Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λυγουριό’

Ο μεσαιωνικός θρήνος της Αθήνας και η σχέση του με το Λυγουριό  – Αντώνης Ξυπολιάς


 

Το 1881 στην Βιβλιοθήκη της Πετρούπολης στη Ρωσία, βρέθηκε από τον ομογενή καθηγητή  Γαβριήλ Δεστούνη[1], ένα έμμετρο ελληνικό κείμενο με αναφορά  σε [αχρονολόγητη] καταστροφή της Αθήνας από τους Τούρκους, που είχε τον τίτλο «περί της αναλώσεως και της αιχμαλωσίας ή γέγονεν υπό Περσών εις Αττικήν Αθήνα».[2] Στην συνέχεια, το θρηνητικό αυτό χρονικό των εξήντα εννέα στίχων, διχογνώμησε τους ιστορικούς της Αθήνας, οι οποίοι κατέθεσαν διαφορετικές απόψεις τόσο για τον χρόνο της καταστροφής της πόλης, όσο και για τους δύο «ακανθώδεις» στίχους  του: «Αρχήν αιχμαλωτίσασιν Λεγουρικού το μέρος/ δεύτερον τρίτον ήλθασι εις τον αυτόν τον τόπον» [17ο/18 στίχος] και  «εκόψασιν τους πόδας μου ήγουν τα Λεγουρία» [40ος στίχος].

Ένας τόπος με όνομα γνώριμο στην κοινωνία της Αθήνας «Λεγουρικό» που καταστράφηκε πριν από την πόλη, ενέπνευσε τον στιχουργό του 15ου αι., διχογνώμησε όμως τους ιστορικούς τον 20ον αι., αν ήταν ή όχι το Λυγουριό[3].

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886, με τη θέση του σημερινού Λυγουριού.

 

Ο ίδιος ο Δεστούνης που δημοσίευσε το μεσαιωνικό χρονογραφικό ποίημα, στο Δελτίο της Ιστορικοφιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πετρούπολης θεώρησε ως χρόνο εισβολής και καταστροφής της Αθήνας το 1456 και έγραφε ότι «Λεγουρικού το μέρος» είναι «το παλαιό και νέο Λυγουριό της Επιδαύρου»[4].

Τον ίδιο χρόνο -1881- και ο καθηγητής Σπυρίδωνας Λάμπρος το δημοσίευσε στην Φιλολογική Εβδομαδιαία Επιθεώρηση του Βερολίνου και στο περιοδικό Παρνασσός[5], όπου έκρινε ως πιθανή ημερομηνία καταστροφής της Αθήνας το 1460, όταν οι Τούρκοι κατέστρεψαν πελοποννησιακές πόλεις και στην συνέχεια εισέβαλαν στην Αθήνα. Έγραφε  ότι «Λεγουρικόν» είναι το Λυγουριό, αλλά ο στιχουργός εννοούσε με αυτό όλη την  Αργολίδα. Το μέρος δηλ. αντί του όλου, κάτι που του έμοιαζε ακατανόητο.[6] Το 1889 ο Γερμανός Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, διατύπωσε την  πεποίθηση  του ότι πρόκειται περί της  εισβολής των Τούρκων στην Αθήνα την 4 Ιουνίου 1456, οι οποίοι  πολιόρκησαν στην συνέχεια  την Ακρόπολη[7]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το Λυγουριό και η Νέα Επίδαυρος την περίοδο 1465-1512


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ.  Αντώνη Ξυπολιά, στο οποίο παρουσιάζει τη ζωή στο Λυγουριό και τη Νέα Επίδαυρο κατά τα έτη 1465-1512, με τίτλο:

«Το Λυγουριό και η Νέα Επίδαυρος την περίοδο 1465-1512»

 

Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι τα χρόνια του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479) τα βενετοκρατούμενα κάστρα του – παλαιού – Λυγουριού και της Πιάδας (Νέας Επιδαύρου)  κυριεύτηκαν από τους Τούρκους.

Το 1465 τρεις χιλιάδες Τούρκοι του Αμάρμπεη, με τον Σούμπαση της Κορίνθου, διέσχισαν τον τραχύ τόπο την ορεινή Κορινθία, Αργολίδα και κατέληξαν στο κάστρο του Λυγουριού το οποίο και κυρίευσαν. Ο Βενετός διοικητής Πελοποννήσου έγραφε αμέσως μετά στον πρίγκιπα της Βενετίας, ότι την 17 Νοεμβρίου το κάστρο έπεσε στους Τούρκους, καθώς η φρουρά του υπό βενετική διοίκηση, ήταν σε καθεστώς αναρχίας και ανυπακοής.

«Προσωπικά λυπάμαι – συμπλήρωνε ο βενετός διοικητής J. Barbarigo –για την απώλεια αυτού του κάστρου, όχι για την δυναμική του, αλλά για την φήμη του [la sua fama], σε μια περιοχή όπου έχουν χαθεί πολλές ψυχές».

 

Άποψη ΒΑ κάστρου. Απομεινάρια υποδομών που ανήκαν στην αμυντική οργάνωση του κάστρου του Λυγουριού.

 

Τα τεκμήρια επιβεβαιώνουν την σημαντικότητα του κάστρου την περίοδο της λατινοκρατίας στην Πελοπόννησο και οχτώ μήνες μετά, 18 Ιουλ. 1466), σε ένα διθυραμβικό έγγραφο της βενετικής Γερουσίας αναφέρεται στον ναύαρχο και τις  επιτυχίες του κατά των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και Πειραιά, Αθήνα και καταλήγει με την ανακατάληψη του κάστρου του Λυγουριού. Δεν πρέπει όμως αυτό να κράτησε για μεγάλο διάστημα, αφού ένα χρόνο μετά στους πίνακες των κάστρων της περιοχής δεν εμφανίζεται το κάστρο του Λυγουριού. Αντίθετα αυτό της Καζάρμας Αρκαδικού αναφέρεται στην κατοχή των Τούρκων, του Φαναρίου, Αγγελόκαστρου, Αγιονορίου κατεστραμμένα, και της Πιάδας και Δαμαλά κατεστραμμένα αλλά στην κατοχή των Βενετών. Η στρατηγική των νέων κατακτητών, ήταν να καταστρέφουν όποιες οχυρές θέσεις  δεν τους ήταν χρήσιμες και ενίσχυαν όποιες τους εξυπηρετούσαν. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το Λυγουριό λίγα χρονιά πριν την Επανάσταση του 1821


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ανακοίνωση του κ.  Αντώνη Ξυπολιά,  στην οποία παρουσιάζει τη ζωή στο Λυγουριό πριν την Επανάσταση του 1821. Όπως σημειώνει: «Μέσα από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα του χωριού και από αρχειακό υλικό των αρχείων του Κράτους αποτυπώνονται οι συνθήκες ζωής, οι υποδομές, εικόνες του χωριού, αλλά και οι πεποιθήσεις των κατοίκων τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κατοχής και λίγο πριν την Επανάσταση 1821».

 

 Το Λυγουριό λίγα χρονιά πριν την Επανάσταση του 1821

 

Δρόμοι – Υποδομές

 

Στο κατώφλι του 19ου αι. [και μέχρι το 1828] ο δρόμος από το Ναύπλιο στο Λυγουριό, ήταν ένα μονοπάτι στις παρυφές βουνών και στις κοίτες ρεμάτων, που περνούσε από την μονή Καρακαλά, τους πρόποδες  του  βουνού Φονίσκου, το  αρχαιοελληνικό Καστράκι, τον αρχαιοελληνικό πύργο στις αλεπότρυπες, το πηγάδι στο Αγιάζι [απέναντι και κοντά στην πυραμίδα του Λυγουριού] και ανατολικά  συνέχιζε προς την Επίδαυρο.

«Το χωριό μας βρίσκεται εις θέσιν διόδου και πάροδον κείμενον των διαβενόντων εις Πίδαβρα, Αίγινα και απέναντι ήπειρον Αττικήν», έγραφαν οι κάτοικοι του Λυγουριού το 1822.

Ήταν αυτός τότε ο κύριος δρόμος προς το Λυγουριό, που περιηγητές αποτυπώνουν αναλυτικά, καθώς και ξεχασμένους πύργους, αρχαία μνημεία και εικόνες που αντίκρισαν σ’ εκείνη την δύσβατη διαδρομή, έξη περίπου ωρών. Για κάποιους αυτή η ορεινή διαδρομή ακολουθούσε την ίδια πορεία της «ευθείας οδού» που περπάτησε και ο γεωγράφος και περιηγητής Παυσανίας, τον 2ον αιώνα.

Δίπλα στο «πηγάδι του δρόμου» στο Αγιάζι, υπήρχε ένας συνοικισμός από την Β’ Ενετοτοκρατία. Εκεί σταμάτησε ο Δημήτρης Υψηλάντης στην πορεία του προς την Εθνοσυνέλευση της Πιάδας τον Απρίλιο του 1826 και όπως γράφει ο Φωτάκος ανέβηκε για λίγο πάνω στο χωριό για να αναπαυτεί.

Ένα μονοπάτι ακολουθούσε νότια την κοίτη του ρέματος της Αγίας Μαρίνας και έφτανε σε ένα ξύλινο γεφύρι απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα [που έστεκε τότε]. Από εκεί η διαδρομή ανηφόριζε ψηλά στο χωριό [σήμερα η δημοτική οδός Ελ. Βενιζέλου].

 

Λιγουριό, περ. 1968.

 

Δυο συνοικίες είχαν αναπτυχθεί γύρω από την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και οι ξένοι περιηγητές περιγράφουν την καθαρότητα του αέρα, την όμορφη θέα στα γύρω βουνά, τα εσπαρμένα ερείπια στο έδαφος, τις φιλόξενες καλύβες των χριστιανών, αλλά και ένα υπαίθριο σχολείο κάτω από ένα δένδρο. Ακόμη ψηλότερα στην κορφή του λόφου είδαν πολλές κομμένες πέτρες, απομεινάρια από την αρχαία ακρόπολη που ανήκε στην «κώμη της Λήσσας».

Στενά σοκάκια ήταν το δίκτυο των δρόμων μέσα στον μαχαλά. Μονοπάτια  κατηφόριζαν δίπλα σε ρέματα, ανάμεσα σε κήπους, διάσπαρτα σπίτια, αλώνια, καπνοχώραφα, σποραδικές ελιές και αθανάτους προς τον συλλεκτήριο «δημόσιο δρόμο», [σήμερα  ο δημοτικός δρόμος Β. Ρούμπου].

Ο δρόμος αυτός δυτικά διέσχιζε τα χωράφια όπου στα τέλη του 19ουαι. κτίστηκε το δημοτικό σχολείο και συναντούσε την διαδρομή που ανηφόριζε από το ξύλινο γεφύρι πάνω στο χωριό. Ανατολικά ο ίδιος κύριος δρόμος από την εκκλησία του Αγιάννη συνέχιζε προς τους συνοικισμούς  Κορώνι, Πυρί  και τους δύο εκεί αρχαίους πύργους και κατέληγε στην τριγωνική κοιλάδα «του Ιερού του Ασκληπιού». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Τα πρώτα βήματα της Εκπαίδευσης τον 19ο αιώνα σε Λυγουριό, Επίδαυρο – Αντώνης Ξυπολιάς


 

Δώδεκα δικαιοπρακτικά έγγραφα του Λυγουριού  έχουν γραφτεί με φτερό χήνας και μελάνι από ντόπιους και ιδιαίτερα ιερείς του χωριού, την περίοδο 1745-1821. Εκατοντάδες επίσης έγγραφα της επαναστατικής περιόδου με πολεμικές αναφορές, διαμαρτυρίες, διεκδικήσεις, απόψεις έχουν συνταχθεί από κατοίκους του χωριού. Είναι τεκμήρια που μαρτυρούν ότι κάποιοι από τους κατοίκους είχαν διδαχτεί την γραφή και ανάγνωση τα δύσκολα εκείνα χρόνια της δουλείας.

Οι  πηγές τις ιστορίας μαρτυρούν  ότι  τότε κατά τόπους  σε μοναστήρια και εκκλησίες είχαν λειτουργήσει ως παιδευτικά κέντρα της εποχής, όπου μαθητές μάθαιναν το «οχταήχι», το «Ψαλτήρι», τα κοινά γράμματα. Αλλά και δάσκαλοι, ιδιαίτερα ιερομόναχοι,  μετά από πρόσκληση τοπικών κοινωνιών δίδασκαν τα κοινά γράμματα, την προκαταρκτική δηλαδή και δημώδη αγωγή από την οποία μπορούσε κάποιος να μάθει να διαβάζει, να γράφει, να λογαριάζει.

 

Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας – Νικόλαος Γύζης

 

Στις Σπέτσες  δίδασκε αρχές του 19ου αι. τα κοινά γράμματα ο «εκ Λιγουρίου ιερομόναχος Γρηγόριος ο και εν Κρανιδίω διδάξας τω 1804». Ο Λυγουριάτης γέρο Γρηγόριος «ο περί τα  γραμματικά ικανός» δίδαξε στην συνέχεια και στα Ψαρά.

Στο Λυγουριό λειτούργησε την δεύτερη δεκαετία του 1800 ένα μικρό  υπαίθριο σχολείο. Ο Γάλλος περιηγητής A. F. Didot  που περιπλανήθηκε στις δύο τότε γειτονιές του χωριού περιέγραφε ότι οι μαθητές καθισμένοι σε πέτρες, κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου, συμμετείχαν στο μάθημα, όπου ένας μαθητής διάβαζε μεγαλόφωνα  μία φράση, την οποία επαναλάμβαναν οι συμμαθητές του σαν ψαλμωδία και αυτό έδινε την δυνατότητα στον δάσκαλο να τους διορθώνει…. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το Μεσαιωνικό Κάστρο του [Παλαιού] Λυγουριού – Με αφορμή τα 559 χρόνια από την πρώτη τουρκική  κατάκτησή του | Αντώνης Ξυπολιάς


 

Πενιχρές και μάλλον σιωπηλές, είναι οι ιστορικές πηγές για το κάστρο του παλαιού Λυγουριού, που έχει κτιστεί σε ένα χαμηλό πέτρινο ύψωμα, στους ανατολικούς πρόποδες του Αραχναίου όρους και σήμερα είναι ένα απέραντο ερείπιο.

Οι ελάχιστες ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι το ύψωμα κατοικήθηκε ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή και οχυρώθηκε κατά την βυζαντινή περίοδο, όπου ιδιαίτερα τον 9ο-11ο αιώνα το Κράτος προσπάθησε να δημιουργήσει ασφαλείς συνθήκες στην ύπαιθρο με δίκτυα οχυρώσεων, που αποτελούσαν χώρους καταφύγια και συγκέντρωσης πληθυσμού, σε περίπτωση κινδύνου.

Με την ολοκλήρωση της πρώτης χιλιετηρίδας οι πειρατικές επιδρομές είχαν ερημώσει τις ακτές του Σαρωνικού, αλλά και εισχωρούσαν βαθειά στην ενδοχώρα, ο Ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου γράφει ότι το 896 οι Σαρακηνοί πειρατές κυρίευσαν το κάστρο του Λυγουριού, αφού κατέστρεψαν τα παράλια της Επιδαύρου.

Φαίνεται ότι η απειλή από τις ακτές ήταν μεγάλη και συνεχής και  σήμερα εντοπίζονται κατάλοιπα από μεσαιωνικές οχυρώσεις και παρατηρητήρια σε υψώματα της περιοχής, που έλεγχαν τα περάσματα από τις ακτές προς την ενδοχώρα  και κατά ομάδες ήταν σε οπτική μεταξύ τους επαφή, με δυνατότητα μετάδοσης μηνυμάτων στο κάστρο.

Πρόκειται για ακατάγραφα απομεινάρια υποδομών που ανήκαν στην αμυντική οργάνωση του κάστρου  του Λυγουριού, τα δύσκολα εκείνα χρόνια της ανασφάλειας.  Στην επιφανειακή έρευνα της γύρω από το κάστρο περιοχή εντοπίστηκαν και άλλα στοιχεία που ήταν τότε σε χρήση των κατοίκων, όπως απομεινάρια από δεξαμενές, αγωγούς  ύδρευσης, θεμέλια κτισμάτων, αλλά και πιθάρια/κρύπτες  χωμένα στην γη για αποθήκευση αγαθών, που γενικά επαληθεύονται την μεσοβυζαντινή περίοδο κλπ.

 

Άποψη ΒΑ κάστρου. Απομεινάρια υποδομών που ανήκαν στην αμυντική οργάνωση του κάστρου του Λυγουριού.

 

Το ψηλότερο σωζόμενο τείχος στη Βόρεια μεριά. Φωτογραφία: Σάκης Λεμονάκης.

 

Την μεσοβυζαντινή επίσης περίοδο αποδεικνύεται γενικά και ένα ιδιαίτερο λατρευτικό περιβάλλον με κοινοβιακές μοναστικές κοινότητες, μεμονωμένα μοναστήρια χαμηλότερα από τους οχυρωμένους οικισμούς και σπηλαιώδη παρεκκλήσια  ψηλότερα, κάτι που επαληθεύεται και στην περίπτωση του μεσαιωνικού Λυγουριού, αλλά και σε Λακωνία, Σικελία κλπ. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το τοπωνύμιο Λιγουριό


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο του κ. Χρήστου Πιτερού,  αρχαιολόγου, μέλους του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτή Δ/ντή της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχου Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ, Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ και Επίτιμου  Προϊστάμενου αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και αρχαιογνωστικής έρευνας  με θέμα:

«Το τοπωνύμιο Λιγουριό»

 

Για το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί σχετικά με το τοπωνύμιο Λι(υ)γουριό, έδρα του Δήμου Επιδαύρου, στην τοπική εφημερίδα Αναγνώστης (17.09.2015) δημοσιεύθηκαν δύο σχετικά άρθρα του Β. Μπιμπή και του Γιάννη Γ. Σαρρή (Δραγώνα), ενώ πρόσφατα δημοσιεύτηκε σχετικό άρθρο στην ίδια εφημερίδα (6.10.2022). «Το Λυγουριό έχασε την ταυτότητα του και δεν μπορεί να την ξαναπάρει». Από τις αρχές του 1993, όταν η πρώην κοινότητα Λυγουριού μετονομάστηκε σε Δήμο Ασκληπιείου, από το πρώην κοινοτικό συμβούλιο με έδρα το Ασκληπιείο, αντί του Λιγουριού, χωρίς την ενημέρωση των πολιτών και χωρίς απόφαση του αρμόδιου συμβουλίου τοπωνυμίων, δημιουργώντας συγχύσεις στους κατοίκους και τους επισκέπτες.

Σχετικά με το σοβαρό αυτό πρόβλημα το 1998 δημοσιεύσαμε διεξοδικά γλωσσολογική μελέτη για το τοπωνύμιο Λιγουριό στο περιοδικό Ελλέβορος (Χ. Πιτερός, Το τοπωνύμιο Λιγουριό, περ. Ελλέβορος, τ.13,1998,σελ.97-103). Στη συνέχεια σύμφωνα με το σχέδιο «Καλλικράτης» ολόκληρη περιοχή της Επιδαύρου, με την συνένωση των τριών Δήμων Ασκληπιείου, Αρχαίας Επιδαύρου και Νέας Επιδαύρου, μετονομάσθηκε σε έναν ενιαίο Δήμο Επιδαύρου, για την έδρα του οποίου αναφέρεται ο οικισμός του Ασκληπιείου αντί του ορθού Λι(υ)γουριό.

 

Λιγουριό, περ. 1968.

 

Για την καλύτερη αντικειμενική ενημέρωση των κατοίκων και της παρούσης Δημοτικής Αρχής του Δήμου Επιδαύρου, για το χρόνιο αυτό πρόβλημα, κρίναμε απαραίτητο να αναδημοσιεύσουμε στη συνέχεια την παραπάνω μελέτη μας, που δημοσιεύθηκε το 1998, πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια, με μικρές όμως τροποποιήσεις και συμπληρώσεις για λόγους σαφήνειας:

Το γνωστό και σπάνιο τοπωνύμιο Λιγουριό έφερε μέχρι πρόσφατα στην Αργολίδα η γνωστή ομώνυμη κοινότητα στην Επαρχία Επιδαύρου. Η αφορμή για την ενασχόλησή μας με το όνομα αυτό οφείλεται στις ακόλουθες διαπιστώσεις: (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μονή Αγίου Μερκουρίου Λυγουριού


 

Η Μονή του Αγίου Μερκουρίου. Φωτογραφία: Σαραντάκης Πέτρος. Δημοσιεύεται στο «Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Αθήνα, 2007.

Η Μονή του Αγίου Μερκουρίου. Φωτογραφία: Σαραντάκης Πέτρος. Δημοσιεύεται στο «Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Αθήνα, 2007.

Στα νότια του Λυγουριού, σε μια γαλήνια ρεματιά τριγυρισμένη από βουνά με πολλές σπηλιές, ψηλά δέντρα, ξυλοκερατιές, ελιές, μια γέρικη ψηλή βαλανιδιά, άσημη και λησμονημένη βρίσκε­ται η βασιλική του Αγίου Μερκουρίου, απομεινάρι παλιάς και μεγά­λης ανδρικής μονής που είναι έρημη από το 1835.

Αυτό που έχει διασωθεί σήμερα είναι το καθολικό της μονής, ερει­πωμένα κελιά και ένα νεότερο μι­κρό ισόγειο κτίσμα.

Το καθολικό είναι ένα μικρό εκ­κλησάκι στον τύπο της απλής βα­σιλικής με δίριχτη κεραμοσκέπαστη στέγη. Η τοιχοποιία του είναι η αργολιθοδομή. Ανατολικά υπάρχει η ημικυκλική αψίδα του ιερού μ’ ένα μικρό παράθυρο. Όλοι οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι. Ένα μικρό παράθυρο υπάρχει και στη Ν. πλευρά. Η τοξωτή θύρα εισόδου είναι στη Β. πλευρά.

Εσωτερικά ο ναός είναι ουσιαστι­κά μονόχωρος, αλλά ένα μεγάλο τόξο που στηρίζει τη στέγη του, ξεκινώντας από το δάπεδο και διαγράφοντας ημικύκλιο, φαίνε­ται να τον χωρίζει σε δύο ίσα μέ­ρη. Οι απολήξεις του τόξου είναι σύμφυτοι πεσσοί. Ολόκληρος ο ναός είναι εικονογραφημένος.

Καλύτερα διατηρημένες είναι οι τοιχογραφίες του ανατολικού τμήματος, κοντά στο ιερό. Όλες οι παραστάσεις περικλείονται σε τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα πλαίσια κόκκινης και άσπρης ται­νίας. Διακρίνονται μορφές αγίων και χριστολογικές σκηνές, ενώ στην οροφή, πολύ αμυδρά, άλλες μορφές. Στην οροφή του δυτικού τμήματος, μέσα σε μεγάλο δίσκο, φαίνεται πως υπήρχε, ο Παντο­κράτορας με αγγέλους. Στο Δ. τμήμα οι τοίχοι από τη μέση και κάτω έχουν ασβεστωθεί.

Το δάπεδο στο Α. τμήμα δημιουρ­γεί δυο χαμηλά πεζούλια εκατέ­ρωθέν του. Το ιερό είναι εντελώς αποκομμένο από τον υπόλοιπο ναό, εξαιτίας του κτιστού τέ­μπλου που έχει δύο ημικυκλικές θύρες ασύμμετρα τοποθετημέ­νες. Μεταξύ αυτών των θυρών υπάρχει παράσταση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και δεξιά του Χριστού. Στις γωνίες άγγελοι και στο κάτω τμήμα του τέμπλου πτυ­­χωτά υφάσματα που κρέμονται.

Ανθέμια και κλαράκια βρίσκονται στο εσωτερικό τμήμα των παραστάδων των θυρών. Και στο πάνω τμήμα του τέμπλου οι δώδεκα απόστολοι, που ανάμεσά τους έχουν τον Χριστό και την Παναγιά. Κάποια υπολείμματα τοιχο­γραφιών (συλλειτουργούντες ιε­ράρχες κλπ.) διακρίνονται και στο χώρο του ιερού.

Η κτητορική επιγραφή δεν έχει διασωθεί. Έτσι ο ναός θα μπο­ρούσε να χρονολογηθεί περίπου στις αρχές της Τουρκοκρατίας.

Σε μικρή απόσταση ΒΔ. από το καθολικό υπάρχει ισόγειο σπιτάκι νεότερης κατασκευής Δίπλα υψώνονται τα ερείπια των κελιών της μονής από αργολιθοδομή, και πιο χαμηλά, κοντά στη ρεματιά, μια παλιά λιθόχτιστη κρήνη. Ο ιερομόναχος Φλαβιανός από την Άρτα υπήρξε το 1781 ηγού­μενος στον Άγ. Μερκούριο.

Ο ναός φαίνεται πως έχει λησμο­νηθεί απ’ όλους, με αποτέλεσμα να φθείρεται επικίνδυνα με το πέ­ρασμα του χρόνου. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες είναι σε άθλια κατά­σταση, μουχλιασμένες από την υγρασία και μαυρισμένες, αν δεν έχουν ήδη αποκολληθεί. Σε πολ­λά σημεία, όπως στο Δ. τμήμα, στο ιερό και στην οροφή του Α. τμή­ματος, μόλις διακρίνονται. Φυσι­κά η συντήρησή τους είναι μια κατεπείγουσα εργασία και οπωσ­δήποτε αναγκαία είναι μια γενικό­τερη συντήρηση και προστασία ολόκληρου του καθολικού, που κινδυνεύει να γκρεμιστεί. [ Σημείωση Βιβλιοθήκης: Τη δεκαετία του 1990 ο ναός ανακαινίστηκε και στερεώθηκε κυρίως στην τοιχοποιία και την κεραμοσκεπή].

Στο Λυγουριό έχουν διασωθεί πολλές παραδόσεις συνδεδεμέ­νες με το μοναστήρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτά τα χρόνια αναφέρεται πως ο Τούρ­κος μπέης του χωριού με τους υποτακτικούς του πήγαινε πολύ συχνά στο μοναστήρι που ήταν στα όρια της κυριαρχίας του κι έπαιρνε τα τρόφιμα και ειδικά τα άλογα των καλογέρων, τα οποία κακομεταχειριζόταν πολύ. Οι κα­λόγεροι είχαν αγανακτήσει απ’ αυτή την καταλήστευση και κατα­πίεση, κι επειδή μάλιστα ο Άγιος δεν ανταποκρινόταν στις παρα­κλήσεις τους, τον απείλησαν ότι θα τον θυμιατήσουν με ρετσίνι και γκαβαλίνα γαϊδουρινή, αντί για λιβάνι.

Ο μπέης είχε μεγάλο πάθος με μια όμορφη Ελληνίδα από το γειτονι­κό χωριό Αδάμι, την Ατζιέλω, ή κατ’ άλλους Μάρω, και κάθε βρά­δυ έπαιρνε τ’ άλογό του κι έτρεχε μέσα στη νύχτα να πάει να τη βρει. Η επιρροή της Ατζιέλως πά­νω στον μπέη ήταν τόσο μεγάλη, που πέρασε σε μια τοπική παροι­μία. Όταν ήθελε κάποιος να πει πως έπρεπε σώνει και καλά να γί­νει κάτι έλεγε: «Εμ βέβαια, το ΄πε η Ατζιέλω από τ’ Αδάμι».

Οι καλόγεροι απαλλάχτηκαν ορι­στικά από τον κακό μπέη, όταν τον σκότωσε, με τη βοήθεια του Αγίου, το άλογό του ένα βράδυ, ενώ γύριζε από το Αδάμι στο Λυ­γουριό. Άλλοι βέβαια λένε πως ο Άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο του μπέη, μέσα στο σπίτι της φί­λης του, και τον αποκεφάλισε με το σπαθί του.

 

Σοφία Σαρρή

Φιλόλογος – Αρχαιολόγος

 Περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 35, Ιούνιος, 1990.  

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία από την Αργολική Βιβλιοθήκη

  • Γιάννης Σαρρής – Νίκος Καλαματιανός – Βασίλης Μπιμπής, «Λυγουριού Ενορίες 1701-2013», Λυγουριό, 2014.
  • Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια / Πελοπόννησος», τόμος 1ος, Αθήνα, 1976.
  • Σαραντάκης Πέτρος, « Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Εκδόσεις Οιάτης, Αθήνα, 2007

 

 

Read Full Post »

Σαρρής Γιάννης (Δραγώνας)


 

Γιάννης Σαρρής

Γιάννης Σαρρής

Ο Γιάννης Σαρρής γεννήθηκε στο Λυγουριό Αργολίδας το 1946 και ασχολείται με το εμπόριο έτοιμων ενδυμάτων και τη βιολογική καλλιέργεια της ελιάς, ενώ τον ελεύθερο χρόνο του καταπιάνεται  με την ιστορική έρευνα και τη συγγραφή. Το 1965, σε νεαρή ηλικία, όταν για δέκα χρόνια ζούσε στην Αθήνα, ένα διήγημά του κερδίζει στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Πρώτον» και δημοσιεύεται σ’ αυτό.

Οξυδερκής και ανήσυχος πρωτοστάτησε το 1974, στην ίδρυση του πολιτιστικού συλλόγου  «Ο Καββαδίας», συλλόγου ιδιαίτερα δραστήριου, που συνέβαλλε στην πολιτιστική ζωή και ταυτότητα του Λυγουριού και αποτέλεσε πόλο έλξης των νέων. Η δανειστική βιβλιοθήκη, τα θεατρικά δρώμενα, οι πολυάριθμες εκδηλώσεις ήταν αναμφίβολα καθοριστικής σημασίας για τους κατοίκους του χωριού και ιδιαίτερα για τη νεολαία, αφού  ενέπνευσε την αγάπη για τη λογοτεχνία, το θέατρο, την ποίηση και μεταλαμπάδευσε τα ιδανικά της ισότιμης συνεργασίας και της ενεργής συμμετοχής στα κοινά, εφόδια απαραίτητα για την ανάπτυξη της συνείδησης του ενεργού πολίτη. Διετέλεσε ενεργό μέλος μέχρι το 2000. Πρόεδρος του συλλόγου υπήρξε από το 1975 έως το 1981, το 1984 και το 1992.

Εκδότης της εφημερίδας «Εδώ Λυγουριό» για είκοσι χρόνια κατέγραφε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Η εφημερίδα εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1987 με τη βοήθεια του  Γιάννη Ρηγόπουλου και του αρχιτέκτονα Κ. Ξυπολιά.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80  διηγήματά του δημοσιεύονται στο λογοτεχνικό περιοδικό «Ελλέβορος», που εκδίδεται στο Άργος από τον ποιητή Γιάννη Ρηγόπουλο. Παράλληλα συνεργάζεται με την εφημερίδα «Αναγέννηση», η οποία κυκλοφορεί σε όλη την Αργολίδα, ως ανταποκριτής από το Λυγουριό.

Ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά, εκτίοντας δύο θητείες στο Κοινοτικό Συμβούλιο Λυγουριού (1978-1982) και στο Δημοτικό Συμβούλιο Ασκληπιείου (1994-98). Το 1992 ήταν ο εμπνευστής και συνιδρυτής (μαζί με την Κοινότητα και το κέντρο υγείας Λυγουριού) της «Τράπεζας Αίματος Λυγουριού».

Το 1993 το θεατρικό του έργο «Ο Μπρούκλης» ανέβηκε από το θεατρικό τμήμα του πολιτιστικού συλλόγου «Ο Καββαδίας» σε σκηνοθεσία του Χρήστου Τσιλογιάννη. Το Μάιο του 2003  του απονεμήθηκε Έπαινος για το διήγημά του «Το χτύπημα του πηγαδιού» από την τριπολιτσιώτικη εφημερίδα «Οδός Αρκαδίας», και δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα. Το 2007 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Στ’ Ανάπλι και στο Λυγουριό». 

Το 2007 έλαβε τιμητική διάκριση για τα είκοσι χρόνια έκδοσης της εφημερίδας «Εδώ Λυγουριό» και την προσφορά της στην Αργολίδα. Επίσης την ίδια χρονιά διακρίθηκε με Έπαινο στους Πανελλήνιους Διαγωνισμούς Διηγήματος του βιβλιοπωλείου «ΙΑΝΟΣ» όπου και δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Το χτύπημα του πηγαδιού». Το 2014 εκδίδουν μαζί με τους Νίκο Καλαματιανό και Βασίλη Μπιμπή την τοπική ιστορική έρευνα  «Λυγουριού Ενορίες 1701-2013». Τέλος το 2014 εκδίδει την δραματική εξιστόρηση του χρονικού της απάνθρωπης εκτέλεσης από τους Γερμανούς του Λυγουριάτη Χρήστου Κ. Αίσωπου με τίτλο: «Χρήστος Κων. Αίσωπος ή Τζίτζης».

 

Πηγή


  • «Συνέντευξη με το συγγραφέα Γιάννη Σαρρή», Κωνσταντίνα Μάρα – Φοιτήτρια.  Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Σχολή Καλών Τεχνών – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.

Read Full Post »

Χρήστος Κων. Αίσωπος ή «Τζίτζης»


 

Χρήστος Αίσωπος

Χρήστος Αίσωπος

Τον φώναζαν «Τζίτζη» γιατί από μικρός, ήταν μικροσκοπικός. Ονομαζόταν Χρήστος Αίσωπος. Είχε γεννηθεί στο Λυγουριό Αργολίδας το 1908 και ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Κωνσταντίνου («Αναγνώστη») Αισώπου και της Βασιλικής (το γένος Γ. Δουράνου). Είχε εργαστεί ως μηχανικός του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού. Στην κατοχή, επειδή ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και βρέθηκαν στο σπίτι του στο Λυγουριό δύο βιβλία Μαρξιστικού περιεχομένου, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα την 1η Ιουνίου 1944.

Κατά τον χρόνο της εκτέλεσής του, ο πατέρας του δεν υπήρχε· είχε πεθάνει από το 1941. Η μητέρα του Βασιλική, η «θεία Αναγνώσταινα», ήταν 60 ετών. Ο αδελφός του ο Παντελής ήταν 34 ετών, παντρεμένος και με δύο παιδιά. Η μεγάλη αδελφή του, η Ευγενία, 31 ετών, παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Φ. Τυροβολά. Η μικρή, η Αγγελική ήταν 28 ετών και ο Γιώργος ο «Κουτσός» 25 ετών.

Ο «Τζίτζης» από μικρός ήταν επαγγελματίας ναυτικός. Για μεγάλο διάστημα είχε υπηρετήσει στο Πολεμικό πλοίο «ΑΕΤΟΣ» με τον βαθμό του υποκελευστή. Στον πόλεμο του ’40 βρέθηκε να δουλεύει ως μηχανικός σε ένα εμπορικό πλοίο το οποίο το 1941 βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς έξω από το λιμάνι του Πειραιά και βυθίστηκε. Ο «Τζίτζης» πρόλαβε να πέσει στη θάλασσα και κολυμπώντας βγήκε στην κοντινή Σαλαμίνα. Κάποιοι θυμούνται και μας διηγήθηκαν πως έφτασε στο Λυγουριό ξυπόλητος και ρακένδυτος.

Η απασχόληση του στο χωριό τα χρόνια της κατοχής ήταν ένα περιβολάκι που διατηρούσε η οικογένειά του στη θέση «Κρανιά». Όλοι έχουν να λένε πως ήταν ένας ευφυής, φιλήσυχος και μελετηρός άνθρωπος. Δεν έκρυβε στις λιγοστές κουβέντες του την πίστη του στην δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην οργάνωση του ΕΑΜ που δημιουργήθηκε στο Λυγουριό.

Πρωτοστάτες του σχηματισμού και της δράσης της Οργάνωσης ήταν τρία αδέλφια από το Άργος, εργολάβοι, ονομαζόμενοι «Ζαρογιανναίοι». Ο Κώστας, ο μεγαλύτερος, ήταν απολυμένος τμηματάρχης του Υπουργείου Δημοσίων Έργων επί Μεταξά και έδινε παρουσία κάθε μήνα στην Αστυνομία. Αυτός ήταν και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Μαρξιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Νίκος, ο δεύτερος, ήταν πολιτικός μηχανικός. Ο Πέτρος, ο μικρότερος, είχε πλείστες καλλιτεχνικές ανησυχίες (ηθοποιός, ερασιτέχνης μουσικός,…) και ήταν παροιμιώδης γλεντζές και γυναικοκατακτητής στο προπολεμικό Λυγουριό.

Πριν ακόμη από τον πόλεμο οι «Ζαρογιανναίοι» είχαν πάρει την εργολαβία κατασκευής του δρόμου Λυγουριού-Παλαιάς Επιδαύρου με επιστάτη το Λυγουριάτη Θανάση Χρόνη. Ο Κώστας ο Ζαρόγιαννης, που συνήθως επέβλεπε τα έργα και το προσωπικό, δεν ξεχνούσε την ιδεολογία του ακόμα και εν ώρα εργασίας. Όλοι θυμούνται πως κάθε πρωί, κατά τις 10, «υποχρέωνε» τους εργαζόμενους σε διάλειμμα, για καφέ και συζήτηση. Εκεί, με το κύρος του ιδεολογικά ενημερωμένου στελέχους, ανέλυε τις κοινωνικές αδικίες, την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», το δίκιο και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ένας απροσδόκητος εργοδότης…

Τα χρόνια της κατοχής – και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1942 – τόποι συνάντησης των μελών του ΕΑΜ και πεδίο διαφώτισης και προπαγάνδας ήταν τα δεκάδες περιβολάκια των Λυγουριάτικων οικογενειών. Τα περισσότερα δημιουργήθηκαν λόγω της πείνας και της κατοχής σε κάθε τόπο που υπήρχε λίγο νεράκι… Στη «Νάπα», στο «Γερό» (Ιερό), στο «Μπουλμέτι», στα «Κρανιά», στου «Τζερέκου» και αλλού.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Μια προπολεμική φωτογραφία: Στη μέση ο Πέτρος Ζαρόγιαννης, αριστερά ο Χρήστος Αίσωπος και δεξιά ο Γιάννης Ν. Καψάλης.

Εκεί πηγαινοέρχονταν τα μεσημέρια πότε ο Κώστας και πότε ο Πέτρος ο Ζαρόγιαννης μ’ ένα ποδήλατο, όταν ξαπόσταιναν οι περιβολάρηδες για «μια μπουκιά ψωμί». Εκεί άνοιγε η κουβέντα και φούντωνε ο διάλογος. Εκεί όλοι μιλούσαν και άκουγαν για την πορεία του πολέμου – Ελ Αλαμέιν, Στάλινγκραντ – για την Αντίσταση και την Ελευθερία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Εκεί όλοι μιλούσαν και συμφωνούσαν για την παραδειγματική τιμωρία που περίμενε μετά την απελευθέρωση τους δοσίλογους, τους μαυραγορίτες και τους κάθε λογής συνεργάτες των στρατευμάτων κατοχής. Η Οργάνωση του ΕΑΜ σε πλήρη ανάπτυξη. Διαφώτιση, προπαγάνδα και στρατολόγηση νέων μελών. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι νέες και οι νέοι που ανταποκρίθηκαν.

Παράλληλα όμως με τη διαφωτιστική – προπαγανδιστική δουλειά της Οργάνωσης, λίγους μήνες πριν από τη σύλληψη του «Τζίτζη», στην περιοχή του Λυγουριού, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός, που διαμόρφωσε συνθήκες πολέμου. Το γερμανικό φυλάκιο στο «Γερό» (Ιερό Ασκληπιείου) χτυπήθηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήμερα την Κυριακή της τελευταίας Αποκριάς, την 1η Μαρτίου 1944. Το Λυγουριό εκείνη την ημέρα είχε διπλή γιορτή, από τη μια την παραδοσιακή τελευταία Αποκριά και από την άλλη την πρόσφατη αποχώρηση των Γερμανών από το χωριό τους. (Οι Ιταλοί είχαν φύγει από την προηγούμενη χρονιά).

Οι κατακτητές άφησαν στην περιοχή μόνο μία φρουρά, στο φυλάκιο του Ασκληπιείου, που βρισκόταν βορειοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου και λίγο πριν από το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. Το φυλάκιο ήταν μια εγκατάσταση λίγων δωματίων, που περιστοιχιζόταν από πέτρινα ορύγματα και που είχε κατασκευαστεί από τους Γερμανούς με υποχρεωτική εργασία Λυγουριατών. Εκεί είχαν εγκαταστήσει γεννήτρια, ασύρματο, τηλέφωνο και μαγειρείο. Οι εγκαταστάσεις του φυλακίου καταστράφηκαν από τους ίδιους τους Γερμανούς με εκρηκτικά όταν αποχώρησαν οριστικά από τον τόπο μας το καλοκαίρι του 1944.

Στην ολιγομελή φρουρά του φυλακίου υπηρετούσε κι ένας πανύψηλος καλοκάγαθος Γερμανοπολωνός στρατιώτης, ονόματι Ρίχελ. Αυτός, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στον τόπο μας και των συνθηκών της κατοχής που διαμορφώθηκαν, είχε συμπονέσει τους φτωχούς χωριάτες και ιδιαίτερα τα στερημένα παιδιά των αγροτοκτηνοτρόφων της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι φορές, τον καιρό της πείνας, που τους έδινε κάτι να φάνε. Ο Χρήστος Γ. Σαρρής – επτάχρονο παιδάκι τότε – θυμάται πως από τα χέρια του Ρίχελ πήρε και έφαγε την πρώτη σοκολάτα της ζωής του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως σε αυτό το φυλάκιο υπηρετούσε επίσης και ο δεκαοχτάχρονος τότε Γερμανός στρατιώτης ονόματι Άϊντς. Αυτός τελικά επέζησε του πολέμου και το 1979 επισκέφτηκε τον τόπο μας και βαθύτατα συγκινημένος (κλαίγοντας) προσκύνησε τα ερείπια του φυλακίου. Τέλος, μάγειρας του φυλακίου ήταν ο 35χρονος γερμανός στρατιώτης ονόματι Αρτούρ, ο γηραιότερος της φρουράς, αλκοολικός και πασίγνωστος στους ντόπιους, που δεν τον «χόρταιναν» κρασί.

Την ημέρα της τελευταίας Αποκριάς, που εξιστορούμε, είχε κατέβει και ο Ρίχελ στο Λυγουριό. Ήθελε να παρακολουθήσει τις εορταστικές εκδηλώσεις των χωρικών, ίσως όμως ήθελε και να τους αποχαιρετήσει· όλοι ήξεραν ότι οι Γερμανοί «χάνουν τον πόλεμο» και ότι σύντομα θα οπισθοχωρούσαν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον υποδέχτηκαν και τον κέρασαν.

Εκείνες τις ώρες της διασκέδασης, λίγο πριν από το μεσημέρι, στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου, μια μικρή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ, προερχόμενη από την περιοχή της Κορίνθου, υπό τον καπετάν «Χάρο» κατά κόσμον Παπαρρήγα (μετέπειτα πεθερό της μέχρι πρότινος Γραμματέως του Κ.Κ.Ε.) περικύκλωσαν από απόσταση το γερμανικό φυλάκιο. Έστησαν ένα πολυβόλο στη θέση «Χαρανί», πλησίον του Μαλεάτα και όρθωσαν πρόχειρες πολεμίστρες με «λιανοντούφεκα» ανατολικά από το στανοτόπι του Βασίλη Σαρρή («Ξαλιά»).

Πριν εκδηλώσουν την επίθεση, «υποχρέωσαν» δύο Λυγουριάτες που βρήκαν στην περιοχή, τον Δημήτρη Μιχ. Γιαννούλη και τον Παναγιώτη Ιω. Γκοβάτση, να κόψουν με χειροπρίονα δύο τηλεγραφόξυλα και με αυτά να καταστρέψουν την τηλεφωνική σύνδεση του φυλακίου. Στη συνέχεια, έριξαν μερικές ριπές με το πολυβόλο και κάποιες βολές με τα τουφέκια εναντίον των γερμανικών εγκαταστάσεων. Όταν όμως δέχτηκαν τη σφοδρή αντεπίθεση των Γερμανών, αποσύρθηκαν προς νότο με κατεύθυνση την Ερμιονίδα, που ήταν ο προορισμός τους. Απώλειες ή τραυματισμοί δεν υπήρξαν για καμιά από τις δύο πλευρές. Η «επιχείρηση» αυτή των ανταρτών εναντίον του γερμανικού φυλακίου πιθανότατα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα επιπόλαιο περιστατικό, αυθόρμητο και απροσχεδίαστο, που παρ’ ολίγον να κάψει στην κυριολεξία το Λυγουριό και να πυροδοτήσει την γερμανική εκδικητικότητα.

Οι Γερμανοί, όταν διαπίστωσαν την καταστροφή της τηλεφωνικής γραμμής, χρησιμοποίησαν τον ασύρματο και ειδοποίησαν την Κεντρική Διοίκηση στο Ναύπλιον ζητώντας ενισχύσεις, οι οποίες και δεν άργησαν να έρθουν. Πρώτα-πρώτα έφτασαν από τον Σαρωνικό δύο πολεμικά υδροπλάνα, που διέγραψαν μία κυκλική επιθετική περιπολία πάνω από την περιοχή.

Οι κάτοικοι του Λυγουριού με το πρώτο βουητό των υδροπλάνων και τις απανωτές ριπές των πολυβόλων, που γάζωναν τους γύρω λόφους, διέκοψαν απότομα την αποκριάτικη διασκέδαση. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Με ιδιαίτερη σπουδή οι τρομοκρατημένοι χωρικοί ετοίμασαν τη φυγή τους στην ύπαιθρο. Γέμισαν τις γούρνες με νερό και τάισαν τα πουλερικά και τα ζωντανά του σπιτιού. Βύζαξαν τα αρνιά και τα κατσίκια και τα έκλεισαν στους στάβλους. Δεν ήξεραν πότε θα γυρίσουν. Έριξαν στα καπούλια και στα σαμάρια των ζώων λίγες κουβέρτες, μερικές αλλαξιές, ένα καρβέλι ψωμί και κάποια λιγοστά εφόδια. Τα μωρά βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά της μάνας και τα μεγαλύτερα παιδιά κρατώντας σφιχτά το χέρι του πατέρα βγήκαν από το χωριό και όλες οι οικογένειες σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μόνο λίγοι γέροι έμειναν πίσω καρτερώντας τον πιθανό κίνδυνο παρά τη σίγουρη ταλαιπωρία της «εξόδου».

Οι περισσότερες οικογένειες αναζήτησαν την προστασία τους στα περιβόλια τους και στα κοντινά ξωκλήσια. Ο Αη Γιώργης, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άγιος Μερκούριος μετατράπηκαν σε πραγματικά καταφύγια πίστης και ελπίδας. Τα γυναικόπαιδα είχαν την προτεραιότητα στην προστασία. Ορισμένοι νέοι και οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν με προφυλάξεις σε ψηλούς βράχους και αγνάντευαν το χωριό που σε λίγο – κατά τις φήμες – θα καιγόταν. Ευτυχώς το κακό δεν έγινε. Πολλοί ισχυρίζονται πως αυτό οφείλεται στην πεισματική και πειστική παρέμβαση του στρατιώτη Ρίχελ που έπεισε τους ανωτέρους του πως οι αντάρτες που «χτύπησαν» το φυλάκιο ήταν φερτοί και δεν είχαν καμία σχέση με τους φιλήσυχους Λυγουριάτες.

Εν τω μεταξύ κατέφθασαν στο έρημο χωριό από το Ναύπλιον δύο τεθωρακισμένα καμιόνια με πάνοπλους στρατιώτες. Παράλληλα τα υδροπλάνα συνέχιζαν τις εκκωφαντικές περιπολίες τους και «γάζωναν» με τις ριπές τους τα γύρω υψώματα.

Αθώο θύμα της αεροπορικής αυτής επίθεσης υπήρξε η άτυχη Χριστίνα, σύζυγος του Περίανδρου Σκοτώρη, 30 ετών και μητέρα ενός εξάχρονου αγοριού, του Κώστα. Έπεσε νεκρή πηγαίνοντας στην περιοχή «Μόνουκα» από μια αεροπορική ριπή πλησίον του Λυγουριάτικου νεκροταφείου, πριν προλάβει να κρυφτεί στα δέντρα του περιβόλου. Η επτάχρονη τότε Φωτούλα Μιχ. Ξυπολιά θυμάται πως το άψυχο σώμα της μεταφέρθηκε στο χωριό με το γαϊδουράκι του πατέρα της Παναγιώτη Ν. Δεληγιάννη.

Την από αέρος γερμανική επίθεση δέχτηκε και η Κατερίνα, σύζυγος Γεωργίου Περ. Καψάλη, στην περιοχή του Αη Γιώργη, όταν πήγαινε με το γάιδαρό της να προφυλαχτεί, κρατώντας στην αγκαλιά της τον τετράχρονο γιο της Περικλή. Όταν είδε από μακριά τ’ αεροπλάνα και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, πρόλαβε να κατέβει από το ζώο και με τον μικρό Περικλή στην αγκαλιά της κρύφτηκαν στους παρακείμενους θάμνους. Οι φονικές ριπές του αεροπλάνου τελικά σκότωσαν μόνο το άτυχο ζώο.

Στον απόηχο του «χτυπήματος» του φυλακίου, ένα άλλο αιματηρό επεισόδιο συνέβη στη θέση «Χάνι» του γειτονικού Αδαμίου. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του κυνηγητού που εξαπέλυσαν κατά των ανταρτών, οι Γερμανοί έστειλαν και ένα απόσπασμα προς την κατεύθυνση της φυγής τους. Αυτό το απόσπασμα, αφού παρέκαμψε τη θέση «Κολώνες» του Ιερού, βγήκε αγνάντι στην Αδαμιώτικη περιοχή «Χάνι», λίγο μετά το «Σέλκι». Σε αυτή την επιχείρηση οι Γερμανοί δεν συνάντησαν πουθενά αντάρτες και στράφηκαν στους άμαχους. Για τους ένοπλους κατακτητές, ό,τι εκινείτο ήταν στόχος.

Έτσι τα πυρά των Γερμανών σκότωσαν τον γέροντα Παναγιώτη Καραφωτιά, που όταν τους είδε έτρεξε να κρυφτεί στο βουνό, αλλά δεν πρόλαβε. Στη συνέχεια, τραυμάτισαν σοβαρά στα πόδια την εντεκάχρονη τότε Ιωάννα (Γιαννούλα) Χρ. Παπαδόγιαννη, μετέπειτα σύζυγο Γεωργίου Κ. Καραφωτιά, που εκινείτο στην αυλή του σπιτιού της. Όταν πλησίασαν οι εξαγριωμένοι Γερμανοί, πυρπόλησαν και το σπίτι του Παπαδόγιαννη γιατί το θεώρησαν κρησφύγετο των διερχόμενων ανταρτών. Αυτή την εξήγηση έδωσε στους τρομοκρατημένους παθόντες ο Έλληνας χωροφύλακας και διερμηνέας των κατακτητών ονόματι Κρεμπενιός, που τότε υπηρετούσε στο Σταθμό του Λυγουριού.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Ο Χρήστος Κ. Αίσωπος στην αρχή της θητείας του στο Ναύσταθμο.

Το περιβολάκι της οικογένειας του «Τζίτζη» βρισκόταν στη θέση «Κρανιά», νοτιοανατολικά του χωριού. Από εκεί ο Χρήστος, έχοντας δίπλα του την απέραντη κρυψώνα του βουνού, ζούσε σαν καταζητούμενος των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους, παρότι δεν είχε κατηγορηθεί ή διαπράξει κανένα έγκλημα πέραν της προσήλωσής του στη Μαρξιστική θεωρία. Έτσι, όπως κάθε τόσο, πιθανότατα, την Κυριακή 29 Μαΐου 1944, ξεκίνησε από το περιβόλι του, με κάθε προφύλαξη, να φτάσει στο πατρικό του σπίτι για προμήθειες. Πολύ πριν πλησιάσει, κάποιοι άλλοι περιβολάρηδες τον ειδοποίησαν: «Πρόσεχε» του είπαν «το χωριό σήμερα είναι γεμάτο από Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες….». Αυτός τους αγνόησε… Το είχε ξανακάνει… Όταν όμως μπήκε στο σπίτι του, «μπουκάρισαν» ξωπίσω του οι κρυμμένοι ένοπλοι διώκτες του και τον συνέλαβαν.

Έψαξαν σε κάθε γωνιά του σπιτιού για όπλα ή κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο. Δεν βρήκαν τίποτα, παρά μόνο δυο βιβλία – κομμουνιστικά είπαν – κρυμμένα στην αποθήκη με τα κάρβουνα. Με τα «ενοχοποιητικά» αυτά ευρήματα – τα Μαρξιστικά βιβλία – οι δεσμώτες του τον οδήγησαν στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού για ανάκριση.

Εκεί για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες τον βασάνισαν φριχτά, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες για κρυψώνες όπλων και ονόματα ανταρτών. Εκείνες τις ημέρες και τις νύχτες στη γειτονιά της Αστυνομίας δεν κοιμήθηκε κανένας από τα βογγητά του άτυχου κρατούμενου. Ο Χρήστος φαίνεται πως άντεξε, γιατί δεν ακολούθησαν άλλες συλλήψεις. Το μόνο που μπορεί να αναφερθεί, χωρίς να συσχετισθεί, είναι πως εκείνες τις ημέρες, με τη σύλληψη του «Τζίτζη», είχαμε και τις ανακρίσεις από τους Γερμανούς του εφημέριου παπα -Γρηγόρη Πετρουλά, που λίγο έλειψε να τον εκτελέσουν κι αυτόν – τελικά τη γλίτωσε αλλά του απαγορεύτηκε να επανέλθει στην ενορία του στο Λυγουριό.

Ο Πετρουλάς είχε κατηγορηθεί για αντιγερμανική προπαγάνδα «από άμβωνος» και για μια φωτογραφία που έφτασε στα χέρια των κατακτητών από ντόπιους «καλοθελητές» στην οποία ο ιερέας απεικονιζόταν με αρμάδες «χιαστί» εν μέσω ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Απόλυτα σαφής είναι η αναφορά του με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1944 προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αργολίδος, που γράφει επί λέξει: «Λαμβάνω την τιμήν ευσεβάστως ν’ αναφέρω Υμίν, ότι η Γερμανική Αστυνομική αρχή μου απαγόρευσε να επανέλθω εις την οργανικήν μου θέσιν εν Λυγουρίοις, καθότιν ευρίσκει λόγους σοβαρούς προς τούτο… Ασπάζομαι την δεξιάν σας. Το πνευματικόν σας τέκνο Γρ. Πετρουλάς». (Πηγή: Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Αργολίδας).

Ύστερα από τρία μερόνυχτα φρικτών βασανιστηρίων ο «Τζίτζης» βρισκόταν σε άθλια κατάσταση στα κρατητήρια της Αστυνομίας του Λυγουριού· αιμόφυρτος, νηστικός και κυρίως διψασμένος, δύσκολα στεκόταν στα πληγωμένα πόδια του. Αυτό διαπίστωσε όταν τον αντίκρισε από τον μικρό φωταγωγό της φυλακής του – και αυτό μαρτύρησε – η πρώτη του εξαδέλφη Μαριγώ, σύζυγος Δημητρίου Χρ. Μελλά ή «Μπόρη».

Αυτή και μόνο, με αξιοζήλευτο θάρρος και αυταπάρνηση, προσέγγισε τον χώρο του βασανιστηρίου του, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Με απαράμιλλη ευρηματικότητα, ψυχραιμία και μυστικότητα, χρησιμοποίησε το ημιυπόγειο της διπλανής με το κρατητήριο χαμοκέλας, ιδιοκτησίας τότε Παντελή Γκοβάτση (σημερινή οικία Κων. Τζάνου) και πέρασε «σαν φίδι» στο σκοτεινό σοκάκι της Αστυνομίας. Έτσι προσέγγισε τη φυλακή του κρατούμενου εξαδέλφου της και του έδωσε μέσα από τα κάγκελα του φεγγίτη λίγη τροφή και κυρίως το πολύτιμο νερό, που τόσο είχε ανάγκη.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Ο Χρήστος Αίσωπος με την αδελφή του Ευγενία Τυροβολά που έμελλε να ζήσει το τραγικό τέλος του.

Σ’ αυτό το μικρό αλλά βασανιστικό διάστημα η αδελφή του Χρήστου, η Ευγενία Τυροβολά, με την συνδρομή του δικολάβου Κωνσταντίνου Αισώπου συμπλήρωσε μια «αίτηση χάριτος» και μάζεψε υπογραφές θετικές από όλο το χωριό. Υπέγραψαν πάρα πολλοί ομοϊδεάτες και αντίθετοι. Μέχρι και η Ελενίτσα, η χήρα του Χρηστάκη του Τόλια του γιατρού, που τον προηγούμενο χρόνο – το 1943 – είχε εκτελεστεί μαζί με τον Παλαιοεπιδαύριο Βάσο Φελιμέγκα από Λιμνιάτες αντάρτες στην Προσύμνη. Τόσο αγαπητός ήταν. Όταν όμως ο γιατρός ο «Καλέρης» (Κ. Καλαματιανός) είδε όλες αυτές τις υπογραφές, τη διαβεβαίωσε πως αυτό το πλήθος των υπογραφών, που έδειχνε πόσο αγαπητός ήταν στην τοπική κοινωνία, θα ήταν και ο σίγουρος θάνατός του. Την έπεισε να σκίσουν την αίτηση και να συντάξουν καινούργια. Δεν πρόλαβαν…

Οι Γερμανικές αρχές, αφού με την ανάκριση και τα βασανιστήρια δεν μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν καμιά πληροφορία, πήραν την αποτρόπαια απόφαση: «Εις θάνατον…» – χωρίς φυσικά ο δυστυχής κρατούμενος να τύχει οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας και υπεράσπισης. Τέτοια χρόνια τέτοια λόγια. Έτσι το πρωί της 1ης Ιουνίου 1944, ημέρα Τετάρτη, οι πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες οδήγησαν «σηκωτό» τον αιμόφυρτο και ανήμπορο Χρήστο έξω από το χωριό.

Μαρτυρίες για τη διαδρομή που ακολούθησαν δεν υπάρχουν. Όλοι οι χωριανοί είχαν κρυφτεί και κλειστεί στα σπίτια τους. Η θλιβερή κουστωδία, για να αποφύγει τον κεντρικό δρόμο, πρέπει να πήρε τη βορειοδυτική διαδρομή, από το προαύλιο της Αγίας Τριάδας προς τον «Πλάτανο». Από εκεί θα κατηφόρισαν προς το δρόμο της Επιδαύρου. Αμέσως μετά το σπίτι του Κώστα Καμπίτη («Μπόμπη»), μπήκαν στην αριστερή πλευρά της ασφάλτου, σε ένα χωράφι ιδιοκτησίας τότε Δημητρίου Γκάτζιου («Σπόγγου»), που σήμερα είναι χτισμένη η κατοικία του Παναγιώτη Φωτ. Χουντάλα. Εκεί στον ίσκιο μιας εύρωστης γκοριτσιάς σταμάτησαν. Χωρίς άλλη διαδικασία και καθυστέρηση ο επικεφαλής της Γερμανικής φρουράς έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε τον «Τζίτζη» στο κούτελο. Η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος της κεφαλής του, που άνοιξε σαν τσόφλι καρυδιού και σκόρπισαν τα μυαλά του στο χώμα. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί και κάποια παιδιά παρακολούθησαν την εκτέλεση από μακριά. Οι εκτελεστές για πολλή ώρα απαγόρευσαν σε οποιονδήποτε να πλησιάσει το άψυχο σώμα εκτός… από τα σμήνη των μυγών, που λόγω της ζέστης δεν άργησαν να σκεπάσουν – στην κυριολεξία – τα χαίνοντα τραύματα του νεκρού. Φρίκη πραγματική.

Αυτή την αποτρόπαια εικόνα αντίκρισε, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, και μας περιέγραψε ο δεκαπεντάχρονος τότε και «αυτόπτης» Αναστάσιος Δ. Μελλάς («Μπόρης»), γιός της Μαριγώς που προαναφέραμε. Όταν μαθεύτηκε το κακό στο χωριό, στο σπίτι του αδικοσκοτωμένου Χρήστου, βρίσκονταν μόνο η άμοιρη μητέρα του Βασιλική, η «θεια Αναγνώσταινα» και η μεγάλη αδελφή του Ευγενία Τυροβολά. Εκείνες μόνο έτρεξαν αλλόφρονες να τον θρηνήσουν και να τον παραλάβουν. Όλοι οι άλλοι του σπιτιού έλειπαν.

Η μικρή του αδελφή Αγγελική βρισκόταν κοντά στον αδελφό της το Γιώργη, σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου ο τελευταίος νοσηλευόταν ύστερα από τον ακρωτηριασμό του ενός ποδιού του. Αυτοί οι δύο το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης του αδελφού τους το έμαθαν μετά από σαράντα μέρες, όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Λυγουριό. Ο άλλος αδελφός τους, ο Παντελής, ήταν κρατούμενος για πολιτικούς λόγους στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Η γυναίκα του η «Βγενιά» για περισσότερη προστασία είχε μετακομίσει στο πατρικό της, στη Νέα Επίδαυρο, έχοντας μαζί της την τετράχρονη κόρη της και το νεογέννητο γιο της. Εκεί ειδοποιήθηκε για το κακό αυθημερόν, λαβαίνοντας από το Λυγουριό το θλιβερό μήνυμα του πένθους μέσα σε ένα ταγάρι που έκρυβε ένα μαύρο τσεμπέρι. Ώσπου να μάθει τα ακριβή γεγονότα «δεν ήξερε για ποιόν να θρηνήσει…». Αυτά τα διηγείται ακόμη η θεια «Βγενιά» παρά τα βαθιά της γεράματα.

«Η ακριβής περιγραφή του περιστατικού και των συνθηκών θανατώσεως του θύματος…» περιέχεται στη σχετική αγωγή που συνέταξε στις 23 Αυγούστου 1995 ο Ναυπλιώτης δικηγόρος Παν. Λαλούσης για την «Διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Αντιγράφουμε: «Η θανάτωση έγινε με όπλο από Γερμανούς στρατιώτες μέσα στο Λυγουριό πλησίον της οικίας Αναστ. Λιάτα («Τασέλου») την 1η Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην και ώραν 9 π.μ. αφού είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια, για λόγους αντιθέσεώς του στη ναζιστική θεωρία. Μετά τη θανάτωση οι συγχωριανοί ειδοποίησαν την οικογένειάν του που τον έθαψε κατά τις 6 μ.μ. της ίδιας μέρας τοποθετημένο επάνω σε φύλλο ξύλινης πόρτας».

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου, με αριθμό 7, παρελήφθη από την μητέρα του θύματος Βασιλική, στις 12 το μεσημέρι. Την υπογράφει ο τότε Ληξίαρχος και διορισμένος Πρόεδρος της Κοινότητας Βασ. Διδασκάλου («Μπιλ»). Διαβάζουμε: «την πρώτην του μηνός Ιουνίου 1944 ημέραν Τετάρτην… απεβίωσεν φονευθείς ο υιός της Χρήστος Κ. Αίσωπος… Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του ιατρού Κων. Καλαματιανού επήλθεν εκ τραύματος δι’ όπλου». Στο περιθώριο του εγγράφου και με διαφορετικό γραφολογικό χαρακτήρα υπάρχει ετεροχρονισμένη η σημείωση: «Εφονεύθη παρά γερμανών».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «αυτόπτη» δεκαοχτάχρονου τότε Κώστα Π. Γκοβάτση («Μοίρα»), που βρέθηκε την ώρα της διακομιδής στην «Πάνω Πλατεία» του Λυγουριού, ο νεκρός είχε τοποθετηθεί επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Την ξύλινη πόρτα που αναφέρει η αγωγή του δικηγόρου δεν θυμάται να την είδε. Το πιθανότερο είναι ότι η πόρτα με τη σορό τοποθετήθηκε σκεπασμένη με σεντόνι επάνω στη σκάλα κι έτσι μεταφέρθηκε από τον τόπο της εκτέλεσης στο ιατρείο του Κων. Καλαματιανού για τη γνωμάτευση και από κει στο Νεκροταφείο.

Τη μακάβρια μεταφορά ανέλαβαν, εκ περιτροπής, κρατώντας την ξύλινη σκάλα από τις άκρες της, ο φανοποιός Πέτρος Σπανόπουλος («Πετράκης»), ο Στέλιος Κωστάκης («Πίκρας») και η αδελφή του νεκρού, Ευγενία· αυτή η τραγική λυγερόκορμη νέα γυναίκα, που εκείνη την ημέρα – μονάχη ουσιαστικά – αντιμετώπισε και διαχειρίστηκε με ιδιαίτερο πείσμα το αβάσταχτο πένθος και τον φαρμακερό πόνο, τον δικό της, της μάνας της και του σπιτιού τους ολόκληρου· αυτή που πρώτη το πρωί, στον τόπο της εκτέλεσης σκέπασε μ’ ένα σεντόνι το θλιβερό λείψανο του αδελφού της και τελευταία το βράδυ, με σφιγμένα τα δόντια, τον μετέφερε μέχρι το Νεκροταφείο· αυτή που βάσταξε και απομόνωσε με λεόντεια γενναιότητα τον ανεκδήλωτο θρήνο της, αδιαφορώντας για την παρουσία των μισητών εκτελεστών. Η Ευγενία Τυροβολά, μια υπερήφανη φυσιογνωμία, φερμένη και βγαλμένη από την τραγική «Αντιγόνη» του αρχαίου ποιητή.

Τέλος εκείνο που θυμάται και μας μετέφερε επίσης ο Κώστας Γκοβάτσης είναι πως η νεκρώσιμη συνοδεία των ελάχιστων συγγενών δεν ξεπερνούσε τα επτά με οκτώ άτομα. Οι άλλοι χωριανοί, απόλυτα τρομοκρατημένοι, είτε είχαν φύγει μακριά από το χωριό είτε είχαν κλειδωθεί στα σπίτια τους.

Η ταφή του άτυχου – και ξεχασμένου από κοινωνία και πολιτεία – Χρήστου Αίσωπου έγινε χωρίς παπά και νεκρώσιμη ακολουθία κατόπιν διαταγής των στρατευμάτων κατοχής. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο, άδικα και απάνθρωπα.

Το επίσημο Γερμανικό κράτος ουδέποτε έδωσε λόγο συγγνώμης ή αποζημίωση. Σήμερα, 70 χρόνια από τότε – και επειδή οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας όσο τους θυμόμαστε – κλείνουμε αυτό το σημείωμα και το δημοσιοποιούμε σαν ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στον τραγικό συμπατριώτη μας και ήρωα, Χρήστο Κων. Αίσωπο.

 

Γιάννης Σαρρής (Δραγώνας)

Λυγουριό, Μάιος 2014


Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Κέντρο Ελληνικών Σπουδών – «Χρώματα ανθισμένων φυτών: από τη φύση της Ελλάδας ως τη ζωγραφική απεικόνιση και τη νανοτεχνολογία»


“Events Series 2015”

«Η Φαντασία στην Επιστήμη και την Τέχνη»

 

Πανεπιστήμιο Harvard Την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015 και ώρα 7.00 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο Λυγουριού θα δώσει διάλεξη η Σοφία Ριζοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Βιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 Θέμα της ομιλίας, θα είναι: «Χρώματα ανθισμένων φυτών: από τη φύση της Ελλάδας ως τη ζωγραφική απεικόνιση και τη νανοτεχνολογία».

Συνομιλητής της κυρίας Ριζοπούλου θα είναι ο Δημήτρης Γκίκας, Βιολόγος, Φυσικός, Υποψήφιος Διδάκτορας Βιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η σειρά εκδηλώσεων «Events Series 2015» συνδιοργανώνεται με τους Δήμους Ναυπλιέων, Άργους-Μυκηνών, Ερμιονίδας και Επιδαύρου.

Read Full Post »

Older Posts »