Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Karl Krazeisen’

Ο λοχαγός Κάρλ Κρατσάϊζεν ζωγραφίζει τους Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές του΄21


 

Ο Κάρλ Κρατσάϊζεν (27 Οκτ. 1794 - 25 Ιαν. 1878) ως αντιστράτηγος του Πεζικού. Η φωτογραφία χρονολογείται το 1852-1863. Η φωτογραφία δωρίθηκε από τον γιο του στην Εθνολογική και Ιστορική Εταιρεία περίπου το 1900. Φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Κάρλ Κρατσάϊζεν (Karl Krazeisen) από το Πα­λατινάτο της Βαυαρίας (1794-1878), παρ’ όλο το δυσκολοπρόφερτο, σύνθετο όνομά του – στα γερμανικά σημαίνει «σιδερένιο ξύ­στρο για παπούτσια»-, είναι πια αναγνωρίσιμος και γνωστός στην ελληνική γραμματεία των τεχνών. Είναι ο αυτοδίδακτος εκείνος ζωγράφος ο οποίος μέσα από ένα σχεδόν αφελές σχεδιαστικό ρομαντικό ιδίωμα απέδωσε, σχεδιάζοντας με μολύβι εκ του φυσικού, τις προσωπογραφίες των Ελλήνων ηρώων και Ευρωπαίων συναγωνιστών του από το 1826 ως το 1827. Ήταν αυτός που ως στρατιωτικός, δρώντας και ως «πολεμικός ανταποκριτής» στο Ναύπλιο, τον Πό­ρο, την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, ανέδειξε τις προσωπογραφίες των οπλαρχηγών, πυρπολητών, πολιτικών, προεστών και λογίων στο εγκυρότερο νεοελληνικό «Πάνθεον Αθανάτων» το οποίο διαμόρφωσε τη συνείδηση πολλών γενεών πατριωτών μέχρι σήμερα.

Η ιστορία δεν ειρωνεύεται σπάνια στον τόπο μας: Αυτός, ένας Βαυαρός, εμείς, με έντονη ακόμα αντι-βαυαρική διάθεση προς τις εκτιμήσεις μας σχετικά με τη συγκρότηση του κράτους και την ιστορική μας πορεία ως έθνους, μας πρόσφερε ένα εικαστικό υλικό τόσο φορτισμένο από την ίδια την παρουσία και το ήθος των θνητών ηρώων, ώστε να το ενσωματώσουμε αναντίρρητα στην εθνική μας συνείδηση, αποσιωπώντας όμως ενδεχόμενες «ταπεινωτικές» για τις επιλογές μας λεπτομέρειες. Μια από αυτές θα ήταν ότι το χέρι που έδωσε σάρκα και οστά στο «Εθνικόν Ηρώον του 1821» ήταν βαυ­αρικό, ανήκε μάλιστα σε έναν υπολοχαγό του βαυαρικού πεζικού!

Ο Κρατσάϊζεν δεν έφθασε στην Ελλάδα ως περιηγητής αλλά ως στρατιωτικός, σε μια δύσκολη για την Επανάσταση περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι είχε πέσει, ο Ιμπραήμ ήταν κυρίαρχος στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες οπλαρχηγοί σπαράσσονταν από εμφύλιες έριδες. Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν προφανώς επαρκή για να τον ωθήσουν στην περιπέτεια της καθόδου στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως ο τρόπος με τον οποίο εγκατέλειψε τη μονάδα του στη Βαυαρία ήταν τυχοδιωκτικός. Για τον λόγο αυτόν επιστρέφοντας στο Μόναχο δικάστηκε και καταδικάστηκε. Μόνο επειδή έτυχε συγνώμης – ίσως επειδή είχε συνταχθεί στο φιλελληνικό σώμα του Karl Wilhelm von Heideck, επίσης ερασιτέχνη ζωγράφου και κατοπινού μέλους της Αντιβασιλείας του Όθωνα – επανέκτησε τον στρατιωτικό βαθμό του και έφθασε με κανονικές προαγωγές μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου.

Σε φωτογραφία του που φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο αναγνωρίζουμε τη φυσιογνωμία του σε ώριμη ηλικία. Τη γνωρίζουμε όμως και από τον πρώτο ιστορικό πίνακα της νεοελληνικής τέχνης: Στον πίνακα «Το εν Πειραιεί ευρισκόμενον στρατόπεδον του Καραϊσκάκη το έτος 1827» έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη του 1855 (Εθνική Πινακοθήκη) που είχε θεωρήσει ως αφιέρωμα στον ελληνικό λαό και τους φίλους του, αναγνωρίζεται ανάμεσα στους φουστανελοφόρους αγωνιστές με τη στολή του βαυαρικού πεζικού να συμμετέχει στην προετοιμασία της μάχης και θέλοντας να ενθαρρύνει τους άτακτους συναγωνιστές του, δείχνει εμφατικά τον στόχο της επικείμενης μάχης που δεν ήταν άλλος από την επανάκτηση της Ακρόπολης.

Είναι σημαντική η πληροφορία ότι ο Κρατσάϊζεν είχε συμμετάσχει στην ιστορική πολιορκία της Αθήνας της 6ης Μαρτίου και της Ακρόπολης στις 22 Απριλίου το 1827 υπό το πρόσταγμα του Γάλλου στρατηγού Fabvier, του Καραϊσκάκη και των Φιλελλήνων στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης.

 

Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878), το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα, 1855. Ελαιογραφία σε μουσαμά, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη.

 

Ο Βρυζάκης, με τη λεπτομέρεια αυτή, αποτίει ειδικό φόρο τιμής στον αυτοδίδακτο ζωγράφο – στρατιωτικό που ως φιλέλληνας φορεί στο κεφάλι φέσι, φορεμένο μάλιστα με τον ελληνικό τρόπο, ελαφρά πατημένο προς τα κάτω. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε τον ιδιαίτερο φόρο τιμής που αποδίδει ο ζωγράφος στον φίλο του Heideck στον οποίο δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι εκείνος που διαγράφεται με σαφήνεια στον ορίζοντα, πρώτος στη σειρά των στρατηγών, παρακολουθώντας με το τηλεσκόπιο την Ακρόπολη, τον ιδεατό στόχο της ελευθερίας των Ελλήνων. Αλλά και τα πορτρέτα των αγωνιστών που εικονίζονται στον πίνακα φιλοτεχνήθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα που είχε σχεδιάσει ο Κρατσάϊζεν και καθίστανται για τον λόγο αυτόν σαφή και αναγνωρίσιμα.

 

Η διαδρομή από το Μόναχο στην Ελλάδα

 

Ο Κρατσάιζεν έφθασε στην Αττική, ο οποίος ήταν και ο τελικός του στόχος, μέσω Ιταλίας (Ανκόνα), Κέρκυρας, Ζακύνθου, Ναυπλίου, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πόρο, την Αίγι­να και τη Σαλαμίνα. Ενώ δεν έχει διασωθεί ημερολόγιο, οι ακριβείς τοποθεσίες και ημερομηνίες που φρόντισε να αναγράφει σχεδόν πάντα σχολαστικά στα σχέδια και τις υδατογραφίες του μπορούν να πάρουν τη θέση ημερολογίου της σύντομης, αλλά εικαστικά τόσο καρποφόρας παραμονής του στην Ελλάδα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο συνολικός αριθμός των έργων του ανέρχεται σε 39 σχέδια με μολύβι σε χαρτί μικρού και μεσαίου μεγέθους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι προσωπογραφίες των αγωνιστών, 21 υδατογραφίες από τοπία με αρχαιότητες, κάστρα, θαλασσινά και στεριανά τοπία με ναυτικούς και χωρικούς και 31 σχέδια με μολύβι με μνημεία και πολεμικές συνθέσεις σε χαρτί μεγάλου μεγέθους. Συνολικά ανέρχονται σε 91 έργα, σημαντικός αριθμός για τη συλλογή σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης. Αποκτήθηκαν, το 1926, όπως θα δειχθεί παρακάτω ύστερα από θετική παρέμβαση στον τύπο του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τότε διευθυντή του Μουσείου[1].

Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε, τουλάχιστον σχηματικά, τη διαδρομή του Κρατσάϊζεν στον ελλα­δικό χώρο με αφετηρία τα σχέδια. Το πρωιμότερο σχέδιο της σειράς είναι από τις 7 Σεπτεμβρίου 1826 στην Ανκόνα (υπάρχουν άλλα δύο στις 20 και 28 του ίδιου μήνα). Αμέσως μετά, στις 15 Οκτωβρίου, πηγαίνει μέσω Ragusa (Δυρράχιο), στις 20 και 28 Οκτωβρίου 1826, στην Κέρκυρα, όπου σχεδιάζει ένα πορτρέτο αγνώστου. Στις 6 Νοεμβρίου εντοπίζεται στη Ζάκυνθο, όπου σχεδιάζει τη Βασιλική και τον Δημήτριο Μπότσαρη, στις 13 Νοεμβρίου τον Άγγλο συνταγματάρχη John Ross και στις 18 δύο Άγγλους αξιωματικούς, ενώ στις 19 Νοεμβρίου τον Κολίνο Κολοκοτρώνη. Το πρώτο πορτρέτο αγωνιστή είναι αυτό στις 11 Αυγούστου 1826 του Γεωργίου Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο.

 

Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Στις 11 Αυγούστου 1826 ο Κάρλ Κρατσάϊζεν συναντάει και σκιτσάρει στο Ναύπλιο τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Είναι το πρώτο πορτρέτο αγωνιστή που σχεδιάζει. Όλα τα σκίτσα έγιναν εκ του φυσικού σε απλό χαρτί μικρών διαστάσεων (16,3x12,5) και φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του κάθε εικονιζόμενου.

 

Στις 4 Δεκεμβρίου περιπλέει το ακρωτήριο Μαλέα και στις 15 Δεκεμβρίου βρίσκεται ξανά στο Ναύπλιο. Στις 3 Φεβρουαρίου 1827 βρίσκεται με τους άνδρες του Φαβιέρου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας προετοιμάζοντας την πολιορκία της Ακρόπολης και σχεδιάζει χωρικές και χωριάτικα σπίτια. Στις 21 Φεβρουαρίου είναι στην Αίγινα, στις 22 σχεδιάζει έναν πολεμιστή και παραμένει εκεί ως τις 7 Απριλίου. Ένα τοπίο της Αίγινας (υδατογραφία) είναι χρονολογημένο στις 3 Απριλίου. Ζωγραφίζει τον ναό του Απόλλωνα στην Κόρινθο στις 16 Μαρτίου. Συμμετέχει στις 27 Απριλίου στην πολιορκία της Αττικής και ζωγραφίζει άποψη του Πειραιά και του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Είχε προηγηθεί στις 22-23 Απριλίου 1827 η μάχη του Ανάλατου, λίγο πριν από την οποία πρόλαβε και σχεδίασε το κεφάλι του Καραϊσκάκη, αφήνοντας μισοτελειωμένο το τμήμα του μπούστου. Το ημιτελές αυτό σχέδιο είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, γιατί στη διάρκεια της τελειοποίησης άφησε ο Καραϊσκάκης την τελευταία του πνοή στον Ανάλατο.

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης. Το πορτρέτο του Γεώργιου Καραϊσκάκη αποτελεί συγκινητική εξαίρεση, αφού είναι το μόνο ημιτελές από τα σχέδια του Κρατσάϊζεν. Το σκιτσάρισμα ξεκίνησε λίγο πριν από τη μάχη του Ανάλατου (22-23 Απριλίου 1827), όπου ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός, τραυματισμένος θανάσιμα, άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Κρατσάιζεν είχε προλάβει να σχεδιάσει μόνο το κεφάλι. Έτσι η προσωπογραφία έμεινε ανολοκλήρωτη.

 

Επιστρέφει μέσω Κορίνθου, όπου στις 21 Μαρτίου σχεδιάζει τους στύλους του Ναού του Απόλλωνα, περνά στις 12 Μαΐου στον Πόρο, όπου ζωγραφίζει τον καθηγητή Κανέλλα, τον γιατρό Dra Bailly, τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μια χωριατοπούλα. Στις 14 Μαΐου σχεδιάζει στη Δαμαλά (Τροιζήνα) τον «Γέρο του Μοριά», επιστρέφει στον Πόρο και σχεδιάζει τους Ανδρέα Ζαΐμη, Γεώργιο Σισσίνη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, I. Μαρκή-Μηλαΐτη, διάφορα τοπία, και παραμένει εκεί ως το τέλος Αυγούστου. Το τελευταίο χρονολογημένο έργο της συλλογής είναι από τον Πόρο στις 28 Αυγούστου 1827 και απεικονίζει τον F. von Reineck.

 

Αποτίμηση των σχεδίων

 

Λογοτέχνες μελετητές – όπως ο Παντε­λής Πρεβελάκης – ο πρώτος μετά τον Ζαχαρία Παπαντωνίου σχολιαστής της σειράς των σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης, μιλάνε για την «απαράμιλλη αξιοπιστία των σχεδίων των προσωπογραφιών γιατί η στρατιωτική αγωγή του Κρατσάιζεν και το ρομαντικό πνεύμα τον είχαν προετοιμάσει να θαυμάζει ήρωες». «Πέρα από την καλλιτεχνική του δεξιότητα», συνεχίζει ο Πρεβελάκης, «ενώ οι «ήρωες» εκφράζουν την ατομικότητά τους, όλοι μαζί διαφυλάττουν το ήθος μιας εποχής, μια ψυχική συνοχή, σαν οι άνδρες αυ­τοί να είχαν μαζευτεί γύρω από το καθημαγμένο σώμα της πατρίδας».

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τις επιφανέστερες και πλέον θρυλικές φυσιογνωμίες, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το σκίτσο του ολοκληρώθηκε στη Δαμάλα (Τροιζήνα) 14 Μαΐου 1827. Είναι αναμφισβήτητα το γνωστότερο πορτρέτο του Γέρου του Μωριά. Πλήθος Ελλήνων καλλιτεχνών το χρησιμοποίησαν στη συνέχεια ως πρότυπο φιλοτεχνώντας αφίσες, αφισέτες ή εικονογραφήσεις κειμένων σχετικών με την Επανάσταση.

 

Σήμερα θα λέγαμε ότι ο Κρατσάϊζεν  δεν είδε τόσο πολύ τους άνδρες ως ήρωες. Η εντύπωση που αποκομίζει ο σημερινός θεατής είναι μάλλον η επιμελημένη αφέλεια με την οποία προσεγγίζει τους ανθρώπους του. Δεν είναι τόσο η μαεστρία του «υπε­ράνθρωπου», αλλά η σιωπηρή αθωότητα του χρονικογράφου που οξύνει καθημερινά τη γραφίδα του με το πνεύμα του περιοδεύοντα χρονικογράφου που αντιλαμβάνεται, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βιώνει ιστορία. Ίσως για τον λόγο αυτόν φαίνεται οι άνδρες αυτοί να μοιάζουν μεταξύ τους, τουλάχιστον να έχουν όλοι το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.

Όπως ήδη διαπιστώσαμε, ο Καρλ Κρατσάϊζεν  δεν είχε ιδιαίτερη εικαστική παιδεία. Ήταν, όπως πολλοί άλλοι στον γερμανόφωνο χώρο, αυτοδίδακτος, ταλαντούχος στο σχέδιο και την υδατογραφία – ελαιογραφίες από το χέρι του δεν είναι γνωστές. Ανήκε στην κατηγορία των ερασιτεχνών εκείνων, που έχοντας την εμπειρία του ρομαντικού κινήματος και των παρορμήσεών του δεν δίσταζε να καταθέτει τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις του, όσο κοινότοπες και να ήταν.

Εντούτοις, παρόλο που τα έργα περιορίζονται στην απλή σχεδιαστική και χρωματική επάρκεια, η ποιότητά τους δεν είναι απορριπτέα. Αντίθετα, διακρίνεται μια αξιοπρόσεκτη ευχέρεια στην τοπιογραφία, και γενικότερα στην αποτύπωση εμψύχων και αψύχων θεμάτων «εκ του φυσικού». Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει τα σχέδια αυτά να αξιολογηθούν.

 

Η σειρά με τις λιθογραφίες

 

Όταν ο Κρατσάϊζεν επέστρεψε στο Μόναχο διαισθάνθηκε δίχως άλλο την ιστορική αξία των έργων του. Ύστερα μάλιστα από το ενδιαφέρον που θα έδειξαν οι σύγχρονοί του, έσπευσε το 1828 στο λιθογραφείο του Franz Hanfstängl – το καλύτερο του Μονάχου – και με τη συνεργασία των Hohe, Peter von Hess και Steingrübel την οποία επόπτευε ο ίδιος ολοκλήρωσε την έκδοση του γνωστού λευκώματος με τις 24 λιθογραφίες το 1831. Ο τίτλος του μεταφρασμένος στα ελληνικά είναι: «Προσωπογραφίες των διασημότερων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες, σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κρατσάι­ζεν»[2].

Αποτελείτο από επτά τεύχη με τέσσερις λιθογραφίες το καθένα (τρεις προσωπογραφίες και ένα τοπίο ή παράσταση) και όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσε το εικονογραφικό πρότυπο για όλους εκείνους τους ζωγράφους που δεν είχαν επισκεφτεί την Ελλάδα πριν από την άφιξη του Όθωνα το 1833. Ανάμεσά τους θα πρέπει να αναφερθεί οπωσ­δήποτε ο Peter von Hess.

 

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

Τα επτά τεύχη που κυκλοφόρησαν σταδιακά από το 1828-1831 θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αυτοχρηματοδοτούμενα, λόγω του χαμηλού κατά μονάδα κόστους. Ένας από τους κύριους χρηματοδότες της έκδοσης ήταν και ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας. Υπάρχει και σύντομος υπομνηματισμός των εικόνων στα γερμανικά και γαλλικά.

Το περιεχόμενό τους ήταν το ακόλουθο:

  • Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γιακουμάκης Τομπάζης, Thomas Gordon και μια άποψη από το Παλαμήδι και από ένα τμήμα του Ναυπλίου.
  • Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Μα­κρυγιάννης, Κωνσταντίνος Νικόδη­μος και μια άποψη της Αίγινας.
  • Γεώργιος Καραϊσκάκης, I. Μαρκής- Μιλαΐτης, Ανδρέας Ζαΐμης και μια άποψη της Ακρόπολης των Αθηνών.
  • Ανδρέας Μιαούλης, Γεώργιος Μαυ­ρομιχάλης, Γιατρός Bailly και μια άποψη του Πειραιά με το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα.
  • Κωνσταντίνος Κανάρης, Γεώργιος Σισσίνης, Α. Schilcher και το «Καπε­τάνιος που πολεμά μαζί με τα παλικά­ρια του».
  • Karl von Heideck, Συνταγματάρχης Fabvier, Κίτσος Τζαβέλας και το «Φρε­γάτα «Ελλάς» και το ατμήλατο «Καρ­τερία»».

Συγκρίνοντας τις λιθογραφίες με τα σχέδια συμπεραίνεται ότι δεν λιθογραφήθηκαν όλα, επομένως ορισμένα από αυτά είναι σχεδόν άγνωστα. Είναι οι προσωπογραφίες των Κωνσταντίνου Αξιώτη, I. Πέτα, Σ. Γ. Πέτα, Φιλήμονα, Κωνσταντίνου Μπότσαρη και Δ. Κολιόπουλου- Πλαπούτα. Δεν θα ήταν άστοχο να ειπωθεί στο σημείο αυτό, ότι η έκδοση των λιθογραφιών και η έννοια των πολλαπλών αντιτύπων έκανε να περιπέσουν σε αφάνεια τα αρχικά σχέδια. Σήμερα πια, ύστερα από τις δημοσιεύσεις των σχεδίων αυτών [3] είναι δυνατή η σύγκριση και αντιπαραβολή με τις λιθογραφίες, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

 

«Το δίκροτον "Ελλάς" κατ το ατμόπλοιο "Καρτερία"» (υδατογραφία 26x31 εκ., Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάν¬δρου Σούτζου).

 

Και μόνο η προσπάθεια μεγέθυνσης του αρχικού φύλλου με το σχέδιο που ήταν 16,5×12,1 εκ. σε διατάσεις λευκώματος 51,5×39,5 εκ., δηλαδή στο τριπλάσιο του αρχικού, θα δημιουργούσε ως προς την εκτέλεση ανυπέρβλητα τεχνικά προβλήματα, που μόνο ιδιαίτερα εξειδικευμένοι λιθογράφοι θα μπορούσαν να επιλύσουν. Αυτοί όμως δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν την αρχική ατμόσφαιρα και όπως ορθά παρατηρεί ο Πρεβελάκης «…οι λιθογραφίες του Μονάχου έχουν ψιμυθιώσει τα αρχικά σχεδιά­σματα».

 

Κωνσταντίνος Κανάρης. Το σκιτσάρισμα του διάσημου Ψαριανού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη έγινε στις 20 Ιανουαρίου 1827.

 

Τον «ηρωικό» χαρακτήρα απέκτησαν όμως οι προσωπογραφίες με τις λιθογραφίες αυτές και τις γραφιστικές υπερβολές που ζητεί η χαρακτική και οι προδιαγραφές του μεγάλου σχήματος. Έτσι, αποξενώθηκαν από τον τρυφερό αισθησιασμό και την αμεσότητα του alla prima ρο­μαντικού σχεδίου και απέκτησαν «τη σημαντική υπερβολή που δεν είχαν στο πρωτότυπο… Με τας πολλάς φω­τοσκιάσεις… με την πολλήν χρήσιν των τόνων, με το ατμώδες και το κάπως φαντασμαγορικόν… η λιθογρα­φία μας έδωσε τους ήρωας μέσα εις την ελαφράν εκείνην ομίχλην εις την οποίαν τους έβλεπε η κοινή φαντα­σία (στην Ευρώπη)», σημειώνει ο Ζαχ. Παπαντωνίου[4].

 

Πώς απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη τα έργα του Κρατσάϊζεν

 

Μετά τον θάνατο του Κρατσάϊζεν, η συλλογή ανήκε πλέον στην κόρη του Μαρία, από την οποία τα κληρονόμησε ο σύζυγός της, Ιόν Ραδιονόφ Φετόβ, καθηγητής ρωσικής καταγωγής στο Βερολίνο και αργότερα κάτοικος Γαλατίου Ρουμανίας.

 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Στις 13 Φεβρουαρίου 1926 ο Φετόβ καταθέτει στο Ελληνικό Προξενείο του Γαλατίου ένα έγγραφο στα ρουμανικά με το ιστορικό της συλλογής του το οποίο μεταφρασμένο στα ελληνικά φυλάσσεται στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την αξία τους ο Φετόφ είχε συμβουλευτεί πριν από το 1900, τον ίδιο τον Νικόλαο Γύζη, τότε καθηγητή στο Μόναχο, ο οποίος και αμέσως αναγνώρισε την ιστορική σημασία τους, προτείνοντας την ένταξή τους στο (τότε ανύπαρκτο) Μουσείο των Αθηνών. Φαίνεται επίσης ότι για το ίδιο ζήτημα είχε ερωτηθεί και ο γλύπτης Φυτάλης. Το πλήρες κείμενο που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά έχει ως εξής:

 

«Κατ’ αρχάς του παρελθόντος αιώvos ότε ο Ελληνικός Λαός δια ν’ απο­τίναξη τον τουρκικόν ζυγόν πολλοί Φιλέλληνες εκ της Ευρώπης έλαβον μέρος εις τον αγώνα. Μεταξύ αυτών υπήρξε και ο νέος Βαυαρός υπολοχαγός Κ. Κρατσάιζεν μετά του ζωγρά­φου Χεσς. Ο Κ. Κρατσάιζεν ενθουσιασμένος διά τας ωραιότητας της κλασικής εποχής, διά τους εμπνευσμένoυς ήρωάς της διά την Πατρίδα των, διά τους ιδιοτρόπους αμφιέσεις, έλαβε το μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα εις την χείρα ίνα διαιώνιση παν ό,τι τω εφαίνετο αξίας. Επιστρέφων εις Βαυαρίαν ο καλλιτέχνης ούτος, προέτεινεν εις την Επωνυμίαν Χάνφστενγκελ όπως λιθογραφήση τους επισημοτέρους ήρωας, όπερ και επραγματοποιήθη διά της υποστηρίξεως του Βασιλέως της Βαυαρίας και αυτού τούτου τυγχάνοντος μεγάλου Φιλέλληνος.

Μετά τον θάνατον του Κρα­τσάιζεν επισυμβάντος εν έτει 1878 τα ιχνογραφήματα και αι υδατογραφίαι του εκληρονομήθησαν παρά της θυγατρός του Μαρίας, συζύγου μου, με­τά δε τον θάνατόν της, συμφώνως τη τελευταία αυτής θελήσει περιήλθον εις την κατοχήν μου.

Πάντα τα ιχνογραφήματα τούτα έδειξα τω τέως καθηγητή της εν Μονάχω Ακαδημίας Τεχνών Νικολάω Γύζη ίνα πληροφορηθώ όσο το δυνα­τόν κάλλιον περί της αξίας αυτών. Η γνώμη του ήτο ότι η θέσις των δύνα­ται να είναι μόνον το Μουσείον Αθη­νών. Αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην να χωρι­σθώ αυτών εμφορούμενος προ παντός εξ αισθημάτων σεβασμού. Τώρα όμως ων προκεχωρημένης ηλικίας και μη ων βέβαιος ότι μετά τον θάνατόν μου οι διάδοχοί μου θα εφύλαττον μετά της αυτής αγάπης και ευλαβείας τα πολύτιμα ταύτα πράγματα, μοναδικά εις το είδος των, απεφάσι­σα να τα παραδώσω εις χείρας πατριώτου τινός όστις θα εγνώριζε να εκτίμηση ταύτα. Η αξία των όμως δύ­ναται να καθορισθή μόνον εις απώτερον μέλλον καθ’ όσον εκατό μόνον έτη είναι μικρόν διάστημα δυνάμενον να χρησιμεύη ως γνώμων εκτιμήσεως ιστορικού τινός αντικειμένου».

 

Ο Έλληνας αυτός πατριώτης που ανέλαβε την πώληση ονομαζόταν Αντύπας και ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δημοσιεύει το άρθρο με το οποίο παρακινεί το ελληνικό Δημόσιο να αγοράσει το συνολικό κληροδότημα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του Κρατσάϊζεν, το δερμάτινο σελάχι του αγωνι­στή Πλαπούτα, μια φωτογραφία του ζωγράφου και 24 λιθογραφίες.

Αγοράστηκε προς 200.000 δρχ. για λογαριασμό της Εθνικής Πινακοθήκης. Παράλληλα αποκτήθηκε και ο συνολικός λεπτομερής κατάλογος των έργων στα ρουμανικά με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μια φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζόμενων.

Επίσης γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι «διαιωνίστηκαν στο χαρ­τί οι πιο ένδοξες προσωπικότητες που πολέμησαν μαζί με τον Κρατσάι­ζεν». Έτσι διαιωνίστηκε – ανέλπιστα- και ο ίδιος ο Βαυαρός υπολοχαγός Κρατσάϊζεν  στην Ελλάδα και αυτό όχι μόνο χάρη στους φιλέλληνες απογόνους του ή ακόμα στο «μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα» του, αλλά κυρίως χάρη στη σύμφωνη με τις σημερινές απόψεις για τη γρήγορη διάδοση της εικόνας αντίληψη, που το 1828 δεν ήταν άλλη από το μέσον της λιθογραφίας και μαζί με αυτήν, η πολλαπλή χρήση κάθε νέου μηνύματος, που έκανε τις εικόνες του αθάνατες. 

 

Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη

Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης

 

Υποσημειώσεις


[1] Άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 23 Μαΐου 1926.

[2] Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen, nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Natur gezeichnet und herausgegeben von Karl Krazeisen, Koenigl. Bayrischem Oberlieutenant im Leibregimente». Στα Ελληνικά και Γαλλικά. Με τοπογραφικό σχέδιο της μάχης των Αθηνών στις 6 Μαρτίου 1827. Με τις παραστάσεις: 1 Die Akropolis von Athen. 2 Beschiessung des Klosters St. Spyridon am Piraeus, 3. Ein Kapitaen mit seinen Pallikaren im Gefechte, 4. Die Fregatte Hellas und das Dampfschiff Karteria . Λεύκωμα 45,5 X34 εκ.

[3] Βλ. «Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολι­τισμός στη νέα Ελλάδα», κατ. έκθ. Εθνι­κής Πινακοθήκης, 5/4-3/7/2000. Επιμέ­λεια Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη. σσ. 403-409.

[4] Βλ. Υποσ. 1.

 

Βιβλιογραφία


  • «Για τα 150 χρόνια της Εθνεγερ­σίας». Κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθή­κης, 1971.
  • Φωτογραφική ανατύπωση του λευκώματος: «Αγωνιστές του Εικο­σιένα, 20 σχέδια με μολύβι του Καρλ Κρατσάιζεν», έκδ. από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, για τον Εορτασμό της Εκατοστής Πε­ντηκοστής Επετείου της Ελληνικής Εθνεγερσίας, Αθήνα Δεκέμβριος 1971. Προλογίζει ο Παντελής Πρε­βελάκης.
  • «Καρλ Κρατσάιζεν, Προσωπο­γραφίες Ελλήνων και Φιλελλήνων Αγωνιστών», προλεγόμενα Π. Πρε­βελάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνι­κής Τραπέζης, Αθήνα 1996, πανο­μοιότυπη έκδοση με το λεύκωμα του Krazeisen-Hanfstaengl, Μόναχο 1828-1831. Αθήνα, Μάιος 1980, με αισθητική φροντίδα Γιώργη Βαρλάμου και τυπογραφική επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλη, Δεύτερη έκδοση, Μάιος 1996.
  • «Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πο­λιτισμός στη νέα Ελλάδα», κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθήκης, 5/4-3/7/2000. Επιμέλεια Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη, Αθήνα 2000.

Πηγή


  • Επτά Ημέρες – Η Καθημερινή, «Γερμανοί Ζωγράφοι εικονογραφούν το ‘21», Τρίτη 25 Μαρτίου 2003.

 

Σχετικά θέματα:

   

Read Full Post »

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

« Ο λοχαγός και αυτοδίδακτος ζωγράφος Καρλ Κρατσάιζεν, που έλαβε ενεργά μέρος στον αγώνα, ήταν ο άνθρωπος χάρη στον οποίο γνωρίζουμε σήμερα πώς ήταν η μορφή δεκάδων αγωνιστών της εθνεγερσίας».

Read Full Post »

Σισίνης Γεώργιος (1769 – 1831)


 

Γεώργιος Σισίνης, έργο του Χρόνη Μπότσογλου, λάδι σε μουσαμά. Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων.

Γεννήθηκε στη Γαστούνη της Ηλείας το 1769 και καταγόταν από πλούσια και ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του Χρύσανθου Σισίνη, προεστού με εμπορική δραστηριότητα, ο οποίος είχε σπουδάσει ιατρική στην Ιταλία. Λέγεται μάλιστα ότι είχε μελετήσει και τον Principe του Nicolo Machiavelli. Μητέρα του ήταν η Γαλλίδα Βικτωρία, και αδέλφια του οι Νικόλαος, Πέτρος και Μιχαήλ, γιατροί, οι οποίοι  πέθαναν πριν την επανάσταση. Η αδελφή του ήταν σύζυγος του  Σωτήρη Χαραλάμπη.  Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία τον Οκτώβριο του 1819. Είχε παντρευτεί την Υακίνθη Σταθακοπούλου, γιοι του ήταν ο Μιχαήλ και ο Χρύσανθος.

Ανυπότακτη φύση και θυελλώδης χαρακτήρας, πολεμούσε με ιδιαίτερη βιαιότητα, ενώ αγαπούσε τις διασκεδάσεις και την επίδειξη του πλούτου που είχε συγκεντρώσει. Κατά τον Άγγλο στρατιωτικό και φιλέλληνα Stanhope, ζούσε με τη χλιδή και την πολυτέλεια που θα άρμοζε σε υψηλόβαθμο Οθωμανό αξιωματούχο. Υπήρξε, ωστόσο, από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, βοηθώντας μάλιστα οικονομικά τον Αγώνα. Ύψωσε στην Ήλιδα το 1821 μια από τις πρώτες ελληνικές σημαίες της Επανάστασης, εκείνη που είχε σχεδιάσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, και συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιορκία της Πάτρας από τους Έλληνες.

Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης παρέμεινε ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της επαρχίας του. Συμμετοχή στην Επανάσταση είχαν επίσης οι δυο γιοι του, Χρύσανθος και Μιχαήλ. Το 1824, κατά το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όταν μισθωμένοι από τον Κωλέττη Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί καταδίωκαν Πελοποννήσιους, τον συνέλαβαν – μαζί με τον γιο του Χρύσανθο – και τον παρέδωσαν στους Υδραίους, οι οποίοι τον περιόρισαν σε μοναστήρι.

Στον Φωτάκο διαβάζουμε:

Γεώργιος Σισίνης. Επίσημος δια την παλαιὰν κα ευγενή καταγωγήν του, και περίφημος δια την πολιτικήν του δύναμιν κατά την επαρχίαν της Γαστούνης. Υπηρέτησε την πατρίδα στρατιωτικώς και πολιτικώς βοηθούμενος και από τους δύω υιούς του Χρύσανθον και Μιχαλάκην. Ήτον ένας εκ των αρχόντων και προκρίτων της Πελοποννήσου. Υπήρξε πρόεδρος των Εθνοσυνελεύσεων και πληρεξούσιος. Επὶ δε του Καποδιστρίου προέδρευσε της Συνελεύσεως και της Γερουσίας. Εφυλακίσθη εις Ύδραν με τον Θ. Κολοκοτρώνην επὶ  της  Κυβερνήσεως του Γ. Κουντουργιώτη.

 

Γεώργιος Σισίνης - Πρόκριτος από τη Γαστούνη, φιλικός και πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο. Lithography by Karl Krazeisen (1794-1878).

 

Χρύσανθος Σισίνης. Υιός του ειρημένου Γ. Σισίνη. Στρατηγὸς άριστος. Αι εκδουλεύσεις του είναι πασίγνωστοι. Επολέμησεν εις Λάλα κατὰ την πολιορκίαν των Πατρών, και εις το Μεσολόγγιον. Μάλιστα δε υπήγε με σώμα στρατιωτών προς βοήθειαν των αδελφών μας Αθηναίων αρχηγούντος του Γ. Καραϊσκάκη. Εφυλακίσθη εις Ύδραν μετά του Κολοκοτρώνη και λοιπών.

Μιχαλάκης Σισίνης. Και ούτος υιός του Γ. Σισίνη και αδελφός του προειρημένου. Υπήρξεν επίσης και αυτὸς στρατιωτικὸς, ευρεθεὶς ες πολλὰς μάχας, απεδείχθη γενναίος. Επὶ δε της εισβολής του Ιμβραὴμ εις Γαστούνην αιχμαλωτίσθη υπὸ των Αράβων μετὰ του περιφήμου Διονυσίου Διάκου και άλλων εις το Χλουμούτσι δι᾿ έλλειψιν τροφών.

Ως μέλος της ομάδας Πελοποννησίων προκρίτων υπό τον Κανέλλο Δεληγιάννη, προσχώρησε στο «γαλλικό» κόμμα, ενώ υπήρξε μέλος της δωδεκαμελούς Διοικητικής Επιτροπής, η οποία συστάθηκε τον Απρίλιο του 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου.

Διετέλεσε πληρεξούσιος στην Γ’ και την Δ’ Εθνοσυνέλευση, ενώ εξελέγη πρόεδρος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (19 Μαρτίου – 5 Μαΐου 1827), στο πλαίσιο των εργασιών της οποίας ψηφίστηκε το τρίτο από τα συντάγματα της επαναστατικής περιόδου. Εξελέγη, επίσης, πρόεδρος και της Δ’ Εθνοσυνέλευσης, που συνήλθε επί Ιωάννη Καποδίστρια στο αρχαίο θέατρο του Άργους (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) και ενέκρινε την ίδρυση Γερουσίας στη θέση του Πανελληνίου.

Υποστήριξε τον Καποδίστρια που τον διόρισε γερουσιαστή τον Ιούλιο του 1829. Μάλιστα ανέλαβε και την προεδρία της Γερουσίας από τις 12 Σεπτεμβρίου 1829 έως τον Ιούνιο του 1830. Όταν προσχώρησε στην αντιπολίτευση ενάντια στον Καποδίστρια, ο Κυβερνήτης τον αντικατέστησε στη θέση του προέδρου της Γερουσίας με το Δημήτριο Τσαμαδό. Πέθανε στη Γαστούνη στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, την ίδια μέρα με τον Καποδίστρια. Λίγο πριν από το θάνατό του, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Κυβερνήτη, εξέφρασε τη θλίψη του χαρακτηρίζοντας το γεγονός «κακόν και ολέθριον». Όπως πράγματι αποδείχθηκε πως ήταν.  

 

Πηγές


  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
  • Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
  • Αναστάσιος Ν. Γούδας, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», Τόμος  7, Πολιτικοί άνδρες, Εν Αθήναις, 1875.

Read Full Post »

Κρατσάιζεν Καρλ ( 1794–1878 ) Ο ζωγράφος των αγωνιστών του ’21

 

« Ο λοχαγός και αυτοδίδακτος ζωγράφος Καρλ Κρατσάιζεν, που έλαβε ενεργά μέρος στον αγώνα, ήταν ο άνθρωπος χάρη στον οποίο γνωρίζουμε σήμερα πώς ήταν η μορφή δεκάδων αγωνιστών της εθνεγερσίας». 

 

 

Κρατσάιζεν Καρλ (1794–1878) Ο ζωγράφος των αγωνιστών του ’21

Κρατσάιζεν Καρλ (1794–1878) Ο ζωγράφος των αγωνιστών του ’21

Ο Karl Krazeisen, Bαυαρός αξιωματικός του πεζικού και ερασιτέχνης ζωγράφος, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1794 στο Kαστελλάουμ του Παλατινάτου και πέθανε στο Mόναχο στις 27 Iανουαρίου 1878. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της πατρίδας του κατά του Nαπολέοντα (1813-1814). Tο 1826, υπακούοντας στο ρομαντισμό και το φιλελληνισμό της εποχής, ήρθε στην Eλλάδα για να πολεμήσει υπέρ της ανεξαρτησίας των Eλλήνων. Kατά την παραμονή του στην Eλλάδα σχεδίασε διάσημες μορφές του Aγώνα και έχοντας συναίσθηση της αξίας των έργων του, γυρίζοντας στο Mόναχο το 1827 προχώρησε σε λιθογράφηση των σχεδιασμάτων του και έκδοσή τους στο γνωστό λεύκωμα Bildmisse ausgezeichneler Griechen und Philhellenen, nebst einigen Ansichten und Trachten, που τυπώθηκε σε επτά τεύχη, από το 1828 έως το 1831. Tα σχεδιάσματα του Krazeisen έδωσαν τη δυνατότητα να παρουσιασθούν σεπτές μορφές του 1821 που η μορφή τους αναπαριστά και την αγωνία, την ελπίδα του Αγώνα του ελληνικού έθνους. Συνολικά σχεδίασε 91 έργα, ανάμεσά τους υδατογραφίες, τοπία, αρχαιότητες, πολεμικές συνθέσεις και βέβαια οι προσωπογραφίες των πρωταγωνιστών του 1821. Τα περισσότερα έργα έγιναν με μολυβί και σε χαρτί μικρού μεγέθους.

 

Επιστρέφοντας στη Γερμανία ο Κράτσαϊζεν λιθογράφησε τα σχέδιά του και τα κυκλοφόρησε, από το 1827 έως το 1831, σε επτά λευκώματα με το γενικό τίτλο Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Natur gezeichnet und herausgegeben von Karl Krazeisen (Προσωπογραφίες των διασημοτέρων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κράτσαϊζεν).

 

Το περιεχόμενο των επτά λευκωμάτων με τις λιθογραφίες είναι το παρακάτω:

1ο. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γιακουμάκης Τομπάζης, Thomas Gordon, μία άποψη από το Παλαμήδι και ένα τμήμα του Ναυπλίου (1828).

2ο. Νικηταράς, Γεώργιος Κουντουριώτης, Hastings, και μία άποψη από το Μπούρτζι (1828).

3ο. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Μακρυγιάννης, Κωνσταντίνος Νικόδημος, και μία άποψη της Αίγινας  (1828).

4ο.  Γεώργιος Καραϊσκάκης, Ι. Μακρής – Μιλαϊτης, Ανδρέας Ζαΐμης,  και μία άποψη της Ακρόπολης των Αθηνών (1828).

5ο.  Ανδρέας Μιαούλης, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο γιατρός Baily  και μία άποψη του Πειραιά με το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (1829).

6ο.  Κωνσταντίνος Κανάρης, Γεώργιος Σισίνης, A. Schilcher  και το «Καπετάνιος με τα παλικάρια του» (1829).

7ο. Karl von Heideck, ο συνταγματάρχης Fabvier, Κίτσος Τζαβέλας , και το «Φρεγάτα Ελλάς  και το ατμόπλοιο Καρτερία» (1831).

Τα σχέδια του Karl Krazeisen δεν λιθογραφήθηκαν όλα επομένως ορισμένα από αυτά είναι σχεδόν άγνωστα. Είναι Οι προσωπογραφίες των Κωνσταντίνου Αξιώτη, Ι.Πέτα, Ι.Φιλήμονα, Ιωάννη Μαυρομιχάλη, Κωνσταντίνου Μπότσαρη, και Δημήτριου Κολιόπουλου – Πλαπούτα».

 

Η απόκτηση των σχεδίων

Μετά τον θάνατο του Κρατσάϊζεν, η συλλογή ανήκε πλέον στην κόρη του Μαρία, από την οποία τα κληρονόμησε ο σύζυγός της, Ιόν Ραδιονώφ  Φετώβ, καθηγητής ρωσικής καταγωγής στο Βερολίνο και αργότερα κάτοικος Γαλατίου Ρουμανίας. Στις 13 Φεβρουαρίου 1926 ο Φετώβ καταθέτει στο Ελληνικό Προξενείο του Γαλατίου ένα έγγραφο στα ρουμανικά με το ιστορικό της συλλογής του το οποίο μεταφρασμένο στα ελληνικά, φυλάσσεται στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την αξία τους ο Φετώφ είχε συμβουλευτεί πριν από το 1900, τον ίδιο τον Νικόλαο Γύζη, τότε καθηγητή στο Μόναχο, ο οποίος και αμέσως αναγνώρισε την ιστορική σημασία τους, προτείνοντας την ένταξή τους στο (τότε ανύπαρκτο) Μουσείο των Αθηνών. Φαίνεται επίσης ότι για το ίδιο ζήτημα είχε ερωτηθεί και ο γλύπτης Φυτάλης. Το πλήρες κείμενο του Φετώφ που δημοσιεύεται για πρώτη φορά έχει ως εξής:

«Κατ`αρχάς του παρελθόντος αιώνος ότε ο Ελληνικός Λαός δια ν’ αποτινάξη τον τουρκικόν ζυγόν, πολλοί Φιλέλληνες εκ της Ευρώπης έλαβον μέρος εις τον αγώνα. Μεταξύ αυτών υπήρξε και ο νέος Βαυαρός υπολοχαγός Κ. Κρατσάϊζεν μετά του ζωγράφου Χεσς. Ενθουσιασμένος δια τας ωραιότητας της κλασσικής εποχής, δια τους εμπνευσμένους  ήρωάς της δια την Πατρίδα των, δια τας ιδιοτρόπους αμφιέσεις, έλαβε το μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα εις την χείρα ίνα διαωνίση παν ό,τι τω εφαίνετο αξίας. Επιστρέφων εις Βαυαρίαν ο καλλιτέχνης ούτος, προέτεινεν εις την Επωνυμίαν Χανφστενγκελ όπως λιθογραφήση τους επισημοτέρους ήρωας, όπερ και επραγματοποιήθη δια της υποστηρίξεως του Βασιλέως τη Βαυαρίας και αυτού τούτου τυγχάνοντας μεγάλου Φιλέλληνος. Μετά το θάνατον του  επισυμβάντος εν έτει 1878 τα ιχνογραφήματα και αι υδατογραφίαι του εκληρονομήθησαν παρά της θυγατρός του Μαρίας, συζύγου μου, μετά δε τον θάνατόν της, συμφώνως τη τελευταία αυτής θελήσει, περιήλθον εις την κατοχήν μου.

Πάντα τα ιχνογραφήματα τούτα έδειξα τω τέως Καθηγητή της εν Μονάχω Ακαδημίας Τεχνών Νικολάω Γύζη, ίνα πληροφορηθώ όσο το δυνατόν κάλλιον περί της αξίας αυτών. Η γνώμη του ήτο ότι η θέσις των δύναται να είναι μόνον το Μουσείον Αθηνών. Αλλ`εγώ δεν ηδυνάμην να χωρισθώ αυτών εμφορούμενος προ παντός εξ αισθημάτων σεβασμού. Τώρα όμως, ων προκεχωρημένης ηλικίας και μη ων βέβαιο ότι μετά τον θάνατόν μου οι διάδοχοί μου θα εφύλαττον μετά της αυτής αγάπης και ευλαβείας τα πολύτιμα τούτα πράγματα, μοναδικά εις το είδος των, απεφάσισαν να τα παραδώσω εις χείρας πατριώτου τινός όστις θα εγνώριζε  να εκτιμήση ταύτα. Η αξία των όμως δύανται να καθορισθή μόνον εις απώτερον μέλλον καθ`όσον εκατό μόνον έτη είναι μικρόν διάστημα δυνάμενον να χρησιμεύη ως γνώμων εκτιμήσεως ιστορικού τινο αντικειμένου».

 Ο Έλληνας αυτός πατριώτης που ανέλαβε την πώληση ονομάζονταν Αντύπας και ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δημοσιεύει το άρθρο με το οποίο παρακινεί το Ελληνικό Δημόσιο να αγοράσει το συνολικό κληροδότημα. Σ` αυτά περιλαμβάνονταν η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του Κρατσάιζεν, το δερμάτινο σελάχι του αγωνιστή Πλαπούτα, που εκτίθεται στο Παράρτημα του Ναυπλίου, μια φωτογραφία του ζωγράφου και 24 λιθογραφίες. Αγοράστηκε προς 200.000 δρχ. για λογαριασμό της Εθνικής Πινακοθήκης. Παράλληλα αποκτήθηκε και ο συνολικός λεπτομερής κατάλογος των έργων στα ρουμανικά με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μια φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζομένων.

 

Καρλ Κρατσάιζεν προσωπογραφίες αγωνιστών  

 

Θεόδωρος Kολοκοτρώνης - Eθνικό Iστορικό Mουσείο

Θεόδωρος Kολοκοτρώνης - Eθνικό Iστορικό Mουσείο

Aνδρ�ας Mιαούλης - Nαύαρχος του Aγώνα

Aνδρέας Mιαούλης - Nαύαρχος του Aγώνα

Aνδρ�ας Zαΐμης

Aνδρέας Zαΐμης

Charles Favier, baron (1782-1855)

Charles Favier, baron (1782-1855)

Frank Abney Hastings (1794-1828)

Frank Abney Hastings (1794-1828)

Iωάννης Mηλαΐτης

Iωάννης Mηλαΐτης

Kωνσταντίνος Kανάρης

Kωνσταντίνος Kανάρης

Kίτσος Tζαβ�λλας

Kίτσος Tζαβέλλας

Kωνσταντίνος Nικόδημος - Πυρπολητής του 1821

Kωνσταντίνος Nικόδημος - Πυρπολητής του 1821

Tομπάζης Iάκωβος (Γιακουμάκης) - Φιλικός, ναύαρχος της ναυτικής μοίρας της Ύδρας

Tομπάζης Iάκωβος (Γιακουμάκης) - Φιλικός, ναύαρχος της ναυτικής μοίρας της Ύδρας

Γεώργιος Kαραϊσκάκης - Στρατιωτική φυσιογνωμία, ηγ�της του 1821

Γεώργιος Kαραϊσκάκης - Στρατιωτική φυσιογνωμία, ηγέτης του 1821

Γεώργιος Kουντουριώτης - Yδραίος πολιτικός

Γεώργιος Kουντουριώτης - Yδραίος πολιτικός

Γεώργιος Mαυρομιχάλης - Φιλικός και αγωνιστής της Eπανάστασης του 1821

Γεώργιος Mαυρομιχάλης - Φιλικός και αγωνιστής της Eπανάστασης του 1821

Γεώργιος Σισίνης -  Πρόκριτος από τη Γαστούνη, φιλικός και πρωτεργάτης της Eπανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο.

Γεώργιος Σισίνης - Πρόκριτος από τη Γαστούνη, φιλικός και πρωτεργάτης της Eπανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο.

Πηγές

  • Ένθετο περιοδικό « Επτά Ημέρες », Εφημερίδα, Καθημερινή 25 Μαρτίου 2003, (Μαριλένα Κασιμάτη).
  • Lithography by Karl Krazeisen (1794-1878) from Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Natur gezeichnet und herausgegeben von Karl Krazeisen. Munchen 1831

Read Full Post »