Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πρακτικά Συνεδρίου’

Ναυπλιώτες στη Βενετία (16ος – αρχές 18ου αι.) – Η κοινότητα της διασποράς ως τοπική ιστορία – Σωτήρης Κουτμάνης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Η ιστορία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας έχει πολυεπίπεδα μελετηθεί και μάλιστα διεξοδικά κάτω από το πρίσμα της γεωγραφικής προέλευσης των μελών της. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε το γεγονός ότι η Βενετία ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, που είχε για αιώνες υπό την κυριαρχία της περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, αλλά υπήρξε και σημαντικό οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα να έλκει διαχρονικά ετερόκλητες γεωγραφικά και επαγγελματικά ομάδες Ελλήνων. [1] Σε συνδυασμό με την άρτια γραφειοκρατική συγκρότηση του βενετικού κράτους, οι τοπικοί λόγιοι και ιστοριοδίφες έβρισκαν ανέκαθεν στις βιβλιοθήκες και τα αρχεία της πόλης έναν ανεξερεύνητο πλούτο για τα περιορισμένα γεωγραφικά ενδιαφέροντά τους. [2] Παλαιότερα είχα ασχοληθεί με τους Ευβοείς στη Βενετία και είχα αναγκαστεί να εξερευνήσω το χρονικό μιας απουσίας, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν Ευβοείς. [3] Στην περίπτωση των Ναυπλιωτών, αντίθετα, δεν υπάρχει αυτός ο φόβος. Η παρουσία τους στην πόλη της Βενετίας είναι διακριτή καθ’ όλο τον 16ο αι., ενώ εντείνεται σημαντικά μετά την πτώση του Ναυπλίου το 1540 και γίνεται αισθητή σε όλους τους τομείς της παραγωγικής ζωής. Κατά τον 17ο αι. η εγκατάστασή τους στη Βενετία περιορίζεται δραστικά και φθίνει προς το τέλος του αιώνα, ωστόσο συνεχίζουμε να εντοπίζουμε μια μικρή αλλά δραστήρια ομάδα εμπόρων και πλοιοκτητών με καταγωγή από το Ναύπλιο.

Συγκεκριμένα, τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν και στα οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, είναι δύο:

α) Οι Ναυπλιώτες στη Βενετία συμπεριφέρονταν ως συλλογικό υποκείμενο; Αποτελούσαν, δηλαδή, διακριτή υποομάδα με ξεχωριστά χαρακτηριστικά μέσα στην ευρύτερη ομάδα της ελληνικής παροικίας ή απλά ήταν διασκορπισμένοι ως άτομα στις διάφορες γειτονιές της πόλης;

β) Συνέχιζαν να διατηρούν σχέσεις και επαφές με τον τόπο καταγωγής τους, δηλαδή το Ναύπλιο, ή το μόνο που τους συνδέει με αυτό είναι ο γεωγραφικός προσδιορισμός που απαντάται στις αρχειακές ενδείξεις δίπλα στο όνο­μά τους, Napoli di Romania;

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγάλος αριθμός των Ναυπλιω­τών ήρθε στη Βενετία κατά την ίδια χρονική περίοδο και με την ίδια αφορμή: την πτώση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς το 1540. Βέβαια, οικογένειες εμπόρων προερχόμενων από το Ναύπλιο συναντάμε ήδη πριν από αυτήν την ημερομηνία, ωστόσο τα δημογραφικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της τομής που δημιούργησε αυτό το πολιτικοστρατιωτικό γεγονός. Στο μητρώο των μελών της Ορθόδοξης Αδελφότητας του Αγίου Νικολάου της Βενετίας, κατά την περίοδο 1498-1537, δηλαδή από την ίδρυση της Αδελφότητας μέχρι την έναρξη του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου (1537), συναντάμε μόνο δέκα Ναυπλιώτες. Μετά όμως από το 1537, έως και το 1562, οι Ναυπλιώτες που εγγράφονται στην Αδελφότητα, φθάνουν συνολικά τους 52 και αποτελούν την πολυπληθέστερη γεωγραφικά ομάδα, μετά τους Κερκυραίους. [4] Την ίδια εικόνα έχουμε και στις καταχωρίσεις θανάτων στο αρχείο της Ελληνικής Κοι­νότητας για την περίοδο 1536-1576. [5]

Ακόμη, η έντονη ενασχόλησή τους με την πολιτική ζωή της παροικίας, δηλαδή με τη Αδελφότητα του Αγίου Νικο­λάου, αντανακλάται και στην κατάληψη κοινοτικών αξιωμάτων (11 φορές Ναυπλιώτες κατέλαβαν τη θέση του προέδρου σε διάστημα 72 ετών, από το 1544 έως το 1616). Συνολικά για τον 16ο αι., και σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Έρση Μπερκ στη μελέτη της για τους Έλληνες της Βενετίας, η παρουσία των Ναυπλιωτών εμφανίζεται να είναι η πιο πυκνή πληθυσμιακά μαζί με αυτή των Κρητικών (194 [21,3%] και 201 [22, 2%] αντίστοιχα). Αυτά τα στοιχεία, ωστόσο, πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο σκεπτικισμό, καθώς προέρχονται από ετερόκλητες αρχειακά πηγές (όπως νοταριακά έγ­γραφα, αιτήσεις, εμπορικές πράξεις), όπου η αναγραφή του τόπου καταγωγής είναι ελλιπής ή πολλές φορές παραπλανητική (π.χ. μόνο το 27% των Ελλήνων που εντόπισε η Μπερκ φέρει γεωγραφική ένδειξη). [6]

Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις μας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι οι Ναυπλιώτες πρόσφυγες που έφθασαν μαζικά στη Βενετία, άνδρες και γυναίκες, έμποροι, εφημέριοι, κωδικογράφοι, στρατιώτες, ναυτικοί, τεχνίτες, μαραγκοί, άλλαξαν και διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής παροι­κίας ανανεώνοντάς τη βιολογικά και προσδίδοντάς της νέα δυναμική. Ήδη το 1542, με αφορμή τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ της Αδελφότητας και της βενετικής διοίκησης αναφορικά με τον διορισμό φιλοκαθολικών ιερέων στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, ο ιστορικός Ιωάννης Βελούδης ανα­φέρει τους Ναυπλιώτες ανάμεσα στους παράγοντες που επηρέασαν θετικά τις εξελίξεις σε αυτό το κρίσιμο κοινοτικό ζήτημα, «παρέστησαν ὡς πολὺ τοῦτο διαφέρον τῷ Κράτει, μάλιστα δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν εἰς Βενετίαν, μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ Ναυπλίου, καταφυγόντων Ἑλλήνων».[7]

 

Το Ελληνομουσείο Φλαγγίνη, αριστερά και στο κέντρο, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων, συνοικία Καστέλο. Το 1498, η ελληνική κοινότητα της Βενετίας πήρε το δικαίωμα να ιδρύσει τη «Scuola de San Nicolò dei Greci» (Σχολή του Αγίου Νικολάου των Ελλήνων», μια αδελφότητα η οποία βοηθούσε τα μέλη της κοινότητας. Το 1539, μετά από διαρκείς διαπραγματεύσεις, η καθολική εκκλησία επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου η οποία χρηματοδοτήθηκε από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές. Η Φλαγγίνειος Σχολή, ή Ελληνομουσείο Φλαγγίνη ή Φλαγγιανόν Φροντιστήριον ήταν ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε στη Βενετία από το 1662 έως το 1905.

 

Το εσωτερικό της εκκλησίας του Άγιου Γεωργίου στη Βενετία. Λιθογραφία, William Frederick Lake, περίπου το 1843.

 

Η μαζική αυτή μετακίνηση στη Βενετία ευνοήθηκε από την πολιτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Όσοι κάτοικοι του Ναυπλίου αποχώρησαν μαζί με τα βενετικά καράβια, εγκαταστάθηκαν σε βενετικές κτήσεις και έλαβαν χρηματικές αποζημιώσεις και βοηθήματα. Συγκεκριμένα, ως πρώτο μέτρο για τους πρόσφυγες της Βενετίας αποφασίστηκε το 1541 να δοθεί ενάμισι δουκά­το τον μήνα σε κάθε οικογένεια για την πληρωμή του ενοικίου και άλλο ενά­μισι δουκάτο τον μήνα σε κάθε μέλος για τα καθημερινά του έξοδα. Μεταξύ των ετών 1546-1548 η βενετική Γερουσία παραχώρησε σε 40 οικογένειες του Ναυπλίου (και της Μονεμβασιάς) διαφόρων ειδών ευεργετήματα, όπως συ­ντάξεις, εισοδήματα από πολιτικά ή στρατιωτικά αξιώματα, ενώ σε επιφανείς οικογένειες του Ναυπλίου (Μαλαξό, Λεύκαρο, Ντενασή) παραχωρήθηκαν γαίες στην Κρήτη. [8] Όπως σημειώνει η Μπερκ, που μελέτησε τις αιτήσεις των Ναυπλιωτών προς τη βενετική εξουσία, οι δικαιούχοι των ανταμοιβών δεν ήταν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες (παρόλο που αυτοπροβάλλονταν ως τέτοιοι), αλλά ανήκαν στο γραφειοκρατικό και στρατιωτικό στρώμα της πόλης, το οποίο είχε απολέσει τις περιουσίες και τα εισοδήματά του μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Οθωμανούς. [9]

Στις αιτήσεις τους οι Ναυπλιώτες περιέγραφαν γλαφυρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, υπογράμμιζαν την πίστη και τις υπηρεσίες τους στη Γαληνοτάτη και προσπαθούσαν να μεταβιβάσουν τα αξιώματα που τους είχε παραχωρήσει η Βενετία, στους απογόνους τους.

Η Ελένη Αποστόλη, π.χ., ανέφερε (το 1579) ότι η περιουσία της, όταν ζούσε στο Ναύπλιο, ανερχόταν σε 2.000 δουκάτα και με τον ερχομό της στη Βενετία ήταν αναγκασμένη να ζει σε μεγάλη φτώχια, έως ότου της παραχωρήθηκε ένα εισόδημα από το Τελωνείο του λιμανιού (Dogana da Mar), εξέφραζε ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία της Βενετίας στους Ναυπλιώτες «που είναι από τους πιο πιστούς υπηκόους», και ζητούσε να κληρονομήσουν τα παιδιά της το επίδομα που της είχε δοθεί εφ’ όρου ζωής. Το ίδιο ζητούσε και η Μαρίνα Πετρούτσινα (1584) με το επιχείρημα ότι και άλλες οικογένειες από το Ναύπλιο είχαν αποκτήσει αυτό το δικαίωμα. [10] Πράγματι, συναντάμε, μετά από 50 χρόνια, περιπτώσεις απογόνων των πρώτων εκείνων προσφύγων του Ναυπλίου, που μνημονεύουν τα ευεργετήματα που είχαν απονεμηθεί σ’ εκείνους με τον ερχομό τους στη Βενετία. Παρατηρούμε εδώ πως η ταυτότητα της εντοπιότητας, η μνήμη της πατρίδας ζει και συντηρείται μέσω των κληρονομικών δικαιωμάτων. Η κα­ταγωγή από το βενετικό Ναύπλιο μετατρέπεται σε προνόμιο που πρέπει να αποδειχθεί και να προβληθεί.

Είναι γνωστή η ιστορία με τις καμπάνες του Ναυπλίου, τις οποίες μετέφερε ο Νικόλαος Καλαβρός στη Βενετία, προκειμένου να φυλαχθούν στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, με τον όρο να επιστραφούν στο Ναύπλιο όταν αυτό απελευθερωθεί. [11] Ωστόσο, δεν είναι η μοναδική περίπτωση που δείχνει ότι η τοπική πατρίδα συνέχιζε να υπάρχει φαντασιακά ως εξόριστη πατρίδα στη Βενετία. Σε ατομικό επίπεδο το Ναύπλιο αναφερόταν στις διαθήκες των Ναυπλιωτών ως τόπος με τον οποίο είχαν ακόμη δεσμούς. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Τζουάν Χαρμπούρη, ο οποίος στη διαθήκη του (1544) άφηνε δύο καμπάνες και ένα εγκόλπιο με μαργαριτάρια στον ναό του Σωτήρος, σε περίπτωση που το Ναύπλιο ξαναγίνει χριστιανικό, ενώ ζητούσε από την οικονόμο του να παντρευτεί σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα του Ναυπλίου. [12] Σε συλλογικό επίπεδο η Napoli di Romania ορίστηκε (μαζί με τη Μονεμβασιά), το 1572, δηλαδή 30 χρόνια μετά την απώλεια του Ναυπλίου, ως μία από τις έξι γεωγραφικές περιοχές από τις οποίες εκλέγονταν τα μέλη του συμβουλίου της Ελληνικής Αδελφότητας, παρόλο που δεν αποτελούσε πλέον βενετική κτήση.

Φαίνεται ότι ο προσφυγικός χαρακτήρας της μετακίνησης και ο οθωμανι­κός κίνδυνος ευνόησε τη μετανάστευση ολόκληρων οικογενειών από το Ναύ­πλιο. Σε αντίθεση με άλλους Έλληνες, οι οποίοι ακολουθούσαν την ατομική μετανάστευση ή την πρακτική του αντιπροσώπου που έμενε στη Βενετία και άφηνε την ευρύτερη οικογένειά του στον τόπο καταγωγής (π.χ. οι Ηπειρώτες, Αθηναίοι ή ναυτικοί), στην περίπτωση των Ναυπλιωτών τα συγγενικά δίκτυα αναπτύχθηκαν μέσα στη βενετική κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που τους καθι­στούσε την πιο συνεκτική και ομογενοποιημένη ομάδα στους κόλπους της ελληνικής παροικίας κατά τον 16ο αι.

Ο οίκος των Κουβλήδων διακρινόταν σε 11 νοικοκυριά και 12 κλάδους, οι Μορμόρηδες σε 13 νοικοκυριά, οι Κατι­κούρα σε οκτώ κλάδους και οι Καβοπένα σε πέντε. Παράλληλα με το πλήθος των άμεσων ή εξ αγχιστείας συγγενών που διέθετε κάθε οικογένεια, οι Ναυ­πλιώτες παρουσίαζαν και το μεγαλύτερο ποσοστό γεωγραφικής ενδογαμίας μέσα στην Ελληνική Κοινότητα, δηλαδή επέλεγαν να τελέσουν γάμους με οικογένειες που είχαν καταγωγή από το Ναύπλιο. Έτσι ενώθηκε η οικογένεια Κουβλή με τη Σαβογιάννη και Χαρμπούρη, η οικογένεια Σαβογιάννη με την Κατικούρα, η Κατικούρα με τη Μόρμορη, η Μόρμορη με τη Μαζαράκη. [13] Πρόκειται ασφαλώς για οίκους που είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ακολουθούσαν γαμήλιες στρατηγικές που εξασφάλιζαν την ανάδειξη ή τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης, όπως συνηθιζόταν στα ανώτερα βενετικά στρώματα.

Η πιο επιφανής και εύπορη οικογένεια του Ναυπλίου στη Βενετία ήταν οι Κουβλήδες. Ο Κανάκης Κουβλής, ο πατριάρχης του οίκου, ήταν ήδη σημα­ντικός έμπορος πριν έλθει στη Βενετία. Το 1548 η Γερουσία του παραχώρησε το προνόμιο να εμπορεύεται αλάτι ως αποζημίωση για την απώλεια της περιουσίας του στο Ναύπλιο. Το εμπορικό του δίκτυο εκτεινόταν στην ανατολική Μεσόγειο και η δραστηριότητά του αφορούσε κυρίως τη μεταφορά σιτηρών και μεταξωτών υφασμάτων στη βενετική μητρόπολη. Οι γιοι του Ανδρόνικος και Νικόλαος αύξησαν την οικογενειακή περιουσία και επέκτειναν τις οικονομικές τους δραστηριότητες και σε άλλους τομείς. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, ενώ οι εμπορικοί συνεργάτες του πατέρα Κανάκη παρέμειναν αποκλειστικά Έλληνες, και κυρίως Ναυπλιώτες, οι γιοι του, και πρωτίστως ο Νικόλαος, έγιναν συνέταιροι με Βενετούς εμπόρους και επένδυσαν κεφάλαια σε εκδοτικές επιχειρήσεις και ακίνητα στη Βενετία και στην ενδοχώρα. [14] Όλοι οι υπόλοιποι κλάδοι της οικογένειας ασχολήθηκαν με το εμπόριο και αναμείχθηκαν στη ζωή της Αδελφότητας καταλαμβάνοντας αξιώματα και αφήνοντας δωρεές και κληροδοτήματα στην Αδελφότητα του Αγίου Νικολάου. Ωστόσο, από τις αρχές του 17ου αι., σταδιακά η οικογένεια αφομοιώνεται από το βενετικό περιβάλλον και απομακρύνεται από το επίκεντρο της ελληνικής παροικίας.

Συνολικά, η γενική εικόνα για τους Ναυπλιώτες αλλάζει τον επόμενο αιώνα, καθώς η παρουσία τους στη Βενετία εξασθενεί. Αν και στο πρώτο μισό του 17ου αι. εντοπίζονται αρκετοί πραγματευτές από το Ναύπλιο, ο αριθμός τους μειώνεται όσο προχωράμε προς το τέλος του αιώνα, παρόλο που με τον έκτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1684-1699) η Πελοπόννησος θα περάσει στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης. Αυτήν την περίοδο ως σημαντικότεροι εισαγω­γείς της αγροτικής παραγωγής του Ναυπλίου, και γενικότερα του Μοριά, στη Βενετία εμφανίζονται οι Αθηναίοι έμποροι (Μάκολας, Καπετανάκης, Περού­λης, Ταρωνίτης), οι επαφές των οποίων με την Πελοπόννησο πύκνωσαν ακόμη περισσότερο μετά την εκεί μαζική μετοικεσία τους κατά τα χρόνια του πολέμου.

 

Ο Βενετοτουρκικός πόλεμος του 1686, που οδήγησε στην ανακατάληψη του Ναυπλίου από τους Βενετούς. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία (β’ μισό του 17ου αιώνα), έργο του Ολλανδού R. de Hooghe.

 

Οι έμποροι από το Ναύπλιο, λίγοι σε αριθμό (εντοπίστηκαν μόνο 14 για την περίοδο 1620-1700) και διαθέτοντας μέτρια κεφάλαια συνέχισαν να βρίσκονται συσπειρωμένοι γύρω από την ελληνική παροικία, ωστόσο δεν αποτελούσαν πλέον ξεχωριστή ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. [15] Τα κυριότερα προϊόντα που εξήγαν από την Πελοπόννησο ήταν μετάξι, βελανίδι, πρινοκόκκι, τυρί, λάδι και κρασί. Τα εμπορεύματα που εισάγονταν ήταν, όπως και στον υπόλοιπο οθωμανικό χώρο, βιοτεχνικά, παρόλο που τη δεκαετία του 1670 έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια «fabrica» (δεν διευκρινίζεται τι είδους) από τον Μιχαήλ Κουβλή στο Ναύπλιο, για την κατασκευή της οποίας απαιτείτο ξυλεία, αλλά οι Βενετοί δεν επέτρεψαν την εξαγωγή της. [16]

Οι Ναυπλιώτες συνεργάζονταν με Ηπειρώτες, Αθηναίους και Κρητικούς  εμπόρους, και γίνονταν μεσάζοντες των συμπατριωτών τους για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων στη Βενετία. Ο Νικόλαος Αναστασίου, επονομαζό­μενος και Μωραΐτης, συνεργαζόταν με τους Καγιάνηδες, εμπόρους από την Κρήτη, για τη μεταφορά σιτηρών. Ο ίδιος είχε συνάψει εταιρεία με Άγγλους εμπόρους του Λιβόρνου για την εισαγωγή χαβιαριού από τη Μόσχα. Ο Ιωάν­νης Κοντολέος εισήγε τυρί μαζί με Αθηναίους εμπόρους. Ο Μαρίνος Μπε­λόκας παρέδιδε μετάξι από την Καλαμάτα στους ηγούμενους της Βενετίας το 1620, ενώ ο γιος του Μιχαήλ Μπελόκας είχε συνάψει εταιρεία με τους Ηπειρώτες εμπόρους Πουλημένους τη δεκαετία του 1650 (ο ίδιος εκτός από το εμπόριο επένδυε τα κεφάλαιά του στην ασφάλιση πλοίων και την εκμί­σθωση φόρων, και συγκεκριμένα του φόρου του 6% που επιβάρυνε το μετάξι και άλλα εμπορεύματα του Λεβάντε· ο φόρος απέδιδε στο δημόσιο 32.100 δουκάτα ανά έτος). [17]

Συναντάμε, επίσης, Ναυπλιώτες να εμπλέκονται και στον βιοτεχνικό τομέα, κυρίως στη ναυπήγηση πλοίων. Το 1656 ο Γεώργιος Κούμανδρος από το Ναύπλιο, ο Αντώνιος Περιστιανός από την Κεφαλονιά και ο Zuanne Cevali από τη Βενετία κατασκεύασαν στο ιδιωτικό ναυπηγείο (squero) του di Grassi μια ταρτάνα ξοδεύοντας 4.000 δουκάτα. Το 1661 o Γεώργιος Κούμανδρος πάλι, μαζί με τον Γάλλο καπετάνιο Andrea Rinaldo, ναυπήγησαν στο ίδιο squero το πλοίο (nave) «Santo Costantino Imperatore et Santa Elena», τα 22 καράτια του οποίου ανήκαν στον εφοπλιστή από το Ναύπλιο. [18]

Στο συμβολικό επίπεδο η σχέση των Ναυπλιωτών της Βενετίας με τον τόπο καταγωγής τους κατά τον 17ο αι. παρουσιάζει ανάλογη εξασθένηση με την αριθμητική τους παρουσία. Ενώ δηλαδή οι πρώτοι πρόσφυγες μνημόνευαν συχνά την ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. ο κωδικογράφος Κορνήλιος Μόρμο­ρης είχε σημειώσει σε χειρόγραφο που είχε αντιγράψει, «Ἡ βίβλος αὕτη ὑπ’ ἐμοῦ Κορνηλίου τοῦ Ναυπλιέως τῶν Μορμορέων, […] μετὰ τὴν τῆς πατρίδος ὑπὸ Τούρκων ἅλωσιν Ἐνετίησι διατριβόντος ἐξεγράφη»), [19] οι έμποροι του 17ου αι. αδιαφορούσαν για παρόμοιες πρακτικές. Ο Νικόλαος Αναστασίου, π.χ., υπέγραφε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφα ως «mercante Greco» (Έλληνας έμπορος) και όχι «di Napoli di Romania». [20] Στις διαθήκες τους απουσιάζει η μνεία του Ναυπλίου, ενώ συνάγουμε την άποψη ότι έχουν απορροφηθεί από το βενετικό πολιτισμικό περιβάλλον (δωρεές και κληροδοτήματα σε καθολικές αδελφότητες). Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο Μιχαήλ Μπελόκας, ο οποίος στη διαθήκη του άφηνε 100 δουκάτα στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο προκειμένου να σπουδάσει ένας μαθητής από το Ναύπλιο. [21]

Στα τέλη του 17ου αι., όταν το Ναύπλιο έγινε πάλι βενετικό και άρχισαν οι εχθροπραξίες με τους Οθωμανούς, οι κάτοικοι του Ναυπλίου που έρχονταν στη Βενετία, δεν είναι πλέον Ναυπλιώτες αλλά κυρίως Αθηναίοι. Έτσι, το 1697 η γενική συνέλευση της Αδελφότητας αποφάσισε ότι Αθηναίοι που είχαν γίνει δεκτοί ως ευγενείς στο Ναύπλιο (δηλαδή τα μέλη της κοινότητας του Ναυπλίου) μπορούσαν να εκλέγονται στο διοικητικό συμβούλιο μέσω αυτής της πατρίδας, της Napoli di Romania, καθώς υπήρχαν κενές θέσεις για να καλυφθούν. [22]

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι οι Ναυπλιώτες της Βενετίας δρούσαν και παρουσιάζονταν ως συλλογικό υποκείμενο, ως ομάδα, μόνο κατά τον 16ο αι. Η δράση τους, οικονομική και κοινωνική, χαρακτήρισε και επηρέασε την ιστορία της ελληνικής παροικίας για όσο καιρό κράτησαν και οι συνέπειες της προσφυγικής τους μετακίνησης. Ο μαζικός χαρακτήρας της μετανάστευσης, η ομοιογένεια του κοινωνικού στρώματος που κατέφυγε στη Βενετία, οι «ενδογαμίες», οι οικονομικές δραστηριότητες και τα συγγενικά δίκτυα είναι παράγοντες που συνέβαλαν στη διατήρηση διακριτής ταυτότητας εντοπιότη­τας. Έκφραση αυτής της ταυτότητας βρίσκουμε στις αιτήσεις, στις διαθήκες και στην επιθυμία των Ναυπλιωτών να συγκροτήσουν ξεχωριστή «πατρίδα» (μαζί με τη Μονεμβασιά), δηλαδή ομάδα γεωγραφικής εκπροσώπησης, μέσα στους κόλπους της Αδελφότητας. Αντίθετα, κατά τον 17ο αι., η παρουσία τους στη Βενετία είναι σποραδική, περιορισμένη στο πρώτο μισό του αιώνα και χωρίς ιδιαίτερους συνεκτικούς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής. Η ομαδο­ποίησή τους έγινε εδώ περισσότερο για τις ανάγκες της μελέτης παρά για τον ρόλο που διαδραμάτισαν ως συμπαγής ομάδα στη ζωή της ελληνικής παροι­κίας της Βενετίας.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βασικές μελέτες για την ιστορία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας είναι οι εξής: Ι. Βελούδης, Ελλήνων Ορθοδόξων αποικία εν Βενετία, Βενετία 1893 (11872)· Α. Ε. Καραθανάσης, Η Φλαγγίνειος σχολή της Βενετίας, Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987 (11975)· Φανή Μαυροειδή, Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας στον ΙΣΤ΄ αιώνα. Έκδοση του Β΄ μητρώου εγγραφών (1533-1562), Νότης Καραβίας, Αθήνα 1976· Άρτεμη Ξανθοπούλου-Κυριακού, Η ελληνική κοινότητα της Βενετίας (1797-1866). Διοικητική και οικονομική οργάνωση, εκπαιδευτική και πολιτική δραστηριότητα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Φιλοσοφική Σχολή, Θεσσαλονίκη 1978· Μ. Ι. Μανούσακας, «Επι­σκόπηση της ελληνικής ορθόδοξης αδελφότητας της Βενετίας (1498-1953)», Τα Ιστορικά 11 (1989), σ. 243-264· Κ. Τσικνάκης, «Ο Ελληνισμός της Βενετίας», Χρύσα Α. Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της Ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τεκμήρια, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, σ. 523-556· Χρύσα Α. Μαλτέζου (επιμ.), Δημοσία Ιλα­ρία, Βενετία 1999· της ίδιας, Η Βενετία των Ελλήνων, Μίλητος, Αθήνα 1999· Maria Fran­cesca Tiepolo – E. Tonetti (επιμ.), I Greci a Venezia. Atti del convegno internazionale di stu­dio (Venezia, 5-7 novembre 1998), Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 2002.

[2] Για την ογκωδέστατη βιβλιογραφία της ελληνικής παροικίας της Βενετίας βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Βιβλιογραφία του ελληνισμού της Βενετίας. Μέρος Α΄», Θησαυρίσματα 10 (1973), σ. 7-87· του ίδιου, «Βιβλιογραφία του ελληνισμού της Βενετίας. Μέρος Α΄. Γενικά συμπληρώματα (1973-1980)», Θησαυρίσματα 17 (1980), σ. 7-21· Χρύσα Μαλτέζου, Οδηγός του αρχείου, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία – Αθήνα 2008, σ. 57-64.

[3] Σ. Κουτμάνης, «Ευβοείς στη Βενετία, 15ος-17ος αι.», στο: Βενετία – Εύβοια. Από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας – Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Βενετία – Αθήνα 2006, σ. 203-216.

[4] Μαυροειδή, Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Αδελφότητας, ό.π., σ. 65.

[5] Ευτυχία Δ. Λιάτα, «Μνείες θανάτων Ελλήνων της Βενετίας από τα ταμειακά βιβλία της Ελληνικής αδελφότητας των ετών 1536-1576», Θησαυρίσματα 11 (1974), σ. 207.

[6] Ersie Burke, The Greek Neighborhoods of Sixteenth Century Venice 1498-1600. The Daily Life of an Immigrant Community, διδακτορική διατριβή, Monash University 2004, σ. 49-50.

[7] Βελούδης, Ελλήνων Ορθοδόξων αποικία, ό.π., σ. 63.

[8] Μαριάννα Κολυβά – Ε. Μοάτσος, «Αποκατάσταση Ναυπλιωτών και Μονεμβα­σιωτών προσφύγων στην Κρήτη το 1548», Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher 22 (1977-1984), σ. 380-381.

[9] Burke, The Greek Neighborhoods, ό.π., σ. 174-176.

[10] Στο ίδιο, σ. 184.

[11] Νίκη Τσελέντη, «Οι καμπάνες του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου στη Βενετία (1540-1693)», Θησαυρίσματα 15 (1978), σ. 228-245.

[12] Κ. Δ. Μέρτζιος, «Οκτώ διαθήκαι Ελλήνων της Βενετίας (1535-1549)», Μνημοσύνη 1 (1967), σ. 190.

[13] Burke, The Greek Neighborhoods, ό.π., σ. 67-68, 101.

[14] Για την οικογένεια Κουβλή βλ. στο ίδιο, σ. 139-142.

[15] Σ. Κουτμάνης, Έλληνες στη Βενετία. Κοινωνικό φύλο – οικονομία – νοοτροπίες, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2013, σ. 125-128.

[16] Στο ίδιο, σ. 149.

[17] Στο ίδιο, σ. 144-145, 187 (για τον Νικόλαο Αναστασίου), σ. 148 (για τον Ιωάννη Κοντολέο), σ. 159, 161, 194, 198 (για την οικογένεια Μπελόκα).

[18] Στο ίδιο, σ. 164-165.

[19] Λιάτα, «Μνείες θανάτων», ό.π., σ. 229.

[20] A.S.V., Notarile Atti, b. 6054, φ. 143r, 13 Αυγούστου 1652· φ. 212v, 6 Νοεμβρίου 1652· φ. 274r, 14 Φεβρουαρίου 1653.

[21] A.S.V., Notarile Testamenti, b. 1006, φ. 40r, 9 Σεπτεμβρίου 1665. Πρβλ., ωστόσο, την περίπτωση του Θοδωρή Κατικούρα (Toderin Caticora), που συνέταξε τη διαθήκη του το 1632. Πιθανότατα δεν πρόκειται για Ναυπλιώτη της Βενετίας, αλλά για Ναυπλιώτη έμπορο που βρέθηκε και πέθανε στη Βενετία, καθώς δεν γνώριζε ιταλικά. Στη διαθήκη του άφηνε 50 δουκάτα για την επισκευή του ναού της Αγίας Τριάδας του Ναυπλίου, «που είναι κοντά στο σπίτι μου» (A.S.V., Notarile Testamenti, b. 1088, αρ. 644, 12 Σεπτεμβρίου 1632).

[22] Αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (Α.Ε.Ι.Β.), Α 3, Κ 8, φ. 36v, 30 Ιουνίου 1697.

 

Σωτήρης Κουτμάνης

 Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Αρχειακές Μαρτυρίες για το εμπόριο της σταφίδας στην περιοχή του Ναυπλίου, 14ος-15ος αι. – Αγγελική Τζαβάρα, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Το 1459 o καρδινάλιος Βησσαρίων, σε επιστολή του στον Φραγκισκανό μοναχό (και άγιο) Jacobo della Marchia, αναφέρει μεταξύ των προϊόντων της Πελοποννήσου και τη σταφίδα. O ταξιδιώτης – συμβολαιογράφος Nicolò da Martoni μαρτυρεί την καλή ποιότητα της σταφίδας και των σύκων από την Κόρινθο, που έφαγε μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Πρόκειται για δύο μαρτυρίες γνωστών προσώπων της εποχής, που γνώριζαν τη σπουδαιότητα της παραγωγής για την οικονομία της περιοχής και αναγνώριζαν και γεύονταν την καλή σταφίδα. Για να φτάσει το προϊόν αυτό της πελοποννησιακής γης στο τραπέζι των καλοφαγάδων της Ρωμανίας, της Βενετίας και της υπόλοιπης Ευρώπης, αγρότες και έμποροι εργάζονταν ο καθένας για το δικό του όφελος.

Στη μελέτη αυτή εξετάζονται αρχειακές μαρτυρίες σχετικά με το εμπόριο της σταφίδας στην περιοχή του Ναυπλίου κατά την πρώιμη πρώτη βενετοκρατία. Σε μερικές περιπτώσεις συνεξετάζεται το εμπόριο της σταφίδας και των ξερών σύκων της Κορίνθου, αφού η εκμετάλλευση των προϊόντων των δύο αυτών περιοχών αφορούν στην εμπορική στρατηγική ορισμένων βενετικών εταιρειών.

Portrait of Nerio I Acciaioli, first Florentine Duke of Athens.

Προσωπογραφία του Νέριου Α΄Ατζαγιόλι (Nerio I Acciaioli) πρώτου φλωρεντινού δούκα των Αθηνών.

Οι Λατίνοι κατακτητές της χερσονήσου άρχισαν ενωρίς να εκμεταλλεύονται τα προϊόντα της πελοποννησιακής υπαίθρου. Η σταφίδα παραγόταν κυρίως στην περιοχή της Κορίνθου, του Άργους και του Ναυπλίου. Για την κορινθιακή σταφίδα έχουμε πληροφορίες από διάφορα έγγραφα. Ήδη από τον 13ο αι. γνωρίζουμε ότι εξαγόταν στο Βασίλειο της Σικελίας, για λογαριασμό της ανδεγαυικής αυλής. Στις 11 Μαρτίου 1270 είχαν αποθηκευτεί για λογαριασμό της 650 λίβρες κορινθιακής σταφίδας σε βαρέλια. Έγγραφα σχετικά με την αγροτική παραγωγή, όπως οι λογαριασμοί των περιοχών της Πελοποννήσου, που ανήκαν στη φλωρεντινή οικογένεια των Acciaiuoli του 14ου αι., επιβεβαιώνουν την παραγωγή σταφίδας και ξηρών σύκων στην καστελλανία της Κορίνθου. Αναφέρονται συγκεκριμένα οι περιοχές Άγιος Βασίλειος και Βασιλικά. Το 1400, κατά τη συγκέντρωση μαρτυριών για τη γνωστή δίκη του Ιωάννη Cremolisi κατά του Carlo Tocco και της συζύγου του Francesca Acciaiuoli [Φραγκίσκα Ατσαγιόλι], θυγατέρας και κληρονόμου του κυρίου της Κορίνθου Neriο Acciaiuoli, ο αποθηκάριος Andrea de Massa και ο εβραίος Abraam Calomiti, tunc ponderator της σταφίδας και των σύκων του Neriο, δήλωναν ότι το 1394 η παραγωγή ανερχόταν στους 1.000 σάκους σταφίδας και 400 σάκους σύκων. Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε και ορισμένες άδειες εκμετάλλευσης της σταφίδας, που δόθηκαν από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη σε ιδιώτες, κατά την περίοδο που το τάγμα διοικούσε την Κόρινθο (1400-1404), αλλά με πολύ περιοριστικούς όρους. Το βενετικό ενδιαφέρον για την αγορά κορινθιακής σταφίδας και ξερών σύκων μαρτυρείται από τις απαγορεύσεις των βενετικών αρχών, οι οποίες, από το 1389, επέβαλλαν ή ακύρωναν το εμπάργκο στις περιοχές του Neriο Acciaiuoli.

Από τα εμπορικά εγχειρίδια του 14ου αι., τις λεγόμενες pratiche di mercatura, προκύπτει ότι η πελοποννησιακή σταφίδα εξαγόταν στην Ανκό­να, τη Φλωρεντία και κυρίως τη Βενετία. Στις συγκεκριμένες πηγές, μάλιστα, παρέχονται οι αντιστοιχίες των μέτρων της Γλαρέντζας και της Πάτρας με τις παραπάνω ιταλικές πόλεις, όσον αφορά στο συγκεκριμένο προϊόν. Στα παραπάνω εγχειρίδια αναφέρεται, επίσης, η σύγκριση των μέτρων μεταξύ Γλαρέντζας και Κορίνθου. Το γεγονός αυτό δεν περιορίζει την παραγωγή του προϊόντος στις δύο αυτές περιοχές της Πελοποννήσου, αλλά προσδιορίζει κυρίως τις περιοχές από όπου εξαγόταν, καθώς, όπως προκύπτει από τις πηγές, διεξαγόταν εσωτερικό εμπόριο από την ύπαιθρο προς τις πόλεις-λιμάνια, και κυρίως από την Κόρινθο, το Ναύπλιο και τις γύρω περιοχές, ακόμη και από τη Μεσσηνία.

Οι αρχειακές πηγές για την αγροτική παραγωγή και το εμπόριο στο βε­νετικό Ναύπλιο είναι λίγες. Ακόμη σπανιότερες και διάσπαρτες χρονικά είναι οι πηγές που αφορούν στη σταφίδα. Ορισμένα έγγραφα είναι δημοσιευμένα, αλλά τα περισσότερα παραμένουν ακόμη ανέκδοτα. Πρόκειται για αποφάσεις των βενετικών συμβουλίων για σχετικά θέματα, όπως και συμβολαιογραφικές πράξεις. Ενδεικτικά: αναφέρεται η διαθήκη ενός Ναυπλιώτη εμπόρου σταφίδας, πράξεις σύστασης εταιρείας για την εκμετάλλευσή της, εξουσιοδοτήσεις και, κατά κύριο λόγο, δικαστικές υποθέσεις. Άλλες αφορούν στις σχέσεις μεταξύ κεφαλαιούχων εμπόρων και των αντιπροσώπων τους, των εταίρων μεταξύ τους, των βενετικών αρχών κατά των κατά καιρούς διοικητών και καπετάνιων του Ναυπλίου. Κατά την εξέταση των δικαστικών αυτών υποθέσεων αναφέρονται τα διάφορα έγγραφα που παρουσίασαν οι δύο πλευρές στους Βενετούς δικαστές, όπως επιστολές και βιβλία λογαριασμών, που όμως δεν σώζονται σήμερα. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια διάφορες σχετικές περιπτώσεις…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Αρχειακές Μαρτυρίες για το εμπόριο της σταφίδας στην περιοχή του Ναυπλίου, 14ος-15ος αι.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Η πόλη του Ναυπλίου κατά τη δεύτερη Βενετική περίοδο (1686-1715) – Αλέξης Μάλλιαρης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015, πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Η Σέμνη Καρούζου στο λεπταίσθητα γραμμένο βιβλίο της για το Ναύπλιο, στο κεφάλαιο για τη δεύτερη βενετοκρατία σημειώνει: «Όταν, ύστερα από εκατό πενήντα χρόνια, ξαναπήραν οι Βενετσιάνοι το Ανάπλι βρήκαν την πόλη ερειπιασμένη, όμως τα κάστρα απείραχτα από τα περασμένα χρόνια, ενώ πάνω στις πύλες τους φοβέριζαν ακόμη ανάγλυφα «del gran leon le paventate insegne». Θα τους φάνηκαν μόνο τα κάστρα πολύ παλαιικά και παράξενα και τα λιοντάρια του Αγίου Μάρκου κάπως παραμυθένια. Ο κόσμος είχε στο μεταξύ τόσο αλλάξει! Και κυρίως για την ίδια τη Βενετιά». [1]

Ασφαλώς οι Βενετοί εισερχόμενοι ως νικητές στα 1686 στο «δικό τους» παλιό Ναύπλιο αντίκρισαν μιαν απολιθωμένη venezianità αλλοτινών εποχών, παράδοξη στα μάτια αυτών των ανθρώπων του τέλους του 17ου αι., καθηλωμένη στην οχυρωματική μορφή του ύστερου μεσαίωνα και της πρώιμης αναγέννησης, επικαλυμμένη δε με γενναία δόση ανατολίτικης οθωμανικής επένδυσης. Η μορφή των βενετικών πόλεων, και δη των οχυρώσεων είχε πια καθ’ ολοκληρίαν μεταβληθεί. Μαζί με αυτά και το σύμβολο του Αγίου Μάρ­κου, ο λέων, δεν είχε πια τη μορφή του λιονταρόγατου που έβλεπαν τώρα οι Βενετοί πάνω στα παλαιικά βενετικά τείχη του Ναυπλίου.

Η μορφή της πόλης συγκροτήθηκε ουσιαστικά κατά την περίοδο της πρώ­της βενετοκρατίας: η βυζαντινή και φραγκική πόλη, όταν παραλήφθηκε από τους Βενετούς στα τέλη του 14ου αι., περιοριζόταν στα υψώματα της Ακρο­ναυπλίας, χώρο αρχαιότατης κατοίκησης, και ελάχιστα εκτός αυτού· πιο κάτω, εδάφη υδατόμικτα κι η θάλασσα έφθανε πολύ κοντά. Σταδιακά, η ανάγκη εξεύρεσης χώρου και η βενετική επινοητικότητα, εφαρμόζουσα οικείες της πρακτικές απομάκρυνσης της θάλασσας και επιχωμάτωσης, δημιούργησαν το χαμηλό πλάτωμα, όπου και σήμερα επικάθεται η παλαιά πόλη και το οποίο εν συνεχεία περικυκλώθηκε τειχιζόμενο. Η τεχνική επιχωμάτωσης χρησιμοποι­ούσε πασσάλους, όπως και στην πόλη της Βενετίας: χαρακτηριστικό το αίτημα του Βενετού διοικητή Bartolomeo Minio στα 1479 προς τη μητρόπολη να του αποστείλουν πρωτομάστορα έμπειρο στην πήξη πασσάλων στα ύδατα, αφού στο Ναύπλιο δεν βρισκόταν γνώστης του πράγματος: «uno protomastro murer che bisogna far la fondamenta con palli in aqua […] in questa terra non se ne trova algun maestro che sapia far tal fondamenta come se fa a Venetia». [2]

Η παρούσα εργασία βασίζεται και εστιάζεται κυρίως στην εξέταση τριών τοπογραφικών σχεδίων, μεγάλων διαστάσεων, των πρώτων χρόνων της δεύ­τερης βενετικής κυριαρχίας, που συμπίπτουν με τα έτη διοικήσεως του πολύ γνωστού Βενετού αξιωματούχου Francesco Grimani (1698-1701), ανθρώπου οργανωτικότατου, δραστήριου, φίλεργου, με υψηλό αίσθημα ευθύνης για την αποστολή του έναντι της πατρίδας του, πνεύματος δε οξύτατου. Τα σχέδια φυλάσσονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Αθήνας, δημοσιεύθηκαν δε εν πρώτοις σε μικρό μέγεθος συνεπτυγ­μένα στο βιβλίο του Kevin Andrews, The Castles of the Morea, 1953. [3]

Τα σχέδια αποτυπώνουν τη μορφή της πόλεως – κατοικημένου χώρου, των φρουρίων της Ακροναυπλίας και των γύρω τειχών κατά τη χρονική συγκυρία της κατάκτησης – παραλαβής της πόλης από τους Βενετούς και τα πρώτα μικρής κλίμακας ενισχυτικά έργα· κυρίως καταγράφουν τις προτεινόμενες επεμβάσεις, μικρής και μεγάλης έκτασης, για τη μελλοντική οριστική και αποτελεσματική οχύρωση και προστασία της πρωτεύουσας της Πελοποννή­σου από εχθρική επιβουλή, δηλαδή από τουρκική επίθεση. Έμφαση δίδεται, όπως είναι αναμενόμενο, στα στρατιωτικά έργα. Κοντά όμως σε αυτά χαράσ­σονται και σημεία του κατοικημένου χώρου, εντός της πόλεως (città, piazza), σημειώνονται και δρόμοι, οικοδομικά τετράγωνα και κτήρια, δημόσια – διοι­κητικά, καθώς και ναοί. Η ποιότητα του σχεδίου προδίδει χέρια ικανότατα και επιδέξια στη σχεδίαση, όπως εξάλλου και το λεπτό, αιθέριο χρώμα της ακουαρέλας· και όσο κι αν η φωτογραφική λήψη απομειώνει τη δυνατότητα εκτίμησης των έργων αυτών, η διά ζώσης μελέτη τους τα προάγει, τα αναδεικνύει πράγματι σε τεχνουργήματα, μνημεία αξιοθέατα.

Τα σχέδια συνιστούν έξοχα δείγματα της τόσο γνωστής, πειθαρχημένης βενετικής γραφειοκρατίας και διοίκησης, τεκμήρια συγκροτημένης και ορθο­λογιστικής διοικητικής αντιλήψεως – τουλάχιστον στις προθέσεις· συναριθ­μούνται δε μαζί με ανάλογα των λοιπών πελοποννησιακών πόλεων της ίδιας περιόδου στις πρωιμότερες επιστημονικού τύπου καταγραφές των πόλεων αυτών στους νεώτερους αιώνες, πριν από εκείνες του 19ου αι. της Ανεξαρτησίας, καθώς έχουμε για πρώτη φορά πιστότατη απεικόνιση της δομής των πόλεων αυτών, η οποία φθάνει σε ύψιστο βαθμό τελείωσης στους σωζόμενους κτημα­τογραφικούς χάρτες, αποτυπώσεις και σχεδιαγράμματα των κτηματολογίων.

Στο πρώτο σχέδιο, (Σχέδιο αριθμός 1) το πρωιμότερο, [4] αποτυπώνεται η πόλη και οι οχυρώσεις της όπως παραλήφθηκαν από τους Βενετούς στα 1686. Καταγράφουμε την απόδοση των παλαιών μεσαιωνικών ονομασιών τής τριμερούς διαιρέσεως της Ακροναυπλίας: Castel de Greci, Castel de Franchi, Castel Torro. Δεν θα το ξαναδούμε στα επόμενα. Θα μετονομασθούν εκσυχγρονιζόμενα σε primo, secondo, terzo, quarto recinto (οχυρωμένος περίβολος). Το τοπογραφικό αυτό σχεδιάγραμμα βασίζεται σε εκείνο του κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης με τίτλο «Carte topografiche e piante di città e fortezze per la guerra di Morea». Το τελευταίο αυτό σχέδιο παρουσιάστηκε από την Ιωάννα Στεριώτου σε τόμο του περιοδικού Θησαυρίσματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας το 2003. [5]

 

Σχέδιο αριθμός 1. Αποτυπώνεται η πόλη και οι οχυρώσεις της όπως παραλήφθηκαν από τους Βενετούς στα 1686.

 

Το σχέδιο της Μαρκιανής συ­ντάχθηκε, όπως καταγράφεται, από τον μηχανικό Giovanni Bassignani κατ’ εντολήν του Francesco Morosini μάλλον αμέσως μετά τη νίκη, το 1686. Εκείνο της Γενναδείου καταγράφει τον Bortolo Carmoy ως συντάκτη του σχεδίου και αντιγραφέα του πρωτοτύπου του Bassignani. Δεν διαθέτει το πλούσιο και αναλυτικό υπόμνημα του Bassignani ούτε τη δεύτερη ζώνη με την άποψη όλης της χερσονήσου του Ναυπλίου. Το νέο στοιχείο εδώ είναι η επίστεψη του σχεδίου με το οικόσημο του Francesco Grimani. Το σχέδιο έχει διαστά­σεις 70×46,5 εκ. και είναι φτιαγμένο με πένα σε ακουαρέλα. Η χρήση διαφο­ρετικού χρώματος δεν επεξηγείται στο σχέδιο· ισχύει προφανώς ό,τι και στο πρωτότυπο της Μαρκιανής: γαλάζιο για τη θάλασσα, ερυθρό για τις οχυρώ­σεις, ανοιχτόχρωμο ερυθρό εσωτερικώς για τη χάραξη οικιστικών συγκρο­τημάτων κατά μήκος των τειχών καθώς και για τον σχεδιασμό κτηρίων, και κίτρινο για τις διευθετήσεις, κατόπιν πρωτοβουλίας του Francesco Morosini.

Το δεύτερο σχέδιο, [6] (Σχέδιο αριθμός 2) διαστάσεων 103×53 εκ., ανώνυμο, χωρίς εμφανή στοιχεία χρονολόγησης, εκτός από την καταγραφή των υπαρχουσών οχυρωματι­κών δομών, προσφέρει και κάτι νέο: προτάσεις για περαιτέρω ενίσχυση και εξασφάλιση της πόλεως. Αναλυτικότερα, παρατηρούμε σχεδιασμένες πυκνές προτάσεις για την ενίσχυση του πάσχοντος ευάλωτου ανατολικού μετώπου: η διάνοιξη της τάφρου επεκτείνεται νοτιότερα, ώστε να αποκόψει τρόπον τινά ολόκληρη τη χερσόνησο επί της οποίας βρίσκεται η πόλη, την επίπεδη έκταση που οδηγεί στην είσοδο της πόλης κατά μήκος του βράχου του Παλαμηδιού, στον λαιμό δηλαδή σύνδεσης της χερσονήσου με την ξηρά, προτείνεται η δημιουργία χαμηλών τάφρων, ώστε να ελέγχεται και να εμποδίζεται η πρόσβαση, κάποια πρωταρχικά και στοιχειώδη έργα πάνω στο Παλαμήδι και οι αντίστοιχες κλίμακες ανάβασης, ευρείας έκτασης επιχωματώσεις ακριβώς έξω από τα θαλάσσια βορεινά τείχη, εκβάθυνση του λιμένος, ώστε να είναι δυνατή η προσάραξη των πλοίων και δημιουργία προμαχώνα στην βορειοανατολι­κή πλευρά των τειχών (πρόκειται για τον μεταγενέστερο προμαχώνα Dolfin).

 

Σχέδιο αριθμός 2. Ανώνυμο, χωρίς εμφανή στοιχεία χρονολόγησης, εκτός από την καταγραφή των υπαρχουσών οχυρωματι¬κών δομών, προσφέρει και κάτι νέο: προτάσεις για περαιτέρω ενίσχυση και εξασφάλιση της πόλεως.

 

Δοθέντος ότι το σχέδιο δεν απεικονίζει τα δύο βασικά έργα ενίσχυσης των ανατολικών τειχών, δηλαδή τον προμνημονευθέντα προμαχώνα Dolfin (διε­τέλεσε provveditor general da mar, 1700-1705) στη βορειοανατολική πλευρά (1704) [σήμερα καθηρημένο] και τον προμαχώνα Grimani στη νοτιοανατολι­κή πλευρά του Κάστρο del Torro (1706) [υφιστάμενο και σήμερα], συνάγουμε ότι σχεδιάστηκε τουλάχιστον πριν από το 1704 και κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια της διοίκησης του οργανωτικού Francesco Grimani (1698-1701). Με το σχέδιο αυτό βρισκόμαστε σε μια χρονική φάση μεταγενέστερη εκείνης του πρώτου σχεδίου και εντός του θερμού κλίματος προτάσεων, σκέψεων, προβληματισμού και έντονης διάσκεψης των βενετικών αρχών για την άκρως αναγκαία ενισχυτική επέμβαση στον οχυρωματικό οργανισμό της πόλης του Ναυπλίου, ώστε αυτή να κατασταθεί δυσάλωτη.

Το τρίτο σχέδιο, [7] (Σχέδιο αριθμός 3) διαστάσεων 71×41 εκ., πληρέστερο και μεταγενέστερο των δύο πρώτων, αποτυπώνει οχυρωματικές θέσεις και έργα συντελεσμένα (με αρχικά ερυθρό χρώμα), και προτείνει επιπλέον έργα (με πράσινο χρώμα) εντός και εκτός της πόλεως καθώς επίσης και πάνω στο Παλαμήδι. Πλην των στρατιωτικών θέσεων και των οχυρωματικών τόπων, καταγράφει τα κτήρια της βενετικής διοίκησης και δύο ναούς ρωμαιοκαθολικής λατρείας. Το πράγμα είναι όλως ιδιαιτέρως σημαντικό, διότι μας προσφέρει τη χωρική παράταξη της έδρας των βενετικών αρχών του Ναυπλίου και σύνολης της Πελοποννήσου. Παρατηρούμε ότι τα κτήρια των αρχών με διάταξη μορφής τόξου απλώνονται από ανατολάς προς δυσμάς, κατά μήκος των βορείων τειχών της θάλασσας [σήμερα εξαλειμμένα]. Εκκινούν ανατολικά από το ύψος του ναού του Αγί­ου Αντωνίου και φθάνουν δυτικά ώς τη νεότευκτη Δεξαμενή: D= Palazzo di S.E. Capitan General (μέγαρο του αρχιστρατήγου του στόλου), E= Palazzo di S.E. Provveditor General del Regno (μέγαρο του γενικού προνοητή της Πελο­ποννήσου), F= Palazzo del E.mo Rettore (μέγαρο του ρέκτορα), G= Palazzo del E.mo Provveditor (μέγαρο του προνοητή Ναυπλίου), H= Publici Magazini (Δημόσιες Αποθήκες), N= La nuova Cisterna (Η νέα δεξαμενή ύδατος). Ομι­λητικές σημάνσεις για εμάς σήμερα που μελετούμε το θέμα: οι πολιτικές, στρα­τιωτικές και εκκλησιαστικές αρχές των κυριάρχων Βενετών βρίσκονται συγκε­ντρωμένες, ασφαλισμένες στα τείχη, από τα οποία ουσιαστικά αγκαλιάζονται, σε εγγύτητα με το υγρό στοιχείο της θάλασσας, σχηματίζοντας μια νοητώς ανοιχτή προς τη θάλασσα πλατεία με διοικητικώς και εκκλησιαστικώς σεσημα­σμένα κτήρια, οικείο φαινόμενο από τη μακρινή μητρόπολη στην Αδριατική. Στο σχέδιο απουσιάζει η γνωστή μας Armeria (Οπλοστάσιο), αντιδιαμετρικά έναντι του ναού του Αγίου Αντωνίου, καθώς πρόκειται για μεταγενέστερο του παρόντος σχεδίου κτήριο. Η ανέγερση του κτηρίου αυτού στα χρόνια του αρ­χιστρατήγου του στόλου Agostino Sagredo (1712-1714) πύκνωσε περαιτέρω τον ήδη συμπαγή πυρήνα των βενετικών κτηρίων στον συγκεκριμένο χώρο.

 

Σχέδιο αριθμός 3. Πληρέστερο και μεταγενέστερο των δύο πρώτων, αποτυπώνει οχυρωματικές θέσεις και έργα συντελεσμένα (με αρχικά ερυθρό χρώμα), και προτείνει επιπλέον έργα (με πράσινο χρώμα) εντός και εκτός της πόλεως καθώς επίσης και πάνω στο Παλαμήδι.

 

Εντός του κεντρικού αστικού ιστού της πόλεως και στο πλέον επίκαιρο σημείο ανεγέρθη το 1713 με μέριμνα του αρχιστρατήγου του στόλου Agostino Sagredo το επιβλητικό κτήριο του Οπλοστασίου – Οπλαποθήκης του Στόλου (Armeria Classis): Promtuarium classis ad urbis utilitatem et ornamentum Augustinus Sagredo provisor classis maris magnifice edivicavit, μνημονεύει η λατινική επιγραφή πάνω από τη μεσαία αψίδα του προστώου. [8] Η θεραπεία πρακτικών αναγκών με τη λειτουργία ενός ευμεγέθους κτηρίου απόθεσης και διαφύλαξης του οπλισμού, κτηρίου δηλαδή χρηστικότατου για την πόλη και την άμυνά της (promtuarium classis ad urbis utilitatem) αποσκοπεί και στη διακόσμησή της, και μάλιστα κατά τρόπο μεγαλοπρεπή (ornamentum, magnifice edificavit). Ο συγκερασμός λειτουργικότητας και αισθητικής στα κτήρια συνιστά βεβαίως πολιτισμικό στοιχείο, πάγιο στη βενετική έκφραση, και πράξη με βαθύτατες ρίζες στο παρελθόν, κυρίως στις αναγεννησιακές αντιλήψεις, στην έννοια πολεοδομικής οργάνωσης, λειτουργίας και λειτουργικότητας του χώρου με την πολυεπίπεδη σήμανση των κτηρίων. Η ανέγερση της Armeria δημιουργεί αμέσως το δυτικό μέτωπο με το οποίο οριστικοποιείται εφάπαξ και κλείεται διά παντός το δυτικό μέτωπο της μεγάλης πλατείας, το οποίο κατά συνέπεια σχηματοποιείται. Ο ίδιος αξιωματούχος αναδεικνύεται σε μεί­ζονος σημασίας πρόσωπο για το πολεοδομικό σώμα του Ναυπλίου ετούτη την περίοδο, καθώς συνδέεται με σημαντικά έργα που διασώζονται μέχρι σήμερα στον τόπο (η κλίμακα ανάβασης και η Πύλη Sagredo στην Ακροναυπλία, η Armeria, επί του Παλαμηδίου και στον προμαχώνα Sagredo το Φρουραρχείο, ο στρατώνας και ο ναΐσκος του Αγίου Γεράρδου [μτγν. του Αγίου Ανδρέου] και, τέλος, ο ναός του Αγίου Νικολάου κοντά στη θάλασσα «extra muros»), συνοδευόμενα πάντοτε με εκθειαστικές μνείες στις επιτείχιες λατινικές επι­γραφές (a fundamentis erexit, fieri curavit, monti arcem imposuit, magnifice edificavit, construendam praecepit adivit). [9]

Το όνομα του Francesco Grimani συνδέθηκε με έργα οχυρώσεως στην Ακροναυπλία την περίοδο κατά την οποία ο τελευταίος υπηρέτησε ως γενικός προνοητής θαλάσσης, αρχιστράτηγος δηλαδή του στόλου, με έδρα το Ναύπλιο (1706-1708)· αναφερόμαστε κυρίως στον προμαχώνα Grimani στο νοτιοανα­τολικό άκρο των τειχών του Castel Torro, όπου η επικίνδυνα ευάλωτη πλευρά με τον πεπαλαιωμένο κυκλικό πύργο διορθώθηκε και εκσυγχρονίστηκε και σε έτερες, δευτερευούσης σημασίας ενισχυτικές επεμβάσεις-διορθώσεις, με σκοπό την επαύξηση της οχυρωματικής ικανότητας της πόλεως (1706).

Ο Κεφαλονίτης λόγιος αρχιμανδρίτης – ιεροκήρυκας και εν συνεχεία επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης, πολύ γνωστός στο Ναύπλιο από τη συχνή παρουσία του ως ιεροκήρυκα στον ναό της Παναγίας και αλλού, επι­φορτισμένος από το σώμα του Αστικού Συμβουλίου Ναυπλίου να κατευοδώ­σει τον Grimani απερχόμενο προς τη Βενετία μετά το πέρας της θητείας του, στον εγκωμιαστικό του λόγο, πλην των άλλων κολακευτικών, όπως απαιτούσε το πράγμα, μνημονεύει και τη συνεισφορά του αξιωματούχου στην οχυρωματική ενίσχυση των τειχών και σε άλλα οικοδομικά έργα εντός της πόλεως, ιδι­αιτέρως δε στο κτήριο του Συμβουλίου.

Παραθέτω το κείμενο σε μετάφραση, όχι πάντοτε πολύ ακριβή, από το ιταλικό πρωτότυπο του εκδότη, στα νεώτερα χρόνια, των λόγων του Μηνιάτη, εφημερίου του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας, αρχιμανδρίτη Ανθίμου Μαζαράκη (1848):

«Δεν δύναται να εννοήση οποίος είναι αυτός ο ζήλος σου, όστις δεν επαρίθμησε τα βήματά σου, δεν παρετήρησε τους ιδρώτας σου, δεν εισχώρησεν εις την ανησυχίαν σου εν καιρώ της κατασκευής τούτων των τειχών, τα οποία παρασταίνουν το μεγαλείον των ιδεών σου, εξασφαλίζουν τας νίκας μας, κλείνουν τας δια­βάσεις εις τας εχθρικάς προσπαθείας. Ανηγέρθησαν εις τοσούτον ύψος εντός ολίγου καιρού, με εργασίαν ολίγων χειρών και τόσων ολίγων εξόδων, διότι το εκτελείν εν ολίγω και δι’ ολίγου πράγματα μεγάλα είναι θαυμάσιον μυστι­κόν της υπέρ άνθρωπον ενεργητικότητός σου […]. Ημείς θέλομεν φέρει εγχα­ραγμένον το αθάνατο όνομά σου εις τας καρδίας μας, αίτινες θέλουν είσθαι μνημεία ευγενέστερα και των επιγραφών, εις τας οποίας είναι εγγεγραμμένον ως κόσμημα της αιθούσης του Συμβουλίου μας και του Καταστήματος (sala del nostro Consiglio e Fontigo), των ανεγερθεισών υπό της σης προνοήσεως, και ευγενέστερα των μαρμάρων των εκτός των οχυρωμάτων (e de’ sassi dell’ eterne fortificazioni) των όντων αιώνιοι θρίαμβοι δόξης διά σε, άσυλα ασφα­λείας των υπηκόων σου. Η Ναυπλία, το αντικείμενο των ερώτων σου και της σπουδαιότητός σου, ήτις εις την οχύρωσίν της έλαβεν εκ των χειρών σου τοι­αύτα νέα θέλγητρα κάλλους και ισχύος, ώστε μόλις γνωρίζεται υπό των ιδίων της πολιτών, θέλει είσθαι το θέατρον αιωνίων επαίνων των αρετών σου».[10]

Στο χωρίο, πλην των άλλων, εξαίρεται η συνεισφορά του Grimani στην ανέγερση του κτηρίου, εντός του οποίου – και πιο ειδικώς εντός της κεκοσμημένης με επιγραφές αίθουσας – συνερχόταν το σώμα του Αστικού Συμβουλίου της πόλεως καθώς και του Καταστήματος -Αποθήκης. Το κτήριο δε του Συμ­βουλίου η τοπική παράδοση το ταυτίζει με το λεγόμενο Διοικητήριο, ευρισκό­μενο όπισθεν του Βουλευτικού, υψηλότερα δηλαδή από την Armeria.

Αξίζει να προσεγγίσουμε, έστω και ακροθιγώς, το ζήτημα του πολιτικού νοήματος και μηνύματος που εκπέμπεται από την όψη και τη λειτουργία των οχυρωματικών έργων. Αναμφιβόλως, επί παραδείγματι, ο αναγιγνώσκων τη λατινική αναθηματική επιγραφή επί της μαρμάρινης πλάκας παραπλεύρως της Πύλης της Ξηράς, όπου μνημονεύεται ο εκπορθητής Morosini, τροφοδοτείται με σαφή στοιχεία πολιτικής ιδεολογίας. Η επιγραφή είναι πολύ ομιλητική ως προς τη βενετική ερμηνεία της κατάληψης ή πιο σωστά της επανακατάληψης του Ναυπλίου: ο Francesco Morosini με την ανδραγαθία του στις πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Τούρκων, «Hoc regnum patriae restituit», «απέδωσε στην πατρίδα τούτο το βασίλειο». Η έννοια του λατινικού ρήματος restituere είναι αυτή ακριβώς: αποδίδω, αποκαθιστώ στην εξ αρχής κατάσταση, παλινορθώνω. Σαφέστατη και ρητή διατύπωση-διακήρυξη της κατάκτησης του Ναυπλίου και σύνολης της Πελοποννήσου, ενός τόπου επί του οποίου οι Βενετοί δεν έπαυσαν ποτέ να εκτρέφουν στην πολιτική τους συνείδηση θεμελιωμένα απαράγραπτα δικαιώματα κατοχής.

Επανερχόμενοι στο προκείμενο θέμα μελέτης, παρατηρούμε πως και τα τρία τοπογραφικά σχεδιαγράμματα καταγράφουν μόνο τους βενετικού ενδιαφέροντος τόπους, σημεία και κτήρια. Είναι σχέδια πρωτίστως στρατιωτικά. Ενδιαφέρει κυρίως (και είναι αναμενόμενο) η αποτύπωση των οχυρώσεων, ώστε να ληφθούν μέτρα για περαιτέρω ενίσχυση, ιδιαιτέρως των αδύναμων σημείων. Ως προς τα λοιπά, ο κατοικημένος χώρος της πόλης, οι συνοικίες και οι κάτοικοι ή απουσιάζουν ή η παρουσία τους αποδίδεται αδρομερώς με τη χάραξη βασικών οδών, οι οποίες συνδέουν και πάλι τις στρατιωτικές πύλες των τειχών της πόλεως (Porta di Terra Ferma, Porta della Marina) ή της Ακρο­ναυπλίας (Porta della Fortezza). Μόνον εσωτερικώς, κατά μήκος των τειχών, στα δύο πρώτα σχέδια σχεδιάζεται η οικιστική χάραξη και οι απολήξεις στε­νών συνοικιακών οδών ή κενών μεταξύ των κτηρίων.

Παραμένοντας στο εσωτερικό της πόλεως, αναφορικά με τους ναούς, και στα τρία σχέδια καταγράφονται μόνο οι ναοί ρωμαιοκαθολικής λατρείας (στα δύο πρώτα σχέδια σημειώνεται και ένδειξη σταυρού σε αυτούς): ο ναός του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Sant’ Antonio di Padova) στο κέντρο της πό­λεως (πρώην μουσουλμανικό τέμενος, όπως δηλώνεται ρητώς) με απλή ορθογωνική κάτοψη καλυμμένη με τρούλο, στη δυτική πλευρά κιονοστήρικτο προστώο καλυμμένο με τρεις τρουλίσκους· πρόκειται για υπερυψωμένο κτήριο, στο οποίο οδηγούσε κλίμακα, όπως δηλώνεται στο τρίτο σχέδιο, και βάση μιναρέ στη νότια πλευρά.

Επίσης, η Παναγία του Καρμήλου (Madonna del Carmine) στα βόρεια τείχη της πόλεως προς τη θάλασσα. Στα δύο πρώ­τα σχέδια σημειώνεται διά σταυρού και άλλος ένας ναός στην Ακροναυπλία, στο Castel dei Greci, στο ρωμέικο Κάστρο, μάλλον πρώην μουσουλμανικό τέμενος (στο σχέδιο δηλώνεται παραπλεύρως του κτηρίου η ύπαρξη εξωτερι­κού μικρού προσκολλημένου κτίσματος, προφανώς η βάση του μιναρέ). Επιπλέον, στα δύο πρώτα σχέδια αποτυπώνεται χωρίς καμία περαιτέρω σήμανση η ύπαρξη κτηρίου, και μάλιστα ευμεγέθους, προς την κατεύθυνση της Πύλης της Ξηράς, αρκετά κοντά της. Θα πρέπει να ταυτιστεί με τον σημερινό ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος λειτουργούσε ως μουσουλμανικό τέμενος κατά την προηγούμενη περίοδο, όπως δηλώνει και η ύπαρξη εξωτερικού μικρού κτίσματος προσκολλημένου στη νότια πλευρά του κτηρίου. Στο τρίτο σχέδιο απουσιάζει εντελώς. Το κτήριο αυτό, στο σχέδιο της Μαρκιανής χαρακτηρί­ζεται ως «moschea serve per munitioni», δηλαδή «μουσουλμανικό τέμενος προς αποθήκευση πολεμοφοδίων». Στα παρόντα σχέδια δεν κατονομάζεται. Πιθανότατα λίγο αργότερα μετασκευάσθηκε στον λατινικό ναό του Αγίου Δομηνίκου (San Domenico), αποδoθέντα στους Δομηνικανούς.

Οι τελευταίοι, αρχικά τέσσερις στον αριθμό, έφθασαν στην Πελοπόννησο το 1686 και εγκαταστάθηκαν με παρέμβαση του Morosini στην Ακροναυπλία· [11] υποθέτουμε στο προμνημονευθέν τέμενος στο ρωμέικο Κάστρο και πιθανότητα λίγο μεταγενέστερα κατέβηκαν στην πόλη, στο κτήριο του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός του Αγίου Αντωνίου της Πάδο­βας, το πρώην μεγάλο τέμενος της πόλεως, παραχωρήθηκε από τον Morosini σε Φραγκισκανούς μοναχούς, αφού ανήκε πλέον στο βενετικό δημόσιο ως πρώην οθωμανικό κτήριο.

Σε αυτό το κτήριο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του προϊσταμένου του ναού, του Φραγκισκανού Giovanni Mattio Vodari, ο οποίος δηλώνει ότι παρείχε υπηρεσίες και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, εψάλη ευ­χαριστήρια επινίκια δοξολογία, Te Deum, παρουσία του Morosini, αμέσως μετά την κατάληψη της πόλεως, κατά την πάγια βενετική πρακτική. [12] Ο Άγιος Αντώνιος εν συνεχεία ανυψώθηκε σε καθεδρικό ναό των Λατίνων και απο­δόθηκε από τις βενετικές αρχές στον πρώτο Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κορίνθου, τον Leonardo Balsarini, ως έδρα του, ενώ ως κατοικία του χρησίμευε η μονή των Δομηνικανών, όπως βεβαιώνει σε αναφορά του ο F. Grimani το 1699. [13] Ο ίδιος, μάλιστα, καταγράφει και το εξής αξιοπρόσεκτο, ότι δηλαδή είχε εκπλαγεί από την ευσέβεια που έδειχναν οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλεως έναντι του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας. [14]  Καθόσον ο λόγος περί λατινικών μοναχικών ταγμάτων και περαιτέρω περί εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού συγχρωτισμού Βενετών και ελληνικού πληθυσμού, αξίζει να αναφερθεί ότι στα 1707 απεφασίσθη να επιτραπεί η είσοδος Ιησουιτών στη βενετική Πελοπόννησο, με σκοπό την ίδρυση δύο κολλεγίων, ένα στο Ναύπλιο και ένα στη Μεθώνη, για την εκπαίδευση, όπως καταγράφεται, «παιδιών Λατίνων και Ελλήνων». [15] Λίγο πιο πριν, στα 1703, όπως σημειώνουν σε αναφορά τους οι σύνδικοι εξεταστές, και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κήρυξε με μεγάλη επιτυχία στον λατινικό ναό του Αγίου Αντωνίου Ναυπλίου ο εκ Τήνου Ιησουίτης Padre Foresti. Οι σύνδικοι κρίνουν ότι οι Ιησουίτες ιε­ροκήρυκες μπορούν να προσφέρουν πολύτιμο καρποφόρο έργο, ειδικά «στην εκπαίδευση των ορθοδόξων νέων». [16] Ακόμα ενωρίτερα, στα 1691, ο γενικός διοικητής Πελοποννήσου Antonio Zeno, σε αναφορά του στη βενετική Σύ­γκλητο, γράφει ότι τα κηρύγματα του Padre Mauritio Capuccino da Bassan παρακολούθησαν και πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί. [17]

Με την ευκαιρία της μελέτης των σχεδίων προβαίνουμε και σε κάποιες διαπιστώσεις για άλλου είδους αποτυπώσεις της πόλεως, αναφορικά με τον βαθμό πιστότητας και αληθοφάνειας των απεικονιζομένων: στον πανοραμι­κό πίνακα από το χειρόγραφο ημερολόγιο κατάκτησης της Πελοποννήσου της Βιβλιοθήκης Querini-Stampalia της Βενετίας,[18] (Σχέδιο αριθμός 4) το οποίο απεικονίζει τον κανονιοβολισμό του τουρκοκρατούμενου Ναυπλίου από τα βενετικά στρα­τεύματα του Morosini, καταγράφουμε ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία πιστό­τητας και ρεαλισμού στην απεικόνιση: στα εικονιζόμενα μουσουλμανικά τε­μένη της πόλεως το πρόσκτισμα του μιναρέ εμφανίζεται πράγματι όπισθεν των κτηρίων, στη νότια δηλαδή πλευρά τους, όπως ακριβώς το αποτυπώνουν και τα δύο σχέδια της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Επιπλέον, η Πύλη της Ξηράς απεικονίζεται όντως νοτίως του μεσαιωνικού πολυώροφου με κατακόρυφους πύργους προστασίας της πάνω στην ευθεία γραμμή της cortina (μεταπρομα­χώνιο), η οποία ετούτη την περίοδο θα σχηματίσει πλέον αμβλεία γωνία. Ένα ακόμα στοιχείο πιστότητας θα διαπιστώσουμε στην υπερκείμενη Ακροναυ­πλία: όπως αμέσως διακρίνουμε, το φράγκικο Κάστρο δείχνει να βρίσκεται σε μεγαλύτερο βάθος και να καταλαμβάνει έτσι μικρότερη έκταση από ό,τι το ρωμέικο, αφού πράγματι στο πρώτο η γεωφυσική διαμόρφωση με την κρη­μνώδη κατωφέρεια επέβαλε την απόσυρση των τειχών προς το εσωτερικό του βράχου, όπως σταθερά δηλώνεται και στα τοπογραφικά σχέδια. Εντός του Κάστρου del Torro σημειωτέα η παρουσία στη στέγη κατοικίας ευμεγέθους καμινάδας βενετικού τύπου, δηλαδή μορφής αντεστραμμένης πυραμίδας.

 

Σχέδιο αριθμός 4. Πανοραμι¬κός πίνακας από το χειρόγραφο ημερολόγιο κατάκτησης της Πελοποννήσου της Βιβλιοθήκης Querini-Stampalia της Βενετίας.

 

Τα προαναφερθέντα συνηγορούν στη διαπίστωση ότι οι πανοραμικές αυτές εικόνες των πελοποννησιακών πόλεων, οι οποίες συνοδεύουν την εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων, ουδόλως είναι αυθαίρετες ή φανταστικές απεικονίσεις που διατηρούσαν μόνον κάποια πολύ χονδρικά στοιχεία πραγ­ματισμού ή αντέγραφαν δουλικώς παλαιότερα σχηματοποιημένα πρότυπα· πολύ περισσότερο πρόκειται περί μελετημένων σχεδίων με επί τόπου παρατήρηση, για τα οποία προφανώς και θα χρησιμοποιήθηκε εκ παραλλήλου και βοηθητικώς, όπως είναι αναμενόμενο, και η γνωστή στην ευρωπαϊκή εκδοτική παραγωγή παλαιότερη και τυποποιημένη απεικόνιση των πόλεων αυτών (εκκινώντας από τις χαλκογραφίες του Camocio και εξής).

Η χαρτογραφική παραγωγή για το Ναύπλιο είναι οπωσδήποτε ευρεία, με δεδομένη τη σημασία της πόλεως στο υπερπόντιο κράτος της Βενετίας (Stato da Mar), εκπορεύθηκε δε από την εναγώνια μέριμνα των Βενετών για την ενδυνάμωση του οχυρωματικού μηχανισμού της. Μια διαδικασία μακρά μέσα στον χρόνο, επίπονη, οδυνηρή, αιμάσσουσα για τους ανθρώπους που βιαίως και ανηλεώς εργάστηκαν για να ανεγερθούν τα οχυρώματα· κατέλιπε δε δυσε­ξίτηλα ίχνη πάνω στο ναυπλιακό τοπίο διαμορφώνοντας καθοριστικά το πρό­σωπο αυτής της γοητευτικής πλέον για εμάς σήμερα πελοποννησιακής πόλεως.

 

Υποσημειώσεις


[1] Σέμνη Καρούζου, Το Ναύπλιο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1979, σ. 41.

[2] Για το Ναύπλιο του 15ου αι. βλ. Diana Wright, «Late-fifteenth-century Nauplion. Topography, walls and boundaries», Θησαυρίσματα 30 (2000), σ. 163-187.

[3] Οι μελετητές μπορούν να χρησιμοποιούν πλέον την τελευταία επανέκδοση του έργου: Kevin Andrews, Castles of the Morea, revised edition with a Foreword by Glenn R. Bugh, The American School of Classical Studies at Athens, Princeton ‒ New Jersey 2006, σ. 90-105, σχέδια XXI, XXII και XXIII.

[4] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 1.

[5] Ιωάννα Στεριώτου, «Ο Πόλεμος του Μοριά (1684-1697) και ο Κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», Θησαυρίσματα 33 (2003), σ. 241-283.

[6] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 2.

[7] Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 3.

[8] Βλ. Καρούζου, ό.π., σ. 47, καθώς και Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, επανέκδοση, Αθήνα 1950, σ. 126.

[9] Όλες οι επιγραφές στο Λαμπρυνίδης, ό.π., σ. 122-130.

[10] Ηλία Μηνιάτη, Διδαχαί και Λόγοι εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και  εις άλλας Κυριακάς του ενιαυτού και επισήμους εορτάς, επανέκδοση, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 497-498.

[11] Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Provveditori da Terra e da Mar (στο εξής P.T.M.), busta 849, dispacci Sindici Cattasticatori, αναφορά αριθμός 25, Καρύταινα, 24 Φεβρουαρίου 1690, συνημμένη αίτηση των Δομηνικανών μοναχών προς τους συνδίκους καταστιχωτές.

[12] Στο ίδιο, συνημμένη επιστολή του Φραγκισκανού G. Mattio Vodari προς τους συνδίκους καταστιχωτές.

[13] A.S.V., P.T.M., b. 849, dispacci Francesco Grimani, αναφορά αριθμός 61, Άργος, 12 Αυγούστου 1699, φ. 1r.

[14] Στο ίδιο, φ. 2v.

[15] A.S.V., Archivio Grimani dai Servi, b. 42, filza 106, φ. 20r.

[16] A.S.V., P.T.M., b. 869, dispacci Sindici Inquisitori, αναφορά αριθμός 19, Μονεμβασία, 13 Οκτωβρίου 1703, φ. 2r.

[17] A.S.V., P.T.M., b. 844, dispacci Antonio Zeno, αναφορά αριθμός 23, Ναύπλιο, 16 Απριλίου 1691.

[18] Με την Αρμάδα στο Μοριά, 1684-1687. Ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, εισαγωγή – επιμέλεια Ευτυχία Δ. Λιάτα, μεταγραφή κειμένου Κ. Γ. Τσικνάκης, Κέντρο Νεοελληνι­κών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 66, Αθήνα 1998. Βλ. εδώ σχέδιο αριθμός 4.

 

Αλέξης Μάλλιαρης

 «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015. Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

H Napoli Di Romania των Stradioti (15ος-16ος Αι.): Πως ο αγώνας για την κατοχή του χώρου μετασχηματίζεται σε πατρίδα – Κατερίνα Β. Κορρέ, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

«Το παρελθόν, είναι αυτή η μάζα μικρών περιστατικών, άλλων λαμπρών, άλ­λων σκοτεινών […]. Αλλά αυτή η μάζα δεν αποτελεί όλη την πραγματικότητα, όλο το βάθος της ιστορίας που πάνω του μπορεί άνετα να δουλέψει η επιστημονική σκέψη», έγραψε ο Braudel, o κατεξοχήν ιστορικός της μακράς διάρ­κειας. Η συγκέντρωση και η επεξεργασία στοιχείων που ανήκουν στο παρελθόν και συνιστούν την ιστορία, περνά μέσα από ερμηνευτικές ατραπούς, στις οποίες οι κάθε είδους διανοητικοί καταναγκασμοί είναι δύσκολο – αν όχι ακα­τόρθωτο – να αποφευχθούν. Ένα τέτοιο δύσκολο παρελθόν είναι το παρελθόν των μισθοφορικών ομάδων του 15ου-16ου αι., που είναι γνωστές ως stradioti. Θα μοιραστώ μαζί σας τη δική μου συγκομιδή, βάσει των αρχειακών πάντα τεκμηρίων, στην οποία κατέληξα μετά από τη μεγάλη ή μικρή διανοητική περιπέτεια που επιτρέπει κανείς στον εαυτό του, προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα πώς – και κυρίως γιατί – είναι δυνατό να υιοθετεί κανείς μια πατρίδα.

Έφιππος stradioti του 16ου αιώνα.

Η στενή σύνδεση του βενετοκρατούμενου Ναυπλίου με τις τύχες του Δεσποτάτου του Μοριά αντανακλάται και στην ονομασία των stradioti, που, αντίθετα από ό,τι έχει υποστηριχθεί ως προς την ετυμολογία της (ότι προέρχεται από τη λέξη strada), αποτελεί προφανές γλωσσικό δάνειο της ελληνικής (στρατιώτης) στη βενετική. Ο θεσμός των μισθοφόρων στρατιωτών του είδους που οι stradioti αναδείχθηκαν αργότερα, σχετίζεται με τις πολιτικές εποικισμού των τελευταίων δεσποτών του Μοριά και κατ’ επέκταση των βυζαντινών αυτοκρατόρων των τελευταίων δύο αιώνων: στην usanza greca αναζητούν οι βενετικές πηγές το πρότυπο δημιουργίας αυτών των πολεμικών σωμάτων ατάκτων. Η βυζαντινή στρατεία, η υποχρέωση δηλαδή για πολεμική υπηρε­σία – που εντοπίζεται στις βυζαντινές, νομικές κυρίως, πηγές –, αποσκοπούσε εξαρχής στη δημιουργία στρατευμένων, πολεμιστών δηλαδή σε εφεδρεία. Οι πολεμιστές αυτοί προέρχονταν πρωτίστως από ντόπιους. Ιδίως όμως στην υστεροβυζαντινή περίοδο, στρατολογούνταν και άλλες εθνοτικές ομάδες που ενδεχομένως ήταν σε θέση να απειλήσουν την εσωτερική τάξη και ασφάλεια, αν δεν ενσωματώνονταν με κάποιο τρόπο στη βυζαντινή στρατιωτική μηχα­νή. Η προβληματική των στρατιωτικών προνοιών συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με τις εν λόγω πραγματικότητες.

Οι σημαντικότερες κινήσεις εγκατάστασης πληθυσμών, που προέρχονταν από τη σημερινή γεωγραφική περιοχή της νότιας Αλβανίας (το παλιό Θέμα Δυρραχίου), στο Δεσποτάτο πρέπει να έγιναν από τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό γύρω στο 1340 και από τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο μεταξύ 1395 και 1396. Τα κριτήρια ήταν τόσο οικονομικά όσο και πολιτικοστρατιωτικά. Ενώ για την πρώτη περίπτωση ο αριθμός των εποίκων δεν είναι γνωστός, στη δεύ­τερη εικάζεται ότι πάνω από 10.000 άνθρωποι με τα κοπάδια τους πέρασαν μέσω Ισθμού στην Πελοπόννησο, εγκαταστάθηκαν σε ακαλλιέργητες εκτά­σεις του Δεσποτάτου και αποτέλεσαν τους – αρχικά τουλάχιστον – «προθύ­μους και αγαθούς στρατιώτας» του. Αρκετοί όμως εξ αυτών κατέληξαν και σε ιδιωτικές γαίες των δυνατών, αποτελώντας, σε πολλές περιπτώσεις, τους ιδιωτικούς τους στρατούς.

Το πρώτο κύμα των εποικισμών για το βενετικό Ναύπλιο έγινε στα μέσα του 15ου αι. και οι έποικοι προερχόταν από τις περιοχές του Δεσποτάτου. Επρόκειτο για δυσαρεστημένους Αλβανούς μετανάστες που ανήκαν στη φάρα των Μπούα, επειδή στα πράγματα του Δεσποτάτου είχαν προκριθεί οι άσπον­δοι εχθροί τους, οι Μπόχαλη. Ο Μπούας Κούκης ήταν από τους πρώτους που προσφέρθηκαν, το 1423-1425, να έλθει στην υπηρεσία των Βενετών από την Αρκαδία, όντας σε ρήξη με τον Θεόδωρο Παλαιολόγο. Οι άνδρες του, μαζί με τις οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στο Άργος και το Ναύπλιο, στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία. Καθώς οι εμφύλιοι πόλεμοι για την εξουσία του Δεσποτάτου εντείνονταν, το κύμα των αποσκιρτήσεων προς τις ασφαλέστερες βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου, ενώπιον της τουρκικής μάλιστα απειλής, γινόταν μεγαλύτερο.

Η πλειονότητα εκείνων των ανθρώπων, που περιπλανούνταν στην κεντρι­κή και νοτιοανατολική Πελοπόννησο, εγκαταστάθηκε στο Άργος, περιοχή που είχε αποψιλωθεί πληθυσμιακά μετά από τη μεγάλη τουρκική επίθεση του 1397. Το 1451 η βενετική διοίκηση είχε προσκαλέσει επισήμως όσους επιθυμούσαν να εγκατασταθούν εκεί, με συγκεκριμένα ανταλλάγματα: 40 στρέμματα γης, 4 στρέμματα αμπέλια για κάθε οικογένεια, μαζί με οικοδομικό υλικό για να ξαναφτιαχτούν οι κατεστραμμένες οικίες ή να χτιστούν νέες. Ανάμεσα στους άλλους, στην πρόσκληση ανταποκρίθηκαν και 115 ελληνικές οικογένειες από τον Μοριά.

 

Λεπτομέρεια της εικόνας της Δέησης (1546) που βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων στη Βενετία. Απεικονίζεται ο στρατιώτης Ιωάννης Μάνεσης. Τη γνωστή εικόνα της Δέησης, αφιέρωσαν τα αδέλφια stradioti Ιωάννης και Γεώργιος Μάνεσης, οι γιοι του Κομίνη, ελληνοαλβανικής καταγωγής, στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία, ανήμερα της εορτής του προστάτη των στρατιωτών αγίου Γεωργίου (21 Απριλίου 1546). Στο βάθος της αφιερωματικής παράστασης εικονίζεται ένα χαρακτηριστικό τοπίο, το οποίο όμως έχει διαφύγει της προσοχής στη βιβλιογραφία. Πρόκειται ασφαλώς για το Ναύπλιο, όπως θα φαινόταν από την πλευρά της ακτής, εκεί από όπου περνά η σημερινή λεωφόρος Ναυπλίου – Νέας Κίου: διακρίνεται καθαρά το Μπούρτζι και οι τρεις πύργοι της πόλης, πίσω από τη φιγούρα του στρατιώτη στην αριστερή γωνία.

 

Η εικόνα της Δέησης με του αφιερωτές Ιωάννη και Γεώργιο Μάνεση. Πιθανότατα έργο του Κρητικού ζωγράφου Στρελίτζα Μπαθά.

 

Το δεύτερο κύμα εποικισμών προς το Ναύπλιο, στα τέλη του 15ου αι., αφο­ρούσε – εκτός από παλιούς – και σε νέους μετανάστες. Στους παλιούς συγκαταλέγονταν ομάδες Αλβανών που είχαν από δεκαετίες εγκατασταθεί στη Μάνη, στην περιφέρεια της Μεθώνης και της Κορώνης, καθώς και πολυάριθμων Ελλήνων προσφύγων που αναζητούσαν ένα χριστιανικό καταφύγιο μπροστά στην οθωμανική προέλαση. Ο Μανουήλ Μπόχαλης, που ήταν στην πρώτη γραμμή της άμυνας του Δεσποτάτου και συγγένευε με τους Παλαιολόγους, εντάχθηκε με τους άνδρες του στις μισθοφορικές δυνάμεις του Ναυπλίου το 1461.

Στην Αργοναυπλία εγκαθίσταντο όμως και άλλες ομάδες, προερχόμενες από τον δυτικό βορρά, οι οποίες έφταναν μέσω της Αιτωλοακαρνανίας στον Ισθμό. Προς τα τέλη όμως του 15ου αι., η πορεία ολοένα και δυσκόλευε και οι ομάδες απορροφούνταν λιγότερο από τις βενετικές κτήσεις. Έτσι, η κίνηση προς τον νότο σταδιακά ανακόπηκε. Η Βενετία ήταν πολύ επιφυλακτική με αυτή την κατηγορία εποίκων, που δεν είχαν δηλαδή προηγούμενη εμπειρία ελληνικών διοικήσεων. Προτιμούσε φανερά τους εξελληνισμένους Αλβανούς του Δε­σποτάτου, που είχαν αποδεδειγμένα συνεργατικές συμπεριφορές, θεωρώντας ότι μπορούσε να τους εμπιστευτεί περισσότερο. Αυτούς αποκαλούσε συχνά στα έγγραφα albanesi greci, δηλαδή Ελληνοαλβανούς, τοποθετώντας τους δί­πλα στους greci, στους Έλληνες μισθοφόρους της, ντόπιους και μετοίκους…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: H Napoli di Romania των Stradioti (15ος-16ος αι.)

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η υπηρεσία της δημόσιας σιταποθήκης στο Βενετικό Ναύπλιο (τέλη 17ου αρχές 18ου αι.) – Σπύρος Θ. Τακτικός, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Φραντσέσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini, 1619- 1694). Χαρακτικό του 18 αιώνα, P. Coronelli.

Την επαύριον της κατάκτησης του Ναυπλίου από τα βενετικά στρατεύματα, οι 68 εκπρόσωποι των κατοίκων της πόλης, με επικεφαλής τον επίσκοπο Σίλβε­στρο, προσέγγισαν τον γενικό καπιτάνο της θάλασσας Francesco Morosini και του ενεχείρισαν υπόμνημα με τα αιτήματά τους (capitoli) για τη σύσταση αστικής κοινότητας. Με απόφαση του Morosini, της 4ης Απριλίου 1687, τα αιτήματα εγκρίθηκαν κι έτσι ιδρύθηκε η κοινότητα της Ρωμανίας (comunità di Romania), ως θεσμικά αναγνωρισμένη πολιτική συσσωμάτωση των κατοίκων και καθορίσθηκαν σε καταστατική πράξη οι κύριοι όροι και οι κανόνες λειτουργίας της.

Η ιδρυτική απόφαση της κοινότητας περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, δια­τάξεις που αφορούσαν στη σύσταση των υπηρεσιακών μονάδων της, όπως του Υγειονομείου (ufficio di sanità) και της Σιταποθήκης της πόλης (fontico). Στις διατάξεις αυτές αναφέρεται ότι η κοινότητα έπρεπε να προχωρήσει στην ίδρυση Σιταποθήκης χρησιμοποιώντας μέρος του κεφαλαίου της κοινοτικής περιουσίας προς όφελος των απόρων και ενδεών κατοίκων, για τη διασφάλιση της δημόσιας ηρεμίας και σταθερότητας, ακολουθώντας mutatis mutandis σε κανονιστικό επίπεδο την εμπειρία της Κέρκυρας.

Γενικά, κατά την οργάνωση της Πελοποννήσου οι Βενετοί ακολούθησαν ως πρότυπο, τηρουμένων των αναλογιών, τη διοίκηση της Κρήτης και των ιόνιων νησιών. Αυτό φάνηκε, επίσης, από την οργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών (camere fiscali) και από τις προσπάθειες σύνταξης εγχώριας νομοθεσίας (statuto και leggi municipali). Την ίδρυση σιταποθηκών ενέκρινε ο Morosini και στις αστικές κοινότητες Κορώνης, Μεθώνης και Ναβαρίνου, ενώ οι διάδοχοί του ενέκριναν αντίστοιχα αιτήματα στα Καλάβρυτα, τον Μυ­στρά, την Τριπολιτσά και την Καρύταινα.

Για να αναλάβει κάποιος τα καθήκοντα του σιτοφύλακα (fonticaro) του Ναυ­πλίου – σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Morosini – όφειλε πρώτα να παρουσιάσει εγγυήσεις χρηστής διαχείρισης (pieggiarie) και να εκλεγεί σε συνεδρίαση της κοινότητας με αυξημένη απαρτία ¾ των μελών της. Όπως και για τις υπόλοιπες υπηρεσίες της κοινότητας, έτσι και για τον πολίτη που θα εκλεγόταν στη θέση του υπαλλήλου της Σιταποθήκης, οριζόταν θητεία ενός έτους, την οποία ακλουθούσε ισάριθμος χρόνος αποχής από το λειτούργημα για τη διενέργεια λογι­στικού ελέγχου (contumacia). Εκτός από τον διορισμό σιτοφύλακα, η απόφαση του Morosini έδινε στην κοινότητα τη δυνατότητα να διορίζει δύο αρτοποιούς (fornari), οι οποίοι θα προμηθεύονταν ως πρώτη ύλη για την παρασκευή άρτου σιτάρι αποκλειστικά από την αποθήκη της κοινότητας στην οποία υπάγονταν.

Το ίδιο έτος η Σύγκλητος της Βενετίας ανέθεσε στο τριμελές όργανο των συνδίκων καταστιχωτών του Βασιλείου του Μορέως την οικονομική και διοικητική αναδιοργάνωση της Πελοποννήσου. Οι τρεις καταστιχωτές, Domenico Gritti, Marino Michiel και Gerolamo Renier, επιφορτίστηκαν με το να καταγράψουν τα εγκαταλελειμμένα από τους Τούρκους ακίνητα της κτήσης και να προτείνουν τα κατάλληλα για δημόσια και κοινωφελή χρήση κτήρια, ώστε να μετατραπούν σε σιταποθήκες, αποθήκες προμηθειών πυρομαχικών και τροφίμων κ.ά. Ο καταστιχωτής Gritti, στην τελική Έκθεσή του προς το Κολλέγιο της Βενετίας (τον Ιανουάριο 1692) πρότεινε αόριστα την ίδρυση σιταποθηκών στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα στις πιο γόνιμες περιοχές, όπου οι χωρικοί θα διευκολύνονταν να πωλούν μέρος της παραγωγής τους. Ωστόσο, τόσο ο Gritti όσο και ο έτερος καταστιχωτής Michiel δεν έκαναν καμία μνεία στις Εκθέσεις τους για ίδρυση σιταποθηκών στα αστικά κέντρα.

Τον Μάιο του 1693 ο έκτακτος προνοητής του Μοριά Alessandro Bon, έχοντας κληθεί για να αντιμετωπίσει την κρίση σιτοδείας που επί δύο μήνες έπληττε τη Μεσσηνία, παρατήρησε ότι, ενώ ο Morosini είχε αποφασίσει την ίδρυση Σιταποθήκης στην Κορώνη μια επταετία νωρίτερα – το 1686 –, η από­φασή του αυτή δεν είχε υλοποιηθεί, με αποτέλεσμα την ανεπάρκεια σιτηρών και την εμφάνιση του λιμού. Αφού οι βάσιμες αιτιάσεις περί διασπάθισης των κονδυλίων που είχαν διατεθεί, καταλάγιασαν με την περάτωση της κατασκευής της Σιταποθήκης, εξασφαλίστηκε η ορθή διαχείρισή της, εφόσον τέ­θηκε υπό την κοινή εποπτεία του έκτακτου προνοητή Pietro Duodo και του τοπικού προνοητή Κορώνης Giovanni Michele Pizzamano.

Με αυτή την αφορμή ο Michiel ασχολήθηκε με τον εξορθολογισμό των διατάξεων που αφορούσαν εν γένει στις σιταποθήκες της Πελοποννήσου. Στις 23 Ιανουαρίου 1695 ο γενικός προνοητής εξέδωσε εγκύκλιο διαταγή με την οποία τροποποιούσε και συμπλήρωνε τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούσαν στις κοινοτικές σιταποθήκες του Μοριά: καθόριζε τις καθ’ ύλην αρμοδιότητες των σιτοφυλάκων και τις υποχρεώσεις τους για τη διαχείριση των σιτηρών· ανέθετε την εποπτεία και επιστασία των σιταποθηκών σε επιτροπές που αποτελούνταν από τους συνδίκους των κοινοτήτων και τους τοπικούς προνοητές· τέ­λος, ρύθμιζε τη διαδικασία για τη διανομή του σίτου στους ενδιαφερόμενους.

Επειδή οι σιταποθήκες ήταν υπηρεσιακές μονάδες που υπάγονταν στις κατά τόπους αστικές κοινότητες, ο ρόλος των συνδίκων και των κοινοτικών συμβουλίων ήταν καταλυτικός. Ο πρεσβύτερος σύνδικος είχε ex officio αρμοδιότητα επί του ταμείου της Σιταποθήκης και συνεπικουρείτο από τον δεύτερο σε ηλικία σύνδικο. Το Συμβούλιο θα εξέλεγε τους σιτοφύλακες εκ των μελών του. Τόσο όμως οι κοινότητες όσο και οι υπηρεσίες τους εποπτεύονταν από τις βενετικές αρχές, δηλαδή από τους τοπικούς προνοητές των διαμερισμάτων ή των επαρχιών και, σε ανώτερο επίπεδο, από τον γενικό προνοητή του Μοριά.

Ο Michiel συμπλήρωσε τις διατάξεις του Morosini περί εκλογής σιτοφυ­λάκων, τα σχετικά με τον χρόνο της θητείας τους και την απαραίτητη καταβο­λή εγγυήσεων, μείωσε όμως τον αριθμό των δημόσιων αρτοποιών από δύο σε έναν. Ο σιτοφύλακας θα έπρεπε να εκλέγεται αυστηρά για ένα ημερολογιακό έτος, μετά από το οποίο θα απείχε από άλλα λειτουργήματα για ισάριθμο χρόνο. Τέσσερις μήνες προτού λήξει η θητεία του, η κοινότητα θα εξέλεγε τον διάδοχό του. Συνεπώς, με το νέο σύστημα που εισήγαγε ο Michiel, ένας σιτοφύλακας θα συνέπιπτε με τον προκάτοχό του κατά το πρώτο τρίτο της θητείας του, κατά το δεύτερο τρίτο θα υπηρετούσε στη Σιταποθήκη μόνος του και, κατά το τελευταίο τρίτο, θα συνυπηρετούσε με τον διάδοχό του. Το διά­στημα αυτό, κατά το οποίο συνέπιπτε η θητεία δύο σιτοφυλάκων, θα γινόταν ο λογιστικός έλεγχος (δηλαδή το κλείσιμο ταμείου και η εξόφληση των λογα­ριασμών), ώστε να ακολουθήσει έπειτα η διαδικασία παράδοσης-παραλαβής της υπηρεσίας. Το πρόσωπο που θα επέλεγε το Συμβούλιο, δεν μπορούσε να αρνηθεί να αναλάβει τη θέση του σιτοφύλακα, ειδάλλως θα επιβαρυνόταν με πρόστιμο 500 ρεαλίων υπέρ της Σιταποθήκης και με αναστολή της ιδιότη­τας του μέλους του Συμβουλίου για την επόμενη δεκαετία. Ο fonticaro και ο σύνδικος-ταμίας της κοινότητας, εφόσον εμπλέκονταν στη διαχείριση του κεφαλαίου της Σιταποθήκης, υποχρεούνταν να προκαταβάλουν ένα ποσό ως εγγύηση, το οποίο θα οριζόταν από τον προνοητή…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Η υπηρεσία της δημόσιας σιταποθήκης στο Βενετικό Ναύπλιο (τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.)

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Λόγιοι και Χρονογράφοι [κατά την πρώτη Βενετοκρατία στο Ναύπλιο] – Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Η πραγμάτευση των θεμάτων της ανακοίνωσής μου προϋποθέτει την αναζήτηση και τον εντοπισμό εστιών γραμματισμού, εκπαίδευσης και τελικά παιδείας στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή του κατά τα 150 χρόνια της πρώτης βενετοκρατίας (1389-1540), εκ των οποίων τα περισσότερα συμπίπτουν με τον δυστυχή για τον ελληνισμό πρώτο αιώνα μετά την Άλωση, και μάλιστα με το δεύτερο μισό του, όταν εκλείπει, χωρίς διαδοχή, η γενιά των δασκάλων που υπήρχαν κατά την Άλωση. Βέβαια η συνηθισμένη μορφή εκπαίδευσης και από τη βυζαντινή εποχή δεν ήταν η φοίτηση σε σχολείο αλλά η μαθητεία, ατομική ή συλλογική κοντά σε δάσκαλο, συνήθως κληρικό, με κάποιας μορφής σύμβαση μαθητείας ή διά λόγου συμφωνίας. Οι δάσκαλοι όμως ήταν δυσεύρετοι και περιζήτητοι, και ο τρόπος πληρωμής τους δύσκολος και εξ αιτίας της φτώχιας αλλά και της μη εκχρηματισμένης οικονομίας.

Προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, η παρουσία στη Μονεμβασιά του λογίου, ενωτικού μητροπολίτη Αρσένιου Αποστόλη (1468/1469-1535) συντηρούσε μια παιδευτική εστία στην οποία από το 1524 ως το 1531 μαθήτευσαν οι μετέπειτα γνωστοί λόγιοι Γεώργιος Κορίνθιος, Φραγκίσκος Πόρ­τος, Γεώργιος Βάλσαμος, Ιωάννης Ζυγομαλάς και άλλοι. Την ίδια περίοδο, όπως έγραψε ο Ιωάννης Ζυγομαλάς στον Βίο του δασκάλου του Σταυρακίου Μαλαξού, λειτουργούσε στο Ναύπλιο [1522-1524] σχολείο στο οποίο ήταν δάσκαλος, που δεν κατονομάζεται, αλλά πρέπει μάλλον να ταυτιστεί με τον μετέπειτα μέγα ρήτορα του Πατριαρχείου Αντώνιο Καρ(α)μαλίκη. Ψυχή του σχολείου ήταν ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου Σταυράκιος Μαλαξός, ενώ μαθητές και διάδοχοί του ήταν οι συνομήλικοι εξάδελφοι Νικόλαος Σταυρακίου Μα­λαξός και Ιωάννης Ζυγομαλάς.

Αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανά, σε συνδυασμό με τη θρησκευτική πολιτική της Βενετίας, που άφηνε περιθώρια στο ηγετικό σχήμα της ορθόδοξης Εκκλησίας (σκευοφύλαξ, δευτερεύων, πρωτοπαπάς) να καθοδηγεί τα πράγματα της ορθόδοξης κοινότητας, για να δημιουργήσουν μια προοπτική ξεχωριστής σταδιοδρομίας για όσους πρόκοβαν στα γράμματα, πέραν του αλφαβητισμού. Όσο και αν είναι λίγα, υπάρχουν παραδείγματα για εκείνους που είχαν έφεση για γράμματα και οι οικογένειές τους μπορούσαν να τους στηρίξουν οικονομικά βρίσκοντας καλούς δασκάλους στην καθ’ ημάς Ανατολή και στην Ευρώπη για τις σπουδές τους, οι οποίες τους εξασφάλιζαν, στις πιο πολλές περιπτώσεις, αντίστοιχες ευκαιρίες, θέσεις και αξιώματα. Οι Έλληνες που ζούσαν στη βενετική συνάφεια των κτήσεων της Ανατολής και της μητρόπολης Βενετίας είχαν ευκολότερες προσβάσεις στις εστίες παιδείας μεσαίου και ανώτερου επιπέδου, και ύστερα στις θέσεις σταδιοδρομίας και ανάδειξης, χωρίς να αποκλείονται και αντίστοιχες θέσεις στον τουρκοκρατού­μενο χώρο (Εκκλησία, κοινότητες, σχολεία, οθωμανική διοίκηση) αλλά και εκείνες που δημιουργούσαν οι συγκυρίες και οι ιστορικές ροπές.

Ύστερα από τη διατύπωση αυτών των παραδοχών μπορούμε να εξετάσουμε μερικά παραδείγματα διαμόρφωσης και δράσης λογίων και λογιοσύνης κατά την πρώτη βενετοκρατία στο Ναύπλιο και να παρακολουθήσουμε τη συμμετοχή τους – κάποτε και πρωτοποριακή ‒ στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπισε η ελληνική εθνότητα πριν και κυρίως μετά την άλωση του Ναυ­πλίου από τους Τούρκους (21 Νοεμβρίου 1540).

[…] Οι Ζυγομαλάδες. Αργείτικη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο το 1397 μετά την κατάκτηση και τον εξανδραποδισμό του Άργους από τους Τούρκους.

Ο Ιωάννης Ευσταθίου Ζυγομαλάς γεννήθηκε στο Ναύπλιο στο τέλος του 15ου αι., μάλλον το 1498, και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1585. Με τη σύζυγό του Γρατσιόζα (†1574) απόκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Θεοδόσιο (Ναύπλιο 1544 – Κωνσταντινούπολη 1607[;]), τον Σταμάτη Ευστάθιο, που έζησε στην Αγχίαλο και στην Κωνσταντινούπολη (†1583), την Άννα, σύζυγο του Μιχαήλ Παυλιώτη, που έζησε στο Ναύπλιο, και τη Μαρία, σύζυγο του ράφτη Αδάμη στην Κωνσταντινούπολη. Για τις σπουδές του Ιωάννη ισχύουν όσα σημειώσαμε για τον συνομήλικό του Νικόλαο Μαλαξό, με την προσθήκη ότι ο Ιωάννης σπούδασε και στη Μονεμβασιά και στην Πάδοβα. Νοτάριος Ναυπλίου και δάσκαλος. Γι’ αυτή την περίοδο ιδιαίτερα σημαντικό είναι το έργο του Βίος… Σταυρακίου Μαλαξού.

Παρέμεινε στο Ναύπλιο και μετά την πτώση του. Το 1546-1547 τον βρίσκουμε στη Βενετία διερμηνέα και γραμματέα του μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, έξαρχου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Ελληνική Αδελφότητα της Βενετίας και στις βενετικές αρχές. Ο Μητροφάνης ταξίδεψε και στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον πάπα και έμεινε στην Ιταλία ως τον Οκτώβριο του 1549. Ο Ι. Ζυγομαλάς δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γύρισε στο Ναύπλιο, όπου τον βρίσκουμε τον Σεπτέμβριο του 1549.19

Ύστερα από διάφορα ατελέσφορα σχέδια βιοτικής αποκατάστασης καλείται το 1549 στην Αδριανούπολη ως διδάσκαλος από τον μητροπολίτη Ιωά­σαφ, ο οποίος, όταν ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο το 1556, κάλεσε τον Ιωάννη να διδάξει στο πατριαρχικό σχολείο, πρόδρομο της Μεγάλης του Γέ­νους Σχολής, όπου δίδασκε ως τον θάνατό του διαλεκτική, ηθική και ρήτορες, όπως φαίνεται και από την εργογραφία του: Επιτομή της καθ’ Έλληνας Γραμματικής. Επιτομή διαλεκτικής, ρητορικής και ηθικής κατά μετάφρασιν εκ της λατινικής κατά πατριαρχικήν αξίωσιν. Σημειώσεις εις τον Δημοσθένην. Στο Πατριαρχείο τιμήθηκε με τα αξιώματα του ρήτορα, του γραμματέα και μεγάλου ερμηνευτή των Γραφών.

Ο γιος του Θεοδόσιος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη από το Ναύπλιο μάλλον το 1555 σε ηλικία 11 ετών. Ο ίδιος είχε παράπονο για τις ανολοκλήρωτες σπουδές του, ιδιαίτερα στα λατινικά, τις οποίες προσπάθησε να αναπληρώσει με τη μελέτη των πατέρων της Εκκλησίας και των ιερών γραμμάτων. Το Πατριαρχείο τον ανέδειξε νοτάριο, αργότερα πρωτονοτάριο και τέλος δικαιοφύλακα, και του παραχώρησε την εξαρχία της Τριπολιτσάς, την οποία και διαχειρίστηκε με την επιτροπεία του μητροπολίτη Ναυπλίου και Άργους Διο­νυσίου, και καρπωνόταν τα εισοδήματά της.

Μαρτίνος Κρούσιος (Martinus Crusius 1526-1607). Γερμανός φιλόλογος και θεολόγος, ελληνιστής και φιλέλληνας. Έργο του ζωγράφου Anton Ramsler (1560-1607).

Οι Ζυγομαλάδες βρέθηκαν στο κέντρο των προσπαθειών των Μεταρρυθμιστών της Γερμανίας, των Λουθηρανών, να οικοδομήσουν σχέσεις και, αν ήταν δυνατό, να φθάσουν στην ένωση με την ορθόδοξη Εκκλησία, με κύριο συντελεστή τον πάστορα της γερμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Stephan Gerlach και πρωτοπόρο τον καθηγητή των ελληνικών και των λατινικών γραμμάτων στην Τυβίγγη Μαρτίνο Κρούσιο (1524-1605). Ο Gerlach επέλεξε τον Θεοδόσιο ως σύνδεσμό του με τον πατριάρχη και συνέδεσε τους Ζυγομαλάδες με τον Κρούσιο. Ο Ιωάννης στάλθηκε το 1576-1577 πρεσβευ­τής του πατριάρχη Ιερεμία στον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Οι Ζυ­γομαλάδες διευκόλυναν τις επαφές και διαμόρφωναν τα αποκριτικά κείμενα, τα οποία συνέτασσαν ο πατριάρχης και οι θεολογικοί του σύμβουλοι.

Οι Ζυγομαλάδες έγιναν βοηθοί πολύτιμοι και στις επιστημονικές αναζητήσεις του Κρούσιου συγκεντρώνοντας πληροφορίες για την ορθόδοξη Ανατολή και συντάσσοντας ή μεταγλωττίζοντας σχετικά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στην Τουρκογραίκια. Ο Θεοδόσιος ερανίστηκε χάριν του Κρούσιου και της Τουρκογραίκιας το 1578 την Ιστορία Πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως από του 1391 μέχρι του 1578, η οποία στηρίζεται στο Χρονικό του 1570 με ελάχι­στες προσθήκες και μεταγραφή στο αρχαϊκότερο. Άλλα κείμενά του δημοσιευ­μένα στην Τουρκογραίκια είναι το Περί των πολιορκιών και της παρά των Οθω­μανών αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της τωρεσινής καταστάσεως της Ελλάδος, ο Παραινετικός προς τους νέους, οι Θεματοεπιστολαί και οι Επιστολαί. Σημαντική και πρωτότυπη είναι η συγγραφή του, η στηριγμένη στο υλικό που συγκέντρωσε, κατά παράκληση του Gerlach, το 1576-1577, κατά την περιο­δεία του, με πατριαρχική εντολή, στο Αιγαίο και στα μικρασιατικά παράλια.

Ένα άλλο κεφάλαιο των σχέσεων των Ζυγομαλάδων με τους Γερμανούς είναι η προμήθεια ελληνικών χειρογράφων και σύγχρονων αντιγράφων, κάποτε και σε τιμές που θεωρήθηκαν από τους πελάτες τους υπερβολικές και αμαύρωσαν την εικόνα τους με την κατηγορία της φιλοχρηματίας.

Η προμήθεια χειρογράφων, πρωτοτύπων ή αντιγράφων, στους Ευρωπαίους είχε για τους Έλληνες της καθ’ ημάς Ανατολής αλλά και της διασποράς πολλα­πλό ενδιαφέρον. Πέραν του αυταπόδεικτου και εμφανούς οικονομικού συμφέροντος φαίνεται να προκαλούσε και μια αίσθηση δικαίωσης αυτή η λεόντειος πολιτισμική συναλλαγή για τους Έλληνες, καθώς την εκλάμβαναν ως συμμε­τοχή, έστω και μη ισότιμη, στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ουμανιστικής παι­δείας, η οποία στηριζόταν και στην ελληνική παιδεία, και τους έδινε το θάρρος να απευθύνουν, τότε και αργότερα, εκκλήσεις στους ισχυρούς της Ευρώπης για μια σταυροφορία απελευθερωτική χάριν των απογόνων των Ελλήνων σοφών.

Οι προσπάθειες των Ναυπλιωτών Μαλαξών στη Βενετία και τις κτήσεις της στην Ανατολή, και εντός του διαμορφωμένου κοσμοειδώλου της που ασπάζονται, φαίνεται να πορεύονται παράλληλα αλλά όχι χωρίς διαφορές και περιορισμούς με εκείνες των Αργείων Ζυγομαλάδων, που είναι ραγιάδες στους Τούρκους αλλά και αξιωματούχοι στο Πατριαρχείο, και επομένως προστατευμένοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κατά τη συγκυρία από τις αυθαιρεσίες του κατακτητή: ζουν και υπηρετούν την πατριαρχική γραφειοκρατία και τους ποικίλους και συνεχείς συμβιβασμούς που επιβάλλει, με τις «εθναρχι­κές» αποστολές και τις διεκκλησιαστικές σχέσεις και συμμαχίες με ορθόδο­ξους και ετερόδοξους. Ως πνευματικοί εργάτες του βενετοκρατούμενου και του τουρκοκρατούμενου χώρου αξιοποιούν μια παραδοσιακή βαθύριζη ελληνολατινική παιδεία, για να ανταποκρίνονται στις ζητήσεις της ευρωπαϊκής παιδείας αλλά και τις ανάγκες της εκπαίδευσης του Γένους τους: παραγωγή αντιγράφων χειρογράφων για τις ευρωπαϊκές Βιβλιοθήκες και απαντήσεις στις απορίες και τις ανάγκες ευρύτερης ενημέρωσης των ξένων περιηγητών και λογίων, αλλά και συναγωγή τεκμηρίων για τη μελέτη διάφορων θεμάτων του ελληνικού χώρου, και από την άλλη συγγραφή βιβλίων για τη θύραθεν και τη θρησκευτική παιδεία, τον εγγραμματισμό και την ορθόδοξη λατρεία…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Λόγιοι και Χρονογράφοι

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Κεραμική ιταλικών εργαστηριών στο Βενετοκρατούμενο ΝαύπλιοΑναστασία Βασιλείου, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Το Ναύπλιον ή Ἀνάπλιον των Βυζαντινών, η Napoli di Romania των Βενετών, κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους, ωστόσο έμελλε να εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο της Πελοποννήσου στις δύο «βενετοκρατίες» του ως μια από τις βασικές κτήσεις του Stato da Mar.  Ο κύριος οικιστικός του πυρήνας μέχρι τα τέλη του 15ου αι. εντοπίζεται στο κάστρο της Ακροναυπλίας, το οποίο από την περίοδο της φραγκοκρατίας χωριζόταν μέσω ενός εγκάρσιου τείχους (διατειχίσματος) στο «φράγκικο» (Castello dei Franchi) και στο «ρωμέικο» Κάστρο (Castello dei Greci), ενώ από το τελευταίο τέταρτο του 15ου αι. η κατοίκηση επεκτάθηκε βορείως του Κάστρου, με τη δημιουργία της κάτω πόλης (Εικ. 1).

 

Εικ.1. Τοπογραφικό της πόλης του Ναυπλίου με τις θέσεις των ανασκαφικών ερευνών (χάρτης: Ε. Οικονομοπούλου / επεξεργασία δεδομένων: Α. Βασιλείου).

 

Μέχρι πρόσφατα το ενδιαφέρον της αρχαιολογικής έρευνας για το μεσαιωνικό Ναύπλιο είχε επικεντρωθεί στις οχυρώσεις του. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αξιοποιείται και η μαρτυρία των υλικών καταλοίπων των ανασκαφικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί στην πόλη. Κομβικό ρόλο στην έρευνα αυτή έχει η μονογραφία της διδάκτορος αρχαιολόγου Αναστασίας Γιαγκάκη για την εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» της Ακροναυπλίας (11ος-17ος αι.).

Στο παρόν άρθρο η έμφαση θα δοθεί σε μια πρώτη παρουσίαση αδημοσίευτης ιταλικής κεραμικής που βρέθηκε στις ανασκαφές του 1971 και του 2011-20148 στο κάστρο της Ακροναυπλίας καθώς και σε ανασκαφές της 5ης και 25ης ΕΒΑ στην κάτω πόλη (Εικ. 1).

Ιταλική κεραμική εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Ναύπλιο στην περίοδο της φραγκοκρατίας, κυρίως από τα μέσα του 13ου αι. και εξής. Αυτό παρατηρείται ευρύτερα στα σταυροφορικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά τον διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και σε περιοχές πλησίον της Αδριατικής, και συνδέεται – εκτός των άλλων – με την ανάπτυξη ενός νέου προϊόντος, της ιταλικής μαγιόλικα. Κύριο γνώρισμά της ήταν η κάλυψή της με κασσιτερούχο εφυάλωση, στοιχείο που της προσέδιδε ένα λευκό, αδιαφα­νές χρώμα, καθιστώντας την επιφάνειά της ιδανικό υπόβαθρο για τη γραπτή της διακόσμηση.

 

Εικ. 2. – Εικ. 3.

 

Τα πρώτα δείγματα ιταλικής μαγιόλικα, που έχουν βρεθεί στο Ναύπλιο, προέρχονται είτε από τη νότια Ιταλία (κυρίως Απουλία) με τη λεγόμενη πρω­τομαγιόλικα (protomaiolica), είτε από την κεντρική και βόρεια Ιταλία με τη λεγόμενη αρχαϊκή μαγιόλικα (maiolica arcaica) (Εικ. 2). Ωστόσο, πιο αντιπροσωπευτική παρουσιάζεται η πολύχρωμη εφυαλωμένη (invetriata policroma ή RMR) της νότιας Ιταλίας (Εικ. 3), ενώ στον αντίποδα βρίσκεται η κεραμική τύπου Veneto, με λιγοστά δείγματα…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Κεραμική ιταλικών εργαστηριών στο Βενετοκρατούμενο Ναύπλιο

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

 

Read Full Post »

Το territorio του Ναυπλίου: Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.) – Αγγελική Πανοπούλου, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Ύστερα από μακροχρόνια οθωμανική κατοχή, η Πελοπόννησος καταλήφθηκε από τους Βενετούς με τρεις διαδοχικές εκστρατείες του αρχιστράτηγου Francesco Morosini για διάστημα περίπου 30 ετών. Παρότι βραχύχρονη, πρόκειται για σημαντική εποχή, καθώς οι Βενετοί προσπάθησαν να οργανώσουν τη διοίκηση, να αυξήσουν τους οικονομικούς δείκτες, να ανασυγκροτήσουν τους ήδη υπάρχοντες κοινωνικούς θεσμούς και να εισαγάγουν νέους. Η νέα διακυβέρνηση υπαγορεύτηκε από τα πολιτικoοικονομικά αιτήματα της Βενετίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ενώ εμφανής ήταν ο ρόλος του οθωμανικού παρελθόντος. Το Regno di Morea, λίγο χρονικό διάστημα μετά την κατάλη­ψή του, διαιρέθηκε σε τέσσερις διοικητικές περιφέρειες (provincie): της Ρω­μανίας (Romania), της Μεσσηνίας (Messenia), της Αχαΐας (Achaia) και της Λακωνίας (Laconia). Τις διοικητικές περιφέρειες συγκροτούσαν μικρότερες διοικητικές ενότητες, τα διαμερίσματα (territorii), που σε ολόκληρη την Πελοπόννησο έφθαναν τα 24. Η διοικητική περιφέρεια της Ρωμανίας, ειδικότε­ρα, είχε διαιρεθεί σε πέντε διαμερίσματα (territorii): του Ναυπλίου (Napoli di Romania), της Κορίνθου (Corinto), της Τρίπολης (Tripolizza), του Άργους (Argos) και του Αγίου Πέτρου της Τσακωνιάς (San Pietro di Zacugna).

Εκτός από τα παραπάνω διαμερίσματα, η επαρχία της Ρωμανίας περιλάμβανε δύο υποδιαιρέσεις (giurisdizioni): του Θερμησίου (σημ. Ερμιονίδα) και του Πόρου (εκτεινόταν στον παράκτιο χώρο μεταξύ Σοφικού και ακρωτήριου Σκύλαιου, περιλαμβάνοντας και τα Μέθανα).

 

Οι ανεμόμυλοι του Ναυπλίου: J. Peeters, Description…, ca. 1690 (Αφροδίτη Κούρια, Το Ναύπλιο των περιηγητών / The Nauplion of the Foreign Travellers, Εμπο¬ρική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., Αθήνα 2007, σ. 60, αρ. 27).

 

Χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι ανάλογος διαχωρισμός δεν υφίστατο σε άλλα διαμερίσματα της Πελοποννήσου. Η υποδιαίρεση του Πόρου (Porto Porro ή Cato Nacagé) ήταν εξαρτημένη από το διαμέρισμα της Κορίνθου, ενώ εκείνη του Θερμησίου (Τermis) ανήκε στο υπό μελέτη διαμέρισμα του Ναυπλίου. Έχει ήδη καταδειχθεί ότι η συγκεκριμένη διοικητική κατάτμηση της αργολικής χερσονήσου αντέγραφε την προηγηθείσα οθωμανική διαίρεση, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ονομασία της υποδιαίρεσης του Πόρου ως Cato Nacagé στα βενετικά έγ­γραφα. Μια δεύτερη ασάφεια παρατηρείται ανάμεσα στα διαμερίσματα του Άργους και του Ναυπλίου, καθώς κατά την απογραφή του 1700 τα χωριά που βρίσκονταν στην περιοχή απέναντι από το Ναύπλιο, στο Κιβέρι, είχαν ενταχθεί στο διαμέρισμα του Ναυπλίου, ενώ στο κτηματολόγιο του Άργους του 1700 και σε απογραφή του 1704 καταγράφονται σε εκείνο του Άργους, συνιστώντας εξαίρεση στην εδαφική συνέχεια που είχαν καθιερώσει οι Βενε­τοί στη διοικητική οργάνωση. Είναι γνωστό ότι το τμήμα αυτό του Κιβερίου (σημ. Μύλοι) αποτελούσε εξάρτημα του Ναυπλίου την εποχή της πρώτης βε­νετοκρατίας και θα δεχθούμε με ασφάλεια και την ερμηνεία του Β. Πανα­γιωτόπουλου ότι στην πλούσια σε πηγές περιοχή υπήρχε σημαντικός αριθμός αλευρόμυλων, απαραίτητων για τον επισιτισμό του Ναυπλίου, καθώς και τη διαπίστωσή του ότι η θάλασσα στην περίπτωση αυτή μάλλον ένωνε τις δύο πλευρές του κόλπου παρά τις χώριζε.

Εάν η διοικητική οριοθέτηση του τεριτορίου του Ναυπλίου ήταν το αποτέλεσμα των γεωγραφικών καταναγκασμών, των ιστορικών πραγματικοτήτων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από τον 13ο αι. και ύστερα, και των οικονομικών δεδομένων, οι κλιματικές συνθήκες και η γεωμορφολογία του δεν υπόκεινται σε αυστηρές περιοδολογήσεις. Όμως επιδρούσαν καθοριστικά στους δείκτες της αγροτικής παραγωγής και περισσότερο στους τρόπους εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου τής εν λόγω περιοχής. Οι Βενετοί από την αρχή της κατάκτησης διέκριναν την αγροτική-κτηνοτροφική μορφή της οικονομίας του τόπου και σχεδίαζαν την πολιτική τους με κριτήριο την εξασφάλιση αφε­νός της επάρκειας και αφετέρου της τόνωσης του εξωτερικού τους εμπορίου. Επεδίωξαν έτσι συστηματικά την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την εντατικότερη εκμετάλλευση κάθε πλουτοπαραγωγικού πόρου.

Τα φυσικογεωγραφικά χαρακτηριστικά έκαναν το κλίμα του τεριτορίου ήπιο, εύκρατο και γλυκό, και στο εσωτερικό του ψυχρό. Αν και δεν εντοπίστηκαν μαρτυρίες, από τα εδαφικά και άλλα χαρακτηριστικά συνάγεται ότι στο νοτιοανατολικό τμήμα του τεριτορίου ήταν ξηρότερο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Πελοπόννησο. O Marin Michiel στην Έκθεση που συνέταξε το 1689 ως γενικός προνοητής, ύστερα από την περιήγησή του σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, με τίτλο «Descrizione delle strade, fiumi, siti et altro del Regno di Morea da me veduti e transitati», έγραφε ότι ο αέρας του Ναυπλίου ήταν ανθυγιεινός το καλοκαίρι εξαιτίας του έλους που περιέβαλλε το λιμάνι και επειδή βρισκόταν κάτω από το φρούριο, το οποίο δεν άφηνε την ελεύθερη διέλευση του αέρα. Την ίδια γνώμη είχε και ο γιατρός Αlessandro Pini, ο οποίος σχολιάζοντας το 1703 στην «Περιγραφή» του το κλίμα ορισμένων πόλεων σημείωνε ότι στο Ναύπλιο η σύσταση της ατμόσφαιρας ήταν ανθυγιεινή, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται συχνά ασθένειες, έχοντας πιθανόν στο μυαλό του τον λοιμό που ενέσκηψε στη διάρκεια του πολέμου.

Για τις κλιματολο­γικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή της Ερμιονίδας, ειδικότερα, καλή πηγή αποτελούν οι επιστολές των υπεύθυνων των αλυκών του Θερ­μησίου. Όπως αναφέρεται στα συγκεκριμένα έγγραφα, σφοδρή κακοκαιρία σημειώθηκε το φθινόπωρο του 1699, κυρίως κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, dal principio di questa luna, που έβρεχε επί 12 ημέρες συνέχεια και έπνεαν δυνατοί άνεμοι da sirocco. Σφοδροί άνεμοι φυσούσαν και στα τέλη του Ιουνίου του επόμενου έτους. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ακραία καιρικά φαινόμενα παρατηρήθηκαν το 1705, όταν τον Ιούλιο, εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας, καταστράφηκε η παραγωγή στα χωριά των τεριτορίων Ναυπλίου και Άργους, όπως περιέγραφαν οι κάτοικοι: τη ζημία ἀπου εσταθη της παρον χρονεας απο την αβροχηὰ. Στο δεύτερο, μάλιστα, η ξηρασία συνοδεύτηκε και από την επιδρομή ακρίδων (cavalete). Την ανομβρία ακλούθησαν πολλές βροχές το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, διάρκειας τριών ημερών και δύο νυχτών, που είχαν ως αποτέλεσμα την υπερχείλιση των χειμάρρων πέρα από το σύνηθες και την παράσυρση κάθε είδους ζώων στη θάλασσα…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Το territorio του Ναυπλίου – Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.)

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Τα ξενικά κόμματα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τον Κριμαϊκό πόλεμο. Από την ακμή στην εξαφάνιση – Τηλέμαχος Καλομοίρης, Φιλόλογος (Δρ) – Νομικός ΑΠΘ// Εκπαιδευτικός


Σκοπός της εισήγησης είναι η ανάδειξη του ρόλου των λεγόμενων ξενικών κομμάτων στην πολιτική ιστορία του ελληνικού κράτους, από την ίδρυσή του μέχρι τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την παρακμή τους. Θα αναφερθούν ακροθιγώς οι σημαντικότεροι σταθμοί της εξέλιξης των κομμάτων. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 επιδιώχθηκε η εγκαθίδρυση  ενός κράτους δυτικού τύπου. Κατά την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησης του Όθωνα, το πολιτικό σύστημα βασιζόταν στη βασιλική απολυταρχία. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 αρχίζει η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας. Μετά από τον Κριμαϊκό πόλεμο τα ξενικά κόμματα έχασαν την λαϊκή τους επιρροή και παρήκμασαν.

  1. Οι πολιτικές παρατάξεις κατά την περίοδο πριν την ανεξαρτησία

Για την κατανόηση της λειτουργίας των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, κατά την περίοδο πριν την ανεξαρτησία, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν τα συστήματα σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων των υπόδουλων Ελλήνων. Κυρίαρχο σύστημα, που καθόριζε τη δομή των παραπάνω σχέσεων, μπορεί να θεωρηθεί αυτό της «προστασίας». Τη βάση ολόκληρου του συστήματος αποτελούσε η οικογένεια, στην οποία περιλαμβάνονταν οι επιγαμίες, οι υιοθεσίες, οι κουμπαριές και οι «αδελφοποιτοί» [1]. Μία οικογένεια μπορούσε να αναζητήσει την «προστασία» μίας πιο ισχυρής και πλούσιας οικογένειας. Αυτή η εξάρτηση της μίας οικογένειας από την άλλη δημιουργούσε ενώσεις, τις «φατρίες». Η «φατρία» είχε τοπικό χαρακτήρα κατά την προεπαναστατική περίοδο και δεν διεπόταν από κάποιο ιδεολογικό χαρακτήρα ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως κόμμα, με τη σημερινή έννοια του όρου.

  1. Η δημιουργία του καποδιστριακού κόμματος

Νεανικό πορτρέτο του Ιωάννη Καποδίστρια, Ελαιογραφία Αγνώστου, Μητροπολιτικό Μέγαρο Κέρκυρας.

Τον Ιανουάριο του 1828, έφτασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Καποδίστριας επιδίωξε να συνενώσει κάποιες από τις «φατρίες», για να δημιουργήσει έναν δικό του κομματικό μηχανισμό, χρησιμοποιώντας την κρατική μηχανή. Το κόμμα ονομαζόταν συνήθως «κυβερνητικό» ή των «Ναπαίων» (πιθανόν πήρε αυτό το όνομα από κάποιον Κερκυραίο Νάπα, που ήταν ένθερμος οπαδός του Καποδίστρια). Κύριος πυρήνας του κόμματος ήταν η ρωσική «φατρία». Δύο θεωρούνται τα επιτεύγματα του Καποδίστρια σε σχέση με το κόμμα που δημιούργησε. Πρώτον, συνέστησε ένα κόμμα με ισχυρή συνοχή και δομή. Δεύτερον, το καποδιστριακό κόμμα αναπτύχθηκε σε εθνικό επίπεδο και κάλυπτε όλη την τότε ελληνική επικράτεια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το κόμμα επιβίωσε και μετά το θάνατο του Καποδίστρια. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Πισκατόρυ θεωρούσε ότι ο μοναδικός πολιτικός σχηματισμός, που έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως κόμμα ήταν το «καποδιστριακό» [2].

  1. Οι «συνταγματικές» φατρίες

Από την άφιξη του Καποδίστρια και μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους λειτουργούσαν τέσσερις ισχυρές συνταγματικές φατρίες. Η πρώτη ομάδα είναι η «αγγλική», η δεύτερη η «γαλλική», η τρίτη η φατρία των Κουντουριωτών και η τέταρτη αυτή των Μαυρομιχαλαίων 3]. Οι παραπάνω «φατρίες», αν και διακρίνονταν για τον συνταγματικό και τον αντικαποδιστριακό τους προσανατολισμό, δεν κατάφεραν να συνενωθούν, ώστε να δημιουργήσουν ένα ενιαίο κόμμα. [4] Η «αγγλική» φατρία αποτελούνταν από εμπόρους, άρχοντες και προερχόμενους από τη Δύση Έλληνες, χωρίς να βασίζεται σε πελατειακές σχέσεις. [5] Αντίθετα, η «γαλλική» φατρία στηριζόταν κυρίως σε πελατειακές δομές, [6] όπου κυριαρχούσαν οι Ρουμελιώτες υπό τον Ιωάννη Κωλέττη, αλλά συμμετείχαν και άρχοντες από την Πελοπόννησο. [7]

  1. Η περίοδος της Αντιβασιλείας (1833-1835)

Την 30η Ιανουαρίου 1833, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από την αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη». Κατόπιν, την 11η Ιουλίου 1833 ορίστηκαν τα μέλη της Αντιβασιλείας (ο κόμης Άρμανσμπεργκ, ο καθηγητής Μάουρερ και ο στρατηγός Έυδεκ). Ο Άρμανσμπεργκ τέθηκε επικεφαλής της Αντιβασιλείας. Είχε την φήμη του φιλελεύθερου στην πατρίδα του, την Βαυαρία. Είχε την υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας. [8] Ο Μάουρερ ήταν εξαιρετικός νομομαθής. [9] Τέλος, ο Έυδεκ είχε έρθει στην Ελλάδα από το 1826 ως απεσταλμένος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Πολέμησε στον Αγώνα της ανεξαρτησίας και είχε ταυτιστεί με το κόμμα των ρωσόφιλων «Ναπαίων».

Ο Όθωνας και η ακολουθία του στο Ναύπλιο, J. Hochle – E. Wolf, λιθογραφία, 1833.

Η Αντιβασιλεία τοποθέτησε σε όλες τις σημαντικές θέσεις Βαυαρούς. [10] Ακόμη και στον στρατό, όπου θα περίμενε κανείς να αποκατασταθούν οι αγωνιστές της Επανάστασης, κυριαρχούσαν οι Βαυαροί. Την 15η Απριλίου 1833 ορίστηκαν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου (Σπυρίδωνας Τρικούπης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Γεώργιος Ψύλλας, Γεώργιος Πραΐδης και Ιωάννης Κωλέττης).

Στο Υπουργικό Συμβούλιο υπερείχαν οι εκπρόσωποι του «αγγλικού» κόμματος. Ο μοναδικός εκπρόσωπος του «γαλλικού» κόμματος ήταν ο Κωλέττης, ο οποίος ανέλαβε το δευτερεύον Υπουργείο των Ναυτικών.[11] Το «ρωσικό», όμως, κόμμα δεν εκπροσωπήθηκε καθόλου στο Υπουργικό Συμβούλιο.[12] Είχε υποστεί ήδη ισχυρό πλήγμα, όταν δεν τοποθετήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αρχηγός του στρατού, όπως αναμενόταν, και παραμερίστηκαν πολλά στελέχη του καποδιστριακού κόμματος.

Η Αντιβασιλεία έδειχνε ανησυχία για την αυξανόμενη ανάμιξη της Αγγλίας και της Ρωσίας στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Η Γαλλία θεωρήθηκε λιγότερο ανταγωνιστική δύναμη, σε σχέση με τις άλλες δύο, και ότι δεν προκαλούσε κινδύνους για τις ελληνικές υποθέσεις. Έτσι, η Αντιβασιλεία, με κύριο εκφραστή τον καθηγητή Μάουρερ, υποστήριζε το λεγόμενο «γαλλικό» κόμμα και τη γαλλική πολιτική στην Ελλάδα. [13]

Αντίθετα, όμως, από τις προσδοκίες και τις επιδιώξεις της Αντιβασιλείας, τα κόμματα δεν υπέστησαν καίριο πλήγμα. Οι εκπρόσωποι του «ρωσικού» κόμματος στράφηκαν ανοιχτά κατά της Αντιβασιλείας, μέσω της εφημερίδας «Χρόνος», η οποία άσκησε αυστηρή κριτική στις αποφάσεις της Αντιβασιλείας, όπως για την κατάργηση των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων και το κλείσιμο μοναστηριακών κοινοτήτων. [14] Παράλληλα, το «ρωσικό» κόμμα συνέλεγε υπογραφές με σκοπό την αποστολή επιστολής προς τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ (1825-1855) [15] ζητώντας την αποχώρηση της Αντιβασιλείας και την ανάληψη της εξουσίας αποκλειστικά από τον βασιλιά  Όθωνα. [16]

Η σημαντικότερη, όμως, «συνωμοσία», που είχε και δραματικότερες συνέπειες ήταν αυτή του Βαυαρού καθηγητή Φραντς, που εργαζόταν ως διερμηνέας για την Αντιβασιλεία. [17] Ο καθηγητής Φραντς, με την ανοχή, κατά πάσα πιθανότητα, του κόμη Άρμανσμπεργκ, συνέλεγε υπογραφές για την εκδίωξη των άλλων δύο μελών της Αντιβασιλείας, με σκοπό την ανάληψη της εξουσίας εξ ολοκλήρου από τον κόμη Άρμανσμπεργκ. [18] Το «ρωσικό» κόμμα υποστήριξε το κείμενο του καθηγητή Φράντς. Τα άλλα δύο, ωστόσο, μέλη της Αντιβασιλείας, έχοντας την πλειοψηφία, έδωσαν εντολή να εκδιωχθεί από την Ελλάδα ο καθηγητής Φράντς.

Μεταξάς Π. Ανδρέας

Η δεύτερη απόφαση της πλειοψηφίας της Αντιβασιλείας ήταν η τραγικότερη: δόθηκε εντολή, τον Σεπτέμβριο του 1833, για την μυστική σύλληψη των επιφανεστέρων μελών του «ρωσικού» κόμματος, μεταξύ των οποίων ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο γιός του, Ιωάννης (γνωστός με το προσωνύμιο Γενναίος) Κολοκοτρώνης, ο Δημήτρης Πλαπούτας, ο Κίτσος Τζαβέλλας και άλλοι αγωνιστές. Κατόπιν, η Αντιβασιλεία, για να αποδυναμώσει την επιρροή και άλλων Ελλήνων πολιτικών, απέστειλε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ως πρεσβευτή στην Αγγλία, τον Ανδρέα Μεταξά στο Κάιρο και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Πρωσία και την Βαυαρία.

Με τον ανασχηματισμό, τον Οκτώβριο του 1833, ο Ιωάννης Κωλέττης ανέλαβε το Υπουργείο των Εσωτερικών και ο, επίσης, γαλλόφιλος Κωνσταντίνος Σχινάς το Υπουργείο της Δικαιοσύνης. Ο Κωλέττης και ο Σχινάς αποδείχθηκαν φανατικοί αντίπαλοι του «αγγλικού», αλλά κυρίως του «ρωσικού» κόμματος, ενώ επιδίωξαν την καταδίκη του Θ. Κολοκοτρώνη. [19] Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η γαλλόφιλη εφημερίδα «Σωτήρ» αποφασίστηκε να οριστεί ως επίσημη κυβερνητική εφημερίδα και να τυπώνεται στο Βασιλικό Τυπογραφείο. Ο καθηγητής Μάουρερ έφτασε να χαρακτηρίζει το «γαλλικό» κόμμα ως «εθνικό» και θεωρούσε τον αρχηγό του, Ιωάννη Κωλέττη, τον δημοφιλέστερο πολιτικό της Ελλάδας εκείνη την χρονική περίοδο.

Τελικά, κάνοντας συνολική αποτίμηση της πολιτικής της Αντιβασιλείας απέναντι στα κόμματα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα μέλη της Αντιβασιλείας έπραξαν αυτό το οποίο ήθελαν, αρχικά, να καταπολεμήσουν: αναμίχθηκαν στις κομματικές διενέξεις της Ελλάδας και έλαβαν θέση υπέρ του «γαλλικού» κόμματος. [20]

Τον Ιούλιο του 1834, στάλθηκε από τον βασιλιά Λουδοβίκο της Βαυαρίας, στη θέση του καθηγητή Μάουρερ, ο Κόμπελ και, του Άμπελ, που ήταν γραμματέας της Αντιβασιλείας, ο Γκράινερ. Αυτή η αλλαγή θεωρήθηκε νίκη της αγγλικής διπλωματίας.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αρχηγός του «αγγλικού» κόμματος, επιδίωκε την έκδοση αθωωτικής απόφασης στη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Κλωνάρης, που ανέλαβε την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, ήταν φίλος του «αγγλικού» κόμματος και φίλος του Μαυροκορδάτου. Συντόνισαν, με αυτό τον τρόπο, τα δύο κόμματα, το «αγγλικό» και το «ρωσικό», τη δράση τους εναντίον της πλειοψηφίας της Αντιβασιλείας.

  1. Η περίοδος κυριαρχίας του Άρμανσμπεργκ (1835-1837)

Μετά την αντικατάσταση των μελών της Αντιβασιλείας, δύο είχαν μείνει κυρίαρχοι στην ελληνική πολιτική σκηνή: ο κόμης Άρμανσμπεργκ και ο Ιωάννης Κωλέττης. Τον Μάιο του 1835 ο Όθωνας ενηλικιώθηκε. Ανέλαβε ο Άρμανσμπεργκ Αρχιγραμματέας. [21] Ο Άρμανσμπεργκ ευνοούνταν από την αγγλική διπλωματία, γιατί θεωρούνταν το καλύτερο αντίβαρο στην επέκταση της ρωσικής πολιτικής στην Ελλάδα. [22] Ο Μακρυγιάννης ονομάζει τον Άρμανσπεργκ «κατζελάριο» (καγκελάριο δηλαδή) της «αγγλικής» φατρίας. [23] Ο σκωτσέζος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ ισχυριζόταν ότι ο Άρμανσμπεργκ και ο Λάυονς κυβερνούσαν την Ελλάδα. [24] 

Ο Άρμανσμπεργκ, τον Ιανουάριο του 1837, διέλυσε το αντιπολιτευόμενο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, κατέστρεψε τα Πρακτικά του και καταδίκασε τον Μακρυγιάννη σε κατ’ οίκον περιορισμό. [25] Ο Μακρυγιάννης είχε στείλει επιστολή στον Όθωνα, ο οποίος βρισκόταν στην Βαυαρία, για να απομακρύνει τον Άρμανσμπεργκ και να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία. [26] Τον Φεβρουάριο του 1837, ο Όθωνας απομάκρυνε τον Άρμανσμπεργκ και διόριζε τον Ιγνάτιο φον Ρούντχαρντ Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργό Εξωτερικών. [27] Ο Ρούντχαρντ, αν και πήρε κάποια ευνοϊκά μέτρα, προκάλεσε την αντιπαλότητα των κομμάτων, που περίμεναν να αναλάβει πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου ένας Έλληνας, αλλά και του Άγγλου πρεσβευτή Λάυονς, καθώς θεωρήθηκε ότι είχε στενές σχέσεις με την Αυστρία. Τον Δεκέμβριο του 1837, παραιτήθηκε ο Ρούντχαρντ, [28] εξαιτίας διαφωνιών με τον ίδιο τον Όθωνα, ο οποίος εγκαθίδρυσε καθεστώς «πατερναλιστικής απολυταρχίας» σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Ντάγκλας Ντέικιν. [29]  

  1. Η απόλυτη μοναρχία του Όθωνα (1838-1843)

Ο Όθωνας προσπαθούσε να τηρήσει ουδετερότητα απέναντι στα κόμματα και να μην ευνοήσει κάποιο, χωρίς όμως να το καταφέρει. [30] Την ίδια περίοδο, συντελέστηκαν ανακατατάξεις στο «ρωσικό» κόμμα. [31] Νέοι του αρχηγοί αναδείχθηκαν ο Κωνσταντίνος Οικονόμου και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. [32] Ο Ρώσος πρεσβευτής Κατακάζυ προσπάθησε, με κάθε μέσο, να ενισχύσει το κόμμα. Εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής του (προερχόταν από μανιάτικη οικογένεια) κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων.

Στο Υπουργικό Συμβούλιο, το «ρωσικό» κόμμα εκπροσωπούνταν από τον Γεώργιο Γλαράκη και τον Ανδρέα Πάικο. [33] Ως αντίδραση, συνεργάστηκαν το «γαλλικό» και το «αγγλικό» κόμμα και σχημάτισαν την αντιπολίτευση, με κοινό σύνθημα την παραχώρηση Συντάγματος. Με αυτούς συντάχθηκαν τόσο οπλαρχηγοί του Αγώνα, όπως ο Μακρυγιάννης, όσο και μορφωμένοι Έλληνες, όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος και άλλοι. Η εφημερίδα του «ρωσικού» κόμματος, ο «Αιών», αρχικά τασσόταν υπέρ του συστήματος της απόλυτης μοναρχίας. Αργότερα, την Άνοιξη του 1839, όμως, αλλάζει πολιτική και τάσσεται υπέρ της παραχώρησης Συντάγματος. Ο Ρώσος πρεσβευτής Κατακάζυ άφηνε να διαφανεί ότι η Ρωσία δεν θα ήταν αντίθετη στη λειτουργία ολιγομελούς κοινοβουλευτικού σώματος.

Τον Φεβρουάριο του 1841, τοποθετήθηκε Υπουργός των Εξωτερικών και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου ο ηγέτης του «αγγλικού» κόμματος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. [34] Ο Μαυροκορδάτος, ζήτησε από τον Όθωνα την κατάργηση του Ανακτοβουλίου, που αποτελούνταν από Βαυαρούς, και την ανάθεση του Υπουργείου Στρατιωτικών σε Έλληνα και όχι σε Βαυαρό, όπως γινόταν μέχρι τότε. Ο Μαυροκορδάτος μιλούσε για συγκερασμένη απολυταρχία. [35] Κατά τον Πετρόπουλο, το πρόγραμμα Μαυροκορδάτου βρισκόταν ανάμεσα στο συντηρητισμό των Ελλήνων και στο μετριοπαθή φιλελευθερισμό της Ευρώπης. [36] Ο βασιλιάς δεν δέχτηκε τις προτάσεις του Μαυροκορδάτου. Έτσι, ο Μαυροκορδάτος αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε παραίτηση. Κατόπιν, κανένας πολιτικός δεν αναλάμβανε την πρωθυπουργία, αν προηγουμένως δεν γινόταν δεκτές οι θέσεις του Μαυροκορδάτου. Τον Ιούλιο του 1841, ίσως από τον φόβο λαϊκής εξέγερσης, ο Όθωνας ανέθεσε το Υπουργείο των Στρατιωτικών στον Ανδρέα Μεταξά και, με αυτό τον τρόπο, πείστηκε να ορκισθεί ο Μαυροκορδάτος Υπουργός των Εσωτερικών. Τα υπόλοιπα κόμματα αντιπροσωπεύονταν ισότιμα στην κυβέρνηση. Η συνεργασία, όμως, με τον βασιλιά ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Αναπόφευκτα, ο Μαυροκορδάτος οδηγήθηκε σε παραίτηση τον Αύγουστο του 1841.

Αυτή η παραίτηση του Μαυροκορδάτου θεωρείται, από πολλούς μελετητές, ότι αποτέλεσε τον καταλύτη, που οδήγησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. [37] Ο Μαυροκορδάτος, με τη σθεναρή στάση του απέναντι στο βασιλιά, κατέστησε φανερό ότι ο ίδιος ο Όθωνας ήταν αυτός ο οποίος δεν ήθελε να αποδώσει την εξουσία στους Έλληνες πολιτικούς και όχι οι Βαυαροί σύμβουλοί του. Αμέσως μετά την παραίτηση Μαυροκορδάτου ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών το ηγετικό στέλεχος του «γαλλικού» κόμματος Δημήτριος Χρηστίδης. Το «γαλλικό» κόμμα δεν κατάφερε, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης, να ελέγξει την δημόσια διοίκηση, με τον τρόπο που το έκανε το «ρωσικό» κόμμα. Το «γαλλικό» κόμμα περιλάμβανε στις τάξεις του στελέχη που εκπροσωπούσαν σχεδόν όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν αποτελούσε έναν συμπαγή οργανισμό. [38] Ο αρχηγός του «γαλλικού» κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης, ήταν αυτός, που κρατούσε ενωμένες τις διάφορες ομάδες. Ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρυ προσπαθούσε να ενισχύσει την παρουσία του «γαλλικού» κόμματος στην ελληνική πολιτική σκηνή. [39] Το 1842, το «αγγλικό» και το «ρωσικό» κόμμα ενεργούσαν σαν να βρίσκονταν σε κάποιου είδους συνασπισμό με στόχο την παραχώρηση Συντάγματος. [40] 

  1. Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και η παραχώρηση Συντάγματος

Τον Ιανουάριο του 1843, ο Υπουργός Εξωτερικών, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ανακοίνωσε στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια του δανείου. Οι τρεις Δυνάμεις, από κοινού, αρνήθηκαν να διευκολύνουν την ελληνική Κυβέρνηση και πίεσαν για την σύναψη νέου δανείου. Τον Σεπτέμβριο του 1843, η ελληνική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί ότι συγκεκριμένα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για την απευθείας αποπληρωμή του χρέους, όπως οι φόροι χαρτοσήμου και ιδιοκτησίας. Οι τρεις ξένοι πρεσβευτές και ο εκπρόσωπος του οίκου Ρότσιλντ θα επέβλεπαν όλη τη διαδικασία και τη μεταφορά των χρημάτων στο εξωτερικό. Αυτή η σκληρή αντιμετώπιση επέσπευσε την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Αυτό ισχυρίζονται τόσο οι πρεσβευτές Πισκατόρυ και Πρόκες Όστεν όσο και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. [41]

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Στην προετοιμασία της επανάστασης συμμετείχαν, ως οργανωτικά και ηγετικά στελέχη, ο Μακρυγιάννης, ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Ανδρέας Λόντος, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, ο Μιχαήλ Σούτσος και Ρήγας Παλαμήδης. Στη «συνωμοσία» εντάχθηκαν οι στρατιωτικοί, μέλη του «ρωσικού» κόμματος, Δημήτριος Καλλέργης, επικεφαλής του ιππικού της Αθήνας, ο Συνταγματάρχης Σκαρβέλης, Διοικητής του πεζικού, ο Συνταγματάρχης Σπυρομήλιος, Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και ο Λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς. Οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων πιθανόν να γνώριζαν για το κίνημα, όπως ισχυρίζεται ο Μακρυγιάννης. [42]

 Ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα αιτήματα των επαναστατών, τα οποία, εκτός από την παραχώρηση Συντάγματος, ήταν κυρίως η απομάκρυνση όλων των Βαυαρών από τη Διοίκηση και ο σχηματισμός Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του λαού. Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου ανέλαβε ο Ανδρέας Μεταξάς.

  1. Η συνταγματική περίοδος

Μετά την παραχώρηση Συντάγματος, ο Ανδρέας Μεταξάς ανέλαβε Πρωθυπουργός και Υπουργός των Εξωτερικών. Είναι ο πρώτος που έφερε αυτόν τον τίτλο στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. [43] Στην κυβέρνηση αντιπροσωπεύονταν όλα τα κόμματα. Συμμετείχαν, επίσης, σε αυτήν οι αρχηγοί του «αγγλικού» και του «γαλλικού» κόμματος, δηλαδή ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης αντίστοιχα, με την πρόσθετη ιδιότητα και των Υπουργών άνευ χαρτοφυλακίου, θέση, η οποία για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ελληνική πολιτική ιστορία. Οι ανταγωνισμοί των κομμάτων και ο παραμερισμός του «ρωσικού» κόμματος, κατά τις διαδικασίες για τη σύγκληση της συνέλευσης, οδήγησαν τον Μεταξά σε παραίτηση. Νέος Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης, αλλά μετά την ψήφιση του Συντάγματος ο βασιλιάς όρισε διάδοχό του Πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Στις εκλογές, που ακολούθησαν, το «γαλλικό» κόμμα σχημάτισε Κυβέρνηση σε συνεργασία με το «ρωσικό» κόμμα. Το δεύτερο «αγγλικό» κόμμα αποτέλεσε την αντιπολίτευση. Στις εκλογές αυτές εκλέχθηκαν 243 βουλευτές, οι οποίοι σταδιακά εκδήλωσαν τις κομματικές του προτιμήσεις. [44] Ο Κωλέττης ορίστηκε  Πρωθυπουργός και Υπουργός Εσωτερικών αλλά και Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών. Από το «ρωσικό» κόμμα, ο Μεταξάς έγινε Υπουργός Οικονομικών, ο Κίτσος Τζαβέλλας των Στρατιωτικών, ο Ζαφείριος Βάλβης της Δικαιοσύνης. Ο Κωλέττης κατηγορήθηκε ότι, με την ακύρωση της εκλογής πολλών βουλευτών της αντιπολίτευσης, παρενέβη και επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών, πείθοντας, ταυτόχρονα, βουλευτές να στηρίξουν την κυβέρνηση, είτε με δωροδοκία είτε με υποσχέσεις. [45] Δημιουργήθηκε, έτσι, το λεγόμενο «σύστημα» του Κωλέττη, στο στρατό με τον στρατηγό Γαρδικιώτη Γρίβα αλλά και στη δημόσια διοίκηση και τη χωροφυλακή. [46] Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Λάυονς, σε αναφορές προς την κυβέρνησή του, κατηγορούσε συνεχώς τις πρακτικές του Πρωθυπουργού Κωλέττη. Ο Υπουργός των Εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον χαρακτήριζε τον Κωλέττη «διεφθαρμένο, παράνομο, άσωτο, αντισυνταγματικό και τυραννικό». [47]

Σταδιακά, όμως, το «ρωσικό» κόμμα απομακρύνθηκε από την πολιτική του «γαλλικού» κόμματος. Τον Ιούλιο του 1845, ο Ανδρέας Μεταξάς αποχώρησε από την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών. Η κυριαρχία του «γαλλικού» κόμματος και της γαλλικής πολιτικής θεωρείται απόλυτη. [48] Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του λόγου του πρώτου Γραμματέα της πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα, Θουβενέλ: «εμείς κυβερνούμε την Ελλάδα». Επίσης χαρακτηριστική είναι και η ομολογία του ιδίου ότι συνέταξε, τον Ιανουάριο του 1846, τον λόγο στην Βουλή τόσο του βασιλιά Όθωνα όσο και του Πρωθυπουργού Κωλέττη. [49] Ο Μακρυγιάννης υποστηρίζει ότι ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρυ ήταν αυτός που μαζί με τον Κωλέττη είχε το «δέσε και το λύσε» στην Ελλάδα. [50] Αποτέλεσμα της παραίτησης Μεταξά ήταν η συνεργασία των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, του «ρωσικού» και του «αγγλικού», απέναντι στην Κυβέρνηση του «γαλλικού»  κόμματος. Η αντιπολίτευση του «ρωσικού» κόμματος εστιάστηκε στο ζήτημα της διαδοχής του Όθωνα από έναν ορθόδοξο ηγεμόνα.

Η Αγγλία άρχισε να πιέζει στο ζήτημα της καταβολής των δόσεων του δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων. Τον Ιανουάριο του 1847, μοίρα του αγγλικού στόλου, υπό τον ναύαρχο Πάρκερ, εισήλθε στα ελληνικά ύδατα και αξίωσε την αποζημίωση από το ελληνικό κράτος των Άγγλων υπηκόων των Ιονίων νήσων, οι οποίοι έπεσαν θύματα Ελλήνων πειρατών. Ο Κωλέττης δεσμεύτηκε ότι η Κυβέρνηση θα λάμβανε μέτρα για να περιορίσει το φαινόμενο της πειρατείας.

Στις εκλογές, που διεξήχθησαν, το «γαλλικό» κόμμα του Κωλέττη κατάφερε περιφανή νίκη. Ο θάνατος, όμως, του Κωλέττη τον Αύγουστο του 1847, εξαιτίας νεφρικής πάθησης, άλλαξε τα δεδομένα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Διάδοχος του Κωλέττη ορίστηκε ο Κίτσος Τζαβέλλας. Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες Όστεν θεώρησε ότι, με τον θάνατο του Κωλέττη, έχανε ο Όθωνας το σημαντικότερό του στήριγμα στην πολιτική σκηνή καταλήγοντας στην ακόλουθη του θέση: «ο βασιλιάς δεν έχει (άλλη επιλογή) ή να υποκύψει ή να φύγει  (να παραιτηθεί)». Ο ίδιος ο Όθωνας, σε επιστολή προς τον αδελφό του, και αναφερόμενος ευθέως στον Κωλέττη έγραφε: «είναι ο δάσκαλός μου». [51] Αντίθετα, ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε τον Κωλέττη ότι συγκέντρωνε γύρω του όλους τους διεφθαρμένους. [52]

Στις 6 Μαρτίου 1848, παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός Κίτσος Τζαβέλλας και, κατόπιν, σχηματίστηκε Κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Η νέα Κυβέρνηση δεν είχε προσανατολισμό προς ένα συγκεκριμένο κόμμα. [53] Στις 12 Οκτωβρίου, η Κυβέρνηση παραιτήθηκε. Στις 15 Οκτωβρίου 1848, ο Κωνσταντίνος Κανάρης αναλάμβανε εκ νέου την Πρωθυπουργία. Τα μέλη της Κυβέρνησης προέρχονταν από το «ρωσικό» και το «γαλλικό» κόμμα. Απουσίαζε το «αγγλικό» κόμμα, γεγονός που έκανε εντονότερη την εχθρότητα της αγγλικής διπλωματίας.

Έτσι, η Αγγλία αξίωσε για λογαριασμό της Ιονίου Πολιτείας, που βρισκόταν υπό την κυριαρχία της, τη διεκδίκηση των νησιών Ελαφονήσου και Σαπιέντζας (βόρεια των Κυθήρων και νότια της Μεθώνης αντίστοιχα). Παράλληλα, η «υπόθεση Πατσίφικο» έδωσε αφορμή στην Αγγλία να παρέμβει στην ελληνική πολιτική. [54]

Ο Δαβίδ Πατσίφικο ήταν Εβραίος, ο οποίος χρημάτισε πρόξενος της Πορτογαλίας στην Ελλάδα, μέχρι το 1842, όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση. Κατόπιν, άλλαξε υπηκοότητα και έγινε Άγγλος συνεχίζοντας να διαμένει στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 1849, κατά τους εορτασμούς της Μεγάλης Παρασκευής, επειδή είχε απαγορευτεί το κάψιμο ομοιωμάτων του Ιούδα, λόγω της παρουσίας του Εβραίου τραπεζίτη Ρότσιλδ στην Πρωτεύουσα, πολίτες της Αθήνας εισέβαλαν στην οικία του Πατσίφικο και προέβησαν σε καταστροφές. Ο Πατσίφικο ζήτησε τη βοήθεια της αγγλικής πρεσβείας ισχυριζόμενος ότι, μεταξύ άλλων, καταστράφηκαν και πορτογαλικά αξιόγραφα αξίας 665 χιλιάδων δραχμών.

Τον Ιανουάριο του 1850, ο Άγγλος πρεσβευτής Ουάις εξουσιοδότησε τον ναύαρχο Πάρκερ να αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά. Παρατηρήθηκε, σύμφωνα με αναφορά του Γάλλου πρεσβευτή Θουβενέλ, μετακίνηση των ψηφοφόρων του «αγγλικού» κόμματος προς το «ρωσικό» και το «γαλλικό» κόμμα. [55] Στο μεταξύ, τον Δεκέμβριο του 1849, είχε οριστεί Πρωθυπουργός ο ναύαρχος Αντώνιος Κριεζής. Το Ιούλιο του 1850, ο αποκλεισμός τερματίστηκε. Είναι ενδεικτικό ότι η πορτογαλική κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι τα χρεόγραφα, που είχε στην κατοχή του ο Πατσίφικο ήταν αξίας μόνο 3.850 δραχμών. [56] 

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έργο του Γεωργίου Συρίγου, λάδι σε μουσαμά, Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων.

  1. Ο Κριμαϊκός πόλεμος και η παρακμή των «ξενικών» κομμάτων

Αφορμή για το ξέσπασμα του Κριμαϊκού πολέμου θεωρήθηκε η διαμάχη Καθολικών και Ορθοδόξων για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων. [57] Αιτία, όμως, ήταν ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων για την επικράτηση στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. [58] Η Ρωσία έστειλε τον ναύαρχο πρίγκιπα Μένσικωφ να απαιτήσει από την Πύλη την αναγνώριση του δικαιώματος προστασίας των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που απέρρεε από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Οι ρωσικές δυνάμεις, όταν δεν ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις τους, κατέλαβαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο ρωσικός στόλος, υπό την διοίκηση του ναυάρχου Νακίμωφ, κατέστρεψε εντελώς τον οθωμανικό. Το Φεβρουάριο η Αγγλία και η Γαλλία υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον Μάρτιο κήρυξαν τον πόλεμο στην Ρωσία.

Στις 12 Μαΐου 1854, γαλλικό στράτευμα, από 3.000 άνδρες, αποβιβάστηκε και κατέλαβε τον Πειραιά με σκοπό να αποτρέψει την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Ο Όθωνας αναγκάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να διακηρύξει ουδετερότητα. Επιβλήθηκε Κυβέρνηση φιλική προς την Αγγλία και την Γαλλία, με Πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το «Υπουργείο της κατοχής», όπως το ονόμαζαν οι σύγχρονοι. [59] Ο Άγγλος ιστορικός Ντάγκλας Ντέικιν χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση του Μαυροκορδάτου «δικτατορική». [60]

Ο αθηναϊκός λαός, όμως, αγανακτούσε για την παρουσία και την συμπεριφορά των ξένων στρατευμάτων. Το γεγονός, ιδιαίτερα, που έκανε αφόρητη την παρουσία των στρατευμάτων ήταν η επιδημία χολέρας, που μετέφεραν τα γαλλικά  στρατεύματα από την Βάρνα. Κατά το ξέσπασμα της επιδημίας, πέθαναν 3.000 κάτοικοι της πρωτεύουσας, το ένα δέκατο του πληθυσμού της Αθήνας. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1855, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έκτοτε αποχώρησε οριστικά από την ενεργό πολιτική σκηνή. Στη νέα κυβέρνηση, Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δημήτριος Βούλγαρης. Τα στρατεύματα κατοχής εγκατέλειψαν την Ελλάδα, στις 15 Φεβρουαρίου 1857.[61]

Ο Κριμαϊκός πόλεμος είχε καταλυτική επίδραση στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Εξαιτίας της ξένης κατοχής και της συμπεριφοράς των συμμαχικών στρατευμάτων, ο ελληνικός λαός έχασε κάθε εμπιστοσύνη στις Μεγάλες Δυνάμεις και πλέον δεν εξαρτούσε την πρόοδο του έθνους και την πραγμάτωση των επιδιώξεών του από την βοήθεια της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. [62]   

Συμπεράσματα

Οι αρχηγοί των ξενικών κομμάτων δεν λειτουργούσαν ως πράκτορες των Μεγάλων Δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές συγκρούστηκαν με τις κυβερνήσεις των χωρών που συμπαθούσαν. Ο Μαυροκορδάτος διατύπωνε την εξής άποψη: «είμαστε Έλληνες και όχι Ρώσοι, Άγγλοι ή Γάλλοι». Επίσης, τα γαλλικά στρατεύματα αντιτάχθηκαν στα ρουμελιώτικα σώματα του αρχηγού του «γαλλικού» κόμματος, Ιωάννη Κωλέττη. [63] Ο Hering υποστηρίζει ότι τα ξενικά κόμματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε κόμματα προσωπικοτήτων, γιατί αρχηγοί τους γίνονταν ακόμη και αμόρφωτοι αγωνιστές, ούτε κόμματα ενσωμάτωσης μαζών. [64] Και συνεχίζει χαρακτηρίζοντας τα κόμματα «συνδυασμό απολίθωσης ορισμένων παραδόσεων», όπως η Ορθοδοξία, και επιθυμίας ταχύρρυθμου εξευρωπαϊσμού. Κοινές θέσεις και των τριών κομμάτων μπορούμε να θεωρήσουμε: α) την επιθυμία για παραχώρηση συντάγματος, β) την απόδοση αξιωμάτων σε Έλληνες – όχι στους Βαυαρούς- και γ) την υποστήριξη του αλυτρωτισμού και της απελευθέρωσης των ομογενών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [65] Τα κόμματα είχαν πολύ καλά δομημένη τοπική οργάνωση, αν συγκρίνουμε με το γεγονός ότι στην Αγγλία κομματικές οργανώσεις ιδρύθηκαν μόλις το 1860.

Συνολικά, η πολιτική δράση των λεγόμενων ξενικών κομμάτων είχε τόσο θετικές, όσο και αρνητικές συνέπειες. Αυτή την πολιτική περίοδο, κατά πρώτον, επιτεύχθηκε η παραχώρηση του πρώτου Συντάγματος της Ελλάδας. Και, κατά δεύτερον, τέθηκαν οι βάσεις για την ανάληψη της εξουσίας από Έλληνες πολιτικούς και όχι από ξένους. Αρνητικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί η συνεχής παρέμβαση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική με τις διχαστικές συνέπειες που αυτή συνεπαγόταν. Η πολιτική δράση των ξενικών κομμάτων θα σταματήσει ουσιαστικά μετά την λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου και την ξενική κατοχή που την ακολούθησε.

Υποσημειώσεις


[1] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Αθήνα 1977, 27. Επίσης, J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997, 70.

[2] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 144.

[3] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 29. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμ. Α΄, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2008, 26. Ο Παπαρηγόπουλος ισχυρίζεται ότι η επιθυμία για συνταγματικές ελευθερίες ήταν απολύτως ξένη στη συνείδηση του έθνους. Απέδιδε την πίεση για παραχώρηση συντάγματος σε συνωμοσία της βρετανικής διπλωματίας. Ο δε Καρολίδης παρουσιάζει τον κοινοβουλευτισμό ως τον κύριο εχθρό του έθνους, για το οποίο βλ. ό.π., 28.

[4] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 163. Ο εμφύλιος που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια φανάτισε τους οπαδούς του «γαλλικού» και του «αγγλικού» κόμματος, με αποτέλεσμα να διασπασθεί η συνταγματική παράταξη.

[5] Αν και χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για την ύπαρξη πελατειακών σχέσεων στο «αγγλικό» κόμμα ο γάμος του Σπυρίδωνα Τρικούπη με την αδελφή του Μαυροκορδάτου, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να στηρίξει την υπόθεση ότι το κόμμα στηριζόταν στο πελατειακό σύστημα, καθώς αυτή είναι μία μεμονωμένη περίπτωση. Βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 105.

[6] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 168. Επίσης, το «γαλλικό» κόμμα ήταν σύμπραξη πολλών τοπικών αρχόντων και δεν είχε τόσο μεγάλη συνοχή, όπως το «αγγλικό».

[7] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 118.

[8] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 34-35.

[9] Ο Μάουρερ υποστήριζε ότι όπως οι Έλληνες τον 14ο και 15ο αιώνα έφεραν την ελληνική σοφία στην Ευρώπη, έτσι τώρα οι Ευρωπαίοι έπρεπε να επαναφέρουν το φως στην πατρίδα του από την οποία είχε εκλείψει τόσο καιρό, για το οποίο βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 194-195.

[10] Το 1834 είχαν έρθει στην Ελλάδα 5.000 Βαυαροί στρατιωτικοί και όλοι οι διοικητές ήταν ξένοι. Αντίθετα στο ναυτικό δεν τοποθετήθηκαν ξένοι, για το οποίο βλ. ό.π., 196.

[11] Ο Κωλέττης είχε στόχο, εκείνη την περίοδο, την εκδίωξη των Βαυαρών και την παραχώρηση Συντάγματος, G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 218.

[12] Η Αντιβασιλεία μεροληπτούσε κατά του «ρωσικού» κόμματος, για το οποίο βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 235.

[13] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, Εστία, Αθήνα 2014, 54.

[14] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 237.

[15] Πολλοί Έλληνες πίστευαν τότε ότι πίσω από την μυστηριώδη ανώτατη αρχή της Φιλικής Εταιρείας βρισκόταν ο τσάρος της Ρωσίας, για το οποίο βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 222.

[16] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 46. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 237.

[17] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 238.

[18] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 46-47.

[19] ό.π., 48-49.

[20] ό.π., 51. Το «αγγλικό» και το «ρωσικό» κόμμα είχαν κοινό μέτωπο κατά της Αντιβασιλείας, για το οποίο βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 241.

[21] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 58-59.

[22] Ο Άρμανσμπεργκ είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας για τρεις λόγους: α) απολάμβανε την εμπιστοσύνη της Ευρώπης β) είχε άριστη γνώση των ελληνικών πραγμάτων και γ) είχε αναμφισβήτητα διοικητικά προσόντα. Βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 267.

[23] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 64.

[24] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 293.

[25] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 65. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 304-305.

[26] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 67.

[27] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843). Ο Όθωνας τη δεύτερη ημέρα της άφιξης του στην Ελλάδα απέλυσε τον Άρμανσμπεργκ. Ο Ρούντχαρντ σε επιστολή του στον Μέττερνιχ, τον Σεπτέμβριο του 1837, υποδεικνύει ότι ο Όθωνας δεν πρέπει να παραχωρήσει σύνταγμα, για το οποίο βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 194 υποσ. 315.

[28] Ο Ρούντχαρντ είχε υποβάλει στον Όθωνα δύο αιτήσεις παραίτησης, για το οποίο βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 195-196. Ο Ρούντχαρντ είχε την υποστήριξη της Ρωσίας και την αντιπάθεια της Αγγλίας, εξαιτίας της αντικατάστασης του Άρμανσμπεργκ, για το οποίο βλ. J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 312. Η Αγγλία παρουσίαζε τον Ρούντχαρντ δημιούργημα αυστρορωσικής διπλωματίας, για το οποίο βλ. ό.π., 335.

[29] D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989, 117.

[30] Ο Όθωνας, σε επιστολή προς τον πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1840, χαρακτηρίζει το «αγγλικό» και «γαλλικό» κόμμα ως «ελευθεριοκαπήλους», G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 194 υποσ. 313. Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 72-73.

[31] Το «ρωσικό» κόμμα χαρακτηριζόταν για την δυσπιστία προς την Δύση. Οπαδοί του ήταν, εκείνη την εποχή, ακτήμονες, αγωνιστές, χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, φτωχοί και μοναχοί,  G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 225.  Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 73-74.

[32] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 328. Ο Οικονόμος είχε έρθει από την Ρωσία το 1834.

[33] ό.π., 334.

[34] Ο Μαυροκορδάτος υποστήριζε ότι η Ελλάδα έπρεπε πρώτα να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί εσωτερικά και ύστερα να επιδιώξει εδαφική επέκταση. Το «αγγλικό» κόμμα πρέσβευε το αντιπροσωπευτικό σύστημα, τη διάκριση των εξουσιών και την παραχώρηση συντάγματος. Ο Hering χαρακτηρίζει τις θέσεις του «αγγλικού» κόμματος ρεαλιστικές, στο G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ό.π., 199-200.

[35] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 532.

[36] ό.π., 531.

[37] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 86.

[38] J. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), 551. Η Γαλλία στην Ελλάδα δεν συμμετείχε στους κομματικούς μηχανισμούς, αλλά ασκούσε άμεσο έλεγχο μέσω του Regny, για το οποίο βλ. ό.π., 557.

[39] Ι. Πετρόπουλος & Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», 88.

[40] ό.π., 89.

[41] ό.π., 90.

[42] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 107.

[43] Ν. Διαμαντούρος, «Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, 105.

[44] Οι ψηφοφόροι έγραφαν σε ένα χαρτί, εν είδει ψηφοδελτίου, τα ονόματα των βουλευτών, τους οποίους ψήφιζαν. Στο ίδιο χαρτί μπορούσαν να γράψουν ονόματα υποψηφίων από διάφορα κόμματα, εφόσον δεν υπήρχαν ψηφοδέλτια των κομμάτων. Άλλωστε η έννοια «κόμμα» δεν υπήρχε ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον εκλογικό Νόμο, G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 263-264.

[45] Ν. Διαμαντούρος, «Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας», 119.

[46] Η βασίλισσα Αμαλία έλεγε για τον Κωλέττη: «δεν μπορεί να παραδεχθεί κανείς ότι είναι πολύ συνταγματικός», G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 294.

[47] Ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε τον Κωλέττη για πλουτισμό στον Όθωνα χωρίς να μπορεί να το αποδείξει, στο Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 141. Ο Hering θεωρεί την κατηγορία αυτή άκριτη, καθώς, μετά τον θάνατο του Κωλέττη, χρειάστηκε νόμος για να σβηστούν τα χρέη του, για το οποίο βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 220 υποσ. 87.

[48] Το «γαλλικό» κόμμα στόχο είχε την συνέχιση του αγώνα κατά των Τούρκων, δικαιοσύνη για τους αγωνιστές και διανομή γης στους αγωνιστές. Οι οπαδοί του εξέφραζαν την αντίθεσή τους στους Φαναριώτες και στους διανοούμενους, ενώ οι μάχιμοι αγωνιστές του αρνούνταν να ενταχθούν στον τακτικό στρατό, για το οποίο βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 209.

[49] Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1828-1964), τόμος Α΄ (1828-1862), Πάπυρος, Αθήνα 1966, 214.

[50] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 144. Ο Μακρυγιάννης ονομάζει σκωπτικά τον Κωλέττη «γκενεράλ Κωλέτη».

[51] Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1828-1964), 220.

[52] Ι. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, 160.

[53] Ν. Διαμαντούρος, «Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας», 135.

[54] ό.π., 137-139. Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1828-1964), 226-227.

[55] Ν. Διαμαντούρος, «Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας», 140.

[56] Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1828-1964), 231.

[57] Μ. Λάσκαρις, Το Ανατολικό Ζήτημα, τόμος Α΄ (1800-1923), Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1978, 107-109. Στ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, 143.

[58] Ο Κολιόπουλος θεωρεί βασικά αιτίες του πολέμου την προκλητική ρωσική πολιτική, που δεν άφηνε περιθώρια οπισθοχωρήσεως στους αντιπάλους της, καθώς και την αδυναμία της βρετανικής κυβέρνησης να ακολουθήσει σταθερή πολιτική αντιστεκόμενη στην πίεση της κοινής της γνώμης εντός της Αγγλίας, για το οποίο βλ. Ι. Κολιόπουλος, Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945. Από την Γαλλική Επανάσταση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, 195.

[59] Στ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», 148.

[60] D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923), 136.

[61] Στ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», 167.

[62] 62 ό.π..

[63] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 267.

[64] ό.π., 268-269.

[65] ό.π., 272, 274.

Βιβλιογραφία


  • Διαμαντούρος, Νικηφόρος (1977), «Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Κολιόπουλος, Ιωάννης (1993), Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945. Από την Γαλλική Επανάσταση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
  • Λάσκαρις, Μιχαήλ (1978), Το Ανατολικό Ζήτημα, τόμος Α΄ (1800-1923), Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναρά.
  • Μακρυγιάννης, Ιωάννης (2014), Απομνημονεύματα, τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα: Εστία.
  • Μαρκεζίνης, Σπυρίδων (1966), Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1828-1964), τόμος Α΄ (1828-1862), Αθήνα: Πάπυρος.
  • Παπαδόπουλος, Στέφανος (1977), «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Πετρόπουλος, Ιωάννης & Κουμαριανού, Αικατερίνη (1977) «Περίοδος βασιλείας του Όθωνος (1833-1862)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Dakin, Douglas (1989), Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Hering, Gunnar (2008), Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Petropulos, John (1997), Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Τηλέμαχος Καλομοίρης,

Φιλόλογος (Δρ) – Νομικός ΑΠΘ// Εκπαιδευτικός

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ».

Τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως; (Ἀριστ. Πολ.)

Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολιτικής Φιλοσοφίας, Καβάλα, Αύγουστος 2018.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Το Ναύπλιο και τα σχέδια κατάληψής του στις παραμονές του Τέταρτου Βενετοτουρκικού Πολέμου (1570-1573) – Κώστας Τσικνάκης, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015».  Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Πορτραίτο του Ισπανού βασιλιά Καρόλου Ε΄, γνωστού και ως Κάρολου Κουίντου (1500-1558), έργο του Tiziano Vecelli το 1550, Kunsthistorisches Museum Vienna.

Στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αι. η Πελοπόννησος αποτέλεσε πεδίο αντιπαρά­θεσης των τριών κύριων πολιτικών δυνάμεων της εποχής. Η σταδιακή διείσδυση σε αυτήν των Τούρκων περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των Βενετών, που είχαν χάσει τα περισσότερα ερείσματά τους στην περιοχή. Δίπλα στους δύο αυτούς αντιπάλους ήλθε να προστεθεί η Ισπανία. Από το 1515, όταν και ίδρυσε προξενείο στην Κέρκυρα, άρχισε να ενδιαφέρεται για τον ελληνικό χώρο. Ειδικά ως προς τον χώρο της Πελοποννήσου, συζητούσε την πιθανότητα οργάνωσης εκστρατείας εναντίον της. Το όψιμο ενδιαφέρον του Ισπανού βασιλιά Καρόλου Ε΄ για τη χερσόνησο, όπως προέκυψε στην πορεία, εξυπηρετούσε άλλες σκοπιμότητες. Κύριος στόχος του ήταν να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στις τουρκικές επιθέσεις στη Βιέννη, να διακόψει την ακτοπλοϊκή σύνδεση Κωνσταντινούπολης – Αλγερίου και να αποκτήσει μόνιμες βάσεις στην ανατολική Μεσόγειο.

Η σύγκρουση ανάμεσα στις τρεις δυνάμεις κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου (1537-1540). Το καλοκαίρι του 1540, όταν πλέον η συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων έδειχνε αδύνατη, οι Βενετοί ήλθαν σε επαφή με τους Τούρκους και αποδέχτηκαν την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Στο πλαίσιο αυτό δόθηκαν εντολές στις βενετικές αρχές του Ναυπλίου να ενημερώσουν τους κατοίκους του πως σύντομα θα παρέδιδαν την πολιορκούμενη πόλη. Εκείνοι, αντιδρώντας σε μια τέτοια προοπτική, ειδοποίησαν τον Κάρολο Ε΄ να στείλει γρήγορα δυνάμεις για να του παραδώσουν την πόλη.

Η ισπανική πλευρά, αντιμετωπίζοντας θετικά την υπόθεση, κινήθηκε γρήγορα. Ο επικεφαλής του στόλου Andrea Doria κατευθύνθηκε προς το Ιόνιο, ώστε να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και να είναι έτοιμος να παρέμβει. Παράλληλα, ο αντιβασιλιάς της Σικελίας Ferrante Gonzaga έστειλε στο Ναύπλιο τον αξιωματικό του ισπανικού στρατού Πέτρο Σέκουλα. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Ναύπλιο, είχε εντολή να έλθει σε επαφή με τους συμπατριώτες του και να καθορίσουν από κοινού τον τρόπο δράσης τους. Όλα τα παραπάνω γεγονότα περιήλθαν σε γνώση της Βενετίας, που αντέδρασε μεθοδικά. Αφού διαμαρτυρήθηκε προς τον Κάρολο Ε΄ για τις ισπανικές κινήσεις στο Ιόνιο, φρόντισε να στείλει δικό της στόλο στην περιοχή για τον έλεγχο της κατάστασης. Με αξιωματούχους της, που ήλθαν στον Ναύπλιο, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους για την ανάγκη παράδοσης της πόλης στους Τούρκους. Τέλος, ειδοποίησαν τους Τούρκους για την επικείμενη άφιξη του Πέτρου Σέκουλα. Έτσι, μόλις έφθασε αυτός στον ελληνικό χώρο μαζί με συνεργάτες του, συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν.

Με την παράδοση του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας, στις 21 και 23 Νοεμβρίου 1540 αντίστοιχα, όλη πλέον η Πελοπόννησος είχε περιέλθει κάτω από την εξουσία των Τούρκων. Οι όποιες ελπίδες υπήρχαν για τον έλεγχό της, τόσο από τη Βενετία όσο και από την Ισπανία, εξανεμίστηκαν. Έτσι, τερματιζόταν η εκκρεμότητα που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια ως προς το μέλλον της χερσονήσου. Οι δύο νέες κτήσεις εντάχθηκαν σταδιακά στο υφιστάμενο διοικητικό σύστημα των νέων κυριάρχων και πολύ γρήγορα η ζωή σε αυτές επανήλθε σε κανονικούς ρυθμούς.

Λίγους μήνες μετά την κατάληψη του Ναυπλίου, με πρεσβεία που έστειλαν κάτοικοι της πόλης προς τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Α΄, ζήτησαν την ανασύσταση της μητρόπολής τους. Το αίτημά τους έγινε αμέσως δεκτό. Στη θέση του μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου, με έδρα το Ναύπλιο, το­ποθετήθηκε το 1541 ο Δωρόθεος. Το 1576, όπως σημείωνε ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς στο Οδοιπορικόν του, ο μητροπολίτης Ναυπλίου είχε ιερείς 150 και οσπίτια χιλιάδας τέσσαρας.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στρατηγικής σημασίας χώρος της Πελοποννήσου εξακολουθούσε να απασχολεί τη Βενετία. Η επανακατάληψή του, στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων που επρόκειτο να συμβούν στην ευ­ρύτερη περιοχή, αποτελούσε μία από τις ανομολόγητες προτεραιότητές της.

Κι ενώ όλα έδειχναν πως η Ισπανία στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ είχε αποσύρει το ενδιαφέρον της ως προς την ανατολική Μεσόγειο, η διεθνής συγκυρία την υποχρέωσε να αλλάξει στάση. Η συνεχιζόμενη εξάπλωση των Τούρκων στη βόρεια Αφρική και η επανάσταση των κρυπτομουσουλμάνων (moriscos) στην Ανδαλουσία, το 1568, προβλημάτισαν τον Φίλιππο Β΄. Αυτές θεωρήθηκαν εξελίξεις που μπορούσαν μελλοντικά να θέσουν σε αμφισβήτηση τη θέση του και για τον λόγο αυτό έπρεπε να τύχουν δυναμικής απάντησης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άρχισε να αναζητά τρόπους προκειμένου να διεισδύσει ξανά στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Απώτερος στόχος του η δημιουργία κλίματος έντασης στην περιοχή, γεγονός που θα υποχρέωνε τους Τούρκους να έλθουν μαζί του σε διαπραγματεύσεις για το μέλλον συνολικά της Μεσογείου.

Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της Ισπανίας για τον ελληνικό χώρο ανησύχησε τη Βενετία. Σε έναν χώρο στον οποίο παραδοσιακά ασκούσε μεγάλη επιρροή, προστέθηκε ξανά ένας ακόμη ισχυρός αντίπαλος, γεγονός που άλλαζε τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της Δύσης έλαβε μεγάλες διαστάσεις στις παραμονές του τετάρτου βενετοτουρκικού πολέμου (1570-1573). Είναι η περίοδος κατά την οποία στην ελληνική χερσόνησο περιοδεύουν διάφοροι μυστικοί πράκτορές τους. Οι κινήσεις όλων αυτών των προσώπων μοιάζουν. Κινούμενα προσεκτικά, συλλέγουν πληροφορίες για τις αμυντικές δυνατότητες των φρουρίων της, εντοπίζουν ατέλειες και επιδιώκουν να εντάξουν ισχυρούς τοπικούς παράγοντες στα συνωμοτικά σχέδια που επεξεργάζονταν. Προκειμένου να τους προσεταιριστούν, δεν δι­στάζουν να τους δίνουν υποσχέσεις για μελλοντική αποκατάστασή τους.

Επίκεντρο όλων σχεδόν των πρωτοβουλιών που εκδηλώνονται τόσο από τη βενετική όσο και από την ισπανική πλευρά, ήταν η Πελοπόννησος. Ως πρώτο βήμα, και από τις δύο πλευρές, εξεταζόταν η δυνατότητα οργάνωσης στην περιοχή επαναστατικών κινήσεων, με στόχο την απελευθέρωσή της. Σημαντική θέση, στο πλαίσιο της συνολικότερης εξέγερσης, κατείχε η κατάληψη του Ναυπλίου, το οποίο αποτελούσε, άλλωστε, το κέντρο της Πελοποννήσου.

Από τα σχέδια που υποβλήθηκαν εκείνη την περίοδο προς τις ισπανικές αρχές και σχετίζονται με την Πελοπόννησο, ξεχωρίζουν τρία: το πρώτο κατα­τέθηκε στις αρχές της άνοιξης του 1569 από τον διοικητή των «στρατιωτών» του ισπανικού στρατού της Φλάνδρας Πέτρο Μενάγια. Για την πατρότητα του δεύτερου σχεδίου, το οποίο υποβλήθηκε το φθινόπωρο του 1569, φιλο­νικούσαν ο Iωάννης Bάρελης και ο Ιωάννης Ακκίδας, που κατάγονταν από οικογένειες κωδικογράφων και εμπόρων ελληνικών χειρογράφων, και είχαν κοινά ενδιαφέροντα. Το τρίτο συνωμοτικό σχέδιο κατατέθηκε τον Ιούνιο του 1570. Εμπνευστής του ήταν ο Γεώργιος Μειζότερος από την Τριπολιτσά, που είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια σε στρατιωτικές ομάδες τόσο της Βενετίας όσο και της Ισπανίας ως διοικητής Ελλήνων «στρατιωτών».

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ένα από τα σχέδια, εκείνο του Πέτρου Μενάγια, υπήρχε πρόχειρο σκαρίφημα της Πελοποννήσου, στο οποίο σημειώνονταν τα μεγάλα στρατιωτικά κέντρα των Τούρκων στη χερσόνησο.

Και στα τρία σχέδια που υποβλήθηκαν, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις προέβλεπαν την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Διαφοροποιούνταν, ωστόσο, ανάλογα με τον εμπνευστή του, ως προς τις περιοχές που θα εκδηλώνονταν οι επαναστατικές κινήσεις. Σε εκείνο του Πέτρου Μενάγια, που καταγόταν από τα Πυργιά Κυπαρισσίας, το επίκεντρο τοποθετούνταν στην περιοχή της Μεσσηνίας, στο σχέδιο των Ιωάννη Βάρελη και Ιωάννη Ακκίδα στη βόρεια Πελοπόννησο και στο σχέδιο του Γ. Μειζότερου, που καταγόταν από την Τριπολιτσά, στην κεντρική Πελοπόννησο.

Το Ναύπλιο, σύμφωνα με το σχέδιο των Ιωάννη Βάρελη και Ιωάννη Ακκίδα, συμπεριλαμβανόταν στις πόλεις που ήταν απαραίτητο να καταλη­φθούν. Το ισχυρό φρούριό του, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Πέτρος Μενάγιας, προστάτευαν τότε 600 άνδρες. Δεν αναφέρονται πληροφορίες, ωστόσο, για συνωμοτικές κινήσεις που οργανώνονταν στην πόλη. Για την επιτυχία των σχεδίων προβλεπόταν η συμμετοχή στις επιχειρήσεις ομάδων «στρατιωτών» που υπηρετούσαν σε μονάδες του ισπανικού στρατού της Φλάνδρας και της Ιταλίας. Η πίεση των συγκεκριμένων ομάδων για την ανάληψη δράσης, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, υπήρξε καθοριστική.

Σε μια προσπάθεια των μυστικών πρακτόρων να δελεάσουν την ισπανική πλευρά και να υιοθετήσει τα σχέδιά τους, εκθείαζαν τη σημασία που είχε η Πελοπόννησος στον χώρο της Ανατολής. Οι προτάσεις τους προκάλεσαν αρχικά το ενδιαφέρον της ισπανικής πλευράς. Εκείνη, ωστόσο, με εξαίρεση το σχέδιο των Ιωάννη Βάρελη και Ιωάννη Ακκίδα, που φαινόταν πιο πρακτικό, δεν έδωσε συνέχεια στις υποθέσεις. Αυτό οφειλόταν στη μεγάλη έκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα τεράστια έξοδα που απαιτούνταν να γίνουν, ώστε να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα.

Όλες οι παραπάνω κινήσεις ήταν σε γνώση της Βενετίας, που ψύχραιμα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και αναζητούσε τρόπους αντίδρασης στην ισπανική διείσδυση στον ελληνικό χώρο. Η θέση της, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δυσμενής, καθώς έπρεπε να δραστηριοποιηθεί με μεγάλη μυστικότητα, ώστε να μην προκαλέσει προβλήματα στις διπλωματικές σχέσεις της με τους Τούρκους. Η ευκαιρία που περίμενε για την εντονότερη δραστηριοποίησή της δεν άργησε να δοθεί.

Με την έναρξη του τετάρτου βενετοτουρκικού πολέμου, την άνοιξη του 1570, το σκηνικό άλλαξε. Απέναντι στην τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου κρίθηκε σκόπιμο, παράλληλα με την αντιμετώπισή της σε στρατιωτικό επίπεδο, να οργανωθούν επαναστατικές κινήσεις στον ελληνικό χώρο. Αυτές θα δημιουργούσαν σύγχυση στον αντίπαλο και θα τον δυσκόλευαν να εστιάσει την προσοχή του στον βασικό στόχο του. Προς αυτή την κατεύθυνση κινητοποιήθηκαν αμέσως διάφοροι μυστικοί πράκτορες, με θεαματικά αποτελέ­σματα. Κάθε πληροφορία για τις επιχειρησιακές δυνατότητες των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ήταν πολύτιμη.

Το κρίσιμο εκείνο διάστημα η συμβολή του ελληνικού παράγοντα της πόλης υπήρξε καθοριστική. Η κινητοποίηση που εκδηλώθηκε στους κόλπους της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, μόλις έγινε αντιληπτή η βενετική πρόθεση για ανάληψη στρατιωτικής δράσης στον ελληνικό χώρο, υπήρξε έντονη.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκαν όσα μέλη της Αδελφότητας κατάγονταν από το Ναύπλιο. Με νωπές ακόμα στο μυαλό τους τις μνήμες της γενέθλιας πόλης θεώρησαν πως ανοίγονταν κάποιες ελπίδες για την κατάληψή της. Ανάμεσά τους ήταν και ο λόγιος Γρηγόριος Μαλαξός, που πρότεινε την υποκίνηση επαναστατικής κίνησης στον ελληνικό χώρο, την οποία θα ενίσχυε ο οικουμενικός πατριάρχης Μητροφάνης Γ΄.

Αποδέκτης του προβληματισμού που αναπτυσσόταν τότε, ήταν και ένα πρόσωπο που γνώριζε καλά τον ελληνικό χώρο. Πρόκειται για τον Ναυπλιώτη λόγιο Ανδρέα Λονδάνο, απόφοιτο του Πανεπιστημίου της Πάντοβας και ιππότη του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Τοσκάνης. Είχε παντρευτεί την Ιζαμπέτα, κόρη του επίσης Ναυπλιώτη πλούσιου εμπόρου και πλοιοκτήτη Ανδρόνικου Κουβλή του Κανάκη, και διέθετε μεγάλο κύρος στους βενετικούς κύκλους.

Την άνοιξη του 1570 αναζήτησε τρόπους για την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθούν οι βενετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, και δεν άργησε να συγκεκριμενοποιήσει τις προτάσεις του. Έτσι, στις 7 Ιουνίου εμφανίστηκε στους επικεφαλής του Συμβουλίου των Δέκα (capi del Consiglio dei Dieci) και υπέβαλε δύο προτάσεις για στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Σε αυτές, υποστήριζε, θα συμμετείχε ενεργά ο ντόπιος πληθυσμός, σύμφωνα με έγγραφες διαβεβαιώσεις που είχε από κατοίκους της Αλβανίας, της Χιμάρας και της Μάνης…

Για τη συνέχεια της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Το Ναύπλιο και τα σχέδια κατάληψής του στις παραμονές του Τέταρτου Βενετοτουρκικού Πολέμου (1570-1573)

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »