Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Συμπόσιο’

Το Ναύπλιο και η αγροτική του ενδοχώρα τον 19ο αιώνα – Εύη Καρούζου, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Αν στηριχθεί κάποιος μόνο στα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στην πόλη του Ναυπλίου τον 19ο αιώνα – πληθυσμιακά ή οικονομικά –, τότε είναι πολύ πιθανό να σχηματίσει την εικόνα μιας πόλης που βρίσκεται σε στασιμότητα ή ακόμη και σε παρακμή. Όμως, όσο και αν θέλουμε να εστιάσουμε στην πόλη και τους ανθρώπους της, η πόλη δεν υπάρχει χωρίς την ενδοχώρα της, ακόμη και αν η ενδοχώρα αυτή βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά από τις παρυφές της πόλης.

Μια πόλη χαρακτηρίζεται ως κεντρικό σημείο ενός τόπου, εφόσον είναι σε θέση να προσφέρει στον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής μια σειρά από αγαθά και υπηρεσίες που δεν μπορεί να προσφέρει καμία άλλη πληθυσμιακή συγκέντρωση στην ίδια περιοχή, σε κόστος το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνάει ένα συγκεκριμένο ύψος και να γίνεται ασύμφορο για τον δέκτη των υπηρεσιών. Το Ναύπλιο πληροί αυτές τις προδιαγραφές σε ό,τι αφορά στις διοικητικές και δικαστικές υπηρεσίες. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι το Ναύπλιο είναι έδρα Εφετείου, στο οποίο υπάγονται τα Πρωτοδικεία Ναυπλίου, Τρι­πόλεως, Σπάρτης, Καλαμών και Κυπαρισσίας, προσδιορίζει την κίνηση του πληθυσμού, ακόμη και των πιο απομακρυσμένων περιοχών, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να επισκεφθεί το Ναύπλιο, ακόμη και αν για όλες τις υπόλοιπες συναλλαγές του καταφεύγει σε πλησιέστερες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Επομένως, για να μελετήσουμε καλύτερα το Ναύπλιο είναι αναγκαίο να δού­με την ενδοχώρα του ή, πιο σωστά τις ενδοχώρες του. Η διοικητική ενδοχώ­ρα της πόλης είναι λίγο-πολύ αυτονόητη, παρόλο που οι μετατοπίσεις της υποδηλώνουν την προσπάθεια προσαρμογής της διοίκησης στα δεδομένα που δημιουργούν οι άλλες ενδοχώρες της πόλης. Εκείνο με το οποίο είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε, είναι να προσδιορίσουμε δημογραφικά την ενδοχώρα της πόλης και, ακολούθως, να εξετάσουμε ποιο είναι το πληθυσμιακό μέγεθος της Επαρχίας Ναυπλίας, ποιον πληθυσμό, δηλαδή, πρέπει να εξυπηρετήσουν οι υπηρεσίες του Ναυπλίου. Στη συνέχεια, θα πρέπει να προσδιορίσουμε την οικονομική φυσιογνωμία αυτής της ενδοχώρας.

Το 1851 ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής αναφέρει στα Ελληνικά του ότι η Επαρχία Ναυπλίας αποτελείται από 4 Δήμους: Ναυπλίας, Νέας Επιδαύρου, Μινώας και Μηδείας. Το μεγαλύτερο τμήμα του Δήμου Ναυπλίας και μέ­ρος του Δήμου Μηδείας βρίσκονται στην αργολική πεδιάδα, ενώ τα υπόλοιπα χωριά είναι ημιορεινά ή ορεινά.

Πέρασμα στο Κατσίγκρι, Chr. Wordsworth, 1839.

Ο πολυπληθέστερος Δήμος είναι εκείνος των Ναυπλιέων, αφού περιλαμβάνει τη μοναδική πόλη της Επαρχίας αλλά και αρκετά χωριά του κάμπου. Ακολουθεί ο Δήμος Μηδείας, ο οποίος επίσης έχει πολλά χωριά στον κά­μπο, ενώ ο Δήμος Επιδαύρου, με πολύ λιγότερα χωριά, οφείλει τη δυναμική του στην παρουσία της Νέας Επιδαύρου και του Λυγουριού. Τέλος, ο Δήμος Μινώας, με μοναδικό οικισμό αρχικά το Τολό, παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως χώρος μελλοντικής εγκατάστασης ορεινών πληθυσμών. Στη στατιστική αυτή εικόνα του 1851 τις εντυπώσεις κερδίζει η πόλη λόγω του πληθυσμού της. Η εικόνα αυτή θα κλονιστεί, αν δούμε τις τάσεις που εμφανίζουν όλες οι πληθυσμιακές συγκεντρώσεις της Επαρχίας μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε στον Πίνακα 2 ότι η Επαρχία παρουσιάζει σημαντική αύξηση του πληθυσμού της, η οποία όμως δεν σχετίζεται με την πόλη του Ναυπλίου που βλέπει τον πληθυσμό της να παραμένει στάσιμος. Ειδικότερα στον Δήμο Ναυπλιέων, η αύξηση εντοπίζεται στα χωριά του Δήμου.

Ας δούμε τώρα τη σύνθεση του πληθυσμού των Δήμων: όλοι οι Δήμοι παρουσιάζουν ενδιαφέρον με εξαίρεση τον Δήμο Μηδείας. Ο Δήμος Ναυπλιέων έχει ποσοστό ετεροδημοτών 57,5% επί του πληθυσμού του και έρχεται τρίτος, μετά τον Δήμο της Ερμούπολης (79,7%) και τον Δήμο της Αθήνας (64,7%) σε αριθμό ετεροδημοτών. Ο Δήμος Επιδαυρίων έχει ποσοστό ετεροδημοτών που ανέρχεται στο 24,8%, ο Δήμος Μηδείας 0,4%, ενώ ο Δήμος Μινώας έρχεται πρώτος στο Βασίλειο με ποσοστό ετεροδημοτών που ανέρχεται στο 37,7%.3 Το μεγάλο ποσοστό ετεροδημοτών του Δήμου Ναυπλιέων μπορεί να δικαιολογηθεί από την παρουσία στρατιωτικών και δημόσιων υπαλλήλων στην πόλη του Ναυ­πλίου. Ίσως όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Αν δούμε τα χωριά του ίδιου Δήμου, παρατηρούμε ότι υπάρχουν οικισμοί που – μέσα σε λιγότερο από 30 χρόνια – σχεδόν διπλασιάζουν τον πληθυσμό τους: Τζαφέραγα, Χαϊδάρι, Κούτσι, Μερζές και έπονται το Σπαϊτζίκο και το Κατσίγκρι. Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ημινομαδική κτηνοτροφία που υπάρχει στην περιοχή, προερχόμενη από την Αρκαδία, ευθύνεται για τη διόγκωση του πληθυσμού στην περιοχή, φαινόμενο που σιγά-σιγά θα πάρει τη μορφή μόνιμων οικισμών με νέα ονόματα.

Αυτή η υπόθεση ενισχύεται, αν δούμε τον Δήμο Μινώας. Αυτός ο Δήμος μέσα σε λίγα χρόνια υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό του, χωρίς όμως να παρουσιάζει σταθερούς μόνιμους οικισμούς, γεγονός που σημαίνει ότι ο δεύτερος οικισμός που εμφανίζεται μετά το Τολό, τα Ίρια, δεν έχει ακόμη παγιωθεί και αποτελεί χώρο περιοδικής εγκατάστασης κτηνοτρόφων. Φαίνεται ότι ο αρχικός πληθυσμός προσφύγων που εγκαταστάθηκε στα Ίρια και στην Κά­ντια, δεν εδραιώθηκε άμεσα ως μόνιμος πληθυσμός με μόνιμη, κυρίως γεωργική, απασχόληση. Το 1841, το επαρχιακό συμβούλιο Ναυπλίας αναφέρει ότι για τη βοσκή των μεγάλων ζώων της επαρχίας, δηλαδή κυρίως των αροτριώ­ντων ζώων, επαρκούν 1.300 στρέμματα γης, τα οποία κατανέμονται ως εξής: 500 στρ. για τον Δήμο Μηδείας, 500 για τον Δήμο Τίρυνθας και Ασίνης, 250 για τον Δήμο Επιδαύρου και μόνο 50 για τον Δήμο Μινώας. Η χαμηλή ζήτηση για τις βοσκές των αροτριώντων ζώων σημαίνει ότι στον Δήμο Μινώας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της χρονιάς, δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένο και δεν ασκεί συστηματικά τη γεωργία.

Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι ο πληθυσμός της Επαρχίας είναι μια κινούμενη άμμος· δεν επηρεάζεται μόνο από τη φυσική κίνηση (γεννήσεις – θάνατοι) αλλά και από μετακινήσεις που δημιουργούν μία μεταβλητή ενδοχώρα που προσκολλάται ή απομακρύνεται από το διοικητικό της κέντρο, το Ναύπλιο. Οι οικονομικές δραστηριότητες αυτού του πληθυσμού σε συνάρτηση με τη διοικητική φυσιογνωμία της περιοχής ενισχύουν αυτή την εικόνα του μεταβλητού τοπίου…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Το Ναύπλιο και η αγροτική του ενδοχώρα τον 19ο αιώνα

Read Full Post »

Ο Πλατωνικός έρωτας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Προδημοσιεύουμε  σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», το δέκατο έκτο κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο, με τίτλο «Μύθος και Ιστορία» του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Ο Πλατωνικός έρωτας»

 

 

Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η φράση «πλατωνικός έρωτας» είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και λίγοι έχουν υπόψη τους το ακριβές περιεχόμενό της. Ο έρωτας είχε απασχολήσει πολλούς φιλόσοφους και στοχαστές και στην ερώτηση «τι είναι έρωτας;» δινόταν από τον καθένα  διαφορετική ερμηνεία και εξήγηση.

Πλάτωνας (427-347 π.Χ.)

Ο Πλάτωνας αφιερώνει στον έρωτα έναν από τους σπουδαιότερους διαλόγους του, το Συμπόσιο, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Στο συμπόσιο, που τοποθετείται στο έτος 416 π.Χ.,  όταν ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια –  πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης – οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά συζητώντας όμορφα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι ο έρωτας. «τι είναι ο έρωτας;»

Φίλοι και μαθητές του Σωκράτη συνομιλούν και επιχειρηματολογούν για τον έρωτα. Ακούγονται πολλές θεωρίες και κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του Σωκράτη.  Ο Σωκράτης δηλώνει πως δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας και θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, μια μυστηριώδης σοφή και μάντισσα από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά, με την οποία συζήτησε κάποτε για τον έρωτα και ήταν αυτή που του δίδαξε τα ερωτικά πράγματα. Αφηγείται, λοιπόν, το λόγο για τον Έρωτα, που άκουσε κάποτε από τη Διοτίμα, η οποία ήταν σοφή σ’ αυτά τα ζητήματα.

Η Διοτίμα (δηλ. αυτή που τιμά το Δία) είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο. Περιγράφεται ως ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας.  Κάποιοι μελετητές εκτιμούν πως δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρουσία της στο Συμπόσιο είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Επομένως, πρόκειται πιθανότατα για μυθικό πρόσωπο. Αν  όμως λάβουμε υπόψη πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του και δεν είχε ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Ας παρακολουθήσουμε πώς η Διοτίμα, η ιέρεια και φιλόσοφος του πλατωνικού Συμποσίου, αναλύει τα μυστικά του Έρωτα.

 

Ο μύθος της Διοτίμας

 

Πορτρέτο της Jadwiga Łuszczewska ως Διοτίμα – Λάδι σε καμβά, 1855, έργο του Józef Simmler. Lviv National Art Gallery.

Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν δεξίωση και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Αφού λοιπόν έφαγαν και ήπιαν, ο Πόρος μέθυσε από το νέκταρ – κρασί δεν υπήρχε ακόμη – και ζαλισμένος από το ποτό μπήκε στον κήπο του Δία και κοιμήθηκε. Τότε κατέφθασε και η Πενία για ζητιανιά από το πλούσιο και άφθονο γεύμα. Στάθηκε  στην πόρτα, είδε τον Πόρο να κοιμάται και έβαλε στο μυαλό της να κάνει ένα παιδί με τον Πόρο, μήπως και καταφέρει μ’ αυτό να ξεφύγει από τη μιζέρια της και ξάπλωσε πλάι του. Εκείνος, μεθυσμένος καθώς ήταν, ήρθε σε επαφή μαζί της και έτσι έγινε η σύλληψη του Έρωτα. Γι’ αυτό ο Έρωτας, επειδή γεννήθηκε στη δεξίωση για τη γέννηση της Αφροδίτης, έχει γίνει ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης. Και συνάμα, επειδή η Αφροδίτη είναι όμορφη, και ο Έρωτας από τη φύση του είναι εραστής της ομορφιάς.

Επειδή ο Έρωτας  είναι γιος του Πόρου και της Πενίας κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά των γονιών του.  Πρώτα – πρώτα έχει πάρει τη φύση της μητέρας του και είναι πάντα φτωχός, καθόλου μαλακός και καλός, όπως οι πιο πολλοί νομίζουν, αλλά σκληρός και τραχύς και ξυπόλητος και άστεγος. Κοιμάται  στο χώμα χωρίς σκεπάσματα και ξενυχτά στις πόρτες, στο δρόμο και στην ύπαιθρο και γενικά είναι παντοτινός συγκάτοικος της ανέχειας. Από τον πατέρα του τώρα κληρονόμησε την επιβουλή για τους καλούς και τους αγαθούς, γιατί είναι ανδρείος, θρασύς και ορμητικός. Είναι επίσης ασυναγώνιστος κυνηγός και συνέχεια κάτι σκαρώνει. Είναι επινοητικός, λαχταρά τη φρόνηση και καταγίνεται σ’ όλη του τη ζωή με τη φιλοσοφία, αλλά είναι και απατεώνας και μάγος και μεγάλος σοφιστής. Και από τη φύση του ούτε αθάνατος είναι, αλλά ούτε και θνητός. Κάποιες ώρες της ίδιας ημέρας είναι ζωντανός και ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, και κάποιες άλλες πεθαίνει, αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το  εισόδημά του ο Έρωτας το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες και ούτε αποταμιεύει, αλλά ούτε και δυστυχεί.

Και βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Γιατί κανένας από τους θεούς δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, αφού είναι σοφός. Ποιος άλλωστε φιλοσοφεί, ενώ είναι σοφός;  Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι σοφοί και οι αμαθείς δε φιλοσοφούν. Οι  αμαθείς δε φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν να γίνουν σοφοί, γιατί τους κρατάει αιχμάλωτους η αμάθεια και πιστεύουν ότι τους είναι αρκετό να μην είναι καλοί και αγαθοί και φρόνιμοι. Αυτός  που δεν έχει συναίσθηση της φτώχιας του, δεν επιθυμεί εκείνο που νομίζει ότι δε χρειάζεται. Φιλοσοφούν μόνο εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες και ένας απ’ αυτούς είναι ο Έρωτας. Η σοφία είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα και ο Έρωτας αναφέρεται στην ομορφιά. Ο  Έρωτας, λοιπόν, είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του σοφού και του αμαθή, γιατί κατάγεται από πατέρα σοφό και εύπορο και από μητέρα όχι σοφή και άπορη.

Αυτή  είναι n φύση της θεότητας. Ο  Έρωτας είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ θνητού και αθάνατου.  Κάθε  θεότητα βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς. Και έχει τη δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφράζει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβησή του ασκείται η επαφή και συνομιλία συνολικά μεταξύ θεού και ανθρώπων είτε είναι ξύπνιοι είτε κοιμούνται. Αυτές οι θεότητες είναι πολλές και μία απ’ αυτές είναι και ο Έρωτας.

Τώρα, όποιος νομίζει ότι ο Έρωτας είναι το απόλυτο καλό, ταυτίζει αυτόν που ποθεί με το αντικείμενο του πόθου. Πράγματι, ο πόθος για το όμορφο είναι λεπτεπίλεπτο, τέλειο και αξιοθαύμαστο πράγμα. Και ο Έρωτας έχει σαν αντικείμενο τα όμορφα πράγματα. Το να ποθείς, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Ο εραστής ποθεί να αποκτήσει τα καλά, τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Οι  ευτυχισμένοι γίνονται ευτυχισμένοι με την απόκτηση των αγαθών. Αυτή την επιθυμία όμως, αυτόν τον έρωτα να αποκτήσουν τα αγαθά, δεν τον  νιώθουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Διότι  δεν αγαπούν όλοι και παντοτινά τα ίδια πράγματα, αλλά άλλοι αγαπούν και άλλοι όχι. Κάνουμε το λάθος να απομονώνουμε μια μορφή του έρωτα και να την ονομάζουμε έρωτα, χρησιμοποιώντας το όνομα του συνόλου. Την ίδια κατάχρηση κάνουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στην ποίηση. Ποίηση, βέβαια, είναι κάτι πολύ γενικό. Κάθε βήμα και κάθε αιτία που μεταβάλλει το τίποτα σε κάτι είναι ποίηση (δημιουργία). Όλες  οι τεχνικές εργασίες και κατασκευές είναι ποιήσεις και οι τεχνίτες που τις ασκούν είναι όλοι ποιητές. Δεν  ονομάζονται όμως ποιητές, αλλά έχουν άλλες ονομασίες. Από το σύνολο της ποίησης μόνο αυτό που σχετίζεται με τη μουσική και το μέτρο αποκόπηκε και διεκδίκησε για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο να ονομάζεται με το όνομα του συνόλου. Μονάχα αυτό ονομάζεται ποίηση και όσοι ασχολούνται με αυτό ονομάζονται ποιητές!

Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα. Είναι μια περιληπτική έννοια, που δηλώνει την σφοδρή επιθυμία για τα αγαθά και τον ασίγαστο και απατηλό πόθο κάθε ανθρώπου για ευτυχία. Όμως κάποιοι στρέφονται και την αναζητούν σε διαφορετικά μέρη. Άλλος  τη συνδέει με την απόκτηση χρημάτων, άλλος με την άσκηση του σώματος και άλλος με τη φιλοσοφία. Αλλά  ούτε ερωτευμένοι λέγονται σε όλες αυτές  τις περιπτώσεις ούτε ερωτευμένοι αποκαλούνται.  Μόνο κάποιοι που επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο μια και μόνο μορφή, ένα μόριο του έρωτα, οικειοποιούνται το όνομα του συνόλου και γι’ αυτούς μόνο μιλάμε για έρωτα, για ερωτευμένους και για εραστές. Υπάρχει μια εκδοχή, σύμφωνα με την οποία διακατέχονται από έρωτα εκείνοι που επιζητούν το έτερον ήμισυ του εαυτού τους. Κατά την άποψη μου όμως, ο έρωτας δεν έχει να κάνει ούτε με το μισό, ούτε με το σύνολο, αν δεν έχει σημείο αναφοράς το αγαθό. Οι  άνθρωποι δε θα δίσταζαν να ακρωτηριαστούν και στα πόδια και στα χέρια, αν ήταν σίγουροι πως τα μέλη τους αυτά είναι αρρωστημένα. Επομένως, κάθε άνθρωπος δεν ερωτεύεται το όμοιο με τον εαυτό του, αλλά ονομάζει οικείο, εκείνο που είναι αγαθό και ξένο εκείνο που είναι κακό.

Δεν  υπάρχει τίποτε άλλο, που να ερωτευτούν σφοδρά οι άνθρωποι, εκτός από το αγαθό. Οι άνθρωποι ποθούν σφοδρά την απόκτηση των αγαθών όχι μόνο για το παρόν, αλλά για όλη τους τη ζωή. Έρωτας είναι ο πόθος για την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.  Αφού, λοιπόν, ο έρωτας σε κάθε περίπτωση είναι αποκλειστικά αυτό το πράγμα, ποιος τρόπος και ποιας πράξης ο ιδιαίτερος ζήλος και n ισχυρή ένταση όλων των δυνάμεων εκείνων που τον επιδιώκουν θα ονομαζόταν έρωτας; Η γέννα του σώματος και της ψυχής σε καλό και όμορφο κλίμα. Οι άνθρωποι στο σύνολό τους κυοφορούν και στο σώμα και στην ψυχή και, όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, η φύση μας επιδιώκει τον τοκετό. Δεν μπορεί να γεννήσει σε κλίμα άσχημο και αισχρό, αλλά μόνο σε καλό και όμορφο. Η συνουσία του άντρα και της γυναίκας είναι έκφραση της γέννας. Η κύηση και ο τοκετός είναι θεάρεστο πράγμα και παρατηρείται στα ζώα, που είναι θνητά, για την εξασφάλιση της αθανασίας. Αντίθετα σε κλίμα αταίριαστο τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί. Αταίριαστο είναι κάθε αντίθετο στις θεϊκές επιταγές και θεωρείται αισχρό. Ταιριαστό είναι ό, τι θεωρείται καλό.

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα- Χαρακτικό, Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Στον  τοκετό είναι παρούσα η Μοίρα και η θεά του τοκετού η Ειλείθυια, η Καλλονή, και για αυτό το λόγο, όταν το κύημα πληροί όλες τις προϋποθέσεις ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη και ανακουφισμένο απλώνεται και συντελούνται ο τοκετός και η γέννα σχετικά εύκολα. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή, ζαρώνει με άσχημη συναισθηματική φόρτιση, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται.  Όταν το κλίμα είναι καλό, δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη και ορμή στο έμβρυο, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κύησης, και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί. Επομένως, ο έρωτας δεν είναι για το καλό, αλλά για τη γέννηση και τον τοκετό σε καλό και ευχάριστο κλίμα. Γιατί η γέννηση είναι εκείνο που δίνει την αίσθηση της αιωνιότητας και της αθανασίας στα θνητά όντα. Και είναι ανάγκη να επιθυμεί κανείς την αθανασία μαζί με το αγαθό, αν βέβαια ο έρωτας σχετίζεται με την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.

Ποια είναι αιτία για τον έρωτα αυτόν και τη σφοδρή επιθυμία; Όλα τα θηρία και της στεριάς και τα φτερωτά αποκτούν τρομερή διάθεση, όταν επιθυμήσουν τη γέννα. Νοσούν στην κυριολεξία και έχουν έντονη την ερωτική διάθεση πρώτα-πρώτα να ζευγαρώσουν μεταξύ τους. Έπειτα, για να εξασφαλίσουν την τροφή αυτού που θα γεννηθεί, είναι αποφασισμένα να τα βάλουν με τα πιο ισχυρά και να υποφέρουν τα ίδια από την πείνα προκειμένου να θρέψουν τα μικρά. Μάχονται για την υπεράσπιση των απογόνων τους, αν και χωρίς εφόδια από τη φύση τους,  και είναι έτοιμα να πεθαίνουν για χάρη τους και οτιδήποτε άλλο να κάνουν. Οι άνθρωποι τα κάνουν αυτά ύστερα από κάποια σκέψη. Όμως τα θηρία για ποιο λόγο έχουν αυτή την έντονη ερωτική διάθεση; Η ερωτική διάθεση έχει σχέση με τη φύση.  Η θνητή φύση επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού την αιωνιότητα και την αθανασία. Και μόνο η γέννηση αφήνει πάντα πίσω κάποιο νέο στη θέση του παλιού.

Το νέο παίρνει τη θέση του παλιού, έστω και αν δεν είναι ακριβώς ίδιο, αφού και το καθένα χωριστά από τα ζώα, όσο καιρό ζει, ονομάζεται και είναι το ίδιο. Όπως ακριβώς και ο άνθρωπος ονομάζεται ο ίδιος από πιτσιρικάς μέχρι να γίνει γέρος, παρόλο που ποτέ δεν έχει πάνω του τα ίδια χαρακτηριστικά. Πράγματι κάθε άνθρωπος  πάντοτε αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία και χαρακτηριστικά, είτε στην τριχοφυΐα είτε στη σάρκα και στα οστά είτε στο αίμα και στο σώμα συνολικά. Και όχι μόνο το σώμα, αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά και το ηθικό υπόβαθρο και οι απόψεις, ακόμη και οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι φόβοι και οι λύπες δεν παραμένουν με την ίδια μορφή και αναλλοίωτα στον καθένα. Κάποια εμφανίζονται και κάποια υποχωρούν. Ακόμη πιο παράδοξο από αυτά είναι πως και οι γνώσεις παθαίνουν το ίδιο πράγμα χωριστά η κάθε μια. Άλλες  έρχονται και άλλες μας εγκαταλείπουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι σχετικά με τις γνώσεις μας. Άλλωστε η λήθη αποτελεί την απόδραση της γνώσης. Υπάρχει όμως η μελέτη, όταν η γνώση πρόκειται να δραπετεύσει, και η μελέτη σώζει τη γνώση επαναφέροντας στη μνήμη την καινούργια στη θέση της παλιάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως πρόκειται για την ίδια. Με αυτό τον τρόπο κάθε θνητή ύπαρξη διασώζεται με το να αφήνει ο απερχόμενος και γερασμένος οργανισμός πίσω του άλλον νέο και ακμαίο όμοιό του, χωρίς να είναι πάντα η ίδια σε όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η θεϊκή φύση. Με αυτό το μηχανισμό τα θνητά συμμετέχουν στην αθανασία και στο σώμα και σε όλα τα άλλα. Μην απορείς, λοιπόν, που από τη φύση κάθε ύπαρξη με κάθε τρόπο εκδηλώνει στοργή και φροντίδα για το βλαστάρι της. Αυτός ο ζήλος και ο έρωτας και το ενδιαφέρον υπάρχουν στον καθένα από τον πόθο για την αθανασία. Να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι αυτά.

 

Έρως και Ψυχή, γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova)

 

Τώρα επικέντρωσε την προσοχή σου στον αγώνα για διάκριση, που κάνουν οι άνθρωποι. Αναλογίσου με τι σφοδρό έρωτα επιθυμούν να γίνουν διάσημοι και να αποκτήσουν δόξα αθάνατη για πάντα. Είναι  έτοιμοι να υποβληθούν σε κάθε κίνδυνο για το σκοπό αυτό περισσότερο παρά για τα παιδιά τους,  να ξοδέψουν χρήματα, να καταβάλουν οποιοδήποτε κόπο, ακόμη και να πεθάνουν. Νομίζεις ότι η Άλκηστη θα πέθαινε για τον Άδμητο ή ο Αχιλλέας θα πέθαινε μετά τον Πάτροκλο ή ο Κόδρος θα πέθαινε νωρίτερα, για να βασιλεύσουν τα παιδιά του, αν δεν πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν αθάνατη μνήμη για την αρετή τους, με την οποία σήμερα εμείς τους έχουμε συνδέσει; Πολύ απίθανο μου φαίνεται. Νομίζω ότι όλοι πράττουν τα πάντα για την αθάνατη αρετή και για μια τόσο λαμπρή δόξα και, όσο πιο ανδρείοι είναι, τόσο πιο πολύ προσπαθούν, γιατί αγαπούν το αθάνατο.

Εκείνοι που είναι γκαστρωμένοι στα σώματα, στρέφονται πιο πολύ προς τις γυναίκες και εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με τον τρόπο αυτό, καθώς με την απόκτηση παιδιών εξασφαλίζουν, όπως πιστεύουν, για την υπόλοιπη ζωή τους αθανασία και ανάμνηση και ευτυχία. Εκείνοι τώρα που είναι γκαστρωμένοι στην ψυχή, γιατί υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ψυχές κυοφορούν περισσότερο από τα σώματα, εκδηλώνουν  τον ερωτισμό τους για εκείνα που ταιριάζουν στην ψυχή να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι ταιριάζει στην ψυχή; Η φρόνηση και η υπόλοιπη αρετή. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και οι ποιητές, που στο σύνολο τους είναι δημιουργοί, και από τους τεχνίτες εκείνοι που είναι εφευρέτες. Η πιο μεγάλη και η πιο ωραία εκδήλωση της φρόνησης έχει σχέση με την εύρυθμη και αρμονική διάταξη όσων έχουν σχέση με την πόλη και την κοινωνία και αυτή η διάταξη έχει όνομα, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

Απ ‘αυτούς τώρα, αν κάποιος από μικρή ηλικία είναι γκαστρωμένος στην ψυχή και παραμένει άγαμος, παρόλο που βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, επιδιώκει πλέον τον τοκετό και τη γέννα. Και νομίζω ότι αναζητεί περιφερόμενος εδώ και κει το καλό κλίμα μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η γέννα. Και, επειδή κυοφορεί, υποδέχεται με χάρη πιο πολύ τα καλά σώματα, παρά τα αισχρά. Και, αν συναντήσει ψυχή δυνατή και όμορφη, που τη διακρίνει η δύναμη και η εξυπνάδα, παραδίδεται ερωτικά σ’ αυτή. Και  σ’ αυτό τον άνθρωπο τονίζει με σαφήνεια την αξία της αρετής, του εξηγεί πώς είναι ο αγαθός άνδρας και ποιες είναι οι ασχολίες του και προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει. Επειδή, λοιπόν, αγγίζει τον καλό και συναναστρέφεται μαζί του, εκμαιεύει και γεννά εκείνα που από παλιά κυοφορούσε και τον  καρπό της γέννας τον εκτρέφει μαζί με κείνον. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανώτερη μορφή επαφής και φιλία πιο σταθερή, γιατί έχουν έρθει σε ιδεατή επαφή με τα ομορφότερα και πιο αθάνατα παιδιά. Ο καθένας για τον εαυτό του θα προτιμούσε να είχε γεννήσει τέτοια παιδιά, πάρα ανθρώπινα. Αν έριχνε μια ματιά στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τους άλλους ποιητές, θα τους ζήλευε για την ποιότητα των παιδιών που άφησαν πίσω τους, αφού είναι τέτοια που τους εξασφαλίζουν αθάνατη δόξα και αιώνιο μνήμη. Αν θέλεις πάλι, δες τι παιδιά άφησε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, σωτήρες της Σπάρτης και της Ελλάδας. Καταξιωμένος είναι και ο Σόλωνας για το νομοθετικό του έργο. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι σε πολλά μέρη και στους Έλληνες και στους βαρβάρους που παρουσίασαν πολλά και θεάρεστα έργα και διαπότισαν τους ανθρώπους με κάθε είδους αρετή. Σε αυτούς έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά για τα παιδιά τους (δημιουργήματα), ενώ ποτέ σε κανένα ως τώρα για τα ανθρώπινα παιδιά του.

Εκείνος, που κάνει ορθή προσέγγιση αυτού του πράγματος, πρέπει να αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια να αναζητά τα καλά σώματα. Σε  πρώτη φάση επιβάλλεται να αγαπήσει το σώμα ενός ανθρώπου και εκεί να γεννήσει καλούς λόγους. Στη συνέχεια πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε ένα σώμα είναι ακριβώς όμοια και σε ένα άλλο σώμα. Αν πρέπει να επιδιώκει την ομορφιά που σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση θα ήταν μεγάλη ανοησία να μη θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα το κάλλος, που παρατηρείται σ’ όλα τα σώματα. Όταν συνειδητοποιήσει αυτή την αλήθεια, οφείλει να γίνει εραστής όλων των καλών σωμάτων και να περιφρονήσει τη σφοδρή επιθυμία ενός σώματος, να την παραβλέψει και να τη θεωρήσει ασήμαντη. Έπειτα πρέπει να θεωρήσει ότι η ψυχική ομορφιά έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του σωματικού κάλλους. Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ψυχικά ψεγάδια, αλλά σωματικά η νεανική του ομορφιά είναι ασήμαντη, δεν πρέπει να διστάζει να τον αγαπά και να νοιάζεται να γεννήσει σ’ αυτόν τέτοιους λόγους που θα κάνουν τους νέους καλύτερους.  Αν  παρατηρεί το καλό μέσα από τις ενασχολήσεις και τους νόμους και διαπιστώνει ότι κάθε έκφραση του καλού βρίσκεται σε συγγενική σχέση μαζί του, θα πεισθεί απόλυτα και θα θεωρήσει ασήμαντη τη σωματική ομορφιά.

Μετά τις ενασχολήσεις πρέπει να στραφεί στο γνωστικό πεδίο με αντικειμενικό στόχο τη θέαση του κάλλους των γνώσεων και να ατενίσει την απέραντη ομορφιά όχι πια μονάχα του ενός. Ένας υπηρέτης που αγαπά την ομορφιά ενός παιδιού ή κάποιου ανθρώπου ή κάποιας ασχολίας παραμένει ασήμαντος και χαμηλών ενδιαφερόντων άνθρωπος, επειδή είναι δούλος. Ενώ, αν είναι στραμμένος στο απέραντο πέλαγος του ωραίου και παρακολουθεί λόγους καλούς και μεγαλοπρεπείς, θα γεννήσει και υψηλά  διανοήματα μέσα στο απέραντο φιλοσοφικό κλίμα. Εκεί  θα δυναμώσει, θα αυτονομηθεί και θα κατευθυνθεί σε έναν τομέα γνώσης, ο οποίος θα έχει άμεση σχέση με το απόλυτα ωραίο.  Όποιος, λοιπόν, παιδαγωγηθεί σωστά στα ερωτικά ζητήματα, θα προσεγγίσει με ορθό βλέμμα τα καλά και στο τέλος της ερωτικής του διαδρομής θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο καλό εξαίσιο στη φύση, εκείνο για το οποίο γίνονταν όλοι οι προηγούμενοι κόποι του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το καλό είναι η αιωνιότητα, δηλαδή δε γίνεται ούτε χάνεται, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται. Δεν είναι τη μια καλό και την άλλη αισχρό. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο. Δεν το βλέπουν κάποιοι σαν καλό και κάποιοι σαν αισχρό. Δεν είναι διαφορετικό  για διαφορετικούς ανθρώπους, άλλοτε καλό και άλλοτε κακό. Και δε γίνεται ορατό αυτό το καλό, όπως λ.χ. κάποιο πρόσωπο ή χέρια ή κάτι άλλο που έχει σχέση με το σώμα. Ούτε βρίσκεται κάπου, όπως σε κάποιο ζώο ή στη γη και τον ουρανό, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο. Αποτελεί από μόνο του ανεξάρτητο και μοναδικό είδος και τα άλλα καλά συμμετέχουν σ’ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αυτά γίνονται ή χάνονται, να μην υπάρχει σ’ αυτό καμιά επίπτωση. Ούτε  δηλαδή να αυξάνεται, ούτε να ελαττώνεται ή να παθαίνει κάτι.

Όταν, λοιπόν, κάποιος συνεχίζοντας την πορεία του εφαρμόζει ορθά την παιδεραστία, αρχίζει να διακρίνει ξεκάθαρα εκείνο το καλό που πλησιάζει την τελειότητα. Η  ορθή ερωτική πορεία με απώτερο στόχο και σταθερή πυξίδα εκείνο το καλό μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης από το ένα στα δύο, από τα δυο σε όλα τα καλά σώματα, από τα καλά σώματα στις καλές ασχολίες, από τις ασχολίες στα καλά μαθήματα και από τα καλά μαθήματα γίνεται στάση σ’ εκείνο το μάθημα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μάθημα του ίδιου του ωραίου. Και στο τέλος υπάρχει αποκάλυψη και γνώση της οντότητας αυτού του ωραίου. Σε αυτή τη φάση της ζωής ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει και να οδηγηθεί στη μέθεξη του καλού αυτού.

Από όλα τα σημεία της ζωής περισσότερο αξίζει η  θεώρηση του Κάλλους. Αν  το δεις ποτέ, δε θα το συγκρίνεις  ούτε με το χρυσάφι, ούτε με φορέματα, ούτε με τα όμορφα αγόρια και τους νεαρούς, τους οποίους τώρα βλέπεις και ζαλίζεσαι και είσαι έτοιμος και συ και πολλοί άλλοι, που βλέπετε τα τρυφερά αγόρια και δεν ξεκολλάτε απ’ αυτά, μήτε να τρώτε μήτε να πίνετε, αν ήταν δυνατόν,  αρκεί μονάχα να τα βλέπετε και να βρίσκεστε μαζί τους. Τι, λοιπόν, νομίζουμε πως θα συνέβαινε, αν τύχαινε  να δει κανείς το γνήσιο Κάλλος, καθαρό και όχι ανακατεμένο με ανθρώπινες σάρκες και χρώματα και πολλές άλλες μάταιες ανοησίες  των θνητών, αλλά να το δει αυτό το θεϊκό κάλλος στην απλή του μορφή σαν ανεξάρτητο και μοναδικό είδος;  Μήπως νομίζεις ότι θα ήταν φαύλη η ζωή του ανθρώπου, που θα έβλεπε προς τα εκεί και θα παρατηρούσε όπως πρέπει το θείο κάλλος και θα συναναστρεφόταν μαζί του;  Δε σκέπτεσαι ότι μονάχα αυτός θα μπορέσει, βλέποντας ό,τι γίνεται ορατό, να γεννήσει όχι είδωλα της αρετής, αφού δεν έρχεται σε επαφή με κάποιο είδωλο, αλλά αληθινή αρετή, αφού με την αλήθεια έρχεται σε επαφή; Και όταν γεννήσει την αληθινή αρετή και την αναθρέψει, τότε μπορεί να εξασφαλίσει την αγάπη των θεών και περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο να γίνει αθάνατος.

Για  να αποκτηθεί αυτό από την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερο συνεργάτη από τον Έρωτα. Για  το λόγο αυτό επιβάλλεται κάθε άντρας να τιμά τον Έρωτα, να καταπιάνεται με τα ερωτικά πράγματα, να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον, να προσκαλεί και  τους άλλους και να πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, τονίζοντας τη δύναμη και την ανδρεία του. Αυτόν, λοιπόν, το λόγο θεώρησέ τον εγκώμιο του Έρωτα, διαφορετικά ονόμασέ τον με όποιο όνομα σ’ ευχαριστεί [1].

 

Ανάλυση του πλατωνικού μύθου

 

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ Σάντσιο. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση του Έρωτα συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση της Αφροδίτης και είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο τελείως διαφορετικών προσώπων, του Πόρου και της Πενίας. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας και γιος της Μήτιδας,  που ήταν πρώτη σύζυγος του Δία και προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας. Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη και ήταν αμαθής. Η τελευταία ζητά την κάλυψη της ένδειάς της και ο Πόρος είναι αυτός που θα γεμίσει το κενό. Η συνάντηση των δύο αυτών κόσμων θα δημιουργήσει τον έρωτα. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα χέρια. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας.

Ο Έρωτας δεν είναι θεός ούτε θνητός, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων» και εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου για την αιώνια απόκτηση του ωραίου. Στην αρχαία Ελλάδα δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς δεν υπήρχε άμεση επαφή μεταξύ τους. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο. Ο Έρωτας μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή. Πάλι όμως ανασταίνεται χάρη στην αθάνατη πατρική φύση. Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς. Δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά, ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν.

Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος), ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά, για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας». Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας «έρωτας» και του δώσαμε το όνομα του όλου, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου «έρωτας» εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκδοχές του ερωτικού πάθους, όπως την απόκτηση χρημάτων, τον αθλητισμό, τη φιλοσοφία, ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Όποιος έχει ερωτικό πάθος για τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος αγαπάει τον αθλητισμό «αθλητής». Μόνο όσοι στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για «ερωτικό συναίσθημα» και «εραστές».

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, λάδι σε καμβά, 1869. Άνσελμ Φόιερμπαχ – Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Ποιο όμως είναι το αντικείμενο του ερωτικού πάθους; Αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτού τους», που αναφέρεται στο μύθο του Αριστοφάνη στο τελευταίο μέρος του Συμποσίου, δεν είναι ακριβείς. Ο άνθρωπος όχι μόνο το άλλο του μισό δεν αναζητά, αλλά και από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, πόδι, χέρι, μύτη, θα ήθελε να απαλλαγεί, αν αυτό δεν είναι υγιές ή δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου. Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος είναι το καλό και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το έχει παντοτινά. Στο μύθο της Διοτίμας συλλαμβάνουμε την αποστροφή του Πλάτωνα για την πραγματικότητα των αισθήσεων. Η θεώρηση της καθαρής ομορφιάς, η επικοινωνία με τη θεία ομορφιά, είναι η μόνη πλατιά, βαθιά και πειστική γοητεία, που μπορεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο [2].

Ο έρωτας, λοιπόν,  είναι πιο πολύπλοκος και  μοιάζει με τη διαδικασία  της σωματικής και ψυχικής γέννας μέσα στην ομορφιά. Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή και, όταν φτάσουν σε μια ηλικία, επιθυμούν να γεννήσουν. Όλα τα ζωντανά όντα, όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν, χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα, που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά με τον κίνδυνο του θανάτου, για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα είναι η αθανασία. Κίνητρο είναι ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.

Με τη βιολογική και την πνευματική γέννα επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο και να  δώσουμε συνέχεια στο ανθρώπινο είδος και στο πνεύμα. Όπως ένα άτομο, παρόλο που λέμε ότι παραμένει το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα. Τον  ίδιο στόχο έχει και η «μελέτη», να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Το  αίτημα της αθανασίας μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας, τα χρήματά μας ή τα παιδιά μας. Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται, για να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.

Η σύνδεση του έρωτα με τη γέννα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιλογή του Πλάτωνα να βάλει μια γυναίκα να μιλήσει γι’ αυτόν.  Μόνο μια γυναίκα, ξένη με την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, μπορούσε να μιλήσει με άνεση για κάτι που κατά βάθος είναι κυοφορία και τοκετός.   Η γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στη φύση και έχει μεγαλύτερη διαίσθηση, προαίσθηση και ευαισθησία από τον άντρα, γιατί δεν αντιμετωπίζει τα θέματα με την ψυχρή λογική των ανδρών, αλλά με συναισθηματικό τρόπο. Και όσο περισσότερο  πρωτόγονη και μυστηριώδης  είναι αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο περισσότερο θεϊκή μοιάζει η προέλευσή της  για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που οι αρχαίοι όριζαν συνήθως γυναίκες ως όργανα της θεόπνευστης μαντικής και θεωρούσαν ότι οι θεοί στις γυναίκες ενέπνεαν υπερφυσικές δυνάμεις [3].

 

Σωκράτης. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας.

 

Ο έρωτας υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, καθώς όλοι είμαστε εραστές ορισμένων πραγμάτων. Η πορεία του ανθρώπου στον έρωτα μοιάζει με την άνοδο μιας κλίμακας. Η Διοτίμα θα διακρίνει τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, την ψυχή και τη γνώση. Η πορεία φυσικά είναι από την ύλη προς το πνεύμα, από το σώμα στη διανόηση. Αρχικά ο άνθρωπος ερωτεύεται ένα ωραίο σώμα (ο σωματικός έρωτας). Εκείνοι που εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα στις γυναίκες. Τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Για τον Πλάτωνα όμως ο έρωτας ήταν μία ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας. Στο πρώτο βήμα η ανθρώπινη συνείδηση ρέπει προς τα ωραία σώματα. Έλκεται από τους εξωτερικά ωραίους ανθρώπους εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα. Σε  ένα δεύτερο στάδιο ο έρωτάς του στρέφεται προς όλα τα ωραία σώματα, γιατί όλα μετέχουν στην Ιδέα του ωραίου. Η ομορφιά του ενός σώματος είναι ίδια σε όλα τα σώματα. Ο επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων. Οι  περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν πιο πάνω.

Σε ένα τρίτο στάδιο ερωτεύεται τα έργα πολιτισμού. Όποιος διακατέχεται από τη θεία μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο, είτε είναι μια ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει, είτε σώμα ή πρόσωπο ή ένα ωραίο τοπίο ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας ή ένας λόγος που ακούει ή διαβάζει μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ. Ο κατεχόμενος από πνευματικό Έρωτα εγκυμονεί και αυτός. Ο  καλλιτέχνης κυοφορεί την έμπνευση, βασανίζεται να γεννήσει και γεννά το πνευματικό του έργο, το άγαλμα, το ζωγραφικό πίνακα ή το μουσικό κομμάτι που δημιούργησε. Τέτοιες  αρετές δημιουργούν οι ποιητές και οι πρωτοπόροι και επινοητικοί τεχνίτες.

Στη συνέχεια έρχεται η ομορφιά των εθίμων και των νόμων. Η ψυχή μεταβαίνει από τη συνειδητοποίηση της ομορφιάς των αισθητών σωμάτων στη συνειδητοποίηση της ηθικής ομορφιάς των «επιτηδευμάτων». Πρέπει  να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς. Να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία. Πιο ψηλά στην ιεράρχηση των αρετών βρίσκεται η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για  τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών. Αυτός που κυοφορεί αυτές τις αρετές, αναζητάει μια όμορφη ψυχή, συζητάει με τον κάτοχό της για την αρετή και έτσι δημιουργείται αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια και ουσιαστική επικοινωνία με αποτέλεσμα τα παιδιά – δημιουργήματα, που είναι πιο σημαντικά και γοητευτικά από τα βιολογικά παιδιά. Οι γονείς γεννούν στα παιδιά τους τα λόγια και τις προτροπές για το πώς να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους. Ο παιδαγωγός εγκυμονεί τους λόγους για την αρετή και διδάσκει  ποιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποιο δρόμο να ακολουθήσει στη ζωή του. Αν  αγαπήσει τη δικαιοσύνη, θα διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία.

Στο  επόμενο στάδιο αντικείμενο του έρωτα είναι οι επιστήμες, τα μαθήματα που απομακρύνονται από τον κόσμο των αισθητών και πλησιάζουν τον κόσμο των Ιδεών. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας, για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Ο  κόσμος της γνώσης και των διαφόρων επιστημών είναι η τελευταία κατηγορία, πριν τον ιδεατό κόσμο. Έτσι ο πλατωνικός έρωτας ταυτίζεται με την προσπάθεια του φιλοσόφου να φτάσει στην αλήθεια, τις Ιδέες ξεκινώντας από τα αισθητά αντικείμενα. Η Διοτίμα χρησιμοποιεί ως αφετηρία το σωματικό έρωτα, για να μιλήσει τελικά για τον έρωτα της ψυχής και διαχωρίζει σαφώς τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική, που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία.

Στο  τελευταίο στάδιο έχουμε την ανύψωση της ψυχής στην ίδια την Ιδέα του Ωραίου, την ιδέα της ομορφιάς, κάτι που είναι πλήρες, αθάνατο, μοναδικό και αναλλοίωτο. Αντικείμενα αυτού του έρωτα είναι η σοφία, το αγαθό, η ευδαιμονία, η αθανασία και πάνω από όλα η ομορφιά της ψυχής. Η απόλυτη ομορφιά δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά, στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν και, ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα. Η μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου, ομορφιές που περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με την έννοια ότι, ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων, αφού δεν εξαρτάται από το βλέμμα [4].

 

Διοτίμα. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας. Η Διοτίμα ήταν ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Το όνομα Διοτίμα είναι δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών: η Διοτίμα ήταν η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο.

 

Ο ιδανικός έρωτας κατά τον Πλάτωνα δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση, αλλά με την ανάμνηση. Ο  έρωτας εκφράζει την έντονη τάση του ανθρώπου να θυμηθεί τις ιδέες, τις οποίες η ψυχή του, προτού γεννηθεί αυτός, είχε γνωρίσει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Η ψυχή του ανθρώπου είχε αντικρίσει κάποτε, όταν βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των νοητών, την Ιδέα του Ωραίου, που ταυτίζεται με την Ιδέα του Αγαθού, την υπέρτατη δηλαδή Ιδέα. Τώρα φυλακισμένη στο σώμα αναγνωρίζει το Ωραίο και στρέφεται προς αυτό, στην επιθυμία της να αντικρίσει και πάλι την αθάνατη Ιδέα. Η διαδικασία της ανάμνησης, μέσω της οποίας μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τις ιδέες, αποτελεί κατά τον Πλάτωνα βασικό συστατικό του έρωτος. Ο ερωτευμένος άνθρωπος ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη του το πρόσωπο, που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του, όποτε συμβαίνει να μη βρίσκεται κοντά σε αυτό. Αντίθετα, όταν το αντικείμενο του έρωτος περάσει πια στη λήθη και ο τελευταίος πάψει να το σκέπτεται, σημαίνει ότι δεν είναι ερωτευμένος πλέον με αυτό.

Η ανάκληση, λοιπόν, των ιδεών στην ψυχή του ανθρώπου μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης δηλώνει μία σχέση ερωτική του ανθρώπου προς τις ιδέες. Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας, όταν επαναφέρει στη μνήμη μας ιδέες και απόψεις που είχαμε κάποτε γνωρίσει. Το ωραίο λειτουργεί σαν καθρέφτης. Αντανακλά κάποιες αχτίδες από τη Θεία Ομορφιά, που κάποτε η ψυχή είχε ζήσει. Γίνεται αφορμή η θέα του κάλλους ή το άκουσμα, αν πρόκειται για μουσική, να ξαναθυμηθεί την Ομορφιά, που κάποτε είχε γνωρίσει. Γι αυτό και η ψυχή νοιώθει ένα γλυκό ρίγος τη στιγμή του αντικρίσματος ή του ακούσματος του ωραίου. Μια γλυκιά νοσταλγία αυτού που κάποτε είχε ζήσει. Και αυτό το θειο πάθος είναι αυτό που αποκαλούμε Έρωτα [5].

Αυτή η ερωτική σχέση του ανθρώπου προς τις ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, δε δημιουργείται απευθείας, αλλά αναπτύσσεται προοδευτικά από το φαινομενικό κόσμο που ζούμε  μέχρι τον πραγματικό κόσμο, που είναι ο κόσμος της διάνοιας και της νόησης και αποτελεί το πρότυπο για τον κόσμο των φαινομένων. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στη σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του το «κάλλος». Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις, τα οποία βλέπει τώρα και μένει με ανοιχτό το στόμα και για τα οποία κάνει τα πάντα για να τα αποκτήσει. Αλλά, αν κάνει έτσι για αυτά τα θνητά, τότε τι πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβαίνει στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να αντικρύσει αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά, που δεν εξαρτάται από τα ανθρώπινα σάρκινα μέλη και τη ματαιότητα της θνητής φύσης; Αυτό είναι ΕΡΩΣ για τους αρχαίους Έλληνες.

Στην ανώτερη βαθμίδα η ψυχή θεάται το απόλυτο κάλλος, που είναι καθαρό και δεν έχει καμία ανάμειξη με οτιδήποτε σαρκικό και θνητή ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο παύει η προσκόλληση σε έναν και μόνο άνθρωπο. Επομένως, μπορούμε να μοιάσουμε στο θεό, μόνο αν αγαπάμε την ομορφιά, χωρίς κάποια άλλη διέγερση, χωρίς δηλαδή να επιζητούμε τον αισθησιακό πόθο. Προορισμός παραμένει η «απόλυτη ομορφιά», η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε, όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα και την ίδια την επιστήμη. Έτσι από μάθηση σε μάθηση θα καταλήξει στη μάθηση εκείνη, που δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η γνώση της απόλυτης Ομορφιάς. Αν υπάρχει κάτι, για το οποίο αξίζει να ζει ο άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.

Αν ρωτήσουμε σήμερα «τι είναι ο Πλατωνικός έρωτας;» η πλειοψηφία θα απαντήσει πως πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Για τον έρωτα που, για διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας.  Συχνά, ακούμε τη φράση «πλατωνικός έρωτας», όταν κάποιος αναφέρεται στον πνευματικό ή «εγκεφαλικό έρωτα». Κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο πλατωνικός έρως είναι «μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας». Σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα περιέχει την υπόνοια πως πλατωνικός είναι ο έρωτας, που ποτέ δε δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Από το μύθο της Διοτίμας όμως δεν επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα ως πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση σε έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά  εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως, αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Πλατωνικός έρωτας δεν είναι, λοιπόν, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ο έρωτας που περπάτησε όλα τα σκαλιά, για να καταλήξουν οι ερωτευμένοι σε κάτι ανώτερο, αφού γευτούν τη σωματική έλξη και απολαύσουν την ψυχική ένωση.

Ο  Πλάτωνας διηγείται την ιστορία, για να δείξει ότι η αληθινή αγάπη σημαδεύει την ψυχή και όχι το σώμα. Γι’ αυτό πολλοί πίστεψαν ότι ο συγγραφέας του «Συμποσίου» τάσσεται κατά της σαρκικής ένωσης, με το μύθο του πλατωνικού έρωτα να εξαπλώνεται παντού. Αλλά  ο Πλάτωνας είχε εξυμνήσει τον ερωτισμό και την ομοφυλοφιλία και συμμεριζόταν την αρχαιοελληνική ιδέα σχετικά με την ομορφιά των γυμνών σωμάτων. Ο  Πλάτωνας δεν υπήρξε ρομαντικός και δεχόταν το σεξ ως μέρος της αληθινής αγάπης. Ο ρομαντισμός ως έννοια και ως καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ξένος με την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύει στη λογική, το ρεαλισμό και προσπαθεί να συνταχθεί με τη φυσική τάξη. Ο όρος «πλατωνικός έρωτας» επινοήθηκε τον 15ο αιώνα και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο  στην κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων. Την εποχή, που μεταχειρίζονταν τις γυναίκες ως σκλάβες ή παραγωγικές μηχανές, ο πλατωνικός έρωτας ήρθε να δώσει στο γυναικείο πληθυσμό περισσότερο χρόνο για φλερτ και συμμετοχή στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η συμβολή του Πλάτωνα στην ανθρωπότητα και στη μεταστροφή από μια κοινωνία πολεμιστών σε μια κοινωνία σοφών ήταν τεράστια.  Σήμερα, εξαιτίας του, έχουμε ήρωες τον Αϊνστάιν και το Σαίξπηρ και όχι τους ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες [6].

Τελικά, τι είναι ο έρωτας; Έρωτας  προς το ωραίο; Ερωτευόμαστε την ψυχή κάποιου ή το σώμα του; Μήπως ερωτευόμαστε με απώτερο σκοπό τα χρήματα και τις υλικές απολαβές; Ο έρωτας είναι κάτι που μας κάνει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε τόλμη και ηρωισμό και να φθάνουμε μέχρι την αυτοθυσία για χάρη του άλλου; Επιθυμούμε αυτό που έχουμε, για να συνεχίσουμε να το έχουμε, ή αυτό που στερούμαστε; Είναι η εύρεση του άλλου μισού ή η αρμονία των αντιθέτων; Είναι ο έρωτας έμπνευση; Είναι ο Έρωτας φιλόσοφος; Γίνεται ποιητής ο ερωτευμένος, ακόμα και αν πριν δεν ήξερε τίποτα από ποίηση; Ο Έρωτας είναι θεός ή δαίμονας; Ο έρωτας είναι δόλιος ή επιζητεί την παντοτινή κατοχή του αγαθού; Μήπως πίσω από τον έρωτα κρύβεται απλά ο πόθος της αθανασίας; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του έρωτα;

Στα ερωτήματα αυτά ο Πλάτωνας έχει τις απαντήσεις. Η λέξη «εύνοια» σημαίνει την αφοσίωση, η «αγάπη» το συναισθηματικό δεσμό, η «στοργή» την τρυφερότητα, ο «πόθος» την επιθυμία, η «μανία» το αχαλίνωτο πάθος, η «οικειότης» την ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια, που βρίσκεται πιο κοντά στον «έρωτα», είναι η «φιλία». Η φιλία ξεκινάει από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο, αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη «φυσική» φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την «ξενική» που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την «εταιρική» μεταξύ φίλων, την «ερωτική» ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, και τη «φιλοσοφική», που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού [7].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πλάτωνα «Συμπόσιο» 201d- 212 a.

[2] Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τόμος 3, σελ. 142.

[3] Συκουτρής Ιω., Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδ. Εστίας, σελ. 157-158.

[4] Πλάτων, Φαίδων 99-100.

[5] Πλάτωνος, Μένων, 81 1a-d.

[6] Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.

[7] Πλάτωνος,  Λύσις , 210 κ.ε.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Πλάτων, Μένων, μτφρ. Πετράκης Ιω., εκδ. ΠΟΛΙΣ 2008.
  • Πλάτων, Φαίδων (περί Ψυχής), μτφρ. Μαυρόπουλος Θ., εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2007.
  • Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενο- μετάφραση- ερμηνεία Συκουτρή Ιω. , εκδ. Εστίας 1970.
  • Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.
  • Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τομ. 1-3, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ 1985.

 

Αλέξης Τότσικας

 

Read Full Post »

Ο Καρούζος μας εμπνέει


 

Νίκος Καρούζος

Νίκος Καρούζος

Το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard, σε συνεργασία με τον Προοδευτικό Σύλλογο Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», στο πλαίσιο του 1ου Πανελληνίου Συμποσίου «Αργολίδα, ο τόπος της συν-γραφής» διοργανώνουν εκδήλωση εις μνήμην του ποιητή Νίκου Καρούζου, «Ο Καρούζος μας εμπνέει», την  Τρίτη, 12 Απριλίου 2016, και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος  του Πανεπιστημίου Harvard, Πλατεία Φιλελλήνων στο Ναύπλιο.

 

Εισηγήσεις:

  • «Ο Νίκος Καρούζος όπως τον γνώρισα», Στρατής Χαβιαράς, Συγγραφέας.
  • «Η Καθημερινότητα και απογοήτευση ως αίσθηση: μια μελέτη του έργου του Νίκου Καρούζου», Fernanda Lemos de Lima, Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία.
  • «Η αγωνία και η απόγνωση: μια αισθητική της πτώχευσης στο έργο του Νίκου Καρούζου», Luciana Póvoa de Almeida Silva, Καθηγήτρια του ελεύθερου προγράμματος Νέων Ελληνικών Σπουδών, Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία.
  • «Η Ελλάδα και οι Έλληνες στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, με επίκεντρο την Αττική και την Αργολίδα»,  Δώρα Μέντη, Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Διδάσκουσα Νεοελληνικής Φιλολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης.
  • «Ο Καρούζος ως άνθρωπος», Άρης Βετούλης, Ιατρός
  • «O ποιητής Νίκος Καρούζος και η δυσημερία του στήθους», Γιώργος Πατρινιός, Ποιητής.

Προβολή αφιερώματος στο Νίκο Καρούζο, εκπομπή Μονόγραμμα αφιερωμένη στο Νίκο Καρούζο (Αρχεία της ΕΡΤ).

Παράλληλη έκθεση (έως τα τέλη Ιουνίου) με τα ζωγραφικά έργα και χειρόγραφα του Νίκου Καρούζου (ιδιωτική συλλογή Γεωργίου και Χριστίνας Ξένου) στις Αίθουσες της Δημοτικής Πινακοθήκης του Βουλευτικού Ναυπλίου.

 

Ο Νίκος Καρούζος όπως τον γνώρισα

Στρατής Χαβιαράς, Συγγραφέας

Περίληψη:

Ο Στρατής Χαβιαράς θα ανατρέξει τη γνωριμία και τη φιλία του με τον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο στις δεκαετίες 1950 και 1960 στο πλαίσιο των λογοτεχνικών ομάδων στο καφέ του Λουμίδη (Πατάρι), τότε Σταδίου 32. Θα αναφερθεί στις λογοτεχνικές προσωπικότητες που σύχναζαν εκεί, τις φιλίες, τις έριδες, την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα τριών γενεών δημιουργών, εστιάζοντας στην ποίηση και την προσωπικότητα του Νίκου Καρούζου.  Ο Χαβιαράς θα ολοκληρώσει την ομιλία του εστιάζοντας στην αλληλογραφία του με τον ποιητή και τις μεταφράσεις έργων του στην αγγλική γλώσσα, την απαγγελία τους στο WILD Radio Boston, στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα The Voice of Greece, καθώς και τη δημοσίευσή τους στο λογοτεχνικό περιοδικό Arion’s Dolphin

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα:

Ο Στρατής Χαβιαράς είναι συγγραφέας, γεννήθηκε στη Νέα Κίο Αργολίδας, και μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου σπούδασε ιστορία, λογοτεχνία, δημιουργική γραφή και μετάφραση. Εργάστηκε στο Harvard, σε διάφορες θέσεις στις βιβλιοθήκες και διορίστηκε διευθυντής της αίθουσας σύγχρονης ποίησης Woodberry και της βιβλιοθήκης Farnsworth. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές στα ελληνικά και στα αγγλικά και τα μυθιστορήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ίδρυσε και διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού ποίησης Arion’s Dolphin και το λογοτεχνικό περιοδικό Harvard Review. Έχει διδάξει συγγραφή μυθιστορήματος στο Harvard, την τέχνη του γραπτού λόγου στο ΕΚΕΜΕΛ και στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στην Αθήνα. Είναι ενεργό μέλος του Συλλόγου Αμερικανών Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.


Η Καθημερινότητα και απογοήτευση ως αίσθηση: μια μελέτη του έργου του Νίκου Καρούζου

Fernanda Lemos de Lima

Περίληψη:

Ο στόχος μου σε αυτή την ανακοίνωση είναι να διερευνήσω την καθημερινότητα ως σημαντικό θέμα στην ποίηση του Νίκου Καρούζου. Το θέμα αυτό εκφράζεται στις αντίθεσεις των συναισθημάτων μπροστά σε αυτό που κερδίζουμε και χάνουμε εξαιτίας της ταχύτητας της νεωτερικότητας της ζωής και του κενού νόηματός της. Ακόμα κι αν υπάρχει η ελπίδα σε κάποια ποιήματα, αυτή συχνά χάνεται για την ποιητική φωνή του Καρούζου. Η ποιητική αυτή φωνή εκδηλώνεται μέσα από την αίσθηση της καθημερινότητας  στην εποχή της νεωτερικότητας. Με τη βοήθεια των θεωριών του Μπένγιαμιν και του Αντόρνο θα εξετάσω επίσης τον ρόλο του ποιητή ως κριτικού της σύγχρονης εποχής.

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα:

Ή Φερνάντα Λέμος ντε Λίμα είναι καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, θεωρίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο (Universidade do Estado do Rio de Janeiro – UERJ) και είναι διευθύντρια του τομέα Ελληνικών Σπουδών στο ίδιο πανεπιστήμιο. Σπούδασε στο διδακτορικό της την ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Έχει παρουσιάσει μελέτες από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία.


Η αγωνία και η απόγνωση: μια αισθητική της πτώχευσης στο έργο του Νίκου Καρούζου

Luciana Póvoa de Almeida Silva

Περίληψη:

Η «πτώχευση», η οποία διαπερνάει την ανθρώπινη κατάσταση, εκφράζεται από την ποιητική φωνή στο έργο του ποιητή της Αργολίδας Νίκου Καρούζου. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στο θέμα της αισθητικής της πτώχευσης, χρησιμοποιώντας ως θεωρητική βάση τις μελέτες του Σαίρεν Κίρκεγκωρ σχετικά με την αγωνία και την απόγνωση, οι οποίες είναι εγγενείς στο άτομο.

Μέσα από αυτόν τον φιλοσοφικό προβληματισμό, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τον διάλογο μεταξύ του έργου του Νίκου Καρούζου και των θεωριών και των αντιλήψεων του Κίρκεγκωρ και, επομένως, την έκφραση μιας συγκεκριμένης αισθητικής που σχετίζεται με την πτώχευση των βεβαιοτήτων και των εσωτερικών και εξωτερικών διαδικασιών του ανθρώπου.

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα:

Η Λουσιάνα Πόβοα ντε Αλμέιντα Σίλβα είναι καθηγήτρια του ελεύθερου προγράμματος Νέων Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστήμιου του Ρίο ντε Τζανέιρο (Universidade do Estado do Rio de Janeiro) και έκανε το μεταπτυχιακό της στο Universidade Federal do Rio de Janeiro – UFRJ. Έχει γράψει, μαζί με τη Φερνάντα Λέμος ντε Λίμα, δύο βιβλία με τις μεταφράσεις από τα ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη και έχει παρουσιάσει μελέτες από την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη.


Η Ελλάδα και οι Έλληνες στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, με επίκεντρο την Αττική και την Αργολίδα

Δώρα Μέντη

Περίληψη:

Στα πρώτα ποιητικά βιβλία του Νίκου Καρούζου εγγράφεται μια ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας. Η πόλη της δεκαετίας του ’60 που τον φιλοξενεί είναι φτωχή («φτώχεια, φωτιά, φαρμάκι ο τόπος») μα οι ωχροί  Έλληνες κοιτούν ψηλά στον ουρανό, στ’ αστέρια. Παράλληλα, οι πραγματικές αλλά και οι ονειρικές διαφυγές που του προσφέρει η φύση τροφοδοτούν με λυρική ευαισθησία την καταγραφή των σύγχρονων κοινωνικών αδιεξόδων. Πρόκειται κυριολεκτικά για έναν λογοτεχνικό χάρτη ενός ανέστιου ή πλάνητα, ο οποίος πορεύεται σε μια διαρκή αναζήτηση της  ομορφιάς, ανακαλώντας τις ποικίλες μυθολογικές και ιστορικές επιστρώσεις που συνθέτουν την πατρίδα. Με οδηγό αυτόν τον λογοτεχνικό χάρτη θα μεταφερθούμε σε παλαιότερες μορφές ζωής που αποτύπωσε η ποίηση και θα κινηθούμε σταδιακά από την αστική περιήγηση της Αθήνας στα αργολικά μέρη της γενέτειρας.

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα

Η Δώρα Μέντη διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, ενθαρρύνοντας τη φιλαναγνωσία και τη δημιουργική γραφή (βλ. http://efsv.webnode.gr/). Εξέδωσε τις μελέτες: Μεταπολεμική πολιτική ποίηση, Κέδρος 1995, Ο προσωπικός μύθος. Ένα ερμηνευτικό κλειδί στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, Εκδόσεις Καστανιώτη 2004, Πρόσωπα και προσωπεία, Gutenberg 2007. Επιμελήθηκε δύο ανθολογίες κριτικών κειμένων, τη θεματική Η Αθήνα από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Πατάκη 2009, και την επίτομη ανθολογία ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν, Gutenberg 2015. Δημοσίευσε πολλά κείμενα φιλολογικής και λογοτεχνικής κριτικής σε περιοδικά και σε σύμμεικτους τόμους (βλ. https://independent.academia.edu/TheodoraMenti).

 

Read Full Post »

Πνευματικές διαδρομές στο β’ μισό του 19ου αιώνα μέσα από την ανέκδοτη αλληλογραφία του Αργείου λόγιου και ιστορικού Δημητρίου Βαρδουνιώτη: Πρόδρομη παρουσίαση.


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» πρόδρομη ανακοίνωση της Δρ. Σοφίας Πατούρα- Σπανού με θέμα: «Πνευματικές διαδρομές στο β’ μισό του 19ου αιώνα μέσα από την ανέκδοτη αλληλογραφία του Αργείου λόγιου και ιστορικού Δημητρίου Βαρδουνιώτη», στα πλαίσια του επιστημονικού Συμποσίου: Ελληνικότητα και ετερότητα: Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και «Εθνικός Χαρακτήρας» στον 19ο αιώνα. 14-17 Μαΐου 2015, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Είναι γνωστό ότι ιστορικά πρόσωπα, αφανή και σχεδόν άγνωστα έως κάποια χρονική στιγμή, αναδύθηκαν από τη σιωπή και εμφανίσθηκαν στο προσκήνιό της ιστορίας, είτε λόγω της φυσικής εξέλιξης της έρευνας και των δυνατοτήτων της, είτε συχνά από τυχαίους παράγοντες. Εν προκειμένω συντρέχουν και οι δύο λόγοι. Από τη μια, η σταδιακή ψηφιοποίηση των φιλολογικών περιοδικών και των άλλων εντύπων του 19ου και 20ού αιώνα, παρέχει την ευκαιρία στους ερευνητές να γνωρίσουν και να καταγράψουν, μαζί με τα ονόματα και τα έργα των γνωστών λογίων, και εκείνα των αδικημένων από την νεότερη έρευνα, ανάμεσα στα οποία περίοπτη θέση κατέχει το όνομα και το έργο του Δημητρίου Βαρδουνιώτη.

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Από την άλλη, αναφορικά με το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, η συμπτωματική δωρεά, η προσεκτική φύλαξη και η απόφαση, από την πλευρά μου, της αξιοποίησης του αρχείου της προσωπικής του αλληλογραφίας, έρχεται να φωτίσει ακόμη περισσότερο το πορτρέτο μιας σημαντικής μορφής της μετεπαναστατικής γενιάς του β’ μισού του 19ου αιώνα. Η απουσία εκτενούς βιβλιογραφίας και ο περιορισμένος αριθμός αναφορών στο όνομά του, δεν μπορούν να μειώσουν κατά κανένα τρόπο την αξία του. Γιατί ο Αργείος λόγιος υπήρξε σπουδαίος ιστορικός, λογοτέχνης, λαογράφος, δημοσιογράφος κυρίως όμως ακούραστος σκαπανέας του παρελθόντος. Κυνηγητής της γνώσης και της δόξας, από τη μια μεριά τρυγάει αχόρταγα το μέλι των βιβλίων κι από την άλλη σκαρώνει στίχους, διηγήματα, σκαλαθύρματα, κριτικές, μελετήματα κάθε λογής μπαίνοντας δικαιωματικά στη χορεία των αττικιζόντων παντoιογράφων, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος σε μια από τις λίγες μελέτες που έχουν γραφτεί για τη ζωή και το έργο του.

Την εξήγηση της αγνοημένης ως σήμερα λογιοσύνης του, δίνει προφητικά, 90 περίπου χρόνια πριν, ο σύγχρονός του Γεώργιος Λογοθέτης, το 1928, σ’ ένα κριτικό σημείωμα, αφιερωμένο στη μνήμη του: Σε μια αποστροφή του λόγου του για τον Ζαν-Μωρεάς, που έγινε πασίγνωστος και διάσημος λόγω της εγκατάστασης και της λογοτεχνικής δημιουργίας του στο Παρίσι, κλείνοντας τη μελέτη του επισημαίνει: Ο Βαρδουνιώτης δεν θα περνούσε ασφαλώς τόσον αγνοημένος, αν δεν αγαπούσε τόσο την μικρή του πατρίδα, το Άργος και δεν περιωρίζετο στη ζωή της και την ιστορία της. Ο επαρχιώτης λοιπόν λόγιος, μακριά από τα φιλολογικά σαλόνια της εποχής, μακριά από τις δημόσιες σχέσεις και τις ζυμώσεις που συντελούνταν στους λογοτεχνικούς συλλόγους, στα πνευματικά κέντρα και στα εκδοτικά στέκια της Πρωτεύουσας, ζούσε μόνιμα στη μικρή του πόλη. Δούλευε ακούραστα, σχεδόν υπεράνθρωπα, για την πνευματική προαγωγή του τόπου του αλλά και του Έθνους, ασκώντας παράλληλα με επιτυχία το επάγγελμα του δικηγόρου.

Παρά ταύτα, οι σύγχρονοι ομότεχνοί του Αθηναίοι φαίνεται πως τον γνώριζαν καλά, αναφέρονταν συχνά σε εκείνον και συζητούσαν για το έργο του, παρά τη φυσική του απουσία από το Κέντρο. Εκτιμώντας τη φιλεργατικότητά του, τη φιλοτιμία του και την αξία του πολυδιάστατου έργου του, δεν φείδονταν ευμενών και επαινετικών σχολίων και δεν δίσταζαν να ζητούν τη συνδρομή του για ποικιλία θεμάτων. O εκδότης της Ποικίλης Στοάς Ιωάννης Αρσένης, σε επιστολή του προς τον Βαρδουνιώτη το 1882, αφού του μεταφέρει την μεγάλη απήχηση που είχε στο αναγνωστικό κοινό το δημοσίευμά του στο Ημερολόγιο του ’82, το οποίο αναδημοσιεύθηκε από την Εστία, του εκφράζει επίσης πολλών τα ειλικρινή συγχαρητήρια δια το σοβαρόν έργον των εθίμων.

Νικόλαος Πολίτης

Νικόλαος Πολίτης

Δέκα χρόνια αργότερα ο Μπάμπης Άννινος, ζητώντας του επίμονα να του αποστείλει εγκαίρως και καμμίαν άλλην πραγματείαν ωσάν την πρώτην προσθέτει στην επιστολή του: Ο Άγγελος Βλάχος, προχθές εις του Σουρή το σπίτι μού ωμίλησε πολύ επαινετικά περί της πραγματείας σου. Την ίδια εκτίμηση εκφράζει και ο Νικόλαος Πολίτης σε επιστολή που του απευθύνει, το 1890: παρηκολούθησα πάντοτε την ακαταπόνητον φιλολογικήν και δημοσιογραφικήν εργασίαν σας, τοσούτο μάλλον αξίαν τιμής, καθ’ όσον δεν παρεμποδίζει αυτήν, ουδέ μαραίνει τον προς ταύτην αναγκαίον ζήλον και ενθουσιασμόν -ας μοι επιτραπή δέ η λέξις αύτη προκειμένου περί της διαμονής σας εν πόλει εστερημένη ως αι πλείσται δυστυχώς των ελληνικών πόλεων, φιλολογικής κινήσεως και οιουδήποτε κέντρου εκ των απαραιτήτων προς πνευματικήν εργασίαν. Ας σημειωθεί ότι ο Βαρδουνιώτης τροφοδοτούσε συνεχώς το έργο του μεγάλου λαογράφου με ανέκδοτο λαογραφικό υλικό, όπως δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, έθιμα και άλλα «μνημεία» της δημώδους φιλολογίας. Σε μία από τις πρώτες επιστολές του προς τον Βαρδουνιώτη, ο τακτικός αλληλογράφος του Αρσένης, πέρα από τον προσωπικό του θαυμασμό, τού μεταφέρει την εντύπωση του Ιωάννη Καμπούρογλου για τη συμβολή του στη Νέα εφημερίδα, αλλά και τη γενικότερη εικόνα που είχε για εκείνον: Σε ηγάπησε πολύ ο κ. Καμπούρογλου – καίτοι ως μοι είπεν προτού να σε γνωρίση είχε ακούσει πολλά λαμπρά δι εσέ, και δημοσία επήνεσε την φιλοπονίαν σου, την ευφυΐαν σου, τον ευγενή σου χαρακτήρα, την αγαθήν σου ψυχήν και τας γνώσεις σου. Σε δική του επιστολή προς τον Βαρδουνιώτη, ο Ιωάννης Καμπούρογλου, εξαίροντας την ακαταπόνητη ερευνητική του δραστηριότητα, αναφωνεί: Εύγε τη ιχνηλατική σου δυνάμει εις τ’ άδυτα παρελθόντα.

Η παροιμιώδης φράση του Βαρδουνιώτη ανάπαυσις δεν είναι η αποχή από την εργασία, αλλά η αλλαγή εργασίας καταδεικνύει τη σιδερένια του θέληση για γνώση και πνευματική δημιουργία και επιβεβαιώνει τη γνώμη που είχαν γι αυτόν οι ομότεχνοι αλληλογράφοι του. Είναι δύσκολον να γεννηθεί μία τοιαύτη ιδιοφυΐα και να ακμάση δια τόσον εμμόνου, φωτεινής, ακριβοδικαίας, εμπνευσμένης και ευθικριτικής φιλοπονίας θα γράψει σε αφιέρωμα στον Αργείο λόγιο τού περιοδικού Ηραία το 1939, αρκετά δηλαδή χρόνια μετά το θάνατό του, ο στενός του φίλος και συνεργάτης Δημήτριος Καμπούρογλου.

Ο Βαρδουνιώτης, γεννημένος το 1947 σε μια προνομιούχο ιστορικά πόλη και ανήκοντας στη μετεπαναστατική γενιά των εντατικών εθνικών διεργασιών, με έμφυτη κλίση στην ιστορική έρευνα, τη λογοτεχνία και την πολιτική δράση, μετέσχε καθολικά στα δρώμενα της εποχής του. Συντάκτης και εκδότης πολλών τοπικών εφημερίδων, συνιδρυτής και αντιπρόεδρος του ιστορικού φιλολογικού συλλόγου Δαναός και αργότερα ιδρυτής του Ινάχου, πατριάρχης των γραμμάτων και αριστοτέχνης του καλάμου κατά τον συντοπίτη του λόγιο Νικόλαο Γκινόπουλο, δεν μπορούσε να περιοριστεί πνευματικά στα στενά όρια της τότε Αργολιδοκορινθίας.

Ο συγγραφέας των έργων Εκδρομαί εις Μυκήνας, Καταστροφή του Δράμαλη, Αφνειός Κόρινθος, Φρύνη, Μπουμπουλίνα, Εδουάρδος Μάσσων, Εμμανουήλ Καλλέργης, έγινε γρήγορα γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους και απέσπασε σπουδαίες κριτικές από τον τότε κυρίαρχο Τύπο της Πρωτεύουσας. Εφημερίδες όπως οι Καιροί του Κανελλίδη, η Πόλις, η Εστία, η Νέα Εφημερίς, ο Νέος Τύπος κ. α., τού έπλεξαν το εγκώμιο μετά τη γοητευτική διάλεξη που έδωσε στον φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό περί της Αφνειού Κορίνθου στις 9 Δεκεμβρίου του 1894. Στις 13 του ίδιου μήνα η εφημερίδα Πόλις έγραψε: Σπανίως ανάγνωσμα δημόσιον έτυχε τόσον ομοθύμου επιδοκιμασίας όσον το εν τω συλλόγω «Παρνασσώ» γενόμενον παρά του Δ. Βαρδουνιώτου δικηγόρου εξ Άργους, κατά την εσπέραν της Παρασκευής. … Ο κ. Βαρδουνιώτης, γνωστός και πρότερον, … κατέκτησε την συμπάθειαν και την εκτίμησιν των μέχρις ασφυξίας συνωθουμένων άνω και κάτω εν τη μεγάλη αιθούση του συλλόγου «Παρνασσού» επιλέκτων ακροατών του.

Το ιστορικό έργο, βέβαια, με το οποίο είναι ταυτισμένο το όνομά του, πρωτότυπο και δυνατό, βασική πηγή της νεότερης ιστορίας μας, είναι η Καταστροφή του Δράμαλη. Κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους του αρχείου του Νικηταρά και του στρατηγού Τσώκρη και αυτήκοος μάρτυς ζωντανών αφηγήσεων των πρεσβυτέρων τού περιβάλλοντός του, συνέθεσε την ιστορία της μάχης των Δερβενακίων με αξιόπιστο και αριστοτεχνικό τρόπο. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου, χαρακτηρίζοντας αυτή τη μονογραφία «μνημειώδη», σημείωνε: εις τα Δερβενάκια, που κάποτε θα στολισθούν με δάσος ανδριάντων, πρέπει ξεχωριστή, απόμακρα, αλλά περίοπτος να σελαγίση και η μορφή του Βαρδουνιώτη.

Η ευρυμάθεια, η πνευματική του εμβέλεια, ο ακάματος ζήλος του για την ιστορική και λογοτεχνική παραγωγή, η εθνική προσφορά του και η εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, ξεδιπλώνονται στις πολυάριθμες σελίδες των ανέκδοτων επιστολών τού προσωπικού του αρχείου. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό επιστολών προς τον Βαρδουνιώτη (350 περίπου) από πλήθος αλληλογράφων, γνωστών λογίων, πολιτικών και νομικών της εποχής. Χρονολογικά η αλληλογραφία εκτείνεται από το 1869, έτος της πρώτης επιστολής από τον λόγιο, διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας, Αναστάσιο Παπαδήμο, έως το 1924, χρονιά του θανάτου του, κατά την οποία λαμβάνει την τελευταία επιστολή από τον επιστήθιο φίλο του Δημήτριο Καμπούρογλου.

Το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών προέρχεται από κύκλους λογίων της Αθήνας αλλά και άλλων κέντρων της εποχής, ακόμη και από τον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό: την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, τα Ιεροσόλυμα. Οι επιστολές υπογράφονται από εκδότες, διευθυντές και αρθρογράφους των κορυφαίων τότε λογοτεχνικών δελτίων και φιλολογικών περιοδικών, Ημερολογίων, εφημερίδων και συγγραμμάτων. Οι συνεχείς και επίμονες προσκλήσεις τους προς τον Βαρδουνιώτη για συμμετοχή στη σύνθεση της ύλης των εντύπων τους, συχνά μάλιστα από το ξεκίνημά τους, δείχνει την αναγνώριση και την εκτίμηση που είχε κερδίσει ως συγγραφέας και πνευματικός δημιουργός. Από το περιεχόμενο των επιστολών προκύπτει ότι ο Βαρδουνιώτης, ξεπερνώντας τα τοπικά όρια της πνευματικής δράσης του, τροφοδοτούσε αδιάλειπτα πολλά από τα έντυπα της εποχής εκείνης με τις δικές του συμβολές: διηγήματα, άρθρα, κριτικά σημειώματα, ποιήματα, ιστορικές αναφορές, δοκίμια, σατιρικά και λαϊκά αφηγήματα, έγγραφα, κ. ά.

Δεσμίνης Δημοσθένης

Δεσμίνης Δημοσθένης

Τα Ημερολόγια του Σκόκου και της Σβορώνου, η Ποικίλη Στοά του Αρσένη, το Αττικόν Ημερολόγιον του Ειρηναίου Ασώπιου, ο Παρνασσός, η Εστία, το Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιον του Κουτούβαλη στη Σμύρνη, ο Απόλλων του Σακελλαρόπουλου, το Ελληνικόν Ημερολόγιον στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το Αθηναϊκόν Ημερολόγιον των Μαυρογένη-Πρίντεζη, ο Βόσπορος και οι Αναμνήσεις στην Κωνσταντινούπολη, και πολλά ακόμη, φιλοξένησαν στις σελίδες τους κείμενα του Βαρδουνιώτη. Ως αρθρογράφος και ανταποκριτής, συνεργάσθηκε επίσης με πολλές εφημερίδες όπως, την Πρωτεύουσα εφημερίδα του Δημητρακόπουλου, την Δαναΐδα του Δεσμίνη, την Ηχώ των Αθηνών του Πασσαγιάννη, την εφημερίδα Καιροί του Πέτρου Καννελίδη, τις εφημερίδες Λαός και Έθνος, το Άστυ και τον Νεολόγο του Άννινου, τη Νέα Εφημερίδα των Δημητρίου και Ιωάννη Καμπούρογλου, ακόμη και με την βραχύβια Καθημερινή του Μίκιου Λάμπρου, κ. ά.

Συντάκτες επιστολών όπως ο Σκόκος, ο Άννινος, ο Αρσένης, ο Καννελίδης, ο Τιμολέων Φιλήμων, ο Ν. Πολίτης, ο Γεώργιος Σουρής, ο ανασκαφέας των Μυκηνών Χρ. Τσούντας, οι Ιωάννης και Δημήτριος Καμπούρογλου, η Ελένη Σβορώνου, ο Ειρηναίος Ασώπιος, ο Αναστάσιος Παπαδήμος, ο Νεοκλής Καζάζης, ο Ιάκωβος Τομπάζης, η Άννα Σερουΐου, οι ιστορικοί Σπ, Λάμπρος και Νικόλαος Βέης και πολλοί άλλοι – αδύνατο ν’ αναφερθώ σε όλους- ανταλλάσσουν μαζί του πληροφορίες και απόψεις ιστορικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Ανταλλάσσουν βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, συχνά κριτικές σκέψεις και ιδέες για τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα, τις νέες εκδόσεις, και φυσικά τις πολιτικές εξελίξεις και τις κοινωνικές αλλαγές. Οι ιδρυτές της νεοελληνικής κωμωδίας Πολύβιος Δημητρακόπουλος και Νικόλαος Λάσκαρης σε πολυσέλιδες επιστολές τους, ζητούν τη γνώμη του για τα δικά τους έργα, συχνά όμως και τη συγγραφική συνδρομή του. Ευρωπαίοι Ελληνιστές, όπως ο γλωσσολόγος και φιλόλογος Eduard Engel από το Βερολίνο, ο λατινιστής και ελληνιστής Ernste Schulze από το Bautzen της Σαξονίας και η πρωτοπόρος γαλλίδα Julliette Αdam ζητούν και παρέχουν αμοιβαία, ιστορικό, αρχαιολογικό και φιλολογικό υλικό δυσεύρετο στη μία ή την άλλη πλευρά. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι ο Schulze, με τον οποίο είχε πολύχρονη μεγάλη αλληλογραφία, μεταφράζει άρθρα και δοκίμια του Βαρδουνιώτη και τα δημοσιεύει στο τοπικό γερμανικό Τύπο.

Το στοιχείο όμως που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την πολυδιάστατη προσωπικότητα και το πολύπλευρο έργο του Βαρδουνιώτη είναι η εθνική προσφορά του. Ακούραστος συλλέκτης και πιστός θεματοφύλακας των μνημείων του ιστορικού παρελθόντος, δίνει προσωπικούς αγώνες για τη διάσωση των πολλών και ποικίλων αρχαιοτήτων της Αργολίδας, η οποία στερούνταν εκείνη την εποχή ενός στοιχειώδους χώρου φύλαξης των σπουδαίων αρχαιολογικών καταλοίπων της περιοχής. Ο Βαρδουνιώτης ωστόσο δεν αρκείται μόνο στο μακρινό ιστορικό παρελθόν. Εργάζεται με πάθος και μεθοδικότητα, όπως αργότερα ο Βλαχογιάννης στην Αθήνα, για τη συλλογή και τη διάσωση των νεότερων ιστορικών τεκμηρίων της πατρίδας, τεκμήρια που θ’ αποτελέσουν τον πυρήνα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Στο περιεχόμενο τριών επιστολών που λαμβάνει από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία μαρτυρείται και αναγνωρίζεται δεόντως από τους ιθύνοντες, η μεγάλη εθνική προσφορά του με την αποστολή πλήθους εγγράφων αφορώντων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μία εκτενής φράση του προέδρου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ιωάννου Μπόταση σε επιστολή του προς τον Βαρδουνιώτη καταδεικνύει τη γενναιόδωρη έναντι του ιστορικού του χρέους στάση του: βεβαίως είσθε πρώτος εν τη πρώτη γραμμή εκείνων οίτινες κατήρτισαν την πλουσίαν συλλογήν ιστορικών πηγών ας η καθ’ ημάς Εταιρεία δύναται να θέση εις την διάθεσιν των ερευνητών επ’ ωφελεία της ευκλεούς ιστορίας του Έθνους. Ο αριθμός των 10.625 εγγράφων που ο μεγάλος συλλέκτης των γραπτών εθνικών κειμηλίων είχε αποστείλει στην Εταιρεία έως το 1915, προκαλούν τη συγκίνηση και το θαυμασμό του προέδρου και του γραμματέως της Εταιρείας, Μπόταση και Ράδου. Τον Απρίλιο του 1909, ο Κωνσταντίνος Ράδος του ανακοινώνει ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον της Εταιρείας έκανε διάβημα προς τον Υπουργό των Εξωτερικών εγγράφως τε και προφορικώς όπως ούτος προβή εις την αρμόζουσαν, τη φιλοπονία της φιλεπιστημοσύνης υμών, ηθικήν εκ μέρους του κράτους ικανοποίησίν σας· και συμπληρώνει: Τούτο το διάβημα εθεώρησεν καθήκον της η Εταιρεία ημών να κάμη, ανθ’ ων υπέρ της Εθνικής Ιστορίας κοπιάτε.

Η εθνική προσφορά του Βαρδουνιώτη δεν περιορίζεται στα σύνορα της ελεύθερης μόνο Ελλάδας. Το ταξίδι του στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη το 1890 και η γνωριμία του με σημαίνουσες προσωπικότητες της ελληνικής κοινότητας της πόλης, τον ευαισθητοποιούν γύρω από το Μακεδονικό και το επιτακτικό αίτημα της απελευθέρωσης του υπόδουλου ακόμη ελληνισμού. Η αλληλογραφία του μαζί τους, κυρίως δε οι εκτενείς επιστολές που επί 15ετία λαμβάνει από τον γιατρό και μακεδονομάχο στη συνέχεια Δημήτριο Ρίζο (τον επονομαζόμενο Ευμένη), αποκαλύπτουν την εναγώνια προσπάθεια του Βαρδουνιώτη να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί και με όσα μέσα διαθέτει, τη μεγάλη εθνική υπόθεση. Στέλνει με δυσκολία αθηναϊκά και άλλα έντυπα στη Θεσσαλονίκη και συμβάλλει στην δημοσιοποίηση και προβολή των εθνικών θεμάτων και των εσωτερικών προβλημάτων της ελληνικής κοινότητας της πόλης, είτε προσωπικά είτε με τη βοήθεια φίλων και γνωστών του.

Σε ιδιαίτερη ενότητα μπορεί κανείς να εντάξει τις επιστολές προς τον Βαρδουνιώτη από λογίους συντοπίτες του, όπως ήταν οι εκπαιδευτικοί Ιωάννης Κοφινιώτης, Γεώργιος Δαλδάκης, oι νομικοί και λόγιοι Δημοσθένης Δεσμίνης και Νικόλαος Δημαράς, κ. .α., οι οποίοι αναδεικνύουν στο περιεχόμενό τους ζητήματα της εκπαίδευσης αλλά και τοπικά προβλήματα από την έλλειψη υποδομών όπως ήταν η μή συντήρηση του σιδηρόδρομου και των τρένων καθώς και η απουσία δικτύου άρδευσης της αργολικής πεδιάδας. Σημαντικές είναι και οι επιστολές ανδρών της γενιάς του Βαρδουνιώτη, υιών κατά κύριο λόγο και συγγενών αγωνιστών και πολιτικών της Επανάστασης, με δράση κυρίως στο Ναύπλιο και το Άργος: του Ιωάννη Νικηταρά, του Αναστασίου Γενναδίου, του Εμμανουήλ Καλλέργη και του ανεψιού του πολιτικού Δημητρίου Καλλέργη, του Ψύλλα, του Ιωάννη Τρικούπη. Από τις επιστολές ορισμένων από αυτούς καθώς και από εκείνες κορυφαίων πολιτικών που πρωταγωνίστησαν στον πολιτικό στίβο της εποχής, αποκαλύπτεται η πολιτική επιρροή που μπορούσε ν’ ασκήσει ο Βαρδουνιώτης στο εκλογικό σώμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, λόγω του κύρους του και της ισχυρής προσωπικότητάς του.

Το ευρύ ιδεολογικό φάσμα που καλύπτουν οι επιστολές των πολιτικών αλληλογράφων του δεν επιτρέπουν τον ακριβή προσδιορισμό του δικού του πολιτικο-ιδεολογικού στίγματος. Εμφανίζεται μάλλον μετριοπαθής στο πολιτικό πεδίο, το οποίο πρέπει να είχε επισκιασθεί από την αφοσίωσή του στη δικηγορία και την εντατική ενασχόλησή του με την έρευνα και τη συγγραφή. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πάντως, δύο έγκριτοι δημοσιολόγοι της εποχής, οι εκδότες Σκόκος και Άννινος επιζητούν την συνεργασία του για τα νεότευκτα έντυπά τους λόγω των φιλελευθέρων και προοδευτικών αρχών του, τις οποίες, όπως του υπενθυμίζει ο πρώτος, δημοσία πολλάκις κηρύττετε. Όλα αυτά βέβαια μέχρι την περίοδο του εθνικού διχασμού, όταν κατά τρόπο ανεξήγητο, όπως σημειώνει ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος που τον γνώριζε προσωπικά, συντάσσεται ενεργά με τους βασιλόφρονες, αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή τους στο Άργος, και στη συνέχεια το 1918 εκτοπίζεται στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Η εξορία και η άφατη λύπη του για τη Μικρασιατική καταστροφή που επακολούθησε, κλόνισαν σοβαρά την υγεία του και επηρέασαν την πνευματική παραγωγή του. Τον Μάρτιο του 1924 πέθανε στην αγαπημένη του πατρίδα, το Άργος, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο και πολυσύνθετο έργο. Χρέος δικό μας είναι να το αναζητήσουμε, να το εντοπίσουμε και να το αναδείξουμε.

Αθήνα 15/5/2015

Σοφία Πατούρα- Σπανού                                        

Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Επιστημονικό Συμπόσιο: Ελληνικότητα και ετερότητα: Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και «Εθνικός Χαρακτήρας» στον 19ο αιώνα. 14-17 Μαΐου 2015, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.


Read Full Post »

Από το Ναύπλιο στην Αθήνα: Η μεταφορά της πρωτεύουσας, Έλλη Δρούλια, Ιστορικός, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Το Ναύπλιο, από το 1822 που πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τους Έλληνες, υπήρξε η διοικητική «καθέδρα» του Αγώνα, κύρια πρωτεύουσα του πρώτου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, του Όθωνα και της Αντιβασιλείας τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας - Guillaume Abel Blouet  (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.

Στην ανακοίνωση παρουσιάζεται η εικόνα του Ναυπλίου τα δέκα αυτά χρόνια: η αρχική κοινωνική διαστρωμάτωση, η μετέπειτα δημογραφική συγκρότηση και η εξέλιξή της, η ανάπτυξη της πόλης έως την οριστική απόφαση μετακίνησης της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Απόφαση που είχε καταλυτικά αποτελέσματα και ανέτρεψε την ζωή του Ναυπλίου.

Η πλειονότητα των κατοίκων του μετακινήθηκε προς την νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα. Έχασε τον κεντρικό του ρόλο και τα προνόμια που τον συνόδευαν, υποβαθμίστηκε και σχεδόν εξισώθηκε με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Γίνεται αναφορά στην συζήτηση επιλογής «καθέδρας» και τα επιχειρήματα που τέθηκαν προκειμένου να υποστηριχθούν οι διάφορες επιλογές (Κόρινθος, Ισθμός, Άργος, Τρίπολη, Σύρος, Μέγαρα, Αίγινα καθώς και η παραμονή στο Ναύπλιο). Περιγράφεται η Αθήνα, η υστέρησή της σε σχέση με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η ανάπτυξή της τα πρώτα δέκα χρόνια από το 1834, οπότε ορίστηκε η καθέδρα του κράτους.

Η διαδρομή αυτή παρακολουθείται μέσα από διοικητικές αποφάσεις, που συγκαταλέγονται στα έγγραφα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας και το Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου, τα άρθρα και σχόλια του Τύπου της εποχής, προσωπικές μαρτυρίες και σύγχρονες μελέτες.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Έλλης Δρούλια πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Από το Ναύπλιο στην Αθήνα – Η μεταφορά της πρωτεύουσας

Read Full Post »

 

«Εν έτει 1862»: η ευρωπαϊκή και η ελληνική ιστορική συγκυρία. Χριστίνα Κουλούρη, Καθηγήτρια Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

 

Στόχος της ανακοίνωσης είναι η κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της Ναυπλιακής Επανάστασης σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Με αφετηρία το 1848, τα κινήματα που έμειναν γνωστά ως η «άνοιξη των λαών» και στη συνέχεια το 1856, το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου, του πρώτου πολέμου που μπορεί να θεωρηθεί πανευρωπαϊκός και ο οποίος είχε συνέπειες και στην Ελλάδα, καταλήγουμε στη δεκαετία του 1860 όταν κορυφώνονται κάποιες εξελίξεις τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, έργο του Henri Félix Emmanuel Philippoteaux (1815–1884), μουσείο Carnavalet, Paris.    Οι φιλελεύθεροι υψώνουν την τρίχρωμη σημαία ως εθνικό έμβλημα της Γαλλίας (δεξιά) τη στιγμή που οι σοσιαλιστές απέναντί τους υψώνουν την κόκκινη σημαία (αριστερά).

Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, έργο του Henri Félix Emmanuel Philippoteaux (1815–1884), μουσείο Carnavalet, Paris.
Οι φιλελεύθεροι υψώνουν την τρίχρωμη σημαία ως εθνικό έμβλημα της Γαλλίας (δεξιά) τη στιγμή που οι σοσιαλιστές απέναντί τους υψώνουν την κόκκινη σημαία (αριστερά).

 

Μπορούμε πράγματι να υποστηρίξουμε ότι η ναυπλιακή επανάσταση συνοψίζει όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της εποχής σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναλύονται σε δύο άξονες: α) τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της συνεχούς επέκτασης της εκβιομηχάνισης και της τεχνολογικής προόδου, έστω και με άνισους ρυθμούς, στην ευρωπαϊκή ήπειρο β) την έμπρακτη αμφισβήτηση της πολιτικής κληρονομιάς του Συνεδρίου της Βιέννης (1815) μέσα από τα κινήματα του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού.

Η ναυπλιακή επανάσταση εκδηλώθηκε μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που σηματοδοτούνταν από τη defacto υπέρβαση των πολιτικών δεδομένων της Ευρώπης της Ιεράς Συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα χρόνια που προηγήθηκαν του ελληνικού 1862 αντιστοιχούν σε μια πολυεπίπεδη κρίση που δεν αφορούσε μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Χριστίνας Κουλούρη πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: «Εν έτει 1862» η ευρωπαϊκή και η ελληνική ιστορική συγκυρία

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

«Η επέκταση της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και οι συνέπειές της». Βασίλης Τσιλιμίγκρας, Φιλόλογος – Ιστορικός.Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

 

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862, ως έκφραση συσσωρευμένης αγανάκτησης και αντίδρασης στο «επάρατον και εθνοφθόρον σύστημα» της οθωνικής διακυβέρνησης, αποτελεί τη συνέχεια της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 και τον ενδιάμεσο σταθμό στην προσπάθεια του ελληνικού λαού να απομακρύνει τον Όθωνα από την εξουσία, γεγονός που θα πραγματοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα με την οριστική αναχώρηση του από την Ελλάδα (12 Οκτωβρίου 1862).

Η Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου του 1862, συνέπεια της συνεργασίας πολιτικών, λαϊκών και στρατιωτικών δυνάμεων που συγκροτούσαν την πρωτοπορία της πόλης, αποτελεί σημαντικό ιστορικό γεγονός, γιατί εκδηλώθηκε σε επαρχιακή πόλη, που είχε υπάρξει η πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και συντέλεσε τελικά στις εξελίξεις για την τελική έξοδο του Όθωνα από τη χώρα.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ήταν και η επέκταση της στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Αρκαδία, Λακωνία και Μεσσηνία) και στις Κυκλάδες (Σύρο, Κύθνο). Αυτό επιβεβαιώνει την εκτίμηση για την ύπαρξη πυρήνων αντίδρασης, που ήταν έτοιμοι να αντιδράσουν και να αποδεχθούν οποιαδήποτε δυναμική κίνηση αμφισβήτησης της οθωνικής κυριαρχίας. Όμως παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και τις κινητοποιήσεις γρήγορα υποχώρησε η επαναστατική ορμή κάτω και από την πίεση των κυβερνητικών δυνάμεων αλλά και των αδυναμιών των κατά τόπους επαναστατών.

Οι συνέπειες της επαναστατικής δράσης αφορούν τις πολιτικές επιπτώσεις που επακολούθησαν και οδήγησαν στην πολιτική μεταβολή του Οκτωβρίου του 1862, την τύχη των επαναστατών και τη θέση τους στο πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό πεδίο μετά τη μερική αμνήστευση της οθωνικής κυβέρνησης και την αντίδραση του λαού του Ναυπλίου αλλά και των άλλων περιοχών, που αναπτύχθηκε επαναστατική δράση. Έτσι, παρά την τελική αποτυχία της Ναυπλιακής Επανάστασης στο στρατιωτικό επίπεδο, ουσιαστικά πέτυχε στον στόχο της, δηλαδή την τελική ανατροπή του θρόνου και την πλήρη εφαρμογή του συντάγματος.  

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Βασίλη Τσιλιμίγκρα, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η επέκταση της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και οι συνέπειές της.

Read Full Post »

 

«Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862. Το στρατιωτικό μέρος: Προπαρασκευή, Σχεδίαση, Οργάνωση και Διεξαγωγή του Ένοπλου Αγώνα». Χρήστος Σ. Φωτόπουλος, Αντιστράτηγος ε.α. Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.


 

Η ανακοίνωση περιλαμβάνει:

  • Μία λίαν συνοπτική ενημέρωση σχετικά με το Στρατό Ξηράς της οθωνικής περιόδου (1833-1862) και τη «στρατιωτική πολιτική» των τότε κυβερνήσεων ως προς την καταστολή των πολλαπλών εξεγέρσεων, στάσεων και κινημάτων που εκδηλώθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο.
  • Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ναυπλιακής Επανάστασης και το σχέδιο ταχείας αντιμετώπισής της από τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Πάνος Κορωναίος, ο οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα.

Πάνος Κορωναίος, ο οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα.

  • Την ανάλυση, σε γενικές γραμμές, της στρατιωτικής αξίας του εδαφικού διαμερίσματος Αργολίδας και της γειτονικής ζωτικής εδαφικής περιοχής του Ισθμού της Κορίνθου.
  • Τις δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη της Επανάστασης από την εξαρχής απώλεια του στοιχείου του αιφνιδιασμού (πρόωρη αποκάλυψη του σχεδίου των επαναστατών του Ναυπλίου).
  • Την οργάνωση και τα σχέδια ενέργειας των αντιπάλων στρατευμάτων (Κυβερνητικών και Επαναστατικών)
  • Τη σύντομη αναφορά στη διεξαγωγή του αγώνα (πολεμικών επιχειρήσεων) στην Αργολίδα μεταξύ των αντιπάλων στρατευμάτων κατά τη χρονική περίοδο Φεβρουάριος – Μάρτιος 1862.
  • Τα κυριότερα συμπεράσματα από το «στρατιωτικόν μέρος» της Επανάστασης.
  • Άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με την Επανάσταση, που προέκυψαν από την έρευνα αταξινόμητου σήμερα πρωτογενούς αρχειακού υλικού των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης του κυρίου Χρήστου Φωτόπουλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862. Το στρατιωτικό μέρος.

Read Full Post »

Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ – Ένας Βαυαρός Αντιβασιλέας στην Αργολίδα


 

Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ Μάουρερ (1790-1872) υπήρξε ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας για τον ανήλικο πρώτο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα. Παρέμεινε στο Ναύπλιο από τον Ιανουάριο του 1833 μέχρι το τέλος Ιουλίου 1834, δυο μήνες πριν αποφασιστεί η οριστική μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα. Δίχως αμφιβολία και μόνο με το έργο του θα πρέπει να θεωρηθεί το πλέον σημαντικό στέλεχος της πρώτης βαυαρικής διοίκησης της χώρας. Αλλά ήταν σημαντικός νομικός στην πατρίδα του, με κύρος και αναγνώριση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας άλλωστε ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα του τότε βασιλείου της Βαυαρίας.

 Σε αυτόν κατά κύριο λόγο οφείλεται η σύνταξη βασικών νομικών κωδίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι ίσχυσαν για πάνω από εκατό χρόνια και η προσπάθεια για ανασύσταση της δημόσιας διοίκησης κατά ευρωπαϊκά πρότυπα. Υποστηρικτής της «πεφωτισμένης μοναρχίας» και ιδεολογικά ακράδαντα προσκολλημένος σε αυτήν, δεν φαίνεται να αντιλήφθηκε σε όλο βάθος τους τα προβλήματα και τις νοοτροπίες της Ελλάδας του 1833-34, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τις έντονες εμφύλιες αντιπαραθέσεις που επακολούθησαν. Στο μείζον για την Ελλάδα έργο του «Ο ελληνικός λαός», που το αφιερώνει ακριβώς στους Έλληνες, οι αντιφάσεις του όσον αφορά την πρόσληψη γεγονότων, τοπικών ψυχολογιών, νοοτροπιών και αντιδράσεων είναι έκδηλες και ασφαλώς αυτές τον ώθησαν σε μία κρίσιμη ιστορική στιγμή να αντιπαρατεθεί έντονα προς τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και, κατά συνέπεια, να συνταχθεί προς τη δίκη και καταδίκη τους.

Όμως μέσα από το πολυσήμαντο σύγγραμμά του έρχονται σε φως οξύτατες παρατηρήσεις του για τις διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού, για τη διοικητική οργάνωση της χώρας και για τις προοπτικές της, ενώ αποτυπώνει πολλές πλευρές όχι μόνο της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αλλά ακόμα και του φυσικού τοπίου, μάλιστα του Ναυπλίου και της Αργολίδας, για την οποία περιέχεται και καταγραφή θεσμών στον τομέα του Δικαίου των προσώπων – Αστικού Δικαίου, του οποίου ο Μάουρερ δεν προχώρησε την κωδικοποίηση, όχι μόνο για λόγους χρονικών περιορισμών, αλλά και γιατί πίστευε ότι το Δίκαιο αυτό και η κωδικοποίηση του θα έπρεπε να είναι απότοκα των τοπικών εθίμων. Σε αυτόν άλλωστε οφείλεται και η δικαιïκή εξίσωση νόμων και εθίμων.

Στόχος της εισήγησης είναι όχι μόνο να αντιμετωπιστεί ίσως με ένα άλλο φως η περίπτωση και το έργο του Μάουρερ στην Αργολίδα και στην Ελλάδα, αλλά να προκληθεί προβληματισμός γύρω και από ορισμένα σήμερα ισχύοντα και (ακόμα) συμβαίνοντα, πράγμα που θα μπορούμε να καταλήξει και σε μία εκ νέου έρευνα του έργου του και στην Ελλάδα.

 

Μάουρερ Γεώργιος - Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.

Ο Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ διατέλεσε – μόλις για ενάμιση περίπου χρόνο – μέλος της Αντιβασιλείας του ανήλικου βασιλιά Όθωνα στην Ελλά­δα και από πολλούς έχει παρουσιαστεί τουλάχιστον ως αντιφατικό πρόσωπο. Μεγάλου κύρους νομικός στην πατρίδα του, επελέγη από τον ίδιο τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο ως ένα από τα τρία πρώτα μέλη της Αντιβασιλείας που αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833. Ήταν πιστός μο­ναρχικός, οπαδός της «πεφωτισμένης» μοναρχίας, με «πατρική» στάση προς τον λαό και είχε σαφώς την πρόθεση να θέσει τις βάσεις για σωστή οργάνωση του κράτους και να ωθήσει τον λαό σε πολιτισμική άνοδο. Οι αντιλήψεις του αυτές δεν διέκριναν μόνο τον ίδιο, αλλά αποτελούσαν γνωρίσματα πολλών «hommes d᾿ État» της εποχής του, αλλά και άλλων, μετέπειτα.

Στην επιστημονική κοινότητα ήδη από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα αναγνωρίζεται η θεμελιακή συμβολή του Μάουρερ στη μελέτη των μεσαιωνικών κοινωνιών και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στη διαμόρφωση της νομοθεσίας μετά την έλευση του Όθωνα, στην οργάνωση της δικαιοσύνης και της παιδείας, στο θέμα του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και στην καταγραφή του τοπικού, Αστικού θα λέγαμε σήμερα, εθιμικού δικαίου, μέσα από το θεμε­λιώδες έργο του Das griechische Volk in offentlicher, kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung: vor und nach dem Freiheitskampfe bis zum 31. juli 1834. Από το έργο αυτό προέρχονται οι πληροφορίες για την Αργολίδα, στις οποίες θα αναφερθούμε. [1]

Στο έργο αυτό είναι έκδηλη η πρόθεση του συγγραφέα να υποστηρίξει ότι εργάστηκε για την ανόρθωση της χώρας, για την εξυγίανση των δημόσιων πραγμάτων (όταν ήλθε σε σύγκρουση με τον πολυ­έξοδο κόμη Άρμανσμπεργκ, επίσης μέλος της πρώτης Αντιβασιλείας), αλλά και για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος, ευρισκό­μενος πάντα σε άμεση σχέση με τον βασιλιά, θα υπερέβαινε τον μέχρι τότε φατριαστικό διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων στα υπάρχοντα κόμματα («αγγλικό», «γαλλικό» και «ρωσικό») και θα ονομαζόταν «καποδιστριακό» κόμμα, όπως ο ίδιος γράφει στο έργο του.

Η αντίφαση στη δράση του παρουσιάζεται από τη στιγμή που συντάσσε­ται, και μάλιστα πρωταγωνιστεί, στην παραπομπή σε δίκη των Θ. Κολοκο­τρώνη και Δ. Πλαπούτα, δίκη κατά την οποία διακρίθηκε τόσο ο Σκώτος Εδ. Μάσσων ως εισαγγελέας όσο και οι δικαστές Αν. Πολυζώϊδης και Γ. Τερτσέ­της, οι οποίοι ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν να λάβουν εξωδικαστικές εντολές και διαχώρισαν τη θέση τους, δίνοντας ένα διαχρονικό παράδειγμα.

Το έργο του Μάουρερ εκδόθηκε το 1835 στη Χαϊδελβέργη· ο πρόλογος του συγγραφέα φέρει ημερομηνία 1.6.1835, επομένως, σε διάστημα μικρό­τερο των δέκα μηνών από την απομάκρυνση του από την Αντιβασιλεία είχε ήδη συντάξει το ογκώδες τρίτομο έργο του, το οποίο τυπώθηκε πάραυτα. Για περισσότερα από 100 χρόνια παρέμεινε αμετάφραστο στα ελληνικά και μόλις επί Κατοχής, το 1943, κυκλοφόρησε, με μεγάλη υστέρηση σε τεχνικό επίπε­δο, μία πρώτη μετάφραση του από τον καθηγητή Χρ. Πράτσικα και τον εφέτη Ευστ. Καραστάθη, σε στρυφνή καθαρεύουσα, μετάφραση που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα και κατέληξε σε νομικές βιβλιοθήκες, δίχως να απασχολήσει ιδιαίτερα τις ειδικότητες που κυρίως θα όφειλαν να ενδιαφερθούν, δηλαδή τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους.

Το 1976 κυκλοφόρησε από τον Εκδοτικό Οίκο των αδελφών Τολίδη νέα μετάφραση σε στρωτή δημοτική, της Όλγας Ρομπάκη, με σύντομο εισαγωγι­κό σημείωμα του ιστορικού Τάσου Βουρνά. Μόνο τα κείμενα στον τόμο του 1976 αριθμούν συνολικά 765 σελίδες. Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε με δυο λόγια στη δομή του έργου. Στον σύντομο πρόλογο του ο Μάουρερ εξηγεί ότι ανακλήθηκε στη Βαυαρία με εντολή του Λουδοβίκου (31 Ιουλίου 1834), χωρίς – μέχρι το χρονικό διάστημα της έκδοσης του βιβλίου – να του έχει δοθεί η παραμικρή εξήγηση για τον λόγο της ανάκλησής του, μαζί με τον γραμματέα και αναπληρωτή στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, τον Άμπελ, αν και, όπως ο ίδιος σημειώνει, η βαυαρική Αυλή είχε εγκαταστήσει «επιτετραμμένο» στο Ναύπλιο και έτσι «μάθαινε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβαιναν». Είχε προ­ηγηθεί επίθεση εναντίον του από βαυαρικές εφημερίδες, η οποία στηριζόταν – κατ᾿ αυτόν- σε συκοφαντίες, χωρίς να αναφέρει όμως κάτι συγκεκριμένο, πλην μιας φήμης ότι δήθεν σχεδίαζε την απομάκρυνση του Αρμανσμπεργκ, για να καταστεί εκείνος ο κύριος αντιβασιλέας.

 

Μάουρερ Γεώργιος - Λουδοβίκος. Λιθογραφία,  Gottlieb Bodmer, 1836.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος. Λιθογραφία, Gottlieb Bodmer, 1836.

 

Το βιβλίο του ο Μάουρερ το αφιερώνει στον ελληνικό λαό και στο πρώτο μέρος δίνει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα πριν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, εστιάζοντας κυρίως στις υφιστάμενες τότε δομές της χώρας, στο διοικητικό και δικαστικό σύστημα, στην επιρροή του κλήρου και στις σχέσεις με τις οθωμανικές αρχές. Στη συνέχεια καταγράφει το ελληνικό εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό ίσχυε κατά περιοχές – εμείς θα εστιά­σουμε στα σχετικά με την Αργολίδα -, ακολουθεί ανάλυση για την ελληνική Εκκλησία, Ορθόδοξη και «Λατινική», όπως ο ίδιος γράφει, και ο πρώτος τόμος τελειώνει με αναφορές στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα από την εποχή της Επανάστασης μέχρι και την άφιξη του Όθωνα, με αναφορές κυρίως στους θεσμούς και στο όλο διοικητικό σύστημα.

Στον δεύτερο τόμο περιγράφονται τα μέτρα οργάνωσης και αναμόρφωσης όλων των θεσμών του κράτους, που προωθήθηκαν το διάστημα 1833-1834. Παράλληλα, ο συγγραφέας επανέρχεται στο εθιμικό δίκαιο και το προσεγγίζει πλέον όχι με βάση τις καταγραφές που ο ίδιος είχε φροντίσει να γίνουν, αλλά με τρόπο συνολικότε­ρο, σημειώνοντας ιδιαίτερα τα εξής ενδιαφέροντα:

Για το Αστικό δίκαιο σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν διέθετε ακόμη σχετικό κώδικα, άλλωστε για τον λόγο αυτό είχε προβεί στην καταγραφή και συλλογή των κανόνων του εθιμικού δικαίου, και επιχειρεί μία σύντομη εξιστόρησή του, τουλάχιστον όπως αυτός το γνώρισε. Συγκεκριμένα γράφει:

 

Γίνεται βέβαια στην Ελλάδα κάποιος διαχωρισμός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους, αλλά τα δικαιώματα αυτά δεν είναι πολύ ξεκαθαρισμένα […]. Υπάρχουν επίσης στην Ελλάδα διαφορετικές τάξεις ανθρώπων, όπως οι προύχοντες, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Δεν υπάρχουν όμως ανάμεσα σ’ αυ­τές τις τάξεις κατοχυρωμένα βασικά κοινωνικά προνόμια. Όλοι οι άνθρω­ποι των διαφορετικών αυτών τάξεων είναι ελεύθεροι, γιατί δεν υπάρχουν στο ελληνικό βασίλειο δουλοπάροικοι, απελεύθεροι ή δούλοι, αλλά ούτε υπάρχει και καμία τάξη με τα αναγνωρισμένα προνόμια της αριστοκρατίας […]. Το λαϊκό μάλιστα αίσθημα τόσο απεχθάνεται κάτι τέτοιες διακρίσεις, ώστε κτυπά αμείλικτα τους διάφορους Φαναριώτες που έχουν τη μανία να προσθέτουν στο όνομά τους τον τίτλο του πρίγκηπα, μόνο και μόνο για­τί έτυχε κάποιος πρόγονός τους να είχε διοριστεί κάποτε «ηγεμόνας» στη Μολδαβία ή τη Βλαχία.

 

Στη συνέχεια ο Μάουρερ επιχειρεί μια γενική επισκόπηση όλων των το­μέων του Αστικού δικαίου, καταγράφει, ακολούθως, με τον ίδιο τρόπο και το Ποινικό δίκαιο, εκθέτοντας κυρίως τη δικονομική πλευρά του, και καταλήγει με την οργάνωση των δικαστηρίων, την οποία προώθησε επίσης ο ίδιος.

Το έργο κλείνει με το πλέον πολιτικό κείμενο του Μάουρερ, έκτασης 35 σελίδων, υπό τον τίτλο «Η κατάσταση του Ελληνικού Λαού κατά το διάστημα της αντιβασιλείας μέχρι την 31η Ιουλίου 1834» (σ. 733-768 της ελληνικής έκδοσης). Εδώ υποστηρίζει ότι υπήρξε συνωμοσία του Κολοκοτρώνη και του Βαυαρού Φραντς, στον οποίο αναφέρεται και αλλού, αποφεύγει όμως την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων. Επιτίθεται στον Άρμανσμπεργκ, στον οποίο αποδίδει την πρόθεση να αναλάβει μόνος αυτός την Αντιβασιλεία. Στο ίδιο κεφάλαιο σημειώνεται η απόλυτη αλλαγή στάσης απέναντι στα παλαιά στελέχη της προηγούμενης καποδιστριακής διοίκησης, τους οποίους κατα­τάσσει πλέον στην πλευρά των «συνωμοτών».

Αναφέρει, επίσης, ότι κατά την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκαν οι νέοι κώ­δικες (ο Ποινικός Κώδικας, ο Κώδικας Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και ο Κώδικας του Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων) και επανέρχεται στη «συνωμοσία», στην οποία θεωρεί ότι συμμετείχαν και οι Φαναριώτες, ενώ επιμένει ότι, κατά την ίδια περίοδο, υπήρξε βελτίωση της γενικής κατάστασης, αναφέροντας, μάλιστα, ότι πολλοί από τους αγωνιστές τοποθετήθηκαν σε θέσεις ανάλογα με τα προσόντα τους, ενώ πολλοί άλλοι τιμήθηκαν με παράσημα.

Παρά τη διεισδυτικότητα της σκέψης του, δεν φαίνεται ότι ο Μάουρερ είχε αντιληφθεί, τουλάχιστον σε όλη την έκταση του, το θέμα του παραγκω­νισμού των αγωνιστών της Επανάστασης, που συντελέστηκε στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της κρατικής μηχανής, πράγμα, άλλωστε, που οδήγησε άφευκτα σε μεταγενέστερες και πολύ σημαντικές συγκρούσεις, και, εν τέλει, στην Επανάσταση του 1843. Παρόλο που δηλώνει ότι είχε συνείδηση για τις δυσκολίες του Καποδίστρια, που οδήγησαν και στη δολοφονία του, φαίνεται ότι, αναίμακτα αυτή τη φορά, αλλά και με τη συμβολή της διαφοράς του με άλλα μέλη της Αντιβασιλείας, κατέληξε σε ανάλογο σημείο. Βεβαίως, οι ανα­λύσεις που καταγράφονται στο τέλος του έργου του Μάουρερ θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν θέμα συζήτησης, στην οποία θα έπρεπε να συναξιολογηθεί και η μελέτη – άρθρο του Δημ. Βαρδουνιώτη για τον Μάσσων, η οποία γράφτηκε πολύ μετά τη δίκη του 1834 και με εντελή ψυχραιμία (η μελέτη γράφτηκε το 1915). Αυτό όμως θα μας απομάκρυνε από το κυρίως θέμα μας.

Πριν υπεισέλθουμε σε αυτό, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να σταθούμε – με μεγάλη συντομία- σε κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία του Μάουρερ: Γεννήθηκε το 1790 και πέθανε το 1872. Η βιογραφία του, κείμενο που αναγνώστηκε ως διάλεξη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών από τον δικηγό­ρο Κ. Θ. Κυριακόπουλο, στις 20.12.1927, δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, το 1928. Ο Κυ­ριακόπουλος, έχοντας λάβει, υποθέτω, υπόψη του τη σχετική γερμανική βι­βλιογραφία, υποστηρίζει ότι ο Μάουρερ από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε ενστερνιστεί φιλελεύθερες ιδέες, απότοκες της Γαλλικής Επανάστασης, και πρωτοστάτησε στην αναδιοργάνωση της Δικαιοσύνης σε φιλελεύθερες βά­σεις. Στο Παρίσι έκανε έρευνες για το αρχαίο γαλλικό και γερμανικό δίκαιο, ως συνεχιστής του θεμελιωτή της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου Σαβινύ, και όταν επέστρεψε στη Βαυαρία, διορίστηκε αρχικά Αντεισαγγελέας Εφετών και κατόπιν Εφέτης και μέλος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το 1826 διορίστηκε Καθηγητής του Ιδιωτικού Δικαίου και της Ιστορίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ στη συνέχεια τον υπέδειξε ως διάδοχο του ο περιβόητος, τότε, Καθηγητής Άιχορν στην έδρα του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν.

Από τη θέση αυτή τον απομάκρυνε ο βασιλιάς Λουδοβίκος διορίζοντας τον τακτικό Σύμβουλο της Επικρατείας και στη συνέχεια Γερουσιαστή, ενώ το 1832 τον όρισε μέλος της Αντιβασιλείας της Ελλάδας. Ο Κυριακόπουλος θεωρεί ότι για τους κώδικες που κατάρτισε εδώ ο Μάουρερ εμπνεύσθηκε από τη γαλλική και τη γερμανική νομοθεσία, θεωρώντας, μάλιστα, ότι υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των ελληνικών και των αρχαίων γερμανικών εθίμων. Πά­ντως οι κώδικες αυτοί ίσχυαν στην Ελλάδα για περισσότερα από 100 χρόνια, ενώ πρόθεση του Μάουρερ ήταν να καταρτιστεί Αστικός Κώδικας μόνο μετά την πλήρη καταγραφή -και την κατάλληλη επεξεργασία- των σχετικών ελλη­νικών εθίμων, όπως και του εθιμικού δικαίου, πράγμα που ίσως θα ολοκλή­ρωνε εκείνος, αν δεν είχε ανακληθεί.

Γυρίζοντας στη Βαυαρία επανήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το 1847 έγινε πρωθυπουργός του κρατιδίου και στη συνέχεια διατέλεσε πρε­σβευτής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1858, τέσσερα χρόνια πριν από την έξω­ση του Όθωνα, συνοδεύοντας ένα Βαυαρό πρίγκιπα, οπότε και τιμήθηκε από Έλληνες νομικούς σε δεξίωση, όπου του απενεμήθη και χρυσό μετάλλιο. Με­ταξύ των νομικών αυτών ήταν και ο Πολυζωΐδης. Ο Κυριακόπουλος εξηγεί τη στάση του τελευταίου ισχυριζόμενος ότι όσα έγιναν εναντίον του και κατά του Τερτσέτη στη δίκη του 1834 «εβάρυνον άλλους, και όχι τον Μάουρερ». Και εδώ ασφαλώς ανοίγει ένα άλλο θέμα προς διερεύνηση.

Ο Μάουρερ ήλθε, παρέμεινε και αποχώρησε από το Ναύπλιο πριν λη­φθεί η απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα, ενώ είχε προηγηθεί ζωηρή συζήτηση περί διάφορων άλλων υποψήφιων για πρωτεύουσα πόλεων, μεταξύ των οποίων ήταν και το Άργος. Προφανώς το τεράστιο υλικό που συγκέντρωσε, το πήρε μαζί του (άγνωστο αν πήρε το πρωτότυπο υλικό ή αντίγραφο του). Ο ίδιος γράφει σχετικά με τις πηγές που χρησιμοποίησε – δεοντολογικά και επιστημονικά ήταν άψογος – ότι «προέρ­χονταν από επίσημες πληροφορίες ή από αξιόπιστες διηγήσεις. Στην εργασία αυτή πρωταρχικός σκοπός μου ήταν η αλήθεια, και γι’ αυτό δεν καταχώρισα τίποτα που να μην εξακρίβωσα εγώ ο ίδιος, όσο βέβαια κάτι τέτοιο ήταν κα­τορθωτό σε μία χώρα όπως η Ελλάδα».

Ο Μάουρερ έλαβε πολλά στοιχεία από τις εκδιδόμενες στην Ελλάδα εφη­μερίδες. Συγκεκριμένα, για την καποδιστριακή περίοδο αντλεί υλικό από τη γαλλόφωνη εφημερίδα Ταχυδρόμος της Ελλάδος (1829-1832). Για τους επό­μενους έντεκα μήνες, μέχρι την άφιξή του Όθωνα, άντλησε υλικό από την επίσης γαλλόφωνη εφημερίδα Ελληνικός Μηνύτωρ και για την περίοδο της Αντιβασιλείας χρησιμοποίησε τα κυβερνητικά φύλλα. Τονίζει ότι χρησιμο­ποίησε κυρίως το επίσημο υλικό αποφεύγοντας να συμπεριλάβει στοιχεία που στηρίζονταν σε κομματικές απόψεις. Αναφέρει, επίσης, ότι χρησιμοποίησε το βιβλίο του Μουστοξύδη για την καποδιστριακή περίοδο (γραμμένο στα γαλλικά, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1833) και, τέλος, μία συλλογή επίσημων εγγράφων της εποχής της Αντιβασιλείας, που δημοσιεύθηκε επίσης το 1833. Άλλη μνεία πηγών δεν υπάρχει, οι αναφορές όμως του έργου ξεπερνούν κατά πολύ – σε όγκο πληροφοριών – αυτές τις πηγές.

Προφανώς τα ελληνικά δεν τα έμαθε, αν και έμεινε στην Ελλάδα, καθώς η βαυαρική διοίκηση στηριζόταν σε επίσημους μεταφραστές. Είναι προφανές ότι ο Μάουρερ θα έδωσε για μετάφραση πολλά άλλα τεκμήρια· η καταγραφή των εθίμων και του εθιμικού δικαίου, την οποία παραθέτει στο έργο του, εί­ναι σίγουρα προϊόν των Ελλήνων που ήταν μέλη της δημόσιας διοίκησης της εποχής και διενεργήθηκε με την προοπτική κατάρτισης Αστικού Κώδικα που θα βασιζόταν στην εργασία αυτή.

Για τη μέθοδο, ειδικότερα, της συλλογής των κανόνων του εθιμικού δικαί­ου ο Μάουρερ αναφέρει τα εξής (σ. 146):

 

Μόλις έφτασα στην Ελλάδα κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να μάθω ποιο ήταν το δίκαιο που επικρατούσε ως τότε. Αλλά το πόσο είναι δύσκολο και κοπιαστικό να μάθει κανείς στην Ελλάδα μία οποιαδήποτε αλήθεια, αυτό θα το εκτιμήσει μονάχα εκείνος που ασχολήθηκε ο ίδιος προσωπικά με κάτι τέτοιο. Παρακάλεσα στην αρχή ιδιώτες και εμπόρους να με διαφω­τίσουν, αλλά πέρασαν μήνες και δεν είχε γίνει τίποτα. Σκέφτηκε τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κλωνάρης να συντάξει ένα ερωτηματολόγιο πάνω σε βασικά θέματα που ρυθμίζονται συνήθως σύμφωνα με τα έθιμα του κάθε τόπου, και να ζητήσει από τα δικαστήρια και τις κοινότητες μιαν επίσημη απάντηση.

 

Προσθέτει, επίσης, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε ο ίδιος πληροφορίες από διάφορα πρόσωπα, όπως π.χ. από ένα δικαστή. Παραθέτει στη συνέχεια ερωτήσεις και ακολουθεί γενική αναφορά των όσων εθιμικά ίσχυαν καθ’ έκαστο θεσμό, θα λέγαμε σήμερα, του τομέα του Αστικού δικαίου. Για τον νομό της Αργολιδοκορινθίας, και συγκεκριμένα για το Ναύπλιο, υπάρχουν οι εξής πληροφορίες (σ. 179-181):

Ως προς τον θεσμό της επιτροπείας αναφέρεται ότι εκτελείτο δωρεάν, ότι κάθε φορά έπρεπε να διορίζονται τρεις επίτροποι, οι οποίοι για ζητήματα ανατροφής ανηλίκων ή διάθεσης ακίνητης περιουσίας όφειλαν να έχουν τη συναίνεση ενός συγγενικού συμβουλίου.

Για την πατρική εξουσία γράφει ότι ασκείτο μεν αποκλειστικά από τον πατέρα αλλά μετά τον θάνατο του ασκείτο από τη μητέρα. Ο γιος που συζού­σε με τον πατέρα του, είχε την κάρπωση των όσων αποκτούσε, ενώ η πατρική εξουσία έληγε με την ενηλικίωση ή με τον γάμο του παιδιού. Τα δικαιώματα των θετών γιων κανονίζονταν με συμφωνία. Ως προς τον θεσμό της νομής γράφει ότι δεν αναφέρεται ρητά χρονικό διά­στημα που πρέπει να παρέλθει για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος, ενώ ως προς την κυριότητα, τα σχετικά με αυτήν έγγραφα ίσχυαν έστω και αν δεν είχαν καταχωρισθεί σε δημόσιο βιβλίο, ενώ κατά τα λοιπά ακολου­θούνταν οι ισχύοντες τότε νόμοι. Ο νόμιμος ιδιοκτήτης κινητών ή ακινήτων, αδιακρίτως, μπορούσε να τα διεκδικήσει και ο αγοραστής τους να ζητήσει από τον πωλητή απλώς και μόνο την αποζημίωση.

Για τον θεσμό της δουλείας (εμπράγματο δικαίωμα) δεν απαιτούνταν δη­μόσια έγγραφα.

Τα πρόβατα μπορούσαν να βόσκουν «ακωλύτως» σε αγρούς άλλων, ενώ για τα μεγαλύτερα ζώα χρησιμοποιούνταν κοινόχρηστα λιβάδια, ανάλογα με την εποχή του χρόνου.

Ως προς τις υποθήκες, καταγράφεται ότι αυτές ίσχυαν για κινητά και για ακίνητα.

Τέλος, ο Μάουρερ αναφέρει ότι επί Τουρκοκρατίας οι διαφορές κατά με­γάλο μέρος δικάζονταν από την Εκκλησία, σύμφωνα με την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, την οποία συμβουλεύονταν οι ιερείς.

Αυτά καταγράφονται για την περιοχή του Ναυπλίου. Είναι ενδιαφέρον ότι για τις περιοχές του Άργους και της Επιδαύρου σημειώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τους θεσμούς που αναφέρθηκαν.

Στο Άργος, μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα-χήρα ήταν η «μόνη απόλυτος παντοδύναμος επίτροπος των τέκνων αυτής», συμβουλευόμενη απλώς τους συγγενείς του συζύγου αλλά και τους δικούς της. Επίτροποι και εδώ μπορούσαν να είναι πολλοί συγγενείς μαζί, οι οποίοι παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, αρκεί να ήταν οι κοντινότεροι και οι «δικαιότεροι». Απα­γορευόταν η εκποίηση των ακινήτων ενός ανηλίκου, ωστόσο επιτρεπόταν η υποθήκευσή τους. Ο ανήλικος ενηλικιωνόταν με τη συμπλήρωση του 14ου έτους και αναλάμβανε την ελεύθερη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του. Για τα αποκτήματα του ανηλίκου υπό πατρική εξουσία ίσχυε ό,τι και στην περιοχή του Ναυπλίου, όμως εδώ η πατρική εξουσία ίσχυε ακόμα και στην περίπτωση που ο γιος δεν συζούσε με τον πατέρα απαλλασσόταν όμως από αυτήν, αν ο πατέρας του τον «κήρυσσε ελεύθερο», ενώ για τα επί υιοθεσίας δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο μερών ίσχυαν τα ίδια με εκείνα που υπήρχαν για το φυσικό τέκνο.

Για την κυριότητα, ειδικότερα, σημειώνεται ότι δεν υπήρχαν δημόσια βι­βλία για την καταγραφή τίτλων και το ίδιο ίσχυε και για τη δουλεία αλλά και για τις υποθήκες, οι οποίες όμως μπορούσαν να επιβαρύνουν μόνον ακίνητα. Για τα προικώα ακίνητα η σύζυγος διατηρούσε το προνόμιο επί των ακινήτων του συζύγου της.

Στην περιοχή της Επιδαύρου ίσχυαν ανάλογοι κανόνες για την επιτροπεία ανηλίκων, με τη διαφορά ότι ο πρωτότοκος γιος με την ενηλικίωση αναλάμβανε την επιτροπεία των αδελφών του (εννοείται σε περίπτωση ανυπαρξίας πατέρα). Αναφέρεται, επίσης, αορίστως, χωρίς κανένα επιπλέον προσδιορισμό, και το εξής ιδιαίτερο, ότι δεν επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση κτημάτων. Και εδώ την πατρική εξουσία ασκούσε ο πατέρας και μετά τον θάνατο του η μητέρα.

Τέλος, ως προς τις υποθήκες καταγράφεται ότι προνόμια είχαν όσοι πρό­βαλλαν αρχαιότερα δικαιώματα και όχι μόνο οι δανειστές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει να αναφερθούμε στην ενότητα των ειδικών πα­ρατηρήσεων του Μάουρερ για το εθιμικό δίκαιο (σ. 236). Εκεί σημειώνει χαρακτηριστικά:

Γενικά, μπορώ να πω ότι πουθενά δεν υπάρχει κανένα σταθερό έθιμο, αλλά και όπου υπάρχει, παραβιάζεται από τον ισχυρότερο ή εμποδίζεται από την τουρκική νομοθεσία. Αλλά και όσα δικαστήρια λειτούργησαν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, δεν σεβάστηκαν το εθιμικό δίκαιο, γι’ αυτό είναι ευχής έργο και θα είναι και εύκολο να επιβληθεί μελλοντικά μια ομοιόμορφη νομοθεσία.

 

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται από την παρατήρηση αυτή είναι ποια θα ήταν η τελική στάση του Μάουρερ, αν έμενε περισσότερο στην Ελλά­δα. Ο ίδιος δηλώνει εξαρχής την πρόθεσή του να καταγραφεί το εθιμικό δίκαιο με τις όποιες ιδιομορφίες του και προς αυτή την κατεύθυνση έδρα­σε αμέσως, επηρεασμένος, άλλωστε, από τη διαμορφωμένη ήδη πεποίθηση του για ανάδειξη του δικαίου αυτού με ρυθμιστικό χαρακτήρα όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις των πολιτών. Η ποικιλία των εθίμων στην Ελλάδα της εποχής εκείνης θα τον ωθούσε άραγε προς μία «εκ των άνω» διατύπω­ση ενιαίας νομοθεσίας, όπως έκαμε στους άλλους τομείς του δικαίου, ή θα λάμβανε υπόψη του τα κοινά ανά την επικράτεια έθιμα, ως βάση αυτής της ενιαίας νομοθεσίας; Και εδώ ανοίγεται ένα άλλο πεδίο περαιτέρω έρευνας. Πάντως στη συνέχεια υποστηρίζει (σ. 240) ότι γραπτά έθιμα υπήρχαν ελάχι­στα και αναφέρει ότι ο ίδιος μόνο δύο κατάφερε να εντοπίσει, ένα στη Σύρο και ένα στη Σαντορίνη, πάντα σχετικά με το Αστικό εθιμικό δίκαιο, μετά από επίσημα έγγραφα που του είχαν αποστείλει οι τοπικές αρχές (το πρώτο χρονολογείται το 1695, με ισχύ μέχρι και το 1812 -και αργότερα-, και το δεύτερο το 1797).

Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την εισήγηση με τις διαπιστώσεις του ίδιου του Μάουρερ ως προς την αντίληψη της βαυαρικής Αυλής και των αξιωμα­τούχων της για την κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στις σ. 408 – 409 αφιερώνει στο θέμα αυτό ολόκληρη ενότητα υπό τον τίτλο «Η άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας». Γράφει ρητά ότι οι Βαυαροί ελάχι­στα πράγματα γνώριζαν για την Ελλάδα και ότι η βαυαρική κυβέρνηση, πριν δεχθεί το στέμμα για τον Όθωνα, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει επιτόπου την κατάσταση. Ομολογεί ότι οι όποιες πληροφορίες υπήρχαν, προέρχονταν από τους Χάιντεκ και Τιρς, από τους οποίους ο μεν πρώτος είχε δει τα πράγ­ματα υπό την οπτική του στρατιωτικού και ο δεύτερος υπό την οπτική του φιλολόγου. Κανένας τους δεν βασίστηκε σε επίσημες εκθέσεις και στοιχεία, άλλωστε οι γνώμες τους ήταν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Υποστηρίζει ότι ακριβώς για τον λόγο αυτό προκρίθηκε να μείνουν για ένα διάστημα στην Κέρκυρα, όπου, κατ’ αυτόν, το περιβάλλον γενικά ήταν ανάλογο με εκείνο της Ελλάδας ήταν, εξάλλου και η πατρίδα του Καποδίστρια. Πλησιάζοντας προς το Ναύπλιο, αργότερα, έγιναν δέκτες πληροφοριών από ανθρώπους που, κατ’ αυτόν, ήξεραν καλά τα πράγματα, σύμφωνα με τους οποίους αποκλειόταν το ενδεχόμενο να αποκτήσει η Ελλάδα σταθερή κυβέρνηση. Σημειώνει χαρακτη­ριστικά: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήξεραν πόσο γρανίτινη είναι η δύναμη μιας μοναρχικής κυβέρνησης. Ως τώρα είχαν δει μόνο προσωρινές λύσεις και δεν φαντάζονταν πόσο απρόσβλητο είναι ένα οριστικό και αμετάβλητο καθεστώς».

Εντοπίζουμε, λοιπόν, μία εμπεδωμένη αντίληψη, διόλου ξένη, βέβαια, ως προς τις κρατούσες τότε αντιλήψεις, όχι μόνο στην κεντρική – και γερμανόφωνη – αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ρίζες τής περαιτέρω ασυνεν­νοησίας ήταν υπαρκτές και γόνιμες, «εγγύηση» για τις μελλοντικές συγκρού­σεις, λαμβάνοντας υπόψη, βέβαια, και τις γνωστές ελλαδικές ιδιαιτερότητες και τα αδιέξοδα, τα οποία, θα έλεγε κανείς, ότι συνεχίζονται εν μέρει μέχρι και σήμερα.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η συνέχεια του κειμένου. Ο Μάουρερ προβαίνει σε παρατηρήσεις για τα κόμματα, υποστηρίζοντας ότι αυτά είχαν σχηματιστεί όχι από διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις ή για να υποστηρί­ξουν διαφορετικά και γενικότερα συμφέροντα, όπως συνέβαινε σε άλλα κρά­τη, αλλά για να εξυπηρετήσουν καθαρά προσωπικές φιλοδοξίες και ατομικά συμφέροντα. Πρόκειται για παρατηρήσεις ενός οξύνου παρατηρητή ή για απόδοση ενός ακλόνητου φιλομοναρχικού της εποχής; Είναι δύσκολο, βέ­βαια, να αμφισβητηθεί η εικόνα που δίδεται, αμέσως μετά, για το Ναύπλιο και τη γύρω περιοχή: όπου κι αν γυρίσει κανείς, το βλέμμα του αντικρίζει, όπως λέει, ξεραΐλα, χωράφια ακαλλιέργητα, ερειπωμένα σπίτια, μία Αθήνα με μόλις 300 σπίτια, όταν πριν από τον Αγώνα αριθμούσε 3.000, ανύπαρκτη βλάστηση γύρω από το Ναύπλιο, γκρεμισμένα σπίτια και σωρούς από πέτρες και χώματα μέσα στην πόλη, ενώ το σύστημα του υδραγωγείου, που έφερνε το νερό από την περιοχή του Άργους, ήταν διάτρητο σε πολλά σημεία.

Συνεχίζει περιγράφοντας την πνευματική κατάσταση (σ. 411-412), τονίζο­ντας την πλήρη ανομοιομορφία που επικρατούσε: «Δίπλα στην πλέρια αμορφωσιά, συναντάς και την πιο εξεζητημένη πνευματική φινέτσα». Και «μέσα από μια νοοτροπία καθαρά μεσαιωνική, βλέπεις να ξεπηδούν οι πιο σύγχρονες αντιλήψεις περί ελευθερίας και ισότητας […]. Κοντά στους πιο ύπουλους χα­ρακτήρες θα βρεις και τις αγνότερες ψυχές, κυρίως ανάμεσα στα παλληκάρια, τους χωρικούς και τους δουλευτάδες. Δίπλα στους άσσους της ραδιουργίας, τους πιο ντόμπρους ανθρώπους, και αυτοί να είναι πάλι τα παλληκάρια, οι αγρότες κι οι ναυτικοί -μπορεί να πει κανείς, γενικά όλοι οι νησιώτες».

Ανάμεσα στους πιο αγέρωχους και σταθερούς χαρακτήρες που γνώρισε, αναφέρει τους Ιάκωβο Ρίζο – Νερουλό, τον Λάζαρο Κουντουριώτη, τον Αν­δρέα Μιαούλη και τον Ιωάννη Κωλέττη, καταλήγοντας ότι μέσα στην όλη πνευματική ανομοιομορφία τα σκάρτα στοιχεία δεν είναι τα ντόπια.

Τέλος, προχωρεί σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις και αναλύσεις για το «ντόπιο στοιχείο», δηλαδή τους στρατιωτικούς προύχοντες, τον κλήρο, τα παλληκάρια (που τα παρομοιάζει με την τάξη των Ευρωπαίων ιπποτών) και τους χωρικούς, σκιαγραφώντας ιδιαίτερα αυτό που συμβαίνει στη Μάνη. Συ­νεχίζει με τους Φαναριώτες, υπογραμμίζοντας ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες που τους χαρακτηρίζουν είναι εξίσου ανεπτυγμένες και στους Μοραΐτες, οι οποίοι, μάλιστα, «είχαν αναγάγει τη ραδιουργία σε επιστήμη». Από αυτούς διακρίνει τους μορφωμένους Έλληνες του εξωτερικού, τους οποίους χαρακτηρίζει κυρίως ως πολιτικά αιθεροβάμονες και αναφέρει ότι τους λείπει η πείρα και η πρακτική εξάσκηση – έχοντας σπουδάσει κυρίως ιατρική- και ότι στερούνται γνώσεων φιλοσοφίας, νομικής και οικονομικών. Όλοι τους, γράφει, έχουν μια υπέρμετρη αλαζονεία και εξωφρενικές απαιτήσεις, μην εννοώντας να γίνουν παρά μόνον υπουργοί ή κάτι παραπλήσιο, χωρίς να δέχονται κάποια άλλη παρακατιανή θέση. Γράφει, μάλιστα, ότι οι Έλληνες διακρίνονταν και για τη ματαιοδοξία τους.

Στη συνέχεια αναφέρεται στους φιλέλληνες, τους οποίους διακρίνει σε γνήσιους και τυχοδιώκτες, και γράφει γι’ αυτούς ότι είχαν έρθει στην Ελλάδα με άδεια χέρια και ότι συχνά οι Έλληνες τους έβλεπαν ως παρείσακτους. Επι­σημαίνουμε ιδιαίτερα την αντίληψη του ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε η Ελλάδα, οι ξένοι θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν «και να φροντίσουν για το καθετί», χωρίς η «μεσολάβηση» αυτή να σημαίνει καθιέρωση μίας ξένης κυριαρχίας, καθώς «αυτό δεν θα βαστήξει για αιώνες». Όπως τον 14ο και τον 15ο αιώνα οι Έλληνες ήταν εκείνοι που έδωσαν τα φώτα τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, «έτσι και τώρα οι Ευρωπαίοι θα είναι αυτοί – και προπα­ντός οι Γερμανοί – που θα ξανανάψουν την από χρόνια σβησμένη λαμπάδα στην αρχική της κοιτίδα. Για εξαφάνιση της εθνότητας (εννοεί των Ελλήνων) κανείς δεν μίλησε ποτέ, και ούτε υπάρχει τέτοια περίπτωση».

Συνεχίζει με αναφορές στους κατοίκους των Ιονίων νήσων (σ. 423-425), με πολύ θετικά σχόλια γι’ αυτούς, δεν ξεχνά ότι πολλοί αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης, βρήκαν καταφύγιο στα Ιόνια νησιά και – ίσως προφητικά – ψυχανεμίζεται ότι θα αποτελέσουν το επίκεντρο των γεγονότων που θα δια­δραματιστούν στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει στον Άρμανσμπεργκ, αναφερόμενος επι­κριτικά στον τρόπο ζωής του στο Ναύπλιο, στις σπατάλες του αλλά και τις ραδιουργίες του, ενώ περιγράφει γλαφυρά τον ρόλο των ξένων διπλωματών στο Ναύπλιο.

Είναι αδύνατο να αναφερθούμε σε όλο το έργο με λεπτομέρειες. Με όσα εντοπίσαμε και επισημάναμε νομίζω ότι σχηματίστηκε μία αδρή εικόνα για τη ζωή, τη δράση, τις αντιλήψεις και το έργο του σημαντικότερου ίσως Βαυα­ρού αξιωματούχου κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Ορισμένα στοιχεία, βέβαια, έχουν μόνο ιστορική και αναχρονιστική εν τέλει αξία. Ορι­σμένα άλλα όμως θεωρώ ότι ακόμα και σήμερα μπορούν να συμβάλουν σε γόνιμο προβληματισμό. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος σκοπός αυτής της εισήγησης.

 Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Δικηγόρος, Πολιτικός Επιστήμων, Ιστορικός

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.  

 

[1] Σημείωση για τη βιβλιογραφία: Όλες οι πηγές στις οποίες ανέτρεξα, είναι ενταγ­μένες μέσα στο κείμενο. Οι αντιλήψεις του Μάουρερ, ειδικά για το δίκαιο των προσώπων – Αστικό δίκαιο-, κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και παραγωγικό να παρα­βληθούν με όσα οι συγγραφείς του 19ου αιώνα εκτίμησαν ως προς το έργο του (ακόμα και οι Μαρξ – Ένγκελς) αλλά και με όσα εξέφρασαν για το ίδιο έργο σύγχρονοι συγγραφείς, όπως οι Χόμπσμπαουμ και Γκοντελιέ.

Πέρα όμως από αυτό, οι πρωτοποριακές αντιλήψεις και οι ιδέες, όπως εκείνες του πάντα αλησμόνητου καθηγητή μου Jean Carbonnier βαθυ­στόχαστου στην Κοινωνιολογία του Δικαίου, θα ήταν επίσης ενδιαφέρον και παραγωγικό να παραβληθούν με εκείνες του Μάουρερ.

Αναφέρομαι ιδιαίτερα στο έργο του Καρμπονιέ  Flexible Droit, Παρίσι 1969 («Εύκαμπτο Δίκαιο», το έργο δεν έχει μεταφραστεί στα ελ­ληνικά) αλλά και πολλά από τα γραπτά του, που εκδόθηκαν το 2008, μετά τον θάνατό του το 2003 σε ηλικία 95 ετών (εκδ. PUF). Χρήσιμο, επίσης, θεωρώ για κάθε ενδιαφερόμενο το έργο του Gustav Geib Darstellung ties Rechtszustandes in Grieehenland wahrend der tiirkischen Herrschaft und his zur Ankunft des Konigs Otto I., που εκδόθηκε στη Χαϊ­δελβέργη το 1835 (ελληνική μετάφραση: Γκούσταβ Γκάιμπ, Παρουσίαση της κατάστασης του δικαίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως τον ερχομό τον βασιλιά Όθωνα του Α ‘, Εκδόσεις Γκοβόστη, πρόλογος του καθηγητή Νικ. I Ιανταζόπουλου. μτφρ. Ίριδα Αυδή – Καλκάνη, Αθήνα 1991). Τέλος, σημειώνο) ότι η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου εκδόθηκε σε χρηστική έκδοση των Εκδόσεων «Δωδώνη» το 1971, με επιμέλεια και εντελέστατη εισαγωγή του Κων. Γ. Πιτσάκη.

Για τη «συνωμοσία» του Φραντς, τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αντιβασιλείας και τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα παραπέμπω στο εξαιρετικά αντικειμενικό έργο του I. Α. Πετρόπουλου και της Αικ. Κουμαριανού Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, εκδ. Παπαζήση, 1982, ιδιαίτερα στις σ. 117-126 και 130-132. Στο έργο αυτό και στο προγενέστερο του Πετρόπουλου (John Pelropoulos. Poli­tics and statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1844», Princeton University Press, Princeton 1968), έχει χρησιμοποιηθεί και πολύτιμο αρχειακό υλικό.

 

Επισημείωση: Η προφορική ανάπτυξη της εισήγησής μου προκάλεσε την οργισμένη παρατήρηση ενός ακροατή. Βεβαίως δόθηκε απάντηση, τόσο από τον κ. Τρ. Σκλαβενίτη όσο και από εμένα. Όμως θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω εδώ ένα καίριο απόσπασμα από το «διπλό» δοκίμιο της Hannah Arendt Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική (σ. 113-114), που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 (εκδ. Θέσει Εκπίπτοντες, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας). Αφορά, άλλωστε, και το όλο θέμα του Συμποσίου μας:

Η ανιδιοτελής αναζήτηση της αλήθειας έχει μακρά ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απαρχή της προηγείται όλων των θεωρητικών και επιστημονικών παραδόσεων, συ­μπεριλαμβανομένης της δικής μας παράδοσης στη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη. Νομίζω ότι θα πρέπει να αναζητηθεί στη στιγμή κατά την οποία ο Όμηρος αποφάσισε να υμνήσει τους άθλους των Τρώων στον ίδιο βαθμό μ’ εκείνους των Αχαιών, και να εγκωμιάσει τη δόξα του Έκτορα, του εχθρού και ηττημένου, στον ίδιο βαθμό με τη δόξα του Αχιλλέα, του ήρωα της φυλής του. Αυτό δεν είχε συμβεί πότε πριν. Κανένας άλλος πολιτισμός, οσοδήποτε λαμπρός κι αν ήταν, δεν στάθηκε ικανός να κοιτάξει από ίση απόσταση φίλους και εχθρούς, νίκες και ήττες – που από τον Όμηρο και μετά δεν αναγνωρίζονται ως έσχατα κριτήρια για την κρίση των ανθρώπων, έστω κι αν είναι έσχατα για το πεπρωμένο τους. Η ομηρική αμεροληψία αντηχεί σε όλη την έκταση της ελληνικής ιστορίας, και ενέπνευσε τον πρώτο σπουδαίο αφηγητή της γεγονικής ιστορίας ο οποίος έγινε ο πατέρας της ιστορίας: ο Ηρόδοτος μας λέει στις πρώτες προτάσεις των Ιστοριών του ότι έβαλε στόχο να «μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων». Αυτή είναι η βάση για ό,τι αποκαλεί­ται αντικειμενικότητα – αυτό το περίεργο πάθος, που είναι άγνωστο πέραν του δυτικού πολιτισμού, για διανοητική ακεραιότητα με κάθε τίμημα. Χωρίς αυτό δεν θα υπάρξει καμία επιστήμη.

 

Διαβάστε ακόμη: Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος 

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Older Posts »