Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ελληνική Επανάσταση’

Ημερίδα – «Φιλελληνισμός και Ελληνική Επανάσταση του 1821: νέες έρευνες και ερωτήματα»


 

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας, με την υποστήριξη του Δήμου Ναυπλιέων και του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard, διοργανώνουν ημερίδα το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου (10πμ-630μμ), στο κτήριο του Βουλευτικού στο Ναύπλιο. Στόχος της είναι να αναδείξει νέες μελέτες για τη σχέση του Φιλελληνισμού και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

 

Φιλελληνισμός και Ελληνική Επανάσταση του 1821

 

Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας γιορτάζει το 2024 τα 40 χρόνια δημιουργικής παρουσίας. Έχοντας καταξιωθεί εντός και εκτός νομού ως ένας βασικός πόλος γνώσης και πολιτισμού, τιμά αφενός τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα και στρέφει τη ματιά προς τους νέους ανθρώπους επιθυμώντας να συμβάλλει στην αγάπη προς την Ιστορία και τον Ανθρωπισμό, αξίες που ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν τους Φιλέλληνες, όπου Γης. Για αυτούς τους λόγους είναι εκ των διοργανωτών της Ημερίδας.

 

Βρυζάκης, Θεόδωρος – Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861. Λάδι σε μουσαμά, 155 x 213 εκ. Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου.

 

Από την πλευρά της Βρετανικής Σχολής Αθηνών η ημερίδα διοργανώνεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος “Unpublished archives of British Philhellenism during the Greek Revolution of 1821”, το οποίο υλοποιείται στη Βρετανική Σχολή Αθηνών σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) και χάρη στη γενναιόδωρη υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).

Άστιγξ Αμπνεϊ Φραγκίσκος

Έχοντας έναν χρονικό ορίζοντα τριών ετών (2021-24), το πρόγραμμα έχει δύο στόχους: ο ένας είναι η δημιουργία ενός ψηφιακού αρχείου (The George Finlay Papers) που περιλαμβάνει πρωτότυπα τεκμήρια από τα έγγραφα του Σκωτσέζου εθελοντή και ιστορικού George Finlay (1799-1875) και του Άγγλου πλοιάρχου Frank Abney Hastings (1794-1828) και που αποτελούν μέρος της συλλογής George Finlay της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

Ο δεύτερος είναι να ρίξει νέο φως στη σχέση μεταξύ του Φιλελληνισμού και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μέσω μιας σειράς επιστημονικών δραστηριοτήτων όπως επιστημονικά συνέδρια, αναρτήσεις σε ιστολόγια, ομιλίες, εργαστήρια, καθώς και έκδοση μελετών για το θέμα, συμπεριλαμβανομένου ενός συλλογικού τόμου που θα κυκλοφορήσει στη σειρά Modern Greek and Byzantine Studies της ΒΣΑ από τον οίκο Routledge. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Είχε σημασία η διαφορετική γλώσσα; Οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι (Αρβανίτες) στην Ελληνική Επανάσταση – Λάμπρος Μπαλτσιώτης[1]


 

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μία προσπάθεια προσέγγισης του πώς βίωναν τη διαφορετική γλώσσα και εθνότητα ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού αυτοί που «πήραν τα όπλα» κατά την Επανάσταση του 1821. Τα έγγραφα και τα κείμενα που χρησιμοποιήσαμε περιορίζονται ουσιαστικά σε όσα γράφτηκαν μέχρι και τη δεκα­ετία του 1840, καθώς όσο προχωράμε στον 19° αιώνα φαίνεται ότι μεταβάλλονται οι προσλήψεις για τις διαφορετικές γλωσσοπολιτισμικές ομάδες, κάτι που αντανακλάται και σε όσους έγραφαν για τις προηγηθείσες χρονικές περιόδους. Καθώς από ένα χρονικό σημείο και πέρα τα εδάφη που διεξάγονταν οι ένοπλες συγκρούσεις, τουλάχιστον οι χερσαίες, περιορίστηκαν στη σημερινή νοτιότερη Ελλάδα, το πληθυσμιακό βάρος όσων αναφέρονταν ως Αλβανοί σε λόγιες μορφές της γλώσσας και Αρβανίτες στις καθομιλούμενες αυξήθηκε.[2]

Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυ­σμού των περιοχών που συμπεριλήφθηκαν στον πρώτο ελληνικό κράτος είχε ως μητρική γλώσσα τα αρβανίτικα, δηλαδή μία αλβανική γλώσσα που είχε εξελιχθεί για αρκετούς αιώνες χωρίς σημαντική επίδραση από τις εξελίξεις της γλώσσας στις συμπαγείς περιοχές αλβανοφωνίας των Δυτικών Βαλκανίων. Πρόκειται για εξέλιξη τοσκικών ιδιωμάτων που είναι αρκετά κοντά στην τσάμικη υποδιάλεκτο.[3] Είναι μάλλον αδύνατον να υπολογίσουμε με σχετική ακρίβεια το πόσοι ακριβώς ήταν οι αλβανόφωνοι και τι ποσοστό του πληθυσμού αποτελούσαν. Οι υπολογισμοί δεν σχετίζονται μόνο με τα μειωμένης αξιοπιστίας στατιστικά δεδομένα, αλλά και με τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1821-1830, αλλά και στη συνέχεια. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είτε σφαγιάζονται είτε αποχωρούν,[4] νέοι πληθυσμοί ορθοδόξων εγκαθίστανται ως πρόσφυγες, και αργότερα ως μετανάστες, ενώ την επαύριον της παύσης των εχθροπραξιών ένα νέο κύμα μετανάστευσης ξεκινά από το νέο κράτος κυρίως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι υπολογισμοί δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο από το γε­γονός ότι ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα σε κάποιες περιοχές, ειδικά στη δυτική Πελοπόννησο αλλά και αλλού, είχε αρχίσει η γλωσσική μετατόπιση από τα αρβανίτικα στα ελληνικά. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πρώιμης γλωσσικής μετατόπισης συνιστούν οι μουσουλμάνοι Λαλιώτες.

 

Γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου – 1890 – του Γερμανού γεωλόγου και γεωγράφου Alfred Philippson (1864-1953). Η αλβανοφωνία σημειώνεται με κόκκινο.

 

Παρόλα αυτά, στις αρχές του 19ου αιώνα αρκετές από τις περιοχές αλβανοφωνίας παραμένουν ιδιαίτερα συμπαγείς και καλύπτουν μεγάλες περιοχές του μετέπειτα κράτους. Σε μερικές από αυτές αρκετοί άρρενες ενήλικες εξακολουθούν να αγνοούν τα ελληνικά όχι μόνο τις δε­καετίες που εξετάζουμε αλλά σε ορισμένους οικισμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.[5] Τα αρβανίτικα άλλωστε θα συνεχίσουν να αποτελούν τη lingua franca [Κοινή γλώσσα ή διάλεκτο] (langue vehiculaire) σε πολλές περιοχές της χώρας ή τη γλώσσα που εξακολουθούσε να έχει ειδική λειτουργία στους ενόπλους και στο ναυτικό.[6] Οι αλβανόφωνοι κάτοικοι των περιοχών που συμπεριλήφθηκαν στον νέο κράτος υπερβαίνουν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αγγίζουν το ένα τέταρτο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Επετειακή μελέτη για τα 190 χρόνια από το μυστηριώδη θάνατο του Λόρδου Βύρωνα (1788−1824)


 

Η παρούσα μελέτη εξετάζει τις θεωρίες που σχετίζονται με το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, με κυρίαρχη αυτή της ελονοσίας. Το ιατρικό προφίλ του Βύρωνα συνίστατo σε επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις πυρετικών κρίσεων, οι οποίες αναδύουν τη θεωρία της υποτροπιάζουσας χρόνιας ελονοσίας. Επί πλέον, τα στοιχεία από τα βρετανικά ιατρικά αρχεία των Ιονίων Νήσων σχετικά με την ενδημική φύση της ασθένειας στη δυτική Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αυξάνουν την πιθανότητα μιας εκ νέου μόλυνσης κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του Βύρωνα. Το παράδειγμα των χρόνιων πυρετών του Βύρωνα αναδύει ένα σύγχρονο ιατρικό πρόβλημα, τη διάγνωση της εισαγόμενης ελονοσίας από ταξιδιώτες ή μετανάστες και την ανάγκη λήψης λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, το οποίο θα θέσει την υποψία της ελονοσίας στη διαφορική διάγνωση.

 

Λόρδος Βύρωνας: Ταγματάρχη Πάρρυ, τι νομίζεις ότι μου συμβαίνει; Οι γιατροί

δεν γνωρίζουν την αρρώστιά μου; Τι θα μου έκανε καλό;

Ταγματάρχης Πάρρυ: Το μπράντυ Λόρδε μου! Μόνο το μπράντυ μπορεί να σε σώσει!

Julius Millingen

«Οι τελευταίες ημέρες του Λόρδου Βύρωνα»

Λονδίνο 1831

 

  1. Ο Λόρδος Βύρωνας και η Ελληνική Επανάσταση

 

Ο Βρετανός ποιητής, πολιτικός και φιλέλληνας, Λόρδος George Noel Gordon Byron,  γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο και απεβίωσε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης στο Μεσολόγγι στις 19 Απριλίου 1824.

 

Λόρδος Βύρωνας, χαλκογραφία των G. Sanders και Ε. Finden (1827). Μια προσωπογραφία του ποιητή, σε νεαρή ηλικία. Έχει την υπογραφή του και αφιέρωση στον εκδότη του John Murray.

 

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 κέρδισε γρήγορα τη συμπάθεια των Ευρωπαίων διανοούμενων, αλλά όχι και των πολιτικών. Σύμφωνα με το πολιτικό πνεύμα του Συνεδρίου της Βιέννης (1814−1815) μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, οι επαναστάσεις των λαών αποτελούσαν απειλή για τις μοναρχίες των ευρωπαϊκών χωρών και διατάραξη του πολιτικού status quo της εποχής. Το ελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου ιδρύθηκε στις 3 Μαρτίου 1823 με πρωτοστάτη τον Sir John Bowring (Σερ Τζον Μπάουριγκ) και συμπεριέλαβε στις τάξεις του σημαίνοντα μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας.

 

Sir John Bowring (Σερ Τζον Μπάουριγκ 1792-1872), έργο του B.E. Duppa’s, γύρω στα 1850, λιθογραφία. Ιδρυτής του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου το οποίο συστάθηκε στις 3 Μαρτίου 1823, με κύριο σκοπό την υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Sir John Bowring ήταν Βρετανός πολιτικός, οικονομολόγος, πολύγλωσσος συγγραφέας και ο 4ος Κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ.

 

Το Κομιτάτο του Λονδίνου, αν και άργησε να ιδρυθεί σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων (Μαδρίτη, Στουτγάρδη, Μόναχο, Ζυρίχη, Βέρνη, Γένοβα, Παρίσι, Μασσαλία), κατόρθωσε ωστόσο τάχιστα να συλλέξει χρήματα, όπλα και φάρμακα για τους Έλληνες. Όταν το Κομιτάτο αναζητούσε ηγέτη για την αποστολή στην Ελλάδα, ο Βύρωνας βρισκόταν στην Ιταλία και είχε εμπλακεί στην επανάσταση των αντιμοναρχικών Καρμπονάρων. Στα μάτια της συντηρητικής Ευρώπης, ο Βύρωνας αποτελούσε δυνητικά μια πηγή κινδύνων για τις κυβερνήσεις λόγω των επαναστατικών ιδεών του, αλλά πολλοί δεν ελάμβαναν σοβαρά τις ενέργειές του πιστεύοντας ότι επρόκειτο για άλλη μια νεανική τρέλα του εκκεντρικού ποιητή με τον έκλυτο και ταραχώδη προσωπικό βίο. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κατάσκοπος της ιταλικής αστυνομίας, Luigi Torelli, στην έκθεσή του με τίτλο Arcana politicae anticarbonariae: «Ο φημισμένος ποιητής, Λόρδος Βύρωνας, αν δεν είχε τη φήμη του τρελού, θα έπρεπε να παρακολουθείται από τις αστυνομίες όλης της Ευρώπης!».[1] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση, Κατερίνα Γαρδίκα, «Μνήμων», τόμος 1ος (1971), Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού


 

 

Αναστάσιος Πολυζωίδης

Αναστάσιος Πολυζωίδης

Η βιογράφηση της πρώτης φάσεως της ζωής του Αναστασίου Πολυζωίδη έχει περιορισμένη ιστορική αξία αν τον αντιμετωπίσωμε σαν δημόσιο άνδρα· αν έχει κάποια σπουδαιότητα είναι σαν περιγραφή μιας προσωπικότητος, που αργότερα θα αναδειχθή σημαντική για την ακεραιότητα και το σθένος της. Περισσότερο από ό,τι στη δη­μόσια δράση του, που έχει για τον ίδιο χαρακτήρα παραπληρωματικό και επουσιώδη, πρέπει να δοθεί έμφαση στον Πολυζωίδη σαν ιδιώτη και σαν μαθητή, που μάλιστα μας παρέχει ενδείξεις της ψυχοσυνθέσεως και της νοημοσύνης του μέσα από δικά του κείμενα.

Γεννήθηκε στο Μελένικο της Μακεδονίας στις 20 Φεβρουαρίου 1802 από εύπορους γονείς, άρχοντες του τόπου· ευνοήθηκε στην εκπαίδευσή του, στην οποία πρέπει να έδωσαν μεγάλη σημασία οι γονείς του. Για τον πρώτο του δάσκαλο Αδάμ Ζαπέκο από το Μέ­τσοβο, μαθητή του Δημ. Βαρδάκα, φίλο και συμμαθητή του Νεοφύ­του Δούκα, εκφράζεται επαινετικά στα «Νεοελληνικά» του. Από τον οικοδιδάσκαλό του Χριστόφορο Φιλητά από τα Ιωάννινα, μα­θητή του Ψαλίδα, επήρε μαθήματα λατινικών, γεωγραφίας και ιστορίας. Τέλος, δάσκαλός του ήταν και ο Κων. Μινωίδης Μηνάς.

Δέκα έξη ετών, δηλαδή το 1818, χάνει τον πατέρα του και φεύ­γει για να σπουδάσει στη Βιέννη. Ο Μανασίδης τον εμφανίζει να μαθαίνει γερμανικά επί ένα χρόνο και συγχρόνως να σπουδάζει στο Πανε­πιστήμιο, όπου οι διαλέξεις δίνονται στα λατινικά. Δεδομένου όμως ότι το πρώτο του δημοσίευμα στο «Λόγιο Ερμή», μετάφραση από κεί­μενο γερμανικό, φέρει ημερομηνία 22 Μαρτίου 1818 εν Βιέννη, μπο­ρούμε να συμπεράνωμε ότι δεν είχε δυσκολίες με τη γλώσσα.

Οι συνεργασίες του στο «Λόγιο Ερμή» του 1818 δημοσιεύονται στο τμήμα της Φυσικής και είναι σειρά μεταφράσεων με θέμα το ζωικό μαγνητισμό και τη θεραπευτική του αξία. Η θεωρία του ζωικού μα­γνητισμού είχε ευρεία διάδοση, όπως φαίνεται, στην ιατρική σκέψη της εποχής στη Γερμανία και τη Γαλλία. Το θέμα αυτό παρουσιάζε­ται σαν φυσικοφιλοσοφική θεωρία με εφαρμογή στην ιατρική, ο δε Πολυζωίδης, φοιτητής στα 16 του χρόνια, είναι θερμός υποστηρικτής της. Πιστεύει δε ότι, δημοσιεύοντας τις μεταφράσεις του, βοηθεί τους ομογενείς του στην πρόοδο, που προσπαθούν να επιτελέσουν με τη βοήθεια του ορθού λόγου. Είναι φανερός ο ενθουσιασμός ενός πνεύ­ματος, που καταπιάνεται με κάτι νέο. Αλλά δεν παύει από το να υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι η δουλειά του δεν έχει την απαραίτητη συνέπεια γιατί είναι πάρεργο στις «περί το έργον τον ασχο­λίες», δηλαδή στις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο.

Στη Βιέννη μένει σχεδόν δύο χρόνια και από εκεί πηγαίνει στο Göttingen μαζί με τον Μαύρο, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, τον Ασώπιο και άλλους στα τέλη του 1819, όπου βρίσκουν τον Γ. Ψύλλα, που έχει έλθει από την Ιένα ήδη από τις αρχές του φθινοπώρου.

Από το Göttingen ο Πολυζωίδης εξακολουθεί να στέλνει συνεργα­σίες στο «Λόγιο Ερμή», αυτή τη φορά με περιεχόμενο ιστορικό και φιλοσοφικό. Μαζί με τον Μαύρο φεύγει και εγκαθίσταται στο Βερολίνο το χειμώνα του 1820/21, στις αρχές του χειμερινού εξαμήνου.

Για τη φύση των σπουδών του έχομε πληροφορίες από τον ίδιο. Τον Ιούνιο του 1824 ζητεί από τον Γ. Κουντουριώτη διευκολύνσεις για να πάει στο Παρίσι και να «εξακολουθήση των πολιτικών μαθημάτων την σπουδήν» του, δηλαδή να συνεχίσει σειρά μαθημάτων, που είχε αρχίσει στη Γερμανία. Σε γράμμα πάλι προς τον Γ. Κουντουριώτη τον Οκτώβριο του 1826 γράφει σαφώς για τη φάση αυτή των σπουδών του:

 

«Αφού τετραετίαν ολόκληρον ενησχολήθην εις την σπουδήν των ιατρικών μαθημάτων, αναγκασθείς να διακόψω αυτήν προς καιρόν δια να εκπληρώσω μεγαλύτερα προς την κατά της τυραννίας εγερθείσαν πατρίδα μου χρέη, στοχάζομαι ότι είναι καιρός να επιστρέψω εις το πρώτον μου έργον, καθ’ όσον η εις την Ελλάδα περαιτέρω διατριβή μου είναι πάντη περιττή και δύω χρόνων ακόμη εις την ιατρικήν τέχνην ενασχόλησις ημπορεί να με καταστήση ικανόν δια να φανώ ωφελιμότερος, παρ’ ό,τι είμαι τώρα, εις το έθνος μου».

 

Οι δύο αυτές πληροφορίες δεν είναι αντιφατικές, διότι μπορεί να συνδυάσει στις σπουδές του την ιατρική και την πολιτική, με μεγαλύτερη έμφαση στην ιατρική. Άλλωστε τα άρθρα του στο «Λόγιο Ερμή» του 1818 δείχνουν ότι ασχολείται με την ιατρική, ενώ το επεισόδιο με τον Ψύλλα μας φανερώνει την ενασχόλησή του με τα αρχαία γράμματα, και η δεύτερη σειρά μεταφράσεων στο «Λόγιο Ερμή» αποκαλύπτει την εξοικείωσή του και συνάφειά του με φιλοσοφικές θεωρίες και με την ιστορία, σχέσεις πιθανές μια που ασχολείται με την πολιτική. Γενικές και διαφωτιστικές πληροφορίες για τις σπουδές των Ελλήνων στο εξωτερικό δίνει ο Σ. Τρικούπης στην ιστορία του:

 

«Όσοι των Ελλήνων επαιδεύοντο, εδιδάσκοντο κυρίως γραμματικά ή ιατρικά, ολίγοι δε φιλοσοφικά και ουδείς νομικά, διότι όπου εβασίλευε το κοράνιον και εδίκαζε καδής, η επιστήμη του δικαίου δεν εχρησίμευεν. Οι δε Έλληνες, οι λεγόμενοι Φαναριώται, εξ αιτίας της πολιτικής θέσεώς των προς την Πύλην και προς τας Βλαχομολδαυϊκάς ηγεμονίας, ας κατείχον και ενέμοντο, κατεγίνοντο εις κτήσιν γενικωτέρων πολιτικών γνώ­σεων αλλά και αι γνώσεις αυτών ήσαν ως επί το πλείστον όχι πολλά βαθείαι, διότι τοιαύτα δεν εχρησίμευον εν κράτει όπου τα κινούντα την πο­λιτικήν ήσαν η ραδιουργία, η αισχροκέρδεια και η επιρροή ενός καφεκεραστού, ή ενός κουρέως, και όπου οι διαπρέποντες είχαν πάντοτε υπ’ όψιν τον βρόχον, την μάχαιραν, το κώνιον, την εξορίαν και την δήμευσιν».

 

Μέσα σε αυτό το στενό πλαίσιο θα είχε και ο Πολυζωίδης την ευκαι­ρία να επιλέξει τα θέματα των σπουδών του. Οπωσδήποτε και τώρα και από τη μετέπειτα συγγραφική του δράση φαίνεται η κλίση του πνεύματός του προς τα θεωρητικά· η ιατρική όμως παρέχει χειροπια­στή τη συμβολή της σε όποιον θέλει να προσφέρει στο αναγεννώμενο έθνος του.

Καθ’ όλες τις ενδείξεις δεν είχε υποτροφία της Φιλομούσου Εται­ρίας∙ άλλωστε εκείνη την εποχή δεν φαίνεται να είχε ανάγκη από υποτροφία: οι γονείς του ήταν εύποροι. Ο Πολυζωίδης φαίνεται να γνωρίζει τα σχετικά με τη Φιλόμουσο Εταιρία αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι ήταν υπότροφός της· οι συμμαθητές του ήταν υπότροφοι και οπωσδήποτε πολλές από τις γνώσεις του οφείλονται στην προσωπική του έρευνα σαν ιστορικού.

Η έκρηξη της επαναστάσεως βρίσκει τον Πολυζωίδη, τον Μαύρο και τον Ψύλλα στο Βερολίνο. Πρώτος, κατά τα λεγόμενα του Ψύλλα, ο ίδιος, δεύτερος ο Μαύρος, αποφασίζουν να συμμετάσχουν στον αγώ­να· προσπαθούν να συμπαρασύρουν και τον Πολυζωίδη «αλλ’ ούτος, αδρανούς ων χαραχτήρος, ανθίστατο, έως ότου οι εν Γοττίγγη ομογενείς μαθηταί μας έγραψαν επιστολήν» και συνεννοούνται να συναντηθούν στη Λειψία, όπου θα αποφασίσουν να ακολουθήσουν «κατά γενικήν απόφασιν, όπου ήθελε φανή ότι δυνάμεθα να φανώμεν χρήσιμοι εις την πατρίδα». Συνεχίζει: «Κατέβημεν τότε εις Λειψίαν. Εύρομεν τους εκ Γοττίγγης συμμαθητάς μας· ήλθομεν εις την Ελληνικήν εκκλησίαν την ημέραν των Βαΐων και ότε ο ιερεύς μας ενεχείριζε, κατά το έθιμον, τον κλάδον της δάφνης, έλεγεν εις έκαστον εξ ημών: «τούτο έστω δι’ υμάς το σύμβολον της νίκης». Αποφασίζουν μέσω Βιέννης να συναντήσουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Ρουμανία και να αγωνισθούν εκεί. «Τούτο δε και επράξαμεν, διαβαίνοντες 15 Έλληνες μαθηταί εν θριάμβω δια Δρέσδης και Πράγας και πολλών άλλων πόλεων, κωμοπόλεων και πολιχνίων πα­ρακολουθούμενοι και θαυμαζόμενοι υπό των κατοίκων».

Ο Πολυζωίδης εγκαταλείπει τις σπουδές του και εισέρχεται στον αγώνα με επιφυλάξεις…

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Κατερίνας Γαρδίκα πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Ομιλία στο Δαναό, « Η Ελληνική Επανάσταση και η Ευρωπαϊκή Διπλωματία: Οικονομικές, Πολιτικές και Γεωπολιτικές Διαστάσεις του Ελληνικού Ζητήματος».  


 

Στα πλαίσια του Προγράμματος Διαλέξεων και Συζητήσεων της χειμερινής περιόδου, ο Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός» συνεχίζει τις μετακλήσεις σημαντικών και διακεκριμένων  προσωπικοτήτων, προκειμένου να προσφέρει στους Αργείους την ευκαιρία επικοινωνίας με θέματα που αφορούν στον άνθρωπο και τις πνευματικές του αναζητήσεις.

Την Κυριακή  13  Φεβρουαρίου 2011  και ώρα 6.30΄ μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» θα μιλήσει:

 

ο  κ. Ιωάννης Αντωνόπουλος

Ιστορικός – Ερευνητής

Συνεργάτης Παντείου Πανεπιστημίου

με θέμα: « Η Ελληνική Επανάσταση και η Ευρωπαϊκή

Διπλωματία: Οικονομικές, Πολιτικές και

Γεωπολιτικές Διαστάσεις του Ελληνικού Ζητήματος».

 

Θα ακολουθήσει συζήτηση.

Η παρουσία σας θα αποτελέσει τιμή για τον ομιλητή και τον Σύλλογο.

 

Ιωάννης Αντωνόπουλος


 

Είναι ερευνητής ιστορικός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.       Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Caen Νορμανδίας και Paris Ι-Sorbonne στη Γαλλία.

Έχει ειδικευτεί στην Ευρωπαϊκή Ιστορία και Πολιτισμό, στην Οικονομική Ιστορία, την Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων, καθώς και στην Ιστορία της Εκπαίδευσης.

Έχει εργαστεί ως Ειδικός Επιστήμονας – Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και διδάσκει στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Στρατιωτική και Αστυνομική Ακαδημία.)

Είναι συγγραφέας ικανού αριθμού μελετών και επιστημονικών άρθρων στους τομείς των ενδιαφερόντων του, όπως οι Ελληνογαλλικές σχέσεις  19ος– 20ος αιώνας, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός στην Ελλάδα, οι πολιτικές διαστάσεις του δημοσίου δανεισμού, τεχνολογική εκπαίδευση και ανάπτυξη στην Ελλάδα 19ος– 20ος αιώνας, γαλλογερμανικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων κ.α.

 

Read Full Post »

Σαβινιύ – Σχινά Μπεττίνα (Bettina Savigny 1805-1835 )


 

 Μια Βερολινέζα στο Ναύπλιο. Στιγμιότυπα από τη ζωή στην πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας (1834/35)

 

Bettina Savigny 1805-1835

Η Μπεττίνα (Bettina) (1805-1835), κόρη του Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινιύ (Friedrich Carl von Savigny, 1779-1861), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ιδρυτή της περίφημης «Ιστορικής Σχολής του Δικαίου» γεννήθηκε στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα του Πρωσικού κράτους. Το 1834, η Μπεττίνα παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857) απόγονο από φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος, το 1833/34, κατείχε διάφορα υψηλά αξιώματα στην κυβέρνηση της Αντιβασιλείας και ο οποίος θα γίνει, το 1837, ο πρώτος πρύτανης του νεοϊδρυθέντος Πανεπιστημίου των Αθηνών.

[ Ο Κωνσταντίνος Σχινάς ήταν απόγονος του Κωνσταντινουπολίτικου κλάδου της μεγάλης οικογένειας των Σχινάδων. Με τα έκτροπα και τις σφαγές στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 έχασαν την περιουσία τους και κατέφυγαν στη Βεσσαραβία. Από εκεί ο φιλομαθής Κωνσταντίνος πήγε στη Γερμανία για νομικές και ιστορικές σπουδές ].

Το ζεύγος γνωρίστηκε το 1824 στο Βερολίνο, όπου ο Σχινάς σπούδαζε τότε. Ήταν φοιτητής του φον Σαβινιύ, αγαπη­τός φίλος και συχνά φιλοξενούμενος της οικογένειας του.

[ Ο Κ. Σχινάς, ως φοιτητής κέρδισε την εμπιστοσύνη του καθηγητή του, μπήκε στο σπίτι του και ερωτεύθηκε τη 19χρονη τότε Μπεττίνα.(1824).Ο Σχινάς όμως ήταν άφραγκος και επειδή δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την αγαπημένη του οι γονείς της του επέβαλαν να συνεχίσει τις σπουδές του αλλού και να επικοινωνεί με την κόρη τους μόνο μέσω αλληλογραφίας με τους ίδιους. Περιηγήθηκε όντως πικραμένος τη Γερμανία και κατέληξε στο Παρίσι, από όπου το 1828 πήγε στην Ελλάδα. Τότε διακόπτει χωρίς εξηγήσεις την αλληλογραφία με το Βερολίνο. Δεν τους είχε απαρνηθεί, όπως νόμιζαν, αλλά προετοίμαζε τη θριαμβευτική του επάνοδο στην οικογένεια. Επί Καποδίστρια διορίζεται πάρεδρος στη Γραμματεία Εσωτερικών, αλλά η μεγάλη στιγμή έρχεται τον Οκτώβριο του 1833, όταν διορίζεται υπουργός Δικαιοσύνης ως έμπιστος του Λούντβιχ φον Μάουρερ, μέλους της Αντιβασιλείας. Τότε, για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, ξαναγράφει στους Φον Σαβινιύ, ζητώντας το χέρι της Μπεττίνας. Μοιράζουν την απόσταση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Το ζεύγος φον Σαβινιύ μαζί με έναν αδελφό της είχαν συνοδέψει τη Μπεττίνα μέχρι εκεί. Παντρεύονται στην Αγκώνα στις 9 Οκτωβρίου του 1834, στο σπίτι του Έλληνα προξένου Ντουρούτι και αναχωρούν αμέσως για το Ναύπλιο ]. 

Τότε αρχίζει μια πολύ εκτενής αλληλογραφία της Μπεττίνα με τους γονείς της στο Βερολίνο. Αυτή η αλληλογραφία σώθηκε στα προσωπικά κατάλοιπα της οικο­γένειας φον Σαβινιύ, φυλάσσεται στο Τμήμα χειρογράφων της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Μύνστερ και εκδόθηκε σε έναν τόμο με πλούσια εικονογράφηση από τις Εκδόσεις Cay Lienau στο Μύνστερ της Γερμανίας το 2002.

Η Μπεττίνα έζησε με το σύζυγο της πέντε μήνες στο Ναύπλιο, από την αρχή του Νοεμβρίου του 1834 μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 1835. Μετά, το ζεύγος Σχινά μετακόμισε στην Αθήνα που είχε ορισθεί πρωτεύουσα της Ελλάδας ήδη από το τέλος του 1833. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Φυλακή του Κολοκοτρώνη


 

Ο Αρχαιολόγος – ερευνητής Χρήστος Πιτερός, στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα, VII (2009) του Δήμου Ναυπλιέων» μεταξύ άλλων αναφέρεται στην φυλακή του Θ. Κολοκοτρώνη με τεκμηριωμένες θέσεις και απόψεις. Την θέση αυτή του Χρ. Πιτερού ενισχύει και ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του « Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, έκδοση ενάτη, Δωρικός, Αθήνα 1986». Το εν λόγω απόσπασμα παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου του Χρ. Πιτερού.

  

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

Μετά τη δίκη και την καταδίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και του Δ. Πλαπούτα στο Βουλευτικό για εσχάτη προδοσία στις 26 Μαΐου 1834, από το καθεστώς της Αντιβασιλείας, οι δυο αγωνιστές της ελευθερίας φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Το πρόβλημα της φυλακής του αγωνιστή της ελευθερίας Θ. Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι έχει πάρει σήμερα μυθολογικές διαστάσεις. Τα πλήθη των επισκεπτών σύμφωνα με τις αναρτημένες πινακίδες, επισκέπτονται και βλέπουν ως φυλακή του Κολοκοτρώνη ένα θεοσκότεινο βαθύ μπουντρούμι – αποθήκη χωρίς διαμορφωμένο δάπεδο, όπου διατηρείται ανέπαφος ο επικλινής φυσικός βράχος με μια μικρή πυλίδα διαστ. 1.05 X 0,69 μ. από την οποία μπορεί να εισέλθει κανείς μόνο σκυφτός, στον κεντρικό προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, αμέσως στη νότια πλευρά της ομώνυμης εκκλησίας.

Η καθιερωμένη αυτή άποψη είναι ατεκμηρίωτη, δημιούργημα λαϊκής φαντασίας και άγνοιας κατά την μεταπολεμική περίοδο και προφανώς πρόκειται για χαρακτηριστική ιστορική πλάνη, λαμβάνοντας υπόψη το σκοτεινό και παντελώς ακατάλληλο του χώρου για φυλακή χωρίς κανένα άνοιγμα για στοιχειώδη φωτισμό, απαραίτητο για την επιβίωση ενός ανθρώπου, συγκρίνοντάς τον μάλιστα και με τις σωζόμενες φυλακές καταδίκων βαρυποινιτών στον προμαχώνα του Μιλτιάδη που διαθέτουν κανονικές πόρτες και φεγγίτες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται συνοπτικά στη φυλάκισή του στο Παλαμήδι μετά την καταδίκη του χωρίς καμιά περιγραφή της φυλακής.

Προμαχώνας Αγίου Ανδρέου, είσοδος υποτιθέμενης φυλακής Θ. Κολοκοτρώνη.

Το ιστορικό αυτό κενό έρχεται να φωτίσει η καθοριστική μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα στην δημοσιευμένη μελέτη της Δρος της Νεοελληνικής Ιστορίας Ρεγγίνας Quack – Μανουσάκη στον παρόντα τόμο των Ναυπλιακών Αναλέκτων, η οποία αναφέρεται στην αλληλογραφία της Μπεττίνας φον Σαβινύ, κόρης του Φρίντριχ Κάρλ φον Σαβινύ, καθηγητή της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, η οποία έγινε σύζυγος του Κων/νου Σχοινά (1801-1857), Υπουργού Δικαιοσύνης κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα και αργότερα πρώτου Πρύτανη του Πανεπιστήμιου, και έζησε την περίοδο αυτή στο Ναύπλιο.

 

Προμαχώνας Αγίου Ανδρέου, κατεβαίνοντας στην υποτιθέμενη φυλακή Θ. Κολοκοτρώνη.

Σε μια επιστολή της η Μπεττίνα φον Σαβινύ αναφέρεται σε μια επίσκεψη της στο Παλαμήδι στις 14 Φεβρουαρίου 1835, στη φυλακή όπου βρισκόταν φυλακισμένος ο Κολοκοτρώνης για τον οποίο  αναφέρει: «Κάθεται σ’ ένα σπιτάκι στη μέση μιας αυλής, η οποία περιβάλλεται από ψηλούς τοίχους, τα κανόνια στις πολεμίστρες εδώ είναι γεμάτα» και συνεχίζει για την περιοχή του χώρου όπου βρισκόταν η φυλακή του Κολοκοτρώνη «Από παντού έχεις την πιο ωραία θέα προς τη θάλασσα, τα μακρινά βουνά, την πεδιάδα κ.λ.π. Δηλαδή βρίσκεσαι στο πιο γραφικό και φανταστικό περιβάλλον του κόσμου».

Συνεχίζοντας την περιήγησή της στο Παλαμήδι, μετά την επίσκεψή της στη φυλακή του Κολοκοτρώνη, αναφέρεται στη συνέχεια και στην επίσκεψή της στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα.  

«Σε μια αυλή του φρουρίου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, την οποία δυστυχώς δεν μπορούσαμε να επισκεφθούμε, διότι ο κλειδοκράτορας δεν ήταν επάνω στο Παλαμήδι. Στις άλλες πλευρές αυτής της αυλής βρίσκονται φυλακές που είναι αρκετά γεμάτες με στρατιώτες, Έλληνες όπως και Γερμανούς. Μερικοί ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Πολλοί από τους φυλακισμένους περπάταγαν πέρα δώθε στην αυλή.»

Οι φυλακές αυτές βρίσκονταν στις καμάρες του προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, όπως και οι αντίστοιχες φυλακές στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ. Πλαπούτας, δεν ήταν φυλακισμένοι στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, αλλά σε άλλον προμαχώνα. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι ο επισκέπτης μετά την είσοδο στο Παλαμήδι συναντά τον προμαχώνα του Μιλτιάδη, ο οποίος την εποχή αυτή είχε διαμορφωθεί ήδη σε φυλακή βαρυποινιτών, από όπου μάλιστα έχει κανείς την πιο ωραία θέα από το Παλαμήδι προς τη θάλασσα, τα μακρινά βουνά και την πεδιάδα και βρίσκεται στο πιο γραφικό και φανταστικό περιβάλλον του κόσμου, όπως αναφέρει συγκεκριμένα η Μπεττίνα φον Σαβινύ, γίνεται φανερό ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν φυλακισμένος στον προμαχώνα του Μιλτιάδη, εξωτερικά του οποίου ο επισκέπτης βλέπει το μοναδικό πανόραμα του αργολικού πεδίου και της θάλασσας.

 

Παλαμήδι. Προμαχώνας Μιλτιάδη, φυλακή του Θ. Κολοκοτρώνη.

Με βάση την σημαντική πληροφορία της παραπάνω επίσημης επισκέπτριας στα 1835 στο Παλαμήδι, σύμφωνα με την οποία ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν φυλακισμένος σ’ ένα μικρό σπιτάκι στη μέση μιας αυλής που περιβάλλεται από ψηλούς τοίχους προσπαθήσαμε να επισημάνουμε τη φυλακή αυτή. Σε πρόσφατη επίσκεψή μας στις φυλακές βαρυποινιτών στον προμαχώνα του Μιλτιάδη, μέσα στον ισόγειο χώρο των φυλακών, σε ξεχωριστή πλακόστρωτη αυλή, με ψηλούς τοίχους περιμετρικά, σώζονται ακόμα οι τοίχοι ενός μικρού, ανεξάρτητου ισόγειου κτίσματος-φυλακής, εσωτερικών διαστάσεων3,60 Χ 2,50μ. περίπου, με πόρτα 2,50 X 0,90μ. ένα παράθυρο 0,6 0X 1μ. και πλακόστρωτη αυλή διαστάσεων 4X3,90 μ. Εξωτερικά της μικρής αυτής φυλακής στην αυλή υπάρχει ένα κτιστό πεζούλι για να κάθεται ο εκάστοτε φυλακισμένος τις ατέλειωτες ώρες, όταν βγαίνει στην αυλή. (εικ. 7)

Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη ότι στις φυλακές του Μιλτιάδη δεν υπάρχει καμμία άλλη ξεχωριστή φυλακή με αυλή, ότι πρόκειται για τη φυλακή του αγωνιστή της ελευθερίας Θ. Κολοκοτρώνη. Η ξεχωριστή αυτή μικρή, μοναδική φυλακή με δική της αυλή στον προμαχώνα του Μιλτιάδη δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για την ταύτιση αυτή.

Ο χώρος αυτός της φυλακής, δημιουργεί έντονη συναισθηματική φόρτιση και συγκίνηση στον επισκέπτη, όταν αναλογίζεται ότι το μικρό αυτό σπιτάκι ήταν η φυλακή του πρωταγωνιστή της ελευθερίας, Θ. Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι. Με την ταύτιση της φυλακής του Κολοκοτρώνη για την οποία κατά την άποψή μας τουλάχιστον δεν υπάρχουν περιθώρια αμφιβολιών, είναι καιρός να αποκατασταθεί η αλήθεια για την φυλακή του Θ. Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι, να απομακρυνθούν οι πινακίδες που υποδεικνύουν ανιστόρητα, ως φυλακή του Κολοκοτρώνη, ένα βαθύ μπουντρούμι δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα.

Είναι ευχής έργον το Υπουργείο Πολιτισμού και η αρμόδια 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων να εκπονήσουν μελέτες και να συντηρηθούν στη συνέχεια η φυλακή του Κολοκοτρώνη και όλες οι φυλακές των βαρυποινιτών που διατηρούνται σε καλή κατάσταση στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.

Τα σωζόμενα κτίρια των φυλακών του Μιλτιάδη είναι σημαντικά, εκτός από το ότι είναι μνημεία, αλλά και διότι συνδέονται άμεσα με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Άλλωστε πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι είναι οι μόνες σωζόμενες φυλακές βαρυποινιτών στο Ναύπλιο. Οι φυλακές της Ακροναυπλίας κατεδαφίστηκαν, ως γνωστόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για λόγους τουριστικής «αξιοποίησης».

Για τον πρωταγωνιστή της ελευθερίας, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο, εκτός από την αποθέωσή του με τον χάλκινο ανδριάντα στο ομώνυμο πάρκο όπου εικονίζεται έφιππος να οδηγεί και να δείχνει το δρόμο που οφείλει να βαδίσει το Ελεύθερο Ελληνικό Έθνος, υπάρχουν δυο σημαντικοί χώροι που συνδέονται στενά με την προσωπική του ζωή. Ο ένας χώρος είναι η σωζόμενη φυλακή στο Παλαμήδι, όπου φυλακίσθηκε αλλά στη συνέχεια απελευθερώθηκε πανηγυρικά και πρέπει να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια για το χώρο της φυλάκισής του το συντομότερο δυνατόν.

Η φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι σήμερα έχει λάβει θρυλικές διαστάσεις από τους επισκέπτες. Ακόμα και ο θρύλος για τα 999 σκαλιά του Παλαμηδιού, συνδέεται με τον Θ. Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με προφορική λαϊκή παράδοση, το χιλιοστό σκαλοπάτι το έσπασε το άλογο του Κολοκοτρώνη.

 

Το απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη είναι το πιο κάτω…

 

« Το Παλαμήδι, όπου κλείσανε όλους όσους πιάσανε, το φύλαγε δυνατή βαυαρέζικη φρουρά. Σ’ αυτό, καθώς είπαμε πρωτύτερα, βρίσκονταν κι ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας. Αν ανέβεις τώρα ως εκεί πάνω, εξόν που ή ματιά σου θα χαρεί ν’ απλώνεται πράσινος από τη μια ο αργίτικος κάμπος και γαλάζιος από την άλλη ο αργίτικος κόρφος, θα σου δείξουν μια τρύπα ανοιγμένη στο βράχο, δίχως να παίρνει φως από πουθενά, πως τάχατες εκεί μέσα είχανε φυλακισμένο τον Κολοκοτρώνη.

Για να κατέβεις σ’ αυτή πρέπει ν’ ανάψεις κερί κι αυτό κάποιος θα σου το δώσει που θα πάρει βέβαια φιλοδώρημα. Κάτι τέτοιο φαντάζομαι να σκαρφίστηκε πριν από χρόνια ποιος ξέρει ποιος από τους φύλακες κι από τότες έμεινε η μηχανή. Σ’ εμάς όμως δε μας χρειάζεται μια τέτοια απάτη, για να συμπονέσουμε από τη μια το Γέρο κι από την άλλη να μισήσουμε τους ξένους που τον μάντρωσαν στο Παλαμήδι. Αυτοί σκαρφίστηκαν άλλα για να τον παιδέψουν».

   

Πηγές


  • Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
  • Δημήτρης Φωτιάδης, « Η δίκη του Κολοκοτρώνη» , έκδοση ενάτη, Δωρικός, Αθήνα, 1986.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Dupré Louis – Ο Νικολάκης Μητρόπουλος (;) υψώνει τη σημαία με το σταυρό στα Σάλωνα, την ημέρα του Πάσχα του 1821


 

Ο Γάλλος ζωγράφος Λουί Ντυπρέ (1789-1837), επισκέπτεται την Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1819, διατρέχει την Κέρκυρα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τα περίχωρα της Αττικής και τα νησιά του Σαρωνικού, συνεχίζει την περιήγησή του στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν προσκεκλημένος του Μιχαήλ Σούτσου φτάνει  στο Βουκουρέστι. Ζωγραφίζει πρόσωπα, τοπία, ιστορικές και θρησκευτικές σκηνές. Τα έργα του από την Ελλάδα δημοσιεύθηκαν το 1825 στο μνημειώδες εικονογραφημένο ταξιδιωτικό χρονικό, Voyage à Athènes et à Constantinople, με υπότιτλο,  ou collection des portraits, de vues et costumes grecs et ottomans = Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, μια συλλογή από πορτραίτα, τοπία, ελληνικές και οθωμανικές ενδυμασίες.

Το λεύκωμα περιλαμβάνει μια και μόνη πολεμική σκηνή με τίτλο «Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει τη σημαία με το σταυρό στο φρούριο των Σαλώνων».

 

Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει τη σημαία με το σταυρό στα Σάλωνα, την ημέρα του Πάσχα του 1821.

Ο Νικολάκης Μητρόπουλος (;) υψώνει τη σημαία με το σταυρό στα Σάλωνα, την ημέρα του Πάσχα του 1821.

 

Ο Δρ Μανώλης Βλάχος στο, Louis Duprè, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη”, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα, 1994, γράφει – αναλύει  τη σκηνή:

Η μορφή του αγωνιστή, που έπειτα από σκληρή μάχη κατορθώνει να υψώσει την ελληνική σημαία στα τείχη των Σαλώνων, προβάλλεται πολύ περισσότερο από το πολεμικό επεισόδιο, έχει δε φιλοτεχνηθεί με την έμφαση και την επιμέλεια που ο ζωγράφος επιφυλάσσει στο πορτραίτο. Το γεγονός, εντούτοις, ότι ο άνδρας εικονίζεται στο περιβάλλον της μάχης επιτρέπει να θεωρηθεί η παράσταση πολεμική σκηνή.

Ο ζωγράφος σημειώνει στο οδοιπορικό του: «Θα έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω έναν από τους ήρωες που έστησαν επάνω στα τείχη αυτά τη σημαία του σταυρού». Ως παρουσίαση νοείται μόνον η ζωγραφική σύνθεση, διότι ο Μητρόπουλος δεν αναφέρεται πουθενά αλλού.

Τον αγωνιστή, εντούτοις, ο καλλιτέχνης γνώρισε στη Ρώμη το 1824, από τον οποίο και έμαθε τη διεξαγωγή της μάχης. Η γνωριμία αυτή είναι ο λόγος που έκαμε τον Dupre να περιλάβει στο λεύκωμα τη μοναδική ιστορική σκηνή από την Επανάσταση· το γεγονός, δηλαδή, ότι διέθετε έναν από τους συντελεστές του Αγώνα και την προσωπική γνώση του τόπου.

Θα παρατηρηθεί, εξάλλου, ότι ο ζωγράφος περιόρισε την παράσταση του επεισοδίου στην προσωπογραφία κυρίως του Μητρόπουλου και σε μια υποτυπώδη δήλωση του χώρου. Δεν πρέπει να λησμονηθεί, ακόμη, ότι η απαίτηση της προσωπικής μαρτυρίας απέκλεισε από το λεύκωμα σπουδαιότερες μάχες και πολύ γνωστότερους αγωνιστές. Η πρώτη εντύπωση από τον πίνακα είναι ότι περιγράφει την τελευταία φάση της μάχης· τη δραματική άνοδο του σημαιοφόρου στις επάλξεις του φρουρίου, για να στήσει εκεί τη σημαία. Η παράσταση όμως θα μπορούσε να ερμηνευθεί και αντίστροφα: πρόθεση του καλλιτέχνη ήταν να απεικονίσει προπάντων τη μορφή του πολεμιστή, η οποία κατ’ ανάγκην επέσυρε και το ανάλογο περιβάλλον.

Αν και η μάχη ήδη έχει κριθεί, στις επάλξεις η συμπλοκή συνεχίζεται. Ανάμεσα στους νεκρούς του πρώτου επιπέδου, που κείτονται στις βαθμίδες, και τους άνδρες που πολεμούν στο βάθος ορθώνεται ο σημαιοφόρος. Τα πόδια του πατούν το πτώμα και τα όπλα ενός Τούρκου, με το αριστερό χέρι κρατά τη σημαία ενώ με το δεξί του σφίγγει το σπαθί. Στο λαβωμένο πρόσωπο, καθώς αιφνίδια στρέφεται στο θεατή, διαγράφεται η αποφασιστικότητα, η βίαιη έξαρση του πολέμου και η ικανοποίηση της νίκης.

Η προσεκτική θεώρηση του έργου αποδεικνύει ότι ο ζωγράφος, πέρα από τους εμφανείς προσωπογραφικούς στόχους, θέλησε να επισημάνει τη σπουδαιότητα του ιστορικού γεγονότος και να το προτείνει ως σύμβολο της Επανάστασης. Η οργάνωση της σύνθεσης και η λειτουργία των διαφόρων θεματικών ή μορφολογικών στοιχείων, που δρουν ως επί μέρους σύμβολα, εκεί κατατείνουν. Το σύνολο σχεδόν του θέματος – ο Μητρόπουλος, η σημαία και οι δύο νεκροί, ο Έλληνας και ο Τούρκος – περιέχεται στη θαυμάσια διαρθρωμένη πυραμίδα, η οποία ενώ εγκλείει εντονότατη δράση, συγκρατεί στέρεα την ισορροπία του σχήματος.

Ο ιστός της σημαίας χωρίζει την παράσταση σε δύο άνισα ορθογώνια, το αριστερό και ευρύτερο όπου επικρατεί ο πυρετός της μάχης, και το δεξιό που καταλαμβάνεται ολόκληρο από τον νεκρό Έλληνα. Η κατακόρυφος του ιστού αποτελεί το όριο πέρα από το οποίο η συμπλοκή δεν επεκτείνεται αλλά απωθείται προς τα αριστερά, προκειμένου να εκτεθεί με άνεση ο μαχητής που πέθανε σφίγγοντας την άκρη της σημαίας στο στήθος του. Το πρόσωπό του και το πρόσωπο του Μητρόπουλου, καθώς εντάσσονται στην ίδια ευθεία, αποτελούν δύο όψεις του αγώνα για την ελευθερία· τη θυσία και τη νίκη.

Η ιδέα επαναλαμβάνεται από τα σπαθιά των δύο Ελλήνων. Η επιτυχής έκβαση της μάχης δηλώνεται και από το ότι ο ιστός, με το σταυρό στην κορυφή, πατά, εάν προεκταθεί, επάνω στο σαρίκι του νεκρού Τούρκου. Η λειτουργία της σημαίας στη σύνθεση είναι ευρύτερη: κατ’ αρχήν, οι μεγάλες καμπύλες που σχηματίζονται από τον βίαιο άνεμο εγκαθιστούν το ιδεώδες πλαίσιο προβολής του Μητρόπουλου, αυξάνουν την ένταση και προοιωνίζονται το θρίαμβο, αποτελούν όμως και ισχυρές ανασταλτικές ωθήσεις προς τα αριστερά, δυσχεραίνουν την ανάβαση του σημαιοφόρου και τον υποχρεώνουν να εντείνει την προσπάθειά του.

Με το σώμα ολόκληρο – τον τεράστιο λοξό άξονα – φαίνεται να στηρίζει με δύναμη τη σημαία και να σφαλίζει την κατακόρυφο. Θα επισημανθεί ακόμη η δημιουργία του σχήματος S, που προκύπτει από τις καμπύλες της σημαίας και την παρυφή της φουστανέλας, στο οποίο φαίνεται να εγγράφεται η μορφή του. Εμφανής είναι η κλασική αντίληψη που διέπει τον πίνακα σε ό,τι αφορά την οργάνωση των διαφόρων στοιχείων του, αλλά και η ρομαντική διάθεση από την οποία διαπνέεται, ιδιαίτερα αισθητή στην ηρωική έξαρση που χαρακτηρίζει τη μορφή του σημαιοφόρου.

Το έργο, σύμβολο της εξέγερσης του ελληνισμού, «εικονογραφεί» κατάλληλα τη φράση του Dupre: «Σήμερα, το έθνος αυτό, οργισμένο από το μέγεθος της συμφοράς και εμπνεόμενο από τη μνήμη και το μίσος, ορθώθηκε για να πολεμήσει το δυνάστη και να ξεπλύνει στο αίμα τη μακροχρόνια και ωμότατη προσβολή». Η διττή φύση του έργου παραπέμπει έμμεσα στους πόλους των επιδράσεων που έχει δεχθεί τούτο. Ως σύνολο, η παράσταση φαίνεται μάλλον προσωπική σύνθεση του καλλιτέχνη. Εντούτοις, τα επί μέρους στοιχεία έχουν άμεση σχέση με την πολεμική εικονογραφία της εποχής. Ο κύκλος του David και οι ρομαντικοί, με επικεφαλής τον Delacroix, ασφαλώς συνέβαλαν στη δημιουργία του έργου.

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Older Posts »