Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Νικόλαος Σκουφάς’

Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης (1790-1854)


 

Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης (1790-1854)

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους Φιλικούς, ηγετικό στέλεχος και συναρχηγός της Εταιρείας σε ορισμένες φάσεις της διαδρομής της, γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της σημερινής επαρχίας Ολυμπίας το 1790, όπου έζησε έως και τα δεκαπέντε χρόνια του. Σύμφωνα με τον Αγησίλαο Τσέλαλη, πατέρας του ήταν ο Αναγνώστης Μυλωνάς ή Ρόδιος και μητέρα του η Μαρίτσα από το γένος των Χριστακαίων. [1]

Όπως είναι εύλογο, τα πρώτα γράμματά του έμαθε στη γεννέτειρά του και κατά τούτο μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τους άλλους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, εξαιρούμενου βέβαια του Αθανασίου Τσακάλωφ που έλαβε καλύτερη μόρφωση.

Το 1808 η οικογένεια του Αναγνωστόπουλου εγκατέλειψε την Ανδρίτσαινα και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και στη συνέχεια ο Παναγιώτης από την πρωτεύουσα της Ιωνίας θα βρεθεί στην Οδησσό, γραμματικός στην εμπορική εταιρεία του Αθανασίου Σέκερη, στην οποία ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα, πάντα όμως μέσα στο πεδίο δράσης του γραμματικού ενός μεγάλου εμπορικού οίκου.

Οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μετά από το φθινόπωρο του 1814 θα αναχωρήσουν από την Οδησσό προς διάφορες κατευθύνσεις, δηλαδή ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ θα κινήσουν για τη Μόσχα και ο Ξάνθος για την Κωνσταντινούπολη, καθώς διάφορες πιεστικές υποχρεώσεις τους αναγκάζουν να ασχοληθούν παράλληλα με τα της Εταιρείας και με τις προσωπικές υποθέσεις τους.

Από τους τρεις πρωτεργάτες ωστόσο ο Νικόλαος Σκουφάς στις αρχές του 1816 θα επανέλθει στην Οδησσό και μάλιστα θα βρεθεί κοντά στην εμπορική επιχείρηση του Αθανασίου Σέκερη, στην οποία εργαζόταν ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος. Κατά συνέπεια η μύηση των Σέκερη και Αναγνωστόπουλου στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Σκουφά το 1816 είχε τον χαρακτήρα μιας αναμενόμενης  εξέλιξης, η οποία, όμως, όπως  εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε, αποτέλεσε μια σημαντική επιτυχία που καταγράφεται στο ενεργητικό του Σκουφά. Περαιτέρω, ωστόσο, η ένταξη του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στη Φιλική Εταιρεία δεν υπήρξε μια απλή μύηση ενός πατριώτη στην Εταιρεία, καθώς εφεξής αυτός θα αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους πρωτεργάτες της Εταιρείας, επειδή θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρωταγωνιστές της συνωμοτικής δράσης και θα ανέλθει γρήγορα στα ηγετικά κλιμάκια της Οργάνωσης.

Την επόμενη χρονιά (1817) ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, όπου ξέρουμε ότι βρισκόταν από καιρό ο Ξάνθος, ενώ ο Σκουφάς  και ο Αναγνωστόπουλος θα παραμείνουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, δρώντας κυρίως στην Οδησσό και στον κοντινό χώρο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Ξέρουμε από τα στοιχεία του βίου και της δράσης του Νικ. Σκουφά την άφιξη στην Οδησσό των τριών οπλαρχηγών Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), Ηλία Χρυσοσπάθη και Παναγιώτη Δημητρόπουλου που είχαν πάρει το δρόμο για την Πετρούπολη διεκδικώντας χρήματα για παλαιότερες υπηρεσίες τους προς τον ρωσικό στρατό. Από αυτούς ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος φέρεται να μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Αναγνωσταρά στις 25 Οκτωβρίου 1817. Εφεξής ο Αναγνωστόπουλος θα αναλάβει διάφορες αποστολές στην περιοχή της Βεσσαραβίας, ενώ θα βρεθεί στο Κισνόβι και αργότερα στο Ιάσιο για συνεννοήσεις με έναν άλλο σημαντικό Φιλικό, τον Γεώργιο Λεβέντη.

Το άγαλμα του Νικόλαου Σκουφά στην πλατεία του Κομποτίου Άρτας. (Λεπτομέρεια)

Όπως  γνωρίζουμε εξάλλου την εποχή αυτή την πρωτοβουλία στα πράγματα της Εταιρείας έχει ο Νικ. Σκουφάς, ο οποίος μετά τη θανάτωση του Καραγιώργη, τον οποίο οι Φιλικοί είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν να επιστρέψει στη Σερβία προσβλέποντας σε ένα μελλοντικό συντονισμό των επαναστατικών κινημάτων που θα ξεσπούσαν στην Ελλάδα και στη Σερβία, αποφασίζει τη μετεγκατάσταση της έδρας της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήδη βρίσκεται εγκατεστημένος ο Ξάνθος από καιρό, ενώ ο Τσακάλωφ έχει καταφθάσει το φθινόπωρο (από τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο) του 1817.

Έτσι, λοιπόν, στις αρχές Απριλίου 1818 ο Νικόλαος Σκουφάς θα φθάσει, και αυτός, στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μαζί του και άλλα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως τον Χριστόδουλο Λουριώτη και βέβαια τον σύντροφό του από την παραμονή στην Οδησσό Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Κατά συνέπεια την άνοιξη του 1818, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, όλος ο ηγετικός πυρήνα της Εταιρείας θα βρεθεί στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκεί, μετά από πολύ λίγο χρονικό διάστημα (31 Ιουλίου 1818) η Φιλική Εταιρεία θα θρηνήσει τον πρόωρο θάνατο του Νικόλαου Σκουφά και εφεξής τον ηγετικό πυρήνα της θα αποτελέσουν οι δύο εναπομείναντες από τους ιδρυτές της και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, τους οποίους θα ενισχύει στο έργο τους συνεχώς ο πατριωτισμός και η οικονομική επιφάνεια ενός άλλου Σέκερη, του Παναγιώτη, ο οποίος έχει την έδρα των επιχειρήσεών του στην Κωνσταντινούπολη.

Με την αλλαγή που επέρχεται στον ηγετικό πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας το 1818 θα συνδεθούν διάφορες μετεπαναστατικές διενέξεις σχετικά με την ένταξη και τη θέση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, για τις οποίες θα αναφερθούμε και στο τέλος του παρόντος βιογραφικού. Σε αυτό συνέβαλε και η δυσνόητη για μας, δεύτερη κατήχηση στην Εταιρεία – όπως αναφέρουν διάφορες πληροφορίες – του Ξάνθου από τον Σκουφά τη χρονιά αυτή στη Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό ίσως έχει την ερμηνεία του στην απουσία του Ξάνθου από τη Μόσχα, όταν συντάχθηκε ο κανονισμός της μυστικής οργάνωσης, καθώς και το τυπικό των ορκωμοσιών και κατά συνέπεια ο Ξάνθος τυπικά δεν είχε δεθεί με τον όρκο των Φιλικών. Πάντως, τότε ο Αναγνωστόπουλος θα λάβει τα συνωμοτικά αρχικά AI ενώ ο Ξάνθος τα αντίστοιχα Α Θ αντί του Α Δ που είχε στην αρχή και εν συνεχεία ο Σκουφάς είχε δώσει στον Γαλάτη. Εξάλλου, στις επιτυχίες του Αναγνωστόπουλου καταγράφεται η κατήχηση στην Εταιρεία αυτή την περίοδο και του Παναγιώτη Σέκερη (έλαβε τα συνωμοτικά αρχικά A Κ), πράξη αποφασιστικής σημασίας, επειδή ο τελευταίος, όπως γνωρίζουμε από πολλές πηγές, θα ενισχύσει με τα κεφάλαιά του ποικιλοτρόπως τη Φιλική Εταιρεία, δηλαδή τα μέλη της στις διάφορες αποστολές τους. Πολλά μάλιστα από τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε ο Σέκερης καταχωρίστηκαν και στα οικονομικά κατάστιχα της Εταιρείας. Όπως και να έχουν τα πράγματα και όποιες ερμηνείες και αν τους δοθούν σχετικά με την ηγετική θέση του Εμμανουήλ Ξάνθου και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, ο τελευταίος θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρωτεργάτες της ετοιμασίας του ελληνικού επαναστατικού κινήματος που θα ξεσπάσει μετά από λίγα χρόνια.

Τον Οκτώβριο (και τον Νοέμβριο) του 1818 ο Αναγνωστόπουλος βρίσκεται ακόμα στην Κωνσταντινούπολη, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε από δύο επιστολές που στέλνει από την Ύδρα ο Αναγνωσταράς, ζητώντας οικονομική ενίσχυση για τους σκοπούς της Εταιρείας.[2] Τελικά Ξάνθος και Αναγνωστόπουλος θα αναχωρήσουν από την Πόλη τον Φεβρουάριο του 1819 με γαλαξειδιώτικο καράβι και θα κατευθυνθούν προς τις γνώριμες σ’ αυτούς περιοχές των Ηγεμονιών.

Στην πορεία τους αυτή έφθασαν στο Γαλάτσι, όπου συνάντησαν άλλα επιφανή στελέχη της Εταιρείας (Δημ. Θέμελη, Στέργιο Πρασσά, Θεόδωρο Νέγρη, Γεώργιο Λεβέντη κ.ά.). Στις αρχές Μαρτίου 1819 οι δρόμοι του Ξάνθου και του Αναγνωστόπουλου χώρισαν, καθώς ο Ξάνθος, όπως γνωρίζουμε, έχει αναλάβει τη σοβαρή αποστολή να κατευθυνθεί προς την Πετρούπολη και να προσπαθήσει να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος στην περιοχή των Ηγεμονιών θα αναπτύξει σοβαρή δραστηριότητα και θα συστήσει στο Γαλάτσι την πρώτη Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας, οργανωτική πράξη που στη συνέχεια θα επαναληφθεί και σε διάφορες άλλες πόλεις για να αντιμετωπισθεί με συστηματικό τρόπο ο μεγάλος αριθμός των μυημένων Φιλικών. Οι εφορείες, λοιπόν, κατέγραφαν τα μέλη της κάθε περιοχής, συγκέντρωναν χρηματικές ενίσχυσες και γενικώς επόπτευαν τη συμπεριφορά και δράση των μελών τους. Ο Ιω. Φιλήμονας παραδίδει μάλιστα στο Δοκίμιόν του ότι ο Αναγνωστόπουλος υπήρξε εκείνος που εκπόνησε τον ειδικό κανονισμό σύστασής τους.[3]

 

Όψη της Οδησσού το 1820. Λιθογραφία. Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Οδησσού.

 

Ωστόσο, κατά τη συγκρότηση των Εφορειών, ο Αναγνωστόπουλος, όπως παραδίδεται, ήλθε σε σύγκρουση με επιφανείς Φιλικούς, όπως λ.χ. με τον Θεόδωρο Νέγρη. Σχετικά με το ζήτημα αυτό από το Γαλάτσι ο Αναγνωστόπουλος θα γράψει στις 26 Μαρτίου 1819 μία επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Τομάροβο – καθ’ οδόν προς την Πετρούπολη – στην οποία αναφέρεται σε διάφορες δυσκολίες που συναντά και από την οποία επιπλέον κερδίζουμε ένα ψευδώνυμό του: Π. Αθανασιάδης. Σε νέα επιστολή του και πάλι προς τον Ξάνθο (Τομάροβο), γραμμένη στις 28 Απριλίου 1819, ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος (ως Αθανάσιος Ιωάννου), αναφέρεται στις διενέξεις που προκάλεσε η σύσταση της Εφορείας στο Ιάσιο, όπου σημειώθηκε σοβαρή αντιπαράθεση Θεόδωρου Νέγρη και Παναγ. Αναγνοστοπούλου.[4] Με την επιστολή αυτή διασταυρώνονται έτσι οι σχετικές πληροφορίες που αναφέρει πρώτος ο Φιλήμονας. [5] Σε σύγκρουση εξάλλου, που ήδη έχει αρχίσει από τις μέρες της Κωνσταντινούπολης, είχε έλθει ο Αναγνωστόπουλος και με ένα άλλο σημαντικό στέλεχος της Εταιρείας, τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, που αυτόν τον καιρό βρισκόταν και αυτός στη Μολδοβλαχία.

Τον ίδιο καιρό προτάθηκε από τον Αναγνωστόπουλο – πράγμα που αναφέρει και στην τελευταία επιστολή που μνημονεύσαμε – η ίδρυση ενός κεντρικού σχολείου στην Πελοπόννησο. Το πράγμα παρουσιάζεται ως βούληση της Φιλικής Εταιρείας, η οποία πιθανώς σκόπευε με την κίνηση αυτή να καλύψει τη συγκέντρωση χρημάτων με το πρόσχημα ακριβώς την ίδρυση του σχολείου αυτού. Γνωρίζουμε αρχικά πως η ίδρυση της σχολής αυτής  ανατέθηκε στον Θεόδωρο Νέγρη – ίσως και για να παύσει η δυσαρέσκειά του εναντίον του Παναγ. Αναγνωστόπουλου εξαιτίας της σύνθεσης της Εφορείας του Ιασίου – και για τον σκοπό αυτό ο Nέγρης θα συνεργαστεί με γνωστούς λόγιους της εποχής, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Στέφανος Δούγκας και ο Δανιήλ Φιλιππίδης. Η πληροφορία για την ίδρυση του σχολείου αυτού διασταυρώνεται και από γράμμα του Παναγ. Σέκερη προς τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο της 15ns Ιουλίου 1819, [6] όπου ο  Σέκερης αναφέρεται στα γράμματα του Οικουμενικού Πατριάρχη που απαιτούνται για την υλοποίηση ίδρυσης της σχολής και απαιτεί ο Αναγνωστόπουλος. Την έκδοσή τους εμπόδισε η πανώλη και η απουσία του Πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη, όμως «Θεού βοηθούντος, θέλει λάβει καλήν έκβασιν η αιτησίς σας και έστω» (τώρα γνωρίζουμε ότι την 1η Αυγούστου τα πατριαρχικά γράμματα ήταν έτοιμα). [7]

Από το Ιάσιο ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στις 7 Μαΐου 1819 θα απευθύνει μια νέα εκτενή επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει στο Τομάροβο. [8] Από την επιστολή αυτή γίνονται και πάλι φανερές οι διενέξεις μεταξύ των μελών της Εταιρείας, στις οποίες ο Αναγνωστόπουλος αναμφίβολα πρωταγωνιστεί. Με δριμύτητα καταφέρεται εναντίον κάποιων Φιλικών, τους οποίους δεν κατονομάζει βέβαια, αλλά είναι πολύ πιθανόν ότι πρόκειται για τους Κωνσταντίνο Πεντεδέκα και Θεόδωρο Νέγρη, τους οποίους στολίζει με διάφορα απαξιωτικά επίθετα (αχρείος, μαύρος, λυσσιασμένο σκυλί κ.ά.). Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, ο οποίος μετά τη δολοφονία του Νικ. Γαλάτη βρίσκεται στη Μάνη μαζί με τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Ωστόσο, η δολοφονία του Γαλάτη και οι περιπλοκές που αυτή προξένησε δεν άφησαν ανεπηρέαστο ούτε τον Αναγνωστόπουλο, μολονότι αυτός δεν φαίνεται να είχε κάποια ανάμειξη σε αυτήν.

 

Ο ιερομόναχος Ευστάθιος, αδελφός του Γαλάτη,

απειλούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του

αδελφού του, προβαίνοντας σε διάφορες

δολοφονίες Φιλικών, με το χέρι του αποσταλέντος

από αυτόν Ανδρέα Σφαέλου

 

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ο Αναγνωστόπουλος θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το Ιάσιο, επειδή ειδοποιήθηκε από τον Δημ. Θέμελη ότι κινδυνεύει η ζωή του, καθώς ο ιερομόναχος Ευστάθιος, αδελφός του Γαλάτη, απειλούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του, προβαίνοντας σε διάφορες δολοφονίες Φιλικών, με το χέρι του αποσταλέντος  από αυτόν Ανδρέα Σφαέλου, παρά τις προσπάθειες του Νέγρη να αποσοβήσει τον κίνδυνο και να απομακρύνει από την περιοχή των Ηγεμονιών τον Σφαέλο. Τελικά αυτό πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Θέμελη, ο οποίος αναφέρει ότι εκτός από τις παραινέσεις του προσέφεραν και 200 γρόσια. [9]

Τελευταία γνωστή επιστολή του Αναγνωστόπουλου (ως Αντώνιος και Αναστάσιος Ιωάννου) από το Ιάσιο είναι εκείνη της 24ns Μαΐου 1819, από την οποία έχουμε σημαντική πληροφόρηση για τα πράγματα της Εταιρείας. [10] Στην ίδια επιστολή εμφανίζεται και το όνομα του Κεφαλονίτη Ανδρέα Σφαέλου, που αναφέραμε παραπάνω, και ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον ανδριτσάνο Φιλικό «από εκείνους οπού πίνουν το αίμα με το ποτήρι». Στον κίνδυνο που διέτρεξε ο Αναγνωστόπουλος αναφέρεται εξάλλου και ο Δημήτριος Θέμελης σε επιστολή του προς τον Εμμ. Ξάνθο της ιδίας εποχής (7 Ιουνίου) που του έστειλε από το Γαλάτσι στο Ρένι. Στο γράμμα αυτό ο Θέμελης αναφέρεται σαφέστατα σ’ αυτά τα επικίνδυνα για τις τύχες της Εταιρείας γεγονότα: («ο φίλος [=Αναγνωστόπουλος] εμίσεψεν από εκεί διά Βουκουρέστιον εις την πρώτην του τρέχοντος») και στην οποία υπαινίσσεται ότι πρέπει να αναληφθεί απόπειρα δολοφονία εναντίον του Σφαέλου. [11]

Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Έργο του Διονυσίου Τσόκου, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Από το Ιάσιο ο Αναγνωστόπουλος θα βρεθεί στο Βουκουρέστι όπου θα συναντήσει τον Γρηγόριο Δικαίο και τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα. Αλλά και στην πρωτεύουσα τα Βλαχίας η κατάσταση δεν είναι καλή και τα πνεύματα των Φιλικών που βρίσκονται εκεί είναι ιδιαίτερα οξυμμένα. Έτσι ο Λεβέντης συμβουλεύει τον Αναγνωστόπουλο να συστήσουν και εκεί Εφορεία, προκειμένου να τεθεί η όλη κατάσταση κάτω από κάποιο σοβαρό έλεγχο. Την ίδια εποχή φέρεται ότι ο Αναγνωστόπουλος έκανε γνωστή στον Λεβέντη την Αρχή της Εταιρείας, πράγμα που προξένησε τον ενθουσιασμό του τελευταίου, ο οποίος έγινε μέλος της Αρχής με τα αρχικά Α Λ και εφεξής θα συνεισφέρει μεγάλα ποσά για την επιτυχία των σκοπών της. Ο Φιλήμων αναφέρει επιπρόσθετα ότι ακριβώς την ίδια εποχή στο Βουκουρέστι ο Αναγνωστόπουλος δέχθηκε σοβαρές πιέσεις από τον Γρηγόριο Δικαίο, που απαιτούσε να πληροφορηθεί εκτενέστερα τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία και ότι αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να καταστήσει τον αρχιμανδρίτη μέλος της Αρχής με τα στοιχεία Α Μ και το ψευδώνυμο Αρμόδιος.

Στις 21 Ιουλίου 1819 ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος, όπως μας πληροφορεί άλλη επιστολή του Δημ. Θέμελη, βρίσκεται ακόμα στο Βουκουρέστι. Αλλά και στις 4 Αύγουστου εξακολουθεί να παραμένει εκεί, ενώ από γράμμα της 11ης Αυγούστου και πάλι του Δημ. Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο, μαθαίνουμε ότι εκ μέρους του Αναγνωστόπουλου υπάρχει κάποια διάθεση κινητικότητας, καθώς ο τελευταίος κοινοποίησε στον Θέμελη να τον περιμένει «οπού να απέλθωμεν μαζύ εις Γαλάτζι και από εκεί είναι διά τα ενδώτερα μέρη…».[12] Πράγματι, στο Γαλάτζι ο Αναγνωστόπουλος εντοπίζεται στις 14 Οκτωβρίου 1819, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Φιλικός Ευάγγελος Μαντζαράκης, ενώ άλλη επιστολή τον θέλει την ίδια μέρα στο Ρένι. Τούτο επειδή τον καιρό αυτό έχει ξεσπάσει επιδημία πανώλης, οι καραντίνες δεν διεξάγονται κανονικά και κατά συνέπεια οι μετακινήσεις είναι δύσκολες και απαιτούν μεγάλους χρόνους.

Σε όλο αυτό το διάστημα είναι γεγονός διαπιστωμένο μέσα από πυκνές αναφορές σε διάφορες επιστολές ότι ο Ξάνθος και ο Αναγνωστόπουλος βρίσκονται σε στενή επαφή, ο ένας γνωρίζει τις κινήσεις του άλλου, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται η παραμικρή νύξη δυσαρέσκειας και ανταγωνισμού. Το αντίθετο. Βέβαια οι κινήσεις του Αναγνωστόπουλου είναι πάντα ηγετικές. Είναι μέλος της Ανώτατης Αρχής και αυτό φαίνεται από την όλη δράση του και βέβαια από τις εντάσεις που γύρω από αυτόν δημιουργούνται, καθώς ακριβως από την ηγετική συμπεριφορά του έρχεται σε συχνές προστριβές με άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Εταιρείας που δρουν στην περιοχή των Ηγεμονιών. Κάποια στιγμή ο Παναγ. Σέκερης σε γράμμα του προς τον Αναγνωστόπουλο της 1ης  Αυγούστου 1819 και δεδομένου ότι ο Ξάνθος εξακολουθεί να χρονοτριβεί και να μην αναχωρεί για την Πετρούπολη, υπαινίσσεται αντιθέσεις μεταξύ των δύο ανδρών αλλά η πληροφορία δεν διασταυρώνεται.[13] Ωστόσο, τα γραφόμενα εκ μέρους του Σέκερη είναι πολύ χαρακτηριστικά και νομίζω ότι αξίζει να τα αναφέρουμε:

«από τον Μανόλην έλαβα γράμμα διά θαλάσσης. Μου γράφει ότι ήτον έτοιμος να μισεύση· άμποτε να είναι αληθινόν. Παραπονείται ότι δεν έλαβε γράμμα μου ειμή μόνον ένα εις τόσον διάστημα καιρού. Διατί να μην του στείλεις τα γράμματά μου, αγνοώ την αιτίαν και άρχισα να υποθέτω ότι ίσως  και με τούτον έχετε τίποτα κρυολογήματα και είθε να είμαι απατημένος».

Όπως και να έχουν τα πράγματα είναι πάντως γεγονός ότι ο Αναγνωστόπουλος επιδεικνύει κάποιες στιγμές συμπεριφορά που είναι δυνατόν να θίξει πρόσωπα, και μάλιστα αυτά προς τα οποία παρουσιάζεται κάποια δυσχέρεια στις σχέσεις του. Σε μια τέτοια περίπτωση ο καλός και συνετός Παναγιώτης Σέκερης που, εκτός από την αμέριστη οικονομική στήριξη προς την Φιλική Εταιρεία, προσπαθεί να συμβιβάζει τα πράγματα και να ισορροπεί καταστάσεις, γράφει (13 Αυγούστου 1819) προς τον Αναγνωστόπουλο, ανάμεσα στα άλλα, τα παρακάτω: «Την γραφήν σου διά τον Χρυσοσπάθην ούτε την έδωσα ούτε την δίδω αφού δεν είναι διά δόσιμον και αν θέλεις στείλε άλλην καλήν, όχι με παρόμοιον δεσποτικόν ύφος. Ο άνθρωπος δεν μου φαίνεται κακοήθης, ούτε φατριαστής είναι. Εις τας ομιλίας του δεν ευρίσκω ασχημάδαν, ούτε εις τα καμώματά του σφάλμα θανάσιμον και είναι ανάγκη να βαστούν οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων και να μην προπαιρνόμεθα από τον θυμόν».

Η περιπλάνηση του Αναγνωστόπουλου σε διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών συνεχίζεται και όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, θα βρεθεί στο Γαλάτσι (11 Οκτωβρίου 1819) όπου θα συναντήσει προβλήματα από το κλείσιμο των συνόρων εξαιτίας της πανώλης αλλά θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα της Εταιρείας πάνε πολύ καλά και συγχρόνος, αναμφίβολα χρησιμοποιώντας συνθηματική γλώσσα, ενημερώνει τον Ξάνθο για πολλά ζητήματα.[14] Σε μια άλλη επιστολή του στενού συνεργάτη του Ξάνθου Μ. Φωκιανού προς τον Ξάνθο, της 13ns Δεκεμβρίου 1819 από το Ισμαήλι, ο Φωκιανός αναφέρει τα σχετικά με το σχολείο: «ο Θέμελης και ο Παναγιωτάκης [= Αναγνωστόπουλος] ήλθον προ πολλού εδώ… διά να τους δεχθούν εδώ εις καραντίναν τζερές δεν εστάθη, αλλ’ ούτε εις Ρένη, οι φίλοι όλοι επήγαν εις χαιρετισμόν τους, και εγώ η υπόθεσις οπού εστάθη ο ερχομός τους εδώ ήτον ως είπον οι ίδιοι, ότι είχεν ο Παναγ. τοιαύτας διαταγάς από το μέρος οπού δίδονται, διά να διορίση εδώ επιτρόπους του σχολείου μας, ως και εις άλλα μέρη, οπού αυτοί να αγροικούνται με το απαρθενεύον μέρος, και αυτοί να δέχονται τον τυχόντα, κρίνοντάς  τον άξιον και όσοι εσκορπισμένοι ευρίσκονται εις το καθ’ ένα να μαζωχθώσιν…».

 

Ο Αναγνωστόπουλος στη γραμμή

των πρόσφατων αντιθέσεων καταφέρεται

εναντίον του Κωνσταντίνου Πεντεδέκα,

του Θεόδωρου Νέγρη, εναντίον των οποίων

χρησιμοποιεί αρκετά βαριές εκφράσεις

(κενός, κομήτης, αχρείος, ασυνείδητος,

αλιτήριος, φιλοτάραχος, σκανδαλοποιός κ.ά.).

 

Παρακολουθώντας από κοντά τις κινήσεις του Αναγνωστόπουλου, έχουμε τη δυνατότητα με βάση τις υπάρχουσες πηγές, να τον εντοπίσουμε στις 16,17, 23 Ιανουάριου 1820 στο Γαλάτζι, στο Ισμαήλι και στο Ρένι. [15] Στις τελευταίες σελίδες της προηγούμενης παραπομπής υπάρχει εκτενέστατη επιστολή του Παναγ. Αναγνωστόπουλου (ως Ανδρέας Ιωακείμ) προς τον Εμμ. Ξάνθο της 24ns Ιανουάριου 1820 από την καραντίνα του Ρένι, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά στοιχεία για την εσωτερική κατάσταση της Φιλικής Εταιρείας και κάποιες  αντιθέσεις μεταξύ των μελών της. Ο Αναγνωστόπουλος στη γραμμή των πρόσφατων αντιθέσεων καταφέρεται εναντίον του Κωνσταντίνου Πεντεδέκα, του Θεόδωρου Νέγρη, εναντίον των οποίων χρησιμοποιεί αρκετά βαριές εκφράσεις (κενός, κομήτης, αχρείος, ασυνείδητος, αλιτήριος, φιλοτάραχος, σκανδαλοποιός κ.ά.). Είναι πολύ δύσκολο να ανασυγκροτήσει κάνεις το ακριβές πλέγμα των σχέσεων που κυριαρχούν ανάμεσα στα μέλη της Εταιρεία και ειδικότερα αυτών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή των Ηγεμονιών εκείνη ακριβώς την περίοδο και λίγο πριν αναλάβει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης την αρχηγία της. Το πράγμα πάντως είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή και το πρόσφατα εκδοθέν Αρχείο Ξάνθου πιστεύω ότι προσφέρει πολλά νέα στοιχεία· όμως, παράλληλα, ανακύπτουν και κάποιες δυσκολίες επειδή η συνθηματική γραφή που χρησιμοποιούν τα μέλη της Εταιρείας απαιτεί μεγάλη προσοχή για την αποκρυπτογράφησή της αλλά και επειδή η Εταιρεία έχει πολλαπλασιαστεί σε μεγάλο βαθμό και οι σχέσεις των μελών της διευρύνονται προς πολλές κατευθύνσεις.

Συνεχίζοντας, όσο γίνεται από πιο κοντά, την παρακολούθηση της πορείας του Παναγ. Αναγνωστόπουλου μαθαίνουμε από επιστολή του Μ. Φωκιανού προς τον Εμμ. Ξάνθο της 14ns Φεβρουάριου 1820 ότι ο Αναγνωστόπουλος παρέμεινε επί 25 μέρες στην καραντίνα στο Ρένι και ότι στις 6 Φεβρουάριου αναχώρησε «δι’ αναγκαίας υποθέσεις του οπίσω».

 

Σφραγίδα της Εφορείας της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη.Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά της Εταιρείας (ΦΕ) και στα αρχικά του επωνύμου των τριών Εφόρων, Κουμπάρη (Κ), Σπ. Μαύρου (Μ) και Ιωάν. Μπάρμπη (Μ).

 

Βρισκόμαστε πια κοντά στον χρόνο που ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος θα εγκαταλείψει την περιοχή των Ηγεμονιών, όπου ανέπτυξε, όπως είχαμε την ευκαιρία θα παρακολουθήσουμε, σημαντική δράση και θα κινήσει για την Πίζα της Ιταλίας, όπου βρίσκεται κιόλας για άλλους λόγους ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Μια επιστολή του Αναγνωστόπουλου (με το ψευδώνυμο «Ιωακήμ Αρχιμανδρίτης» προς τον Αντώνιο Κομιζόπουλο, Μόσχα) γραμμένη στις 11 Φεβρουάριου 1820, κρίνουμε σκόπιμο να την παραθέσουμε αυτούσια, επειδή επισημαίνει σοβαρά προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί και υπαινίσσεται την επικείμενη αναχώρησή του.

Κύριε.

Διά της παρούσης μου σας λέγω τα ακόλουθα· ειδοποιηθείς από φίλον, ότι ο φιλάνθρωπος [=τσάρος] επεριφρόνησε το πράγμα και ωργίσθη κατά του Α.Θ. [= Ξάνθος] και Α.Ι. [= Αναγνωστόπουλος] μαθών αυτήν την απεφκεταίαν είδησιν, χωρίς τινός αναβολής ανεχώρησα εκείθεν όπου με την προλαβούσαν σας έλεγα ότι ευρισκόμην. Το διά πού δεν λέγω, διότι ούτε εγώ ηξεύρω, όπου όμως αποκατασταθώ θέλω σας γράψει· να μη μου γράψετε πλέον, διότι δεν ηξεύρετε διά ποιον μέρος. Aν η παρουσία του Ξάνθου ανατρέψη τα πράγματα, το οποίον τούτο ανυπομόνως προσμένω να ακούσω, θέλετε δώσει την είδησιν εις τον Λεβέντην, παρ’ ου ειδοποιούμαι καγώ.

Τι σκοπεύει να πράξει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος δεν είναι φανερό, ούτε αυτός θέλει άλλωστε να το φανερώσει στο γράμμα του. Ένα άλλο όμως σημαντικό στέλεχος της Εταιρείας ο Νικόλαος Πατζιμάδης, την 1η Απριλίου σε επιστολή του από τη Μόσχα προς τον Εμμ. Ξάνθο που ενεργεί για τους γνωστούς λόγους στη Πετρούπολη, κρίνει ότι ο πελοποννήσιος Φιλικός «όταν τα πράγματα λάβωσιν αυτού κατα την επιθυμίαν μας καλόν τέλος και επιστέψετε εδώ τότε πρέπει να ελθή εδώ και ο Ιωάννης [= Αναγνωστόπουλος] όπου οι τέσσαροι να συνθέσωμεν καλά και μόνιμα συμφωνητικά…».[16] Τα ίχνη του έχει χάσει από τον Φεβρουάριο κι ο Ευάγγελος Μαντζαράκης, όπως γράφει στο Ξάνθο στις 27 Απριλίου 1820 από το Ισμαήλι: την τελευταία φορά που και αυτός τον εντόπισε ήταν ο Φεβρουάριος, όταν βρισκόταν στο λοιμοκαθαρτήριο στο Ρένι, ενώ και ο Aντώνιος Κομιζόπουλος γράφοντας στις 13 Μαΐου 1820 από τη Μόσχα στον Ξάνθο (Πετρούπολη) αγνοεί «που εκαταστάθη ο Ιωαννίδης».[17]

Η ασάφεια για τις κινήσεις του Παναγιώτη Αναγνωστοπούλου πάντως αρκετά γρήγορα θα διαλυθεί καθώς, όπως ξέρουμε, θα ακολουθήσει για διαφορετικούς λόγους τα βήματα του Αθανάσιου Τσακάλωφ και θα βρεθεί την άνοιξη του 1820 στην Πίζα της Ιταλίας, στο γνωστό περιβάλλον όπου ξεχωρίζουν ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Ιωάννης Κρατζάς.

 

Σύμβολα αφιερώσεως και καθιερώσεως μελών της Φιλικής Εταιρείας.Δημοσιεύεται στο Γ. Τσούλιος – Τ. Χατζής (ετημ.), Ιστορικόν Λεύκωμα της ΕλληνικήςΕπαναστάσεως τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1970, σ. 34.

 

Από τις υπάρχουσες πηγές δεν γίνεται φανερό γιατί ο Αναγνωστόπουλο εγκατέλειψε το περιβάλλον των Ηγεμονιών, όπου αυτή την εποχή – όπως και στη γειτονική Ρωσία, αλλά και στην κοντινή Κωνσταντινούπολη – παιζόταν το σημαντικότερο παιχνίδι της Φιλικής Εταιρείας, ενώ στην Πίζα ο ρόλος του εκ των πραγμάτων είναι λίγο αποδυναμωμένος. Πολλά από τα σημαντικά στελέχη της Εταιρείας στις μεταξύ τους επιστολές υπαινίσσονται ή και ομολογούν ανοικτά αντιθέσεις και διενέξεις μεταξύ των Φιλικών των Ηγεμονιών, στις οποίες ο Αναγνωστόπουλος ασφαλώς είναι έντονα ανακατεμένος. Αλλά πέραν τούτου ουδέν.

Ωστόσο, ο Α. Λεονάρδος (=Γ. Λεβέντης) σε γράμμα του της 19ns Μαΐου 1820 από το Βουκουρέστι προς τον Εμμ. Ξάνθο (Πετρούπολη) φαίνεται να ξεκαθαρίζει κάπως τα πράγματα περιγράφοντας μια ζοφερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εναντίον του Αναγνωστόπουλου. Συγκεκριμένα θα γράψει: «αν ήσουν ενταύθα, δεν ήθελες απορεί διά την αποδημίαν του Α. Ιωαννίδου [= Π. Αναγνωστοπούλου] τόσος αναβρασμός ήτον καθ’ αυτού, ώστε αν ο Λαρσάκης [= Γ. Λεβέντης] δεν επρολάμβανε να τον διευθύνη προς την Ιταλίαν, όπου ευρίσκεται ήδη, ήτον επόμενον αφεύκτως να ακολουθήση τι άτοπον. Και τώρα να επιστρέψη, ως γράφει ο Α. Θανασίου [= Ξάνθος] εις Βεσσαραβίαν, θα προξενηθώσι ταραχαί, όθεν εγώ εγκρίνω να μείνη εκεί όπου ευρίσκεται κατά το παρόν άχρις ου λάβουν το αίσιον τέλος τα ημέτερα πράγματα…». Λίγες γραμμές παρακάτω στην ίδια επιστολή ο αποστολέας θα αναφερθεί ονομαστικά στον νέο τόπο διαμονής του Αναγνωστόπουλου αλλά και πάλι είναι ξεκάθαρος ότι πρέπει να παραμείνει εκεί: «Ο Iωαννίδης [= Αναγνωστόπουλος] ως έμαθον σήμερον έφθασεν εις Πίζαν, όθεν γράψατέ τον, πλην με πολλήν προσοχήν, και περικλείσατε το γράμμα προς τον διδάσκαλον, εγώ δεν του στέλλω κανένα από τα γράμματά σας, διότι δεν τολμώ διά της Αυστρίας να τα στείλλω, μην τον συμβουλεύετε όμως να έλθη προς αυτά τα μέρη, διότι δεν είναι καιρός. σας γράφω εγώ πότε πρέπει να γίνη τούτο».

Τέλος, για τα ίδια επεισόδια μας δίνει μια εικόνα και ο έμπιστος του Εμμ. Ξάνθου Μιχαήλ Φωκιανός, γράφοντας του στις 29 Μαΐου 1820 από το Ισμαήλι: «ο Θέμελης ήλθεν ως έμαθον και είδον και γραφήν του, εις Γαλάτζι αυτός γράφει προς τον εδώ κύριον Καλαματιανόν εις απόκρισιν οπού τον ερώτησεν πού ευρίσκεται ο κυρ Παναγ. Αναγν. και τον λέγει ούτος πως εις τας 10 Φεβρουαρίου από Γαλάτζι είχεν μισεύσει προς το Βουκουρέστι με έναν άλλον φίλον οπού ήλθεν και τον αντάμωσεν λεγόμενον Κανέλον Ζαφειρόπουλον… λέγει πως δεν ηξεύρει πού επήγαν, του γράφει μάλιστα μεθ’ όρκου. Του λέγει ακόμα πως και το εμπορικόν τους ήτον τεταραγμένον και ες ακαταστασίαν εξ αιτίας των καταχρήσεων των κομισιονέρων, και ότι τα πάντα θέλει τα πληροφορηθεί από τον κυρ Τζούνην…».

Αυτά τα σημαντικά, λοιπόν, για τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, με τη δράση του οποίου στις Ηγεμονίες συνδέονται διάφορα «ατοπήματα», τα οποία τον ανάγκασαν, και με την παρότρυνση του Γεωργίου Λεβέντη, να αφήσει την κυρίως περιοχή δράσης του και να μετακομίσει στην Πίζα, όπου, σύμφωνα με την επιστολή της 19ns Μαΐου 1820 που αναφέραμε μόλις παραπάνω, έφθασε στις 19 Μαΐου 1820. (Σε μια επιστολή του ο Μ. Φωκιανός ιχνογραφεί την πορεία του ταξιδιού του Παναγ. Αναγνωστόπουλου ως εξήδ: Ρένι-Βουκουρέστι – Θεσσαλονίκη – Ύδρα – Λιβόρνο – Πίζα).

 

«Σχέδιον για την παντιέραν της Εταιρείας της Επαναστάσεως» με σύμβολα «εφοδιαστικού ποιμένος» της Φιλικής Εταιρείας. Το σχεδίασμα προέρχεται από τον Δημήτριο Γουδή, ο οποίος πρώτος ύψωσε στο πλοίο του τη σημαία της Ελευθερίας στις Σπέτσες το 1821 (2 Απριλίου). Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, Σημαίες ελευθερίας, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1996, σ. 20.

 

Ο Αναγνωστόπουλος, πολύ πιθανόν, την πρώτη επιστολή που θα γράψει από την Ιταλία θα την απευθύνει, όπως σχεδόν ήταν αναμενόμενο, στον Γεώργιο Λεβέντη, όπως ο τελευταίος αναφέρει σε επιστολή του της 8ns Ιουνίου 1820 προς τον Εμμ. Ξάνθο.[18] Στην ίδια επιστολή ο Λεβέντης επιμένει και πάλι ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν πρέπει να επιστρέψει με κανένα τρόπο στις Ηγεμονίες αλλά ούτε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά «κάλιον να περάση εις τα ενδότερα της Ρωσίαςs». Όπως λοιπόν διαγράφονται τα πράγματα και με βάση τη πυκνή πληροφόρησή μας για τα γεγονότα αυτά, ο Αναγνωστόπουλος υποχρεώνεται να απομακρυνθεί στην Πίζα εξαιτίας των σφοδρών αντιθέσεων και περιπλοκών που προξένησε στις Ηγεμονίες και οι οποίες ελπίζουν όλοι ότι θα διαλύσει η εκλογή μιας σημαντικής προσωπικότητας στη θέση του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.

Για τον λίγο σχετικά καιρό που θα περάσει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στην Πίζα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι ευνόητο να βρίσκεται πολύ κοντά στον Αθανάσιο Τσακάλωφ και λίγο – πολύ οι πράξεις τους αυτή την περίοδο να ταυτίζονται. Μαζί, άλλωστε, θα πάρουν το δρόμο και πάλι προς τις  Ηγεμονίες μετά τις ραγδαίες  εξελίξεις που εν τω μεταξύ έλαβαν χώρα στο «μέτωπο» της Πετρούπολης, όπου ενεργούσε ο Εμμ. Ξάνθος, δηλαδή την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια να τεθεί επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας αλλά, αντίθετα, την αποδοχή του Αλέξανδρου Υψηλάντη να κατευθύνει ως αρχηγός της Εταιρείας τον αγώνα.

Έτσι, μετά τις αποφασιστικές συσκέψεις που έλαβαν χώρα στο Ισμαήλιο στις αρχές Οκτωβρίου 1820 και τις σοβαρές και κρίσιμες αποφάσεις της Εταιρείας για την ανάληψη του ένοπλου αγώνα, ο Τσακάλωφ και ο Αναγνωστόπουλος θα λάβουν εντολή να κινηθούν και αυτοί εκ νέου προς την περιοχή των Ηγεμονιών. Ωστόσο, οι προηγούμενες αντιθέσεις και τα επεισόδια στα οποία είχε εμπλακεί ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος ακόμα ρίχνουν τη σκιάτους. Το πράγμα αυτό έρχεται να υπενθυμίσει μια επιστολή του Γεωργίου Λεβέντη της 1ης  Νοεμβρίου 1820 από το Βουκουρέστι, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Κισνόβι, μετά την επιστροφή του από την Πετρούπολη και μετά από τις συσκέψεις στο Ισμαήλιο, σημειώνει: «…περί της όσον ούπω αφίξεως των κυρίων Α. Βασιλείου [= Αθ. Τσακάλωφ] και Ιωαννίδου [= Αναγνωστόπουλος], προς τον δεύτερον να γράψητε να έλθη αμέσως εκεί διά να μην προξενήση εις τα ενταύθα μέρη ταραχήν ο ερχομός του».[19]

Οι δύο Φιλικοί, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος, θα αρχίσουν το ταξίδι της επιστροφής και στην πορεία τους αυτή θα βρεθούν και στη Βιέννη, όπου, όπως γνωρίζουμε, ο Τσακάλωφ θα ασθενήσει σοβαρά, ενώ ο Γρηγόριος Δικαίος τους περιμένει με αδημονία, μαζί βέβαια με τον Αλ. Υψηλάντη, στην Πελοπόννησο.

Πορτραίτο του Εμμανουήλ Ξάνθου. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό «Νέος Αριστοφάνης».

 

Ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στις 15 Ιανουάριου 1821 θα γράψει από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκεται και πάλι, μια επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Κισνόβι, με τον οποίο έρχεται και πάλι σε απευθείας επαφή και στην οποία κάνει μια επισκόπηση των πραγμάτων.[20] Σε αυτή λοιπόν γίνεται νύξη και για το ταξίδι της Ιταλίας: «Το αν εφοβήθημεν διό και ετραβήχθημεν επ την άκρην του κόσμου, ή το παρ’ ημών ζητούμενον άλλο ήτον, απαιτεί και τούτο ωσαύτως προσωπικήν εντάμωσιν». Στη συνέχεια αναφέρεται στο ταξίδι της επιστροφής τους, την άγνοια που είχε για την εξέλιξη της αποστολής του Ξάνθου, την ασθένεια του Τσακάλωφ στη Βιέννη, τη συνάντησή του με τον Γεώργιο Λεβέντη, από τον οποίο πληροφορήθηκε τα όσα συνέβησαν στην Πετρούπολη. Ακόμη στην ίδια επιστολή αναφέρει και κάποιες συζητήσεις που κυκλοφορούν στο Βουκουρέστι σχετικά με μελλοντικές επαναστατικές κινήσεις στη Βουλγαρία και τη Σερβία σε σχέση με το «μελλούμενον πανηγύρι», ενώ στην επιστολή του εμφανίζεται πλέον και ο Καλός [= Αλέξανδρος Υψηλάντης] πράγμα που σημαίνει ότι έχει και αυτός ευθυγραμμιστεί προς τις εξελίξεςι στην κορυφή της Φιλικής Εταιρείας. Ωστόσο, όλα αυτά επιβάλλουν συνάντηση των δύο Φιλικών, όπως σαφέστατα το διατυπώνει: «έχω ανάγκην διά να σας ανταμώσω».

Μετά από ένα μήνα ακριβώς νέα επιστολή του Αναγνωστόπουλου (Ιάσι) προς τον Ξάνθο (Ισμαήλιο), στην οποία αναφέρει και πάλι δυσαρέσκειες και επιπρόσθετα τονίζει ότι είναι απαραίτητη η προσωπική του συνάντηση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη· για τον σκοπό αυτό έχει κιόλας γράψει προς τον πρίγκιπα για να του υποδείξει ο τελευταίος τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί αυτή η επαφή. Υποδεικνύει ότι σε αυτή τη συνάντηση είναι καλό να παρευρίσκεται και ο Ξάνθος, όμως δεν ξέρει σε ποιο σημείο είναι οι σχέσεις τους, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Μη παραξενεύεσαι φίλε, διότι σε ερωτώ, ηξεύρεις την παροιμίαν, όποιος εκάη εις τον χυλόν φυσά και το γιαούρτι. Εδώ ευρίσκονται μεγάλαι δυσαρέσκειαι μεταξύ των εμπόρων, αι οποίαι απαιτούν ταχείαν την διόρθωσίν των. Ο ερχομός του Ιωαννίδη [= Αναγνωστόπουλου] τόσον εδώ, καθώς και εις Βουκουρέστιον επροξένησε μόνος του την ατομικήν του αθώωσιν, διότι δεν ευρέθη κανένας να ειπή ότι τον έδωσέ τι και έμειναν κατεντροπιασμένοι».

Η εντύπωση που σχηματίζει

ο ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας

από τη συνάντηση με τον

Παναγ. Αναγνωστόπουλο

δεν είναι καθόλου καλή

 

Την 21η Φεβρουαρίου ο Αναγνωστόπουλος βρίσκεται στο Κισνόβι, όπου βρίσκεται και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αυτό αναφέρει σε επιστολή του ο ίδιος Αλ. Υψηλάντης προς τον Εμμ. Ξάνθο, όμως η εντύπωση που σχηματίζει ο ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας από τη συνάντηση με τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο δεν είναι καθόλου καλή.[21] Aς την παρακολουθήσουμε, όπως αποτυπώνεται από το χέρι του Υψηλάντη: «ο Αναγνωστόπουλος έφθασεν εδώ με ένα ιατρόν, μοι γράφουν από Βουκουρέστι και από Γιάσι ότι ήλθεν να με επισκεφθή. εγώ δεν το πιστεύω επειδή και είναι Γραικός, πλην η φυσιονομία του είναι πολλά αχρεία. Δεν τον απέδειξα τίποτε. Άρχησε να λέγη και κατά σου πολλά ότι εσείς οι δύω, δεν ηξεύρω ποιον άλλον εννοεί, πταίετε και τα εξής. Τα λόγια του είναι πολλά περδευμένα. Δεν με άρεσε παντελώς. Έχει ένα ιατρόν μαζή του, κοίταξε αν αρρωστήσης να μη πάρnς ιατρικά από αυτόν».

Δυσαρέσκειες, αντιπαλότητες, διενέξεις, αντιπάθειες ήταν αναμφίβολα φυσικό να δημιουργούνται μεταξύ των μελών της Εταιρείας. Πιθανόν στο βάθος να υπάρχουν σοβαροί λόγοι, πιθανόν να οφείλονται και σε αιτίες της στιγμής. Κάποιες φαίνεται να διευθετούνται γρήγορα, κάποιες θα επανεμφανιστούν και μετεπαναστατικά. Ορισμένα στοιχεία ανατρέπονται γρήγορα, πολύ γρήγορα, όπως λ.χ. η άποψη του Αλ. Υψηλάντη για τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο. Πράγματι, μετά από πέντε μέρες (26 Φεβρουάριου 1821) ο πρίγκιπας θα γράψει και πάλι στον Ξάνθο από το Ιάσιο, όμως θα σημειώσει τώρα στο γράμμα του: «ως σοι έγραφον ότι δεν επίστευσα τον Αναγνωστόπουλον αρκετά βδελυρόν διά να κάμη εν τοιούτον έργον, πλην μοι το έγραψαν από Βουκουρέστι…» και λίγο παρακάτω στο ίδιο γράμμα: «Ο Αναγνωστόπουλος, προς ον δεν έχω καιρόν να γράψω (επειδή και τέσσαρας ώρας  το ημερονύκτιον δεν κοιμούμαι από το πλήθος των γραψιμάτων, διαταγών και οργανισμών), ας ήναι ήσυχος δι’ όσα μοι έγραψαν, εγώ ούτε τα επίστευσα· πρέπει όμως να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν να βιάση την πυρκαϊάν, αυτά και όσα άλλα ημπορέσει, να καιρός πρόσφορος διά να απόδειξη ο καθ’ εις τι ημπορεί να κάμη».

Είναι φανερό από τη συγκεκαλυμμένη αλληλογραφία που εξακολουθεί να διατηρείται μεταξύ των Φιλικών ότι ο Αναγνωστόπουλος έχει μάλλον διαμορφώσει μία διαφορετική άποψη για την έναρξη των επαναστατικών δραστηριοτήτων. Ίσως η παραμονή στην Πίζα και η επαφή με την ομάδα των Ελλήνων που δρουν στην ιταλική πόλη να έπαιξε κάποιο ρόλο, ίσως οι τόσες διενέξεις με άλλα σημαντικά στελέχη της Εταιρείας να υπαινίσσονται και κάποιες διαφορές απόψεων σε κρίσιμα ζητήματα δράσης. Πάντως, από το γράμμα του Αλέξ. Υψηλάντη γίνεται φανερό ότι κάποιοι έγραψαν κατά του Αναγνωστόπουλου κάτι σοβαρό, το οποίο αυτός δεν τολμά να το πιστέψει, όμως, παράλληλα έχει και την τάση να τον απομακρύνει από την περιοχή της άμεσης δράσης του, δηλαδή από τις Ηγεμονίες, όπου εντος ολίγου θα ηχήσουν τα επαναστατικά όπλα.

Στα γεγονότα αυτά θα αναφερθεί πολύ αργότερα (20 Ιανουάριου 1847) και ο ίδιος ο Αναγνωστόπουλος, όταν θα ξεσπάσει η αντιδικία με τον Ξάνθο για τον ρόλο του καθενός στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, σύμφωνα με υπόμνημά του που υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ, αρ. 9136) και μέρος του έχει δημοσιεύσει στη βιογραφία του για τον Αναγνωστόπουλο, το 1933, ο Αγ. Τσέλαλης.[22] Σύμφωνα με το υπόμνημα αυτό πρέπει να είχε συνταχθεί ένα σχέδιο δράσης από τους Φιλικούς του Βουκουρεστίου, το οποίο προέβλεπε αναβολή των επαναστατικών πολεμικών ενεργειών για λίγους μήνες και μετάθεση του κέντρου βάρους από τις Ηγεμονίες στην Πελοπόννησο. Τα γράμματα με το σχέδιο αυτό στάλθηκαν στον Αλέξ. Υψηλάντη και έτσι, όταν ο Αναγνωστόπουλος θα συναντήσει μετά από αίτησή του τον Υψηλάντη στο Κισνόβι, θα βρει, όπως γράφει, «άλλον Υψηλάντην, παρά εκείνον, όστις μοι έγραφε… επαρατήρησα αυτόν όλως ηλλοιωμένον και περιοριζόμενον μόνο εις τινας βιασμένας περιποιήσεις».

Ο Αναγνωστόπουλος, όπως ο ίδιος γράφει, θα επιχειρήσει να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά και θα βρει ότι «μία συμμορία εν Ιασίω, έχουσα επί κεφαλής τον Ζαπάντην… έγραψε προς αυτόν [Υψηλάντην] ότι ο Αναγνωστόπουλος μετά του Τσακάλωφ συνφωνήσαντες και μετά του εν Ιταλία πρίγκηπος Καρατζά όπως αυτόν αναδείξωσιν αρχηγόν, ήτον ο σκοπός των να δηλητηριασθή ο Υψηλάντης και οι εκτελεσταί του ανοσιουργήματος τούτου είναι ως φαίνεται αυτός ο ίδιος».

Όπως και να έχουν τα πράγματα γίνεται, πιστεύω, προφανές ότι υπάρχει διάσταση απόψεων για τον τόπο και τον χρόνο έναρξης της πολεμικής επαναστατικής δράσης. Άλλωστε, εκτός από τις διαφορετικές απόψεις, τούτο καταφαίνεται κυρίως από τον διαφορετικό τρόπο υλοποίησης  των αποφάσεων των συσκέψεων στο Ισμαήλιο και των διακηρύξεων που τις ακολούθησαν, επειδή οι πράξεις των πρωταγωνιστών άλλοτε είναι σύμφωνες και άλλοτε δεν είναι σύμφωνες με το πνεύμα των διακηρύξεων αυτών.

Παρακολουθώντας από κοντά τις πληροφορίες που αποδεσμεύουν τα έγγραφα θα σταθούμε σε μια επιστολή της 2ας  Μαρτίου 1821 που γράφει ο Γ. Καντακουζινός από το Τίργο Φορμόσι προς τους Ξάνθο και Αναγνωστόπουλο.[23] Ο αποστολέας καλεί τους δύο πρωτοφιλικούς να μεριμνήσουν ώστε οι «νέοι Έλληνες» που συγκλίνουν από παντού στις Ηγεμονίες να φθάσουν στα μέρη που πρέπει «εφοδιαζόμενοι με τα συνήθη φορέματα μαύρα, έχοντες καθ’ ένας όσα ημπορεί άρματα και να μας προφθάσουν το ογληγορώτερον εις Φωξάνι». Προφανώς οι νέοι που συρρέουν είναι όσοι θα συγκροτούσαν τον Ιερό Λόχο.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι παρά τις αντιρρήσεις  και τις διαφορετικές απόψεις ο Αναγνωστόπουλος δεν κάνει πίσω την κρίσιμη στιγμή και θα αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν στο μέτωπο της Βλαχίας, πράγμα που διαφαίνεται και από επιστολή του προς τον Εμμ. Ξάνθο από το Κισνόβι της 9ns Μαρτίου 1821, στην οποία δεν γίνεται άλλος λόγος παρά μόνο για τις κινήσεις του Υψηλάντη και τις αρμοδιότητες του Ξάνθου και τις δικές του, για τις αποστολές γραμμάτων στη Ρωσία, με άλλα λόγια συμμετέχει σε μια κατάσταση κινητικότητας και δράσης, στην οποία ο ρόλος του Αλέξ. Υψηλάντη είναι βέβαια πρωταρχικός.[24] Στη γραμμή αυτή είναι χαρακτηριστική και πάλι μία επιστολή του ίδιου του Αναγνωστόπουλου προς τον Ξάνθο (Κισνόβι) της 26ns Απριλίου 1821 από το Τζερναούτζι τns Μπουκοβίνας. Η επιστολή αυτή, δημοσιευμένη ήδη στα Απομνημονεύματα του Ξάνθου εμφανίζει τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο να βρίσκεται δίπλα στον Αλέξανδρο, να στέλνει μέσω του Ξάνθου χαιρετισμούς στη μητέρα του πρίγκιπα που δεν πρέπει ανησυχεί για τον γιο της, δηλαδή φανερώνει έναν Αναγνωστόπουλο δεξί χέρι του Αλέξανδρου Υψηλάντη.[25]

 

Εκποιούν κοσμήματα της

οικογένειας Υψηλάντη,

για να συγκεντρώνουν χρήματα

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

Εφεξής οι πληροφορίες μας για τη δράση του Αναγνωστόπουλου στην περιοχή των Ηγεμονιών είναι ελάχιστες και δεν μας διαφωτίζουν για την περαιτέρω συμμετοχή στο κίνημα του Υψηλάντη. Αντίθετα, υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Αναγνωστόπουλος μόλις πληροφορήθηκε την έναρξη των εχθροπραξιών στην Πελοπόννησο έπεισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να επιτρέψει την αναχώρηση του αδελφού του Δημητρίου για την Πελοπόννησο, όπου η παρουσία θεωρείται υψίστης σημασίας για την επιτυχία του αγώνα. Δημήτριος Υψηλάντης και Παναγ. Αναγνωστόπουλος σε αναζήτηση χρηματικών ενισχύσεων έφθασαν μαζί στην Οδησσό, σπουδαία βάση της Φιλικής Εταιρείας, όπου φαίνονται να εκποιούν κοσμήματα της οικογένειας Υψηλάντη, να συγκεντρώνουν χρήματα και από εκεί να κατευθύνονται στο Κισνόβι, να προμηθεύονται πλαστά διαβατήρια για να περάσουν την πάντα επικίνδυνη, για πολλούς λόγους, περιοχή της Αυστρίας και κατόπιν να φθάνουν στην Τεργέστη.

Νέες προσπάθειες για τη συλλογή ενισχύσεων, σύντομη παραμονή στην Τεργέστη και από εκεί με πλοίο στην Ύδρα όπου φθάνουν στις 8 Ιουνίου 1821. Στο ταξίδι αυτό ο Αναγνωστόπουλος θα ταξιδέψει ως δήθεν έμπορος, εφοδιασμένος με ρωσικό και γερμανικό διαβατήριο, συνοδευόμενος από τους δύο «υπηρέτες» του, τον Αθανάσιο Στοστοπόπουλο (Δημ. Υψηλάντης) και Νικόλαο Βλάση (Σουβατζόγλου). Τις ίδιες μέρες ο Αλέξανδρος  Υψηλάντης υφίσταται την καταστροφική ήττα στο Δραγατσάνι.[26]

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους πρωτοφιλικούς βρίσκεται πλέον μέσα στην καρδιά των επαναστατικών εξελίξεων, βρίσκεται στην επαναστατημένη καρδιά του αγώνα, στην Πελοπόννησο. Όπως είναι φυσικό – άλλωστε αρμόζει απόλυτα στον ηγετικό χαρακτήρα του – θα λάβει μέρος σε πολλές κινήσεις που αποσκοπούν στην εδραίωση και στην επιτυχία του αγώνα: συσκέψεις, μετακινήσεις, διαβουλεύσεις, διαμάχες, μάχες. Στοιχεία για τη συμμετοχή του σε διάφορα επαναστατικά γεγονότα θα εκθέσει ο ίδιος σε αναφορά του στον Όθωνα.[27] Σύμφωνα με αυτή παραβρέθηκε στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς, στην εκστρατεία των Τρικόρφων, στην πολιορκία και την τελική έφοδο εναντίον του Ναυπλίου, στην πολιορκία και παράδοση του Ακροκορίνθου, στην εκστρατεία εναντίον της Λαμίας και της Φθιώτιδα, στη μάχη του Άργους και την καταστροφή του Δράμαλη, στη μάχη στα Βέρβενα εναντίον του Ιμπραήμ, στοιχεία τα οποία βεβαιώνει και ο Δημήτριος Υψηλάντης με δική του αναφορά (Τροιζήνα, 4 Μαρτίου 1828).[28]

 

Μάχη Δερβενακίων, έργο του Νέστορα Λ. Βαρβέρη, 1899. Δημαρχείο Κρανιδίου.Δημοσιεύεται στο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Ζωγράφοι-Γλυπτές-Χαράκτες, 16ος-20ος αιώνας, τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 2000, σ. 142.

 

Το 1826 έλαβε μέρος στη Γ’ Εθνοσυνέλευση, στην οποία αντιτάχθηκε έντονα στο ψήφισμα που επιζητούσε την αγγλική προστασία. Αντίθετα, ο ίδιος συμφωνεί με τον Υψηλάντη, τον Νικηταρά και τον Γ. Καραϊσκάκη να αναχωρήσει για την Πετρούπολη και να ζητήσει την προστασία της Ρωσίας. Αναχωρεί, λοιπόν, για την Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζεται στον ρώσο πρέσβη, ο οποίος τον απέτρεψε από την περαιτέρω συνέχιση του ταξιδιού προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ανέλαβε όμως ο τελευταίος να διαβιβάσει τα αιτήματα των επαναστατών προς τον τσάρο και έδωσε στον Αναγνωστόπουλο υποσχέσεις για τη ρωσική συνδρομή. Έτσι ο ανδριτσάνος Φιλικός και αγωνιστής επέστρεψε πάλι στην καρδιά του αγώνα.

 

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος

κατά τη διάρκεια της

καποδιστριακής περιόδου διορίστηκε

έκτακτος επίτροπος της Ηλείας

 

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου διορίστηκε έκτακτος επίτροπος της Ηλείας (1829-1831), μετά όμως από τη δολοφονία του Κυβερνήτη παραιτήθηκε και ιδιώτευσε για ένα διάστημα. Στη συνέχεια ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας τον διόρισε διοικητή της Εύβοιας με διάταγμα της 23ns Ιουνίου 1838· λίγο ενωρίτερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου είχε τιμηθεί με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις του», ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους του απονεμήθηκε το Νομισματόσημον «δι’ ανταμειβήν των κατά τον υπέρ ανεξαρτησία πόλεμον εκδουλεύσεων του».

Εν συνεχεία θα υπηρετήσει σε διάφορες δημόσιες θέσεις και συγκεκριμένα ως διοικητής της Σπάρτης, Σύρου και Θήρας. Υπηρετώντας στην Εύβοια θα γίνει στόχος δολοφονικής απόπειρας, ενώ θα βρεθεί μπλεγμένος σε διάφορες ίντριγκες που είχαν ως στόχο τον Νικόλαο Κριεζώτη, με αποτέλεσμα να φθάσουν στον Όθωνα κατηγορίες εναντίον του, για τις οποίες φρόνησε να τον ενημερώσει ο φίλος του Αινιάν. Για όλα αυτά θα φροντίσει να συντάξει απολογητικό υπόμνημα, με το οποίο δηλώνει την πίστη και αφοσίωσή του στο πρόσωπο του βασιλιά.

Μετά τις υπηρεσίες που προσέφερε στη διοίκηση των περιφερειών αυτών διορίστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1843 με βασιλικό διάταγμα Σύμβουλος της Επικράτειας, ενώ το 1845 θα διορισθεί νομάρχης Λακωνίας, αργότερα νομάρχης επίσης Αργολιδοκορινθίας και Μεσσηνίας και μετά από όλα αυτά, σε ηλικία περίπου 60 ετών θα εγκατασταθεί στην νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, την Αθήνα.

Ο κύκλος της ζωής του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου θα κλείσει άδοξα, αφού θα προσβληθεί από την επιδημία της χολέρας που έπληξε την περιοχή της Αττικής και την οποία είχαν μεταφέρει τα αγγλογαλλικά στρατεύματα που έφθασαν ως συνέπεια των δραματικών γεγονότων του Κριμαϊκού πολέμου. Θα πεθάνει στις 15 Νοεμβρίου 1854.

Όπως έχουμε αναφέρει ήδη ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος θα αποτελέσουν τους ήρωες ενός αξιομνημόνευτου μετεπαναστατικού επεισοδίου, σχετικά με τη θέση και τη συμβολή ενός εκάστου στην ίδρυση και την μετέπειτα δράση της Φιλικής Εταιρείας, του οποίου οι συνέπειες έφθασαν και έως τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, εννοείται πάντα σε ιστοριογραφικό επίπεδο.

Γνωρίζουμε δηλαδή ότι ο Ιωάννης Φιλήμων δημοσιεύοντας το Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας το 1834, πολύ πιθανόν υπό την αφηγηματική επίδραση του Παναγιώτη Αναγνωστοπούλου, μειώνει δραματικά τη συμβολή του πάτμιου Εμμανουήλ Ξάνθου στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Αντίθετα, τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες εναντίον του Πάτμιου ότι καταχράστηκε χρήματα της Φιλικής Εταιρείας και ότι υπήρξε υπεύθυνος για τον πρόωρο θάνατο του Νικόλαου Σκουφά το 1818 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε επίσης ότι λόγω των κατηγοριών αυτών ο Εμμανουήλ Ξάνθος και επιζητώντας να τις αποσείσει συνέγραψε το 1837 την Απολογία του, η οποία περιήλθε πριν ακόμα εκδοθεί σε γνώση του Φιλήμονα, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκαταστήσει τα πράγματα σχετικά με τη δράση και το ρόλο του Εμμανουήλ Ξάνθου, γράφοντας σχετικό άρθρο στην εφημερίδα Αιών ης 19ης Μαρτίου 1839.

Είναι επίσης γνωστό ότι αργότερα (1845) ο Ξάνθος θα δημοσιεύσει και Απομνημονεύματά του, στα οποία συγκεντρώνει και δημοσιεύει σημαντικά έγραφα για τη δράση τη δική του αλλά και άλλων προσώπων που πλαισίωσαν την Φιλική Εταιρεία, πάντα βέβαια επιζητώντας να αποσείσει τις εναντίον του κατηγορίες, οι οποίες εκπορεύονται κυρίως εκ μέρους του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν αρκετές αρχειακές συλλογές προσώπων που συμμετείχαν από κοντά στην προετοιμασία του αγώνα, με αποτέλεσμα να είμαστε σε θέση να δούμε τα πράγματα καλύτερα, καθώς τα σχετικά τεκμήρια έχουν πολλαπλασιαστεί.

 

Σημαία με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας. Τη σημαία έφερε το υπό τον Πιέρρο Γρηγοράκη- Τζανετάκη σώμα της Ανατολικής Μάνης κατά την πολιορκία και την άλωση της Μονεμβασίας, το 1821. Ι. Κ. Μαζαράκης- Αινιάν, Σημαίες ελευθερίας Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 1996, σ. 12.

 

Επανερχόμενοι στη διένεξη μεταξύ Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το χρονικό πλαίσιο αναφοράς τοποθετείται στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν τα όπλα έχουν μόλις σιγάσει και διεξάγεται ένας πρώτος απολογισμός της συνεισφοράς προσώπων και τόπων ακόμα και με προφανείς ιδιοτελείς σκοπούς. Η συγγραφή πολλών βιβλίων τοπικής ιστορίας ακριβώς την περίοδο αυτή αλλά και αργότερα, καθώς το φαινόμενο συνεχίζεται, είναι χαρακτηριστική εκδήλωση της διεκδίκησης από τους ενδιαφερομένους μεγάλου ποσοστού συμμετοχής στην απελευθέρωση των ελληνικών τόπων και τη συγκρότηση του νεότερου ελληνικού κράτους.

Είναι βέβαια γεγονός ότι η ηγετική προσωπικότητα του Παναγ. Αναγνωστόπουλου και η σημαντική δράση του ως ανωτάτου στελέχους της Φιλικής Εταιρείας του έδιναν το έναυσμα να προωθήσει τον εαυτό του ως το απώτατο σημείο των ιδρυτών της, καθώς μάλιστα ορισμένες συμπτώσεις ή και εκ των υστέρων κατασκευές διευκόλυναν τον σκοπό του. Έτσι μόλις εκδηλώθηκε η αντίδραση του Εμμ. Ξάνθου και η αναγνώριση του λάθους εκ μέρους του Φιλήμονα, δηλαδή η δημοσίευση του άρθρου στον Αιώνα που αναγνώρισε το ρόλο και τη δράση του πάτμιου αγωνιστή, δεν έμεινε άπραγος. Μετά την αναδίπλωση του Φιλήμονα θα συντάξει τον ίδιο χρόνο (1839) ένα υπόμνημα με τις δικές του απόψεις, το οποίο τιτλοφόρησε «Γενικοί παρατηρήσεις», και το παρέδωσε στον Φιλήμονα για να το δημοσιεύσει, πράγμα που ο τελευταίος δεν έκανε, ίσως γιατί θέλησε να μη συμβάλει στην περαιτέρω συνέχιση της άχαρης αυτής διένεξης.

Στην ίδια γραμμή ο Αναγνωστόπουλος προσπαθεί να εμπλέξει στη διαμάχη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, όταν ο τελευταίος έχει πλέον καταφύγει και ζει στη Μόσχα, γράφοντάς του μια επιστολή στις 8 Δεκεμβρίου 1845, όπου ανάμεσα στα άλλα θα αναφέρει: «Ιδού τα νέα: Ο κ. Ξάνθος εξέδωκεν έν, ως ο ίδιος το ωνόμασεν Ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρείας. Λέγει δε ότι αυτός κατά το 1813 μεταβάς από Κωσταντινούπολιν εις Πρέβεζαν και εκείθεν εις Οδησσόν, όπου ευρών τον Σκουφάν, πρώτον τον ενέπνευσεν, καθώς και υμάς δεύτερον, τον περί ελευθερίας Σκοπόν και ότι καθ’ ο μασσών (κτίστης) έκαμε το σχέδιον της Εταιρείας. Συμφωνήσαντες δε και υμείς μετ’ αυτού, εκάματε το Σύστημα αυτής. Τοιαύτα και πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη εκήρυξεν, ενώ ζώσιν εισέτι εξ από τα πρωτενεργά μέλη, τα οποία γνωρίζουν ότι αυτός εκατηχήθη κατά το 1818…».

Φυσικά στο κείμενό του ο Αναγνωστόπουλος καταφερόταν εναντίον του Ξάνθου, αμφισβητώντας τον πατριωτισμό του και κατηγορώντας τον για ατασθαλίες ες βάρος των οικονομικών της Εταιρείας. Εξάλλου και παρά την αναμφισβήτητη παρουσία του Ξάνθου στην Οδησσό το 1814 και τη συμμετοχή του στις πρώτες σκέψεις και πράξεις που οδήγησαν στη σύσταση της Εταιρείας, ο Αναγνωστόπουλος αμφισβητεί τη συμμετοχή του Ξάνθου και επωφελούμενος από τη μετέπειτα παρουσία και αδράνεια του Πάτμιου στην Κωνσταντινούπολη επιμένει ότι ο Ξάνθος έγινε μέλος της Εταιρείας το 1817 και ότι η μοναδική του συμβολή υπήρξε η αποστολή του στην Πετρούπολη για να πείσει τον Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικές Εταιρείας και η μετά την άρνηση του τελευταίου επιτυχία του να καταστήσει αρχηγό της τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

 

Ελευθερία ή Θάνατος, ξυλογραφία του Τάσσου.

 

Όπως έχουμε αναφέρει, η αντιδικία Ξάνθου – Αναγνωστόπουλου θα εξελιχθεί σε ένα από τα σοβαρά επεισόδια για ένα είδος ιστοριογραφίας που ακριβώς θεωρεί ως έργο της να πάρει το μέρος του ενός  ή του άλλου. Μπορούμε λοιπόν στην εξέλιξη της διαμάχης αυτής να αναφέρουμε ότι παίρνουν το μέρος του ενός ή του άλλου ο Φιλήμων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Πρόκες φον Όστεν, ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Νικ. Σπηλιάδης, ο Αναστ. Γού0as, ο Τάκης Κανδηλώρος, ο Διον. Κόκκινος, ο Αγησ. Τσέλαλης, ο Τάσος Γριτσόπουλος, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο ονόματα.

Πέρα από αυτά όμως και εν σχέσει προς τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο γεγονός είναι ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν απολύτως θετικά. Παρά την αναγνώρισή του ως ενός από τα πρώτα και σημαντικότερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, η δημόσια ιστορία ποτέ δεν ξέφυγε από το γνωστό σχήμα της ιδρυτικής τριάδας Ξάνθος, Τσακάλωφ, Σκουφάς. Έτσι οι υποστηρικτές του Αναγνωστόπουλου θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν τουλάχιστον την τριάδα σε τετράδα προσθέτοντας βέβαια τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο ως τέταρτο ιδρυτικό μέλος.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα στη γραμμή αυτή η εκδήλωση που έλαβε χώρα με την ευκαιρία της συμπλήρωσή των 145 ετών από τον θάνατο του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Συγκεκριμένα στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Εξωτερικών στις 23 Μαρτίου 2000 η Πανηλειακή Συνομοσπονδία και ο Δήμος Ανδρίτσαινας οργάνωσαν ημερίδα για την αποκατάσταση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στην ιδρυτική τετράδα της Φιλικής Εταιρείας. Με την παραπάνω ευκαιρία ο Δήμος Ανδρίτσαινας θα εκδώσει και σχετικό φυλλάδιο με όλα τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής: Φιλήμων, Ιστορία του Πρόκες Φον Όστεν, χειρόγραφο 9142 της Εθνικής Βιβλιοθήκης – επιστολή του Ξάνθου προς τη Βουλή στις 15.12.1843, Ημερολόγιον του Αγώνος (1814-1830).

Τώρα πια τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει και είναι πιο εύκολο αντί για έριδες και διαμάχες, η πρώτη ηγετική τριάδα να μετατραπεί σε τετράδα ώστε η διεύρυνση να αποκαταστήσει την ιστορική «αδικία».

 

Υποσημειώσεις


[1] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 13.

[2] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ.31-34

[3] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 37-38.

[4] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 50-52.

[5] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 239-242.

[6] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 43.

[7] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 46-48-51.

[8] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 57-60.

[9] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 105.

[10] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 71-74.

[11] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 91-93.

[12] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 135.

[13] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 47.

[14] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 203-204.

[15] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 7-8-12-14-21.

[16] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 80-83..

[17] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 106.

[18] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 203-204.

[19] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 208.

[20] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 128-130 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 35-37.

[21] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 142-143 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 103.

[22] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 52-57.

[23] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 155 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 131.

[24] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου,  σ. 143-144.

[25] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου,  σ. 203-204.

[26] Δ. Γκίνης, Ο Δημήτριος Υψηλάντης, σ. 187-189.

[27] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 65-66.

[28] Εθνική Βιβλιοθήκη, αρ. 4768.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αγησίλαος Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ο Φιλικός, Αθήνα 1933, β’ έκδ. 1998.
  • Δημ. Γκίνης, «Ο Δημήτρη Υψηλάντης κατεβαίνει στην Ελλάδα», π. Ο Ερανιστής 2,  (1964), σ. 187-189.
  • Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834.
  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος-Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη-Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδα,Αθήνα 1964.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. Ε’, Αθήνα 1872.

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »

Τσακάλωφ Αθανάσιος (1788- 1851)


 

Αθανάσιος Τσακάλωφ

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας – ο νεότερος – γεννήθηκε το 1788 στα Ιωάννινα. Σχετικά με το επώνυμο του πατέρα του και βέβαια το δικό του υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Συμφωνά με μία από αυτές πατέρας του Νικηφόρος  Τεκελής, δερματέμπορος, από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε νέος στα Ιωάννινα, σημαντικό εμπορικό κέντρο της εποχής, όπου παντρεύτηκε τη Βασιλική Γώζου, κόρη από αρχοντική οικογένεια της πόλης (παραδίδεται ότι το σπίτι τους ήταν στη γιαννιώτικη συνοικία του Αρχιμανδρίου).[1] Ο γιός τους λοιπόν, Αθανάσιος ήταν παιδί του Νικηφόρου ή Φόρου Τεκελή. Μια άλλη εκδοχή παραδίδει ότι υπήρξε μοναχοπαίδι και το επώνυμο της οικογένειας του ήταν Τσάκαλος κατά συνέπεια από το Τσάκαλος στο Τσακάλωφ η απόσταση ήταν ελάχιστη, καθώς μάλιστα ο νεαρός Αθανάσιος βρέθηκε στην ανάγκη να αναχωρήσει για τη Ρωσία – και συγκεκριμένα τη Μόσχα -, όπου ο πατέρας του εμπορεύεται γουναρικά.[2]

Ο Αθανάσιος υπήρξε ο μόνος από τους τρεις πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας που έμαθε καλά γράμματα καθώς φοίτησε στη Μαρουτσαία σχολή της ηπειρωτικής πρωτεύουσας και θεωρείται πιθανόν να είχε δάσκαλο τον σημαντικό λόγιο της εποχής Αθανάσιο Ψαλίδα. Στη νεανική του ζωή αναφέρονται, χωρίς ακριβή χρονολογική και πραγματολογική πλαισίωση, διάφορα επεισόδια, τα οποία πάντως πρέπει να τοποθετηθούν στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, συμφωνά με μαρτυρία του Σπ. Αραβαντινού, φέρεται ότι υπήρξε θύμα απαγωγής από τον γιο του Αλή πασά, Μουχτάρ πασά, από τα χέρια και τις ορέξεις του οποίου σώθηκε χάρις στη διάθεση ικανού ποσού χρημάτων αλλά και χάρις στη μεσολάβηση του ζαγορίτη, ισχυρού κοινοτικού άρχοντα, Αλέξη Νούτσου.[3] Μετά από αυτά όμως η οικογένεια του, όπως ήταν αναμενόμενο, τον φυγάδευσε στη Μόσχα, όπου ήδη βρισκόταν, όπως είπαμε, ο πατέρας του ως καλοστεκούμενος έμπορος γουναρικών.

Ο νεαρός Αθανάσιος συνέχισε της σπουδές του στη Μόσχα, ενώ εκεί πρέπει να άλλαξε το επώνυμο του σε Τσακάλωφ, παίρνοντας ίσως τη γλωσσική μορφή που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του. Αργότερα τον βρίσκουμε φοιτητή στο Παρίσι, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες. Πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά και πάλι δεν είναι χρονολογικά προσδιορισμένο· πάντως, είναι βέβαιο ότι το 1809 βρίσκεται στο Παρίσι, επειδή γνωρίζουμε ότι συμμετείχε στην ίδρυση της πολιτικο-φιλανθρωπικής εταιρείας με την ονομασία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον». Η ενέργεια αυτή του Τσακάλωφ – όπως άλλωστε και η μύηση του Ξάνθου στον τεκτονισμό – αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τις μετέπειτα εξελίξεις που θα οδηγήσουν στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Και τούτο επειδή το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» έχει συνάφεια με τον γαλλικό τεκτονισμό, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα μέλη του έφεραν δακτυλίδι με τα αρχικά ΦΕΔΑ (= Φιλίας Ελληνικός Δεσμός Άλυτος), το οποίο, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, «παραπέμπει βέβαια στη μεταγενέστερη χρήση της λέξης φιλία, φιλικός,  από την τελική οργάνωση: Εταιρεία των Φίλων/Φιλική Εταιρεία».[4]

Περισσότερες πληροφορίες για τη διαμονή και τον χρόνο παραμονής του Τσακάλωφ στη γαλλική πρωτεύουσα δεν γνωρίζουμε, γνωρίζουμε όμως – χωρίς να είναι γνωστά τα ακριβή αίτια της επανόδου του – ότι το 1814 βρίσκεται στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου θα συναντηθεί με τους δύο άλλους πρωτεργάτες της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.

Οι τρείς Έλληνες πατριώτες, πιθανότατα το καλοκαίρι του 1814, ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, στην ίδρυση της οποίας οι τεκτονικές γνώσεις του Ξανθού, η επαφή του Τσακάλωφ με ανάλογες κινήσεις στο Παρίσι και ο ενθουσιασμός του Σκουφά ενήργησαν συμπληρωματικά για τη σημαντική για τον ελληνισμό ανάδειξη και δράση της συνωμοτικής αυτής οργάνωσης, που ανέλαβε να προετοιμάσει και οδηγήσει τους Έλληνες προς την εθνική χειραφέτηση, χωρίς αναφορές στη βοήθεια κάποιας μεγάλης δύναμης αλλά με γνώση της ευρωπαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής πραγματικότητας και πίστη στις γηγενείς ελληνικές δυνατότητες.

 

Η Εταιρεία ανέλαβε να προετοιμάσει και

οδηγήσει τους Έλληνες προς την εθνική

χειραφέτηση, χωρίς αναφορές στη βοήθεια

κάποιας μεγάλης δύναμης

αλλά με γνώση της ευρωπαϊκής

πολιτικο – στρατιωτικής

πραγματικότητας και πίστη

στις γηγενείς ελληνικές δυνατότητες.

 

Είναι γεγονός ότι ένα είδος ιστοριογραφίας απασχολήθηκε πολύ με το να εντοπίσει ποιος από τους τρείς Έλληνες πατριώτες είχε πρώτος την ιδέα της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα, βέβαια, που συνδέεται και με της μετεπαναστικές αλλά και πολύ πιο πρόσφατες τοπικές φιλοδοξίες να αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος τόπος, από τον οποίο προήλθε ο πρωτεργάτης της ίδρυσης, διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που δεν διαθέτουν οι άλλοι και βέβαια απαιτεί και ανάλογα οφέλη. Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής, η οποία άλλωστε καμιά σημασία ιδιαίτερη δεν έχει, βρίσκουμε εδώ την ευκαιρία να παραθέσουμε την οξυδερκή παρατήρηση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου που επισημαίνει τούτα τα σημαντικά, κατά τη γνώμη μας:

 

«Τα βιογραφικά των τριών ιδρυτών έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, όχι βέβαια γιατί φανερώνουν μεγάλες προσωπικές σταδιοδρομίες αλλά ακριβώς για το αντίθετο: γιατί δείχνουν ότι η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης είχε γίνει οικεία σε κοινωνικά στρώματα μεσαίας οικονομικής εμβέλειας και κοινωνικού κύρους, τα οποία αποδείχθηκε μάλιστα ότι ήταν τα καταλληλότερα να ξεκινήσουν και να οργανώσουν μια εθνική επανάσταση. Πράγματι, το γεγονός ότι οι πρώτοι Φιλικοί δεν σχετίζονταν με τον ισχυρότερο τότε κρατικό-διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήσαν δηλαδή στελέχη των εκκλησιαστικών ή των κοινοτικών θεσμών των ορθοδόξων, ο δε προσωπικός τους πλούτος, κυρίως για όσους ζούσαν στη διασπορά, δεν ήταν τόσος ώστε να τους δημιουργεί αξεπέραστες αναστολές, αποδείχθηκε ότι λειτούργησαν ως πλεονεκτήματα για την επαναστατική τους ενεργητικότητα».[5]

Οι τρείς, λοιπόν, Έλληνες ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία και στο πλαίσιο της συνωμοτικής δράσης τους ο Αθανάσιος Τσακάλωφ έλαβε τα αρχικά Α Β, ο Σκουφάς τα αρχικά Α Γ και ο Ξάνθος τα Α Δ, αργότερα Α Θ. Στο αμέσως επόμενο διάστημα από την ίδρυση της Εταιρείας οι τρείς  άνδρες δεν έπραξαν κάτι το σημαντικό. Ο Σκουφάς και ο Ξάνθος είχαν άμεσες και πιεστικές βιοποριστικές ανάγκες, ενώ ο Αθανάσιος Τσακάλωφ δεν γνωρίζουμε να ασκεί κάποιο επάγγελμα και φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο πατέρας του, όντας εύπορος γουνέμπορος στη Μόσχα, πρέπει να φροντίζει και για τη συντήρηση του γιου του, που εξακολουθεί στη γραμμή των μακροχρόνιων σπουδών να μην ασχολείται με τίποτα το συγκεκριμένο. Πάντως τον Οκτώβριο του 1814 ο Τσακάλωφ συνοδεύει τον Σκουφά στο ταξίδι της Μόσχας, που γι’ αυτόν αποτελεί, άλλωστε, επιστροφή κοντά στην οικογένεια του, ενώ ο Ξάνθος από την Οδησσό όπου βρισκόταν θα κινήσει για την Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όπου βρίσκεται η οικογένεια του. Έτσι ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ θα βρεθούν μαζί στη Μόσχα, όπου στην ουσία δεν ασκούν καμιά επαγγελματική δραστηριότητα – αφού, όπως γνωρίζουμε, τότε ακριβώς και ο Σκουφάς ανέστειλε κάθε ενασχόληση του με το εμπόριο – αλλά αρχίζουν να εντείνουν τη δράση τους ως Φιλικοί.

Με άλλα λόγια εδώ τελειοποίησαν το τυπικό της κατήχησης των μελών, που είχαν οι τρείς τους πρωτοσχεδιάσει στην Οδησσό, και οριστικοποίησαν το όνομα της Εταιρεία. Εδώ εξάλλου έκαναν και την πρώτη κατήχηση, με τη μύηση στους σκοπούς της του σπουδαστή στο Παρίσι Γεωργίου Σέκερη, νεότερου αδελφού των μεγαλεμπόρων Παναγιώτη και Αθανασίου Σέκερη, εγκατεστημένων στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό αντίστοιχα.

Σφραγίδα της μυστικής Αρχής της Εταιρείας. Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά των κύριων ονομάτων των Αρχηγών της Εταιρείας, στα οποία προτάσσεται του Καποδίστρια: Ι: Ιωάννης Καποδίστριας, Α: Άνθιμος Γαζής, Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ, Π: Παναγιώτης Σέκερης, Ν: Νικόλαος Σκουφάς, Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος, Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος, Α: Αθανάσιος Σέκερης. Το γράμμα Ε αντιστοιχεί στη λέξη Ελλάς.

Εφεξής η δράση της Εταιρείας περιστρέφεται κυρίως γύρω από τις ενέργειες, τις πρωτοβουλίες και τη δράση του Νικ. Σκουφά και του Εμμ. Ξάνθου. Αντίθετα, το όνομα του Τσακάλωφ δεν παρουσιάζεται πολύ συχνά, αναδεικνύοντας μία φυσιογνωμία πολύ χαμηλών τόνων, σύνεσης και ίσως συγκρατημένα διστακτικότητας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το 1816 ο Σκουφάς από τη Μόσχα θα επιστρέψει στην Οδησσό και από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας θα παραμείνει στη ρωσική πρωτεύουσα μόνο ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, αλλά συντροφιά με ένα άλλο σημαντικό στέλεχος που είχε εν τω μεταξύ κατηχηθεί, τον μεγαλέμπορο Αντώνιο Κομιζόπουλο από τη Φιλιππούπολη, που είχε πάρει και τα αρχικά Α Ε.

Οι δυό τους έλαβαν μέρος στο επεισόδιο του Νικ. Γαλάτη, όταν ο τελευταίος έφθασε στη Μόσχα, κατευθυνόμενος προς την Πετρούπολη για τη συνάντηση με τον Ιω. Καποδίστρια. Εξάλλου, οι δύο Φιλικοί υποδέχθηκαν στη Μόσχα και τους γνωστούς μας οπλαρχηγούς Ι. Φαρμάκη, Ηλία Χρυσοσπάθη, Παναγιώτη Δημητρόπουλο καθώς και τον Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), που εν τω μεταξύ κατηχημένοι από τον Σκουφά στην Οδησσό κατευθύνονταν και αυτοί προς την Πετρούπολη για να διεκδικήσουν τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στον ρωσικό στρατό και εν συνεχεία να αναδειχθούν σε δραστήρια στελέχη της Εταιρείας.

Τον Αθανάσιο Τσακάλωφ ακολούθως θα τον συναντήσουμε και πάλι στην Οδησσό στις αρχές Ιουλίου 1817, όπου τον κάλεσε ο Νικόλαος Σκουφάς για να συσκεφθούν για το μέλλον της Φιλικής Εταιρείας. Στη σύσκεψη αυτή φαίνεται ότι κρίθηκε το μέλλον της Εταιρείας, καθώς ο Σκουφάς διαπίστωσε ότι το έως τότε έργο ήταν πενιχρό, ότι έπρεπε η έδρα της Εταιρείας να μεταφερθεί σε τουρκικό έδαφος και να αρχίσουν συστηματικές κατηχήσεις και γενικά καλύτερη οργάνωση του αγώνα. Όπως αναφέρει ο Εμμ. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του ο Τσακάλωφ αντέδρασε στα σχέδια αυτά του Σκουφά και μάλιστα έφθασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και την αναστολή της δράσης τους ή καλύτερα να σταματήσουν τις μυήσεις και να διερευνήσουν πως είναι τα πράγματα στη Ρούμελη και στον Μοριά. Ωστόσο, παράλληλα, συμφωνούσε ότι έπρεπε βασικά στελέχη της Εταιρείας να μετακινηθούν προς την Κωνσταντινούπολη για τον καλύτερο συντονισμό της δράσης τους.

Στην εξέλιξη των πραγμάτων ο Τσακάλωφ θα εγκαταλείψει την Οδησσό και θα κατευθυνθεί προς την Κωνσταντινούπολη, όπου θα φθάσει τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο του 1817 και θα επανασυνδεθεί με τον Εμμ. Ξάνθο, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε βρισκόταν ήδη εκεί από καιρό μαζί με την οικογένεια του. Παραδίδεται μάλιστα η πληροφορία, ότι φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σκουφά. Μαζί με τον Τσακάλωφ θα ταξιδεύσουν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ο Χριστόδουλος Λουριώτης, ενώ τον Απρίλιο του επομένου έτους (1818) θα φθάσει και ο Νικόλαος Σκουφάς, και έτσι όλος σχεδόν ο ηγετικός πυρήνας της Φιλικής Εταιρείας θα βρεθεί στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ξάνθος, ο μόνος από τους τρείς ιδρυτές της Εταιρείας που άφησε γραπτά κατάλοιπα, μας παραδίδει ότι στον Τσακάλωφ, ως ειδήμονα της ρωσικής γλώσσας, έγινε αρχικά η πρόταση να μεταβεί στην Πετρούπολη και να προσπαθήσει αυτός να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγεσία της Εταιρείας αλλά ο, κατά τον Φιλήμονα, «εχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε και πάσαν επίδειξιν αποφεύγων» Τσακάλωφ αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι διαδοχικές άκαρπες προσπάθειες του Νικ. Γαλάτη και του Εμμ. Ξάνθου. Ο Τσακάλωφ, εξάλλου, πάντα κατά τη μαρτυρία του Ξάνθου, δεν δέχθηκε να μεταβεί ούτε στις Μηλιές για να συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή και να λάβει το συστατικό γράμμα, με το οποίο ήταν απαραίτητο να εφοδιασθεί όποιος θα έπαιρνε το δρόμο για την Πετρούπολη με τη δικαιολογία ότι «…προλαβόντως ων εκεί παρετηρήθη από τους τα σκαλώματα εκείνων των μερών Αρβανίτες του Αλή πασά φυλάττοντας».

Πιθανώς στην αναφορά αυτή γίνεται υπόμνηση κάποιου παλαιού ταξιδιού του Τσακάλωφ στη Θεσσαλία.[6]

Παρά τα γραφόμενα του Ξάνθου για την άρνηση του Τσακάλωφ να κινήσει για το Πήλιο και τον Άνθιμο Γαζή είναι διαπιστωμένο ότι τελικά μετά την άφιξη του στην Κωνσταντινούπολη και τις συσκέψεις με τα άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας που είναι ευνόητο ότι έλαβαν χώρα, ο Τσακάλωφ την άνοιξη του 1818 θα ταξιδέψει στο Πήλιο και συγκεκριμένα στις Μηλιές, όπου θα συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή και θα ανταλλάξουν ιδέες για τη Φιλική Εταιρεία. Από εκεί ο Τσακάλωφ πήρε το δρόμο για τη Σμύρνη και μάλιστα από τα μέρη αυτά θα γράψει προς τον Εμμ. Ξανθό τέσσερες επιστολές.[7] Από τις  επιστολές αυτές αντλούμε αρκετά στοιχεία για τις κινήσεις του καθώς και το όνομα του Δημητρίου Μαργαρίτη, στο σπίτι του οποίου ο Τσακάλωφ διέμεινε στο διάστημα της παραμονής του στην πρωτεύουσα της Ιωνίας.

Λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Νικολάου Σκουφά (31 Ιουλίου 1818) ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και θα παραστεί στην οδυνηρή στιγμή του οριστικού αποχαιρετισμού του ενός από τους τρείς πρωταγωνιστές της Οδησσού του 1814. Εφεξής τον ηγετικό πυρήνα της Εταιρείας θα αποτελέσουν οι Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, τους οποίους βέβαια θα συνδράμει με κάθε τρόπο ο Παναγιώτης Σέκερης.

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία τα οποία καταχωρίζονται σε κατάστιχο του Π. Σέκερη, στο οποίο καταγράφονται, ανάμεσα στα άλλα, και τα ποσά που ο φιλογενής έμπορος καταβάλλει σε διάφορους Φιλικούς, ανάμεσα τους βέβαια και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, για τον οποίο υπάρχουν αρκετές καταχωρίσεις για τα έτη 1818 και 1819, δηλαδή ακόμη και όταν αυτός βρίσκεται πλέον στην Πίζα.[8]

Όπως έχει παρατηρηθεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο (Σεπτέμβριος) του 1818 παρατηρείται μία υποπερίοδος αξιόλογης δράσης της Εταιρείας.[9] Σημειώσαμε ήδη τα ταξίδια του Τσακάλωφ στο Πήλιο και τη Σμύρνη, τη μύηση του Παναγιώτη Σέκερη στην Κωνσταντινούπολη και έχουμε αναφέρει την οργάνωση του συστήματος των «αποστόλων» και τις περιοδείες τους σε πολλά σημεία του ελλαδικού χώρου για την καλύτερη οργάνωση και τον συντονισμό της δράσης της Φιλικής Εταιρείας. Στη γραμμή αυτή επίσης θα αναληφθεί και η προσπάθεια να πεισθεί να αναλάβει την ηγεσία της Εταιρείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, προσπάθεια που είχε ως κύριο εκφραστή της τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Γνωρίζουμε όμως ότι πριν από την προσπάθεια αυτή είχε προηγηθεί εκείνη του Νικόλαου Γαλάτη το 1816.

Ωστόσο, η περίπτωση του Νικόλαου Γαλάτη, με τις ανεξήγητες, για τα περισσότερα μέλη της  Εταιρείας, πράξεις του έχει φθάσει σε οριακό σημείο, καθώς βρισκόταν ιδεολογικά και πρακτικά έξω από τον οργανωτικό σχεδιασμό των επικεφαλής της Εταιρείας. Ο Γαλάτης φανταζόταν την Εταιρεία, όπως παρατηρεί και πάλι ο Βασ. Παναγιωτόπουλος, ως μια πολιτιστική Εταιρεία, όπως η «Φιλόμουσος Εταιρεία» των Αθηνών ή τη Βιέννης,  η δράση της οποίας θα προετοίμαζε την πολιτική αλλαγή, που θα πραγματοποιούνταν όμως με τη βοήθεια των όπλων μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης.[10]

Είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε και σε άλλο σημείο ότι αυτό το σχήμα ήταν πλέον έξω από την πολιτική και τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας και κατά συνέπεια ήταν αναμενόμενο, μετά από την πρόσκληση του Γαλάτη το 1818 στην Κωνσταντινούπολη και την κατανόηση των αντιλήψεων του, αυτός να θεωρηθεί πολύ επικίνδυνος για την Εταιρεία σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να αποφασισθεί ο θάνατός του.

Στην υλοποίηση του σχεδίου της φυσικής εξόντωσης του Νικ. Γαλάτη ο Αθανάσιος Τσακάλωφ φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο, όπως  καταδεικνύει η εξέλιξη των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, με το πρόσχημα των αποστολών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου που ανέλαβαν διάφορα στελέχη της Εταιρείας, ο Γαλάτης θα πεισθεί να ακολουθήσει τον Τσακάλωφ στο συνωμοτικό ταξίδι προς τα μέρη της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο ταξίδι προς τη Μάνη.

Πράγματι, το συγκεκριμένο ταξίδι θα αρχίσει στις αρχές του Δεκεμβρίου 1818 – διαθέτουμε δύο επιστολές του Παναγ. Σέκερη, της 5ns και 7ns Δεκεμβρίου 1818 αντίστοιχα,[11] από τις οποίες εμφαίνεται ότι ο Τσακάλωφ έχει κιόλας αναχωρήσει από την Πόλη – και για τον Γαλάτη θα έχει την οριστική κατάληξή του στις αρχές Φεβρουαρίου 1819 στην Ερμιονίδα, όπου θα δολοφονηθεί από τον επίσης συμμέτοχο στο ταξίδι αυτό Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Λεπτομερές για τη δολοφονία του Γαλάτη παραδίδονται αρκετές, με τις οποίες επιχειρείται να γίνει ακριβής παράσταση του γεγονότος: πως χτυπήθηκε ο Γαλάτης, πως προσπάθησε να αντιδράσει, τι έκανε τη δεδομένη στιγμή ο Τσακάλωφ, πράγματα, άλλωστε, τα οποία είναι αναμενόμενα, όταν μάλιστα προσδιορίζουν ένα είδος εκκαθάρισης λογαριασμών στο εσωτερικό μιας συνωμοτικής οργάνωσης όπως η Φιλική Εταιρεία.

Πέρα όμως από όλα αυτά που συνέβησαν όπως συνέβησαν, το γεγονός είναι – και η δολοφονία του Γαλάτη το αποδεικνύει περίτρανα – ότι η Εταιρεία, όπως παρατηρεί και ο Βασ. Παναγιωτόπουλος, «κράτησε τον αρχικό αυστηρό της χαρακτήρα των μεγάλων πατριωτικών ιδανικών, που συνεχώς καλλιεργούσαν το πνεύμα της θυσίας και που στάθηκε απαραίτητο συστατικό της παράτολμα επαναστατικής εκτίναξης… ελευθεριότητες τύπου Γαλάτη δεν είχαν θέση στο σκληρό παιχνίδι της επαναστατικής συνωμοσίας».[12]

Από τα γράμματα του Παναγ. Σέκερη, που μόλις αναφέρθηκαν, φαίνεται η ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφει αυτός για τον Τσακάλωφ, καθώς και η σημασία που έχει για την επιτυχία των σκοπών της Φιλικής Εταιρείας («να δώσετε ακρόασιν εις τους λογισμους του… να τον φυλάξετε ως κόρην οφθαλμού»), ενώ η ανησυχία του Σέκερη για την τύχη του Τσακάλωφ κορυφώνεται σε δύο άλλες επιστολές του της ίδιας μέρας (10η Φεβρουαρίου 1819) προς τον Γκίκα Γκιώνη και τον Παναγιώτη Μπελλόπουλο αντίστοιχα, επειδή, όπως γράφει στην πρώτη, «Εκ φήμης εμάθαμεν ότι εδολοφονήθη ο Αθανάσιος Τσακάλωφ εις την αντίκρυ σας στερεάν. Μεγάλην λύπην επροξένησεν εις όλους τους ενταύθα ευρισκομένους… Άμποτες να μην είναι αληθινόν και να μας χαροποιήσετεν με πρώτον ότι είναι έξω κινδύνου».[13]

Πράγματι, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ δεν δολοφονήθηκε, αλλά αφού έλαβε μέρος στη δολοφονία του Γαλάτη συνεχίζει το ταξίδι της συνωμοτικής δράσης. Έχουμε κάποιες πληροφορίες ότι μετά το επεισόδιο Γαλάτη, βρέθηκε στις Σπέτσες, στην Ύδρα και αργότερα στη Μάνη, αλλά και στην Καλαμάτα, πριν πάρει τον δρόμο για την Ιταλία, και συγκεκριμένα την Πίζα, όπου θα βρεθεί την άνοιξη του 1819. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί άλλη επιστολή του Σέκερη της 14ης Μαρτίου 1819, ο ίδιος ο Τσακάλωφ έγραψε στον φίλο του, από τη Βενετία, δύο επιστολές στις 6 και 9 Φεβρουαρίου 1819 αντίστοιχα, οι οποίες για τον Σέκερη σηματοδοτούν παράλληλα και τη διάψευση της φημολογίας για τη δήθεν δολοφονία του Τσακάλωφ στην Πελοπόννησο.[14]

Η μετακίνηση αυτή του Τσακάλωφ σημειώνεται και σε επιστολή του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου (υπό το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωάννου), ο οποίος γράφοντας προς τον Εμμ. Ξάνθο από το Ιάσιο στις 7 Μαΐου 1819 σημειώνει: «… με λέγει [ο Παναγιώτης Σέκερης] ότι ο αβ [= Αθ. Τσακάλωφ] απέρασεν εις Τριέστιον και εκείθεν τον ετράβιξαν έως  τρεις [χιλιάδες] γρόσια ας και επλήρωσεν». Εξάλλου και ο ίδιος ο Εμμ. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του θεωρεί την απομάκρυνση του Τσακάλωφ επιβεβλημένη, λόγω ακριβώς της δολοφονίας του Νικ. Γαλάτη, και προς αυτή την κατεύθυνση πίεσε και ο ηγεμόνας της Μάvnς Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης «προς αποφυγήν ενδεχομένων κίνδυνων, ως εκ της   ανακαλύψεως ότι οι φονείς κατέφυγον εκεί και της μελετώμενης επαναστάσεως…».[15]

Μέσω Τεργέστης, λοιπόν, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα φθάσει στην Τοσκάνη και συγκεκριμένα στην Πίζα, όπου θα έλθει σε επαφή και θα μυήσει στην Εταιρεία σημαντικές προσωπικότητες, όπως τον Ιγνάτιο, μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Κωστάκη Καρατζά, γιο του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Ιωάννη Καρατζά.

Κάρτα μέλους της Φιλικής Εταιρείας.

Στο σημείο αυτό, ο Νικόλαος Υψηλάντης αναφέρει στα Απομνημονεύματά του που ακολουθεί και ο Ιω. Φιλήμονας στο Δοκίμιό του για τη Φιλική Εταιρεία, ότι ο Τσακάλωφ διέλυσε μια άλλη Εταιρεία που είχε ιδρύσει ο γνωστός Φιλικός και μετέπειτα αγωνιστής Ηλίας Χρυσοσπάθης.[16] Η πληροφορία αυτή, παρά τις λεπτομερές που παραθέτει ο Υψηλάντης, δεν διασταυρώνεται από καμιά άλλη πηγή, ενώ και η εν γένει δράση του Χρυσοσπάθη δεν φαίνεται να την αιτιολογεί.

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ παρέμεινε στην Ιταλία σχεδόν επί δύο χρόνια, αλλά δεν έχουμε πληροφορία ότι έπραξε κάτι το σημαντικό. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι έκανε κάποιες περιοδείες στις ιταλικές πόλεις, όπως π.χ. στο κοντινό στην Πίζα Λιβόρνο, όπου τον βρίσκουμε στις 19 Ιουλίου 1819 να δανείζεται 100 ισπανικά τάλληρα, υπογράφοντα τη σχετική απόδειξη σε βάρος τού πάντα πρόθυμου να ενισχύσει το έργο της Φιλικής Εταιρείας Παναγιώτη Σέκερη, υπογράφοντας μάλιστα με το πρώτο όνομα του Αθανάσιος Φόρου.[17]

Στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους ο Τσακάλωφ θα λάβει επιστολή του Παναγ. Σέκερη, με την οποία αυτός τον ενημέρωσε για τις κινήσεις των άλλων συντρόφων (Εμμ. Ξάνθου, Παναγ. Αναγνωστόπουλου: ο πρώτος ετοιμαζόταν για το ταξίδι της Πετρούπολης και τη συνάντηση με τον Καποδίστρια, ο άλλος δρούσε στη Μολδοβλαχία), βεβαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ότι τα ανώτατα στελέχη της Εταιρείας διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία ενεργούσαν υπέρ των σκοπών της Εταιρείας ανεξάρτητα, αλλά με βάση ένα κεντρικό σχεδιασμό. Στο ίδιο γράμμα είναι ενδεικτική της συνεισφοράς του Παναγ. Σέκερη η παρότρυνση του στον Αθανάσιο Τσακάλωφ: «Κάμε του λόγου σου κουράγιο και οικονομία, διατί μέχρι της ώρας ταύτης άλλον ένα Σέκερην δεν απήντησα. Θυμήσου πόσα εβγήκαν από εμένα και κρίνε αν είμαι εις κατάστασιν να ανθέξω». Φυσικά και η οικονομική κατάσταση του Τσακάλωφ δεν είναι καθόλου καλή, γι’ αυτό και πάλι ο καλός Σέκερης είναι έτοιμος, όπως του γράφει, να του στείλει 1000 γρόσια: «Ο Μαρτάκης [=Τσακάλωφ] καταταλανίζεται διά την υστέρησιν των αναγκαίων, του οποίου σου είπα πως του έγραψα να μου τραβήξη ή να του εμβάσω γρόσια χίλια».[18]

Οι επόμενες, αποσπασματικές οπωσδήποτε, πληροφορίες που έχουμε για τον Τσακάλωφ είναι ένα γράμμα του πατέρα του της 12ns Σεπτεμβρίου 1819, ο οποίος γράφει προς τον Ξάνθο, καθώς αυτός ετοιμάζεται να κινήσει προς τη Μόσχα κατευθυνόμενος προς την Πετρούπολη, ενώ από μία άλλη επιστολή του Αντώνιου Κομιζόπουλου της 7ns Οκτωβρίου 1819, πάλι προς τον Ξάνθο, κερδίζουμε ένα από τα ψευδώνυμα του Τσακάλωφ (Αναστάσιος Βασιλείου) αλλά και την πληροφορία ότι δεν έχει ειδήσεις του από την Ιταλία. Μία ακόμη σημαντική επιστολή του Παναγιώτη Σέκερη αποστέλλεται προς τον Αθανάσιο Τσακάλωφ στις 12 Δεκεμβρίου 1819 με προορισμό το Λιβόρνο.[19] Στην τελευταία επιστολή του ο Σέκερης αναφέρει ότι ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος, χωρίς να «ήτο δίκαιον» βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αναφέρεται και σε μια ολόκληρη σειρά πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις διαφόρων προσώπων της Φιλικής Εταιρείας, πληροφορούμαστε έτσι ότι ο Αθαν. Τσακάλωφ υπήρξε ο ενδιάμεσος ώστε να γνωρίσει ο Παναγ. Σέκερης τον Αλ. Μαυροκορδάτο, προς τον οποίο απευθύνει και δύο επιστολές του.

 

Ο Αντώνιος Κομιζόπουλος

είναι εκείνος που

βρίσκεται πιο κοντά

στον Τσακάλωφ, αφού σε

κάθε επιστολή του

θα αναφερθεί

σε εκείνον ανησυχώντας

για τη σιωπή του

είτε ενδιαφερόμενος

για τις πράξει και

τις σκέψεις του

ως στελέχους

της Ανωτάτης Αρχής

 

Πολύ γρήγορα (Απρίλιος 1820) εξάλλου θα φθάσει στην Πίζα από τις Ηγεμονίες και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και κατά συνέπεια δύο από τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας θα βρεθούν μαζί για ένα διάστημα. Για τη δράση τους στον κύκλο των σημαντικών Ελλήνων της Πίζας δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, ενώ ο Φιλήμων τους φέρει να είναι αντίθετοι στην ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.[20] Όπως και έχουν τα πράγματα  όμως, είναι γεγονός ότι παραμένοντας στην Ιταλία βρίσκονται κάπως μακριά από το κέντρο των εξελίξεων που αυτή την εποχή σημειώνονται στη Ρωσία, αρχικά με την πρόταση στον Καποδίστρια και την άρνηση του να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, και την αποδοχή εν συνεχεία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη της αρχηγίας.

Ωστόσο, παρατηρώντας λίγο πιο προσεκτικά τα γραπτά του Εμμ. Ξάνθου αποκομίζουμε τη βεβαιότητα ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπάρχει μια συνεχής επικοινωνία μεταξύ των ανωτάτων στελεχών της Εταιρείας. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι αποκαλυπτικές δύο επιστολές των πρωταγωνιστών: η μία είναι του Παναγιώτη Σέκερη από την Κωνσταντινούπολη προς τον Εμμ. Ξάνθο, από την οποία κερδίζουμε και ένα ακόμη ψευδώνυμο του Τσακάλωφ (Μαρτάκης) αλλά και τη σπουδαία πληροφορία ότι ο Ξάνθος αλληλογραφεί με τον Τσακάλωφ μέσω του Σέκερη.[21]

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

Την άλλη επιστολή υπογράφει ο Αντώνιος Κομιζόπουλος στις 12 Μαρτίου 1820 από τη Μόσχα και την απευθύνει και (Απρίλιος 1820) πάλι προς τον Ξάνθο που δίνει μάχη στην Πετρούπολη, αναζητώντας επίμονα τον επόμενο αρχηγό της Εταιρείας. Αλλά ο ίδιος ο Κομιζόπουλος αποστέλλει από τη Μόσχα και άλλη επιστολή μετά από τρεις μήνες ( 15 Μαρτίου 1820) και πάλι προς τον Ξάνθο,[22]  από την οποία πληροφορούμαστε ένα ακόμα ψευδώνυμο του Τσακάλωφ (Αγγελής Βοστηνλής) αλλά και πιο σημαντικά πράγματα: δηλαδή ότι ο Τσακάλωφ δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «…από την απόκρισιν οπού μας λέγεται ότι τους έκαμεν ο Ευεργετικός [Ιω. Καποδίστριας], συμπερένωμεν την κρυότητά του, όμως όλον δεν απελπιζώμεθα εις το να συνενεύση, μ’ όλον τούτο σας λέγωμεν, αν εις  όλην την αυτού διατριβήν ας ιδήται ότι αδύνατον να στέρξη να συνεργίση και μήτε ελπίς μένει, τότε αδελφέ άφευκτα πρέπει να έρθεις εδώ, διά να ομηλήσωμεν και σκευθώμεν τι πρέπει να ακολουθήσωμεν, ότι η αποφασίς μας είναι στερεά να μην παρατιθώμεν από τα δίκαιά μας». Γενικά μπορούμε να επισημάνουμε ότι ο Αντώνιος Κομιζόπουλος είναι εκείνος που βρίσκεται πιο κοντά στον Τσακάλωφ, αφού σε κάθε επιστολή του θα αναφερθεί σε εκείνον είτε ως παραλήπτη κάποιας επιστολής του είτε ανησυχώντας για τη σιωπή του είτε ενδιαφερόμενος για τις πράξεις  και τις σκέψεις του ως στελέχους της Ανωτάτης Αρχής.[23]  Άλλωστε αυτό το ομολογεί και  ο ίδιος σε επιστολή του της 1ης Απριλίου 1820 προς τον Ξάνθο που βρίσκεται στην Πετρούπολη: «αδελφέ… τη αλήθεια σε λέγω, ότι ο Μαρτάκης [Αθ. Τσακάλωφ] και συ είσαι ο πλέον πλησίον μου…».[24]

Όπως έχουμε αναφέρει κιόλας, δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τη δράση του Αθανάσιου Τσακάλωφ στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Πίζα. Ωστόσο, με την έκδοση του Αρχείου Ξάνθου από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, κάποια νέα στοιχεία ήλθαν στην επιφάνεια. Έτσι από επιστολή και πάλι του Αντ. Κομιζόπουλου της 15ns Απριλίου 1820 από τη Μόσχα προς τον Εμμ. Ξάνθο, έχουμε την ευκαιρία να πληροφορηθούμε τα παρακάτω στοιχεία για τη δράση του Τσακάλωφ: «Η στενή φιλία την οποία έχετε με τους αυτού ελθόντες άρχοντες με ευφραίνει, και μάλλον, ότι αυτοί είναι μέλη της εταιρείας, φαίνεται ο Μαρτάκns έκαμε πολλάς καλάς σπεκουλάτζαις, πλην άπορον πώς δεν γράφει το περί των έργων του…».[25]

Τον Μάιο του 1820, όπως γνωρίζουμε και πάλι από γράμματα προς τον Ξανθό (από αυτά κερδίζουμε επιπλέον και άλλα δυο ψευδώνυμα του Τσακάλωφ, «Βασιλίδης» και «Α. P.»), ο Τσακάλωφ βρίσκεται ακόμα στην Ιταλία και έχει έλθει σε επαφή με τον Γεώργιο Σταύρου (Βιέννη) και τον Μοσπινιώτη του Λιβόρνου αλλά γενικά δεν έχει αποκαταστήσει στενή επαφή με τους συντρόφους της Ανατολής.[26] Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι σε τρεις επιστολές που στέλνει ο Αντώνιος Κομιζόπουλος τον Μάιο και τον Ιούνιο, όταν φθάσει στο σημείο να κάνει λόγο για τον Μαρτάκη [= Αθ. Τσακάλωφ] σημειώνει πανομοιότυπα: «από τον Μαρτάκην ούτε φωνή ούτε ακρόασις».

Ωστόσο, μόλις τα γεγονότα οδηγούν προς περισσότερο αποφασιστικές ενέργειες και στην ουσία μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Αθαν. Τσακάλωφ και ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος θα ειδοποιηθούν να μετακινηθούν προς τις Ηγεμονίες. Είναι η εποχή (αρχές Οκτωβρίου 1820) που έλαβαν χώρα οι αποφασιστικές συσκέψεις στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, που θα οδηγήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και παρά την αρχική σύγχυση που επικράτησε, στην έναρξη της Επανάστασης. Μετά από τις συσκέψεις αυτές ο Ξάνθος θα ειδοποιήσει τον Αναγνωστόπουλο και τον Τσακάλωφ να κινηθούν προς το Κισνόβι. Ωστόσο, από τους δύο πρωταγωνιστές ο πρώτος θα καταφέρει να φθάσει μόνο στο Βουκουρέστι στα τέλη του Δεκεμβρίου 1820, ενώ ο Τσακάλωφ δεν θα μπορέσει να φθάσει ούτε στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, επειδή, σύμφωνα με κάποιες πηγές, αρρώστησε άσχημα και αναγκάστηκε να παραμείνει για πολλές μέρες στη Βιέννη.[27]

Οι πηγές που αναφέραμε λίγο πριν δεν είναι παρά μία εκτενής επιστολή της 15 Ιανουαρίου 1821 που γράφει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος από το Βουκουρέστι προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρισκόταν τότε στο Κισνόβι. Στην επιστολή αυτή ο Αναγνωστόπουλος, αναφερόμενος και στον Τσακάλωφ, παραθέτει τα σχετικά με την κοινή διαμονή τους στην Ιταλία και για την έλλειψη πληροφόρησης που είχαν σχετικά με τις εξελίξεις των πραγμάτων της Εταιρείας («Το διατί να ευρισκώμεθα εις τοσούτον σκότος, των από το μέρος σας πραγμάτων, τούτο απαιτεί προσωπικήν εντάμωσιν… και… τέλος πάντων μένοντες διά πολύν καιρόν αμφίβολοι, εκρίναμεν αναγκαιότερον να ακολουθήσωμεν, παρά να μείνωμεν εκεί»).

Η πληροφορία αυτή έρχεται να διασταυρωθεί με το «από τον Μαρτάκην ούτε φωνή ούτε ακρόασις» του Αντώνιου Κομιζόπουλου, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο σύντροφοι της Ιταλίας είχαν μείνει λίγο στο περιθώριο των εξελίξεων, ενώ ακόμη και την απόφαση της επιστροφής του στο επίκεντρο των κρίσιμων γεγονότων ο Αναγνωστόπουλος την παρουσιάζει ως αποτέλεσμα της δικής τους πρωτοβουλίας και όχι σαν εντολή του Ξάνθου να κινηθούν προς τις Ηγεμονίες.

Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας (1765–1828). Λιθογραφία, Lassinus Carolus, Σεβαστιανός Κιάμπη, Il Sogno di Scipione, Πίζα 1816

Μία άλλη εκδοχή για το ίδιο γεγονός έχουμε από μεταγενέστερη επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος γράφοντας από το Μεσολόγγι τον Οκτώβριο του 1821 προς τον ευρισκόμενο πλέον στην Πελοπόννησο για τις ανάγκες του αγώνα Δημήτριο Υψηλάντη αναφέρει ότι ο ίδιος και ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας πήραν την απόφαση και έστειλαν με έξοδα τους τον Αναγνωστόπουλο και τον Τσακάλωφ από την Πίζα στο Κισνόβι για να προλάβουν το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.[28] Σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο οι δύο Φιλικοί είχαν την εντολή να συναντήσουν τον Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Αυστρία για τις ανάγκες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής – περαιτέρω ο Μαυροκορδάτος αναφέρει ότι ο Τσακάλωφ κατάφερε να συναντήσει τον Καποδίστρια, ο οποίος του κοινοποίησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για τις κινήσεις του Αλ. Υψηλάντη και ότι είχε τη βεβαιότητα ότι ο τελευταίος δεν θα ξεκινούσε καμιά στρατιωτική κίνηση. Στη γραμμή της ιδίας πληροφόρησης από τα γραπτά του Μαυροκορδάτου, ο Τσακάλωφ φέρεται να μεταβίβασε τις πληροφορίες αυτές στον ίδιο και βέβαια στον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, που ενίσχυσαν τη γνώμη τους για την ασύνετη πολιτική της οικογένειας Υψηλάντη.

Από την τελευταία επιστολή του Αναγνωστόπουλου προς τον Ξάνθο, που αναφέραμε, στην οποία μας πληροφορεί για την αρρώστια του Τσακάλωφ, μαθαίνουμε επιπλέον ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν θέλησε να τον εγκαταλείψει σε αυτή την κατάσταση μόνο του στο Βουκουρέστι, γι’ αυτό καθυστέρησαν και οι δύο να φθάσουν, ενώ παράλληλα αναφέρει ότι εν τω μεταξύ έλαβε νεότερε8 ειδήσεις από τον Τσακάλωφ, ότι είχε γίνει καλά και ότι θα κινούσε προς συνάντηση τους.

Μιλήσαμε λίγο πιο πάνω για σύγχυση και βρίσκουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και πάλι σ’ αυτήν παρακολουθώντας από όσο γίνεται πιο κοντά τις κινήσεις του Αθανασίου Τσακάλωφ. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι, μολονότι στις συσκέψεις του Ισμαηλίου είχε αποφασισθεί να ξεκινήσει ο αγώνας από την Πελοπόννησο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα αλλάξει γνώμη και κατεύθυνση και θα συγκρουστεί με τις τουρκικές δυνάμεις στο Δραγατσάνι. Τους διαφορετικούς προσανατολισμούς δείχνει και μία επιστολή του Παπαφλέσσα προς τον Εμμ. Ξάνθο της 12ns Νοεμβρίου 1820, όταν ο Γρηγόριος Δικαίος αναφέρει ότι έχει ειδοποιήσει και περιμένει στην Πελοπόννησο, προφανώς για τις ανάγκες του επικείμενου επαναστατικού αγώνα, ανάμεσα στους φίλους και τον Τσακάλωφ: «…ευρίσκομαι εις ανησυχίαν, σήμερον γράφω προς τους φίλους Ιωανήδην και Μαρτάκην, να έλθουν και αυτοί εις τα 2» [Ιωάννιδης είναι ένα από τα συνωμοτικά ψευδώνυμα του Παναγ. Αναγνωστόπουλου, για τον Μαρτάκη μιλήσαμε, ενώ με τον αριθμό 2 στη γλώσσα των Φιλικών δηλώνεται η Πελοπόννησος].

Στον απόηχο των πληροφοριών που προέρχονται από την παραπάνω επιστολή του Μαυροκορδάτου φαίνεται ότι αρχικά επικράτησε μια ψυχρότητα στις σχέσεις Αθαν. Τσακάλωφ και Αλέξ. Υψηλάντη, όταν ο ηπειρώτης Φιλικός θα βρεθεί κοντά στα γεγονότα των Ηγεμονιών. Ο Αλέξανδρος έχει σαφείς ενδείξεις ότι ο Τσακάλωφ βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της αντιυψηλαντικής κίνησης που εκδηλώνεται από τα ελληνικά στοιχεία της Πίζας, προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και με σαφή διάθεση να επικρατήσει πλέον ομόνοια μεταξύ του Τζούνη και των δύο Φιλικών και όχι μεταξύ Υψηλάντη και Πίζας, μας οδηγεί και μια άλλη επιστολή των ίδιων πάνω-κάτω κρίσιμων ημερών.

Συγκεκριμένα διαθέτουμε την επιστολή που έγραψε από το Κισνόβι στις 21 Ιανουαρίου 1821 ο Νικόλαος Υψηλάντη προς τον Εμμ. Ξάνθο, όπου γίνεται η εξής αναφορά: «Ο Τζακάλοφ και ο Αναγνωστόπουλος έφθασαν προ ημερών εις Βουκουρέστιον και επληροφορήθημεν ότι έρχονται προς αντάμωσίν μας· πλην ο αυτάδελφός μου [Αλέξανδpos Υψηλάντης] ων εις άκρον ευχαριστημέvos από τον Τζούνην και προς ησυχίαν αυτού, διά παλαιάς εχθροπαθείας, σας παρακαλεί να γράψητε προς αυτούς τους δύω, ότι εις το εξής τα παρελθόντα πρέπει να λησμονηθώσι, και να μη αποδεικνύωσι το παραμικρόν πάθος».[29]

Εφεξής οι πηγές για τη δράση του Αθανασίου Τσακάλωφ τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά στα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Ηγεμονίες με την κορύφωση της καταστροφής του υψηλαντικού στρατεύματος στο Δραγατσάνι, είναι ελάχιστες. Με βάση αυτές  δηλαδή τον Γούδα και τον Φιλήμονα, γνωρίζουμε ότι ο Τσακάλωφ έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τοποθετήθηκε ως υπασπιστής του Ιερού Λόχου. Με την ιδιότητα αυτή φέρεται να έλαβε μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου (αρχές Ιουνίου 1821), όπου κινδύνευσε να σκοτωθεί.

Μετά τη διάλυση του επαναστατικού κινήματος των Ηγεμονιών ο Τσακάλωφ, όπως και αρκετοί άλλοι, θα πάρει τον δρόμο που οδηγεί προς το κυρίως θέατρο των επιχειρήσεων, την Πελοπόννησο. Από επιστολή του Εμμανουήλ Ξάνθου γραμμένη από την Ανκόνα στις 10 Οκτωβρίου, έχουμε την πληροφορία ότι ο Τσακάλωφ αναχώρησε από τη Βλαχία και ευρίσκεται στην Πίζα, αλλά περαιτέρω ο Ξάνθος  αγνοεί τις μελλοντικές προθέσεις του ηπειρώτη Φιλικού. Μια άλλη επιστολή, και πάλι του Εμμ. Ξάνθου, γραμμένη από την Πίζα ένα

μήνα αργότερα (25 Νοεμβρίου 1821), όπου και ο ίδιος ο πάτμιος Φιλικός φθάνει κατευθυνόμεvoς προς την Πελοπόννησο, μας δίνει και πάλι κάποιες πληροφορίες για τον Τσακάλωφ που αξίζει να τις αναδημοσιεύσουμε αυτολεξεί, καθώς μας φανερώνουν ανάγλυφα, και αυτή την κρίσιμη στιγμή, τις διάφορες τάσεις που συνέχουν τα μέλη της Φιλικής  Εταιρείας. Γράφει λοιπόν ο Ξάνθος:

 

«αδελφέ, στοχάσου ότι όλοι οι νομιζόμενοι αδελφοί και φίλοι μας αποστάτησαν, και υπάγουν εναντίον των Υψηλάντιδών σου, και όσων είναι εις αυτούς φίλοι, και πρώτος είναι ο Τζακάλωφ, όστις ενώθη με τον Καρατζάν, και λέγει τα άπηρα κατά του Καλού [=Αλέξανδρος Υψηλάντης] εν ω έλαβεν εις Βλαχίαν παρ’ εκείνου, απείρους αποδείξεις φιλίας και οικιότητος. Αυτός ο άνθρωπος εστάθη πάντοτε χωρίς χαρακτήρα και ηθικήν».[30]

Εάν οι πληροφορίες του Ξάνθου βρίσκονται κοντά στην πραγματικότητα γίνεται φανερό ότι και μετά την αποτυχία των Ηγεμονιών και την καταστροφή του υψηλαντικού στρατού, ο Τσακάλωφ βρίσκεται πάντοτε μέσα στο κλίμα της Πίζας, το οποίο είχε σαφώς αντιυψηλαντικά χαρακτηριστικά. Όμως οι διαθέσεις υποτάσσονται στις κρίσιμες ανάγκες της επαναστατικής δράσης και έτσι στις αρχές του 1822, απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Τσακάλωφ, όπως άλλωστε και ο Ξάνθος, θα φθάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο και θα τεθεί στη διάθεση ενός άλλου Υψηλάντη, του Δημητρίου.

Από τα Απομνημονεύματα του Ξάνθου έρχεται η επόμενη πληροφορία για τον Τσακάλωφ, καθώς οι δυο πρωτεργάτες της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας μετά από τις τόσες περιπέτειες που έζησαν προετοιμάζοντας το έργο των όπλων, θα διοριστούν από το Υπουργείο Εσωτερικών (υπουργός τότε ο Γρηγόριος Δικαίος – Παπαφλέσσας) στις 26 Ιουνίου 1823 μαζί και με τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη ως μέλη μιας επιτροπής που εντέλλεται να κρίνει «τα αναίσχυντα κινήματα τινών αναιδών και κακοηθών καπεταναίων».

Η ίδια εντολή θα δοθεί στα τρία μέλη της Επιτροπής και από το Υπουργείο του Πολέμου την επομένη, 27 Ιουνίου 1823. Έτσι οι δύο συνεργάτες θα βρεθούν και πάλι να εργάζονται για έναν κοινό σκοπό, έστω και μικρότερης εμβέλειας καθώς υποδηλώνει τις εμφύλιες διαμάχες εκείνης της περιόδου.

Εφεξής οι πληροφορίες μας για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ είναι σχεδόν μηδαμινές – ειδικότερα για το διάστημα 1824-1828 -, γεγονός το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι ο Ηπειρώτης Φιλικός δεν ανέλαβε ηγετικές θέσεις στη νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο, όπως εξάλλου και ο άλλος σύντροφός  του, Εμμ. Ξάνθος, ο οποίος, θα πάρει και πάλι τον δρόμο επιστροφής στην οικεία σ’ αυτόν περιοχή των Ηγεμονιών. Πάντως, με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια ο Τσακάλωφ ενεργοποιείται και διορίζεται από τη νέα πολιτική κατάσταση στις 8 Μαΐου 1828 Γραμματέας του γενικού Φροντιστηρίου (Υπουργείο των Στρατιωτικών) που έχει έδρα την Αίγινα, και μηνιαίο μισθό 300 γρόσια, θέση στην οποία θα τον συναντήσουμε και το επόμενο έτος. Η πληροφορία αυτή διασταυρώνεται και από τις αναμνήσεις του Κουτσαλέξη, ο οποίος αναφέρει ότι ο συμπατριώτης του Τσακάλωφ τον πίεζε να καταταγεί στη Σχολή Ευελπίδων, της οποίας τη σύσταση ετοίμαζε, ενώ εργαζόταν στο Γενικό Φροντιστήριο.[31] Γνωρίζουμε εξάλλου ότι ο Τσακάλωφ θα οριστεί πληρεξούσιος της Ηπείρου στη Δ’ Εθνική Συνέλευση στο Άργος (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) μαζί με τον Χριστόδουλο Κλωνάρη, τον Ιωάννη Γενοβέλη και τον Κυριάκο Τασίκα, η οποία ψήφισε το Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδας. Με την ίδια ιδιότητα θα εκπροσωπήσει και πάλι την πατρίδα του, την Ήπειρο, και στην επόμενη Εθνική Συνέλευση (5 Δεκεμβρίου 1831-16 Μαρτίου 1832).

Μια άλλη πληροφορία που μας παραδίδει ο Αραβαντινός θέλει τον Τσακάλωφ την ίδια εποχή να καλεί στην Αθήνα τον εξ αδελφής ανεψιό του Γεώργιο Θεοχάρη για να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο Γούδας θέλει τον Αθανάσιο Τσακάλωφ να επισκέπτεται γύρω στα 1829 την πατρίδα του Γιάννινα, όπου με πόνο ψυχής διαπίστωσε ότι η παλιά ανθούσα πόλη βρισκόταν σε κακή κατάσταση.

Πληροφορίες αδιασταύρωτες αλλά ενδεικτικές, νομίζω, της συμμετοχής του Τσακάλωφ στα πολιτικά πράγματα της εποχής, της εποχής όμως του Καποδίστρια, γεγονός που έχει τη σημασία του· και τούτο επειδή φαίνεται ότι με τη δολοφονία του Καποδίστρια τελειώνει και η ενεργός συμμετοχή του ηπειρώτη πρωτοφιλικού στα ελληνικά πράγματα, επειδή γύρω στον Μάιο του 1832 θα εγκαταλείψει και αυτός την Ελλάδα και θα πάρει το δρόμο για έναν άλλο χώρο, οικείο βέβαια σ’ αυτόν, όπως είναι η Ρωσία. Τότε, λοιπόν, και ενώ βρίσκεται και πάλι στην Οδησσό των πρώτων επαναστατικών σκιρτημάτων, θα συναντήσει τον παλιό παραγιό του Ξανθού, τον Μανόλη, και θα μάθει για την κατάσταση του παλιού συντρόφου του. Θα πληροφορηθεί δηλαδή ότι ο Ξάνθος βρίσκεται στο Βουκουρέστι και θα του γράψει μία επιστολή με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1832, την οποία ο παραλήπτης διέσωσε, όπως έχει διασώσει και άλλο πολύτιμο υλικό. Από την επιστολή αυτή αναδημοσιεύουμε το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Αγαπητέ φίλε,

Ύστερα από τόσων χρόνων σιωπήν μεταξύ μας μαθών πού ευρίσκεσαι σοι γράφω. Κατά τύχην προχθές εντάμωσα τον μίαν φοράν δούλον σου Μανώλη, όστις μοι είπεν… Σοί στέλλω λοιπόν το παρόν σύντομον διά να λάβω απόκρισιν, και να σε γράψω πλέον εκτεταμένως και να ειπώμεν τα πάθη μας αμοιβαίως. Αναμφίβολως θα ήσαι περίεργος να μάθης τα κατ’ εμέ, σοι λέγω εις  ολίγα λόγια ότι το Πάσχα ανεχώρησα από Ναύπλιον διά την Πόλιν και από εκεί εδώ. Πως ανεχώρησα και διά πού και ο ίδιος αγνοώ· έφυγα χωρίς  να ηξεύρω πού υπάγω· μίαν φοράν από Τριέστι σοι έγραφα εις Αγκώνα κάποιες προβλέψεις μου περί της μέλλουσης καταστάσεως της Ελλάδος – δι’ ολίγον καιρόν ενόμισα ότι τότε είχα απατηθή, αλλ’ όχι· η δύναμη των πραγμάτων είναι πάντοτε αυτή· γράψε με απ’ ευθείας εδώ εις όνομά μου,

Ο αδελφός

Αθανάσιος Τσακάλωφ.[32]

Όπως παρατηρούμε, ο Τσακάλωφ φανερά πικραμένος και δυσαρεστημένος για τα ελληνικά πράγματα κάνει λόγο για μια παλαιότερη, σίγουρα του φθινοπώρου 1821, επιστολή του από την Τεργέστη προς τον Ξάνθο, που βρισκόταν τότε στην Ανκόνα καθ’ οδόν προς την Ελλάδα, όπου, όπως γράφει, του έκανε διάφορες προβλέψεις για τα μέλλοντα να ακολουθήσουν. Προφανώς η επιστολή αυτή, η τόσο ενδιαφέρουσα πρέπει να χάθηκε, επειδή ο πολύ προσεκτικός στη συγκέντρωση των εγγράφων του Ξάνθος θα την είχε εκδόσει είτε στα Απομνημονεύματά του είτε θα είχε βρεθεί στα κατάλοιπα του που συνθέτουν τους τρεις τόμους του Αρχείου του.

Ο ίδιος ο Ξάνθος, σχολιάζοντας το γράμμα αυτό στα Απομνημονεύματά του, αμέσως κάτω από την έκδοσή του, θα μας δώσει και περαιτέρω πληροφορίες για τον παλιό φίλο και συνεργάτη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές ο Τσακάλωφ φέρεται να φοβήθηκε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια για κακές εξελίξεις γι’ αυτό πήρε τον δρόμο της επιστροφής και θα βρεθεί και πάλι στη Μόσχα, κοντά στον παλιό φίλο, συνεργάτη και δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Κομιζόπουλο. Άλλωστε, πέρα από όλα αυτά, με τη ρωσική πόλη τον συνέδεαν και οι παλιές εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Ο Ξάνθος στην ίδια επιστολή βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει τη δυσαρέσκεια τη δική του, του Τσακάλωφ, του Κομιζόπουλου και να καταφερθεί εναντίον του Φιλήμονα, ο οποίος από όλους τους Φιλικούς ανέδειξε πρωταγωνιστή τον Αναγνωστόπουλο.

Στη Μόσχα λοιπόν θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ηπειρώτης πρωτοφιλικός Αθανάσιος Τσακάλωφ. Μάλιστα υπάρχει και η πληροφορία ότι εκεί παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Μία από τις ασφαλείς πληροφορίες της μοσχοβίτικης ζωής του Αθαν. Τσακάλωφ που έχουμε από την αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, τον φέρει στα 1842 να πιέζεται να αναλάβει τις υποχρεώσεις καταβολής πατρικών χρεών· το γεγονός ότι κατέβαλε σε κάποιον οφειλέτη του πατέρα του, καταρρίπτει – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των άλλων – τον ισχυρισμό του ότι δεν κληρονόμησε τίποτε από τον πατέρα του.[33]

Τελευταία πληροφορία για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ είναι εκείνη του έτους 1845, όταν θα τον συναντήσουμε ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που ανέλαβε να εκτελέσει τη διαθήκη του συντοπίτη του Νικόλαου Ζωσιμά. Πέθανε στη Μόσχα το 1851.

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε’.

[2] Α.Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα και περίεργα, σ. 223.

[3] Στο ίδιο, σ. 223-224.

[4] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 11.

[5] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 13-14.

[6] Τ. ΑΘ. Γριτσόπουλος, Φιλικά Κείμενα, σ. 68.

[7] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 8, 10-14.

[8] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 16 κ. εξ.

[9] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 20.

[10] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 20.

[11] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 27-28.

[12] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 22.

[13] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 29-30.

[14] Στο ίδιο, σ. 31.

[15] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 38.

[16] Ν. Υψηλάντης, Απομνημονεύματα, σ. 131 κ. εξ. και Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, σ. 40.

[17] Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Ε’, σ. 103.

[18] Σέκερης προς Αναγνωστόπουλο, επιστολή της 1 Νοεμβρίου 1819 στο Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 52.

[19] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 55-56.

[20] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 273.

[21] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 38.

[22] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 65-67.

[23] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 68-69-71-73-77-79.

[24] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 87.

[25] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 93-94.

[26] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 103, 106, 122, 127,164,208.

[27] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 35.

[28] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Φιλική Εταιρεία, σ. 21.

[29] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 43.

[30] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 296.

[31] Α. Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα, σ. 224-225.

[32] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 196.

[33] Φ. Σαγκούνης, Ανέκδοτος Αλληλογραφία. Ζ’, σ. 65-66 και τ. Η’, σ. 11.

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος-Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη-Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Α. Π. Κουτσαλέξης, Διαφέροντα και περίεργα τινά ιστορήματα, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, εκλογή Γ. Τσουκαλάς, επιμέλεια Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, τόμ. 8, Αθήνα χ.χ., σ. 209-278.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Στέφανος Μπέττης, «Αθανάσιος Ν. Τσακάλωφ. Ο πρώτος της Εταιρείας των Φιλικών», Ηπειρωτική Εστία, τ. 13, τχ 152 (Δεκέμβριος 1964), σ. 913-938.
  • Φ. Σαγκούνης, «Ανέκδοτος Αλληλογραφία των Ζωσιμάδων της Κοινότητος Ιωαννίνων και των επιτρόπων των και άλλα έγγραφα εκ του αρχείου Φίλιου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 7 (1932), σ. 1-66 και 8 (1933), σ. 3-83.
  • Γεώργιος Δ. Φράγκος «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα 1975, σ. 424-432.
  • Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδα,Αθήνα 1964.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. Ε’, Αθήνα 1872.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

Οι τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία – Εμμανουήλ Ξάνθος και Παναγιωτάκης Καραγιάννης | Βασίλης Παναγιωτόπουλος,  Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, «Ο Ερανιστής», τόμος Β’, Αθήνα, 1964.


 

Φιλικός, Εμμανουήλ Ξάνθος εκ Πάτμου, Ελληνικά Γραμματόσημα,1947.

Η μύηση του Εμμανουήλ Ξάνθου στον τεκτονισμό είναι γνωστή από πληροφορία του ίδιου, διατυπωμένη μάλιστα με μια τάση έξαρσης του γεγονότος, στα Απομνημονεύματά του. Στο σημείο που κάνει λόγο για τις προεπαναστατικές εμπορικές δραστηριότητές του, μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο, γράφει: «Απήλθεν κατά τας αρχάς του 1813 εις την Πρέβεζαν δι’ αγοράν λαδιών· εκείθεν διέβη εις Ιωάννινα … μεταβάς ακολούθως εις την Αγίαν Μαύραν, διά παρακινήσεως φίλου του τινός Παναγιωτάκη Καραγιάννη εισήχθη εις την εταιρίαν των Ελευθέρων Κτιστών (Μασόνων)».

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει λόγο για την ιδιότητά του αυτή ο Ξάνθος. Πριν εκδώσει τα Απομνημονεύματά του είχε γράψει δύο εκθέσεις για τη «φιλική» του δράση, που κυκλοφόρησαν τότε σε ορισμένους κύκλους χειρόγραφες. Η πρώτη σε τύπο επιστολιμαίας διατριβής, γραμμένη στα 1835, δημοσιεύτηκε στα 1901 από τον Δ. Καμπούρογλου.

Μιλώντας ο Ξάνθος για τις συναντήσεις του με τον Τσακάλωφ και τον Σκουφά, το 1814 στην Οδησσό, γράφει: «Απεφάσισαν λοιπόν αυτοί οι φίλοι να σχεδιάσωσι τους κανόνας ταύτης της εταιρείας, την οποίαν και Εταιρείαν των Φιλικών ωνόμασαν, δανεισθέντες πολλούς κανόνας από την Εταιρίαν των Φραγκ-Μασόνων, εις ην ο Ξάνθος προ τίνος χρόνου είχεν έμβει ευρεθείς εις μίαν της Επτανήσου Πολιτείας νήσον»

Η δεύτερη έκθεση, γραμμένη την 1 ’Οκτωβρίου 1837 και δημοσιευμένη στα 1931 από τον A. Α. Παπανδρέου, είναι αναλυτικότερη και, ως προς την διατύπωση και το περιεχόμενο, πολύ κοντά στα Απομνημονεύματά του. Και εδώ ο Ξάνθος μιλάει με σαφήνεια και ακρίβεια για την μύησή του στον τεκτονισμό: «απήλθεν… κατά τας αρχάς του 1813 εις την Πρέβεζαν και Ιωάννινα δι’ εμπορικάς υποθέσεις. Εκείθεν δε διαβάς εις Αγίαν Μαύραν, μίαν των Ιονικών νήσων, εισήχθη εις την εκεί υπάρχουσαν τότε εταιρίαν των Ελευθέρων Κτίστων, ων δε ιδεών ελευθέρων και πνέων πάντοτε μίσος κατά της τουρκικής τυραννίας, αμέσως συνέλαβε την ιδέαν να ενεργήση μίαν μυστικήν εταιρίαν κατά τους κανονισμούς ταύτης των Κτίστων … διά να ενεργήσωσιν, ευκαιρίας τυχούσης, την απελευθέρωσιν της πατρίδος».

Στην συνέχεια επαναλαμβάνει όσα γράφει και στην πρώτη έκθεση για την ίδρυση της Φιλικής στην ’Οδησσό το 1814: «Εκοινοποίησεν εις αυτούς τους φίλους του [Σκουφά, Τσακάλωφ] την ιδέαν του περί συστάσεως μιας εταιρείας, φανερώσας αυτοίς και την είσοδον του εις την των Κτίστων, τινα των σημείων τούτων όσα εδύναντο να προσαρμοσθώσιν εις αυτήν κοινοποιήσας …».

Εκτός από τα παραπάνω, δ Ξάνθος μιλάει και σε άλλα σημεία των Απομνημονευμάτων και των εκθέσεών του για την τεκτονική του ιδιότητα. Ακόμη δεν παραλείπει να φανερώνει την ιδιότητά του αυτή κάθε φορά που υπογράφει ένα έγγραφο ή μια επιστολή, τοποθετώντας μπροστά από το όνομά του τα σύμβολα του τεκτονικού του βαθμού, όπως συνήθιζαν τότε οι τέκτονες: τρείς διαδοχικές τελείες μέσα σ’ ένα γραμμικό σύμπλεγμα ή μέσα σε δύο παράλληλες μικρές ευθείες.

Δεν είναι χωρίς σημασία οι αλλεπάλληλες αυτές αναφορές του Ξάνθου, αν υπολογίσουμε μάλιστα ότι και όταν έβγαζε τα Απομνημονεύματά του (1845) και λίγα χρόνια πριν, όταν έγραφε τις δυο εκθέσεις του (1835, 1837), ο εταιρισμός γενικά, άλλα και ειδικότερα ο τεκτονισμός, αποτελούσαν μη κανονικές δραστηριότητες. Οι τέκτονες του καιρού του δεν έκρυβαν βέβαια την τεκτονική τους ιδιότητα, ήταν όμως φαινόμενο ασυνήθιστο η προβολή και η με κάθε τρόπο κοινολόγηση της ιδιότητας αυτής. Στη συνέχεια θα φανεί το αιτιολογικό της αντίθετης συμπεριφοράς του Ξάνθου.

Ο τεκτονικός χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας, όταν μετά την επανάσταση άρχισε να γίνεται λόγος πάλι γι’ αυτήν, ήταν παραδεκτός και αδιαφιλονίκητος. Ο Ι. Φιλήμων στο Δοκίμιό του για την Φιλική ‘Εταιρεία (1834), γράφει για τον οργανισμό της τα παρακάτω, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από κανένα την εποχή που γράφτηκαν: «Οι αυτουργοί του εδανείσθησαν κανόνας πολλούς από την εταιρίαν των Μασσόνων, και τους εφήρμοσαν επιτηδείως εις το πνεύμα και τα πάθη του έθνους. Ήτο διά τούτο ηθικώτατος και προβλεπτικώτατος ως προς όλα τα στοιχεία της συντηρήσεως και της προόδου του Συστήματος».

Ο Φιλήμων, τέκτονας ο ίδιος την εποχή που έγραφε αυτά, ήταν σε θέση να γνωρίζει ως ποιο σημείο έφθανε η σχέση τεκτονισμού και Φιλικής. Δεν ήταν βέβαια φιλικός, άλλα γράφοντας για τη Φιλική Εταιρεία είχε αποκτήσει πλήρη συνείδηση της δραστηριότητας και των μεθόδων των φιλικών, κι έτσι η έλλειψη της προσωπικής εμπειρίας είχε αντισταθμιστεί από τις σχετικές γνώσεις.

Ο Ξάνθος, στηριγμένος στην καθολική αναγνώριση του τεκτονικού χαρακτήρα του οργανισμού της Φιλικής Εταιρείας, έρχεται με την έξαρση της τεκτονικής του ιδιότητας να υποδηλώσει διακριτικά, αλλά και αναντίρρητα, τη θέση του σαν συνιδρυτή της Εταιρείας, θέση που είχε κλονιστεί από τις ειλικρινείς καθώς φαίνεται, αλλά βασισμένες σε ασύνδετες γνώσεις, πληροφορίες του Αναγνωστόπουλου, όπως αυτές είχαν διοχετευτεί στο «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρείας» του Φιλήμονος και όπως θα κυκλοφορούσαν, υποθέτω, προφορικά στην Αθήνα της εποχής.

Για μύηση στον τεκτονισμό των άλλων συνιδρυτών της Εταιρείας δεν είχε γίνει λόγος. Η σχέση του Τσακάλωφ με τον κύκλο του Ζαλίκογλου και το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» του Παρισιού δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ήταν τέκτονας, αλλά ούτε και για τον Σκουφά διατυπώθηκε τέτοια άποψη.

Στο συμφωνητικό μάλιστα που υπογράψανε στις 22 Σεπτ. 1818 στην Κωνσταντινούπολη οι Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος, Σέκερης και Ξάνθος, ενώ ο τελευταίος τοποθετεί μπρος από την υπογραφή του τα σύμβολα του τεκτονικού του βαθμού, οι άλλοι υπογράφουν χωρίς κανένα διακριτικό. Η τεκτονική ιδιότητα του Ξάνθου, σε αντιδιαστολή με τον συνιδρυτή του 1814 Τσακάλωφ και τους συναρχηγούς του 1818, εκφράζεται εύγλωττα ατό έγγραφο αυτό. Άλλα και μια άλλη πληροφορία του Ξάνθου, γραμμένη μάλιστα σε χρόνο που μπορούσε εύκολα να την αναιρέσει κανείς (1837), λύνει οριστικά το πρόβλημα της πατρότητας των τεκτονικών στοιχείων στον οργανισμό της Φιλικής:«εις δε την Εταιρίαν των Κτίστων, άλλος παρά τον Ξάνθον δεν ήτο μεμυημένος»  γράφει ο ίδιος…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Οι τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία. Εμμ. Ξάνθος και Παν. Καραγιάννης

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Μέθοδος προσέγγισης και κατήχησης μελών της Φιλικής Εταιρείας


 

  Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το καλοκαίρι του 1814 στην Οδησσό της Νότιας Ρωσίας, ασφαλώς αποτελεί τη σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Η διαπίστωση αυτή αιτιολογείται αρχικά από το γεγονός ότι η οργάνωση αυτή πέτυχε να θέσει με ρηξικέλευθο τρόπο το ζήτημα της εθνικής χειραφέτησης των Ελλήνων, το οποίο το διαπραγματεύθηκε ως ελληνικό κυρίως πρόβλημα και όχι ως μέρος των δραστηριοτήτων κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης· και βέβαια από το γεγονός ότι κατάφερε να οδηγήσει τα πράγματα στην ένοπλη ρήξη, δηλαδή να δράσει με τέτοιο συνωμοτικό τρόπο ώστε η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης να καταστεί περίπου αναπότρεπτη.

Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Φιλικής Εταιρείας, πέρα από στοιχεία της συνωμοτικότητας που είναι βέβαιο ότι δανείστηκαν από συναφείς ευρωπαϊκές οργανώσεις και μάλιστα τεκτονικές, και ένα βαρυφορτωμένο τυπικό προσηλυτισμού, δεν επεξεργάστηκαν περίπλοκες ιδεολογικές θέσεις ούτε διατύπωσαν συνταγματικές επιταγές που θα εφαρμόζονταν σε ένα μελλοντικό ελληνικό κράτος. Όμως, ως καλοί γνώστες μιας παλαιότερης ανεκπλήρωτης, επαναστατικής προσδοκίας και βέβαια της σύγχρονης τους ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας, συλλαμβάνουν και θέτουν σε άμεση εφαρμογή την αυτοδύναμη οργάνωση των εθνικών δυνάμεων με τις αναγκαίες φυσικά συμμαχίες και προσαρμογές…

 

 Διδασκαλία – Κατήχηση – Ιεραρχία

 

Η διδασκαλία της Εταιρείας, που σώθηκε σε πολλά αντίγραφα, αποτελείται από πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνεται η διδασκαλία της μυήσεως στο μυστικό της Εταιρείας. Στο μέρος αυτό υπάγεται ο «πρώτος όρκος», η «εξομολόγησις» και η αποκάλυψη του σκοπού. Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνεται η διαδικασία του Μεγάλου Όρκου, η οποία αποτελεί το πιο εντυπωσιακό μέρος της Διδασκαλίας. Στο τρίτο μέρος περιλαμβάνεται η ερμηνεία και οι οδηγίες περί συντάξεως του αφιερωτικού γράμματος, με τα σημεία αφιερώσεως και καθιερώσεως. Μετά την κατήχησή του ο νεοκατηχούμενος, εφόσον είχε τις προϋποθέσεις να προχωρήσει στην επόμενη βαθμίδα (κυρίως όσον αφορά τη γνώση ανάγνωσης και γραφής), έδινε τον μεγάλο όρκο και καθιερωνόταν ως «ιερέας».

 

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

 

Στην ιεραρχία της Εταιρείας καθιερώθηκαν αρχικώς τέσσερις βαθμοί, ενώ αργότερα οι βαθμοί έγιναν επτά: 1) Αδελφοποιητοί ή Βλάμηδες, 2) Συστημένοι, 3) Ιερείς, 4) Ποιμένες, 5) Αρχιποιμένες, 6) Αφιερωμένοι και 7) Αρχηγοί Αφιερωμένων. Οι δύο πρώτοι βαθμοί στην Εταιρεία ήταν οι κατώτεροι και αφορούσαν τα μέλη, ενώ από τον τρίτο βαθμό και μετά ήταν τα στελέχη. Στον πρώτο βαθμό κατατάσσονταν τα αγράμματα μέλη. Οι κατηχούντες ρωτούσαν πριν απ’ όλα τους κατηχουμένους αν μπορούσαν να αντέξουν το μυστικό με κίνδυνο της ζωής τους, «καθόσον αυτά που επρόκειτο να μάθη αφορούν την τύχην του ίδιου του έθνους»…

 

Παρακάτω, από το βιβλίο του Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη «Η Φιλική Εταιρεία, Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150 επετηρίδι», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα από την Ακαδημία Αθηνών το 1964, αντιγράφουμε τη «Μέθοδο προσέγγισης και κατήχησης μελών της Φιλικής Εταιρείας», σ. 245-249.

 

Μέρος Α

 

Αφού γνωρίσης ένα Γραικόν, ότι είναι βέβαιος και θερμός εραστής της πατρίδος και καλός άνθρωπος· ότι δεν είναι μέλος εις καμμίαν άλλην εταιρείαν μυστικήν, οποία και αν είναι· ότι επιθυμεί να κατηχηθή εις την Εταιρείαν μας όχι από απλήν περιέργειαν, αλλ’ από καθαρόν πατριωτισμόν, τότε του δίδεις την υπόσχεσιν, ότι θέλεις τον δεχθή εις την Εταιρείαν· και πρώτον τον κάμνεις αδελφοποιτόν με το Ευαγγέλιον.

Βον. Μετά δύο ή τρεις ημέρας τον πηγαίνεις εις ένα ιερέα λέγοντας του, ότι θέλεις να όρκισης τον παρόντα άνθρωπον, αν ίσως εκείνα τα οποία υπόσχεται και λέγει διά μίαν γνωστήν υπόθεσιν είναι αληθινά. Έπειτα κατά μέρος (διά να μην ακούση ο ιερεύς) του λέγεις τον όρκον και αυτός τον επαναλαμβάνει τρεις φορές φωνή χαμηλοτέρα, έπειτα τον ερωτάς δυνατώτερα, διά να ακούση και ο ιερεύς, ο οποίος λέγει εις τον ορκιζόμενον: αυτά τα οποία είπες εις τον φίλον σου είναι αληθινά; Αυτός θέλει αποκριθή: ναι, είναι και θέλουν είσθαι αληθινά· και διά την ασφάλειάν των ορκίζομαι εις το Ευαγγέλιον· και τότε τον βάζεις και κάμνει τον όρκον κατά τον εκκλησιαστικόν νόμον.

Εις τους έξω της Γραικίας ευρισκομένους είναι συγχωρημένον να γένη αυτός ο όρκος και εις ιερέα τίμιον της Δυτικής Εκκλησίας, αν ίσως δεν είναι ιερεύς ορθόδοξος.

Γον. Ύστερα από τον όρκον, τον παίρνεις εις απόκρυφον μέρος και του κάμνεις την διωρισμένην εξομολόγησιν με ακρίβειαν:

Αον του λέγεις, αν είναι αρκετά δυνατός να βαστάξη το μυστικόν με τον κίνδυνον της ζωής του, διότι αυτά τα οποία μέλλει να μάθη, είναι πράγματα ιερά και αξιοσέβαστα εις τας φιλογενείς καρδίας, και από τα οποία κρέμαται η τύχη του ιδίου έθνους, και ότι αφ’ ου έμβη εις ταύτην την Εταιρείαν, πρέπει να λάβη τον θάνατον προ οφθαλμών, τον θάνατον μ’ όλα τα σκληρά βάσανα του και κατά περίστασιν ημπορεί να φονεύση ένα παραβάτην της Εταιρείας, ας είναι και ο πλησιέστερος συγγενής του.

Δον. Τέλος πάντων να στοχασθή ότι όλοι οι άλλοι δεσμοί και υποχρεώσεις, οπού έχει εις τον κόσμον είναι πλέον ουδέν έμπροσθεν του δεσμού της Εταιρείας· και αν ίσως δεν αισθάνεται αρκετήν δύναμιν και απόφασιν εις τον εαυτόν του, να παραιτηθή από του να γένη μέλος της Εταιρείας.

Εον. Του εξηγείς τον σκοπόν σου, λέγοντας, ότι αύριον θέλετε ανταμωθή διά να του ειπής μερικά ακόμη και να μην αλησμονήση να προμηθευθή με ένα μικρόν κίτρινον κεράκι. Την αυτήν ημέραν τον ερωτάς και αυτάς τας εξής εννέα ερωτήσεις:

α. Πώς ζης και πόθεν ο πόρος της ζωής σου;

β. Τι συγγενείς έχεις; ποίου επαγγέλματος και ποίας καταστάσεως;

γ. Εσυγχίσθης ποτέ με κανέναν ή συγγενή, ή φίλον, ή άλλον τινά;

δ. Εφιλιώθης με αυτούς και διά ποίαν αιτίαν και το εν και το άλλο;

ε. Είσαι υπανδρευμένος; έχεις κλίσιν να υπανδρευθής;

στ. Έχεις έρωτα; είχες ποτέ σου; απέρασε; και από τι καιρόν;

ζ. Σε ακολουθεί καμμία μεγάλη ζημία, ή μεταβολή καταστάσεως;

η. Είσαι ευχαριστημένος εις το επάγγελμα σου και τι επιθυμείς περισσότερον;

θ. Έχεις κανένα φίλον πιστόν και ποίος είναι;

Τέλος, πώς έχεις σκοπόν εις το εξής να ζήσης;

 

«Ο όρκος του Φιλικού». Πίνακας του Επτανήσιου ζωγράφου Διονυσίου Τσόκου (1849), που αποδίδει σε κατανυκτική ατμόσφαιρα την κορυφαία στιγμή της μύησης στην Εταιρεία, δηλ. του όρκου πάνω στο Ευαγγέλιο, και παριστάνει, κατά την παράδοση, την ορκωμοσία στην Ζάκυνθο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Μέρος Β

 

Μετά μίαν ή δύο ημέρας εν καιρώ νυκτός σιωπώντας πηγαίνετε εις ασφαλές μέρος· και πρώτον βάζεις επάνω εις μίαν τράπεζαν μίαν εικόνα, επάνω της οποίας αφήνει ο κατηχούμενος το κεράκι του. Αυτό το κεράκι σημαίνει την θυσίαν της εκατόμβης, οπού έκαστος χρεωστεί εις την υπέρ πατρίδος καλήν προειδοποίησιν. Αυτό το κεράκι είναι ο μόνος μάρτυς, τον οποίον η δυστυχισμένη πατρίς μας δίδει διά την υπόσχεσιν της ελευθερίας της, και ζητούσα παρά των ιδίων της τέκνων παραμυθίαν της σκλαβιάς της.

Και τούτου γενομένου του λέγεις, αν ίσως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου αρκετά δυνατόν, διά να ακολουθήση το μυστήριον, έχει ακόμη καιρόν να στοχασθή και να παραιτηθή του δεσμού, εις τον οποίον ήδη εμβαίνει, διότι μόνος ο θάνατος ημπορεί να τον ελευθέρωση, η δε μετέπειτα μεταμέλεια του είναι ασυγχώρητος.

Μετά ταύτα γονατίζει με το δεξί μόνον γόνυ κοντά εις την τράπεζαν και κάμνει τρεις φορές το σημείον του σταυρού· είτα του δίδεις και ασπάζεται με κατάνυξιν την εικόνα και βάνοντας το δεξί του χέρι επάνω εις αυτήν ανοικτόν, ανάπτει το κεράκι του, σβήνων κάθε άλλο φως.

Τότε, έχοντος εκείνου το κερί αναμμένον εις το αριστερόν του χέρι, του λέγεις: αδελφέ, αυτό το κεράκι είναι ο μόνος μάρτυς, τον οποίον η δυστυχισμένη πατρίς μας δίδει δεσμόν εις τον όρκον της ελευθερίας μας· και κάμνοντες ομού πάλιν τον σταυρόν τρις, συ μεν αναγιγνώσκεις τους όρκους και αυτός εξακολουθεί μ’ όλον το ανήκον σέβας εις την ιερότητα και μεγαλειότητα του πράγματος.

Τελειωθέντων των ειρημένων, βάζεις το δεξιόν σου χέρι επάνω εις τον αριστερόν ωμόν του και με το αριστερόν σηκώνεις την εικόνα, την οποίαν και αυτός βαστά ωσαύτως με την δεξιάν του και εκφωνείς τα ακόλουθα: Ενώπιον του  αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού, του μόνου αυτοδίκαιου και εκδικούντος τους παραβάτας και πονηρούς κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας, και με την δύναμιν την οποίαν έδωκαν οι Μεγάλοι Ιερείς των Ελευσίνιων, καθιερώ τον δείνα…, εκ πατρίδος δείνα…, ετών τοσούτων…, επαγγέλματος… και τον δέχομαι διά μέλος, ως και εγώ εδέχθην εις την Εταιρείαν των Φιλικών.

Μετά την παρούσαν καθιέρωσιν σβήνεται το κεράκι και τον παραγγέλλεις να το φυλάττη καλώς, επειδή αυτό έχει πάντοτε μαζί του μάρτυρα των μεθ’ όρκου υποσχέσεων του.

Και τούτου γενομένου άρχεται εκφωνών τους εξής όρκους:

 

Οι όρκοι:

 

Ενώπιον του αληθινού Θεού, του δικαίου και πανταχού παρόντος, ορκίζομαι αυτοθελήτως, ότι θέλω μείνει πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα και διά πάντα, δεν θέλω φανερώσει το παραμικρόν από τα σημεία ή λόγους της, μήτε θέλω δώσει να καταλάβη τινάς ποτέ, ότι εγώ ηξεύρω τι περί τούτων, μήτε συγγενής μου, μήτε πνευματικός μου, μήτε φίλος μου.

Ορκίζομαι, ότι εις το εξής δεν θέλω έμβη εις καμμίαν άλλην εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανένα δεσμόν υποχρεωτικόν, αλλά μάλιστα ό,τι δήποτε δεσμόν ήθελον έχει εις τον κόσμον, και τον πλέον μέγιστον, θέλω τον μετρά μηδέν ως προς την Εταιρείαν.

Ορκίζομαι, ότι θέλω θρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος και των οπαδών τους και ομοφρονούντων. Θέλω ενεργεί πάντα τρόπον προς βλάβην τους, όταν η περίστασις συγχώρηση τον εξολοθρευμόν τους. Ορκίζομαι, ότι ποτέ δεν θέλω μεταχειρισθή βίαν εις (το) να συγχωρηθώ με ένα συναδελφόν, αλλά θέλω προσέχει με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν, διά να μην λανθασθώ και ύστερον ακολουθήσει τι εναντίον.

Ορκίζομαι, ότι όπου ευρεθώ με συνάδελφον, θέλω τον συμβοηθεί και συντρέχει με όλην την δύναμιν και κατάστασίν μου· θέλω προσφέρει εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν· και αν αυτός ήτον πρότερος εχθρός μου, τόσον περισσότερον θέλω τον αγαπά, όσον η έχθρα μας ήτον μεγαλύτερα.

Ορκίζομαι ότι, καθώς εγώ εδέχθην εις την Εταιρείαν, ούτω και εγώ θέλει δέχομαι αδελφόν, θέλω μεταχειρίζομαι κάθε τρόπον και άργητα έως να τον γνωρίσω, ότι είναι Έλλην αληθινός και θερμός υπερασπιστής της δυστυχούς πατρίδος, ενάρετος και καλός άνθρωπος, άξιος να φυλάττη το μυστικόν και να το κατηχή εις άλλον.

Ορκίζομαι, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν θέλω ωφεληθή από τα μετρητά της κάσσας της Εταιρείας, αλλά θέλω τα στοχάζομαι ως πράγματα ιερά και αναγκαίον ενέχυρον εις όλον το ταλαίπωρον έθνος μας, καθώς και τα λαμβανόμενα και στελλόμενα γράμματα.

Ορκίζομαι, ότι δεν θέλω ερωτήσει τινά Φιλικόν, διά να μάθω ποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν, μήτε εγώ θέλω φανερώσει τον δέξαντά με· και αν γνωρίσω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός, θέλω προσποιηθή ότι δεν το εγνώρισα.

Ορκίζομαι, ότι θέλω προσέχει πάντοτε εις την διάνοιάν μου και διαγωγήν μου να είμαι ευσεβής, ενάρετος, ευλαβής εις την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ φανερά τας ξένας, θέλω δίδει πάντοτε το καλόν παράδειγμα, θέλω βοηθεί, συμβουλεύει, συντρέχει τον ασθενή, δυστυχή και αδύνατον ομογενή· θέλω σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια, τους μετόχους της διοικήσεως του τόπου, εις τον οποίον διατρίβω.

Τέλος πάντων, ορκίζομαι εις το ιερόν όνομα σου, ω ιερά και αθλία πατρίς· ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου, ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα των αιχμαλώτων και καταδίκων κατοίκων σου, τα οποία τόσους αιώνας κατά στιγμήν υποφέρουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου, ότι αφιερούμαι όλος εις εσέ, ότι εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου, το όνομα σου οδηγός των πράξεων μου και η εδική σου ευτυχία η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξάντληση επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της δικαιοκρισίας της, το όνομα μου, οι κατά διαδοχήν κληρονόμοι μου ας είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου. Και αν ίσως αλησμονώ μίαν στιγμήν τας δυστυχίας σου και δεν εκπληρώ το χρέος μου, ο θάνατος ας είναι η άφευκτος τιμωρία και ανταμοιβή του αμαρτήματος μου, διά να μην μολύνω την αγιότητα της ιεράς Εταιρείας σου με την συμμετοχήν μου.

 

Ο όρκος των Φιλικών, έργο του Νικόλαου Τυπάλδου – Ξυδιά. Συλλογή Κουτλίδη. Δημοσιεύεται στο «Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Ζωγράφοι – Γλύπτες – Χαράκτες 16oς-20óς αιώνας», τ. Γ’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 2000, σ. 328.

 

Όρκος μέγας

 

Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και δικαιοσύνης.

Ορκίζομαι εις το όνομα της γλυκύτατης και πεφιλημένης μου μητρός πατρίδος.

Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το όνομα (Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος) του Υπέρτατου Όντος του ενός και μόνου αληθινού θεού, ότι υποφέρων τα πλέον σκληρά βάσανα και με θυσίαν της ιδίας μου ζωής, θέλω φυλάξει μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της λέξεως το μυστήριον, το οποίον μοι γίνεται γνωστόν κατά τον εξής τρόπον:

Ο σκοπός

 

Η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Γραικούς φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών.

Ο σκοπός αυτών είναι η καλυτέρευσις του ιδίου έθνους και, αν ο Θεός το συγχώρηση, η ελευθερία των.

Μετά την συνήθη εξομολόγησιν και κατήχησιν ο ωρκωμένος προσήλυτος ας ονομάζεται Ιερεύς των Φιλικών.

 

Πηγή


  • Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Διαβάστε ακόμη:

Ο αμφιλεγόμενος Φιλικός Νικόλαος Γαλάτης και η εκτέλεσή του

Ένα ανέκδοτο υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια

Η ανάθεση της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας. Ιωάννης Καποδίστριας και Αλέξανδρος Υψηλάντης

Φιλική Εταιρεία – Οι Πρωτεργάτες

 

Read Full Post »

Ξάνθος Εμμανουήλ (1772-1851)


 

Εμμανουήλ Ξάνθος

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772· γονείς του ο Νικόλαος και η Δούκαινα. Στο νησί του έμεινε ώς τα είκοσί του χρόνια και εκεί έμαθε όσα γράμματα μπό­ρεσε – και πάντως αρκετά για να σταδιοδρομήσει στο «επάγγελμα του γραμματικού των εμπόρων, ένα επάγγελμα ανοικτό σε πολλών ειδών επιρροές». [1] Οι πε­ρισσότεροι βιογράφοι του αναφέ­ρουν ότι φοίτησε και στη φημι­σμένη Πατμιάδα σχολή του νησι­ού του. Η πορεία του από το γενέθλιο νησί προς τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, η εμπλοκή του στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η δράση του στα χρόνια της ελληνι­κής επανάστασης, η σφοδρή μετεπαναστατική διαμάχη του με τον πρώην συναγωνιστή του στη Φιλι­κή Εταιρεία Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και η εξ αυτής ανάγκη συγγραφής τεσσάρων κειμένων, όπου και η έκδοση πρωτοτύπων εγγράφων για την προεπαναστα­τική δράση των Φιλικών, με άλλα λόγια η πορεία μιας ζωής 80 ετών (πέθανε στην Αθήνα το 1851), συν­θέτουν τα πεπραγμένα μιας πολύ ενδιαφέρουσας προσωπικότητας που βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της οργάνωσης του αγώνα προς την εθνική χειραφέτηση.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Εμμ. Ξάνθου προέρχονται κυρίως από δικά του κείμενα στη συνάφειά τους με τις μαρτυρίες των συντρόφων του, και πάντως έχουν άμεση σχέση με την μετεπαναστατική αποτίμηση της δράσης των πρωταγωνιστών  του αγώνα. Στον απολογισμό αυτόν είναι προ­φανές ότι κάποιων ο ρόλος υπερτονίζεται και κάποιων άλλων υποβαθμίζεται εξαιτίας ποι­κίλων συμφερόντων και προσωπικών ή τοπι­κών ανταγωνισμών.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος αισθάνεται έντονα την υποβάθμιση της προεπαναστατικής κυ­ρίως δράσης του και προς υπεράσπιση του εαυ­τού του συντάσσει εκθέσεις, υπομνήματα αλ­λά και Απομνημονεύματα, κείμενα τα οποία λίγο – πολύ κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος.

Εμμανουήλ Ξάνθος, ξυλογραφία του 19ου αι.

Ωστόσο, πολύ εύστοχα, ο συντάκτης τους φρο­ντίζει να τα πλαισιώνει – κυρίως τα Απομνημονεύματά του – με πολλά έγγραφα από το προσω­πικό του αρχείο, για να καταστήσει τη φωνή του πιο πειστική και έγκυρη. Στα μετέπειτα χρόνια, ακόμα και στα πλέον πρόσφατα, νέα στοιχεία παράλληλα αλλά και συμπληρωματικά έφερε στο φως η ιστορική έρευνα, χωρίς όμως να μει­ωθεί καθόλου η αξία της φωνής του Εμμανουήλ Ξάνθου, στην οποία κυρίως θα στηριχθούμε για τη σύνταξη ms παρούσας βιογραφίας.

Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες αυτές, ο Εμμ. Ξάνθος, αφήνοντας το νησί του το 1792, θα κατευθυνθεί πρώτα προς τη Σμύρνη και στη συνέχεια προς την Τεργέστη, σπουδαία εμπορικά κέντρα της εποχής, με προφανή σκο­πό να μαθητεύσει κοντά σε έλληνες εμπόρους. Επόμενος σταθμός του (1810) ένα άλλο ση­μαντικό εμπορικό κέντρο της εποχής, αρκετά μακριά από το Αιγαίο και την Αδριατική, η Οδησσός της Μαύρης Θάλασσας, όπου πα­ρέμεινε «γραμματεύων (…) παρά τω μεγαλεμπόρω Βασιλείω Ξένη(…) και εμπορευόμενος (…)», όπως ο ίδιος αναφέρει στα Απομνη­μονεύματά του.[2] Είναι εξαιρετικά πιθανό ο Βα­σίλειος «Ξένης» να είναι μέλος της γνωστής πατμιακής οικογένειας των Ξένων, εμπόρων γνωστών από πολλές πηγές.

Ύστερα από δύο χρόνια, το 1812, ο Ξάνθος εγκαταλείπει την Οδησσό και έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου σχετίζεται τώρα με ηπειρώτες εμπόρους, και το πράγμα τούτο έχει τη σημασία του, δεδομένου ότι και οι μετέπειτα σύντροφοί του στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαος Σκουφάς και Αθανάσιος Τσακάλωφ, είναι ηπειρωτικής καταγωγής.

Από τη συνάφεια αυτή με τους ηπειρώτες εμπόρους θα προέλθει το 1813 ένα γεγονός, το οποίο, όπως θα δείξουν τα πράγματα, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και ειδικότερα στη δομή και τη συνωμοτική οργάνωσή της. Γνωρίζουμε, δηλαδή, και από τη δική του μαρτυρία [3] αλλά και από νεότερες έρευνες [4] ότι ο Ξάνθος το 1813 μετακινήθηκε από την Κωνσταντινού­πολη στην περιοχή Πρέβεζας – Λευκάδας με αντικειμενικό σκοπό την αγορά λαδιού για λο­γαριασμό της Εταιρείας (συντροφιά περιορι­σμένου χρόνου) των ηπειρωτών εμπόρων Ασημάκη Κροκίδα, ανθρώπου του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη, Χριστόδουλου Οικονό­μου, Κυριάκου Μπιτσακτσή, της οποίας ήταν, φαίνεται, και ο ίδιος εταίρος. Στην κίνησή του προς τους εμπορικούς προορισμούς της δυτι­κής Ελλάδας πέρασε βέβαια και από τα Γιάν­νενα για να πάρει την άδεια του Αλή πασά – μέσω του Μάνθου Οικονόμου, αδελφού του συνεταίρου του Χριστόδουλου Οικονόμου και γραμματικού του πασά των Ιωαννίνων και του φίλου του Κωνστ. Μαρίνογλου. Πέρα από αυτά όμως, το σημαντικότερο γεγονός του ταξι­διού αυτού είναι ότι ο Ξάνθος, όντας στη Λευ­κάδα για τα λάδια της, μυήθηκε στον τεκτονι­σμό με την υποκίνηση του φίλου του Παναγιωτάκη Καραγιάννη, «εισήχθη εις την εται­ρίαν των Ελευθέρων Κτιστών», σύμφωνα με τα λόγια του, πάντα στην τριτοπρόσωπη αφήγη­ση των συμβάντων του βίου του.[5]

Η σημαντική αυτή πληροφορία του Ξάν­θου επιβεβαιώθηκε και από τη σύγχρονη έρευ­να [6] αλλά και πιο πρόσφατα από το Αρχείο του ίδιου του Εμμ. Ξάνθου,[7] στο οποίο υπάρχουν αναλυτικές καταγραφές για τα εμπορικά απο­τελέσματα του ταξιδιού αυτού. Εξάλλου, η ιστορική έρευνα [8] έφερε στο προσκήνιο πολ­λά στοιχεία και για τον Παναγιωτάκη Καραγιάννη, πρόσωπο που εκτός από τη μασονική ιδιότητά του υπήρξε και ικανός αγωνιστής της Επανάστασης και υπηρέτησε ως έπαρχος την ίδια περίοδο σε διάφορα μέρη.

Φυσικά δεν πρέπει να περάσει απαρατή­ρητο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ξάνθος, αναφέροντας το γεγονός της μύησής του αργό­τερα (1845) στα Απομνημονεύματά του επι­διώκει σαφώς να συνδέσει την τεκτονική ιδιό­τητά του με την ίδρυση της Φιλικής Εται­ρείας, γράφοντας μάλιστα σε μια εποχή όπου η πράξη αυτή οπωσδήποτε δεν αποτελούσε κανονικότητα. Πρέπει επίσης να τονίσουμε το γεγονός ότι η μύησή του υπήρξε καθ’ όλα κανονική και επίσημη, έγινε δηλαδή με όλες τις τελετουργικές απαιτήσεις του μασονισμού και σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε ατελής, όπως θέλησε να την εμφανίσει αρ­γότερα (1926), ο Τάκης Κανδηλώρος στο σύγγραμμά του για τη Φιλική Εταιρεία, προκειμένου να υποβαθμίσει την τεκτονική ιδιό­τητα του Εμμ. Ξάνθου.

 

Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Οδησσός, 1814. Ως ημέρα της ιδρύσεως της Φ. Ε. Καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου. Ξυλογραφία, έργο Βάσου Φαληρέα, 1970. Συλλογή χαρακτικών ΕΙΜ.

 

Τον ίδιο χρόνο της παραπάνω εμπορικής δραστηριότητας (1813) ο Ξάνθος επέστρε­ψε στην Κωνσταντινούπολη από το ηπει­ρωτικό ταξίδι του, κανόνισε τους εμπορικούς λογαριασμούς του με τους άλλους συντρό­φους του και εν συνεχεία αναχώρησε για την οικεία σ’ αυτόν πόλη της Οδησσού. Εκεί, όπως ο ίδιος γράφει στα Απομνημονεύματά του, «κατά τας αρχάς του Νοεμβρίου 1813 εγνωρίσθη και συνεφιλιώθη μετά του Νικο­λάου Σκουφά και Αθανασίου Τσακάλωφ, εις μίαν δε συναναστροφήν το 1814 συζητούντες τα της καταστάσεως της Πατρίδος, ρί­πτουν την ιδέαν της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας και επιδίδονται εις την εκτέλεσιν της μεγάλης εκείνης αποφάσεως».

Φιλικός, Εμμανουήλ Ξάνθος εκ Πάτμου, Ελληνικά Γραμματόσημα,1947.

Το πρώτο χρονικό διάστημα της κοινής παραμονής των τριών πρωτεργατών της Φι­λικής Εταιρείας στην Οδησσό είναι ο Νοέμ­βριος 1813, όπως ο ίδιος ο Ξάνθος αναφέρει, ενώ τον επόμενο χρόνο, χωρίς να είναι γνω­στή η ακριβής ημερομηνία της ιδρυτικής πρά­ξης και χωρίς να αναφέρεται ποιος από τους τρεις υπήρξε ο εμπνευστής της ιδέας, θα ιδρύ­σουν τη Φιλική Εταιρεία. Οι περισσότερες μεταγενέστερες πηγές τοποθετούν την ίδρυ­ση της Εταιρείας στο καλοκαίρι του 1814, ενώ κάποια φήμη θέλει τους Φιλικούς να εορ­τάζουν την 14η Σεπτεμβρίου (εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού) ως ημερομη­νία ίδρυσης της Εταιρείας, φήμη βέβαια η οποία ενέχει προφανείς συμβολισμούς στη συνάφεια με το θρησκευτικό γεγονός της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού που γιορτάζε­ται από την Εκκλησία την ημέρα αυτή.

Το πρώτο διάστημα μετά από την ίδρυση της Εταιρείας δεν φαίνεται να συμβαίνουν σημαντικές διεργασίες στο επίπεδο της συ­νωμοτικής δραστηριότητας στην Οδησσό, καθώς μάλιστα δύο από τους τρεις ιδρυτές της, δηλαδή ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, αντι­μετωπίζουν οικονομία δυσκολίες, οι οποί­ες, κατά πάσα πιθανότητα, θα αναγκάσουν τον τελευταίο να επιστρέψει στην Κωνστα­ντινούπολη, όπου τον βρίσκουμε να εργάζε­ται στον εμπορικό οίκο του Μυτιληνιού εμπόρου και αργότερα δραστήριου Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή.

Γνωρίζουμε, πάντως, ότι στην Οδησσό, τα τρία ιδρυτικά στελέχη της Εταιρείας την πρώτη περίοδο και λίγο πριν αποχωριστούν κατάρτισαν ένα πρώτο σχέδιο «κατήχησή» των μελών της εταιρείας και δεσμεύτηκαν να αλληλογραφούν με συνθηματική αλληλογραφία. Η μασονική μύηση του Εμμ. Ξάνθου οπωσδήποτε συ­νεργεί στην οργάνωση της συνωμοτικότητας βάσει κάποιου σοβαρού σχεδιασμού, ενώ και ο Αθαν. Τσακάλωφ διαθέτει κάποια συ­ναφή πείρα από την εμπλοκή του στο «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» – εταιρεία με εμφανή φιλανθρωπικοπολιτικό χαρακτήρα που ιδρύθηκε το έτος 1809 – του Πα­ρισιού. (Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα ψευδώνυμα του Ξάνθου με τα οποία απευθύνονται προς αυτόν οι αλληλογράφοι του και τα οποία κινούνται γύ­ρω από τα αρχικά Α Θ: Α. Θυμίδης, Ανα­στάσιος Θυμίδης, Αντώνιος Θωμαΐδης, Ανα­στάσιος Θωμαΐδης, Αγγελής Θεοδωρίδης, Ανδρέας Θεοδωρίδης, Αναστάσιος Θεοδω­ρίδης, Α. Θέρμανδρος, Α. Θεοδώρου, Αλέ­ξανδρος Θεοδώρου, αλλά και Βασίλειος Θεαγενίδης, Μιχαήλ Θεοδοσιάδης, Δ. Θυμίδης, Ξενίδης, αν έχουμε καταφέρει να εντοπί­σουμε το σύνολό τους…).

Ο Εμμ. Ξάνθος, όντας στην Κωνσταντι­νούπολη, μολονότι ορισμένες ιστοριογραφικές αναφορές τον θέλουν να κατηχεί νέα μέ­λη και γενικά να δραστηριοποιείται έντονα παρά την αδυναμία των πηγών να καταθέ­σουν αντίστοιχα τεκμηριωτικά στοιχεία, εμ­φανίζεται αρχικά αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα της Εταιρείας. Φαίνεται μάλιστα πως δίνει την εντύπωση στον Σκουφά ότι έχει πάρει τις αποστάσεις του από την εν γένει συ­νωμοτική δράση. Ίσως μάλιστα στην εντύ­πωση αυτή του Σκουφά να οφείλεται το γε­γονός ότι στη θέση του Ξάνθου ως μέλος της Υπέρτατης Αρχής με τα αρχικά Α Δ (τα οποία έως τότε υποδήλωναν το όνομα του Ξάνθου· αργότερα, όπως είπαμε, έλαβε τα αρχικά Α Θ) ο ηπειρώτης φιλικός τοποθετεί, με συνο­πτικές διαδικασίες, τον αινιγματικό και με τρα­γικό τέλος ιθακήσιο φιλικό Νικόλαο Γαλάτη, με απώτερο σκοπό αυτός ο τελευταίος να πλησιάσει τον Ιωάννη Καποδίστρια και να του προτείνει την αρχη­γία της Φιλικής Εταιρείας. Πράγμα­τι, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, το τελευταίο θα γί­νει αλλά δεν θα ευοδωθεί, μολονότι ώς ένα βαθμό και μόνον η κοινοποίηση της ύπαρξης της Εται­ρείας στον Κερκυραίο πολιτικό και υπουργό του τσάρου δεν ήταν καθόλου ασήμαντο γεγονός.

 

Σφραγίδα της μυστικής Αρχής της Εταιρείας. Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά των κύριων ονομάτων των Αρχηγών της Εταιρείας, στα οποία προτάσσεται του Καποδίστρια: Ι: Ιωάννης Καποδίστριας, Α: Άνθιμος Γαζής, Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ, Π: Παναγιώτης Σέκερης, Ν: Νικόλαος Σκουφάς, Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος, Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος, Α: Αθανάσιος Σέκερης. Το γράμμα Ε αντιστοιχεί στη λέξη Ελλάς.

 

Αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν το 1816. Ωστόσο, ο Εμμ. Ξάνθος δεν είχε εγκαταλεί­ψει τη Φιλική Εταιρεία, πράγμα που ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του[9] ενισχύει με τη δη­μοσίευση της επιστολής προς τον ίδιο, του Αθα­νάσιου Τσακάλωφ από την Οδησσό της 8ης Αυγούστου 1817, με την οποία ο δεύτερος του ανακοινώνει την πρόθεσή του να συναντηθούν στην Κωνσταντινούπολη για να προωθήσουν τον συνωμοτικό σχεδιασμό τους.

 

Εφοδιαστικό της Φιλικής Εταιρείας. «Εις το όνομα της μελλούσης σωτηρίας Καθιερώνω Ιερέα Φιλικόν και αφιερώνω εις την αγάπην της Φιλικής Εταιρείας και εις την υπεράστησιν των Μεγάλων Ιερέων των Ελευσίνιων τον συμπολίτην κυρ Βαγγέλη Κεφαλληναίον, ετών τριάντα οκτώ, επαγγέλματος εμπορικού, ως θερμόν υπερασπιστήν της Εταιρείας και της πατρίδος κατηχηθέντα και ορκωθέντα παρ’ εμού (Σ.Κ.) 9, Πάτρα, έτει των Φιλικών, 24 Ιανουαρίου». Δημοσιεύεται στο Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), «Η Φιλική Εταιρεία», Αθήνα, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, 1964, σ. 159.

 

Η συνάντηση αυτή τελικά πραγματοποι­ήθηκε τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ενώ τον Απρίλιο του επόμενου έτους (1818) έφθασε στην Πόλη και ο Νι­κόλαος Σκουφάς, ο οποίος μάλιστα θα κα­ταλύσει στο σπίτι του Ξάνθου και με αυτόν τον τρόπο το πρώτο ηγετικό – ιδρυτικό τμή­μα της Φιλικής Εταιρείας θα δραστηριοποι­ηθεί εκ νέου και υπό άλλες βέβαια συνθήκες στο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί πράγματι αναπτύσσεται έντονη συνω­μοτική δράση με τη μύηση σημαντικών προ­σώπων στη Φιλική Εταιρεία, και πάντως η συνολική δραστηριότητα είναι τέτοια που «άλλαξε ριζικά τα πνεύματα και τις διαθέ­σεις των συναρχηγών».[10]

Εξάλλου, τώρα πια, τα ανώτερα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας έχουν συναρθρώσει ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους και βέβαια την ανάλογη αποφασιστικότη­τα, στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να ενερ­γούν στο μέλλον αυτόνομα και όταν ακόμη δεν βρίσκονται ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι οι συνθήκες πλέον τους επέβαλλαν να κινούνται σε διαφορετι­κά σημεία και να αναλαμβάνουν ο καθένας διαφορετική αποστολή στην υπηρεσία του κοινού σκοπού, ο οποίος, σύμφωνα με τη σύλληψή τους, απέβλεπε στη σοβαρή προ­ετοιμασία για τη χειραφέτηση των υπόδου­λων Ελλήνων με βάση την αυτόνομη δράση και πάντως εκτός των πλαισίων δράσης και των πολιτικών σχεδίων των Μεγάλων Δυ­νάμεων της εποχής, που κατά καιρούς δεν είχαν προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό στην ελληνική υπόθεση.

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ξυλογραφία του Τάσσου.

Με βάση αυτόν το σχεδιασμό η αποστο­λή που ανέλαβε ο Εμμ. Ξάνθος ήταν να προ­σπαθήσει ο ίδιος, μετά την πρώτη αποτυχη­μένη προσπάθεια του Νικολάου Γαλάτη, να μεταβεί στην Πετρούπολη για να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγε­σία της Εταιρείας. Εν τω μεταξύ η οργάνω­ση γνωρίζει και την πρώτη σοβαρή απώλεια με το θάνατο του Νικολάου Σκουφά, ο οποίος όντας στην Κωνσταντινούπολη αρρώστησε από σοβαρό καρδιακό νόσημα και σε τρεις μήνες από την πρώτη εκδήλωση της ασθένειας πέθανε (31 Ιουλίου 1818), [11] μολο­νότι στο διάστημα αυτό δεν έμεινε τελείως ανε­νεργός. Τη θέση του Σκουφά στο ηγετικό σχήμα της Εταιρείας θα καταλάβει τώρα ο Πα­ναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ενώ η συμβολή του Παναγιώτη Σέκερη και κυρίως η μεγάλη οικονομική του συνδρομή είναι σταθερή και απο­φασιστική για την ευόδωση του έργου της Φιλικής Εταιρείας.

Στη γραμμή της ανα­ζήτησης αρχηγού με όνο­μα υψηλού κύρους, ο Εμμ. Ξάνθος θα ταξιδέ­ψει τον Οκτώβριο του 1818 στο Πήλιο για να συναντήσει τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία (Οδησ­σός 1816) προκειμένου να συνεννοηθούν για το ταξίδι στην Πετρούπολη. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στην απόφαση που είχε λάβει το ηγετικό τμήμα της Φιλικής Εταιρείας στις 22 Σεπτεμβρίου 1818 να επιχειρήσει την ανά­θεση της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας στον Ιωάννη Καποδίστρια: στη γραμμή αυτή η σχε­τική  απόφαση προβλέπει ότι «ουδείς δεν θέλει φανερώσει την Κινητικήν Αρχήν… γίνεται εξαίρεσις, ως προς την φανέρωσιν μόνον της Κινητικής Αρχής του Εμμανουήλ Ξάνθου, υπάγοντος εις αντάμωσιν του Κόμητος Ιωάννου, έχων την άδειαν να φανερώση εις αυτόν μό­νον την Αρχήν…».[12] Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, πέρα από την ενημέρωση του Άνθιμου Γαζή, ηγετικού μέλους πλέον, όπως αναφέραμε, της Φιλικής Εταιρείας, έπρεπε ο τελευταίος να συγκατατεθεί αρχικά για την επιλογή του Καποδίστρια και παράλληλα να εγχειρίσει στον Εμμ. Ξάνθο συστατική επι­στολή προς τον υπουργό του τσάρου, καθώς οι σχέσεις Γαζή-Καποδίστρια ήταν ιδιαίτερα στενές και χρονολογούνταν από την εποχή της κοινής τους δράσης (1814) στα πλαίσια της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης.

Μετά από τη συνάντηση, τις συνομιλίες στις Μηλιές του Πηλίου και τη συστατική επι­στολή του Γαζή προς τον Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Ξάνθος θα επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (Δεκέμβριος 1818) και στη συνέχεια (19 Φεβρουάριου 1819) θα αρχίσει το ταξίδι της Ρωσίας, συνοδευόμενος στο πρώ­το στάδιό του από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, μαζί με τον οποίο αρχικά θα βρε­θεί στη Μολδοβλαχία (Γαλάζιο). Aς σημειωθεί ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν θα συνεχίσει το ταξίδι μαζί με τον Ξάνθο αλλά θα παρα­μείνει στις Ηγεμονίες όπου θα αναπτύξει ση­μαντική δράση στα οργανωτικά πλαίσια της Εταιρείαχ, όντας ήδη ανώτατο στέλεχός της.

Ωστόσο, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν βρί­σκεται αυτήν την εποχή στην Πετρούπολη, καθώς με άδεια του τσάρου επέστρεψε και παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στην πατρίδα του Κέρκυρα (έφθασε εκεί στις 23 Μαρτίου 1819) προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του. Έτσι ο Ξάνθος, εν αναμονή της επιστροφήχ του Καποδίστρια στην Πετρούπολη, θα περιπλανη­θεί σε διάφορεε πόλεις της ms Βεσσαραβίας (Τομάροβο, Ρένι, Δουμπασάρι), όπου, ανά­μεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει και ορισμένες μυήσεις, από τις οποίεε η πλέον χαρατηριστική είναι εκείνη του Σταμάτη Κουμπάρη. Από τις πολλές επιστολές που αυτή την εποχή φθάνουν συνεχώς στα χέρια του Ξάνθου – και ειδικότερα από εκείνες που του αποστέλλει ο συμπατριώτης του και φιλικός Μιχαήλ Φωκιανός και άλλα πρόσω­πα – γίνεται φανερό ότι ο Ξάνθος παράλλη­λα με τη συνωμοτική δράση του δεν έχει εγκαταλείψει τις εμπορικές του δραστηριότητες, δεδομένου μάλιστα ότι η οικογένειά του παραμένει πάντα στην Κωνσταντινού­πολη και έχει ανάγκη από τη χρηματική συν­δρομή του για την επιβίωσή της. Άλλωστε, αυτό μαρτυρεί και μια σειρά από εμπορικές δοσοληψίες που τώρα έχουμε στη διάθεσή μας χάρις στην έκδοση του Αρχείου του.[13]

Στη γραμμή αυτής της οιονεί περιπλάνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, εντο­πίζεται ο Ξάνθος τον Αύγουστο του 1819 αλλά και στις αρχές του Σεπτεμβρίου του ίδι­ου έτους στο Κισνόβι και στο Ισμαήλι, ενώ είναι πολύ χαρακτηριστικές μερικές επιστολές της εποχής αυτής,[14] των οποίων οι συντάκτες αδυνατώντας να εντοπίσουν σε στα­θερό μέρος τον Ξάνθο αναγράφουν ως τόπο παράδοσης εναλλακτικές πόλεις ή την έν­δειξη «όπου ευρίσκεται».

Ωστόσο, κάποια στιγμή, και πάντως το φθι­νόπωρο του 1819, παίρνει τον δρόμο για τη Ρωσία και συγκεκριμένα για τη Μόσχα, στην οποία μέσω Κιέβου και Νίζνας θα βρεθεί στα τέλη Οκτωβρίου 1819, όπου θα φιλοξενηθεί στο σπίτι του παλαιού μέλους της Αρχής Αντ. Κομιζόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκε πολύ στενά για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων της Εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της μοσχοβίτικης οργανωτικής δραστηριότητας ο Ξάνθος θα αποφασίσει την ένταξη στη Φιλική Εταιρεία και του γιαννιώτη εμπόρου Νικόλαου Πατζιμάδη, με σκοπό να οργανωθεί στη Μόσχα «ένας νέος ηγετικός πυρήνας εν όψει της διαγραφόμενης αναβάθ­μισης της ρωσικής απόχρωσης της Εταιρεί­ας».[15] Γνωρίζουμε εξάλλου ότι στη Μόσχα ο Ξάνθος θα γίνει και πάλι μέλος της μασονικής στοάς με όλους τους τύπους, ωσάν να μην εί­χε προηγηθεί η ένταξη της Λευκάδας, πράγ­μα που σε συνδυασμό με την πρώτη μύηση στη Λευκάδα απαιτεί συμπληρωματικές έρευ­νες που ξεπερνούν το σχεδία­σμά αυτής της βιογραφίας.

Μετά από όλα αυτά και με την επιστροφή του Καποδίστρια στη θέση του στην Πε­τρούπολη, ο Εμμ. Ξάνθος, στις αρχές Ιανουάριου 1820, θα ξε­κινήσει για την πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Στην πόλη αυτή θα φθάσει στις 15 του ίδιου μήνα και την επομένη θα γίνει δεκτός από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γεγονός το οποίο πιθανώς υποδηλώνει ότι στην Πετρούπολη υπήρχε ήδη ένας οργανωτικός πυρήνας της Φιλι­κής Εταιρείας που είχε προετοιμάσει το έδαφος για τη συ­νάντηση αυτή. Παράλληλα, βέ­βαια, αυτό φανερώνει και τη συ­νεχή εμπλοκή – τουλάχιστον στο πεδίο της ενημέρωσης – του Καποδίστρια στα σχέδια της Εται­ρείας (ας υπενθυμίσουμε πάλι την πρώτη απόπειρα ενημέρω­σης του Καποδίστρια για τα συ­νωμοτικά τεκταινόμενα και την πρόταση ανάληψης της αρχηγίας που έγινε από τον Νικόλαο Γαλάτη), και πάντως ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι το γεγονός ότι ο ιδιαίτερος γραμματέας του Καποδίστρια, ο κερκυραίος Κωνσταντίνος Καντιώτης, είναι ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ στην Πε­τρούπολη βρίσκεται αυτή την εποχή και ο επί­σης δραστήριος φιλικός αλλά και στενός φίλος του Καποδίστρια γιατρός Πέτρος Ηπίτης.

Η πρώτη συνάντηση Καποδίστρια – Ξάνθου, όπως είπαμε, έγινε στις 16 Ιανουάριου 1820 με διερευνητικούς σκοπούς, ενώ ύστερα από 4-5 μέρες ακολούθησε δεύτερη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών αλλά και πάλι χωρίς θετικά απο­τελέσματα. Ουσιαστικά δηλαδή ο Καποδίστριας αρνήθηκε να αποδεχθεί την αρχηγία της Φιλι­κής Εταιρείας, προφασιζόμενος την επίσημη θέ­ση που κατείχε στη ρωσική κυβέρνηση.

Η άρνηση αυτή αποτέλεσε, όπως είναι προ­φανές, ισχυρό πλήγμα στα σχέδια της Εταιρεί­ας, όμως δεν υπήρξε καίριο επειδή η δυναμική των πραγμάτων πλέον ευνοούσε την ορμή των Φιλικών και τον οργανωτικό σχεδίασμά τους, σύμφωνα με τον οποίο, για την ευόδωση των σκοπών της Εταιρείας, έπρεπε να τοποθετηθεί επικεφαλής αυτής μία σημαντική προσωπικότητα. Πολύ καλά μάλιστα τονίζει τη δυναμική αυτή ένα απόσπασμα από επιστολή του Πα­ναγιώτη Σέκερη, ο οποίος αναφερόμενος στην αποστολή του Ξάνθου επισημαίνει ότι «… επειδή η επιτυχία τούτου δεν θέλει επιφέρει καμμίαν δυσκολίαν εις κανένα και σχεδόν ασυλλόγιστον πράγμα. Ούτε η αποτυχία του (ην μη δώση ο Κύριος) δύναται ν’ ανατρέψη τα έως τώρα γεγονότα, τα οποία υπόσχονται αίσιον τέλος και η θεία Χάρις να τα φυλάξη από το βάσκανον όμμα του πονηρού δαίμονος».[16]

Ο Εμμ. Ξάνθος, όντας σε δύσκολη θέση, πρέπει να παρέμεινε στην Πετρούπολη ολό­κληρο τον μήνα Μάρτιο του 1820 και πρέπει επίσης να είδε τον Καποδίστρια και άλλες φορές, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι ταυ­τόχρονα ο υπουργός του τσά­ρου συναντούσε και τον απεσταλμένο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Καμαρηνό Κυ­ριακό, πράγμα που υποδηλώνει και τις εσωτερικές συγκρούσεις εντός της Φιλικής Εταιρείας (είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Κυριακός αργό­τερα θα έχει το ίδιο τραγικό τέλος με τον Γαλάτη, ως αποτέλεσμα των συ­γκρούσεων αυτών). Εξάλλου, είναι διαπι­στωμένο ότι και ο ίδιος ο τσάρος και βέβαια η μυστική αστυνομία του, είναι ενήμεροι για τις συνωμοτικές ενέργειες των Ελλήνων.

Όπως είπαμε, η ορμή των Φιλικών και η φορά των πραγμάτων δεν είναι πλέον δυνα­τόν να αναχαιτισθεί από κάποια αρνητικά γε­γονότα, έστω και αν προσωρινά δοκιμάζεται, και έτσι μετά την άρνηση του Καποδίστρια ο Εμμ. Ξάνθος θα επιχειρήσει να προσελκύσει στην αρχηγία της Εταιρείας τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ενεργώντας, κατά τα φαινόμενα αυτοβούλως, χωρίς δηλαδή να περιμένει τη σύμφωνη γνώμη των άλλων ηγετικών στελε­χών της Εταιρείας. Ιδού πώς περιγράφει την απόφαση αυτή ο ίδιος ο Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του: «Απελπισθείς λοιπόν ο Ξάνθος από τον Κόμητα, στοχασθείς δε ότι διά να κατορθωθή ο σκοπός της Επαναστάσεως με κα­λήν έκβασιν, ήταν αφεύκτως αναγκαίος να φανή εις το έθνος είς των σημαντικών προς ενθάρρυνσιν αυτού έστρεψε τον στοχασμόν του εις άλλο υποκείμενον λαμπρόν ως  τον Καποδίστρια, επιτηδειότερον δε ίσως τούτου, τον πρίγκιπα Αλέξανδρον Υψηλάντην, στρατη­γόν και υπασπιστήν του Αυτοκράτορος…».[17]

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης

 

Όμως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, σε αντίθεση με τον διστακτι­κό Καποδίστρια, εγκατα­λείπει τη θέση του στο στρατιωτικό σύστη­μα της ρωσικής αυτοκρατορίας, και αποδέχεται την πρόταση του Ξάνθου, δηλα­δή την υπέρτα­τη ευθύνη του «Γενικού Εφό­ρου» της Φιλικής Εταιρείας. Εξάλλου, και η διαπιστωμένη μασονική ιδιότητα του Υψηλάντη πρέ­πει να έπαιξε ρόλο σε αυτή την προσέγγιση και συμφωνία.

Ως επίσημη μαρτυρία του ση­μαντικού αυτού γεγονότος διαθέ­τουμε ένα λιτό έγγραφο της 12nς Απριλίου 1820 που έχει συνταχθεί στην Πετρούπολη και υπογράφεται από τον Αλέξανδρο Υψη­λάντη, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Ιωάν­νη Μάνο, συγγενή του Υψηλάντη και υπάλ­ληλο στην αγγλική πρεσβεία της Πετρούπολης και βέβαια ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, που φαίνεται ότι μεσολάβησε για την προσέγγιση Υψηλάντη – Ξάνθου:[18]

 

«Κατά την άπαξ εγκριθείσαν γνώμην, συνελθόντα τα μέλη της Ελληνικής Εταιρίας και συσκεφθέντα μετ’ ακριβούς ερεύνης και εξετάσεως, εγνώρισαν Γενικόν έφορον της Ελληνι­κής Εταιρείας, τον εκλαμπρότατον κύριον Αλέ­ξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύη και επι­στατή εν πάσι όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρεία. Eις ασφάλισιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπο­γραφή εκάστου των μελών.

 

Εν Πετρουπόλει τη 12 Απριλίου 1820

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάν. Μάνος, Εμ. Ξάνθος»

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

 

Έτσι, λοιπόν, και χάρις στις επίμονες προ­σπάθειες του Εμμανουήλ Ξάνθου η εκκρεμό­τητα της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας θα λήξει και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με το συν­θηματικό όνομα «Καλός» και τα στοιχεία A Ρ θα τεθεί επικεφαλής του αγώνα. Όπως είναι εύλογο, ως επακόλουθο της σημαντικής αυ­τής ενέργειας, ο Υψηλάντης θα ενημερωθεί εκεί στην Πετρούπολη από τον Ξάνθο για την κατάσταση της Εταιρείας, θα παραλάβει από αυτόν όλα τα απαραίτητα έγγραφα κα­θώς και λεπτομερή καταγραφή των δαπανών και εν συνεχεία θα αναλάβει ο ίδιος σοβαρές πρωτοβουλίες για τον συντονισμό της δράσης όλων των μελών και τον γενικότερο σχεδία­σμά «με την πρόθεση να συγκροτήσει ένα νέο οργανισμό, που θα ήταν και ο τελικός οργα­νισμός της Εταιρείας – ο μηχανισμός της εξέ­γερσης». [19] Παράλληλα, βέβαια, όπως η αλ­ληλογραφία μεταξύ των μελών καταδεικνύει, μεγάλος υπήρξε ο ενθουσιασμός και το ηθικό αυξάνεται κατακόρυφα.

Σφραγίδα Δημητρίου Υψηλάντη. Δημοσιεύεται στο «Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας», Αθήνα, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, 1994, σ. 90

Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι από την παραμονή του Εμμ. Ξάνθου στην Πετρούπολη έχουμε τώρα – με την έκδοση του Αρχείου του από την ΙΕΕ – ένα κατάστιχο εσόδων – εξόδων, το οποίο μας παρέχει μια εικόνα και της λογιοσύνης του πάτμιου αγωνιστή.

Συγκεκριμένα, στα φύλλα του κατάστιχου καταγράφονται οι αγορές διαφόρων βιβλίων, ανάμεσα στα οποία ονοματίζονται: «φιλο­σοφικόν λεξικόν και λεξικόν Τζαλίκογλου […] διάφορα βιβλία ηγόρασα του Ανάχαρση και άλλα».

Περαιτέρω, η δράση του Εμμ. Ξάνθου θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Μετά από την επιτυχία που είχε η προσπάθεια του ηγετικού πυρήνα της Εταιρείας για τον προσεταιρισμό του Υψηλάντη, ο πρίγκιπας, τον Ιούλιο του 1820, θα βρεθεί στη Μόσχα, όπου βρίσκεται κιόλας ο Ξάνθος, ενώ μια παράλληλη πληροφορία θέλει τους δύο άνδρες να ταξιδεύουν μαζί στη ρωσική πόλη, όπου δραστηριοποιείται, όπως έχουμε αναφέρει, ένας άλλος σημαντικός πυρήνας της Εταιρείας. Γρήγορα όμως υπακούοντας στις ανάγκες της Εταιρείας τα βήματα των δύο ανδρών θα χωριστούν και ο Ξάνθος θα κινηθεί και πάλι σε διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών, προβαίνοντας σε πολλές και αποφασιστικές ενέργειες για τον καλύτερο συντονισμό των πραγμάτων, τα οποία πλέον έχουν πάρει τον αναπότρεπτο δρόμο προς την πολεμική σύγκρουση.

Είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς κατά πόδας τον Εμμ. Ξάνθο – έστω και μέσω της πυκνής αλληλογραφίας που παραθέτει στα Απομνημονεύματά του αλλά και από την ολοκληρωμένη μορφή της που έχουμε από τους τρεις τόμους του Αρχείου του – αυτή την εποχή, καθώς περιφέρεται αδιάκοπα σε διάφορες πόλεις της Βεσσαραβίας και της Μολδοβλαχίας ανάμεσα στον Νοέμβριο 1820 και το θέρος του 1821. Έτσι τα ίχνη και οι ενέργειές του εντοπίζονται στο Κισνόβι, στο Ισμαήλιο, στο Βουκουρέστι, στο Ρένι, στο Γαλάτσι, πόλεις – ιδιαίτερα οι δύο πρώτες – που θα τις επισκεφθεί πολλές φορές, αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα επιτόπου αλλά και αλληλογραφώντας με τα περισσότερα από τα σημαίνοντα στελέχη της Εταιρείας. Χαρακτηριστική των κινήσεων αυτών, που γίνονται με εντολές του Υψηλάντη, είναι επιστολή του τελευταίου από το Κίεβο της 30ής Ιουλίου 1820 προς τον Ξάνθο, όπου μεταξύ άλλων καταγράφονται οι εντολές του πρίγκιπα προς αυτόν:

 

« (…) φθάνοντας συν θεώ εις Κισνόβιον θέ­λεις εγχειρήσει τα διά σε συστατικά γράμμα­τά μου εις τον γαμβρόν μου διά να σε υπερασπισθή, και να σοι δώση το πασαπόρτι σου. Φθάνων εις Ισμαήλ εγχείρισον το συστατικόν διά σε γράμμα μου προς τους δύο γνωστούς φίλους και ειπέ τόσον εις αυτούς, όσον και εις όλους τους εκεί αδελφούς, όσα διά ζώσης φωνής παρηγγέλθης, και προ πάντων να ήναι πρόθυμοι και μυστικοί κατά πάντα. Αφ’ ου δε ησυχάσης όχι περισσότερον από πέντε ημέρες μόνον εις την φαμίλιαν σου, να κινήσης διά Βουκουρέστιον. Απερνώντας δε εις Γαλάτζιον εγχείρισον τα συστατικά οπού σοι έδωσα εις τους δύο αδελφούς… Φθάνων συν θεώ εις Βουκουρέστιον εγχείρισον τα εγχειρισθέντα σοι γράμ­ματα εις τους γνωστούς φίλους… και αφ’ ου συνομιλήσης… συσκεπτόμενος μετά των αδελ­φών… όταν ιδής τα πάντα να ετοιμασθώσι να έμβωσιν εις πράξιν τότε δίδεις εις τους γνω­στούς φίλους όσα μετρητά… και ακολούθως συνάξεις από τα ανοιχθέντα σοι κρέτητα… και τελειωθέντων πάντων αυτών με ακρίβειαν, προσοχήν, ταχύτητα και φρόνησιν, αναχώρησον εκείθεν, ελθέ και πάλιν εις Βεσαραβίαν, όπου θέλεις ευρή άλλας διαταγάς μου… Σοι παραγγέλω προς τούτοις ή τώρα πηγαίνοντας εις Ισμαήλ, ή επιστρέφων, να αγοράσης, ως σοι είπα, ένα καλόν καράβιον διά λογαρια­σμόν της Εταιρείας και ετοιμάζεις αυτό επι­τήδειον διά να ταξιδεύη.»[20]

 

Βέβαια, όπως είναι αναμενόμενο, σύμφωνα με τον σχεδίασμό του Υψηλάντη, ο Εμμ. Ξάνθος την 1η Οκτωβρίου 1820 θα βρεθεί στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, όπου, εκτός του Υψηλάντη, είχαν συγκεντρωθεί και πολλοί άλλοι σημαίνοντες Φιλικοί (Παπαφλέσσας, Δ. Θέμελης, Χριστ. Περραιβός, Ήβος Ρήγας, Γρηγ. Λασσάνης κ.ά.) και όπου μετά από την πραγματοποίηση πολλών συσκέψεων καταστρώθηκε το οριστικό σχέδιο της εξέγερσης. Όπως γνωρίζουμε, οι συσκέψεις αυτές του Ισμαηλίου στις 8 Οκτωβρίου θα οδηγήσουν στη σύνταξη της επαναστατικής προκήρυξης του Υψηλάντη προς τους κατοίκους της Στερεάς και των νησιών του Αρχιπελάγους, η οποία κατέληγε με το εμφατικό:

«Όταν όμως μόνοι μας αποσείσωμεν τον ζυ­γόν της τυραννίας, τότε της Ευρώπης η πολιτική θέλει βιάσει όλας τας ισχυράς δυνάμεις να κλείσωσι με ημάς συμμαχίας και επιμαχίας αδιάλυτους».[21]

Μετά από αυτές τις τόσο σημαντικές εξελίξεις ο Υψηλάντης θα αναχωρήσει για το Κισνόβι, ενώ ο Ξάνθος θα παραμείνει για λίγο στο Ισμαήλιο, στο οποίο είχε εν τω μεταξύ μετοικήσει και η οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη (ο Εμμ. Ξάνθος ήταν παντρεμένος με τη Σεβαστή, με την οποία είχε αποκτήσει τουλάχιστον δύο αρσενικά παιδιά, τον Νικόλαο και τον Περικλή: στην αλληλογραφία προς αυτόν αναφέρονται πολλές φορές η «Σεβαστίτζα» και τα «ξανθόπουλα») και εν συνεχεία θα αρχίσει εκ νέου να ταξιδεύει ακατάπαυστα στις διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών οργανώνοντας τα πράγματα της Εταιρείας.

Μολονότι το επιχειρησιακό σχέδιο που συμφωνήθηκε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλιο προέβλεπε την έκρηξη της Επανάστασης με κέντρο των επαναστατικών ενεργειών την Πελοπόννησο και δευτερεύουσες ενέργειες στις Παραδουνά­βιες Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη [22], είναι φανερό ότι στην πορεία προς την κορύφωση το σχέδιο άλλαξε. Εναγωνίως ο Παπαφλέσσας γράφει στον Ξάνθο στις 22 Φε­βρουάριου 1821 και ζητά εξηγήσεις για την καθυστέρηση του Υψηλάντη, που, σύμφωνα με τον πρώτο σχεδίασμά, μέσω Τεργέστης, έπρεπε να είχε φθάσει στην Πελοπόννησο.

Ωστόσο, ο Υψηλάντης αντί να κατευθυνθεί προς την Τεργέστη και από εκεί προς την Πελοπόννησο, μέσω Ιταλίας, παρατείνει την παραμονή του στο Κισνόβι, ενώ ο Ξάνθος, ενεργώντας προφανώς κατόπιν εντολής του Υψη­λάντη, καλεί τον Ιανουάριο του 1821 τον Τσακάλωφ και τον Αναγνωστόπουλο από την Πί­ζα στο Κισνόβι, αντί να τους κατευθύνει προς τον Μόριά. Προφανώς βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγή του σχεδιασμού του Ισμαηλίου εν αγνοία του Παπαφλέσσα και έτσι αντί για την ανάληψη επαναστατικής δράσης στην Πελοπόννησο, ο Υψηλάντης θα επιχειρήσει να δημιουργήσει επαναστατικό κίνημα στις Ηγεμονίες με τη σύμπραξη των τοπικών πληθυσμών.

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης – Το πέρασμα του Προύθου. Ένας πίνακας με τα λάθη του. Φεβρουάριος 1821. Έναρξη της Επανάστασης. Στην ρομαντική απεικόνιση του Peter von Hess ο Βοεβόδας Μιχαήλ Σούτσος της Μολδαβίας υποδέχεται τον προερχόμενο από την Ρωσία αρχηγό της Επανάστασης Αλ. Υψηλάντη. Φορά στολή ιερολοχίτη. Ο σταυρός απουσιάζει στο σήμα του. Το χαμένο χέρι του είναι το αριστερό αντί για το δεξί. Η σημαία του είναι παραλλαγμένη και ο Φοίνικας δυσδιάκριτος.

 

Έτσι, επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης θα διαβεί τον ποταμό Προύθο αλλά αργότερα θα υποστεί οδυνηρή ήττα στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821). Στα γεγονότα των Ηγεμονιών ο Ξάν­θος, όπως είναι φυσικό, ως άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον Υψηλάντη έχει σημαντική ανάμειξη. Καθώς ο ίδιος γράφει – μιλώντας πάντα σε τρίτο πρόσωπο – στα Απομνημονεύματά του «εφοδιάσας [ο Ξάνθος] από Ισμαήλ τους εν Γαλατζίω και Προύτω στρατιώτας με όσα άρ­ματα ηδυνήθη να προμηθευθή από τον στρα­τηγόν Τουσκώφ… και με αρκετά βαρέλια πυρίτιδος και δέκα εννέα πυροβόλα (κανόνια) εξ ων τα δέκα έξ εστάλησαν κατά παραγγε­λίαν του από την Οδησ­σόν διά θαλάσσης… έτι δε ευκολύνας την εις Μολδαυίαν διάβασιν πολλών άλλων ομογε­νών… προμηθεύων τους μεν με φορέματα, τους δε με άρματα και πολλούς αυτών με χρήματα κ.λπ. κ.λπ.».[23]

 

Αγωνιστές από το κίνημα της Μολδοβλαχίας (1821), που κατέφυγαν στην Ελβετία: 1. Καραμπούλης, υπασπιστής του Γεωργάκη Ολυμπίου, 2. ένας Σουλιώτης, 3. ένας Αθηναίος, 4. ένας Σέρβος, 5. ένας Ρουμελιώτης, 6. ένας Αλβανός. Δημοσιεύεται στο Γ. Τσούλιος- Τ. Χατζής (επιμ.), «Ιστορικόν Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1970, σ. 59.

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, επικεφαλής του Ιερού Λόχου.
Πέθανε σε ένα πανδοχείο της Βιέννης τον Ιανουάριο του 1828. Ήταν 36 ετών. Μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού κινήματος, του οποίου ηγήθηκε, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι, φυλακίστηκε το 1821, ως πολιτικός κρατούμενος από τους Αυστριακούς, μαζί με τα αδέρφια του Νικόλαο και Γεώργιο και άλλους συντρόφους του. Έμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1827 στα φρούρια Munkatz και Theresienstadt. Οι σκληρότατες συνθήκες κράτησης υπέσκαψαν την υγεία του και το 1828, που του δόθηκε χάρη, οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και έφυγε από τη ζωή.
Ελαιογραφία, Συλλογή Προσωπογραφιών Ε.Ι.Μ.

Μετά από τα τραγικά γεγονότα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τη φυλάκιση του Υψηλάντη από τους Αυστριακούς, γεγονότα για τα οποία ο Εμμ. Ξάνθος υπόσχεται στα Απομνημονεύματά του[24]– χωρίς ωστόσο να τηρήσει την υπόσχεσή του – ότι θα γράψει: «εις άλλην δε ευκαιρίαν θέλω γράψει και τα διατρέξαντα εις την Μολδοβλαχίαν μετά την έξοδον εκεί του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, τας αιτίας της αποτυχίας του, τους αιτίους της καταστροφής του, την διαγωγήν των ακολούθων του, τας προ­δοσίας τινών, την αιτίαν επινοηθείσης Ιεράς σκάλας και άλλων τινών καταχρήσεων, ένεκα των οποίων προέκυψε τότε το μίσος των Μολδοβλάχων και η παρά τούτων καταδρομή των Ελλήνων», είναι επόμενο ότι και ο ίδιος πρέπει να εγκαταλείψει την περιοχή αυτή (26 Ιουνίου 1821) όπου δεν ήταν δυνατόν να πράξει κάτι το ουσιαστικό για την ελληνική υπόθεση.

Όπως ο ίδιος και πάλι αναφέρει, αναχώ­ρησε από τη Βεσσαραβία για την Ελλάδα μέ­σω Ουγγαρίας: «απελθών και είς Μογκάτζ προς επίσκεψιν του άτυχους Πρίγκηπος Αλε­ξάνδρου Υψηλάντου… μη λαβών δε την άδει­αν να τον ανταμώση, διευθύνθη διά της Πέστης  και Φιουμίου εις Αγκώνα».[25] Ο ίδιος εξάλλου αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού και όντας ακόμα στα μέρη της κεντρικής Ευρώπης περιέθαλψε πολλούς Έλληνες που είχαν καταφυγει στα μέρη αυ­τά μετά από τη διάλυση του στρατού του Υψηλάντη. Μάλιστα αναφέρει ότι μερικούς από αυτούς τους πήρε μαζί του και μέσω Αγκόνας τους προώθησε στα μέρη της Ελ­λάδας, όπου ο αγώνας είχε πλέον αρχίσει με πολύ καλύτερες προοπτικές από αυτόν των Ηγεμονιών. Τελικά ο Εμμανουήλ Ξάνθος, μαζί με τον Τσακάλωφ θα βρεθεί στην Πε­λοπόννησο και όπως χαρακτηριστικά ανα­φέρει πάντα στην τριτοπρόσωπη αφήγησή του «απελθών εις Τριπολιτσάν… κατώκησε παρά τω Δημητρίω Υψηλάντη, συναγωνιζόμενος και αυτός το κατά δύναμιν, διωρίσθη δε και μέλος είς μίαν επιτροπήν, διά να δικάση διαφοράν τινα μεταξύ του Αντιπροέδρου του Βουλευτικού [Θεοδωρήτου επισκόπου] Βρισθένης και τινών στρατιωτών».[26]

Είναι αλήθεια ότι εφεξής δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τα έργα και τη δράση του Εμμανουήλ Ξάνθου – άλλωστε είναι γεγονός ότι η εμπλοκή του και ο ρόλος του στην εξέλιξη των γεγονότων είναι πλέον περιορισμένος και εν πάση περιπτώσει ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας είναι η δική του φωνή, όπως φθάνει σε μας από ελάχιστα έγγραφα αυτής της περιόδου που δημοσιεύει στα Απομνημονεύματά του.

Έτσι γνωρίζουμε ότι ο Παπαφλέσσας – με τον οποίο βέβαια είχαν συνδεθεί από την περίοδο της παράλληλης δράσης τους ως Φιλικών στις Ηγεμονίες – με επιστολή του της 16ns Μαρτίου 1822 από την Τριπολιτσά τού ανακοινώνει διάφο­ρες κινήσεις του, ενώ η συμμετοχή του στην Επιτροπή που αναφέρει ο ίδιος, χρονολογείται, σύμφωνα με γράμμα και πάλι του Παπαφλέσ­σα, στα τέλη Ιουνίου 1823.[27] Σε ένα συστατικό γράμμα που υπογράφει ο Δημήτριος Υψη­λάντης στις 31 Ιουλίου 1823 φιλοτεχνεί ως εξής το πορτρέτο του Ξάνθου:

 

«Τον πατριώτην αυ­τόν αν δεν τον εγνωρίσατε προσωπικώς, σας τον παραδίδω διά του παρόντος μου ως ένα φρό­νιμον, ενάρετον, ειδήμονα πολλών πραγμάτων και όλως εξηρτημένον της Υψηλαντικής οικογενείας. Προ του Ιερού αγώνος ηγωνίσθη με όλην την απαιτουμένην προθυμίαν, σταθερό­τητα και ειλικρίνειαν και ήδη δε δεν επρόκρινε να ησυχάζη, αλλ’ ήλθε διά να προσφέρη και το εκ μέρους του έργον εις την πολιτικήν μας ανόρθωσιν…».[28]

 

Ίσως η περιγραφή αυτή του Ξάνθου από τον Δημ. Υψηλάντη αποτελεί ένα από τα καλύτερα σύντομα αλλά περιεκτικά «βιογραφικά σημειώματα» του πατινιώτη Φιλικού.

Πάλι ο Δημ. Υψηλάντης, γράφοντας προς τον Νικήτα Σταματελόπουλο την 1η Αυγούστου 1823, θα μιλήσει γι’ αυτόν με τα ίδια θερμά λόγια και παράλληλα θα μας δώσει την πληροφορία ότι ο Ξάνθος «υπάγει εΐς Αθήνας διά να περιηγηθή τας εκεί αρχαιότητας»,[29] ενώ με άλλο γράμμα του, της 29ns Σεπτεμβρίου 1823, ο Υψηλάντης και πάλι παρακαλεί τον Ξάνθο από την Τριπολιτσά να πασχίσει να δανεισθεί εξ ονόματος του πεντακόσια γρόσια «διά να μην καταντήσω να πωλήσω το ωρολόγιόν μου και την ταμπακέραν μου».[30]

Αποσπασματικές πληροφορίες, οπωσδήποτε, αλλά μας παρέχουν τη βεβαιότητα ότι ο Εμμ. Ξάνθος, που βρέθηκε μέσα στο κλίμα της υψηλαντικής οικογένειας όταν προσπάθησε και πέτυχε να πείσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, μέσα σ’ αυτό εξακολουθεί να παραμένει το προχωρημένο έτος 1823, διατηρώντας τώρα στενή σχέση με τον άλλο Υψηλάντη, τον Δημήτριο, μολονότι η προσκόλληση στην υψηλαντική συνάφεια δεν παρείχε σοβαρά εχέγγυα για σταδιοδρομία και αξιώματα.

Εφεξής υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην πλη­ροφόρησή μας για τις κινήσει του Εμμ. Ξάν­θου, το οποίο πρέπει να έχει σχέση και με τον μειωμένο ρόλο του στα δρώμενα της επαναστατικής περιόδου. Πάντως έχουμε την πληροφορία, από τον ίδιο,[31] για ένα ταξίδι του στη Ζάκυνθο τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1826 (όταν κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο), ενώ τον Οκτώβριο 1827 από μία άλλη επιστολή του Δημ. Υψηλάντη μαθαίνουμε ότι ο Ξάνθος εγκατέλειψε το ελληνικό έδαφος και μέσω της Κωνσταντινούπολης – στην οποία δεν τόλμησε να αποβιβαστεί – στα μέσα Σεπτεμβρίου 1827, κατευθύνθηκε προς την Οδησσό. Ο Δ. Υψηλάντης εξάλλου στην ίδια επιστολή συνιστά στον Ξάνθο να επισκεφθεί τη μητέρα του Ελισάβετ και τον γαμπρό του και να τους παρακαλέσει να του στείλουν χίλια φλουριά για να γλυτώσει από τους δανειστές του.[32]

Ο Ξάνθος μετά από το ταξίδι της επιστροφής στα πολύ οικεία γι’ αυτόν μέρη των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών πρέπει να εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι. Πράγματι εκεί θα του στείλει ένα γράμμα, με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1832, από την Οδησσό ο παλιός σύ­ντροφός του και συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο οποίος, γράφοντάς του, του αρχίζει με το εμβληματικό:

«Ύστερα από τόσων χρόνων σιωπήν με­ταξύ μας μαθών πού ευρίσκεσαι σοι γράφω. Κατά τύχην προχθές εντάμωσα τον μίαν φοράν δοΰλον σου Μανώλην, oστις μοι είπεν ότι ευρίσκεσαι εις Βουκουρέστιον… σοι στέλλω λοιπόν το παρόν σύντομον διά να λάβω απόκρισιν, να σε γράψω πλέον εκτεταμένως και να ειπώμεν τα πάθη μας αμοιβαίως».[33]

Για την ίδια χρονιά (1832) διαθέτουμε επίσης την πληροφορία ότι η σύζυγος του Ξάν­θου, Σεβαστή, απέστειλε μία επιστολή στην Ε’ Εθνική Συνέλευση και ζητούσε «το έλεος του έθνους διά την εκ της δυστυχίας εσχάτην αμηχανίαν» της οικογένειάς της.

Τα «πάθη» των δύο παλαιών συντρόφων, που αναφέρει στην επιστολή του ο Τσακάλωφ, την οποία μνημονεύσαμε λίγο πριν, φαίνεται ότι είναι πολλά και στην περίπτωση του Εμμανουήλ Ξάν­θου. Η αναχώρησή του από την Ελλάδα και η αδράνειά του δηλώνεται και από μία ακόμα επιστολή του άλλου παλαιού δραστήριου Φιλικού, Αθ. Ξόδιλου.

 

Επιστολή Αθανασίου Ξόδιλου προς Εμμανουήλ Ξάνθο. Ρένι, 30 Μαρτίου 1821. Δημοσιεύεται στο «Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου», τ. Γ’, Αθήνα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 2002.

 

Ο τελευταίος, γράφοντας από το Γαλάτζι στις 11 Ιουνίου 1836, θα μας δώσει ακόμα μια πληροφορία για τον Ξάνθο, ότι δηλαδή, μολονότι η «…Ελλάς ήρχισε να υπάρχη εν μέσω των δεδοξασμένων λαών. Πρέσβεις της εις όλας τας μεγάλας του κόσμου πόλεις, πρόξενοι και υποπρόξενοι και εις τους παραμικρότερους του εχθρού λιμένας, ο Ποθητός εις Γαλάτζιον, ο Φωκιανός εις Βεσσαραβίαν και τα λοιπά. Ο Ξάνθος εις το μοναστήριον του Μαρτζινενίου!»[34] Η πληροφορία αυτή για την παραμονή του Ξάν­θου επί έξι χρόνια στο παραπάνω μοναστήρι, που βρίσκεται κοντά στο Βουκουρέστι, «φιλοσοφών και ασκητεύων εν τη ερημία μακράν των θορύβων του μεγάλου κόσμου», έρχεται να διασταυρωθεί από ορισμένες επιστολές του 1836, η κατάθεση των οποίων στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος έγινε το 1962 από τον Τάκη Σταύρακα, κατόπιν επιθυμίας της συζύγου του, τρισεγγονής του Εμμ. Ξάνθου, Χρυσάνθης Παυλοπούλου.[35]

Όμως  ο Αθ. Ξόδιλος, στην ίδια επιστολή που αναφέραμε παραπάνω, θα πληροφορήσει τον Εμμ. Ξάνθο και για κάτι άλλο, το οποίο συνάπτεται με τα γεγονότα που θα συντελέσουν ώστε αυτός να επανέλθει στο προσκήνιο και μάλιστα στο συγγραφικό προσκήνιο. Συγκεκριμένα, ο παλιός Φιλικός πληροφορεί τον φίλο του ότι είδε «…εις τα πιεστήρια του τύπου των Αθηνών… Ιστορία των τρεξάντων εν Βλαχοπογδανία εκδιδομένη από τινα, αλλά δεν εννοώ πόθεν λαμβάνουν τας πηγάς τού­των των πραγμάτων να τα ιστορήσουν. Ίσως πάλιν καθώς άλλοτε ο Φιλήμων, οικειοποιηθή και αυτός προ δείξιν του βιβλίου του…».

Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βιβλίο αναφέρεται ο Ξόδιλος και αν αυτό εκδόθηκε, γνωρίζουμε όμως ότι ο Εμμ. Ξάνθος, μόνος αυτός από τους τρείς πρωταγωνιστές για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, ήδη έχει αναλάβει και συγγραφικές πρωτοβουλία. Και τούτο επειδή, πολύ πιθανόν, κατά τη διάρκεια του Αγώνα συνέγραψε κείμενο γνωστό με τον τίτλο: «Έκθεσις ανωνύμου τινός αφορώσα  τας αρχάς και τας αποστολάς της Εταιρείας μέ­χρι της Επαναστάσεως». Το κείμενο αυτό το αναφέρει ο Ξάνθος και στα Απομνημονεύμα­τά του, αλλά είναι γνωστό και από την πε­ρίληψή του που δημοσίευσε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος στα Πολιτικά Παράλληλά του,[36] κάνοντας  λόγο για τις πηγές του, ενώ στο κείμενο αυτό αναφέρεται και ο Ιωάννης Φιλήμων στον πρόλογο του Δοκιμίου περί της Φιλικής Εταιρείας. «Δεν διέσπειρεν ολιγωτέραν πλάνην Ανώνυμός τις Έκθεσις αφορώσα τας αρχάς  και τας αποστολάς της Εταιρείας μέχρι της εποχής του Α. Υψηλάντη. Την έχομεν υπ’ όψιν χειρόγραφον… Ο ανώvυμος συγγραφευς της, τον οποίον συμπεραίνομεν τον Εμμανουήλ Ξάνθον, περιγράφει με φίλαυτον υπερβολήν τα περί της θέσεως του ως προς την Εταιρείαν».

Και αν για την «Έκθεσιν» είναι δυνατόν να υπάρξουν κάποιες αμφιβολίες αν πρόκειται για πόνημα του Ξάνθου, λόγω ακριβώς της ανωνυμίες του, το «Υπόμνημα» του έτους 1835 είναι ασφαλώς κείμενο του Ξάνθου.[37] Σύμφωνα με σημείωμα επί του χειρογράφου του ομογενούς στο Βουκουρέστι Γρηγορίου Θεο­χάρη «η εξιστόρησις αύτη, από φύλλα είκοσι, εγράφη παρά του αοιδίμου Εμμανουήλ Ξάν­θου, κατά την εις Τελέγκαν χωρίον του θέματος Πράχοβας της Βλαχίας διατριβήν του τω 1835 έτει από Χριστού».[38]

Το κείμενο της ανώνυμης «Εκθέσεως» και εκείνο του «Υπομνήματος» δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές και πάντως δεν φαίνονται να επιζητούν να αντικρούσουν τη συγγραφή κάποιου άλλου προσώπου που ενδεχομένως μείωνε τη συνεισφορά του Ξάνθου για την οργάνωση και δράση της Φιλικής Εταιρείας. Παράλληλα, είναι γεγονός ότι περιέχουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τα προκαταρκτικά του Αγώνα, μολονότι είναι κείμενα σύντομα και περιληπτικά.

Όμως  η κατάσταση αυτή αλλάζει άρδην το 1837, όταν ο Εμμ. Ξάνθος, με νέο κείμε­νό του, σκοπεύει τώρα να ανασκευάσει τις απόψεις άλλου συγγραφέα. Τα γεγονότα έχουν ως εξής. Το 1834 ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας,  γράφοντας  με βάση κυρίως τις προφορικές αφηγήσεις του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου («ο Αναγνωστόπουλος εξεπλήρωσε το καθήκον αυτού βοηθήσας ημίν ο μόvoς από μνήμης») κατηγόρησε τον Ξάνθο για κακή διαχείριση των χρημάτων της Φιλικής Εταιρείας. Άλλωστε, υπήρχε πάντα μεταξύ Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου ανοικτή η διαμάχη για το ποιός υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, ο Ξάνθος υποστήριζε ότι ανήκει στην πρώτη τριάδα της Εταιρείας, ενώ για τον Αναγνωστόπουλο υποστήριζε ότι κατηχήθηκε πολύ αργότερα από εκείνον, δηλαδή το 1817. Αντίθετα, ο Αναγνωστόπουλος υποστήριζε ότι ο ίδιος είχε κατηχηθεί από το 1814, ενώ ο Ξάνθος αργότερα από αυτόν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η αρχική καλή σχέση και συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών, κατά τα πρώτα αποφασιστικά βήματα της Εταιρείας, όπως είδαμε, θα μεταβληθεί σε ανοιχτή έχθρα.

Έτσι ο Εμμανουήλ Ξάνθος βρίσκεται στην ανάγκη να επιστρέψει το 1837 στην Ελλάδα και το ίδιο έτος να συγγράφει πρώτα το «Υπόμνημα». Το απολογητικό αυτό κείμενο (πρώτος το επισήμανε ο Τάκης Κανδηλώρος το 1926 αλλά παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1931, όταν δημοσιεύτηκε από τον A. Α. Παπανδρέου στην εφημερίδα Αγών της Δωδεκανήσου), προκειμένου να ανασκευάσει όσα έγραψε εναντίον του ο Φιλήμων.

Στο «Υπόμνη­μα» αυτό, που αποτελεί οιονεί απολογία του,[39] γίνεται συνεχής αναφορά στα κεφάλαια του Δοκιμίου τον Φιλήμονα, προκειμένου να αντικρούσει τα γραφόμενά του. Αξίζει εξάλλου να σημειώσουμε ότι για πρώτη φορά ο Ξάνθος θα προβεί και στη δημοσίευση εγγράφων, ενώ και το «Υπόμνημα», όπως  άλλωστε και τα δύο πρώτα κείμενα που συνέταξε, δημοσιεύεται ανώνυμα (ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τα αρχικά α.ω.).

 

Προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου στην πλατεία «Φιλικής Εταιρείας» στο Κολωνάκι. Έτος Κατασκευής: 1930. Καλλιτέχνης: Θωμάς Θωμόπουλος.
Φωτογραφία, από τον ιστότοπο των atenistas. Φωτογράφος: Δήμητρα Θεοδωρίδου.

 

Μολονότι, όπως είπαμε, το κείμενο της Απολογίας (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, χφ. 2212) δεν δημοσιεύτηκε στον καιρό του αλλά πολύ αργότερα, το 1931, φαίνεται ότι ο Ιωάννης Φιλήμων πληροφορήθηκε το περιεχόμενό της, επειδή το 1839 κιόλας αρθρογραφώντας στην εφημερίδα Αιών,[40] αποκαθιστά την προσωπικότητα του Ξάνθου, παραδεχόμενος ότι «υπέπεσεν εξ αγνοίας εις παραδρομάς τινας, ως προς το πρόσωπον του Ξάνθου ιδιαιτέρως». Μάλιστα αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι ακόμη και το Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, που θα εκδώσει ο I. Φιλήμων το 1845, ουσιαστικά αποτελεί μία ανασκευή του Δοκι­μίου του περί της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία ασφαλώς και η διένεξη Ξάνθου – Αναγνωστόπουλου συνέβαλε αρκετά.

Ωστόσο, και παρά την αναγνώριση του λάθους εκ μέρους του Φιλήμονος, ο Εμμανουήλ Ξάνθος θα προχωρήσει στη σύνταξη και έκδοση των Απομνημονευμάτων του το 1845, στα οποία μετά από μια σύντομη έκθεσή του για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, προβαίνει, παράλληλα, στην έκδοση των γραπτών αποδείξεων για τους ισχυρισμούς του, δηλαδή παραθέτει 168 έγγραφα, τα οποία αποτελούν πρωτογενές υλικό για την ιστορία της Εταιρείας και τη δράση του ίδιου αλλά και πολλών από τα πρώτα μέλη της, που έδρασαν κυρίως στις Ηγεμονίες και στη Ρωσία.

Με άλλα λόγια ο Εμμ. Ξάνθος τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει τόσο κατά τη σύνταξη της «Εκθέσεως» του όσο και κατά τη σύνταξη του Υπομνήματος ότι πρόκειται να παρουσιάσει τις γραπτές πηγές τις οποίες επικαλείται. Έτσι κατά κάποιο τρόπο απαντά και στην πρόκληση του Ιωάννη Φιλήμονα, ο οποίος στην πρώτη έκδοση του Δοκιμίον πε­ρί της Φιλικής Εταιρείας, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για την «Έκθεση» του Ξάνθου, τον καλούσε να δημοσιεύσει τα έγγραφα που κατέχει: «…καθίσταται τοιουτοτρόπως επι­θυμητή η εκπλήρωσή της υποσχέσεώς του. Eις το έργον τούτο δύναται μεγάλως να ευκολυνθή διά των αποτεταμιευμένων εις αυ­τόν εγγράφων της Εταιρείας και των οποίων ημπορεί να έχη ιδεών περί αυτής πλέον κα­θαρών παρά τας οποίας έγραψε».

Σέκερης Παναγιώτης, Ελαιογραφία. Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο.

Όπως από την αρχή υπαινιχθήκαμε, κατά την ώρα του απολογισμού της προεπαναστατικής και επαναστατικής δράσης πολλά πάθη και αντιθέσεις ήρθαν στο φώς, πολλοί διεκδίκησαν πολλά, άλλοτε υπερεκτιμώντας και άλλοτε υποεκτιμώντας τις καταστάσεις και τα γεγονότα στα οποία είτε έλαβαν μέρος είτε θεωρούσαν ότι είχαν το «δικαίωμα» να αναφερθούν ως αντικειμενικοί παρατηρητές. Η περίπτωση του Εμμ. Ξάνθου νομίζουμε ότι αναδεικνύει το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις. Αλλά και μία επιστολή του Παναγιώτη Σέκερη, της 30ns Αύγουστου 1839, από την Ύδρα πλαισιώνει τα πράγματα πολύ καλά.

Γράφει λοιπόν ο Σέκεpnς: «Επληροφορήθην ότι καταγίνεσαι εις την έκδοσιν της ιστορίας μας· τολμώ να σου προ­βάλλω ότι να μην την δώσης εις τύπον προ του να την ιδώ, διά να μην υποπέσης εις λάθη (παροργιζόμενος δικαίως κατά του Αναγνωστοπούλου) εάν δε και δεν θελήσης να κάμης την γνώμην μου, ενθυμήσου ότι το έργον είναι σπουδαίον κτλ., ενθυμήσου τέλος πάντων ότι θέλεις εύρει πολλούς αυστηρούς κριτάς και προ πά­ντων το δημόσιον· μη παραλείψης, καθώς ο αχάριστος Περραιβός, τους όσους συνέδραμον. Δεν ανήκει αυτή η τιμή (εάν ήναι τιμή) εις τους αρχηγούς μόνον, αλλά και εις όλους τους συνεργάτας και συντελέσαντας· μάθε ότι σώζονται και εις χείραν μου απο­μνημονεύματα και διά να γίνη τέλειον το σύγγραμμα κρίνω εύλογον να συνεννοηθώμεν… πολλούς κόπους και δρόμους ξηρών και θαλασσών και πο­ταμών έκαμεςςκάμε ακόμη εν μικρόν και έλα να με εύρηβ…».

Πέραν τούτων όλων όμως ο εντοπισμός του αρχείου του Εμμανουήλ Ξάνθου και η εν συνεχεία η συστηματική έκδοσή του σε τρεις τόμους από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (Αθήνα 1997, 2000, 2002) έρχεται να φωτίσει την πολυποίκιλη δράση της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Παράλληλα, έρχεται να μας υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε το αρχείο και τις δυσκολίες που ενδεχομένως είχε και ο ίδιος ο Ξάνθος να συμβουλευθεί τα έγ­γραφά του, καθώς αυτά στους ταραγμένους καιρούς που έζησε και έδρασε είχαν διασκορπιστεί για διάφορους λόγους στη Ζάκυνθο, στην Πάτμο, στη Σάμο, στο Κισνόβι.

Εκτός από τη συγγραφική – απολογητική δράση του Εμμ. Ξάνθου γνωρίζουμε ότι ο βασιλιάς Όθων το 1838 του είχε απονείμει τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις αυτού υπέρ της πατρίδος», ενώ το 1839 διορίστηκε διοικητής στην Ύδρα, θέση από την οποία γρήγορα απομακρύνθηκε. Υπηρέτησε ακόμα για επίσης λίγο διάστημα στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

 

Ο τάφος του Εμμ. Ξάνθου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Φωτογραφία: Τηλέμαχος Ευθυμιάδης.

 

Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 1851 όταν αποχωρώντας από τη Βουλή έπεσε από τη σκάλα και τραυματίστηκε θανάσιμα. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού και θάφτηκε στο Α’ Νεκροταφείο όπου και σήμερα ο τάφος του, ενώ η προτομή του, έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, στήθηκε στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Κολωνάκι), στις 21 Δεκεμβρίου 1930, στην επέτειο της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με δαπάνη των Δωδεκανησίων της Αιγύπτου και κυρίως του Σκεύου Ζερβού· στην ίδια περιοχή, κατά την ονοματοδοσία των δρόμων της Αθήνας του 1884, πήρε το όνομά του μικρός δρόμος, που διασταυρώνεται με τη σημαντικότερη οδό Παναγ. Αναγνοστοπούλου.

 

Υποσημειώσεις


[1] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 14.

[2] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.

[3] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.

[4] Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 138 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 3-6,209-222.

  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 29.
  • Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 138-139.

[7] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 210-223.

[8] Β. Παναγιωτόπουλος, Οι Τέκτονες, σ. 142-144.

[9] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα σ. 59.

[10] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 23.

[11] Τ. Κανδηλώρος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 199.

[12] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 63 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 23.

[13] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 225 κ.εξ., όπου η έκδοση χειρόγραφου κατάστιχου του Εμμ. Ξάνθου του έτους 1819.

[14] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 69, 142,153,158.

[15] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 27.

[16] I. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 59.

[17] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 40.

[18] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 21.

[19] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 28.

[20] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 139-140.

[21] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Β’, σ. 182-183.

[22] Β. Παναγιωτόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 30-31.

[23] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 48.

[24] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 52.

[25] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 48.

[26] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 49.

[27] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 190-191.

[28] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 192-193.

[29] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 193.

[30] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 193-194.

[31] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. οβ’.

[32] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 195.

[33] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 196.

[34] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 197.

[35] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, τ. Α’, σ. οβ’.

[36] Α. Χριστόπουλος, Πολιτικά Παράλληλα, σ. 151-157.

[37] Εθνική Βιβλιοθήκη, χ. φ., αρ. 48, φάκ. 1557.

[38] Το «Υπόμνημα» παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1901, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αρμονία από τον Δημήτριο Καμπούρογλου.

[39] Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, χφ. 2212.

[40] Εφημερίδα Αιών, αρ. φ. 48-49.

 

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος – Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη – Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Tάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Φιλικά Κείμενα. Εμμανουήλ Ν. Ξάνθου Απολογία, Παν. Αναγνωστοπούλου Παρατηρήσεις», π. Μνημοσύνη 7 (1978-1979), σ. 3-114.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Βασίλης Παναγιωτοπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής Επανάστασης», Ιστορία του Νέον Ελληνισμού 1770-2000, επιμέλεια Β. Παναγιωτόπουλος, τ. 3, Αθήνα, 2003, σ. 9-32.
  • Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Οι Τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία-Εμμ. Ξάνθος και Παν. Καραγιάννης», π. Ο Ερανιστής, (1964), σ. 138-157.
  • Κωστής Παπαγιώργης, Εμμανουήλ Ξάνθος ο Φιλικός, Αθήνα 2005.
  • Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834.
  • Γεώργιος Δ. Φράγκος «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ, Αθήνα 1975, σ. 424-432.
  • Χαρ. Χολέβας, Νικόλαος Σκουφάς, ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1971.
  • Αθανάσιος Χριστόπουλος, Πολιτικά Παράλληλα, Παρίσι 1833.

 

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

 

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »

Φιλική Εταιρεία – Οι Πρωτεργάτες


 

Η ποικιλόμορφη εναλλαγή της ιστορικής μοίρας των Επτανήσων, όπου οι δυνάμεις κατοχής (Βενετία, Γαλλία, Τουρκία – Ρωσία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) απέδειξαν ότι δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για την απελευθέρωση των Ελλήνων, στάθηκε αφορμή για να αντιληφθούν οι επί τέσσερις αιώνες σκλάβοι των Τούρκων, ότι, για να απελευθερωθούν, πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις. Μετά τη συντριβή του Μ. Ναπολέοντα το 1812 στη Μόσχα και τον περιορισμό του στη νήσο Έλβα, ακολούθησε η μείωση της γαλλικής δύναμης στην Ευρώπη και η σύγκληση το 1814 του Συνεδρίου της Βιέννης. Εκεί, φάνηκε ότι όλοι ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς οι Έλληνες δεν είχαν καμία ελπίδα να βοηθηθούν από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ο Νικόλαος Σκουφάς στην Οδησσό, αισθανόμενος αυτή την πολιτική κατάσταση, ίδρυσε, λίγο πριν από το Συνέδριο της Βιέννης, το καλοκαίρι του 1814, τη Φιλική Εταιρεία. 

 

Η Οδησσός της Φιλικής Εταιρείας

  

Οι Έλληνες, όσοι σκέπτονταν τον απελευθερωτικό αγώνα, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα: σε αυτούς που πίστευαν ότι «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και έπρεπε να γινόταν η Επανάσταση και σε εκείνους που υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη νωρίς και, συνεπώς, χωρίς παιδεία και υποδομή, αυτή δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η Φιλική Εταιρεία ως μυστική και επαναστατική οργάνωση, φρόντιζε να μην έχει έγγραφα ή να τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό και «κατάλογοι πλήρεις των μελών της Εταιρείας δεν διεσώθησαν, ατυχώς».

Οι Έλληνες της Ρωσίας έζησαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα κάτω από την επίσημη πολιτική της Προστασίας. Αλλά σε αυτή την προστασία πρέπει να προσθέσουμε και την ιδιαίτερη συμπάθεια του ρωσικού λαού προς τους σκλαβωμένους ορθόδοξους της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η ελληνική κοινότητα της Οδησσού το 19ο αιώνα ήταν από τις πιο ανθούσες, με εκκλησίες, εκπαιδευτήρια, σωματεία, λέσχες, κλπ. Οι Έλληνες της Οδησσού ήταν πολλοί, μεταξύ των αλλοδαπών εμπόρων της πόλεως. Μάλλον το δυναμικό των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού θα έδωσε την ονομασία «Ελληνική πόλις».

 

Η Οδησσός, χαλκογραφία στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» Μαρ. Βρετού 1861-1862.

 

Το 1808 η Οδησσός είχε 12.500 κατοίκους και το 1814, 25.000 κατοίκους. Από τις αρχές του 19ο αιώνα, η πόλη απέκτησε πολυεθνικό χαρακτήρα. Εκεί ζούσαν (κατά σειρά) Ρώσοι, Εβραίοι, Ουκρανοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Έλληνες, Τάταροι κ.ά. Άλλωστε, γενικός διοικητής της περιοχής, από το 1803 έως το 1815, ήταν ο Γάλλος Αρμάνδος – Εμμανουήλ Ντε Πλεσίς (De Plessis), δούκας Ντε Ρισελιέ (De Richelieu) και το 1815 τον διαδέχθηκε πάλι ο Γάλλος Α. Φ. Ντε Λανζερόν (A .F. De Langeron).

Εξάλλου, υποστηρίχθηκε ότι μεγάλη επίδραση στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό είχε το γεγονός των νικηφόρων ροσω-τουρκικών πολέμων του τέλους του 18ο αιώνα, ιδίως των ετών 1768-1774 και 1781-1791. Είναι γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία (στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821) επέδρασε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας των Ρώσων Δεκεμβριστών.

Τέλος εκεί έζησαν αργότερα και οι επαναστάτες Ρώσοι Δεκεμβριστές Π. Ι. Ποστέλ (Ρ. Ι. Postel), Σ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (S. I. Murav’ev Apοstol) και Μ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (Μ. Ι. Murav’ev Apοstol) και ακόμη εκεί εξορίστηκε ο Α. Σ. Πούσκιν (A.S. Puskin). Τέλος, αργότερα ο Α. Σ. Πούσκιν, εμπνευ­σμένος από τον αγώνα του ελληνικού λαού, έγραψε ότι η Ελλάδα είναι «χώρα ηρώων και θεών».

 

Οι τρεις πρώτοι πρωτεργάτες

 

Νικόλαος Σκουφάς

Ο Νικόλαος Σκουφάς (1778-1818) ήταν μικροέμπορος και υπάλληλος. Δεν περισώθηκε ούτε το αληθινό όνομά του. Είχε στην Άρτα μικρό εμπορι­κό κατάστημα, όπου έραβε σκούφους, από όπου και το όνομά του. Γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1778 και πέθανε φτωχός στην Κωνσταντινούπολη, το 1818. Δυνατός χαρακτήρας, με απεριόριστη θέληση, έφθασε στην Οδησσό (1813) όπου ασχολήθηκε με το μικρεμπόριο και εργαζόταν ως υπάλληλος. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τους Τσακάλωφ και Ξάνθο και ίδρυσαν στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, τη Φιλική Εταιρεία, με «σκοπόν αμετάτρεπτον την ελευθέρωσιν της πατρίδος». Μετά τη σύσταση τη Φιλικής Εταιρείας, πήγε με αισιοδοξία στη Μό­σχα (τέλη Ιουλίου – αρχές Αυγούστου του 1814), με σκοπό να μυήσει τους εκεί Έλληνες μεγαλέμπο­ρους. Συνάντησε περιφρόνηση, δυσπιστία και χλευασμούς. Δεν απογοητεύτηκε, όμως, ο άσημος Ηπειρώτης ούτε από τους χλευασμούς των Ελλή­νων εμπόρων της Μόσχας, ούτε από την πτώχευσή του και αφοσιώθηκε στο έργο της Εταιρείας, θεώ­ρησε την πτώχευσή του ως «θεία Ευλογία». Το Δεκέμβριο του 1814  μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, πρόσωπο κύρους στον Ελληνισμό της Ρωσίας. 

Παρά την απογοήτευση του Τσακάλωφ, ο Σκουφάς επέμενε στους στόχους της Εταιρείας και έπεισε τους συναγωνιστές του για τη μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελούσε εμπορικό κέντρο για τους Έλληνες ομογενείς της Ανατολής. Ο Σκουφάς, διαβλέποντας πως η Πελοπόννησος ήταν κατάλληλη για την προετοιμασία και την έναρξη ακόμη της Επανάστασης, έπεισε τους Τσακάλωφ και Ξάνθο να εντάξουν στην Εταιρεία τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από την Ανδρίτσαινα και να προγραμματίσουν ταξίδι στην Πελοπόννησο. Πλην, όμως, ο Σκουφάς πέθανε αιφνιδίως στις 31 Ιουλίου 1818, αφήνοντας τεράστιο κενό στη δράση της Εταιρείας, καθώς ήταν «άνθρωπος με πολύν ευαισθησίαν και πατριωτισμόν» – ψυχή ουσιαστικά της Εταιρείας.

Εμμανουήλ Ξάνθος, ξυλογραφία του 19ου αι.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852) γεννήθηκε στην Πάτμο και πέθανε στην Αθήνα. Ιδρυτικό μέ­λος της Φιλικής Εταιρείας και ο μόνος ο οποίος έ­γραψε Απομνημονεύματα, που πρωτοεκδόθηκαν το 1845, δηλαδή 30 περίπου χρόνια μετά τα γεγο­νότα. Μικροέμπορος και υπάλληλος με ανήσυχο πνεύμα και μεγάλη δραστηριότητα. Μυήθηκε στην Εταιρεία των Ελευθέρων Τεκτόνων, στη Λευκά­δα, από το φίλο του Παναγιώτη Καραγιάννη και αργότερα «συνέλαβεν αμέσως την ιδέαν ότι ηδύνατο να ενεργηθεί μια φυσική εταιρεία, κατά τους κανόνες ταύτης της των ελευθέρων Τεκτόνων, βάσιν έ­χουσα την ένωσιν όλων των εν Ελλάδι και εις τα άλλα μέρη ευρισκομένων…».

Το 1814 στην Οδησσό, με τον Νι­κόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ ίδρυ­σαν τη Φιλική Εταιρεία. Αυτός, το 1819, πρότεινε στην Πετρούπολη την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στον I. Καποδίστρια, αλλά είναι γνωστό ότι ο τελευταίος αρνήθηκε. Τότε, ο Ξάνθος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος και αναγορεύτηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής, δηλαδή αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.

Το 1827 ο Ξάνθος εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι «λησμονηθείς τοσούτον, ώστε να θεωρείται εν Ελλάδι αποθανών». Στη Ρουμανία, έζησε για δέκα χρόνια σχεδόν ξεχασμένος.   Αλλά το 1834, η δημοσίευση κατηγοριών από τον Π. Αναγνωστόπουλο, ότι ο Εμμανουήλ Ξάνθος σκόρπισε αλόγιστα τα χρήματα της Εθνικής Κάσας κατά τον Αγώνα, επανέφερε τον τελευταίο στην Ελλάδα, το 1837, όπου έγραψε, απολογητικώς, τα «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας» (εκδόθηκαν το 1845). Του απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός τους Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμφτωχος και ξεχασμένος στην οδό Νικόδημου 27, ο Φιλήμων ανασκεύασε τις κατηγορίες εναντίον του και, ζώντας σε πλήρη ένδεια, δυστυχισμένος και μόνος, πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, γλιστρώντας από τα σκαλιά της Βουλής. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Νεότερες αρχειακές έρευνες στη Ρω­σία «διορθώνουν» ορισμένα σημεία των Απομνημονευμάτων του Εμμανουήλ Ξάνθου διότι, όπως αναφέραμε, αυτά γράφτηκαν απολογητικώς και περίπου 30 χρόνια μετά τα γεγονότα.

Αθανάσιος Τσακάλωφ

Ο Αθανάσιος Τσακάλογλου και στη συνέχεια Τσακάλωφ (περ. 1788 – 1851) υπήρξε ο νεότερος της «τρόικας» και ο πιο δραστήριος. Ο πατέρας του, Νικηφόρος Τεκελής, ήταν έμπορος από τον Τύρναβο και η μητέρα του, κόρη αρχοντικής γιαννιώτικης οικογένειας. Γεννή­θηκε στα Γιάννενα και πέθανε στη Μόσχα. Για να γλιτώσει από τον Αλή Πασά διέφυγε στη Μόσχα, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του.   Σπούδασε στη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων, κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και τον Κοσμά Μπαλάνο και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί συμμετείχε στην πατριωτική εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον».  

Το 1813 επέστρεψε στη Οδησσό, οπότε και συνδέθηκε φιλικά με τους Ξάνθο και Σκουφά, ιδρύοντας τη Φιλική Εταιρεία. Μετέβη στη Σμύρνη και, μετά το θάνατο του Σκουφά, το 1818, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχος για την πορεία της Εταιρείας, ταξίδεψε ο ίδιος στην Πελοπόννησο και μετά τη δολοφονία του ύποπτου μέλους της Εταιρείας, Γαλάτη, στην Ερμιόνη Αργολίδας, έφυγε για την Ιταλία. Εκεί μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον ηγεμόνα Κωστάκη Καρατζά.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, διορίστηκε από τον Υψηλάντη υπασπιστής του Ιερού Λόχου, τραυματίστηκε στο Δραγατσάνι. Αργότερα, επί Καποδίστρια, υπηρέτησε ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου και ήταν πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου πέθανε το 1851.

 

Τα πρώτα μέλη-βοηθοί των πρωταγωνιστών

 

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ξυλογραφία του Τάσσου.

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1790-1854).

Ο όγδοος κατά σειρά εκλογής εκ των 16 μελών της Αρχής. Μυήθηκε στην Εταιρεία μάλλον στις αρχές του 1816. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας γύρω στο 1790 και πέθανε στην Αθήνα το 1854. Στην Οδησσό ήταν υπάλληλος του εμπό­ρου Αθανασίου Σέκερη. Τον Απρίλιο του 1818, μα­ζί με τον Σκουφά και τον Λουριώτη πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Ξάνθο. Με­τά το θάνατο του Σκουφά (Ιούλιος 1818), από τον Αύ­γουστο του 1818, ο Αναγνωστόπουλος ανέλαβε να επισκεφθεί, όπως και άλλοι Απόστολοι, όλα τα σημεία του Ελληνισμού.

Το Φεβρουάριο του 1819 πήγε στις παραδουνά­βιες ηγεμονίες για θέματα της Εταιρείας. Εκεί προσέλαβε στην Αρχή τον Γ. Λεβέντη και τον Γρ. Δικαίο. Δεν προσέλαβε όμως τον Θ. Νέγρη και αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια. Αργότερα, ήλθε στην Ελλάδα με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Πολέ­μησε στον Αγώνα σε πολλές μάχες και μετά την α­πελευθέρωση ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέ­σεις.

Η διαμάχη του με τον Ξάνθο, για το ποιος μυήθηκε πρώτος στην Εταιρεία και τι προσέφερε στον Αγώνα, προκάλεσε πολλές δημοσιογραφικές συζητήσεις από το 1834 και μετά. Ο πρώτος Φιλικός που μυήθηκε από τον Σκουφά ήταν, το Δεκέμβριο του 1814, στη Μόσχα, ο σπουδαστής Γεώργιος Σέκερης (αδελφός των μεγαλε­μπόρων στην Κωνσταντινούπολη, Παναγιώτη και Αθανασίου Σέκερη, οι οποίοι μυήθηκαν αργότερα).

Γιωργάκης Ολύμπιος (1772-1821)

Ο ίδιος ο Σκουφάς στα τέλη του 1815 μύησε στη Μό­σχα τον Αντώνιο Κομιζόπουλο (συγγενή του Γρηγορίου Ιω. Μαρασλή). Στις αρχές του 1816, στην Οδησσό, ο Σκουφάς, όπως αναφέραμε, μύησε τον Αθανάσιο Σέκερη και τον υπάλληλο του τελευταί­ου, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Το 1816 τελικά δέχτηκε να μυηθεί ο Άνθιμος Γαζής. Το 1817, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, διερχόμενος από το Ιάσιο, συνάντησε εκεί τον ήδη μυημένο Γε­ώργιο Λεβέντη. Το 1817, από τους τρεις οπλαρχη­γούς που πήγαν στην Οδησσό, ο Σκουφάς μύησε ε­κεί τον Ηλία Χρυσοσπάθη και ο Αναγνωστόπουλος τον Αναγνώστη Αναγνωσταρά και τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Στη γνωστή σφραγίδα (Εμ. Ξάνθος, Απομνημο­νεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845, σ. 11) της Φιλικής Εταιρείας, σε αχρονολόγητη ε­πιστολή προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφι­λο, αναφέρονται με τη σειρά οι:

 

I: Ιωάννης Καποδίστριας

Α: Άνθιμος Γαζής

Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ

Π: Παναγιώτης Σέκερης

Ν: Νικόλαος Σκουφάς

Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος

Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος

Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος

Α: Αθανάσιος Σέκερης

*Ε: Ελλάς

 

Βασικές λεπτομέρειες ύστερα από αρχειακές έρευνες στη Ρωσία

 

Ποιος είχε την ιδέα της ίδρυσης; Ο Ξάνθος έγρα­ψε ότι αυτός παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι «ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε επί χάρ­του σχεδόν περί Εταιρείας», όπως ο ίδιος ο Ξάνθος βεβαιώνει. Γενικά, το 1814 με 1818 η Φιλική Εταιρεία εξα­πλώθηκε με προσοχή και με αργούς ρυθμούς. Στις αρχές του 1817, η Φιλική Εταιρεία αριθμούσε μόλις 20 μέλη, αλλά ο Γαλάτης κατέθεσε στην Αστυνο­μία της Πετρουπόλεως ότι η οργάνωση είχε μέλη σε όλη την Ελλάδα και σε άλλες χώρες και ότι τα μέλη της είναι χιλιάδες!

 

Το σπίτι της οδού Κράσνη (πάροδος Ν. 18) στην Οδησσό, όπου ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.

 

Ο Ξάνθος βρισκόταν στην Οδησσό από το 1810. Το 1812 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Ήπειρο. Επέστρεψε στη Οδησσό το Νοέμβριο του 1813, από όπου αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1814. Τα Κρατικά Αρχεία της Οδησσού μαρτυρούν ότι ο Ξάνθος ήταν το 1814 στην Οδησσό και συνεπώς καταρρίπτονται όσα, αργότερα, καταμαρτυρεί ο Π. Αναγνωστόπου­λος κατά του Ξάνθου, ότι ο τελευταίος δεν ήταν το 1814 στην Οδησσό.

Στην Κωνσταντινούπολη, ο Ξαν­θός έγινε το 1818 επικεφαλής της Εταιρείας. Στις ικανότητες του Ξάνθου ανήκει το ότι ο Αλεξ. Υψη­λάντης ανέλαβε την καθοδήγηση της Εταιρείας. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος ήταν στην Οδησσό πριν από το Νοέμβριο του 1814, ο Νικόλα­ος Σκουφάς πριν από τον Ιούνιο του 1814 και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ πριν από τον Απρίλιο του 1814. Δεν υπάρχει ημερομη­νία ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας. Πάντως, χρόνος παραμονής και των τριών ιδρυτών στην Οδησσό φαί­νεται ο Ιούνιος του 1814 (τουλάχιστον των δύο Σκου­φά – Τσακάλωφ από τους τρεις). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τον Ιούνιο του 1814 τέθηκαν οι βάσεις της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.

Που γινόταν η ορκωμοσία: Ο Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης υποστήριξε ότι η ορκωμοσία στην Οδησσό γινόταν στο ναό της Αγίας Τριάδος της Οδησσού, γι’ αυτό και ονομαζόταν «ο ναός των Φι­λικών».

 

«Ο όρκος του Φιλικού». Πίνακας του Επτανήσιου ζωγράφου Διονυσίου Τσόκου (1849), που αποδίδει σε κατανυκτική ατμόσφαιρα την κορυφαία στιγμή της μύησης στην Εταιρεία, δηλ. του όρκου πάνω στο Ευαγγέλιο, και παριστάνει, κατά την παράδοση, την ορκωμοσία στην Ζάκυνθο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Άλλωστε, έχουμε και έγγραφη μαρτυρία ορκωμοσίας μέσα σε ναό της Ζακύνθου (στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Λατίνων). Πρβλ. και την ελαιογραφία του Διονυσίου Τσόκου «Ο όρκος του Φιλικού», από το 1849, όπου ορκίζεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον ιερομόναχο Άνθιμο Αργυρόπουλο, παρουσία του Αναγνωσταρά, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου, την 1η Δεκεμβρίου 1818.

 

Κυριάκος Κ. Παπουλίδης

Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του

Πανεπιστημίου Paris IV (Σορβόνη)

 

Βασική Βιβλιογραφία

  • I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834.
  • Σακελλάριος Γ. Σακελλαρίου, Φιλική Εταιρεία, Οδησσός, 1909.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», τόμ. 9, Αθήνα 1959.
  • Gr. Ars, Tajno obscestvo Filiki Eterija, Μόσχα, 1965. Ελληνική μετάφραση: Σεραφείμ Παπαδημητρίου, Η μυστική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», Αθήνα 1966.
  • Gr. L. Ars, Eteristskoe dvizenie ν Rossii, Μόσχα 1970.
  • E.Π. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία (Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδι), Αθήνα (Ακαδημία Αθηνών) 1974.
  • Gr. L. Ars, I. Kapodistrija i greceskoe nacional noosvoboditel’noe dvizenie 1809-1822 gg., Μόσχα 1976.
  • Gr.L. Ars – Gr. M. Pjatigorskij, «Nekotorye voprosy istorii Filiki Eterii ν svete novyh dannyh sovetskih arhivov», στο συλλογικό έργο Balkanskie Issledovanija, τόμ. 11, Μόσχα 1989, σσ. 24-42.
  • Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης, Οι Έλληνες της Οδησσού, Θεσσαλονίκη (Αφοί Κυριακίδη) 1999. 

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Φιλική Εταιρεία / Άγνωστες πτυχές της μυστικής οργάνωσης », τεύχος 48, 14 Σεπτεμβρίου 2000.

 

  

Read Full Post »