Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ναυπλιακή Επανάσταση’

Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Η στάση της επαρχίας Σπετσών και Ερμιονίδας και η εμπλοκή του καπετάν Σταμάτη Μήτσα


 

Η άρνηση του βασιλιά Όθωνα να δεχθεί τα πρόσωπα που πρότεινε και τους όρους που έθεσε ο Κωνσταντίνος Κανάρης για να σχηματίσει κυβέρνηση, όταν του δόθηκε η εντολή τον Ιανουάριο του 1862, απογοήτευσε τον λαό. γιατί πίστευε ότι με την κυβέρνηση του γηραιού πυρπολητή η κατάσταση θα βελτιωνόταν. Έτσι ο βασιλιάς αναγκάστηκε και έδωσε ξανά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον υπασπιστή του Αθανάσιο Μιαούλη, που ορκίστηκε πρωθυπουργός.

 

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877). Σπουδαία μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά. Φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Αθανάσιος Μιαούλης

Μετά τη ματαίωση των προσδοκιών του λαού το κλίμα που δημιουργήθηκε για το Οθωνικό καθεστώς ήταν εξαιρετικά δυσμενές και «το πολιτικό βαρόμετρο», όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, «έδειχνε θύελλα  σε όλη την Ελλάδα». Ακολούθησαν, μοιραία, έντονες αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις με βασικό κέντρο την Αθήνα που είχε τότε 300.000 κατοίκους.

Γρήγορα, όμως, επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές (νομούς σήμερα), όπως στις Κυκλάδες, Μεσσηνία, Αρκαδία, Λακωνία, Φωκίδα, Φθιώτιδα, Εύβοια, Αιτωλοακαρνανία και Αργολίδα.

Η μεγαλύτερη αντίδραση παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, μια πόλη των 10.000 κατοίκων περίπου από τις μεγαλύτερες τότε της Ελλάδας, που με την εκτόπιση και τη φυλάκιση πολλών αξιωματικών σ’ αυτή εξελίχθηκε στο σημαντικότερο αντικαθεστωτικό κέντρο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο Πληθυσμός του Ναυπλίου, 1830-1840 – Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Από τα χρόνια της Επανάστασης η Διοίκηση είχε προσπαθήσει να καταγράψει τον πληθυσμό, τις κατοικίες και κάθε είδους καταστήματα στις ελευθερωμένες από τον τουρκικό ζυγό περιοχές. Τις προσπάθειες αυτές συνέχισε ο Ιωάννης Καποδίστριας. «Ως γνωστόν, οι πρώτες προσπάθειες του Καποδίστρια, από τον Απρίλιο κιόλας του 1828, για τη συλλογή πληροφοριών γύρω από τον πληθυσμό και τη γεωργία της χώρας οφείλονται στην επιθυμία του να γνωρίσει την κατάσταση της ελληνικής επικράτειας, για να δώσει άμεσες λύσεις σε επείγοντα προβλήματα – κυρίως την αποκατάσταση των προσφύγων –, καθώς και στην υποχρέωση να απαντήσει στα 28 ερωτήματα που υποβλήθηκαν από τους πρεσβευτές των τριών Μ. Δυνάμεων». Επίσης, απογραφή των κατοίκων της Πελοποννήσου πραγματοποίησε το υπό τον στρατηγό Maison γαλλικό εκστρατευτικό σώμα τα έτη 1829-1830. Τέλος, οι Βαυαροί επιφόρτισαν το Γραφείο της Δημόσιας Οικονομίας – εκτός των άλλων καθηκόντων του – «να συ­ντάξη ακριβή χωρογραφικήν και τοπογραφικήν περιγραφήν του Κράτους» και «να καταστρώση ευχρήστους πίνακας του αριθμού των κατοίκων του […]».

 

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

 

Όσον αφορά την πόλη του Ναυπλίου, αν και έχουμε δημοσιευμένα πλη­θυσμιακά στοιχεία για τη δεκαετία 1820-1830, όχι πάντοτε πλήρη, δεν έχουν δημοσιευτεί για τη δεκαετία 1830-1840 αναλυτικά πληθυσμιακά στοιχεία, αν εξαιρέσει κανείς εκείνα που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσε­ως του Βασιλείου της Ελλάδος τον Μάιο του 1834, μολονότι αυτή τη δεκαε­τία πραγματοποιήθηκαν πολλές και λεπτομερείς απογραφές.

Οι υπάρχουσες πληροφορίες αφορούν περισσότερο την επαρχία Ναυπλίας και λιγότερο τον Δήμο Ναυπλίας, δηλαδή την εντός των τειχών πόλη, τα προάστια του Αιγιαλού και της Πρόνοιας και τους γύρω οικισμούς. Όμως αυτή η δεκαετία είναι πολύ σημαντική για την πόλη (άφιξη του βασιλιά, μεταφορά της πρωτεύουσας). Ειδικότερα, η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα στο τέλος του 1834 είχε ποικίλες συνέπειες, πληθυσμιακές και άλλες, τις οποίες ανιχνεύουμε στο περιεχόμενο του αρχείου του Δήμου Ναυπλιέων.

Στο αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου υπάρχει αχρονολόγητο κατάστιχο, το οποίο, κατά την κρίση μου, συντάχθηκε το χρονικό διάστημα μεταξύ Αυγούστου 1832 και Ιανουαρίου 1833. Οι πληροφορίες που αντλούμε από τα υπάρχοντα δεδομένα, είναι πολλές και διάφορες, αλλά στην παρούσα μελέτη θα αναφερθούμε μόνον σε όσες σχετίζονται με τον πληθυσμό…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Δημήτρη Γεωργόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Πληθυσμός του Ναυπλίου, 1830-1840

 

Read Full Post »

Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862: Μια νέα γενιά δημοκρατικών Ελλήνων – Γιώργος Ρούβαλης, Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας


 

Η εξέγερση λαού και στρατού στο Ναύπλιο το 1862 εναντίον της απολυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα ήταν έργο μιας νέας γενιάς Ελλήνων. Η γενιά που είχε πραγματοποιήσει την Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε πλέον γεράσει, παρόλο ότι κρατούσε αρκετές ανώτερες θέσεις στην κυβέρνηση και τον στρατό, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, που ήταν σύμβουλος του βασιλιά, ενώ ο γιος του Γενναίος, αντιστράτηγος και αυλάρχης, υπήρξε ηγέτης των βασιλικών δυνάμεων στους Μύλους κατά την Ναυπλιακή Επανάσταση με αρμοδιότητα την κατάπνιξή της σε όλη την Πελοπόννησο κ.λπ., περνούσε σταδιακά στο περιθώριο.

Και στην Αθήνα και στο Ναύπλιο έχουμε την ανάδυση μιας νέας γενιάς Ελλήνων, στρατιωτικών και πολιτών, ζυμωμένης με τα δημοκρατικά ιδανικά, τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Με αρκετή καθυστέρηση είχε φτάσει και στην Ελλάδα ο απόηχος της «Άνοιξης των Λαών» του 1848 σε όλη την Ευρώπη.[1] Σε πολλές χώρες, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία και άλλες, η ανερχόμενη αστική τάξη μέσω κυρίως των νέων δεν υπέφερε πλέον τα απολυταρχικά καθεστώτα, που εκπροσωπούντο στην ουσία από τον αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ και την πολιτική του Υπουργού του, Μέτερνιχ, σαν συνέπεια της Συνθήκης της Βιέννης του 1815 μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Βέβαια το κέντρο των επαναστατικών ιδεών ήταν η Γαλλία και το Παρίσι, με εκπρόσωπο τον Ναπολέοντα τον Γ’, παρά την ύστερη ανακήρυξή του ως αυτοκράτορα. Επίσης, σημαντική επιρροή στους νέους αυτούς είχε η πρόσφατη (1861) ενοποίηση της Ιταλίας χάρη στον Καβούρ, αλλά και στον Γκαριμπάλντι, η ηρωική δράση του οποίου ενέπνεε όλη τη νέα γενιά.

Δημήτριος Βικέλας

Δημήτριος Βικέλας

Για παράδειγμα, ο Δημήτρης Βικέλας (1835-1908), έμπορος και λόγιος, που έζησε στη Σύρο, την Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και το Λονδίνο, ήταν 13 χρονών το 1848 και γράφει τα εξής: [2] «Ο γενικός σάλος της Ευρώπης είχε τον αντίκτυπόν του εις τας νεαράς μας καρδίας. Πώς ήταν δυνατόν οι συνηλικιώται μου κι εγώ να συμπαθώμεν προς τους αντιπάλους της Ελευθερίας; Η Αυστρία τότε ήτο η κατεξοχήν εκπροσωπούσα την τυραννίαν. Την Αυστρίαν επολέμουν και Ιταλοί και Ούγγροι. Η δε δύναμις της Αυστρίας εκλονίζετο όταν επήλθεν αρωγός της άλλη αντίμαχος της Ελευθερίας, η Ρωσσία. Η Ρωσσική Σπάθη κατέστρεψε την Ουγγρικήν Εθνεγερσίαν. Κατά την φοβεράν εκείνην πάλιν αι συμπάθειαι και τα μίση συνεκεντρώθησαν εις δύο προπάντων ονόματα: Ο Κοσούθ ήτο ο λατρευτός υπέρμαχος της Ελευθερίας, – ο Αυτοκράτωρ Νικόλαος εξεπροσώπη την τυραννίαν. Ιδού γιατί δεν ηγάπων την Ρωσσίαν».

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Στην Αθήνα ήταν η Χρυσή Νεολαία με ηγέτη τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, αποτελούμενη κυρίως από φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχε ιδρυθεί το 1837, η οποία μαζευόταν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και αμφισβητούσε το αρτηριοσκληρωτικό καθεστώς. Μια πρώτη εξέγερση ήταν εκείνη του 1843, που υπό τον συνταγματάρχη Καλλέργη πέτυχε την παραχώρηση Συντάγματος. Όμως ο Όθων συνέχισε να κυβερνά απολυταρχικά, να ανεβάζει και κατεβάζει τις κυβερνήσεις της αρεσκείας του, χωρίς να ακολουθεί τις συνταγματικές επιταγές που είχε υπογράψει. Ο θείος του Βικέλα, Λέων Μελάς, διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης του Όθωνα, παρά τη διστακτικότητά του προς τούτο και μαρτυρεί ότι στα υπουργικά συμβούλια με την παρουσία του βασιλέως «ουδέν απεφάσιζε, ήθελε μόνο να κερδίζη καιρόν, ώστε ουδενός γενομένου να παρέλθει ο γενικός υπέρ του υπουργείου ενθουσιασμός και να το παύση ή το μεταρρυθμίση, εις τρόπο ώστε να γείνη βασιλική η πλειοψηφία του». [3]

Η απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας από τον νεαρό φοιτητή Αριστ. Δόσιο, γόνο μιας έγκριτης αθηναϊκής οικογένειας εκφράζει αυτήν την δυσαρέσκεια. Ακόμα, τα Σκιαδικά το 1859 δεν ήταν μόνο μια εξέγερση της νεολαίας για το συγκεκριμένο θέμα (τη χρήση σιφνέικων, ψάθινων καπέλων αντί των ακριβών εισαγόμενων), αλλά εξέφραζε τους πόθους της ανερχόμενης αστικής και μορφωμένης νέας γενιάς για περισσότερη δημοκρατία. Ήταν μια γενιά που είχε σπουδάσει στο εξωτερικό –για ορισμένους– και διάβαζε γαλλικές εφημερίδες. Τα Σκιαδικά υπήρξαν η πρώτη δυναμική εκδήλωση της Χρυσής Νεολαίας. Ακόμα, το γεγονός ότι κατά την μακρά βασιλεία του, ο Όθων δεν προήγε τους εθνικούς πόθους, αφού ούτε σπιθαμή νέου εδάφους δεν προστέθηκε στο μικρό βασίλειό του, συνέτεινε στην ανυπομονησία των νέων.

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Φωτογραφικό αρχείο Γενναδείου Βιβλιοθήκης.

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Φωτογραφικό αρχείο Γενναδείου Βιβλιοθήκης.

Στο Ναύπλιο βέβαια, σημαντική ήταν η συμβολή και της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου στη διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Με τα διαβάσματά της, αλλά και με τη λειτουργία του σαλονιού της, όπου δεχόταν όλους τους παρεπιδημούντες ξένους αξιωματικούς και φυσικά με την πειθώ και το λόγο της συντέλεσε όσο λίγοι στη διάδοση αυτών των ιδεών στην παλιά πρωτεύουσα.

1. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν στρατιωτικοί, που είχαν περάσει από τη Σχολή Ευελπίδων ή χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί. Ας εξετάσουμε τη διαδρομή ορισμένων και στη Ναυπλιακή Επανάσταση και τη μετέπειτα καριέρα τους. Μπορούμε ακόμα να συγκρίνουμε τη δράση τους με εκείνη των γονέων τους, που είχαν συνήθως συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ιδιαίτερη αξία έχει να υπογραμμίσουμε τους εξ’ αυτών Ναυπλιείς, που ήταν πολυάριθμοι, δείγμα της σημασίας της πόλης σαν αντιπολιτευτικό και αστικό κέντρο , άλλα και ως κέντρο διακίνησης ιδεών και ήταν στρατιωτικοί αλλά και πολίτες.

 

Αλέξανδρος Πραΐδης

Αλέξανδρος Πραΐδης

2. Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, [4] μοναχογιός του αγωνιστή της Επανάστασης Γεωργίου Πραΐδη, γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1834 στη Σύρο, λίγες μέρες μετά τη μετάθεση του πατέρα του από Νομάρχη Κυκλάδων ως Γραμματέα της Δικαιοσύνης και βαπτίστηκε στην Αίγινα, πέρασε όμως τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του υπηρέτησε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις. Ο Γεώργιος Πραΐδης καταγόταν από τη Μακεδονία, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, έζησε από το 1813 έως το 1819 στο Βουκουρέστι, όπου έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Από το 1819 σπούδασε νομικά στην Πίζα και το Παρίσι. Μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης βρέθηκε στη Μασσαλία και από εκεί ανέλαβε την προμήθεια παντός είδους υλικού για τον αγώνα. Στις 5 Ιουλίου 1821 απέπλευσε με υδραίικο καράβι μαζί με την ομάδα του Μαυροκορδάτου για την αγωνιζόμενη Ελλάδα και στις 6 Φεβρουαρίου 1822 βρέθηκε μαζί με αυτόν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Επί Καποδίστρια διορίστηκε σε υψηλές θέσεις, όπως προσωρινός Διοικητής Κορίνθου και μετά Νάξου, κατόπιν όμως αντιπολιτεύτηκε οξύτατα τον Κυβερνήτη και ακολούθησε τον Μαυροκορδάτο στην Ύδρα. Στο Ναύπλιο υπήρξε Πρόεδρος Δικαστηρίου το 1833 και Υπουργός Δικαιοσύνης μέχρι τον Οκτώβριο του 1833, οπότε παραιτήθηκε λόγω της παραπομπής σε δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατόπιν υπήρξε Υπουργός Δικαιοσύνης για δεύτερη φορά (1834-36), Γενικός Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1839 και οργάνωσε τα δικαστήρια και έπειτα υπήρξε Κυβερνητικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο επί σειρά ετών. Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 1873 πάμπτωχος, όπως όλοι οι τίμιοι αγωνιστές της Επανάστασης, αφήνοντας χωρίς προστασία τη γυναίκα του και τις δύο θυγατέρες του, αφού ο μονάκριβος γιος του Αλέξανδρος Πραΐδης είχε σκοτωθεί το 1866 στη μάχη του Βαφέ στην Κρήτη.

Ο Αλέξανδρος Πραΐδης φοίτησε στο Βασιλικό Γυμνάσιο Αθηνών και γράφτηκε το 1854 στη Σχολή Ευελπίδων. Η Σχολή είχε μεταφερθεί από το Ναύπλιο στον Πειραιά και λειτουργούσε στην Αθήνα, στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, λόγω της κατοχής του Πειραιά από τους Αγγλογάλλους κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο.

Από το φάκελό του ο αντιστράτηγος Χρήστος Φωτόπουλος που μελέτησε τη ζωή του, συμπεραίνει ότι ως εύελπις ο Αλέξανδρος Πραΐδης υπήρξε από τους καλύτερους και επιμελέστερους μαθητές της Σχολής, από την οποία εξήλθε πρώτος ως ανθυπασπιστής στο Μηχανικό το 1857. Το 1859 μετατάσσεται στο Πυροβολικό, υπηρετεί ως ανθυπολοχαγός στη Σχολή Ευελπίδων και το 1861 παίρνει φύλλο πορείας για το Ναύπλιο, όπου τοποθετείται ως ανθυπασπιστής του εκεί Οπλοστασίου.

Στη Ναυπλιακή Επανάσταση ο Πραΐδης είχε ήδη μυηθεί και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της. Έλαβε μέρος σε όλες τις φονικές μάχες έξω από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της δίμηνης διάρκειας της Επανάστασης και από αρχής μέχρι τέλους ανήκε στην ομάδα των φανατικών και αδιαλλάκτων επαναστατών. Συγκεκριμένα κατά τη γενική επίθεση των κυβερνητικών στρατευμάτων της 1ης Μαρτίου, ο Πραΐδης πολέμησε ηρωικά υπερασπιζόμενος τον Μύλο του Ταμπακόπουλου, όπου και δέχτηκε δύο τραύματα.

Ο Ανώνυμος Ναυπλιεύς, συγγραφεύς μιας εξιστόρησης της Ναυπλιακής Επανάστασης, το 1863, περιγράφει ως εξής τη δράση του στη μάχη αυτή:

 

«Οι κυβερνητικοί, άμα ξεμπέρδεψαν με την Άρια, ρίχνονται να πάρουν το Μύλο του Ταμπακόπουλου, όπου βρισκόταν ο περίφημος Αράπης. Μπλοκάρουν από παντού τον ανθυπολοχαγό Πραΐδη και τα παλικάρια του που τον κουλαντρίζουν (σ.σ., τον βοηθούν). Βροντάει ο Αράπης για μια ύστατη φορά. Λαβώνεται ο Πραΐδης. Ένας μονάχα δρόμος τους απομένει ανοιχτός, ο γιαλός. Τα παλικάρια παίρνουν τον πληγωμένο αρχηγό τους, πέφτουν στη θάλασσα και περί την 12ην ώραν εισέρχονται εις φρούριον, φέροντες επί χειρών και τον δύο πληγάς λαβόντα, ως είρηται, ανδρείον αξιωματικόν Πραΐδη, τη μεν εις το στόμα, την δε εις τον πόδα».

 

Όπως παρατηρεί και ο Στρατηγός Φωτόπουλος αυτή ακριβώς η αδιαλλαξία και η μαχητικότητα του επαναστάτη Πραΐδη υπήρξε η κύρια αιτία να εξαιρεθεί από το περί αμνηστίας Βασιλικό Διάταγμα της 20ης Μαρτίου αυτός μαζί με άλλους 11 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς. Μερικά χρόνια αργότερα (1866) η εφημερίδα Εθνοφύλαξ θα τον αποκαλέσει Ο Ήρως του Μύλου της Ναυπλίας. Έτσι ο Πραΐδης φτάνει στη Σμύρνη μαζί με τους άλλους εξορίστους στις 9 Απριλίου 1862. Μετά από τις πρώτες μέρες οι εξόριστοι διασκορπίζονται σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, όπου υπήρχε ελληνική παροικία. Δεν είναι γνωστόν πού κατέφυγε ο Πραΐδης ή αν έμεινε στη Σμύρνη. Μετά την έξοδο του Όθωνα, ο Πραΐδης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου επανήλθε στο στράτευμα και τοποθετήθηκε ως Διοικητής του 4ου Λόχου του Τάγματος Πυροβολικού στην Αθήνα. Ο πρωτεργάτης της Ναυπλιακής Επανάστασης, συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, θα πει αργότερα στην Εθνοσυνέλευση για τον Πραΐδη: «…Εις Ναύπλιον, Κύριοι, είχομεν εν πυροβόλον, το οποίον εις το στρατόπεδον, των εναντίων (σ.σ., εννοεί τα βασιλικά στρατεύματα) ωνομάσθη αράπης; το πυροβόλον τούτο έστησεν ένας ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Πραΐδης, όστις το υπερησπίσθη μέχρι ού έλαβε 2 πληγάς. Αυτός ο αξιωματικός ούτε εις τας εφημερίδας έβαλε το όνομά του, αλλ’ ως καλός πολίτης και στρατιώτης επανήλθε εις το Σώμα του. Δια τούτο φέρω το όνομά του, διότι εκείνος δεν θέλει να ακούηται…».

Μετά την ηρωική και σθεναρή στάση του στη Ναυπλιακή Επανάσταση και την εξορία, το γόητρο του Πραΐδη στην Αθήνα αυξάνεται κατακόρυφα. Έτσι στην επικείμενη Β’ Εθνοσυνέλευση μετά την έξωση του Όθωνα, ο Πραΐδης προτάθηκε ως υποψήφιος Βουλευτής εκ μέρους του Σωματείου των Μακεδόνων, αλλά δεν εκλέχθηκε. Επίσης διορίστηκε από την προσωρινή Κυβέρνηση στις 28 Φεβρουαρίου 1863 ως Διοικητής της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας, σώματος οπλισμένων φοιτητών που το ίδιο έτος ήταν περίπου 840 με έξι λόχους. Εκεί παρέμεινε περισσότερο από εννιά μήνες και συμμετείχε στην τήρηση της τάξεως στην πρωτεύουσα αλλά και σε άλλες επαρχίες, έχοντας εν τω μεταξύ προβιβαστεί στο βαθμό του Υπολοχαγού. Κατόπιν επανήλθε στο Τάγμα Πυροβολικού και τοποθετείται ως υπασπιστής του Υπουργού Στρατιωτικών το 1866, όταν Υπουργός ήταν ο αρχηγός της Επανάστασης του Ναυπλίου, Συνταγματάρχης Πεζικού Αρτέμιος Μίχου και κατόπιν υπό τον Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη, επίσης πρωτεργάτη στη Ναυπλιακή Επανάσταση.

Η εκδήλωση της Κρητικής Επανάστασης το 1866 με την υποκίνηση της Ρωσίας, που είχε ηττηθεί κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56) εμπνέει τον πάντα ανήσυχο και δραστήριο Πραΐδη. Είχε μάθει ότι ο αδελφός του Υπουργού, Ιωάννης Ζυμβρακάκης, ετοιμαζόταν να κατέβει με εθελοντές στην Κρήτη για να αναλάβει ως στρατιωτικός αρχηγός των επαναστατημένων δυτικών επαρχιών της. Το εθελοντικό εκείνο σώμα που αποτελείτο από 275 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, επιστήμονες και καθηγητές, αναχώρησε από την Ελλάδα το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1866 με τον ατμόπλοιο «Πανελλήνιον» και κυβερνήτη τον Ν. Σαχτούρη. Το πλοίο, παρά τον αποκλεισμό των παραλίων από τον τουρκικό στόλο, έφτασε στα Λουτρά Σφακίων την 1η Οκτωβρίου. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε φτάσει ο αντισυνταγματάρχης πυροβολικού Πάνος Κορωναίος, επιτελάρχης της Ναυπλιακής Επανάστασης, μαζί με επτά εθελοντές, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, ως Διοικητής των κεντρικών επαρχιών της νήσου. Ο τουρκικός στρατός στις επαναστατημένες δυτικές επαρχίες της Κρήτης ανερχόταν σε 42-45.000 άνδρες και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου είχε κάψει, καταστρέψει και λεηλατήσει περίπου 90 χωριά. Την εποχή εκείνη τα επαναστατικά σώματα βρίσκονταν στο χωριό Βαφέ Αποκορώνου. Εκεί υπήρχαν 280 άνδρες με τέσσερις αρχηγούς και έφτασε ο Ζυμβρακάκης. Η προέλαση του τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τον Βαφέ άρχισε στις 12 Οκτωβρίου, υπό τον Μουσταφά Πασά και 12-15.000 άνδρες.

Ορισμένοι επαναστάτες πρότειναν να μη δοθεί μάχη στο Βαφέ, αλλά να αμυνθούν στα υψίπεδα, όμως επικράτησε η άποψη των αξιωματικών και του Πραΐδη να δώσουν μάχη στον κάμπο, χωρίς δεύτερη γραμμή άμυνας και χωρίς εφεδρείες. Η μάχη κατέληξε σε νίκη του Μουσταφά Πασά, που συνέτριψε το σώμα των 600 ανδρών του Ζυμβρακάκη (στο οποίο συμμετείχε και ο ανθυπολοχαγός Δημήτριος Σέκερης από το Ναύπλιο, που είχε συμμετάσχει και στη Ναυπλιακή Επανάσταση). Εκεί έπεσε και ο Πραΐδης, που δύο συναγωνιστές του απεκάλεσαν «την κορωνίδα των εθελοντών» σε έκθεσή τους στις 5 Νοεμβρίου 1866 προς τις εφημερίδες των Αθηνών. Για αρκετό καιρό μετά το θάνατό του ο Πραΐδης «ο παρά πάντων αγαπώμενος και θαυμαζόμενος νέος» θεωρείτο αιχμάλωτος των Τούρκων, όμως η παραπάνω έκθεση δύο συναγωνιστών του εθελοντών δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες τον Ιανουάριο του 1867. Τον ίδιον η εφημερίδα «Εθνοφύλαξ» αποκάλεσε στις 30-1-1867 «εγκαλώπισμα του ελληνικού στρατού». Ήταν μόλις 34 ετών. Οι συνάδελφοί του, του πυροβολικού, έστησαν μαρμάρινη προτομή του Πραΐδη στον περίβολο της εκκλησίας των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως, η οποία υπάρχει ακόμα.

Διονύσιος Τριτάκης

Διονύσιος Τριτάκης

3. Άλλος στρατιωτικός με ενεργό συμμετοχή στη Ναυπλιακή Επανάσταση υπήρξε ο υπίλαρχος ιππικού Διονύσιος Τριτάκης.[5] Γεννήθηκε το 1827, με καταγωγή από τα Μέθανα και πέθανε το 1902 με βαθμό υποστρατήγου. Ο πατέρας του, Νικόλαος, είχε συμμετάσχει στην Πολιορκία της Ακρόπολης και είχε πολεμήσει με τον Φαβιέρο. Ο Διονύσιος Τριτάκης σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά ήταν μεταξύ των αντιοθωνικών και είχε τοποθετηθεί ως τιμωρία στο Ναύπλιο. Σημειωτέον ότι εκτός από τους αντιοθωνικούς αξιωματικούς, που υπηρετούσαν σε διάφορες θέσεις στη Φρουρά του Ναυπλίου, πριν από την έκρηξη της Ναυπλιακής Επανάστασης, υπήρχε στην ίδια πόλη και το Ποινητήριον, στρατιωτικές φυλακές δηλαδή, όπου εγκλείνοντο οι πιθανώς απείθαρχοι και στο οποίο ήταν προσκολλημένος λόχος τιμωρημένων. Ο Διονύσιος Τριτάκης έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ήταν στενός συνεργάτης των δύο στρατιωτικών αρχηγών της, Αρτέμη Μίχου και Πάνου Κορωναίου, μαζί με τους ταγματάρχες Χ. Ζυμβρακάκη και Δ. Βότσαρη, τους υπολοχαγούς Χρ. Κατζικογιάννη και Δ. Δρίβα και τους ανθυπολοχαγούς Θρ. Μάνο, Σπ. Δυοβουνιώτη, Νικ. Σμόλεντς και Αλεξ. Πραΐδη. Επίσης, σε μια πορεία παράλληλη με εκείνη του Πραΐδη, το 1866 συγκρότησε σώμα εθελοντών και πολέμησε στην Κρήτη, στους Κάμπους, στους Λάκκους και στον Ομαλό.

4. Ο αντιστράτηγος Χρήστος Φωτόπουλος, συγγραφέας της ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, σε έρευνά του για τους ευέλπιδες αντιοθωνικούς αξιωματικούς, απόφοιτους ή μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, εξεπόνησε κατάλογο με εκείνους που είχαν φυλακιστεί, εκτοπιστεί, τεθεί σε αργία ή συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση. [6] Στον κατάλογο αυτό διακρίνουμε τον Πάνο Κορωναίο, αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού που ήταν φυλακισμένος στο Παλαμήδι, που γεννήθηκε το 1808 και ήταν στην τάξη του 1831 της Σχολής Ευελπίδων και πέθανε το 1899 ως αντιστράτηγος, τον ταγματάρχη Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη από την Κρήτη, με έτος γεννήσεως 1812. Επίσης ο λοχαγός μηχανικού Γρηγόριος Πετμεζάς από τα Καλάβρυτα, είχε γεννηθεί το 1814 και κατέληξε ως αντισυνταγματάρχης. Άλλοι συμμετασχόντες στην Ναυπλιακή Επανάσταση ήταν ο Χρήστος Κατζικογιάννης, υπολογαχός πεζικού από τη Σαλαμίνα, γεννημένος το 1829, που κατέληξε ως συνταγματάρχης, ο υπολοχαγός πυροβολικού Μάρκος Μοσχόπουλος, γεννημένος στη Σμύρνη το 1826, απεβίωσε το 1879 ως ταγματάρχης, ο υπολοχαγός πυροβολικού Σπυρίδων Δυοβουνιώτης από τη Λιβαδειά, γεννημένος το 1836, που σκοτώθηκε την 1η-3-1862 στην Άρεια κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση, ενώ ο υπολοχαγός πυροβολικού, Περικλής Μωραϊτίνης από το Ναύπλιο γεννήθηκε το 1837, απεφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με την τάξη του 1856 και σκοτώθηκε την 1η-3-1862 στην Κύθνο. Επίσης συμμετείχαν στην επανάσταση ο υπολοχαγός μηχανικού Νικόλαος Σμόλενιτς από την Αθήνα, γεννημένος το 1838, που κατέληξε ως υποστράτηγος, ο ανθυπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Παγώνης από την Καλαμάτα, γεννημένος το 1838, που σκοτώθηκε στην Επανάσταση στις 8-2-1862, ο ανθυπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Δημόπουλος, από το Ναύπλιο, γεννημένος το 1840, που απεβίωσε ως αντιστράτηγος. Ακόμα ας αναφέρουμε το υπολοχαγό πυροβολικού Θρασύβουλο Μάνο, που φοίτησε για δύο έτη στη Σχολή.

Θρασύβουλος Μάνος

Θρασύβουλος Μάνος

Ο Θρασύβουλος Κ. Μάνος [7] (1835-1922) σπούδασε στην Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε, μετά την συμπλήρωση των σπουδών του, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Τον Φεβρουάριο του 1862 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ναυπλιακή επανάσταση. Το 1866 κατέβηκε στην επαναστατημένη Κρήτη, τραυματίστηκε στη μάχη του Βαφέ και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε εγκάθειρκτος επί δύο χρόνια. Το 1878 έλαβε μέρος στην προέλαση του ελληνικού στρατού στο Δομοκό κι αργότερα, ως αρχηγός του στρατού της Ηπείρου, τίμησε τα ελληνικά όπλα –εξαίρεση– στον άδοξο και ατυχή πόλεμο του 1897. Πέθανε το 1922. Ο υπολοχαγός πεζικού Δημήτρης Γρίβας, γιος του Θοδωράκη Γρίβα, ηγέτης των αδιαλλάκτων κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση, που είχε αποβληθεί το 1846 από τη Σχολή Ευελπίδων. Ο Γεώργιος Κακαναράκης, υπολοχαγός πυροβολικού από την Κρήτη, γεννήθηκε το 1821, αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1842 και κατέληξε ως συνταγματάρχης.

Υπάρχουν επίσης ανάμεσα στους τιμωρηθέντες της Σχολής ο υπολοχαγός πυροβολικού Πάνος Κολοκοτρώνης από το Ναύπλιο, γιος του Θεόδωρου, που γεννήθηκε το 1836, απεφοίτησε από τη Σχολή το 1856 και κατέληξε ως συνταγματάρχης και οι ανθυπολοχαγός πυροβολικού Δημήτρης Κλίμακας από τη Θήβα, γεννημένος το 1832, αποφοίτησε από τη Σχολή το 1853 και απεβίωσε ως αντισυνταγματάρχης, καθώς και ο Δημήτριος Σέκερης, ανθυπολοχαγός μηχανικού από το Ναύπλιο, γεννημένος το 1834, αποφοιτήσας το 1854, που κατέληξε ως υποστράτηγος. Η οικογένεια του Δημήτριου Σέκερη ήταν από τις σημαντικότερες της Τριπολιτσάς τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.[8] Πολλά μέλη της διακρίθηκαν στο εμπόριο και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Αθανάσιος και Γεώργιος Σέκερης μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία στη Μόσχα και στην Οδησσό. Ο Γεώργιος τον Ιούνιο του 1821 ακολούθησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι, έλαβε μέρος στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και της Πάτρας και πολέμησε με τον Ρήγα Παλαμήδη εναντίον του Δράμαλη, επικεφαλής 600 Τριπολιτσιωτών στις διαβάσεις των Γερανίων. Λίγο αργότερα πέθανε ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο Μεσολόγγι. Ο αδελφός του, Παναγιώτης, υπήρξε ηγετική μορφή της Φιλικής Εταιρείας, εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέθεσε σημαντικό ποσό για την Επανάσταση και μύησε πολλούς αστικούς και εμπόρους. Τον Ιούλιο του 1818 εξελέγη μέρος της Αρχής ,της ηγετικής ομάδας των Φιλικών. Κατά την Καποδιστριακή περίοδο ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά του, το 1830, αποποιήθηκε αξιώματα και υπηρέτησε ως τελώνης στην Ύδρα και στο Ναύπλιο «εις τα κάθυγρα εργαζόμενος δια τον άρτον των τέκνων του», όπως έγραψε ο Ιωάννης Φιλήμων στην εφημερίδα «Αιών» στις 12 Φεβρουαρίου 1847.

5. Όσον αφορά τους πολίτες, που συμμετείχαν στην Ναυπλιακή Επανάσταση, καθώς και αργότερα στο Αντιοθωνικό Κίνημα του Οκτωβρίου 1862, σημαντικότατη θέση κατέχει βέβαια καταρχήν ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης. [9] Ο πατέρας του, Μήτρος, αγωνιστής του 1821, είχε πάρει μέρος σε όλες τις πολιορκίες της πόλης και κατά την τελευταία διηύθυνε Μοίρα Πυροβολικού. Κατά την έξοδο διασώθηκε, πήγε στο Ναύπλιο και διορίστηκε Φρούραρχος στο Μπούρτζι.

Ο Καποδίστριας τον διόρισε επικεφαλής αποσπάσματος για την καταδίωξη της ληστείας στην Πελοπόννησο. Από το 1854 ανέλαβε τη Διοίκηση της Χωροφυλακής, αλλά λίγο αργότερα αποστρατεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι έως το θάνατό του το 1860. Ο γιος του Επαμεινώνδας πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Τρίπολη και στο Μεσολόγγι. Στην Αθήνα από το 1841, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου και αναγορεύτηκε Διδάκτορας με το βαθμό «Άριστα» το 1850. Ως δικηγόρος διακρίθηκε για τη χειμαρρώδη ευγλωττία του, τον φιλελευθερισμό του και την έκδηλη αντιδυναστική στάση του και έγινε το ίνδαλμα της νεολαίας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά Βουλευτής Μεσολογγίου το 1859. Σημαντικές είναι οι αγορεύσεις του στη Βουλή και τα άρθρα του στην εφημερίδα «Το Μέλλον της Πατρίδος», όργανο της Χρυσής Νεολαίας, η οποία στρεφόταν ανοιχτά εναντίον του Όθωνος. Κατά την απόπειρα κατά της ζωής της Αμαλίας, 6 Σεπτεμβρίου 1861, συνελήφθη ο αδελφός του, Λεωνίδας, και κατόπιν ο Επαμεινώνδας, που φυλακίστηκε με άλλους στην Κύθνο. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης στο Ναύπλιο, οι επαναστάτες της Ερμούπολης με επικεφαλής τον Λεωτσάκο, έφτασαν στην Κύθνο για να απελευθερώσουν τον Δεληγιώργη, αλλά ο ίδιος επειδή δεν τους γνώριζε, δεν τους ακολούθησε,[10] όπως διηγείται και στο ημερολόγιό του. Εκεί έπεσαν ηρωικά ο Λεωτσάκος, ο Μωραϊτίνης, ο φοιτητής Σκαρβέλης, καθώς και δυο στρατιώτες και τρεις πολίτες. Με την αμνηστία του Όθωνα ο Δεληγιώργης πηγαίνει στο Μεσολόγγι και πρωτοστατεί στην ανατροπή της δυναστείας. Έγραψε την επαναστατική προκήρυξη, γνωστή ως Ψήφισμα του Έθνους, στις 10 Οκτωβρίου 1862 στην Αθήνα, που κήρυξε έκπτωτη τη δυναστεία. Κατόπιν ο Δεληγιώργης υπήρξε πολλές φορές Υπουργός, αρχηγός κόμματος, Βουλευτής και Πρωθυπουργός, τηρώντας πάντα μετριοπαθή στάση. Υπό τη βασιλεία του Γεωργίου του Α’ τήρησε ενδοτική στάση ως προς τις εκτροπές της Αυλής και η νεολαία αποθαρρύνθηκε και τον εγκατέλειψε. Δημοσιογραφικό όργανό του από το 1870 ήταν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» με ουσιαστικό Διευθυντή τον αδελφό του, Λεωνίδα. Η κατοπινή στάση του Δεληγιώργη στην εξωτερική πολιτική, φιλειρηνική ως προς τους Τούρκους, σύμφωνα με βρετανική σύσταση και σαφώς αντιρωσική και ουδέτερη κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1877 ερέθισε το λαό, που λιθοβόλησε την κατοικία του και τον ανάγκασε σε παραίτηση. Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 1879 και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Ο αδελφός του, Λεωνίδας, πολιτεύτηκε κατόπιν και συνέχισε να εκδίδει την «Εφημερίδα των Συζητήσεων» (1893-1895) ως ημερησία, με πλουσιότατη ύλη και Διευθυντή τον Άγγελο Βλάχο και αρχισυντάκτη τον Αριστοτέλη Βαλέτα, που αγωνίστηκαν κατά της πολιτικής του Τρικούπη.

6. Άλλοι σημαντικοί πολίτες, νομικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, συμμετείχαν επίσης ενεργώς στη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ας δούμε τη συμμετοχή και σταδιοδρομία ορισμένων, με βάση τις έρευνες της Κούλας Ξηραδάκη.

Ο Γεώργιος Ανδρικόπουλος [11] ήταν από την Πάτρα. Ο Ιω. Αρσένης γράφει σχετικά: «Η επανάστασις του 1862 τον εύρε μεμυημένον εις τας μυστικής εταιρίας, ης εγένετο απόστολος. Μετέβη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος, κομιστής εμπιστευτικών εντολών εις πρόσωπα σημαίνονται. Αλλ’ ο ζωηρός, ο σφριγηλός επαναστάτης συνελήφθη την παραμονήν της επαναστάσεως εν Αθήναις και εφυλακίσθη επί εικοσαήμερον, μετ’ άλλων επαναστατών. Μετά την μεταπολίτευσην επανήλθεν εις Πάτρας, ένθα οι συμπολίται του τον εξέλεξαν αξιωματικόν της εθνοφρουράς. Ως τοιούτος ειργάσθη πολύ υπέρ της τάξεως, ήτις τότε είχε επικινδύνως διασαλευθή. Συντελείται η ένωσις της Επτανήσου και ο Ανδρικόπουλος, ότε οι Ζακύνθιοι εκάλεσαν τους Πατρείς ν’ αποστείλωσι τιμητικώς δύο λόχους εθνοφρουράς, στέλλεται ως αρχηγός ενός τούτων. Εν Ζακύνθω διεδραμάτισεν ενεργότατον μέρος κατά τας τριημέρους εορτάς…». Ήταν φοιτητής στην Αθήνα όταν ξέσπασε η Κρητική επανάσταση του 1866. Εγκαταλείπει τις σπουδές του και με άλλους 22 συμφοιτητές του πάει στην Κρήτη να πολεμήσει. Έμεινε καθ’ όλη την διάρκεια του αγώνα, όπως το πιστοποίησαν επιφανείς οπλαρχηγοί, ο Χατζημιχάλης, ο Πετροπουλάκης, ο Κροκίδας. Επανέρχεται στην Αθήνα μετά την ατυχή έκβαση της Κρητικής επανάστασης και ο νεαρός επαναστάτης γίνεται δραματικός συγγραφέας. Γράφει ένα δράμα «Το Αρκάδιον» όπου διεκτραγωγεί τις ωμότητες των Τούρκων. Ανεβάστηκε στην σκηνή με μεγάλη επιτυχία. Το 1867 διωρίστηκε στο τελωνείον Ζακύνθου όπου και υπηρέτησε επί 16 έτη. Επίσης εργάστηκε ως τελώνης στην Θήρα, στην Κέρκυρα και στον Πειραιά. Εδώ συνέγραψε άλλο θεατρικό έργο την «Μπουμπουλίνα», που μεταφέρθηκε στα ιταλικά και γαλλικά και παίχτηκε σε ιταλικά θέατρα και στην Οδησσό.

Ο Αναστάσιος Γεννάδιος [12] του Γεωργίου (1840-1911) ήταν ο πρωτότοκος γιος του γνωστού διδασκάλου του Γένους Γεωργίου Γενναδίου. Σπούδασε στο Μόναχο Ιστορία και Φιλοσοφία. Το 1859 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αλλά σύντομα παραιτήθηκε για να επιδοθεί στην δημοσιογραφία. Ήταν αρχισυντάκτης της «Αθηνάς». Φανατικός αντιμοναρχικός. Στις 2-3 Φεβρουαρίου 1862, όταν έγιναν ομαδικές συλλήψεις, μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Γεννάδιος. Μετά την έξωση του Όθωνα πολιτεύτηκε. Ήταν πολύ μορφωμένος, ρήτορας δεινός και δραστήριος άνθρωπος. Το 1897 εξέδιδε μια εφημερίδα την «ΣΩΤΗΡΙΑ», από τις στήλες της οποίας χτυπούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Κυνηγήθηκε, του έκλεισαν την εφημερίδα και έκαναν δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Εξέδωσε μια «Σύντομη Ιστορία της Ελλάδος από το 146 π.Χ. – 1862» και την «Νέα Ελλάδα του 1821».

Αριστείδης Γλαράκης (1836-1914)

Αριστείδης Γλαράκης (1836-1914)

Ο Αριστείδης Γλαράκης [13] του Γεωργίου (1836-1914). Ο πατέρας του ήταν λόγιος, ιατροφιλόσοφος και πολιτικός από την Χίο. Σπούδασε Νομικά, διετέλεσε πολιτευτής, δικαστικός και συγγραφέας. Αλλά κυρίως ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αντιμοναρχικός, μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Στα «Σκιαδικά» όταν η Χρυσή Νεολαία έκανε την πρώτη της εμφάνιση ήταν παρών. Πριν ξεσπάσει η επανάσταση κατηγορήθηκε ως συνωμότης, συνελήφθη και προφυλακίστηκε μαζί με τους Άγι Κλεομένους, τον Νικ. Περόγλου, τον Α. Μελισσόβα και τον Ι. Δούμα. Πήρε ενεργό μέρος στην έξωση του Όθωνα. Μετά την έξωση, στην Β’ Εθνοσυνέλευση του 1863 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος της Χίου.

Ο Σωκράτης Γορτύνιος  [14] (1837-1900) γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1837 στην Γορτυνία και τελείωσε το γυμνάσιο στο Ναύπλιο. «Το 1859 η χρονική περίοδος της βασιλείας του Όθωνος παρουσίαζε τα πρώτα σημεία της επίκεντρης πολιτικής θυέλλης και ο Σ. Γορτύνιος ταχθείς εις την χορείαν των ακαδημαϊκών πολιτών, απετέλεσε δια της ακαταπονήτου δραστηριότητος και της φιλοπατρίας του, πυρήνα αναζωπυρήσαντα διηνεκώς τα φλεγόμενα στήθη της ενθουσιώδους εκείνης πανεπιστημιακής νεότητος. Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρξε ολιγώτερον σθεναρά και η πνευματική δράσις του. Εις το «Φως» του αειμνήστου Σ. Καρύδη, ο Γορτύνιος συνειργάστη θαρραλέως και δια σειράς ωραίων άρθρων υπηρέτησε τους τότε πόθους της πατρίδος. Αλλά μετά χρόνον, διώκται των τοιούτων τολμημάτων αφυπνήσαντες, επέβαλον χείρα σιδηράν επί του τραχήλου αυτών, εν οις και του Γορτυνίου, εγκαθείρξαντες πάντας εν τω δεσμωτηρίω. Εκείθεν οι πολιτικοί ούτοι δεσμώται, ουδόλως πτοηθέντες, ουκ επαύσαντο εκπέμποντες τους δια του καλάμου αυτών φλογερούς μύδρους κατά των υπαιτίων της εθνικής κακοδαιμονίας». Ο Γορτύνιος το 1865 πήρε διδακτορικό δίπλωμα και έφτασε στο δικαστικό κλάδο του βαθμού του προέδρου πρωτοδικών. Πέθανε 18-11-1900.

Ο Αναστάσιος Γούδας [15] του Νικολάου (1816-1882) ήταν γιατρός και λόγιος από το Γραμμένο της Ηπείρου. Απ’ τους πρώτους φοιτητές του Οθωνείου πανεπιστημίου. Ο Ιω. Βρεττός στο «Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιον» του 1904 (σελ. 213) γράφει ότι η πρώτη φοιτητική ταραχή που ξέσπασε στο πανεπιστήμιο υποκινήθηκε από τον Αναστάσιο Γούδα και τον Κομπότη: «Οι δύο ζωηροί ακαδημαϊκοί πολίται, γράφει ο Βρεττός, ευρίσκοντες ατελή και ακατάλληλον την μέθοδον της διδασκαλίας του καθηγητού Δ. Μαυροκορδάτου, συνέταξαν αναφοράν, την περιέφερον προς σύναξιν υπογραφών και την υπέβαλον εις τον πρύτανιν, εδέχθησαν δε τον καθηγητήν εις την αίθουσαν διδασκαλίας δι’ αποδοκιμαστικών εκφράσεων. Το γεγονός έγινε τάχιστα γνωστόν εις την μικράν κοινωνία των Αθηνών. Εκινητοποιήθη η αστυνομία, αλλά υπερίσχυσεν η φρόνησις, το επεισόδιον εθεωρήθη λήξαν και η διεύθυνσις της αστυνομίας δεν επολιόρκησε το πανεπιστήμιον ως είχεν απειλήσει». Ο Γούδας τελείωσε την Ιατρική με άριστα κι ήταν ο πρώτος που ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1843. Πήγε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι κι όταν γύρισε άσκησε το επάγγελμα του γιατρού ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την συγγραφή επιστημονικών ιστορικών και έργων, αλλά και με την δημοσιογραφία. Είχε φιλελεύθερες αρχές. Το 1859 εξέδωσε μια εφημερίδα, την «Ανεξαρτησία», και επέκρινε το απολυταρχικό καθεστώς του Όθωνα. Το 1860 έγραψε ένα άρθρο δριμύ και εξ αιτίας του πιάστηκε, δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Η εφημερίδα έκλεισε. Τον Φλεβάρη μόλις κηρύχθηκε η Ναυπλιακή επανάσταση έγιναν συλλήψεις στην Αθήνα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες αναφέρεται κι ο Γούδας (Κορδάτος Δ’, σελ. 46). Κι όταν τον Απρίλη ο Όθωνας για να κατευνάσει τα πνεύματα έδωσε αμνηστεία, από την αμνηστεία εξαιρούσε τρεις στρατιωτικούς και εννέα πολιτικούς, ανάμεσα στους εννέα ήταν και ο Γούδας. Τότε αναγκάστηκε να εκπατριστεί και γύρισε μετά την μεταπολίτευση. Ο Γούδας υπήρξε πολυγραφότατος. Απ’ τα πιο γνωστά έργα του είναι το οκτάτομο «Βίοι παράλληλοι», όπου βιογραφεί όλους τους διαπρέψαντες άντρες κατά την αναγέννηση του έθνους. Πέθανε τον Φλεβάρη του 1882.

Ο Αντώνιος Γρηγοριάδης [16] γεννήθηκε στην Προύσσα το 1828 και φοίτησε στη Σχολή των Κυδωνιών με καθηγητή τον Θεόφιλο Καΐρη. Στην Ελλάδα κατετάχθη στον ελληνικό στρατό. Το 1854 ήταν ανθυπολοχαγός και πολέμησε στην Καλαμπάκα με τον Χατζηπέτρο. Κατά την επανάσταση του 1862 όντας υπολοχαγός, έλαβε ενεργό μέρος και κινδύνευσε να δολοφονηθεί. Εργάστηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών και το 1878 προήχθη στον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1881 ως αντισυνταγματάρχης πήγε στην Άρτα, όπου ανέλαβε την επιμελητεία του 2ου αρχηγείου κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Απεχώρησε από την ενεργό υπηρεσία το 1885.

Γρίβας Θ. Δημήτριος

Γρίβας Θ. Δημήτριος

Ο Δημήτριος Γρίβας [17] του Θεοδώρου (1829-1889) ήταν γιος του στρατηγού Θεοδώρου Γρίβα και της Ελένης Μπούμπουλη, κόρης της Μπουμπουλίνας. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων. Το 1854 πήρε μέρος στην επανάσταση της Ηπείρου. Πριν ξεσπάσουν τα επαναστατικά γεγονότα στο Ναύπλιο, ο Γρίβας είχε συλληφθεί στην Αθήνα για αντιοθωνική δράση και τον Γενάρη του 1862 μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο για να φυλακιστεί στο Παλαμήδι. Εκεί συνδέθηκε με τους επαναστάτες και πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση. Στη μεγάλη μάχη που δόθηκε στις 27-28 Φεβρουαρίου έξω από την Άρεια, ο Δ. Γρίβας έδειξε μεγάλη παλικαριά, γράφει ο Κορδάτος (Δ’ σ. 60). Ήταν αρχηγός της αδιάλλακτης μερίδας των επαναστατών, που επιθυμούσαν αντίσταση μέχρι τέλους. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, δόθηκε αμνηστεία, αλλά όπως είπαμε, εξαιρούνταν 19 ως πρωταίτιοι και πήραν το δρόμο της φυγής. Πήγαν στη Σμύρνη κι από κει σκόρπισαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Ένας απ’ τους 19 ήταν και ο Δ. Γρίβας. Μετά την έξωση του Όθωνα επέστρεψε και πολιτεύτηκε.

 Ο Νικόλαος Δίκαιος [18] (1822-1889) ήταν γιος του υποστράτηγου Νικήτα Δικαίου από την Πολιανή Αρκαδίας και της μοναχοκόρης του Θ. Κολοκοτρώνη Ελένης. Υπηρέτησε διαδοχικά στον στρατό, στα υπουργεία Δικαιοσύνης και Στρατιωτικών, στο Εθνικό Τυπογραφείο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Διετέλεσε νομάρχης Ευβοίας, Ζακύνθου και Αιτωλοακαρνανίας. Το 1860 εξελέγη βουλευτής Μεγαλοπόλεως και το 1862 μέσα από την Βουλή ετάχθη κατά της βασιλείας του Όθωνα, γι’ αυτό και τον κυνήγησε ο θείος του Γενναίος Κολοκοτρώνης. Πέθανε στις 25-1-1889.

Ο Αριστείδης Δόσιος [19] του Κωνσταντίνου (1844-1881) γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι γονείς του ήσαν ευκατάστατοι και πολύ μορφωμένοι. Ο πατέρας του ήταν δημοσιολόγος, πολιτευτής και λόγιος πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος. Η μητέρα του Αικατερίνη Μαυροκορδάτου-Δοσίου, Φαναριώτισσα, γλωσσομαθής και λογία, μετέφρασε τον «Γκιαούρ» του Μπάυρον, πέθανε πολύ νέα. Ο Αριστείδης Δόσιος ήταν απ’ τους προοδευτικότερους του καιρού του. Αντιμοναρχικός, μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Σύχναζε στα γραφεία της εφημερίδας «Το Μέλλον της Πατρίδος», «εις α εκόχλαζον οι λέβητες των αντιβασιλικών παθών». Στις 6-9-1861 αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία. Συνελήφθη και μαζί του συνελήφθησαν ο Λεωνίδας Δεληγιώργης αδελφός του Επαμεινώνδα, ο Αναστάσιος Γεννάδιος, ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος, ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Φλογαΐτης, ο Αριστείδης Γλαράκης, ο Άγις Κλεομένης κ.α. Ο Δόσιος πέρασε από δίκη, πήρε την ευθύνη της απόπειρας εξ ολοκλήρου απάνω του, λέγοντας ότι ενήργησε μόνος του, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε. Αποφυλακίστηκε την επομένη της έξωσης του Όθωνα. Μετά την μεταπολίτευση πήγε στην Ιταλία όπου σπούδασε οικονομικά. Όταν επέστρεψε ανηγορεύθη υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας του πανεπιστημίου. Συνέγραψε πολλές μελέτες στα ελληνικά και γαλλικά. Ήταν και φιλόμουσος. Επιμελήθηκε την β’ έκδοση της μετάφρασης της μητέρας του «Ο Γκιαούρ» του Μπάυρον. Πέθανε σε ηλικία μόλις 37 ετών. Για τον πρόωρο θάνατο του Αρ. Δόσιου, ο Κορδάτος γράφει ότι όταν γύρισε στην Ελλάδα βλέποντας ότι τίποτα δεν άλλαξε και ότι η πολιτική κατάσταση ήταν ίδια, έπεσε σε μελαγχολία. Είχε ένα τραύμα στο κεφάλι από τα βασανιστήρια που έπαθε στη φυλακή. Το τραύμα άνοιξε και ο Δόσιος έπαθε εγκεφαλική παράκρουση και κλείστηκε στο φρενοκομείο, όπου και πέθανε (Κορδάτος Δ’ σελ. 27 σε σημείωση).

Ευθυμιόπουλος ΚωνσταντίνοςΟ Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος [20] (1828-1885) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Νομικά. Το 1856 διορίστηκε δικηγόρος στο Ναύπλιο. Πήρε μέρος στη Ναυπλιακή επανάσταση, κατά την διάρκεια της οποίας διορίστηκε από την επαναστατική επιτροπή δημοτικός αστυνόμος Ναυπλίου. Μετά την έξωση του Όθωνα εξελέγη δήμαρχος Ναυπλίου, πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, Γεν. Γραμ. του υπουργείου Εσωτερικών. Πέθανε στο Ναύπλιο στις 4 Ιουνίου 1885 στην ακμή της ηλικίας του και στην δράση του πολιτικού βίου. Ήταν δημιουργός και ηγέτης της δημοτικής παράταξης των Αρειμανίων.

Ο Οδυσσέας Ιάλεμος [21] (Γιαλαμάς) ήταν δημοσιογράφος από την Λέσβο. Ο θείος του, Παναγιώτης Ευστρατιάδης, φιλόλογος καθηγητής στο Ναύπλιο, τον πήρε κοντά του και τελείωσε εκεί το Γυμνάσιο. Κατόπιν φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1885, πριν ακόμα ενηλικιωθεί, άρχισε να γράφει στον «Πρωϊνό Κήρυκα», μια προοδευτική εφημερίδα που έβγαινε στην Αθήνα από το 1843-1887, από τις στήλες της οποίας ο Ιάλεμος διεκήρυττε την ανεξαρτησία των ιδεών και φρονημάτων. Γύρω στα 1860 αρθρογραφούσε στο «Μέλλον της Πατρίδος». Ήταν μια πολιτική και φιλολογική εφημερίδα της Αθήνας, όργανο της Χρυσής Νεολαίας, που κυκλοφόρησε από το 1859-1863. Ο Οδυσσέας Ιάλεμος ανεμίχθη στην κατά του Όθωνα δημοσιογραφική και πολιτική κίνηση και γι’ αυτό φυλακίστηκε το 1859 μαζί με τον Αχ. Παράσχο και τον Α. Βυζάντιο.

Όταν ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης εξέδωσε την εφημερίδα «Το Μέλλον της Ανατολής», ο Ιάλεμος συνεργάστηκε με τον αδελφό του Επαμεινώντα τον Λεωνίδα και τον Νικ. Περόγλου. Το καλοκαίρι του 1861 φυλακίστηκαν οι δημοσιογράφοι Γ. Βιτάλης, Κωνστ. Καλαμίδας, Λεωνίδας Βούλγαρης και ο Οδ. Ιάλεμος. Ο Λ. Βούλγαρης είχε επαφές με τους Γαριβαλδινούς της Ιταλίας και με Σέρβους πατριώτες. Στις 2 Φεβρουαρίου έγιναν ομαδικές συλλήψεις, μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Ιάλεμος. Στις 17-18 Φεβρουαρίου, επειδή δεν χωρούσαν άλλους κρατούμενους οι φυλακές του Γκαρμπολά, έστειλαν πολλούς στην Κύθνο. Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Δημοσθένης Μητσάκης, Νικ. Καλησπέρης, Αγαμέμνων Σκαρβέλης, Οδ. Ιάλεμος κ.α. Μετά το 1866 πήγε στη Νεάπολη ως υποπρόξενος και αφού παραιτήθηκε, εξέδωσε μια εβδομαδιαία εφημερίδα τους «Λαούς». Κατά το έτος 1878-79 ο Οδ. Ιάλεμος είναι πρόεδρος του εν Κωνσταντινουπόλει Φιλολογικού Συλλόγου και αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Κωνσταντινούπολις» και ύστερα της «Θράκης», καθώς και του λογοτεχνικού περιοδικού «Ερμής». Γράφει γι’ αυτόν ο Μιχαήλ Μιχαηλίδης: «Εύσωμος, βραχυλόγος, αγέρωχος και δεινός πολυφάγος. Πρύτανης της αθηναϊκής δημοσιογραφίας. Σημαίνουσα τότε προσωπικότης».[22] Το 1884 είναι στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου στέλνει στον δημοσιογράφο Ιω. Αρσένη τις «Αναμνήσεις» του που δημοσιεύτηκαν στην «Ποικίλη Στοά» του 1885. Αγωνίστηκε πολύ για την πνευματική ανάπτυξη του «αλύτρωτου ελληνισμού». Πέθανε στην Αθήνα το 1899. Στη νεκρολογία του ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Φλογαΐτης αναφέρθηκε στη φιλοπατρία και αξιοπρέπεια που επέδειξε σε όλη του τη ζωή και στο γεγονός ότι «τον αφήκεν η πολιτεία να αποθάνη υπό της πενίας εν νοσοκομείω».

Δημήτριος Καλλιφρονάς. Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ελαιογραφία του Δ. Βογιαζή (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Δημήτριος Καλλιφρονάς. Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ελαιογραφία του Δ. Βογιαζή (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Δημήτριος Καλλιφρονάς [23] (1805-1897) ήταν αγωνιστής του ’21 και πολιτευτής. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4-2-1805. Ήταν μαθητής όταν εξερράγη η επανάσταση και πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης υπό τον Φαβιέρο, όπου και ανδραγάθησε. Με την απελευθέρωση έγινε δήμαρχος Αθηναίων. Ήταν δημοκρατικός κι ο πρώτος πολίτης που ζήτησε Συνταγματική Πολιτεία. Ο Όθωνας τον θεωρούσε «ως ένα των επικινδυνοδεστέρων φιλελευθέρων». Ο Καλλιφρονάς ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Διακρίθηκε μάλιστα για την ευφυή κατάστρωση του επαναστατικού σχεδίου. Τόση δε μυστικότητα τήρησε, ώστε για να παραπλανήσει την αστυνομία που ήταν επί τα ίχνη του, εκείνο το βράδυ πήγε στο θέατρο όλως αμέριμνος! Μετά την 3η Σεπτεμβρίου εξελέγη πληρεξούσιος στην Συνταγματική Εθνοσυνέλευση. Στις 10-10-1862 έλαβε επίσης ενεργό μέρος στην επανάσταση. Την επομένη 11/10 κατέβηκε στον Πειραιά για να επιδόσει ο ίδιος στον Όθωνα το ψήφισμα της κατάργησης της βασιλείας του. Διετέλεσε βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής. Πέθανε στην Αθήνα στις 28-2-1897.

Κανελλόπουλος Φ. Ηλίας

Κανελλόπουλος Φ. Ηλίας

Ο Ηλίας Κανελλόπουλος [24] του Φιλίππου (1843-1894) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Στενός συγγενής της Παπαλεξοπούλου. Ήταν γιος της αδελφής του Σπύρου Παπαλεξόπουλου της Αικατερίνης. Διαπρεπής αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Σπούδασε στη Γαλλία. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Έγραψε πολλά ναυτικά και αστρονομικά βιβλία. Ήταν νεαρός σπουδαστής όταν πήρε μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Ο Ιω. Αρσένης στην Ποικίλη Στοά του 1895, (σελ. 35) γράφει: «…Ο Η. Κανελλόπουλος ενεγράφη εις τα επαναστατικά μητρώα ως στρατιώτης του Πυροβολικού και ηχμαλωτίσθη κατά την μάχην της 1ης Μαρτίου εις Άρειαν, ενεκλείσθη δε ως αιχμάλωτος εις την φρεγάταν «Ελλάδα» τότε «Αμαλίαν», αυτήν ταύτην ην επί μακρόν μετά έτη εκυβέρνησεν ως κυβερνήτης…»! Ο δημοσιογράφος Μάνος Βατάλας γράφει στον «Πυρσό»: «Η ενθουσιώδης ιδιοσυγκρασία του, αλλ’ ασφαλώς και η επ’ αυτού επίδρασις της μετά της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου στενής συγγενείας του, έφεραν αυτόν δρώντα κατά την Ναυπλιακήν επανάστασιν». Πέθανε στις 27-3-1894.

Ο Σοφοκλής Καρύδης [25] ήταν ποιητής και δημοσιογράφος. Ένας απ’ την πλειάδα των δημοσιογράφων που ασκούσαν έντονη αντιοθωνική κριτική. Ο Καρύδης εξέδιδε από το 1860 μέχρι το 1879 μια ημερήσια πολιτική και σατιρική εφημερίδα «ΤΟ ΦΩΣ» που είχε απήχηση στο λαό. Όταν έπεσε ο Όθωνας έβγαλε έκτακτο παράρτημα του ΦΩΤΟΣ που κυκλοφόρησε και σε φυλλάδιο (Γκίνη-Μέξα τμ. 3ος, αριθ. 10905) και ετιτλοφορείτο: «ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ – ΕΡΡΕΤΩ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ» Αθήναι 12 8βρίου 1862. Σοφοκλής Καρύδης – Σωκράτης Α. Γορτύνιος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφει ο Δημ. Σταμέλος στην εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση, υπήρξαν δύσκολα. Τα οικονομικά του δεν επέτρεπαν την συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας του.

Ο Σοφοκλής Καρύδης πρωτοστάτησε στην εξυγίανση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Πέθανε πάμπτωχος και λησμονημένος. Ο εγγονός του, Σοφοκλής Καρύδης κι αυτός, σ’ ένα γράμμα του προς την Νέα Εστία (τχ. 152 της 15-4-1933 σελ. 444) γράφει: «…Ο Σοφοκλής Καρύδης δεν ζήτησε ποτέ για τον εαυτόν του βοήθημα ή άλλη παροχή από κανένα, αν και οικονομικώς κατεστράφη από την καταδίωξη του Όθωνα, για την πολεμική του εναντίον του και των άλλων ισχυρών της εποχής του, που τους εσατίριζε αλύπητα. Αθήναι 3 Απριλίου 1933. Σ. Καρύδης.» Κι ο Περικλής Κοροβέσης στην «Ελευθεροτυπία» της 6-12-1993 (σελ. 57) γράφει για την προσφορά του Σ.Κ. στο θέατρο: «Ο Σοφοκλής Καρύδης είναι σήμερα εντελώς άγνωστος… Όταν ο Σ.Κ. αγωνιζόταν για την δημιουργία Εθνικού Θεάτρου, μόνος κι έρημος, τα ιταλικά μπουλούκια που κατέκλυζαν την Ελλάδα, για να κάνουν αρπαχτές, έπαιρναν πλουσιοπάροχες επιχορηγήσεις από το κρατικό ταμείο. Πρόσφατα, συνεχίζει ο Κοροβέσης, δόθηκαν δύο παραστάσεις της τρίπρακτης κωμωδίας του «Ο Φλύαρος» τιμητικά για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα. Η πολιτεία, οι θεατρικοί παράγοντες, τα Μ.Μ.Ε. απουσίαζαν. Κανείς δεν τον θυμήθηκε». Ο Σοφ. Καρύδης μας άφησε ακόμα και ένα βιβλίο τους «Βωμούς» ήτοι «Αγώνες και μαρτυρίαι της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας» 1869.

Ο Θεόδωρος-Φαλέζ Κολοκοτρώνης [26] (1829-1894) ήταν γιος του Γενναίου Κολοκοτρώνη και της Φωτεινής Τζαβέλλα, εγγονός δε του Γέρου του Μωριά. Ο πατέρας του ο Γενναίος που ήταν δεδηλωμένος φιλομοναρχικός και αυλάρχης του Όθωνα, τον προόριζε για το στρατιωτικό στάδιο και αφού τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων τον έστειλε στη Γαλλία σε ανώτερη Σχολή πολέμου. «Ούτος επέστρεψεν από την Γαλλίαν αξιωματικός, αλλά και πλήρης φιλελευθέρων κοινωνικοπολιτικών ιδεών τας οποίας εκήρυττε δια του λόγου και του τύπου». Φύσει δε πράος, ευγενής και καλλιεργημένος, παρητήθη από το στράτευμα και αφoσιώθηκε στην δημοσιογραφία, έμεινε δε γνωστός με το δημοσιογραφικό ψευδώνυμο Φαλέζ. Ο Φαλέζ εσύχναζε στα καφενεία «Ωραία Ελλάς» και στου Γιαννόπουλου όπου συγκεντρώνονταν ο φοιτητόκοσμος που πηγαίνει ν’ ακούσει και να προσανατολιστεί προς το αντιοθωνικό ρεύμα. Ήταν η Χρυσή Νεολαία κι ο Φαλέζ με τις νέες ιδέες και το πιπεράτο χιούμορ τους ενθουσίαζε σε πείσμα του πατέρα του.

Κορωναίος Πάνος, φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης.

Κορωναίος Πάνος, φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης.

Ο Πάνος Κορωναίος [27] (1811-1899) γεννήθηκε στην Πόλη από πατέρα Τσιριγώτη και μητέρα Πολίτισσα. Με την κήρυξη της επανάστασης του ’21 η οικογένειά του εκπατρίστηκε κι ήρθε στην Κέρκυρα, όπου ο νεαρός τότε Πάνος φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων. Ήταν μεγάλη στρατιωτική μορφή. Το 1854 πολέμησε απ’ τις γραμμές του γαλλικού στρατού στον Κριμαϊκό πόλεμο και το 1859 πήρε μέρος στην εκστρατεία της Συρίας. Το 1862 πρωτοστάτησε στην Ναυπλιακή επανάσταση όπου τραυματίστηκε στο πόδι. Μετά την αποτυχία του κινήματος φυλακίστηκε στο Ιτς Καλέ. Το 1866 κατέβηκε στην Κρήτη όπου πολέμησε με γενναιότητα στο Αρκάδι. Πολιτεύτηκε στα Κύθηρα, διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών και πέθανε στην Αθήνα στις 17-1-1899.

Μακρυγιάννης Όθων (1833-1901)

Μακρυγιάννης Όθων (1833-1901)

Ο Όθων Μακρυγιάννης [28] του Ιωάννου (1833-1901) ήταν γιος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο την 1-3-1833. Τον βάφτισε ο Όθωνας. Σπούδαζε στη Σχολή Ευελπίδων όταν το 1852 τον απέβαλαν για την αντιοθωνική δράση του πατέρα του. Κατά τα Σκιαδικά, όταν η Χρυσή Νεολαία έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο Πεδίον του Άρεως με τα ψάθινα καπέλλα και τις ασπρογάλαζες κορδέλλες, ο Όθων Μακρυγιάννης ήταν απ’ τους πρώτους. Είχε δε μεγάλες συμπάθειες ανάμεσα στους νέους και απ’ τις ταλαιπωρίες και τους κατατρεγμούς του πατέρα του, αλλά γιατί κι ο ίδιος ασκούσε μια γοητεία. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ωραίου παλληκαριού και νεαρού επαναστάτη. Μόλις κηρύχθηκε στο Ναύπλιο η επανάσταση, ο Όθωνας διέταξε στην Αθήνα συλλήψεις για να προλάβει γενίκευση της εξέγερσης. Ο Όθων Μακρυγιάννης φυλακίστηκε μαζί μ’ όλους τους αντιοθωνικούς Δεληγιώργη, Καλλιφρονά κ.λπ. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο Όθωνας για να αμβλύνει τα πάθη έδωσε αμνηστεία. Στις 10-10-1862 ο Όθων Μακρυγιάννης έρριξε τον πρώτο πυροβολισμό κι έδωσε το σύνθημα. Από το 1865 αρχίζει ο κοινοβουλευτικός βιος του. Μέχρι το 1896 βγήκε πολλές φορές βουλευτής Αττικής. Πέθανε στις 15-1-1901.

Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης [29] (1828-1892) ήταν γιος του Μπεϊζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1862 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Φεβρουαρίου 1862. Ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης αυτοεξορίστηκε με άλλους επαναστάτες –300 περίπου– στη Σμύρνη. Μετά την έξωση του Όθωνα χρημάτισε πληρεξούσιος Εθνοσυνέλευσης, υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής, Γεν. Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης. Πέθανε στην Αθήνα το 1892.

Μητσάκης Δημοσθένης

Μητσάκης Δημοσθένης

Ο Δημοσθένης Μητσάκης [30] ήταν απ’ το Καρλόβασι Σάμου. Δρ. Νομικής. Όταν ήταν φοιτητής ήταν μέλος της Χρυσής Νεολαίας. Πρωτοστάτησε στις μαχητικές φοιτητικές εκδηλώσεις που ξέσπασαν στις 10 Μαΐου 1859 στο Πεδίον του Άρεως και που είναι γνωστές ως «Σκιαδικά» και στη Ναυπλιακή επανάσταση. Τότε συνελήφθη φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Κύθνο. Αργότερα διετέλεσε ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών. Το 1879 ήταν πρόξενος στην Αιθιοπία και το 1880 στο Σουέζ. Στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1881 (σελ. 406 κ.επ.) έχει δημοσιεύσει τις «Περιηγήσεις» του. Πέθανε στις 25-5-1890.

Ο Κίτσος Μπότσαρης [31] ήταν γιος του στρατηγού και γερουσιαστή Κωνστ. Μπότσαρη. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1841. Το 1862 τελείωσε την Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε ανθυπασπιστής του πεζικού. Πήρε ενεργό μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Το 1866 πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην Κρήτη. Διετέλεσε καθηγητής της Σχολής υπαξιωματικών. Στον πόλεμο του 1897 ανέλαβε την διοίκηση μιας ταξιαρχίας και συμμετέσχε στην άμυνα της Άρτας και στις επιχειρήσεις στην Ήπειρο στα Πέντε Πηγάδια. Έκτοτε διατελούσε διοικητής της 3ης μεραρχίας μέχρι το 1908 που αποστρατεύτηκε. Πέθανε στην Αθήνα το 1915.

Ο Αριστείδης Οικονόμου [32] (1835-1890) ήταν από τα Καλάβρυτα. Δικηγόρος, δικαστικός, συγγραφέας, οικονομολόγος και πολιτικός. Γύρω στα 1858-60 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Κατά την επανάσταση του 1862 βρισκότανε στην Πάτρα, όπου τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών και τον ονομάσανε «Εισαγγελέα του Λαού»! Ο Λεωνίδας Μελετόπουλος γράφει ότι «Σαν δικαστικός υπήρξε υπόδειγμα μοναδικό. Ανεπηρέαστος καθόλου, ίστατο εν τω μέσω της κατηγορίας και της υπερασπίσεως, ουδέποτε παρεκκλίνας». Αναφέρει δε τούτο το περιστατικό: Μια μέρα τον παρακάλεσε ο εισαγγελέας να συσκεφτούν πριν από την έναρξη της δίκης. Ο Οικονόμου δείχνοντάς του την πόρτα του απάντησε: στο γραφείο σας κ. εισαγγελεύ, εδώ είναι το δικό μου.

Αριστείδης Οικονόμου (1835-1890)

Αριστείδης Οικονόμου (1835-1890)

Το 1874 ο Χαρ. Τρικούπης εδημοσίευσε στους «Καιρούς» ένα άρθρο με τίτλο «Τις πταίει;» όπου κατέκρινε την πολιτική του στέμματος. Γι’ αυτό το άρθρο ο Τρικούπης προφυλακίστηκε και πέρασε από δίκη. Σ’ αυτή τη δίκη δικαστής ήταν ο Οικονόμου ο οποίος δια του υπερόχου θάρρους του, ανεφάνη περίβλεπτος τύπος ανδρός ακεραίου, αληθής βράχος, επί του οποίου συνετρίβη η τυραννική πολιτική». Μετά την δίκη κλήθηκε σε απολογία. Στην απολογία του έγραψε: «…Ποια είναι η κυρία αιτία ήτις προϋκάλεσε τον δικαστικό τούτον αγώνα είναι γνωστή. Το ακριβές είναι ότι ο υποφαινόμενος έχει την πεποίθησιν ότι αγωνίζεται υπέρ της αληθείας και της δικαστικής ανεξαρτησίας. Είτε διασωθεί είτε καταστραφεί το πολυχρόνιον δικαστικόν στάδιόν του, είναι λεπτομέρειαι δια τας οποίας δεν έχει να τον ελέγξει η συνείδησις αυτού…». Επηκολούθησε δυσμενής μετάθεση. Στη νέα του θέση ουδέποτε πήγε. Ο Αρ. Οικονόμου πολιτεύτηκε στην επαρχία Καλαβρύτων. Το πέρασμά του από τη Βουλή άφησε εποχή, «Διακηρύσσοντας την ίδρυση ενός Λαϊκού Κόμματος στηριγμένου όχι σε προσωποπαγείς αρχές, αλλά σε πρόγραμμα εμπνευσμένο από την ανάγκη της αστικής ευθυγράμμισης της νεοελληνικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής» γράφει ο Τ. Βουρνάς. Ο Λ. Μελετόπουλος τον χαρακτηρίζει: «ρήτορα δεινόν, εξόχως λαϊκόν υποψήφιον, εργάτην και απόστολον νέας κοινωνικής και πολιτικής αναπλάσεως, πρόμαχον ελευθέρων ιδεών, σπουδαίον αναμορφωτήν, έντιμον ασυμβίβαστον εις τας αρχάς του, άτεγκτον – εάν ήθελε, γράφει, να γίνη υπουργός, θα εγίνετο. Φιλοδόξησε να καταρτίση ίδιον δημοκρατικών κόμμα και να διαδραματίση πρόσωπον εν τη πολιτική ζωή, εάν τον συνέτρεχον αι περιστάσεις, πλην εγεννήθη προ του καιρού του. Κύριος οίδε τί ήθελε συμβή εάν έζη με την πρόοδον των νεωτέρων ιδεών και την έξαψιν του Λαού, εν δεδομένη τινί περιστάσει. Το απρόοπτον είναι και θλιβερόν».

Για τον Οικονόμου, σύζυγο της αδελφής του, γράφει ο Βικέλας: «Αι λαϊκαί του ιδέαι, βαθμηδόν διαμορφωθείσαι εξεδηλώθησαν βραδύτερον. (…) Έλεγεν ότι είναι συνταγματικός, αλλά η συνταγματικότης του εφαίνετο πολύ αποκλίνουσα προς δημοκρατικότητα. Η ανάγνωσις των αρχαίων συγγραφέων και η ενδελεχής μελέτη των συμβάντων της Γαλλικής Επαναστάσεως συνετέλουν προς ανάπτυξιν των εις άκρον φιλελευθέρων φρονημάτων του. Στηρίζων την πολιτικήν του δύναμιν εις τα λαϊκά στρώματα, εξήσκει επ’ αυτών την βαθμηδόν αυξάνουσα επιρροήν του. Ηγάπα ειλικρινώς τον λαόν, είχε δε όλα τα προσόντα δια να γίνεται δημοφιλής. Ελκυστικός τους τρόπους, απλούς την συμπεριφοράν, πειστικός, εύγλωττος, ήρχετο ευκόλως εις επαφήν με τας εργατικάς τάξεις, επεδίωκε δε και επετύγχανε την οργάνωσιν σωματείων και συνδέσμων. Δε με βοηθεί η μνήμη προς απαρίθμησιν όσων συνδέσμων λαϊκών εθεμελίωσε».  [33] Πέθανε στις 11-4-1890 στην Αθήνα σε ηλικία 55 μόλις ετών.

Ο Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος [34] (1829-1879) γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και την Λειψία. Το 1862 ήταν δικηγόρος στο Ναύπλιο. Φανατικός αντιμοναρχικός, πήρε μέρος στην Ναυπλιακή επανάσταση. Μέλος της προσωρινής Επιτροπής προς τήρησιν της τάξεως. Και μετά μέλος της επαναστατικής Επιτροπής.[35] Μετά την αποτυχία της επανάστασης εκπατρίστηκε. Επανήλθε μετά την έξωση του Όθωνα και πολιτεύτηκε. Στην κυβέρνηση Βάλβη (11-2-1863) έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και πάλι το 1871.

Παράσχος Αχιλλέας (1838 -1895)

Παράσχος Αχιλλέας (1838 -1895)

Ο Αχιλλεύς Παράσχος [36] (1838-1895) ήταν ποιητής. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το πορτραίτο του σκιαγραφεί ο Ταγκόπουλος με τούτα τα λόγια: «Ευθυτενής, ωραίος, επιβλητικός. Το ντύσιμό του πάντοτε επίσημο με ψηλό καπέλλο και με γούνα βαρύτιμη που την είχε φέρει απ’ την Οντέσσα όταν ήταν πρόξενος. Τον πρωτοείδα σε μια διάλεξή του στον «Παρνασσό» με ολόμαυρα από τα μαλλιά του και το μούσι του ίσαμε τις μύτες των παπουτσιών του. Μόνο το πουκάμισό του ήταν κάτασπρο και το χαμόγελό του…». Ποιητής πληθωρικός, χειμαρρώδης θα έλεγε κανείς, με αχαλίνωτη φαντασία, υμνούσε την πατρίδα και την ελευθερία, ενώ αντίθετα χτυπούσε την τυραννία, ειρωνεύονταν τους αυλοκόλακες και κεντούσε πικρόχολα τον Όθωνα και γενικά την μοναρχία. Η Αντιβασιλεία δεν πήρε κανένα προστατευτικό μέτρο για τους παλιούς αγωνιστές του ’21. Οι περισσότεροι άστεγοι και άνεργοι κατήντησαν ζητιάνοι. Ο Αχ. Παράσχος γράφει χαρακτηριστικά:

 

«Ένα το γένος τούριχνε μαύρου ψωμιού κομμάτι,

καθώς πετούν λίγο ψωμί και σε ζητιάνο ακόμα…

Το έτρωγε πλην τόβρεχε του γέροντα το μάτι

με δάκρυ απαρηγόρητο…».

 

Ο Αχ. Παράσχος ανεμίχθη στην πολιτική κίνηση της «Χρυσής Νεολαίας». Κατηγορήθηκε για αντιοθωνική δράση και φυλακίστηκε στον Μεντρεσέ, τότε φυλακή του Ναυπλίου, όπου έγραψε το ποίημα «Στον πλάτανο του Μεντρεσέ». Η επανάσταση του 1862 τον βρήκε γεμάτο ενθουσιασμό στην πρώτη γραμμή. Ο Κορδάτος (Δ. σελ. 88-89) γράφει: «Την νύχτα της 11ης Οκτωβρίου την κατάσταση την έσωσε η νεολαία. Κατά τα μεσάνυχτα στο σπίτι του Όθωνα Ι. Μακρυγιάννη μαζεύτηκαν από την νεολαία ο Οδ. Ιάλεμος, ο Γλαράκης, ο Αχ. Παράσχος, ο Κλεομένης, ο Γεννάδιος, ο Σαράβας. Αφού εξέτασαν την κατάσταση πήραν την απόφαση να βγουν στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας: Ζήτω η Ελευθερία». Όταν όμως έφτασαν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» βρήκαν μπροστά τους τον αστυνόμο Μπουλούκο που περιπολούσε με πολλούς χωροφύλακες. Πέσανε μερικές ντουφεκιές, αλλά οι νέοι αντί να διαλυθούν τράβηξαν προς το Μεταξουργείο. Εκεί βρήκαν τον Καλλιφρονά με κάμποσους επαναστάτες και άρχισαν να κραυγάζουν Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Ελευθερία! Ανάμεσα ακούγονταν και ζητωκραυγές για την Δημοκρατία! Ο Παράσχος, συνεχίζει ο Κορδάτος (Δ’ σελ. 654), με τα τραγούδια του συγκινούσε τους νέους, γνώρισε δόξες, αλλά δεν ξέφυγε από την μοίρα των αγωνιστών. Στα τελευταία χρόνια της ζωή του η ανέχεια και η φτώχεια τον βύθισαν στη δυστυχία. Πέθανε εξόριστος στις 26-1-1895.

Γεώργιος Πετιμεζάς

Γεώργιος Πετιμεζάς

Ο Γεώργιος Πετιμεζάς [37] του Αντωνίου ήταν από τα Καλάβρυτα. Ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Σωτήρης έπεσαν το 1823 στη μάχη των Βασιλικών Κορίνθου μαζί με άλλα τρία ξαδέλφια του. Σπούδασε Νομικά στο Μόναχο. Το 1836 μπήκε στο δικαστικό κλάδο, όπου διακρίθηκε για το ήθος του και την ευθυκρισία του. Τον Φλεβάρη του 1862 ήταν εφέτης στο Ναύπλιο. Πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός ήταν ο δημιουργός της ιδέας της εξέγερσης. Ήταν μέλος της Επιτροπής Ασφαλείας της επανάστασης, δηλαδή της κυβέρνησής της. Ο Γ. Πετιμεζάς πήρε μέρος και στην επανάσταση του Οκτώβρη του ’62. Μετά έγινε αρχηγός της Εθνοφυλακής και εισαγγελεύς Εφετών. Πέθανε στις 4-2-1884.

Ηλίας Ποταμιάνος

Ηλίας Ποταμιάνος

Ο Ηλίας Ε. Ποταμιάνος [38] (1844-1911). Ο πατέρας του Ευάγγελος Ποταμιάνος κατήγετο από την Κεφαλονιά κι ήταν πλοίαρχος στον επικουρικό στόλο της Αγγλίας κατά τους Ναπολεοντίους πολέμους μέχρι το 1815. Αργότερα ως Φιλικός κατέβηκε στην Ελλάδα, πολέμησε και επί Καποδίστρια έγινε διευθυντής της Αστυνομίας. Ο Ηλίας Ε. Ποταμιάνος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, εκεί σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα, κατά δε την Ναυπλιακή επανάσταση, έφηβος μόλις, έλαβε ενεργό μέρος. Στην Αθήνα δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» ήταν φίλος και συνεργάτης του Επαμεινώντα Δεληγιώργη. Το 1872 όταν συνήλθε στην Κων/πολη Σύνοδος για το βουλγαρικό σχήμα, ο Ηλίας Ποταμιάνος εστάλη με εμπιστευτική αποστολή. Στο Ναύπλιο έβαλε υποψηφιότητα βουλευτή και εξελέγη το 1881, 1891 και το 1892. Ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Στη Βουλή ήταν δεινός ρήτορας. Διετέλεσε ακόμα καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων κατά τα έτη 1870-73. Πέθανε το 1911.

Θεόδωρος Φλογαΐτης

Θεόδωρος Φλογαΐτης

Ο Θεόδωρος Φλογαΐτης [39] του Νικολάου (1848-1905) ήταν νομομαθής, πολιτικός και δημοσιογράφος. Ο πατέρας του νομομαθής, γλωσσομαθής, αγωνιστής του ’21. Ο Θ. Φλογαΐτης γεννήθηκε στο Ναύπλιο κι εκεί πέρασε τα νεανικά του χρόνια. «Δεν είχε ακόμα ενηλικιωθεί όταν αγωνιζόταν με τ’ όπλο στο χέρι και με την πέννα από τις στήλες του «Συνταγματικού Έλληνα» όπου διερμήνευε τις αρχές της επανάστασης του 1862. Όταν επολιορκείτο το Ναύπλιο από τις κυβερνητικές δυνάμεις, γράφει η Ιστορία του Ελλ. Έθνους, το ηθικό των επαναστατών ήταν ακμαίο. Πολύ συντελούσαν σ’ αυτό τα άρθρα που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Συνταγματικός Έλλην» που είχε διευθυντή τον Θ. Φλογαΐτη, καθώς και οι φλογεροί λόγοι του πρωτοδίκη Π. Μαυρομιχάλη, που παρακινούσαν το λαό να συνεχίσει την άμυνα με όλη του τη δύναμη. Όπως γράφει και ο Τάσος Γούναρης, η εφημερίδα αυτή «γραφόταν με την καρδιά». Μετά την μεταπολίτευση πήρε πτυχίο Νομικής και για ένα χρονικό διάστημα ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Χαλκίδα. Έγινε υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αλλά πολιτεύονταν στη Χαλκίδα. Το 1879 εξελέγη βουλευτής Χαλκίδας. Ήταν πολιτικός αντίπαλος του Κουμουνδούρου. Το 1890 εξελέγη βουλευτής Ευβοίας. Ο Φλογαΐτης αρθρογραφούσε. Με την πέννα του υπερασπίζονταν την ελευθερία του «προσώπου», της θρησκευτικής συνείδησης και του πολιτικού φρονήματος. Σ’ άλλο άρθρο του που το έγραψε τον Αύγουστο του 1900, αλλά δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στην Ποικίλη Στοά του 1912 (σελ. 143-5) γράφει για «Το καθήκον της Ελληνικής Πολιτείας προς τας εργατικάς τάξεις». Επί Τρικούπη εξελέγη μέλος της επί του προϋπολογισμού επιτροπής. Ο Φλογαΐτης «δια πολυφύλλου εκθέσεως κατεδείκνυε το βάραθρον προς ο εφερόμεθα, προϊδών και προϊπών την επικειμένην χρεωκοπίαν». Επροτάθη για καθηγητής Πανεπιστημίου αλλά αυτός προτίμησε την δημοσιογραφία.

7.  Εκτός από την πτώση του Όθωνα, η Ναυπλιακή Επανάσταση είχε και επιπτώσεις στα δημοτικά πράγματα του Ναυπλίου για πολλά χρόνια. Όπως αναφέρει ο Θ. Δημόπουλος στην Ιστορία του Ναυπλίου σχηματίστηκε μια δημοτική παράταξη, η λεγομένη των Αρειμανίων, η οποία κυριάρχησε συντριπτικά στο Δήμο Ναυπλιέων τουλάχιστον για 20 χρόνια. Αντίπαλή τους, πιο συντηρητική, ήταν η παράταξη των Νοικοκυραίων. [40] Την εκκαθάριση των επαναστατών στο Δημοτικό Συμβούλιο με την κατάληψη της πόλης από τα βασιλικά στρατεύματα του Στρατηγού Χαν, ακολούθησε η εγκαθίδρυση νέου Δημοτικού Συμβουλίου μετά την έξοδο του Όθωνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι άτακτοι που ακολουθούσαν τον τακτικό στρατό, κυρίως στην Πρόνοια και τα περίχωρα της πόλης, δεν έλαβαν ουδέποτε αποζημίωση. [41] Αμέσως μετά την αναχώρησή του, ο διορισμένος Δήμαρχος – Γ. Ιατρός, έδωσε τη θέση του στο δικηγόρο Κωνσταντίνο Κ. Ευθυμιόπουλο (1828-1885), που είναι και ο πρώτος Δήμαρχος της παράταξης των Αρειμανίων, ο οποίος υπήρξε και πολλές φορές Βουλευτής, Αντιπρόεδρος της Βουλής και Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών. Για το κόμμα των Αρειμανίων, ο Δημόπουλος αναφέρει ότι «ήταν κόμμα πανίσχυρον, κόμμα λαϊκών αρχών, το οποίο εξεπροσώπη την ιδέαν της επαναστάσεως, όχι μόνο δια της αλλαγής του καθεστώτος αλλά και δια μιας περισσότερο μεγάλης και πλήρους μεταβολής εις τας ψυχάς και τας πεποιθήσεις των οπαδών του». «Κάτω τα τζάκια!…», εφώναζαν οι Αρειμάνιοι. Αγωνίζονταν εναντίον του «αριστοκρατικού αρχοντολογίου». Εκπρόσωπος αυτού του νέου κόμματος, όπως είπαμε, σε ηλικία μόλις 28 ετών, ήταν ο Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος. Ο Δημόπουλος λέει ότι από τον Οκτώβριο του 1862 μέχρι το 1865 ο Ευθυμιόπουλος και οι Αρειμάνιοί τους δεν ήταν απλώς δημοφιλείς, αλλά «δικτάτορες του τόπου». Η μάχη αυτή μεταξύ των δύο δημοτικών κομμάτων διήρκεσε 23 χρόνια, με Δήμαρχο μετά τον Ευθυμιόπουλο, τον γιατρό Επαμεινώνδα Κωτσονόπουλο, για δύο τετραετίες. Οι Αρειμάνιοι έχασαν το αξίωμα του Δημάρχου το 1879 με την αποτυχία του υποψηφίου τους Κωτσονόπουλου, τον οποίον όμως επανεξέλεξαν το 1883, αλλά ο Κ. Ευθυμιόπουλος ηττήθηκε στις Βουλευτικές Εκλογές του 1881 και κατόπιν το 1885. Οι εναπομείναντες Αρειμάνιοι προσχώρησαν στο κόμμα των αδελφών Φαρμακοπούλων. Σημειωτέον ότι ο δικηγόρος Κ. Φαρμακόπουλος είχε ήδη συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση. [42] Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, ο Ηλίας Ποταμιάνος (που είχε συμμετάσχει στη Ναυπλιακή Επανάσταση) και οι αδελφοί Φαρμακόπουλοι (Τάκης Φαρμακόπουλος, δικηγόρος και Θεόδωρος Φαρμακόπουλος, ιατρός) κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή του Ναυπλίου για 40 χρόνια, από το 1882 μέχρι το 1922.

Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι οι επίγονοι της Ναυπλιακής Επανάστασης στη Δημοτική Αρχή του Ναυπλίου κυριάρχησαν για πάνω από 60 χρόνια. Το έμβλημά τους ήταν το στάχυ και το τσεμπέρι, που μετά το θάνατο του Ευθυμιόπουλου υιοθέτησε το κόμμα των αδελφών Φαρμακοπούλων.

8. Συμπερασματικά, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, αντιαυταρχικές, αντιμοναρχικές, υπέρ των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών κυριάρχησαν όχι μόνο κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση όπου διακηρύχθηκαν (ας θυμηθούμε τη συμβολική καύση στην πυρά της λαιμητόμου, που έγινε στην Πλατεία Τριών Ναυάρχων του Ναυπλίου), αλλά και κατόπιν, για μακρύ χρονικό διάστημα.

Είναι αλήθεια ότι οι επαναστάτες δεν έθεσαν θέμα καταργήσεως του θεσμού της βασιλείας, παρόλο που πολλοί απ’ αυτούς ήταν δημοκρατικοί. Αλλά το αίμα που χύθηκε κατ’ αυτήν, μετέφερε στο λαϊκό υποσυνείδητο τις ιδέες ισοπολιτείας, ελευθερίας και ατομικών ελευθεριών. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντηρητική κατεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας μέχρι την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, έριξε στη λήθη τη Ναυπλιακή Επανάσταση, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Ναύπλιο. Ο εορτασμός λοιπόν στο Ναύπλιο των 150 χρόνων, το 2012 με ομιλίες, πολυπληθές επιστημονικό συμπόσιο και άλλες εκδηλώσεις από τα σημαντικά γεγονότα εκείνα για τη δημοκρατική ζωή της χώρας, μας επέτρεψε σήμερα να την ξαναθυμηθούμε, να μελετήσουμε τα επιτεύγματά της και να την τιμήσουμε όπως της αξίζει. Ήταν ένα επίτευγμα λαού και Στρατού και ο δεύτερος μπορεί εξίσου να την εγγράψει στο δημοκρατικό ενεργητικό του. Μακάρι το παράδειγμά της να γίνει ευρύτερα γνωστό και πάλι στο πανελλήνιο και να εμπνεύσει τις νεότερες γενιές.

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

  

Γιώργος Ρούβαλης

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Eric Hobsbawm, The Age of Revolution: Europe 1789-1848, Abacus, 1962

[2] Δ. Βικέλας, Η ζωή μου, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Εν Αθήναις, 1908, σελ. 85-86

[3] Δ. Βικέλας, Op.cit., σελ. 226.

[4] Χρήστος Φωτόπουλος, Αντιστράτηγος ε.α., Ένας Μακεδόνας Ήρωας, Υπολοχαγός Πυροβολικού Αλέξανδρος Γ. Πραΐδης (Η Σταδιοδρομία και η Δράση του), Στρατιωτική Επιθεώρηση, τευχ. 4, Ιουλίου – Αυγούστου 1996, σελ. 9-31.

[5] Κούλα Ξηραδάκη, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, 1809-1898, Η Γυναίκα που Κλόνισε το Θρόνο του Όθωνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1998, σελ. 210.

[6] Βλέπε πίνακα σε παράρτημα.

[7] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 199-200.

[8] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britanica, τόμος 46, 2007, σελ. 221-222.

[9] Op.cit., τόμος 16, 2007, σελ. 450-451.

[10] Τάσου Γούναρη, Η Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862, Β’ Έκδοση, Αθήνα 2010, σελ. 91-94.

[11] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 181-182.

[12] Op.cit., σελ. 183.

[13] Op.cit., σελ. 183-184.

[14] Op.cit., σελ. 184-185. Η παραπομπή είναι από την Ποικίλη Στοά, 1912, σελ. 617-18.

[15] Op.cit., σελ. 185-186.

[16] Op.cit., σελ. 186.

[17]Ibid., σελ. 186-187.

[18] Ibid.,., σελ. 188.

[19] Ibid., σελ. 188-189.

[20] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 189.

[21] Op.cit., σελ. 190-191.

[22] Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, επιμέλεια Λουκία Δρούλια – Γιούλα Κουτσοπανάγου, τόμος Β’, Ινστιτούτο Ελληνικών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2008, σελ. 442. Λήμμα του Κώστα Γ. Μίσσιου.

[23] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 191-193.

[24] Ibid., σελ. 193-194.

[25] Ibid., σελ. 194-195.

[26] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 195-196.

[27] Ibid., σελ. 196.

[28] Ibid., σελ. 197-199.

[29] Ibid., σελ. 200.

[30] Στο ίδιο, σελ. 200-201.

[31] Κ.Ξ., σελ. 201.

[32] Στο ίδιο, σελ. 202-204.

[33] Δ. Βικέλας, Op.cit., σελ. 378.

[34] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 204.

[35] Για την ενεργό συμμετοχή των δικηγόρων του Ναυπλίου στη Ναυπλιακή επανάσταση, βλ. την αντίστοιχη ανακοίνωση του Τάσου Γούναρη στο Συμπόσιο για τα 150 χρόνια της Ναυπλιακής επανάστασης, Ναύπλιο, Οκτώβριος 2012.

[36] Κούλα Ξηραδάκη, Op.cit., σελ. 204-207.

[37] Ibid., σελ. 207-208.

[38] O.π., σελ. 209-210.

[39] Ο.π., σελ. 210-212.

[40] Θεοδόση Δημόπουλου, Ιστορία του Ναυπλίου, Εισαγωγή-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης, Τόμος Β’, 2010, σελ. 228-231.

[41] Ibid., Τόμος Β’, 2010, σελ. 186-188.

[42] Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 1862, Υφ’ ενός Ναυπλιέως, Εν Αθήναις 1862, σελ. 47.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Σοφοκλή Οικονόμου: «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας»


 

 Το ανέκδοτο χειρόγραφο του Σοφοκλή Οικονόμου που παρουσιάζεται αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για τη φυσιογνωμία του Ναυπλίου τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ελληνικού βασιλείου. Γιός του «δασκάλου του γένους» Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων από την Τσαρίτσανη της Θεσσαλίας, ο Σοφοκλής, σπουδάζει ιατρική στη Γερμανία και τη Γαλλία και νεαρότατος, 26 χρόνων (γεννημένος το 1808) εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, το Ναύπλιο.

Στα 3 χρόνια που θα ασκήσει την ιατρική εκεί, μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα, οριστική πια «καθέδρα» του βασιλείου, ο Σοφοκλής Οικονόμος θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει την πόλη και να σημειώσει όλα όσα την χαρακτηρίζουν. Η ματιά του, βλέμμα γιατρού που καθοδηγείται από την επιστήμη του, στέκεται σε ποικίλες όψεις της πόλης. Πέρα από την αναδρομή στο παρελθόν και την ιστορία της, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο για παρουσιάσεις πόλεων, ο Σ. Οικονόμος θα εστιάσει σε παραμέτρους της καθημερινότητας των ανθρώπων που είναι οικείες σε ένα γιατρό. Η υγεία των ανθρώπων και οι παράγοντες που την επηρεάζουν, τα μέτρα που λαμβάνονται για την φροντίδα της, όσοι την υπηρετούν, όλα αυτά δεν ξεφεύγουν από την παρατήρηση του Οικονόμου.

 Συνταγμένη τον καιρό που ο Οικονόμος βρίσκεται στο Ναύπλιο, με αρκετές ωστόσο μεταγενέστερες προσθήκες, της ίδιας πάντως εποχής, η Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας, προοριζόταν για παρουσίαση στην Ιατρική Εταιρεία Αθηνών και κατόπιν για αυτοτελή έκδοση, ωστόσο ούτε το ένα ούτε το άλλο φαίνεται να πραγματοποιήθηκαν.

 Από μιαν άλλη οπτική γωνία, η μαρτυρία αυτή αντανακλά το πνεύμα της εποχής που θέλει τους γιατρούς να επιφορτίζονται και με καθήκοντα «ψυχρών παρατηρητών των ανθρωπίνων», όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι ιατροστατιστικοί πίνακες όλων σχεδόν των επαρχιών του βασιλείου, που συντάσσονται από γιατρούς και δημοσιεύονται στον Τύπο την εποχή εκείνη (1839). Ο Σ. Οικονόμος καταγράφει παράλληλα, εν τω γίγνεσθαι, τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Ναυπλίου στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, γεγονός που κάνει τη Σύνοψή του πολύτιμη και για τη μελέτη του αστικού φαινομένου στην Ελλάδα της εποχής αυτής.

 

Στο αρχείο Κωνσταντίνου και Σοφοκλή Οικονόμου, που φυλάσσεται στο Κέ­ντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθη­νών, περιλαμβάνεται ένα χειρόγραφο του Σοφοκλή Οικονόμου με τίτλο «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας». [1] Το κείμενο που παραδίδεται στο χειρόγραφο, απαντά σε δύο εκδοχές: μία μικρής έκτασης και μία μεγαλύτερη. Η πρώτη φαίνεται πως προηγείται χρονολογικά και ύστερα ξαναδουλεύτηκε και προστέθηκαν σ’ αυτήν στοιχεία, ώστε να προκύψει μια δεύτερη, βελτιω­μένη, εκδοχή, η οποία είναι και μεγαλύτερη σε έκταση. Σε αυτή τη δεύτερη, που αποτελείται από 68 αριθμημένες από τον ίδιο τον συγγραφέα σελίδες, ο Οικονόμος έχει συμπεριλάβει και κάποια άλλα λυτά φύλλα, χωρίς αρίθμηση, στα οποία φαίνεται πως είχε ξαναδούλεψει κάποια από τα θέματα που ανα­φέρονται στο κείμενο. Τέλος, υπάρχουν μερικά ακόμη φύλλα που φαίνονται να είναι γραμμένα από άλλο χέρι, πράγμα που δείχνει πως εκτός από τα στοι­χεία που συνέλεξε ο ίδιος, κάποιοι του έστελναν επιπλέον πληροφορίες για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.

Το κείμενο συντάχθηκε, στην πρώτη του μορφή, στα 1838 και ξαναδου­λεύτηκε την ίδια ίσως χρονιά ή και αργότερα.[2] Αρχικός σκοπός της συγγραφής του, όπως φαίνεται από το εξώφυλλο της πρώτης, συνοπτικής εκδοχής του, ήταν να παρουσιαστεί στην Ιατρική Εταιρεία των Αθηνών και να εκδοθεί κατόπιν το κείμενο, τίποτα όμως από αυτά τα δύο δεν φαίνεται ότι συνέβη.

Σοφοκλής Οικονόμος, (Τσαρίτσανη Θεσσαλίας 1806 ή 1809 – Βισί, Γαλλία 1877). Λόγιος - γιατρός.

Σοφοκλής Οικονόμος, (Τσαρίτσανη Θεσσαλίας 1806 ή 1809 – Βισί, Γαλλία 1877). Λόγιος – γιατρός.

Ο συγγραφέας του χειρογράφου Σοφοκλής Οικονόμος είναι γυιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων. Γεννήθηκε στην Τσαρίτσανη της Θεσσαλίας λίγο πριν το 1810. Βαπτίστηκε Κυριάκος αλλά, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής να προτιμώνται τα αρχαιοελληνικά ονόματα, από μικρό τον φώναζαν Σοφοκλή. Στα 1810, η οικογένεια Οικονόμου, ακολουθώντας τον δρόμο του αρχηγού της Κωνσταντίνου, κατέφυγε στη Σμύρνη. Τη δεκαετία του 1810 ο Κωνσταντίνος Οικονόμος δίδασκε στο εκεί Φιλολογικό Γυμνάσιο και η διδασκαλία του αυτή του προσέδωσε τη φήμη του διδασκάλου του Γέ­νους.

Στη Σμύρνη ο Σοφοκλής πραγματοποίησε και τις εγκύκλιες σπουδές του. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό της οικογένειας: ο πατέρας Κωνσταντίνος κατέφυγε στην Πετρούπολη και η υπόλοιπη οικογένεια, μαζί με τον Σοφοκλή, βρέθηκε, στα 1825, ύστερα από περιπέτειες, στη Βιέννη. Στην πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας ο Σοφοκλής σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική. Τον Οκτώβριο του 1832 τελείωσε τις σπου­δές του στη Βιέννη και συνέχισε στη Λιψία και το Βερολίνο. Το 1833 έλαβε στο Βερολίνο και το δίπλωμα του ιατρού. Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι, όπου για ένα χρόνο εξειδικεύτηκε ως ασκούμενος, κυρίως στη χειρουργική. [3] Το 1834 ο Σοφοκλής μαζί με τον πατέρα του Κωνσταντίνο και την αδερφή του Ανθία – τα άλλα μέλη της οικογένειας, η μητέρα, η γιαγιά και ο θείος του Στέφανος είχαν πεθάνει σε επιδημία χολέρας στη Βιέννη το 1832- εγκαταστά­θηκαν στο Ναύπλιο. Στην πόλη αυτή άσκησε την ιατρική για τρία περίπου χρό­νια και στις αρχές του 1838 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, το 1857, άσκησε την ιατρική, κατόπιν όμως στράφηκε στην πραγματική του αγάπη, τη φιλολογία, μέχρι και τον θάνατο του στα 1877. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για την Ιστορία της Παιδείας και της Εκκλησίας μετά την Άλωση, συνέταξε κατάλογο των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ο οποίος δεν εκδόθηκε), εξέδωσε όμως τα κατάλοιπα του πατέρα του.[4]

Το χειρόγραφο της «Ιατρικής χωρογραφίας» του Σοφοκλή, το οποίο απο­τελεί πολύτιμη μαρτυρία για μια σειρά από παραμέτρους της Νεοελληνικής Ιστορίας, δεν είχε την τύχη να εκδοθεί. Συντάχθηκε από παρατηρήσεις που ο ίδιος, κατά κύριο λόγο, συνέλεξε κατά τη διάρκεια της τριετούς παραμονής του στο Ναύπλιο. Κατά τη συγγραφή φαίνεται ότι ζήτησε διάφορα στοιχεία από φίλους του· κάποιοι από τους οποίους ανταποκρίθηκαν, ενώ άλλοι όχι. Ο κυριότερος συμπαραστάτης του ήταν ο φίλος του πατέρα του Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος Ολύμπιος, ο οποίος φρόντισε να συλλέξει και να του αποστεί­λει κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες για να τις ενσωματώσει στη μελέ­τη του την εποχή που και ο ίδιος είχε πια μόνιμα εγκατασταθεί στην Αθήνα. [5]

Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες γράφτηκε το χειρόγραφο, και τα κίνητρα που τον ώθησαν στην ενέργεια αυτή, δεν μας είναι ξεκάθαρα. Στο προοίμιο του χειρογράφου της πρώτης –σύντομης – εκδοχής του κειμένου ο Σοφοκλής ομολογεί πως διατρίψας τρεις περίπου χρόνους εις την πόλιν της Ναυπλίας και περί την ιατρικήν περιγραφήν ταύτης φροντίσας συνήθροισα τας ακο­λούθους παρατηρήσεις, αίτινες δύνανται να δώσωσι υποτυπώδη σκιαγραφίαν τινά του κλίματος και των άλλων, όσα απαντώνται εις ιατρικήν περιγραφήν της πόλεως ταύτης. Στις προθέσεις του, όπως ο ίδιος ομολογεί, ήταν αφενός η ευχαρίστηση του κοινού και η ευμενής υποδοχή των «πρωτοφανών, παροδι­κών και νεανικών» αυτών παρατηρήσεων, αφετέρου η δημιουργία παραδείγ­ματος, για να παρακινηθούν οι συνάδελφοι του να «συντάξωσι και όλων των ελληνικών πόλεων τας περιγραφάς».[6]

Η σύνταξη αυτής της «Χωρογραφίας», η οποία, όπως προαναφέραμε, έμεινε ανέκδοτη, δεν αποτελούσε καινοτομία ως προς τη σύλληψη την οποία σκό­πευε να εισαγάγει ο Σοφ. Οικονόμος στην ελληνική επιστήμη και κοινωνία, ούτε πρόκειται για έργο που θα τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα. Τα χρόνια εκείνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1830, το νεοσύστατο Βασίλειο έκανε τα πρώτα του βήματα. Οι επιτελείς και οι σύμβουλοι που συνόδευαν τον νεοαφιχθέντα και νεαρό στην ηλικία βασιλιά Όθωνα, Βαυαροί στην πλειονότητά τους, μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους προσπαθούσαν να οργανώσουν τις υπηρεσίες και τους θεσμούς θέτοντας τα θεμέλια ενός σύγχρονου κράτους. Η προσπάθεια αυτή στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο, στην ευρωπαϊκή παιδεία και εμπειρία που διέθεταν οι πρωταγωνιστές της. Πολλοί από τους θεσμούς και τις «καινοτο­μίες» που εμφανίστηκαν και καθιερώθηκαν τότε, δεν αποτελούσαν παρά με­ταφορά των αντίστοιχων εμπειριών της Δύσης. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε το τοπίο και σε ό,τι αφορά στην οργάνωση της ιατρικής επιστήμης στη χώρα μας, γεγονός που συνδέεται άμεσα με το υπόμνημα του Σοφ. Οικονόμου.[7]

Στις αρχές του 1834 με Βασιλικό Διάταγμα ορίστηκαν τα «περί συστά­σεως ιατρών κατά νομούς και περί των καθηκόντων αυτών».[8] Ανάμεσα στα καθήκοντα των ιατρών που επρόκειτο να καταλάβουν τις σχετικές θέσεις, περιλαμβανόταν και η καταγραφή όλων των συμβάντων που σχετίζονταν με την ιατρική, τη φυσική ιστορία και τη μετεωρολογία, «διά να δυνηθή όσον τά­χιστα να καταστρωθή εντελής ιατρική τοπογραφία του Νομού».[9] Είναι σαφές από το Β.Δ. ότι η διοίκηση προφανώς γνώριζε τα σχετικά με την ιατρική το­πογραφία και τη χρησιμότητα της. Τόσο οι Βαυαροί αντιβασιλείς, και κυρίως ο Μάουρερ που είχε επιφορτιστεί με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, όσο και ο I. Κωλέττης που ήταν υπουργός Εσωτερικών (σε αυτό το Υπουρ­γείο υπαγόταν η ιατρική οργάνωση της χώρας), έστηναν ένα οικοδόμημα εφά­μιλλο των ευρωπαϊκών προτύπων. Συνδέοντας τον διοικητικό μηχανισμό με τη συλλογή στοιχείων και παρατηρήσεων γύρω από την υγεία των κατοίκων και τις ασθένειες που επικρατούσαν, εκδήλωναν σαφώς την πρόθεση τους για αξιοποίηση των στοιχείων αυτών με κρατικές παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας· αυτό, άλλωστε, θα όφειλε να πράξει κάθε χρηστή διοίκηση.

Η «ιατρική τοπογραφία», η συστηματική δηλαδή παρατήρηση και κατα­γραφή εκ μέρους των ιατρών των φυσικών συνθηκών (γεωγραφική θέση και περιγραφή, κλίμα, άνεμοι, διατροφή κ.λπ.) ενός τόπου και η σχέση τους με τη δημόσια υγεία και τις ασθένειες[10] δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε, καινούρ­για ιδέα. Η άποψη ότι ο τόπος επιδρά άμεσα στην υγεία των κατοίκων του ανήκει στον μεγάλο ιατρό του 5ου π.Χ. αιώνα Ιπποκράτη και εντοπίζεται στο έργο του Περί αέρων, υδάτων, τόπων. Εκεί υποστηρίζεται πως το κλίμα (και κυρίως οι άνεμοι), το ανάγλυφο του τόπου, τα νερά, η διατροφή και ο τρόπος διαβίωσης αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες στην εμφάνιση και την έντα­ση των διάφορων ασθενειών. Τις απόψεις αυτές ενστερνίστηκαν ήδη από την αρχαιότητα διάσημοι ιατροί όπως ο Κέλσος και ο Γαληνός. Με την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης και γραμματείας στη δυτική Ευρώπη, που πα­ρατηρήθηκε από την Αναγέννηση και μετά, ήλθαν ξανά στην επιφάνεια αυτές οι μελέτες, κυρίως από τα τέλη του 16ου αιώνα, χάρη στον διάσημο ιατρό και αλχημιστή Παράκελσο και στη διδασκαλία του.[11]

Η αναβίωση των ιπποκρατικών θεωριών ασφαλώς και συνδέεται με τη γε­νικότερη ιστορική συγκυρία της εποχής. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και για διακόσια περίπου χρόνια η ανθρωπότητα βίωσε αλλαγές μεγάλης εμβέλειας. Η μεγαλύτερη από αυτές, η διεύρυνση των ορίων του γνωστού κόσμου μετά τις ανακαλύψεις και τις εξερευνήσεις (που είχαν χαρακτήρα άλλοτε τυχοδιω­κτικό και άλλοτε οργανωμένης κατάκτησης) είχε πολλαπλές συνέπειες. Μία από αυτές ήταν και η ανακάλυψη καινούργιων ασθενειών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ «νέου» και «παλαιού» κόσμου, γεγονός που τροφοδότησε σιγά – σιγά τη συζήτηση για τη σχέση της γεωγραφίας και της ιατρικής, την επίδραση δηλαδή του τόπου στην εκδήλωση των ασθενειών. Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα άρχισαν να καταρτίζονται μελέτες, στις οποίες η επίδραση των ιπποκρατικών ιδεών για το ζήτημα αυτό είναι φανερή.[12]

Η δημοσίευση του έργου του Charles Clermont (Carolus Claromontius) με τον ολοφάνερα «ιπποκρατικό» τίτλο De aere, locis et aquis terrae Angliae; deque morbis Anglorum vernacuiis, (Londres 1672), σήμανε ουσιαστικά την έναρξη της εποχής των ιατρικών τοπογραφιών. Τα χρόνια που ακολούθησαν η τάση αυτή απλώθηκε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.[13]

Προς το τέλος του 18ου αιώνα τα έργα που αναφέρονται σε περιγραφές διάφορων τόπων, θα αποκτήσουν νέα δυναμική. Πλάι στα κλασικά περιη­γητικά κείμενα, τα οποία πολλές φορές γράφονται από μνήμης ή ακόμη πε­ριγράφουν και σημεία που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ οι συγγραφείς τους, θα πλαισιωθούν και οι τοπογραφίες. Μέσα σε ένα πνεύμα εγκυκλοπαιδικής περιέργειας αλλά και θέλησης για πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού, τα έργα αυτά θα συνδυάσουν την ιστορία, την περιγραφή των μνημείων και του τοπίου, την καταγραφή των παραγόμενων προϊόντων, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων οι συγγραφείς τους έχουν ζήσει στους τόπους που περιγράφουν, και τους έχουν γνωρίσει καλά. Σε αυτή τη βάση θα έλθει να προστεθεί, συστηματικότερα πια, και η περιγραφή των ασθενειών, για να δημιουργηθεί ένας νέος κλάδος της επιστήμης, η ιατρική τοπογραφία.

Ο νέος αυτός επιστημολογικός κλάδος σύντομα απέκτησε και πρακτικές προεκτάσεις, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός νέου τύπου διοίκησης που μερι­μνούσε για την ευζωία των πολιτών της. Κάτω από την πίεση των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού, αρχικά, και των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης στη συνέχεια, η ιατρική τοπογραφία χρησιμοποιήθηκε για τον φωτισμό της διοίκησης σε θέματα δημόσιας υγείας και τη συνακόλουθη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των κακώς κειμένων. Κλασικό παράδειγμα αυτού του νέου τύ­που αντιλήψεων αποτελεί η μεγάλη έρευνα, την οποία, ήδη από το 1776, ξε­κίνησε η Βασιλική Εταιρεία Ιατρικής της Γαλλίας με σκοπό να καταγράψει την επίδραση των στοιχείων του Ιπποκράτη (αέρας, νερό, γη) στην παθολογία των γαλλικών πόλεων και χωριών.[14]

Στον χώρο του νεοσύστατου ελληνικού Βασιλείου η ιατρική τοπογραφία εισάγεται, σε επίπεδο θεσμικό τουλάχιστον, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η πρόθεση της διοίκησης για συλλογή πληροφοριών που θα οδηγούσαν στη δη­μιουργία «εντελούς» ιατρικής τοπογραφίας κάθε νομού, είναι σαφής, ωστόσο η υλοποίηση της δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν οι εμπνευστές της. Κάποια δειλά βήματα για την «καλλιέργεια» της πραγματοποιήθηκαν, τουλάχι­στον στα πρώτα χρόνια, έμειναν όμως μάλλον αποσπασματικά και η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη του ξεκινήματος. Σποραδικές προσπάθειες για ιατρικές χωρογραφίες διάφορων τόπων του ελληνικού Βασιλείου είναι σίγουρο πως έγιναν.

Ο νομαρχιακός ιατρός και μετέπειτα καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο I. Βούρος, για παράδειγμα, δημοσίευσε μια νοσολογική κατάσταση των Κυ­κλάδων το 1834,[15] ενώ και οι κατά τόπους «διοικητικοί ιατροί», όπως ονομά­στηκαν σε εφαρμογή της σχετικής διάταξης του Βασιλικού Διατάγματος που προαναφέραμε, προέβησαν σε αντίστοιχες παρατηρήσεις για το σύνολο σχεδόν των δήμων του ελληνικού κράτους. Τα στοιχεία που συνέλεξαν, ήταν κατά πολύ γενικότερα, ασαφέστερα, και κυρίως συντομότερα από εκείνα του Οικονόμου, και πάντως δεν οδήγησαν στη σύνταξη «εντελούς» ιατρικής τοπογραφίας των τόπων στους οποίους αναφέρονταν. Παρ’ όλα αυτά δημοσιεύτηκαν από τα τέλη του 1838 μέχρι και το 1840 ως Παραρτήματα στην εφημερίδα Ελληνικός Ταχυ­δρόμος, υπό τον τίτλο «Ιατροστατιστικοί πίνακες» των Διοικήσεων του ελληνι­κού Βασιλείου[16] και αποτελούν πολύτιμες πηγές για την εποχή. Αν οι εκθέσεις αυτές συνέχισαν να συντάσσονται είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε προς το πα­ρόν. Όταν ολοκληρωθεί η ταξινόμηση του Αρχείου του Υπουργείου Εσωτε­ρικών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ίσως το μάθουμε. Πάντως παρόμοιες δημοσιεύσεις δεν έγιναν κατά τον 19ο αιώνα. Σποραδικά κάποιοι, ευαίσθητοι σε τέτοια θέματα, ιατροί καταπιάνονταν με ζητήματα νοσολογίας διάφορων τό­πων, χωρίς, ωστόσο, να δημιουργηθεί ιδιαίτερη «σχολή».[17]

Το υπόμνημα του Οικονόμου και οι ιατροστατιστικοί πίνακες του 1838 ει­κονογραφούν τη σύνθετη πραγματικότητα της εποχής. Από τη μία πλευρά ένα κράτος που μόλις φτιάχνεται, και μια δημόσια διοίκηση που κάνει τα πρώτα βήματα της, και από την άλλη αυτοί που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην πράξη τις προσταγές του, στην προκειμένη περίπτωση οι ιατροί. Στα 1825, όταν ξεκινάει τις σπουδές του στην ιατρική ο Σοφ. Οικονόμος, η ιατρική τοπογραφία (όρος που καθιερώθηκε από τους Γάλλους και τους Γερμανούς) με­τράει σχεδόν 150 χρόνια ύπαρξης και έχει ήδη διαμορφώσει ένα μεθοδολογικό corpus.[18] Σημειώνουμε χαρακτηριστικά ότι τα χρόνια 1785-1830 εκδόθηκαν περίπου 130 μελέτες ιατρικής τοπογραφίας μόνο στα γαλλικά, για να μη μι­λήσουμε για τα έργα που γράφτηκαν στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.

Ο Σοφοκλής είναι σίγουρο πως γνωρίζει την ευρωπαϊκή κατάσταση, όπως τη γνωρίζουν και οι υπόλοιποι ιατροί που συντάσσουν τους ιατροστατιστικούς πίνακες, αφού οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει στη Γερμανία, κατά κύριο λόγο, ενώ, επιπλέον, διαθέτουν και ισχυρή κλασική παιδεία. Με αυτό το δεδομένο οι εντολές του Υπουργείου δεν τους προκαλούν δυσφορία, αντι­θέτως, εντάσσονται στη λογική που γνώρισαν κατά την περίοδο των σπουδών τους. Μεταφέρουν, λοιπόν, στα καθ’ ημάς τις αντιλήψεις της εποχής τους γύρω από τα ζητήματα της ιατρικής τοπογραφίας (ή ιατρικής γεωγραφίας), εφαρμόζοντας στην πράξη αυτά που έμαθαν στη θεωρητική τους κατάρτιση.

Στο βιογραφικό σημείωμα που επισυνάπτει στη διατριβή του ο Σοφ. Οι­κονόμος, δεν αναφέρεται, ωστόσο, σε παρακολούθηση μαθημάτων ιατρικής τοπογραφίας. Από τις μελέτες για τα νοσολογικά φαινόμενα σε ελληνικές πε­ριοχές, που συγκροτούν το corpus της ελληνικής ιατρικής τοπογραφίας, είναι σαφές ότι γνωρίζει το παλαιότερο κείμενο του Μάρκου Φίλιππου Ζαλλώνυ για την Τήνο (1809) και ότι τα χρόνια εκείνα είχε εκδοθεί μία νοσολογία της Λευκάδας, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει ακριβή στοιχεία γι’ αυτή.[19] Το αντίστοιχο έργο του Ιταλού ιατρού Κάρλο Μπόττα για την Κέρκυρα, που κυ­κλοφόρησε αρκετά χρόνια πριν, φαίνεται ότι το αγνοούσε, ενώ δεν είχε πλη­ροφόρηση και για σύγχρονα του έργα που αναφέρονται στην Πελοπόννησο, ακόμη και στο ίδιο το Ναύπλιο.[20]

Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί για τη σύνταξη της χωρογραφίας του, ποικίλλει. Ο ελάχιστος χρόνος που είχε περάσει από την εποχή των σπουδών του, του επιτρέπει να είναι ενημερωμένος ως προς τα πρόσφατα δημοσιεύμα­τα που αφορούν σε καθαρά ιατρικά θέματα. Για την ιστορία του Ναυπλίου μέχρι και την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιεί κυρίως συγγραφείς της αρ­χαιότητας και περιηγητές. Για την εποχή του Αγώνα, ωστόσο, και την περίοδο που ακολουθεί, παραπέμπει σε εφημερίδες και έργα της εποχής, ενώ γνωρίζει και σχολιάζει το άρτι τυπωθέν βιβλίο του Μάουρερ, τον οποίο, βέβαια, αντι­παθεί σφοδρά.[21] Σε κάποιες παραπομπές του, τέλος, χρησιμοποιεί τη νεότερη βιβλιογραφία της εποχής, πράγμα που αποδεικνύει ότι παρακολουθεί την εκ­δοτική παραγωγή.

Ερχόμαστε τώρα στο υπόμνημα. Είναι εμφανές – και από την έκταση του- ότι Σοφ. Οικονόμος έχει στο μυαλό του κάτι διαφορετικό από τη σύνταξη ενός απλού ιατροστατιστικού πίνακα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσέγγιση του Ναυπλίου συνολικότερη. Η αναφορά που ο ίδιος κάνει στο έργο του Ζαλλώνυ για την Τήνο, στο Προοίμιο του κειμένου του, μας φανερώνει το πρό­τυπο που έχει κατά νου για την προσέγγιση του θέματος. Έτσι, υιοθετεί την οπτική του Ζαλλώνυ και τα αντίστοιχα κεφάλαια της ανάλυσης του, φροντίζει όμως να προσθέσει και άλλα για πιο σύγχρονα θέματα: τη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν τόπο υπόδουλο και τουρκοκρατούμενο και σε μια πόλη ενός μοντέρνου και σύγχρονου κράτους.

Οι ενότητες στις οποίες οργανώνει την περιγραφή του, είναι οι ακόλουθες: «Χωρογραφία», «Ιστορία της πόλεως», «Επιγραφαί ελληνικαί», «Περί των ενδόξων ανδρών της Ναυπλίας», «Περί του αέρος», «Πολιτική κυβέρνησις της Ναυπλίας», «Κλίμα», «Περί των φυσικών προϊό­ντων», «Περί των κατοίκων», «Περί της φυσικής ανατροφής», «Περί γάμων, γεννήσεων και θανάτων», «Περί των επιχωριαζουσών ασθενειών», «Περί των λουτρών», «Περί Νεκροταφείων», «Περί των φαρμακοπωλείων», «Περί του εγκεντρισμού», «Περί των νοσοκομείων», «Περί των φυλακών», «Περί του Ορφανοτροφείου και των σχολείων», «Περί των ιατρών», «Περί των μαιών». Από αυτές τις ενότητες εκείνη που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση είναι η σχετική με την ιστορία της πόλης, που άρχεται από αρχαιοτάτων χρόνων, κάτι που είναι απολύτως φυσικό και σύμφωνο με την ιδεολογία της εποχής, αλλά αφορά και στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του Οικονόμου, ο οποίος φαίνε­ται ότι προτιμά τη φιλολογία από την ιατρική. Από την άποψη αυτή ο Οικονό­μος μοιάζει να επιχειρεί ένα συγκερασμό της κλασικής «περιηγητικής» προ­σέγγισης ενός τόπου με τις καινούργιες αντιλήψεις της ιατρικής τοπογραφίας.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας - Guillaume Abel Blouet  (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Το Ναύπλιο κατά την εποχή που ζει εκεί ο Σοφ. Οικονόμος βιώνει μια αντιφατική περίοδο. Όταν ο ίδιος φτάνει, τον Οκτώβριο του 1834, η πόλη είναι η πρωτεύουσα του νεοσύστατου Βασιλείου και το κέντρο της πολιτικής ζωής και των αποφάσεων που λαμβάνονται. Όταν φεύγει, τρία χρόνια αργό­τερα, την άνοιξη του 1837, η πρωτεύουσα έχει μεταφερθεί στην Αθήνα, όπου και σπεύδει να μετοικήσει η οικογένεια Οικονόμου – μαζί και ο Σοφοκλής-, ενώ το Ναύπλιο προσπαθεί σιγά-σιγά να συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στον ρόλο μιας επαρχιακής πόλης του ελληνικού 19ου αιώνα. Ο Οικονόμος με οξυδέρκεια παρατηρεί την πόλη και τον περιβάλλο­ντα χώρο, το οικιστικό πλέγμα, τους κατοίκους και τις συνήθειές τους και την επίδραση των νέων πραγμάτων και των ιδεών που ήλθαν μετά την απελευ­θέρωση με την Αντιβασιλεία. Η ματιά του άλλοτε είναι απλώς καταγραφική και άλλοτε διεισδυτικότερη. Παρατηρητής και αυτόπτης μάρτυρας της πραγ­ματικότητας που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του, δίνει πληροφορίες από «πρώτο χέρι» για τη διαμόρφωση της πόλης, χωρίς να διστάζει να προτείνει και λύσεις, ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, ένα θέμα που γνωρίζει πολύ καλά.

Το Ναύπλιο του Οικονόμου είναι μια πόλη «εύκτιστος», με διώροφα σπί­τια «ου πάνυ ευρύχωρα», ενώ στο προάστιο της Πρόνοιας τα σπίτια είναι «χθαμαλά και πλινθόκτιστα ως επί το πλείστον». Οι δρόμοι είναι μάλλον στενοί, λιθόστρωτοι και φέρουν ονομασία, υπάρχουν δύο πλατείες, τέσσε­ρις εκκλησίες και αρκετά δημόσια κτήρια, για τα οποία φροντίζει να δώσει ιστορικές πληροφορίες.[22] Όλα δείχνουν ότι η πόλη σιγά – σιγά προσπαθεί να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά εκείνα που ταιριάζουν στην καινούργια πραγ­ματικότητα, εκείνη που διαφοροποιείται ριζικά από το οθωμανικό παρελθόν.

Γύρω από το Ναύπλιο η εξοχή είναι γεμάτη αμπέλια, νεόφυτα δένδρα και αρωματικά φυτά, έτσι ώστε η κοιλάδα χαρακτηρίζεται «αξιόλογος και τερ­πνή». Σε μικρή απόσταση, στην Τίρυνθα, ο «αοίδιμος Κυβερνήτης» φρόντισε να ιδρυθεί «Αγροκήπιον χάριν της γεωργίας εν εσχάτι αθλιότητι ούσης». Η παραμέληση του Αγροκηπίου μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφο­νία του Καποδίστρια, αλλά και η πολιτική της Αντιβασιλείας προσφέρει στον Οικονόμο την ευκαιρία να επιτεθεί στους «ιδιωφελείς αλλοεθνείς» και τον «πανηγυριστή των αυτού βέβηλων εν Ελλάδι πράξεων Μαουρέρον».

Το κλίμα της Ναυπλίας είναι «μέτριον και ευχάριστον». Το άλλοτε νοσηρό κλίμα, που επικρατούσε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και του Αγώνα, βελ­τιώθηκε χάρη κυρίως στα μέτρα που έλαβε ο «αοίδιμος Κυβερνήτης» για την καθαριότητα της πόλης και τη δενδροφύτευση της ευρύτερης περιοχής. Τη βελτίωση αυτή «τρανότατα μαρτυρούσιν και η των επιδημιών έλλειψις και η των διαλειπόντων πυρετών ελάττωσις».[23] Επικρατέστεροι άνεμοι είναι κυρί­ως οι βοριάδες, ενώ οι νοτιάδες είναι κακοί για την υγεία των πολιτών, «αδυ­νατούντες τας τε του σώματος δυνάμεις και την φαντασίαν εκνευρίζοντες».[24]

Οι κάτοικοι της πόλης, μείγμα Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών, Κρητι­κών κ.ά., ανέρχονται περίπου στις 10.000. Φυσιογνωμικά ο Ναυπλιεύς διαφέ­ρει λίγο από τους κατοίκους της υπόλοιπης Αργολίδας. Είναι μετρίου αναστή­ματος, «ικανώς μυώδης και έχει τους οφθαλμούς μέλανες. Οι γυναίκες είναι μάλλον όμορφες, αγαπούν δε «την των ενδυμάτων επίδειξιν». Γενικότερα «εις το Ναύπλιον βλέπει τις το γοργόν της κρίσεως και το ενεργόν του νοός, και την περί την ραδιουργίαν ευχέρειαν, ήτις χαρακτηρίζει τον Πελοποννήσιον».[25] Βασικά είδη διατροφής είναι τα ψάρια, τα χόρτα, οι ελιές, το τυρί και το κρέας, ενώ καταναλώνεται «κατά κόρον» κρασί και μέτρια ρακί. Στην ιδιωτική τους ζωή οι κάτοικοι είναι εγκρατείς και ολιγαρκείς, ενώ, όταν φι­λοξενούν φίλους, αγαπούν «την επίδειξιν της τρυφής».[26] Κύρια ασχολία τους είναι το εμπόριο.

Σε ό,τι αφορά στα ζητήματα της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, η ματιά του Σοφ. Οικονόμου είναι πιο αναλυτική. Η παρατήρηση των συνηθισμένων ασθενειών του τόπου συνοδεύεται και από υποθέσεις για τα αίτια που τις προ­καλούν, αλλά και από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέ­μησή τους. Αναφερόμενος στην πιο συνηθισμένη ασθένεια, τους διαλείποντες πυρετούς, δηλαδή την ελονοσία, κατά κύριο λόγο θεωρεί πως αυτή οφείλεται στο «ύφυγρον της Ναυπλίας», ενώ «οι από του Austro[27] πνέοντες άνεμοι και διά της Λέρνης ερχόμενοι συμβάλλουσι προς την των πυρετών γένεσιν».[28] Στους πυρετούς αυτούς πιο εκτεθειμένοι είναι όσοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες και οι χειρώνακτες. Από τις άλλες ασθένειες ιδιαίτερη εντύπωση του προκαλεί η «ελεφαντίασις των Ελλήνων», η λέπρα, που είναι συχνότατη στο γειτονικό Κρανίδι, τα θύματα της οποίας πολλές φορές αναζητούν θεραπεία στο Ναύπλιο, καθώς επίσης και τα κιρσώδη έλκη της κνήμης, από τα οποία πάσχουν οι χωρικοί των γειτονικών χωριών και των περιχώρων του Ναυπλίου.

Στα θέματα δημόσιας υγείας οι παρατηρήσεις του Οικονόμου είναι πο­λύτιμες. Όλα όσα σχετίζονται με αυτήν, ιδρύματα, άνθρωποι και πρακτικές, παρουσιάζονται, κρίνονται και σχολιάζονται. Οι αναφορές στα λουτρά (δημό­σια και θαλάσσια), τα νεκροταφεία, τα φαρμακοπωλεία, τα νοσοκομεία, τους ιατρούς, τις μαίες, τις πρακτικές εμβολιασμών και τις μεθόδους μαιευτικής που ακολουθούνται, είναι πλούσιες και συνδυάζουν τόσο την αποτύπωση της κατάστασης των πραγμάτων, όπως την βλέπει ο Οικονόμος, όσο και την κα­ταγραφή σπάνιων ιστορικών στοιχείων.

Η εξοικείωση με τη μέθοδο της επαγγελματικής του ζωής είναι εδώ εμ­φανής: πρώτα η διάγνωση των πραγμάτων και κατόπιν οι προτάσεις για θε­ραπεία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε ζητήματα ιατρικής δεοντολογίας (ποιοι και κάτω από ποιες προϋποθέσεις ασκούν την ιατρική ή τη φαρμακευτική) και πρακτικής εφαρμογής. Η μαιευτική φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αν κρίνει κανείς από την έκταση που αφιερώνει στα σχετικά με την περιγραφή των τοκετών στο Ναύπλιο. Ο Οικονόμος, στηριζόμενος στις εμπειρίες του από τη Γερμανία, δεν διστάζει να καταθέτει τις προτάσεις του για τη βελτίω­ση των πραγμάτων, όπου το κρίνει αναγκαίο.

Από τα όσα σχετίζονται ευρύτερα με τη δημόσια υγεία, εκτεταμένη μνεία γίνεται στα νεκροταφεία του Ναυπλίου, και κυρίως στην ανάγκη ύπαρξης σύγχρονων νεκροθαλάμων (όπως εκείνοι που είχε εισαγάγει στη Γερμανία ο δάσκαλος του Ουφελάνδος), αλλά και στις φυλακές, οι οποίες από πλευράς υγιεινής βρίσκονται σε άθλια κατάσταση.[29]

Το χειρόγραφο του Οικονόμου είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο που βλέπει και κρίνει ο ίδιος τα πράγματα. Εδώ έχουμε, άλλωστε, να κάνουμε με έναν εκπρόσωπο εκείνης της γενιάς των Ελλήνων (των ετεροχθόνων, όπως ονομάστηκαν λίγα χρόνια αργότερα), οι οποίοι ερχόμενοι από το εξωτερικό προσπαθούν να προσαρμόσουν τις όποιες εμπειρίες και σπουδές τους στην πραγματικότητα ενός κράτους που κάνει τα πρώτα του βήματα. Στην περί­πτωση του Οικονόμου τα εφόδια και οι εμπειρίες που κουβαλάει είναι πολλές και μερικές φορές καθοριστικές. Η ηγετική προσωπικότητα του πατέρα του και η σύνδεση που έχει εκείνος με τη Ρωσία και το ρώσικο ανακτοβούλιο φαί­νεται πως επηρεάζουν ουσιαστικά και τον ίδιο.[30] Οσάκις – και δεν είναι λίγες οι φορές – αποτολμά σχόλια γενικότερης πολιτικής φύσης στη χωρογραφία του, η κατεύθυνση είναι σαφώς ευνοϊκή προς τις απόψεις του Ρωσικού Κόμ­ματος, του επονομαζόμενου των Ναπαίων.

Υπό αυτό το πρίσμα παρουσιάζεται και η περίοδος του Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται ο «πατήρ της ελληνικής πολιτείας».[31] Στα μάτια του Σοφ. Οικονόμου το θαυμαστό έργο του αοίδιμου Κυβερνήτη ήλθε να το ανατρέ­ψει η Αντιβασιλεία, και κυρίως ο «μιαρός» και «λωποδύτης» Μάουρερ. Η αποστροφή αυτή προς τους Βαυαρούς και την Αντιβασιλεία ασφαλώς και δεν συνάδει με τη γερμανική παιδεία, της οποίας υπήρξε μέτοχος ύστερα από μα­κρόχρονη παραμονή σε γερμανόφωνο χώρο (Βιέννη) και στην ίδια τη Γερμα­νία. Υπάρχουν, ωστόσο, την εποχή εκείνη, εκκρεμότητες και αντιπαραθέσεις τέτοιες, ώστε ο όποιος φιλογερμανισμός περνά σε δεύτερη μοίρα. Η υπόθεση, για παράδειγμα, της ανακήρυξης του αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1834) δεν μπορούσε παρά να τον επηρεά­σει άμεσα. Ο Μάουρερ και οι Βαυαροί είχαν πρωταγωνιστήσει στην κίνηση αυτή, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν ο ηγέτης όσων αντιδρούσαν.

Οι Βαυαροί δεν ήταν ο μόνος του «αντίπαλος». Πολλές φορές σημειώνει την ολέθρια επίδραση που έχουν στα ήθη και στις γενικότερες ασχολίες των κατοίκων οι συχνές επαφές με τους ξένους, το άνοιγμα στα νέα πράγματα, το οποίο φέρνει η ανεξαρτησία και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Βα­σιλείου. Αλλά η προς τους ξένους χάριν εμπορίου επιμειξία ως εκ της θέ­σεως της Ναυπλίας συνεπάγεται και ξένα μιάσματα φθοροποιά του ήθους, σχολιάζει, για να συμπληρώσει ότι ο εισαγόμενος ξένος πιθηκισμός περί τα των ευρωπαίων ήρξατο. Το αρρενωπόν εκείνο και σεμνόν και εμβριθές είδος του έλληνος χαλαρόν ποιείν και προς το της διαφθοράς κάταντες απωθείν και δούλον παρασκευάζειν, σημειώνει.

Η αντίθεση με τα ξενόφερτα πράγματα και η αίσθηση ότι οι ξενικές παρεμβάσεις έχουν ολέθρια αποτελέσματα στα ελληνικά πράγματα είναι διάχυ­τα στο κείμενο του. Οι αντιλήψεις του στα θέματα αυτά φαίνεται ότι συμπί­πτουν με εκείνες του πατέρα του, ο οποίος έχει επίσης τις ίδιες απόψεις κατά την εποχή εκείνη.[32]

Αλλού πάλι ομολογεί πως αυτολογοκρίνεται και αποσιωπά πράγματα της πρόσφατης ιστορίας της πόλης. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1827 το Ναύπλιο «απέβη θέατρον δραμάτων τραγικών. Η Φρουρά του Παλαμηδίου πολεμεί προς την της Ακροναυπλίας και πεισματώδης εμφύλιος πόλεμος δι’ όλου του Ιουνίου 1827 επικρατεί. Οικίαι κατακρημνίζονται, ο περίφημος προ της πόλεως ελαιών κατακαίεται, φυλακισμοί, μαστιγώσεις βίαιοι, δεσμοί και πολλά άλλα κακά καταπράττονται, επί των οποίων ρίπτοντες το κάλυμμα της λήθης αποσιωπώμεν την τραγικήν τούτων εξιστόρησιν».[33] Τα γεγονότα αυτά, στα οποία υπήρχε και πάλι «ξένος δάκτυλος», σύμφωνα με τον Οικονόμου, ήταν πολύ πρόσφατα και έτσι επιλέγει την πολιτική κριτική έναντι της ιστο­ρικής καταγραφής.

Ο Οικονόμος δεν είναι ένας συνηθισμένος επισκέπτης του Ναυπλίου. Η ματιά του ιατρού τον οδηγεί σε διάφορες παραμέτρους της πραγματικότητας, τις οποίες οι συνηθισμένοι περιηγητές του ελληνικού τοπίου προσπερνούν μάλλον γρήγορα και βιαστικά. Η «Χωρογραφία» του δεν αποτελεί μόνο μια απλή καταγραφή των πραγμάτων, αλλά μοιάζει περισσότερο με ένα φωτο­γραφικό λεύκωμα – ας μου επιτραπεί να την ονομάσω έτσι – του Ναυπλίου στα πρώτα βήματα του, στην παιδική του ηλικία. Αλλού αναγνωρίζουμε το στυλιζαρισμένο ύφος που οφείλουν να έχουν κάποιες «φωτογραφίες» αυτού του είδους, ενώ αλλού η πρωτοτυπία είναι εμφανέστατη. Το γεγονός πάντως ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες «φωτογραφίες» άλλων ελληνικών πόλεων την ίδια εποχή αλλά ούτε και του Ναυπλίου σε μεταγενέστερη εποχή, ίσως κάνει ακόμη πιο πολύτιμο αυτό το χειρόγραφο του Σοφ. Οικονόμου.

 

 

Γιάννης Μπαφούνης

Ιστορικός

 Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ακαδημία Αθηνών, Κ.Ε.Μ.Ν.Ε., Αρχείο Οικονόμου, φάκ. XXVIII, 12. Το χειρό­γραφο εντόπισε ο Κώστας Λάππας και έφτασε στα χέρια μου μέσω του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, που είχε πάρει παλαιότερα την άδεια έκδοσής του μαζί με τον Αριστοτέλη Κ. Σταυρόπουλο (1927-1994). Χωρίς τη βοήθειά τους η εργασία αυτή φυσικά και δεν θα είχε γίνει. Δικαιωματικά, λοιπόν, τους ανήκει η αφιέρωση του παρόντος άρθρου μαζί με τις ευχαριστίες μου.

[2] Ανάμεσα στις πηγές που χρησιμοποιεί ο Σ. Οικονόμος για τη συγγραφή της «Ια­τρικής Χωρογραφίας» του, είναι και ο Β’ τόμος του έργου του Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832. Οι πρώτοι 7 τόμοι (από τους 11 συνολικά) του έργου αυτού εκδόθηκαν στον Πειραιά το 1839, γεγονός που προσδιορίζει χρονικά ότι τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη χρονιά ο Οικονόμος δούλευε το χειρόγραφό του.

[3] Λόγοι εκφωνηθέντες εν τη κηδεία Σοφοκλέους Κ. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, υπό Μ. Γεδεών εν τω ναώ και Τιμολέοντος I. Φιλήμονος εν τω νεκροταφείω, Αθήνησι, Εκ του Τυπογραφείου «Παρνασσού», 1877, σ. 6.

[4] Στην εισαγωγή που προτάσσει ο Κώστας Λάππας στον πρώτο τόμο της αλληλογρα­φίας του Κωνσταντίνου Οικονόμου, αλλά και στα σχόλια που συνοδεύουν τις επιστολές, μπορεί να βρει κανείς πλήθος στοιχείων για την προσωπική πορεία του ίδιου και της οικο­γένειάς του. Βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Αλληλογραφία, επιμέλεια Κ. Λάππας και Ρ. Σταμούλη, τ. Α’, 1802-1817, Αθήνα 1989 και τ. Β’, 1818-1822, Αθήνα 2002. Πλούσια στοιχεία περιέχει και η μελέτη του ίδιου «Η οικογένεια Κων. Οικονόμου μέσα από την αλληλογραφία της (1821 -1832)», στο Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1995, σ. 393-419. Για τον Σοφοκλή Οικονόμο βλ. και Κωνσταντίνος I. Μανίκας, «Σοφοκλής Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Βιογραφικό διάγραμμα και συγγραφικό έργο», στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. Μ’, Αθήνα 2005, σ. 369-402.

[5] Βλ. τις χειρόγραφες σημειώσεις του Κ. Παπαδόπουλου Ολυμπίου στο τέλος της «Χωρογραφίας» του Σοφ. Οικονόμου, τις οποίες αναγνώρισε ο Κώστας Λάππας και μου τις γνωστοποίησε. Από τις σημειώσεις αυτές προκύπτει ότι ο Οικονόμος είχε απευθυνθεί σε διάφορους ζητώντας πληροφορίες για το Ναύπλιο, ανάμεσα στους οποίους αναφέ­ρονται οι Λάμπρος Σουλιώτης, Ν. Λουριώτης, ένας κουμπάρος του Οικονόμου ονόματι Ντανδρές κ.ά.

[6] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», Προοίμιον. Να σημειώσουμε εδώ ότι και ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, είχε ασχοληθεί με την περιγραφή πό­λεων δημοσιεύοντας στον Λόγιο Ερμή την «Αυτοσχέδιο διατριβή περί Σμύρνης» στα 1817 (15.10 και 1.11.1817), σ. 520-530 και 549-567 αντίστοιχα, όπου πραγματεύεται κυρίως την ιστορία της πόλης, αλλά κάνει και αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η δη­μοσίευση στον Λόγιο Ερμή κυκλοφόρησε και σε ανασελιδοποιημένο ανάτυπο αυτοτελώς (σ. 30 + 2.λ.) με τον τίτλο Πολιτειογραφία. Το κείμενο επανεκδόθηκε ως βιβλίο στα 1831 στη Μάλτα.

[7] Για την ιατρική πραγματικότητα της εποχής του Όθωνα βλ. Θαν. Μπαρλαγιάννης, «Η ταυτότητα του επίσημου ιατρικού σώματος στην Ελλάδα του Όθωνα: ανάμεσα στο ευρωπαϊκό επιστημονικό παράδειγμα και τις ντόπιες πολιτισμικές και πολιτικές πραγμα­τικότητες», στα Πρακτικά Συνεδρίου «Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)», τ. Ε’, Αθήνα 2011, σ. 251-264.

[8] Φ.Ε.Κ. 7, 8/20.2.1834.

[9] Στο ίδιο, άρθρο 3, § θ’.

[10] Βλ. ένα πρόχειρο ορισμό της ιατρικής τοπογραφίας στο http://medconditions.net/ medical-topography.htm 1.

[11] Για την πορεία και τις τύχες των θεωριών του Ιπποκράτη στην αρχαιότητα αλλά και τον 17ο-18ο αιώνα βλ. Wesley D. Smith, The Hippocratic tradition, electronic edition, revised, 2002 (http://www.biusante.parisdescartes.fr/medicina/Hippo2.pdf. [πρώτη έκδοση: Cornell University Press, 1979]). To πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην αναβίωση των ιπποκρατικών θεωριών τον 17ο και 18ο αιώνα.

[12] Για μια σύντομη παρουσίαση βλ. Mirco D. Grmek, «Geographie medicale et histoire des civilisations», Annales. Economies, Societes, Civilisations, 18e annee, N. 6 (1963), σ. 1071-1097.

[13] Μια βασική βιβλιογραφία (ανεπαρκή, ωστόσο, για τα ελληνικά πράγματα) των ανά τόπο μελετών της ιατρικής τοπογραφίας μπορεί κανείς να βρει στο έργο του Α. Pauly, Bibliographie des sciences medicates: bibliographic biographic, histoire, epidemics, to­pographies, endemics, Παρίσι 1872.

[14] Για μια παρουσίαση επιμέρους θεμάτων της έρευνας αυτής που κράτησε από το 1776 μέχρι το 1793, βλ. το συλλογικό έργο των J. P. Desaive, P. Goubert, Ε. Leroy Ladurie, J. Meyer, Ο. Muller, J. P. Peter, Medecins, climats et epidemies a la fin du I8eme siecle, Παρίσι 1972.

[15] Βλ. I. Βούρος, «Νοσολογική κατάστασις των Κυκλάδων κατά το 1834 έτος», Ασκληπιός, τ. Α’, φυλ. ΙΑ’ (1.6.1837), σ. 369-388.

[16] Βλ. Γ. Η. Πεντόγαλος και Γ. Α. Σταθόπουλος, «Οι ιατροστατιστικοί πίνακες των Διοικήσεων του Ελληνικού Βασιλείου (1838-1839)», στην Επιστημονική Επετηρίδα τον Τμήματος Ιατρικής του Α.Π.Θ., τ. 17, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 271-280.

[17] Ενδεικτικά σημειώνουμε: Θ. Αφεντούλης, «Ιατρική νοσογραφία της Ανδρου», Ασκληπιός, Αθήνα 1858· Π. Παλλάδιος, «Τοπογραφική νοσολογία τινών δήμων Κυνου­ρίας», Ασκληπιός, Αθήνα 1858· Αν. Γούδας, Έρευναι περί Ιατρικής Χωρογραφίας και κλί­ματος Αθηνών, Αθήνα 1858·Γ. Βάφας, Αι Αθήναι υπό ιατρικήν έποψιν. Μέρος πρώτον, Η Πόλις, Αθήνα 1878· Χ. Κορύλλος, Αι Πάτραι υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Αθήνα 1888· Ανδρ. Κ Φραγκίδη, Η νήσος Σύρος υπό τοπογραφικήν, κλιματολογικήν και ιατρικήν έποψιν, Ερμούπολη 1894· Στεφ. Κ. Καλλία, Η Χαλκίς υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Αθήνα 1896.

[18] Ο L. L. Finke στον πρόλογο του 3ου τόμου του έργου του Versuch einer allgemeinen medicinischpractichen Geographie, (3 τόμοι), Λιψία 1792-1795, παρουσιάζει ένα μεθοδολογικό κείμενο για το πώς πρέπει να συντάσσονται οι ιατρικές τοπογραφίες. Ο I. Βούρος, με σπουδές στη Γερμανία, γνωρίζει και παραπέμπει στο κείμενο αυτό. Βλ. «Νοσολογική κατάστασις των Κυκλάδων», ό.π., σ. 372. Αντίστοιχο υπόδειγμα σύνταξης ιατρικών τοπογραφιών δημοσιεύεται και στο έργο του J. Hennen, Sketches on the medical topography of the Mediterranean comprising an account of Gibraltar, the Ionian Islands and Malta to which is prefixed a plan for memoirs on medical topography, V.I-II, Λονδίνο 1830, σ.13-42.

[19] Μ. Zallony, Voyage a Tine, I’une des iles de Varchipel de la Grece, suivi d’un Traite de Vasthme, Παρίσι 1809. Στην πρώτη εκδοχή της τοπογραφίας του ο Οικονόμος σημειώνει χαρακτηριστικά: «έχουμε περιγραφάς της νήσου Τήνου υπό του ιατρού Μαρκάκη Ζαλλόνη (Voyage a Tine), της Λευκάδος υπό του Γάλλου». Ο Γάλλος αυτός είναι ο Alphonse Ferrara και πρόκειται για το βιβλίο του Coup d’ceil sur les maladies les plus importantes qui regnent dans une des iles les plus celebres de la Grece, ou Topographie medicale de I’He de Leucade, ou Sainte Maure, Παρίσι 1827 (68 σελίδες).

[20] Βλ. Carlo Botta, Storia naturale et medica dellisola di Corfu, που πρωτοκυκλοφορεί στο Μιλάνο στα 1798 και επανεκδίδεται στην ίδια πόλη στα 1823. Οι ιατροί που συνόδευαν το εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μαιζών στην Πελοπόννησο (την περί­φημη «Expedition scientifique de la Moree») δημοσίευσαν δύο τουλάχιστον έργα ιατρικής τοπογραφίας. Πρόκειται για τη διατριβή του Ε. Joudan, Considerations sur la topographie medicate de Patras, Στρασβούργο 1834, και τη μελέτη του Prosper Gassaud «Memoires et observations sur les fievres intermittentes pernicieuses qui ont regne a Nauplie pendant Pautomne de 1832, precedes d’ un apercu topographique de cette ville», η οποία δημο­σιεύτηκε στο περιοδικό Recited de memoires de medecine militaire (τ. 40, Παρίσι 1836, σ. 1-60). Βλ., επίσης, P. Ε. Gittard, Considerations generates sur la constitution physique du Peloponese, et son influence sur le caractere et les maladies de ses habitants, Παρίσι 1834. Ο Οικονόμος δεν φαίνεται να γνωρίζει το έργο του J. Hennen, ό.π.

[21] Αναφερόμαστε στο κλασικό έργο Das griechische Volk in offentlicher, kirchlicher undprivatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe his zum 31. Juli 1834, Χαϊδελβέργη 1835, στο οποίο ο Μάουρερ, εκτός των άλλων, αναφέρεται και στην εμπει­ρία από τη συμμετοχή του στην Αντιβασυλεία (1833-1834). Συχνά κάνει αναφορές στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος (1825-1832) και στον Σωτήρα. Από τις άλλες εκδόσεις ση­μειώνουμε το έργο του Χρ. Βυζαντίου, Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος, από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι του 1832, Αθήνα 1837, σε εκείνο του Παλαιών Πατρών Γερμανού, Υπομνήματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήνα 1837, καθώς επίσης και σε εκείνο του Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ό.π.

[22] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 2 κ. εξ. Η αναφορά στην ονοματοδοσία των οδών είναι χαρακτηριστική της πορείας που ακολουθεί μια πρώην οθωμα­νική πόλη που αποκτά πλέον καινούργια αντίληψη για την ταυτότητά της.

[23] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 36.

[24] Στο ίδιο, σ. 35.

25 Στο ίδιο, σ. 46.

[26] Στο ίδιο, σ. 48.

[27] Austro: νοτιοδυτικός άνεμος.

[28] Στο ίδιο, σελίδα χωρίς αρίθμηση, μεταξύ των σ. 52-53 του κειμένου.

[29] Στο ίδιο, σ. 56. Αναφερόμενος στους βαρυποινίτες που φυλακίζονται στο Παλα­μήδι, ο Οικονόμος προτείνει τη μεταφορά τους στη Γυάρο, όπως «το πάλαι», όπου ασχο­λούμενοι με την εργασία θα ωφελούνται οι ίδιοι, αλλά και η πολιτεία θα μένει «ήσυχος και ασφαλής»· στο ίδιο, σ. 62.

[30] Για την πορεία του Κωνσταντίνου Οικονόμου και για την επίδραση που ασκεί στα παιδιά του, πολύτιμες πληροφορίες προσφέρει η αλληλογραφία του κατά την περίοδο 1802-1822. Βλ παραπάνω, υποσ. 4.

[31] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 29.

[32] Βλ. Κ. Λάππας, «Η οικογένεια Κων. Οικονόμου», ό.π., σ. 414 – 415.

[33] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 28.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Από το Ναύπλιο στην Αθήνα: Η μεταφορά της πρωτεύουσας, Έλλη Δρούλια, Ιστορικός, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Το Ναύπλιο, από το 1822 που πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τους Έλληνες, υπήρξε η διοικητική «καθέδρα» του Αγώνα, κύρια πρωτεύουσα του πρώτου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, του Όθωνα και της Αντιβασιλείας τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας - Guillaume Abel Blouet  (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Στην ανακοίνωση παρουσιάζεται η εικόνα του Ναυπλίου τα δέκα αυτά χρόνια: η αρχική κοινωνική διαστρωμάτωση, η μετέπειτα δημογραφική συγκρότηση και η εξέλιξή της, η ανάπτυξη της πόλης έως την οριστική απόφαση μετακίνησης της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Απόφαση που είχε καταλυτικά αποτελέσματα και ανέτρεψε την ζωή του Ναυπλίου.

Η πλειονότητα των κατοίκων του μετακινήθηκε προς την νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα. Έχασε τον κεντρικό του ρόλο και τα προνόμια που τον συνόδευαν, υποβαθμίστηκε και σχεδόν εξισώθηκε με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Γίνεται αναφορά στην συζήτηση επιλογής «καθέδρας» και τα επιχειρήματα που τέθηκαν προκειμένου να υποστηριχθούν οι διάφορες επιλογές (Κόρινθος, Ισθμός, Άργος, Τρίπολη, Σύρος, Μέγαρα, Αίγινα καθώς και η παραμονή στο Ναύπλιο). Περιγράφεται η Αθήνα, η υστέρησή της σε σχέση με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η ανάπτυξή της τα πρώτα δέκα χρόνια από το 1834, οπότε ορίστηκε η καθέδρα του κράτους.

Η διαδρομή αυτή παρακολουθείται μέσα από διοικητικές αποφάσεις, που συγκαταλέγονται στα έγγραφα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας και το Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου, τα άρθρα και σχόλια του Τύπου της εποχής, προσωπικές μαρτυρίες και σύγχρονες μελέτες.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Έλλης Δρούλια πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Από το Ναύπλιο στην Αθήνα – Η μεταφορά της πρωτεύουσας

Read Full Post »

Η αντιοθωνική εξέγερση στην Ερμούπολη (28 Φεβρουαρίου – 3 Μαρτίου 1862) και η ιδιαιτερότητα αυτής έναντι των εξεγέρσεων του Ναυπλίου και των άλλων πόλεων. Χρήστος Λούκος, Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

 

Προσωπογραφία του Δημάρχου Ερμούπολης Αμβροσίου Δαμαλά. Τσιγκογραφία, «Ημερολόγιον Γυμνασίου Ερμουπόλεως», 1888.

Προσωπογραφία του Δημάρχου Ερμούπολης Αμβροσίου Δαμαλά. Τσιγκογραφία, «Ημερολόγιον Γυμνασίου Ερμουπόλεως», 1888.

Το αντιοθωνικό κίνημα, ως συνέπεια των Ναυπλιακών, ξέσπασε στην Ερμούπολη στις 28 Φεβρουαρίου 1862 και έληξε μετά από λίγες μέρες, όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις, αφού νίκησαν όσους εξεγερθέντες μετέβησαν στην Κύθνο, κατέπλευσαν στη Σύρο. Στην αρχή θα παρουσιαστούν αναλυτικά τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές τους. Θα αναζητηθεί έπειτα ο βαθμός συμμετοχής των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, για να προσδιοριστεί κατά πόσο το κίνημα υπήρξε επανάσταση ή αντικυβερνητική στάση λίγων δυσαρεστημένων, στρατιωτικών και πολιτικών, με το καθεστώς.

Ιδιαίτερα θα εξεταστεί ο ρόλος του δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης λόγω της βαρύνουσας επιρροής τους, καθώς και η αντίθετη συμπεριφορά της δημοτικής αρχής στην Άνω Σύρο. Τέλος θα τεθεί το ερώτημα αν στην Ερμούπολη, την πλέον ανεπτυγμένη οικονομικά και κοινωνικά πόλη του τότε ελληνικού κράτους, η διαχείριση του κινήματος από τις ηγετικές ομάδες συνιστά μια ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με το Ναύπλιο και τις άλλες πόλεις που εξεγέρθησαν.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Χρήστου Λούκου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η αντιοθωνική εξέγερση στην Ερμούπολη (28 Φεβρουαρίου – 3 Μαρτίου 1862)

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

 

«Εν έτει 1862»: η ευρωπαϊκή και η ελληνική ιστορική συγκυρία. Χριστίνα Κουλούρη, Καθηγήτρια Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

 

Στόχος της ανακοίνωσης είναι η κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της Ναυπλιακής Επανάστασης σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Με αφετηρία το 1848, τα κινήματα που έμειναν γνωστά ως η «άνοιξη των λαών» και στη συνέχεια το 1856, το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου, του πρώτου πολέμου που μπορεί να θεωρηθεί πανευρωπαϊκός και ο οποίος είχε συνέπειες και στην Ελλάδα, καταλήγουμε στη δεκαετία του 1860 όταν κορυφώνονται κάποιες εξελίξεις τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, έργο του Henri Félix Emmanuel Philippoteaux (1815–1884), μουσείο Carnavalet, Paris.    Οι φιλελεύθεροι υψώνουν την τρίχρωμη σημαία ως εθνικό έμβλημα της Γαλλίας (δεξιά) τη στιγμή που οι σοσιαλιστές απέναντί τους υψώνουν την κόκκινη σημαία (αριστερά).

Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, έργο του Henri Félix Emmanuel Philippoteaux (1815–1884), μουσείο Carnavalet, Paris.
Οι φιλελεύθεροι υψώνουν την τρίχρωμη σημαία ως εθνικό έμβλημα της Γαλλίας (δεξιά) τη στιγμή που οι σοσιαλιστές απέναντί τους υψώνουν την κόκκινη σημαία (αριστερά).

 

Μπορούμε πράγματι να υποστηρίξουμε ότι η ναυπλιακή επανάσταση συνοψίζει όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της εποχής σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναλύονται σε δύο άξονες: α) τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της συνεχούς επέκτασης της εκβιομηχάνισης και της τεχνολογικής προόδου, έστω και με άνισους ρυθμούς, στην ευρωπαϊκή ήπειρο β) την έμπρακτη αμφισβήτηση της πολιτικής κληρονομιάς του Συνεδρίου της Βιέννης (1815) μέσα από τα κινήματα του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού.

Η ναυπλιακή επανάσταση εκδηλώθηκε μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που σηματοδοτούνταν από τη defacto υπέρβαση των πολιτικών δεδομένων της Ευρώπης της Ιεράς Συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα χρόνια που προηγήθηκαν του ελληνικού 1862 αντιστοιχούν σε μια πολυεπίπεδη κρίση που δεν αφορούσε μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Χριστίνας Κουλούρη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: «Εν έτει 1862» η ευρωπαϊκή και η ελληνική ιστορική συγκυρία

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

«Η επέκταση της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και οι συνέπειές της». Βασίλης Τσιλιμίγκρας, Φιλόλογος – Ιστορικός.Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

 

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862, ως έκφραση συσσωρευμένης αγανάκτησης και αντίδρασης στο «επάρατον και εθνοφθόρον σύστημα» της οθωνικής διακυβέρνησης, αποτελεί τη συνέχεια της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 και τον ενδιάμεσο σταθμό στην προσπάθεια του ελληνικού λαού να απομακρύνει τον Όθωνα από την εξουσία, γεγονός που θα πραγματοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα με την οριστική αναχώρηση του από την Ελλάδα (12 Οκτωβρίου 1862).

Η Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου του 1862, συνέπεια της συνεργασίας πολιτικών, λαϊκών και στρατιωτικών δυνάμεων που συγκροτούσαν την πρωτοπορία της πόλης, αποτελεί σημαντικό ιστορικό γεγονός, γιατί εκδηλώθηκε σε επαρχιακή πόλη, που είχε υπάρξει η πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και συντέλεσε τελικά στις εξελίξεις για την τελική έξοδο του Όθωνα από τη χώρα.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ήταν και η επέκταση της στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Αρκαδία, Λακωνία και Μεσσηνία) και στις Κυκλάδες (Σύρο, Κύθνο). Αυτό επιβεβαιώνει την εκτίμηση για την ύπαρξη πυρήνων αντίδρασης, που ήταν έτοιμοι να αντιδράσουν και να αποδεχθούν οποιαδήποτε δυναμική κίνηση αμφισβήτησης της οθωνικής κυριαρχίας. Όμως παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και τις κινητοποιήσεις γρήγορα υποχώρησε η επαναστατική ορμή κάτω και από την πίεση των κυβερνητικών δυνάμεων αλλά και των αδυναμιών των κατά τόπους επαναστατών.

Οι συνέπειες της επαναστατικής δράσης αφορούν τις πολιτικές επιπτώσεις που επακολούθησαν και οδήγησαν στην πολιτική μεταβολή του Οκτωβρίου του 1862, την τύχη των επαναστατών και τη θέση τους στο πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό πεδίο μετά τη μερική αμνήστευση της οθωνικής κυβέρνησης και την αντίδραση του λαού του Ναυπλίου αλλά και των άλλων περιοχών, που αναπτύχθηκε επαναστατική δράση. Έτσι, παρά την τελική αποτυχία της Ναυπλιακής Επανάστασης στο στρατιωτικό επίπεδο, ουσιαστικά πέτυχε στον στόχο της, δηλαδή την τελική ανατροπή του θρόνου και την πλήρη εφαρμογή του συντάγματος.  

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Βασίλη Τσιλιμίγκρα, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η επέκταση της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και οι συνέπειές της.

Read Full Post »

 

«Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862. Το στρατιωτικό μέρος: Προπαρασκευή, Σχεδίαση, Οργάνωση και Διεξαγωγή του Ένοπλου Αγώνα». Χρήστος Σ. Φωτόπουλος, Αντιστράτηγος ε.α. Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Η ανακοίνωση περιλαμβάνει:

  • Μία λίαν συνοπτική ενημέρωση σχετικά με το Στρατό Ξηράς της οθωνικής περιόδου (1833-1862) και τη «στρατιωτική πολιτική» των τότε κυβερνήσεων ως προς την καταστολή των πολλαπλών εξεγέρσεων, στάσεων και κινημάτων που εκδηλώθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο.
  • Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ναυπλιακής Επανάστασης και το σχέδιο ταχείας αντιμετώπισής της από τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Πάνος Κορωναίος, ο οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα.

Πάνος Κορωναίος, ο οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα.

  • Την ανάλυση, σε γενικές γραμμές, της στρατιωτικής αξίας του εδαφικού διαμερίσματος Αργολίδας και της γειτονικής ζωτικής εδαφικής περιοχής του Ισθμού της Κορίνθου.
  • Τις δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη της Επανάστασης από την εξαρχής απώλεια του στοιχείου του αιφνιδιασμού (πρόωρη αποκάλυψη του σχεδίου των επαναστατών του Ναυπλίου).
  • Την οργάνωση και τα σχέδια ενέργειας των αντιπάλων στρατευμάτων (Κυβερνητικών και Επαναστατικών)
  • Τη σύντομη αναφορά στη διεξαγωγή του αγώνα (πολεμικών επιχειρήσεων) στην Αργολίδα μεταξύ των αντιπάλων στρατευμάτων κατά τη χρονική περίοδο Φεβρουάριος – Μάρτιος 1862.
  • Τα κυριότερα συμπεράσματα από το «στρατιωτικόν μέρος» της Επανάστασης.
  • Άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την Επανάσταση, που προέκυψαν από την έρευνα αταξινόμητου σήμερα πρωτογενούς αρχειακού υλικού των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Χρήστου Φωτόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862. Το στρατιωτικό μέρος.

Read Full Post »

«Η Επανάσταση του 1862 και το Ναύπλιο». Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, Δρ. Ιστορικός. Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Η επανάσταση ξεσπά στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου του 1862. Δυο παράγοντες είναι σημαντικοί για την κατανόηση των ιστορικών αυτών γεγονότων: ο χώρος και οι άνθρωποι της πόλης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, από την προετοιμασία της έως και την καταστολή της, μνημονεύονται και αναδεικνύονται από τους πρωταγωνιστές της ορισμένα στοιχεία του χώρου:

–  Τα τείχη που περιβάλλουν την πόλη και ως ένα βαθμό την οριοθετούν.

–  Τα κάστρα, Παλαμήδι και Ακροναυπλία κυρίως, το Μπούρτζι δευτερευόντως.

– Οι δημόσιοι χώροι, όπως η πλατεία Συντάγματος.

–  Τα δημόσια κτίρια, όπως αυτό του Οπλοστασίου, το δημοτικό σχολείο, τα προξενεία, αλλά και κάποιες εκκλησίες, όπως αυτή του Αγίου Γεωργίου και η Παναγίτσα.

–  Τα ιδιωτικά κτίρια. Πρόκειται κυρίως για τις κατοικίες των πρωταγωνιστών.

 

Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.

Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.

 

Η πόλη επικοινωνεί με τα υπόλοιπα αστικά κέντρα με δύο τρόπους: μέσω θαλάσσης και μέσω του οδικού δικτύου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης χρησιμοποιήθηκε τόσο η θαλάσσια επικοινωνία, όσο και η χερσαία. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η επιλογή του τρόπου, αλλά και η ταχύτητα της μετακίνησης των αντιπάλων από τον ένα στρατηγικό χώρο στον άλλο.

Η πόλη το 1861 κατοικείται από 6.024 κατοίκους, από τους οποίους ένας σημαντικός αριθμός είναι ετεροδημότες. Την ίδια χρονιά είχαν καταγραφεί 367 «βιομήχανοι», 87 «έμποροι», 103 «υπάλληλοι», 53 «επιστήμονες», από τους οποίους οι 32 είναι δικηγόροι και 12 «κληρικοί». Η πολυπληθέστερη όμως επαγγελματική κατηγορία είναι ο στρατός. Υπάρχουν επίσης πολυάριθμοι κατάδικοι.

Ο κλάδος, μετά το στρατό, που φαίνεται να έχει ιδιαίτερο ρόλο και συμμετοχή στην επανάσταση είναι οι δικηγόροι. Δεν είναι όμως οι μόνοι. Σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, κυρίως της νεολαίας, κατατάσσονται σε εθελοντικά σώματα, παίρνουν ενεργό μέρος στα γεγονότα, αλλά και στις συγκρούσεις. Στην πόλη όμως λειτουργούν και θεσμοί, όπως το Δημοτικό Συμβούλιο, του οποίου ο ρόλος υπήρξε «επικουρικός» για τους επαναστάτες.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι συγγενικοί δεσμοί. Υπάρχουν όμως και οι συμβολικοί δεσμοί. Έτσι, οι αδελφοποιήσεις παίρνουν μαζικό χαρακτήρα μεταξύ των εξεγερμένων στρατιωτών και των εθελοντών πολιτών. Μέσω των αδελφοποιήσεων έχουμε την περίπτωση του αίματος που ενώνει. Το «χυθέν αίμα» των επαναστατών όμως, θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και θα συντελέσει αποφασιστικά στην έξωση του Όθωνα.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Κωνσταντίνου Γ. Γκότση πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Επανάσταση του 1862 και το Ναύπλιο

Read Full Post »

Older Posts »