Posts Tagged ‘Μάνη’
Πρoστατευμένο: Οι επισκοπές της Μάνης, Τάσος Γριτσόπουλος, «Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν», Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 1992.
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Ψηφιακές Συλλογές, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εκκλησιαστικά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θρησκεία, Μάνη, Ορθοδοξία, Οι επισκοπές της Μάνης, Πελοπόννησος, Ψηφιακά Βιβλία on 25 Ιουνίου, 2012|
Πρoστατευμένο: Ο θεσμός της σύγκριας [δεύτερης συζύγου] εις την Μάνην, Απόστολος Β. Δασκαλάκης, Πελοποννησιακά, τόμος Ι, Αθήναι, 1974.
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές, tagged 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, σύγκρια, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ιστορία, Μάνη, Πελοπόννησος, Πελοποννησιακά, Ψηφιακά Βιβλία, Ψηφιακές Συλλογές, Ψηφιακή βιβλιοθήκη on 11 Ιουνίου, 2012|
Πρoστατευμένο: Η υπό τους Ορλώφ Πελοποννησιακή Επανάστασις (1770) / Ο αιχμαλωτισθείς και εξισλαμισθείς Μαυρομιχάλης, Σωκράτης Β. Κουγέας, Ακαδημαϊκός. Πελοποννησιακά, τόμος Α, Αθήναι,1956.
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Ψηφιακές Συλλογές, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ανακοίνωση, Επανάσταση, Ιστορία, Κουγέας, Μάχη, Μάνη, Μαυρομιχάλης, Ορλωφικά, Πελοπόννησος, Πελοποννησιακή Επανάσταση on 9 Δεκεμβρίου, 2011|
Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μάνη
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αρεόπολη, Επανάσταση, Επανάσταση 21, Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μάνη, Ιστορία, Κυνουρία, Καλαμάτα, Λακωνία, Μάνη, Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848), Οπλαρχηγός, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί, Τρίπολη, Τσίμοβα, Φιλική Εταιρεία on 24 Φεβρουαρίου, 2011| Leave a Comment »
Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μάνη
Η Φιλική Εταιρεία προετοιμαζόταν για μια παμβαλκανική επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού και γι’ αυτό ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το Φεβρουάριο του 1821. Στις προεπαναστατικές ενέργειες της ηγεσίας της εταιρείας ήταν η προετοιμασία και της κυρίως Ελλάδας, όπου είχαν αποσταλεί πολλοί Φιλικοί.
Η σημασία της Μάνης για την Επανάσταση είχε επισημανθεί πολύ έγκαιρα και όχι βεβαίως τυχαία. Το μαχητικό πνεύμα των κατοίκων, το υψηλό πολεμικό τους φρόνημα, η αυτονομία της περιοχής και η απουσία τουρκικής εξουσίας ήταν ευνοϊκοί παράγοντες για την επιτυχία της πολεμικής εξέγερσης. Στις παραμονές του Αγώνα υπήρχαν εκεί ένοπλα σώματα υπό την ηγεσία έμπειρων αρχηγών και αρκετοί Φιλικοί είχαν μεταβεί για να προετοιμάσουν το έδαφος.
Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος προεπαναστατικά βρισκόταν στη Ζάκυνθο, μνημονεύει στα απομνημονεύματά του ότι στις 6 Ιανουαρίου 1821 έφθασε στην Καρδαμύλη «εις του πατρικού φίλου Παναγιώτη Μούρτζινου» και μέχρι το Μάρτιο φρόντιζε για την εσωτερική ηρεμία λόγω των αντιζηλιών που υπήρχαν μεταξύ των τοπικών, ισχυρών και πολυάριθμων οικογενειών. [1] Η συνένωση αυτή και η ομόνοια μεταξύ των αρχηγών ήταν απαραίτητη για την επιτυχία του Αγώνα.
Εν τω μεταξύ η αποτυχία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία οδήγησε στην Εθνική Ελληνική Επανάσταση που ξεκίνησε από την Πελοπόννησο. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου και πριν ακόμη οριστεί η ημέρα της έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων, παρατηρείται επαναστατικός αναβρασμός που όλο και δυνάμωνε, παρά τα μέτρα εκφοβισμού των Τούρκων με τις συλλήψεις ομήρων και την κράτηση των αρχιερέων και προκρίτων στην Τρίπολη μετά τη γνωστή παραπλανητική πρόσκληση. [2]

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Μπέης της Μάνης. Πρόεδρος του Εκτελεστικού της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας το 1822. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1830.
Στη Μάνη υπήρχε διχογνωμία ως προς τον κατάλληλο χρόνο έναρξης της Επανάστασης. Στην Ανατολική Μάνη από τις αρχές Μαρτίου επικρατούσε απροκάλυπτη πολεμική κινητοποίηση με τη στρατολόγηση ανδρών και την προμήθεια πολεμοφοδίων. Στη Δυτική Μάνη, που τελούσε υπό την άμεση επιρροή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, επικρατούσε μια φαινομενική τάξη λόγω των δισταγμών του τελευταίου, ο οποίος ανησυχούσε πως οποιαδήποτε πρόωρη και ασυντόνιστη κίνηση των ντόπιων θα προξενούσε στρατιωτική επέμβαση των Τούρκων και ακύρωση της όλης προσπάθειας. Τους φόβους του αυτούς εξέφρασε και εγγράφως στις 11 Μαρτίου προς τους Πιέρρο-Μαγγιόρο και Γεωργάκη Γρηγοράκηδες, γιους του παλιού μπέη της Μάνης. [3]
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848) ήταν ο τοπικός ηγεμόνας από το 1815 όταν ανέλαβε από το σουλτάνο το αξίωμα του μπέη της Μάνης (εξ ου και Πετρόμπεης), τίτλο που μέχρι τότε κατείχε ο Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης, ο οποίος είχε καθαιρεθεί. Χάρη στο αξίωμα αυτό και στις αναμφισβήτητες ικανότητές του, ο Πετρόμπεης κατάφερε να επιβληθεί στην περιοχή τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους και να αποκτήσει μεγάλη επιρροή. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Κυριάκο Καμαρινό και αργότερα μύησε και ο ίδιος τους κυριότερους αρχηγούς της Μάνης. Υπήρξε συνετός και έμπειρος αρχηγός, ένθερμος πατριώτης, διορατικός και δεν ενθουσιαζόταν εύκολα.
Οι διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα για επέμβαση της Ρωσίας στην επικείμενη ελληνική ένοπλη εξέγερση με την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέμου και την αποστολή ένοπλης δύναμης στην Ελλάδα και για την ύπαρξη πληθώρας οικονομικών μέσων δεν έπειθαν το διστακτικό Μαυρομιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε να διασταυρώσει τις πληροφορίες του από τον Καποδίστρια και την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Πίστευε ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη και ασυντόνιστη κίνηση θα έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο την όλη προετοιμασία.
Οι τουρκικές αρχές ήδη υποψιάζονταν τον Πετρόμπεη εξαιτίας της απειθαρχίας του να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα και σχεδίαζαν την αντικατάστασή του από τη θέση του μπέη. Ο τελευταίος ξεγέλασε τις ανησυχίες του εχθρού με την αποστολή του γιου του Αναστάση στην Τρίπολη στη σχετική πρόσκληση των Τούρκων.
Στα μέσα Μαρτίου στο λιμάνι του Αρμυρού κατέπλευσε το πλοίο με τα πολεμοφόδια που είχαν στείλει οι Φιλικοί της Σμύρνης. Ο πολυμήχανος Παπαφλέσσας σκέφτηκε να κάνει συμμέτοχο το διστακτικό Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του ζήτησε να εκδώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου. Έτσι, σε περίπτωση αποκάλυψης του πραγματικού περιεχομένου του, ο Πετρόμπεης θα βρισκόταν εκτεθειμένος στους Τούρκους ως συνεργός των επαναστατών.
Πράγματι, όταν η μεταφορά του φορτίου από ένοπλους χωρικούς έγινε γνωστή στον Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου, βοεβόδα της Καλαμάτας, οι πρόκριτοι προφασίστηκαν ότι μετέφεραν λάδι και ότι αναγκάζονταν να είναι ένοπλοι για τον κίνδυνο των ληστών. Ο Αρναούτογλου τότε ανήσυχος ζήτησε ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη, ο οποίος έστειλε στις 20 Μαρτίου στην Καλαμάτα το γιο του Ηλία [4] επικεφαλής σώματος 150 Μανιατών για να προστατέψει την πόλη.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Φιλήμονα, οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που είχαν συνέλθει στη Λαύρα, πρότειναν στον Πετρόμπεη «την προκαταρκτικήν κίνησιν των Λακωνικών όπλων», επισημαίνοντας τα πλεονεκτήματα της περιοχής λόγω του ιδιότυπου πολιτικού καθεστώτος και της πολεμικής εμπειρίας των κατοίκων.
Οι Μανιάτες οπλαρχηγοί ήταν πλέον πεπεισμένοι για την επίσπευση των πολεμικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα δε με τοπική παράδοση, στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη – Τσίμοβα οι καπεταναίοι της Μάνης με επικεφαλής τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη κήρυξαν την Επανάσταση και έγινε δοξολογία στο ναό των Ταξιαρχών. Παράδοση που επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του Φιλήμονος και του Ιωάννη-Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου. Κατά τον Κολοκοτρώνη, οι Έλληνες «διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου» και «όθεν την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων».
Στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό, στη θέση «Κοτρώνι», υψώθηκε η επαναστατική σημαία που είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από λευκό ύφασμα και μαύρο σταυρό. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι ιερείς ευλόγησαν τη σημαία και οι οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Πετρόμπεης, ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Η ημέρα της 17ης Μαρτίου έχει κηρυχθεί από το κράτος ως τοπική εθνική εορτή της Αρεόπολης.
Η επιλογή της περιοχής αυτής για την κήρυξη της Επανάστασης δεν κρίθηκε τυχαία, αφού η Τσίμοβα – Αρεόπολη ήταν επί ηγεμονίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη η «πολιτική πρωτεύουσα» της Μάνης, ο εκεί μεγάλος πύργος του αποτελούσε το διοικητήριό του και εκεί έμεναν τα ισχυρότερα μέλη της οικογένειάς του. Επίσης η Τσίμοβα αποτέλεσε το κέντρο του επαναστατικού αγώνα της Μάνης. Στη συνέχεια άρχισε η πολεμική προετοιμασία και οργανώθηκαν δύο στρατιωτικά τμήματα, της Ανατολικής και της Δυτικής Μάνης, τα οποία έδρασαν χωρισμένα, αλλά ταυτόχρονα υπό τους τοπικούς τους αρχηγούς, το μεν πρώτο προς Λακεδαίμονα και το δεύτερο προς Καλαμάτα.
Στα γεγονότα της Δυτικής Μάνης πρωτοστάτησε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Δεδομένου ότι οι τοπικές τουρκικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί στην εκστρατεία υπό τον Χουρσίτ πασά εναντίον του Αλή πασά, ο Αρναούτογλου διέθετε μόνο μια μικρή, αλλά εμπειροπόλεμη δύναμη 100 ανδρών, η οποία θα μπορούσε να κρατήσει την άμυνα της πόλης για κάποιο διάστημα μέχρι την άφιξη ενισχύσεων.
Ήταν συνεπώς κατάλληλη η ευκαιρία να καταληφθεί η Καλαμάτα και με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες. Ο Πετρόμπεης ζήτησε από τους Παπαφλέσσα, Κεφάλα και Αναγνωσταρά να καταλάβουν τους λόφους γύρω από την Καλαμάτα και να οχυρωθούν εκεί. Η προαναφερθείσα όμως παρουσία των Μανιατών του Ηλία Μαυρομιχάλη ενθάρρυνε τα ένοπλα σώματα της Μεσσηνίας, τα οποία ανυπομονούσαν να εισέλθουν πρόωρα στην πόλη προδίδοντας τα σχέδια των συμπατριωτών τους. Οι πρόκριτοι της πόλης τότε, σε συνεννόηση με τον Πετρόμπεη, συμβούλευσαν τον Αρναούτογλου να ζητήσει τη βοήθεια του ίδιου του Πετρόμπεη, όπως και έγινε.
Το μεσημέρι της 22ας Μαρτίου μια στρατιά 2.500 ανδρών με επικεφαλής τον Πετρόμπεη εξόρμησε προς τις πεδιάδες της Μεσσηνίας. Μαζί του ήταν πολλά μέλη της οικογένειάς του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και καπετάνιοι της Δυτικής Μάνης: ο Μούρτζινος, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουντουράκηδες, ο Παναγιώτης Βενετσανάκος, ο Κυβέλος, ο Χριστέας κ.ά. Το πρωί της επόμενης μέρας είχαν πλέον εισέλθει στην Καλαμάτα, μαζί τους ήταν οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Νικηταράς και οι άλλοι οπλαρχηγοί που φυλούσαν τους γύρω λόφους, αφού πρώτα απέκοψαν κάθε προσπάθεια διαφυγής των Τούρκων προς Τρίπολη. Ο Αρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς αντίσταση, έπειτα από σχετικό πρωτόκολλο και αφού διασφαλίστηκε η ζωή των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος και μπροστά από τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων έγινε πανηγυρική δοξολογία, κατά την οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και των προκρίτων, κατά την οποία αποφασίστηκε η σύσταση επαναστατικής επιτροπής, της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» ή «Συγκλήτου», με σκοπό το συντονισμό του επαναστατικού αγώνα. Η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών δυνάμεων».
Την ίδια μέρα ο Πετρόμπεης, ως πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, απέστειλε «προειδοποίησιν εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», γνωρίζοντας την Επανάσταση των Πελοποννησίων και ζητώντας βοήθεια για την Ελλάδα «εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε […] όσον τάχος την φιλάνθρωπον συνδρομήν και διά χρημάτων και διά όπλων, και διά συμβουλής», διαβεβαιώνοντας για την έμπρακτη απόδειξη της ευγνωμοσύνης της. Η «προειδοποίησις» αυτή αποτελεί το πρώτο διπλωματικό έγγραφο της επαναστατημένης Ελλάδας προς τις ξένες δυνάμεις.

Η προκήρυξη του Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου. (Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας)
Ένα δεύτερο κείμενο της Γερουσίας υπογεγραμμένο από τον Πετρόμπεη απευθυνόταν, το Μάιο του ίδιου χρόνου, προς τους Αμερικανούς πολίτες. Το κείμενο αυτό στάλθηκε μέσω του Αδαμάντιου Κοραή στον Αμερικανό καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και γερουσιαστή Έντουαρντ Έβερετ και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια κινητοποίησης των αμερικανικών φιλελληνικών αισθημάτων. [5]
Στην Ανατολική Μάνη οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν ταυτόχρονα με τη Δυτική. [6] Στην Ανατολική Μάνη υπήρχαν πάνω από 1.500 Βαρδουνιώτες Τούρκοι, πολύ γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές, οχυρωμένοι σε πύργους. Αυτοί συχνά αναστάτωναν την Πελοπόννησο και τις ίδιες τις τουρκικές αρχές «άλλοτε ως αντιπολιτευόμενοι άλλοτε ως αντάρται, ενίοτε δε και ως λησταί». [7] Επίσης το φρούριο του Μυστρά ήταν πολύ καλά οχυρωμένο από πολυάριθμους Τούρκους. Υπό τις συνθήκες αυτές η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους Ανατολικούς Μανιάτες και η αντίσταση των Τούρκων θα καθυστερούσε πολύ τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.
Έτσι, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (αδελφός του Πετρόμπεη και συγγενής των Γρηγοράκηδων), ο οποίος (όπως και οι άλλοι οπλαρχηγοί) διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Βαρδουνιώτες, άρχισε σκόπιμα να διαδίδει ότι έρχονται ευρωπαϊκές (φράγκικες) ενισχύσεις, γεγονός που θορύβησε τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν με τις οικογένειές τους να εγκαταλείπουν τους πύργους τους, είτε «μικροψυχήσαντες» είτε φοβούμενοι ότι δεν θα άντεχαν σε μακρόχρονη πολιορκία. Καθώς έφευγαν διέδωσαν τον πανικό τους σε όλη τη Λακεδαίμονα.
Από τις 20 Μαρτίου οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης (Π. Κοσονάκο, I. Κατσούλη κ.ά.) είχαν αρχίσει να συγκροτούν πολεμικά σώματα και κατευθύνονταν προς το Μαραθονήσι-Γύθειο, όπου ύψωσαν την επαναστατική σημαία στις 22 Μαρτίου.
Στη συνέχεια ορισμένα πολεμικά σώματα στράφηκαν προς την Κυνουρία για να ενισχύσουν την πολιορκία της Τρίπολης, ενώ τα μεγαλύτερα προς την πεδιάδα του Έλους για την πολιορκία του ισχυρότατου φρουρίου της Μονεμβασίας. Η κατάληψή του είχε μεγάλη σημασία για την πορεία της Επανάστασης λόγω του θαλάσσιου αποκλεισμού των Τούρκων από εκείνη την πλευρά. Στις 28 Μαρτίου, έπειτα από δοξολογία που τέλεσε ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος, άρχισε η από ξηράς πολιορκία, και λίγες μέρες αργότερα ο θαλάσσιος αποκλεισμός.
Αννίτα Ν. Πρασσά
Δρ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας,
προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας
Υποσημειώσεις
[1] Άπαντα Κολοκοτρώνη, εισαγ. – επιμ. Έλλη Αλεξίου, Αθήνα (Ιστορικές Εκδόσεις 1821), τ. 2, σ. 277.
[2] Απόστ. Β. Δασκαλάκης, «Η προπαρασκευή της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την Λακωνίαν», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Α’ (1972), σ. 1-72.
[3] Για την επανάσταση στη Μάνη, βλ. Απόστ. Β. Δασκαλάκη, «Η έναρξις της Επαναστάσεως και τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα εις την Λακωνίαν», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Β’ (1975), σ. 5-62 και Έφης Αλλαμανή, «Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα. Εξάπλωση και τοπική επικράτησή της», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, σ. 87-91, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[4] Γι’ αυτόν, βλ. Δικαίου Β. Βαγιακάκου, «Ηλίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλης», Λακωνικαί Σπουδαί, τ. Β’ (1972), σ. 223-243.
[5] Σχετικά βλ. Θάνου Βαγενά και Ευρ. Δημητρακοπούλου, Αμερικανοί φιλέλληνες εθελοντές στο Εικοσιένα, Αθήνα 1949, σ. 8-13.
[6] Για την επανάσταση στην Ανατολική Μάνη, βλ. Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλου, Πολιορκία και άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821, Αθήναι 1874, σ. 56 επ., Δασκαλάκη, ό.π., σ. 41 επ., όπου και αποσπάσματα σύγχρονων με τα γεγονότα πηγών.
[7] Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (έκδ. Β’, 1978), τ. Α’, σ. 68.
Πηγή
- Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « 1821 Η κήρυξη της Επανάστασης», τεύχος 229, 24 Μαρτίου 2004.
Σχετικά θέματα:
Γιατράκος Γιωργάκης (Άρνα Λακωνίας; – Άργος 1841)
Posted in Πρὀσωπα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Άρνα Λακωνίας, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Γιατρός, Γιατράκος Γιωργάκης (Άρνα Λακωνίας; - Άργος 1841), Επανάσταση, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μάνη, Μανιάτες, Ναύπλιο, Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 18 Φεβρουαρίου, 2011| Leave a Comment »
Γιατράκος Γιωργάκης (Άρνα Λακωνίας; – Άργος 1841)
Κλέφτης στα προεπαναστατικά χρόνια και οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821. Στα τέλη του 1822 κατηγορήθηκε ότι αναμίχθηκε στη δολοφονία του πρόκριτου του Μυστρά Παναγιώτη Κρεββατά (Νοέμβριος 1822), επειδή φοβόταν, όπως αναφέρεται, ότι ο τελευταίος θα παραχωρούσε τη στρατιωτική διοίκηση της επαρχίας του Μυστρά στο Νικηταρά ή επειδή παρακινήθηκε από τους «κυβερνητικούς» αντιπάλους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην παράταξη του οποίου ανήκε ο Κρεββατάς. Τον Ιούνιο του 1823 διορίσθηκε φρούραρχος του Βουλευτικού. Κατά τους εμφύλιους πολέμους στήριξε τους «πολιτικούς» και τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη. Στο τέλος όμως αντιλήφθηκε την κρισιμότητα της εσωτερικής κατάστασης και κατέβαλε κάποιες προσπάθειες να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες μερίδες.
Ως οπλαρχηγός ο Γιωργάκης Γιατράκος διακρίθηκε ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις των Πελοποννησίων για την αναχαίτιση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Συγκεκριμένα με 800 Μυστριώτες ταμπουρώθηκε στο χωριό Δυρράχι της Αρκαδίας, για να βοηθήσει το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους άλλους Έλληνες αρχηγούς στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την προέλαση του Ιμπραήμ στο βουνό Τραμπάλα (Ιούνιος 1825). Ο Γιατράκος και οι άνδρες του δέχτηκαν σφοδρότατη επίθεση του εχθρού και καταγκρεμίστηκαν στους απόκρημνους βράχους, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε. Αργότερα (Αύγουστος 1826) υπήρξε από τους αρχηγούς των συμπατριωτών του Μανιατών (ανάμεσά τους και οι αδερφοί του Νικόλαος και Παναγιώτης Γιατράκος) που απέκρουσαν τις ισχυρότατες δυνάμεις του Ιμπραήμ στο Πολυ(τσ)άραβο της Μάνης και ματαίωσαν τα σχέδια του τελευταίου να καταλάβει την περιοχή. Πέθανε το 1841 στο Άργος, με το βαθμό του υποστράτηγου και ασκώντας καθήκοντα νομοεπιθεωρητού.

Επιστολή του Γεωργάκη Γιατράκου προς τον Ιωάννη Κωλέττη με χρονολογία 23 Σεπτεμβρίου 1832, στο οποίο ο Γιατράκος αναφέρει στον Κωλέττη ότι δεν ανέχεται την παρουσία του Ν. Ζέρβα, απεσταλμένου του Κολοκοτρώνη και επιθυμεί να μεταβεί στο Άργος με τους αδελφούς Κατσάκο και Δελιγεωργόπουλο. ( Ακαδημία Αθηνών – Αρχειακή συλλογή ΚΕΙΝΕ – Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη).
Γιατράκος
Επίθετο ιστορικής μανιάτικης οικογένειας, που καταγόταν, σύμφωνα με μια παράδοση, από το φλωρεντινό οίκο των Μεδίκων. Ως γενάρχης της ελληνικής οικογένειας αναφέρεται ο Πέτρος Μέδικος, που το 1331 ακολούθησε τον τιτουλάριο δούκα των Αθηνών Γκωτιέ Β’ ντε Μπριέν στην αποτυχημένη του προσπάθεια να διώξει τους Καταλανούς από το δουκάτο του. Στη συνέχεια ο Φλωρεντινός ευπατρίδης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου εξελλήνισε το όνομά του σε «Ιατρός».
Αργότερα, μετά την κατάκτηση του Ναυπλίου από τους Οθωμανούς (1540), οι απόγονοι του Πέτρου Μέδικου ή Ιατρού κατέφυγαν σε βενετοκρατούμενες κυρίως περιοχές. Στη Μάνη η οικογένεια εμφανίζεται από το 1582 και το επίθετό της, παίρνοντας τη γνωστή κατάληξη των μανιάτικων επωνύμων, μετατράπηκε σε «Γιατράκος».
Οι Γιατράκοι εγκαταστάθηκαν στα Βαρδουνοχώρια, αναδείχτηκαν σε ισχυρούς προύχοντες και ανέπτυξαν στα προεπαναστατικά χρόνια σημαντική δραστηριότητα εναντίον των Τούρκων. Αναφέρεται επίσης ότι μέρος της δημοτικότητάς τους το όφειλαν στις κληρονομικές εμπειρικές ιατρικές τους γνώσεις. Από τους Γιατράκους που έδρασαν στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης αξιολογότεροι είναι οι πέντε γιοι του Ιωάννη Γιατράκου, Νικόλαος Γιατράκος (Άρνα Λακωνίας, ; – Σπάρτη, 1846), Μιχαήλ Γιατράκος (Άρνα, ; – Άργος, 1850), Ηλίας Γιατράκος (Άρνα, ; – Σπάρτη, 1875), στρατιωτικός που έφτασε στο βαθμό του υποστράτηγου, Γιωργάκης Γιατράκος και Παναγιώτης Γιατράκος.
Αλίκη Σολωμού
Αρχαιολόγος
Πηγή
- Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τόμος 3ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1985.
Σχετικά θέματα:
- Γιατράκος Παναγιώτης (1790 ή 1791 – 1851)
- Οι εμπειρικοί γιατροί και η συμβολή τους στην περίθαλψη των αγωνιστών κατά την επανάσταση του 1821
- Η συμβολή των Λακεδαιμονίων στην προάσπιση της ακρόπολης του Άργους (Ιούλιος 1822)
Μαυρομιχάλης Ηλίας Κατσάκος (; – 1836)
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Επανάσταση, Επανάσταση 21, Ιστορία, Καποδίστριας, Μάνη, Μαυρομιχάλης, Μαυρομιχάλης Ηλίας Κατσάκος (; - 1836), Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 27 Δεκεμβρίου, 2010| Leave a Comment »
Μαυρομιχάλης Ηλίας Κατσάκος (; – 1836)
Ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης γεννήθηκε στη Μάνη. Ο πατέρας του Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης ήταν αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, φημιζόταν για την ανδροπρεπή ομορφιά του και είχε τόσο μεγάλη επιρροή στη Μάνη, ώστε ο λαός τον αποκαλούσε «Βασιλιά». Λέγεται μάλιστα ότι, όταν αφαιρέθηκε η ηγεμονία της Μάνης από τον Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκη, ο Καπουδάν πασάς, πρόσφερε αρχικά το μπεηλίκι στον Κατσή. Αυτός όμως αρνήθηκε την προσφορά με τον ισχυρισμό ότι έχει μεγαλύτερο αδελφό τον οποίο σύμφωνα με τα λακωνικά έθιμα όφειλε να σέβεται. Έτσι το αξίωμα δόθηκε στον Πετρόμπεη.
Στα χρόνια του Αγώνα ο Κατσής δεν έδειξε πολεμική ή πολιτική δράση. Ενώ δηλαδή τα άλλα αδέλφια του, ο Πετρόμπεης, ο Κυριακούλης, ο Κωνσταντίνος και ο Αντώνης κινήθηκαν σε όλη την Ελλάδα, αυτός παρέμεινε στη Μάνη, διοικώντας την περιοχή και διαχειριζόμενος τα οικογενειακά ζητήματα της οικογένειας. Μόνο στην αρχή της Επανάστασης έδρασε κατά την πολιορκία των κάστρων της Μεθώνης και της Κορώνης και κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ανέλαβε την διοίκηση των στρατολογικών και οικονομικών υπηρεσιών του αμυντικού στρατοπέδου στην Φουρτζάλα (Θουρία) της Μεσσηνίας.
Αλλά αντί για τον πατέρα, στην πρώτη γραμμή του Αγώνα, βρέθηκε ο γιος του Ηλίας, ο οποίος σύμφωνα με την Μανιάτικη συνήθεια, επονομαζόταν Κατσάκος (γιος του Κατσή) αλλά και για να τον ξεχωρίζουν από τον πρώτο του εξάδελφο Ηλία, τον περίφημο Μπεζαντέ- Ηλία, γιό του Πετρόμπεη, που έπεσε ηρωικά στην Κάρυστο.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, εμφανίζεται ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, μόλις είκοσι χρόνων, να ανασυγκροτεί ως αρχηγός λακωνικού σώματος την διαλυθείσα πολιορκία της Κορώνης, που μόλις πριν από λίγο είχε αποτύχει.
Κατά την εισβολή του Δράμαλη πολέμησε στις μάχες της Αργολίδας, όπου και διακρίθηκε. Σ’ αυτόν ανέθεσαν την κατάληψη της ακρόπολης του Άργους. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ, διέπρεψε και ριψοκινδύνευσε στην Βέργα του Αλμυρού, όταν βγαίνοντας από το οχύρωμα, λαφυραγώγησε ένα πολύ ωραίο αραβικό άλογο. Μετέβη εσπευσμένα στα ενδότερα της Μάνης και επί κεφαλής 300 Μανιατών χτύπησε τον εχθρό στη Μινιάκοβα και έσωσε από βέβαιο όλεθρο τον Κοσσονάκο, που ήταν στενά πολιορκημένος.
Το 1830, επί Καποδίστρια, φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, επειδή συμμετείχε ενεργά στην αντιδραστική κίνηση των Μαυρομιχαλαίων κατά του Κυβερνήτη. Κατάφερε να δραπετεύσει και υποκίνησε την εξέγερση της Μάνης, μπαίνοντας επί κεφαλής των στασιαστών. Κατηγορήθηκε μαζί με τους άλλους συγγενείς του για τον φόνο του Κυβερνήτη αλλά απαλλάχτηκε από την κατηγορία της φονικής συνωμοσίας.
Σημαντική είναι η δράση του Ηλία Κατσάκου στα χρόνια της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Τα σκληρά μέτρα που έλαβε η βαυαρική Αντιβασιλεία προκειμένου να σταματήσει τους εμφύλιους πολέμους και να επικρατήσει η νόμιμη τάξη. Όταν επιχειρήθηκε ο βίαιος αφοπλισμός και η κατεδάφιση των πολεμικών πύργων*, προκάλεσαν την βίαιη αντίδραση των ατίθασων Μανιατών και την ένοπλη στάση.
Στην καταστολή τους συνέδραμε αποτελεσματικά με την παρέμβασή του ο Κατσάκος. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του η Αντιβασιλεία τον ονόμασε « Μοίραρχο υπεράριθμο» και προσελήφθηκε από τον Αρχηγό των Βαυαρικών στρατευμάτων στρατηγό Σμάλτς μαζί με τον Βαυαρό ταγματάρχη Φέδερ ως σύμβουλος και βοηθός για την καταστολή της ανταρσίας της Μάνης, όπου κατάφερε με τις δραστήριες ενέργειες του και της σημαντικής τοπικής επιρροής του να επιφέρει την ειρήνη και τον συμβιβασμό. Σ’ αυτόν οφείλεται η καταστολή του κινήματος της Τσίμοβας, η διάλυση της πολιορκίας της Ζαρνάτας, η κατάθεση των όπλων της Ανδρούβιστας, και η απελευθέρωση των Βαυαρών που είχαν αιχμαλωτιστεί στο Πορτοκάγιο.
Οι προσπάθειες του για την επικράτηση της τάξης και της ειρήνης, συνεχίστηκαν στην Μεσσηνία και κατάφερε να καταστείλει την στάση κατά της Αντιβασιλείας, την οποία είχε υποκινήσει ο Κολοκοτρώνης και να δώσει σκληρούς αγώνες με κίνδυνο της ζωής του, κατά του Νικηταρά και του Μητροπέτροβα. Όταν πλέον είχε κατασταλεί η στάση, ο Σμάλτς διέλυσε τα στρατιωτικά σώματα αλλά διατήρησε ενεργά μόνο δύο. Το σώμα της Αρκαδίας υπό τον Γαρδικιώτη και της Μεσσηνίας υπό τον Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη.
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα και την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κατσάκος, σε αναγνώριση και ανταμοιβή των υπηρεσιών του προς τον θρόνο και προς ικανοποίηση της ισχυρής λακωνικής οικογένειας, διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα.
Στην νεοσύστατη τότε βασιλική αυλή και την νεοπαγή αθηναϊκή κοινωνία η εμφάνιση του Ηλία Κατσάκου έκανε καταπληκτική εντύπωση και έλαμψε κυριολεκτικά με τις ψυχικές και σωματικές αρετές του. Με το ψηλό και ευλύγιστο ανάστημά του, το ωραίο του πρόσωπο με τα απολλώνεια χαρακτηριστικά, την ευγένεια και την ανδρεία του, είχε κερδίσει τον θαυμασμό Ελλήνων και ξένων.
Είναι γνωστός ο θρύλος που δημιουργήθηκε σχετικά με τις σχέσεις του με την Δούκισσα της Πλακεντίας (Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπράν), την εκκεντρική εκείνη γυναίκα, η οποία μολονότι ήταν φειδωλή και εκλεκτική στις σχέσεις της, δεχόταν συχνά και με οικειότητα τον υπασπιστή του βασιλιά.
Κάποτε, η Δούκισσα και η κόρη της Ελίζα, διέτρεξαν θανάσιμο κίνδυνο να γκρεμιστούν στον Ιλισσό όταν αφηνιάσανε τα άλογα της άμαξας τους. Ο Κατσάκος τα συγκράτησε με τα στιβαρά του χέρια ή, κατά μια άλλη εκδοχή, τα πυροβόλησε με τόλμη και ακρίβεια. Από τότε η Δούκισσα τον αγάπησε πολύ θεωρώντας τον σωτήρα της ίδιας και της κόρης της. Μάλιστα η κόρη της, τον θεωρούσε ως μελλοντικό μνηστήρα της.** Ο θρύλος αυτός, βεβαιώνεται και από την οικογενειακή παράδοση των Μαυρομιχαλαίων αλλά ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ο Κατσάκος και η σύζυγός του, χώρισαν «κοινή συναινέσει». Μάλιστα ο Κατσάκος πάντρεψε την πρώην γυναίκα του με έναν φίλο του από την Λακωνία, κάποιον Κατρίνη. Είναι πολύ πιθανό, να επεδίωξε και να πήρε το διαζύγιο, προκειμένου να παντρευτεί την κόμισσα Ελίζα. Και ο γάμος αυτός θα γινόταν εάν δεν μεσολαβούσε το τραγικό τέλος των δύο αυτών ανθρώπων.
Τον Απρίλιο του 1836 ο νεαρός Βασιλιάς ταξίδεψε στη Γερμανία, προκειμένου να βρει σύζυγο. Ως υπασπιστές του πήρε μαζί του τον Αντώνιο Μιαούλη και τον Ηλία Κατσάκο. Όταν όμως η βασιλική συνοδεία έφτασε στο Μόναχο, τους κατοίκους της πόλης αποδεκάτιζε φοβερή επιδημία χολέρας. Ο Κατσάκος ασθένησε και πέθανε, όπως πέθανε μετά από λίγο και ο συνάδελφός του Αντώνιος Μιαούλης κατά την διάρκεια του ταξιδιού του Όθωνα από το Μόναχο προς το Ολδεμβούργο. Ο Μιαούλης ετάφη στο Ούφφενχάϊμ της Βαυαρίας.
Πόσο αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε ο Κατσάκος από την βασιλική οικογένεια και την αυλή της Βαυαρίας αλλά και πόσο θρηνήθηκε ο πρόωρος θάνατός του το εντοπίζουμε στις τοπικές εφημερίδες εκείνης της εποχής και στο μεγαλοπρεπές μνημείο, το οποίο ανήγειρε επί του τάφου του ο Λουδοβίκος Α΄.
Σε άρθρο του 314 φύλλου (1836) της «Γενικής Εφημερίδος» του Άουσβουργκ αναφέρεται:
«Την περασμένην νύχτα (6 Νοεμβρίου) μεταξύ άλλων απέθανεν εις το βασιλικόν ανάκτορον κάτοχος ενδόξου ονόματος, ο υπασπιστής της Α.Μ. του Όθωνος, Κατσάκος Μαυρομιχάλης, όστις συνόδευσεν εδώ την Α.Μ. εις ηλικίαν πολύ νέαν, διακρινόμενος δια την μόρφωσιν και το θάρρος του. Τα προσόντα αυτά και η εύνοια του βασιλέως του τον οδήγουν εις υψηλούς εν τη πατρίδι του προορισμούς».
Στο 315 φύλλο: «Σήμερα (8 Νοεμβρίου) το απόγευμα εκηδεύθη ο υπασπιστής της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος αντισυνταγματάρχης Μαυρομιχάλης με στρατιωτικάς τιμάς».
Σε έκτακτο παράρτημά της, της 11ης Νοεμβρίου 1836, δημοσιεύεται μεγάλη νεκρολογία, στην οποία αναφέρονται μερικά ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία του Κατσάκου.
« Μετά την κατάλυσιν του Κερκυρο- Ρωσσικού κόμματος ετάχθη ο Κατσάκος με όλην την οικογένειάν του ενθουσιώδης υποστηρικτής της Βασιλείας και ως τοιούτος αντιμετώπισεν σκληρούς αγώνας εις την Μεσσηνίαν με τους αντιθέτους και τον Νικήταν, όστις παρ’ ολίγον να τον καταστρέψη. Διότι οδηγών ( ο Νικηταράς) τους Μεσσηνίους αντάρτας υπό τας σημαίας του Καποδίστρια και του Κολοκοτρώνη, του επετέθη και τον είχε πολιορκημένον επί τρεις ημέρας εις το χωρίον Μικρομάνη. Αλλά την 4ην ημέραν επελθών ορμητικός ο νεότερος 18ετής αδελφός του Γερμανός με σώμα Μανιατών τον έσωσεν εκ του κινδύνου.
Με την άφιξιν της Αντιβασιλείας ο Κατσάκος από στρατηγός έγινε λοχαγός. Αλλά τούτο ουδόλως τον εμπόδισεν από του να δράση και να καταστείλη την κατά της Αντιβασιλείας εξεγερθείσαν στάσιν της Μεσσηνίας και της Μάνης. Ένεκα δε των υπηρεσιών του τούτων, οίτινες έφεραν την υποταγήν και την τάξιν εις την Μάνην, επροβιβάσθη εις αντισυνταγματάρχην και έγινεν υπασπιστής της Α.Μ. του βασιλέως Όθωνος.
Υπό την ιδιότητά του ταύτην συνόδευσε τον νεαρόν μονάρχην εις Γερμανίαν και μαζί του εταξίδευσεν όλην την Μεσημβρινήν Γερμανίαν, την Ρηνανίαν, την Σαξωνίαν, το Βραδεμβούργον. Το υψηλόν και λαμπρόν ανάστημά του 36ετούς ανδρός με την ωραίαν εθνικήν ενδυμασίαν είλκυε παντού την προσοχήν και την συμπάθειαν των κατοίκων, οίτινες εις το πρόσωπον του Κατσάκου έβλεπον ένα εκ των γνησίων ηρώων, οίτινες με καρτερίαν και με ανυπέρβλητον θάρρος διεξήγαγον νικηφόρως τον τελευταίον αξιοθαύμαστον αγώνα εναντίον δεσπότου ισχυρού και αλαζόνος.
Όσοι τον επλησίαζαν εθέλγοντο από την ανοικτόκαρδον και ανεπιτήδευτον συμπεριφοράν του, η δε μέχρις αυταπαρνήσεως αφοσίωσίς του εις το πρόσωπον του νεαρού μονάρχου του, του εξησφάλισε την αγάπην, τον σεβασμόν και την συμπάθεια της χώρας μας, ήτις εξετίμα το γένος του, το πρόσωπόν του και τας πράξεις του. Εις όσους εγνώριζον το γιγάντειον σώμα και την φυσικήν και ηθικήν ρώμην του νέου ανδρός, την ενέργειαν και το σφρίγος του οργανισμού του, είναι ακατανόητον πως ήτο δυνατόν να υποκύψουν όλαι αυταί αι δυνάμεις εις την νόσον, ήτις παρά την σκληρότητά της επιστεύετο ότι εις το τέλος ήθελε νικηθή.
Η πρώτη αφορμή εδόθη, ως λέγουν, από κρυολόγημα, που επήρεν εις το κυνήγι, όπου την περασμένην Πέμπτην επέρασε όλην την ημέραν ενδεδυμένος ελαφρά παρ’ όλην την υπερβόρειον αυτήν κακοκαιρίαν. Άλλη αιτία ήτο η περιφρόνησις που ησθάνετο εις την αρρώστια με την σκέψιν ότι αυτός που επέρασεν εις την πατρίδα του όλους τους κινδύνους ασθενειών και μαχών χωρίς να πάθη τίποτε, ήτο υποχρεωμένος εδώ εις την ξενητειά να υπομένη επί της κλίνης ωσάν γυναίκα τας προφυλάξεις και τας περιποιήσεις των ιατρών.
Υποτιμών λοιπόν την κατάστασίν του ελοιδώρει τους φίλους που τον συνεβούλευαν ή τον εμάλωναν, και όταν του ωμίλουν δια χολέραν, τους απήντα με την αστειότητα, ότι « αυτή είναι γυναίκα κι αυτός δεν φοβείται τις γυναίκες». Έτσι ανεπτύχθη το κακόν εις τον ισχυρόν οργανισμόν του και την Κυριακήν το πρωί είχε σφοδρότατον εμετόν με δυνατούς πόνους, οι οποίοι παρά τας ιατρικάς βοηθείας και την δύναμιν του οργανισμού του, του έφεραν εντός 16 ωρών τον θάνατον, τον οποίον αντιμετώπισε με αταραξίαν ήρωος.
Εκοινώνησε από τον Έλληνα ιερέα με συγκίνησιν και ευλάβειαν της αγίας μεταλήψεως και δύο ώρας προ του θανάτου του όταν τον είδεν εις το δωμάτιον του με το Ευαγγέλιον, του είπε ζωηρά: « Δεήσου υπέρ εμού˙ γεροντάκι. Για με δεν υπάρχει πλέον ελπίς. Άνοιξέ μου την πύλην της ευσπλαχνίας». Περί την 10ην ώραν η αντίστασις της ισχυράς του φύσεως εκάμφθη τελείως και εκοιμήθη ήρεμα περιβαλλόμενος από κλαίοντας συμπατριώτας και Γερμανούς φίλους. Ο εξαφνικός θάνατος του μέσα εις το παλάτι, εμπρός εις τα μάτια των δύο μοναρχών και ολίγας εβδομάδας προ των επικειμένων γάμων του βασιλέως του, όστις τον υπερηγάπα, έκαμε παντού οδυνηράν εντύπωσιν. Σήμερα το απόγευμα εις τας 3 θα κηδευθή με τιμάς στρατιωτικάς κατά τα ελληνικά εκκλησιαστικά έθιμα. Ας είναι ελαφρά η γη του νέου και ευγενούς ήρωος, όστις μη ευρών τον θάνατον εις τους αγώνας του πατρίου εδάφους, ήτο πεπρωμένον να πέση από χολέραν εις την ξένην, αλλά πλησίον όμως του βασιλέως του, τιμημένος με το πένθος του και με το πένθος όλων όσοι τον εγνώρισαν».
Κατόπιν αναφέρεται στην οικογένεια Κατσάκου και τους συγγενείς τους, τους οποίους απαριθμεί και καταλήγει με ύμνους στην εκατόχρονη μητέρα του Πετρόμπεη και γιαγιά του νεκρού, προς τον οποίον έτρεφε εξαιρετική αδυναμία.
Η ίδια εφημερίδα βρίσκει την ευκαιρία και στην νεκρολογία του Μιαούλη ( παράρτημα 552) να αναφερθεί και πάλι στον Κατσάκο. Συγκρίνουσα τους δυο άτυχους Έλληνες υπασπιστές του Όθωνα λέει ότι τα βλέμματα του Γερμανικού κόσμου στράφηκαν κυρίως προς τον Κατσάκο με το ψηλό του ανάστημα και με τη λαμπρότητα της γραφικής του ενδυμασίας. Ακόμη δε, ότι αντίθετα με τον Μιαούλη, που ήταν ήρεμος, σοβαρός και μελαγχολικός, νοσταλγώντας συνεχώς την Ύδρα και την οικογένειά του, ο Κατσάκος διακρινόταν για την ευδιαθεσία του. Ήταν «παιδί της φύσεως, ήρως των βουνών και των λόγγων, τύπος αντιπροσωπευτικός της χαράς και της αβιάστου διαθέσεως». Πόση δε εντύπωση έκανε και σε άλλους ξένους κύκλους ο θάνατος του Κατσάκου, φανερώνει η αναφορά του στην επιτύμβια πλάκα της κόμισσας Σαπόρτα, που πέθανε στην Αθήνα. Εκεί αναγράφεται μεταξύ άλλων σχετικών:
«…Λουδοβίκος δε ο μονογενής αυτής υιός υπό χολέρας εννεάτης ετελεύτησεν εν Μονάχω τη 27 Οκτωβρ./8 Νοεμβρίου, εν έτει 1836, ημέρα καθ’ ήν ενταφιάζετο εκεί ο γενναίος του Βασιλέως Υπασπιστής ο συνταγματάρχης Κατσάκος Μαυρομιχάλης».
Ο κόμης Σαπόρτα, αυλάρχης του Όθωνα, είχε συνωδεύσει τότε και αυτός τον βασιλιά στο ταξίδι εκείνο, το οποίο απέβη τόσον οδυνηρό στην βασιλική συνοδεία.
Αλλά και μετά τον θάνατο του δεν έπαψε ο Ηλίας Κατσάκος ν’ απασχολεί την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ο ευφάνταστος λαός της Μάνης, τρέφοντας λατρεία και θαυμασμό για τον εξαιρετικό άνδρα, στην ωραιότητά του, στην ευρωστία του και στην ανδρεία του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τέτοιος άνθρωπος στην ακμή της ανδρικής του ηλικίας πέθανε από φυσικό θάνατο. Και πλάστηκε ο θρύλος περί της δολοφονίας του στην Αυλή του Μονάχου, είτε λόγω ερωτικής περιπέτειας, είτε λόγω αντεκδίκησης των Βαυρών για όσα είχαν υποστεί κατά την ανταρσία από τους Μανιάτες. Ο θρύλος αυτός αποτέλεσε θέμα και περιεχόμενο της γνωστής μπαλάντας, η οποία με διάφορες παραλλαγές αλλά πάντοτε ως «τραγούδι του Λιά του Κατσή» τραγουδιόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια στις γιορτές και τα πανηγύρια από τους πλανόδιους τραγουδιστές της Πελοποννήσου. (Κ. Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια και τραγούδια αριθ. 137, Β. Πετρούνια, Μανιάτικα Μοιρολόγια αριθ. 2).
Ο θρύλος βρήκε απήχηση και στην Αθήνα μεταξύ σοβαρών προσώπων, και έδωσε αφορμή σε σοβαρότερα γεγονότα. Ο εκδότης της Εφημερίδας «Ελπίς» Κωνσταντίνος Λεβίδης, υιοθέτησε την διάδοση αυτή περί δολοφονίας του Κατσάκου και δέχτηκε επίθεση τον Νοέμβριο του 1837 στο Καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος» από δέκα Βαυαρούς αξιωματικούς με τον Φέδερ επί κεφαλής παρόντος και του Ιωάννη Κατσή Μαυρομιχάλη, πατέρα του Κατσάκου, πράγμα το οποίον έδωσε αφορμή σε ποικίλα σχόλια.
«Αυτός ο περμπάντης είναι όπου υβρίζει τους τιμίους Βαυαρούς» είπαν αλλά ο Λεβίδης αποτεινόμενος προς τον παριστάμενο γερο -Κατσή αντέστρεψε: «Θέλουν να ειπούν: Αυτός είναι εκείνος, όστις στηλιτεύει τους φονεύσαντας τον υιόν σου Κατζάκον εις την Βαυαρίαν».
Ο Λεβίδης, που δημοσίευσε το επεισόδιο αυτό στο Παράρτημα της εφημερίδας του (αριθ. 85-86) έγραψε την εξής υποσημείωση: «Υπάρχουν, ως γνωστόν, πολλαί και μεγάλαι υποψίαι ότι ο υιός του κυρίου Κατζή, ο γενναίος Κατζάκος, εφονεύθη εις την εν Μονάχω διαμονήν του από τον ιατρόν Β……… ετυπώθη φυλλάδιον εμπείρου ιατρού Γερμανού πραγματευομένου περί της φαρμακεύσεως ταύτης, θέλομεν δημοσιεύσει κατόπιν μερικά τεμάχια». Αλλά η υπόσχεση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, είτε γιατί σταμάτησε μετά το επεισόδιο η έκδοση της «Ελπίδος», είτε γιατί δεν υπήρχε τέτοιο φυλλάδιο.
Λέγεται, ότι όταν ο Όθωνας επισκέφτηκε για τελευταία φορά στο Μόναχο τον ετοιμοθάνατο Κατσάκο, αυτός του διατύπωσε με αδύναμη φωνή την παράκληση: «Τα παιδιά μου Μεγαλιότατε»! Ο Όθωνας δεν λησμόνησε την τελευταία παράκληση του αγαπημένου του υπασπιστή. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα φρόντισε αυτοπροσώπως να παραλάβει και να προστατεύσει τους δυο ανήλικους γιούς του Κατσάκου, τον Ιωάννη και τον Δημήτριο.
Ο μεν Ιωάννης εκλέχτηκε βουλευτής για πολλές περιόδους κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και τα πρώτα του Γεωργίου, διακρίθηκε για τον χαρακτήρα και την μόρφωσή του, έγινε στενός φίλος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και, όπως αναφέρει ο τελευταίος στις επιστολές του, είναι αυτός που βρέθηκε στο πλευρό του ποιητή κατά την συμπλοκή του με τους Ιακωβάτους στη Βουλή. Αποσύρθηκε πολύ νωρίς από την πολιτική, έζησε στον ιστορικό πύργο των Κιτριών και πέθανε εκεί σε μεγάλη ηλικία. Ο δεύτερος γιος του Ηλία Κατσάκου, ο Δημήτριος, πέθανε πρόωρα. Αλλά άφησε γιούς και απογόνους.
Υποσημειώσεις
* Τρεις φορές επιχειρήθηκε η κατεδάφιση των Μανιάτικων πύργων. Την πρώτη αποφάσισαν οι Τούρκοι, προκειμένου να καταστείλουν την πειρατεία εκ μέρους των Μανιατών, επί Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκου (1810-1815). Η δεύτερη επιχειρήθηκε επί Καποδίστρια. Η τρίτη και πιο αιματηρή πραγματοποιήθηκε από την βαυαρική Αντιβασιλεία και είναι αυτή που αναφέρουμε στο κείμενό μας. «…λόγω σθεναράς αντιστάσεως των Μανιατών κατά των προς τούτο εισβαλόντων εις Μάνην κυβερνητικών, βαυαρικών κατά το πλείστον δυνάμεων υπό τον Βαυαρόν αξιωματικόν Φέδερ» απέτυχε. « Μόνον εις ακραίας τινάς περιοχάς, ιδίως της ανατολικής Μάνης οι βαυαροί επρόλαβον να κατακρημνίσουν πύργους τινας, οι δε εισβαλόντες προσκρούσαντες εις λυσσώδη αντίστασιν κατετροπώθησαν, πολλοί μάλιστα ηχμαλωτίσθησαν. Έκτοτε οι πανύψηλοι πύργοι της Μάνης δεν ηνωχλήθησαν».
** Μολονότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία, λέγεται ότι ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, υπήρξε το μήλον της έριδος μεταξύ μητέρας και κόρης. Βέβαια, ο θρύλος αναφέρεται κυρίως στις σχέσεις της Ελίζας και του Κατσάκου καθώς και στον επικείμενο γάμο τους. Το ειδύλλιο κλυδωνίστηκε όταν η Ελίζα έμαθε ότι ο Κατσάκος ήταν ήδη παντρεμένος. Η φήμη ότι δήθεν η γυναίκα του Κατσάκου πέθανε στην γέννα, δεν φαίνεται να απάλυνε την απογοήτευση της. Αν και ο Κατσάκος υπήρξε ο μεγάλος της έρωτας, η Ελίζα απομακρύνθηκε από τον αγαπημένο της. Ήταν Απρίλιος του 1836. Ο Κατσάκος έφευγε από την Ελλάδα, συνοδεύοντας ως υπασπιστής τον Όθωνα στην Γερμανία. Η Δούκισσα αποφάσισε να κάνει μαζί με την κόρη της ένα μεγάλο ταξίδι στη Μέση Ανατολή, πιστεύοντας ότι το ταξίδι αυτό θα βοηθούσε την Ελίζα να ξεχάσει την καταστροφική ερωτική σχέση της. Η είδηση του θανάτου του Κατσάκου βρήκε την Δούκισσα και την κόρη της στην Βηρυτό. Η υγεία της Ελίζας ήταν ήδη κλονισμένη από κάποιο πνευμονικό νόσημα. Ο θάνατος του Ηλία Μαυρομιχάλη ίσως λειτούργησε ως χαριστική βολή στην νεαρή Κοντέσα. Στις 18 Ιουνίου του 1837 υπέκυψε. Η λαϊκή παράδοση απέδωσε τον θάνατό της στην ραγισμένη από τον έρωτα καρδιά της, που δεν άντεξε στο άγγελμα του θανάτου του αγαπημένου της.
(Τα πιο πάνω δημοσιεύονται με κάθε επιφύλαξη αφού δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία αλλά αποτελούν μόνο θρύλους και σχόλια της εποχής ).
Πηγές
-
«Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος», Ιδρυτής – Διευθυντής: Γεώργιος Δροσίνης, Εκδότης Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήναι, 1936.
-
Γεώργιος Α. Βασιλειάδης, «The Duchesse de Plaisance in fact and fiction», Athens News, 14 Μαΐου 2004.
-
Α. Δ. Δασκαλάκη, «Αρχείον Τζωρτζάκη- Γρηγοράκη», Ανέκδοτα Ιστορικά έγγραφα της Μάνης, 1810-1815.
Σχετικά θέματα:
- Η συμβολή των Λακεδαιμονίων στην προάσπιση της ακρόπολης του Άργους (Ιούλιος 1822)
- Δούκισσα της Πλακεντίας
- Το φρούριο Λάρισα του Άργους
- Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848)
- Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια
- Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)
- Μαυρομιχάλης Γεώργιος του Πετρόμπεη – Η πορεία του δολοφόνου του Καποδίστρια και η διαθήκη του
Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848)
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Greek Revolution of 1821, Heroine of the Greek Revolution of 1821, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων, Επανάσταση 21, Ιστορία, Μπέης, Μάνη, Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848), Ναύπλιο, Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πρόεδροι της Βουλής, Πελοπόννησος, Πολιτικοί, Συγγραφέας, Petros Mavromichalis on 8 Νοεμβρίου, 2010| 5 Σχόλια »
Μαυρομιχάλης Πετρόμπεης (1765 ή 1773 – 1848)

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Μπέης της Μάνης. Πρόεδρος του Εκτελεστικού της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας το 1822. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1830.
Γόνος γνωστής οικογένειας προεστών της Μάνης, όπου γεννήθηκε το 1765 ή, κατά άλλη εκδοχή, το 1773. Είχε θυελλώδη χαρακτήρα, ενώ υπήρξε η ισχυρότερη προσωπικότητα των Μαυρομιχαλαίων κατά την επαναστατική περίοδο και ηγετική μορφή της Πελοποννήσου, πρωταγωνιστής πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της Επανάστασης, όπως και της μετέπειτα πολιτικής ζωής.
Μετά το 1800, όταν πέθανε ο πατέρας του, κατάφερε να κατευνάσει τις οξύτατες αντιπαραθέσεις που σπάρασσαν τους κόλπους της οικογένειας. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα μετά τη Συνθήκη του Τίλσιτ (1807), ο Μαυρομιχάλης, πιστεύοντας ότι είχαν διαμορφωθεί ευνοϊκές συνθήκες για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, επιδίωξε, σε συνεργασία με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους για την προετοιμασία και την οργάνωση απελευθερωτικού κινήματος.
Οι αντιθέσεις, που δημιουργήθηκαν στη Μάνη μεταξύ των ισχυρών οικογενειών της περιοχής κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία, προσέφεραν στο Μαυρομιχάλη την ευκαιρία να ασχοληθεί ενεργότερα με τα δημόσια πράγματα. Παντρεύτηκε την Άννα Μπενάκη, αδελφή του προεστού της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη. Παιδιά του ήταν οι: Ηλίας, Αναστάσιος, Γεώργιος, Ιωάννης, και Δημήτρης Μαυρομιχάλης.
Το 1815 ανέλαβε το αξίωμα του διοικητή (ή μπέη) της Μάνης, το οποίο είχε θεσμοθετηθεί από τους Οθωμανούς μετά τον τερματισμό των Ορλωφικών το 1774. Η επιρροή του, όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Οθωμανούς, υπήρξε ισχυρή. Ήδη πριν από την Επανάσταση ο Μαυρομιχάλης είχε δώσει δείγματα των ηγετικών του ικανοτήτων. Αν και διστακτικός αρχικά, μυήθηκε το 1818 στη Φιλική Εταιρεία και στις 17 Μαρτίου 1821 κήρυξε την Επανάσταση στην Αρεόπολη της Μάνης.
Στις 23 Μαρτίου, επικεφαλής 2.000 ανδρών, κατέλαβε την Καλαμάτα. Στις 25 Μαρτίου συνέστησε με άλλους 12 προεστούς τη Μεσσηνιακή Γερουσία – την πρώτη διοικητική οργάνωση των επαναστατημένων Ελλήνων – η οποία έστειλε την επαναστατική της προκήρυξη στις αυλές της Ευρώπης. Προκήρυξη επίσης απηύθυνε ο Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας και προς τους Αμερικανούς, η οποία με τη φροντίδα του Αδαμάντιου Κοραή, μεταφρασμένη στην αγγλική γλώσσα, στάλθηκε στο φιλέλληνα καθηγητή του Χάρβαρντ Edward Everett και δημοσιεύτηκε στις αμερικανικές εφημερίδες.
«Παχύσαρκος, αργοκίνητος, καλοστεκούμενος. Δεν φαίνεται προσανατολισμένος σε ορισμένη τάξη ή πολιτική ιδεολογία. Στην επιστήμη της γαστρονομίας, όμως, είχε σημειώσει μεγάλες προόδους: Λένε πως είναι πρόθυμος να δεχτεί διακυβέρνηση οποιασδήποτε μορφής, αρκεί να του εξασφαλίσει πλούτη, ησυχία, καλοπέραση και ασφάλεια. Μια από τις φιλοδοξίες που του αποδίδονταν ήταν και η εισαγωγή της γαλλικής κουζίνας στη Μάνη.» [Waddington 1825]
Δύο μήνες αργότερα, το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου του 1821, συνήλθαν στη Μονή Καλτεζών, στα σύνορα Λακωνίας και Αρκαδίας, ηγετικές προσωπικότητες της Πελοποννήσου και ίδρυσαν την Πελοποννησιακή Γερουσία. Στη συνέλευση αυτή πρόεδρος εξελέγη ο Μαυρομιχάλης. Στη διάρκεια της Επανάστασης κατέλαβε σημαντικά αξιώματα. Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821) ορίστηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού σώματος. Υπήρξε πρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (30 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823) και αμέσως μετά, έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πρόεδρος του Εκτελεστικού της διοικήσεως της υπό διαμόρφωση πολιτείας.
Αξιόλογη υπήρξε η στρατιωτική δράση του Πετρόμπεη. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις επιχειρήσεις για την απόκρουση του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 και στην άλωση του κάστρου του Άργους. Μετείχε, επίσης, το Νοέμβριο του 1822 στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Στους εμφύλιους πολέμους δεν έλαβε μέρος. Αντίθετα, προσπάθησε να συμφιλιώσει τους αντιμαχομένους.
« Ο Μαυρομιχάλης που αντικαθιστούσε τον Υψηλάντη, είχε κατατρομοκρατηθεί από την επιδημία που έπληττε την πόλη και ζούσε περιχαρακωμένος μακριά από το στρατόπεδο. Πήγαινα κάθε μέρα για ενημέρωση. Αλλά αυτός ο νωθρός άνθρωπος δεν μιλούσε για τίποτα άλλο εκτός από την υγεία του. Ήταν ανήσυχος και δυσαρεστημένος, μ’ όλο που υπήρξε από τους πιο ωφελημένους από τα λάφυρα της Τριπολιτσάς. Δυο καμήλες και είκοσι μουλάρια έστειλε με συνοδεία στη Μάνη, φορτωμένα με την ανταμοιβή της εμπιστοσύνης των Τούρκων στο πρόσωπο του και της προστασίας που τους πρόσφερε.» [Raybaud 1824]

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825 ο Πετρόμπεης, μολονότι ήταν βαθύτατα θλιμμένος από το θάνατο των γιων και του αδελφού του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη σε πολεμικές επιχειρήσεις, οργάνωσε την άμυνα της Μάνης και απέτρεψε την κατάληψη της από τους Αιγυπτίους.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας και μετά την άφιξη του τελευταίου διορίστηκε πρόεδρος ενός τμήματος του Πανελληνίου, του συμβουλευτικού σώματος που συνέστησε ο Καποδίστριας το 1828.
Η συμμετοχή του Πετρόμπεη στα δύο σώματα που ίδρυσε ο Καποδίστριας και γενικότερα οι φιλικές σχέσεις των Μαυρομιχαλαίων μαζί του δεν κράτησαν πολύ. Αυτό συνέβη εξαιτίας της επίμονης προσπάθειας του Καποδίστρια να περιορίσει την κυριαρχία των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη και να ενισχύσει την κεντρική διοίκηση του νεοσύστατου κράτους, που βρισκόταν τότε στη φάση της οργάνωσης του σχεδόν εξ’ υπαρχής. Για τους λόγους αυτούς, το 1830, ο αδελφός του Τζαννής οργάνωσε εξέγερση εναντίον του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης υποχρεώθηκε να παραμείνει στο Ναύπλιο, ουσιαστικά κρατούμενος, ενώ αργότερα φυλακίστηκε και ο αδελφός του.
Οι φυλακίσεις και προπαντός η αυστηρή στάση του Καποδίστρια απέναντι στους Μαυρομιχαλαίους όξυναν στο έπακρο την μεταξύ τους αντιπαράθεση, οδηγώντας τελικά στη δολοφονία του Καποδίστρια από τον αδελφό του Πετρόμπεη Κωνσταντίνο και το γιο του Γεώργιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
Έξι μήνες μετά το φόνο του Κυβερνήτη, πράξη που φέρεται να κατέκρινε ο Πετρόμπεης, με τη μεσολάβηση του Friedrich Thiersch (Ειρηναίου Θειρσίου)*, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας διέταξε την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη. Στη συνέχεια προσπάθησε να μεσολαβήσει μεταξύ των κυβερνητικών και των αντικαποδιστριακών για την αποτροπή ένοπλης σύγκρουσης.
Μετά την άφιξη του Όθωνα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με το Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Ζαΐμη διορίστηκαν αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αργότερα εντάχθηκε στις τάξεις των «συνταγματικών» και – μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τη μεταπολίτευση που ακολούθησε – έλαβε το αξίωμα του γερουσιαστή.
Πέθανε, σε μεγάλη ηλικία, στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1848. Παρά την τραγική κατάληξη της ρήξης του με τον Καποδίστρια που προκάλεσε έντονες επικρίσεις, ο Μαυρομιχάλης θεωρήθηκε ως ένας από τους ιστορικούς πρωταγωνιστές της Επανάστασης.
Υποσημείωση
* Ο Ειρηναίος Θείρσιος (1784- 1860) Γερμανός φιλέλληνας και ουμανιστής φιλόλογος, ο οποίος ονομάστηκε «Praeceptor Bavariae» (Διδάσκαλος της Βαυαρίας) και «Πατέρας της ουμανιστικής εκπαίδευσης» στην Βαυαρία. Ήταν ένθερμος φιλέλληνας, και από το 1812 εργάστηκε για να βοηθήσει την ανάπτυξη της παιδείας των ακόμα υπόδουλων Ελλήνων, ενώ στο σπίτι του είχε εγκαταστήσει ιδιαίτερη σχολή για νέους Έλληνες. Έπειτα, στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 ενήργησε μέσα από τους φιλελληνικούς συλλόγους για την συλλογή οικονομικών ενισχύσεων για την Ελλάδα.
Ήρθε στην Ελλάδα το 1831, και επιδόθηκε με αρχαιολογικές μελέτες. Το 1851 συνέστησε επιτροπή για την επανόρθωση και μελέτη του Ερεχθείου που είχε καταστραφεί από τις μάχες με τις πολιορκίες της Αθήνας. Επέστρεψε στην Βαυαρία και τιμήθηκε από την πατρίδα του. Απεβίωσε στο Μόναχο στις 25 Φεβρουαρίου 1860.
Πηγές
- «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
- Δήμητρα Κουκίου – Μητροπούλου, «ADAM FRIEDEL / Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης», Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2007.
Μαυρομιχάλης Α. Αντώνιος (Μάνη 1829 – Αθήνα 1902 ή 1903)
Posted in Πρὀσωπα, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Ιστορία, Μάνη, Μαυρομιχάλης, Μαυρομιχάλης Α. Αντώνιος (Μάνη 1829 – Αθήνα 1902 ή 1903), Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Πολιτικοί, Στρατιωτικοί, Υπουργός, Mavromichalis Antonios on 22 Απριλίου, 2010| Leave a Comment »
Μαυρομιχάλης Α. Αντώνιος (Μάνη 1829 – Αθήνα 1902 ή 1903)
Παραθέτουμε βιογραφικό σημείωμα του Αντωνίου Μαυρομιχάλη, από το Περιοδικό «Το ΑΣΤΥ», τεύχος 2ο της 19ης Οκτωβρίου 1885, γι’ αυτό και το κείμενο είναι γραμμένο σε χρόνο ενεστώτα.
Ο Υπουργός των Στρατιωτικών, Συνταγματάρχης Αντώνιος Μαυρομιχάλης, ανήκει στην ηγεμονική οικογένεια της Μάνης. Γιος του Αναστασίου Μαυρομιχάλη και εγγονός του μεγάλου Πετρόμπεη. Γεννήθηκε το 1829 και αφού τελείωσε με επιτυχία τις Γυμνασιακές του σπουδές, κατετάγη εθελοντικά στο Στρατό ως απλός στρατιώτης, στη διλοχία των ακροβολιστών (φουστανελοφόρων) παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του.
Το 1851, όταν ο πατέρας του, ως Υπουργός των Στρατιωτικών παρουσίασε κατάλογο υποψηφίων προς προαγωγή, από διακριτικότητα και υπερηφάνεια δεν είχε συμπεριλάβει τον γιο του. Ο Όθωνας όμως πρόσθεσε το όνομα του νεαρού στρατιώτη ιδιοχείρως στον κατάλογο, προάγοντας αυτόν σε Ανθυπασπιστή. Μετά την προαγωγή του και επιθυμώντας να βελτιώσει τις στρατιωτικές του γνώσεις μετά από εξετάσεις, εισήχθη στην Δ΄ τάξη της Σχολής Ευελπίδων, την οποία τέλειωσε αμέσως.
Το 1854, ως Υπολοχαγός, εστάλη από το Κράτος στην Γαλλία, προκειμένου να συμπληρώσει τις στρατιωτικές του γνώσεις. Εκεί, έμεινε επί 2 χρόνια, υπηρετών σε κάποιο Σύνταγμα του Πεζικού. Λοχαγός επί της Μεσοβασιλείας, εκλέχτηκε πληρεξούσιος της επαρχίας Οιτύλου στην Εθνοσυνέλευση. Η κοινοβουλευτική του αξία εκτιμήθηκε και αναγνωρίστηκε από την πρώτη στιγμή.
Το 1866 ο Δεληγιώργης ως Πρωθυπουργός τον παρακαλεί να δεχτεί να αναλάβει το Υπουργείο Ναυτικών ενώ το 1867, επί Βούλγαρη, ανέλαβε Υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης.
Το 1875, ο Τρικούπης, κατά την πρώτη θητεία του, του πρότεινε να αναλάβει το Υπουργείο Ναυτικών αλλά αυτός δεν δέχτηκε, εκφράζοντας και την μεταμέλειά του γιατί στο παρελθόν είχε αναλάβει το συγκεκριμένο Υπουργείο, χωρίς να είναι ειδικός. Κατά το 1876 ο Δεληγιώργης του ανέθεσε το Υπουργείο των Στρατιωτικών και ως Υπουργός Στρατιωτικών χρημάτισε και επί Κουμουνδούρου, την περίοδο της Επιστράτευσης.
Ως Υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε και τον περασμένο Απρίλιο, όπου υπηρετεί μέχρι και σήμερα. Ασχολείται με πολλή ζήλο με τις στρατιωτικές μελέτες και πολλές φορές παίρνει το λόγο στην βουλή μιλώντας με κύρος, σαφήνεια και ευγλωττία για ζητήματα που αναφέρονται στις αρμοδιότητές του. Ιδίως, αγωνίστηκε έντονα για την πολυετή στρατιωτική θητεία. Γενικά, θεωρείται αυστηρός στο καθήκον του και ανένδοτος στις βουλευτικές πιέσεις.
Κατά κοινή ομολογία, έδειξε ιδιαίτερη δύναμη, ενέργεια και δραστηριότητα, είναι δε ευτυχής σύμπτωση ότι υπηρετεί ως προϊστάμενος του Ελληνικού Στρατού, αυτές τις κρίσιμες στιγμές που η Ελλάδα διέρχεται, κάποιος που το όνομά του συνδέεται με οικογένεια ένδοξη και ηρωική που θα συντελέσει στην εξύψωση των φρονημάτων του στρατού.
Πηγή
-
Περιοδικό, «Το Άστυ», αρ. 2, Αθήνα, 1885.
Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, History, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Γυναίκες, Δημητσάνα, Επανάσταση, Επανάσταση 21, Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21, Ιστορία, Καπετάνισσες, Μάνη, Πρόσωπα, Πελοπόννησος on 1 Δεκεμβρίου, 2009| 1 Comment »
Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21
Σκόρπια χαρακτηριστικά σκίτσα γυναικείας δραστηριότητος θα παρουσιαστούν στην γρήγορη παρακάτω έρευνα, γιατί μια μελέτη του ρόλου της γυναίκας στην Επαναστατική περίοδο του 1821 και πριν από αυτή, δεν μπορεί να περιοριστή σε λίγες σελίδες. Το έργο αυτό είναι πολύμοχθο μα και Εθνικά αναγκαίο για την συνειδητοποίηση της συνεισφοράς στην εθνική μας Αναγέννηση του μισού πλην παραγνωρισμένου ιστορικά πληθυσμού.
Δύο ακριτικές περιοχές, το Σούλι και η Μάνη μας δίδουν άφθονο υλικό και στα προεπαναστατικά χρόνια και στα κατοπινά για να εκτιμήσουμε τη συμβολή της Γυναίκας στην αναβίωση του Έθνους μας. Ελεύθερες και αυτόνομες κι’ οι δύο περιοχές, με ανεπτυγμένο δημοκρατικά το κοινοτικό τους σύστημα, στους αδιάκοπους αγώνες διά την διατήρηση της αυτονομίας τους, είχαν επιτύχει μια πολύ βελτιωμένη θέση στην κοινωνική ζωή της γυναίκας.
Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα που επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπεί το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη που η ευγνώμων μούσα χιλιοτραγούδησε αργότερα.
Από την ίδια ηρωική γενιά βγαλμένη η χήρα του Γιώργη Μπότσαρη, γιαγιά του Μάρκου, μας γνωρίζει το ηθικό ύψος της αρετής της, όταν χάριν της ενότητος του αγώνος συγχωρεί τον Γώγο Μπακόλα, θανάσιμο αντίπαλο της οικογένειας της και φονιά του ανδρός της, και πείθει το ίδιο να κάνουν και τα παιδιά της και όλο το συγγενολόι.
Αργότερα την τραγική αυτή σύζυγο και μητέρα θα την συναντήσουμε αδάκρυτη και αλύγιστη μαζί με το γέρο Νώτη Μπότσαρη, αφού έχει θάψει το παιδί του παιδίου της το Μάρκο με τα ίδια της τα χέρια, να παίρνει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγιού επί κεφαλής των δικών της.
Αφίνοντας κατά μέρος τη θρυλική περίπτωση του Ζαλόγγου, βρίσκει κανείς άφθονα στοιχεία, της γυναικείας παρουσίας, στην άλλη αυτόνομη γωνιά, τη Μάνη. Πριν από την Επανάσταση η γυναίκα κι’ οι νυφάδες του φοβερού Παναγιώταρου που πολεμούν Τουρκαρβανίτες και τους νικούν.
Η ξακουστή Κωνσταντινιά αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του Ζαχαριά που η παράδοση άλλοτε μας την φέρνει σαν την μονάκριβη όμορφη κόρη ενός παπά της Κυνουρίας που τιμώρησε ο Ζαχαριάς για τις ανομίες του κι’ άλλοτε πάλι σαν εκδικήτρια 7 αδελφιών της σκοτωμένων. Η καπετάνισσα η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, άλλη ιστορική μορφή του Μωρηά. Η Βλαχοθανάσω που συνέδεσε τ’ όνομά της με τη γόνιμη πατριωτική δράση του Καπετάν – Μαντά, μεγάλου Κλέφτη στα μέσα του 18ου αιώνα.
Κι εδώ μια παρένθεση: Η γυναίκα αντάρτισσα, σύντροφος και συμπολεμιστής του Κλέφτη κι’ αργότερα του Επαναστάτη, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Άλλες κοπέλες με φανερή την ιδιότητα του φύλλου τους και άλλες μεταμφιεσμένες σε παλικάρια, στάθηκαν κι’ αυτές δημιουργοί του Αθάνατου Έπους της Κλεφτουριάς.
Ο τύπος της Μανιάτισσας που συνοδεύει τον άνδρα, πολεμάει μαζί του, κουρσεύει μαζί του, γκρεμοτσακίζει τον Ιμπραήμ την κρίσιμη ώρα, είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος της Ελληνίδας γυναίκας του 21.
Η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη μαθαίνει το θάνατο του ανδρός της στα Ψαχνά της Ευβοίας. Ζητάει να της φέρουν την πάλλα (σπαθί) του σκοτωμένου. Την βάζει στην κούνια του νεογέννητου παιδιού της και το νανουρίζει να μεγαλώσει για να εκδικηθή τον πατέρα του. Η γριά Μαυρομιχάλαινα μαθαίνει το σκοτωμό του Καποδίστρια και την εξόντωση του γιου της και ανεψιού της που ήσαν οι δολοφόνοι του… Κάνει μνημόσυνο και για τους τρεις…
Κι’ ερχόμεθα στην Επανάσταση. Στην Δημητσάνα οι γυναίκες με την αυτοθυσία τους μέσα σε μια νύχτα κατορθώνουν να καμουφλάρουν τόσο καλά τους μπαρουτόμυλους και να ξεγελάσουν τους Τούρκους. Οι ίδιες πάλι καθ’ όλην την διάρκεια του αγώνος ενισχυμένες κι’ από τις γυναίκες της υπόλοιπης Γορτυνίας, καταστρέφοντας την περίφημη Δημητσανίτικη Βιβλιοθήκη φτιάχνουν τ’ απαραίτητα πυρομαχικά και σώζουν την Επανάσταση.
Οι Μανιάτισσες στον πόλεμο και στο κούρσεμα ασυναγώνιστες δίπλα στους άνδρες είχαν την τιμή πρώτες να μπουν στην Καλαμάτα, και να ελευθερώσουν την πόλη. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς από την στοματική παράδοση κι’ από τις αφηγήσεις των αγωνιστών, βρίσκουμε σκόρπια μα άφθονα στοιχεία της γυναικείας παρουσίας. Τα στρατόπεδα ήσαν ανάμικτα με άνδρες και γυναίκες. Η ίδια σκληρή ζωή δοκίμασε αμφότερα τα φύλα. Καθένας πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Κι’ έμεινε ξακουστή η δράση των Τεγεατισσών, των γυναικών της Βορείας Κυνουρίας και του Χρυσοβιτσιού.
Εδώ ας θυμηθούμε τις γυναίκες απ’ τα Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας, περίφημες για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ένα χρόνο ύστερα η ομαδική γυναικεία δραστηριότητα και τόλμη απαθανατίζεται από τον Φωτάκο: Η εκστρατεία του Δράμαλη και οι πρώτες του νίκες έχουν γεμίσει με τρόμο τον Μωριά. Μανιάτικα τμήματα που βρίσκονταν στο Άργος πανικόβλητα περνούν τον Αχλαδόκαμπο με κατεύθυνση την Τρίπολη.
Πετιούνται αγριεμένες οι γυναίκες του Αχλαδοκάμπου και με τα γουχαΐσματα και τις αποδοκιμασίες τους, καλώντας τους να τους δώσουν τα όπλα να πάν αυτές να πολεμήσουν, κατορθώνουν να συγκρατήσουν την κατάσταση και να σταματήσουν τον πανικό. Πιο ύστερα όταν ο Ιμπραήμ περνάει με την φωτιά και το σίδερο ολόκληρη την Πελοπόννησο, Μανιάτισσες στην μάχη της Βέργας θαυματουργούν.
Στο Ίσαρι της Αρκαδίας μονάχες οι γυναίκες με πρόχειρα μέσα άμυνας εμποδίζουν Τούρκικα αποσπάσματα να πατήσουν το χωριό. Κι’ εκεί κάπου κοντά στα σύνορα Αρκαδίας – Ηλείας ξετυλίγεται ένα από τα φοβερώτερα δράματα της Επαναστάσεως: Στα χέρια του Ιμπραήμ πέφτει ο ανθός από νεαρές κοπέλλες. Η παράδοση διέσωσε τα ονόματα της Τρισεύγενης Δεληβοριά από τα Λαγκάδια που καταδιωκομένη από τις ορδές του Ιμπραήμ προτίμησε να πνίξη τα δύο μικρά παιδιά της και να πνιγή κι’ αυτή στο Λάδωνα παρά να αιχμαλωτισθή και να ατιμασθή. Και η Ελένη Λιαροπούλου από τη Βυτίνα προτίμησε κι’ αυτή το θάνατο πέφτοντας μαζί με το παιδί της στον ποταμό Λούσιο.
Τι τράβηξαν οι γυναίκες αυτές το αφηγείται παραστατικά στο Μακρυγιάννη μια Παπαδιά από το χωριό του Μεγάλου Σπηλαίου. «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη».
Χωρίς να εξαντλείται το απέραντο θέμα της ομαδικής δραστηριότητος από ανάγκη χώρου, περνούμε στην υπόμνηση της ιστορικής δράσης εξαιρετικών γυναικών: Στην Δημητσάνα ή Κυρά-Θανάσω Αντωνοπούλου από το Δεληγιαννέϊκο σόϊ.
Πιο κάτω στο Παλούμπα η αδελφή του Γιωργακλή Κολοκοτρώνη, η Στεκούλα, κατοπινή σύζυγος του Στρατηγού Πλαπούτα. Φημιζόταν για την παλληκαριά της και σε μάχη με Λαλαιούς Τουρκαλβανούς, είχε αφοπλίσει και σκοτώσει τον περίφημο για τη θηριωδία του Αχμέτ Αγά. Πιο κάτω στο Λεοντάρι η γυναίκα του Πέτρου Σαλαμώνου, παραστάτη (Βουλευτού) της επαρχίας Λεονταρίου, κατά την Επανάσταση, περίφημη για τις οικονομολογικές της ικανότητες και την ευψυχία της. Στάθηκε η ψυχή του ενοφοδιασμού των Λεονταρίτικων τμημάτων και δεν δίστασε νάρθη εις ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα!
Εδώ οι γυναίκες του Λεονταριού είναι ανάγκη να μιλήσουμε και για την περίφημη Χανούμισσα, φιλενάδα και εμπνεύστρια του Παπαφλέσσα που βαπτίσθηκε Χριστιανή. Η παράδοση δεν διέσωσε ούτε τ’ όνομά της κι’ όμως φαίνεται πως ήταν μια εξαιρετική γυναίκα που είχε υποτάξει το θρυλικό Αρχιμανδρίτη.
Η Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, γυναίκα του Νικηταρά, είναι μια άλλη εξαιρετική Ελληνίδα άξια σύζυγος πλάι στον υπεράξιο Τουρκοφάγο. Στη Μάνη ξεχωρίζει η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη που πρόωρα σκοτώθηκε στην Εύβοια. Στο Μιστρά για τη σοφία της και τον πατριωτισμό της, η Ηγουμένη της Παντάνασσας.
Πιο κάτω στο Ναύπλιο έζησε και έδρασε, κυρίως στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια επί Όθωνος, η περίφημη Παπαλέξαινα. Απ’ τα Μελίσσια της Κορινθίας η Σοφία Ρέντη, στάθηκε η ηρωΐδα εμφυλίων πολέμων, γιατί για το χατίρι της οι Νοταράδες, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και ο Καλλέργης, παρ’ ολίγο να πετσοκοφτούν για τα όμορφα μάτια της και τα πλούσια σταφιδοχώραφα του πατέρα της. Ας θυμηθούμε ακόμη και την Κυρά – Φλώρα, γυναίκα του Σισίνη στο Χλιμούτσι της Ανδραβίδας.
Υπάρχουν βέβαια εκατοντάδες κι’ ίσως χιλιάδες επώνυμες γυναίκες που δικαιούνται να μνημονεύονται για την Εθνική τους δράση στην Επανάσταση του 21 και πριν απ’ αυτή, και υπάρχουν, και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ανώνυμες που με την ομαδική τους δράση ορθοπόδησαν την Εθνική μας Απελευθέρωση.
Γιατί όσο και αν οι άνθρωποι έχουν ενισχυμένη την μνήμη τους μονάχα σαν πρόκειται για μεγάλους πολεμάρχους, για φονικές μάχες και για ηρωϊσμούς με τη στενή έννοια του όρου, η σύγχρονη ιστορία ενδιαφέρεται και δια τους οικονομικούς συντελεστάς μιας προσπαθείας.
Το πώς ο πολεμιστής έφθασε στην μάχη, έχοντας τα στοιχειώδη εφόδια, που βρέθηκαν τα υλικά μέσα, πως κρατήθηκε η παραγωγή σε ώρα πολέμου, όλα αυτά έπαψαν πλέον να αποτελούν τις φτωχοσυνοικίες της ιστορικής έρευνας, διότι δίχως αυτά δεν θα μπορούσε να κρατηθή η Ελληνική Επανάσταση.
Δήμητρα Θ. Κατριβάνου
Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1957, «Ιστορία – Λαογραφία – Τέχνη – Επιστήμη», Αθήνα, 1957.
Καρίγιαννης Αθανάσιος (Οπλαρχηγός)
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged alphaline, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση, Ιστορία, Καρίγιαννης Αθανάσιος (Οπλαρχηγός), Μάνη, Μανιάτης, Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 15 Σεπτεμβρίου, 2009| Leave a Comment »
Καρίγιαννης Αθανάσιος (Οπλαρχηγός)
Μανιάτης οπλαρχηγός που διακρίθηκε για τον ηρωισμό του κατά την επανάσταση του 1821. Όταν τον Ιούλιο του 1822 τα πρώτα τμήματα της στρατιάς του Μαχμούτ πασσά Δράμαλη επιτέθηκαν στο αργολικό πεδίο, το οποίο και είχαν εκκενώσει οι Έλληνες, ο Καρίγιαννης, ο οποίος βρισκόταν στο Άργος εκείνες τις ημέρες της φυγής και του τρόμου, πήρε δέκα οπλίτες και ανέβηκε άφοβα στο φρούριο του Άργους υψώνοντας την σημαία του σ’ αυτό.
Όταν μετά από λίγες ημέρες είδε 50 Τούρκους ιππείς να εισέρχονται στο Άργος, τους επιτέθηκε σκοτώνοντας κάποιους από αυτούς και τρέποντας τους υπόλοιπους σε φυγή. Το παράδειγμα του γενναίου Καρίγιαννη βρήκε μετά από λίγες μέρες και άλλους γενναίους μιμητές.
Οι οπλαρχηγοί Μπαρμπιτσιώτης, Κατσάκος, Κουμουστιώτης και Ζαχαρόπουλος ανέβηκαν με 200 οπλίτες στο φρούριο, το οποίο και αργότερα ενισχύθηκε από άλλους 500 με τους Δημήτριο Υψηλάντη, Γεώργιο και Ιωάννη Μαυρομιχάλη και Πάνο Κολοκοτρώνη.
Μετά την κάθοδο της στρατιάς του Δράμαλη στο αργολικό πεδίο και τον αποκλεισμό του φρουρίου του Άργους από τον πολυάριθμο στρατό του εχθρού, οι Έλληνες με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και των Αντ. Μαυρομιχάλη προσπάθησαν, πλησιάζοντας τον τουρκικό στρατό, να βοηθήσουν την έξοδο των Ελλήνων από το φρούριο.
Οι Έλληνες, επωφελούμενοι το σύντομο χρονικό διάστημα που είχαν στη διάθεσή τους, κατάφεραν να βγουν από το φρούριο όλοι σώοι και αβλαβείς, εκτός από τον Καρίγιαννη, ο οποίος κοιμόταν αμέριμνος σε κάποια γωνιά. Όταν ξύπνησε και συνειδητοποίησε πως ήταν μόνος ανάμεσα στον εχθρό, που εκείνη την ώρα συγκέντρωνε λάφυρα, δεν έχασε την ψυχραιμία του. Καλύπτοντας το κεφάλι του με μία κατσαρόλα και έχοντας στα χέρια του το όπλο του και άλλα ασήμαντα σκεύη, πέρασε τραγουδώντας και χορεύοντας ανάμεσα στους Τούρκους που τον θεώρησαν συμπατριώτη τους που μετέφερε τα λάφυρά του. Έτσι ο Καρίγιαννης ενώθηκε και πάλι με τους συντρόφους του χωρίς καν να τραυματιστεί.
Ο Τρικούπης γράφει:
«Κατήντησε δε εις τόσην αδυναμίαν, ώστε ούτε καν τον άργυρον να προφυλάξη εδυνήθη, τον εκ των εκκλησιών και μοναστηρίων συναχθέντα και κατατεθέντα εν τινι πλοίω, όθεν τον ήρπασαν ναύται έξωθεν ορμήσαντες επί λόγω οφειλομένων μισθών. Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν ΄Αργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του ΄Αργους και ύψωσε σημαίαν”.
Στον Άγγλο Φίνλεϋ διαβάζουμε:
» Όταν ο Δράμαλης εγκατέστησε το στρατηγείο του στο ΄Αργος, είχε περίπου δέκα χιλιάδες άνδρες κάτω από την άμεση διοίκησή του, και οι μισοί σχεδόν από αυτούς είτανε ιππείς. Ενώ οι υπουργοί, οι γερουσιαστές και οι καπετανέοι της Ελλάδας τα σκάγανε στα πλοία που είτανε αγκυροβολημένα στη Λέρνα και οι οπαδοί λεηλατούσαν την πόλη, ένα σώμα εθελοντών έπιασε το ερειπωμένο κάστρο της Λάρισας, όπου βρισκότανε η αρχαία Ακρόπολη του Άργους. Η πατριωτική στάση αυτών των ανδρών μέσα στο γενικό πανικό, είναι τόσο αξιέπαινη, ώστε θα έπρεπε το όνομα του καθενός να παραδοθεί στην ευγνωμοσύνη της Ελλάδας. Ένας Μανιάτης αξιωματικός ο Αθανάσιος Καρίγιαννης, υπερηφανευόταν ότι είταν ο πρώτος που μπήκε στη θέση και ο τελευταίος που την εγκατέλειψε”.
Πηγές
-
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 11, έκδοσις δευτέρα δια συμπληρωμάτων, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ», 1926-1934, 24 τόμοι.
-
Αναργύρου Γ. Κουτσιλιέρη, «Ιστορία της Μάνης», Εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996.