Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Υφαντουργία’

Χειροτεχνική εργασία στα υφαντουργικά εργοστάσια του Άργους – Όψεις της εργατικής εμπειρίας και της γυναικείας ταυτότητας. Λεβειδιώτη Μαρία-Ελισάβετ, Ιστορικός-Λαογράφος


 

Πρόλογος

 

Η παρούσα ερευνητική απόπειρα έγινε στα πλαίσια μιας εξαμηνιαίας μεταπτυχιακής μου εργασίας και αφορά τον προβληματισμό για την εργασιακή εμπειρία των γυναικών στα εργοστάσια της περιοχής του Άργους, και συγκεκριμένα των υφαντουργείων, από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ου αιώνα. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν σχετίζονται με την ενασχόληση των επιστημών με το φύλο, εννοώντας τη γυναίκα, την θεώρηση της ταυτότητάς της ως ενεργό κοινωνικό υποκείμενο. Στη συνέχεια μέσα από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των εργατριών, την καθημερινότητα της εργασίας τους, τις σχέσεις τους με τα αφεντικά τους και τους άλλους εργαζόμενους, αλλά και τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι’ αυτές.

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.

Για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων η έλλειψη πηγών που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με δυσκόλεψαν ιδιαιτέρως. Παρά την πραγματοποίηση της σχετικής αναζήτησης με σκοπό τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τις τοπικές πηγές στην πορεία διαπίστωσα ότι είναι αρκετά φτωχές οι αναφορές. Έτσι με τη μέθοδο της επιτόπιας και εθνογραφικής έρευνας επεδίωξα να συλλέξω περισσότερα στοιχεία σχετικά με την πρόσληψη της εργασιακής εμπειρίας και αντιμετώπισης του κοινωνικού υποκειμένου.

Πρόκειται για μία συλλογή αφηγήσεων, η ανάλυση των οποίων έχει σκοπό την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των τρόπων με τους οποίους τα υποκείμενα, και συγκεκριμένα οι γυναίκες, δίνουν σάρκα και οστά στην επιθυμία τους να επιτύχουν, ν’ αναγνωριστούν και να αποδεσμευτούν από τις κοινωνικές συμβάσεις, ή να υποδείξουν αυτές στις οποίες υποτάσσονται.[1]

Η συμμετοχή των γυναικών σε εργασιακά περιβάλλοντα είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής τους, καθώς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι γυναίκες που εργάζονται διατηρούν την απασχόληση τους ως ότου να κάνουν οικογένεια ή να εκπληρώσουν έναν οικογενειακό σκοπό.

Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσσεται μέσα σ’ ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συνθετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση και τον βαθμό εκπολιτισμού.[2] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους


 

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πρόσφατη οικονομική ιστορία του Άργους ήταν τα εργοστάσια υφαντουργίας. Τα εργοστάσια αυτά, τα οποία λειτούργησαν σε γενικές γραμμές από τη δεκαετία 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1990, απασχόλησαν εκατοντά­δες εργάτες και εργάτριες. Πολλές οικογέ­νειες στήριξαν την οικονομία τους στα υ­φαντουργεία, τα οποία κατά την περίοδο της ακμής τους αποτελούσαν τον σημαντι­κότερο ίσως οικονομικό παράγοντα της πό­λης. Όμως, η ανθηρή υφαντουργία του Άρ­γους, όπως και όλης της Ελλάδας, δέχτηκε από τη δεκαετία 1970 ισχυρό πλήγμα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και οδη­γήθηκε στην κατάρρευση και στο σφράγι­σμα των εργοστασίων.

Πριν προχωρήσουμε στη βιομηχανι­κή υφαντουργία της πόλης μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναζητήσουμε τις ρίζες της, ό­χι στην αρχαία ή τη βυζαντινή εποχή, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν.

 

Εισαγωγικά

 

Αναζητώντας τις απαρχές της αρχεια­κής υφαντουργίας στα τέλη του 19°“ αιώ­να, διαπιστώνουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχονται από πρωτογενείς πηγές εί­ναι ελάχιστες. Στην εφημερίδα «Δαναός» του ομώνυμου Συλλόγου (φ. 7/4-2-1896) υπάρχει ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τις υφάντριες, το οποίο θεωρούμε σκό­πιμο να παραθέσουμε:

Υφαντουργία. Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουρ­γία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυ­τής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης ερ­γασίαν εις απόρους και φίλεργους γυναίκας, οίαι εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα διά των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόο­δος αληθής, πρόοδος πραγματική.

Επίσης, ο Ιωάννης Κοφινιώτης στην Ιστορία του για το Άργος (1892) μας πλη­ροφορεί ότι «σήμερον πολλά υφαντουργεί­α λειτουργούσι κατακευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακε­ρών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως, εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα».

Με βάση τις πηγές αυτές καταλήγου­με στο συμπέρασμα ότι στα τέλη του 18ου αι. είχε αναπτυχθεί η οικοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υφαντουργία του «Δα­ναού» και τα υφαντουργεία του I. Κοφινιώτη είναι έννοιες συναφείς· και δεν εννοούν φυσικά κάποιες βιομηχανικές μονάδες, διό­τι δεν υπήρχαν βιομηχανίες την εποχή ε­κείνη. Είναι σαφής η πληροφορία ότι (σε ελεύθερη απόδοση:) φτωχές αλλά προκομ­μένες (φίλεργοι) γυναίκες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής (επαρχιώτιδες) ύφαιναν και συντηρούσαν τις οικογένειές τους και ότι τα υφαντά τους πωλούνταν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πιο πολύ στην Κορινθία, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Κοφινιώτης λίγα χρόνια πιο πριν, ο οποίος δίδει και το μέγεθος του μόχθου (δύο εκατομ­μύρια πήχεις). Ο ενθουσιασμός του αρθρογράφου του «Δαναού» είναι ολοφάνερος: «Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγ­ματική».

 

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958.

 

Όταν, όμως, μία υφάντρια υφαίνει ε­παγγελματικά, προτιμά να έχει έτοιμη την πρώτη ύλη, για να αποδώσει. Δεν μπορεί ν’ ασχολείται με την κατεργασία ή τη βαφή του νήματος ή με το στήσιμο του αργα­λειού, δηλαδή το διάσιμο. Έ­τσι, η ανάγκη και η ζήτηση της αγοράς έ­φεραν το πρώτο ατμοκίνητο βαφείο. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν προφανώς κι άλλα. (Το «ατμοκίνητον βαφείον» του Κοφινιώτη έ­γινε «Βαφεία ατμοκίνητα» του Δαναού).

Αλλά την εμπορία των υφαντών την είχαν οι έμποροι, οι οποίοι ήλεγχαν τις α­γορές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν γυρο­λόγοι πραματευτές. Μία υφάντρια και μά­λιστα επαρχιώτισσα δεν είχε αυτή τη δυ­νατότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφα­νίζονται οι πρώτοι υφαντουργοί, πρωτίστως έμποροι, οι οποίοι είχαν κάποια εμπειρία από τις υφαντουργικές δραστηριότητες της εποχής τους, και αναπτύσσουν μία πολύ κα­λή συνεργασία με τις υφάντριες.

 

Το ξεκίνημα

 

Στην αρχή οι βιομήχανοι υφαντουρ­γοί Άργους του περασμένου αιώνα, οι ο­ποίοι μνημονεύονται παρακάτω, ξεκίνησαν την ύφανση με χειροκίνητους ξύλινους αρ­γαλειούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν από ντόπιους μαραγκούς. Στις περισσότερες πε­ριπτώσεις έδιναν δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους. Οι βιομήχανοι στα πρώτα στάδια της επαγγελματι­κής τους καριέρας ήταν απλοί βιοτέχνες, όπως και οι συνάδελφοί τους που παρέμειναν βιοτέχνες, αλλά οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε βιομήχανους, προϊόντος του χρόνου.

 

Βιοτέχνες υφαντουργοί Άργους, 1969 (αρχ. Ευάγγελου Γιαννακόπουλου).

 

Αυτοί, λοιπόν, είχανε στην α­ποθήκη τους μια διάστρα και ετοίμαζαν το στημόνι, καρφώνοντας παλούκια στον τοί­χο. Δηλαδή, το διάσιμο γινότανε με πρω­τόγονο τρόπο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, αν κάποια γυναίκα θέλει να υφάνει. Στη συνέχεια ο βιοτέχνης έδινε το στημόνι στην υφάντρια, καθώς επίσης και το νήμα σε κούκλες για το υφάδι. Το νήμα – εννοείται – πάντοτε βαμμένο. Πολλές φο­ρές η υφάντρια δεν ύφαινε σε δικό της αρ­γαλειό· της τον χορηγούσε ή της τον χάρι­ζε ο βιοτέχνης υφαντουργός, ο οποίος πλή­ρωνε την κατασκευή του. «Δεν ξέρω ιστο­ρικά αν όλοι πλήρωναν την κατασκευή του αργαλειού, μας είπε ο Σπύρος Νικολόπουλος, αλλά τουλάχιστο ο πεθερός μου ο Νάσκος έτσι ξεκίνησε». Άλλοι, πάλι, υφαντουργοί ξεκίνησαν διαφορετικά. Ο Μα­ρίνος π.χ. άνοιξε υφαντήριο το 1933 στην οδό Ζαΐμη με δέκα περίπου ξύλινους αρ­γαλειούς. Κάθε επιχείρηση έγραψε τη δι­κή της ιστορία μέσα στο χρόνο από το ξε­κίνημά της μέχρι την παρακμή της. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Σελίδες Αργειακής Υφαντουργίας: Υφαντουργία Αφοί Δ. Μαρίνου


 

Η τοπική οικονομική ιστορία παρουσιάζει διακυμάνσεις και εξελίξεις που ενεργούν ως οδηγοί για την έρευνα σχετικά με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ενός χώρου – αστικού, ημιαστικού ή αγροτικού – καθώς και με τις πιθανές διασυνδέσεις που μπορεί να την επηρεάζουν και που συνδέονται με διάφορες καταστάσεις:  την γενικότερη οικονομική κατάσταση ενός κράτους, τις διεθνείς εξελίξεις, τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την ανάπτυξη ενός τομέα ή γενικότερα ενός τόπου, τις λογικές λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τους μηχανισμούς χρηματοδότησης που μπορεί να συνιστούν πηγή ανάπτυξης ή αντίθετα υπανάπτυξης και στραγγαλισμού των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων.

Ο οικονομικός παράγοντας όμως, παρά τη σημασία του, δεν μπορεί από μόνος του να καθορίζει και να εξηγεί τις σχέσεις που διαμορφώνονται σε έναν τομέα ή στο σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Οι συνεργατικές ή ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ εταίρων, η θέση μέσα στην κοινωνία και η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών φορέων, οι ιδεολογίες, οι αξίες και οι στάσεις, που οργανώνονται σχετικά με κυρίαρχα θέματα που απασχολούν την κοινωνία (εργασία, εκπαίδευση, υγεία), αποτελούν σημαντικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης σχέσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η οργάνωση της εργασίας για μια ολόκληρη περίοδο απαντά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ενσωματώνονται σε δομές οικογενειακού τύπου κάτι που έχει ολοκληρωτικά χαθεί σήμερα.

 

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.

 

Με τις προηγούμενες παρουσιάσεις (Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά-Λαλουκιώτη) διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο τα  χαρακτηριστικά του οποίου φαίνεται να παγιώνονται για την περίοδο που καλύπτει τις δεκαετίες 60-80 μετά από τις οποίες αρχίζει να διαμορφώνεται μια κάμψη στην τοπική υφαντουργία και μέχρι την τελική της κατάρρευση στη δεκαετία του 1990. Το ερώτημα του εάν θα μπορούσε με άλλες πολιτικές και διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης να ανταπεξέλθει στο δυσμενές κλίμα που διαμορφωνόταν σχετικά με την ανταγωνιστικότητά της σε διεθνές επίπεδο, είναι ένα θέμα δύσκολο να απαντηθεί αφού ακόμα και σήμερα επιχειρήσεις που είχαν «αντισταθεί» (βλέπε για παράδειγμα την επιχείρηση Λαναρά στη Νάουσα) βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για την τοπική κοινωνία και οικονομία. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Σελίδες Αργειακής Υφαντουργίας: Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη


 

Ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς διαμόρφωσης κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας ενός τόπου, είναι η ίδια η ιστορία των επιχειρήσεών του. Η λειτουργία τους, ο κύκλος εργασιών τους, οι περίοδοι ακμής και παρακμής, αντιστοιχούν στους κοινωνικούς κύκλους οργάνωσης και λειτουργίας και επιδρούν τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τοπική. Ο εξηλεκτρισμός και η εκβιομηχάνιση αποτέλεσαν τους βασικότερους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας στην ελληνική κοινωνία κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου. Όμως, η συμβολή της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας στην αλλαγή των οικονομικών και των κοινωνικών δομών είναι καταλυτική και πολυποίκιλη.

Οι μικρές τοπικές κοινωνίες που αναπτύσσονται μεν παράλληλα αλλά και με ρυθμό περισσότερο εντατικό απ’ ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι αλλαγές αυτές γίνονται περισσότερο αισθητές: γύρω από τις παλαιές αναπτυσσόμενες παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. αγροτικός τομέας) και από τις νέες βιομηχανικές/βιοτεχνικές, διαμορφώνεται ένας σημαντικός οικονομικός ιστός παράπλευρων και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων.

Εμπόριο και υπηρεσίες εξασφαλίζουν ένα μεγάλο τμήμα στον ιστό και λειτουργούν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε ρυθμούς που καθορίζονται άμεσα από τους δυο βασικούς τομείς δραστηριοτήτων. Η σχέση τους είναι συμπληρωματική και οι επιδράσεις ευθέως ανάλογες. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του αγροτικού και βιομηχανικού/βιοτεχνικού τομέα επενεργεί θετικά στην ανάπτυξη του εμπορίου/των υπηρεσιών και το αντίστροφο. Η σημερινή παρατηρούμενη ύφεση των τοπικών οικονομιών πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την σχέση αυτή.

Πριν όμως φτάσουμε στην ύφεση, θα πρέπει να δούμε τις βασικές αλλαγές της αναπτυξιακής διαδικασίας και σε τοπική κλίμακα. Η πρώτη βασική αλλαγή σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα δημιουργείται από τη μετανάστευση του εργασιακού δυναμικού και τη συγκρότηση ενός σημαντικού εργατικού δυναμικού στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στη μεταποίηση. Η υφαντουργία κυρίως στο Άργος και η κονσερβοποιία, σε μικρότερο βαθμό, στο Ναύπλιο θα αποτελέσουν τους κύριους αγωγούς της μεταβολής αυτής.

O ιδρυτής του εργοστάσιου υφαντουργίας το 1935, Ιωάννης Λαλουκιώτης (1879-1951).

Η κλωστοϋφαντουργία Ρασσιά-Λαλουκιώτη θα απασχολήσει σε περιόδους ακμής πάνω από 300 εργαζόμενους, ενώ ανάλογη θα είναι η εξέλιξη  και σε μικρότερες παραγωγικές μονάδες.  Το μεγαλύτερο δε μέρος των εργαζομένων στην υφαντουργία είναι γυναίκες, πράγμα που επιτρέπει μια αλλαγή οικονομικής και κοινωνικής θέσης του «άλλου μισού» της κοινωνίας.

Μια δεύτερη σημαντική αλλαγή αφορά στην εισαγωγή μιας νέας εργασιακής κουλτούρας τόσα από την τεχνική όσο και από την κοινωνική και ιδεολογική της άποψη. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στα τεχνικά της χαρακτηριστικά όπως, για παράδειγμα, το μαζικό χαρακτήρα της παραγωγής, την οργάνωση της εργασίας σε βάρδιες, κλπ. Εκείνο που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι να κατανοήσουμε τον «οικογενειακό» χαρακτήρα που λαμβάνει η οργάνωση της εργασίας ως προς την ιδιοκτησία αλλά και ως προς την σχέση ιδιοκτησίας (εργοδότης) και εργαζομένων, καθώς και τη σχέση παραγωγικής μονάδας και κοινωνικού συνόλου. Η τελευταία, οι οικονομολόγοι θα μιλούσαν σήμερα για την «κοινωνική ευθύνη» των επιχειρήσεων, εμφανίζεται με την ανταπόδοση στο κοινωνικό περιβάλλον μέρους των δυνατοτήτων που άντλησαν από αυτό. Έτσι, οι προσφορές εθελοντικού χαρακτήρα αποτελούν τον κυριότερο μηχανισμό της ανταποδοτικής σχέσης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η απεργία του 1933 στο Άργος


 

Συμβολή στην ιστορία του αγροτικού και συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα

Η απεργία του 1933 στο Άργος

 

Γενικά προλογικά

 

Η ιστορία του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος αποτελεί, σήμε­ρα, σε όλες τις χώρες του κόσμου, ιδιαίτερο κλάδο της ιστορικής έρευνας. Στην Ελλάδα, εξαιτίας των γνωστών περιπετειών που ακολούθησαν το τέ­λος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ιστορικός αυτός κλάδος ουδέποτε ανα­πτύχθηκε μέχρι σήμερα και οι προσπάθειες, συστηματικές αυτή τη φορά, για έρευνα και συγκέντρωση υλικού, χρονολογούνται εδώ και μόλις μερικά χρόνια, με πρωτοβουλία μεμονωμένων επιστημόνων, και εντελώς πρόσφα­τα της ΓΣΕΕ, καθώς και ομάδας επιστημόνων – ερευνητών. Οπωσδήποτε, η πρώτη προσπάθεια για συγγραφή ιστορίας για το θέμα, με γνωστές, πια, τις αδυναμίες της εποχής, των συνθηκών και του συγγραφέα, οφείλεται στον Γιάννη Κορδάτο («Ιστορία του εργατικού κινήματος»), ενώ από τα πιο πρόσφατα έργα εκείνο του Θ. Κατσανέβα πραγματεύεται τη σύγχρονη εξέλιξη του κινήματος (εκδ. το 1981). Οφείλουμε, επίσης, να μνημονεύσουμε το έργο του Γιώργου Κουκουλέ, που κυκλοφόρησε το 1984 («Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος»), το οποίο θα αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο για τις μεθοδολογικές αρχές που προτείνει (βλ. και ομώνυμο άρθρο του στο «Αντί» της 29-10-82, όπου παρέχονται με συντομία κύριοι άξονες του βιβλίου του).

 

Γενικά για την Αργολίδα

 

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

Θα ήταν περίεργο, με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, να έχει γραφεί μια τοπική ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα. Σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας μας, τέτοιο κίνημα δεν φαίνεται να αναπτύ­χθηκε ιδιαίτερα πριν από την τελευταία δεκαετία, αλλ’ αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπήρξε ούτε ότι δεν έχει, σήμερα, σημασία να ερευνηθεί, ως μια σημαντική πλευρά της κοινωνικής ιστορίας του Νομού μας. Κι όμως, στον τοπικό τύπο, του οποίου ολοκληρώσαμε την αποδελτίωση, δεν βρήκα­με ούτε μία ανάλυση ή, έστω, σύντομο ιστορικό σημείωμα για το θέμα αυτό. Επομένως, μένει ν’ αρχίσουν όλα από την αρχή! Βασικά, ν’ αναζητηθούν ζωντανά, ακόμα, πρόσωπα που είχαν μιαν οποιαδήποτε συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα του Νομού, τυχόν σημειώσεις ή αρχεία οργανώ­σεων ή και στελεχών, κάθε είδους σχετικό έντυπο (προκηρύξεις κ.λπ.).

Από την πλευρά – μας, στην αποδελτίωση του τοπικού τύπου φροντίσαμε να συγκροτήσουμε, με το υλικό που βρήκαμε, μια χωριστή ενότητα, με πολύ διασπασμένο και κατεσπαρμένο υλικό, μικρό σε αριθμό και όγκο. Εφό­σον υπάρξει στο Νομό μελλοντικά κάποια σοβαρή εκδοτική προσπάθεια, με ενδιαφέρον για τοπικά θέματα και προβλήματα, ασφαλώς θα προβούμε στην ανατύπωση και σχολιασμό όλου αυτού του υλικού. Στο μεταξύ, απο­τελεί βασικό έργο και καθήκον, νομίζουμε, του Εργατοϋπαλληλικού Κέ­ντρου των πόλεων του Νομού, η μέριμνα για την έρευνα και συλλογή του όλου υλικού που αναφέραμε. Το έργο αυτό πρέπει ν’ αρχίσει το συντομότε­ρο δυνατό αφού πρόσωπα φεύγουν και άλλων η μνήμη αδυνατίζει.

 

Απεργίες και η απεργία του 1933

 

Στις μέρες μας έχει αναφερθεί, από σύγχρονους ιστορικούς, το επεισόδιο της πρώτης απεργίας τεχνικών του ελληνικού τύπου, που έγινε στο Ναύπλιο, το 1826, με κύριο υποκινητή της τον Κωνστ. Τόμπρα, τυπογράφο από τις Κυδωνίες της Μ. Ασίας, πρωτοπόρο της τυ­πογραφίας στη σύγχρονη Ελλάδα, ο οποίος εγκαταστάθηκε και έμεινε στο Ναύπλιο για πολλές δεκαετίες, ιδρύοντας και το ομώνυμο τυπογραφείο. Αλλά, βέβαια, μια τέτοια απεργιακή κίνηση δεν συνιστά, από μόνη της, συνδικαλιστικό κίνημα.

Στον τοπικό τύπο βρίσκουμε πληροφορίες για τις συνθήκες εργα­σίας. Έτσι, στο «Άργος» της 7-8-1915 δημοσιεύεται άρθρο του δικηγό­ρου Γ. I. Μουτζουρίδη, όπου κάτω από τον εύγλωττο τίτλο «περί σωματε­μπορίας εν Ελλάδι» ο συγγραφέας και πρόεδρος, τότε, της σχολής για άπο­ρα παιδιά στο Ναύπλιο, καταγγέλει το γεγονός ότι νοικιάζονταν, με ετήσιο μίσθωμα 100-150 δραχμών και με παροχή μόνο ξερού ψωμιού, παι­διά σε στιλβωτήρια (τη στιγμή που η εργασία του καθενός απέφερε 2-4 δρχ. την ημέρα, δηλ. πάνω από 1.000 δρχ. το χρόνο…), από πράκτορες που γύριζαν τα χωριά και, κάποτε, πετύχαιναν τη «μίσθωση» αυτή από τους γονείς των παιδιών.

Επισημαίνει, επίσης, την αδιαφορία της πολιτείας για το γεγονός, καθώς και για τη μόρφωση των παιδιών αυτών σε νυχτερινές σχολές. Αλλά και για απεργιακές κινήσεις υπάρχουν δημοσιευμένες στον τύπο πληροφορίες από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στο «Άργος», πά­λι, βρίσκουμε την είδηση για μεγάλη απεργία σιδηροδρομικών, σε πανελλήνια κλίμακα, την οποία ακολούθησαν συλλογικά οι εργαζόμενοι στους σταθ­μούς του Άργους και των Μύλων. Απεργοσπάστες, όμως, υπάλληλοι των ΣΠΑΠ έκαναν να λειτουργήσει αμαξοστοιχία, που έφθασε από την Καλα­μάτα στο Άργος («Άργος», φ. της 24-9-1906). Εκεί έγινε δεκτή με απο­δοκιμασίες από τους απεργούς, χωρίς να θίξουν κανένα. Τότε, κάποιος ο­πλισμένος επιβάτης πυροβόλησε με το μάλινχέρ του και παραλίγο να υπάρ­ξει νεκρός. Ο δράστης διέφυγε μόλις το λυντσάρισμα από χωροφύλακες που επενέβησαν και τον παρέδωσαν στη Δικαιοσύνη. Η αμαξοστοιχία, όμως, κατέληξε στο Ναύπλιο και οι επιβάτες έφυγαν… με πλοίο για τον Πειραιά.

Πληροφορίες συγκεκριμένες για συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων βρίσκουμε, πάντως, δημοσιευμένες μετά το 1925. Ταυτό­χρονα, από δημοσιεύματα, διαπιστώνουμε και τις αντιδράσεις των εργοδο­τών, όπως των μελών του «Εμποροβιομηχανικού Συλλόγου» που είχε πρωτοσυσταθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα. Από την πλευρά της ιστορίας των νοοτροπιών, είναι ενδεικτικές αντιδράσεις όπως ανώνυμου (κι αυτό πολύ ενδεικτικό!…) αναγνώστη της εφημερίδας «Τελέσιλλα» (16-3-1930), που αποδοκιμάζει έντονα τις «κοινωνικές προσμίξεις» στις δημόσιες εκδηλώσεις.

Η περίπτωση της απεργίας του 1933 στο Άργος παρου­σιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα επειδή σημειώνεται σε κλάδο βιομηχανικής παραγωγής που αναπτύχθηκε από τους πρώτους (αν όχι πρώτος) στο Νομό, δηλαδή σε υφαντουργείο. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε υπόψη μας μέχρι σήμερα, οι πρώτες υφαντουρ­γικές μονάδες στο Νομό (των αδελφών Διαμαντόπουλου στο Άργος) φαί­νεται ότι δημιουργήθηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1880 (αναφέρο­νται, για πρώτη φορά, σε εμπορικό οδηγό του 1892). Κατά δεύτερο λόγο, επειδή οι εργαζόμενοι ήταν γυναίκες – και είναι γνωστό το χαμηλό επίπεδο εργασιακής χειραφέτησής τους σε μικρά αστικά κέντρα, όπως το Άργος.

Τέλος, η περίπτωση παρουσιάζει ενδιαφέρον και για το ότι αποτελεί το μόνο γεγονός του συνδικαλιστικού κινήματος στο Νομό για το οποίο έχουμε όχι μόνο πληροφορίες ακριβείς, αλλά και σαφείς τοποθετήσεις από δύο διαφορετικά όργανα του Άργους, δηλαδή τις εφημερίδες «Ασπίς» και «Αργειακά Νέα» – η πρώτη προσκείμενη στη βενιζελική παρά­ταξη και η δεύτερη σαφώς στο Λαϊκό κόμμα.

Βέβαια, οι πληροφορίες που δίνονται δεν εκφράζονται από τα δρώντα πρόσωπα, τις εργαζόμενες και τους εργοδότες. Δεν έχουμε, έτσι, άμεση γνώση των δικών τους θέσεων. Όμως, η πληροφόρηση των δύο εφημερίδων είναι τέτοια, ώστε να μπορού­με να ανασυστήσουμε τα γεγονότα, τα αιτήματα και τη στά­ση εργαζομένων – εργοδοτών, αλλά και τις παραπέρα συ­νέπειες.

Εκτός, όμως, από αυτά, η αρθρογραφία της «Ασπίδας» και των «Αργειακών Νέων» εί­ναι σημαντικό στοιχείο και για κάτι άλλο: μας επιτρέπει ν’ αναλύσουμε τη νοοτροπία και την πολιτική θέση (που είναι και κοινωνική) των προσκείμενων σε δύο πολιτικές παρατάξεις τις εποχής, οι οποίοι, βέβαια, δεν είναι μόνον οι αρθρογράφοι των δύο εφημερίδων. Πολύ συζήτηση έγινε για την απεργία στην πόλη και δεν είναι άστοχο να υποθέσουμε βάσιμα ότι στα άρθρα που γράφτηκαν «πέρασαν» αντιλήψεις και θέσεις που εκφράζανε πολύ περισσότερους από τους δημοσιογράφους (οι δημοσιογράφοι, τότε, ή­ταν σχεδόν αποκλειστικά, στον τοπικό τύπο, επαγγελματίες σε άλλη εργα­σία – συνήθως ελεύθερο επάγγελμα – δεν «ζούσαν» από την εφημερίδα). Τελικά, φθάνουμε, έτσι, να εντοπίσουμε τις ιδεολογικές διεργα­σίες που προκλήθηκαν στην πόλη από την απεργία, ενώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι στην κυβέρνηση βρισκόταν το Λαϊκό Κόμμα κι ότι, πριν μερικούς μήνες, είχε εκδηλωθεί και παταχθεί το κίνημα των βενιζελικών αξιωματικών, ενώ από μία πενταετία είχε ψηφιστεί ο περίφημος νόμος για το «ιδιώνυμο».

 

Τα γεγονότα

 

Πρώτη η «Ασπίδα» (29-10-33) ανέφερε το γεγονός της απεργίας, με σχόλιο εναντίον της, για να επανέλθει άλλες δύο φορές, με σχόλιο της 5-11-33 και κύριο άρθρο – σχόλιο στο ίδιο φύλλο, όπου πήρε, πλέον, πολύ διαφορετική θέση. Από την πλευρά τους, τα «Αργειακά Νέα » δημοσίευσαν σε δύο φύλλα (1 και 16-11-33) δύο πληροφοριακά άρθρα με σχόλια έντονα κατά της απεργίας. Από την αρθρογραφία αυτή διαγράφονται τα εξής γεγονότα. Στο υφαντουργείο Ρόκα και αδελφών Παζιώτα απολύθηκε μία εργάτρια για λό­γους που δεν αναφέρονται. Η απόλυση αυτή αποτέλεσε και την αιτία της απεργίας, στην οποία προβλήθηκαν και άλλα αιτήματα, με σχετικό υπόμνημα (οκτάωρο, αύξηση ημερομισθίων κ.α.).

Από την «Ασπίδα » δίνεται, μάλιστα, η πληροφορία ότι οι εργάτριες εργάζονταν περισσότερο από το κανονικό χωρίς να αμείβονται καλά (έπαιρναν 15-19 δρχ. την ημέρα, με τις οποίες, υποστήριζε η εφημερίδα, δεν μπορούσαν να ζήσουν). Η απεργία κράτησε πάνω από τέσσερις μέρες, αλλά έγινε άμε­ση επέμβαση των αστυνομικών και δικαστικών αρχών, με αποτέλεσμα να παραπεμφθούν, όπως φαίνεται, για αυτόφωρο αδίκημα (παρεμπόδιση εργα­σίας) τέσσερις εργάτριες, που πρωτοστατούσαν στην απεργία, καθώς και οκτώ εργάτες ως υποκινητές.

Οι πρώτες καταδικάστηκαν σε 15 ήμερη και οι τελευταίοι σε 25ήμερη φυλάκιση. Από την ειδησεογραφία συ­μπεραίνουμε ότι η απεργία έληξε μετά από αυτή την επέμβαση, χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματα. Στην «Ασπίδα», μάλιστα, της 5-11-33 γίνεται λόγος για πραγματικό ανθρωποκυνηγητό της χωροφυλα­κής κατά των απεργών μέχρι μέσα στα σπίτια τους και για «μέτρα βίας». Από το άλλο μέρος, δεν φαίνεται να υπήρχε οργανωμένο σωματείο στο εργοστάσιο, αφού γίνεται λόγος για απουσία «επιτροπής» που να «δια­χειρίζεται υπευθύνως τα ζητήματα» των εργατριών (δεν θίγεται, όμως, και το αν, με τις τότε συνθήκες, υπήρχε δυνατότητα για συγκρότηση παρό­μοιας «επιτροπής»), ενώ αναφέρεται ισχυρισμός των εργοστασιαρχών ότι μέχρι την τέταρτη μέρα της απεργίας «δεν είχον ιδέαν αιτημάτων των εργατών και εργατριών».

Τέλος, επισημαίνεται ότι οι απεργές εμπόδισαν απεργοσπάστριες να ερ­γαστούν, πράγμα που έδωσε και την αφορμή για την επέμβαση της χωρο­φυλακής, ενώ, ως προς την απήχηση της απεργίας στην πόλη, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρξε έντονη, αν κρίνουμε από την επιθετική, σχεδόν πανικόβλητη αρθρογραφία των «Αργειακών Νέων» και από την αντιφατική καθησυχαστική βεβαίωση της «Ασπίδας» (ότι επρόκειτο για «μικρό επεισόδιο, ασήμαντον καθεαυτό»), που κράτησε, όμως για μέρες σε αγωνία εργάτες και εργοδό­τες, αλλά και κύριο άρθρο και σχόλιο στο ίδιο αυτό φύλλο της εφημερίδας που, «φρονίμως ποιούσα», φρόντισε να μην επανέλθει, πια, στα γεγονότα αυτά.

Πάντως, με πρόχειρες διασταυρώσεις γνωμών ανθρώπων που έζησαν την εποχή και ανεξάρτητα από τις τότε πολιτικές και κοινωνικές τοποθετή­σεις τους, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η απεργία αυτή προκάλεσε έντονα συναισθήματα και πέρα από ‘Αργος, στο Ναύπλιο και αλλού. Ο αποκλεισμός του εργοστασίου και των γύρω δρόμων από τους απεργούς και ο τρόπος που επιλέχθηκε, τότε, για την επίλυση μιας εργα­σιακής σύγκρουσης, εξαιρετικά βίαιος όπως φαίνεται, ήταν φυσικό ν’ απο­τελέσει γεγονός πρώτης σημασίας. Μένει να ερευνηθεί, καθώς είναι ευνόη­το, το ποια επιρροή είχε η απεργία αυτή και η συγκεκριμένη αντίδραση των εργοδοτών στη μετέπειτα πορεία του όποιου συνδικαλιστικού κινήμα­τος, στην πόλη και στο Νομό.

 

Η ιδεολογική αντιμετώπιση

 

Τόσο από την «Ασπίδα» (έμμεσα), όσο και από τα «Αργειακά Νέα» (άμεσα και απρο­κάλυπτα) γίνεται λόγος για ανάμιξη στελεχών του ΚΚΕ Άργους (συγκε­κριμένα του Αντ. Γιατρά) στην κήρυξη της απεργίας, ως υποκινητών και εμπνευστών. Είναι χαρακτηριστική για την εποχή η ταύτιση εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και κομμουνιστικού κόμματος (είναι αλήθεια ότι την ταύτιση αυτή η «Ασπίδα» την αποφεύγει ρητά, θεωρώντας την κομμουνι­στική παρεμβολή περισσότερο σαν ενδεχόμενο, οργανωτικό, βέβαια κίνδυ­νο). Από κει και πέρα, όμως, οι αρθρογράφοι των δύο εφημερίδων διαφορο­ποιούνται σε μεγάλο βαθμό. Η διαφοροποίηση αυτή μαρτυρεί ότι και στο Άργος, οι διαφορές ανάμεσα στο βενιζελισμό και στον παραδοσιακό συντη­ρητικό κόσμο, με αφορμή μια τοπική κοινωνική σύγκρουση, «λειτούργησαν» αμέσως και ότι δύο διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές τοποθετήσεις διαγράφηκαν ξεκάθαρα και σχεδόν άμεσα.

Από το ένα μέρος η συλλογιστική της «Ασπίδας»: μετά μια ενστικτώδη, θα λέγαμε, αρνητική αντίδραση στην αρχή, παίρνεται μια ξεκάθαρη θέση. Ναι, είχαν δίκιο να απεργήσουν οι εργάτριες, οι εργοδότες αντί να προσφεύ­γουν σε μέτρα βίας πρέπει «να εξετάσουν τα πράγματα βαθύτερον» και να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα για να βελτιωθεί η θέση «των κοριτσιών που εργάζονται για την ανάπτυξη αυτής της ωραίας για την πόλη μας βιομηχα­νίας».

Χαρακτηρίζει, βέβαια, την απεργία «αψυχολόγητον και ανοργάνωτον», αλλά και κατακρίνει τη στάση της Αστυνομίας, που με τα μέτρα βίας οδηγεί «εις τα άκρα και θα εξαναγκάσει τας συντηρητικάς εργατρίας, χωρίς να το θέλουν, να ριφθούν εις τας αγκάλας του κομμουνισμού». Από το άλλο μέρος, η αντίδραση των «Αργειακών Νέων»: κομμουνιστικός δάκτυλος πίσω απ’ όλα, αδιαφορία των αστυνομικών οργάνων (παρ’ όλο που «και άλλοτε επεστήσαμεν την προσοχήν της αστυνομίας επί της λανθανούσης Κομμουνιστικής κινήσεως εν τη πόλει μας»), αλλά τελικά επέμβασή τους σωστική, αφού «διέλυσε τας αντάρτιδας». Τη «γραμμή» αυτή θα ακολουθή­σει, άλλωστε, η εφημερίδα στα γενικότερα πολιτικά θέματα μέχρι το τέλος της έκδοσης της, πληροφορώντας, ανάμεσα στα άλλα, στο φύλλο της της 15-11-1934, ότι ο Αντ. Γιατράς εκτοπίστηκε στον Αγ. Ευστράτιο.

Κλείνουμε τούτο το άρθρο αντιγράφοντας κατά λέξη και δίχως σχόλια το εξής από την «Ασπίδα», μετά είκοσι περίπου χρόνια (φύλλο της 17-7-1955): «Και άλλοτε εγράψαμεν ότι εργάται και εργάτριαι που συνωστίζονται κάθε βράδυ στην πλατεία της Γούβας προς εξεύρεσιν εργασίας, και την κυκλοφορίαν δυσχεραίνουν με κίνδυνο δυστυχημάτων και εις τα γύρω κατα­στήματα εμποδίζουν την ομαλή κίνηση των πελατών των και συνεστήσαμεν την καθιέρωσιν ειδικού χώρου συγκεντρώσεώς των εις την όπισθεν πλατεία των Στρατώνων με την μερίμνη της Δημοτικής αρχής, ανέγερσιν ειδικών στεγάστρων μετά καθισμάτων. Επαναλαμβάνομεν την υπόδειξίν μας δια να λείψη εν άτοπον και εις κίνδυνος δυστυχημάτων».

Η εικόνα αυτή φέρνει στο νου ίσως πολύ προγενέστερες εποχές, ίσως τον αμερικάνικο Νότο της «Καλύβας του Μπάρμπα – Θωμά». Στην εποχή μας, βέβαια, μεσολαβεί και ο «κίνδυνος δυστυχημάτων»…

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Περιοδικό «ελλέβορος», τεύχος 3-4, Άργος, Φθινόπωρο 1986 – Χειμώνας 1987.  

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι


 

«Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, όνοι. Ιδίως οι αγωγιάται κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον μεταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία. Τότε και ο αγωγιάτης Σωτήρος Μαρίνος δια τριών (αριθ. 3) όνων, μετεκόμιζε τας σταφυλάς του Αλεξ. Μαρίκου επί συμπεφωνημένω ημερομισθίω δραχ. 1 λ. 50 δι’ έκαστον όνον εκάστην ημέραν»[1].

 

Η διερεύνηση των συνθηκών και των συγκυριών που επέτρεψαν σε έναν κόσμο να μετατρέπει το φυσικό του περιβάλλον και να διαμορφώνει ένα νέο ανθρωπογενές, απαντά σε γενικότερα ερωτήματα οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών, εξηγεί μηχανισμούς και σχέσεις, επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τις διαμορφωμένες αντιλήψεις σχετικές με την κοινωνική διάρθρωση, τη σχέση των φύλων, την παραγωγική διαδικασία. Ο κόσμος της εργασίας, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το  περιβάλλον του μέσω της εργασίας, δημιουργεί οριοθετήσεις στο χρόνο και το χώρο με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητές στις συνιστώσες του οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις και οι χωροταξικές κατασκευές.

Δεν είναι τυχαίο πως η κατασκευή κατοικίας ακολουθεί μια συγκεκριμένη τυπολογία άμεσα συνδεδεμένη με την οπτική μιας επαγγελματικής και κοινωνικής κατηγορίας. Οι σχέσεις των φύλων επίσης ανατρέπονται στη διάρκεια συγκεκριμένων συγκυριών αποκαλύπτοντας νέες δυνατότητες λειτουργίας του κόσμου της εργασίας από την άποψη, αυτή τη φορά, του φύλου. Και στο σημείο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι, για παράδειγμα, η κατανομή της εργατικής δύναμης δεν γίνεται με τρόπο τυχαίο αλλά ακολουθεί ιδιαίτερους κανόνες άμεσα διαμορφωμένους από την συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία και την συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Από την άποψη αυτή, η οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή στην Αργολίδα (κονσερβοποιεία, υφαντουργεία), είναι γένους θηλυκού.   

 

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο Μακαρονοποιείας. Άργος, δεκαετία του ’50.

 

Τέλος, θα πρέπει να γίνει περισσότερο κατανοητή σε μας η διαδικασία ανταλλαγών, ένας ιδιαίτερος διάλογος μέσα στο χρόνο, μεταξύ του αγροτικού και του αστικού χώρου, του χωριού και της πόλης. Και οι δυο αποτελούν σημαντικούς οικονομικούς και πολιτισμικούς χώρους για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ιστορίας του κόσμου της εργασίας στην Αργολίδα.

Και οι δυο συμμετέχουν ακόμα και σήμερα σε μια σχέση που αλληλοκαθορίζει τη δυναμική της μιας και την εξέλιξη της άλλης. Ο αγροτικός κόσμος, παρά τη «φυσιολογική» του τάση για σταθερότητα, ανοίγεται στον αστικό είτε λόγω των οικονομικών συναλλαγών, είτε λόγω της αναζήτησης νέων τρόπων διασύνδεσής του με το νέο περιβάλλον και το αντίστροφο. Ο αστικός κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί ανάγκες των μελών του χωρίς την άμεση εμπορική-οικονομική συναλλαγή με τον αγροτικό αλλά και τη διαμόρφωση ενός φαντασιακού δρόμου της επιστροφής στη φύση και τις ρίζες.

 «Η εξευτελιστική τιμή εις ην επλήρωσαν την υπ’ αυτών αγορασθείσαν ντομάταν τα διάφορα εργοστάσια Κονσερβών της περιφερείας Άργους – Ναυπλίας άτινα εξεμεταλεύθησαν κατά τον πλέον αναίσχυντον τρόπον την σημειωθήσαν υπερπαραγωγήν εις βάρος των κόπων, αγώνων και ιδρώτος του βιοπαλαίοντος Αγρότου, έθεσεν επί τάπητος την και άλλοτε μελετηθείσαν ίδρυσιν ενός μετοχικού Εργοστασίου Κονσερβών με μετόχους τους ίδιους παραγωγούς των οποίων την εσοδείαν θα επεξεργάζεται το εν λόγω εργοστάσιον και δίδει εις την κατανάλωσιν με κέρδος υπέρ των παραγωγών όλων των κερδών τα οποία επιτυγχάνουν σήμερον τα εργοστάσια και οι διάφοροι μεσάζοντες»[2].

 

«Όταν φέρναν το νερό» 


 

Οι αγροτικές κοινωνίες τις περιοχής βρέθηκαν μετά τον πόλεμο αντιμέτωπες με εντονότερο από πριν το πρόβλημα της επιβίωσης. Για τις κοινωνίες αυτές και ιδιαίτερα για τις ορεινές περιοχές, το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο έντονο. Ο μικρός κλήρος δεν μπορούσε να απαντήσει ικανοποιητικά στις ανάγκες των κατοίκων και των οικογενειών λόγω της ισχνής απόδοσής του.

Η αγροτική οικονομία χαρακτηριζόταν από τη δανειακή υπερχρέωση ενδυναμωμένη από την ανεπίσημη τοκογλυφία και την επίσημη των τραπεζών. Αποτέλεσμα της ασφυκτικής αυτής κατάστασης, ήταν η διαρκής αναζήτηση νέων πόρων. Μια θέση στο δημόσιο ή στην τοπική βιομηχανία-βιοτεχνία αποτελούσαν δυο σημαντικές λύσεις για την οικογένεια. Η εξωτερική και η εσωτερική μετανάστευση αποτέλεσαν δυο άλλους δρόμους απορρόφησης ενός σημαντικού μέρους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, αρχίζουν επίσης με έντονους ρυθμούς μετά τον πόλεμο, να αναζητούν τοποθεσίες μονιμότερης εγκατάστασης προς τον Αργολικό κάμπο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης συνδυασμένων οικονομικών πόρων.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Αργολίδα είναι αυτή της μετακίνησης του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού από την Κοινότητα Βρουστίου προς το Κουτσοπόδι. Η σταδιακή εγκατάσταση σε περισσότερο πεδινές τοποθεσίες θα δημιουργήσει, με ενδιάμεσους οικισμούς, τη σημερινή Κοινότητα των Σταθέικων. Η μετακίνηση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η τακτική υποχρέωση προσφοράς εργασίας, (θεσμός εθελοντικής εργασίας) από τα μέλη της κοινότητας. Ο θεσμός αυτός δημιουργείται από την ίδια τη δομή της αγροτικής οικονομίας και ιδιαίτερα από την έλλειψη επάρκειας εργατικών χεριών.

Δημιουργείται επίσης από την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος των υποδομών (δρόμοι, ύδρευση, ιδιαίτερες συνθήκες αγροτικής παραγωγής, κτλ). Οι υποδομές αυτές στάθηκαν απαραίτητες για τη μόνιμη εγκατάσταση των μελών της κοινότητας και την ανάπτυξή της. Η εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο και η μαθητεία στον αστικό εργασιακό χώρο αποτέλεσαν δυο σημαντικούς μηχανισμούς εργασιακής ενσωμάτωσης και δημιουργίας κοινωνικής και επαγγελματικής ταυτότητας. Σημειώνω πως η εθελοντική εργασία αποτελεί θεσμό που εξακολουθούσε να υφίσταται και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 στον αγροτικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να δημιουργούν οργανωμένες ομάδες πυρόσβεσης.

Οι κάτοικοι των Σταθέικων αντιμετωπίζουν ένα σοβαρότατο πρόβλημα νερού σε όλη τη διάρκεια της μετακίνησης και εγκατάστασής τους ήδη από τη δεκαετία του ‘30. Έπρεπε να βρεθεί λύση για την ύδρευση της κοινότητας.  Οι μέχρι τότε τεχνικές αποθήκευσης του βρόχινου νερού δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες. Στα 1960 αρχίζει το έργο μεταφοράς του νερού από την πηγή «Κλίμα» στην Κοινότητα Σταθέικων. Πρόεδρος της Κοινότητας ένας άνθρωπος της προόδου : ο Παναγιώτης Μπέλλος ή Πανομπέλλος. Η επιχείρηση θα διαρκέσει αρκετούς μήνες και η εθελοντική εργασία των μελών της κοινότητας θα προσλάβει επικές σχεδόν διαστάσεις λόγω της σημασίας του έργου και της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην κατασκευή του. Στην περίπτωση του δικτύου ύδρευσης των Σταθέικων, η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο ανάγνωσης της γυναικείας εργασίας, όχι ως συμπληρωματικής της ανδρικής ή της οικογενειακής, αλλά ως μηχανισμό κοινωνικού προσδιορισμού της θέσης της μέσα στην αγροτική κοινωνία.

Είναι ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που έχουμε, για τη μορφή και τη λειτουργία της εθελοντικής εργασίας στην Αργολίδα. Για αιώνες αυτός ο τύπος εργασίας, θα αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό εμπέδωσης της κοινοτικής αλληλεγγύης αλλά και της επίλυσης του προβλήματος έλλειψης εργατικών χεριών.

 

 

Κατασκευή του αστικού χώρου και εργοστασιακή εργασία


  

Αντίθετη φαίνεται να είναι η δομή της γυναικείας εργασίας στον υπό διαμόρφωση βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Θα δούμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για το θέμα αυτό αφού προηγουμένως σκιαγραφήσουμε τον βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας.

Οι παραγωγικές διαδικασίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τους χώρους στους οποίους αναπτύσσονται. Η αγροτική παραγωγή, για παράδειγμα, καθορίζει και τον τύπο της βιομηχανίας που θα αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα του Ναυπλίου, όπως είναι η κονσερβοποιία.  Ταυτόχρονα, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, η εσωτερική μετανάστευση αλλάζει τη δημογραφική εικόνα της Αργολίδας προς όφελος των διαμορφούμενων αστικών χώρων.

 

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

 

Η διάσταση αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση φαινομένων όπως η εσωτερική μετανάστευση και η διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού κατά περιοχή. Θα αναφέρω για παράδειγμα το γεγονός ότι μια σειρά από επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην περιφέρεια των πόλεων βρίσκονται σταδιακά στο κέντρο σχεδόν του αστικού ιστού. Είναι κλασική η περίπτωση της οδού Πειραιώς που συνδέει τον Πειραιά με την Αθήνα. Στα αστικά κέντρα της Αργολίδας παρουσιάζεται[3], τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο όπως στις περιπτώσεις των βιομηχανιών ψύχους Λέκκα και Καράμπελα ή ακόμα της Βιομηχανίας Αεριούχων ποτών «Παλίρροια», η οποία τελικά δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ξανά στη δεκαετία του ’90 λόγω των αντιδράσεων των περιοίκων[4]. 

Σχετικά με τον τύπο των δραστηριοτήτων, μερικά στοιχεία είναι ενδεικτικά του επιχειρηματικού προσώπου που διαμορφώνει το κάθε αστικό κέντρο. Στον εμποροβιομηχανικό οδηγό του 1950 αναφέρεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Αργολιδοκορινθίας είναι 250.000 κάτοικοι και ότι «εκ των βιομηχανιών σπουδαιοτέρα είναι η της ηλεκτροπαραγωγής εις τα μεγαλείτερα κέντρα, τα εργοστάσια κονσερβών, κηπουρικών και λαχανικών προϊόντων του Ναυπλίου και της Αργολίδος, (…), υφαντουργεία εις το Άργος, ως καί τινα ελαιουργεία και μακαρονοποιεία».

Διαγράφεται έτσι, το επαγγελματικό προφίλ των περιοχών με τις εξειδικεύσεις τους και θα αναφερθούμε εδώ αποκλειστικά στο βιοτεχνικό – βιομηχανικό τομέα. Σε σχέση με το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα[5], σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στο επίπεδο της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής στη μεταπολεμική περίοδο.

  • Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή του καταγράφονται οκτώ επιχειρήσεις στην κατηγορία «Βιομηχανίαι Κονσερβών» : «ΑΒΕΚ» (Μπολάτι), «Δήμητρα» (Κούτσι), «Κύκνος» (Δαλαμανάρα), «Μηναίος Κ.» (Ναύπλιο), «Μηναίος Κ. Υιοί» (Ασίνη), «Ξυλινάς Ιωάννης» (Κοφίνι), «Πελαργός» (Ναύπλιο), «Φίλης Ανας.-Κ.» (Ασίνη).
  • Τρεις  επιχειρήσεις στην κατηγορία «Ποτοποιεία – Αεριούχα» : Αφοι Καρώνη, Κουικόγλου Τρύφων, Πλατής Δημ.
  • Μία υφαντουργική επιχείρηση (Αφοι Γκούμα) και δυο  Σαπωνοποιίες (Τόμπρας Μενελ., Καλογερόπουλος Δ.).

Το Ναύπλιο θα αρχίσει σταδιακά, μετά από μια σοβαρή τάση αποβιομηχάνισης ιδιαίτερα λόγω της μεταφοράς του «Κύκνου», να διαμορφώνει μια νέα πολιτική και προσανατολίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες και τον τουρισμό.

Το Άργος διαθέτει ένα περισσότερο βιομηχανικό προφίλ. Οι επαγγελματικές καταγραφές όμως είναι σημαντικές σε σχέση με εκείνες του Ναυπλίου γιατί επιτρέπουν να δημιουργηθεί ένας συσχετισμός μεταξύ νέων και παραδοσιακών επαγγελμάτων τα οποία επιβιώνουν ακόμα και στη δεκαετία του ’70 και παράλληλα μας παρουσιάζουν τη γεωγραφία των συναλλαγών της πόλης με τον αγροτικό χώρο.

Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘50 καταγράφονται τέσσερα  συνεργεία αυτοκινήτων, έξι  καρροποιεία  και τρία σαγματοποιεία. Παράλληλα, φαίνεται μια βιομηχανική υποδομή περισσότερο διευρυμένη από άλλες περιοχές και πολυδιάστατη σε ότι αφορά το παραγόμενο προϊόν. Περιληπτικά οι επιχειρήσεις είναι οι παρακάτω :

  • Αρκετά μηχανουργεία που δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών (π.χ. μηχανές εσωτερικής καύσης) μεταξύ των οποίων του Λουκά Τζηβελή (Κορίνθου), Ανδρ. Τσεκέ (Δαναού), κ.α.
  • Δυο  εργοστάσια ζυμαρικών (Μπιτσαξής – Τσεκρέκος, Μπουλαμάκης Γ).
  • Δυο  Βυρσοδεψεία (Βόγλης Γ., Χειλαδάκης Κ.)
  • Δυο  Ποτοποιίες (Μαυράκης Β., Οικονόμου Χρ.)
  • Ένα εργοστάσιο αεριούχων ποτών (Αφοι Σκαρπίδη)
  • Δυο Εκκοκκιστήρια βάμβακος (Σαραντόπουλος Ηλ.- Μπόμπος Κ., Τσαγκούρης – Κολύβας)
  • Δυο Βιομηχανίες πάγου (Καράμπελας, Λέκκας)
  • Οκτώ υφαντουργικές βιομηχανίες : «Αργολίς» Γκότσης – Παπαδάκης – Μποβόπουλος, Λαλουκιώτης – Σούπας, Αφοι Μαρίνου, Αθ. Μπόνης, Νάσκος – Ρουσόπουλος – Σκλήρης, Αφοι Παζιώτα, Ρόκας – Τζωρτζόπουλος – Κεληδήνος, Υψηλάντης – Λούκας.

Η υφαντουργία θα αποτελέσει μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 την αιχμή του δόρατος της αργειακής βιομηχανίας. Η ύπαρξη μιας σημαντικής εργασιακής εμπειρίας στην υφαντουργία (ασχολίες στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας), έδωσε τη δυνατότητα μιας άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένη εργατική δύναμη που της επέτρεψε να αναπτυχθεί ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα.

Δεν μπόρεσε όμως να αναπτύξει παραγωγικές στρατηγικές που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει τη θέση της σε ένα νέο καταμερισμό της εργασίας. Υπήρξε θύμα του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών συναλλαγών με αποτέλεσμα, τα εργοστάσια να κλείνουν το ένα μετά το άλλο ή, τα ελάχιστα που έμειναν και μετατράπηκαν σε βιοτεχνίες, να διατηρούν κάποια δραστηριότητα μόνο με το «φασόν». Παρά το πρόβλημα αυτό, παραμένει μια βιοτεχνική και βιομηχανική περιοχή ενώ παρατηρούνται  νέες εξειδικεύσεις (οινοποιία, μηχανολογικές κατασκευές, κλπ) με σοβαρές προοπτικές εξέλιξης.

 

Μεταλλεία

 

Σε μια άλλη περιοχή της Αργολίδας, την ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας και του Κρανιδίου,  θα διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ταρσανάδες και η ναυπηγοεπισκευαστική τους δραστηριότητα καθώς επίσης οι μύλοι και τα ελαιοτριβεία. Φαίνεται επίσης να υπάρχει μια εμβρυώδης βιοτεχνία σαπωνοποιίας χωρίς όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εξέλιξης. Υπογραμμίζω πάντως πως οι δραστηριότητες του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα (π.χ. στα Ναυπηγεία Κοιλάδας οι Μπασιμακόπουλος, Λέκκας, κ.α) ήταν σημαντικές για την περιοχή και διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

Σημαντική επίσης φαίνεται πως ήταν και μια προσπάθεια στον τομέα της εξόρυξης και των μεταλλείων στην περιοχή της Ερμιονίδας ήδη από το 1905. Το 1926 αποκτά την ιδιοκτησία των μεταλλείων ο Πρ. Μποδοσάκης. Μετά τον πόλεμο του ’40 τα μεταλλεία εκσυγχρονίζονται αλλά τελικά οι στοές τους θα κλείσουν το 1978[6]. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην περιοχή μια μεγαλύτερη εξειδίκευση και ένας εντονότερος προσανατολισμός προς τον τουρισμό.

 

 

 Παράλληλα στοιχεία – Α. Γυναικεία εργασία


  

«Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φιλέργους γυναίκας, οιαί είσιν αι επαρχιώτιδες και δη  αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα δια των προχείρων μέσων λειτουργούντα  δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική»[7].

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

Ακολουθώντας τη ροή της εσωτερικής μετανάστευσης ο γυναικείος πληθυσμός των πόλεων (Ναύπλιο, Άργος), αποτελεί τη μεγάλη δεξαμενή εργατικής δύναμης στις μονάδες παραγωγής της κονσερβοποιίας της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου και στα υφαντουργικά κυρίως εργοστάσια του Άργους.

Από την άποψη του μεγέθους, η γυναικεία εργατική δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των ανδρών στους συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής και ακολουθεί στην Αργολίδα την ίδια πορεία διαμόρφωσης που ακολουθεί και στην υπόλοιπη χώρα. Η γυναικεία εργασία αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό μέγεθος για την παραγωγική διαδικασία. Ήταν κατά πολύ φθηνότερη από την ανδρική και λειτουργούσε υποβοηθητικά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή τη βοήθεια που προσέφερε σε όσους έμεναν στο χωριό. Τη θεωρούσαν πιο πειθαρχημένη και κινητική μιας και η γυναίκα «μετακινούνταν συχνά από το ένα επάγγελμα στο άλλο, γεγονός που οφειλόταν στις στρατηγικές επιβίωσης των εργατικών οικογενειών»[8], καθώς επίσης και λιγότερο επιρρεπής στο «να δημιουργεί προβλήματα στην εργοδοσία (απεργίες, κ.τ.ό)»[9]. Στο Άργος πάντως αναφέρεται ήδη στα 1933 μια μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση εργατριών[10].

 

Β. Μαθητεία


 

 Ταυτόχρονα με την εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο, ο θεσμός της μαθητείας θα αποτελέσει ένα σημαντικότατο μηχανισμό κοινωνικής και εργασιακής ενσωμάτωσης. Πρόκειται για έναν ιστορικό θεσμό στα πλαίσια της εργασίας με την ευρύτερη έννοιά της αλλά και με την εξειδικευμένη (κλάδοι παραγωγής, οικονομικές δραστηριότητες, κτλ). Ήδη στις μεσαιωνικές συντεχνίες η μαθητεία αποτελεί στάδιο της εσωτερικής ιεράρχησης και απαραίτητο βήμα για την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινότητα. Στη σύγχρονη εποχή η λογική της μαθητείας παραμένει η ίδια παρά τις δυσκολίες που, ανάλογα με τις εποχές, αντιμετωπίζει ο θεσμός σχετικά με τη «διαθεσιμότητα» των επαγγελματιών, τις αποδοχές, κτλ.

Ραφείο Παναγιώτη Αθανασάκου, Άργος δεκαετία 1960.

Η προφορική ιστορία των εργασιακών σχέσεων μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού της μαθητείας. Ένας από τους καλύτερους παντελονάδες της Αργολίδας, όπως θεωρείται από συναδέλφους του κλάδου του, ο κ. Παναγιώτης Αθανασάκος, μου εξηγούσε πως η τετραετής μαθητεία του στο εμποροραφείο του Κων. Θεοδωρόπουλου (θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα της μεταπολεμικής περιόδου), ακολουθούσε συγκεκριμένα στάδια εκμάθησης και η καλύτερη μέθοδος για «να προοδέψει κανείς» ήταν να κοιτάζει από μόνος του κινήσεις και τεχνικές των καλφάδων, ώστε να μαθαίνει την τέχνη. Ο μισθός ήταν ανύπαρκτος, όπως ανύπαρκτο ήταν και το ωράριο εργασίας.

Βεβαίως, ο θεσμός θα επενδυθεί και ιδεολογικά ανάλογα με τις αξίες που επικρατούν σε κάποια περίοδο. Σε κύριο άρθρο με τίτλο : «Εργοδόται και μαθητευόμενοι», η Ασπίς του Άργους (27 Μαΐου 1962), αναδεικνύει με τον καλύτερο ίσως τρόπο την επικρατούσα ιδεολογία για το θεσμό της μαθητείας, «…οι εργαζόμενοι ανήλικοι» σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, «ενώ εκλιπαρούν την πρόσληψιν δια την εκμάθησιν μιας τέχνης, κατόπιν με τας διαφόρους υπέρ αυτών προστασίας, μεταβάλλονται εις αναιδείς και ουχί με διάθεσιν εργασίας, διότι ενώ αυτοί προστατεύονται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δύνανται οποτεδήποτε να εγκαταλείψουν την εργασίαν των, δεν προστατεύεται ο εργοδότης ο οποίος ούτε να τους εκδιώξη δύναται ούτε καν να τους επιπλήξη ή να τους υποδείξη καλλιτέραν απόδοσιν και επίδοσιν». Όμως παρά τις δυσκολίες, ο θεσμός εξακολουθεί να λειτουργεί γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία του.

 

 

Γ. Μέσα και έξω


 

Μια σημαντική διάκριση του χώρου που οργανώνει την εργασία και δια μέσου αυτής τις κοινωνικές σχέσεις, αφορά στις δραστηριότητες που γίνονται «μέσα» σε εργασιακούς χώρους και σε εκείνες που επιτελούνται «έξω» από αυτούς. Η διάκριση επιδρά στη διαμόρφωση κωδίκων συμπεριφοράς τόσο σε επαγγελματικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και η μελέτη της εργοστασιακής εργασίας με όρους πολιτισμικούς, ιδιαίτερα για τις περιόδους έντονης μετανάστευσης, μας αποκαλύπτει την ψυχολογική ένταση που προκαλούσε το νέο είδος εργασίας, η βιομηχανική πειθαρχία και ο «μέσα» χώρος, στους νέους εργαζόμενους. «Η εργοστασιακή εργασία ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τα πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν συνηθίσει από την αγροτική ζωή τους να ελέγχουν το χρόνο της ημέρας τους, να έχουν την ανεξαρτησία τους…»[11].

Κατάστημα Τροφίμων και Τυροκομικών προϊόντων, Αφοί Ν. Πετρόπουλοι, Άργος 1956.

Παρ’ ότι χαρακτηρίζει περισσότερο τις μεσογειακές κοινωνίες και άρα, η διάσταση των κλιματολογικών συνθηκών διαδραματίζει το δικό της ρόλο, στην πάροδο του χρόνου διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη επαγγελματική νοοτροπία που θέτει στο επίκεντρό της τη δημόσια θέα ως αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ακόμα και στις περιπτώσεις επαγγελματικών δραστηριοτήτων που δεν επιτελούνται σε αίθριο χώρο (παρά την ύπαρξη επαγγελματικής στέγης), ο «μέσα» χώρος γίνεται απόλυτα ορατός : η τζαμαρία ενός κουρείου θέτει ταυτόχρονα το όριο μεταξύ του «μέσα» επαγγελματικού χώρου και της «έξω» πραγματικότητας επιτρέποντας στη δεύτερη την απόλυτα ορατή ανάγνωση του πρώτου. Το πόσο σημαντική ήταν η κοινωνική αυτή διάσταση της εργασίας μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, αποδεικνύεται και από την αντίστροφη σημερινή πρακτική της «κάλυψης των ορατών σημείων» ενός επαγγελματικού χώρου. Η πρακτική αυτή είναι περισσότερο αστική και ιδιωτική και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες καπιταλιστικής ανάπτυξης ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ανόδου των αστικών στρωμάτων. 

Η κοινωνική σύνθεση και οι μεταβολές της ακολουθώντας μακροχρόνιες διαδικασίες διαμόρφωσης, επιδρούν μεταξύ άλλων στις επαγγελματικές πρακτικές αλλά και στις χωροθετήσεις. Σημαδεύουν δηλαδή το χώρο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η αρχιτεκτονική και η δόμηση του χώρου.

Στους ιστούς των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων η χωροθέτηση, πραγματική και συμβολική, γίνεται ακόμα και με το διαχωρισμό μεταξύ εργατικών, μικροαστικών και μεγαλοαστικών συνοικιών. Στα μικρότερα πολεοδομικά συγκροτήματα, στις επαρχιακές δηλαδή πόλεις, η διαφοροποίηση αυτή είναι λιγότερο έντονη αλλά καθρεπτίζεται επίσης στο είδος και τη μορφή της κατοικίας καθώς επίσης και στους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται τα μέρη του πολεοδομικού ιστού.

 

 

Δ. Ιστορία της εργασίας και Τοπική Αυτοδιοίκηση


 

Η έρευνα για τον κόσμο της εργασίας διαθέτει επίσης μια σημαντική διάσταση ως προς την ίδια την ιστορία των επαγγελμάτων. Όπως ήδη σημείωσα, μπορεί η λογική της επαγγελματικής κινητικότητας να ακολουθεί τα μεταναστευτικά ρεύματα και τις τεχνολογικές εξέλιξης, δεν αλλάζει όμως ριζικά το περιεχόμενό της. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να παρατηρήσει επαγγέλματα που ήδη υπάρχουν ή που ξαφνικά αναβιώνουν και χαρακτηρίζουν προ-καπιταλιστικές ή προ-βιομηχανικές περιόδους.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι κοινωνικές και οι εργασιακές σχέσεις, οι πολιτισμικές αντιστάσεις ή διαφοροποιήσεις, το επίπεδο του τεχνικού πολιτισμού και ο βαθμός αφομοίωσής του, οι τρόποι με τους οποίους νοούνται οι χώροι και σημαδεύονται με εργασιακούς και κοινωνικούς συμβολισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας είναι εκείνος που καθορίζει το ανθρωπογενές περιβάλλον και το μεταλλάσσει με τις δραστηριότητές του. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζει ένα πλήθος ενεργειών και δράσεων.

Μιλήσαμε για τη σημασία του θεσμού της μαθητείας, αλλά ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να διερευνηθεί είναι η εκπαίδευση σε σχολές που οργανώνουν οι επαγγελματίες ή οι βιομήχανοι. Στα 1962, για παράδειγμα, διαβάζουμε σε μια ανακοίνωση της επιχείρησης «Αφοι Λεπτοκαρύδη Ο.Ε» :

«Προς τους γονείς και κηδεμόνας της περιφερείας μας γνωρίζομεν ότι : Διαπιστωθείσης της τεραστίας επιτυχίας του τμήματός μας Κοπτικής και Ραπτικής και αποδειχθέντος του σημαντικού έργου του επιτευχθέντος υπό της Σχολής μας από πάσης πλευράς, αποφασίσαμεν την πρόσληψιν και νέων μαθητριών, βέβαιοι όντες ότι προσφέρομεν εις τα συμφέροντά σας και το μέλλον των παιδιών σας ό,τι ουδείς άλλος ηδυνήθη μέχρι σήμερον.

Εξασφαλίζομεν εκμάθησιν αρίστην εις διάστημα διετίας αναλαμβάνοντες την πλήρη θεωρητικήν και πρακτικήν κατάρτισιν των μαθητριών. Παρέχομεν στέγην και τροφήν δωρεάν, υπέχοντες την ευθύνην δια την εν γένει καλήν διαβίωσίν των και την αγωγήν των» (1962).

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ένα σημαντικό μέρος της έρευνας για την εθνική ιστορία του κόσμου της εργασίας. Η καταγραφή τους δεν αποτελεί ένα απλό ενθύμιο μέσα στο χρόνο, αλλά μια δύσκολη πορεία αυτογνωσίας απαραίτητης για τη διαφύλαξη των κοινωνικών δεσμών και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν γίνει τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της μελέτης και της διαφύλαξης των ιστορικών εμπειριών των τοπικών κοινωνιών. Ας ελπίσουμε πως και στη χώρα μας οι τοπικές κοινωνίες και οι υπεύθυνοι τοπικοί άρχοντες θα θεωρήσουν επίσης ως πρωταρχικό βήμα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους, τη γνώση, το σεβασμό και το διάλογο με το παρελθόν τους.

 

Γεώργιος Κόνδης

Δρ. Κοινωνιολογίας  

 

Υποσημειώσεις


[1] Χρήστου Καραγιάννη, Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος, 1900.

[2] Ασπίς του Άργους, 11 Οκτωβρίου 1936.

[3] Το πρόβλημα υφίσταται ακόμη και σήμερα δημιουργώντας εντονότατα προβλήματα στον οικιστικό αστικό ιστό, αλλά και με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το Επιμελητήριο Αργολίδας έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα και μια πρώτη παρουσίαση έγινε στα πλαίσια της διοργάνωσης της έκθεσης «Αργολίδα 2005». Όμως, στο θέμα της δημιουργίας βιομηχανικών πάρκων η Αργολίδα γνωρίζει απελπιστικά μεγάλη καθυστέρηση.

[4] Σχετική παρουσίαση του θέματος γίνεται σε άλλες σελίδες του χριστουγεννιάτικου ένθετου της «Αργολίδας».

[5] Μια σχετική σύγκριση μπορεί να γίνει στο επίπεδο των επαγγελμάτων σύμφωνα με τις υπάρχουσες καταγραφές. Για παράδειγμα, με τον κατάλογο των επαγγελματιών του Άργους που αναδημοσιεύει το περιοδικό «Ελλέβορος» στο αφιέρωμά του για το Άργος, τ. 11, 1994. Βρίσκουμε κάποια συνέχεια σε ορισμένα επαγγέλματα (Γ. Βόγλης, Βυρσοδέψης, 1905 και 1950), αλλά παράλληλα και πολλές αλλαγές σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

[6] Ο Στ. Δαμαλίτης έγραψε ένα σημαντικό κείμενο για την ιστορία των μεταλλείων με πολλές πληροφορίες (Εφ. «Αργολίδα», Νοέμβριος, 2001), καθώς και ένα οδοιπορικό στα μεταλλεία μαζί με το δημοσιογράφο Γ. Αντωνίου (Εφ. «Αργολίδα», 6-7 Ιουλίου 2002). Οι φωτογραφίες που διέσωσαν στη μνήμη μας το χώρο των μεταλλείων ανήκουν στο φωτογράφο της Ερμιονίδας, όπως τον αποκαλούν, Στέφανο Αλεξανδρίδη. Είναι τιμή για ένα τόπο να διαθέτει τέτοιους ανθρώπους, που μόνο με την αγάπη τους διέσωσαν και διασώζουν ακόμα τις ιστορικές μας μνήμες. 

[7] Δαναός, 4 Φεβρουαρίου 1896.

[8] Για μια σύντομη αλλά εξαιρετική ανάλυση της γυναικείας εργασίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στο : Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. 1900-1922. Οι απαρχές, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, σ. 96-101.

[9] Ό.π., σ.97.

[10] Ανάλυση της σχετικής ειδησεογραφίας γίνεται από το Βασίλη Δωροβίνη σε άρθρο του με τίτλο «Συμβολή στην Ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα. Η απεργία του 1933 στο Άργος», εφ. «Θάρρος», 10-17 Ιουλίου 1984.

[11] Ιστορία της Ελλάδας…, ό.π., σ.101.

Read Full Post »