Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μυθολογία’

Οβιδίου, Επιστολή Υπερμνήστρας  στον Λυγκέα


 

Οβίδιος

Ο Οβίδιος (Publius Ovidius Naso) ήταν γνωστός Ρωμαίος ποιητής, που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οκταβιανού Αύγουστου (20 Μαρτίου 43π.Χ. – 17μ. Χ.). Καταγόταν  από εύπορη οικογένεια πατρικίων, η οποία ανήκε στην τάξη των ιππέων, και έκανε λαμπρές νομικές και φιλολογικές σπουδές με τους καλύτερους δασκάλους. Ήταν προορισμένος για σταδιοδρομία στον δημόσιο βίο, διαπίστωσε όμως ότι ο δημόσιος βίος δεν του ταίριαζε και αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποίηση. Συνόδευσε τον Πομπήιο Μάγνο σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα, όπου πέρασε ένα χρονικό διάστημα, και ταξίδεψε αρκετά στην Ελλάδα κερδίζοντας αρκετές εμπειρίες. Ήταν σύγχρονος των Βιργίλιου και Οράτιου και θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους ποιητές της λατινικής λογοτεχνίας. Περισσότερο γνωστός είναι από τις «Μεταμορφώσεις», μία σειρά 15 βιβλίων μυθολογικής αφήγησης γραμμένη σε δακτυλικό εξάμετρο, αλλά και για τις συλλογές ερωτικής ποίησης, ιδιαίτερα για τους Έρωτες (Amores) και την Ερωτική τέχνη (Arsamatoria).

Οι «Επιστολές ηρωίδων» (Epistulae Heroidum) του Οβίδιου είναι ένα απ’ τα νεανικά του έργα. Πρόκειται για δύο σειρές από πνευματώδεις δραματικούς μονολόγους, που χαρακτηρίζονται ως επιστολικά ποιήματα. Η πρώτη σειρά (1-15) περιέχει ερωτικές επιστολές γραμμένες από διάσημες ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας, όπως η Πηνελόπη, η Σαπφώ, η Μήδεια, η Αριάδνη, η Φαίδρα, η Υπερμνήστρα και η Διδώ, που απευθύνονται στους ερωμένους τους. Η δεύτερη σειρά (16-21) περιλαμβάνει επιστολές ερωτευμένων ανδρών και απαντήσεις των αγαπημένων τους γυναικών. Από τις 21 ερωτικές επιστολές του Οβιδίου μόνο οι πρώτες 15 θεωρούνται γνήσιες.

Ο Οβίδιος είναι πρωτότυπος ποιητής και συνδέει στην επιστολογραφία του τον τραγικό μονόλογο με την ερωτική ελεγεία. Έτσι δημιουργεί την ερωτική επιστολογραφία. Στις «Ηρωίδες» επινόησε συγγραφικά τις επιστολές που θα έστελναν μερικές από τις πλέον διάσημες γυναίκες του μύθου και της αρχαιότητας στους συντρόφους τους, επιστρατεύοντας όλα τα όπλα τους, για να τους πείσουν να επιστρέψουν σε εκείνες. Είναι ο πρώτος άνδρας συγγραφέας που έγραψε με γυναικεία φωνή. Μέχρι τότε ό,τι γράφτηκε από τον Όμηρο μέχρι και τον Άγιο Αυγουστίνο  το είχαν συνθέσει άνδρες. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αρχαία Τροιζήνα  – Μαρία Γιαννοπούλου (Αρχαιολόγος)


 

Η αρχαία Τροιζήνα βρισκόταν λίγο δυτικότερα του σημερινού ομώνυμου χωριού της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Τα μνημεία της είναι γνωστά κυρίως από την εκτενή περιγραφή του Παυσανία (ΙΙ.30.5-32.10), ο οποίος μνημονεύει πολλά λατρευτικά οικοδομήματα και άλλα δημόσια κτήρια που είδε εκεί, παραθέτοντας ταυτόχρονα αρκετά στοιχεία για τις μυθικές παραδόσεις της πόλης. Σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες ξένων περιηγητών που την επισκέφθηκαν στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα (Fourmont, Chandler, Dodwell, Gell, Stackelberg, Pouqueville, Prokesch von Osten, Blouet, Puillon Boblaye, Curtius, Bursian κ.ά.), καθώς μας άφησαν αξιοσημείωτες περιγραφές των ερειπίων που ήταν ορατά πριν από την έναρξη των ανασκαφών.

 

Τροιζήνα

 

Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της αρχαίας πόλης άρχισαν από τον Legrand στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν από τον Welter στις αρχές της δεκαετίας του 1930.[1] Ορισμένα από τα αντικείμενα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Legrand εντοπίστηκαν στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και τώρα κοσμούν την έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πόρου, ενώ η τύχη των κινητών ευρημάτων των ερευνών του Welter παραμένει άγνωστη. Οι σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν το 1979 και μέχρι σήμερα έχουν φέρει στο φως πολλά αξιόλογα ευρήματα,[2] προερχόμενα κυρίως από δύο μεγάλα νεκροταφεία, το ένα στα ανατολικά και το άλλο στα δυτικά της πόλης. Τα σημαντικότερα από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς και κάποια άλλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου.

 

Ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας Επισκοπής.

 

Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας Τροιζήνας είναι θαμμένο κάτω από πυκνοφυτευμένα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, αλλά όσα από τα μνημεία της έχουν αποκαλυφθεί ή παρέμειναν ορατά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και η διεξοδική περιγραφή του Παυσανία, μαρτυρούν ότι ήταν μια πολύ σπουδαία πόλη. Μόνο το τέμενος του Ιππολύτου, το οποίο βρισκόταν έξω από τα τείχη της, έχει ανασκαφεί σε μεγάλη έκταση και τώρα αποτελεί τον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο της Τροιζήνας. Στο ιερό αυτό λατρεύτηκε αρχικά ως ήρωας και κατόπιν ως θεός ο νεαρός γιος του Θησέα, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα αλλά χωρίς ανταπόκριση η μητριά του Φαίδρα, με αποτέλεσμα να βρουν και οι δύο τραγικό θάνατο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Σώστε τη Λέρνα – Χ. Πιτερός


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Χρήστου Πιτερού,  αρχαιολόγου, μέλους του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτή Δ/ντή της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχου Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ, Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ και Επίτιμου  Προϊστάμενου αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και αρχαιογνωστικής έρευνας  με θέμα:

 «Σώστε τη Λέρνα».

 

«Ποιος σκότωσε το μύθο του Ηρακλή και στέρεψε τις πηγές της Λέρνας;»

 

Έχει καταντήσει συνηθισμένο πλέον φαινόμενο τα τελευταία χρόνια σε περιόδους λειψυδρίας, κατά τους μήνες Αύγουστο – Σεπτέμβριο, να στερεύσει η Λέρνα, η μεγαλύτερη και μοναδική πληγή γλυκού νερού για όλη την Αργολίδα, από την ανεξέλεγκτη υπεράντληση του υδροφόρου ορίζοντα από τις αγροτικές γεωτρήσεις της ευρύτερης περιοχής και την εγκληματική αδιαφορία των αρμοδίων.

Η Λέρνα είναι ένας μοναδικός φυσικός, μυθικός και αρχαιολογικός χώρος τη Αργολίδας, γνωστός σ’ όλη την οικουμένη, από τον άθλο του Ηρακλή που σκότωσε τη Λερναία Ύδρα και τιθάσευσε τις φυσικές δυνάμεις (εικ. 1).

 

Εικ. 1. Ανάγλυφο από τη Λέρνα με τον άθλο του Ηρακλή, Εθνικό Μουσείο.

 

Στον ιερό αυτό χώρο λατρευόταν η θεά της φύσης Δήμητρα Πρόσυμνα με την κόρη της Περσεφόνη και μυστικές τελετές, τα Θεσμοφόρια, ο Διόνυσος ο οποίος μέσα από τη Λίμνη της Λέρνας, κατέβηκε στον Άδη αλλά ο Γενέσιος θεός των ποταμών και των θαλασσών Ποσειδώνας που ερωτεύθηκε την Αμυμώνη και χάρισε την αστείρευτη πηγή της Λέρνας στους κατοίκους του Άργους.

Επίσης εδώ λατρευόταν και οι πενήντα κόρες του Δαναού, οι Δαναΐδες, που έφθασαν με πλοίο με τον πατέρα τους το Δαναό, από την Αίγυπτο, αποβιβάσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή και μετέτρεψαν το, γνωστό από τον Όμηρο, πολυδίψιον και άνυδρο Άργος σε ένυδρο (εικ. 2).

 

Εικ.2. Οι Δαναΐδες αποβιβάζονται στην Λέρνα, με το Δαναό και η Δήμητρα, παράσταση σε αγγείο κλασικής εποχής.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν θεοποιήσει τις φυσικές δυνάμεις και τελούσαν θρησκευτικές τελετές στις ζωοδότρες πηγές της Λέρνας. Αλλά και στα χριστιανικά χρόνια στις ιερές πηγές των υδάτων λατρευόταν η Παναγία ως Ζωοδόχος Πηγή. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η μυθική Mιδέα και η χωροθεσία της Ακρόπολης


  

Η μυθολογία της Μιδέας

 

Η μυθολογία της Μιδέας συνδέεται στενά με τους μύθους του Άργους, αφού και οι δύο πόλεις-κράτη αποτελούσαν τμήματα του ίδιου γεωγραφικού χώρου, δηλαδή της αργολικής πεδιάδας. Έτσι, οι μύθοι της Μιδέας αποτελούν αναπόσπαστον μέρος και συνέχεια των μύθων του Άργους.

Στο Άργος βασίλευε ο Άβαντας, γιός του Λυγκέα και της Υπερμ(ν)ήστρας, που νυμφεύθηκε την Αγλαΐα. Παιδιά τους ήσαν οι δίδυμοι Ακρίσιος και Προίτος, που μετά τον θάνατο του βασιλιά-πατέρα τους διαφώνησαν για τη διανομή της εξουσίας. Στον πόλεμο που ακολούθησε νίκησε ο Ακρίσιος και ο Προίτος ξενιτεύτηκε γύρισε όμως με στρατό, που έθεσε στη διάθεσή ο πεθερός του και κατέλαβε την Τίρυνθα. Ο Ακρίσιος αναγκάστηκε τότε να συνετιστεί και η εξουσία στο βασίλειο του Άργους μοιράστηκε στα δύο. Ο Ακρίσιος βασίλευσε στο Άργος, ενώ ο Προίτος βασίλευσε στο τόξο Μυκήνες, Μιδέα, Τίρυνθα. Στην Τίρυνθα εγκατέστησε τη βασιλική του εξουσία, κτίζοντας περιφανή ανάκτορα στον υπάρχοντα λόφο, που περιέβαλε με κυκλώπεια τείχη.

Ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος από του γάμο του με την Ευρυδίκη είχε αποκτήσει την πεντάμορφη Δανάη, την οποία περιόρισε σε υπόγεια κατασκευή, για να μη την πλησιάσει άντρας, αφού υπήρχε χρησμός, πως ο γιός της Δανάης θα προκαλούσε τον θάνατο του παππού του Ακρίσιου. Ο παντοδύναμος όμως Ζευς πόθησε την ομορφιά της Δανάης και για να φτάσει στην αγκαλιά της μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, που χύθηκε στην υπόγεια φυλακή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Περσέας. Ο Ακρίσιος, όταν πληροφορήθηκε τη γέννηση του εγγονού του, προσπάθησε τον θάνατο του Περσέα και της Δανάης, όμως μετά από απίστευτες περιπέτειες ο Περσέας επέζησε. Η μοίρα θέλησε παππούς και εγγονός να συναντηθούν στη Λάρισσα, όπου ο βασιλιάς Τευταμίας είχε οργανώσει προς τιμή του Ακρίσιου αθλητικούς αγώνες, στους οποίους πήρε μέρος και ο Περσέας. Ο Περσέας έριξε τον δίσκο, όμως αστόχησε και χτύπησε τον Ακρίσιο στο πόδι, που πέθανε από το τραύμα. Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός και «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον».

 

Ο Δίας πέφτει σαν χρυσή βροχή στα πόδια της Δανάης (450-425 π.Χ.) Από τη ένωσή τους γεννήθηκε ο Περσέας, Louvre Museum.

 

Ο Δίας πέφτει σαν χρυσή βροχή στα πόδια της Δανάης – Πίνακας του Οράτσιο Τζεντιλέσκι (1621), λάδι σε καμβά. Getty Museum, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια.

 

Περσέας (Μπενβενούτο Τσελίνι)

Ο Περσέας μετά τον θάνατο του παππού Ακρίσιου, παίρνοντας μαζί του τη μητέρα του Δανάη και τη σύζυγό του Ανδρομέδα, επέστρεψε στο Άργος. Για λόγους ηθικούς, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του υπαίτιο του θανάτου του παππού του, αρνήθηκε να καθίσει στο θρόνο του Άργους και συμφώνησε με τον ξάδερφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, να ανταλλάξουν τα βασίλεια. Έτσι, ο Μεγαπένθης πήρε το Άργος και ο Περσέας την Τίρυνθα με τις Μυκήνες και τη Μιδέα. Ο Περσέας εγκαταστάθηκε στην Τίρυνθα και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση του κράτους του. Ίδρυσε τις Μυκήνες και οίκισε τη Μιδέα, που ονόμασε «Περσέως πόλη». Τείχισε τις δύο πόλεις με απόρθητα τείχη, έργο των κυκλώπων.

Μετά τον θάνατο του Περσέα οι τρεις γιοί του ή κατ’ άλλους τρεις από τους γιούς του μοίρασαν το βασίλειό του και βασίλεψαν ο Αλκαίος στην Τίρυνθα, ο Σθένελος στις Μυκήνες και ο Ηλεκτρύωνας στη Μιδέα.

Ο Ηλεκτρύωνας νυμφεύθηκε την Αναξώ, θυγατέρα του αδελφού του Αλκαίου και από τον γάμο αυτόν γεννήθηκε η Αλκμήνη, η οποία παντρεύτηκε τον Αμφιτρύωνα, γιό του Αλκαίου και γέννησε τον Ηρακλή. Ο Ηλεκτρύωνας, κατά μία άποψη, επειδή δεν είχε άρρενα διάδοχο, πήρε ως παλλακίδα την Μιδέα ή Μιδείη, θυγατέρα του βασιλιά της Φρυγίας Αλωέως, γιού του Ποσειδώνα, με την οποία συζούσε. Η Μιδέα γέννησε τον Λικύμνιο και ο Ηλεκτρύωνας για τιμήσει τη Μιδέα, που του γέννησε γιό έστω και μη νόμιμο, έδωσε το όνομά της στο βασίλειό του και την «Περσέως πόλη» ονόμασε Μιδέα. Ο Τληπτόλεμος, γιός της Αλκμήνης και του Ηρακλή, σκότωσε τον Λικύμνιο και για τιμωρία του εξορίστηκε στη Ρόδο, όπου ίδρυσε τις τρείς πόλεις Λίνδο, Ιαλυσό και Κάμειρο και πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με εννέα καράβια. Ο γιός του Λικύμνιου, Οιωνός, πήρε μέρος στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες και είναι ο πρώτος ολυμπιονίκης στο αγώνισμα του δρόμου.

Ο Αμφιτρύωνας σκότωσε το θείο του Ηλεκτρύωνα, γιατί τάχα δεν μπορούσε, να αντέξει την ντροπή, να ζει, δηλαδή, ο Ηλεκτρύωνας με την παλλακίδα του. Το γεγονός αυτό, δηλαδή η δολοφονία του Ηλεκτρύωνα από τον Αμφιτρύωνα, έδωσε αφορμή στον Σθένελο να πολεμήσει τον Αμφιτρύωνα, τον οποίο νίκησε και έτσι ο Σθένελος έγινε πλέον βασιλιάς των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Μιδέας.

Ο Σθένελος για να ενισχύσει την εξουσία του στην Αργολίδα κάλεσε τον Ατρέα και τον Θυέστη, γιούς του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας και αδελφούς της γυναίκας του Νικίππης και τους παραχώρησε την άσκηση της εξουσίας στην Μιδέα. Τον Σθένελο, μετά τον θάνατό του, διαδέχθηκε στο βασιλικό του θρόνο ο γιός του Ευρυσθέας, ο οποίος στερούμενος άρρενος διαδόχου πάντρεψε τη θυγατέρα του Αερόπη με τον Ατρέα. Μετά το θάνατο του Ευρυσθέα ο Ατρέας επεξέτεινε την εξουσία του στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στο Άργος και σ’ όλη την Αργολίδα. Έτσι, ο Ατρέας έγινε ο γενάρχης των Ατρειδών. (Ελλην. Μυθολ. Οι ήρωες, Εκδοτική. Αθηνών σελ. 191 και 195)

Η Ιπποδάμεια, θυγατέρα του Οινόμαου, βασιλιά της Πίσσας στην Ηλίδα και μητέρα του Ατρέα και του Θυέστη, είχε αποσυρθεί στη Μιδέα, όπου και αυτοκτόνησε από τις τύψεις της, επειδή σκότωσε ή κατ’ άλλους γιατί με δική της προτροπή οι γιοί της Ατρέας και Θυέστης δολοφόνησαν το νόθο γιό του Πέλοπα, Χρύσιππο. Τα οστά της Ιπποδάμειας μετέφερε στην Ολυμπία ο Πέλοπας, όπου στην ιερή Άλτη ιδρύθηκε προς τιμή της τέμενος. Μια φορά το χρόνο μόνο γυναίκες μπορούσαν και έμπαιναν στο Ιπποδάμειο και λάτρευαν τη μυθική βασίλισσα Ιπποδάμεια (Υγίνος 243, Ελλην. Μυθολ. Εκδοτική Αθηνών, Οι ήρωες σελ.236,237).

 

Ο Δίας, με τη μορφή του Αμφιτρύωνα, προσεγγίζει την Αλκμήνη. Tardieu, Nicolas Henri, περίπου 1729-1740, χαρακτικό Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Ο Αμφιτρύωνας μετά την ήττα του από τον θείο του Σθένελο και την απώλεια του θρόνου της Τίρυνθας ζήτησε καταφυγή και πήγε με την Αλκμήνη στη αυλή του βασιλιά της Θήβας. Εκεί ο Δίας, ο οποίος είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της Αλκμήνης, αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει, γιατί εμποδιζόταν από τη σύνεση και τη συζυγική της πίστη και αφοσίωση, μεταμορφώθηκε σε Αμφιτρύωνα και κάποια νύχτα, που ο Αμφιτρύωνας είχε πάει για κυνήγι, μπαίνει στον κοιτώνα της. Μάλιστα για να ικανοποιήσει το πάθος του και να απολαύσει τις χάρες της Αλκμήνης καθυστέρησε την ανατολή του ήλιου τρία μερόνυχτα, ώσπου να επιστρέψει ο Αμφιτρύωνας από το κυνήγι. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο ημίθεος Ηρακλής.

 

Η χωροθεσία της ακρόπολης

 

Η μυθική Μιδέα βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο της αργολικής πεδιάδας προς τις νοτιοδυτικές υπώρειες του συγκροτήματος του Αραχναίου όρους και στο μέσον του τόξου Μυκήνες, Μιδέα Τίρυνθα. Ήταν το τρίτο κατά σειρά σπουδαιότητας Μυκηναϊκό κέντρο μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η περίοδος της ακμής της Μιδέας τοποθετείται στον 14ο και κυρίως στον 13ο αιώνα, στο τέλος του οποίου καταστράφηκε από σεισμό και πυρκαγιά, που ακολούθησε, συνέχισε όμως να κατοικείται.

 

Αεροφωτογραφία της Μυκηναϊκής Ακρόπολης της Μιδέας (λήψη 2002). Δημοσιεύεται στο: Καίτη Δημακοπούλου – Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010.

 

Η ακρόπολη ήταν χτισμένη σε λόφο ύψους 270 μ. με απεριόριστη θέα προς όλες τις κατεύθυνσης της αργολικής πεδιάδας και προς τη θάλασσα, που επέτρεπε απόλυτο έλεγχο του χώρου. Η θέση της, το ύψος και το απότομο του λόφου σε συνδυασμό με την σημαντική περιτείχιση καθιστούσαν την ακρόπολη της Μιδέας ένα από τα σπουδαία φρούρια της Μυκηναϊκής περιόδου. Ένα ισχυρό κυκλώπειο τείχος  περιβάλει τον λόφο κατά την ανατολική, την βόρεια και τη δυτική πλευρά, ενώ η νοτινή προστατεύεται από απόκρημνο βράχο. Η περιτείχιση έχει μήκος 450 μ. και ο εσωτερικός χώρος, που αποτελείται από δύο επίπεδα (Άνω και Κάτω Ακρόπολη) έχει έκταση 24 στρεμμάτων.

 

Αεροφωτογραφία του οχυρωμένου χώρου της Μιδέας (λήψη 2010, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και διαμόρφωσης). Δημοσιεύεται στο: Καίτη Δημακοπούλου – Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010.

 

Άποψη του «Μεγάρου» και άλλων οικοδομικών καταλοίπων. Δημοσιεύεται στο: Καίτη Δημακοπούλου – Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010.

 

Το κυκλώπειο τοίχος είναι κτισμένο με ογκόλιθους κατά τις δύο κάθετες επιφάνειες και το εσωτερικό έχει πληρωθεί με μικρότερους ακατέργαστους λίθους. Το πάχος του τοίχου κυμαίνεται μεταξύ 5 και 7 μ., ενώ το ύψος κατά την ανατολική πλευρά σήμερα φτάνει τα 7 μ. Έχει δύο ανοίγματα επικοινωνίας, την ανατολική και τη δυτική πύλη. Η Ανατολική πύλη ήταν η κύρια πύλη και οδηγούσε στην Άνω Ακρόπολη. Το κατώφλι και οι παρειές της ανατολικής πύλης αποτελούνταν από επεξεργασμένους ογκόλιθους και σ΄αυτήν οδηγούσε αναβάθρα (ράμπα). Η δυτική πύλη βρίσκεται στο δυτικό άκρο μεταξύ του βράχου και της δυτικής απόληξης του τείχους και ενισχύεται με προμαχώνα. Οι δύο πύλες συνδέονται με εσωτερικό διάδρομο.

 

Κάτοψη του οχυρωμένου χώρου της Μυκηναϊκής Ακρόπολης της Μιδέας (κατά Η. Μάρκου με προσθήκες από Μ. Παπαπατίου και Α. Κυρατζή). Δημοσιεύεται στο: Καίτη Δημακοπούλου – Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010.

 

Ενδιαφέρουσα κατασκευή αποτελεί η «πυλίδα», σύραγγα, δηλαδή, ανοιγμένη μέσα και κατά μήκος του δυτικού τοίχους, που χρησίμευε είτε ως μυστική έξοδος κινδύνου είτε ως άνοιγμα εξόρμησης των υπερασπιστών  της ακρόπολης. Παρόμοια κατασκευή απαντάται και στα τείχη της Τίρυνθας και των Μυκηνών.

Το 1907 έγινε μικρή ανασκαφική έρευνα από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, ενώ οι πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1939 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel Person.

 

Πήλινο τροχήλατο ειδώλιο γυναικείας θεότητας. Από το δωμάτιο VI του οικοδομικού συγκροτήματος στην περιοχή της Δυτικής Πύλης. Τέλη 13ου αι. π.Χ. Δημοσιεύεται στο: Καίτη Δημακοπούλου – Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010.

 

Συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1983, που συνεχίζονται. Βρέθηκαν πήλινα ειδώλια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει πήλινο τροχήλατο ειδώλιο γυναικείας θεότητας, λίθινα και μεταλλικά σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, πήλινο πρισματικό σφράγισμα με παράσταση λιονταριού, που επιτίθεται σε ταύρο με επιγραφή της Γραμμικής Β γραφής, αφθονία αποθηκευτικών αγγείων και απανθρακωμένοι σπόροι δημητριακών, σύκα και ελιές κ.λπ. (Κ. Δημακοπούλου-Ν.Διβάρη-Βαλάκου: Η Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας, έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού, Αθήνα 2010) .

 

Χρίστος Ιωάν. Κώνστας

«Γκέρμπεσι – Μιδέα Αργολίδας. Ο Χώρος – Η Ιστορία – Οι  Άνθρωποι», Έκδοση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας &  Πολιτισμού, Άργος, 2018.

 

Read Full Post »

Άδραστος – ΚΗ’ Βασιλιάς του Άργους (1329 π.Χ.)


 

Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντος. Αδελφοί του Αδράστου ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, ο Μηκιστεύς και ο Αριστόμαχος. Το όνομα Άδραστος προέρχεται από το στερητικό ἀ-(μη) και το ρήμα δράω (πράττω, κινούμαι, φεύγω), που σημαίνει τον ακλόνητο, τον ατρόμητο. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. Ο Ταλαός σκοτώθηκε από το συγγενή του Αμφιάραο και τότε ο Άδραστος κατέφυγε στον Πόλυθο κι έγινε βασιλιάς της Σικυώνας. Όταν όμως ο Αμφιάραος νυμφεύθηκε την Εριφύλη, την αδελφή του Αδράστου, οι δύο άνδρες συμφιλιώθηκαν, και ο Άδραστος έγινε βασιλιάς του Άργους. Από τη γυναίκα του, Αμφιθέα (κόρη του αδελφού του Πρώνακτα), ο Άδραστος είχε τρεις κόρες, τις Αργεία, Δηïπύλη και Αιγιάλεια, και δύο γιους, τον Κυάνιππο και τον Αιγιαλέα, ο οποίος συμβασίλευε στο Άργος με τον πατέρα του  Άδραστο.

 

Ο Άδραστος (όρθιος, πάνω αριστερά) σε παράσταση ετρουσκικού σφραγιδόλιθου του 5ου αιώνα π.Χ. Απεικονίζονται τέσσερις ακόμα στρατηγοί που πήραν μέρος στην εκστρατεία Επτά επί Θήβας: ο Παρθενοπαίος, ο Αμφιάραος, ο Πολυνείκης και ο Τυδέας (Κρατικό Μουσείο, Βερολίνο).

 

Ο Άδραστος είδε ένα όνειρο, πως η μία κόρη του θα ‘παίρνε για άνδρα της έναν αγριόχοιρο και η άλλη ένα λιοντάρι. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, την προφητεία αυτή του την έκανε το Μαντείο των Δελφών, όταν το ρώτησε ποιους συζύγους έπρεπε να δώσει στις κόρες του. Συλλογιζόταν τον παράξενο χρησμό – ή το παράξενο όνειρο – όταν ξαφνικά άκουσε κλαγγή όπλων στο προαύλιο του ανακτόρου του. Ήταν ο Πολυνείκης και ο Τυδέας, που είχαν ο πρώτος ένα λιοντάρι στην ασπίδα του, το έμβλημα των Θηβών, και ο δεύτερος έναν αγριόχοιρο, το έμβλημα της Καλυδώνος. Είχαν φύγει και οι δύο από τις πόλεις τους: Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα, είχε εκδιωχθεί από τον συμβασιλέα αδελφό του, Ετεοκλή, και ο Τυδέας είχε σκοτώσει τον αδελφό του, Μελάνιππο, σε ένα κυνήγι, τάχα άθελά του, στην πραγματικότητα όμως επειδή υπήρχε μια προφητεία πως ο Μελάνιππος θα τον σκότωνε, και οι συμπατριώτες του τον έδιωξαν επειδή είχε «εκβιάσει» τη μοίρα.

Μόλις βρέθηκαν στην αυλή του Αδράστου, άρχισαν να φιλονικούν για τα πλούτη και τη δόξα των πόλεών τους, κι ο Άδραστος τελικά τους συμφιλίωσε. Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, πως ο χρησμός αφορούσε αυτούς  – σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Πολυνείκης φορούσε δορά λιονταριού κι ο Τυδέας δορά κάπρου – ο Άδραστος τους πάντρεψε με την Αργεία και τη Δηιπύλη, και υποσχέθηκε να τους αποκαταστήσει στους θρόνους τους. Πρώτα όμως θα βάδιζε εναντίον των Θηβών, που ήταν πιο κοντά.

 

Η διαμάχη μεταξύ του Τυδέα και Πολυνείκη κάτω από την πύλη του Άργους όπου κατέφυγαν, φιλονικούν για τα πλούτη και τη δόξα των πόλεών τους. Ο Άδραστος βασιλιάς του Άργους, προσπαθεί να τους χωρίσει, στην πόρτα εμφανίζονται οι κόρες του, που έμελλε να παντρευτούν τους δύο ήρωες πολεμιστές. Κρατήρας. Σικελία περ. 350 – 340 π.χ

 

Ο Αμφιάραος όχι μόνο αρνήθηκε να λάβει μέρος στην εκστρατεία αυτή – ήταν και μάγος, και ήξερε την έκβασή της – αλλά και κρύφτηκε σε ένα μέρος που το ήξερε μόνο η γυναίκα του, Εριφύλη. Ο Τυδέας συμβούλευσε τον Πολυνείκη να προσφέρει στην Εριφύλη το μαγικό περιδέραιο που είχε χαρίσει η Αφροδίτη στη γυναίκα του Κάδμου, Αρμονία, για το γάμο της (ο Κάδμος και η Αρμονία ήταν πρόγονοι του Πολυνείκη). Η Εριφύλη δέχτηκε το δώρο, απάτησε τον άνδρα της με τον Πολυνείκη και τον παρακάλεσε να πολεμήσει με τον Άδραστο.

 

Ο Πολυνείκης προσφέρει στην Εριφύλη το μαγικό περιδέραιο που είχε χαρίσει η Αφροδίτη στη γυναίκα του Κάδμου, Αρμονία. Ερυθρόμορφη οινοχόη περ. 450-440 π.Χ. Μουσείο του Λούβρου.

 

Ο Αμφιάραος υπάκουσε τη γυναίκα του, αλλά η μαντική του τέχνη τον έκανε να καταλάβει την απάτη, κι έβαλε τους γιους του να του ορκιστούν πως θα σκότωναν τη μητέρα τους αν δεν γύριζε από τον πόλεμο εναντίον των Θηβών. Εκτός από τον Αμφιάραο, τον Άδραστο, τον Τυδέα και τον Πολυνείκη, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία ο Καπανεύς, ο Ιππομέδων και ο Παρθενοπαίος, γιος του Μελεόγρου και της Αταλάντης.

Από την εκστρατεία αυτή (Επτά επί Θήβας) διασώθηκε μόνο ο Άδραστος, χάρη στην ταχύτητα του αλόγου του, Αρίωνα, που του είχε χαρίσει ο Ηρακλής. Ο Άδραστος κατέφυγε τότε στην Αθήνα και παρακάλεσε τον Θησέα να τον βοηθήσει για να πάρει από τους Θηβαίους τα πτώματα των συμπολεμιστών του. Πραγματικό, ο Θησέας ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον των Θηβών και κατόρθωσε να πάρει τους νεκρούς.

Ο Άδραστος, αισθανόμενος βαθιά ταπείνωση από την ήττα του, ξεσήκωσε μετά από δέκα χρόνια (1319 π.Χ.) τα παιδιά των σκοτωμένων ηγετών, τους λεγόμενους «Επιγόνους» και εκστράτευσε εκ νέου κατά των Θηβών. Τη φορά αυτή πέτυχε: οι Θηβαίοι νικήθηκαν, η πόλη τους κυριεύθηκε και καταστράφηκε. Η Εριφύλη είχε δωροδοκηθεί ξανά, παίρνοντας από τον Θέρσανδρο το χιτώνα της Αρμονίας, κι έπεισε το γιο της, Αλκμέωνα, να μετάσχει στον πόλεμο των Επιγόνων εναντίον των Θηβών. Εκείνος όμως αργότερα, υπακούοντας στην εντολή του πατέρα του, σκότωσε τη μητέρα του. Τέλος, οι Αργείοι ανέβασαν στον θρόνο της τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και αποχώρησαν.

Ο μόνος που είχε σκοτωθεί, στη δεύτερη αυτή εκστρατεία, από την παράταξη των Αργείων ήταν ο γιος του Αδράστου, Αιγιαλεύς. Ήταν τόση η λύπη του γέρου πια βασιλιά για το θάνατο του γιου του, ώστε γυρίζοντας για το Άργος πέθανε στα Μέγαρα. Ο Απολλόδωρος αναφέρει πως τα ανάκτορα του Αδράστου σώζονταν στο Άργος ακόμη έως την εποχή του Παυσανία.

Ο Άδραστος τιμήθηκε πολύ στα Μέγαρα, στον Κολωνό της Αττικής και στη Σικυώνα ως ήρωας. Ιδιαίτερα στην τελευταία πόλη, τιμούσαν τα παθήματά του με γιορτές, θυσίες και ταφικούς χορούς ως την εποχή του Κλεισθένη. Το επεισόδιο όπου ο Άδραστος κατέφυγε ως ικέτης (με τις μητέρες και τα παιδιά των σκοτωμένων Αργείων) στους Αθηναίους, και συγκεκριμένα στο τότε βασιλικό ζεύγος, το Θησέα και την Αίθρα, ενέπνευσε τον Ευριπίδη να δημιουργήσει μία από τις γνωστότερες τραγωδίες του, τις «Ικέτιδες», που παραμένει και σήμερα ένα δυνατό κήρυγμα για την ειρήνη στον κόσμο.

 

Η Βασιλική οικογένεια του Αδράστου

 

Ο Άδραστος με την γυναίκα του Αμφιθέα απέκτησαν:

Α. Την Αργεία, σύζυγο του Πολυνείκη από την οποία γεννήθηκε ο Θέρσανδρος και ανήλθε στο θρόνο των Θηβών. Ο Θέρσανδρος ήταν ένα από τα κυριότερα πρόσωπα της εκστρατείας των Επιγόνων κατά της Θήβας. Ο Θέρσανδρος πήρε ως σύζυγό του την κόρη της Εριφύλης, τη Δημώνασσα, και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Τισσαμενό.

Η Αργεία είχε κηδεύσει τον πεθερό της Οιδίποδα και είχε βοηθήσει την Αντιγόνη στην ταφή του Πολυνείκη. Ο Πολυνείκης επιτέθηκε στην πόλη των Θηβών με τους συμμάχους του «Επτά επί Θήβας» και σκοτώθηκε στη μάχη. Ο βασιλιάς Κρέοντας, διέταξε να παραμείνει άταφο το σώμα του Πολυνείκη. Η αδελφή του, Αντιγόνη, παράκουσε τη διαταγή και έθαψε τη σορό του αδελφού της. Ο μύθος αυτός παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη».

Β. Την Δηïπύλη, σύζυγο του Τυδέα, από την οποία γεννήθηκε ο Διομήδης βασιλιάς του Άργους.

Γ. Την Αιγιάλεια, σύζυγο και θεία του Διομήδη, γιατί ήταν αδελφή της μητέρας του. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει την Αιγιάλεια συνετή – φρόνιμη, ανδρεία (Περίφρονα και Ιφθίμην) και λίαν φίλανδρη διακαώς ποθούσα τον απόντα σύζυγό της, ο οποίος είχε εκστρατεύσει κατά της Τροίας. Κατά τους Ομηρικούς συγγραφείς, η θεά Αφροδίτη μετά τον τραυματισμό της από το Διομήδη, προστατεύοντας τον Αινεία στη μάχη της Τροίας, είχε χολωθεί προς αυτόν και για εκδίκηση έσπρωξε τη σύζυγό του σε ερωτική μανία.  Μετά από αυτό η Αιγιάλεια λησμόνησε το σύζυγό της και σύναψε ερωτικές σχέσεις με πολλούς νέους του Άργους και τέλος με τον Κόμητα, γιο του Σθενέλου, τον οποίο ο Διομήδης απερχόμενος στην Τροία άφησε επίτροπο στο θρόνο του.

Ο Διομήδης. Ρωμαϊκό άγαλμα του 2ου ή 3ου αι. π.Χ., αντίγραφο ελληνικού του 5ου αι. που αποδίδεται στον Ναυσυκλή ή στον Κρεσίλα. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.

Η Αιγιάλεια επιβουλεύτηκε ακόμα και τη ζωή του Διομήδη μόλις αυτός επανήλθε στο Άργος. Ο Διομήδης κατέφυγε ικέτης στο ιερό της Ήρας και από εκεί διέφυγε στην Ιταλία στους Δαυνίους. (Λυκόφρων 610 – Μίμνερμος 11,33). Εκεί ο βασιλιάς Δαύνιος (ή Δαύνος) του ζήτησε να συμμαχήσει μαζί του στον πόλεμο κατά των Μεσσαπίων με αντάλλαγμα γαίες και τον γάμο με την κόρη του. Μετά την νίκη τους, ο Διομήδης μοίρασε τη γη που του δόθηκε στους Δωριείς που ήταν μαζί του, ενώ από την κόρη του Δαύνιου απέκτησε δυο γιους, τον Διομήδη και τον Αμφίνομο. Όταν πέθανε, οι Δωριείς τον έθαψαν στο νησί Διομήδεια της Αδριατικής (το σημερινό Isole de Tremiti). Οι ίδιοι παρέμειναν εκεί καλλιεργώντας τη γη που τους απέδιδε πολλούς καρπούς, καθώς ήταν έμπειροι στη γεωργία.

Όταν πέθανε ο Δαύνιος, οι Ιλλυριοί επιβουλεύτηκαν την εύφορη γη και σκότωσαν όλους τους Δωριείς που εκείνη την ώρα τελούσαν θυσία στο νησί όπου είχε ταφεί ο Διομήδης. Όμως ο Δίας όρισε τα σώματά τους να εξαφανιστούν και οι ψυχές τους να μεταμορφωθούν σε πουλιά που πλησιάζουν τα ελληνικά πλοία, ενώ αποφεύγουν τα ιλλυρικά. Τα πουλιά αυτά ήταν γνωστά ως Διομήδειες όρνιθες.

Αυτή είναι η εκδοχή που παραδίδει ο Αντωνίνος Λιβεράλις. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Δαύνιος δεν έδωσε στον Διομήδη ό,τι του είχε υποσχεθεί και ο Διομήδης καταράστηκε τη χώρα να μένει άκαρπη, αν οι καλλιεργητές δεν ήταν Αιτωλοί συμπατριώτες του. Στη συνέχεια, εξασφάλισε την κατοχή της χώρας αλλά ο Δαύνιος υπερισχύει τελικά και σκοτώνει τον Διομήδη, ενώ οι σύντροφοί του μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, ήμερα στη συνάντησή τους με Έλληνες, άγρια απέναντι σε άλλους.

Η Αιγιάλεια πατρωνυμικά ονομάζεται και Αδραστίνη.

Δ. Τον Κυάνιππο.

Ε. Τον Αιγιαλέα, ο οποίος συμβασίλευε στο Άργος με τον πατέρα του  Άδραστο.

 

Πηγές


  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.
  • Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τόμος Α’, Εκδόσεις Δομή, Αθήνα, 1979.
  • Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας – Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας (Διαδίκτυο)

 

Read Full Post »

Η αρχαία Οινόη της Αργολίδας*


 

Η αρχαία Οινόη ήταν μια μικρή αργείτικη πόλη, που έγινε γνωστή από τη νίκη στην περιοχή αυτή των Αθηναίων και Αργείων εναντίον των Λακεδαιμονίων το 460 π.Χ. Η σημαντική αυτή νίκη απεικονίσθηκε στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών [1],  ενώ οι Αργείοι δεν παρέλειψαν να στείλουν στους Δελφούς γλυπτά αναθήματα. Η ακριβής θέση της δεν είναι επιβεβαιωμένη μέχρι σήμερα [2].

Ο Παυσανίας προσδιορίζει με σαφήνεια μόνο την περιοχή στην οποία πρέπει να αναζητηθεί [3]. Βαδίζοντας κανείς, λέει, από το Άργος προς τα δυτικά με κατεύθυνση αντίθετη προς το ρεύμα του Ξεριά, συναντούσε την Οινόη, όταν άρχιζε να ανηφορίζει προς τα υψώματα του Αρτεμισίου και νοτιότερα από τον άνω ρουν του Ινάχου. Στην  περιοχή αυτή, κοντά στο χωριό Μερκούρι και στη διασταύρωση προς το χωριό Μάζι (Αρία) στη θέση Αγριλόβουνο – Σπηλιά πάνω σε μικρό γήλοφο η αρχαιολόγος Ευαγγελία Δεϊλάκη επεσήμανε αρχαία οικοδομικά λείψανα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα μια αναθηματική επιγραφή, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. με αναφορά στη λατρεία της Αρτέμιδος, κεραμική αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, έναν πολυγωνικό τοίχο υπόστηλης αίθουσας [4], θεμέλια κτηρίων και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες για την ακμή της αρχαίας πόλης που εκτεινόταν στις ανατολικές υπώρειες του όρους Αρτεμίσιο.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886. «Η Οινόη, έκειτο επί της οδού της Κλίμακος καλουμένης νυν Σκάλας, της αγούσης εξ Άργους εις Μαντίνειαν. Αυτή αρχομένη από των πυλών του Άργους των προς τη Δειράδι, δηλαδή των βορείων, διήρχετο την κοίτην του Χαράδρου (Παυσ. 2 24,5 και 25.1). Η προς την Τεγέαν δε οδός εξήρχετο εκ των μεσημβρινών πυλών του Άργους». [Αντωνίου Μηλι-αράκη, «Γεωγραφία Πολιτική Νέα και Αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας», Εν Αθήναις, 1886].

 

Η πολίχνη της Οινόης εμφανίζεται στις πηγές της αρχαίας ιστορίας με μια μάχη ανάμεσα σε Αργείους  και Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών, που έγινε στην περιοχή αυτή  [5]. Συγκεκριμένα , σύμφωνα με πληροφορίες του Παυσανία, δυνάμεις των Σπαρτιατών με αρχηγό το βασιλιά Πλείσταρχο, γιο του Λεωνίδα, το 460 π.Χ. κινήθηκαν εναντίον των Αργείων, πέρασαν τα σύνορα της Αρκαδίας και έφτασαν στην Οινόη, μεταξύ Μαντινείας και Άργους. Οι Αργείοι με τη βοήθεια Αθηναίων «επίκουρων», που έφτασαν έγκαιρα στην Αργολίδα, νίκησαν τους Σπαρτιάτες και έγιναν κύριοι του πεδίου της μάχης [6]. Η νίκη αυτή Αργείων και Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη θεωρήθηκε πολύ σπουδαία, γιατί  οδήγησε στην κατάρριψη του στρατιωτικού γοήτρου των Σπαρτιατών και της φήμης τους ως ακατανίκητης δύναμης εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι ζωγράφισαν στην Ποικίλη Στοά [7] το στρατό τους παρατεταγμένο εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη, [8]  ενώ οι Αργείοι για τη νίκη τους στη μάχη της Οινόης αφιέρωσαν πλούσια αναθήματα στο μαντείο των Δελφών [9].

Ίχνη αμαξήλατων αρχαίων οδών αναδεικνύουν την περιοχή της Οινόης σε οδικό και στρατηγικό κόμβο της βορειοδυτικής Αργολίδας. Οι γραπτές πηγές (Παυσανίας ΙΙ, 25,2) ταυτίζουν τα ευρήματα αυτά με την αρχαία Οινόη, πόλη που σύμφωνα με την παράδοση πήρε το όνομά της από το βασιλιά Οινέα.

Στην ελληνική μυθολογία ο Οινέας (Οινεύς) ήταν βασιλιάς της Καλυδώνας, αρχαίας πόλης της Αιτωλίας, που ήταν χτισμένη στη δυτική όχθη του Εύηνου ποταμού και τα ερείπιά της βρίσκονται σήμερα δυτικά του Ευηνοχωρίου, 11 περίπου χιλιόμετρα από τον Πατραϊκό κόλπο.

Ο Οινέας καταγόταν από τον Αιτωλό, που έδωσε το όνομά του στους Αιτωλούς, ή από τον Δευκαλίωνα, ο γιος του οποίου Ορεσθέας (= «ο άνθρωπος των βουνών») ήταν παππούς του Οινέα και εγκαταστάθηκε στην Αιτωλία ως πρώτος βασιλιάς της λίγο μετά τον κατακλυσμό του ∆ευκαλίωνα. Ο Ορεσθέας είχε μια σκύλα, που μια μέρα γέννησε ένα κομμάτι ξύλου, που ο Ορεσθέας το παράχωσε στο χώμα και απ’ αυτό φύτρωσε το πρώτο κλήμα φορτωμένο με σταφύλια [10]. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο Ορεσθέας ονόμασε το γιο που απέκτησε Φύτιο (= «αυτός που φυτεύει»). Ο Φύτιος ήταν αυτός που διέδωσε την καλλιέργεια του αμπελιού και γιος του ήταν ο Οινέας, που το όνομά του προέρχεται από τη λέξη «οίνη», όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες την άµπελο.

 

Οινέας, Περίβοια, Άγριος, Διομήδης. Ποσειδωνιακή ερυθρόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πύθωνα, περίπου 360-320 π.Χ. Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από το χαμένο έργο του Ευριπίδη «Οινέας». Ο Άγριος, αδελφός του Οινέα, είναι δεμένος πάνω σε βωμό. Κάτω από το βωμό εμφανίζεται Ερινύα. Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και εγγονός του Οινέα, προσφέρει στον Οινέα, που οδηγείται από την Περίβοια, σπαθί. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Σύμφωνα µε άλλο μύθο [11] ο Οινέας είχε ένα βοσκό που τον έλεγαν Στάφυλο. Ο βοσκός αυτός παρατήρησε πως µια από τις κατσίκες του κοπαδιού κάθε μέρα γινόταν παχύτερη και ήταν πάντα πιο ζωηρή από τα άλλα ζώα. Την παρακολούθησε και είδε ότι το ζώο έτρωγε κάποιους καρπούς που ο ίδιος δεν είχε ξαναδεί. Έφαγε και αυτός, τους βρήκε νόστιμους και μάζεψε μερικούς και τους πήγε στον κύριό του. Ο Οινέας έστυψε τον καρπό, ήπιε τον χυμό και… ξανάνιωσε! Από ευγνωμοσύνη στο βοσκό έδωσε στον καρπό το όνομα του παρατηρητικού δούλου του «σταφυλή» (Στάφυλος< σταφύλι) και στο χυμό το δικό του όνομα (Οινέας <οίνος) [12].

 

Ο Οινέας προσφέρει σταφύλια στο θεό Διόνυσο. Bloemaert, Cornells, χαρακτικό, περίπου 1635-1633. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Ο Οινέας πήρε για σύζυγο την κόρη του Θέστιου, την Αλθαία, και μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τους Τοξέα, Θυρέα, Κλύμενο και τον ήρωα Μελέαγρο, που λένε ότι τον απέκτησε με τον θεό Άρη. Διηγούνταν μάλιστα ότι στη γέννηση του Μελέαγρου παρουσιάστηκαν και οι τρεις μοίρες, για να πουν το μέλλον του. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, της είπε ότι ο γιος της θα έχει γενναία ψυχή, η δεύτερη, η Λάχεσις, ότι θα είναι ανδρείος, ενώ η τρίτη, η Άτροπος, κοίταξε στη φωτιά ένα ξύλο που καιγόταν και ευχήθηκε να ζήσει μέχρι να καεί εντελώς το ξύλο. Η Αλθαία, έντρομη, άρπαξε το δαυλί, το έσβησε και το έκρυψε με μεγάλη προσοχή σε ένα κιβώτιο που μόνο αυτή ήξερε, για να διατηρήσει το παιδί της στη ζωή [13].

Όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, ενός φοβερού στο μέγεθος και στη δύναμη αγριογούρουνου, το οποίο έστειλε η θεά Άρτεμις για να τιμωρήσει τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, επειδή προσέφερε τους πρώτους ετήσιους καρπούς της χώρας προς όλους τους θεούς εκτός από την Άρτεμη. Ο Κάπρος που έστειλε η θεά, σκότωνε τους γεωργούς όταν πήγαιναν να σπείρουν και προκαλούσε καταστροφές στα υπάρχοντά τους. Τότε ο Μελέαγρος, για να απαλλάξει τη χώρα από το θηρίο, κάλεσε τους περισσότερους ήρωες της Ελλάδας και τους υποσχέθηκε ότι όποιος κατόρθωνε να το σκοτώσει θα έπαιρνε ως έπαθλο το τομάρι και το κεφάλι του θηρίου. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα, η θρυλική Αταλάντη, που πρώτη κατάφερε να πετύχει με τα βέλη της το ζώο στο πίσω μέρος και να το τραυματίσει, και δεύτερος ο Αμφιάραος, που το πέτυχε στο μάτι. Έπειτα ο Μελέαγρος χτύπησε με το ακόντιό του το θηρίο στο πλευρό, το σκότωσε και χάρισε το δέρμα του στην Αταλάντη, που είχε πρώτη τραυματίσει το ζώο.

Η Άρτεμις όμως προκάλεσε διχόνοια μεταξύ αυτών που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το ποιος πράγματι είχε δικαίωμα στο τομάρι και το κεφάλι του ζώου. Οι γιοι του Θέστιου, επειδή δεν ανέχονταν να πάρει το βραβείο της ανδρείας μια γυναίκα, ενώ ήταν παρόντες άνδρες, της άρπαξαν το τομάρι, λέγοντας ότι τούς ανήκει. Ακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους θείους του (γιους του Θέστιου), τον Τοξέα και τον Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε εξοργίσθηκε τόσο πολύ για τον φόνο των αδελφών της, που άρπαξε τον κρυμμένο δαυλό και τον έκαψε, με αποτέλεσμα να πεθάνει αμέσως και ο γιος της [14]. Αργότερα όμως η Αλθαία μετανόησε και αυτοκτόνησε.

 

Η Αλθαία καίει τη μοιραία δάδα και ο Μελέαγρος πεθαίνει. Baur, Johann Wilhelm, 1639. Όσοι τον θρήνησαν μεταμορφώνονται σε πουλιά. Σε δεύτερο επίπεδο ο Φιλήμων, η Βαυκίδα μεταμορφώνονται σε δέντρα.

 

Θάνατος του Μελέαγρου. Picart Benard, χαρακτικό, περίπου 1683-1710.

 

Θάνατος του Μελέαγρου. Ρωμαϊκό ανάγλυφο, περίπου 2ος αιώνας μ.Χ. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.

 

Η Αταλάντη θρηνεί τον Μελέαγρο. Batoni Pompeo, ελαιογραφία περίπου το 1743. The Galleria Nazionale d’Arte Antica, Palazzo Barberini.

 

Κόρη του Οινέα θεωρείται και η Δηιάνειρα, που λένε ότι η Αλθαία τη γέννησε με τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα πάλι µε τη Μυθολογία, ο θεός Διόνυσος σε μια από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του βρέθηκε στην Αιτωλία και φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας. Ευχαριστημένος ο θεός από την υποδοχή και τη φιλοξενία που βρήκε, παρέδωσε στον Οινέα το πρώτο κλήμα για να το φυτέψει, του έμαθε την τέχνη της καλλιέργειας της αμπέλου και, για να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του στο χυμό των καρπών της. Έτσι από τον Οινέα το κρασί ονομάστηκε οίνος.

Στην πραγματικότητα ο Διόνυσος είχε βάλει στο μάτι τη βασίλισσα Αλθαία, σύζυγο του Οινέα. Ο Οινέας κατάλαβε την επιθυμία του θεού και έκανε τα στραβά μάτια, για να μην εμποδίσει αυτή την παράνομη σχέση. Προσποιήθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να απουσιάσει για κάποια θυσία και άφησε το παράνομο ζευγάρι μόνο του. Διόνυσος και Αλθαία παραδόθηκαν στον έρωτά τους και από τις σχέση τους γεννήθηκε η Δηιάνειρα η μετέπειτα σύζυγος του Ηρακλή.

 

Ηρακλής, Δηιάνειρα, Οινέας, Αχελώος. Ερυθρόμορφος σικελικός καλυκωτός κρατήρας, περίπου μέσα 4ου αι. π.Χ. Αριστερά κάθεται η Δηιάνειρα κρατώντας τρεις φιάλες. Πίσω της στέκεται η θεραπαινίδα. Στο κέντρο ο Ηρακλής είναι στραμμένος προς τον Οινέα, τον πατέρα της Δηιάνειρας. Πάνω του εικονίζεται ο ποτάμιος θεός Αχελώος. Η Νίκη με το στεφάνι υποδηλώνει τη νίκη του Ηρακλή στη διεκδίκηση της Δηιάνειρας. Lipari, Museo Archeologico Eoliano.

 

Ο Ηρακλής μάχεται με τον Νέσσο. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας της Ομάδας της Μήδειας, περίπου 530-520 π.Χ. Αριστερά η γυναικεία μορφή ταυτίζεται με τη Δηιάνειρα και δεξιά η ανδρική με τον Οινέα. The J. Paul Getty Museum.

 

Δώρο ευγνωμοσύνης του Διόνυσου προς τον Οινέα ήταν το αμπέλι και η διδασκαλία για τη σωστή καλλιέργεια και χρήση του μεθυστικού ποτού, του κρασιού [15], και το όνομά του σχετίζεται με τον οίνο (κρασί), αφού θεωρείται ότι έμαθε την τέχνη της οινοποιίας από τον ίδιο τον θεό Διόνυσο και την εισήγαγε στην Αιτωλία.

Διομήδης -Μουσείο του Λούβρου.

Μετά τον θάνατο της Αλθαίας, ο Οινέας παντρεύτηκε την Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνοου, που ζούσε στις όχθες του Πείρου και αδερφή του Καπανέα, ενός από τους ήρωες των Επτά επί Θήβας [16] και την είχε πάρει σαν σκλάβα, όταν νίκησε τον Ιππόνοο και κυρίευσε την Ώλενο (στην Αιτωλία ή στην Αχαΐα). Φαίνεται όμως ότι την ερωτεύτηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο πατέρας της την έστειλε στο βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα με την εντολή να την σκοτώσει, επειδή αυτή έμεινε έγκυος από τον Άρη [17]. Εκείνος όμως, που πρόσφατα είχε χάσει τη σύζυγο και το γιο του, προτίμησε να την παντρευτεί. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Τυδέας, πατέρας του ήρωα Διομήδη.

Ο Οινέας είχε αρκετά αδέλφια, ανάμεσα στα οποία και ο Άγριος [18]. Ο Άγριος είχε έξι παιδιά, ανάμεσά τους και τον χωλό Θερσίτη, που έμεινε στην ιστορία ως συνώνυμο της ασχήμιας, της αυθάδειας και της αμετροέπειας. Κάποτε ο Άγριος κατηγόρησε τον Τυδέα ότι δολοφόνησε στο κυνήγι τον θείο του και αδελφό του Άγριου, Αλκάθοο, και τα ανίψια του Άγριου. Με αυτή την αιτία οι γιοι του Αγρίου εισβάλουν στη Καλυδώνα και εκθρονίζουν από το θρόνο τον Οινέα, πατέρα του Τυδέα και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ο Τυδέας εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο.

Όταν έφτασε στο Άργος, ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης διωγμένος από τον αδελφό του Ετεοκλή από τη Θήβα, που ήθελε να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του, γιατί θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Πίστεψε ότι αυτούς εννοούσε ο χρησμός και πάντρεψε τις δύο κόρες του, την Αργεία με τον Πολυνείκη και τη Διηπύλη με τον Τυδέα με τον οποίο έκανε τον Διομήδη [19].

Ο Τυδέας και ο Πολυνείκης στηριγμένοι στη δύναμη του πεθερού τους Άδραστου κατέστρωσαν σχέδιο να μπουν με στρατό πρώτα στη Θήβα κι έπειτα στην Καλυδώνα και να γίνει ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του. Έτσι ξεκίνησε η περίφημη εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», στην οποία ο Τυδέας συμπαραστάθηκε στον Πολυνείκη στην προσπάθειά του να καταλάβει τον θρόνο της Θήβας από τον αδερφό του, Ετεοκλή και διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε θανάσιμα και δεν πρόφτασε να διεκδικήσει τη βασιλεία στη δική του χώρα, την Καλυδώνα.

Μετά το θάνατο του Τυδέα, ο γιος του Διομήδης παντρεύτηκε μια Αργεία, την Αιγιαλεία, και εγκαταστάθηκε στο Άργος. Ο Διομήδης έγινε μόνιμος πολίτης του Άργους, συνέχισε όμως την επαφή του με την Καλυδώνα, την πατρίδα του πατέρα του, την οποία διοικούσε ο παππούς του, ο Οινέας, και ήθελε να εκδικηθεί για την εξορία του πατέρα του από την Καλυδώνα. Κάποτε έμαθε ότι οι οικογενειακοί τους εχθροί με πρωταγωνιστή το γιο του Άγριου, το Θερσίτη, οργάνωσαν μια συνωμοσία με σκοπό την πτώση του βασιλιά, παραμέρισαν από την εξουσία τον παππού του Οινέα, τον κακοποίησαν και τον φυλάκισαν. Ο Διομήδης ένιωσε ντροπή να μην κάνει κάτι για τον άτυχο παππού του και ξεκίνησε για την Καλυδώνα. Μπήκε κρυφά στην πόλη, αιφνιδίασε τους εχθρούς του, σκότωσε τα ξαδέρφια του που είχαν σφετεριστεί τον θρόνο του βασιλιά Οινέα, πλην του Θερσίτη που κατάφερε να διαφύγει, και άφησε στο θρόνο του παππού του τον Ανδραίμονα, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Οινέα. Φεύγοντας από την Καλυδώνα πήρε μαζί του τον γέρο και ανήμπορο παππού του Οινέα, για να τον φροντίσει στα γεράματά του.

Επιστρέφοντας στο Άργος από τα μέρη της Αρκαδίας, ο Θερσίτης, που είχε γλυτώσει από τα χέρια του Διομήδη και τους ακολουθούσε, κατάφερε να πετύχει και να σκοτώσει τον γέροντα Οινέα λίγο πριν φτάσουν στο Άργος [20]. Ο Διομήδης έθαψε τον παππού του στο μέρος που σκοτώθηκε και για να τον τιμήσει ίδρυσε μια μυθική πόλη στο σημείο εκείνο και την ονόμασε Οινόη από το όνομα του παππού του Οινέα [21].

 

Γενεαλογικός πίνακας

 

Αργότερα ο Διομήδης πήρε μέρος στην τρωική εκστρατεία και με την προστασία της Αθηνάς πέτυχε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα. Ο Όμηρος μάλιστα τον παρουσιάζει ως τον γενναιότερο των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα. Με τον Οινέα σχετίζεται και το περίφημο επεισόδιο του Γλαύκου και Διομήδη, που περιγράφει στην Ιλιάδα ο Όμηρος [22].

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.

Η μονομαχία Γλαύκου – Διομήδη είναι μία από τις 19 μονομαχίες που διαβάζουμε στην Ιλιάδα. Πριν και κατά την διεξαγωγή μιας μονομαχίας οι αντίπαλοι ανταλλάσσουν πολεμικές προκλήσεις και απειλές, για να εκφοβίσουν τον αντίπαλο. Στη μονομαχία αυτή ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων στο πλευρό του εξαδέλφου του, του Σαρπηδόνα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Διομήδη. Πάνω στη μονομαχία ο Διομήδης ρώτησε το Γλαύκο ποιος είναι [23]. Ο Γλαύκος απάντησε ότι ήταν εγγονός του Βελλεροφόντη, που ο παππούς του Διομήδη Οινέας τον είχε κάποτε φιλοξενήσει στο ανάκτορό του και είχαν ανταλλάξει πολύτιμα δώρα.  Τότε Διομήδης έμπηξε το κοντάρι του στη γη και του είπε: «Μου είσαι φίλος πατρικός από παλιά, αλήθεια! Όπλα ας ανταλλάξουμε, όλοι αυτοί να ξέρουν πως μια φιλία πατρική ανάμεσά μας είναι». Οι απόγονοι των δύο ανδρών πήδησαν αμέσως από τα άλογα, έδωσαν τα χέρια και ορκίστηκαν φιλία. Αλλά ο Δίας σάλεψε τη σκέψη του Γλαύκου κι έδωσε στο Διομήδη όπλα χρυσά που άξιζαν εκατό κι εννιά βόδια, για να πάρει τα ορειχάλκινα όπλα του Διομήδη, που είχαν πολύ μικρότερη αξία.

Η αρχαία Οινόη, λοιπόν, βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Αρτεμισίου από την προϊστορική εποχή. Συνδέεται με την αρχαία μυθολογική παράδοση, με γεγονότα και πρόσωπα της Αιτωλίας και της Αργολίδας από την εποχή του Ηρακλή μέχρι τον τρωικό πόλεμο. Πρωταγωνιστής τους ο βασιλιάς Οινέας από στην Καλυδώνα της Αιτωλίας, που πέθανε στην Αργολίδα, τον έθαψαν στην περιοχή αυτή και της έδωσαν το όνομά του.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Παυσανίας, Αττικά, 15,1

[2] Παπαχατζής Νικόλαος, Παυσανία Κορινθιακά, σελ. 185.

[3] «προελθοῦσι δὲ αὐτόθεν διαβάντων ποταμὸν χείμαρρον Χάραδρον καλούμενον ἔστιν Οἰνόη, τὸ ὄνομα ἔχουσα, ὡς Ἀργεῖοί φασιν…» Παυσανία, Κορινθιακά, 25,2

[4] Αρχαιολογικό Δελτίο 26 (1971)

[5] Κοφινιώτης Ιωάννης, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών» Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008, σελ. 142.

[6] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών,  τόμος Γ1, σελ. 64

[7] Ποικίλη στοά ή Πεισιανάκτειος στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι από τα πολλά και πολύχρωμα θαυμάσια έργα τέχνης που φιλοξενούσε καθώς και από το όνομα του γαμπρού του Κίμωνος, Πεισιάνακτα.

[8] «αὕτη δὲ ἡ στοὰ πρῶτα μὲν Ἀθηναίους ἔχει τεταγμένους ἐν Οἰνόῃ τῆς Ἀργείας ἐναντία Λακεδαιμονίων», Παυσανίας, Αττικά, 15,1

[9] πλησίον δὲ τοῦ ἵππου καὶ ἄλλα ἀναθήματά ἐστιν Ἀργείων,… Ὑπατοδώρου καὶ Ἀριστογείτονός εἰσιν ἔργα, καὶ ἐποίησαν σφᾶς, ὡς αὐτοὶ Ἀργεῖοι λέγουσιν, ἀπὸ τῆς νίκης ἥντινα ἐν Οἰνόῃ τῇ Ἀργείᾳ αὐτοί τε καὶ Ἀθηναίων ἐπίκουροι Λακεδαιμονίους ἐνίκησαν. Παυσανίας, Φωκικά, Χ,10,3

[10] Παυσανία, Φωκικά, 10,38,1

[11] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ. 153

[12] Το όνομα του βασιλιά της Καλυδώνας έχει παγκοσμίως ταυτιστεί με τον οίνο (Οινεύς – Vin γαλλικά – Vinoι σπανικά – Wein γερμανικά – Wine αγγλικά, κρασί =κεκραμένος οίνος, δηλαδή ανακατεμένος με νερό).

[13] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.153

[14] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.154

[15] Καρλ Κερένυι, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Εκδόσεις «Εστία», 1995, σελ. 359-367.

[16] Ησίοδου, Ηοίαι, απόσπ. 13

[17] «Ἀλθαίας δὲ ἀποθανούσης ἔγημεν Οἰνεὺς Περίβοιαν τὴν Ἱππονόου. ταύτην δὲ ὁ μὲν γράψας τὴν Θηβαΐδα πολεμηθείσης Ὠλένου λέγει λαβεῖν Οἰνέα γέρας, Ἡσίοδος δὲ ἐξ Ὠλένου τῆς Ἀχαΐας, ἐφθαρμένην ὑπὸ Ἱπποστράτου τοῦ Ἀμαρυγκέως, Ἱππόνουν τὸν πατέρα πέμψαι πρὸς Οἰνέα πόρρω τῆς Ἑλλάδος ὄντα, ἐντειλάμενον ἀποκτεῖναι». Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, Α 8,4

[18] Ομήρου, Ιλιάδα, Ξ 117

[19] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158

[20] «Οἰνέα γὰρ τὸν βασιλεύσαντα ἐν Αἰτωλίᾳ λέγουσιν ὑπὸ τῶν Ἀγρίου παίδων ἐκβληθέντα τῆς ἀρχῆς παρὰ Διομήδην ἐς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὁ δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐτιμώρησεν αὐτῷ στρατεύσας ἐς τὴν Καλυδωνίαν, παραμένειν δὲ οὐκ ἔφη οἱ δύνασθαι· συνακολουθεῖν δέ, εἰ βούλοιτο, ἐς Ἄργος ἐκεῖνον ἐκέλευεν. ἀφικόμενον δὲ τά τε ἄλλα ἐθεράπευεν, ὡς πατρὸς θεραπεύειν πατέρα εἰκὸς ἦν, καὶ ἀποθανόντα ἔθαψεν ἐνταῦθα. ἀπὸ τούτου μὲν Οἰνόη χωρίον ἐστὶν Ἀργείοις». Παυσανία, Κορινθιακά,25.3

[21] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158

[22] Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ, 119-236

[23] «Ποιος είσαι, αρχοντογέννητε, απ’ τους θνητούς ανθρώπους; Δε σ’ είδα ως τώρα καν ποτέ σε μάχη που δοξάζει· μα όλους με το θάρρος σου τους έχεις ξεπεράσει, αφού το μακροΐσκιωτο κοντάρι μου αντέχεις». Ομήρου Ιλιάδα, Ζ, 123-126.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

*  Το έναυσμα για να γραφεί το παραπάνω άρθρο προέκυψε μετά από την επαφή μας με τον επιχειρηματία Γεώργιο Δαγρέ, κάτοικο της περιοχής (Μερκούρι), ο οποίος παράλληλα με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στο εξωτερικό, θέλησε να γνωστοποίηση και την ιστορία του τόπου απ’ όπου προέρχεται το προϊόν που εμπορεύεται.

 

Read Full Post »

Η υγιεινή, η ιατρική, η φαρμακοποιία, και η θεραπεία στον κόσμο του Ομήρου


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

 Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο της κυρίας Μαρίας Βασιλείου με τίτλο:

«Η υγιεινή, η ιατρική, η φαρμακοποιία, και η θεραπεία στον κόσμο του Ομήρου».

 

Στον κόσμο του Ομήρου, οι θεοί τιμωρούν στέλνοντας τον πόνο και την ασθένεια, αρμόδιοι όμως για την αντιμετώπιση τους, είναι θεοί, ημίθεοι και  βροτοί (θνητοί).

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

Στην ραψωδία Α της Ιλιάδας, ο Όμηρος, αφηγείται τον λοιμό που στέλνει ο Απόλλωνας στα στρατεύματα των Αχαιών, για να τιμωρήσει την ύβρη του Αγαμέμνονα (στ.61 εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς). Από τις αφηγήσεις του Ομήρου γνωρίζουμε πως αφανίστηκε μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε πολιορκία, γύρω από την  Τροία. Επί εννιά μέρες έκαιγαν σε πυρές τα πτώματα των νεκρών ενώ οι νεκροί ήταν τόσοι, που δεν προλάβαιναν τα σώματά τους να ταφούν, με αποτέλεσμα να κατασπαράζονται από σκυλιά και αρπακτικά πουλιά. Σύμφωνα με το κείμενο, η αρρώστια μεταδόθηκε  πρώτα στους σκύλους, μετά στα μουλάρια και τέλος στον άνθρωπο. Ιδιαίτερη εντύπωση  προκαλούν στους επιστήμονες και τα μέτρα απολύμανσης που εφαρμόσθηκαν μετά το λοιμό δηλαδή το πλύσιμο των αντικειμένων στην θάλασσα.

Ανάλογα περιστατικά απολύμανσης βρίσκουμε σε άλλο σημείο  στην  Ιλιάδα, όταν  ο Αχιλλέας,  καθαρίζει καλά με θειάφι και τρεχούμενο νερό το καλοδουλεμένο ποτήρι που του χάρισε η μητέρα του Θέτις και μετά προσφέρει σπονδή στον Δία, αλλά και την Οδύσσεια, όταν  ο Οδυσσέας, ύστερα από τη μνηστηροφονία, αναλαμβάνει να καθαρίσει το σπίτι του και ζητά από την τροφό του Ευρύκλεια να του προμηθεύσει το απαραίτητο θειάφι, το οποίο καίει στην αυλή για να εξαγνιστεί ο ίδιος και το παλάτι.

Είναι γνωστό σήμερα ότι το θειάφι με την υγρασία και τον αέρα μετατρέπεται σε διοξείδιο θείου (SO2) και τελικά σε θειώδες οξύ που καταστρέφει διάφορους μικροοργανισμούς. (Ρίχνεται εξαχνωμένο θείο (sublimated Sulfur NF) πάνω στα φύλλα και τους βλαστούς των φυτών, ιδιαίτερα της αμπέλου, ως μικροβιοκτόνο).

Οι τραυματισμοί των ηρώων, στην Ιλιάδα, αντιμετωπίζονται από εμπειροτέχνες γιατρούς με επικεφαλής τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο. Πρόκειται για δύο αδέλφια με καταγωγή από τη Θεσσαλία, πατέρας των οποίων ήταν ο βασιλιάς Ασκληπιός – ο μετέπειτα δηλαδή θεός της Ιατρικής – ο οποίος και δίδαξε στους γιούς του την ιατρική τέχνη. Στα χρόνια του Ομήρου, βέβαια, ο Ασκληπιός δεν είχε ακόμα θεοποιηθεί, θεωρούνταν ωστόσο ένας εξαιρετικός ιατρός, τον οποίο είχε μυήσει στα μυστικά της Ιατρικής ο Κένταυρος Χείρων. Πολλοί ήρωες επίσης, που  είχαν μαθητεύσει κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, καταγίνονταν με την αντιμετώπιση τραυματισμών.

 

Ποδαλείριος, γνωστός γιατρός από την Τρίκκη της Θεσσαλίας, προστάτης της «επιμελουμένης τα εσωτερικά νοσήματα» Ιατρικής, δηλαδή της σημερινής Παθολογίας. Αρχαιολογικό μουσείο Δίου.

 

Ο Πάτροκλος εμφανίζεται στον ρόλο «γιατρού», στην  Ιλ. Ραψωδία Λ, όπου περιγράφεται πώς ο πληγωμένος Ευρύπυλος του ζητά να τραβήξει τη σαΐτα από τον μηρό του και να πασπαλίσει πάνω της μαλακτικά βότανα, όπως τον δίδαξε ο Αχιλλέας, αλλά και πώς ο Πάτροκλος αντιμετώπισε το τραύμα. (Ευτύς του βγάζει ο Πάτροκλος τη σουβλερή σαγίτα/απ’ το μερί με το μαχαίρι του, το μαύρο γαίμα πλένει/με χλιό νερό, και πάνω απίθωσε πικρή πονοκοιμήτρα/ρίζα, στο χέρι αφού την έτριψε, και σταματά τους πόνους. Έτσι η πληγή γοργά εμαράθηκε, και στάθηκε το γαίμα).

 

Παράσταση που απεικονίζει τον Αχιλλέα να τυλίγει το χέρι του Πάτροκλου. Altes Museum.

 

Στην  ραψωδία Λ’ της Ιλιάδας, έχουμε και  την παρουσίαση από τον ποιητή της Αγαμήδης, μοναδικής φαρμακογνώστριας, η οποία «ήξερε τόσα βοτάνια, όσα τρέφει η πλατιά γη».

Οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, είχαν στη διάθεσή τους μια σειρά από φάρμακα (στα έπη του Ομήρου υπάρχει αυτούσια η λέξη φάρμακο), τα οποία παρασκεύαζαν θεοί, ημίθεοι και θνητοί. Υπάρχουν φάρμακα ήπια, οδυνηφάγα, τα εσθλά (καλά) φάρμακα, τα λυγρά (ολέθρια), θνητοφάγα και ανδροφόνα φάρμακα, αλλά και φάρμακα μητιόεντα (έξυπνα). Θα συναντήσουμε επίσης τα χειρώνια βότανα που κλείνουν τις πληγές, φάρμακα αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά, αντισηπτικά, παραισθησιογόνα και ναρκωτικά και αντίδοτα που προέρχονται από τα βότανα, φαρμακοτεχνικές και διάφορα υλικά, αλλά και μορφές θεραπείας, προς τις οποίες στρέφεται και  ο σημερινός άνθρωπος, θεωρώντας πως επιλέγει ό,τι πιο νεωτεριστικό….

Ο Όμηρος, παρουσιάζει, στην Ιλιάδα, την Αφροδίτη να παίρνει από τον αρύβαλο – το μικρό πήλινο δοχείο που χρησίμευε για τη φύλαξη του τριανταφυλλόλαδου – λίγο με τις άκρες των δαχτύλων, το θερμαίνει τρίβοντάς το στις παλάμες της, για να γίνει πιο λεπτόρρευστο ώστε να απορροφηθεί καλύτερα και ύστερα το εναποθέτει απαλά στο πληγωμένο, καταξεσκισμένο δέρμα του Έκτορα.  (Ραψωδία Ψ). Το τριανταφυλλόλαδο ή ροδέλαιο λαμβάνεται με απόσταξη με υδρατμούς από τα άνθη του φυτού Rosa gallica, damascena, centifolia κ.ά. Είναι το κατ’ εξοχήν αιθέριο έλαιο σήμερα αφού η πρώτη ύλη του, το ρόδο, θεωρείται ο βασιλιάς των λουλουδιών, με 25.000 είδη σε όλο τον κόσμο.

Αλλά και η θεά Ήρα, για να εμποδίσει τον Δία να βοηθήσει τους Τρώες, στολίζεται με ολόχρυσα κοσμήματα και αλείφει το σώμα και τα ρούχα της με αρωματικό λάδι. Ύστερα παρασέρνει τον βασιλιά των θεών στην αγκαλιά της, πάνω στη λουλουδισμένη γη, όπου φυτρώνει δροσερό τριφύλλι (Melilotus alba, Papilionaceae), μυρωδάτη ζαφορά (Crocus sativus, Iridaceae) και ζουμπούλια πυκνά και μαλακά (Hyacinthus orientalis, Liliaceae), όλα τους φαρμακευτικά φυτά. Καταφέρνει έτσι να τον αποκοιμίσει, οπότε απερίσπαστη τρέχει να εμψυχώσει τους Δαναούς που νικούν τους Τρώες. (Ιλιάδα, Ψ).

Ο Όμηρος επίσης αναφέρει τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια το μύρο. Ο Αχιλλέας π.χ. προστάζει να φροντίσουν τον νεκρό Πάτροκλο, να τον λούσουν, να τον αλείψουν με αρωματικό λάδι και να γεμίσουν τις πληγές του με μύρο. Το μύρο ή μύρα (Myrrha) είναι δρόγη[1] που προέρχεται από πολλά είδη του γένους Commifera.

Το μέλι επίσης αποτελεί συστατικό του κυκεώνα (μείγμα από κρασί Πράμνειο, κριθάλευρο, μέλι και νερό) τον οποίο ετοιμάζει η Ευκαμήδη στο συμπόσιο του Νέστορα, καθώς και η Κίρκη για τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του. Επίσης είναι συστατικό των χοών, όπως αφηγείται ο Οδυσσέας. (Οδύσσεια, Λ: και έχυνα, γύρω από τα χείλη τους, σπονδές προς όλους τους νεκρούς/πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι/και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθάλευρο).

 Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να βουλώσει τα αφτιά των συντρόφων του με μελισσοκέρι (ζωική δρόγη) για να μη μαγευτούν από το τραγούδι των Σειρήνων. Του λέει να διαλέξει φρέσκια κερήθρα, ώστε το κερί της να είναι εύπλαστο και να παίρνει άνετα το σχήμα του ωτικού πόρου, χωρίς να τον ερεθίζει.

Ξανά η Κίρκη, στην Ραψωδία Κ της Οδύσσειας, όπου εκτός από   την μαγεία που περιβάλλει τα φοβερά παθήματα του Οδυσσέα και των συντρόφων του, τους χοίρους, τα μαγικά ραβδιά, τα μάγια, έχουμε και τα φάρμακα και τα αντιφάρμακα. Η  θεά Κίρκη όχι μόνο γνωρίζει φάρμακα καλά (εσθλά)  και κακά (λυγρά), αλλά και πώς να τα χρησιμοποιεί.

Στο σπίτι της άναψε φωτιά και πάνω της τοποθέτησε τα καζάνια με τις φαρμακείες. Παρακολουθεί τους συντρόφους του Οδυσσέα από μακριά, ενώ παρασκευάζει τον κυκεώνα της, όπου ρίχνει βοτάνια φαρμακερά, να τον πιουν αυτοί, να μεταμορφωθούν σε χοίρους και να λησμονήσουν την πατρίδα τους. Ο μύθος γνωστός: σαν ήπιανε, μ’ ένα ραβδί τους χτύπησε/και μες στη χοιρομάντρα τους έκλεισε/κι είχαν φωνή και τρίχες και σώμα χοίρων/μα γερός σαν πρώτα ο νους τους ήταν.(Οδύσσεια, Κ).

 

Η Κίρκη και οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Έργο του Ιταλού ζωγράφου Παρμιτζανίνο (Parmigianino), Uffizi Gallery.

 

Ο Ερμής, συμβουλεύει τον Οδυσσέα, πώς να ματαιώσει τα σχέδια της Κίρκης. Του δίνει το μώλυ, βότανο με μαύρη ρίζα και άνθος λευκό σαν γάλα, για να μπορέσει να μείνει στο σώμα και την ψυχή αμάγευτος. Είναι το αντίδοτο, χάρη στο οποίο οι σύντροφοι θα ξαναγίνουν άνθρωποι.

Πέρα από τον μύθο, υπάρχει η προσπάθεια της επιστημονικής εξήγησης, η οποία συνδέεται με τα παραισθησιογόνα φάρμακα και τα αντίδοτα. Ο κυκεώνας περιέχει: τυρί (αμινοξέα τυραμίνη, καζεΐνη, ζωικό λίπος και καζεϊνικό ασβέστιο), κριθάλευρο, που, βράζεται και έτσι διαλύεται στο νερό κάθε υδατοδιαλυτή ουσία του και από τον αμυλόκοκκο απελευθερώνονται η αμυλόζη και η αμυλοπηκτίνη που μαζί με το  μέλι κάνουν τον κυκεώνα πυκνόρρευστο  και βελτιώνουν τις οργανοληπτικές του ιδιότητες και προστίθεται κρασί, ως συντηρητικό, με αντιοξειδωτική και αντιμικροβιακή ιδιότητα. (Στον Όμηρο, εκτός από το κριθάρι αναφέρονται το σιτάρι και η σίκαλη).

 Ως γνωστόν, στους στάχεις των αγρωστωδών, παρατηρούνται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο μεγάλα μαύρα στίγματα, τα οποία από πολύ παλιά ονόμαζαν όλυρα ή βρίζα ή εργότια. Πρόκειται για το σκληρώτιο του παρασιτικού μύκητα Claviceps purpurea, το οποίο ονομάζεται ερισυβώδης όλυρα και περιέχει αλκαλοειδή (εργομητρίνη, εργονοβίνη και εργοβασίνη, φάρμακα χρήσιμα στη γυναικολογία), εργοταμίνη (φάρμακο κατά της ημικρανίας) και λυσεργικό οξύ το διαιθυλαμίδιο του οποίου, γνωστό ως LSD, είναι ψευδαισθησιογόνο, επηρεάζει τη συνείδηση, τη σκέψη, τη βούληση, το συναίσθημα και χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική. Προκαλεί αγγειοσύσπαση, διέγερση των μυών των τριχών, αύξηση της θερμοκρασίας, σιελόρροια, εμετό, ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και βραδυκαρδία. Με βάση τα παραπάνω «συμπεραίνεται» από ορισμένους, ότι το κριθάρι της Κίρκης ήταν μολυσμένο με εργότιο, γι’αυτό και η «μεταμόρφωση» των συντρόφων. Τα φάρμακα που αυτή προσθέτει στον χυλό πιθανόν είναι όπιο, κατασταλτικό.

Ο Όμηρος «σπέρνει» μήκωνες στην Ιλιάδα για να «καρπίσουν» στην Οδύσσεια και να δώσουν από τις άγουρες κωδείες, το όπιο. Από τα πολλά αλκαλοειδή του οπίου η μορφίνη είναι το ισχυρότερο φυσικό αναλγητικό που προκαλεί ευφορία, νύστα και ύπνο. Η αλκοόλη του οίνου παρατείνει τη δράση της μορφίνης, αλλά ο εγκέφαλος δεν επηρεάζεται οργανικά από αυτήν παρά μόνον λειτουργικά.

Ο Οδυσσέας από την άλλη πλευρά, πίνει τον μαγεμένο κυκεώνα, αφού όμως έχει ρίξει μέσα, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ερμή, το μώλυ, δρόγη, η οποία σύμφωνα με τις περιγραφές του ποιητή και μία πιθανή εξήγηση μπορεί ν’ ανήκει στο φυτό Μανδραγόρα ή Hyoscyamus niger, οικ. Solanaceae. (Ο υο-σκύαμος ετυμολογείται από το υς=χοίρος + κύαμος=κουκί και περιέχει ουσίες, οι οποίες ανταγωνίζονται την ακετυλοχολίνη, ουσία του παρασυμπαθητικού συστήματος).

 Ο Οδυσσέας δηλαδή  «πετυχαίνει με το μώλυ» έναν επιθυμητό αντίδοτο και έτσι γλυτώνει από τα μάγια της Κίρκης. Για όλα υπάρχει γιατρειά, που θα ‘λεγε και ο ήρωας…

Με έμμεσες και άμεσες αναφορές, ο Όμηρος, παρουσιάζει την Ελένη φαρμακογνώστρια και φαρμακοτέχνισσα, η οποία κατέχει και παρασκευάζει φάρμακα μητιόεντα (έξυπνα). (Μήτις είναι η ευφυία, που θα ονομαστεί αργότερα σοφία, φρόνηση, σύνεση και γνώμη και κατά τον Αριστοτέλη συνδέεται με το μέτρο και τον υπολογισμό).

Η Ελένη είναι προικισμένη από τον πατέρα της Δία με το χάρισμα της φιλομάθειας και έχει εκπαιδευτεί στη χρήση των φαρμάκων δίπλα στην Πολύδαμνα, γυναίκα του βασιλιά της Αιγύπτου. Γι’ αυτό ρίχνει μυστικά στα ποτήρια με το κρασί, του Μενέλαου και του Τηλέμαχου, που θρηνεί για τον πατέρα του, ένα φάρμακο, το νηπενθές, κατάλληλο να σβήνει τις πίκρες και να γιατρεύει τους πόνους. (Οδύσσεια, Δ)

Ποιο είναι το φάρμακο αυτό μόνο να εικάσουμε μπορούμε. Στη Φυτολογία υπάρχει φυτό της Μεσογείου με το λαϊκό όνομα νηπενθές και ίσως να πρόκειται για το όπιο, ουσία ναρκωτική, που κάνει το άτομο απαθές απέναντι στον ψυχοσωματικό πόνο. Πρόκειται για υγρή φαρμακομορφή, που εύκολα διαλύεται στο κρασί, χωρίς να γίνεται αντιληπτό.

 Ο Όμηρος, στην Ι Ραψωδία της Οδύσσειας, αναφέρει τον καρπό ενός δέντρου σύμβολο του ναρκωμένου νου, της λησμονιάς και του λήθαργου. Πρόκειται για τον λωτό, ζουμερό και γλυκό καρπό, που τρώνε οι σύντροφοι του Οδυσσέα στη χώρα των ειρηνικών Λωτοφάγων.

Όταν ο Οδυσσέας συναντά τον Αλκίνοο, καθώς αφηγείται τις ταλαιπωρίες του, δίνει την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι οι Λωτοφάγοι τρώνε άνθη: (Οδύσσεια, Ι)

Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Οι Λωτοφάγοι τρώνε άνθη λωτού ενώ φιλεύουν με τον μελωμένο καρπό τους ξένους. Πρόκειται για δύο διαφορετικά είδη, το ένα νούφαρο υδρόβιο  η Νymphea caerulea, της οποίας τα άνθη περιέχουν απομορφίνη, ουσία με ψυχοτρόπους ιδιότητες. Το άλλο είδος είναι δέντρο που ανήκει στο γένος Diospyrus, με πιο γνωστό το D.lotus, έχει γλυκό καρπό χωρίς νευροτρόπο ή ψυχοτρόπο δράση. Αυτός ο καρπός πρέπει να ήταν το δόλωμα για να πειστούν οι σύντροφοι να δοκιμάσουν και άνθη του λωτού-νούφαρου, δεδομένου ότι η περιεχόμενη στον γλυκό λωτό φρουκτόζη θα επικάλυπτε την πικρή γεύση της απομορφίνης. Είναι δε η απομορφίνη παράγωγο της μορφίνης, η οποία πρώτα διεγείρει και μετά παραλύει το Κ.Ν.Σ.

 

Υποσημείωση


[1] Δρόγη είναι το μόνο μέρος του φυτικού η ζωικού οργανισμού, π.χ. φύλλα, η φλοιός, η σπέρματα, η άλλο όργανο του φυτού η ζώου, που χρησιμοποιείται για την θεραπευτική η άλλη δράση του. Η δρόγη διαφέρει από την το φάρμακο. Ως φάρμακο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε χημική ουσία η προϊόν, το οποίο παρουσιάζει φαρμακολογικές ιδιότητες και επομένως είναι σε θέση να προκαλέσει μεταβολές σε φυσιολογικές λειτουργίες οργανικών η βιοχημικών συστημάτων.

 

Πηγές


 

  • «Ιστορία της Φαρμακευτικής», Εμμανουήλ Ιω. Εμμανουήλ, Ακαδημαικού, Τακτικού Καθηγητού εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω,Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβούλου: Τύποις «Πυρσός» Α.Ε, Αθήναι 1948.
  • «Ιστορία της Φαρμακευτικής», Ελένη Σκαλτσά, Καθηγήτρια, Τμήμα Φαρμακευτικής ,Τομέας Φαρμακογνωσίας & Χημείας Φυσικών Προιόντων, ΕΚΠΑ,/ Ελληνικά Ακαδημαικά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, www.kallipos.gr
  • «Η εξελικτική πορεία της ίασης στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία», Χρ. Τεσσερομάτη, Δ. Κώτσιου, «Ιατρική», Διμηνιαία Έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπουδών, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2015, Τόμος 104, Τεύχος 5-6 :23-304.

 

Επιμέλεια κειμένου

Μαρία Γ. Βασιλείου

Βιολόγος-Ωκεανογράφος

Read Full Post »

Αμφίλοχος


 

Ο Αμφίλοχος ήταν μάντης και μυθικός βασιλιάς του Άργους, γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης.

Μαζί με τον αδελφό του Αλκμέωνα έλαβε μέρος στην εκστρατεία των «επιγόνων» κατά της Θήβας. Είχε προηγηθεί η εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», όταν ο Πολυνείκης, διεκδικώντας τον θρόνο των Θηβών από τον αδελφό του Ετεοκλή, κατέφυγε στο Άργος και ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά του Άργους Άδραστο. Έτσι οργανώθηκε η εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», στην οποία συμμετείχε ο Πολυνείκης και έξι ακόμη αρχηγοί, οι οποίοι δεν κατέλαβαν την πόλη, μια και τα δύο αδέρφια αλληλοσκοτώθηκαν σε μονομαχία μπροστά στα τείχη. Η εξουσία πέρασε τότε στον Κρέοντα. Ακολούθησε η εκστρατεία των γιων («των επιγόνων»), οι οποίοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν την πόλη. Η εξουσία τότε πέρασε στο γιο του Πολυνείκη Θέρσανδρο. Σ’ αυτή την εκστρατεία έλαβε μέρος και ο Αμφίλοχος με τον αδελφό του Αλκμέωνα. Μετά το τέλος του πολέμου και με την προτροπή του Απόλλωνα βοήθησε τον αδελφό του Αλκμέωνα να φονεύσει τη μητέρα τους Εριφύλη, εξαιτίας της προδοσίας και της αστοργίας της προς τον σύζυγο και τα παιδιά της (Απολλόδ. 3, 7, 5).

 

Αμφίλοχος – Νόμισμα από τη Μαλλό της Κιλικίας, ρωμαϊκής περιόδου, περίπου 253-260 μ.Χ. Στη μια όψη απεικονίζεται ο Αμφίλοχος με χλαμύδα γύρω από το λαιμό και το αριστερό χέρι, κρατάει με το δεξί κλαδί δάφνης. Δεξιά του ένα αγριογούρουνο και αριστερά του ένας τρίποδας στον οποίο περιελίσσεται φίδι. Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών.

 

Αμέσως μετά, και ως ένας από τους μνηστήρες της Ελένης, επομένως δεμένος με τον όρκο προς τον Τυνδάρεο να βοηθήσουν οι επίδοξοι μνηστήρες το ζευγάρι Ελένη – Μενέλαος σε κάποια δύσκολη στιγμή τους, πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, αν και δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα.  Σαν μάντης προβλέπει την καταστροφή του Ελληνικού στόλου στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο,  ακρωτήριο της Εύβοιας).

Μετά την πτώση της Τροίας έμεινε με τον μάντη Κάλχα στην Μικρά Ασία και στη συνέχεια με το μάντη Μόψο και ίδρυσε την πόλη Μαλλό στην Κιλικία, πριν επιστρέψει στην πατρίδα του το Άργος. Στο Άργος η διαμονή του δεν ήταν ευχάριστη λόγο της καταστάσεως που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του εξ αιτίας του φόνου της μητέρας του. Έτσι επέστρεψε στην Μαλλό, όπου βασίλευε ο Μόψος. Ο Αμφίλοχος διεκδίκησε την συμβασιλεία, την οποία ο Μόψος αρνήθηκε να παραχωρήσει, και γι’ αυτό, ακολούθησε μονομαχία μεταξύ Μόψου και Αμφίλοχου, κατά την οποία σκοτώθηκαν και οι δυο. Ετάφησαν κοντά στο όρος Μαργάσα κοντά στον ποταμό Πύραμο.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Αμφίλοχος φονεύτηκε στην πόλη Σόλους  από τον Απόλλωνα πατέρα του Μόψου. Όταν ο Μ. Αλέξανδρος διήλθε εκείνα τα μέρη λέγεται ότι τέλεσε θυσία στον Αμφίλοχο, λόγω συγγενείας προς αυτόν,  γιατί και ο Αλέξανδρος κατήγετο  από τη γενεά του Τημένου.

Μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ο Θουκυδίδης, σύμφωνα με τον οποίο, ο Αμφίλοχος επέστρεψε από την Τροία στο Άργος, αλλά η σε βάρος του κατάσταση εξ αιτίας του φόνου της μητέρας του, τον ανάγκασε να φύγει για την Ακαρνανία όπου και ίδρυσε το Άργος το Αμφιλοχιακό.

 

Άργος το Αμφιλοχικόν και Αμφιλοχίαν την άλλην έκτισε μεν μετά τα Τρωικά οίκαδε αναχωρήσας και ουκ αρεσκόμενος τη εν Άργει καταστάσει Αμφίλοχος  ο Αμφιάραω εν τω Αμπρακικώ κόλπω, ομώνυμον τη εαυτού πατρίδι Άργος ονομάσας… (Θουκ. 2, 68).

 

Ο Αμφίλοχος ήταν ο έβδομος βασιλιάς της συμβασιλείας της τρίτης γενιάς η οποία είχε γενάρχη τον Μελάμποδα. Μετά το θάνατο του Αμφίλοχου εξέλειψε η ένδοξη δυναστεία των Μελαμποδιδών και ανήλθαν στο θρόνο του Άργους οι Ατρείδες.

 

Πηγή


  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λύκαυγες – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.

 

Read Full Post »

Ακρόπολη Λυρκείας


 

Με την ονομασία Παλιοκαστράκι είναι γνωστό το ύψωμα BA του χωριού Λύρκεια (Κάτω Μπέλεσι), στην Αργολίδα. Στις νότιες υπώρειες του λόφου διέρχεται η νέα εθνική οδός Κορίνθου – Τριπόλεως. Στην κορυφή του διατηρούνται κατάλοιπα ισχυρού τείχους με πύλες, μαρτυρία ότι πρόκειται για σημαντική οχυρωμένη θέση – αρχαία ακρόπολη των κλασικών χρόνων με θέα προς την κοιλάδα που διασχίζει ο Ίναχος ποταμός.

Σύμφωνα με τον Παυσανία μια από τις πύλες του Άργους, προς την Δειράδα, οδηγούσε σε απόσταση εξήντα περίπου σταδίων προς την Λύρκεια, γνωστή από τον μύθο του Λυγκέα και της Υπερμνήστρας. Κατά την παράδοση ο Λυγκέας ήταν γιός του Αίγυπτου και της Αργυφίας παντρεμένος με την Υπερμνήστρα, κόρη του Δαναού, με την οποία απέκτησε τον Άβαντα. Μόνο αυτή από τις Δαναΐδες αδελφές της αρνήθηκε να υπακούσει στην πατρική εντολή και δεν δολοφόνησε τον σύζυγό της την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ανέβηκε στην ακρόπολη του Άργους και συνεννούνταν με τους πυρσούς με τον Λυγκέα που είχε καταφύγει στην Λύρκεια.

 

Ακρόπολη Λυρκείας – Φωτογραφία από τον ιστότοπο argolisculture (Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας).

 

Φόνοι, κοινωνική ρήξη και αντιπαράθεση, πολιτική συνυπάρχουν στον εντυπωσιακό αυτό μύθο του κύκλου του Άργους, τον οποίο παλαιότερα η έρευνα είχε συνδέσει με το ύψωμα Παλιοκαστράκι αποδίδοντας στη θέση και την ευρύτερη περιοχή την ονομασία Λύρκεια. Ωστόσο η απόσταση της ακρόπολης δεν συμπίπτει με τις πληροφορίες της αρχαίας γραμματείας καθώς απέχει από το Άργος περίπου εκατό στάδια (18 χλμ) και όχι εξήντα (11 περίπου χλμ).

 

Ακρόπολη Λυρκείας – Φωτογραφία από τον ιστότοπο argolisculture (Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας).

 

Η επανεξέταση των πηγών σε συνδυασμό με τη μελέτη της αρχαίας τοπογραφίας της περιοχής οδήγησαν στην ταύτιση της οχύρωσης στο Παλιοκαστράκι με την ακρόπολη των Ορνεών. Η ονομασία της πόλης οφείλεται στον οικιστή της Ορνέα, γιο του Ερεχθέα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι Ορνεάτες και Κλεωναίοι μάχονται στο πλευρό των Αργείων αντιμετωπίζοντας τη σπαρτιατική υπεροχή στη μάχη της Μαντίνειας (418 π.Χ.). Όμως η στρατηγική θέση των Ορνεών εντείνει την παραδοσιακή εχθρότητα Άργους – Σπάρτης και δύο χρόνια αργότερα οι Αργείοι δεν διστάζουν να την καταστρέψουν. Η ανάμειξη των Ορνεών στις συγκρούσεις με τον Αρχίδαμο (352 π.Χ.) πιθανότατα απηχεί μια προηγηθείσα επανοίκηση της περιοχής. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων συγκαταλέγονται στις κώμες του Άργους.

Σε ό,τι δε αφορά την αργεία κώμη των ιστορικών χρόνων Λύρκειον, αυτή τεκμηριώνεται δυτικά του Άργους στην αριστερή όχθη του Ινάχου στην περιοχή με την ονομασία Σύνορο, θέση όπου πλήθος αρχαιολογικών δεδομένων (οικισμός, ιερά, νεκρόπολη, αρχαία οχύρωση, επιγραφική μαρτυρία) και η απόσταση που αναφέρει ο περιηγητής συνηγορούν στην ταύτιση αυτή.

 

Πηγή


 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο Όμηρος και η ελληνική σκέψη: Μερικοί στοχασμοί για τη συνάντηση Αχιλλέα και Πριάμου (Ιλιάς, Ω’) – Diane Cuny (Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης)


 

Στην αρχή της ραψωδίας Ω’, ο Αχιλλέας εξακολουθεί να είναι ένας βίαιος άνθρωπος, γεμάτος σκληρή αγριότητα. Ο θάνατος του Έκτορα και η κηδεία του Πατρόκλου δεν αρκούν για να τον κατευνάσουν. Μέρα με τη μέρα, ζευγώνει το άρμα του και σέρνει τον Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Αλλά αυτή η φρικτή εκδίκηση τον αφήνει ανικανοποίητο. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί αισθάνονται οίκτο για τον Έκτορα: «Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν». Στέλνουν, λοιπόν, την Θέτιδα στον Αχιλλέα για να του παραγγείλουν να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Σε αυτό το σημείο του έπους, ο αναγνώστης / ακροατής περιμένει από τον Αχιλλέα να επιστρέψει το σώμα του. Αυτό που δεν περιμένει είναι η συμπάθεια που αισθάνεται ο Αχιλλέας, η συγκράτησή του, η θέλησή του να βοηθήσει τον εχθρό του. Δεν περιμένει τον αμοιβαίο θαυμασμό που αισθάνονται οι δύο άνδρες. Αυτή η σκηνή γεμάτη συναισθήματα φαίνεται να δίνει μια μεγαλειώδη κατάληξη σε ολόκληρο το επικό ποίημα.

 

Η Ιλιάδα του Ομήρου, μεταφρασμένη από τον Alexander Pope (1688-1744).Λονδίνο: Τυπώθηκε από τον W. Bowyer, για τον Bernard Lintot, 1715-20.

 

Εδώ, θα ήθελα να μελετήσω τα διδάγματα που φαίνεται να εκφράζει η συνάντηση μεταξύ Αχιλλέα και Πριάμου στο τέλος της Ιλιάδας. Η άποψή μου είναι ότι μπορούμε να επισημάνουμε τρία βασικά διδάγματα σε αυτό το απόσπασμα. Αυτά τα τρία διδάγματα προλέγονται ήδη στον ψόγο του Απόλλωνα για τους θεούς, στην αρχή του βιβλίου (Ιλ., Ω’, 39-54): [1]

 

ἀλλ’ ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ’ ἐπαρήγειν,

ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα

γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, λέων δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν,

ὅς τ’ ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ

εἴξας εἶσ’ ἐπὶ μῆλα βροτῶν ἵνα δαῖτα λάβῃσιν·

ὣς Ἀχιλεὺς ἔλεον μὲν ἀπώλεσεν, οὐδέ οἱ αἰδὼς

γίγνεται, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ’ ὀνίνησι.

μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι

ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν·

ἀλλ’ ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·

τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν.

αὐτὰρ ὅ γ’ Ἕκτορα δῖον, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,

ἵππων ἐξάπτων περὶ σῆμ’ ἑτάροιο φίλοιο

ἕλκει· οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ’ ἄμεινον.

μὴ ἀγαθῷ περ ἐόντι νεμεσσηθέωμέν οἱ ἡμεῖς·

κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.

 

Το ‘χετε κάλλιο να συντρέχετε τον άσπλαχνο Αχιλλέα,

που είναι η καρδιά του πάντα αμέρωτη στα στήθη, κι είναι ο νους του

γεμάτος αδικιά, κι η γνώμη του σκληρή, καθώς του λιόντα,

που η γαύρη του τον σπρώχνει δύναμη κι η πέρφανη καρδιά του

στου κόσμου τα κοπάδια πέφτοντας να φάει και να χορτάσει·

παρόμοια κι ο Αχιλλέας συμπόνεση καμιά δεν έχει, μήτε

ντροπή, που αλί στον που την έχασε, χαρά στον που την έχει!

Θαρρώ να χάσει κι άλλος έτυχε και πιο ακριβό δικό του,

για απ’ την κοιλιά την ίδια αδέρφι του για και παιδί του ακόμα·

μ’ αφού τον έκλαψε και δάρθηκε, σωπαίνει και μερώνει,

τι οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν.

Όμως αυτός το θείο τον Έχτορα, σαν πήρε τη ζωή του,

δεμένο πίσω από το αμάξι του στου ακράνη του το μνήμα

τον βωλοσούρνει· τέτοιο φέρσιμο δε θα ‘βγει σε καλό του.

Μην πέσει στη δικιά μας όργητα, με όσην αντρειά κι αν έχει·

τι ό,τι ντροπιάζει αυτός μανιάζοντας ανέψυχο είναι χώμα.»

αφού γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν.

 

Ο Απόλλων ψέγεται τον Αχιλλέα ότι καταστρέφει τον οίκτο (ἔλεον ἀπώλεσεν, στ. 44) και ότι δεν αισθάνεται σεβασμό. Το πρώτο μου, λοιπόν, σημείο ανάλυσης θα αφορά στη λύπη και το σεβασμό που ο Όμηρος μας διδάσκει να εκτιμούμε πολύ περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Ο Απόλλων μιλάει, επίσης, για τη «βασταγερή καρδιά» (στ. 49), που οι μοίρες δίνουν στους θνητούς. Το δίδαγμα ότι η ανθρώπινη ζωή έχει να κάνει πολύ με την αντιμετώπιση του πόνου και ότι ο άνθρωπος οφείλει να έχει απαντοχή θα αποτελούν το δεύτερο σημείο ανάλυσής μου. Ο Απόλλων τονίζει, επίσης, ότι ο Αχιλλέας στο πένθος του υπερβάλλει, καθόσον ο κάθε άνθρωπος χάνει κάποιον αγαπημένο του και αυτός μπο­ρεί να πιο κοντινός απ’ όσο του ήταν ο Πάτροκλος. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να επισημάνω, αφορά στο πένθος και το γεγονός ότι είναι ανθρώπινο να παίρνει κανείς ένα διάλειμμα από το πένθος.

 

Σχέδιο της Τροίας, στην «Η Ιλιάδα του Ομήρου», του Alexander Pope. Λονδίνο, 1715-20.

 

Α. Ο Όμηρος εκτιμά τον οίκτο και τον σέβεται πολύ περισσότερο από τον θυμό και την εκδικηση

 

Στην ομιλία του, ο Απόλλων δείχνεται να εκτιμά τον οίκτο και το σεβασμό, δύο αισθήματα που είναι βασικά για την κατανόηση της ραψω­δίας Ω’. Η περιγραφή του Αχιλλέα ως άγριου άνδρα που δεν μπορεί να δείξει ούτε κρίμα (ἐλεήσει) ούτε σεβασμό (αἰδέσεται) δίνεται επίσης από την Εκάβη όταν αυτή βλέπει το Πρίαμο να φεύγει για να συναντήσει τον Αχιλλέα (Ιλ., Ω’, 205-208):

 

σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

εἰ γάρ σ’ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν

ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε οὔ σ’ ἐλεήσει,

οὐδέ τί σ’ αἰδέσεται.

 

Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

τι αν πέσεις τώρα εσύ στα χέρια του και σε αντικρίσει ομπρός του

ο άπιστος τούτος και σκληρόψυχος, μηδέ

σπλαχνιά θα νιώσει μηδέ ντροπή για σε.

 

Κάτι παρόμοιο βλέπουμε στην ικεσία του Πριάμου προς τον Αχιλλέα (ό.π., 503-504):

 

ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον

μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ,

 

Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,

τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια

 

Ο σεβασμός, εδώ, είναι ένα συναίσθημα που απευθύνεται στους θε­ούς, ενώ το έλεος επιδεικνύεται στους ανθρώπους. Για να συγκινήσει την καρδιά του Αχιλλέα, ο Πρίαμος δέχθηκε μερικές συμβουλές από τον Ερμή που τον συνόδευσε στο κατάλυμα του Αχιλλέα (465-467):

 

τύνη δ’ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,

καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο

λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.

Μα εσύ, σα μπεις, από τα γόνατα τον Αχιλλέα να πιάσεις,

και στον πατέρα και στη μάνα του την ομορφομαλλούσα

να τον ξορκίσεις, και στο τέκνο του, να μαλακώσει η οργή του.

 

Βλέπουμε δύο ενδιαφέρουσες αποκλίσεις μεταξύ αυτών που συνέστησε ο Ερμής και όσων πράγματι κάνει ο Πρίαμος όταν συναντά τον Αχιλλέα. Πρώτον, ο Πρίαμος δεν αγγίζει τα γόνατα του Αχιλλέα αλλά, αντί γι’ αυτό, φιλάει τα χέρια του. Η χειρονομία του να φιλάει κανείς τα χέρια δεν είναι μια συνήθης χειρονομία για τους ικέτιδες στον Όμηρο. Η συνηθισμένη χειρονομία θα ήταν να φιλήσει τα γόνατα ή να κρατήσει το πηγούνι με το χέρι του. [2] Αλλά ο ίδιος ο Πρίαμος υπογραμμίζει τη σημασία αυτού που κάνει: φιλάει «χεῖρας ἀνδροφόνους», [3] «χέρια φο­νιά», τα χέρια του ανθρώπου που σφαγιάζει τους γιους του και ιδιαίτερα τον Έκτορα. Η δεύτερη ενδιαφέρουσα παραλλαγή είναι ότι ο Πρίαμος επιλέγει να μην πει ούτε λέξη για τη μητέρα και τον γιο του Αχιλλέα. Εστιάζει μόνο στον πατέρα του, τον Πηλέα, όπως μπορούμε να δούμε σε αυτές τις πρώτες λέξεις που του απευθύνει (ό.π., 486-492):

 

μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,

τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·

καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες

τείρουσ’, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.

ἀλλ’ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων

χαίρει τ’ ἐν θυμῷ, ἐπί τ’ ἔλπεται ἤματα πάντα

ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·

 

Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου·

ενός καιρού ‘μαστε, στην τέλειωση των γερατιών των έρμων.

Μπορεί κι αυτός απ’ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα,

κι ούτε ένα απ’ το κακό κι απ’ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει.

Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει

βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα,

τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ’ την Τροία να γέρνει

 

Ο Πρίαμος επιμένει στους πόνους που συνδέονται με το γήρας και στο γεγονός ότι ο Πηλέας μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση και να έχει πρόβλημα να συντηρήσει τις δυνάμεις του. Σε μερικές εκδοχές του μύθου, ο Άκαστος ή οι γιοι του Ακάστου αντλούν τη δύναμή τους από αυτόν. Αλλά ο Πρίαμος παρουσιάζει τον Πηλέα ευτυχή επειδή ο Αχιλ­λέας είναι ζωντανός. Υπάρχει, βέβαια, εδώ, μια υποκείμενη ειρωνεία επειδή ο Αχιλλέας δεν πρόκειται να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του αλλά είναι καταδικασμένος να πεθάνει στην Τροία. Αργότερα, ο Πρίαμος επιμένει στην απώλεια τόσων παιδιών του σε αντίθεση με την επιβίωση του μοναδικού παιδιού του Πηλέα. Περιγράφει τον Έκτορα ως τον μοναδικό γιο που θα μπορούσε να υπερασπιστεί την πόλη του και τώρα αυτός ο γιός είναι νεκρός.

 

Ο Αχιλλέας σύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Domenico Cunego (1727–1803), Ιταλός τυπογράφος και ζωγράφος.

 

Αυτό που θα ήθελα να τονίσω, εδώ, είναι η επιτυχία της ικεσίας του Πριάμου: κατορθώνει να κάνει τον Αχιλλέα να αισθανθεί έλεος. Για να δείξει ότι δέχεται την ικεσία του Πριάμου, ο Αχιλλέας θα έπρεπε να πάρει το χέρι του, να τον σηκώσει από τη θέση του ως ικέτη και να τον καθίσει δίπλα του. Αλλά δεν είναι αυτό που κάνει αμέσως. Αντ’ αυτού, τον σπρώχνει απαλά μακριά και δημιουργεί ένα χώρο για την κοινή τους θλίψη. Το έλεος έρχεται όταν κλαίνε μαζί και οι δυο (ό.π., 507-516):

 

Ὣς φάτο, τῷ δ’ ἄρα πατρὸς ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο·

ἁψάμενος δ’ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.

τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο

κλαῖ’ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς,

αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ’, ἄλλοτε δ’ αὖτε

Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ’ ὀρώρει.

αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,

καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ ἵμερος ἠδ’ ἀπὸ γυίων,

αὐτίκ’ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη

οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον

 

Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για το δικό του κύρη,

κι έσπρωξε ανάλαφρα το γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.

Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου

του Εχτόρου, κι έκλαιγεν, ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·

θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε

τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιόμιζαν το καλύβι.

Μα σύντας ο Αχιλλέας εχόρτασεν ο αρχοντικός το κλάμα,

κι ο πόθος απ’ τα σπλάχνα του έφυγε κι από τα γόνατά του,

πετάχτη απ’ το θρονί κι ανάσκωσε το γέροντα απ’ το χέρι,

ψυχοπονώντας τον για το άσπρο του κεφάλι, τ’ άσπρα γένια

 

Ο Αχιλλέας δεν κλαίει πρωτογενώς για τη σκληρή μοίρα του βασιλιά της Τροίας. Ένας τριπλός πόνος υπονοείται: ο Πρίαμος θρηνεί για τον Έκτορα. Ο Αχιλλέας κλαίει για τον πατέρα του Πηλέα ο οποίος δεν είναι νεκρός αλλά είναι γέρος και δεν έχει κοντά τον γιο του για να τον φροντίζει· οι γνώσεις του για το μέλλον τον κάνουν να προβλέπει ότι δεν θα τον ξαναδεί και ότι δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του. Ο Αχιλλέας πενθεί, επίσης, για τον Πατρόκλο. Η επιτυχία του Πριάμου είναι ότι αναγκάζει τον Αχιλλέα να διευρύνει τον πόνο του. Στην αρχή ο Αχιλλέας έκλαιγε μόνο για τον Πατρόκλο· τώρα κλαίει τόσο για τον Πατρόκλο όσο και για τον πατέρα του Πηλέα.

Αναφέροντας τον Πηλέα, ο Πρίαμος βρήκε ένα κλειδί για την καρδιά του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας δεν πενθεί πλέον μόνο το φίλο του που έχασε στη μάχη· καταλαβαίνει ότι και ο πατέρας του θα θρηνήσει αυτόν τον ίδιο που θα χαθεί επίσης στη μάχη. Ο Πηλέας θα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον Πρίαμο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Πρίαμος προσκαλεί τον Αχιλλέα να αισθανθεί τον πόνο του ως πατέρας. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Αχιλλέας κλαίνε αλλά για διαφορετικές θλίψεις. Η θλίψη είναι, πρώτιστα, μια ατομική εμπειρία αλλά τα δάκρυα δημιουργούν μια σχέση μεταξύ των ατόμων.

 

Ικεσία του Πριάμου. Schiavonetti, Luigi, 1805, χαλκογραφία. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1853.

 

Μια ωραία έκφραση για τα συναισθήματα του Αχιλλέα απέναντι στο Πρίαμο θα μπορούσε να είναι η «φιλοφροσύνη». Όταν έφυγε για την Τροία, ο Πηλέας του είχε πει (Ιλ., Ι, 254-258):

 

τέκνον ἐμὸν κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη

δώσουσ’ αἴ κ’ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν

ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·

ληγέμεναι δ’ ἔριδος κακομηχάνου, ὄφρά σε μᾶλλον

τίωσ’ Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.

 

Στην Αθηνά τη νίκη χρωστά τη, παιδί μου, και στην Ήρα·

αν θεν αυτές, νικάς· την πέρφανη καρδιά σου εσύ ανακράτα

στο στήθος· το γλυκό το φέρσιμο ποτέ μαθές δε βλάφτει.

Και δίνε τέλος στις κακότροπες μαλιές, οι Αργίτες όλοι,

νιοι και γερόντοι, ακόμα πιότερο να σε τιμούν στ’ ασκέρι.

 

Αυτές οι γραμμές θυμίζουν τον Οδυσσέα στη σκηνή της πρεσβείας [= των Αχαιών στη σκηνή του Οδυσσέα, βλ. Ιλ., Ι’, 181 κ.επ.]. Η φιλοφρο­σύνη μεταφράζεται, εδώ, ως «σεβασμός / ενδιαφέρον» αλλά θα προτι­μούσα να μεταφρασθεί ως «καλοβουλία», «ευγένεια». Ο Αχιλλέας εδώ, επιτέλους, παραιτείται από τη διαμάχη για μια μορφή καλοβουλίας. Η Ιλιάδα είναι ένα έπος που αφορά στην οργή του Αχιλλέα. Στην αρχή του έπους, ο Αχιλλέας είναι θυμωμένος γιατί ο Αγαμέμνονας του πήρε την αιχμάλωτη Βρησυίδα η οποία αποτελεί τιμητικό έπαθλό του αλλά είναι και μια γυναίκα που αυτός αγαπά. Ο Αχιλλέας είναι ένας παράξενος ήρωας σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπά μας. Είναι θυμωμένος με τον ηγέτη της δικής του παράταξης επειδή αυτός ο ηγέτης προσπάθησε να τον ξεγελάσει. Δεν θυσιάζεται για το κοινό καλό· ο Αχιλλέας είναι ένας ήρωας που αποφασίζει να αποσυρθεί. Επιλέγει να μην πάει στον πόλεμο. Θέλει τους συμμάχους του νεκρούς για να πάρει εκδίκηση. Αλλά ο θάνατος του Πατρόκλου σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής: ο θυμός του Αχιλλέα στρέφεται εναντίον του Έκτορα. Ο Αχιλλέας πηγαίνει τότε στη μάχη σαν «άγριος» και σκοτώνει χωρίς έλεος. Ενσαρκώνει την αποκαλυπτική διάσταση του πολέμου, την απεριόριστη βία. Βάφει τον ποταμό κόκκινο με αίμα. Έτσι, στο τέλος του έπους, είναι ανακουφιστικό ο αναγνώστης /ακροατής να βλέπει τον Αχιλλέα ικανό για καλοσύνη.

 

Ο Πρίαμος προσφέρει λύτρα στον Αχιλλέα. Benzoni, Giovanni Maria, 19ος αι. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

 

Στο τέλος της σκηνής, ο Αχιλλέας πηγαίνει ακόμη παραπέρα επειδή αισθάνεται θαυμασμό για τον Πρίαμο. Μετά το γεύμα, αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας παίρνουν το χρόνο ώστε να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και ο καθένας τους θαυμάζει τον άλλο (Ιλ., Ω΄, 628-632):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

630 ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·

αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς

εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.

 

και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,

να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας

πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος.

Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,

το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.

 

Αισθάνομαι συγκίνηση από αυτόν τον αμοιβαίο θαυμασμό. Μετά από ένα καλό δείπνο όπου σεβάσθηκαν την τελετουργία της φιλοξενίας, οι δύο άνδρες αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουν ο ένας τον άλλον. Ο Πρί­αμος και ο Αχιλλέας θα έπρεπε να μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά νομίζουν ότι είναι όμορφοι, ευγενείς… Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Αχιλλέα απηχούν το πορτρέτο του Πριάμου για τον Έκτορα, που έμοιαζε σαν θεός. [4] Ακόμη και αν ο Αχιλλέας είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Έκτορα, ακόμη και αν ο γιος του Πριάμου σκότωσε τον καλύτερο φίλο του Αχιλλέα, είναι σε θέση να βρίσκουν ο ένας τον άλλον εκπληκτικό.

Ως συμπέρασμα γι’ αυτό το πρώτο σημείο, πιστεύω ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Όμηρος εκτιμά το έλεος, το σεβασμό, την καλοβου­λία, τον αμοιβαίο θαυμασμό περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Με το να σκέφτεται το δικό του πατέρα, ο Αχιλλέας μπορεί να νιώσει τον πόνο του Πριάμου και να τον λυπηθεί. Ακόμη και δύο εχθροί όπως ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας μπορούν να αισθάνονται συμπάθεια και θαυμασμό ο ένας για τον άλλον. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι η δύναμη των συναισθημάτων. Δεν είναι η λογική που οδηγεί τον Αχιλλέα να αλλάξει τα συναισθήματά του, είναι κάποια άλλα συναισθήματα.

 

Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα. Στο βάθος ο Αχιλλέας κακοποιεί τη σορό του Έκτορα. Garnier, Étienne Barthélemy, (1759–1849). Νέα Υόρκη, Μητροπολητικό Μουσείο.

 

Β. Δεύτερο δίδαγμα: Η ανθρωπινή ζωή είναι για την αντιμετώπιση του πόνου και ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει απαντοχή

 

Στην ομιλία του Απόλλωνα που αναφέρθηκε νωρίτερα, ειπώθηκε, στον στ. 49, ότι «οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν». Αυτό το μάθημα φαίνεται ολοκάθαρα στην ομιλία του Αχιλλέα προς τον Πρίαμο (ό.π., 517-551):

 

ἆ δείλ’, ἦ δὴ πολλὰ κάκ’ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.

πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος

ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς

υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

ἀλλ’ ἄγε δὴ κατ’ ἄρ’ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ’ ἔμπης

ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·

οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο·

ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι

ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ’ ἀκηδέες εἰσί.

δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει

δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·

ᾧ μέν κ’ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος,

ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ’ ἐσθλῷ·

ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,

καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,

φοιτᾷ δ’ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.

ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα

ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους ἐκέκαστο

ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,

καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.

ἀλλ’ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι

παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων,

ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε

γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης

ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.

καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·

ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει

καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,

τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.

αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ’ ἤγαγον Οὐρανίωνες

αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ’ ἀνδροκτασίαι τε.

ἄνσχεο, μὴ δ’ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν·

οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος,

οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.

 

Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!

Μονάχος να ‘ρθεις πώς το βάσταξες στ’ Αργίτικα καράβια,

τον άντρα ν’ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου

σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

Μόν’ έλα, στο θρονί για κάθισε, και τους καημούς μας όλους

να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας·

όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ’ το φριχτό το κλάμα.

Τέτοια οι θεοί μαθές στους άμοιρους θνητούς εκλώσαν μοίρα,

να ζουν με πίκρες και με βάσανα, κι αυτοί περνούν ανέγνοιοι.

Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια,

να ‘χει να δίνει, το ‘να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο.

Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ’ τα δυο σε κάποιον,

πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.

Μ’ απ’ τα κακά μονάχα αν του ‘δωσε, τον πνίγει η καταφρόνια,

τον κυνηγάει λιμάγρα αβάσταχτη στην άγια γης απάνω,

και τριγυρνάει κι απ’ τους αθάνατους κι απ’ τους θνητούς διωγμένος.

Έτσι οι θεοί απ’ τα γεννητάτα του και στον Πηλέα χαρίσαν

δώρα μεγάλα, και ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους

σε πλούτη κι αγαθά, κι αφέντευε στους Μυρμιδόνες μέσα,

και μια θεά για να ‘χει του ‘δωκαν, θνητός κι ας ήταν, ταίρι.

Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον

γιους στο παλάτι του δε γέννησε, του θρόνου κληρονόμους·

έναν υγιό μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε

καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ’ την πατρίδα αλάργα

κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!

Και συ πιο πριν, ακούμε, γέροντα, χαιράμενος περνούσες·

τι απ’ όσους ζουν στη Λέσβο ανάμεσα, στου Μάκαρα τη χώρα,

και στη Φρυγία και στον απέραντον Ελλήσποντο από πάνω,

δε σε νικούσε ούτ’ ένας, γέροντα, σε υγιούς και πλούτη, λένε.

Μ’ απ’ τη στιγμή οι θεοί που σ’ έριξαν σ’ έτοιο κακό, μιαν ώρα

γύρω απ’ το κάστρο δε σου απόλειψαν οι σκοτωμοί κι οι μάχες.

Υπομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου·

δε βγαίνει από τη λύπη τίποτα· το γιο σου δε γυρίζεις

πίσω ξανά· πιο πριν απάντεχε κι άλλο κακό να σ’ έβρει!

 

Το κείμενο είναι ένα υπόδειγμα των παραμυθητικών λόγων. Εκφράζει, ταυτόχρονα, συμπάθεια και δείχνει την ανάγκη να σταματήσει η υπερβολική θλίψη. Χρησιμοποιεί επιχειρήματα όπως: το κλάμα δεν έχει καμία πρακτική χρήση, ο πόνος είναι κοινός για όλους…Το κεντρικό ζήτημα είναι η αντοχή του ανθρώπου [5] που συνιστά μια αναγκαιότητα (ο άνθρωπος πρέπει να αντέξει επειδή οι θλίψεις είναι μέρος της ζωής του) και μια ικανότητα: ο άνθρωπος είναι ικανός να αντέχει, έχει μια υπομονετική καρδιά…Η σημασία του θέματος της αντοχής μπορεί να φανεί στην επανάληψη του ρήματος ἄνσχεο και της εκφραστικής ομάδας «σὸν κατὰ θυμόν» στ. 518 και 549. Στο στ. 518, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει ότι ο Πρίαμος έχει υπομείνει πολλές θλίψεις στην καρδιά του. Τον χαρακτηρίζει, επίσης, ως άνθρωπο με καρδιά από σίδηρο. Αυτός ήταν ήδη ο τρόπος που η Εκάβη αποκάλεσε τον σύζυγό της όταν έμαθε για το σχέδιό του να πάει και να επισκεφτεί τον Αχιλλέα. Αλλά, εδώ, αυτή η σιδερένια καρδιά θα μπορούσε να είναι ένα προτέρημα, αν ληφθούν υπόψη οι κακοτυχίες που ο άνθρωπος πρέπει να υπομείνει κατά τη διάρ­κεια της ζωής του. Στο στ. 549, η έκφραση ἄνσχεο είναι επιτακτική: «πομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου». Η παλιστροφή χρησιμεύει, εδώ, για να δείξει τη σημασία της απαντοχής του ανθρώπου.

Στη μέση, το γνωμολογικό τμήμα με τα πιθάρια του Δία δίνει μια σκοτεινή εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης στη γη. Ο Αχιλλέας θυμάται την άβυσσο μεταξύ ανδρών και θεών. Μόνο οι θεοί δεν έχουν θλίψεις. Σε αυτό το όραμα, οι θεοί δεν φαίνονται να επηρεάζονται από τους ανθρώπους. Αλλού, στον Όμηρο, οι προσευχές και οι θυσίες φαίνεται να αγγίζουν τις καρδιές των αθανάτων. Εδώ, τα πεπρωμένα φαίνονται να μοιράζονται με τη γέννηση. Ο Δίας έχει τη δύναμη να δώσει στον άνθρωπο είτε ευλογίες είτε δυστυχίες. Οι άνθρωποι λαμβάνουν είτε ένα μίγμα κακών και ευλογιών είτε απλά συμφορές. Η συνέπεια είναι ότι τα κακά είναι μια αναπόφευκτη εμπειρία στη ζωή του ανθρώπου. Αλλά μερικοί άνδρες είναι αρκετά ατυχείς για να βιώσουν μόνο κακά. Πρέπει να φανούμε προσεκτικοί, όμως, πριν θεωρήσουμε αυτή την αλληγορία ως το ηθικό και φιλοσοφικό συμπέρασμα του ποιήματος. Τη στιγμή που Αχιλλεύς αναπτύσσει αυτή την αλληγορία η οποία φαίνεται να υπονοεί ότι οι θεοί δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, ο Δίας έχει μόλις δη­λώσει ότι οι αρετές του Έκτορα θα πρέπει να τον αξιώσουν την τιμή της ταφής. Ο ίδιος ο Ερμής συνόδευσε το Πρίαμο στη σκηνή του Αχιλλέα. Έτσι, ο Όμηρος δεν συμμερίζεται απαραίτητα την άποψη που εδώ προτείνεται από τον Αχιλλέα ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν τη μοίρα τους μια για πάντα και πως ό,τι κάνουν δεν συνδέεται με αυτά που λαμβάνουν από τους θεούς.

Η αντίληψη της ευτυχίας μπορεί να συναχθεί από την περιγραφή της ευτυχίας του Πηλέα και του Πριάμου πριν από την αλλαγή της τύχης τους. Να είσαι ευτυχισμένος, εδώ, σημαίνει να είσαι πλούσιος και ισχυ­ρός και να έχεις πολυάριθμα παιδιά, ειδικά γιους που θα χαρίσουν ένα μέλλον στο βασίλειό σου. Για να είσαι δυστυχισμένος πρέπει να μην έχεις την κατάλληλη αναγνώριση από την κοινωνία, να πεθαίνεις από την πείνα, να περιπλανιέσαι, να μην έχεις ένα γιο. Τα πνευματικά δώρα, οι ηθικές αξίες, η αρμονία ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα κάτω από την ίδια στέγη δεν αναφέρονται εδώ όπως γίνεται στην Οδύσσεια.

Όπως εξηγεί ο Αχιλλέας, τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Πηλέας είχαν ένα μίγμα ευλογιών και θλίψεων στη ζωή τους: ο Πηλέας έκανε έναν ευτυχισμένο γάμο αλλά ο γιος του θα πεθάνει νέος και δεν θα μπορέσει να τον διαδεχθεί. Ο Πρίαμος ήταν κάποτε ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με πολλά παιδιά αλλά τώρα είναι απελπισμένος. Η αλληγορία επιμένει στην αναγνώριση της ευθραυστότητας του ανθρώπου ο οποίος είναι ευάλωτος και εκτεθειμένος στις ανατροπές της τύχης. Οι άνθρωποι πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλο αφού είναι όλοι τόσο αδύναμοι και μπορούν εύκολα να περιπέσουν σε δυστυχία.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει για το σώμα του Έκτορα τον Αχιλλέα. Έργο του Ρώσου ζωγράφου Alexander Andreyevich Ivanov (1806 -1858).

 

Γ. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να τονίσω είναι πιο συγκεκριμένο: είναι ανθρώπινο να κάνεις ένα διάλειμμα από το πένθος

 

Όπως τόνισε ο Απόλλωνας στις γραμμές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πένθος πρέπει να διαρκεί μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν είναι καλό να είναι κανείς απαρηγόρητος. Ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέφει στη ζωή μετά το πένθος. Αυτό είναι κάτι που ο Αχιλλέας διδάσκει στον Πρίαμο στη σκηνή του.

Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος έχουν πολλά κοινά στον τρόπο που βιώνουν τη θλίψη. Η ραψωδία Ω΄ ξεκινάει με τη θλίψη του Αχιλλέα στην ακρογιαλιά, που δεν μπορεί να βρει ύπνο (ό.π., 1-13):

 

Λῦτο δ’ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι

ἐσκίδναντ’ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο

ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς

κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος

ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ’ ἐστρέφετ’ ἔνθα καὶ ἔνθα

Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,

ἠδ’ ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα

ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·

τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν,

ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε

ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ’ ὀρθὸς ἀναστὰς

δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς

φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ’ ἠϊόνας τε.

 

Λύθηκε η σύναξη· στα γρήγορα καράβια του τ’ ασκέρι

πίσω γυρνάει σκορπώντας, κι όλοι τους το δείπνο να χαρούνε

και το γλυκό τον ύπνο εγνοιάζουνταν. Μόνο ο Αχιλλέας θρηνούσε

το σύντροφο του αναθυμάμενος, κι ουδέ καθόλου ο γύπνος

ο παντοδαμαστής τον έπιανε, μόν’ γύρναε δώθε κείθε,

αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη,

τα όσα κι οι δυο μαζί αντραγάθησαν, τα όσα μαζί ετραβήξαν

μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.

Τούτα στο νου του εκλωθογύριζε κι αστέρευτα θρηνούσε,

πα στο πλευρό τη μια κειτάμενος, τ’ ανάσκελα την άλλη,

την άλλη απίστομα· και κάποτε πετιόταν ξάφνου ολόρθος

και στο γιαλό τρογύρναε ξέφρενος. Κι η κάθε αυγή, το κύμα

και το ακρογιάλι γύρα ως φώτιζε, τον έβρισκε στο πόδι.

 

Υπάρχει κάτι πολύ συγκινητικό σε αυτήν την περιγραφή. Ο Όμηρος περιγράφει πολύ καλά την κατάσταση ενός που πενθεί για έναν αγαπημένο, ανίκανος να βρει ύπνο. Ο υπόλοιπος στρατός τρώει δείπνο και στη συνέχεια κοιμάται. Στη θλίψη του, ο Αχιλλέας δεν συμμετέχει στο δείπνο [6] και είναι ανήσυχος. Ο ύπνος φέρει το επίθετο πανδαμάτωρ, «αυ­τός που υποτάσσει όλους». Είναι παράδοξο, εδώ, επειδή ο ύπνος τους υποτάσσει όλους εκτός από τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι ξαπλωμένος, δηλαδή στην θέση ακριβώς των νεκρών.

Η εμπειρία του πένθους που περιγράφεται με τον Αχιλλέα είναι ακριβώς η εμπειρία που βλέπουμε αργότερα να επαναλαμβάνεται στον Πρία­μο. Στο τέλος της συνάντησής του με τον Αχιλλέα, ο Πρίαμος εξηγεί ότι δεν έχει κοιμηθεί από τον θάνατο του Έκτορα, ένδεκα μέρες νωρίτερα. Αναγνωρίζει επίσης ότι ούτε έτρωγε ούτε έπινε τίποτα (ό.π., 633-642):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,

τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη

ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·

οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν

ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,

ἀλλ’ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω

αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.

νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον

λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.

 

Μα πια σα χόρτασαν θαμάζοντας ο ένας τον άλλο, πρώτος

ο Πρίαμος πήρε ο θεοπρόσωπος κι αρχίνησε να λέει:

Βάλε με τώρα, αρχοντογέννητε, να γείρω σε κλινάρι,

καιρό μη χάνεις, τον ολόγλυκο τον ύπνο να χαρούμε·

τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω

από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου ερίξαν,

μόν’ όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια αναχαράζω,

μες στη φραγμένη αυλή μου ως κείτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος.

Μα τώρα και κρασί κατέβασα φλογάτο απ’ το λαιμό μου

και ψωμί γεύτηκα· πρωτύτερα θροφή δεν είχα αγγίξει.

 

Το κείμενο δείχνει επίσης ένα άλλο κοινό σημείο με τον Αχιλλέα: ο Πρίαμος είπε είναι «στη λάσπη κυλισμένος», στην αυλή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αχιλλέας καλύπτει το κεφάλι του με σκόνη και καλύπτει το χιτώνα του με τέφρα όταν μαθαίνει για το θάνατο του Πατρόκλου στη ραψωδία Σ΄ [7]. Και αυτός είναι, επίσης, στη λάσπη κυλισμένος. Και οι δύο άνδρες φαίνεται να έχουν χάσει κάπως την αξιοπρέπειά τους. Θέλουν να υποβαθμιστούν και επιθυμούν να μοιάζουν με τους νεκρούς πολεμιστές που έχασαν. Ένα τελευταίο κοινό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας και το Πρίαμος δεν φαίνεται να θέτουν κάποιο όριο στη θλίψη τους. Είδαμε ότι αυτό ήταν ένας ψόγος που εξέφρασε ο Απόλλων ενάντια στον Αχιλλέα. Όμως, ο ήρωας φαίνεται να έχει διδαχθεί από τη μητέρα του Θέτιδα που του είπε (ό.π., 128-132):

 

τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων

σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου

οὔτ’ εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι

μίσγεσθ’· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη

ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.

 

Ως πότε, γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι; ως πότε

τα σωθικά σου θα σπαράζουνται; κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι

κι ουδέ φιλιού; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα·

γιατί καιρός πολύς δε σου ‘μεινε πια να μου ζήσεις· κιόλα

δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο Χάρος παραστέκουν.

 

Η Θέτις βρήκε έναν τρόπο να επαναφέρει τον Αχιλλέα στην κανονική ζωή. Όταν ο Πρίαμος παρουσιάζεται, στη ραψωδία Ω’, ο Αχιλλέας μόλις έχει τελειώσει το δείπνο. Ως προς αυτό, έχει υπακούσει τη μητέρα του Θέτιδα που τον ώθησε να σπάσει την αποχή του από το φαγητό. Όταν έρχεται επίσης η νύχτα, κοιμάται με την Βρησυίδα. Το γεγονός τον δείχνει να υπακούει επίσης στη διαταγή της Θέτιδας να απολαύσει ξανά τη συντροφιά των γυναικών.

Στη συνάντησή του με τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας παίζει τον ίδιο ρόλο που έπαιξε ήδη γι’ αυτόν η Θέτις. Βρίσκει έναν τρόπο να βοηθήσει τον Πρίαμο να διακόψει το πένθος του. Στην αρχή του λόγου για τα δυο πιθάρια, ο Αχιλλέας ζητάει από τον Πρίαμο να καθίσει όμως αυτός αρ­νείται. Θα ήθελε μόνο να πάρει το σώμα του Έκτορα και να επιστρέψει στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω τα λύτρα. Έχοντας ακούσει το λόγο του Αχιλλέα, υποθέτει ότι αυτός θα του επιστρέψει το σώμα του Έκτορα και αυτό σημαίνει ήδη πολλά γι’ αυτόν. Εκφράζει την ευγνωμοσύνη του με τα παρακάτω λόγια (ό.π., 556-558):

 

σὺ δὲ τῶνδ’ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις

σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας

αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.

 

δέξου την πλούσια ξαγορά που φέρνουμε· γεια και χαρά σου, πάρ’ τη!

Κι έτσι να γύρεις στην πατρίδα σου γερός, αφού με αφήκες

και μένα ζωντανό, να χαίρουμαι του ήλιου το φως ακόμα.

 

Ο Πρίαμος λέει ότι θα συνεχίζει να ζει αλλά ο Αχιλλέας ζητεί περισσότερα από αυτόν. Θέλει να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Αυτό που προκαλεί έκπληξη στη σύγχρονη ευαισθησία μας είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί εδώ απειλή και βία. Υπονοεί ότι εάν ο Πρίαμος δεν κάνει αυτό που του ζητάει, ίσως αυτός να παραβιάσει τη διαταγή του Δία. Δεν είναι αλήθεια ότι ο Αχιλλέας δεν είναι πλέον βίαιος αλλά γίνεται καλός και πολιτισμένος άνθρωπος στο τέλος του έπους. Ο Όμηρος ξέρει την ανθρώπινη φύση αρκετά καλά ώστε να μας διδάσκει ότι η βία είναι ακόμα εκεί και ο Αχιλλέας την χρησιμοποιεί ακόμη για να πάρει αυτό που θέλει. Αλλά η βία είναι εδώ μόνο μια προειδοποίηση. Ο Αχιλλέας δεν χρειάζεται να δράσει βίαια γιατί ο Πρίαμος φοβάται και υπακούει. Το θετικό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί τη βία για να βοη­θήσει τον εχθρό του. Ο σκοπός του Αχιλλέα είναι να κάνει τον Πρίαμο να δεχτεί τη φιλοξενία του. Ο θρήνος είναι ένας τρόπος να ανήκει κανείς στον κόσμο των νεκρών. Ο Πρίαμος δεν τρέφεται πλέον· δεν κοιμάται· βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Ο πόνος παίρνει τη θέση όλων των βασι­κών αναγκών: φαγητό, νερό, ύπνος. Με την αποδοχή της φιλοξενίας, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στην κανονική ζωή.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα για τη σορό του Έκτορα (1815). Έργο του Δανο-Ισλανδού γλύπτη Άλμπερτ Μπέρτελ Θόρβαλντσεν (1770 – 1844). Thorvaldsens Museum (Θόρβαλντσεν) Κοπεγχάγη, Δανία.

 

Ένα άλλο σημείο είναι ενδιαφέρον σε αυτό το απόσπασμα: ο φόβος του Αχιλλέα ότι ο Πρίαμος δεν θα είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το θυμό του εάν δει το σώμα του Έκτορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο φροντίζει ο ίδιος το σώμα του Έκτορα και δεν το δείχνει στον Πρίαμο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Αχιλλέας φοβάται για τον Πρίαμο αυτό που είναι ο ίδιος από την αρχή του έπους: ένας άνθρωπος που τρώγεται από την οργή.

Ο δεύτερος τρόπος για να δεχθεί ο Πρίαμος τη φιλοξενία είναι η ιστορία της Νιόβης (ό.π., 601-620:

 

νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.

καὶ γάρ τ’ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,

τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο

ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ’ υἱέες ἡβώοντες.

τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ’ ἀργυρέοιο βιοῖο

χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ’ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,

οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·

φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ’ αὐτὴ γείνατο πολλούς·

τὼ δ’ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ’ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.

οἳ μὲν ἄρ’ ἐννῆμαρ κέατ’ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν

κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·

τοὺς δ’ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.

ἣ δ’ ἄρα σίτου μνήσατ’, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.

νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν

ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς

νυμφάων, αἵ τ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐῤῥώσαντο,

ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.

ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ

σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα

Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.

 

καιρός για δείπνο τώρα.

Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,

που δώδεκα παιδιά της έχασε στο αρχοντικό της μέσα,

γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι·

τους γιους ο Απόλλωνας τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι

θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,

με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,

τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα·

όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκοτώσαν όλα.

Μέρες εννιά κειτόνταν στο αίμα τους, κι ούτ’ ένας δε βρισκόταν

για να τα θάψει· τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει.

Τέλος, στις δέκα απάνω, τα ‘θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου·

κι αυτή να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει θυμήθη.

Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,

στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες

να ‘χουν λημέρι, και χορεύουνε στον Αχελώο τρογύρα,

κλωσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.

Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα,

κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου,

στο κάστρο ως θα τον μπάσεις· κλάματα πολλά στ’ αλήθεια αξίζει!

 

Ο μύθος χρησιμοποιείται με περίεργο τρόπο. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι ακόμη και η Νιόβη, που είχε χάσει δώδεκα παιδιά, έπαυσε προσωρινά τη θλίψη της για να θρέψει τον εαυτό της. Αργότερα, η Νιόβη μεταμορφώθηκε σε πέτρα και έγινε το σύμβολο του αιώνιου πένθους: έκανε αιώνια τη στιγμή της απώλειας. Έγινε το όρος Σίπυλος, ένα βουνό με τρεχούμενο νερό. Έτσι έγινε το σύμβολο του αιώνιου πόνου. Η ιστορία χρησιμοποιείται από τον Αχιλλέα για να δείξει ότι είναι δυνατόν να γίνεται ένα διάλειμμα στο πένθος. Αλλά η ιστορία δείχνει επίσης ότι μερικοί άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν ποτέ τη θλίψη.

Στο τέλος του έπους, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει τον εαυτό του στον Πρίαμο. Έχει δει σε αυτόν τη δυνατότητα της οργής, αν έβλεπε ποτέ το σώμα του Έκτορα. Εδώ αναγνωρίζει τη δυνατότητα της αιώνιας θλίψης. Βοηθώντας τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας βοηθάει και τον εαυτό του. Βάζει τον πατέρα του Έκτορα να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί. Τον κάνει να ξεκουραστεί από τον πόνο και να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Η τελετουργική φιλοξενία αναγκάζει τον Πρίαμο να επανασυνδεθεί με την ανθρωπότητα. Αργότερα, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στη σύζυγό του, στη νύφη και τους γιους του και θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για πένθος. Έτσι ο Όμηρος μας διδάσκει κάτι για το πένθος. Η ρουτίνα της καθημερινής ζωής μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να παίρνουν ένα διάλειμμα από τη θλίψη.

Ως συμπέρασμα, πρέπει να πω: είμαι πλήρης θαυμασμού για το έργο του Ομήρου. Είναι εκπληκτικό να πιστεύουμε ότι ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν τόσο πολύ καιρό θα μπορούσε να είναι τόσο αληθινό όσον αφορά στην ανθρώπινη εμπειρία. Μπορεί να μας δίνει μαθήματα που είναι χρήσιμα ακόμη και σήμερα. Ο Αχιλλέας τελικά εγκαταλείπει την εκδίκηση και δέχεται να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Ο Πρίαμος δεν είναι πλέον γι’ αυτόν ένας εχθρός. Είναι απλά ένας άνθρωπος με θλίψη που χρειάζεται βοήθεια. Ο Αχιλλέας αναγκάζει το Πρίαμο να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί· αυτοί είναι μερικοί βασικοί τρόποι για να επιστρέψει κανείς στη ζωή. Ο Όμηρος μας διδάσκει, επίσης, ότι τα συναισθήματα μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να πράξουν ορθά. Δεν θεωρεί ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο γεμάτη θλίψεις. Οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλον επειδή είναι όλοι όμοιοι και μοιράζοντας την εμπειρία του πόνου. Ο Όμηρος μας προσφέρει μια φανταστική ευκαιρία να σκεφτούμε την αδελφοσύνη.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιλ., Ω΄, 23, μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή (την ίδια μετάφραση θα χρησιμοποιούμε παντού στο παρόν κείμενο).

[2] Βλ. N. J. Richardson, The Iliad : A Commentary, vol. 6, books 21-24, Cambridge, Cambridge University Press, 1993, σ. 322. Στην Οδύσσεια, το να φιλάει κανείς τα χέρια είναι σημάδι «τρυφερότητας και καλω­σορίσματος».

[3] Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον Αχιλλέα δυο φορές όταν βάζει τα χέρια του στο στήθος του Πάτροκλου (Σ΄, 317 και Ψ΄, 18). Κατά τ’ άλλα, την ίδια έκφραση συναντούμε 11 φορές στην Ιλιάδα (βλ. Richardson, ό.π., σ. 323).

[4] Βλ. Ω΄, 258: «κι ο μέγας Έχτορας, που φάνταζε θεός στους άντρες μέσα».

[5] Βλ. Ιλ., Ε΄, 382-402, τον παρηγορητικό λόγο της Διώνης στην Αφροδίτη: οι θεοί πρέπει να επιδεικνύουν υπομονή σε όσα υποφέρουν τόσο από τους γίγαντες όσο και από τους θνητούς.

[6] Στη ραψωδία Τ΄, ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φάει και να πιεί μετά το θάνατο του Πατρόκλου. Θα επιθυμούσε οι Αχαιοί να πολεμήσουν με άδειο στομάχι (στ. 209-214):

Όμως πιο πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου

να κατεβάσει· μένα ο σύντροφος σκοτώθη! Σπαραγμένος

με κοφτερό χαλκό μου κείτεται μες στο καλύβι τώρα,

κατά την ξώπορτα κοιτάζοντας, και γύρα του οι συντρόφοι

θρηνούν. Γι’ αυτά λοιπόν δε γνοιάζομαι, που λέτε εσείς, καθόλου·

αίμα ζητώ, σφαγή και γόσματα φριχτά των πολεμάρχων!

[7] Ιλ., Σ΄, 22-27:

Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος·

και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει

πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια·

κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα·

κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κείτουνταν στη σκόνη,

και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.

 

Diane Cuny

Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης

 «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Older Posts »