Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ηθοποιοί’

Γυναίκες ηθοποιοί στην πολιτική σκηνή την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Βαρβάρα Γεωργοπούλου στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.


 

 

«Το θέατρο είναι η καθαυτό πολιτική τέχνη. Μόνο με το θέατρο προάγεται

σε τέχνη η πολιτική σφαίρα του ανθρώπινου βίου. Με την ίδια έννοια το

θέατρο αποτελεί τη μόνη τέχνη που αποκλειστικό της θέμα είναι

ο άνθρωπος στις σχέσεις του με τους άλλους».

 

Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση.

 

Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι δημιούργησαν κλίμα αισιοδοξίας, που στον θεατρικό τομέα εκφράστηκε κυρίως μέσω της επιθεώρησης. Στη συνέχεια η διαφωνία Κωνσταντίνου και Βενιζέλου σχετικά με τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα στον πόλεμο, [1] όξυνε τα πνεύματα. Το θέατρο, η πιο εκτεθειμένη στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις τέχνη, υφίσταται άμεσα τους κλυδωνισμούς του διχασμού.

Η πρώτη αφορμή για τις εκδηλώσεις των αντιθέσεων στον θεατρικό τομέα έγινε παρασκηνιακά, όταν ο ναυπλιώτης συγγραφέας Γεώργιος Ασπρέας τον Μάιο του 1915 παρέδωσε στην Κυβέλη το χειρόγραφο θεατρικού του έργου με τίτλο, Οχλοκρατία. Το έργο δημοσιεύτηκε στο Σκριπ, εφημερίδα φανατικά βασιλική σε συνέχειες από τις 5 – 29 Ιουνίου του 1916. Δραματοποιεί τα γεγονότα που έγιναν στην Αθήνα στις 16 και 17 Ιανουαρίου του 1878 και εστιάζει στις απόπειρες της Αγγλίας και της Ρωσίας να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα, μέσω των τοπικών τους πρακτόρων. Το περιεχόμενο του έργου ήταν σε πολλά σημεία διφορούμενο, αφήνοντας ανοιχτά τα ζητήματα και κάθε μια από τις αντίπαλες παρατάξεις θα μπορούσε να το ερμηνεύσει όπως ήθελε. Η διεύθυνση του θεάτρου Κυβέλη έκρινε πως στρεφόταν κατά της δικής της παράταξης – της βενιζελικής – και δεν ανέβασε το έργο. Τελικά παρουσιάστηκε από τον θίασο της Κοτοπούλη τον Μάιο του 1916 και κράτησε 5 βραδιές, από 26 μέχρι 31 Μαΐου, με πρωτοφανή συμμετοχή του κοινού και ρεκόρ εισπράξεων. Εντυπωσιακή υπήρξε η παρουσία μεταξύ των θεατών των απογόνων των ιστορικών προσώπων που εμφανίζονταν στο έργο. [2] Στην συναισθηματική επίδραση του έργου – κυρίως σ’ εκείνους που έζησαν τα γεγονότα – αναφέρεται ο ανώνυμος αρθρογράφος του Σκριπ. Παράλληλα μεταφέρει και συμφωνεί με την αξιολογική κρίση του Άγγελου Βλάχου που χαρακτηρίζει το έργο «αναδρομική επιθεώρηση» χρησιμοποιώντας τον γαλλικό όρο ρεβί – ρετροσπεκτίβ. [3] Ο αρθρογράφος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει δραματουργική αξία στο έργο, επειδή αυτό είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει την ιστορική αλήθεια και δεν μεταχειρίζεται «ως απαραίτητον δραματική ζύμην τον έρωτα». [4] Ο Παύλος Νιρβάνας θεωρεί ότι ως είδος το έργο συνεχίζει την Κατοχή του Γερ. Βώκου και δέχεται ως «ευτυχή κυριολεξία» τον όρο «αναδρομική επιθεώρηση» του Άγγ. Βλάχου. Αναγνωρίζει στον συγγραφέα την επιτυχία του στόχου του, «την δημιουργία ιστορικής ατμοσφαίρας και τον πιστό χαρακτηρισμό των προσώπων» [5] με εξαίρεση τον χαρισματικό και λαοφιλή Δεληγιάννη, που απέμεινε «ατελώς σκιτσαρισμένος». Επαναλαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό «αναδρομική πολιτική επιθεώρηση», συμβουλεύει τον Ασπρέα να επιδοθεί στην καλλιέργεια του είδους αυτού. Στο χρονογράφημά του στο Έθνος ο Τίμος Σταθόπουλος αναγνωρίζοντας την αξία του Ασπρέα ως θεατρικού συγγραφέα, υποστηρίζει ότι στην Οχλοκρατία, τον αδίκησε η εποχή τόσο του έργου, το 1878, όσο και της παράστασης, το 1916. Εξ αιτίας λοιπόν της στενής σχέσης των προσώπων και των γεγονότων του έργου με αυτά της σύγχρονης εποχής, ο συγγραφέας αποφεύγοντας να παρουσιάσει δράση επί σκηνής, «έκανε κατάχρησιν ρητορικής». [6] Συμβουλεύει επίσης τον συγγραφέα να αφαιρέσει την σκηνή της εμφανίσεως του μικρού διαδόχου, χαρακτηρίζοντάς της ως «“θεατρική καπηλεία” αναξία συγγραφέως, ως ο κ. Γ. Ασπρέας». [7] Στην κριτική του στην ίδια εφημερίδα ο Γρ. Ξενόπουλος εντοπίζει την επιτυχία του έργου στην ακρίβεια «περί την απόδοσιν προσώπων και πραγμάτων» [8] και αναφέρεται διεξοδικά στην πιστή σκηνογραφία των τριών πράξεων καθώς και στις ενδυμασίες των ηρώων. Ωστόσο παρά την εξωτερική επιτυχία, εντοπίζει την έλλειψη εσωτερικότητας και ψυχολογικής ακρίβειας στην απόδοση των ιστορικών προσώπων, πλην του Βεάκη στον ρόλο του Κουμουνδούρου και της Κοτοπούλη στο ρόλο της κόμισσας Δανεσκιόλτ. Τον άμεσο πολιτικό αντίκτυπο στο κοινό μεταφέρει μαρτυρία, κατά την οποία θερμόαιμος θεατής κραύγασε διακόπτοντας την παράσταση: «έτσι κάνουν και σήμερα οι Ρωσοαγγλογάλλοι». [9] Ο αρθρογράφος εκφράζει την αποδοκιμασία του για την εισβολή της πολιτικής στο θέατρο που «απειλεί να διώξει με την σκούπα την τέχνη». [10] Στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένη και επιστολή αγνώστου – υπογράφει με τα αρχικά Δ. Κ. – στην εφημερίδα Νέα Ελλάς, που διαφωνεί με την έκφραση του έργου «Εσείς οι ξένοι εσπείρατε μεταξύ μας την διαίρεσιν και τα μίση» και συμβουλεύει τον συγγραφέα να αποφεύγει «αναλόγους επικινδύνους υπαινιγμούς». [11] Στην επιτυχία του έργου αναφέρεται η εφημερίδα Αθήναι τονίζοντας: «Και εν μέσω της οχλοκρατουμένης πολιτείας η μειλίχειος και γνωστική φυσιογνωμία του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου (Φιλλιπίδης) αγωνίζεται υπέρ των δικαίων του λαού». [12]

 

Η Κυβέλη (1888;-1978) την εποχή της «Νέας Σκηνής». Μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς και σύζυγος του Έλληνα Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Ωστόσο αν και το δραματικό θέατρο αγωνιζόταν να διατηρήσει τις ισορροπίες, η επιθεώρηση – κατ’ εξοχήν πολιτικό θέατρο – ολοένα προκαλούσε το κοινό, που συχνά αντιδρούσε ζωηρά. Στο επιθεωρησιακό είδος η πολιτική επικαιρότητα λειτουργούσε πάντοτε εκρηκτικά, παρά τις επιφυλάξεις τόσο των συγγραφέων όσο και των θιασαρχών, που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την πελατεία τους. Έτσι – σύμφωνα με τον βασικό μελετητή του είδους, Θόδωρο Χατζηπανταζή, η επιθεώρηση εμφανιζόταν «εξαιρετικά επιφυλακτική και δίβουλη στα πολιτικά θέματα». [13] Προκαλώντας με διάφορους τρόπους τα πλήθη, – κυρίως με την αναφορά ονομάτων γνωστών πολιτικών φορέων ή θεμάτων – απέφευγε συστηματικά να πάρει συγκεκριμένη θέση, μαθαίνοντας την βολική τέχνη «να πολιτικολογεί, χωρίς να έχει πολιτική γραμμή». [14] Σύμφωνα με τον Γρ. Ξενόπουλο κατά την διάρκεια του επικίνδυνου Καλοκαιριού του 1916, αν και οι θιασάρχες της ουδέτερης επιθεώρησης Παπαγάλος παρακαλούσαν του συγγραφείς «για το θεό, μην πολιτικά, αμάν να μην χρωματισθούμε», [15] ωστόσο το κοινό αντιδρούσε ζωηρά σε σκηνές που ήθελε σώνει και καλά να προσδώσει «χρώμα πολιτικόν». [16]

Η βαρύνουσα αυτή πολιτική διάσταση του μουσικού θεάτρου και ο συχνός καιροσκοπισμός των θιασαρχών στρέφονταν κατά του είδους και η κοινή γνώμη θεωρούσε συχνά δεδομένα τα υλικά κίνητρα. Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού η επιθεώρηση λειτουργούσε ως ωρολογιακή βόμβα. Με αφορμή τις επανειλημμένες προκλήσεις ο Ξενόπουλος θέτοντας το θέμα σε θεωρητικά πλαίσια προβληματίζεται για τον ρόλο του θεάτρου, αν είναι απλώς ψυχαγωγία ή «σχολείο και βήμα και άμβων». [17] Ο ίδιος δεχόμενος την δεύτερη άποψη θεωρεί ότι η παρέμβαση της λογοκρισίας, εξασφαλίζει την ομαλότητα και έτσι διατηρείται και η ελευθερία του θεάτρου και η προστασία των πολιτών. Για μια κόμη φορά η πολιτική υπερισχύει της τέχνης.

Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954), από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού θεάτρου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Στα πλαίσια αυτά και δεδομένης της φιλοβασιλικής τοποθέτησης της Μ. Κοτοπούλη, η ίδια η πρωταγωνίστρια και η ετήσια επιθεώρηση που παρουσίαζε, Τα Παναθήναια, κατηγορήθηκαν συχνά ότι εξαγοράζονταν από την γερμανική προπαγάνδα. Τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα τον Ιούλιο του 1915, όταν κατά την διάρκεια των Παναθηναίων, εκδηλώθηκαν φιλογερμανικά επεισόδια. Συγκεκριμένα ψάλθηκε ο γερμανικός ύμνος και στη συνέχεια ο γαλλικός, παρουσία της αστυνομίας, η οποία είχε κληθεί για να αποτρέψει επεισόδια «μαγκουροφόρων φολοααντατικών». [18] Η Κοτοπούλη επιχειρώντας να αποσείσει την ευθύνη για ηθελημένη πρόκληση των επεισοδίων, στέλνει επιστολή στις εφημερίδες κηρύσσοντας την πολιτική της απραξία και ουδετερότητα. Παράλληλα τονίζει το παράλογο των κατηγοριών που της αποδίδουν με αφορμή τις παραστάσεις των Παναθηναίων και διατυπώνει αιχμές για την ευθύνη των δημοσιογράφων στην πρόκληση των επεισοδίων:

«Είμαι γυναίκα. Δεν έχω εκλογικό βιβλιάριο. Δεν πηγαίνω εις τας διαδηλώσεις. Δεν πολιτεύομαι. Και ενόμιζα ότι το σχήμα μου αυτό επερίσσευε δια να με προστατεύη από κάθε παρεξήγησι κομματική. Οι Μπενακικοί δεν θα με έλεγαν Μερκουρίζουσαν, όταν μια σκηνή που εσατίριζε τον νέον δήμαρχον, ούτε οι Μερκουρικοί Μπενακίζουσα όταν ο Τζανέτος έλεγε ένα τετράστιχο πειραχτικό για τον κ. Μερκούρην… Εφέτος η Επιθεώρησις ήτο επόμενον να στολισθή με σκηνάς από τον ευρωπαϊκόν πόλεμον. Και οι συγγραφείς με την ίδια, όπως πάντοτε, αμεροληψία εσατίρισαν τα γεγονότα… μεταξύ των ζωηροτέρων διαδηλωτών διέκρινα κάθε βράδυ γνωστούς δημοσιογράφους, οι οποίοι με τον υπερβολικόν ενθουσιασμόν τους υπέρ της Γερμανίας ή της Γαλλίας ετάραζαν την αρμονίαν του ακροατηρίου μας» … και καταλήγει τεκμηριώνοντας το άδικο των κατηγοριών περί εξόδου του θεάτρου της από την ουδετερότητα: «διότι άλλως και δια τα τετράστιχα τα βενιζελικώτατα που απαγγέλλει κάθε βράδυ ο Τζανέτος, πρέπει να κατηγορηθεί ότι τα απαγγέλει δωροδοκούμενος με “τας κορόνας” της δεσποινίδος Κολλυβά». [19]

Συχνά οι ηθοποιοί παρέβαιναν δραστικά στο κείμενο της επιθεώρησης και πρόσθεταν όχι μόνο λόγια αλλά και ολόκληρες σκηνές, γεγονός που ανάγκαζε τους συγγραφείς να διαμαρτυρηθούν. Τον Μάιο του 1915 ο Μωραϊτίνης, ευπρεπής και αναγνωρισμένος επιθεωρησιογράφος, αντέδρασε στις αυθαίρετες προσθήκες, όταν στην επιθεώρησή του Ευρωπαϊκός πόλεμος, προστέθηκαν «ορισμένες ανάρμοστες σκηνές, ως η σατιρίζουσα τον κ. Μαρκαντωνάκην»,… τον μικρόσωμο ιδιαίτερο του Ελευθ. Βενιζέλου, που είχε γίνει μοτίβο στην επιθεώρηση ως άπληστος γαστρίμαργος. [20]

Τον Ιούλιο του 1916 η λογοκρισία έκανε δυναμικά την εμφάνισή της. Ο επιθεωρητής της αστυνομίας Ζιμβρακάκης φρόντισε να υπενθυμίσει προηγούμενες απαγορευτικές διατάξεις. Συγκεκριμένα του 1895, σχετικά με την σάτιρα δημοσίων προσώπων, ιδρυμάτων και κρατών και του 1909, σχετικά με το ωράριο των θεάτρων. [21] Η παρούσα ωστόσο διαταγή ήταν αυστηρότερη, αφού απαγόρευε την «από σκηνής των θεάτρων χρήση «λέξεων και φράσεων, ιδεών και υπαινιγμών αντικειμένων εις τα χρηστά ήθη και δυναμένων να ερεθίσωσιν τους θεατάς και να διαταράξωσιν την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν… Απαγορεύονται οι σατιρισμοί ορισμένων προσώπων και ιδίως μεγάλων ανδρών, Ελλήνων και ξένων, επιστημονικών και θρησκευτικών ιδρυμάτων και κρατών. Εν εναντία περιπτώσει θα διακόπτεται η παράστασις και θα παραπέμπεται ο υπεύθυνος εις το δικαστήριον». [22] Κάτω από την ασφυκτική πίεση της λογοκρισίας η επιθεώρηση δοκιμάστηκε σκληρά το Καλοκαίρι του 1916. Την επίθεση εναντίον της επισφράγισαν δύο δημοσιεύματα του Ηλία Βουτιερίδη στο Σκριπ τον Αύγουστο, τα οποία ασκούν δριμύτατη κριτική στην αισθητική και την πνευματική της διάσταση, ενώ παράλληλα κατέκριναν τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κριτήρια του κοινού. Ο αρθρογράφος θεωρεί το επιθεωρησιακό είδος πηγή κάθε δυστυχίας για το θέατρο και την βασική αιτία που εμποδίζει την ανάπτυξη ποιοτικής εγχώριας δραματουργίας. [23]

Αλλά και στο δραματικό θέατρο μετά την επιβολή της λογοκρισίας τα πνεύματα είναι ιδιαίτερα οξυμμένα και δημιουργούνται παρεξηγήσεις με την σύγχυση – εσκεμμένα ή όχι – των καλλιτεχνικών κινήτρων με τα πολιτικά. Συγκεκριμένα η άρνηση της Κυβέλης να παίξει στην τιμητική του Περικλή Γαβριηλίδη με το έργο Καταιγίδα του Μπερνστάιν, εξ αιτίας πρόσληψης ηθοποιών που δεν ενέκρινε, αποδόθηκε στα αντιβασιλικά φρονήματα της πρωταγωνίστριας, επειδή η παράσταση ήταν αφιερωμένη στον βασιλιά. [24] Την παρεξήγηση, την οποία υποδαύλιζαν μοναρχικοί κύκλοι, έσπευσε να ξεδιαλύνει ο Γαβριηλίδης. [25]

Στα Νοεμβριανά, – ακραία έκφανση του Εθνικού Διχασμού [26] -, τα πνεύματα οξύνθηκαν επικίνδυνα και στις 18 και 19 του μήνα όλα τα θέατρα παρέμειναν κλειστά. Αλλά και όταν άνοιξαν, το κλίμα για τους δημοκράτες ηθοποιούς ήταν ιδιαίτερα εχθρικό, όπως δείχνει υβριστική επιστολή εναντίον της Κυβέλης που δημοσιεύτηκε στις 13 Δεκεμβρίου, [27] μια μέρα μετά το ανάθεμα του Βενιζέλου. [28] Η πρωταγωνίστρια δεν μπορούσε να εμφανιστεί στη σκηνή. Σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα Αθήναι ο Θεόδωρος Βελλιανίτης περιγράφει με λεπτομέρειες την βίαιη απομάκρυνση της ηθοποιού από την σκηνή στις 18 Νοεμβρίου του 1916, την μετατροπή του θεάτρου «Διονύσια» σε αστυνομικό σταθμό και την σύλληψη και υποβολή του ζεύγους Θεοδωρίδη σε ανάκριση. Η ηθοποιός αφέθηκε ελεύθερη αλλά το θέατρό της έκλεισε και απαγορεύτηκαν οι παραστάσεις. [29] Αντίθετα η Κοτοπούλη, μέχρι το 1917, θριάμβευε στο ανακαινισμένο Βασιλικό θέατρο: «Το Βασιλικό θέατρο παρεχωρήθη τη υψηλή επινεύσει του πρίγκηπος Νικολάου εις την δεσποινίδα Μαρίκαν Κοτοπούλη και τον υπ’ αυτής θίασον». [30] Έναρξη των παραστάσεων έγινε με το τετράπρακτο έργο του πρίγκηπα Νικολάου – με το ψευδώνυμο Μάρκος Μαρής είχε επιδοθεί στην θεατρική γραφή – Το κάρβουνο στη στάχτη, το οποίο παρακολούθησε ολόκληρη η βασιλική οικογένεια. [31] Λεπτομερή παρουσίαση του έργου καθώς και θερμό έπαινο για την εκτέλεση μας μεταφέρει ο Νικόλαος Λάσκαρης. [32] Λίγες μέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου, η πρωταγωνίστρια επισκέπτεται τον πρίγκηπα Νικόλαο για να συζητήσουν σχετικά με το έργο. Μην αντέχοντας την είδηση της παραίτησης του βασιλιά, θα λιποθυμήσει, «όταν δε συνήλθε ανελύθη εις πικρότατα δάκρυα». [33]

Έλσα Ένκελ, διακεκριμένη καλλιτέχνις του μουσικού θεάτρου. Επιλογή φωτογραφίας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Το τοπίο άλλαξε άρδην, όταν ο Βενιζέλος στα μέσα Ιουνίου του 1917, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Τίμος Σταθόπουλος, από τις στήλες του Έθνους επαινεί τη φιλοβενιζελική στάση της ηθοποιού του μουσικού θεάτρου Έλσας Ένγκελ κατά τα Νοεμβριανά «που πολλές εξ αίματος Ελληνίδες αποδείχθησαν Βουλγαρίδες», [34] – ο υπαινιγμός για την Κοτοπούλη είναι σαφής. Ο ίδιος πλέκει το εγκώμιο της Φωφώς Γεωργιάδου, καλώντας το κοινό να την υποστηρίξει έναντι των Νοεμβριανών που την καταδίκασαν σε «καταναγκαστική αργία» [35] για τα φιλελεύθερα αισθήματά της. Η επανεμφάνιση της Κυβέλης θεωρήθηκε το καλλιτεχνικό γεγονός της περιόδου. Στις 18 Ιουνίου στο Πειραϊκό Θέατρο δίνει παραστάσεις «ο παυθείς θίασος του Θεάτρου Κυβέλης, όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά και μάλλον προκλητικά στο πρόγραμμα. [36] Η επιστροφή της στο θέατρο έλαβε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα: «Έπειτα από μακράν απομάκρυνσιν συνεπεία διωγμού από το επιστρατικόν κράτος επανέρχεται εις την σκηνήν η αγαπημένη καλλιτέχνις». [37] Στην τιμητική της με το έργο του Μπατάιγ, Η αμαζών, η παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιτείνει την πολιτική διάσταση: «Το Δημοτικόν ήταν κατάμεστον από τους πρωτεργάτας του Εθνικού Κινήματος με τον Βενιζέλον εν μέσω, θελήσαντα αυτοπροσώπως να τιμήσει την παράστασιν…Ραγδαία χειροκροτήματα δια την Κυβέλη και θερμαί εκδηλώσεις δια τον Βενιζέλον εις την Γαλλίαν». [38] H ηθοποιός το 1919 βρισκόμενη στο Παρίσι, θα τιμηθεί με «τον Αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος παρά της χειρός του κ. Βενιζέλου»… «πρώτη εκ των καλλιτέχνιδων του ελληνικού θεάτρου», [39] όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος του Έθνους. Και συνεχίζει «Μετά τον κ. Διονύσιον Ταβουλάρην, η κυβέρνησις των Φιλελευθέρων ηθέλησε να τιμήσει εν τω προσώπω της μοναδικής καλλιτέχνιδος όχι μόνον την αληθή μύστιδα της ελληνικής σκηνής, αλλά και την γυναίκα, η οποία απέδωσεν τόσας υπηρεσίας εις εθνικήν υπόθεσιν».

Ο επίλογος του διχασμού στην θεατρική σκηνή θα γραφτεί την Άνοιξη και τις αρχές του Καλοκαιριού του 1920 με τα θλιβερά επεισόδια που συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα με επίκεντρο την Μαρίκα Κοτοπούλη και τον θίασό της.

Η πρωταγωνίστρια έχοντας συναισθηματικούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη – αφού εκεί είχε γεννηθεί ο πατέρας της και εκεί γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη αποδέχτηκε την πρόταση του διευθυντή του γαλλικού θεάτρου της Πόλης Αρντίτη, να δώσει παραστάσεις, παρά τις προειδοποιήσεις φιλικών της κύκλων λόγω των εκεί φανατικών πολιτικών αντιπαραθέσεων καθώς και την αντίθεση του έλληνα πρέσβη. [40] Το κλίμα, σύμφωνα με τις περιγραφές του πρωταγωνιστή του θιάσου Μήτσου Μυράτ ήταν εχθρικό, ήδη με την επιβίβαση του θιάσου στο λιμάνι. Παρά τις ζωηρές αντιδράσεις της Ελληνικής Λέσχης, ο θίασος άρχισε τις παραστάσεις. Στην πρεμιέρα με την Σκιά του Νικοντέμι, εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις αλλά ο κίνδυνος διακοπής της παράστασης ματαιώθηκε με την επέμβαση προσκείμενων προς την πρωταγωνίστρια διανοουμένων της πόλης. Την επομένη οι παραστάσεις ματαιώθηκαν λόγω των ζωηρών αντιδράσεων μεταξύ των οποίων ο Μ. Μυράτ καταγράφει «σαν επωδό απ όλο το μαινόμενο πλήθος: «έξω οι Κωνσταντινικές κοπριές». [41] Η τοπική εφημερίδα Νεολόγος κατηγόρησε απροκάλυπτα την πρωταγωνίστρια ότι «επώλησεν την τέχνην της αντί 60 χιλιάδων φράγκων εις τον Σενγκ», [42] (γερμανός βαρώνος).

Η επιστροφή της Κοτοπούλη στην Αθήνα και η έναρξη των παραστάσεων στις 23 Απριλίου με την Σκιά, παίρνουν τον χαρακτήρα συλλαλητηρίου της φιλοβασιλικής παράταξης. Σύμφωνα με τον Μήτσο Μυράτ «το αλλοπαρμένο εκείνο πλήθος στο αντίκρυσμα της καλλιτέχνιδος, ατενίζει σαν σύμβολο τον εξόριστο βασιλιά… Οι βασιλόφρονες είχαν μεταβάλει το θέατρό μας σε εκλογικό κέντρο». [43] Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα. Και τραγική ειρωνεία: Η σκοτεινιά άρχισε να απλώνει τα μαύρα πέπλα της, στην παράσταση του Ήλιου του Φούλντα στις 13 Μαΐου. Πυροβολισμοί και άγριες κραυγές από τον εξώστη, είχαν σαν στόχο την πρωταγωνίστρια. Το επεισόδιο γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, εκ μέρους και των δύο πλευρών. Τα πνεύματα έχουν οξυνθεί επικίνδυνα. Οι Βασιλικοί κατηγορούν την αστυνομία ότι εγνώριζε, και δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τα γεγονότα. Η εφημερίδα Πατρίς, επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στην θέση τους: «Αισθανόμεθα σήμερον την υποχρέωσιν να διακηρύξωμεν ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων αποδοκιμάζει κατά τον ζωηρότερον τρόπον τα προχθεσινά έκτροπα του θιάσου Κοτοπούλη. Αλλ’ έχομεν να κάμωμεν ταυτοχρόνως και μίαν σύστασιν προς την εκλεκτήν καλλιτέχνιδα: Να παρακαλέσει εκείνους τους φίλους της, όσοι νομίζουν ότι της προσφέρουν τάχα υπηρεσίας εκμεταλλευόμενοι τα αισθήματά της, δοκιμάζουν να μεταβάλλουν εις Κέντρον Κομματισμού και προεκλογικής επιδείξεως το θέατρόν της, …ας φροντίσουν να εύρουν οποιονδήποτε άλλον χώρον και ας αφήσουν το θέατρον Κοτοπούλη αφιερωμένο μόνο εις την Τέχνην». [44] Αλλά τα γεγονότα που ακολουθούν δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν την ουδετερότητα και ο ποθούμενος διαχωρισμός της τέχνης από την πολιτική αποδεικνύεται μάταιος. Στις 30 Ιουλίου φτάνει η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου στη Γαλλία και η Αθήνα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. [45] Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη συμπληρώνει την τραγωδία της Ελλάδας και παράλληλα ανοίγει αφήνει διαμπερές τραύμα στην καρδιά της πρωταγωνίστριας, παράφορα ερωτευμένης με τον ρομαντικό ευπατρίδη πολιτικό. [46] Έρωτας, τέχνη και πολιτική συναντιούνται για μια ακόμη φορά.

Οι στασιαστές μεταξύ άλλων κατέστρεψαν και το θέατρο της Κοτοπούλη. Δύο φωτογραφίες που διασώζονται είναι πολύ εύγλωττες για το μέγεθος της καταστροφής και ενδεικτικές του φανατισμού, [47] ενώ οι περιγραφές των εφημερίδων δίνουν με λεπτομέρειες την αποτρόπαια εικόνα. [48]

Σε περιόδους πολιτικής έντασης η εκτροπή σε πράξεις βίαιες και ανάρμοστες αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο δυστυχώς βλέπουμε να επαναλαμβάνεται, διαπιστώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η ιστορία δεν διδάσκει. Η τέχνη ξεχνώντας τον ανώτερο σκοπό της και την ανθρωπιστική αποστολή της, συχνά χρησιμεύει ως όργανο σκοτεινών πολιτικών επιδιώξεων, που την αμαυρώνουν. Είναι τότε που τα αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια παύουν να υπάρχουν, ενώ η ιδεολογία αντικαθίσταται από ευτελείς στόχους. Η κατάσταση, θλιβερά δείγματα της οποίας μας δίνει ο Νουμάς το 1919, αποκαλώντας την «Φιλολογική τρομοκρατία», [49] θα κορυφωθεί στα χρόνια της ταραγμένης δεκαετίας του 1940, αποδεικνύοντας μεταξύ άλλων την διαχρονικότητα του αθηναίου ιστορικού της κλασικής αρχαιότητας:

 

«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές

στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνωνται πάντα όσο

δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί

να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική

μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις.

Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα

και την σημασία των λέξεων».

 

Θουκιδίδου, Ιστορίαι, βιβλίο 3, κεφάλαιο 82, μετάφρ. Άγγ. Βλάχος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Για τα γεγονότα της εποχής, τα αίτια και τις συνέπειές τους βλέπε την δίτομη μελέτη του, Βεντήρη, Γ. (1970), Η Ελλάς του 1910-1920, τόμος Α΄ &  Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.

[2] Ανυπ., «Από τα θέατρα», Σκριπ, 27/5/1916.

[3] Αδιάφορος, «Εντυπώσεις. Ιστορική περιπέτεια», Σκριπ, 28/5/1916.

[4] Ό.π.

[5] Νιρβάνας, Π., «Το δραματικόν θέατρον». Τέχνη και θέατρον. αρ. 2, 4/6/1916, σ. 18.

[6] Σταθόπουλος, Τ., «Οχλοκρατία», Έθνος, 27/5/1916.

[7] Ό.π.

[8] Ξενόπουλος, Γρ., «Οχλοκρατία», Έθνος, 28/5/1916.

[9]  Φογκ, Φ., «Η τέχνη και τα φρονήματα», Οι Καιροί, 28/5/1916.

[10] Ό.π.

[11] Δ. Ν., «Δια το επεισόδειον του θεάτρου Κοτοπούλη», Νέα Ελλάς, 28/5/1916.

[12] Ανυπ., «Θεατρικαί σελίδες», Αθήναι, 28/5/1916.

[13] Χατζηπανταζής, Θ. (1977), «Εισαγωγή στην Αθηναϊκή Επιθεώρηση». Η Αθηναϊκή επιθεώρηση. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ερμής, σ. 102.

[14] Ό.π.

[15] Ξενόπουλος, Γρ., «Η πολιτική εις το θέατρον», Τέχνη και θέατρον, 30/7/1916, σ. 152· Χατζηπανταζής, Θ., ό.π.

[16] Ό.π.

[17] Ό.π.

[18] Ανυπ., «Τα Παναθήναια», Αθήναι, 28/7/1915.

[19] Στη στήλη «Η ζωή των θεάτρων. H δις Μ Κοτοπούλη περί της ουδετερότητος… του θεάτρου της», Ακρόπολις, 30/7/1915.

[20] Σιδέρης, Γ., «Ο διχασμός στο θέατρο. Λογοκρισία, διώξεις, βανδαλισμοί», Θέατρο, τεύχος 7, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1963, σ. 29.

[21] Ανυπ., «Η ώρα των θεάτρων. Το θέατρον εν διωγμώ; Συνέντευξις με τον κ. Ζυμβρακάκην», Τέχνη και Θέατρον, τεύχος 8, 16/7/1916, σ. 127-128.

[22] Πατρίς, 10/7/1916· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 29.

[23] Βουτιερίδης, Η. Π., «Δια το θέατρον», Σκριπ, 3/8/1916· του ίδιου, «Επιθεώρησις», Σκριπ, 5/8/1916.

[24] Σταθόπουλος, Τ., «Η Κυβέλη», Έθνος, 23/10/1916.

[25] Γαβριηλίδης, Π., «Καλλιτεχνικόν επεισόδειον. Και πάλι οι ψευτοηρακλείς του στέμματος», Νέα Ελλάς, 22/10/1916.

[26] Βεντήρης, Γ., ό.π., τόμος Β΄, σ. 248-281· Μαυρογορδάτος, Γ. Θ. (2016), «Τα Νοεμβριανά». 1915. Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης, σ. 96-103.

[27] Νέα Ημέρα, 23/12/1916· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 30.

[28] Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 30-31. Την έκταση αλλά και την ένταση του αναθέματος, περιγράφει η εφημερίδα Εμπρός, 13/12/1916, και Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σ. 101-102.

[29] Βελλιανίτης, Θ., «Η προδοτική τέχνη», Αθήναι, 26/6/1917.

[30] «Πεννιές», Εμπρός, 13/12/1916.

[31] Ανυπ.: «Η χθεσινή πρώτη», Εμπρός, 26/5/1917.

[32]  Λάσκαρης, Ν., «Το κάρβουνο στη στάχτη. Έργο εις πράξεις τέσσαρες υπό Μάρκου Μαρή», Αι Αθήναι, 26/5/1917.

[33] «Επεισόδιον εις την δ. Κοτοπούλη», Αθήναι, 30/5/1917.

[34] Σταθόπουλος, Τ., «Χρονογράφημα», Έθνος, 14/7/1917.

[35] Έθνος, 12/8/1917· Γ. Σιδέρης, ό.π., σ. 32.

[36] Σιδέρης, Γ., ό.π., σ. 29.

[37] Έθνος, 26/6/1917· Γ. Σιδέρης, ό.π

[38] Έθνος, 5/10/1917, ό.π.

[39] Ανυπ., «Η παρασημοφορία της κ. Κυβέλης», Έθνος, 23/6/1919.

[40] Μυράτ, Μ. (1950), Ο Μυράτ κ΄ εγώ. Πενήντα χρόνια ζωή και θέατρο. Αθήναι, σ. 136.

[41] Μυράτ, Μ., ό.π., σ. 137.

[42] Ανταπόκριση εφημ. Έθνος, 8/4/1920· Θ. Χατζηπανταζής, ό.π., σ. 105.

[43] Μυράτ, Μ., ό.π., σ. 145.

[44] Ανυπ., «Το θέατρον Κοτοπούλη», Πατρίς, 15/5/1920.

[45] Μαυρογορδάτος, Γ., ό.π., σ. 285.

[46] Στην θυελλώδη αυτή σχέση αναφέρεται μεταξύ άλλων ο Γερμανός, Φρ. (2013), στην Εκτέλεση, Αθήνα: Καστανιώτης.

[47] Σιδέρης, Γ., ό.π., σ. 31, 33.

[48] Εμπρός, 1.8.1920.

[49] Ανυπ., «Φιλολογική τρομοκρατία», Νουμάς, 5/1/1919, σ. 51.

 

Βαρβάρα Γεωργοπούλου

Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα  έγιναν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Μερσινιάδη Μαριλία


 

Μερσινιάδη Μαριλία

Μερσινιάδη Μαριλία

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Επιπλέον, σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με μεταπτυχιακό στην Ειδική Αγωγή στο Institute of Education, University of London. Έχει κάνει σπουδές στο τραγούδι, στο πιάνο και στο χορό και έχει γράψει μουσική και στίχους για πέντε θεατρικές παραστάσεις.

Σκηνοθετεί και διδάσκει υποκριτική, αυτοσχεδιασμό, τραγούδι και χορογραφίες στη θεατρική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και κάνει προετοιμασία για υποψήφιους σπουδαστές δραματικών σχολών. Έχει εργαστεί ως υπεύθυνη θεατρικού παιχνιδιού σε κατασκηνώσεις, συλλόγους και νηπιαγωγεία γενικής παιδείας και ατόμων με ειδικές ανάγκες.

 

Κυριότερες θεατρικές παραστάσεις:

  • «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (μέλος του χορού), σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και χορογραφίες Σοφίας Σπυράτου (Επίδαυρος, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, 2005).
  • «Εσύ μας χάρισες το ωραίο ταξίδι» σε κείμενο και σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη, με τις μουσικές και την επιμέλεια του Χρήστου Λεοντή (θέατρο της οδού Φρυνίχου, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, 2007).
  • «Cyclops survival» σε κείμενο και σκηνοθεσία Γιάγκου Ανδρεάδη (μέλος του χορού), με πρωταγωνιστές τη Μάνια Παπαδημητρίου, τον Γιώργο Μωρόγιαννη, τον Κίμωνα Ρηγόπουλο και τον Χρήστο Ευθυμίου (μικρή Επίδαυρος, καλοκαίρι 2013).
  • Σκηνοθέτης και συνθέτης μουσικής και στίχων στην παράσταση «Κλυταιμνήστρες» της Αλεξίας Πετροπούλου (θεατρική ομάδα «Δέκατα», Αρχαιολογικός χώρος Μυκηνών, καλοκαίρι 2013).

Read Full Post »

Ταρατόρης Νικόλας (1954-2021)


 

Νικόλας Ταρατόρης

Είχε σπουδάσει θέατρο στο Κολέγιο Αθηνών Π.Ε.Ε. (Ελληνοαμερικάνικο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα-Κολέγιο Ψυχικού), στο Θέατρο των Αλλαγών και ήταν ακροατής στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν.

Είχε κάνει Φωνητική-Τραγούδι με τον Αντόνιο Αρμάνι, Ορθοφωνία- Αγωγή της φωνής με το Νίκο Παπακωνσταντίνου, Υποκριτική – Αυτοσχεδιασμό με τον Ευδόκιμο Τσολακίδη, Υποκριτική – Αυτοσχεδιασμό-Κίνηση – Τεχνική με τον Ηλία Ασπρούδη και Σκηνοθεσία-Υποκριτική με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη και το Στάθη Λιβαθινό.

Είχε παρακολουθήσει τα σεμινάρια:

Αρχαίο Δράμα, Νταντά και Σουρεαλισμός, το Ευρωπαϊκό και το Σύγχρονο Ευρωπαϊκό Θέατρο, Ακμή και Παρακμή του Αστικού Θεάτρου, Ρεπερτόριο, το Παράλογο και η Πτώχευση της Λογικής, το Επικό και η Θεωρία της Αποστασιοποίησης, Ανάλυση και Εσωτερική Ανάλυση Θεατρικού Κειμένου, Αλλαγή των Ταυτοτήτων στο Θέατρο της Αβεβαιότητας, από το Επικό Θέατρο στο Θέατρο της Προπαγάνδας, το Κίνημα του Εναλλακτικού Θεάτρου, Ακινησία και Λόγος στο θεατρικό έργο του Σάμουελ Μπέκετ, ο Μετεωρισμός της Ύπαρξης, Ενδυματολογία-Σκηνογραφία-Μουσική-Φωτισμός στα Σύγχρονα Σκηνοθετικά Ρεύματα,  Μακιγιάζ και Φωτισμός με τους Σωτήρη Τσόγκα, Ελένη Καραμπέτσου, Κώστα Φαρμασώνη, Κερασία Σαμαρά, Ηρακλή Λογοθέτη, Κατερίνα Καμπανέλλη, Θόδωρο Τερζόπουλο, Πλάτωνα Ανδριτσάκη, Αντώνη Παναγιωτόπουλο, Σωτήρη Χατζάκη, Νίκο Αρμάο κ.α.

 

Πρόβες στο Αρχαίο Θέατρο Άργους για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε συνεργασία με το «Διάζωμα». Σε πρώτο πλάνο, Αντώνης Σιούτος, Νικόλας Ταρατόρης.

 

Είχε συμμετάσχει ως ηθοποιός ή είχε σκηνοθετήσει έργα των:

Ιάκωβου Καμπανέλλη, Παύλου Μάτεσι, Μποστ, Γιάννη Ρίτσου, Δημήτρη Ψαθά, Σωτήρη Πατατζή, Κώστα Πρετεντέρη, Γρηγόριου Ξενόπουλου, Πάνου Αναστασόπουλου, Κώστα Μουρσελά, Ηλία Καπετανάκη, Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Άρθουρ Μίλλερ, Ευγένιου Ιονέσκο, Άντον Τσέχοφ, Στάνισλαβ Στρατίεβ, Σεραφείμ & Ιωακείμ Κιντέρο, Τέννεσυ Ουίλιαμς, Αλέξανδρου Κασόνα, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα,  Νικολάι Γκόγκολ, Ουίλιαμ Γκίμπσον, Ντάριο Φο, Μπ. Μαρί – Κολτές κ.α.

Είχε σκηνοθετήσει το λαϊκό ορατόριο «Το Άξιον Εστί» των Οδυσσέα Ελύτη και Μίκη Θεοδωράκη, με διευθυντή ορχήστρας και χορωδίας τον Γιάννη Νόνη και με την συμμετοχή της Μαρίζας Κωχ.

Είχε σκηνοθετήσει και δραματοποιήσει πεζά και ποιήματα των Γιάννη Ρίτσου, Πέτρου Πικρού, Τάκη Δόξα, Κώστα Καρακάση, Κώστα Σπηλιώτη, Νάντιας Δανιήλ, Γιάννη Ρηγόπουλου, Άγγελου Αντωνόπουλου, Φώτη Μότση, Κατερίνας Παπανδριανού, Βαγγέλη Κλαδούχου, Άννας Καραβάνου, Σπύρου Καραμούντζου, Μαρίας Βελιζιώτη, Δήμητρας Στεφανοπούλου, Ελένης Σκούμπη, Δέσποινας Πενέση, Βασιλικής Πιπέρου, Φώντα Σταυρόπουλου, κλπ. και είχε κάνει παρουσίαση του αφιερώματος «Ευάλωτη γη» της  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

 

Ο σκηνοθέτης Νικόλας Ταρατόρης και ο θίασος της Πολιτιστικής Αργολικής Πρότασης.

 

Είχε σκηνοθετήσει και παρουσιάσει αφιερώματα για τους Νίκο Καββαδία, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Μανώλη Χιώτη, Βασίλη Τσιτσάνη κλπ. Είχε παρουσιάσει επίσης, το αφιέρωμα για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου με το δρώμενο «Ο Πόντος Ματώνει» με τη Σοφία Κακαρελίδου. Είχε συμμετάσχει στο χοροθεατρικό δρώμενο «Ο θάνατος του φιλόσοφου» της Μαρίας Κέκκου με την ερευνητική ομάδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών «Δρυός Τόποι».

Είχε διοργανώσει με το Πνευματικό Κέντρο και το Δημοτικό Θέατρο Άργους ημερίδα με θέμα «Γνωριμία με το Θέατρο» και εισηγητές τους Ρίβα Λάββα, Άση Δημητρουλοπούλου, Κωνσταντίνο Ζαμάνη (διδάσκοντες του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου) και τον Ηρακλή Λογοθέτη, διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου & Χορού.

Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνοθέτης της «Πολιτιστικής Αργολικής Πρότασης», μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Αιγυπτιολογίας και της Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Τεχνών Ιχνηλάτες» και ήταν μέλος του Δ.Σ. του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους. Ήταν τακτικό μέλος (director) του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της UNESCO.

Ο Νικόλας Σοφ. Ταρατόρης ήταν παντρεμένος με την Πίνκα Νάντη και πατέρας δύο γιων.

Απεβίωσε τη Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021, σε ηλικία 67 ετών. Για αρκετά χρόνια έδινε μάχη με την «επάρατη νόσο».

Η εξόδιος ακολουθία  τελέστηκε την  Τέταρτη  20 Ιανουαρίου 2021 στις 3.30 μ.μ.  στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους. Η ταφή έγινε στον κοιμητηριακό ναό Αγίου Νικολάου Άργους.

 

Το μεγάλο ταξίδι του Νικόλα Ταρατόρη

 

Κανένα έργο επί σκηνής δεν έχει καταφέρει να αναπαραστήσει το θάνατο με τρόπο που να πλησιάζει κάπως αυτή τη μεγάλη στιγμή από το χώρο του μυστηρίου. Κι όμως με αμέτρητους τρόπους αναφέρεται, μνημονεύεται, παρουσιάζεται σκηνικά, οργανώνει τη δράση των ηθοποιών, αναπαράγει τη δύναμη των συμβολισμών και προσφέρει στους θεατές το αποτέλεσμα ενός τέλους τραγικού, λυτρωτικού και ίσως αναπόφευκτου. Εκείνο που δεν μπορεί να συλλάβει και πολύ περισσότερο να αποδώσει είναι η πνευματικότητα της στιγμής και της αιωνιότητας. Εκείνο το πέρασμα στον άλλο κόσμο, τον αόρατο, που σημαδεύει την καθημερινότητά μας, συμμετέχει έντονα στις παραδόσεις μας, αλλά μας διαφεύγει το νόημα του αναλλοίωτου που σηματοδοτεί. Ίσως, η μοναδική στιγμή να τον προσεγγίσουμε βαθύτερα είναι όταν ένας άνθρωπος της τέχνης αρχίζει ακριβώς το πέρασμα σ’ αυτό το αιώνιο και αναλλοίωτο. Κι αυτό γιατί ο ίδιος έχει ψηλαφίσει με την τέχνη του το θάνατο, έχει δαμάσει τους συμβολισμούς του και μένει να έρθει η στιγμή να διαβεί στον κόσμο του μυστηρίου ολοκληρώνοντας μονάχος του, χωρίς κοινό, την τελευταία και σπουδαιότερη σκηνή του σεναρίου.

Ο Νικόλας Ταρατόρης σκαρφαλωμένος στη σκαλωσιά ρυθμίζει μια τελευταία φορά τους προβολείς που θα φωτίσουν το δρόμο για το μεγάλο του ταξίδι. Ερωτευμένος με το θέατρο, σκηνοθέτης, τεχνικός, βαφέας, μεταφορέας, πέρα και πάνω απ’ όλα άνθρωπος της δράσης και της προσφοράς, σημάδεψε με την παρουσία του τον πολιτισμό στην Αργολίδα και έφερε το θέατρο κυρίως, αλλά και τη μουσική, την ποίηση και τη λογοτεχνία, κοντά σε όλους. Άνθρωπος του λόγου και του κειμένου, κατάφερνε να ζωντανεύει τις λέξεις και να τις κάνει να γεμίζουν τους χώρους, να δημιουργούν συναισθήματα και να μοιράζεται με τους συνεργάτες και το κοινό του τον πλούτο τους.

Σε διαρκή διάλογο με τον εαυτό του και τους άλλους, αναζητούσε μαζί τους το νόημα του λόγου και της (θεατρικής) πράξης καθώς δούλευε το ένα ή το άλλο σενάριο, καθώς σκεφτόταν το στήσιμο μιας σκηνής, καθώς δινόταν παθιασμένα στην πραγματοποίηση μιας παράστασης, καθώς σκεφτόταν τα πρόσωπα, τα λόγια τους, την κίνησή τους και τα έκανε δικά του λόγια και κίνηση. Είμαι απολύτως σίγουρος πως όσο προετοίμαζε το τελευταίο του ταξίδι, τόσο ο διάλογος με τον εαυτό του γινόταν έντονος για όσα πέρασε και όσα θα μελλούμενα θα δει. Ταυτιζόταν με τη θέση του γέροντα του «Μαράν Αθά» και τον παθιασμένο εσωτερικό του διάλογο, μια εκπληκτική παράσταση – θα το θυμίσω – που πρόσφερε στο αργολικό κοινό και που ίσως δεν θα είχαμε δει ποτέ.

Αν πρέπει να δώσουμε ένα περίγραμμα για το μεγάλο ταξίδι του Νικόλα Ταρατόρη στη ζωή, αυτό θα είχε δυο σημεία: το ρόλο που έπαιξε η Πολιτιστική Αργολική Πρόταση στα πολιτιστικά δρώμενα της Αργολίδας και τις δυνατότητες έκφρασης που προσέφερε σε δεκάδες νέους ανθρώπους αυτού του τόπου.

Ως προς το πρώτο, ας σκεφτούμε αρχικά τις δυο θεατρικές σκηνές που οργάνωσε ο Νικόλας στο Άργος. Δυο σκηνές για το θέατρο, δυο σκηνές στέκια για τον πολιτισμό. Θίασος και χορωδία, κινηματογράφος και εργαστήρια για παιδιά και ενήλικες με εκατοντάδες δράσεις, παραστάσεις, συναυλίες, κοινές παρουσιάσεις, στην Αργολίδα και έξω από τα αργολικά σύνορα. Και μόνο το «Άξιον Εστί» ένα έργο που φαινόταν ακατόρθωτο να παρουσιαστεί για τα μέτρα ενός τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, αποτελεί μια μεγάλη προσωπική και συλλογική επιτυχία για την Πρόταση που ταξίδεψε στην Αργολίδα, την Αθήνα και αλλού.

«Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» ήταν μια άλλη ξεχωριστή κοινή (θίασος και χορωδία) επιτυχία που καταγράφεται σ’ εκείνες ενός μεγάλου λαϊκού κοινού στους Στρατώνες του Καποδίστρια. Φυσικά δεν θα παραλείψω να σημειώσω τη συνεργασία της Πρότασης με το Διάζωμα και τις δυο μεγάλες επιτυχημένες παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο του Άργους. Όπως επίσης δεν θα παραλείψω να σημειώσω την μοναδική για τα αργολικά και ευρύτερα ελληνικά χρονικά της παρουσίασης της «Αποκάλυψης του Ιωάννη» μέσα στο ναό του Αγ. Πέτρου.

Όμως, πέρα από αυτές τις σημαντικές επιτυχίες, η μεγαλύτερη απ’ όλες ήταν πως Έλληνες και ξένοι δημιουργοί παρουσιάστηκαν ακόμη και στο πιο μικρό χωριό και έφεραν τον κόσμο στη θέση του θεατρόφιλου κοινού που γευόταν μια πραγματική τέχνη και του δινόταν η ευκαιρία μιας ποιοτικής ψυχαγωγίας. Δεκάδες ώρες δουλειάς μέχρι τη στιγμή που φορτώνονταν τα σκηνικά και οι ενδυμασίες σ’ ένα φορτηγάκι και σε 2-3 αυτοκίνητα για να φτάσει ο Νικόλας και οι συνεργάτες του στην Αλέα, στη Καρυά, στον Αχλαδόκαμπο, στο Άστρος και αλλού, να τα στήσουν για να παρουσιάσουν την παράσταση στους κατοίκους. Εθελοντικά, με αγάπη για τους κατοίκους, με έρωτα για το θέατρο και με ειλικρινή πρόθεση για προσφορά.

Η δεύτερη μεγάλη προσφορά του Νικόλα Ταρατόρη είναι η πόρτα που άνοιξε σε δεκάδες νέους ανθρώπους κυρίως, που αγκάλιασαν την Πρόταση και ανακάλυψαν στη θεατρική σκηνή προσωπικές ικανότητες και δεξιότητες, που ίσως να μην είχαν ποτέ φανταστεί. Η Πρόταση υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο έκφρασης για όλες και όλους. Ένα στέκι όπου ανάμεσα στις ατέλειωτες ώρες για πρόβες, φούντωναν οι συζητήσεις για το έργο, έμπαιναν προβληματισμοί, αναλύονταν κινήσεις, εκφράζονταν γνώμες. Το μυαλό δούλευε, η καρδιά άνοιγε, η γλώσσα εκφραζόταν. Φυσικά, η χαρά ήταν απερίγραπτη όταν από μια γεμάτη αίθουσα ο θίασος και ο σκηνοθέτης του εισέπρατταν θερμά παρατεταμένα χειροκροτήματα. Κι έπειτα, ο Νικόλας αναζητούσε στους ντόπιους δημιουργούς τα στοιχεία μιας τοπικής πολιτιστικής παραγωγής για να τα αναδείξει και μαζί τους να αναδείξει τις δυνατότητες τους ίδιου του τόπου.

Ίσως και να μην έγινε απολύτως κατανοητό το έργο του Νικόλα Ταρατόρη και της «Πρότασης». Μερικοί το εκμεταλλεύτηκαν για λόγους δημόσιας προβολής, χωρίς να αναλάβουν απλές, μικρές δεσμεύσεις στήριξης ενός τόσο σημαντικού φορέα. Γι’ αυτό και ο Νικόλας και όλοι στην πρόταση αγωνιούσαν και πάλευαν για τα απολύτως αναγκαία, το ενοίκιο, το ηλεκτρικό…. Η ψυχή τους μπορούσε να κάνει όλα τα υπόλοιπα, τα μεγάλα και ουσιαστικά: να προσφέρει μια πραγματική τέχνη και μια μοναδικά ποιοτική ψυχαγωγία. Ακόμη και στις πρωτοχρονιάτικες πίτες! Ακόμη και στα τσικνίσματα της Τσικνοπέμπτης! Ακόμη και στους αποκριάτικους χορούς!

Είναι φρικτό να φεύγεις όταν έχεις ακόμη πολλά να δώσεις γύρω σου. Όμως κανείς δεν μπορεί να αντιστρέψει αυτό που είναι γραφτό να γίνει. Τέτοιες μέρες προετοιμάζαμε την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας της Πρότασης. Την ευχή την έδινε τελευταία ο παπα-Γιώργης Σελλής μαζί με τις χαρούμενες ατάκες του. Έμελλε και σ’ εκείνον να συνοδέψει το Νικόλα Ταρατόρημε τα λόγια της εξοδίου ακολουθίας:

Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν σου, καὶ κατάταξον αὐτὸν ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων Κύριε, καὶ οἱ Δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες· τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ πάντα τὰ ἐγκλήματα.

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται.

Καλό ταξίδι Νικόλα. Όσο είμαστε όρθιοι θα σε μνημονεύουμε για να παίρνουμε θάρρος και δύναμη από τη δική σου απλότητα και προσφορά. Σε περιμένουν πολλές και πολλοί που έφυγαν και θα καθίσουν ξανά πλάι σου στο γιορτινό τραπέζι. Καλό ταξίδι.

 

Επικήδειος

Γεωργίου Κόνδη

Read Full Post »

Κοφινιώτης Μιχαήλ (1888-1982)


 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1888 και πέθανε το 1982. Υπήρξε φημισμένος λυρικός τενόρος και ηθοποιός του μουσικού θεάτρου. Ήταν γιος του φιλόλογου και θεολόγου Ευάγγελου Κοφινιώτη από την Νέα Τίρυνθα (Κοφίνι) Αργολίδας και ανεψιός του Ιωάννη Κοφινιώτη καθηγητή και ιστορικού. Γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά τον κέρδισε το ελαφρό θέατρο. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στην επιθεώρηση «Παναθήναια» με τον θίασο του Σαγιώρ το 1907 και αργότερα, ως τενόρος στην οπερέτα «Μαμζέλ Νιτούς». Στο διάστημα 1909-1920 συνεργάστηκε με την Οπερέτα Παπαϊωάννου: «Πικ Νίκ», «Βαφτιστικός», «Δαιμονισμένη», «Ένας Κλέφτης στον Παράδεισο», «Γυναίκα του δρόμου», «Το Κορίτσι της γειτονιάς», «Ονειρώδες βαλς», «Εύθυμη χήρα», «Κόμης του Λουξεμβούργου», «Έρως τσιγγάνων», «Έρως πριγκίπων», «Παγκανίνι», «Κοντέσα του χορού», «Κοντέσα Μαρίτσα», «Μάγισσα της φωτιάς», «Η νύφη του Συντάγματος», «Αγόρι ή Κορίτσι;», «Οι θεατρίνοι», κ.α. Το 1919 πήγε στο Μιλάνο με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων, για μελοδραματικές σπουδές.

Στη συνέχεια συγκρότησε προσωπικό θίασο (1926-28). Συνεργάστηκε με τους: Ι. Ριτσιάρδη, Ολυμπία Καντιώτου – Ριτσιάρδη και την διετία 1928-1930 με την Ολυμπία Καντιώτου. Συνέπραξε επίσης με τον Μάνο Φιλιππίδη στο Θέατρο «Αλάμπρα» και «ανέβασαν» τις οπερέτες του Θ. Σακελλαρίδη « Η κόρη της καταιγίδας» και « Δεσποινίς Σορολόπ».

Το 1935 έπαιξε στα «Ερωτικά γυμνάσια» στο Θέατρο της «Κυβέλης». Εμφανίστηκε επανειλημμένα στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τουρκία, και την Αίγυπτο. Ανέλαβε τις θέσεις του πρωταγωνιστή τενόρου και του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Τουρκικής Οπερέτας (Γαλλικό Θέατρο Κωνσταντινούπολης 1937-38).

Τελικά, το 1938, άφησε το θέατρο και ανέλαβε εκφωνητής στον νεοϊδρυόμενο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.).  Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας από το 1917 μέχρι το 1929 – ο πρώτος από την ίδρυση του- και Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών από το 1945 έως το 1952 και τιμήθηκε με το Μετάλλιο του Γεωργίου Β’.

 

Πηγή


  • Τάκης Καλογερόπουλος, «Λεξικό της Ελληνικής μουσικής», εκδόσεις Γιαλλελή, 2001.

Read Full Post »

Κατσιγιάννης Ε. Χρήστος (1930-1999)  


 

Χρήστος Κατσιγιάννης

Χρήστος Κατσιγιάννης

Ο ηθοποιός και ποιητής  Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και φοίτησε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, τη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέ­χνης. Εμφανίστηκε στο Θέατρο το 1954, υπηρετώντας το, μέχρι το 1973. Πα­ράλληλα δίδαξε υποκριτική, ορθοφωνία και αυτοσχεδιασμό στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Ανωτέρα Σχολή Θεάτρου και Κινηματο­γράφου και στην πρότυπη Σχολή Θεάτρου-Κινηματογράφου-Τηλεόρασης.

Από το 1973 αφοσιώθηκε στην ποίηση, τυπώνοντας 24 συνολικά βιβλία, εκ των οποίων τα 16 είναι ποιητικές συλλογές. Κατά καιρούς διετέλεσε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, του Φιλολογικού Συλλό­γου «Παρνασσός», του ΠΕΝ-Κλαμπ Ποιήσεως, του Ελληνικού Κέντρου της Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Λογοτεχνίας κ.ά.

Από το 1994 αυτοδιαγράφηκε από τα σωματεία και συλλόγους και ε­γκαταστάθηκε στο Παλαιό Ναύπλιο, όπου έγραψε πολλά βιβλία, με αισθαντικότητα και στοχασμό προσωπικό. Έφυγε απ’ τη ζωή στις 10 Μαΐου 1999 το μεσημέρι, στο σπίτι του στο Ναύπλιο, όπου και διέμενε τα τελευταία χρόνια, αποτραβηγμένος από τα κοινά.

Μικρό ανθολόγιο

Από τις ποιητικές συλλογές του Χ. Ε. Κατσιγιάννη

 1

Αν δε σου νιώσανε τον ερχομό

μην καρτεράς να νιώσουν το φευγιό σου.

(«Απόσταγμα», 1994)

2

Οι φρόνιμοι… οι γνωστικοί.

Αυτοί πρώτοι καρπώνονται

απ’ των τρελών την τρέλα.

(«Κατάληψη», 1994)

3

Κάτω από κάθε πέτρα της

ένας σκορπιός, κάποια οχιά.

Κι είναι πετρότοπος ή Ελλάδα.

                              («Πετρότοπος», 1994)

 4

Τι άλλο μου χρειάζεται

για να πιστέψω στο Θεό!

Σκέφθηκε και μας έδωσε

ως και το θάνατο ακόμα.

(Απ’ το ταμείο της Σοφίας «Μοναχόλυκος», Περγαμηνή, 1994).

 

Ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες στις οποίες έχει παίξει:

Μεγάλοι δρόμοι (1953), Ο δολοφόνος αγαπούσε πολύ… (1960), Πλούσιοι χωρίς λεφτά (1960), Έγκλημα στην Ομόνοια (1962), Όσα κρύβει η νύχτα (1963), Νυχτοπερπατήματα (1964), Ο κράχτης (1964), Χωρισμός (1965), Θυσία (1966), Νόμος της ζωής (1967), Ο προδότης (1967), Αφροδίτη το κορίτσι που πόνεσε (1968), Το τρίπτυχο της αμαρτίας (1972).

Θεατρικές παραστάσεις

Άνθρωπος για όλες τις εποχές (1963), Ερωτικές και φορολογικές υποθέσεις (1971).

Μεταγλωττισμένες παραγωγές στις οποίες συμμετείχε:

Ο επιθεωρητής Σαϊνης (ΕΡΤ-1985)

Ντένις ο τρομερός (ΕΤ1-1988)

 

Πηγές


  • Πάνος Λιαλιάτσης, «Από τη Ναυπλιακή ποίηση», Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV (2000).
  • RetroDB.gr

 

Read Full Post »

 

Αντωνόπουλος Άγγελος, «ο Μάρξ στο Σόχο».

 

 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ , «ΜΠΟΥΣΟΥΛΟΠΟΥΛΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΓΟΥΣ», Τρίτη  5 / 05 / 2009,  9.00 μ.μ.

ΜΑΡΞ 

 

 

 

 

 

 

Μετά από τρία χρόνια επιτυχίας, η παράσταση του έργου του Χάουαρντ ΖΙΝ «Ο ΜΑΡΞ ΣΤΟ ΣΟΧΟ» με πρωταγωνιστή τον Άγγελο Αντωνόπουλο, έρχεται και στην Αργολίδα. Ο Μαρξ ζητάει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κόσμου να κατέβει για λίγο στη Γη, για να «αποκαταστήσει το όνομα του», όπως λέει. Από λάθος, αντί να επιστρέψει στο Σόχο του Λονδίνου, όπου έζησε και πέθανε, βρίσκεται στο Σόχο της Νέας Υόρκης. Έχει μία ώρα. Με χιούμορ και άλλοτε με παράπονο, ο Μαρξ μιλάει για τη ζωή του, «ξεκαθαρίζει» τις περίφημες ρήσεις του, νοσταλγεί τους άλλους μεγάλους της εποχής (Ένγκελς, Μπακούνιν), και τελικά διαπιστώνει πως τίποτα δεν άλλαξε στον κόσμο τα τελευταία εκατό χρόνια. «Και λένε πως οι ιδέες μου έχουν πεθάνει». Με αυτό το μονόλογο, ο Ζιν, ένας από τους μεγαλύτερους αριστερούς διανοούμενους της εποχής μας, κατορθώνει, με απλότητα και σαρκασμό, να συγκινήσει ακόμα και τη νεότερη – αδιάφορη πολιτικά – γενιά.

ΑντωνόπουλοςΟ Καρλ Μαρξ βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή στο πρόσωπο του Άγγελου Αντωνόπουλου,του σημαντικού Έλληνα ηθοποιού που κατόρθωσε για τρία συνεχόμενα χρόνια να επικοινωνήσει με ένα πολυπληθές κοινό όλων των πολιτικών αποχρώσεων, να ταράξει και να συγκινήσει όλους τους θεατές. Η ερμηνεία του Αντωνόπουλου απέσπασε ύμνους από κριτικούς και κοινό και επέτυχε να προσελκύσει την πολιτική ηγεσία της χώρας όλων των παρατάξεων. Η πορεία του Αντωνόπουλου ως Μαρξ επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα, με προσκλήσεις από πολλές πόλεις και μεγάλα θέατρα και έχει τη δύναμη να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα, όσο το κοινό νιώθει την ανάγκη να ακούσει και να σκεφτεί ανώτερες ανθρωπιστικές αξίες μέσα από ένα λόγο καθημερινό, απλό, χιουμοριστικό και καθόλου διδακτικό ή προσηλυτιστικό.

* Τα δικαιώματα παραχώρησε αποκλειστικά ο ίδιος ο Χάουαρντ Ζιν για αυτό το πρώτο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ :
Μετάφραση: Άρης Λασκαράτος Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου

Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Ασημακόπουλος
Δ/νση Παραγωγής:

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ

 Διοργάνωση: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

 ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

 «ΜΠΟΥΣΟΥΛΟΠΟΥΛΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ», Τρίτη  5 / 05 / 2009,  9.00μ.μ

 Προπώληση εισιτηρίων: βιβλιοπωλείο ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ Νικηταρά 15, τηλ. 27510 20419,  Άργος.

 

Read Full Post »

Νέζος Γεώργιος (1907-1989)

 

 

Γεννήθηκε το 1907 στο Κουτσοπόδι Άργους. Ηθοποιός και λογοτέχνης,  έπαιξε με επιτυχία σε πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα. Από τα βιβλία που εξέδωσε αναφέρουμε: « Στίγματα στιγμών», «Ρήγματα σε προσωπείο», «Ομόκεντρα Τοπογραφικά», «Πανδέκτης ο εγκάρδιος», «Βιόσφαιρα», « Γαρμπίλι», «Μι­κρά τίποτα», «Πεντάστικτα», «ΕνΑθήναις», «Γιασεμί, το ως αντίπαλο δέος». Χρησιμοποίησε και το ψευδώνυμο Γιώργος Ίναχος. Είναι απόγονος των οπλαρχηγών του 1821 Τάσου και Κωνσταντίνου Νέζου. Πλούσια και σεμνή πνευματική προσωπικότητα πέθανε το 1989.

 

 

Φιλμογραφία

 

Ο γύρος του θανάτου (1983) [Αρίστος]

Θέμα συνειδήσεως (1973)

Η Μαρία της σιωπής (1973) [(γιατρός)]

Ο εχθρός του λαού (1972)

Τι 30… τι 40… τι 50… (1972)

Η κόρη του ήλιου (1971)

Η εφοπλιστίνα (1971) [καπετάν Γιάννης]

Μια γυναίκα στην αντίσταση (1970) [(γιατρός)]

Στον δάσκαλό μας … με αγάπη (1969) [(πρόεδρος)]

Η κόμησσα της φάμπρικας (1969) [Χαράλαμπος]

Αυτή που δεν λύγισε (1968) [(καθηγητής ιατρικής)]

Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967)

Κάνε τον πόνο μου χαρά (1966) [; (γιατρός) Αναγνώστου]

Το σπίτι των ανέμων (1966) [(γιατρός)]

Ου κλέψεις (1965)

Το μπλόκο (1965)

Το φυλαχτό της μάνας (1965) [Γιάννης]

Όχι,.. κύριε Τζόνσον (1965)

Είμαι αθώος (1960) [(στρατηγός)]

Τζο ο τρομερός (1955) [(κλεπταποδόχος)]

Διαγωγή… μηδέν! (1949)

 

Πηγές

 

  • «Μικρό Ανθολόγιο Αργείων Ποιητών», Εκδόσεις ¨ΕΛΕΒΟΡΟΣ¨, Άργος  1993.
  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 

 

 

 

 

Read Full Post »

Καρυωτάκης Θεόδωρος (’Αργος 1903 – Αθήνα 1978)

 

 

Σημαντικός συνθέτης της εποχής μας, ο οποίος γεννήθηκε στο Άργος το 1903,  ξάδελφος του ποιητή Κ. Καρυωτάκη. Έγραψε το ορατόριο  «Άσμα ασμάτων«, μουσική δωματίου, συμφωνικά έργα και μεγάλο αριθμό τραγουδιών.

Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, από 14 ετών, με τον Φ. Οικονομίδη. Επίσης, ιδιωτικά με τον Δ. Μητρόπουλο (αρμονία και σύνθεση) και με τον Μ. Βάρβογλη (ενορχήστρωση). Παράλληλα, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1937 (;) διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, για να παραιτηθεί μερικά χρόνια αργότερα προς χάριν της μουσικής. Υπήρξε πολλά χρόνια γενικός γραμματέας της ΕΕΜ (1957-1978) και του Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής.

Σημαντικός παράγοντας στις εκδόσεις ελλ. μουσικών έργων. Επίσης μέλος ΔΣ της ΕΛΣ και πολλών καλλιτεχνικών και εξεταστικών Επιτροπών. Η δημιουργία του (μετά τα πρώτα του έργα της περιόδου 1932-38 που χαρακτηρίζονται από έντονη δηκτικότητα και νεανική ανησυχία) πλημμυρίζει από θερμό λυρισμό, μεγάλη αρμονική γνώση και λεπτότητα αισθήματος που ξεχωρίζει και διαποτίζει όλα τα έργα του (ιδιαίτερα τα τραγούδια του, πολλά από τα οποία είναι υποδείγματα του είδους και αποτελούν πολύτιμη προσφορά στην Ελληνική Μουσική). Έδωσε την πρώτη συναυλία με έργα του τον Απρίλιο του 1936 («Παρνασσός»), ενώ στη συνέχεια πολλές συνθέσεις του εκτελέστηκαν και στο εξωτερικό. Ιδιαίτερη σταδιοδρομία σημείωσαν η «Μικρή Συμφωνία» και η «1η Σονάτα» για βιολί (με εκτελέσεις σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας και σε Παρίσι, Μόναχο, Βιέννη, Ρώμη, Ν. Υόρκη και άλλα καλλιτεχνικά κέντρα). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μεταστράφηκε προς σύγχρονα ιδιώματα. Οι κυριότερες συνθέσεις του: μουσική στον «Ίωνα» του Ευριπίδη (1937), το μπαλέτο «Προμηθεύς» (1943), το παραμυθόδραμα «Του Φεγγαριού Λουλούδι» (1953-55) και Α) για ορχήστρα: «Σπουδή πάνω σε 2 ελλ. δημοτικά τραγούδια» (1938), «Μπαλάντα» (για πιάνο, έγχορδα και κρουστά, 1939. Α΄ Εκτέλεση το 1939 από τη ΣΟ του Ωδείου Αθηνών υπό τον Ευαγγελάτος Αντίοχος, με σολίστ τη Μαρία Χαιρογιώργου -Σιγάρα, στην οποία και είναι αφιερωμένη. Η πιο πρόσφατη ερμηνεία του έργου έγινε από την ΚΟΑ στις 11.3.1985 με μαέστρο τον Δ. Αγραφιώτη. Σολίστ η Λύντια Λεούση), «Ραψωδία» (για βιολί και ορχ., 1940 ή 1942. Α΄ εκτέλεση το 1961 από τη ΣΟ του ΕΙΡ υπό τον Ευαγγελάτος Αντίοχος, με σολίστ τον Β. Κολάση. Πιο πρόσφατη εκτέλεση, στις 20.11.1978 από την ΚΟΑ με μαέστρο τον Στ. Καφαντάρη. Σολίστ ο Τ. Αποστολίδης), την έξοχη «Μικρή Συμφωνία» (για ορχήστρα έγχ., 1942. Α’ εκτέλεση από την ΚΟΑ στις 28.11.1943 με μαέστρο τον Γ. Λυκούδη), «Επικό Τραγούδι«, «Σύντομη Σουίτα Ι και ΙΙ» (1944 και 1946), «Ντιβερτιμέντο» (1948. Δόθηκε σε Α’ εκτέλεση από την ΚΟΑ με διευθυντή τον Γ. Λυκούδη), «Σερενάτα» (για μικρή ορχήστρα, 1955. Α’ εκτέλεση στις 19.3.1950 από την ΚΟΑ με τον Α. Παρίδη στις 9.11.1964), «3 Κομμάτια» (για ορχ., 1965. Α’ εκτέλεση από την ΚΟΑ με τον Α. Παρίδη, στις 14.2.1966), «Κοντσέρτο για Ορχήστρα» (1968), «Συμφωνία σε ένα μέρος» (1972). Β) φωνητικά έργα: «3 Τραγούδια» (για χορωδία «α καππέλλα», 1929-1948), «4 τραγούδια για φωνή και πιάνο» (1943-46), «3 τραγούδια για φωνή και πιάνο» (1944-46), «7 τραγούδια για φωνή και πιάνο» (1946), «Τα ερωτικά» (6 τραγούδια σε στίχoυς Κ. Ουράνη, για μεσόφωνο, φλάουτο και άρπα, 1948), «Τα Θεία Δώρα» (Ζ. Παπαντωνίου, 1954), «3 Τραγούδια» (σε στίχους Σεφέρη, 1954), «Ο κύκλος των τετραστίχων» (8 τραγούδια σε στίχους Κ. Παλαμά, για υψίφωνο, μεσόφωνο και άρπα, 1955), «Μικρές φωτιές» (4 Τραγούδια σε στίχους Σ. Μυριβήλη, 1955), το ορατόριο «Άσμα ασμάτων» (1956), «10 Τραγούδια» (στίχοι Ουράνη, 1962), «Αιθρίες» (φωνή, κλαρινέτο, τσελέστα, έγχορδα και κρουστά σε στίχους Ελύτη, 1962), «Κουαρτέτο εγχόρδων» (με φωνή, 1963), «6 Τραγούδια» (για φωνή, πιάνο, στίχους Σεφέρη, 1963), «Ο Θάνατος του Έκτορα» (από την «Ιλιάδα», ραψωδία Χ σε μετάφραση Αλ. Πάλλη, για 2 αφηγητές, υψίφωνο, μεσόφωνο, μικτή χορωδία και 17 όργανα, 1964), «Αντάτζιο» (φωνή και έγχορδα, ποίηση Ελύτη, 1968), «Ωρίων» (φωνή, βιολί, σε στίχους Ελύτη, 1968), «7 Νυχτερινά Τετράστιχα» (φωνή, φλάουτο, βιόλα ξυλόφωνο, κιθάρα, κρουστά, σε στίχους Ελύτη, 1969). Γ) έργα μουσικής δωματίου: «Σονατίνα» (για πιάνο, 1935), «Πρελούδιο, Κοράλ και Κανόνας» (για πιάνο, 1935), «Partita in Modo Antico» (βιολί, τσέλο, 1936, αναθεώρηση 1959), «Παραλλαγές σ’ ένα Ελληνικό Παραδοσιακό τραγούδι» (για πιάνο 1944), «Τέσσερα Πρελούδια» (για πιάνο, 1945), 2 Σονάτες (για βιολί και πιάνο: 1945, 1955), «Σουίτα σε παλιό ύφος» (για φλάουτο-πιάνο, 1946), «Τρίο εγχόρδων» (1949), «Φαντασία για βιολί, βιόλα και τσέλο», «Σονατίνα» (για τσέλο σόλο, 1963), «11 Σκίτσα» (φλάουτο και βιόλα, 1963), «Ραψωδία» (για τσέλο και πιάνο, 1963), «9 Ενβανσιόν» (για βιολί και πιάνο, 1966), τα «12 Αυτοσχεδιάσματα» (για πιάνο, 1968), το «Τρίο» (κλαρινέτο , βιόλα, πιάνο, 1969), τα «Ντούος» (φλάουτο, κλαρινέτο, 1969), «Σονατίνα» (για βιόλα και πιάνο, 1969), κ.λπ. Τέλος η ΚΟΑ έπαιξε σε Α’ εκτέλεση 2 ακόμα έργα του, που αργότερα άλλαξαν τίτλο ή συγχωνεύτηκαν σε άλλες συνθέσεις του: «Πρελούντιο-Ιντερμέζο-Φινάλε» (15.12.1946, Θ. Βαβαγιάννης) και «Μπαλάντα για 8 ξύλινα, έγχορδα και τύμπανα» (26.7.1948, Γ. Λυκούδης).

 

Πηγές

  • Τάκη Καλογερόπουλου, «Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής,  από τον Ορφέα έως σήμερα», Εκδόσεις Γιαλλελή, 2001.
  • Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, « Το Άργος δια μέσου των Αιώνων », Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996. 

Read Full Post »

Γκόνης Θοδωρής

 

 

Στιχουργός, Συγγραφέας, Ηθοποιός, Σκηνοθέτης

 

Γκόνης ΘοδωρήςΟ Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αλωνίσταινα της Αρκαδίας. Γεννήθηκε στην Γκάτζια Ναυπλίου το 1956. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Πέλου Κατσέλη. Σπούδασε οικονομικά. Εργάζεται στο θέατρο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γράφει λόγια για τραγούδια.

 

Έχει συνεργαστεί με το Θεσσαλικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε., θίασο Καρέζη-Καζάκου, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, Πατρών κ.ά. Συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις του Θεατρικού Οργανισμού » Εποχή «. Σκηνοθέτησε στο Δημοτικό Θέατρο Άργους τον Φιάκα του Δ. Κ. Μισιστζή και το διήγημα του Γ. Βιζυηνού Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου. Τον Λεπρέντη του Μ. Χουρμούζη στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών.

Την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου του Μισέλ Φάις στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και Δημοκρίτειο Πανεπιστ. Θράκης. Το φιντανάκι του Π. Χορν. Το αμάρτημα της μητρός μου του Γ. Βιζυηνού και την Απολογία του Γ. Τερτσέτη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το φιντανάκι του Π. Χορν και το Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαΐδη – Ε. Χαβιαρά στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βορείου Αιγαίου.

 

Την τριετία 1995-98 διδάσκει υποκριτική στη δραματική σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. Το 1987 αρχίζει συνεργασία του ως στιχουργού με τον Νίκο Ξυδάκη (Κάιρο-Ναύπλιο-Χαρτούμ, Τένεδος, Βενετσιάνα, Το μέλι των γκρεμών, Βουή του μύθου, Ακρωτήριον Ταίναρον κ.ά.) Ακολουθούν συνεργασίες του με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Πέτρο Ταμπούρη, τον Γιώργο Ανδρέου, τον Τάσο Γκρους, τον Ορφέα Περίδη, κ.ά. Από τον Ιανουάριο 2000 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου.

Read Full Post »