George Jarvis – Από την Αλτόνα στην Ερμιόνη | Ο πρώτος Αμερικανός εθελοντής στην Επανάσταση του 1821
Πρόλογος[1]
Αντιλαμβανόμαστε γενικά ότι είναι δύσκολο να αποτιμηθεί συνολικά η προσφορά των ξένων εθελοντών στην ελληνική υπόθεση. Η ιστορία του Φιλελληνισμού κινείται ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια του θρύλου. Το κοινό αίσθημα, η σχολική διδασκαλία της ιστορίας του Εικοσιένα και οι προφορικές διηγήσεις από γενιά σε γενιά, υποβαθμίζουν την προσπάθεια για εμβάθυνση στην αντικειμενική κριτική θεώρηση της ιστορίας μας. Ποιές οι θετικές και ποιές οι αρνητικές πλευρές στο σύνολο των ξένων συμπολεμιστών; Ποιοί ήσαν οι γνήσιοι φιλέλληνες, ποιοί οι τυχοδιώκτες και ποιοι οι πράκτορες των Μεγάλων Δυνάμεων; Ωφέλησαν την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας οι ξένοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα και σε ποιό βαθμό; Πολλές φορές αγνοήθηκαν ξένοι εθελοντές, που έδειξαν ηρωισμό, ήθος, ανιδιοτέλεια και συνέπεια, όπως συμβαίνει εν πολλοίς στη περίπτωση του George Jarvis, καθώς και αυτών που έπεσαν στη μάχη του Πέτα και σε άλλα πεδία μαχών και αντίθετα, τιμήθηκαν εκείνοι οι εθελοντές με αποδεδειγμένη αρνητική παρουσία στην Επανάσταση. Για να βγάζουμε την αλήθεια σε κάθε περίπτωση πρέπει να την εξετάζουμε ιδιαίτερα.
Στις υπάρχουσες ιστορικές πηγές ο Αμερικανός εθελοντής George Jarvis είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ξένου αγωνιστή και φιλέλληνα, που πολέμησε και πρόσφερε τη ζωή του στον ιερό και ηρωικό αγώνα των Ελλήνων με τις πιο ειλικρινείς προθέσεις του χωρίς υστεροβουλίες. Εγκατέλειψε τα πάντα, σπουδές, πατρίδα, γονείς και μέλλον και ήρθε πρώτος από τους Αμερικανούς στην επαναστατημένη Ελλάδα, τη νέα πατρίδα του, όπως την αποκαλούσε. Άγνωστος μέσα σε αγνώστους, μόνο με την αγάπη του για την ελευθερία και την Ελλάδα, αγωνίστηκε κοντά στους θαλασσινούς και στεριανούς επαναστάτες, Υδραίους και Ερμιονίτες, και διακρίθηκε παίρνοντας σταθερά με την αξία του τα αξιώματα του ναυτικού και του στρατού, ούτως ώστε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του Αντιστρατήγου.

«Ο Θεμιστοκλής», υδατογραφία, έργο του Αντωνίου Ε. Κριεζή (1872-1944). Αντίγραφο από έργο του Antoine Roux που φιλοτεχνήθηκε στη Μασσαλία το 1811. Ο πίνακας απεικονίζει το μπρίκι Θεμιστοκλής της νήσου Ύδρας με ρωσική σημαία. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.
Η πρωτοφανής, βέβαια, συρροή των εθελοντών στην υπόδουλη Ελλάδα δεν ήταν διόλου ανυστερόβουλη. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι εθελοντές απέβλεπαν σε αξιώματα, βαθμούς και απόκτηση περιουσίας, διότι σε αρκετές περιπτώσεις ορέγονταν τα τουρκικά κτήματα, τα σπίτια, τους θησαυρούς και τις περιουσίες τους, ενώ ήταν απαιτητικοί και αξίωναν μεγάλους μισθούς, αξιώματα στο στρατό και στη δημόσια διοίκηση καθ’ ην στιγμή δεν υπήρχε τακτικός στρατός και δημόσιο Ταμείο. Ο Τζωρτζ Τζάρβις βρισκόταν στην άλλη άκρη. Ήταν ο πιο αγνός ήρωας που αγαπούσε την ελευθερία και γι’ αυτό κατέβηκε στην Ελλάδα. Στόχος της ιστορίας δεν είναι να στηλιτεύσει ή να καταδικάσει, αλλά να αναζητήσει την αλήθεια και τα αίτια των γεγονότων. Και αυτό προσπαθούμε…
George Jarvis, η ζωή του
Ο George Jarvis – το όνομά του παρουσιαζόταν σε διάφορες ελληνικές παραλλαγές των ντόπιων, όπως π.χ. Ζέρβας, Ζέρβις, Ζερβός, Ιάρβις, Γέρβης ή Ζέρβης, γεννήθηκε το 1798 στην Αλτόνα της Βόρειας θάλασσας, που τότε ανήκε στη Δανία (σήμερα είναι προάστιο του Αμβούργου της Γερμανίας), και ήταν περήφανος για την αμερικανική του καταγωγή. Ήταν γιος του Αμερικανού Benjamin Jarvis, εμπόρου και διπλωμάτη από τη Νέα Υόρκη, που είχε εγκατασταθεί ως Πρόξενος της Αμερικής στη δανική τότε Αλτόνα, πριν από το 1795. Η μητέρα του Maria Carolina Dede ήταν Γερμανίδα.[2] Το Νοέμβριο του 1821, σε ηλικία 23 χρόνων και γνώστης τριών γλωσσών (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά), εμπνέεται από το φιλελληνικό ρεύμα και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα, για να πολεμήσει κάτω από τις σημαίες των Ελλήνων επαναστατών, παρότι ο πατέρας του προσπάθησε να τον αποτρέψει χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Jarvis διακόπτει τις σπουδές του και τον Νοέμβρη του 1821 φεύγει από την Χαϊδελβέργη και μέσω Φρανκφούρτης, Ζυρίχης, Στρασβούργου και Λυών καταφθάνει στη Μασσαλία στις 12 Μαρτίου 1822, από όπου θα μπαρκάρει για την Ελλάδα, μέσω Μάλτας, μαζί με τον Άγγλο εθελοντή, αξιωματικό του Ναυτικού, Franc Abney Hastings. Στις 3 Απριλίου θα αποβιβασθούν, από το σουηδικό καράβι «Τροντχάϊμ» (Trondjem), σε μια έρημη ακτή της Ύδρας. Εκεί συναντήθηκε με τον Μανώλη Τομπάζη και του ζήτησε να υπηρετήσει στο ελληνικό Ναυτικό παραδίδοντάς του συστατικά γράμματα, τα οποία έφερε μαζί του. Κοντά στην ακολουθία των οικογενειών Τομπάζη και Βούλγαρη και δίπλα στους Υδραίους και Ερμιονίτες ναυτικούς ο Γεώργιος Ζέρβης, όπως αρέσκονταν να υπογράφει στην ελληνική, αγωνίστηκε από τον Μάη του 1822 μέχρι το 1824 και είναι ο πρώτος Ευρωπαίος μάρτυρας της σφαγής στη Χίο.
Θα γράψει τα ακόλουθα λόγια σε μια επιστολή του γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής του:
«Ως για μένα, εγώ, καθώς γνωρίζετε, κύριε, κατά το διάστημα της διαμονής μου στην Ελλάδα, έχω ζήσει πάνω από δυο χρόνια με τους Υδριώτες και ομολογώ ότι έχω μια μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς. Αλλ’ όμως ποτέ δεν θα συμβάλλω σε τίποτε που θα μπορούσε να είναι εναντίον των σχεδίων και του συμφέροντος της Κυβερνήσεως… Όσον αφορά τις ναυτικές υποθέσεις, κολακεύομαι ότι με το να ήμουν σε όλες τους τις εκστρατείες και να παραβρέθηκα στα συμβούλιά τους, έχω γνωρίσει τις ανάγκες τους, όπως, επίσης, τις διαθέσεις και τη δύναμή τους… Οι Έλληνες είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς και γνωρίζουν τις ανάγκες τους καλλίτερα από κάθε ξένο, χρειάζονται, πρέπει να πω, μόνον τρία πράγματα, δηλαδή, χρήματα, χρήματα, χρήματα… Κατά τα τρία λυπηρά και ζοφερά χρόνια, κατά τα οποία παρευρέθηκα μάρτυρας στις, χωρίς παράδειγμα, προσπάθειες των γενναίων και πατριωτών Ελλήνων… όντας αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού, ήμουνα τα δύο χρόνια μαζί τους, στις διάφορες επιχειρήσεις στη Χίο, Μυτιλήνη, στις ακτές της Μικρός Ασίας, Συρίας, Κρήτης, Κύπρου, στο Αρχιπέλαγος και στην Πελοπόννησο. Έκαμα δεκατρείς διάφορες εκστρατείες μαζί τους, κατά τις οποίες εκάψαμε αρκετά πλοία της γραμμής, καθώς και μικρότερα, κατελάβαμε άλλα, κυριέψαμε και υπερασπίσαμε φρούρια και δώσαμε κάθε δυνατή βοήθεια στους πρόσφυγες χριστιανούς. Οι νεώτεροι Έλληνες σε πολλές λεπτομέρειες ομοιάζουν με τους προγόνους τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι οποίοι πολεμούν σαν ναυτικοί, όταν επιστρέφουν, κατατάσσονται σαν άνδρες της ξηράς. Έτσι ήμουνα παρών στην πολιορκία της Αθήνας, του Ναυπλίου, την υπεράσπιση του Μεσολογγίου και στη μάχη με τον Χουρσίτ-Πασά, στο Μοριά…».
Όλα αυτά τα είδε και τα κατέγραψε ο George Jarvis και στις επιστολές και το Ημερολόγιό του. Ο Jarvis ήταν αγνός, δεν είχε μνησικακία ούτε ιδιοτέλεια, δεν κατέγραψε ψευδείς πληροφορίες και ανυπόστατα περιστατικά στις επιστολές του.[3] Ελάμβανε μέρος στις μάχες, εμψύχωνε τους στρατιώτες του, αγαπούσε τον αγώνα των Ελλήνων, αισθανόταν την Ελλάδα σαν χώρα δική του, υπέστη όλες τις ταλαιπωρίες της στρατιωτικής ζωής, τραυματίστηκε και στο τέλος έδωσε τη ζωή του. Ήταν τόσο γοητευμένος εξάλλου από την αγνή Ελληνική Φύση που είχε συλλάβει την ιδέα να δημιουργηθεί μια αμερικανική αποικία σε κάποιο ελληνικό χωριό σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές.
Η καθημερινότητα του Αμερικανού φιλέλληνα στην Ερμιόνη και στο Κρανίδι
Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον αναγνώστη η καθημερινή ζωή του κατά τα διαλείμματα των επιχειρήσεων του υδραίικου και ερμιονικού στόλου εναντίον του εχθρού.

Χάρτης από το βιβλίο «Περιήγησις του Νέου Αναχάρσιδος εις την Ελλάδα», Παρίσι 1788, του Γάλλου συγγραφέα και νομισματολόγου Jean-Jacques Barthélemy (Ζαν-Ζακ Μπαρτελεμύ, 1716-1795).
Ο χάρτης απεικονίζει τις περιοχές της Αργολίδας, της Επιδαύρου, της Τροιζηνίας, της Ερμιόνης, της Αίγινας και της Κυνουρίας. Σχεδιαστής του είναι ο Aubert L., χαράκτης ο Tardieu P. F. και χαρτογράφος ο Barbie du Bocage, J.D.
Ο George Jarvis πολύ σύντομα έμαθε ελληνικά, φόρεσε φουστανέλα κι έγινε ένας Ρωμιός μικροκαπετάνιος και είχε στην υπηρεσία του – στις εκστρατείες, που ανελάμβανε – καμιά τριανταριά παλληκάρια, τα οποία τον αποκαλούσαν ο καπετάν Γιώργης ο Αμερικάνος. Ήταν σκληραγωγημένος και ευπροσάρμοστος, κάτι που ήταν πολύ σπάνιο στους ξένους εθελοντές. Ο Τζωρτζ Τσάρβις δεν έχανε την ευκαιρία ανάμεσα από τις περιπολίες και τις αψιμαχίες των ελληνικών Υδριώτικων καραβιών να κατεβαίνει – στα διαλείμματα των επιχειρήσεων – στα μέρη και στα λιμάνια, όπου λιμενίζονταν για ανεφοδιασμό, να πραγματοποιεί εκδρομές, μαζί με τους Έλληνες φίλους του μεταξύ των οποίων και ο επιστήθιος φίλος του, Δημήτριος Βούλγαρης, ο κατοπινός πρωθυπουργός την Ελλάδας, στις γύρω περιοχές του Κρανιδίου και της Ερμιόνης για διασκέδαση και κυνήγι. Οι δύο αυτοί φίλοι ήσαν δεινοί κυνηγοί και περιπατητές. Γράφει κάπου στο ημερολόγιό του:
«Το ίδιο απόγευμα έκαμα μια εκδρομή αυθημερόν με τα πόδια στο Άργος και γυρίζοντας, εκτός από πέτρες και σκοτωμένα άλογα κ.λπ., δεν είδα τίποτε αξιοσημείωτο. Και ύστερα επιβιβάστηκα για την Ύδρα. Την 31η Αυγούστου 1822 έτρεξα στο Καστρί-Ερμιόνη, ένα φτωχό μέρος αλλά με αρχαία απομεινάρια από οικήματα που βρέθηκαν εκεί, ενάντια σε δυνατούς ενάντιους ανέμους· και έτσι νωρίς επέστρεψα στην Ύδρα κατά την 1 η Σεπτέμβρη».
Αλλού, λίγο αργότερα, αναφέρει:
«Στις 7 Νοεμβρίου 1822,[4] όντας η εορτή του Αγίου Δημητρίου των Ελλήνων, πήγα να συγχαρώ τον κύριο Δημήτριο Βούλγαρη και πήρα μαζί μου τον κύριο Εμμανουήλ Ξένο[5] και τον Ολλανδό καπετάνιο. Μας είχαν καφέ και καπνίσαμε πίπες κατά τον Υδριώτικο τρόπο. Καθήσαμε για δείπνο και ολόκληρη η ημέρα πέρασε χαρούμενα και ευχάριστα. Κατά το απόγευμα μερικές πολύ χαριτωμένες γυναίκες και κορίτσια έκαμαν την εμφάνισή τους. Στις 8 του Νοέμβρη, άφησα το εξοχικό σπίτι του κυρίου Βούλγαρη κοντά στο Καστρί, όπου πέρασα τέσσερις ημέρες και διασκέδασα κυνηγώντας. Στις 9 Νοέμβρη, έκαμα μια επίσκεψη στο Μοναστήρι του ηγούμενου, ενός πολύ κοινωνικού και καλού άνδρα, με τον οποίο είχα γνωριστεί στην Ύδρα· τότε, εκείνες τις ώρες με την εμφάνιση του τουρκικού στόλου είχε προστρέξει μαζί με πολλούς άλλους για άσυλο στην Ύδρα».
Ακολούθως καταγράφει, με κάποια λεπτομέρεια, ένα συμβάν στην Ερμιόνη, μέσα στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων.[6] Ήταν το περιστατικό του ακούσιου θανάτου του Καπετάν Αχιλλέα, καταδικασμένου εκεί σε απομόνωση για την εγκατάλειψη και προδοσία του Ακροκόρινθου. Συνεχίζοντας περιγράφει την ξεχωριστή και ευχάριστη θέση αυτού του μοναστηριού που βρίσκεται στην μισή απόσταση μεταξύ της Ερμιόνης και του Κρανιδίου. Πολλά εδάφη του αρχίζουν τώρα να καλλιεργούνται και είναι περιτριγυρισμένο από πολλά ελαιόδεντρα. Ο κήπος του κυρίου Βούλγαρη ήταν περιτριγυρισμένος από ένα ψηλό μαντρότοιχο από πέτρες τέλεια ευθυγραμμισμένες στη σειρά και με νερό σε αφθονία. Από εκεί έκαμε μια εκδρομή στο Καστρί, ένα φτωχό απομεινάρι της κάποτε φημισμένης πόλης της Ερμιόνης, αλλά δεν είχε τότε το χρόνο να επισκεφθεί περισσότερες περιοχές.
Λίγους μήνες αργότερα στα μέσα του Ιουνίου του 1823, πέρασε με πλοιάριο από την Ύδρα απέναντι στο Μετόχι, όπου όλη την ημέρα κυνηγούσε και σκότωσε δεκατρία πουλιά, αγριοπερίστερα και άλλα. «Υπάρχει μεγάλη ποσότητα από λιμνάζοντα ύδατα, των οποίων οι ολέθριες και λοιμικές τους αναθυμιάσεις προξενούν τόση μεγάλη ανθυγιεινότητα που σχεδόν όλα τα παιδιά πεθαίνουν. Εδώ δεν βρήκα κανένα παιδί γεννημένο ζωντανό».
Εκείνες τις ημέρες έκαμε εκδρομές στο εσωτερικό της περιοχής και έβρισκε ακαλλιέργητες και άγριες εκτάσεις. Κοιμόταν σε καλύβες βοσκών ή σε χωράφια με αραβόσιτο, τα οποία ήσαν αλωνισμένα, δίπλα σε άλογα στον καθαρό αέρα. Προηγουμένως είχε στείλει πίσω στην Ύδρα τα πουλιά μαζί με τον σκύλο που είχε μαζί του για το κυνήγι. Λίγες ημέρες αργότερα την Τρίτη 17 Ιουνίου 1823, βαδίζοντας εντελώς μόνος από την Ερμιόνη στην Θερμησία συνάντησε ένα πολυπληθές σμήνος από πέρδικες, αγριοπερίστερα κι άλλα πουλιά και λαγούς. Φθάνοντας σε ένα μποστάνι με πράσινα αγγούρια και κρύο νερό φρεσκαρίστηκε. Συνεχίζοντας την πορεία του ανεβαίνει σε ένα φρούριο το οποίο φαίνεται να είναι από την εποχή των Ενετών. Το ύψωμα αυτό ήταν κρεμνώδες και δύσκολο να το διαβεί κανείς. Ο λόφος του μάλλον βραχώδης, χωρίζεται στα δύο και το κυρίως φρούριο στέκεται στο ψηλότερο σημείο του, αλλά τείχη, σπίτια και όλα είναι κατεδαφισμένα και όλα αυτά πάνε προς εξαφάνιση. «Η χώρα εδώ φαίνεται πολύ ρομαντική, αλλά άγρια και μάλλον ψυχρή και έρημη. Περιοχή ήρεμη και ζεστή χωρίς ανθρώπινη δραστηριότητα στον ορίζοντα και ένα αμέτρητο σμήνος από ακρίδες στον κήπο του κυρίου Νικολού».
Φθάνοντας σε ένα δάσος από ελαιόδεντρα αντίκρισε απέναντι το Καστρί (Ερμιόνη), όπου έφθασε στη 1 το μεσημέρι. Εκεί φρεσκαρίστηκε στη στάνη του Λακάσση. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ένοιωθε ότι όλες οι μέρες του περνούσανε υπερβολικά γρήγορα. Χωρίς την ελάχιστη αύρα, έγραψε. Μπαίνοντας μέσα στο χωριό λίγο αργότερα, το απόγευμα, τον είδαν οι κάτοικοι και «με αμφισβήτησαν και με υποψιάστηκαν… Δώδεκα άνδρες, πήδησαν ξαφνικά μπροστά μου και μου πήραν το δίκανο κυνηγετικό όπλο μου και με προσήγαγαν στην Καγκελαρία, κατηγορώντας με ότι είμαι Τούρκος και κατάσκοπος. Τότε όλοι οι κάτοικοι του χωριού έτρεξαν κοντά μου. Πιο πολύ περίεργες ήσαν οι γυναίκες που κραύγαζαν εναντίον μου. Κάθε στιγμή ένοιωθα ότι θα με έκαναν κομμάτια. Οι απαντήσεις μου δεν ωφελούσαν. Ζήτησαν το διαβατήριό μου. Στο τέλος μετά από ένα συμβούλιο, αφού με υποχρέωσαν να κατεβάσω τα εσώρουχά μου[7] για εξέταση, ήμουν ελεύθερος. Κοιμήθηκα σε εκείνο το γραφείο υπό περιορισμό, φυλασσόμενος από έναν Μωραΐτη. Την επόμενη ημέρα πήγα με έναν άνδρα από το Καστρί στο κτήμα του Δημητρίου Βούλγαρη, όπου ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε για την αλήθεια και τις φιλικές μας σχέσεις. Τότε αμέσως (άλλαξε το σκηνικό) προσφέρθηκαν να με γνωρίσουν και να γίνουν φίλοι μου…».
Επειδή ο Τζάρβις υπηρέτησε κατά το πλείστον σε Υδριώτικα και σε Σπετσιώτικα καράβια μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των ναυτικών. Παρατήρησε ότι οι Υδραίοι είχαν καλύτερη σειρά, στάση και τάξη στη ναυτική καθημερινότητα από τους Σπετσιώτες και τα καράβια των πρώτων ήσαν σε καλύτερη κατάσταση και έτοιμα να αναλάβουν δράση. Οι δε άνδρες τους ήσαν ομοιόμορφα ντυμένοι στα μπλε χρώματα και όλοι τους ήσαν Έλληνες. Αντίθετα στα σπετσιώτικα καράβια υπήρχε προσωπικό από όλη την Ελλάδα, την Ασία και την Αφρική. Οι Άραβες ήσαν φυλακισμένοι λόγω του πολέμου ή από τον στόλο του Μωχάμετ Αλί. Μεταξύ αυτών των τελευταίων, τον εντυπωσίασε ένας άνδρας χωρίς πόδια από τα γόνατα και κάτω, άλλος ένας μ’ ένα χέρι, δύο τυφλοί από το ένα μάτι κ.ά. Αυτοί δε με τα κομμένα πόδια εργάζονταν καλύτερα από τους υπόλοιπους. Όλοι τους δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά…
Η πλουσιότερη τάξη των Σπετσιωτών φορούσε ενδύματα με φωτεινά και ελαφρότερα χρώματα που συνοδεύονταν από ένα μαντήλι λαιμού, ένα μαντήλι γύρω από τη μέση τους και όλοι γενικά φορούσαν μαντήλια στο κεφάλι τους αντί για καπέλα.
Ο Τζ. Τζάρβις παρατηρούσε επίσης συμπεριφορές και νοοτροπίες. «Στο πλοίο του Τομπάζη κάποια ημέρα όταν δειπνούσαν στο κατάστρωμα συζητώντας και κοντράροντας ο ένας τον άλλο κατά τον συνήθη ελληνικό τρόπο, δημιουργήθηκε ένας θόρυβος και αναβρασμός μεταξύ αυτών και όταν ο καπετάνιος παρήγγειλε τον βοηθό του να τους μιλήσει για να σωπάσουν, αυτοί αμέσως σώπασαν. Κι αυτό γίνεται, συνεχίζει στη διήγησή του, γιατί οι Έλληνες ευχαριστιούνται να φιλονικούν και να συζητούν πολύ για το τίποτε και είναι συνηθισμένο να μιλάνε όσο το δυνατόν φωναχτά και εκείνος που μιλά δυνατότερα και περισσότερο βρίσκει τη μέγιστη προσοχή και κατανόηση από τους υπόλοιπους. Οι Έλληνες αγαπούν τη καλή ζωή και στα πλοία, όταν δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους, ο καπετάνιος που προνοεί για τρόφιμα και φέρεται καλά σ’ αυτούς, οι ναύτες θα τον υποστηρίξουν από την πλευρά τους φιλότιμα όσο κανέναν άλλον. Οι άνδρες συντρώγουν μεταξύ τους 3 φορές την ημέρα, περίπου στις 7 το πρωί, κοντά στις 12 το μεσημέρι και τέλος πριν το ηλιοβασίλεμα. Εκτός από το τυρί τους, τις ελιές και τις σαρδέλες, η κύρια τροφή τους είναι το κρέας ή ρύζι κάθε μέρα, το οποίο προετοιμάζεται με έναν έξοχο τρόπο. Το κρέας κόβεται σε μικρά κομμάτια και βράζεται, αφού προηγουμένως τσιγαριστεί σε βούτυρο, σαν μέρος μιας διαδικασίας για να δημιουργηθεί το πιλάφι».
Επιπλέον παρατηρεί πάνω στο τραπέζι του πλοίου και ένα είδος πεπονιού, που τα κομμάτια του εάν βρασθούν ομοιάζουν στη γεύση με γογγύλια και σερβίρονται κατόπιν. «Το κρασί της Σάμου, το οποίο είναι πολύ δυνατό, σερβίρεται σε κάθε άνδρα σε δύο μεγάλα ποτήρια μπύρας σε κάθε γεύμα της ημέρας. Οι άνδρες συντρώγουν πέντε έξι μαζί, γύρω από ένα μικρό επίπεδο τραπέζι χωρίς πόδια, και κάθε τραπέζι έχει τον μικρό του βοηθό για να σερβίρει τους άνδρες όποτε του το ζητούν, να τους γεμίζει τα ποτήρια με κρασί κλπ. Είναι ιδιαίτεροι με το φαγητό και το κρασί τους. Εάν στο ποτήρι τους εμφανιστεί κάποιο μηδαμινό σκουπίδι, εάν το κρασί είναι θολό έστω και στο ελάχιστο, κάνουν μεγάλη φασαρία πάνω σ’ αυτό. Μολοταύτατα δεν είναι τόσο ιδιαίτεροι σε άλλες εκδηλώσεις τους».
Η οικογένεια Βούλγαρη εφοδίαζε συχνά τους ναυτικούς με πουλερικά και άλλα κηπευτικά από τον κήπο τους στο Καστρί. Και ο Τζωρτζ Τσάρβις, στα διαλείμματα των αψιμαχιών μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού στόλου, πεταγόταν συχνά στο σπίτι της οικογένειας Βούλγαρη, η οποία τον υποδεχόταν φιλικά και ευγενικά και του είχαν παραχωρήσει μάλιστα δικό του κατάλυμα για την εκεί διαμονή του, μέρος στο οποίο έμενε συχνά για διάστημα αρκετών ημερών. Άνετα και ευγενικά απολάμβανε όλες τις περιποιήσεις των ιδιοκτητών του σπιτιού. Έτσι έβρισκε, όπως έγραψε, την ευκολία του για να ξεκουράζεται, να εργάζεται και να γράφει.
Την 26η Φεβρουάριου 1824, αφού αποχώρησε από τον στόλο των Υδραίων, φθάνει με ελληνικό διαβατήριο ως πληροφοριοδότης του υδραίικου κλιμακίου, μέσω Τριπολιτσάς, Γαστούνης, Πύργου και Καλαβρύτων στο Μεσολόγγι και με σύσταση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Κουντουριώτη, γνωρίζεται με τον Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος τον διορίζει υπασπιστή του και συνάμα ιδιαίτερο γραμματέα του. Βάση όμως πάντα παρέμεινε η Ύδρα, την οποία αγαπούσε σαν δεύτερη πατρίδα του. Την Ερμιόνη και το Κρανίδι επίσης. Η γνωριμία του με τον Δημήτριο Βούλγαρη υπήρξε καθοριστική.
Στο Ημερολόγιο[8] του Αμερικανού φιλέλληνα αντιστράτηγου George Jarvis, αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, βρέθηκαν πέντε κείμενα γραμμένα στα ελληνικά, που αναφέρονται στα γεγονότα του 1822 και 1823. Από αυτά, τα τέσσερα είναι ημερολόγια καραβιών του Ελληνικού Στόλου και το τελευταίο, το πέμπτο, είναι σύντομη εξιστόρηση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Κρήτη. Όλα αυτά τα κείμενα τα έγραψε ο Ζέρβης στα χαρτιά του, από ζήλο για να συγκεντρώσει όσα στοιχεία μπορούσε για την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, που τον είχε συνεπάρει και με την οποία είχε συνδέσει τη μοίρα του. Υποθέτουμε όμως ότι χρησιμοποίησε αυτά τα ημερολόγια του και σαν άσκηση στο γράψιμο και στο διάβασμα, όταν πρωτομάθαινε ελληνικά από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Διότι τα προαναφερόμενα τέσσερα ημερολόγια είναι αντιγραμμένα από τα ναυτικά ημερολόγια, τα οποία είχαν συντάξει γραμματικοί των καραβιών του στόλου της Ύδρας, επειδή τα δύο πρώτα χρόνια παραμονής του στην Ελλάδα υπηρετούσε κάτω από τις εντολές των αδελφών Τομπάζη. Οι φιλικές σχέσεις του Ζέρβη με τους καπεταναίους και καραβοκυραίους της Ύδρας του έδωσαν την ευκαιρία να τα αντιγράφει για να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα.
Εκείνο που έχει τελικά σημασία είναι η θυσία του Τζωρτζ Τζάρβις στον αγώνα του ’21, η απροσμέτρητη και αληθινή αγάπη του για τους Έλληνες και η σεμνότητα του. «Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, οι συγγενείς του θέλησαν να διαθέσουν την όποια περιουσία του. Προς τιμήν τους, ως προϋπόθεση έθεσαν την τακτοποίηση οιασδήποτε οικονομικής εκκρεμότητας του Τζωρτζ Τζάρβις. Γι’ αυτό τον λόγο δημοσίευσαν ανακοίνωση στον τύπο και καλούσαν όποιον είχε κάποια απαίτηση να παρουσιασθεί στον «διορισμένο διαιτητή δια λογαριασμόν του μακαρίτου» προσκομίζοντας και τις σχετικές αποδείξεις».
Πρέπει να θεωρήσουμε τον George Jarvis ως τον χαρακτηριστικότερο τύπο ξένου αγωνιστή και αγνού Φιλέλληνα. Άγνωστος, ανάμεσα στους Έλληνες αγωνιστές, πολέμησε με ζήλο κοντά στους θαλασσινούς και στεριανούς και διακρίθηκε. Και τέλος, όπως έγραψε «Η Γενική Εφημερίδα», αρρώστησε πιθανόν από τις κακουχίες και προσβλήθηκε από επιδημική νόσο, ίσως από τύφο ή τέτανο. Πέθανε στο Άργος, όπου και ετάφη στις 11 Αυγούστου 1828/23 Αυγούστου 1828, στο προαύλιο του ναού του Αη-Γιάννη, με τιμές Αντιστρατήγου. Ήταν τότε 30 ετών!
Υποσημειώσεις
[1] Για όσα τυχόν λάθη απομένουν στο άρθρο αυτό την ευθύνη, φυσικά, φέρω εγώ. Για την αδιάλειπτη βοήθειά του ιδιαίτερα ευγνώμων είμαι στον κ. Λίνο Μπενάκη, για την πρόσβαση και την καθοδήγηση στα έγγραφα και το υλικό του Τζωρτζ Τζάρβις και τη φιλοξενία του όσο μελετούσα αυτό το αρχείο, για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε. Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις του, η υπομονή και εμπιστοσύνη που μου έδειξε, με οδήγησαν να καταλάβω τις κεντρικές ιδέες που πραγματεύεται η παρούσα εργασία μου και με προετοίμασαν για το συναρπαστικό αυτό ταξίδι. Η συμβολή και η υποστήριξη του υπήρξε πολύτιμη στον μόχθο και στις χαρές της διαδικασίας, με την οποία το άρθρο αυτό αναδύθηκε στο φως του ήλιου.
[2] Λίνος Γ. Μπενάκης, Jarvis George, «Ένας λησμονημένος σπουδαίος Αμερικανός Φιλέλληνας», Άρθρο στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 1, σελ. 11, Ιανουάριος 2009.
[3] Jarvis George, Letters from Greece, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Ind. 756. G. Georgiades Arnakis, George Jarvis, His journal and related documents, εκδ. Institute for Balkan Studies, Thessaloniki 1965.
[4] Η εορτή του Αγίου Δημητρίου είναι στις 26 Οκτωβρίου, δηλ. 7 Νοεμβρίου με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο.
[5] Ένας πλούσιος Έλληνας από την Ολλανδία. Μετά τη πτώση του Ναυπλίου, αγόρασε το μέγαρο του τοπικού Πασά και διατηρούσε ανοικτό αυτό το σπίτι για τους Έλληνες και Φιλέλληνες φίλους του.
[6] Αντρικό τότε, ενώ σήμερα το μοναστήρι είναι γυναικείο και ένα από τα καλύτερα της Πελοποννήσου.
[7] Οι Τούρκοι κατά κανόνα είχαν κάνει περιτομή.
[8] Το ημερολόγιό του αρχίζει από τη Φραγκφούρτη στις 22 Νοεμβρίου 1821 και τελειώνει στο Μεσολόγγι στις 5 Δεκεμβρίου 1824. Καλύπτει 200 τυπωμένες σελίδες έκτων οποίων οι 40 σελίδες είναι στη γερμανική γλώσσα λόγω της μητέρας του που ήταν Γερμανίδα, 15 σελίδες στη γαλλική (σώζονται 6 επιστολές από τον πρίγκιπα Μαυροκορδάτο και 9 επιστολές προς εκείνον) και 145 σελίδες στην αγγλική γλώσσα, επιστολές κυρίως προς τον πατέρα του.
Πηγές
- Νέα και ανέκδοτα στοιχεία για τους Τζωρτζ Τζάρβις, Πέτρο Μπελλίνο και Μπονιφάτσιο Μποναφίν, «Ναυπλιακά Ανάλεκτα», τ. 3, σ. 155-160, 1998.
- Λίνος Γ. Μπενάκης, George Jarvis, Ένας λησμονημένος σπουδαίος Αμερικανός Φιλέλληνας, Άρθρο στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 1ο, Ιανουάριος 2009.
Σπύρος Κάλμπαρης
Δημοσιογράφος της Ένωσης Κυκλαδικού Τύπου, Ειδικός Γραμματέας της Ε.ΚΥ.Τ., Μέλος της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών.
Σχετικά θέματα:
- Τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αμερικής
- Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου [S.G. Howe] (1801-1876)
- Η Προσφορά των Φιλελλήνων στην Οργάνωση του Ένοπλου Αγώνα
- Η στρατιωτική δράση των Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα
- Ο Αμερικανικός και Ευρωπαϊκός Φιλελληνισμός και η Απελευθέρωση του Ναυπλίου: ιδέες, τόπος και άνθρωποι την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης
Σχολιάστε