Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άρθρα’

Μορφές ελέγχου και εξουσίας των διευθυντών των λογοτεχνικών περιοδικών στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά – Χρύσα Θεολόγου


 

Τα λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού Μεσοπολέμου έχουν αναμφισβήτητα καταστεί ένα από τα βασικότερα αντικείμενα μελέτης της νεότερης φιλολογικής έρευνας. Ωστόσο, λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στη μελέτη του ρόλου των διευθυντών των λογοτεχνικών περιοδικών, καθώς και στο πλέγμα των σχέσεων που δημιουργείται τόσο μεταξύ των ίδιων και των συνεργατών τους όσο και μεταξύ των ίδιων και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διερευνήσει τις μορφές εξουσίας που ασκούν οι διευθυντές σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών (όπως της Νέας Εστίας, των Νέων Γραμμάτων και των Νεοελληνικών Γραμμάτων) στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.

Ορισμένα από τα ερωτήματα που θα επιχειρηθεί να απαντηθούν είναι: ποιοι είναι οι τρόποι επιβολής ελέγχου από την πλευρά του καθεστώτος και ποιοι οι αντίστοιχα εφαρμοζόμενοι από τους διευθυντές; Ποιος είναι ο βαθμός συμμόρφωσης και ποιο το κόστος όσων δεν αποδέχονται τον έλεγχο; Και τελικά, πόσο μπορεί ο διευθυντής ενός περιοδικού να αλλάξει τη στάση του και να επηρεάσει τους συνεργάτες του εξαιτίας της επιβολής δικτατορικών καθεστώτων; Να σημειωθεί ότι στο ερευνητικό πεδίο της παρούσας μελέτης εντάσσονται τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Τα Νέα Γράμματα και Το Νέον Κράτος (για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερα σύντομη αναφορά, καθώς, αποτελώντας το επίσημο προπαγανδιστικό έντυπο της δικτατορίας, δεν επηρεάζεται από τον έλεγχο του καθεστώτος).[1]

 

«Νέα Εστία», 397. Χριστούγεννα 1943. Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά.

 

Ο δημοσιογράφος και υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού (προπαγάνδας) της Κυβέρνησης Μεταξά, 1936, Θεολόγος Νικολούδης (1890-1946).

Παρά το γεγονός ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν κατόρθωσε, σύμφωνα με τους μελετητές, να γίνει απόλυτα ολοκληρωτικό, αλλά υπήρξε μάλλον αποτέλεσμα των εσωτερικών πολιτικών συγκυριών και των επιλογών των ανακτόρων, αυτό που σίγουρα δανείστηκε από τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα της περιόδου ήταν, όπως παρατηρεί και ο Γιώργος Ανδρειωμένος, «η υιοθέτηση ενός οργανωμένου συστήματος προπαγάνδας και παράλληλου ελέγχου των μέσων ενημέρωσης και της παραγόμενης ειδησεογραφίας».[2] Για τον λόγο αυτό, μια από τις πρώτες ενέργειες της διοίκησης ήταν η ίδρυση Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Μάλιστα, υφυπουργός ορίστηκε ο Θεολόγος Νικολούδης, άρθρα του οποίου φιλοξενούνται στη Νέα Εστία (τόσο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης τού Μεταξά όσο και στο αφιέρωμα του περιοδικού με αφορμή τον θάνατό του, όπως θα διαπιστωθεί και στην αναλυτική εξέταση του περιοδικού στη συνέχεια). (περισσότερα…)

Read Full Post »

«Κανονιστικές πειθαρχίες» και «τεχνολογίες της βίας» στη νότια Πελοπόννησο. Ξαναδιαβάζοντας το φαινόμενο της αντεκδίκησης (γδικιωμού) στον προφορικό-λαϊκό πολιτισμό της Μάνης*- Γιώργος Ανδρειωμένος


 

Εισαγωγικά

 

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα, και μοναδικά ως προς τον τρόπο της εξέλιξής τους, έθιμα της ελληνικής γης είναι εκείνο της αντεκδίκησης (πιο γνωστό με τη βενετσιάνικη ονομασία του: βεντέτα), το οποίο εντοπίζεται σε πολλές περιοχές της υφηλίου, αλλά και του ελληνισμού – προεξαρχουσών της Μάνης και της Κρήτης. Μάλιστα, στη λωρίδα της νότιας Πελοποννήσου, που εκτείνεται, χονδρικά, από τη Βέργα του νομού Μεσσηνίας, στη δυτική πλευρά, και από το Γύθειο του νομού Λακωνίας, στην ανατολική, καταλήγοντας στο ακρωτήριο Ταίναρο, υπό τη σκιά του Ταϋγέτου, και αποκλήθηκε από τους ιστορικούς, τους μελετητές και τους περιηγητές Μάνη, το έθιμο αυτό αποκαλείται από τους ντόπιους γδικιωμός – με την έννοια ότι καλείται κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας να πάρει το αίμα του πίζου, ώστε να (γ)δικιωθεί, μέσω της (αντ)εκδίκησης, ο φόνος ενός συγγενικού προσώπου, του οποίου το αίμα που χύθηκε ζητά δικαίωση και αποκατάσταση της τρωθείσας οικογενειακής τιμής.

Το φαινόμενο, βέβαια, αυτό έχει, πλέον, σχεδόν εκλείψει ανάμεσα στους Μανιάτες, ειδικά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου συντελέστηκαν τόσα πολλά και ακραία εγκλήματα, λόγω πολιτικών (πρωτίστως) αλλά και προσωπικών (δευτερευόντως) διαφορών, ώστε παλαιότεροι πολιτισμικοί κώδικες, που επικρατούσαν επί αιώνες στην άγονη και άνυδρη αυτή περιοχή, ανάμεσα στους οποίους και το έθιμο του γδικιωμού, σταδιακά εκφυλίστηκαν ή, τέλος πάντων, έχασαν την πρότερη δραστικότητά τους και σημασία τους.

Βέβαια, σε αυτό το τελευταίο συνετέλεσαν και μια σειρά από άλλοι παράγοντες, όπως η ίδρυση σχολείων και η μείωση του αναλφαβητισμού, η σταδιακή ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και η επαφή με άλλες περιοχές, η εμπέδωση ενός κράτους δικαίου και η επίλυση των διαφορών μέσω των δικαστηρίων, η αλλαγή της στάσης των πολιτικών του τόπου που έπαψαν να ενθαρρύνουν ακόμη και να υποστηρίζουν με παρεμβάσεις τους στη δικαιοσύνη) τις προσωπικές διαμάχες προκειμένου να αποκτήσουν οι ίδιοι οφέλη, η μετανάστευση των Μανιατών σε άλλες περιοχές της ημεδαπής και της αλλοδαπής με αποτέλεσμα την ουσιαστική ερήμωση των χωριών κ.λπ.

 

Τάσσος, «Το στιλέτο» (περ. Νεοελληνικά Γράμματα, 16–11–1940). Το χαρακτικό κοσμεί το εξώφυλλο των πρακτικών του Συνεδρίου «Βία και εξουσία: ίχνη στο σώμα της λογοτεχνίας», όπου φιλοξενείται και η παρούσα ανακοίνωση.

 

Ωστόσο, όπως έδειξε πρόσφατη τηλεοπτική σειρά («Η γη της ελιάς»), αλλά και διάφορα λογοτεχνικά έργα, ο γδικιωμός συνεχίζει να κινεί την προσοχή και να προξενεί την εντύπωση του σύγχρονου κοινού, το οποίο, σε γενικές γραμμές, είναι ανενημέρωτο ως προς το συγκεκριμένο έθιμο, που στις παλαιότερες εποχές δέσποζε στη Μάνη, σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί πως η περιοχή βρισκόταν, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σε έναν διαρκή πόλεμο μεταξύ των οικογενειών της. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός ήταν πραγματικός, με τους δικούς του κανόνες και με αρχές που προσιδιάζουν σε μιαν αληθινή πολεμική σύρραξη.

Επομένως, έχει αξία να επιχειρήσει κανείς να ανιχνεύσει τις βαθύτερες αιτίες που προκαλούσαν το αιματηρό αυτό έθιμο, ειδικά στη Μάνη, να αναλύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και να εξηγήσει πώς λειτουργούσε μέσα στη μανιάτικη κοινωνία – μιας και, εκτός από προσωπικές, είχε, κυρίως, κοινωνικές προεκτάσεις, αφού εμπλέκονταν στον κύκλο του αίματος ολόκληρες οικογένειες και ο περίγυρος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα και, ορισμένες φορές, παρενέβαινε με τρόπο αποφασιστικό είτε στην ανάπτυξη είτε στη διευθέτηση των διαφορών. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο Στρατηγός Guillaume Henri Dufour και ο κόμης  Ιωάννης Καποδίστριας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα – Δρ Σοφία Κ. Μωραΐτη


 

Τον 19ο αιώνα ο γεωπολιτικός χάρτης της Ευρώπης διαμορφώθηκε από τους πολέμους του Ναπολέοντα και τους πολυάριθμους άλλους επιμέρους πολέμους. Η αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων και των πολύ δυνατών πατριωτικών συναισθημάτων, η ενοποίηση της Ιταλίας και η απελευθέρωση βαλκανικών περιοχών καθώς και οι βιομηχανικές επαναστάσεις έδωσαν το έναυσμα για συζητήσεις σχετικές με το νέο πρόσωπο της Ευρώπης. Από το 1815 έως το 1871 η Ευρώπη των Εθνών κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της εποχής: από το συνέδριο της Βιέννης και την Ιερά Συμμαχία στην ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι λαοί προσδοκούσαν την δημιουργία εθνικών Κρατών υπό το ανεκτικό ή εχθρικό βλέμμα των μεγάλων δυνάμεων.

Ο 19ος αιώνας ήταν επίσης ο αιώνας κατά την διάρκεια του οποίου οι πνευματικές ελίτ μετέτρεψαν την γηραιά ήπειρο σε έναν τεράστιο λέβητα μέσα στον οποίο σφυρηλατήθηκαν και διαμορφώθηκαν όλες οι ιδέες και όλες οι τέχνες. Οι σοφοί του, οι καλλιτέχνες του, οι διανοούμενοί του στήριξαν την τεχνολογική έρευνα, την επιστημονική έρευνα, την αναζήτηση ιδεών σε επίπεδο που ποτέ πριν δεν είχαν αγγίξει.

Ο Ναπολέων, που θεωρείται στρατηγική και πολιτική ιδιοφυΐα, ιδρυτής βασιλικής δυναστείας, καταλύτης αλλά και οικοδόμος ευρωπαϊκών βασιλείων και εθνών, πάνω στα οποία άφησε το βαθύ αποτύπωμα της προσωπικότητάς του, κυριάρχησε τόσο στη γαλλική όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Μετά την πτώση της Γαληνοτάτης και την διανομή των εδαφών της με την Αυστρία, ο Ναπολέων στράφηκε προς τα Επτάνησα. Στις 16 Αυγούστου 1797 έγραφε στο Διευθυντήριο ότι τα νησιά της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς ήταν πιο ενδιαφέροντα από όλη την Ιταλία, καθώς τα θεωρούσε πηγή πλούτου και ευημερίας για το γαλλικό εμπόριο. Με την Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο της 17ης Οκτωβρίου 1797, τα Επτάνησα «και όλα τα μέχρι πρότινος ενετικά εδάφη στην Αλβανία» έγιναν γαλλικά. Αργότερα, με τα δύο μυστικά άρθρα της ειρηνευτικής συνθήκης του Τιλσίτ, που υπογράφηκε στις 8 Ιουλίου 1807 και επικυρώθηκε την επόμενη μέρα, τα ρωσικά στρατεύματα θα παρέδιδαν στα γαλλικά στρατεύματα «την χώρα που είναι γνωστή ως Kόλποι του Κοτόρ» και «τα επτά Ιόνια νησιά θα ανήκουν πλήρως και κυριαρχικά στη Α.Μ. τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα». Έτσι ο Βοναπάρτης εκδίωξε τους Ρώσους από την Μεσόγειο. Χωρίς να εγκαταλείψει την ανατολική του πολιτική, ο Βοναπάρτης θεωρούσε την Κέρκυρα ως «το κλειδί της Αδριατικής».

 

Η πόλη και το λιμάνι της Κέρκυρας από το νησί Βίδο. Χαλκογραφία, έργο του Άγγλου ζωγράφου Joseph Cartwright (Τζόζεφ Κάρτραϊτ 1789;-1829), Λονδίνο, 1821.

 

Στις 7 Φεβρουαρίου 1808, σε επιστολή του προς τον βασιλιά της Νάπολης, ο Ναπολέων έγραφε ότι η Κέρκυρα ήταν τόσο σημαντική για εκείνον, ώστε η απώλειά της θα έδινε ένα μοιραίο πλήγμα στα σχέδιά του. Πρόσθετε ότι η Αδριατική θα έκλεινε και ότι το βασίλειο του βασιλιά της Νάπολης θα είχε στα αριστερά του  ένα λιμάνι απ’ όπου ο εχθρός θα στρατολογούσε Αλβανούς και άλλες δυνάμεις για να τους επιτεθεί. Ο Ναπολέων κατέληγε λέγοντας πως ο βασιλιάς της Νάπολης όφειλε να θεωρεί την Κέρκυρα πιο σημαντική και από την Σικελία, και ότι, με βάση την τότε κατάσταση της Ευρώπης, η μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσε να του συμβεί ήταν η απώλεια της Κέρκυρας.

 

Το πορθμείο στο Πέραμα της Κέρκυρας. Χαλκογραφία, έργο του Άγγλου ζωγράφου Joseph Cartwright (Τζόζεφ Κάρτραϊτ 1789;-1829), Λονδίνο, 1821.

 

Ο Γάλλος Αυτοκράτορας ενδιαφέρθηκε να μετατρέψει την Κέρκυρα σε στρατιωτική βάση, ικανή να ελέγχει την Αδριατική – την οποία θεωρούσε «γαλλική λίμνη» – και να ανταγωνιστεί αυτήν που κατείχαν οι Άγγλοι στην Μάλτα. Για να το επιτύχει, έστειλε στο νησί στρατιώτες, κανόνια και όλμους, πυρομαχικά, τρόφιμα, χρήματα, και στρατιωτικούς μηχανικούς, μαζί με φρουρά 13.000 ανδρών υπό την ηγεσία του στρατηγού Donzelot. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η αποστολή του Ντυφούρ. Αλλά πώς θα ξεπερνούσαν τις δυσκολίες και θα απέφευγαν τα αγγλικά πλοία, που ήταν πιο γρήγορα και περιπολούσαν στο Ιόνιο; (περισσότερα…)

Read Full Post »

«Ανακτορική, Βασιλική, Προεδρική Φρουρά. Πολιτειακοί συμβολισμοί»[1]MSc Μαρίνα Σπ. Τσιρτσίκου, Ιστορικός ΓΕΣ/Δ4 (ΔΙΣ), Υπ. Διδακτόρισσα Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Η ιστορία της Προεδρικής Φρουράς, καθώς και οι συνεχείς μετονομασίες της από το 1868 έως το 1974, αντανακλά την εξέλιξή της σε συνάρτηση με τις πολιτειακές αλλαγές της Ελλάδας, και ιδιαίτερα τις μεταβολές του πολιτεύματος, από τη Βασιλευομένη Δημοκρατία μέχρι την Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Το Στρατόπεδο της Προεδρικής Φρουράς «Γεώργιος Τζαβέλας» έχει σημαντική ιστορική αξία, καθώς συνδέεται με την ελληνική πολιτειακή και στρατιωτική – πολεμική ιστορία της χώρας. Το γεγονός ότι το όνομά του τιμά έναν ήρωα της Επανάστασης, τον Σουλιώτη οπλαρχηγό Γεώργιο Τζαβέλα, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον χαρακτήρα του στρατοπέδου. Ενώ, η θέση του κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, υποδηλώνει τη συμβολική του σχέση με την κεντρική εξουσία της χώρας.

 

Εύζωνες της Βασιλικής Φρουράς παρουσιάζουν όπλα στο στρατόπεδό τους, 1948. Φωτογραφία: Chris Ware.

 

Η Προεδρική Φρουρά ιδρύθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1868, με την αρχική ονομασία «Άγημα», ως στράτευμα αυθύπαρκτο. Από την ίδρυσή της είχε έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό ρόλο, ως τμήμα του μόνιμου στρατού με αποστολή την προστασία του βασιλιά.

Η πρόθεση του βασιλιά Γεώργιου Α’ να εξασφαλίσει την άριστη εκπαίδευση των υπαξιωματικών και να δημιουργήσει ένα πρότυπο στρατιωτικής αρετής για τον υπόλοιπο στρατό ήταν καθοριστική για τον σχηματισμό και τη λειτουργία της Φρουράς. Από την αρχή της ίδρυσής της, η δομή και η εκπαίδευση των ευζώνων προσανατολίζονταν στην ανάπτυξη της στρατιωτικής αριστείας. Ειδικότερα, η θέσπιση ειδικών κανονισμών για τη λειτουργία της και την εκπαίδευση των μελών της, αλλά και η καθιέρωση ξεχωριστής στολής, προσδίδουν στην Προεδρική Φρουρά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη στρατιωτική πειθαρχία με την αυστηρότητα και την αριστεία. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Παραδοσιακά διατηρητέα κτίρια του Άργους | † Οδυσσέας Κουμαδωράκης


 

 Για τα παραδοσιακά κτίσματα και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική Άργους έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Η δική μας εργασία είναι συνοπτική. Περιοριζόμαστε σε λίγα μόνο στοιχεία, ικανά να δώσουν κάποια εικόνα και να βοηθήσουν τον αναγνώστη να γνωρίσει σε γενικές γραμμές τα παραδοσιακά κτίσματα της πόλης μας.

 

Νεοκλασική αρχιτεκτονική

 

Ο νεοκλασικισμός ως αρχιτεκτονική έκφραση εμφανίζεται στη χώρα μας την εποχή του Καποδίστρια, ενισχύεται την εποχή του Όθωνα και διαρκεί μέχρι τη δεκαετία του 1910, για εκατό σχεδόν χρόνια.

Την Καποδιστριακή εποχή εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι αρχιτέκτονες, όπως ο περίφημος Σταμάτης Κλεάνθης (1802-1862), ο οποίος διορίστηκε από τον κυβερνήτη μηχανικός του δημοσίου και συνέβαλε στην οικοδόμηση της Αθήνας, και ο Σταμάτης Βούλγαρης (1774-1842), ο οποίος σχεδίασε τη ρυμοτομία της Πάτρας και της Τρίπολης. Επίσης, λίγο αργότερα εμφανίζονται ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1812-1885), ο Παναγιώτης Κάλκος (1810-1875), ο Δημήτρης Ζέζος (†1857) και άλλοι, οι οποίοι έκτισαν πολλά δημόσια και ιδιωτικά νεοκλασικά κτίσματα και ναούς στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και έθεσαν μαζί με τους δυο πρώτους τη σφραγίδα της προσωπικής τους δημιουργίας στον χώρο της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα έρχονται στη χώρα μας και πολλοί Ευρωπαίοι.[1]

Ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός προηγείται του ελληνικού. Εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα, μετά το 1770, όταν υποχωρεί και σιγά σιγά χάνεται ο «ρυθμός Μπαρόκ», ο οποίος διακρινόταν για την επιβλητικότητά του και τον οποίο είχε επιβάλει στον χώρο της τέχνης, ιδίως στην αρχιτεκτονική, η καθολική εκκλησία. Από πολλούς θεωρείται ότι η νεοκλασική αρχιτεκτονική επιβλήθηκε από αντίδραση προς τον «ρυθμό Μπαρόκ».

Πάντως, βέβαιο είναι ότι η νέα τέχνη επηρεάζεται από την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι και άλλοι περιηγητές και μελετητές, λάτρεις της κλασικής αρχαιότητας, επισκέπτονται την τουρκοκρατούμενη ακόμη Ελλάδα, παρατηρούν, μελετούν, δημοσιεύουν μελέτες ή τις «περιηγήσεις» τους και μεταφέρουν στην Ευρώπη αρχιτεκτονικά πρότυπα.

 

Αρχοντικό Ηλία Κωνσταντόπουλου, Δαναού 29. Γενική άποψη πριν την αποκατάσταση (Λήψη φωτογραφίας 1985). Δημοσιεύεται στο: Ξηνταρόπουλος Πέτρος – «Η Αρχιτεκτονική της Κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, 2006.

 

Η ευρωπαϊκή νεοκλασική αρχιτεκτονική είναι εν μέρει αναβίωση της αρχαίας ελληνικής. Για την Ελλάδα έχει επισημανθεί ένας πρόσθετος λόγος αναβίωσης, η σύνδεση του ελληνικού έθνους με τις ρίζες του, σε μια προσπάθεια αναζήτησης και προσδιορισμού της πολιτισμικής και εθνικής μας ταυτότητας.

Την εποχή του Καποδίστρια, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής του για την ανασύσταση του κράτους, καταβάλλεται έντονη προσπάθεια πολεοδομικού σχεδιασμού και ανασυγκρότησης του Άργους και κτίζονται τα πρώτα δημόσια οικοδομήματα. Της ίδιας εποχής είναι και λίγα ιδιωτικά, αξιόλογα και χαρακτηριστικά δείγματα της τότε νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Στον πολεοδομικό σχέδιο του Άργους, που συνέταξε το Μάρτιο 1831 με εντολή του κυβερνήτη ο Ρούντολφ ντε Μποροτσύν (De Bonoszün) και το οποίο δεν εφαρμόστηκε δυστυχώς, σημειώνονται με έντονο μαύρο χρώμα τα τότε δημόσια κτίρια: το αλληλοδιδακτικό σχολείο (1831), δηλαδή το διδακτήριο του σημερινού 1ου Δημοτικού Σχoλείoυ, οι στρατώνες (1830), η οικία Καλλέργη (1830), όπου σήμερα στεγάζεται το μουσείο, γνωστή και ως «παλάτιον Καποδίστρια», και τα τότε δικαστήρια, δηλαδή το σημερινό Δημαρχείο (1830).

 

Σχέδιο Πόλης του Άργους.

Σχέδιο Πόλης του Άργους που συντάχθηκε το 1831 από τον Γάλλο αξιωματικό R. De Borronzun.
Ο συντάκτης του σχεδίου έχει σημειώσει με έντονο μαύρο χρώμα τα τότε δημόσια κτίρια του Άργους: Στρατώνες (9), το παλάτιον, δηλ. η οικία Καλλέργη, που τότε είχε περιέλθει στο δημόσιο (12), το αλληλοδιδακτικό σχολείο (20), και τα δικαστήρια, το μετέπειτα Δημαρχείο (17).
Σημειώνουμε μερικά από τα διατηρητέα μνημεία:
1. Οικία Γόρδωνος (1829).
2. Αρχοντικό Δημ. Τσώκρη (1829).
3. Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου (1829).
4. Οικία Μακρυγιάννη (περ. 1830).
5. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μ. Καραγιαννοπούλου (1912).
6. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Α. Σαλαπάτα (περ. 1900).
7. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Α. Μαραγκού (περ. 1890).
8. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μαρίνου (1880).
9. Οι στρατώνες Καποδίστρια.
10. Θέση όπου κτίστηκε το κατάστημα Κωνσταντόπουλου (1896).
11. Θέση όπου κτίστηκε η δημοτική αγορά (1889).
12. Το Καλλέργειον ή «παλάτιον Καποδίστρια», σημερινό μουσείο (1830).
13. Θέση όπου οικοδομήθηκαν τρία νεοκλασικά κτίρια: Της Ιονικής-Λαϊκής Τράπεζας (Alpha Bank), το «Αέναον» και της Γενικής Τράπεζας.
14. Εμπορικό κέντρο Άργους (23 καταστήματα).
15. Ι. Ν. Αγίου Νικολάου της οικ. Περούκα. Κατεδαφίστηκε το 1859 από τον Επίσκοπο Παγώνη, για να κτιστεί ο ναός του Αγ. Πέτρου.
16. Θέση όπου οικοδομήθηκε το ξενοδοχείο Αγαμέμνων.
17. Το «πρωτόκλητον» και «ανέκκλητον» δικαστήριο (1830), σημερινό Δημαρχείο.
18. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Μαρίκου (1912).
19. Θέση όπου οικοδομήθηκε η οικία Θ. Μπόμπου (1880).
20. Το Καποδιστριακό αλληλοδιδακτικό σχολείο (1831).
21. Θέση όπου οικοδομήθηκε το μέγαρο Κωνσταντόπουλου (1912).
22. Οικία Σπ. Τρικούπη (1830).
23. Θέση όπου οικοδομήθηκε το αρχοντικό Καλλιάρχη (1899).
24. Το τζαμί, ο μετέπειτα Αγίου Κωνσταντίνος, με την ένδειξη «νοσοκομείο» (hôspitale), όπως λειτουργούσε επί Καποδίστρια.
25. Θέση όπου κτίστηκε ο σταθμός του τρένου (περ. 1885).

 

Προεπαναστατικά η νεοκλασική αρχιτεκτονική δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Τα σωζόμενα κτίσματα στο Άργος δεν είναι ικανά να μας φωτίσουν, γιατί είναι μεταγενέστερα, όπως τα νεοκλασικά του Τρικούπη, του Δ. Τσώκρη και του Γκόρντον, που είναι τα παλιότερα. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά σε αρχοντικά άλλων περιοχών της προεπαναστατικής περιόδου, θα παρατηρήσουμε ότι τα αρχοντικά αυτά, αν και κτίζονταν κατά κανόνα σε σχήμα Π με προστώο (βεράντα) και διέθεταν απλόχωρη αυλή και περικλείονταν από υψηλό και ανθεκτικό περίβολο, το ίδιο το κτίσμα δεν είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Παρατηρούμε δηλαδή πως δεν υπήρχαν ούτε ακροκέραμα ούτε διακοσμητικές ταινίες ούτε ανάγλυφα κιονόκρανα ή ψευδοπεσσοί και τόσα άλλα. Παραδείγματα υπάρχουν άφθονα, όπως τα αρχοντικά της Μπουμπουλίνας και του Χατζηγιάννη Μέξη στις Σπέτσες και του Λάζαρου Κουντουριώτη στην Ύδρα. Τα σπίτια αυτά, παρά τον εσωτερικό τους πλούτο, τα πανάκριβα έπιπλα, τις πορσελάνες, τα μεταξωτά τους, παρά την ευρυχωρία τους, το πλήθος των δωματίων και των βοηθητικών χώρων, όπου εργάζονταν αρκετοί υπηρέτες, εξωτερικά είναι απλά και απέριττα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική, λατινική)[1] | Μαρίνα Τσιρτσίκου, Ιστορικός, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ) – Υποψήφια Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Το Κρανίδι ανήκει στον νομό Αργολίδας, είναι πρωτεύουσα του Δήμου Ερμιονίδας και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Με την παρούσα έρευνά μου αναλύω την ετυμολογική προέλευση των κρανιδιώτικων επωνύμων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με ρίζα: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική.

Ως εργαλείο της έρευνάς μου χρησιμοποιώ τα επώνυμα από το «Μητρώο Αρρένων Κρανιδίου». Συγκεκριμένα, έχω δημιουργήσει μια βάση δεδομένων με το πρόγραμμα εισαγωγής δεδομένων Excel και τους τύπους συναρτήσεων (IF, SUM) από το 1842 έως το 1890 με ποιοτικό δείγμα διακοσίων επωνύμων, από τους εγγεγραμμένους στο μητρώο. Τα επώνυμα διακρίνονται ποιοτικά και ποσοτικά ανάλογα με την ετυμολογική ρίζα τους: ελληνική, αρβανίτικη, τουρκική και λατινική. Επίσης, για την έρευνά μου χρησιμοποίησα βιβλιογραφία, λεξικά και προφορικές μαρτυρίες.

 

1. Το Κρανίδι και οι κάτοικοι του

 

Το Κρανίδι συνιστά την έδρα του δήμου Ερμιονίδας – Ερμιόνη, Ηλιόκαστρο, Θερμήσι, Πορτοχέλι, Κοιλάδα, Φούρνοι, Δίδυμα Λουκαΐτη – και περικλείεται από το όρος Δίδυμο. Από τον 12ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα, Έλληνες, Αλβανικές φάρες, Τούρκοι, Ενετοί και άλλες ευρωπαϊκές ομάδες στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην Αργολίδα δημιούργησαν ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα στις τοπικές κοινωνίες της περιοχής.

Σημαντικές πληθυσμιακές εισροές σημειώθηκαν, κατά τη διάρκεια της πρώτης και δεύτερης Ενετοκρατίας (1388-1540, 1686-1715) στο Ναύπλιο και την αργολική πεδιάδα, όταν οι Ενετοί συγκρότησαν ένα μισθοφορικό σώμα (stradioti) από Έλληνες, Αλβανούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Γάλλους, Φλαμανδούς κ.τ.λ, με σκοπό την προστασία των συνόρων και της αργολικής υπαίθρου από τους Τούρκους, στους οποίους παραχώρησαν γαίες για τη συντήρηση των ίδιων, αλλά και των οικογενειών τους[2].

Ορόσημο όμως στον εποικισμό της Πελοποννήσου θεωρείται η εγκατάσταση 10.0000 χιλιάδων Αλβανών ποιμένων, τους οποίους έφερε ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και τους τοποθέτησε σε περιοχές του δεσποτάτου του για να αυξήσει τον πληθυσμό της επικράτειάς του, που είχε ερημωθεί εξαιτίας των τουρκικών επιθέσεων, αλλά και για να ενισχύσει τη στρατιωτική δύναμη των Βυζαντινών. Ωστόσο, με την πτώση του Δεσποτάτου του Μορέως (1461), πολλοί από αυτούς μετοίκησαν μαζικά προς την Τροιζηνία, την Ερμιονίδα και τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, συμβάλλοντας μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα και στη μαζική αύξηση των κατοίκων του Κρανιδίου. Προσφυγικές εισροές στην περιοχή σημειώθηκαν και στις αρχές του 19ου αιώνα, από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη, την Ήπειρο (Άρτα και Σούλι), τη Χίο και την Κάσο[3].

Το 1530, δημιουργείται η πρώτη μεγάλη, οργανωμένη κρανιδιώτικη κοινότητα. Οι Κρανιδιώτες ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας (1686-1715), στην περιοχή είχε ενισχυθεί η αμπελοκαλλιέργεια, η ελαιοκαλλιέργεια και η επεξεργασία του σταριού, ενώ σημαντική ήταν και η ιχθυοκαλλιέργεια τόσο στην ανοικτή θάλασσα όσο και στη λιμνοθάλασσα της Βερβερόντας. Όμως, υπήρχε σημαντική έλλειψη εργατικών χεριών, καθώς οι Τούρκοι, αποχωρώντας από την αργολική πεδιάδα, είχαν εκπατρίσει βίαια ντόπιο πληθυσμό για να τον πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (1687). Τότε, οι Ενετοί ενίσχυσαν τον εργατικό πληθυσμό με μετοικεσίες Ελλήνων από τουρκοκρατούμενες περιοχές (Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, νησιά του Αιγαίου)[4].

 

Κρανίδι

 

Η Ερμιονίδα προμήθευε τον βενετικό στόλο με ξυλεία από το δάσος της Κορακιάς για ναυπηγική χρήση και καυσόξυλα από το Πόρτο Χέλι (Porto Bizato), ένα από τα σημαντικά απάνεμα λιμάνια της αργολικής περιοχής για την προστασία της βενετικής αρμάδας. Επίσης, οι ακτές της περιοχής φυλάσσονταν από την ενετική πολιτοφυλακή για την προστασία τους από τις επιδρομές κουρσάρων και την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου μεταναστών και αλατιού από τις πλούσιες αλυκές της[5]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Καποδιστριακή Πολιτεία (1828-1831): «Ο Πόλεμος των Λιμανιών» –  Η κυβερνητική πολιτική για τα προβλήματα λειτουργίας των λιμανιών και η απογραφή των υπαλλήλων της «Οικονομικής Υπηρεσίας» –  Θεόδωρος Δεβενές


 

Α’.  Η Κατάσταση πριν την άφιξη του Καποδίστρια

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828, δηλαδή 8 μήνες μετά την εκλογή του από την Γ’ Εθνική Συνέλευση.  Ακολουθούν  αμέσως διαβουλεύσεις με τα μέλη της απερχόμενης κατάστασης και τα μέλη της Βουλής. Ο υπουργός Εσωτερικών της απερχόμενης κυβέρνησης τον ενημερώνει ότι οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα έχει νεκρωθεί. Το ίδιο ισχύει και σε άλλους κρίσιμους τομείς της δημόσιας ζωής, όπως η δικαιοσύνη και η δημόσια τάξη.[1]

Το δημόσιο ταμείο είναι τελείως άδειο. Σύμφωνα μάλιστα με τον υπουργό Οικονομικών Αθανάσιο Λιδωρίκη, και οι τελευταίοι δημόσιοι πόροι έχουν γίνει βορά των ισχυρών (πολιτικών και στρατιωτικών).[2] Τα 300.000 περίπου φράγκα που φέρνει μαζί του ο Κυβερνήτης αρκούν μόνο για λίγες εβδομάδες μισθοδοσίας και τροφοδοσίας του στρατού, και για τις πρώτες ποσότητες συσσιτίων για ένα λαό που έχει χάσει τα πάντα. Αυτό ίσχυε και για τους πρόσφυγες και  για τους γηγενείς.

 

Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, ΑΒ ΕΒ Venezia. Lit. Deye.

 

Στην Πελοπόννησο επιφανείς προεστοί έχουν καταστραφεί οικονομικά, το 90% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων έχει καεί ή εγκαταλειφθεί, και ο πληθυσμός έχει εγκαταλείψει τις εστίες του. Η οικονομική «αιμορραγία» των εφοπλιστών, η αεργία που μαστίζει τον πληθυσμό των νησιών και η ολοκληρωτική σχεδόν ανακατάληψη της Στερεάς από τους Οθωμανούς, συμπληρώνουν την εικόνα που αντιμετωπίζει ο Καποδίστριας.

Για την άμεση εξεύρεση χρηματικών πόρων, η κυβέρνηση προβαίνει στις εξής ενέργειες:

α) Στις 2 Φεβρουαρίου  ιδρύει την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, στην οποία καλούνται να καταθέσουν οι Έλληνες τα χρηματικά τους κεφάλαια με επιτόκιο 8%. Μέχρι τις 14 Μαρτίου η Τράπεζα είχε δανείσει στη Διοίκηση 40.000 δίστηλα.[3]  

β) Στο διάστημα 10-12 Μαρτίου ακυρώνει την δημοπρασία των προσόδων στα νησιά του Αιγαίου προκηρύσσοντας ξανά την ενοικίασή τους, με όρους σαφώς καλύτερους για το δημόσιο ταμείο και με έγκαιρη ενημέρωση των κοινοτήτων (πράγμα που δεν είχε συμβεί την πρώτη φορά). Ειδικά για τους πρώην ενοικιαστές, βεβαιώνεται ότι θα τους καταβληθεί αποζημίωση προσαυξημένη με τόκο από την ημέρα που είχαν καταβάλει τα χρήματα.[4]     (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το μεσοβυζαντινό Άργος: Ιστορικά δεδομένα και νομισματική κυκλοφορία – Παναγιώτης Γιαννόπουλος


 

Η μεσοβυζαντινή Αργολίδα σπάνια αναφέρεται στις γραπτές πηγές. Σύμφωνα με ένα Σχόλιο του Αρέθα Καισαρείας στη Σύντομη Ιστορία του πατριάρχη Νικηφόρου, κατά το έκτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου (587/588) αβαροσλαβικά φύλα εισέβαλαν στην Πελοπόννησο.

Οι Αργείοι, προ του κινδύνου, επιβιβάστηκαν σε πλοία και κατέφυγαν στη νήσο Ρόβη.[1] Την πληροφορία αυτή του Σχολίου του Αρέθα αντιγράφουν το πολύ νεότερο Χρονικό της Μονεμβασίας[2] και ο πατριάρχης Νικόλαος Γ’ ο Γραμματικός (1084-1111) σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό.[3] Αποτελεί συνεπώς μεθοδολογικό λάθος, που διαιωνίζεται από πολλούς ιστορικούς, η παραπομπή στο Χρονικό της Μονεμβασίας για την καταστροφή του Άργους από τους Αραβοσλάβους. Είναι ορθότερο οι παραπομπές να γίνονται στον Αρέθα, η επιστημονικότητα και η πελοποννησιακή καταγωγή του οποίου προσδίδουν ιδιαίτερο βάρος στα γραφόμενά του.[4]

 

Άγιος Αρέθας Καισαρείας, έργο του αγιογράφου Κωνσταντίνου Δημητρέλου, 2015. Ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της Μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο. Γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στο 850.

 

Η χρονολόγηση του Αρέθα για την πρώτη αβαροσλαβική εισβολή στην Πελοπόννησο ελέγχεται ως ανακριβής. Ο συντάκτης του Σχολίου στηρίζεται προφανώς σε προφορικές ή οικογενειακές παραδόσεις και περιέχει αρκετές ιστορικές ανακρίβειες.[5] Ενδελεχής και επισταμένη έρευνα των παράλληλων πηγών απέδειξε ότι οι Αβαροσλάβοι διέσπασαν την αμυντική γραμμή του Ισθμού στα τέλη του 584 ή στις αρχές του 585, ενώ το νησί στο οποίο κατέφυγαν οι Αργείοι ήταν η Πλατιά (που ενίοτε αναφέρεται και ως Ρόβη), στις νότιες ακτές της Αργολίδας.[6] Νομίσματα και αργυρά σκεύη της εποχής που βρέθηκαν στο σήμερα ακατοίκητο νησί επιρρωνύουν αυτό το συμπέρασμα.[7] Τα αβαρικής και σλαβικής καταγωγής αντικείμενα και θραύσματα αγγείων που βρέθηκαν στην Αργολίδα υποδεικνύουν ότι οι εισβολείς ελάχιστα παρέμειναν στις καταστραμμένες περιοχές.[8]

 

Η Πλατειά είναι νησίδα του Αργοσαρωνικού η οποία βρίσκεται κοντά στις ανατολικές ακτές του Αργολικού κόλπου, απέναντι από το χωριό Κάντια. Η νησίδα αυτή, όπως και οι παρακείμενές της κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής του Αργολικού κόλπου, χρησίμευαν ως καταφύγια των πληθυσμών σε περιπτώσεις βαρβαρικών επιδρομών, βλ. Α. Κυρου, «Νησιώτικα καταφύγια στον Αργολικό κόλπο κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες», στο Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (2000), τόμ. Β΄ (2002).

 

Μολονότι με το θέμα έχω ασχοληθεί επισταμένως, θεωρώ σκόπιμες δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στη χρονολόγηση της πρώτης εισβολής. Ορισμένοι ιστορικοί υιοθετούν άκριτα τη χρονολόγηση του Χρονικού της Μονεμβασίας, του οποίου ταυτόχρονα απορρίπτουν την ιστορική αξιοπιστία. Προς επίρρωση της άποψής τους φέρουν τα νομισματικά ευρήματα, στα οποία περιέχονται χάλκινες κοπές του 4ου έτους του Μαυρικίου (585/586) και τα οποία τοποθετούν στην προ της εισβολής περίοδο. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το μετάλλιο φιλομάθειας του Ιωάννη Καποδίστρια – Ανδρέας Μαζαράκης


 

Ιωάννης Καποδίστριας, λιθογραφία.

Η προσπάθεια του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, να θέσει βάσεις στην παιδεία είναι γνωστή. Μόνο για το χρονικό διάστημα των πρώτων τεσσάρων μηνών του 1830, μέσα στο χειμώνα, επισκέφτηκε τη Σύρο, τον Πόρο και την Αίγινα ενθαρρύνοντας τους τοπικούς παράγοντες να συνδράμουν στην ίδρυση σχολείων. Η ανταπόκριση των συνδρομητών σε τοπικό επίπεδο ήταν θετική. Υπάρχει όμως μία λιγότερο γνωστή πτυχή αυτής της προσπάθειας, εκείνη της απονομής βραβείου φιλομάθειας γιατί όπως πίστευε, «[…] οί Ἕλληνες εἶναι εὐαίστητοι, καὶ ἐν αὐτοὶς ἡ ἰσχυροτάτη χορδὴ ὑπάρχει ἡ τῆς φιλαυτίας […]»[1]. Ανέτρεξα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και δεν συνάντησα μία πλήρη δημοσίευση που να αφορά στο βραβείο φιλομάθειας και πολύ περισσότερο μία φωτογραφία του μεταλλίου.

Η αλληλογραφία του Καποδίστρια ρίχνει αρκετό φως στην ύπαρξη του μεταλλίου – βραβείου, γιατί μας αναφέρει ότι στην αρχή κόπηκε για τη βράβευση των αριστούχων της Αλληλοδιδακτικής σχολής του Ναυπλίου και αργότερα για το ορφανοτροφείο της Αίγινας και τα υπόλοιπα σχολεία.

Στις 5 Απριλίου, στέλνει ο Κυβερνήτης μία επιστολή προς τον διδάσκαλο της σχολής όπου του γράφει «[…] Πέμπομεν πρός σὲ τὰ νομισματικὰ βραβεῖα δἰ ὧν ἡ κυβέρνησις τιμᾷ τοὺς εὐδοκιμήσαντες εἰς τὰς τελευταίας ἐξετάσεις μαθητάς σου, […] οἱ δὲ τούτων ἀξιωθέντες θέλουν φέρει ἐπὶ τοῦ στήθους προσηρτημένα μὲ δέμα ἐθνικοῦ χρώματος»[2]. Το ίδιο κείμενο δημοσιεύτηκε με μικροδιαφορές στις 7 Μαΐου 1830 στην «Ἐφημερὶς Γενική», όπου αναφέρεται ότι τα μετάλλια εστάλησαν σύμφωνα με «τὸν ἐπισυναπτόμενον κατάλογον», που σημαίνει ότι οι μαθητές που βραβεύτηκαν ήταν περισσότεροι από ένας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η Σμύρνη με το βλέμμα του Νικολάου Δραγούμη – Στοχασμοί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου


 

Στα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη κατέχει μία ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία καθώς συνιστούσε έναν ελκυστικό ταξιδιωτικό προορισμό[1]. Εκτός από τους ακατάλυτους δεσμούς που συνέδεαν την ελληνική κοινότητα με το εθνικό κέντρο, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η εμβληματική αυτή μητρόπολη της Ιωνίας υπερείχε των πόλεων του ελληνικού κράτους για το επίπεδο και την ποιότητα ζωής.

 

Άποψη της Σμύρνης. Abraham Storck (Άμπραχαμ Στορκ), 18ος αιώνας.

 

Ένα επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Γ. Κοζάκης-Τυπάλδος, σχετικά σημειώνει: «Εν γένει υπό την υλικήν έποψιν οι Σμυρναίοι εισί πολύ πλέον πεπολιτευμένοι από ημάς τους κατά την ελευθέραν Ελλάδα Έλληνες, και τη αληθεία (μ᾽όλας μας τας αξιώσεις) νομίζω, ότι και διανοητικώς δεν υπερτερούμεν αυτούς κατά πολύ»[2].

H λαμπρή αυτή κοσμόπολη που στα νεότερα χρόνια συγκροτήθηκε από μεταναστευτικά πληθυσμιακά ρεύματα, σταδιακά  σημείωσε αλματώδη οικονομική πρόοδο λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών και των διεθνών της προσβάσεων[3]. Πρόκειται πλέον για την ανθοφορούσα και πολυεθνική Σμύρνη[4] όπου το ελληνικό στοιχείο συνιστούσε τον αξιολογότερο οικονομικό και κοινωνικό  παράγοντα[5]. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Older Posts »