ευρωπαίος – να επιβάλει την οικοδομική ευταξία για τον καλλωπισμό της πόλης. Η υπόθεση έφτασε στο Εκτελεστικό Σώμα, που είδε όμως τα πράγματα με το ρεαλισμό που επέβαλλαν οι περιστάσεις. Κατ’αρχήν παρατηρούσε ότι οι Αργείτες περισσότερο φρόντιζαν να βρεθούν τα καταστραμμένα σπίτια τους σκεπασμένα σε ώρα βροχής και λιγότερο να θεμελιώσουν κατοικίες «πολυχρονίου διαμονής».
Δεν είχε αντίρρηση για την εξεύρεση αρχιτέκτονα. Επειδή όμως τη θεωρούσε αδύνατη, υποδείκνυε μια άλλη λύση. Να οριστούν οικοδομικές γραμμές και από τις δυο πλευρές του κάθε δρόμου και να περιορίζονται μέσα σ’ αυτές όσοι έκτιζαν μόνιμες η προσωρινές κατοικίες. Η συνέχεια μας είναι άγνωστη. Κρίνοντας όμως από τα δεδομένα εκείνου του δύσκολου καιρού, μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι δεν βρέθηκαν λύσεις στα πολεοδομικά προβλήματα του Άργους.
ΙΙΙ. 3. Επισιτιστικά – Εμπορικά
Σε κάθε εμπόλεμη και γενικά πολυτάραχη εποχή, είναι επόμενο να πληθαίνουν τα προβλήματα αυτού του είδους. Το ίδιο ήταν φυσικό να συμβεί μετά την έκρηξη της Επανάστασης και στο Άργος, που βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και της έκρηξης εμφυλίων παθών. Στις 10 Μαΐου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας εξέδωσε διαταγή με την οποία απαγορευόταν στον οποιονδήποτε κάτοικο του Άργους – ντόπιο ή ξένο – να πηγαίνει στους Μύλους και να αγοράζει ψωμί, σιτάρι και οποιοδήποτε άλλο είδος βιοτικής ανάγκης, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας.
Στο Εκτελεστικό Σώμα εξηγούσε ότι πήρε αυτό το μέτρο επειδή πληροφορήθηκε ότι οι καμπίτες δεν έχουν καθόλου τροφές και υπάρχει υποψία μήπως μεταφερθούν από το Άργος και εφοδιαστούν με αυτές οι έγκλειστοι «αντιδιοικητικοί» στο Ναύπλιο. Για τον ίδιο λόγο το Υπουργείο Αστυνομίας εξέδωσε μια άλλη διαταγή με την οποία απαγορευόταν η μεταφορά και προσφορά αυτών των ειδών από το Άργος στα γύρω χωριά.
Λίγους μήνες αργότερα οι ντόπιοι Αργείτες διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την απόλυτη άσκηση της κάθε εμπορικής δραστηριότητας. Το Υπουργείο Αστυνομίας δεν συμμεριζόταν αυτή την άδικη μονοπωλιακή αντίληψη. Στις 6 Νοεμβρίου 1824 γνωστοποιούσε στον Αστυνόμο Άργους ότι «τα μονοπωλεία είναι όλως διόλου ενάντια του ελληνικού πολιτεύματος» και απαιτούσε «να δοθή άδεια εις έκαστον εντόπιον και μη εντόπιον να πωλή ελευθέρως ό,τι πράγμα θέλει».
IV. Αδικήματα
IV. 1. Ανθρωποκτονίες – Τραυματισμοί
Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε σε περιπτώσεις φόνων και τραυματισμών κατά την εξέλιξη επεισοδίων με πρωταγωνιστές ατάκτους στρατιώτες. Εδώ θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε αντίστοιχες περιπτώσεις με δράστες και θύματα πολίτες, ξεκινώντας από ένα άγριο «έγκλημα τιμής». Στα τέλη Ιουλίου 1824 στο Άργος κάποιος Γιαννάκης Τζίτζος, μαζί με τους γυιούς του και μια γυναίκα, σκότωσε τη θυγατέρα του με φρικιαστικό τρόπο.
Στη σχετική αστυνομική έκθεση ο θάνατός της χαρακτηρίζεται ως «πολλά επώδυνος», χωρίς να δίνονται άλλες εξηγήσεις. Αντίθετα στηλιτεύεται το αποτρόπαιο αυτό γεγονός με αυτά τα λόγια:
«Τοιαύτα εγκλήματα είναι συνήθη εδώ και από τους περισσοτέρους δεν νομίζονται άξια τιμωρίας, επειδή φρονούν ότι έχει απόλυτον εξουσίαν ο πατήρ εις την ζωήν της θυγατρός του, όταν υποπέση εις τοιούτον έγκλημα. Τοιαύτη δόξα είναι ολεθριωτάτη και είναι ανάγκη να τιμωρηθούν αυστηρώς και δημοσίως οι ένοχοι του ανοσιουργήματος, προς παραδειγματισμόν και κατάργησιν αυτής».
Το κείμενο αυτό έχει ιδιάζουσα σημασία όχι μόνο, διότι καταδικάζει μια απάνθρωπη λαϊκή δοξασία, αλλά επειδή το υπογράφει ένας κληρικός, ο Παπαφλέσσας, υπό την ιδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών και προσωρινά της Αστυνομίας. Κάποιοι καταδιωκόμενοι για φόνο, ζητούσαν προστασία από στρατιωτικούς αρχηγούς ή κατέφευγαν σε άλλες περιοχές για να αποφύγουν τις συνέπειες του νόμου, αλλά και την εκδίκηση συγγενών των θυμάτων. Σε μια περίπτωση αναφέρεται ότι ο Πολιτάρχης του Άργους επισκέφθηκε στην Αστυνομία ένα κρατούμενο για φόνο και «εβιάσθη να του δώση μερικαίς ραβδιαίς όπισθεν δια να καθησυχάση τους συγγενείς του άλλου, οίτινες εζήτησαν εν ιδίοις χερσίν εκδίκησιν».
Κάποτε οι πράξεις αντεκδίκησης είχαν ως θύματα αθώους ανθρώπους. Στα μέσα Δεκεμβρίου 1825 στο χωριό Κουρτάκι ο σύζυγος μιας δολοφονημένης γυναίκας άφησε την οργή του να ξεσπάσει σε συγγενείς των δραστών, ώσπου η Αστυνομία του Άργους αναγκάστηκε να τον φυλακίσει για ένα διάστημα, μετά από την κατακρυγή μεγάλης μερίδας συγχωριανών του.
Στο αρχείο είναι καταχωρημένες αρκετές περιπτώσεις τραυματισμών από αμέλεια ή από πρόθεση. Σ’ εκείνες της δεύτερης κατηγορίας, υπάρχει μια περίπτωση «εγκλήματος πάθους» όπως θα τη χαρακτηρίζαμε σήμερα. Στο χωριό Ανυφί μια γυναίκα άτεκνη λόγω στειρότητας, τραυμάτισε σοβαρά μια άλλη που βρισκόταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης, με ένα φρικτό τρόπο. Βύθισε τα νύχια της στο λίκνο της κύησης προκαλώντας της διαδοχικές μητρορραγίες που προκάλεσαν αποβολή του εμβρύου, κάτω από διαρκή φλεγμονική επιδείνωση. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Το έκτρωμα τοποθετήθηκε μέσα σε μέλι και μαζί με την κατάθεση μιας πρακτικής μαίας εστάλη στο Ναύπλιο για εξέταση, που τελικά δεν έγινε, επειδή βρέθηκε σε κατάσταση μερικής σήψης. Εδώ ασφαλώς έχουμε να κάνουμε με την πρώτη ιατροδικαστική εξέταση εμβρύου στα νεοελληνικά εγκληματολογικά χρονικά.
ΙV. 2. Ληστείες – Κλοπές
Στο αρχείο υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις «εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας» όπως θα λέγαμε σήμερα. Για την οικονομία του χώρου θα αναφερθούμε με ενδεικτικό τρόπο κυρίως σε μεθόδους που ακολουθούσε η Αστυνομία για τη ανακάλυψη των δραστών. Στις 15 Ιουνίου 1823 στο Άργος, κάπου στην περιοχή του σημερινού νεκροταφείου, έγινε μια ληστεία σε βάρος ενός Κυθήριου εμπόρου με Σμυρνέϊκη καταγωγή. Οι δυο δράστες ενοπίστηκαν αλλά ο μάρτυρας που τους αναγνώρισε, δίσταζε να παρουσιαστεί και να καταθέσει ανοιχτά σε βάρος τους, φοβούμενος την εκδίκησή τους.
Ο Έπαρχος Άργους για να αποσπάσει την επίσημη μαρτυρία του, τον υπέβαλε σε εξέταση «πνευματικώ τω τρόπω» από κάποιον ιερομόναχο Καισάριο Φιλοθεΐτη. Σε ολόκληρο το αρχείο του «Μινιστερίου της Αστυνομίας» δεν υπάρχει άλλη ένορκη εξέταση μάρτυρα από κληρικό. Αντίθετα εντοπίζονται αρκετές περιπτώσεις ξυλοδαρμού υπόπτων. Ο βάναυσος αυτός τρόπος εξέτασης αναφέρεται με έμφαση στις σχετικές εκθέσεις, θαρρείς και αποτελούσε νόμιμο τρόπο εξέτασης. Σε μια από αυτές αναφέρεται ότι ένα κορίτσι από το Άργος ομολόγησε ότι έκλεψε ένα μαργαριτάρι «ύστερον από ολίγους ραβδισμούς».
Σε άλλη αναφέρεται ότι ο Έπαρχος Άργους και συνεργάτες του «εστενοχώρησαν» κάποιον Αργείτη δράστη κλοπής ειδών ρουχισμού.
Μια ασυνήθιστη κλοπή έγινε δέκα ημέρες πριν από την είσοδο του Ιμπραήμ στο Άργος. Άγνωστοι άνοιξαν τρύπες στον πίσω τοίχο ενός σπιτιού, μπήκαν μέσα και πήραν ό,τι πολύτιμο βρήκαν, μαζί και μερικά όπλα που είχαν δοθεί στον ιδιοκτήτη του για φύλαξη ή επιδιόρθωση, κατά τη βιαστική φυγή των κατοίκων. Η λεπτομέρεια αυτή δίνει το μέτρο του πανικού των κατοίκων πριν από την είσοδο του Ιμπραήμ στο Άργος που είχε καταντήσει μια έρημη πόλη, εκτεθειμένη σε κάθε είδους λεηλασία και καταστροφή.
Δράστες κλοπών ήσαν και μουσουλμάνοι, δούλοι χριστιανών. Οι ίδιοι χαρακτηρίζονται ως αντικείμενα αγοράς με συγκεκριμένα ποσά που διεκδικούνταν μαζί με τα κλοπιμαία χρήματα από τους παλιούς κυρίους τους. Για κάθε μουσουλμάνο υποτακτικό σε χριστιανό δεν ίσχυε βέβαια η αρχή «αργυρώνητος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος». Ήταν μια περιστασιακή περίπτωση δουλοκτημοσύνης ολότελα άσχετη με το γνωστό οργανωμένο δουλεμπορικό σύστημα των Τούρκων σε βάρος των λαών που κατακτούσαν.
IV. 3. Καταπάτηση δημοσίων κτημάτων
Το πρόβλημα αξιοποίησης των καλλιεργησίμων «εθνικών γαιών», που κατέχονταν άλλοτε από τους Τούρκους και αποτελούσαν τα δυο τρίτα του συνόλου τους, ήταν ένα από τα οξύτερα προβλήματα κατά και μετά την Επανάσταση του ’21. Όταν στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους τέθηκε θέμα εκποίησής τους, ξεσηκώθηκαν από παντού έντονες διαμαρτυρίες. Όλοι έβλεπαν ότι με τον τρόπο αυτόν η γη θα περνούσε στα χέρια των λίγων οικονομικά ισχυρών.
Μπροστά στη γενική κατακραυγή οι πληρεξούσιοι αναγκάστηκαν να ψηφίσουν διάταξη με την οποία έμπαιναν στη διαδικασία της εκποίησης μόνο τα λεγόμενα «φθαρτά εθνικά κτήματα», δηλαδή σπίτια, μύλοι και τα όμοια. Στους απελευθερωμένους Έλληνες έμενε μόνο το δικό τους ένα τρίτο των καλλιεργησίμων εκτάσεων. Για κάποιους η έγγεια ιδιοκτησία ήταν από ελάχιστη μέχρι ανύπαρκτη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν επόμενο να συντελούνται καταπατήσεις «εθνικής γης» που ενοικιαζόταν από το κράτος, με συχνές επεισοδιακές διεκδικήσεις της.
Δυο τέτοιες περιπτώσεις αντιμετώπισε η Αστυνομία του Άργους την άνοιξη του 1825, με πρωταγωνιστές καταπατητές «εθνικής γης» στην περιοχή του Άργους και του χωριού Μπουγιάτι. Ο Αστυνόμος Άργους εξηγούσε στο Υπουργείο Αστυνομίας ότι οι δράστες και μερικοί – όπως τους χαρακτηρίζει – «καπανταήδες», χρησιμοποιούσαν τη στρατιωτική τους δύναμη για να καταπατούν πολλά «εθνικά» χωράφια, αδικώντας έτσι τους φτωχούς αγρότες ενοικιαστές τους.
IV. 4. Εγκλήματα κατά των ηθών
Στο αρχείο υπάρχουν δυο περιπτώσεις με το στοιχείο της αμφισβήτησης από τους εξεταστές τους. Η μια αναφέρεται σε καταγγελία για βιασμό κόρης από ένα Αργείτη έγγαμο και πατέρα τριών παιδιών. Η επιτροπή που ασχολήθηκε με την περίπτωση έκρινε ότι ο εγκαλούμενος «πιθανόν έφθειρεν αυτήν», παραπέμποντας στο κεφάλαιο 40 πάρ. 53 του Νόμου «περί εγκλημάτων», σύμφωνα με τον οποίο «ανήρ ύπανδρος φθείρων παρθένον με βίαν φυλακώνεται χρόνους δυο και υπανδρεύει την κόρην αναλόγως της καταστάσεώς του». Η επιτροπή ολοκληρώνοντας την απόφασή της επισήμανε ότι οι περιστάσεις της Πατρίδας δεν επέτρεπαν την πλήρη εφαρμογή των νόμων. Γι’ αυτό και υποχρέωνε τον φερόμενο ως βιαστή να δώσει στην κόρη 750 γρόσια.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά μια εξώγαμη συμβίωση που είχε θλιβερό τέλος. Σύμφωνα με έκθεση του Αστυνόμου Άργους, το Φεβρουάριο του 1826 ένας μπουλουξής του Βάσου Μαυροβουνιώτη, απήγαγε στην Αρκαδιά ( Κυπαρισσία ) μια κόρη, με την οποία συνευρέθηκε στο χωριό του, τον Αετό Αταλάντης, και στο Άργος.
Μετά το θάνατό του σε μάχη στο Νιόκαστρο, ο γυναικάδελφός του παρουσίασε στην Αστυνομία Άργους μερικούς στρατιώτες του, οι οποίοι είπαν ότι «η γυναίκα με καλήν γνώμην, με το να ήτον αμφότεροι ερωτευμένοι, τον ηκολούθησεν». Από την άλλη πλευρά ο Βάσος Μαυροβουνιώτης με επιστολή του πληροφορούσε το Υπουργείο Αστυνομίας ότι ο σκοτωμένος μπουλουξής του την είχε μαζί του όχι για σύζυγο, αλλά για παλλακίδα του. Αν ήταν δυνατόν ένας μικροκαπετάνιος να εξομοιώνεται με Τούρκους σερασκέρηδες που συνήθιζαν να ακολουθούν τις συνήθειές του σεραγιού τους και στις εκστρατείες τους.
V. Αστικές διαφορές
Στο αρχείο υπάρχουν περισσότερες από εξήντα περιπτώσεις αστικών – όπως θα λέγαμε σήμερα – διαφορών, για την επίλυση των οποίων υπήρξε αστυνομική παρέμβαση. Το Υπουργείο Αστυνομίας άλλοτε ζητούσε από τον Αστυνόμο Άργους να επιλύσει ο ίδιος τη συγκεκριμένη διαφορά και άλλοτε να συλλάβει τον εναγόμενο και να τον οδηγήσει σ’ αυτό ή να τον ειδοποιήσει να παρουσιαστεί από μόνος του. Ο συλλαμβανόμενος υποχρεωνόταν να καταβάλει σε κάθε συνοδό του στρατιώτη το λεγόμενο «ποδοκόπι», που έφτανε συνήθως τα δυο γρόσια.
Σε πολλά έγγραφα του Υπουργείου Αστυνομίας αναφέρεται ότι ο υπόχρεος για βίαιη προσαγωγή ή αυτόβουλη προσέλευση είχε ενάγοντα, χωρίς όμως να αναφέρονται το όνομά του και ο συγκεκριμένος λόγος. Σε κάποιες προσκλήσεις υπάρχουν αυστηρές προειδοποιήσεις για την περίπτωση της μη εμφάνισης του εναγόμενου. Ακόμη υπάρχουν περιπτώσεις που οι προσκαλούμενοι εναγόμενοι δεν αναφέρονται ονομαστικά.
Στις 14 Απριλίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας ζήτησε από τους δημογέροντες και τους δυο ιερείς του χωριού Καρυά, να καταβάλουν σε κάποιους μαστόρους διακόσια σαράντα γρόσια που είχαν παρακρατήσει από τα συμφωνημένα για το κτίσιμο μιας εκκλησίας και άλλα πενήντα για τη μεταφορά λαξευμένης πέτρας. Διαφορετικά όριζε να συλληφθούν όλοι και να οδηγηθούν στο Υπουργείο.
Μια άλλη πρόσκλησή του με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1825 απευθύνεται σε όλους τους κατοίκους του χωριού Ανυφί, με την εντολή να καταβάλουν σε ένα τεχνίτη τα όσα γρόσια του χρωστούσαν για κάποια εργασία του. Η πρόσκληση κλείνει με την ακόλουθη αυστηρή προειδοποίηση: «προσέξατε δε και μην απειθήσετε, διότι τότε θέλει σταλή εκτελεστική δύναμις και σας βιάση να πληρώσετε με ζημία σας μεγάλην».
Κάποτε η αστυνομική παρέμβαση είχε έντονο καταπιεστικό χαρακτήρα. Με ακραία την περίπτωση μιας χήρας μητέρας τριών ανηλίκων παιδιών, η οποία για ένα χρέος του συζύγου της, ύψους τριακοσίων γροσίων, εκλήθη να πληρώσει το ένα τρίτο της αξίας του κρασιού από ένα αμπέλι που αποτελούσε το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο. Διαφορετικά θα συλλαμβανόταν και θα προσαγόταν στο Ναύπλιο με συνοδεία στρατιωτών. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Ο Αστυνόμος Άργους είχε προτείνει να πουληθεί ένα στρέμμα από το επίμαχο αμπέλι για την κάλυψη του χρέους. Ευθυγραμμιζόμενος έτσι με την έγγραφη εντολή του Υπουργείου του, όπου αναφέρονται τα εξής: «με όποιον τρόπον δυνηθής πωλώντας ό,τι πράγμα ημπορέσεις».
Κάποιες άλλες αστικές διαφορές έχουν ιδιόμορφο χαρακτήρα. Ας δούμε μερικές από αυτές. Στις 15 Απριλίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας ειδοποίησε από το Άργος τον Αστυνόμο Τριπολιτσάς να υποχρεώσει κάποιο Γεώργιο Κοντόσταυλο να επιστρέψει στον έμπορο Ευστράτιο Πετροκόκκινο το ποσό των 127.20 γροσίων που είχε λάβει ως προπληρωμή (καπάρο) για να συγκεντρώνει λαγοτόμαρα, αλλά εκείνος αθέτησε τη συμφωνία τους.
Το μεγάλο ύψος της προκαταβολής υπαινίσσεται βέβαια ότι εκείνη την εποχή στο Μοριά αφθονούσαν οι λαγοί και οι αποτελεσματικοί κυνηγοί τους. Έτσι επιβεβαιώνεται ιστορικά η παρουσίαση στη «Βαβυλωνία» του Δ. Βυζάντιου ενός Μοραΐτη πρωταγωνιστή της ως χονδρεμπόρου δερμάτων διαφόρων θηραμάτων. Στις 23 Απριλίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας ζήτησε από τον Αστυνόμο Άργους να υποχρεώσει «κατά πάντα τρόπον» μια γυναίκα να ακολουθήσει τον άνδρα της στο Ναύπλιο και μάλιστα με συνοδεία στρατιώτη.
Τέλος στις 22 Αυγούστου 1825 μια επιτροπή από Αργείτες ζήτησε από το Υπουργείο Αστυνομίας να εμποδίσει δυο συμπολίτες τους που ήθελαν να τρυγήσουν τα αμπέλια τους μια εβδομάδα πρωτύτερα από την ημερομηνία που όριζε η σεβαστή από όλους παλιά τοπική συνήθεια. Οι απαιτήσεις για οποιοδήποτε χρέος είχαν συναφθεί πριν από την Επανάσταση και ήταν απαγορευμένες.
Σε μια περίπτωση το Υπουργείο Αστυνομίας έδωσε εντολή στον Αστυνόμο Άργους να αποφυλακίσει κάποιον Κωνσταντίνο Ντόκο, με την παρατήρηση ότι το αίτιο της φυλάκισής του ήταν «παράνομον και εναντίον του θεσπίσματος της Διοικήσεως». Για τον ίδιο λόγο αρνήθηκε να εξοφλήσει στο Άργος ένα χρέος που είχε δημιουργήσει το 1818 στην Τριπολιτσά κάποιος Κ. Δημητρακόπουλος, επικαλούμενος και τη ρωσική του υπηκοότητα, επειδή στο μεταξύ είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία.

Δημήτριος Τσόκρης
Σε μερικές περιπτώσεις εμπλέκονται και κάποιοι επώνυμοι – όπως θα λέγαμε σήμερα – άνθρωποι εκείνης της εποχής. Στις 20 Ιανουαρίου 1825 ο στρατηγός Δημ. Τσόκρης ζήτησε από το Υπουργείο Αστυνομίας να κατασχεθεί μια ποσότητα κριθαριού που είχε μεταφέρει ένας οφειλέτης του για άλεσμα στους Μύλους. Τρεις μήνες περίπου αργότερα ο γραμματικός του Αγγελής Παναγιώτου ζητούσε για λογαριασμό του από το ίδιο Υπουργείο να υποχρεώσει τη Μπουμπουλίνα να του επιστρέψει ένα κανόνι. Στη σχετική αναφορά εξηγείται ότι το 1822 το πήρε λάφυρο από τους Τούρκους ο Τσόκρης, το έστειλε για ασφάλεια στο Λεωνίδιο και εκεί το πήρε αυθαίρετα η Μπουμπουλίνα, ανεβάζοντάς το στο καράβι της. Επειδή το Υπουργείο σιωπούσε, επανήλθε ο ίδιος ο Τσόκρης ζητώντας να του αποδοθεί το επίμαχο κανόνι. Η νέα αυτή παρέμβασή του έχει την εξήγησή της. Εκείνες τις ημέρες η Αστυνομία Άργους είχε στείλει στο Υπουργείο Αστυνομίας μερικά κιβώτια με πράγματα της Μπουμπουλίνας. Ήταν η εποχή που η θρυλική καπετάνισσα βρισκόταν σε διωγμό από την κυβέρνηση Κουντουριώτη.
Από το χορό των αντιδίκων για αστικές διαφορές δεν έλειψαν και άνθρωποι της Αστυνομίας. Από σχετική αναφορά του Αστυνόμου Άργους, μαθαίνουμε ότι στις αρχές Απριλίου 1826 έγιναν – κάτω από άγνωστες συνθήκες – ζημιές στο περιβόλι του τότε Υπουργού της Αστυνομίας Δημ. Δεσύλλα, που εκτεινόταν μπροστά και πέρα από την αγορά της πόλης. Οι ζημιές σε επτά κυπαρίσσια και σε «δύω κλάραις» λεμονιάς, αποτιμήθηκαν αντίστοιχα σε 15 και 5 γρόσια.
Άγνωστου είδους διαφορά με κάποιον Αργείτη, Παναγή Μπεκροδημήτρη, είχε ο συμπολίτης του Σπυρ. Παπαλεξόπουλος, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αστυνομίας. Όπως σημειώνεται στη σχετική αναφορά του, τον κάλεσε πολλές φορές να έρθει σε συνάντησή του να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος ζήτησε από τον προϊστάμενό του Υπουργό να εκδώσει «έντονον διαταγήν» προς τον αντίδικό του για να παρουσιαστεί στο Ναύπλιο. Εκείνος του έστειλε έγγραφη πρόσκληση, που έκλεινε με τούτη την αυστηρή προειδοποίηση: «πρόσεχε δε μη απειθήσης, ότι θέλει σταλή εκτελεστική δύναμις δια να σε πάρη και τότε θα το μετανοιώσης ανωφελώς». Η συνέχεια μας είναι άγνωστη.
Κατά το 1827 τις εντολές για την επίλυση αστικών διαφορών τις έδινε ο προσωρινός Διοικητής Ναυπλίου. Στο αρχείο υπάρχουν έγγραφα που αναφέρονται στις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις. Στις 22 Οκτωβρίου 1827 ζήτησε από τον Αστυνόμο Άργους να επιλύσει μια διαφορά μεταξύ των καπεταναίων Κ.Γ. Λογοθέτη, Ν. Κόπελου και Παλαιοκώστα, με τον επίτροπο των Κρητικών όπλων Ιωάννη Χάλη και διαμεσολαβητή τον στρατηγό Δημ. Τσόκρη.
Λίγες ημέρες αργότερα ο προσωρινός Διοικητής Ναυπλίου ζήτησε από τον Αστυνόμο Άργους να φροντίσει ώστε να πάρει τέλος μια οικονομική διαφορά μεταξύ των Κ. Μπερούκα και Ευστρ. Δημητρίου για 1840 γρόσια που χρωστούσε ο πρώτος στον δεύτερο, προσδιορισμένο επίσημα με αιρετοκρισία. Τέλος στις 31 Οκτωβρίου 1827 ζήτησε από τον ίδιο να εκπληρώσει μια παλαιότερη υπόσχεσή του στον Θοδωρή Γρίβα, ότι θα υποχρέωνε κάποιο Μήτρο του Θεοφάνη να δώσει όσα χρήματα χρωστούσε σε κάποιο Κωσταντή Μαγουλιανό. Καταλήγοντας τον διαβεβαίωνε ότι ο δανειστής, εκτός του ότι είχε το δίκαιο με το μέρος του, ήταν και πολύ στενός φίλος με τον Γρίβα. Το τελευταίο αποτελεί ασφαλώς το σύνηθες «διάνθισμα» πολλών και ποικίλων νεοελληνικών κειμένων ρουσφετολογικού περιεχομένου. Κατά μια απαρασάλευτη συνέχεια και συνέπεια.
VI. Περιπτώσεις «υψηλής αστυνόμευσης»
VΙ. 1. Καταγραφή ενόπλων και αμάχων
Η είσοδος του Μαρτίου 1824 βρήκε το Άργος και το Ναύπλιο στο επίκεντρο ανωμάλων πολιτικών εξελίξεων. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη συνεχίζοντας την περιπλάνησή της, καταστάλαζε προσωρινά στο Άργος, κατακλυσμένο από αμέτρητους ντόπιους και ξένους ενόπλους και αμάχους. Πολλοί από αυτούς ήταν ύποπτοι για αντικυβερνητική δράση για τους κρατούντες εκείνων των τραγικών ημερών. Γι’ αυτό και φρόντισαν να καθιερώσουν ένα σύστημα «υψηλής αστυνόμευσης».
Ήδη από τις 16 Μαρτίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας έστειλε στον Αστυνόμο Άργους ειδική οδηγία, με την οποία οριζόταν ο τρόπος καταγραφής όσων ξένων στρατιωτικών ή πολιτών κατοικούσαν ή μπαινόβγαιναν στο Άργος. Από ό,τι φαίνεται η οδηγία αυτή δεν εφαρμόστηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Στις 15 Απριλίου το Υπουργείο έστειλε δυο διαταγές προς τον Αστυνόμο Άργους, σε μια προσπάθειά του να εξασφαλίσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Με την πρώτη τόνιζε ότι αναγκάζεται να επανέλθει για μια ακόμη φορά στο ίδιο ζήτημα και όριζε τα εξής : 1) Όσοι ξένοι βρίσκονταν στο Άργος, όφειλαν να παρουσιαστούν μέσα σε 24 ώρες στην Αστυνομία να εφοδιαστούν με ειδικό διαμονητήριο, 2) Όσοι αναχωρούν να εφοδιάζονται με κανονικό διαβατήριο και 3) Όσοι δεν συμμορφώνονται να τιμωρούνται αυστηρά.
Με τη δεύτερη διαταγή οριζόταν ότι όσοι στρατιώτες στάθμευαν στην πόλη και δεν βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές κάποιου οπλαρχηγού της Διοίκησης, είχαν υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες ή να φύγουν ή να καταγραφούν σε όποιον οπλαρχηγό της επιθυμούν. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, όσοι δεν είχαν φύγει ή καταγραφεί, θα αφοπλίζονταν και θα τιμωρούνταν αυστηρά. Τα μέτρα αυτά δεν απέδωσαν στην πράξη.
Όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, τα περισσότερα από τα σοβαρά έκτροπα στο Άργος γίνονταν από ατάκτους στρατιώτες με την ανοχή των αρχηγών τους. Όσο για τους αμάχους, ο καθένας τους μπορούσε να κάνει κακή χρήση του διαβατηρίου του, ερχόμενος σε επαφή με αντικυβερνητικούς.
VI. 2. Λογοκρισία
Η λογοκρισία στα γράμματα είχε ήδη αρχίσει προτού ακόμη «θεσμοποιηθεί» με τις προαναφερόμενες διαταγές του Υπουργείου Αστυνομίας. Στις 10 Μαρτίου 1824 το ίδιο Υπουργείο πληροφορούσε το Εκτελεστικό Σώμα ότι κατά τον έλεγχο δυο Βυτιναίων που κατευθύνονταν προς την Τριπολιτσά, βρέθηκαν πάνω τους τρία «αινιγματώδη γράμματα». Ο ίδιος χαρακτηρισμός δίνεται και σε ένα κείμενο με αριθμητικά στοιχεία και εμβόλιμες φράσεις πάνω σ’ ένα κομμάτι λερωμένο χαρτί.
Ύστερα από αυτό και επειδή οι δυο ύποπτοι είχαν πέσει σε αντιφάσεις, προτεινόταν η κράτησή τους για ασφάλεια μέσα σε κάποιο πλοίο, με προοπτική να υποβληθούν σε δεύτερη ανάκριση. Οι περιοχές Κορίνθου και Τριπολιτσάς αποτελούσαν δυο κύριους αγωγούς διακίνησης αλληλογραφίας από και προς το Ναύπλιο. Γι’ αυτό το Υπουργείο Αστυνομίας φρόντισε να στήσει σε επίκαιρα σημεία τους ένα ειδικό λογοκριτικό μηχανισμό.
Στις 11 Απριλίου έγραφε στον Έπαρχο Κορίνθου να ανοίγει χωρίς εξαίρεση όλα τα γράμματα που περνούσαν από τα χέρια του. Καταλήγοντας του εφιστούσε την προσοχή να βάλει σε πράξη τη διαταγή του. Με το ίδιο πνεύμα έγραφε λίγες ημέρες αργότερα και στον Αστυνόμο Τριπολιτσάς. Μόνο που σ’ αυτόν έκανε τούτη την οξύμωρη συμβουλευτική προειδοποίηση: «πρόσεξε όμως μετά την ανάγνωσιν αυτών να μη τα δημοσιεύης διότι τούτο είναι και λογίζεται παραβίασις των χρεών σου».
Με άλλα λόγια το Υπουργείο Αστυνομίας καθιέρωνε ένα είδος προστατευόμενου «λογοκριτικού απορρήτου». Τα ύποπτα γράμματα τα έστελνε στο Εκτελεστικό Σώμα. Σε μία τέτοια αποστολή ζητούσε να του επιστραφούν μετά την ανάγνωσή τους για να σταλούν στον προορισμό τους, με την παρατήρηση ότι έτσι «είναι συμφέρον».
VI. 3. Συλλήψεις αντικυβερνητικών
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, αμέσως μετά την εμφάνισή της στην περιοχή του Άργους, θέλησε να κάμψει το ηθικό των αντικυβερνητικών με ομαδικές φυλακίσεις. Στα τέλη Μαρτίου 1824 στην Τριπολιτσά βρίσκονταν φυλακισμένοι 50 Μεγαρίτες. Με εντολή του Υπουργείου Αστυνομίας συνελήφθησαν στην αρκαδική πρωτεύουσα ο Ρήγας Παλαμήδης και ο Αναγνώστης Χριστακόπουλος, πατέρας του βουλευτή Βασίλη Χριστακόπουλου, ο οποίος είχε κηρυχθεί έκπτωτος από το αξίωμά του, επειδή ακολουθούσε τον Κολοκοτρώνη.
Με την ίδια εντολή οριζόταν να συλληφθεί και ο Μητροπολίτης. Εξαιρέθηκε όμως επειδή ήταν ασθενής και τέθηκε «υπό φύλαξιν έως ότου αναλάβη». Χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Η σύλληψη του Ρήγα Παλαμήδη έγινε μετά από ομαδική αναφορά 32 συμπολιτών του, με πρόταση να απομακρυνθεί από την πόλη τους ως επικίνδυνος αντικυβερνητικός και να φυλακιστεί στο φρούριο της Μονεμβασιάς η εκείνο της Κορίνθου «προς σωφρονισμόν και των ομοίων του».
Συλλήψεις έγιναν και στην περιοχή του Άργους. Στις 10 Απριλίου διατάχθηκε η σύλληψη όλων των προκριτοδημογερόντων του χωριού Χώνικα και κάποιου Κωνσταντίνου Μπομπέτζη στο Κουτσοπόδι. Στις 9 Μαΐου διατάχθηκε να συλληφθούν οι αδελφοί Γεώργιος και Θεόδωρος Τσόκρη και να οδηγηθούν στο Εκτελεστικό Σώμα που είχε την έδρα του στους Μύλους. Εκείνη την ημέρα στη Δαλαμανάρα είχε αποκρουστεί από κυβερνητικές δυνάμεις ο στρατηγός Δημ. Τσόκρης, όταν προσπάθησε να ανεφοδιάσει τον Πάνο Κολοκοτρώνη, που είχε βγει για το σκοπό αυτόν έξω από το φρούριο του Ναυπλίου. Έτσι εξηγείται η σπουδή της κυβέρνησης να συλληφθούν οι προαναφερόμενοι αδελφοί Τσόκρη. Εκείνοι όμως πρόλαβαν και κλείστηκαν στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Άργους.
Το Υπουργείο Αστυνομίας – ή καλύτερα ο Υπουργός Παπαφλέσσας – έστειλε μία έγγραφη προειδοποίηση στον ηγούμενο του Μοναστηριού, που έκλεινε με τούτα τα απερίφραστα απειλητικά λόγια: «Λάβε μέτρα λοιπόν να μη τολμήσης να κάμης την παραμικράν ανθίστασιν και δεν τους παραδώσεις. Ήξευρε ότι αν δεν τους παραδώσης, αποφασιστικά η ζωή σου, μαζί με την ζωήν αυτών, είναι χαημένη. Η Διοίκησις θέλει σε κρεμάσει άφευκτα μαζί με αυτούς».
Στις 3 Δεκεμβρίου 1824 διατάχθηκε η σύλληψη των αδελφών Νικηφόρου και Κωνσταντίνου Παμπούκη. Αναζητήθηκαν αμέσως αλλά δεν βρέθηκαν στο Άργος. Την επόμενη ημέρα συνελήφθη ο δεύτερος και μετά από σύντομη κράτηση αφέθηκε ελεύθερος.
Ο Αστυνόμος Άργους με νεότερη αναφορά του τον κατηγορούσε ότι μετά την αποφυλάκισή του κοινολογούσε παντού ότι στη Βοστίτσα (Αίγιο) αποβιβάστηκαν χίλιοι Σουλιώτες, με αποστολή να χωριστούν σε τρία σώματα και να σπεύσει το καθένα να βοηθήσει τον Α. Λόντο στα Καλάβρυτα, τον Θ. Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά και το Αρχοντόπουλο (Ιωάννη Νοταρά) στον Αη-Γιώργη. Στην πραγματικότητα όμως είχαν αποβιβαστεί Σουλιώτες μαζί με άλλα φιλοκυβερνητικά ρουμελιώτικα σώματα, που επιδόθηκαν στις γνωστές λεηλασίες και άλλες πράξεις βίας.
Οι συλλήψεις αντικυβερνητικών συνεχίζονταν και στα τέλη Απριλίου 1825, δηλαδή λίγο καιρό πριν από την εξαγγελία της γενικής αμνηστείας που γιορτάστηκε στο Ναύπλιο με τέλεση πανηγυρικής δοξολογίας, στις 19 Μαΐου 1825. Στις 20 Απριλίου το Εκτελεστικό Σώμα διέταξε να τεθεί υπό αυστηρό περιορισμό στο σπίτι του Υπουργού Αστυνομίας ο Αναστάσιος Λόντος με το αιτιολογικό ότι «είχον δημιουργηθεί τινές υποψίαι δια το πρόσωπόν του». Αυτό έγινε επειδή ο Αστυνόμος Άργους είχε ειδοποιήσει το Υπουργείο Αστυνομίας ότι οι «αντιδιοικητικοί» Α. Λόντος, Α. Ζαΐμης και Νικηταράς εμφανίστηκαν στην περιοχή των Καλαβρύτων. Λίγες ημέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση από ειδική φρουρά.
VI. 4. Παρακολούθηση αντικυβερνητικών
Στο αρχείο σώζονται λίγα, αλλά ενδιαφέροντα έγγραφα. Κάποιες πληροφορίες δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα εκείνων των τραγικών ημερών. Έχουν όμως την ιστορική τους σημασία επειδή παρουσιάζουν τον κάποιο διαθλαστικό απόηχο των γεγονότων μέσα στη δίνη των εμφυλιοπολεμικών παθών που ξεσπούσαν και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Για την οικονομία του χώρου η αναφορά μας σ’αυτά τα έγγραφα θα είναι ενδεικτική.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας ενημέρωσε το Εκτελεστικό Σώμα για τις μέχρι τότε αντικυβερνητικές ενέργειες του Δημ. Περρούκα, τις οποίες χαρακτήριζε ως «εσχάτην προδοσίαν». Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ο Αργείτης νομικός και πολιτικός, ίσως είχε φύγει με πλοίο από τη Γλαρέντζα. Στο πεδίο της κυβερνητικής παρακολούθησης βρέθηκε και η Μπουμπουλίνα. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο αποκλεισμένο Ναύπλιο μαζί με το γαμπρό της και φρούραρχο της πόλης Πάνο Κολοκοτρώνη.
Για τις κινήσεις της καπετάνισσας, τις υποψίες για το πρόσωπό της μέχρι τη σύλληψή της και τη μεταγωγή της στο Λεωνίδιο και την εκεί φυλάκισή της, σχετική είναι η εισήγησή μας με τίτλο «Αστυνομικά της επαρχίας Πραστού κατά την Επανάσταση του ’21 – Ειδήσεις από ανέκδοτα έγγραφα», δημοσιευμένη στα «Χρονικά των Τσακώνων» 18 (2004-2005) σσ. 99-128 (Πρακτικά E’ Τσακώνικου Συνεδρίου, 26-28 Σεπτεμβρίου 2003). Επανερχόμενοι στο θέμα μας σημειώνουμε ότι από τις αρχές του 1824 οργίαζαν οι φήμες για υπαρκτές και ανύπαρκτες κινήσεις αντικυβερνητικών.
Ένας Αργείτης – Γεώργιος Ζαρλής στο όνομα – διαβεβαίωνε τον Αστυνόμο Άργους ότι «ο πύργος του Βλάση» είχε μεταβληθεί σε δυνατό πολεμικό οχύρωμα από τους καπεταναίους, Πάνο και Γρόση, που παρουσιάζονταν να έχουν μυστικές συνεννοήσεις με τους έγκλειστους στο φρούριο του Ναυπλίου. Στα τέλη Απριλίου κάποιες άλλες επίμονες φήμες μιλούσαν για επικείμενο ανεφοδιασμό του φρουρίου του Ναυπλίου με συντονισμένες δυναμικές κινήσεις από στεριά και θάλασσα, καθώς και για σχεδιαζόμενες δολοφονίες του Ανδρέα Λόντου και του Παπαφλέσσα από τον Πάνο Κολοκοτρώνη, που τελικά υπήρξε ο ίδιος θύμα παθών και λαθών.
Προτού ακόμη βγει ο Ιούνιος, στο Άργος κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες σε βάρος του Κολοκοτρώνη και του γυιού του Γενναίου. Η επικείμενη άφιξη του τελευταίου στο χωριό Μπέλεσι θεωρήθηκε από την Αστυνομία Άργους ότι είχε κακό σκοπό. Γι’ αυτὸ ζήτησε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, οπωσδήποτε όχι συμβιβαστικά. Στις 10 Αυγούστου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας πληροφορούσε το Εκτελεστικό Σώμα ότι κορυφαίοι αντικυβερνητικοί είχαν σχεδιάσει ένα καινούργιο σύστημα ανατρεπτικών ενεργειών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι και το αντικυβερνητικό δίδυμο Α. Ζαΐμη και Α. Λόντου, συγκέντρωσαν εβδομήντα χιλιάδες γρόσια για να πετύχουν τους ειδικούς τους στόχους. Στον Μαυρομιχάλη αποδιδόταν επιπρόσθετα και μια καλά οργανωμένη επιχείρηση μεταστροφής συνειδήσεων κάποιων που βρίσκονταν με το μέρος της Διοίκησης. Όλες οι κινήσεις των ηγετών της αντικυβερνητικής παράταξης καταγράφονταν και αναφέρονταν με κάθε λεπτομέρεια. Ακόμη και οι πιο συνηθισμένες και συνάμα ανθρώπινες. Έτσι στις 8 Οκτωβρίου 1824 ο Αστυνόμος Τριπολιτσάς πληροφορούσε το Υπουργείο του ότι ο Κολοκοτρώνης σκεφτόταν να κατέβει στην πόλη για να στεφανώσει το γραμματέα του Φωτάκο. Κλείνοντας την αναφορά του ζητούσε να του δοθούν οδηγίες όσο γινόταν πιο σύντομα. Η ροή πληροφοριών για τις κινήσεις αντικυβερνητικών συνεχίστηκε και μετά την καταστροφική προέλαση του Ιμπραήμ στο Μοριά.
Στις 12 Απριλίου 1825 ο Αστυνόμος Άργους πληροφορούσε το Υπουργείο του ότι στην επαρχία Καλαβρύτων είχαν εμφανιστεί οι «αντιδιοικητικοί» Α. Ζαΐμης, Α. Λόντος και Νικηταράς. Ακόμη ανέφερε ότι στο Άργος έκανε την εμφάνισή του ο Σωτήρης Ζαχαρόπουλος, προσθέτοντας ότι προσποιήθηκε τον άρρωστο όταν η Αστυνομία τον κάλεσε για ανάκριση. Ενώ περίμενε οδηγίες από το Υπουργείο, εκείνος αναχώρησε χωρίς την άδειά της προς άγνωστη κατεύθυνση.
Στις 26 Απριλίου 1825 ο Αστυνόμος Άργους ανέφερε ότι οι δυο «Ανδρέηδες» ( Ζαΐμης και Λόντος ) στρατολογούσαν ντόπιους χωρίς μισθό, δίνοντάς τους απόλυτη ελευθερία να λεηλατήσουν τα χωριά Κλουκίνες, Τρίκαλα και μερικά άλλα γειτονικά τους. Συνεχίζοντας να παραθέτει τις ανεξέλεγκτες, όπως φαίνεται, πληροφορίες του, ανέφερε ότι μετά την έκδοση από τη Διοίκηση της προκήρυξης για στρατολογία, οι προαναφερόμενοι άμισθοι στρατιώτες μειώθηκαν στους τετρακόσιους και στάθηκαν κοντά στην Κέρτεζη.
Κατά τον Αστυνόμο Άργους πάντα, εναντίον τους κινήθηκαν δυο χιλιάδες κυβερνητικοί στρατιώτες και τους πολιόρκησαν οι Πετιμεζαίοι, ο Νικολάκης Σολιώτης, ο Μήτρος Μελετόπουλος και ο Έπαρχος Καλαβρύτων. Ώσπου ήρθε ο Κολιόπουλος και τους χτύπησε από τα νώτα, αναγκάζοντάς τους να μπουν μέσα στο χωριό. Όπως φαίνεται οι πληροφορίες αυτές οδήγησαν το Εκτελεστικό Σώμα στην απόφαση να θέσει τον Αναστάσιο Λόντο πρώτα υπό κράτηση και μετά υπό παρακολούθηση. Αυτή η διαφοροποίηση των μέτρων αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη ότι οι πληροφορίες του Αστυνόμου Άργους θεωρήθηκαν ως ανακριβείς κατά ένα μέρος τους.
VI. 5. Αναζήτηση κατασκόπων
Στο αρχείο υπάρχει ένα κατάστιχο με την ένδειξη «Μισθοί και έξοδα μυστικών υποκειμένων» του Υπουργείου Αστυνομίας, χωρίς παράθεση των ονομάτων τους. Αρχίζει από τις 12 Μαρτίου 1825 και τελειώνει στις 2 Μαρτίου 1826. Τα συνολικά έξοδα που είναι καταχωρημένα σ’αυτό συναθροίζονται στα 11.299 γρόσια και καταμερίζονται σε 11 περιπτώσεις. Δυο μόνο από αυτές έχουν σχέση με το Ναύπλιο και αναφέρονται σε ισάριθμους κατασκόπους που ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη. Οι άλλες 9 περιπτώσεις έχουν σχέση με τις περιοχές Καλαμάτας, Τριπολιτσάς, Καρύταινας, Μυστρά και Γαστούνης, χωρίς να αναφέρονται στα «πεπραγμένα» της κάθε κατασκοπευτικής αποστολής.
Από τη βραχύλογη αιτιολογία της κάθε δαπάνης προκύπτει ότι οκτώ περιπτώσεις είχαν σχέση με την παρακολούθηση των κινήσεων του Ιμπραήμ. Εν όψει όλων αυτών μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι το Υπουργείο Αστυνομίας μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1825 δεν διέθετε οργανωμένο κατασκοπευτικό δίκτυο, εννοείται με τα μέτρα εκείνης της εποχής. Οι υπαρκτές και ανύπαρκτες κινήσεις αντικυβερνητικών, αναφέρονταν ασφαλώς από περιστασιακούς πληροφοριοδότες του Υπουργείου Αστυνομίας και της Γενικής Αστυνομίας Άργους. Την ίδια προέλευση φαίνεται ότι είχαν πληροφορίες για κινήσεις κατασκόπων και στα προηγούμενα χρόνια.
Στις 4 Απριλίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας πληροφορούσε το Εκτελεστικό Σώμα ότι πριν από λίγες ημέρες ένας «φραγκοφορεμένος» νέος και «όλως διόλου» κατάσκοπος του Πάνου Κολοκοτρώνη συναντήθηκε μαζί του και του έδωσε δανεικά 2.000 γρόσια. Λίγες ημέρες αργότερα ( 19 Απριλίου ) επανερχόταν με την πληροφορία ότι κάποιος Χατζής, από την Άρεια του Ναυπλίου, πηγαινοερχόταν στην πόλη με κατασκοπευτική αποστολή. Κατά το Υπουργείο Αστυνομίας πάντα, εκεί συναντούσε έναν από τους αδελφούς Περρούκα και προπαγάνδιζε υπέρ των αντικυβερνητικών. Καταλήγοντας πρότεινε «να εκτοπισθή και εξορισθή, δια να εμποδισθούν τα κινδυνώδη αποτελέσματα τα οποία ημπορεί να προξενήση και να σωφρονισθούν εάν ευρίσκονται και άλλοι τοιούτοι».
Μια «σκιώδης» περίπτωση κατασκοπείας απασχόλησε την Αστυνομία του Άργους το Μάρτιο του 1825. Το Υπουργείο Αστυνομίας ζητούσε να βρεθούν τέσσερις κατάσκοποι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, είχαν ήδη συναντηθεί στη Σούδα με τον Ιμπραήμ και επέστρεφαν στο Άργος. Ο Αστυνόμος στη σχετική αναφορά του παρατηρούσε ότι ήταν δύσκολο να εντοπισθούν τα άτομα αυτά, αφού δεν ήταν γνωστά κάποια βασικά στοιχεία, όπως η καταγωγή, η ηλικία τους και «πως είναι φορεμένοι». Με την ευκαιρία θύμιζε παλαιότερη αναφορά του για την αδυναμία ελέγχου των όσων πηγαινοέρχονταν στην πόλη, από την έλλειψη αστυνομικών φρουρών σε επίκαιρα σημεία της.
VI. 6. Αντιμετώπιση των ξένων
Τα σωζόμενα έγγραφα αναφέρονται σε διάφορα περιστατικά με πρωταγωνιστές Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς και Αυστριακούς. Και εδώ η αναφορά μας θα είναι ενδεικτική και συνοπτική.
Στις 26 Μαρτίου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας ενημέρωσε το Εκτελεστικό Σώμα ότι, σύμφωνα με πληροφορίες του, ο κυβερνήτης μιας γαλλικής φρεγάτας, που ήταν αραγμένη στο λιμάνι των Μύλων, κατασκόπευε «παντοιοτρόπως τα της Διοικήσεως».
Αναφέρεται ακόμη ότι ο ίδιος βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την παραλαβή του Αλή Πασά και άλλων Τούρκων αξιωματούχων που κρατούνταν όμηροι στο Ναύπλιο, ζητώντας να γίνει η πληρωμή για την απελευθέρωσή τους σε σιτάρι και χρήματα και εμψυχώνοντας τους έγκλειστους αντικυβερνητικούς «να βαστάξουν και να μη παραδοθούν». Δυο μήνες περίπου αργότερα κατέπλευσε στο λιμάνι των Μύλων ένα γαλλικό μπρίκι, προερχόμενο από το Ναύπλιο. Η κίνησή του αυτή θεωρήθηκε ως ύποπτη.
Στις αρχές Ιουνίου το Υπουργείο Αστυνομίας πληροφορούσε το Εκτελεστικό Σώμα ότι έκαμε τις αναγκαίες έρευνες, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να συλλάβει τον γραμματέα του γαλλικού Προξενείου στη Μήλο. Στο έγγραφο δεν αναφέρεται ο λόγος της αναζήτησής του. Σε μια άλλη περίπτωση την ελληνική καχυποψία για κάποιoυς Γάλλους την ενίσχυσαν μέλη του πληρώματος από ένα αγγλικό μπρίκι, που είχε καταπλεύσει στο λιμάνι του Ναυπλίου, στα τέλη Ιουνίου 1824.
Ούτε λίγο ούτε πολύ πληροφόρησαν τον Υπουργό Αστυνομίας ότι μια ομάδα Γάλλων στρατιωτικών που βρισκόταν στην πόλη, μοναδικό σκοπό είχε να κατασκοπεύσει το φρούριο. «Αλλά εις ποίαν κατάστασιν θέλουν το ιδεί!», παρατηρούσε με έμφαση ο Παπαφλέσσας, για να τονίσει την κακή του κατάσταση. Γι’αυτό πρότεινε στο Εκτελεστικό Σώμα να μη τους επιτραπεί η επίσκεψη στα υπόλοιπα κανονιοστάσια – είχαν ήδη επισκεφθεί δυο – και να γίνουν αμέσως επισκευές σε όσα κανόνια είχαν υποστεί ζημιές.
Στις αρχές Αυγούστου 1824 το Υπουργείο Αστυνομίας πληροφορούσε την κυβέρνηση ότι είχαν ειδοποιηθεί όλοι οι Αστυνόμοι να συλλάβουν κάποιους αναζητούμενους Γάλλους και Ιταλούς, άγνωστο για ποιό συγκεκριμένο λόγο. Από το «Αστυνομικό Δελτίο» εκείνου του πολυτάραχου καιρού, δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσουν οι πανταχού παρόντες στο Αιγαίο και συνάμα απροκάλυπτα φιλότουρκοι Αυστριακοί. Από μια έκθεση του Αστυνόμου Άργους, με την ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1824, μαθαίνουμε ότι ο κυβερνήτης μιας αυστριακής φρεγάτας που ήταν αραγμένη στο λιμάνι των Μύλων, έφτασε στο σημείο να βομβαρδίσει Έλληνες αμάχους. Θέλοντας να «χαλάση» – όπως σημειώνεται – έναν παραλιακό καφενέ, άδειασε πάνω του ένα από τα κανόνια της φρεγάτας, τραυματίζοντας στο χέρι έναν Αργείτη, Νικολή Τζατζαρώνη στο όνομα. Κατά την εξέλιξη του ίδιου επεισοδίου ένας από το πλήρωμά της τραυμάτισε θανάσιμα με την ξιφολόγχη του ντουφεκιού του ένα ναύτη από το πλήρωμα της γολέτας, κάποιο Γιώργη Ζορμπά. Στην έκθεση δεν αναφέρεται εάν από ελληνικής πλευράς έγινε κάποιο διάβημα για το στυγερό εκείνο έγκλημα. Αλλά και εάν ακόμη έγινε, δεν θα έφτασε σε κάποιο ουσιαστικό και προπάντων δίκαιο αποτέλεσμα. Η ανεξέλεγκτη ξενοκρατία πάνω στον τόπο μας, βρισκόταν ακόμη στα πολύ πρώϊμα χρόνια της.
Χρήστος Κ. Ρέππας
Υποστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αατυνομίας,
Εκδότης περιοδικού συγγράμματος Μεσσηνιακών
Σπουδών «Μεσσηνιακά Χρονικά».
Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.
Διαβάστε ακόμη:
Read Full Post »