Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φιλική Εταιρεία’

Ναύτη Κυριακή


 

Η Φιλική Κυριακή Ναύτη, προσωπογραφία από συλλογή οικογένειας απογόνων της.

Το 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, που είχε σκοπό την μύηση ανθρώπων που είχαν βαθιά πίστη και βούληση να συνδράμουν ουσιαστικά στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Η μύηση στη Φιλική Εταιρία ήταν μια πολύ σοβαρή και επικίνδυνη διαδικασία. Προϋπέθετε άτομα με υψηλό εθνικό φρόνημα, αποφασιστικότητα για αγώνα μέχρι θυσίας, οικονομική συνδρομή, καλό πνευματικό επίπεδο, εχεμύθεια και χρήση κρυπτογραφικών κωδίκων. Στην Εταιρία συμμετείχαν μόνο άντρες. Η διάδοση του μυστικού χωρίς λόγο τιμωρείτο με θάνατο. Ωστόσο, μερικές γυναίκες έγιναν μέτοχοι αυτού του βαρύτιμου πνευματικού φορτίου και συνετέλεσαν στους σκοπούς του και χάρη στο μορφωτικό και οικονομικό τους επίπεδο, συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην προετοιμασία του αγώνα.

 

Κυριακή Ναύτη – Η μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται στους καταλόγους

ως επίσημο μέλος της Φιλικής Εταιρείας

 

Η μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται στους καταλόγους ως επίσημο μέλος της Φιλικής Εταιρείας είναι η Κυριακή Ναύτη. Κατοικούσε στη Σμύρνη μαζί με τον Φιλικό σύζυγό της γιατρό Μιχαήλ Ναύτη. Καταγόταν από πατέρα Κρητικό τον Γεώργιο Μιτάκη και μητέρα Πελοποννήσια, την Ζαφείρω, φυγάδες λόγω της επανάστασης του 1769. Στη Σμύρνη ο πατέρας της μετονομάστηκε  Μπαϊντιρλής.

Όταν ο Μιχαήλ Ναύτης έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας δεχόταν συχνά στο σπίτι του τα μέλη της οργάνωσης. Σε αυτές τις συναντήσεις δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει κανένα άλλο άτομο και ο Μιχαήλ δεν ανέφερε ποτέ το περιεχόμενο των συζητήσεων στην σύζυγό του… Η Κυριακή αναρωτιόταν τι ήταν αυτά τα έγγραφα, που ο άντρας της έφερε πάντα μαζί του «εντός ασφαλούς θυλακίου» και ανησυχούσε μήπως είχε προβλήματα με τις τουρκικές αρχές. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Καποδίστριας και «υπόθεση Γαλάτη»: Ένα Μη-Απρόοπτο Συμβάν[i] – Στέλιος Αλειφαντής


 

Η «υπόθεση Γαλάτη» είναι ένα από τα πιο περίπλοκα ζητήματα της προεπαναστατικής προετοιμασίας, της Εταιρικής δράσης και των μεθοδεύσεων του Ιωάννη Καποδίστρια. Η αλληλουχία των γεγονότων τεκμηριώνει ότι η «υπόθεση Γαλάτη» συνιστά μια συγκεκαλυμένη επιχείρηση, την οποία de facto φέρει σε πέρας ο ίδιος ο Καποδίστριας. Ο Γαλάτης έρχεται στη Ρωσία με προορισμό τον Καποδίστρια, αλλά ο Σκουφάς τον καθοδηγεί να ζητήσει πρόσβαση κατευθείαν στην Αυτοκρατορική Αυλή. Η παρέμβαση Καποδίστρια και μόνο στον Αλέξανδρο Α’ δίνει υπόσταση στην υπόθεση να εξελιχθεί και φέρνει τον Γαλάτη στην Αγ. Πετρούπολη, αφού λάβει νέες οδηγίες από τους Εταιριστές της Μόσχας. Με την συνάντηση Καποδίστρια-Γαλάτη ολοκληρώνεται η αποστολή Γαλάτη, ωστόσο συγκεκριμένες επιπλοκές δημιουργούν μια ανεπιθύμητη κατάσταση πραγμάτων θέτοντας στον κίνδυνο διεθνούς διαρροής το εγχείρημα.

Η «υπόθεση Γαλάτη» ήταν εξαρχής ένα πολιτικό εγχείρημα με αντικειμενικό σκοπό να προκαλέσει την αναγνώριση και στήριξη του Αλέξανδρου Α’ μέσω του Καποδίστρια στην εταιρική δράση. Ο Αλέξανδρος διέκρινε ορισμένες δυνατότητες ενίσχυσης της ρωσικής επιρροής αλλά αποφάσισε αφενός να κρατήσει αποστάσεις από μια θεωρούμενη «ακίνδυνη» Εταιρία και αφετέρου αυτή να επιτηρείται διακριτικά, ώστε να μην δημιουργηθούν επιπλοκές λόγω υπέρβασης του πλαισίου της ρωσικής ανατολικής πολιτικής. Ο Γαλάτης απελαύνεται στο Βουκουρέστι και τίθεται υπό επιτήρηση του ρωσικού προξενείου μέχρι να βρεθεί τρόπος να επιστρέψει στην πατρίδα του. Θα έχει, ωστόσο, περιθωριακή συμμετοχή στην «Υπόθεση Καραγεώργη» που διεκπεραιώνει ανεπιτυχώς το ρωσικό προξενικό δίκτυο στις Ηγεμονίες υπό των Γεωργίου Λεβέντη και Γεωργάκη Ολύμπιο με προκάλυμμα την Εταιρεία. Επρόκειτο για μια χαρακτηριστική εναρμόνιση ρωσικών και εταιρικών επιδιώξεων καθώς και της δράσης του καποδιστριακού «μηχανισμού».

 

Η «Υπόθεση Γαλάτη» αποτελεί ένα από τα πλέον περίπλοκα ζητήματα της προ-επαναστατικής προετοιμασίας, της εταιρικής δράσης και των μεθοδεύσεων του ίδιου του Ιωάννη Καποδίστρια. Το πέρασμα του Γαλάτη στην ιστορία είναι αιφνίδιο και επεισοδιακό. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για την προηγούμενη δράση του[ii], ενώ για αυτήν καθαυτή την εμπλοκή του στα συμβάντα υπάρχουν διαφορετικές αφηγήσεις.

Νικόλαος Σκουφάς

Σύμφωνα με τον Νικόλαο Σπηλιάδη, στις αρχές του 1816, ο Νικόλαος Σκουφάς «κατέρχεται απόστολος» της Φιλικής Εταιρείας από την Μόσχα στην Οδησσό και μερικούς μήνες αργότερα εισέρχεται στην υγειονομική καραντίνα να συναντήσει τον Νικόλαο Γαλάτη,[iii] απόστολο – κατά δήλωση του ιδίου, μιας «άλλης» Εταιρείας[iv], ο οποίος έρχεται στην Ρωσία επιζητώντας συνάντηση με τον Καποδίστρια[v]. Πρόκειται, επομένως, για μια εξαιρετική περίσταση, με την οποία θα ακολουθήσει μια εξίσου εξαιρετική αλληλουχία γεγονότων.

Αυτή η ακολουθία γεγονότων υποδηλώνει προηγούμενες ενέργειες και εκφράζει συγκεκριμένες επιδιώξεις, που όλα μαζί συνθέτουν την αμφίσημη «Υπόθεση Γαλάτη», την οποία διαχειρίζεται ο Ιωάννης Καποδίστριας, νέος υπουργός Εξωτερικών του Αλέξανδρου Α’.

Η ανακοίνωση αυτή θα εστιάσει στην παρακολούθηση ορισμένων μόνο διαστάσεων της ακολουθίας γεγονότων, αναδεικνύοντας παραλειπόμενες από την έρευνα διαστάσεις και συσχετίσεις, που ρίχνουν περισσότερο φως στην αμφίσημη «Υπόθεση Γαλάτη». (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ιστορικές και κειμενικές απεικονίσεις στα απομνημονεύματα του Εμμανουήλ Ξάνθου – Παναγιώτης Ν. Ξηντάρας


 

Πρόλογος (με τη σύγκριση των δύο νησιών)

 

Εμμανουήλ Ξάνθος – Μετάλλιο. Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.

1772 μ.Χ., Ψαρά και Πάτμος, δύο μικρονήσια στον ίδιο περίπου μεσημβρινό. Με τα κοινά γνωρίσματά τους και με τις διαφορές τους. Το πρώτο έγινε ονομαστό το 1824, εξαιτίας της καταστροφής του από τους Τούρκους και, ακολούθως, από το επίγραμμα του Σολωμού. Το δεύτερο μνημειώθηκε, ως ιερό νησί, με τη συγγραφή της Αποκάλυψης από τον ευαγγελιστή Ιωάννη.

Στα Ψαρά γεννήθηκε και μεγάλωσε ο θαλασσομάχος και μπουρλοτιέρης με τα βαρβακίσια, τα βλοσυρά δηλαδή μάτια, ο Ιωάννης Βαρβάκης (1745/1750–1825), που οι Τούρκοι έτρεμαν ακούγοντας το όνομά του. Φτωχόπαιδο ναυτόπουλο, που εξελίχθηκε σε ατρόμητο θεριό της θάλασσας· κι αργότερα, σε μέγιστο επιχειρηματία της Ρωσίας, που δόξασε και τίμησε και τις δυο του πατρίδες, ως εθνικός ευεργέτης[1].

Στα 1772–27χρονος ο Ιωάννης, καθώς όργωνε την αιγαιοπελαγίσια θάλασσα, με το τρίτο καράβι του, το «βρίκιον»[2] – γεννιόταν στην Πάτμο ένα άλλο παιδόπουλο, ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1851)· που, στα είκοσί του, πήρε των ομματιών του να ξενιτευτεί, για να ζήσει καλύτερα. Σμύρνη, Τεργέστη αρχικά, στην Οδησσό αργότερα (1810)[3] και σε πολλές πολλές άλλες πόλεις στη συνέχεια. Πρωταγωνίστησε στη Φιλική Εταιρία, αλλά έμεινε ξεθωριασμένη η δράση του, στο περιθώριο θα ’λεγα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Στεφάνου Παναγιώτης-Μαρίνος (1791-1863)


 

Προσωπογραφία του Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου, ελαιογραφία του Χρήστου Ρουσέα. Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Η οικογένεια Στεφάνου καταγόταν από τη Σαρατσά της Κορώνης Πελοποννήσου και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο μετά τα Ορλωφικά.[1]  

Ο Παναγιώτης-Μαρίνος Στεφάνου, γιος του Θεοδώρου και της Μαρίας Ρίζου-Χίτου, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1791. Σπούδασε γιατρός στην Πίζα και στο Παρίσι και το 1813 επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε το επάγγελμά του ιατροχειρούργου με ανιδιοτέλεια και ανθρωπισμό.

Δραστήριο μέλος της Φιλικής Εταιρείας και της Επιτροπής Αγώνος Ζακύνθου διακρίθηκε για τη μόρφωσή του και τον πατριωτισμό του και προσέφερε πολλά στον Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Είχε εκλεγεί το 1818 μέλος της Α’ Ιονίου Βουλής. Μετά από πρόταση του Άγγλου Αρμοστή (Th. Maithland) μεσολάβησε ο ίδιος στην απελευθέρωση των γυναικών του Χουρσίτ Πασά που αιχμαλωτίστηκαν μετά την άλωση της Τριπολιτσάς. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Προεπαναστατικές ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκρούσεις – Η Φιλική Εταιρεία


 

Οι ιδεολογικές ζυμώσεις – συγκρούσεις στον ελλαδικό χώρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα του Nεώτερου Ελληνισμού στην κρίσιμη αυτή φάση της ιστορίας του. Θα αρκεστούμε στην επισήμανση ορισμένων πλευρών του.

 

Α. Ιδεολογικό υπόβαθρο και νέοι προσανατολισμοί

 

Το ιδεολογικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο συντελούνται αυτές οι καθοριστικές για την πορεία του Ελληνισμού ζυμώσεις και συγκρούσεις είναι το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού το οποίο δημιουργείται με τις έντονες επιρροές που δέχεται – όπως και τα αντίστοιχα κινήματα σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες – από τον γαλλικό Διαφωτισμό. Το κίνημα αυτό, εμφανίζεται λίγο πριν από τα μέσα του 18ου αι. και έρχεται να μορφοποιήσει πνευματικά επιτεύγματα που απορρέουν από τις κοινωνικές ανακατατάξεις, οι οποίες συνοδεύουν την άνοδο των Φαναριωτών και των εμπόρων και οι οποίες μεταφέρουν στην «καθ’ ημάς Ανατολή» τα πνευματικά-επιστημονικά επιτεύγματα και τα ιδεολογικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης.

Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806). Κληρικός, παιδαγωγός, δάσκαλος του Γένους, μεταφραστής του Βολταίρου και διαπρεπής στοχαστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ζυμώσεων είναι – στη μεγαλύτερη τουλάχιστον μερίδα των Διαφωτιστών, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη – η τάση αποδέσμευσης από τη θρησκευτική-εκκλησιαστική αυθεντία και απόρριψης του Βυζαντίου, που θεωρείται από αυτούς ως φορέας της θρησκευτικής και της απολυταρχικής εξουσίας. Γιατί υπάρχει και μία άλλη, μικρότερη βέβαια, κατηγορία λογίων (με κυριώτερο εκπρόσωπό της τον διαπρεπή λόγιο κληρικό Ευγένιο Bούλγαρη), που δέχονται τις κατακτήσεις του γαλλικού Διαφωτισμού και τις διδάσκουν, παραμένοντας ταυτόχρονα προσηλωμένοι στα ορθόδοξα δόγματα ή άλλοι, πιο απλοϊκοί, (όπως ο Kοσμάς ο Αιτωλός) που αγωνίζονται να (δια)φωτίσουν το Γένος παραμένοντας απόλυτα προσηλωμένοι στις παραδόσεις της Ορθοδοξίας.

Όπως παρατηρεί ο Λέανδρος Bρανούσης, ένας από τους καλύτερους μελετητές αυτών των ζητημάτων, «οι ιδεολογικοί και πολιτικοί προσανατολισμοί του υπόδουλου Γένους συνδέονται αναπόσπαστα με το άμεσο και το απώτερο ιστορικό παρελθόν του και, φυσικά, συνυφαίνονται με τις ιστορικές του περιπέτειες, τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις εσωτερικές και τις εξωτερικές συνθήκες που κάθε φορά επικρατούσαν».

Σταθερός παράγοντας ήταν η παράδοση που είχε κατά τους προηγούμενους αιώνες προφυλάξει το Γένος από τον αφανισμό. Βασικά συστατικά της ήταν η ορθόδοξη πίστη, ως συνεκτικός κρίκος, η κοινή γλώσσα, ο χώρος και ο λαός με την ιστορική του συνέχεια, οι πατροπαράδοτοι θεσμοί και παραδόσεις, η συλλογική μνήμη του κοινού παρελθόντος, η κοινή μοίρα του παρόντος, οι κοινές ελπίδες για το μέλλον. H διαμορφωμένη μετά την Άλωση συνοχή του Ελληνισμού έχει ως σταθερές συνιστώσες από τη μια τη βυζαντινή κληρονομιά και από την άλλη τους αρχαίους Έλληνες, τιμωρούς των Περσών (που ταυτίζονται με τους Τούρκους) με τον M. Αλέξανδρο.

O υπόδουλος Ελληνισμός γαλουχείται με τους θρύλους του «μαρμαρωμένου βασιλιά», αναζητεί τα σημάδια της απελευθέρωσης στις προφητείες του Aγαθάγγελου και σ’ άλλα χρησμολογικά κείμενα. Ταυτόχρονα, ψέλνει και εικονίζει στις εκκλησίες σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο και  την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη, που του δίνουν κουράγιο στις δύσκολες ώρες, ακόμη και με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ονομάζει «ελληνικά» τα απομεινάρια των αρχαίων μνημείων, μαθαίνει τέλος στα σχολειά ότι κάποτε σ’ αυτόν τον τόπο έζησαν μεγάλοι άνδρες. H παιδεία, που αναγεννάται, όπως είδαμε, αυτή την περίοδο σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του Ελληνισμού, παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο. H συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, στο να μην αφομοιωθεί ο Ελληνισμός μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, είναι, επίσης, καθοριστική. [Σβορώνος, σ. 84-85]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ζέρβας Κωνσταντίνος του Γιάννη (1800-;)


 

Κωνσταντίνος Ζέρβας από το Κρανίδι Αργολίδας. Κτηματίας, μπουλουξής, γραμματέας και υπασπιστής του θείου του παπα-Αρσένη Κρέστα, 20 ετών κατά την έναρξη της Επαναστάσεως. Καταγόταν από το Σούλι. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1820 με τον βαθμό του Ιερέα των Φιλικών.

Εφοδιαστικό (πιστοποιητικό μυήσεως στη Φιλική Εταιρεία) του Κωνσταντίνου Ζέρβα (ΜΑ- Μητρώο Αγωνιστών0.

Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ναυπλίας όπου διακρίθηκε στην ατυχή επίθεση της 4 Δεκεμβρίου 1821, καθώς και στην πολιορκία της Τριπόλεως. Συμμετείχε στις μάχες Άργους, Δερβενακίων επικεφαλής 70 ατάκτων, Βερβένων, σε άλλες κατά των Αιγυπτίων, καθώς και στην εκστρατεία του Πειραιά. Υπηρέτησε στη φρουρά της Καρύταινας.

Μετά τον θάνατο του παπα-Αρσένη ανέλαβε μαζί με άλλους Κάτω Ναχαΐτες οπλαρχηγούς την αρχηγία των όπλων της επαρχίας του. Μαχόμενος, επέδειξε γενναιότητα και ακεραιότητα. Τιμήθηκε με αργυρούν Αριστείον Αγώνος. Την πολεμική του δράση πιστοποίησαν το 1841 ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Γιατράκος και το 1843 ο στρατηγός Ν. Σταματελόπουλος και ο Χατζηχρήστος.

Οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων τον ενέταξαν στους αξιωματικούς βαθμού Ζ’ (ανθυπολοχαγός). Κατά το έτος 1838 διετέλεσε προεστός Κρανιδίου. Τα στοιχεία του αναφέρονται σε πίνακες ενόρκων Ερμιονίδος των ετών 1850-1852, 1853, 1857-1861 (ΦΕΚ 1850 Α, 1851 Α, 1852, 1853, 1857-1859, 1860 Α, 1861 Α 1-78).

Με την από 5 Δεκεμβρίου 1865 αίτησή του προς το Υπουργείο Οικονομικών, αξίωσε την προβλεπόμενη από τον νόμο περί προικοδοτήσεως αμοιβή για την προσφορά του στον ελληνικό Αγώνα. Μετεπαναστατικά βεβαίωσε την πολεμική δράση συμπολιτών του και εξάσκησε την συμβολαιογραφία. ΑΜΑ: Αριθμός Μητρώου Αξιωματικών, 2064.

 

Γεώργιος Μ. Βουτσίνος

«Μητρώον Κρανιδιωτών Αγωνιστών της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», έκδοση Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δήμου Κρανιδίου, Αθήνα, 2010.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα του κ. Γεωργίου Σκλαβούνου, Κοινωνιολόγου, Οικονομολόγου, Ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα με θέμα:

«Ο Θάνατος της Φιλικής Εταιρείας και ο Καποδίστριας»

 

 Οι τρεις συντονισμένες συνελεύσεις που κατήργησαν στην πράξη την Φιλική Εταιρεία, και άφησαν ακέφαλη την επανάσταση του 1821.

Η συνέλευση των Καλτεζών, του Μεσολογγίου και των Σαλώνων, υπό τους Μαυρομιχάλη, Μαυροκορδάτο, Νέγρη.

 

Πολλά γράφονται και ακούγονται για την Φιλική Εταιρεία την ίδρυση της και τους πρωτεργάτες της, τον ρόλο της στην προετοιμασία του 21. Κατά περίεργο όμως τρόπο, ως δια μαγείας, η μετά την κήρυξη της επανάστασης, ύπαρξη, ζωή και δράση της Φιλικής «εξαφανίζεται». Η κατανόηση αυτού του φαινομένου είναι προφανώς σημαντικότατη για την κατανόηση της πορείας της επανάστασης.

Τραγική αλλά αδιαφιλονίκητη απόδειξη του εξοστρακισμού της Φιλικής των ανθρώπων και των μηχανισμών της από τους κληρονόμους του 21, αποτελεί η (μέχρι και τώρα καταγεγραμμένη) απόλυτη αποξένωση του Παναγιώτη Σέκερη από τον αγώνα, και ακόμα από το κράτος που δημιούργησε η Επανάσταση. Με την έκρηξη της Επανάστασης μετακομίζει στην Οδησσό, οπού παραμένει ουσιαστικά ξεχασμένος. Έρχεται στην Ελλάδα στα 1830 και τοποθετείται Τελώνης αρχικά στην Ύδρα και μετά στο Ναύπλιο. Με δεδομένο ότι ο Σέκερης, ο εκατομμυριούχος μεγαλέμπορος και εφοπλιστής, υπήρξε ο ουσιαστικός και ο μοναχικός ηγέτης της Φιλικής από τα 1819, αλλά και ο μέγιστος, εξ ιδίων πόρων, χρηματοδότης της Φιλικής, από τα 1818, η μεταχείριση του από τους «κληρονόμους και διαχειριστές» του ’21 αποτελεί επαρκές χαρακτηριστικό παράδειγμα του εξοστρακισμού της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε.

 

Παναγιώτης Σέκερης (Τρίπολη, 1783 – Ναύπλιο, 1847), ελαιογραφία σε μουσαμά. Συλλογή προσωπογραφιών ΕΙΜ.

 

Σήμερα θα παραθέσω τις επίσημες, τις «Θεσμικές παρεμβάσεις» στην ιστορία μας, μέσω των οποίων τέθηκε στο περιθώριο, καταργήθηκε, η Φιλική Εταιρεία από την πορεία του 21. Ευελπιστώ ότι θα βρεθεί χρόνος, τρόπος και τόπος να συζητήσουμε και τα αίτια της περιθωριοποίησης της Φιλικής από την επανάσταση που προετοίμασε. Αίτια που προφανώς συνδέονται με την ταυτότητα και τις στοχεύσεις αυτής της επανάστασης αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις και τις εξωτερικές παρεμβάσεις – επιρροές που διαμόρφωσαν την πορεία της.

 

Η Συνέλευση των Καλτεζών – Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

 

Σφραγίδα Πελοποννησιακής Γερουσίας.

20-26 Μαΐου 1821: Η υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη Συνέλευση των Καλτεζών η οποία και χαρακτηρίζει τον Μαυρομιχάλη «ενδοξότατο αρχιστράτηγον» και «προηγούμενων» της συνελεύσεως, συγκροτεί την Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία αναθέτει την πολιτική, οικονομική αλλά και την στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου. Οι προεστοί που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη είναι οι, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιανόπουλος, Θεοχαράκης Ρέντης, Νικόλαος Πονηρόπουλος.

Με εξαίρεση τον Πονηρόπουλο που διέθετε και πείρα πολεμική και σχέση με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη οι υπόλοιποι που πλαισιώνουν τον Πετρόμπεη στην Γερουσία αποτελούν ότι συντηρητικότερο διέθετε ο Μοριάς.

Η Συνέλευση δεν κάνει καμία αναφορά ούτε στην Φιλική Εταιρεία, ούτε στα σύμβολα της, ούτε στις Εφορίες της. Ουσιαστικά η Συνέλευση καταργεί τον ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο της Φιλικής. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Γαζής Άνθιμος (Βυζίτσα, 1758 – Ερμούπολη, 1828)


 

Προσωπογραφία του Άνθιμου Γαζή. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Αυγούστου Πικαρέλλη. Συλλογή προσωπογραφιών Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Κληρικός, λόγιος, εκδότης, μεταφραστής, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστής. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Αναστάσιος Γκάαζαλης. Γεννημένος στη Βυζίτσα, μικρό χωριό κοντά στις Μηλιές του Πηλίου, είναι μαζί με τον Δανιήλ Φιλιππίδη και τον εξάδελφό του Γρηγόριο Κωνσταντά, ιδρυτές της Μηλεωτικής Σχολής.

Εργάσθηκε επίμονα για την προαγωγή της παιδείας του έθνους και για την εθνική απελευθέρωση. Έλαβε τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και ακολούθησε μαθήματα σε γνωστά σχολεία του ελληνισμού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1774. Στην Κωνσταντινούπολη έλαβε το αξίωμα του αρχιμανδρίτη και μετονομάστηκε σε Άνθιμος. Το έτος 1796 έφθασε στη Βιέννη όπου υπηρέτησε ως εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου έως το 1817 όταν, μυημένος ήδη στην Φιλική Εταιρεία, ταξίδεψε στις Παρίστριες Ηγεμονίες με σκοπό την διάδοση και την επίτευξη των στόχων της Εταιρείας. Με την έκρηξη της Επανάστασης ανέλαβε έντονη δράση, συμμετέχοντας στην εξέγερση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μαγνησίας.

Στην αυστριακή πρωτεύουσα ο Γαζής ανέπτυξε πολλές δραστηριότητες, μη περιοριζόμενος στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα ασχολήθηκε συγχρόνως με εκδοτικές εργασίες ως υπεύθυνος επιμελητής ελληνικών επιστημονικών βιβλίων μεταξύ των οποίων μεταφράσεις του Δανιήλ Φιλιππίδη (Condillac, Λογική 1801· Lalande, Αστρονομία, 1803). Το έτος 1799 μεταφράζει και εκδίδει το βιβλίο του Benjamin Martin, Γραμματική των Φιλοσοφικών Επιστημών.

Στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα εκδίδει γεωγραφικούς χάρτες, γεωγραφικά βιβλία (Γεωγραφία του μητροπολίτη Μελετίου, 1807) και βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του για την έκδοση του Ελληνικού Λεξικού (τ. Α’: 1809, τ. Β’: 1812, τ. Τ’: 1816).

 

Παγκόσμιος χάρτης του Άνθιμου Γαζή (1800). Αντίτυπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας.Ο σπάνιος παγκόσμιος χάρτης του Γαζή χρηματοδοτήθηκε «χάριν των φιλομαθών» από τον ελληνικής παιδείας λόγιο Γεώργιο Γολέσκου (Iordache Golescu), γιο του «ενδοξοτάτου άρχοντος μεγάλου Βορνίκου Ραδουκάνου Γολέσκου» (όπως αναγράφεται στο χάρτη) και πρεσβύτερο αδελφό του γνωστού διαφωτιστή Κωνσταντίνου Γολέσκου (Dinicu Golescu). Στο κάτω δεξιά μέρος του χάρτη απεικονίζεται η εικόνα του Αλέξανδρου Μουρούζη, του φαναριώτη ηγεμόνα της Βλαχίας εκείνη την εποχή. Αντίτυπο εκτίθεται και στην Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης.

 

Στην αυστριακή πρωτεύουσα ανέπτυξε δεσμούς με ξένους λογίους (Villoison, Barbié du Bocage, B.J. Kopitar, F.K. Alter, Fr. Thiersch), επιτυγχάνοντας, χάρη στις επαφές του, τη δημοσίευση επιδόσεων και επιτευγμάτων ελληνικών σε φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της Αυστρίας και Γαλλίας.

Σημαντικές στάθηκαν και οι πολιτικές του δραστηριότητες ιδίως την εποχή του Συνεδρίου της Βιέννης (1814). Οι στενές σχέσεις του με τον μητροπολίτη πρώην Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, τον κατέστησαν ύποπτο στην μυστική αυστριακή αστυνομία που έκτοτε τον παρακολουθούσε.

Τον Ιανουάριο 1811, εκδίδει στη Βιέννη, το πρώτο ελληνικό περιοδικό γενικής παιδείας Ερμής ο Λόγιος. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την συμπαράσταση και την οικονομική χορηγία του μητροπολίτη Ιγνατίου και της «Φιλολογικής Εταιρείας» του Βουκουρεστίου, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης και ανανέωσης των ελληνικών πνευματικών επιδόσεων. Την ανάγκη για τη δημιουργία ελληνικού φιλολογικού περιοδικού είχε επισημάνει νωρίτερα ο Αδαμάντιος Κοραής, υποδεικνύοντας τον Άνθιμο Γαζή ως τον πλέον κατάλληλο να το διευθύνει.

Ο Άνθιμος Γαζής παρέμεινε εκδότης του περιοδικού στα πρώτα, δύσκολα χρόνια (1811-1815). Συγκέντρωσε αξιόλογο αριθμό συνεργατών, με στόχο την παρουσίαση θεμάτων σχετικά με την γλώσσα και την φιλολογία, την αρχαιολογία, την ελληνική μυθολογία, τις επιστήμες, την βιβλιοπαραγωγή, ελληνική και ξένη. Η συμβολή του στην έκδοση του Λόγιου Ερμή στάθηκε αποφασιστική, ιδίως χάρη στην επιμονή που έδειξε στην πρώτη περίοδο για την επιβίωσή του. Έτσι το περιοδικό συνέχισε να εκδίδεται και μετά την αναχώρηση του από την Βιέννη, με την ευθύνη του Θεόκλητου Φαρμακίδη και του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη (1816-1821).

Τον πολυκύμαντο βίο του τελείωσε στην Ερμούπολη, τον Νοέμβριο 1828, ταλαιπωρημένος και παραμερισμένος Διδάσκαλος στην Τήνο, μετά το πέρας του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, δεν βρήκε την συμπαράσταση την οποία επερίμενε. Απέθανε «εν εσχάτη πενία και ελεεινότητι», σύμφωνα με τον βιογράφο του Αδ. Κοραή. Δ. Θερειανό (Αδ. Κοραής, υπό Δ. Θερειανού, τ. Β’, 1890, σ. 296).

 

Εργογραφία

 

  • Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών του Μπεντζαμίν Μαρτέν, Βιέννη, 1799
  • Άτλας περιέχων καθολικούς γεωγραφικούς πίνακας της υδρογείου σφαίρας, Βιέννη, 1800
  • Carte de la Grece ή Πιναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, 1800
  • Πίναξ Γεωγραφικός της Ευρώπης, 1807
  • Πίναξ γεωγραφικός της Ασίας, 1807
  • Πίναξ γεωγραφικός της Αμερικής, 1807
  • Πίναξ γεωγραφικός της Αφρικής, 1807
  • Ελληνική Βιβλιοθήκη, Βενετία, 1807
  • Λεξικόν Ελληνικόν, Α΄ τόμος, Βενετία, 1809
  • Λεξικόν Ελληνικόν, Β΄ τόμος, 1812
  • Μαγνησία, 1814
  • Λεξικόν Ελληνικόν, Γ΄ τόμος, 1816

Επίσης, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε την έκδοση των παρακάτω έργων:

  • Αδολεσχία Φιλόθεος του Ευγένιου Βούλγαρη, Βιέννη, 1801
  • Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγ. Πνεύματος, του ενός Θεού, Βιέννη, 1801
  • Λογική του Κοντιγιάκ σε μετάφραση Δ.Φιλιππίδη, Βιέννη, 1801
  • Εγχειρίδιον συμβουλευτικόν περί φυλακής των πέντε αισθήσεων του Νικόδημου Αγιορείτου, Βιέννη, 1801
  • Χημική Φιλοσοφία του Φουρκρουά σε μετάφραση Ηλιάδη Θεοδόσιου Βιέννη, 1802
  • Επιτομή Αστρονομίας του Λαλάνδ σε μετάφραση Δανιήλ Φιλιππίδη, Βιέννη, 1802
  • Σύνοψις των κωνικών τομών Γουίδωνος του Γρανδή σε μετάφραση του Γερμανού Σπαρμιώτη, Βιέννη, 1802
  • Ακολουθία των μαρτύρων Μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, Βιέννη, 1803
  • Αναλυτική πραγματεία των κωνικών τομών του Καϊλλέ, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Κούμα, Βιέννη, 1803
  • Γεωγραφία του Νικ. Θεοτόκη, Βιέννη, 1804
  • Ιστορία Καρόλου του ΙΒ΄ Βασιλέως της Σουηδίας του Βολταίρου σε μετάφραση του Κ.Τζιγαρά, Βιέννη, 1806
  • Γεωγραφία του Μελετίου Μήτρου, Βενετία, 1807.

 

Βιβλιογραφία


  • Αικατερίνη Κουμαριανού, «Άνθιμου Γαξή “Λεξικόν Ελληνικόν”. Η ιστορία μιας λεξικογραφικής προσπάθειας». Ο Ερανιστής, τ. Β’, τχ. 9/10 (1964), 163-186 και σε ανάτυπο·
  • Αλληλογραφία (1794-1819) Δανιήλ Φιλιππίδης – Barbie du Bocage – Άνθιμος Γαξής, έκδοση-σχόλια Αικατερίνη Κουμαριανού, πρόλογος Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα. ΟΜΕΔ, 1966.
  • Πολύχρονης Κ. Ενεπεκίδης, Κοραής – Κούμας – Αν. Γαξής … ελληνικός τύπος και τυπογραφεία της Βιέννης, 1790-1821. Έρευναι εις ευρωπαϊκά αρχεία και χειρογράφους συλλογάς, Αθήνα, Εστία, 1967.
  • Ι. Μ. Χατξηφώτης. Άνθιμος Γαξής, 1758-1828. Νέα θεώρηση της ζωής και του έργου του με επιλογή κειμένων του και δεκαέξι πίνακες, Αθήνα, Εστία, 1969.
  • Οι τρεις Μηλιώτες διδάσκαλοι του γένους, Ανθ. Γαξής – Γρηγ. Κωνσταντάς, Δαν. Φιλιπίδης: βίοι παράλληλοι – πτυχές της ζωής και του έργου τους. Πρακτικά του Α’ Πανελληνίου Συνεδρίου 30 Σεπτ. – 1 Οκτ. 2000, επιμ. Κώστας Λιάπης, Βόλος 2000.

 

Αικατερίνη Κουμαριανού (1919-2012)

Ιστορικός, ομοτ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Σορβόννης.

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου 1784-1974», τόμος Α΄, Αθήνα, 2008

 

Read Full Post »

Η ατελέσφορη αναζήτηση του χαρισματικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης: Η Φιλική Εταιρεία, οι αυτόχθονες αρχηγοί και οι συσχετισμοί δυνάμεων – Ελπίδα Κ. Βόγλη


 

Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) – Έργο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη, Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Τον Ιούνιο του 1821 ο πληρεξούσιος της Ανωτάτης Αρχής της Εταιρείας, πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης, υπήρξε ο πρώτος άνδρας που έγινε δεκτός στην υπό τα όπλα Ελλάδα με τιμές αρχηγού, σωτήρα και λυτρωτή. Χρειάστηκε, βέβαια, να παραμείνει αρκετές ώρες στο πλοίο που τον μετέφερε από την Τεργέστη στην Ύδρα, μέχρι να προετοιμαστεί η τελετή της υποδοχής. Αλλά η στιγμή που εμφανίστηκε ενώπιον των Υδραίων και των άλλων νησιωτών που είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι υπήρξε από κάθε άποψη εντυπωσιακή. Μόλις εξήλθε από το πλοίο, οι απλοί νησιώτες εστίασαν την προσοχή τους στην εντυπωσιακή στολή του, παρόμοια της οποίας δεν είχαν δει ποτέ άλλοτε, και επίσης στο χρυσό σπαθί, που ίσως δεν γνώριζαν ότι είχε χαρίσει στον πατέρα του κάποιος σουλτάνος, αλλά προφανώς όλοι πίστευαν ότι με αυτό θα κατατροπώσει τώρα τους εχθρούς. Μικρά και μεγάλα καράβια, αγκυροβολημένα στο λιμάνι, ύψωσαν τις σημαίες τους, «αδιάκοπος ήρξατο τηλεβολισμός παρά πάντων», και παντού ακούγονταν επευφημίες. Οι εκκλησιαστικοί, με τα επίσημα ενδύματά τους, προσέδιδαν επισημότητα στην τελετή, στην προετοιμασία της οποίας είχαν πρωτοστατήσει, όπως ήταν φυσικό, οι κατά παράδοση τοπικοί πολιτικοί, και κυρίως οι ισχυρότεροι όλων, οι Κουντουριώτηδες. [1] Λίγες μέρες αργότερα ο Υψηλάντης αποθεώθηκε στην Πελοπόννησο, όπου αυτήν τη φορά, με τη συναίνεση των πελοποννησίων πολιτικών και στρατιωτικών, είχε την ευκαιρία, έστω γι’ αυτές τις λίγες ώρες της υποδοχής του, να διεκδικήσει όχι μόνο μερίδιο στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων και τη λήψη των αποφάσεων, αλλά και τον υπέρτατο ρόλο του εθνάρχη, όπως τον είχαν πλάσει οι προφητείες και οι παρηγορητικές θεωρίες του μεσσιανισμού.

Η παρατήρηση του Ιωάννη Φιλήμονα, του θερμότερου υμνητή των Υψηλάντηδων και της Εταιρείας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα καμία άλλη τελετή υποδοχής πολιτικού ηγέτη δεν υπήρξε τόσο σημαντική από συμβολική άποψη, παρουσιάζεται πράγματι αρκετά πειστική. Τις προϋποθέσεις είχαν προετοιμάσει οι απεσταλμένοι της Εταιρείας οι οποίοι, με τη στήριξη κυρίως των αυτοχθόνων στρατιωτικών, είχαν διαδώσει στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου τη φήμη ότι σε αυτήν την επανάσταση υπήρχε αρχηγός, και μάλιστα Έλληνας του εξωτερικού. Αρκετά εύκολα μάλλον κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τους πολλούς, τους απλούς στρατιώτες και τον λαό, για τους οποίους η ύπαρξη της Εταιρείας αποτελούσε πρόσφατη αποκάλυψη. Ο επίδοξος ηγεμών καταγόταν από ένδοξη και πλούσια ελληνική οικογένεια, που ήταν λογικό να παράγει ηγέτες του έθνους αλλά και να διατηρεί ισχυρούς ξένους φίλους σε καίριες θέσεις.[2]

Το γεγονός, επίσης, ότι ο νέος ηγέτης ερχόταν από το εξωτερικό για να πραγματοποιήσει το εθνικό όνειρο που, όπως είχε αποδειχθεί, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί με τις δυνάμεις και την πρωτοβουλία των παραδοσιακών τοπικών ηγετών, είναι πιθανό να ενίσχυε ακόμη περισσότερο την εικόνα του ως λυτρωτή και πατριώτη. Τέλος, ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν είχε αναλάβει ρόλους στο παλαιό καθεστώς των υπό τα όπλα κοινωνιών και έτσι απαλλασσόταν από ευθύνες, δυσαρέσκειες, τοπικές συγκρούσεις, αντιπαλότητες ή αντιπάθειες.[3]

Αλλά δεν διαθέτουμε στοιχεία που να αποκαλύπτουν τις πολιτικές αντιλήψεις των «πολλών» πριν το 1821 ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Ακόμη και αν στη συντριπτική πλειονότητά τους πείστηκαν ότι, αντίθετα από τους προγόνους τους, συμμετείχαν τώρα σε μια οργανωμένη επανάσταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποθέσουμε με ποιους τρόπους ερμήνευαν τα γεγονότα. Οι αντιλήψεις των «πολλών» είναι αδύνατον να ανιχνευθούν παρά μόνο μέσω λογικών υποθέσεων που μπορούν να στηριχθούν σε όσες περιγραφές της συμπεριφοράς, και σπανιότερα των προσδοκιών τους, έκριναν σκόπιμο να παρέχουν στον μεταγενέστερο ιστορικό οι «λίγοι» απομνημονευματογράφοι ή ιστοριογράφοι των γεγονότων της επαναστατικής δεκαετίας.

Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τις απόψεις, τις προτιμήσεις ή τις πρωτοβουλίες των «λίγων», αυτών που συνήθως λαμβάνουν τις καίριες αποφάσεις. Αλλά και πάλι πρόκειται για αντιλήψεις που οι ίδιοι φρόντισαν να καταγράψουν, μετά τα γεγονότα, για να τονίσουν τον ρόλο τους, είτε για εκείνες που πρόβαλαν εξ ονόματος τους οι ομοϊδεάτες συνεργάτες και οπαδοί τους και άλλοτε οι ανταγωνιστές και εχθροί τους που θέλησαν να διασώσουν με τον δικό τους τρόπο την «αλήθεια». Άλλοτε, τέλος, διαθέτουμε τις απόψεις που ενσωμάτωσαν στις ερμηνείες τους οι πρώτοι ιστοριογράφοι του Αγώνα, που επίσης συμμετείχαν στα γεγονότα και αποπειράθηκαν να καταθέσουν τη δική τους «αλήθεια».

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι σωζόμενες μαρτυρίες της εποχής φανερώνουν εκ των υστέρων κατασκευασμένες «αλήθειες», που αλληλοσυμπληρώνονται, ή συγκρούονται και αλληλοαναιρούνται, και αποτυπώνουν εναργώς τον προφορικό χαρακτήρα της επαναστατικής κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι συνήθως προβάλλονται για να στηρίξουν τον εξής συχνά επαναλαμβανόμενο κανόνα: ότι κάθε επανάσταση χρειάζεται την πολιτική ηγεσία που αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για την πλήρωση του κενού εξουσίας που προκάλεσε η έναρξή της, όσο και για την αποτελεσματική διεξαγωγή της. Κατά την εξέλιξη όμως μιας επανάστασης, ακόμη κι αν αποδεχθούμε έναν διαχρονικό ορισμό της επανάστασης, δεν υπάρχουν κανόνες, όπως εξηγεί ο Τσαρλς Τίλι. [4] Με άλλα λόγια, το σημαντικότερο πρόβλημα του ιστορικού που αναζητά τους προτεινόμενους και ενίοτε συγκρουόμενους «μηχανισμούς μεταβολής» – αυτούς που διαμορφώνονται σταδιακά και εκείνους που, τελικά, επικρατούν στο πλαίσιο μιας επανάστασης – είναι η υποχρέωσή του να απομονώσει τις προθέσεις, τα κίνητρα ή τις προτιμήσεις των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα και να απομακρύνει τόσο τις μεταγενέστερες πολιτικές, ιδεολογικές ή άλλες επιρροές, όσο και τους ενδεχόμενους κανόνες που είθισται να παράγονται εκ των υστέρων στις μετεπαναστατικές κοινωνίες.

Αυτοί προκύπτουν ως απόρροια της έντονης επιθυμίας των μετεπαναστατικών κοινωνιών να μελετήσουν τι συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν τους, να επιλέξουν τι πρέπει να διασώσουν στη συλλογική τους μνήμη και τι να διαγράψουν και, εν κατακλείδι, να επαναπροσδιορίσουν μετά την εμπειρία της επαναστατικής ρήξης τη σχέση τους με τον χρόνο. Το πώς θα έπρεπε να έχουν γίνει τα πράγματα διαφέρει από το πώς έγιναν, αλλά το σπουδαιότερο ερώτημα είναι το πώς θα πρέπει να γίνονται στο εξής. Η απάντηση του τελευταίου ερωτήματος συνήθως αναγκάζει απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους να επινοήσουν τρόπους ή και να αναζητήσουν κανόνες, συγκρίνοντας τη δική τους εμπειρία με εκείνες άλλων επαναστάσεων ή πολιτειακών μεταβολών.

Το πρώτο ζήτημα, λοιπόν, που εξετάζεται στο άρθρο αυτό είναι αν πράγματι υπήρξε ομοφωνία ή ίσως κάποια άτυπη συμφωνία στο αρχικό στάδιο για την αναγνώριση του αρχηγού της Εταιρείας ως ηγέτη του κινήματος. Χωρίς αμφιβολία, οι προαναφερόμενες περιγραφές του εθνικού πανηγυρισμού κατά την υποδοχή του δεν αρκούν για την απάντηση του ερωτήματος. Για την εξέταση των διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι «μηχανισμοί» μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από το παλαιό στο νέο καθεστώς είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας ότι η περίπλοκη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής εξουσίας ήταν αποτέλεσμα της συνάντησης, για πρώτη φορά στις υπό τα όπλα επαρχίες αυτοχθόνων, ετεροχθόνων από οθωμανικές επαρχίες, Φιλικών και άλλων Ελλήνων της διασποράς, κάποιοι από τους οποίους επιζήτησαν ηγετικούς ρόλους ως εκπρόσωποι ομάδων ή έχοντας ήδη διασφαλίσει την υποστήριξη δεδομένων ομάδων.

Διερευνώνται επίσης, στον βαθμό που είναι δυνατό, οι προθέσεις και τα κίνητρα των ανδρών που αποδέχθηκαν ή απέρριψαν τη σύνδεσή τους με τους Φιλικούς πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, προκειμένου να φανεί αν πράγματι η διαμορφούμενη σχέση τους με την Εταιρεία αποδείκνυε και τη στάση τους στο ενδεχόμενο μιας επαναστατικής κινητοποίησης, είτε την προθυμία ή απροθυμία τους να πειθαρχήσουν στις εντολές και την εξουσία του «αρχηγού» της.

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829

Άραγε η ύπαρξη της Εταιρείας και η στρατολόγηση νέων μελών μετά το 1818 αποδείκνυαν τον σχεδιασμό  μιας επανάστασης, όπως τονίζεται σε τμήμα της μετεπαναστατικής ιστοριογραφίας; Πώς εξηγείται επίσης το γεγονός ότι όχι μόνον η αποδοχή του ηγετικού ρόλου του Δημήτριου Υψηλάντη αποδείχθηκε προσωρινή, αλλά ακόμη και μετά τη σύγκληση των δύο πρώτων εθνοσυνελεύσεων, ή και την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη, το αίτημα ή το παράπονο ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε αναδείξει τον «πολυπόθητο» ηγέτη της εξακολούθησε να επαναλαμβάνεται από διάφορες πλευρές; Θα πρέπει, τέλος, να διευκρινιστεί εδώ ότι η έννοια της ομάδας χρησιμοποιείται με φειδώ, κυρίως με γνώμονα τη γεωγραφική προέλευση και, συνεπώς, τις κοινές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες που, ως έναν βαθμό, συνέδεαν κάποιους από τους επαναστάτες, παρά με βάση τις ιδεολογικές προτιμήσεις ή προθέσεις τους που, όπως αποδεικνύεται, δεν μπορούν να θεωρηθούν συλλογικές σε κανένα στάδιο της προετοιμασίας ή της εξέλιξης του πολέμου.

Τον Αύγουστο του 1818 ο Παναγιώτης Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς ξεκίνησε το έργο της στρατολόγησης νέων Φιλικών στην Ύδρα. Αλλά όταν ο Γεώργιος Κουντουριώτης αξίωσε γραπτές εγγυήσεις για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια στην Εταιρεία, προκειμένου να αποδεχθεί τη μύησή του,[5] δεν είναι βέβαιο ότι προσπαθούσε να εξακριβώσει την αλήθεια ή τους μύθους του μυστηρίου των Φιλικών. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτό που αναζητούσε τότε ήταν μια αφορμή για να δικαιολογήσει την άρνησή του να συνδεθεί με την Εταιρεία. Ένας έμπειρος υδραίος πολιτικός, το νησί του οποίου είχε επωφεληθεί από την υπαγωγή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, προφανώς θα γνώριζε ότι, ακόμη και αν πράγματι ο Καποδίστριας ήταν ηγέτης της Εταιρείας, ήταν μάλλον απίθανο να είχε εφοδιάσει με γραπτές αποδείξεις έναν απεσταλμένο του που ταξίδευε σε διάφορες περιοχές του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Εξάλλου, ο Καποδίστριας υπηρετούσε τη δεδομένη στιγμή στη ρωσική κυβέρνηση, ώστε οποιαδήποτε απερίσκεπτη κίνησή του θα τον εξέθετε ανεπανόρθωτα απέναντι στον Τσάρο.

Αν υποτεθεί ότι γενικότερα οι Έλληνες του οθωμανοκρατούμενου χώρου εύχονταν να κρύβεται πίσω από την Εταιρεία η Ρωσία, οι Υδραίοι είχαν πολλούς λόγους να μην ενθουσιάζονται. Άλλωστε, η ναυτιλιακή και εμπορική ανάπτυξη του νησιού τους μετά τα Ορλωφικά δεν ήταν αποτέλεσμα μόνον των ευνοϊκών όρων που είχαν περιληφθεί στη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, αλλά κυρίως της απόφασής τους να προτιμήσουν την ουδετερότητα παρά την εμπλοκή τους σε εκείνο τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου συνέχισαν με αμείωτους ρυθμούς τις εμπορικές δράστηριότητές τους ενώ, μετά το τέλος του, παρακολούθησαν ως απλοί θεατές τις καταστροφές και τα οθωμανικά αντίποινα που υπέστησαν τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, όπως και τα περισσότερα από τα άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους.

Οι Πελοποννήσιοι που αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην ουδέτερη Ύδρα προσέφεραν ένα έτοιμο ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των πλοίων της αλλά και την ανάπτυξη των ναυπηγείων της. Οι εξελίξεις ήταν αλληλένδετες: η εντυπωσιακή αύξηση των υδραιϊκών πλοίων, που έκτοτε ήταν μεγαλύτερης χωρητικότητας και σύγχρονων προδιαγραφών, προορισμένα να καλύπτουν ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, και η συσσώρευση εμπορικών κεφαλαίων είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης του νησιού στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Υδραίοι, όπως και μερικοί άλλοι έλληνες πλοιοκτήτες, κατάφεραν να αναδειχθούν στους κυριότερους μεσολαβητές του «κρυφού» εμπορίου της Μεσογείου κατά τον αποκλεισμό των βρετανικών προϊόντων από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, στο πλαίσιο του λεγόμενου «ηπειρωτικού συστήματος», μετά το 1806.[6]

Γιατί λοιπόν οι Υδραίοι ή οι άλλοι νησιώτες συνιδιοκτήτες πλοίων, των οποίων οι κοινές προτεραιότητες (δηλαδή το εμπορικό κέρδος και η αποσόβηση του κινδύνου οικονομικής καταστροφής) δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της αγαστής συνεργασίας τους και τους ενθάρρυναν να αναζητούν την προστασία ή και την υπηκοότητα ξένων δυνάμεων, να διακινδυνεύσουν τη σύνδεσή τους με μια μυστική οργάνωση, σε μια εποχή μάλιστα που η Ευρώπη καταδίκαζε απερίφραστα κάθε οργάνωση αυτής της μορφής; Τον Δεκέμβριο του 1820 οι Υδραίοι προφασίστηκαν σε απεσταλμένο της Εταιρείας ότι δεν θα εμπλέκονταν στους κύκλους καμιάς μυστικής οργάνωσης που οραματιζόταν εξεγέρσεις, μέχρις ότου καταστρεφόταν ολοσχερώς ο οθωμανικός στόλος.[7]

Όπως φαίνεται, ήταν απόλυτα ειλικρινείς τόσο ως προς το φανερό επιχείρημά τους, ότι δηλαδή δεν προτίθεντο να θέσουν σε κίνδυνο τον εμπορικό στόλο τους, όσο και ως προς εκείνο που υπαινίσσονταν: ότι δηλαδή δεν εμπιστεύονταν μια μυστική συνωμοτική εταιρεία, αλλά και ότι δεν εντυπωσιάζονταν από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που διένειμε όλο και συχνότερα ο πρόσφατα αναγνωρισμένος αρχηγός της, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, να επιθυμούσαν και πάλι την ουδετερότητα του νησιού σε περίπτωση μιας εξέγερσης που κανείς δεν γνώριζε πόσο θα διέφερε από εκείνη των Ορλωφικών. Δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοια στάση με αυτήν του Κουντουριώτη κράτησαν και οι άλλοι εύποροι πλοιοκτήτες και πρόκριτοι όχι μόνο στην Ύδρα αλλά επίσης στις Σπέτσες και τα Ψαρά, ενώ πρόθυμοι να μυηθούν αποδείχθηκαν μόνον ορισμένοι από τους μικρομεσαίους εμπόρους των τριών νησιών.

Στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, συγκεκριμένα στη Χίο και την Πάτμο, μυήθηκαν μόλις έξι άνδρες, αλλά οι μετανάστες από αυτά τα νησιά έδειξαν μεγαλύτερη προθυμία, όταν οι κατηχητές της Εταιρείας τους πλησίασαν στους τόπους κατοικίας και δραστηριοποίησής τους. Εξίσου περιορισμένη ήταν η επιτυχία των Αποστόλων της Εταιρείας στους εμπορικούς κύκλους των πόλεων της Μακεδονίας ή και της Μικρός Ασίας, παρότι και πάλι αρκετοί από τους αυτόχθονες κατοίκους τους, που είχαν μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, παρουσιάζονταν αρκετά πιο πρόθυμοι να συνδεθούν με την οργάνωση. Μπορεί λοιπόν να υποτεθεί ότι η Εταιρεία είχε αποτύχει να επεκτείνει τις στρατολογήσεις της στους ευπορότερους κύκλους των νησιών και των εμπορικών κέντρων του οθωμανοκρατούμενου χώρου, όπως δεν είχε καταφέρει νωρίτερα να πείσει τους πλουσιότερους και πιο επιτυχημένους από τους έμπορους της διασποράς.

Αντιθέτως, όμως, σημαντικές επιτυχίες σημείωσαν οι κατηχητές της στην Πελοπόννησο. Οι τρεις από τους τέσσερις προεστούς και δημογέροντες, που μετά το 1818 αναδείχθηκαν στη δεύτερη πιο πολυάριθμη «επαγγελματική» ομάδα των Φιλικών, δήλωναν ως τόπο καταγωγής και δραστηριοποίησής τους την Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντική ήταν η αντιπροσώπευση των πελοποννήσιων «εκκλησιαστών ηγετών» (με αυτή την ιδιότητα καταγράφονταν στους καταλόγους της Εταιρείας), της τρίτης δηλαδή μεγαλύτερης «επαγγελματικής» ομάδας των Φιλικών.[8]

Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν ο μοναδικός από τους μετέπειτα ιστοριογράφους της Επανάστασης που προσπάθησε να εξηγήσει γιατί αρκετοί Πελοποννήσιοι που κατείχαν εξουσία, αξιώματα, επιρροή ή και περιουσίες με τη συναίνεση της οθωμανικής διοίκησης φάνηκαν πρόθυμοι να συνδεθούν με μια μυστική οργάνωση, τις στρατηγικές τακτικές και τους στόχους της οποίας αγνοούσαν. Από τις πληροφορίες που συνέλεξε από αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, πείστηκε ότι εξαιρετικά αποκαλυπτική ήταν η τελετή μύησης του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Ο φιλόδοξος ιερέας που, όπως τον περιέγραφαν οι σύγχρονοί του, αναζητούσε ευκαιρίες για να ενισχύσει τη θέση του στην τοπική κοινωνία, δεν έδωσε απαραίτητα μεγάλη προσοχή στις υποσχέσεις του κατηχητή του. Αντίθετα, όμως, από κάποιους ισχυρούς προεστούς της Πάτρας, οι οποίοι λίγο νωρίτερα είχαν διώξει τον ίδιο κατηχητή, απειλώντας τον ότι θα τον καταδώσουν στις οθωμανικές αρχές, ο Γερμανός δέχθηκε να μυηθεί, επειδή συσχέτισε μια επιστολή που είχε λάβει νωρίτερα από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο με την προσπάθεια της Εταιρείας να αποκτήσει μέλη στον οθωμανοκρατούμενο χώρο.

 

Γερμανός, ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών. Λιθογραφία, A. Friedel. Λονδίνο, Ιανουάριος 1826.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα μετέφεραν στον Τρικούπη οι συνομιλητές του μετά τα γεγονότα, ο Γερμανός είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «οι σημαντικώτεροι και οι συνετώτεροι του έθνους ήσαν μέλη της Εταιρίας». [9] Βέβαια, ο ίδιος στα απομνημονεύματά του δεν ανέφερε ότι η απόφασή του επηρεάστηκε από τη μύηση επιφανών Ελλήνων της διασποράς, αλλά τόνιζε ότι η Εταιρεία είχε μυήσει «άπαντας σχεδόν τους προκρίτους και αρίστους των Ελλήνων», [10] κυρίως στην Πελοπόννησο. Είναι απίθανο όμως να επέλεξε τη μύησή του μόνον προσωρινά, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εξετάσει ποια οφέλη θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκομίσει;

Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένας Φιλικός ήταν αδύνατο να θεωρεί προσωρινή ή ακόμη και ασήμαντη απόφαση τη μύησή του. Ακόμη και ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος είχε αποδεχθεί τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, αλλά δεν έγινε ποτέ ενεργό μέλος, ενώ ο Νέγρης που, όπως αναφέρεται, αξίωσε και την ανάληψη υψηλού αξιώματος στους κόλπους της, στη συνέχεια έπαψε να ασχολείται με τις υποθέσεις της.[11] Εξάλλου, η ιδιότητα του μέλους της Εταιρείας δεν συνεπαγόταν απαραίτητα δεσμεύσεις ή σαφείς υποχρεώσεις. Ακόμη και από τους ισχυρότερους και ευπορότερους προκρίτους που αποδέχθηκαν τη σύνδεσή τους με την Εταιρεία, ελάχιστοι κατέβαλαν χρήματα στο ταμείο της – όπως προσδοκούσαν, δηλαδή, οι ηγέτες της. Ο Γερμανός, μάλιστα, τονίζει στην αφήγησή του ότι αυτός είχε προτρέψει τους πελοποννήσιους ηγέτες να κρατήσουν τα χρήματά τους για τις ανάγκες του τόπου τους.[12] Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ήταν τελικά η Εταιρεία που έστειλε χρήματα στον ισχυρό Μανιάτη Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για να τον πείσει πως η οργάνωση είχε ισχυρά ερείσματα και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή ενός κινήματος και έτσι να πετύχει την υποστήριξη της Μάνης.[13]

 

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο τελευταίος Μπέης της Μάνης, και βασικός εκφραστής της αντίληψης για τοπική αυτονομία των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδας (ιδιαίτερα της Μάνης) σε αντίθεση με το όραμα του Καποδίστρια που επιθυμούσε τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου εθνικού κράτους.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).

 

Η περίπτωση της μύησης του Μαυρομιχάλη παρουσιάζει, και για άλλους λόγους, ενδιαφέρον. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες του, ο ισχυρός άνδρας της Μάνης αποδέχθηκε τη σύνδεσή του με την Εταιρεία, έλαβε διαβεβαιώσεις και χρήματα, αλλά, όπως φαίνεται, με την επίκληση του επιχειρήματος ότι δεν πείστηκε από τις υποσχέσεις των εκπροσώπων της, θεώρησε σκόπιμο να διαπραγματευτεί απευθείας με αρχηγούς.

Στις αρχές, λοιπόν, του 1820 έστειλε με δικό του άνθρωπο στην Πετρούπουλη επιστολή στον Καποδίστρια και, κατ’ άλλη εκδοχή, μια δεύτερη επιστολή στον ίδιο τον Τσάρο. Επομένως, ένας Φιλικός δεν ήταν απίθανο να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που αποδείκνυαν την αμφισβήτησή του προς την Εταιρεία ή ήταν καταδικαστέες από την ηγεσία της. Ωστόσο, ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο ταξίδι της επιστροφής και πριν ενεχειρίσει στον ίδιο απαντητικές επιστολές. [14] Περιέργως ο Μαυρομιχάλης δεν αντέδρασε. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να τον παρουσιάζουν να ζητά εξηγήσεις ή να απειλεί ότι θα απομακρυνθεί από την Εταιρεία, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Οι προθέσεις του στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον αδύνατο να διερευνηθούν. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο κανονισμός της Εταιρείας δεν είχε προβλέψει ούτε το ενδεχόμενο παραίτησης, ούτε τη διαδικασία διαγραφής κάποιου μέλους, σε όποιο παράπτωμα κι αν υπέπιπτε.

Από την άλλη πλευρά, όμως, γιατί η Εταιρεία έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στην εξασφάλιση της υποστήριξης του Μαυρομιχάλη; Πόσο πιθανό είναι να φιλοδοξούσε να παρακινήσει μέσω της Μάνης τη μύηση πολλών άλλων πολιτικά και οικονομικά ισχυρών προεστών της Πελοποννήσου; Είναι αδύνατο επίσης να εξακριβωθεί σε ποιον βαθμό ήταν πιθανό να τηρείται η μυστικότητα των επιτυχημένων μυήσεων της Εταιρείας ή ποιες τυχόν εντυπώσεις για το έργο της ήταν δυνατό να διαδίδονται στους κόλπους των ήδη μυημένων προεστών και δημογερόντων, που ως γνωστό συνεργάζονταν σε τακτά διαστήματα μεταξύ τους υπό τις εντολές ακόμη της οθωμανικής διοίκησης. Μέσω ποιων μηχανισμών άραγε ο Γερμανός γνώριζε την ταυτότητα των προεστών που είχαν ήδη μυηθεί στην Εταιρεία, ώστε να τους δίνει συμβουλές για την οργάνωσή τους σε τοπικό επίπεδο και οι ίδιοι να συμμετέχουν στις αρχές του 1820 σε μια πρώτη μυστική συνάντηση στην Τριπολιτσά; [15] Και, τέλος, σε ποιους κύκλους διαδίδονταν οι φήμες για τον ηγετικό ρόλο του Καποδίστρια ή την υποστήριξη της Εταιρείας από την Ρωσία, που είχαν φτάσει μέχρι και την Αυλή του Αλή Τεπενλή των Ιωαννίνων;

Αυτό πάντως που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι πως η φήμη της ρωσικής υποστήριξης, σε συνδυασμό με τις ειδήσεις που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν για την επικείμενη σύγκρουση του Αλή Πασά με την Πύλη, επηρέασαν καθοριστικά τη στάση των πελοποννησίων πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών απέναντι στην Εταιρεία. Συγκεκριμένα, οι μυήσεις νέων μελών στην Πελοπόννησο πολλαπλασιάστηκαν μετά την άνοιξη του 1819, όταν άλλες φήμες παρουσίαζαν την επίσκεψη τότε του Καποδίστρια στη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, ως απόδειξη της ανάμειξής του στα σχέδια των Φιλικών.[16]

Φυσικά, τη δεδομένη στιγμή το ενδεχόμενο εξέγερσης ή πολέμου ήταν απίθανο και προφανώς απευκταίο για τους περισσότερους. Σε περίπτωση όμως αναταραχής, η παρέμβαση μιας ξένης δύναμης που θα προωθούσε κάποια μεταβολή, προσφέροντας έτσι ευκαιρίες στους προνοητικότερους, ήταν πάντοτε πιθανή. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και η έγκαιρη πρόβλεψη μιας αλλαγής που θα μπορούσε να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των πελοποννήσιων προεστών ήταν μάλλον αρκετή για να εξάρει τον ανταγωνισμό τους. [17] Παραμένει άγνωστο, ωστόσο, τι ακριβώς γνώριζαν οι προεστοί για τα σχέδια του Αλή Πασά, που την ίδια εποχή επιχείρησε να προσεγγίσει στην Κέρκυρα τον Καποδίστρια διά του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, του διερμηνέα του προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα, προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του Τσάρου απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ελληνικό κίνημα που θα ήταν πιθανό να συνδεθεί με τον αγώνα του ίδιου εναντίον της Πύλης.[18]

Δυσερμήνευτος είναι και ο ρόλος του Παπαρρηγόπουλου που, πέρα από τις ισχυρές διασυνδέσεις στη Ρωσία, διατηρούσε στενές επαφές τόσο με τον Αλή Πασά όσο και με τους πελοποννήσιους προεστούς. Αμφότεροι τον θεωρούσαν άνθρωπο εμπιστοσύνης και οι τελευταίοι που, όπως ισχυρίζονταν, γνώριζαν τις σχέσεις του με τον ισχυρό πασά των Ιωαννίνων, «τόσην έδοσαν (sic) πίστιν εις τον χαρακτήρα του ανδρός», ώστε κατά τη συνέλευσή τους στην Τριπολιτσά του ανέθεσαν την αποστολή να συνομιλήσει εξ ονόματος τους με την Ανωτάτη Αρχή και του ενεχείρισαν ακόμη και άγραφα φύλλα με τις υπογραφές τους, προκειμένου να συμπληρώσει ο ίδιος τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τα δίκτυα της Εταιρείας στην Πελοπόννησο, όταν θα έφτανε στον προορισμό του.[19]

Πορτραίτου του Αλέξανδρου Υψηλάντη με στολή ουσάρου, 1810.

Η αποστολή του Παπαρρηγόπουλου υπήρξε η πρώτη σημαντική κινητοποίηση των Φιλικών προεστών της Πελοποννήσου. Ενθαρρυμένοι προφανώς από την επικείμενη ενδο-οθωμανική σύρραξη αποφάσισαν να παρακάμψουν τους Απόστολους της Εταιρείας και να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις την εξέλιξη των πραγμάτων με τον ηγέτη της, την ταυτότητα του οποίου ακόμη δεν γνώριζαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι εξουσιοδότησαν τον απεσταλμένο τους να υποβάλει τα αιτήματά τους, τα οποία τελικά δέχθηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης: τη συγκρότηση δηλαδή μιας πελοποννησιακής εφορίας, απαρτιζόμενης από τους ίδιους και εξουσιοδοτημένης να ασκεί απόλυτο έλεγχο στις κινήσεις της Εταιρείας στην Πελοπόννησο και να διαχειρίζεται το ταμείο της.[20] Την ίδια στιγμή, όμως, με δεύτερο απεσταλμένο τους επεδίωξαν να διευρύνουν τους εξωτερικούς συμμάχους τους, προσεγγίζοντας αυτήν τη φορά τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, προφανώς για να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους και ίσως για να διερευνήσουν τις προθέσεις των Ελλήνων της διασποράς.[21] Από την άποψη αυτή η συνάντησή τους στην Τριπολιτσά μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια άμεσης συνεργασίας τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της μύησής τους και να επωφεληθούν από απρόοπτες πιθανές εξελίξεις.

Η δεύτερη και τελευταία πρωτοβουλία τους πριν από την έναρξη των κατά τόπους μαχών ήταν η συνάντησή τους στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821. Στη συνάντηση αυτή δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις, αφού οι προεστοί θεώρησαν άνευ σημασίας τις «οδηγίες» εξέγερσης που τους έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μέσω του εκπροσώπου του Γρηγορίου Δικαίου, του γνωστού Παπαφλέσσα. Προφανώς οι ίδιοι δεν θεωρούσαν πως χρειάζονταν υποδείξεις για τη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων του τόπου τους, αλλά αποδείξεις ότι είχε προηγηθεί η αποτελεσματική προετοιμασία της εξέγερσης, ότι υπήρχαν εξωτερικοί χρηματοδότες και υποστηρικτές που θα παρενέβαιναν υπέρ της υπόθεσής τους σε περίπτωση που αποτολμούσαν μια κινητοποίηση και, τέλος, ότι είχε σχεδιαστεί κάποιο πρόγραμμα για την επιδιωκόμενη μεταβολή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη συνάντηση αυτή ο Σωτήρης Χαραλάμπης περιέγραψε με τον εξής ξεκάθαρο τρόπο στον Παπαφλέσσα τις ανησυχίες των πελοποννησίων προεστών: «Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου», όπως του είπε δείχνοντας τον αδελφό του, Νικήτα, «ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη».[22]

Ούτε ο Παπαφλέσσας προσβλήθηκε από το υποτιμητικό σχόλιο κατά του αδελφού του, ούτε όμως κάποιος από τους προεστούς πείστηκε από τις υποσχέσεις του ότι είχε ήδη μεταφερθεί στην Ύδρα επαρκής ποσότητα πολεμικού υλικού για τη διεξαγωγή του πολέμου ή ότι υπήρχε πολιτικό σχέδιο της Εταιρείας, το οποίο προέβλεπε τη διατήρηση της τοπικής αυτοδιοίκησης του οθωμανικού συστήματος και, αυτομάτως, την ενίσχυση της δύναμης των ίδιων μέσω της ανάθεσης της ανώτερης μόνο πολιτικής εξουσίας σε έλληνα ανώτατο άρχοντα – δηλαδή στον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας. Στο τέλος «ηγανάκτισε η συνέλευσις» εναντίον του Παπαφλέσσα, «τον επέπληξεν αυστηρώς και τον εφοβέρισεν ότι θα τον εφυλάκιζεν, αν δεν έπαυεν ερεθίζων τα πνεύματα, διαδίδων τόσω ψευδείς φήμαις (sic) και ριψοκινδυνεύουν την ύπαρξιν του έθνους». Κατά τη λήξη της, οι προεστοί αποφάσισαν να μην λάβουν καμία πρωτοβουλία μέχρι την άφιξη του πληρεξουσίου της Εταιρείας, αλλά να στείλουν εκ νέου έμπιστο άνθρωπό τους, αφενός στη Ρωσία για να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τσάρου και, αφετέρου, στην Πίζα για να λάβουν τις συμβουλές του Μητροπολίτη Ιγνάτιου,[23] ο οποίος ήδη παρουσιαζόταν, όπως και μερικοί άλλοι από τους μετριοπαθείς «φωτισμένους» Έλληνες της διασποράς, ως εναλλακτικός, ισχυρός και αντίθετος προς την Εταιρεία εξωτερικός σύμμαχος. Ακόμη και ο Ιωάννης Φιλήμων παραδεχόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει «την πολλήν επί της ενάρξεως του αγώνος χρησιμότητα του Ιγνατίου εν τη Ευρώπη», όχι μόνον γιατί «ο ιεράρχης ούτος είχε νουν φυσικόν, μελέτην ικανήν των του κόσμου και σχέσεις διαφόρους μετά πολιτικών και πεπαιδευμένων», αλλά κυρίως χάρη στη φήμη «ην έχαιρεν, ως θεωρούμενος […] εν υπολήψει παρά της ρωσσικής (sic) αυτοκρατορίας».

Σύμφωνα με την αρκετά απλοϊκή ερμηνεία του Φιλήμονα, ο ισχυρός Μητροπολίτης στράφηκε νωρίς ενάντια στην Εταιρεία και μάλιστα κατηγόρησε προσωπικά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, διότι εκείνος δεν τον ρώτησε «περί της ενάρξεως, ή μη, του κινήματος», και επίσης επειδή μετά την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Ύδρα, ο ίδιος θεωρούσε πια «αδύνατον […] ‘την γενικήν πρόσκλησιν εαυτού’». Κατά τον Φιλήμονα, άλλωστε, η Εταιρεία αποτελούσε εκ των προτέρων τη «νόμιμη κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας, ώστε όλοι οι αυτόχθονες ή οι άνδρες της διασποράς που στράφηκαν εναντίον των αδελφών Υψηλάντη επιθυμούσαν να αναδειχθούν οι ίδιοι σε ηγέτες.[24]

 

Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης συνάντησε τους αυτόχθονες κατά παράδοση Πολιτικούς

 

Ένας επτανήσιος «αρχηγός» και Φιλικός, όπως ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, παραδεχόταν ότι μετά τις πρώτες μάχες υπήρχε ενθουσιασμός για τον ηγετικό ρόλο του Υψηλάντη, κυρίως επειδή η ύπαρξη ενός «αφέντη» ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία τόσο στους έλληνες πολεμιστές όσο και στους εχθρούς τους στα πεδία των μαχών. Ήδη ο ίδιος μαζί με άλλους αρχηγούς των πρώτων στρατοπέδων χρησιμοποιούσαν την υπογραφή ενός Υψηλάντη, πριν από την άφιξη ακόμη του Δημήτριου στην Ύδρα, για να προσδίδουν «μεγαλειτέραν (sic) σπουδαιότητα» στις πολεμικές επιχειρήσεις τους.[25] Με βάση την ερμηνεία του, επομένως, η ύπαρξη μιας κεντρικής ηγεσίας αποτελούσε ανάγκη για την εκπροσώπηση του κινήματος απέναντι στους εχθρούς ή και γενικότερα ίσως στις ευρωπαϊκές αυλές· όχι απαραίτητα όμως και για τη διαχείριση των επαναστατικών υποθέσεων, αφού οι παραδοσιακοί αρχηγοί της Πελοποννήσου διοικούσαν τον τόπο όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Με την κατάλυση δηλαδή της οθωμανικής διοίκησης είχε μεν καταστραφεί «όλη η δημόσια υπηρεσία», αλλά διά «της επιρροής των προκρίτων των επαρχιών ανεπληρούντο τα ελλείποντα […] η ευταξία διετηρείτο εν ταις επαρχίαις, τα συμφέροντα των πολιτών δεν έπασχαν και η υπηρεσία ενηργείτο».[26]

 

Κωνσταντίνος Μεταξάς (1793 – 1870). Ελαιογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Σαν να μην υπήρξε ποτέ ουσιαστικό κενό εξουσίας, αφού με την έναρξη των εχθροπραξιών ανατράπηκαν μόνον οι οθωμανικές αρχές, όπως προσέθετε ο Γερμανός, οι Έλληνες κατά παράδοση αρχηγοί θεώρησαν ότι ανέλαβαν αυτοδικαίως τις αρμοδιότητές τους, όπως και την ηγεσία των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, κατά την πολιορκία της Πάτρας, της οποίας οι αρχηγοί ενημέρωσαν άλλους κατά τόπους ισχυρούς, όπως τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη.

Στη συνέχεια οι ίδιοι, προεστοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο Γερμανός, «εσχημα- τίσθησαν και εις επαναστατικόν διευθυντήριον», το Αχαϊκό Διευθυντήριο. Υπό την προεδρία του Μαυρομιχάλη συστήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία και γύρω από τον Δεληγιάννη η Εφορεία της Καρύταινας.[27] Τις επόμενες μέρες σε όλες σχεδόν τις υπό τα όπλα επαρχίες συστάθηκαν με παρόμοιο τρόπο τοπικές αρχές, γερουσίες, δημογεροντίες, εφορείες, διευθυντήρια ή καγκελαρίες, όπως ονόμασαν τις περισσότερες από αυτές οι ιδρυτές τους. Απαρτιζόμενες συνήθως από τρία ή πέντε μέλη, οι νέες διοικήσεις διαχειρίζονταν με αρκετή επιτυχία τις στρατιωτικές και οικονομικές υποθέσεις στις μικρές περιφέρειες της δικαιοδοσίας τους. Οι ηγέτες τους, αυτόχθονες στη συντριπτική πλειονότητά τους, είχαν απόλυτη επίγνωση των παραγωγικών πηγών και του προϊσχύσαντος φορολογικού συστήματος και, όντας εξοικειωμένοι με τις νοοτροπίες των συντοπιτών τους, κατόρθωναν να φέρνουν σε πέρας το σπουδαιότερο έργο τους: να συγκεντρώνουν δηλαδή «τα διά τας στρατολογίας αναγκαιούντα».[28]

Το επόμενο βήμα ήταν ο διορισμός στρατιωτικών αρχηγών. Τότε όμως εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ των κατά παράδοση τοπικών πολιτικών και των εκπροσώπων της Εταιρείας. Στην ουσία επρόκειτο για μια σύγκρουση μεταξύ Φιλικών αφού, όπως φάνηκε, αρκετοί από τους γηγενείς πολιτικούς ήταν ήδη μέλη της Εταιρείας. Πρωταγωνιστής αναδείχθηκε στην περίπτωση αυτή ο Παπαφλέσσας, που αντέδρασε έντονα όταν η Εφορεία της Καρύταινας διόρισε με εντολή του ισχυρότερου πολιτικού της, του Δεληγιάννη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο των δυνάμεών της.[29]

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

 

Η αξίωση να διατηρεί η Εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα στην απονομή στρατιωτικών αξιωμάτων δεν κατέλυε μόνον την προεπαναστατική συνήθεια των προεστών να διαθέτουν και να συντηρούν ένοπλα σώματα, αλλά στην ουσία προμήνυε την πλήρη αποδυνάμωσή τους: εάν δηλαδή χρηματοδοτούσαν τα στρατόπεδα αλλά δεν ασκούσαν επιρροή στους οπλαρχηγούς, δεν θα ήλεγχαν ούτε τους στρατιώτες. Έτσι, αφού ήταν αδύνατο πια να διακόψουν τη χρηματοδότηση, στην ουσία θα δημιουργούσαν οι ίδιοι τις προϋποθέσεις για την εδραίωση ενός νέου συστήματος που θα επέφερε την απόλυτη εξάρτησή τους από τους αρχηγούς των ενόπλων, όσο και από τους νεοφερμένους πολιτικούς που πλέον θα ήλεγχαν τους τελευταίους. Αν μάλιστα η αντίδραση του Παπαφλέσσα θεωρηθεί ενδεικτική των προθέσεων του Υψηλάντη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήδη από τα τέλη του Απριλίου διαφαινόταν ο κίνδυνος της αμφισβήτησης των τοπικών αρχών που είχαν ήδη ιδρύσει οι αυτόχθονες πολιτικοί στις περισσότερες υπό τα όπλα επαρχίες, από ανάγκη για τη διαχείριση του πολέμου αλλά και για τη διασφάλιση της συνέχειας του παραδοσιακού συσχετισμού δυνάμεων. Από την άποψη αυτή η κυριότερη διαφωνία πελοποννησίων προεστών και Φιλικών εστιαζόταν, πριν ακόμη φτάσει στην Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης, στις μεταβολές που θα επέφερε η Επανάσταση στο υφιστάμενο έως τότε διοικητικό σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών.

Προφανώς έτσι εξηγείται γιατί τόσο οι προεστοί όσο και ο Υψηλάντης άρχισαν να προετοιμάζονται για τη συνάντησή τους αρκετές μέρες νωρίτερα. Από τις 9 Μαΐου 1821 οι προεστοί του Μιστρά προσκαλούσαν εξ ονόματος του Μαυρομιχάλη πελοποννήσιους, υδραίους και σπετσιώτες άρχοντες σε γενική συνέλευση, επικαλούμενοι την ανάγκη «να έμβη η υπόθεσις εις ένα διαφορετικόν δρόμον», αφού στην Πελοπόννησο «τα πράγματα δεν υπάγουν καλά από την αναρχίαν και ακαταστασίαν του γένους».[30] Με τους όρους αναρχία ή ακαταστασία περιέγραφαν προφανώς την απροθυμία πολλών χωρικών να επανδρώσουν τα στρατόπεδα της Επανάστασης. Αυτό ήταν τουλάχιστο ένα βολικό επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα μιας γενικής συνέλευσης αυτοχθόνων και τη συγκρότηση με τη λήξη των εργασιών (26 Μαΐου) της Γερουσίας, που επρόκειτο να παρουσιαστεί στον Υψηλάντη ως η ισχυρή και νόμιμη «κυβέρνηση» της υπό τα όπλα Ελλάδας. Αυτή η συνέλευση, όμως και η νεοσυσταθείσα διοικητική αρχή, παρέμειναν προληπτικές κινήσεις αποκλειστικά των Πελοποννησίων, αφού οι νησιώτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, κατανοώντας ότι η πρόσκλησή τους είχε στόχο την επίτευξη μιας αυτοχθονικής συμμαχίας, την οποία οι ίδιοι δεν χρειάζονταν τη δεδομένη στιγμή.[31] Έτσι και η αντιπαράθεση με τη Φιλική Εταιρεία παρέμεινε πελοποννησιακή υπόθεση.

Φυσικά δεν διενεργήθηκαν εκλογές ούτε για την ανάδειξη των αντιπρόσωπων των επαρχιών της Πελοποννήσου σε αυτήν τη συνέλευση, ούτε για την επιλογή των μελών της Γερουσίας, τα οποία παρουσιάστηκαν ως προσωρινοί μεν αλλά συνάμα ως απόλυτοι άρχοντες, που θα αποφάσιζαν «καθ’ οποίον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίσει», και χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει τις πράξεις τους ή να παρακούσει τις διαταγές τους.[32] Ούτε ο Υψηλάντης όμως προκήρυξε εκλογές για τη συγκρότηση των νησιωτικών «εφορειών», που ίδρυσε αμέσως μετά την άφιξή του στην Ύδρα, αφού προηγουμένως κατήργησε τις τοπικές διοικητικές αρχές που είχαν συσταθεί εν αγνοία του. Βέβαια, ακολουθώντας τις παραδοσιακές πρακτικές, όρισε ως εφόρους τους παλαιούς άρχοντες, αλλά τώρα όλα τα διοικητικά σώματα υπάγονταν απευθείας στην Εταιρεία: συγκεκριμένα στους δύο πληρεξουσίους του Υψηλάντη που στελέχωσαν την ανώτερη Αρχή των νησιών, τη Γενική Επιτροπή. Παρά το γεγονός ότι το νέο σύστημα άλλαζε μόνο το όνομα των προηγούμενων επαναστατικών αρχών, είναι φανερό ότι μετέβαλε ριζικά τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων. Η παραχώρηση επίσης προνομίων στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά[33] ήταν ένα ευφυές τέχνασμα με στόχο την εξασφάλιση της υποστήριξής τους σε περίπτωση εσωτερικής αντιπαράθεσης – την οποία, κατά μια πληροφορία, ήδη σχεδίαζαν οι σύμβουλοι του Υψηλάντη. Αναφέρεται, δηλαδή, ότι λίγες ώρες μετά την τελετή της υποδοχής του στο Άργος οι άνθρωποί του αποκάλυψαν στον Μεταξά την πρόθεσή τους να συγκρουστούν με τους πελοποννήσιους προεστούς, «διότι ούτοι κακάς λαβόντες έξεις επί Τουρκοκρατίας, πλήρεις δε παθών και αλαζονείας, ήθελον επιφέρει μεγάλα προσκόμματα εις την πρόοδον της Επαναστάσεως», και ζήτησαν την υποστήριξη των Επτανησίων.[34]

Επιβεβαιώνοντας το σχέδιό τους, ο Υψηλάντης αξίωσε άμεσα τη διάλυση του «αριστοκρατικού» και, κατά άλλη εκδοχή, «ολιγαρχικού» οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας και την υποκατάστασή του από ένα δημοκρατικότερο σύστημα, απαρτιζόμενο από «εφορείες», «υπο-εφορείες» και μια «βουλή» υπό την προεδρία του ίδιου, που θα αποτελούσε το ανώτερο σώμα στη θέση της Γερουσίας.

Όπως αποδεικνύεται, οι όροι της πολιτικής έκφρασης «δημοκρατικός» ή «φιλελεύθερος», «συντηρητικός» ή «ολιγαρχικός» προσλαμβάνουν το ειδικό περιεχόμενό τους ανάλογα με τις συνθήκες της κοινωνίας στην οποία χρησιμοποιούνται. Έτσι, στον «οργανισμό» που σχεδίασαν οι «ολιγαρχικοί» προεστοί εξ ονόματος του «λαού» αλλά στην ουσία ερήμην του, προέβλεπαν τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των εφόρων, αφού θεωρούσαν ότι ήταν σε θέση να ελέγχουν, όπως και στο παρελθόν, τις ψήφους των «πολλών». Παράλληλα επέμειναν στη διατήρηση της «απολυταρχικής» Γερουσίας, προβαίνοντας ακόμη και στη φαινομενικά «φιλελεύθερη» χειρονομία να παραχωρήσουν τον τίτλο του προέδρου της στον Υψηλάντη, που ούτως ή άλλως θα ήταν αδύνατο να ελέγχει ένα σώμα απαρτιζόμενο από ισχυρούς προεστούς.

Στον δεύτερο κύκλο της αντιπαράθεσής τους όμως στη Ζαράκοβα, αμφότεροι λησμόνησαν τη βούληση των «πολλών» και διαπραγματεύτηκαν σχεδόν αποκλειστικά το ζήτημα της Γερουσίας. Ο νέος «οργανισμός», που προτάθηκε από τους αυτόχθονες αλλά αυτή τη φορά συντάχθηκε από τον Μαυροκορδάτο και τον Νέγρη – παρότι και πάλι δεν εφαρμόστηκε -, αποτέλεσε όπως φαίνεται το πρότυπο του «μηχανισμού μεταβολής» στην ελληνική περίπτωση: τη σύσταση δηλαδή μιας «διοίκησης» που θα απαρτιζόταν από πολλά ανώτερα σώματα, που προφανώς δεν θα διέθεταν ίση πολιτική δύναμη και επιρροή, αλλά έτσι θα δημιουργούνταν πολλά φαινομενικά «υψηλά» αξιώματα προς διανομή, με σκοπό την ικανοποίηση όσο το δυνατό περισσότερων διεκδικητών της εξουσίας.[35]

Πολύ συχνά οι επαναστάσεις, όσο ρηξικέλευθες κι αν είναι οι μεταβολές που διακηρύσσουν, δεν απομακρύνονται μονομιάς από τις δομές ή τις πρακτικές του παλαιού καθεστώτος που ανατρέπουν. Το συγκεντρωτικό σύστημα που προσπάθησε να προωθήσει ο Υψηλάντης μέσω των Φιλικών τους οποίους εμπιστευόταν, αλλά και εναντίον πολλών άλλων μελών της Εταιρείας, κυρίως αυτοχθόνων, ήταν καταφανώς διαφορετικό από το προκάτοχο σύστημα των υπό τα όπλα επαρχιών, είτε ο ίδιος επιθυμούσε και ενέκρινε μια μεταβολή που θα συνέπιπτε με την «αποκατάσταση» της εξουσίας της ηγεμονικής οικογένειας που εκπροσωπούσε, είτε όχι. Στη μετεπαναστατική ιστοριογραφία υποστηρίζεται ότι, εξαιτίας των περιορισμένων ηγετικών ικανοτήτων του, έχασε την ευκαιρία το καλοκαίρι του 1821, όταν δηλαδή διέθετε την υποστήριξη των στρατιωτικών και διά αυτών, κατά μια εκδοχή, και του «λαού», και έτσι χρεώθηκε την πρώτη και καθοριστική «ήττα» του απέναντι στους «ολιγαρχικούς» προεστούς, οι οποίοι επιθυμούσαν τη διατήρηση ενός συστήματος που δεν διέφερε ριζικά από το παλαιό. Στην πραγματικότητα όμως στο στάδιο αυτό δεν υπήρξαν ούτε «νικητές» ούτε «ηττημένοι».

 

Αντί Επιλόγου

 

Κατά κοινή παραδοχή, η Εταιρεία προσέφερε για πρώτη φορά πριν το 1821 ένα «φαντασιακό τόπο» συνάντησης μικρών τμημάτων, όχι απαραίτητα αντιπροσωπευτικών, από όλες τις ελληνικές ομάδες. Όπως ήδη φάνηκε, συνένωσε εμπόρους και άλλους επαγγελματίες από τις διάφορες κοινότητες της διασποράς αλλά και από τη Μακεδονία, τις ακτές της Μικράς Ασίας και άλλες οθωμανοκρατούμενες περιοχές που δεν συμμετείχαν αργότερα στον πόλεμο. Με την Εταιρεία συνδέθηκαν επίσης αυτόχθονες, κατά παράδοση πολιτικοί, γαιοκτήμονες και φοροεισπράκτορες ή πλοιοκτήτες και έμποροι, εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί ηγέτες από τις ηπειρωτικές και νησιωτικές κοινωνίες της μετέπειτα υπό τα όπλα Ελλάδας καθώς επίσης και Επτανήσιοι.

Στους κόλπους αυτού του μικρόκοσμου δεν έλειψαν οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις, που συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου. Σχεδόν εξ αρχής, όμως, ήταν φανερό πως οι απαντήσεις των εκπροσώπων των διάφορων ομάδων στα ερωτήματα ποια ήταν η κατάλληλη ηγεσία του Αγώνα και ποια η ιδεατή μορφή της υπό συγκρότηση κεντρικής διοίκησης  ήταν αλληλένδετες. Ως αποτέλεσμα, η διεκδίκηση της εξουσίας δεν φανέρωνε μόνον τη φιλοδοξία έκαστου άνδρα για τον ρόλο του στη διαχείριση των κοινών, αλλά μετέφερε στην ελληνική πολιτική σκηνή ιδέες και θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία πολιτειακής συγκρότησης που είχαν διαμορφωθεί με βάση διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές εμπειρίες, και οι οποίες ήταν λογικό να μεταβάλλονται και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις εκάστοτε εξελίξεις του πολέμου και του παράλληλου διπλωματικού αγώνα.

Η περίπλοκη διαδικασία, επομένως, συγκρότησης ηγεσίας και πολιτείας στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης αποτυπώνει τη σταδιακή μετάβαση από ένα μη δυτικό καθεστώς – που είχε αναδείξει για την επιβίωση του και μια ελληνική ηγεσία υπαγόμενη στην οθωμανική (και τώρα εχθρική)-, ενώ παράλληλα είχε ευνοήσει τη δημιουργία μιας απομονωμένης από τις εσωτερικές εξελίξεις του και ισχυρής αριθμητικά διασποράς. Στους κόλπους της τελευταίας, που αναπτύχθηκε σε δυτικού τύπου καθεστώτα, αναδείχθηκαν τόσο ο επαναστατικός συνασπισμός της Εταιρείας όσο και άλλοι προβαλλόμενοι ηγέτες. Η συνάντηση όλων αυτών των ελληνικών ηγετικών ομάδων στις υπό τα όπλα επαρχίες μπορεί να θεωρηθεί η κορυφαία στιγμή για τη σταδιακή μετατόπιση από τα επαναστατικά αιτήματα που στρέφονταν ενάντια στα προβλήματα του παλαιού καθεστώτος, στην εθνικιστική ιδεολογία που συνήθως παράγουν οι επαναστάσεις[36] και ενισχύουν οι μετεπαναστατικές ιστοριογραφίες. Και είναι γεγονός ότι οι επαναστάσεις προκαλούν μετά το τέλος τους, σε όλες σχεδόν τις ομάδες μιας κοινωνίας, εντυπωσιακά έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία· πρωτίστως τη σύγχρονη ιστορία.

Αλλά «όστις γράφει την Ιστορίαν των συγχρόνων του, δυσκόλως δύναται να ήναι ελεύθερος από συμπάθειας και αντιπάθειας αισθήματα», όπως παραδεχόταν στον πρόλογο του δοκιμίου του για τη Φιλική Εταιρεία ο Φιλήμων. Ο ίδιος εξηγούσε ότι η μεροληψία είναι το αναπόδραστο αποτέλεσμα των διαφορετικών τρόπων «του συλλογίζεσθαι», αλλά και του γεγονότος ότι κάθε άνθρωπος «λαμβάνει πολλάκις οδηγόν την πρόληψιν», ώστε επιδιώκει να μεταμορφώσει σε συλλογική μνήμη εκείνες τις περασμένες στιγμές που θεωρεί ένδοξες, γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την προσωπική του ευθύνη τόσο απέναντι στο παρελθόν, του οποίου τις «ζημιές» επιθυμεί να αποκαταστήσει, όσο και απέναντι στο παρόν, που επιθυμεί να προφυλάξει από μελλοντικές «ζημιές».[37]

Προσφέροντας με την παραδοχή αυτή ένα εξαίρετο δείγμα συγχρονικής κατανόησης των «τάξεων του χρόνου», δηλαδή των συνειδητών ή ασύνειδων επιταγών «των καιρών» όσον αφορά τις αδιαπραγμάτευτες σχέσεις μιας κοινωνίας με τον χρόνο,[38] ο Φιλήμων αποκαλύπτει εκ των προτέρων στον μεταγενέστερο ιστορικό τις δεσμεύσεις του και έτσι τις «αδυναμίες» των ιστορικών έργων που του προσφέρει. Ίσως γι’ αυτό επεδίωκε τον εμπλουτισμό τους με παραρτήματα εγγράφων. Για να ενισχύσει δηλαδή την «αλήθεια» των σκέψεων και ερμηνειών του, αν και σε τελευταία ανάλυση θεωρούσε πως ήταν αυταπόδεικτη: «ομιλούσι τα πράγματα, ουδεμίαν έχοντα ανάγκην συνηγορίας και υποστηρίξεως».[39]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. τη διεξοδικότερη περιγραφή της τελετής υποδοχής στην Ύδρα στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 389-391 και 462.

[2] Προς απογοήτευση ίσως κάποιων στενών συνεργατών του, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν εξ αρχής αποφασισμένος να επιλέξει μεταξύ των αδελφών του τον άνδρα που θα μετέβαινε ως πληρεξούσιός του στην Πελοπόννησο. Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, ό.π., σ. 384-385 και 388-389.

[3] Στα απομνημονεύματα διάφορων αγωνιστών εντοπίζονται αρκετές αντιφατικές περιγραφές της υποδοχής του Υψηλάντη στο Άργος. Κατά μια εκδοχή, μόνο μερικοί Επτανήσιοι ήταν επιφυλακτικοί. Βλ. σχετικά Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957» σ· 33· Γενικότερα για την υποδοχή του Υψηλάντη βλ. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, σ. 74-75. Φώτιος Χρυσανθόπουλος [Φωτάκος], Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858, σ. 82-83· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσην εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1851, σ. 206-207. Περιγραφές της υποδοχής του σώζονται και σε ιστορίες που συνέγραψαν ευρωπαίοι παρατηρητές των εξελίξεων· βλ. ενδεικτικά Samuel G. Howe, An I lislorical Sketch of the Greek Revolution, Νέα Υόρκη 1828, σ. 28-30. Ωστόσο, η αναλυτικότερη αφήγηση της αποθέωσής του περιλαμβάνεται στο I. Φιλήμων, ό.π., σ. 396-399.

[4] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[5] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 201-202.

[6] Αναλυτικότερα για την Ύδρα, βλ. Ελπίδα Κ. Βόγλη, Έργα και ημέραι ελληνικών οικογενειών, 1750-1940, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 2005, σ· 23-29 (βλ. στο ίδιο αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[7] Τη μαρτυρία αυτή μετέφερε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ο τότε απεσταλμένος της Εταιρείας στην Ύδρα, Χριστόφορος Περραιβός· βλ. την επιστολή του, με ημ. 15 Δεκεμβρίου 1820, στο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Αθήνα 1859, σ. 120 και 318.

[8] George Demetrios Frangos, The Philike Etaireia, 1814-1821: A Social and Historical Analysis, διδακτορική διατριβή, Faculty of Political Sciences, Columbia University, 1971, o. 140-165,167-171, 185-192 και 289-291.

[9] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Λονδίνο ²1860, σ. 316-316 Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού την απόφαση του να μυηθεί στην Εταιρεία αλλά καταλήγει στην εξύμνηση του πατριωτισμού και της προνοητικότητα του αρχιμανδρίτη· βλ. Παλαιών Πατρών Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. δ’-στ’.

[10] Στο ίδιο, σ. 8.

[11] Ο Νέγρης διαφώνησε με την τακτική της Εταιρείας και συγκεκριμένα επέκρινε τους Αποστόλους της· βλ. σχετικά Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, ο. 12-13 και 140-152 (όπου δημοσιεύει το σχετικό υπόμνημα του Νέγρη, με ημ. 12 Απριλίου 1819) και G. Frangos, ό.π., σ. 123-127.

[12] Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5.

[13] Αναλυτικότερα για τη μύηση του Μαυρομιχάλη, G. Frangos, ό.π., σ. 144-158.

[14] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834» σ. 262-267· G. Frangos, ό.π., σ. 157.

[15] Η συνάντηση αυτή μνημονεύεται από αρκετούς απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους των γεγονότων· βλ. ενδεικτικά Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 4-5, Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 14.

[16] G. Frangos, ό.π., σ. 163.

[17] Για τους ρόλους, τις αρμοδιότητες αλλά και τους ανταγωνισμούς των Πελοποννησίων προεστών, βλ. John Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), τόμ. 1, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1985, σ. 35-39 και Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση τον ελληνικού κράτους, 1821-1862, Αθήνα, Παπαζήση, 2004, σ. 60-68.

[18] Για τις προσπάθειες του Αλή Πασά να προσεγγίσει την Εταιρεία και τον Καποδίστρια, βλ. Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, μτφρ. Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1989, σ. 72-81.

[19] Αναλυτικότερα για τη σχέση του Παπαρρηγόπουλου με τους πελοποννησίους προεστούς, βλ. την εισαγωγή του Φιλήμονα στο Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. ιστ’ κ.ε.

[20] Βλ. αναλυτικότερα τα αιτήματά τους, I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 336-345, όπου παρατίθεται και η απάντηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη· Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο ²1860, τόμ. 1, σ. 16.

[21] Π. Π. Γερμανός, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 μέχρι τον 1823, Αθήνα 1837, σ. 12.

[22] Φωτάκος, Βίος του Παπαφλέσσα, Αθήνα 1868, σ. 21.

[23] Τα παραθέματα από την αναλυτικότερη περιγραφή της συνάντησης στη Βοστίτσα, Σπυρίδων Τρικούπης, ό.π., σ. 27-31.

[24] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 4, Αθήνα 1860, σ. 346.

[25] Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21, Αθήνα, οίκος Γ. Τσουκαλά, 1957, σ. 26.

[26] Σ. Τρικούπης, ό.π., σ. 301.

[27] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. 22.

[28] Για την αναλυτική περιγραφή του τρόπου είσπραξης φόρων, βλ. Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από τον έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τόμ. 2, Αθήνα 1839, σ. 241-242.

[29] Για το περιστατικό αυτό βλ. Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, ό.π., σ. 122.

[30] Βλ. σχετικά επιστολή τους με ημερομηνία 9 Μαΐου 1821, δημοσιευμένη από το Αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Δημήτριος Α. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. 1, Αθήνα 1935» σ· 251· Πρβλ. την περιγραφή της συνέλευσης στο Ν. Σπηλιάδης, ό.π., σ. 143-145.

[31] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002, σ. 111-112.

[32] Ανδρέας Ζ. Μάμουκας, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι Συλλογή των περί την Αναγεννόμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων, από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, τόμ. 1, Πειραιάς 1839, σ. 3-5.

[33] Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827. Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής διοικήσεως, Αθήνα 1966, σ. 39-61.

[34] Κ. Μεταξάς, ό.π., σ. 33-34.

[35] Για τη σύνοδο και τον οργανισμό της Ζαράκοβας, βλ. Γ. Δ. Δημακόπουλος, ό.π., σ. 55-59 (όπου παρατίθεται και αναλυτικότερη βιβλιογραφία).

[36] Charles Tilly, Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992, μτφρ. Κώστας Θεολόγου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 443.

[37] Φιλήμων, Δοκίμισν ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Αθήνα 1834, σ. ιστ’-κ’.

[38] Για τον ορισμό των «τάξεων του χρόνου», την ευρύτητα των «παραδειγμάτων» και τη γενικότερη σημασία τους, βλ. François  Hartog, Καθεστώτα ιστορικότητας. Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφρ. Δημήτρης Κουσουρής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2014.

[39] Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήνα 1860, σ. κδ’. Βλ. στο ίδιο περισσότερες πληροφορίες για το «αρχείο» της Φιλικής Εταιρείας, στο οποίο στήριξε το σχετικό Δοκίμιό του το 1834 και το οποίο συνέχισε να συγκεντρώνει μέχρι την έκδοση του Δοκιμίου του για την Ελληνική Επανάσταση · βλ. στον πρόλογο του τελευταίου, τόμ. 1, σ. ιστ’ -κδ’.

 

Ελπίδα Βόγλη

 Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Η Φιλική Εταιρεία: Επαναστατική δράση και μυστικές Εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη, Αθήνα: εκδ. Ασίνη και Δήμος Σκουφά, Αθήνα 2017.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης (1790-1854)


 

Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης (1790-1854)

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους Φιλικούς, ηγετικό στέλεχος και συναρχηγός της Εταιρείας σε ορισμένες φάσεις της διαδρομής της, γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της σημερινής επαρχίας Ολυμπίας το 1790, όπου έζησε έως και τα δεκαπέντε χρόνια του. Σύμφωνα με τον Αγησίλαο Τσέλαλη, πατέρας του ήταν ο Αναγνώστης Μυλωνάς ή Ρόδιος και μητέρα του η Μαρίτσα από το γένος των Χριστακαίων. [1]

Όπως είναι εύλογο, τα πρώτα γράμματά του έμαθε στη γεννέτειρά του και κατά τούτο μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τους άλλους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, εξαιρούμενου βέβαια του Αθανασίου Τσακάλωφ που έλαβε καλύτερη μόρφωση.

Το 1808 η οικογένεια του Αναγνωστόπουλου εγκατέλειψε την Ανδρίτσαινα και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και στη συνέχεια ο Παναγιώτης από την πρωτεύουσα της Ιωνίας θα βρεθεί στην Οδησσό, γραμματικός στην εμπορική εταιρεία του Αθανασίου Σέκερη, στην οποία ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα, πάντα όμως μέσα στο πεδίο δράσης του γραμματικού ενός μεγάλου εμπορικού οίκου.

Οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μετά από το φθινόπωρο του 1814 θα αναχωρήσουν από την Οδησσό προς διάφορες κατευθύνσεις, δηλαδή ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ θα κινήσουν για τη Μόσχα και ο Ξάνθος για την Κωνσταντινούπολη, καθώς διάφορες πιεστικές υποχρεώσεις τους αναγκάζουν να ασχοληθούν παράλληλα με τα της Εταιρείας και με τις προσωπικές υποθέσεις τους.

Από τους τρεις πρωτεργάτες ωστόσο ο Νικόλαος Σκουφάς στις αρχές του 1816 θα επανέλθει στην Οδησσό και μάλιστα θα βρεθεί κοντά στην εμπορική επιχείρηση του Αθανασίου Σέκερη, στην οποία εργαζόταν ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος. Κατά συνέπεια η μύηση των Σέκερη και Αναγνωστόπουλου στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Σκουφά το 1816 είχε τον χαρακτήρα μιας αναμενόμενης  εξέλιξης, η οποία, όμως, όπως  εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε, αποτέλεσε μια σημαντική επιτυχία που καταγράφεται στο ενεργητικό του Σκουφά. Περαιτέρω, ωστόσο, η ένταξη του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στη Φιλική Εταιρεία δεν υπήρξε μια απλή μύηση ενός πατριώτη στην Εταιρεία, καθώς εφεξής αυτός θα αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους πρωτεργάτες της Εταιρείας, επειδή θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρωταγωνιστές της συνωμοτικής δράσης και θα ανέλθει γρήγορα στα ηγετικά κλιμάκια της Οργάνωσης.

Την επόμενη χρονιά (1817) ο Αθανάσιος Τσακάλωφ θα αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, όπου ξέρουμε ότι βρισκόταν από καιρό ο Ξάνθος, ενώ ο Σκουφάς  και ο Αναγνωστόπουλος θα παραμείνουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, δρώντας κυρίως στην Οδησσό και στον κοντινό χώρο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Ξέρουμε από τα στοιχεία του βίου και της δράσης του Νικ. Σκουφά την άφιξη στην Οδησσό των τριών οπλαρχηγών Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), Ηλία Χρυσοσπάθη και Παναγιώτη Δημητρόπουλου που είχαν πάρει το δρόμο για την Πετρούπολη διεκδικώντας χρήματα για παλαιότερες υπηρεσίες τους προς τον ρωσικό στρατό. Από αυτούς ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος φέρεται να μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Αναγνωσταρά στις 25 Οκτωβρίου 1817. Εφεξής ο Αναγνωστόπουλος θα αναλάβει διάφορες αποστολές στην περιοχή της Βεσσαραβίας, ενώ θα βρεθεί στο Κισνόβι και αργότερα στο Ιάσιο για συνεννοήσεις με έναν άλλο σημαντικό Φιλικό, τον Γεώργιο Λεβέντη.

Το άγαλμα του Νικόλαου Σκουφά στην πλατεία του Κομποτίου Άρτας. (Λεπτομέρεια)

Όπως  γνωρίζουμε εξάλλου την εποχή αυτή την πρωτοβουλία στα πράγματα της Εταιρείας έχει ο Νικ. Σκουφάς, ο οποίος μετά τη θανάτωση του Καραγιώργη, τον οποίο οι Φιλικοί είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν να επιστρέψει στη Σερβία προσβλέποντας σε ένα μελλοντικό συντονισμό των επαναστατικών κινημάτων που θα ξεσπούσαν στην Ελλάδα και στη Σερβία, αποφασίζει τη μετεγκατάσταση της έδρας της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήδη βρίσκεται εγκατεστημένος ο Ξάνθος από καιρό, ενώ ο Τσακάλωφ έχει καταφθάσει το φθινόπωρο (από τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο) του 1817.

Έτσι, λοιπόν, στις αρχές Απριλίου 1818 ο Νικόλαος Σκουφάς θα φθάσει, και αυτός, στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μαζί του και άλλα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως τον Χριστόδουλο Λουριώτη και βέβαια τον σύντροφό του από την παραμονή στην Οδησσό Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Κατά συνέπεια την άνοιξη του 1818, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, όλος ο ηγετικός πυρήνα της Εταιρείας θα βρεθεί στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκεί, μετά από πολύ λίγο χρονικό διάστημα (31 Ιουλίου 1818) η Φιλική Εταιρεία θα θρηνήσει τον πρόωρο θάνατο του Νικόλαου Σκουφά και εφεξής τον ηγετικό πυρήνα της θα αποτελέσουν οι δύο εναπομείναντες από τους ιδρυτές της και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, τους οποίους θα ενισχύει στο έργο τους συνεχώς ο πατριωτισμός και η οικονομική επιφάνεια ενός άλλου Σέκερη, του Παναγιώτη, ο οποίος έχει την έδρα των επιχειρήσεών του στην Κωνσταντινούπολη.

Με την αλλαγή που επέρχεται στον ηγετικό πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας το 1818 θα συνδεθούν διάφορες μετεπαναστατικές διενέξεις σχετικά με την ένταξη και τη θέση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, για τις οποίες θα αναφερθούμε και στο τέλος του παρόντος βιογραφικού. Σε αυτό συνέβαλε και η δυσνόητη για μας, δεύτερη κατήχηση στην Εταιρεία – όπως αναφέρουν διάφορες πληροφορίες – του Ξάνθου από τον Σκουφά τη χρονιά αυτή στη Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό ίσως έχει την ερμηνεία του στην απουσία του Ξάνθου από τη Μόσχα, όταν συντάχθηκε ο κανονισμός της μυστικής οργάνωσης, καθώς και το τυπικό των ορκωμοσιών και κατά συνέπεια ο Ξάνθος τυπικά δεν είχε δεθεί με τον όρκο των Φιλικών. Πάντως, τότε ο Αναγνωστόπουλος θα λάβει τα συνωμοτικά αρχικά AI ενώ ο Ξάνθος τα αντίστοιχα Α Θ αντί του Α Δ που είχε στην αρχή και εν συνεχεία ο Σκουφάς είχε δώσει στον Γαλάτη. Εξάλλου, στις επιτυχίες του Αναγνωστόπουλου καταγράφεται η κατήχηση στην Εταιρεία αυτή την περίοδο και του Παναγιώτη Σέκερη (έλαβε τα συνωμοτικά αρχικά A Κ), πράξη αποφασιστικής σημασίας, επειδή ο τελευταίος, όπως γνωρίζουμε από πολλές πηγές, θα ενισχύσει με τα κεφάλαιά του ποικιλοτρόπως τη Φιλική Εταιρεία, δηλαδή τα μέλη της στις διάφορες αποστολές τους. Πολλά μάλιστα από τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε ο Σέκερης καταχωρίστηκαν και στα οικονομικά κατάστιχα της Εταιρείας. Όπως και να έχουν τα πράγματα και όποιες ερμηνείες και αν τους δοθούν σχετικά με την ηγετική θέση του Εμμανουήλ Ξάνθου και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, ο τελευταίος θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρωτεργάτες της ετοιμασίας του ελληνικού επαναστατικού κινήματος που θα ξεσπάσει μετά από λίγα χρόνια.

Τον Οκτώβριο (και τον Νοέμβριο) του 1818 ο Αναγνωστόπουλος βρίσκεται ακόμα στην Κωνσταντινούπολη, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε από δύο επιστολές που στέλνει από την Ύδρα ο Αναγνωσταράς, ζητώντας οικονομική ενίσχυση για τους σκοπούς της Εταιρείας.[2] Τελικά Ξάνθος και Αναγνωστόπουλος θα αναχωρήσουν από την Πόλη τον Φεβρουάριο του 1819 με γαλαξειδιώτικο καράβι και θα κατευθυνθούν προς τις γνώριμες σ’ αυτούς περιοχές των Ηγεμονιών.

Στην πορεία τους αυτή έφθασαν στο Γαλάτσι, όπου συνάντησαν άλλα επιφανή στελέχη της Εταιρείας (Δημ. Θέμελη, Στέργιο Πρασσά, Θεόδωρο Νέγρη, Γεώργιο Λεβέντη κ.ά.). Στις αρχές Μαρτίου 1819 οι δρόμοι του Ξάνθου και του Αναγνωστόπουλου χώρισαν, καθώς ο Ξάνθος, όπως γνωρίζουμε, έχει αναλάβει τη σοβαρή αποστολή να κατευθυνθεί προς την Πετρούπολη και να προσπαθήσει να πείσει τον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος στην περιοχή των Ηγεμονιών θα αναπτύξει σοβαρή δραστηριότητα και θα συστήσει στο Γαλάτσι την πρώτη Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας, οργανωτική πράξη που στη συνέχεια θα επαναληφθεί και σε διάφορες άλλες πόλεις για να αντιμετωπισθεί με συστηματικό τρόπο ο μεγάλος αριθμός των μυημένων Φιλικών. Οι εφορείες, λοιπόν, κατέγραφαν τα μέλη της κάθε περιοχής, συγκέντρωναν χρηματικές ενίσχυσες και γενικώς επόπτευαν τη συμπεριφορά και δράση των μελών τους. Ο Ιω. Φιλήμονας παραδίδει μάλιστα στο Δοκίμιόν του ότι ο Αναγνωστόπουλος υπήρξε εκείνος που εκπόνησε τον ειδικό κανονισμό σύστασής τους.[3]

 

Όψη της Οδησσού το 1820. Λιθογραφία. Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Οδησσού.

 

Ωστόσο, κατά τη συγκρότηση των Εφορειών, ο Αναγνωστόπουλος, όπως παραδίδεται, ήλθε σε σύγκρουση με επιφανείς Φιλικούς, όπως λ.χ. με τον Θεόδωρο Νέγρη. Σχετικά με το ζήτημα αυτό από το Γαλάτσι ο Αναγνωστόπουλος θα γράψει στις 26 Μαρτίου 1819 μία επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Τομάροβο – καθ’ οδόν προς την Πετρούπολη – στην οποία αναφέρεται σε διάφορες δυσκολίες που συναντά και από την οποία επιπλέον κερδίζουμε ένα ψευδώνυμό του: Π. Αθανασιάδης. Σε νέα επιστολή του και πάλι προς τον Ξάνθο (Τομάροβο), γραμμένη στις 28 Απριλίου 1819, ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος (ως Αθανάσιος Ιωάννου), αναφέρεται στις διενέξεις που προκάλεσε η σύσταση της Εφορείας στο Ιάσιο, όπου σημειώθηκε σοβαρή αντιπαράθεση Θεόδωρου Νέγρη και Παναγ. Αναγνοστοπούλου.[4] Με την επιστολή αυτή διασταυρώνονται έτσι οι σχετικές πληροφορίες που αναφέρει πρώτος ο Φιλήμονας. [5] Σε σύγκρουση εξάλλου, που ήδη έχει αρχίσει από τις μέρες της Κωνσταντινούπολης, είχε έλθει ο Αναγνωστόπουλος και με ένα άλλο σημαντικό στέλεχος της Εταιρείας, τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, που αυτόν τον καιρό βρισκόταν και αυτός στη Μολδοβλαχία.

Τον ίδιο καιρό προτάθηκε από τον Αναγνωστόπουλο – πράγμα που αναφέρει και στην τελευταία επιστολή που μνημονεύσαμε – η ίδρυση ενός κεντρικού σχολείου στην Πελοπόννησο. Το πράγμα παρουσιάζεται ως βούληση της Φιλικής Εταιρείας, η οποία πιθανώς σκόπευε με την κίνηση αυτή να καλύψει τη συγκέντρωση χρημάτων με το πρόσχημα ακριβώς την ίδρυση του σχολείου αυτού. Γνωρίζουμε αρχικά πως η ίδρυση της σχολής αυτής  ανατέθηκε στον Θεόδωρο Νέγρη – ίσως και για να παύσει η δυσαρέσκειά του εναντίον του Παναγ. Αναγνωστόπουλου εξαιτίας της σύνθεσης της Εφορείας του Ιασίου – και για τον σκοπό αυτό ο Nέγρης θα συνεργαστεί με γνωστούς λόγιους της εποχής, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Στέφανος Δούγκας και ο Δανιήλ Φιλιππίδης. Η πληροφορία για την ίδρυση του σχολείου αυτού διασταυρώνεται και από γράμμα του Παναγ. Σέκερη προς τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο της 15ns Ιουλίου 1819, [6] όπου ο  Σέκερης αναφέρεται στα γράμματα του Οικουμενικού Πατριάρχη που απαιτούνται για την υλοποίηση ίδρυσης της σχολής και απαιτεί ο Αναγνωστόπουλος. Την έκδοσή τους εμπόδισε η πανώλη και η απουσία του Πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη, όμως «Θεού βοηθούντος, θέλει λάβει καλήν έκβασιν η αιτησίς σας και έστω» (τώρα γνωρίζουμε ότι την 1η Αυγούστου τα πατριαρχικά γράμματα ήταν έτοιμα). [7]

Από το Ιάσιο ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στις 7 Μαΐου 1819 θα απευθύνει μια νέα εκτενή επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει στο Τομάροβο. [8] Από την επιστολή αυτή γίνονται και πάλι φανερές οι διενέξεις μεταξύ των μελών της Εταιρείας, στις οποίες ο Αναγνωστόπουλος αναμφίβολα πρωταγωνιστεί. Με δριμύτητα καταφέρεται εναντίον κάποιων Φιλικών, τους οποίους δεν κατονομάζει βέβαια, αλλά είναι πολύ πιθανόν ότι πρόκειται για τους Κωνσταντίνο Πεντεδέκα και Θεόδωρο Νέγρη, τους οποίους στολίζει με διάφορα απαξιωτικά επίθετα (αχρείος, μαύρος, λυσσιασμένο σκυλί κ.ά.). Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, ο οποίος μετά τη δολοφονία του Νικ. Γαλάτη βρίσκεται στη Μάνη μαζί με τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Ωστόσο, η δολοφονία του Γαλάτη και οι περιπλοκές που αυτή προξένησε δεν άφησαν ανεπηρέαστο ούτε τον Αναγνωστόπουλο, μολονότι αυτός δεν φαίνεται να είχε κάποια ανάμειξη σε αυτήν.

 

Ο ιερομόναχος Ευστάθιος, αδελφός του Γαλάτη,

απειλούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του

αδελφού του, προβαίνοντας σε διάφορες

δολοφονίες Φιλικών, με το χέρι του αποσταλέντος

από αυτόν Ανδρέα Σφαέλου

 

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ο Αναγνωστόπουλος θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το Ιάσιο, επειδή ειδοποιήθηκε από τον Δημ. Θέμελη ότι κινδυνεύει η ζωή του, καθώς ο ιερομόναχος Ευστάθιος, αδελφός του Γαλάτη, απειλούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του, προβαίνοντας σε διάφορες δολοφονίες Φιλικών, με το χέρι του αποσταλέντος  από αυτόν Ανδρέα Σφαέλου, παρά τις προσπάθειες του Νέγρη να αποσοβήσει τον κίνδυνο και να απομακρύνει από την περιοχή των Ηγεμονιών τον Σφαέλο. Τελικά αυτό πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια του Θέμελη, ο οποίος αναφέρει ότι εκτός από τις παραινέσεις του προσέφεραν και 200 γρόσια. [9]

Τελευταία γνωστή επιστολή του Αναγνωστόπουλου (ως Αντώνιος και Αναστάσιος Ιωάννου) από το Ιάσιο είναι εκείνη της 24ns Μαΐου 1819, από την οποία έχουμε σημαντική πληροφόρηση για τα πράγματα της Εταιρείας. [10] Στην ίδια επιστολή εμφανίζεται και το όνομα του Κεφαλονίτη Ανδρέα Σφαέλου, που αναφέραμε παραπάνω, και ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον ανδριτσάνο Φιλικό «από εκείνους οπού πίνουν το αίμα με το ποτήρι». Στον κίνδυνο που διέτρεξε ο Αναγνωστόπουλος αναφέρεται εξάλλου και ο Δημήτριος Θέμελης σε επιστολή του προς τον Εμμ. Ξάνθο της ιδίας εποχής (7 Ιουνίου) που του έστειλε από το Γαλάτσι στο Ρένι. Στο γράμμα αυτό ο Θέμελης αναφέρεται σαφέστατα σ’ αυτά τα επικίνδυνα για τις τύχες της Εταιρείας γεγονότα: («ο φίλος [=Αναγνωστόπουλος] εμίσεψεν από εκεί διά Βουκουρέστιον εις την πρώτην του τρέχοντος») και στην οποία υπαινίσσεται ότι πρέπει να αναληφθεί απόπειρα δολοφονία εναντίον του Σφαέλου. [11]

Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Έργο του Διονυσίου Τσόκου, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Από το Ιάσιο ο Αναγνωστόπουλος θα βρεθεί στο Βουκουρέστι όπου θα συναντήσει τον Γρηγόριο Δικαίο και τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα. Αλλά και στην πρωτεύουσα τα Βλαχίας η κατάσταση δεν είναι καλή και τα πνεύματα των Φιλικών που βρίσκονται εκεί είναι ιδιαίτερα οξυμμένα. Έτσι ο Λεβέντης συμβουλεύει τον Αναγνωστόπουλο να συστήσουν και εκεί Εφορεία, προκειμένου να τεθεί η όλη κατάσταση κάτω από κάποιο σοβαρό έλεγχο. Την ίδια εποχή φέρεται ότι ο Αναγνωστόπουλος έκανε γνωστή στον Λεβέντη την Αρχή της Εταιρείας, πράγμα που προξένησε τον ενθουσιασμό του τελευταίου, ο οποίος έγινε μέλος της Αρχής με τα αρχικά Α Λ και εφεξής θα συνεισφέρει μεγάλα ποσά για την επιτυχία των σκοπών της. Ο Φιλήμων αναφέρει επιπρόσθετα ότι ακριβώς την ίδια εποχή στο Βουκουρέστι ο Αναγνωστόπουλος δέχθηκε σοβαρές πιέσεις από τον Γρηγόριο Δικαίο, που απαιτούσε να πληροφορηθεί εκτενέστερα τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία και ότι αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να καταστήσει τον αρχιμανδρίτη μέλος της Αρχής με τα στοιχεία Α Μ και το ψευδώνυμο Αρμόδιος.

Στις 21 Ιουλίου 1819 ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος, όπως μας πληροφορεί άλλη επιστολή του Δημ. Θέμελη, βρίσκεται ακόμα στο Βουκουρέστι. Αλλά και στις 4 Αύγουστου εξακολουθεί να παραμένει εκεί, ενώ από γράμμα της 11ης Αυγούστου και πάλι του Δημ. Θέμελη προς τον Εμμ. Ξάνθο, μαθαίνουμε ότι εκ μέρους του Αναγνωστόπουλου υπάρχει κάποια διάθεση κινητικότητας, καθώς ο τελευταίος κοινοποίησε στον Θέμελη να τον περιμένει «οπού να απέλθωμεν μαζύ εις Γαλάτζι και από εκεί είναι διά τα ενδώτερα μέρη…».[12] Πράγματι, στο Γαλάτζι ο Αναγνωστόπουλος εντοπίζεται στις 14 Οκτωβρίου 1819, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Φιλικός Ευάγγελος Μαντζαράκης, ενώ άλλη επιστολή τον θέλει την ίδια μέρα στο Ρένι. Τούτο επειδή τον καιρό αυτό έχει ξεσπάσει επιδημία πανώλης, οι καραντίνες δεν διεξάγονται κανονικά και κατά συνέπεια οι μετακινήσεις είναι δύσκολες και απαιτούν μεγάλους χρόνους.

Σε όλο αυτό το διάστημα είναι γεγονός διαπιστωμένο μέσα από πυκνές αναφορές σε διάφορες επιστολές ότι ο Ξάνθος και ο Αναγνωστόπουλος βρίσκονται σε στενή επαφή, ο ένας γνωρίζει τις κινήσεις του άλλου, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται η παραμικρή νύξη δυσαρέσκειας και ανταγωνισμού. Το αντίθετο. Βέβαια οι κινήσεις του Αναγνωστόπουλου είναι πάντα ηγετικές. Είναι μέλος της Ανώτατης Αρχής και αυτό φαίνεται από την όλη δράση του και βέβαια από τις εντάσεις που γύρω από αυτόν δημιουργούνται, καθώς ακριβως από την ηγετική συμπεριφορά του έρχεται σε συχνές προστριβές με άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Εταιρείας που δρουν στην περιοχή των Ηγεμονιών. Κάποια στιγμή ο Παναγ. Σέκερης σε γράμμα του προς τον Αναγνωστόπουλο της 1ης  Αυγούστου 1819 και δεδομένου ότι ο Ξάνθος εξακολουθεί να χρονοτριβεί και να μην αναχωρεί για την Πετρούπολη, υπαινίσσεται αντιθέσεις μεταξύ των δύο ανδρών αλλά η πληροφορία δεν διασταυρώνεται.[13] Ωστόσο, τα γραφόμενα εκ μέρους του Σέκερη είναι πολύ χαρακτηριστικά και νομίζω ότι αξίζει να τα αναφέρουμε:

«από τον Μανόλην έλαβα γράμμα διά θαλάσσης. Μου γράφει ότι ήτον έτοιμος να μισεύση· άμποτε να είναι αληθινόν. Παραπονείται ότι δεν έλαβε γράμμα μου ειμή μόνον ένα εις τόσον διάστημα καιρού. Διατί να μην του στείλεις τα γράμματά μου, αγνοώ την αιτίαν και άρχισα να υποθέτω ότι ίσως  και με τούτον έχετε τίποτα κρυολογήματα και είθε να είμαι απατημένος».

Όπως και να έχουν τα πράγματα είναι πάντως γεγονός ότι ο Αναγνωστόπουλος επιδεικνύει κάποιες στιγμές συμπεριφορά που είναι δυνατόν να θίξει πρόσωπα, και μάλιστα αυτά προς τα οποία παρουσιάζεται κάποια δυσχέρεια στις σχέσεις του. Σε μια τέτοια περίπτωση ο καλός και συνετός Παναγιώτης Σέκερης που, εκτός από την αμέριστη οικονομική στήριξη προς την Φιλική Εταιρεία, προσπαθεί να συμβιβάζει τα πράγματα και να ισορροπεί καταστάσεις, γράφει (13 Αυγούστου 1819) προς τον Αναγνωστόπουλο, ανάμεσα στα άλλα, τα παρακάτω: «Την γραφήν σου διά τον Χρυσοσπάθην ούτε την έδωσα ούτε την δίδω αφού δεν είναι διά δόσιμον και αν θέλεις στείλε άλλην καλήν, όχι με παρόμοιον δεσποτικόν ύφος. Ο άνθρωπος δεν μου φαίνεται κακοήθης, ούτε φατριαστής είναι. Εις τας ομιλίας του δεν ευρίσκω ασχημάδαν, ούτε εις τα καμώματά του σφάλμα θανάσιμον και είναι ανάγκη να βαστούν οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων και να μην προπαιρνόμεθα από τον θυμόν».

Η περιπλάνηση του Αναγνωστόπουλου σε διάφορες πόλεις των Ηγεμονιών συνεχίζεται και όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, θα βρεθεί στο Γαλάτσι (11 Οκτωβρίου 1819) όπου θα συναντήσει προβλήματα από το κλείσιμο των συνόρων εξαιτίας της πανώλης αλλά θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα της Εταιρείας πάνε πολύ καλά και συγχρόνος, αναμφίβολα χρησιμοποιώντας συνθηματική γλώσσα, ενημερώνει τον Ξάνθο για πολλά ζητήματα.[14] Σε μια άλλη επιστολή του στενού συνεργάτη του Ξάνθου Μ. Φωκιανού προς τον Ξάνθο, της 13ns Δεκεμβρίου 1819 από το Ισμαήλι, ο Φωκιανός αναφέρει τα σχετικά με το σχολείο: «ο Θέμελης και ο Παναγιωτάκης [= Αναγνωστόπουλος] ήλθον προ πολλού εδώ… διά να τους δεχθούν εδώ εις καραντίναν τζερές δεν εστάθη, αλλ’ ούτε εις Ρένη, οι φίλοι όλοι επήγαν εις χαιρετισμόν τους, και εγώ η υπόθεσις οπού εστάθη ο ερχομός τους εδώ ήτον ως είπον οι ίδιοι, ότι είχεν ο Παναγ. τοιαύτας διαταγάς από το μέρος οπού δίδονται, διά να διορίση εδώ επιτρόπους του σχολείου μας, ως και εις άλλα μέρη, οπού αυτοί να αγροικούνται με το απαρθενεύον μέρος, και αυτοί να δέχονται τον τυχόντα, κρίνοντάς  τον άξιον και όσοι εσκορπισμένοι ευρίσκονται εις το καθ’ ένα να μαζωχθώσιν…».

 

Ο Αναγνωστόπουλος στη γραμμή

των πρόσφατων αντιθέσεων καταφέρεται

εναντίον του Κωνσταντίνου Πεντεδέκα,

του Θεόδωρου Νέγρη, εναντίον των οποίων

χρησιμοποιεί αρκετά βαριές εκφράσεις

(κενός, κομήτης, αχρείος, ασυνείδητος,

αλιτήριος, φιλοτάραχος, σκανδαλοποιός κ.ά.).

 

Παρακολουθώντας από κοντά τις κινήσεις του Αναγνωστόπουλου, έχουμε τη δυνατότητα με βάση τις υπάρχουσες πηγές, να τον εντοπίσουμε στις 16,17, 23 Ιανουάριου 1820 στο Γαλάτζι, στο Ισμαήλι και στο Ρένι. [15] Στις τελευταίες σελίδες της προηγούμενης παραπομπής υπάρχει εκτενέστατη επιστολή του Παναγ. Αναγνωστόπουλου (ως Ανδρέας Ιωακείμ) προς τον Εμμ. Ξάνθο της 24ns Ιανουάριου 1820 από την καραντίνα του Ρένι, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά στοιχεία για την εσωτερική κατάσταση της Φιλικής Εταιρείας και κάποιες  αντιθέσεις μεταξύ των μελών της. Ο Αναγνωστόπουλος στη γραμμή των πρόσφατων αντιθέσεων καταφέρεται εναντίον του Κωνσταντίνου Πεντεδέκα, του Θεόδωρου Νέγρη, εναντίον των οποίων χρησιμοποιεί αρκετά βαριές εκφράσεις (κενός, κομήτης, αχρείος, ασυνείδητος, αλιτήριος, φιλοτάραχος, σκανδαλοποιός κ.ά.). Είναι πολύ δύσκολο να ανασυγκροτήσει κάνεις το ακριβές πλέγμα των σχέσεων που κυριαρχούν ανάμεσα στα μέλη της Εταιρεία και ειδικότερα αυτών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή των Ηγεμονιών εκείνη ακριβώς την περίοδο και λίγο πριν αναλάβει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης την αρχηγία της. Το πράγμα πάντως είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή και το πρόσφατα εκδοθέν Αρχείο Ξάνθου πιστεύω ότι προσφέρει πολλά νέα στοιχεία· όμως, παράλληλα, ανακύπτουν και κάποιες δυσκολίες επειδή η συνθηματική γραφή που χρησιμοποιούν τα μέλη της Εταιρείας απαιτεί μεγάλη προσοχή για την αποκρυπτογράφησή της αλλά και επειδή η Εταιρεία έχει πολλαπλασιαστεί σε μεγάλο βαθμό και οι σχέσεις των μελών της διευρύνονται προς πολλές κατευθύνσεις.

Συνεχίζοντας, όσο γίνεται από πιο κοντά, την παρακολούθηση της πορείας του Παναγ. Αναγνωστόπουλου μαθαίνουμε από επιστολή του Μ. Φωκιανού προς τον Εμμ. Ξάνθο της 14ns Φεβρουάριου 1820 ότι ο Αναγνωστόπουλος παρέμεινε επί 25 μέρες στην καραντίνα στο Ρένι και ότι στις 6 Φεβρουάριου αναχώρησε «δι’ αναγκαίας υποθέσεις του οπίσω».

 

Σφραγίδα της Εφορείας της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη.Τα γράμματα αντιστοιχούν στα αρχικά της Εταιρείας (ΦΕ) και στα αρχικά του επωνύμου των τριών Εφόρων, Κουμπάρη (Κ), Σπ. Μαύρου (Μ) και Ιωάν. Μπάρμπη (Μ).

 

Βρισκόμαστε πια κοντά στον χρόνο που ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος θα εγκαταλείψει την περιοχή των Ηγεμονιών, όπου ανέπτυξε, όπως είχαμε την ευκαιρία θα παρακολουθήσουμε, σημαντική δράση και θα κινήσει για την Πίζα της Ιταλίας, όπου βρίσκεται κιόλας για άλλους λόγους ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Μια επιστολή του Αναγνωστόπουλου (με το ψευδώνυμο «Ιωακήμ Αρχιμανδρίτης» προς τον Αντώνιο Κομιζόπουλο, Μόσχα) γραμμένη στις 11 Φεβρουάριου 1820, κρίνουμε σκόπιμο να την παραθέσουμε αυτούσια, επειδή επισημαίνει σοβαρά προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί και υπαινίσσεται την επικείμενη αναχώρησή του.

Κύριε.

Διά της παρούσης μου σας λέγω τα ακόλουθα· ειδοποιηθείς από φίλον, ότι ο φιλάνθρωπος [=τσάρος] επεριφρόνησε το πράγμα και ωργίσθη κατά του Α.Θ. [= Ξάνθος] και Α.Ι. [= Αναγνωστόπουλος] μαθών αυτήν την απεφκεταίαν είδησιν, χωρίς τινός αναβολής ανεχώρησα εκείθεν όπου με την προλαβούσαν σας έλεγα ότι ευρισκόμην. Το διά πού δεν λέγω, διότι ούτε εγώ ηξεύρω, όπου όμως αποκατασταθώ θέλω σας γράψει· να μη μου γράψετε πλέον, διότι δεν ηξεύρετε διά ποιον μέρος. Aν η παρουσία του Ξάνθου ανατρέψη τα πράγματα, το οποίον τούτο ανυπομόνως προσμένω να ακούσω, θέλετε δώσει την είδησιν εις τον Λεβέντην, παρ’ ου ειδοποιούμαι καγώ.

Τι σκοπεύει να πράξει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος δεν είναι φανερό, ούτε αυτός θέλει άλλωστε να το φανερώσει στο γράμμα του. Ένα άλλο όμως σημαντικό στέλεχος της Εταιρείας ο Νικόλαος Πατζιμάδης, την 1η Απριλίου σε επιστολή του από τη Μόσχα προς τον Εμμ. Ξάνθο που ενεργεί για τους γνωστούς λόγους στη Πετρούπολη, κρίνει ότι ο πελοποννήσιος Φιλικός «όταν τα πράγματα λάβωσιν αυτού κατα την επιθυμίαν μας καλόν τέλος και επιστέψετε εδώ τότε πρέπει να ελθή εδώ και ο Ιωάννης [= Αναγνωστόπουλος] όπου οι τέσσαροι να συνθέσωμεν καλά και μόνιμα συμφωνητικά…».[16] Τα ίχνη του έχει χάσει από τον Φεβρουάριο κι ο Ευάγγελος Μαντζαράκης, όπως γράφει στο Ξάνθο στις 27 Απριλίου 1820 από το Ισμαήλι: την τελευταία φορά που και αυτός τον εντόπισε ήταν ο Φεβρουάριος, όταν βρισκόταν στο λοιμοκαθαρτήριο στο Ρένι, ενώ και ο Aντώνιος Κομιζόπουλος γράφοντας στις 13 Μαΐου 1820 από τη Μόσχα στον Ξάνθο (Πετρούπολη) αγνοεί «που εκαταστάθη ο Ιωαννίδης».[17]

Η ασάφεια για τις κινήσεις του Παναγιώτη Αναγνωστοπούλου πάντως αρκετά γρήγορα θα διαλυθεί καθώς, όπως ξέρουμε, θα ακολουθήσει για διαφορετικούς λόγους τα βήματα του Αθανάσιου Τσακάλωφ και θα βρεθεί την άνοιξη του 1820 στην Πίζα της Ιταλίας, στο γνωστό περιβάλλον όπου ξεχωρίζουν ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Ιωάννης Κρατζάς.

 

Σύμβολα αφιερώσεως και καθιερώσεως μελών της Φιλικής Εταιρείας.Δημοσιεύεται στο Γ. Τσούλιος – Τ. Χατζής (ετημ.), Ιστορικόν Λεύκωμα της ΕλληνικήςΕπαναστάσεως τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1970, σ. 34.

 

Από τις υπάρχουσες πηγές δεν γίνεται φανερό γιατί ο Αναγνωστόπουλο εγκατέλειψε το περιβάλλον των Ηγεμονιών, όπου αυτή την εποχή – όπως και στη γειτονική Ρωσία, αλλά και στην κοντινή Κωνσταντινούπολη – παιζόταν το σημαντικότερο παιχνίδι της Φιλικής Εταιρείας, ενώ στην Πίζα ο ρόλος του εκ των πραγμάτων είναι λίγο αποδυναμωμένος. Πολλά από τα σημαντικά στελέχη της Εταιρείας στις μεταξύ τους επιστολές υπαινίσσονται ή και ομολογούν ανοικτά αντιθέσεις και διενέξεις μεταξύ των Φιλικών των Ηγεμονιών, στις οποίες ο Αναγνωστόπουλος ασφαλώς είναι έντονα ανακατεμένος. Αλλά πέραν τούτου ουδέν.

Ωστόσο, ο Α. Λεονάρδος (=Γ. Λεβέντης) σε γράμμα του της 19ns Μαΐου 1820 από το Βουκουρέστι προς τον Εμμ. Ξάνθο (Πετρούπολη) φαίνεται να ξεκαθαρίζει κάπως τα πράγματα περιγράφοντας μια ζοφερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εναντίον του Αναγνωστόπουλου. Συγκεκριμένα θα γράψει: «αν ήσουν ενταύθα, δεν ήθελες απορεί διά την αποδημίαν του Α. Ιωαννίδου [= Π. Αναγνωστοπούλου] τόσος αναβρασμός ήτον καθ’ αυτού, ώστε αν ο Λαρσάκης [= Γ. Λεβέντης] δεν επρολάμβανε να τον διευθύνη προς την Ιταλίαν, όπου ευρίσκεται ήδη, ήτον επόμενον αφεύκτως να ακολουθήση τι άτοπον. Και τώρα να επιστρέψη, ως γράφει ο Α. Θανασίου [= Ξάνθος] εις Βεσσαραβίαν, θα προξενηθώσι ταραχαί, όθεν εγώ εγκρίνω να μείνη εκεί όπου ευρίσκεται κατά το παρόν άχρις ου λάβουν το αίσιον τέλος τα ημέτερα πράγματα…». Λίγες γραμμές παρακάτω στην ίδια επιστολή ο αποστολέας θα αναφερθεί ονομαστικά στον νέο τόπο διαμονής του Αναγνωστόπουλου αλλά και πάλι είναι ξεκάθαρος ότι πρέπει να παραμείνει εκεί: «Ο Iωαννίδης [= Αναγνωστόπουλος] ως έμαθον σήμερον έφθασεν εις Πίζαν, όθεν γράψατέ τον, πλην με πολλήν προσοχήν, και περικλείσατε το γράμμα προς τον διδάσκαλον, εγώ δεν του στέλλω κανένα από τα γράμματά σας, διότι δεν τολμώ διά της Αυστρίας να τα στείλλω, μην τον συμβουλεύετε όμως να έλθη προς αυτά τα μέρη, διότι δεν είναι καιρός. σας γράφω εγώ πότε πρέπει να γίνη τούτο».

Τέλος, για τα ίδια επεισόδια μας δίνει μια εικόνα και ο έμπιστος του Εμμ. Ξάνθου Μιχαήλ Φωκιανός, γράφοντας του στις 29 Μαΐου 1820 από το Ισμαήλι: «ο Θέμελης ήλθεν ως έμαθον και είδον και γραφήν του, εις Γαλάτζι αυτός γράφει προς τον εδώ κύριον Καλαματιανόν εις απόκρισιν οπού τον ερώτησεν πού ευρίσκεται ο κυρ Παναγ. Αναγν. και τον λέγει ούτος πως εις τας 10 Φεβρουαρίου από Γαλάτζι είχεν μισεύσει προς το Βουκουρέστι με έναν άλλον φίλον οπού ήλθεν και τον αντάμωσεν λεγόμενον Κανέλον Ζαφειρόπουλον… λέγει πως δεν ηξεύρει πού επήγαν, του γράφει μάλιστα μεθ’ όρκου. Του λέγει ακόμα πως και το εμπορικόν τους ήτον τεταραγμένον και ες ακαταστασίαν εξ αιτίας των καταχρήσεων των κομισιονέρων, και ότι τα πάντα θέλει τα πληροφορηθεί από τον κυρ Τζούνην…».

Αυτά τα σημαντικά, λοιπόν, για τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, με τη δράση του οποίου στις Ηγεμονίες συνδέονται διάφορα «ατοπήματα», τα οποία τον ανάγκασαν, και με την παρότρυνση του Γεωργίου Λεβέντη, να αφήσει την κυρίως περιοχή δράσης του και να μετακομίσει στην Πίζα, όπου, σύμφωνα με την επιστολή της 19ns Μαΐου 1820 που αναφέραμε μόλις παραπάνω, έφθασε στις 19 Μαΐου 1820. (Σε μια επιστολή του ο Μ. Φωκιανός ιχνογραφεί την πορεία του ταξιδιού του Παναγ. Αναγνωστόπουλου ως εξήδ: Ρένι-Βουκουρέστι – Θεσσαλονίκη – Ύδρα – Λιβόρνο – Πίζα).

 

«Σχέδιον για την παντιέραν της Εταιρείας της Επαναστάσεως» με σύμβολα «εφοδιαστικού ποιμένος» της Φιλικής Εταιρείας. Το σχεδίασμα προέρχεται από τον Δημήτριο Γουδή, ο οποίος πρώτος ύψωσε στο πλοίο του τη σημαία της Ελευθερίας στις Σπέτσες το 1821 (2 Απριλίου). Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, Σημαίες ελευθερίας, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1996, σ. 20.

 

Ο Αναγνωστόπουλος, πολύ πιθανόν, την πρώτη επιστολή που θα γράψει από την Ιταλία θα την απευθύνει, όπως σχεδόν ήταν αναμενόμενο, στον Γεώργιο Λεβέντη, όπως ο τελευταίος αναφέρει σε επιστολή του της 8ns Ιουνίου 1820 προς τον Εμμ. Ξάνθο.[18] Στην ίδια επιστολή ο Λεβέντης επιμένει και πάλι ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν πρέπει να επιστρέψει με κανένα τρόπο στις Ηγεμονίες αλλά ούτε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά «κάλιον να περάση εις τα ενδότερα της Ρωσίαςs». Όπως λοιπόν διαγράφονται τα πράγματα και με βάση τη πυκνή πληροφόρησή μας για τα γεγονότα αυτά, ο Αναγνωστόπουλος υποχρεώνεται να απομακρυνθεί στην Πίζα εξαιτίας των σφοδρών αντιθέσεων και περιπλοκών που προξένησε στις Ηγεμονίες και οι οποίες ελπίζουν όλοι ότι θα διαλύσει η εκλογή μιας σημαντικής προσωπικότητας στη θέση του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.

Για τον λίγο σχετικά καιρό που θα περάσει ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στην Πίζα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα, είναι ευνόητο να βρίσκεται πολύ κοντά στον Αθανάσιο Τσακάλωφ και λίγο – πολύ οι πράξεις τους αυτή την περίοδο να ταυτίζονται. Μαζί, άλλωστε, θα πάρουν το δρόμο και πάλι προς τις  Ηγεμονίες μετά τις ραγδαίες  εξελίξεις που εν τω μεταξύ έλαβαν χώρα στο «μέτωπο» της Πετρούπολης, όπου ενεργούσε ο Εμμ. Ξάνθος, δηλαδή την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια να τεθεί επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας αλλά, αντίθετα, την αποδοχή του Αλέξανδρου Υψηλάντη να κατευθύνει ως αρχηγός της Εταιρείας τον αγώνα.

Έτσι, μετά τις αποφασιστικές συσκέψεις που έλαβαν χώρα στο Ισμαήλιο στις αρχές Οκτωβρίου 1820 και τις σοβαρές και κρίσιμες αποφάσεις της Εταιρείας για την ανάληψη του ένοπλου αγώνα, ο Τσακάλωφ και ο Αναγνωστόπουλος θα λάβουν εντολή να κινηθούν και αυτοί εκ νέου προς την περιοχή των Ηγεμονιών. Ωστόσο, οι προηγούμενες αντιθέσεις και τα επεισόδια στα οποία είχε εμπλακεί ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος ακόμα ρίχνουν τη σκιάτους. Το πράγμα αυτό έρχεται να υπενθυμίσει μια επιστολή του Γεωργίου Λεβέντη της 1ης  Νοεμβρίου 1820 από το Βουκουρέστι, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Κισνόβι, μετά την επιστροφή του από την Πετρούπολη και μετά από τις συσκέψεις στο Ισμαήλιο, σημειώνει: «…περί της όσον ούπω αφίξεως των κυρίων Α. Βασιλείου [= Αθ. Τσακάλωφ] και Ιωαννίδου [= Αναγνωστόπουλος], προς τον δεύτερον να γράψητε να έλθη αμέσως εκεί διά να μην προξενήση εις τα ενταύθα μέρη ταραχήν ο ερχομός του».[19]

Οι δύο Φιλικοί, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος, θα αρχίσουν το ταξίδι της επιστροφής και στην πορεία τους αυτή θα βρεθούν και στη Βιέννη, όπου, όπως γνωρίζουμε, ο Τσακάλωφ θα ασθενήσει σοβαρά, ενώ ο Γρηγόριος Δικαίος τους περιμένει με αδημονία, μαζί βέβαια με τον Αλ. Υψηλάντη, στην Πελοπόννησο.

Πορτραίτο του Εμμανουήλ Ξάνθου. Χρωμολιθογραφία από το περιοδικό «Νέος Αριστοφάνης».

 

Ο Παναγ. Αναγνωστόπουλος στις 15 Ιανουάριου 1821 θα γράψει από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκεται και πάλι, μια επιστολή προς τον Εμμ. Ξάνθο που βρίσκεται στο Κισνόβι, με τον οποίο έρχεται και πάλι σε απευθείας επαφή και στην οποία κάνει μια επισκόπηση των πραγμάτων.[20] Σε αυτή λοιπόν γίνεται νύξη και για το ταξίδι της Ιταλίας: «Το αν εφοβήθημεν διό και ετραβήχθημεν επ την άκρην του κόσμου, ή το παρ’ ημών ζητούμενον άλλο ήτον, απαιτεί και τούτο ωσαύτως προσωπικήν εντάμωσιν». Στη συνέχεια αναφέρεται στο ταξίδι της επιστροφής τους, την άγνοια που είχε για την εξέλιξη της αποστολής του Ξάνθου, την ασθένεια του Τσακάλωφ στη Βιέννη, τη συνάντησή του με τον Γεώργιο Λεβέντη, από τον οποίο πληροφορήθηκε τα όσα συνέβησαν στην Πετρούπολη. Ακόμη στην ίδια επιστολή αναφέρει και κάποιες συζητήσεις που κυκλοφορούν στο Βουκουρέστι σχετικά με μελλοντικές επαναστατικές κινήσεις στη Βουλγαρία και τη Σερβία σε σχέση με το «μελλούμενον πανηγύρι», ενώ στην επιστολή του εμφανίζεται πλέον και ο Καλός [= Αλέξανδρος Υψηλάντης] πράγμα που σημαίνει ότι έχει και αυτός ευθυγραμμιστεί προς τις εξελίξεςι στην κορυφή της Φιλικής Εταιρείας. Ωστόσο, όλα αυτά επιβάλλουν συνάντηση των δύο Φιλικών, όπως σαφέστατα το διατυπώνει: «έχω ανάγκην διά να σας ανταμώσω».

Μετά από ένα μήνα ακριβώς νέα επιστολή του Αναγνωστόπουλου (Ιάσι) προς τον Ξάνθο (Ισμαήλιο), στην οποία αναφέρει και πάλι δυσαρέσκειες και επιπρόσθετα τονίζει ότι είναι απαραίτητη η προσωπική του συνάντηση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη· για τον σκοπό αυτό έχει κιόλας γράψει προς τον πρίγκιπα για να του υποδείξει ο τελευταίος τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί αυτή η επαφή. Υποδεικνύει ότι σε αυτή τη συνάντηση είναι καλό να παρευρίσκεται και ο Ξάνθος, όμως δεν ξέρει σε ποιο σημείο είναι οι σχέσεις τους, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Μη παραξενεύεσαι φίλε, διότι σε ερωτώ, ηξεύρεις την παροιμίαν, όποιος εκάη εις τον χυλόν φυσά και το γιαούρτι. Εδώ ευρίσκονται μεγάλαι δυσαρέσκειαι μεταξύ των εμπόρων, αι οποίαι απαιτούν ταχείαν την διόρθωσίν των. Ο ερχομός του Ιωαννίδη [= Αναγνωστόπουλου] τόσον εδώ, καθώς και εις Βουκουρέστιον επροξένησε μόνος του την ατομικήν του αθώωσιν, διότι δεν ευρέθη κανένας να ειπή ότι τον έδωσέ τι και έμειναν κατεντροπιασμένοι».

Η εντύπωση που σχηματίζει

ο ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας

από τη συνάντηση με τον

Παναγ. Αναγνωστόπουλο

δεν είναι καθόλου καλή

 

Την 21η Φεβρουαρίου ο Αναγνωστόπουλος βρίσκεται στο Κισνόβι, όπου βρίσκεται και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αυτό αναφέρει σε επιστολή του ο ίδιος Αλ. Υψηλάντης προς τον Εμμ. Ξάνθο, όμως η εντύπωση που σχηματίζει ο ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας από τη συνάντηση με τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο δεν είναι καθόλου καλή.[21] Aς την παρακολουθήσουμε, όπως αποτυπώνεται από το χέρι του Υψηλάντη: «ο Αναγνωστόπουλος έφθασεν εδώ με ένα ιατρόν, μοι γράφουν από Βουκουρέστι και από Γιάσι ότι ήλθεν να με επισκεφθή. εγώ δεν το πιστεύω επειδή και είναι Γραικός, πλην η φυσιονομία του είναι πολλά αχρεία. Δεν τον απέδειξα τίποτε. Άρχησε να λέγη και κατά σου πολλά ότι εσείς οι δύω, δεν ηξεύρω ποιον άλλον εννοεί, πταίετε και τα εξής. Τα λόγια του είναι πολλά περδευμένα. Δεν με άρεσε παντελώς. Έχει ένα ιατρόν μαζή του, κοίταξε αν αρρωστήσης να μη πάρnς ιατρικά από αυτόν».

Δυσαρέσκειες, αντιπαλότητες, διενέξεις, αντιπάθειες ήταν αναμφίβολα φυσικό να δημιουργούνται μεταξύ των μελών της Εταιρείας. Πιθανόν στο βάθος να υπάρχουν σοβαροί λόγοι, πιθανόν να οφείλονται και σε αιτίες της στιγμής. Κάποιες φαίνεται να διευθετούνται γρήγορα, κάποιες θα επανεμφανιστούν και μετεπαναστατικά. Ορισμένα στοιχεία ανατρέπονται γρήγορα, πολύ γρήγορα, όπως λ.χ. η άποψη του Αλ. Υψηλάντη για τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο. Πράγματι, μετά από πέντε μέρες (26 Φεβρουάριου 1821) ο πρίγκιπας θα γράψει και πάλι στον Ξάνθο από το Ιάσιο, όμως θα σημειώσει τώρα στο γράμμα του: «ως σοι έγραφον ότι δεν επίστευσα τον Αναγνωστόπουλον αρκετά βδελυρόν διά να κάμη εν τοιούτον έργον, πλην μοι το έγραψαν από Βουκουρέστι…» και λίγο παρακάτω στο ίδιο γράμμα: «Ο Αναγνωστόπουλος, προς ον δεν έχω καιρόν να γράψω (επειδή και τέσσαρας ώρας  το ημερονύκτιον δεν κοιμούμαι από το πλήθος των γραψιμάτων, διαταγών και οργανισμών), ας ήναι ήσυχος δι’ όσα μοι έγραψαν, εγώ ούτε τα επίστευσα· πρέπει όμως να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν να βιάση την πυρκαϊάν, αυτά και όσα άλλα ημπορέσει, να καιρός πρόσφορος διά να απόδειξη ο καθ’ εις τι ημπορεί να κάμη».

Είναι φανερό από τη συγκεκαλυμμένη αλληλογραφία που εξακολουθεί να διατηρείται μεταξύ των Φιλικών ότι ο Αναγνωστόπουλος έχει μάλλον διαμορφώσει μία διαφορετική άποψη για την έναρξη των επαναστατικών δραστηριοτήτων. Ίσως η παραμονή στην Πίζα και η επαφή με την ομάδα των Ελλήνων που δρουν στην ιταλική πόλη να έπαιξε κάποιο ρόλο, ίσως οι τόσες διενέξεις με άλλα σημαντικά στελέχη της Εταιρείας να υπαινίσσονται και κάποιες διαφορές απόψεων σε κρίσιμα ζητήματα δράσης. Πάντως, από το γράμμα του Αλέξ. Υψηλάντη γίνεται φανερό ότι κάποιοι έγραψαν κατά του Αναγνωστόπουλου κάτι σοβαρό, το οποίο αυτός δεν τολμά να το πιστέψει, όμως, παράλληλα έχει και την τάση να τον απομακρύνει από την περιοχή της άμεσης δράσης του, δηλαδή από τις Ηγεμονίες, όπου εντος ολίγου θα ηχήσουν τα επαναστατικά όπλα.

Στα γεγονότα αυτά θα αναφερθεί πολύ αργότερα (20 Ιανουάριου 1847) και ο ίδιος ο Αναγνωστόπουλος, όταν θα ξεσπάσει η αντιδικία με τον Ξάνθο για τον ρόλο του καθενός στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, σύμφωνα με υπόμνημά του που υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ, αρ. 9136) και μέρος του έχει δημοσιεύσει στη βιογραφία του για τον Αναγνωστόπουλο, το 1933, ο Αγ. Τσέλαλης.[22] Σύμφωνα με το υπόμνημα αυτό πρέπει να είχε συνταχθεί ένα σχέδιο δράσης από τους Φιλικούς του Βουκουρεστίου, το οποίο προέβλεπε αναβολή των επαναστατικών πολεμικών ενεργειών για λίγους μήνες και μετάθεση του κέντρου βάρους από τις Ηγεμονίες στην Πελοπόννησο. Τα γράμματα με το σχέδιο αυτό στάλθηκαν στον Αλέξ. Υψηλάντη και έτσι, όταν ο Αναγνωστόπουλος θα συναντήσει μετά από αίτησή του τον Υψηλάντη στο Κισνόβι, θα βρει, όπως γράφει, «άλλον Υψηλάντην, παρά εκείνον, όστις μοι έγραφε… επαρατήρησα αυτόν όλως ηλλοιωμένον και περιοριζόμενον μόνο εις τινας βιασμένας περιποιήσεις».

Ο Αναγνωστόπουλος, όπως ο ίδιος γράφει, θα επιχειρήσει να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά και θα βρει ότι «μία συμμορία εν Ιασίω, έχουσα επί κεφαλής τον Ζαπάντην… έγραψε προς αυτόν [Υψηλάντην] ότι ο Αναγνωστόπουλος μετά του Τσακάλωφ συνφωνήσαντες και μετά του εν Ιταλία πρίγκηπος Καρατζά όπως αυτόν αναδείξωσιν αρχηγόν, ήτον ο σκοπός των να δηλητηριασθή ο Υψηλάντης και οι εκτελεσταί του ανοσιουργήματος τούτου είναι ως φαίνεται αυτός ο ίδιος».

Όπως και να έχουν τα πράγματα γίνεται, πιστεύω, προφανές ότι υπάρχει διάσταση απόψεων για τον τόπο και τον χρόνο έναρξης της πολεμικής επαναστατικής δράσης. Άλλωστε, εκτός από τις διαφορετικές απόψεις, τούτο καταφαίνεται κυρίως από τον διαφορετικό τρόπο υλοποίησης  των αποφάσεων των συσκέψεων στο Ισμαήλιο και των διακηρύξεων που τις ακολούθησαν, επειδή οι πράξεις των πρωταγωνιστών άλλοτε είναι σύμφωνες και άλλοτε δεν είναι σύμφωνες με το πνεύμα των διακηρύξεων αυτών.

Παρακολουθώντας από κοντά τις πληροφορίες που αποδεσμεύουν τα έγγραφα θα σταθούμε σε μια επιστολή της 2ας  Μαρτίου 1821 που γράφει ο Γ. Καντακουζινός από το Τίργο Φορμόσι προς τους Ξάνθο και Αναγνωστόπουλο.[23] Ο αποστολέας καλεί τους δύο πρωτοφιλικούς να μεριμνήσουν ώστε οι «νέοι Έλληνες» που συγκλίνουν από παντού στις Ηγεμονίες να φθάσουν στα μέρη που πρέπει «εφοδιαζόμενοι με τα συνήθη φορέματα μαύρα, έχοντες καθ’ ένας όσα ημπορεί άρματα και να μας προφθάσουν το ογληγορώτερον εις Φωξάνι». Προφανώς οι νέοι που συρρέουν είναι όσοι θα συγκροτούσαν τον Ιερό Λόχο.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι παρά τις αντιρρήσεις  και τις διαφορετικές απόψεις ο Αναγνωστόπουλος δεν κάνει πίσω την κρίσιμη στιγμή και θα αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν στο μέτωπο της Βλαχίας, πράγμα που διαφαίνεται και από επιστολή του προς τον Εμμ. Ξάνθο από το Κισνόβι της 9ns Μαρτίου 1821, στην οποία δεν γίνεται άλλος λόγος παρά μόνο για τις κινήσεις του Υψηλάντη και τις αρμοδιότητες του Ξάνθου και τις δικές του, για τις αποστολές γραμμάτων στη Ρωσία, με άλλα λόγια συμμετέχει σε μια κατάσταση κινητικότητας και δράσης, στην οποία ο ρόλος του Αλέξ. Υψηλάντη είναι βέβαια πρωταρχικός.[24] Στη γραμμή αυτή είναι χαρακτηριστική και πάλι μία επιστολή του ίδιου του Αναγνωστόπουλου προς τον Ξάνθο (Κισνόβι) της 26ns Απριλίου 1821 από το Τζερναούτζι τns Μπουκοβίνας. Η επιστολή αυτή, δημοσιευμένη ήδη στα Απομνημονεύματα του Ξάνθου εμφανίζει τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο να βρίσκεται δίπλα στον Αλέξανδρο, να στέλνει μέσω του Ξάνθου χαιρετισμούς στη μητέρα του πρίγκιπα που δεν πρέπει ανησυχεί για τον γιο της, δηλαδή φανερώνει έναν Αναγνωστόπουλο δεξί χέρι του Αλέξανδρου Υψηλάντη.[25]

 

Εκποιούν κοσμήματα της

οικογένειας Υψηλάντη,

για να συγκεντρώνουν χρήματα

 

Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικό Ημερολόγιο Βρεττού, Παρίσι (1862).

Εφεξής οι πληροφορίες μας για τη δράση του Αναγνωστόπουλου στην περιοχή των Ηγεμονιών είναι ελάχιστες και δεν μας διαφωτίζουν για την περαιτέρω συμμετοχή στο κίνημα του Υψηλάντη. Αντίθετα, υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Αναγνωστόπουλος μόλις πληροφορήθηκε την έναρξη των εχθροπραξιών στην Πελοπόννησο έπεισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να επιτρέψει την αναχώρηση του αδελφού του Δημητρίου για την Πελοπόννησο, όπου η παρουσία θεωρείται υψίστης σημασίας για την επιτυχία του αγώνα. Δημήτριος Υψηλάντης και Παναγ. Αναγνωστόπουλος σε αναζήτηση χρηματικών ενισχύσεων έφθασαν μαζί στην Οδησσό, σπουδαία βάση της Φιλικής Εταιρείας, όπου φαίνονται να εκποιούν κοσμήματα της οικογένειας Υψηλάντη, να συγκεντρώνουν χρήματα και από εκεί να κατευθύνονται στο Κισνόβι, να προμηθεύονται πλαστά διαβατήρια για να περάσουν την πάντα επικίνδυνη, για πολλούς λόγους, περιοχή της Αυστρίας και κατόπιν να φθάνουν στην Τεργέστη.

Νέες προσπάθειες για τη συλλογή ενισχύσεων, σύντομη παραμονή στην Τεργέστη και από εκεί με πλοίο στην Ύδρα όπου φθάνουν στις 8 Ιουνίου 1821. Στο ταξίδι αυτό ο Αναγνωστόπουλος θα ταξιδέψει ως δήθεν έμπορος, εφοδιασμένος με ρωσικό και γερμανικό διαβατήριο, συνοδευόμενος από τους δύο «υπηρέτες» του, τον Αθανάσιο Στοστοπόπουλο (Δημ. Υψηλάντης) και Νικόλαο Βλάση (Σουβατζόγλου). Τις ίδιες μέρες ο Αλέξανδρος  Υψηλάντης υφίσταται την καταστροφική ήττα στο Δραγατσάνι.[26]

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους πρωτοφιλικούς βρίσκεται πλέον μέσα στην καρδιά των επαναστατικών εξελίξεων, βρίσκεται στην επαναστατημένη καρδιά του αγώνα, στην Πελοπόννησο. Όπως είναι φυσικό – άλλωστε αρμόζει απόλυτα στον ηγετικό χαρακτήρα του – θα λάβει μέρος σε πολλές κινήσεις που αποσκοπούν στην εδραίωση και στην επιτυχία του αγώνα: συσκέψεις, μετακινήσεις, διαβουλεύσεις, διαμάχες, μάχες. Στοιχεία για τη συμμετοχή του σε διάφορα επαναστατικά γεγονότα θα εκθέσει ο ίδιος σε αναφορά του στον Όθωνα.[27] Σύμφωνα με αυτή παραβρέθηκε στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς, στην εκστρατεία των Τρικόρφων, στην πολιορκία και την τελική έφοδο εναντίον του Ναυπλίου, στην πολιορκία και παράδοση του Ακροκορίνθου, στην εκστρατεία εναντίον της Λαμίας και της Φθιώτιδα, στη μάχη του Άργους και την καταστροφή του Δράμαλη, στη μάχη στα Βέρβενα εναντίον του Ιμπραήμ, στοιχεία τα οποία βεβαιώνει και ο Δημήτριος Υψηλάντης με δική του αναφορά (Τροιζήνα, 4 Μαρτίου 1828).[28]

 

Μάχη Δερβενακίων, έργο του Νέστορα Λ. Βαρβέρη, 1899. Δημαρχείο Κρανιδίου.Δημοσιεύεται στο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Ζωγράφοι-Γλυπτές-Χαράκτες, 16ος-20ος αιώνας, τ. Α’, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 2000, σ. 142.

 

Το 1826 έλαβε μέρος στη Γ’ Εθνοσυνέλευση, στην οποία αντιτάχθηκε έντονα στο ψήφισμα που επιζητούσε την αγγλική προστασία. Αντίθετα, ο ίδιος συμφωνεί με τον Υψηλάντη, τον Νικηταρά και τον Γ. Καραϊσκάκη να αναχωρήσει για την Πετρούπολη και να ζητήσει την προστασία της Ρωσίας. Αναχωρεί, λοιπόν, για την Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζεται στον ρώσο πρέσβη, ο οποίος τον απέτρεψε από την περαιτέρω συνέχιση του ταξιδιού προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ανέλαβε όμως ο τελευταίος να διαβιβάσει τα αιτήματα των επαναστατών προς τον τσάρο και έδωσε στον Αναγνωστόπουλο υποσχέσεις για τη ρωσική συνδρομή. Έτσι ο ανδριτσάνος Φιλικός και αγωνιστής επέστρεψε πάλι στην καρδιά του αγώνα.

 

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος

κατά τη διάρκεια της

καποδιστριακής περιόδου διορίστηκε

έκτακτος επίτροπος της Ηλείας

 

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου διορίστηκε έκτακτος επίτροπος της Ηλείας (1829-1831), μετά όμως από τη δολοφονία του Κυβερνήτη παραιτήθηκε και ιδιώτευσε για ένα διάστημα. Στη συνέχεια ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας τον διόρισε διοικητή της Εύβοιας με διάταγμα της 23ns Ιουνίου 1838· λίγο ενωρίτερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου είχε τιμηθεί με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις του», ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους του απονεμήθηκε το Νομισματόσημον «δι’ ανταμειβήν των κατά τον υπέρ ανεξαρτησία πόλεμον εκδουλεύσεων του».

Εν συνεχεία θα υπηρετήσει σε διάφορες δημόσιες θέσεις και συγκεκριμένα ως διοικητής της Σπάρτης, Σύρου και Θήρας. Υπηρετώντας στην Εύβοια θα γίνει στόχος δολοφονικής απόπειρας, ενώ θα βρεθεί μπλεγμένος σε διάφορες ίντριγκες που είχαν ως στόχο τον Νικόλαο Κριεζώτη, με αποτέλεσμα να φθάσουν στον Όθωνα κατηγορίες εναντίον του, για τις οποίες φρόνησε να τον ενημερώσει ο φίλος του Αινιάν. Για όλα αυτά θα φροντίσει να συντάξει απολογητικό υπόμνημα, με το οποίο δηλώνει την πίστη και αφοσίωσή του στο πρόσωπο του βασιλιά.

Μετά τις υπηρεσίες που προσέφερε στη διοίκηση των περιφερειών αυτών διορίστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1843 με βασιλικό διάταγμα Σύμβουλος της Επικράτειας, ενώ το 1845 θα διορισθεί νομάρχης Λακωνίας, αργότερα νομάρχης επίσης Αργολιδοκορινθίας και Μεσσηνίας και μετά από όλα αυτά, σε ηλικία περίπου 60 ετών θα εγκατασταθεί στην νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, την Αθήνα.

Ο κύκλος της ζωής του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου θα κλείσει άδοξα, αφού θα προσβληθεί από την επιδημία της χολέρας που έπληξε την περιοχή της Αττικής και την οποία είχαν μεταφέρει τα αγγλογαλλικά στρατεύματα που έφθασαν ως συνέπεια των δραματικών γεγονότων του Κριμαϊκού πολέμου. Θα πεθάνει στις 15 Νοεμβρίου 1854.

Όπως έχουμε αναφέρει ήδη ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος θα αποτελέσουν τους ήρωες ενός αξιομνημόνευτου μετεπαναστατικού επεισοδίου, σχετικά με τη θέση και τη συμβολή ενός εκάστου στην ίδρυση και την μετέπειτα δράση της Φιλικής Εταιρείας, του οποίου οι συνέπειες έφθασαν και έως τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, εννοείται πάντα σε ιστοριογραφικό επίπεδο.

Γνωρίζουμε δηλαδή ότι ο Ιωάννης Φιλήμων δημοσιεύοντας το Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας το 1834, πολύ πιθανόν υπό την αφηγηματική επίδραση του Παναγιώτη Αναγνωστοπούλου, μειώνει δραματικά τη συμβολή του πάτμιου Εμμανουήλ Ξάνθου στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Αντίθετα, τονίζει ότι υπάρχουν κατηγορίες εναντίον του Πάτμιου ότι καταχράστηκε χρήματα της Φιλικής Εταιρείας και ότι υπήρξε υπεύθυνος για τον πρόωρο θάνατο του Νικόλαου Σκουφά το 1818 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε επίσης ότι λόγω των κατηγοριών αυτών ο Εμμανουήλ Ξάνθος και επιζητώντας να τις αποσείσει συνέγραψε το 1837 την Απολογία του, η οποία περιήλθε πριν ακόμα εκδοθεί σε γνώση του Φιλήμονα, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκαταστήσει τα πράγματα σχετικά με τη δράση και το ρόλο του Εμμανουήλ Ξάνθου, γράφοντας σχετικό άρθρο στην εφημερίδα Αιών ης 19ης Μαρτίου 1839.

Είναι επίσης γνωστό ότι αργότερα (1845) ο Ξάνθος θα δημοσιεύσει και Απομνημονεύματά του, στα οποία συγκεντρώνει και δημοσιεύει σημαντικά έγραφα για τη δράση τη δική του αλλά και άλλων προσώπων που πλαισίωσαν την Φιλική Εταιρεία, πάντα βέβαια επιζητώντας να αποσείσει τις εναντίον του κατηγορίες, οι οποίες εκπορεύονται κυρίως εκ μέρους του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν αρκετές αρχειακές συλλογές προσώπων που συμμετείχαν από κοντά στην προετοιμασία του αγώνα, με αποτέλεσμα να είμαστε σε θέση να δούμε τα πράγματα καλύτερα, καθώς τα σχετικά τεκμήρια έχουν πολλαπλασιαστεί.

 

Σημαία με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας. Τη σημαία έφερε το υπό τον Πιέρρο Γρηγοράκη- Τζανετάκη σώμα της Ανατολικής Μάνης κατά την πολιορκία και την άλωση της Μονεμβασίας, το 1821. Ι. Κ. Μαζαράκης- Αινιάν, Σημαίες ελευθερίας Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 1996, σ. 12.

 

Επανερχόμενοι στη διένεξη μεταξύ Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το χρονικό πλαίσιο αναφοράς τοποθετείται στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν τα όπλα έχουν μόλις σιγάσει και διεξάγεται ένας πρώτος απολογισμός της συνεισφοράς προσώπων και τόπων ακόμα και με προφανείς ιδιοτελείς σκοπούς. Η συγγραφή πολλών βιβλίων τοπικής ιστορίας ακριβώς την περίοδο αυτή αλλά και αργότερα, καθώς το φαινόμενο συνεχίζεται, είναι χαρακτηριστική εκδήλωση της διεκδίκησης από τους ενδιαφερομένους μεγάλου ποσοστού συμμετοχής στην απελευθέρωση των ελληνικών τόπων και τη συγκρότηση του νεότερου ελληνικού κράτους.

Είναι βέβαια γεγονός ότι η ηγετική προσωπικότητα του Παναγ. Αναγνωστόπουλου και η σημαντική δράση του ως ανωτάτου στελέχους της Φιλικής Εταιρείας του έδιναν το έναυσμα να προωθήσει τον εαυτό του ως το απώτατο σημείο των ιδρυτών της, καθώς μάλιστα ορισμένες συμπτώσεις ή και εκ των υστέρων κατασκευές διευκόλυναν τον σκοπό του. Έτσι μόλις εκδηλώθηκε η αντίδραση του Εμμ. Ξάνθου και η αναγνώριση του λάθους εκ μέρους του Φιλήμονα, δηλαδή η δημοσίευση του άρθρου στον Αιώνα που αναγνώρισε το ρόλο και τη δράση του πάτμιου αγωνιστή, δεν έμεινε άπραγος. Μετά την αναδίπλωση του Φιλήμονα θα συντάξει τον ίδιο χρόνο (1839) ένα υπόμνημα με τις δικές του απόψεις, το οποίο τιτλοφόρησε «Γενικοί παρατηρήσεις», και το παρέδωσε στον Φιλήμονα για να το δημοσιεύσει, πράγμα που ο τελευταίος δεν έκανε, ίσως γιατί θέλησε να μη συμβάλει στην περαιτέρω συνέχιση της άχαρης αυτής διένεξης.

Στην ίδια γραμμή ο Αναγνωστόπουλος προσπαθεί να εμπλέξει στη διαμάχη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, όταν ο τελευταίος έχει πλέον καταφύγει και ζει στη Μόσχα, γράφοντάς του μια επιστολή στις 8 Δεκεμβρίου 1845, όπου ανάμεσα στα άλλα θα αναφέρει: «Ιδού τα νέα: Ο κ. Ξάνθος εξέδωκεν έν, ως ο ίδιος το ωνόμασεν Ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρείας. Λέγει δε ότι αυτός κατά το 1813 μεταβάς από Κωσταντινούπολιν εις Πρέβεζαν και εκείθεν εις Οδησσόν, όπου ευρών τον Σκουφάν, πρώτον τον ενέπνευσεν, καθώς και υμάς δεύτερον, τον περί ελευθερίας Σκοπόν και ότι καθ’ ο μασσών (κτίστης) έκαμε το σχέδιον της Εταιρείας. Συμφωνήσαντες δε και υμείς μετ’ αυτού, εκάματε το Σύστημα αυτής. Τοιαύτα και πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη εκήρυξεν, ενώ ζώσιν εισέτι εξ από τα πρωτενεργά μέλη, τα οποία γνωρίζουν ότι αυτός εκατηχήθη κατά το 1818…».

Φυσικά στο κείμενό του ο Αναγνωστόπουλος καταφερόταν εναντίον του Ξάνθου, αμφισβητώντας τον πατριωτισμό του και κατηγορώντας τον για ατασθαλίες ες βάρος των οικονομικών της Εταιρείας. Εξάλλου και παρά την αναμφισβήτητη παρουσία του Ξάνθου στην Οδησσό το 1814 και τη συμμετοχή του στις πρώτες σκέψεις και πράξεις που οδήγησαν στη σύσταση της Εταιρείας, ο Αναγνωστόπουλος αμφισβητεί τη συμμετοχή του Ξάνθου και επωφελούμενος από τη μετέπειτα παρουσία και αδράνεια του Πάτμιου στην Κωνσταντινούπολη επιμένει ότι ο Ξάνθος έγινε μέλος της Εταιρείας το 1817 και ότι η μοναδική του συμβολή υπήρξε η αποστολή του στην Πετρούπολη για να πείσει τον Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικές Εταιρείας και η μετά την άρνηση του τελευταίου επιτυχία του να καταστήσει αρχηγό της τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

 

Ελευθερία ή Θάνατος, ξυλογραφία του Τάσσου.

 

Όπως έχουμε αναφέρει, η αντιδικία Ξάνθου – Αναγνωστόπουλου θα εξελιχθεί σε ένα από τα σοβαρά επεισόδια για ένα είδος ιστοριογραφίας που ακριβώς θεωρεί ως έργο της να πάρει το μέρος του ενός  ή του άλλου. Μπορούμε λοιπόν στην εξέλιξη της διαμάχης αυτής να αναφέρουμε ότι παίρνουν το μέρος του ενός ή του άλλου ο Φιλήμων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Πρόκες φον Όστεν, ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Νικ. Σπηλιάδης, ο Αναστ. Γού0as, ο Τάκης Κανδηλώρος, ο Διον. Κόκκινος, ο Αγησ. Τσέλαλης, ο Τάσος Γριτσόπουλος, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο ονόματα.

Πέρα από αυτά όμως και εν σχέσει προς τον Παναγ. Αναγνωστόπουλο γεγονός είναι ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν απολύτως θετικά. Παρά την αναγνώρισή του ως ενός από τα πρώτα και σημαντικότερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, η δημόσια ιστορία ποτέ δεν ξέφυγε από το γνωστό σχήμα της ιδρυτικής τριάδας Ξάνθος, Τσακάλωφ, Σκουφάς. Έτσι οι υποστηρικτές του Αναγνωστόπουλου θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν τουλάχιστον την τριάδα σε τετράδα προσθέτοντας βέβαια τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο ως τέταρτο ιδρυτικό μέλος.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα στη γραμμή αυτή η εκδήλωση που έλαβε χώρα με την ευκαιρία της συμπλήρωσή των 145 ετών από τον θάνατο του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Συγκεκριμένα στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Εξωτερικών στις 23 Μαρτίου 2000 η Πανηλειακή Συνομοσπονδία και ο Δήμος Ανδρίτσαινας οργάνωσαν ημερίδα για την αποκατάσταση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στην ιδρυτική τετράδα της Φιλικής Εταιρείας. Με την παραπάνω ευκαιρία ο Δήμος Ανδρίτσαινας θα εκδώσει και σχετικό φυλλάδιο με όλα τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής: Φιλήμων, Ιστορία του Πρόκες Φον Όστεν, χειρόγραφο 9142 της Εθνικής Βιβλιοθήκης – επιστολή του Ξάνθου προς τη Βουλή στις 15.12.1843, Ημερολόγιον του Αγώνος (1814-1830).

Τώρα πια τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει και είναι πιο εύκολο αντί για έριδες και διαμάχες, η πρώτη ηγετική τριάδα να μετατραπεί σε τετράδα ώστε η διεύρυνση να αποκαταστήσει την ιστορική «αδικία».

 

Υποσημειώσεις


[1] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 13.

[2] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ.31-34

[3] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 37-38.

[4] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 50-52.

[5] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, σ. 239-242.

[6] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 43.

[7] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 46-48-51.

[8] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 57-60.

[9] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 105.

[10] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 71-74.

[11] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 91-93.

[12] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 135.

[13] Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία, σ. 47.

[14] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 203-204.

[15] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 7-8-12-14-21.

[16] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 80-83..

[17] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 106.

[18] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 203-204.

[19] Επιστολή του με το ψευδώνυμο Αναστάσιος Ιωσήφ της 13nς Νοεμβρίου 1819 προς τον Ξάνθο, στο Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α’, σ. 208.

[20] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 128-130 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 35-37.

[21] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 142-143 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 103.

[22] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 52-57.

[23] Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα, σ. 155 και Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Γ’, σ. 131.

[24] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου,  σ. 143-144.

[25] Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου,  σ. 203-204.

[26] Δ. Γκίνης, Ο Δημήτριος Υψηλάντης, σ. 187-189.

[27] Αγ. Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, σ. 65-66.

[28] Εθνική Βιβλιοθήκη, αρ. 4768.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Αγησίλαος Α. Τσέλαλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ο Φιλικός, Αθήνα 1933, β’ έκδ. 1998.
  • Δημ. Γκίνης, «Ο Δημήτρη Υψηλάντης κατεβαίνει στην Ελλάδα», π. Ο Ερανιστής 2,  (1964), σ. 187-189.
  • Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναυπλία 1834.
  • Αρχείο Εμμανουήλ Ξανθού, Πρόλογος-Ιστορικά Φιλικής Εταιρείας: Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, εισαγωγή: Τρισεύγενη Τούμπανη-Δάλλα, τ. 1-3, Αθήνα, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1997, 2000, 2002.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
  • Ι. Α. Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
  • Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία. Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδα,Αθήνα 1964.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. Ε’, Αθήνα 1872.

 

Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης

Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ιστορική Βιβλιοθήκη, οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας  «Οι Φιλικοί», Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Τα Νέα, Αθήνα, 2009.

 

Read Full Post »

Older Posts »