Posts Tagged ‘Αχλαδόκαμπος’
Πρoστατευμένο: Η ιστορία του Αχλαδοκάμπου από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερον – Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, Αθήνα, 1961.
Posted in Βιβλία - Αργολίδα, Ψηφιακά Βιβλία, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Αχλαδόκαμπος, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, Ψηφιακά Βιβλία, Ψηφιακές Συλλογές on 3 Οκτωβρίου, 2018|
Ποταμιά (Ξωβριό)
Posted in Αρχαίοι Ποταμοί, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Αρχαίοι Ποταμοί, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Δάρμος Κώστας, Ελαιούντας, Κεγχρεία πηγή, Μυθολογία, Ξωβριό, Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου - Κ. Π. Δάρμος, Ποταμιά, Ποταμοί, Υσιές on 1 Οκτωβρίου, 2018| Leave a Comment »
Ποταμιά (Ξωβριό) – Αρχαίοι ποταμοί
Το Μουχλί και οι πηγές του
Το ρέμα αυτό σχηματίζεται από δυο νεροσυρμές, που κατεβαίνουν από τα βουνά Παρθένιο (Ροΐνό) και Κτενιάς και ενώνονται Δ. του χωριού Αχλαδόκαμπος, με το κοινό όνομα Ποταμιά, αφού περιβάλλουν τον κωνικό λόφο, όπου ήταν χτισμένη η περίφημη οχυρή μεσαιωνική πόλη Μουχλί, από την οποία απέμειναν διάσπαρτα λείψανα. Στη νότια πλαγιά του λόφου, η μικρή πηγή της «Κάτω-βρύσης» στέλνει με δυσκολία το λιγοστό νεράκι της στη ρεματιά που σχηματίζεται στην πρώτη χαράδρα μεταξύ Παρθενίου και Μουχλίου. Η δεύτερη χαράδρα μεταξύ Κτενιά και Μουχλίου ονομάζεται Ποταμιά ή Γύρος και γκρεμίζεται από τον Κτενιά, διαγράφοντας τις βόρειες υπώρειες του λόφου του κάστρου. Στη δεξιά της όχθη τοποθετείται ένα από τα ιερά που ήταν αφιερωμένα στην περιοχή αυτή στην Αρτέμιδα.
Εκτός από την «Κάτω-Βρύση», άλλες τρεις μικρότερες πηγές αναβλύζουν γύρω από τον λόφο. Ο Κωνσταντίνος Διοικητής, στο χρονικό που συνέταξε το 1715, περνώντας από εδώ, αναφέρεται σε μια από αυτές τις πηγές και ύστερα στην Κάτω-βρύση, χωρίς να γνωρίζει το όνομά τους: …πιο κάτω υπάρχει ένας γκρεμός από βράχια, τον οποίο χωρίζει κατακόρυφα ένα βουνό στρογγυλό όπως αυτό της Κορίνθου, κάτω από το οποίο αναβλύζει μια πηγή ωραίου νερού [1]. Και μετά από αυτήν την πηγή υπάρχει ένα παλιό κάστρο, πάνω στην πλαγιά αυτού του βουνού, εδώ ανοίγεται το φαράγγι μιας κλεισούρας…και πιο χαμηλά από το κάστρο προς τον δρόμο, μια άλλη πηγή αναβλύζει κάτω από έναν βράχο [2].

Βυζαντινή Πολιτεία Μουχλί (Αρχαιολογικός Χώρος). Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο, exploring-greece.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορεί πως το 1458, ο Μωάμεθ Β΄ πολιορκώντας το Μουχλί, απέκοψε το νερό ο εκτός ην της πόλεως, εξαναγκάζοντας το Δημήτριο Ασάνη που υπερασπιζόταν το κάστρο, να το παραδώσει. Το ίδιο αναφέρει και ο συγγραφέας του Βαρβερινού Κώδικα: …οι Τούρκοι επήρανε το νερό τους οπού ήτονε όξω του κάστρου [3]. Πιθανότατα πρόκειται για μια πηγή, που βρίσκεται στην Ν.Α. πλαγιά του κάστρου, η οποία ρέει με κατεύθυνση τη ρεματιά της Κάτω-βρύσης.
Η περιοχή ήταν πολυσύχναστο πέρασμα. Πάνω από την κοίτη της Ποταμιάς περνούσε ο – μέχρι το 1852 σε χρήση και διανοιγμένος επί Τουρκοκρατίας – δρόμος Άργους – Τρίπολης. Αυτός ακολουθούσε την πορεία Μύλοι Άργους – Σκαφιδάκι – Αχλαδόκαμπος, ανέβαινε στο Παρθένιο όρος, όπου ως σήμερα σώζονται λιθόστρωτα τμήματά του και περνώντας έξω από την Μπερτζοβά (σήμερα Παρθένι), κατέληγε στην πρωτεύουσα του Μωριά.

Η παλαιά σιδηροδρομική γέφυρα Αχλαδοκάμπου (1892-1944). Η παλαιά σιδηροδρομική γέφυρα Αχλαδοκάμπου είς χιλιόμετρον 90,139 της γραμμής Κορίνθου – Τριπόλεως – Καλαμών έκ πέντε ανοιγμάτων 36+54+72+54+36 = 252 μέτρων, Μέγιστον ύψος από της γραμμής μέχρι της κοίτης της κοιλάδος 60 μέτρα. Ολικόν βάρος της μεταλλικής κατασκευής 850 τόνοι. Κατασκευάσθεισα το 1892 ανετινάχθη το 1944 υπό των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής κατά την αποχώρισιν των έξ Ελλάδος. Φωτογραφία, λεζάντα από το διαδικτυακό τόπο Σύρτης.

Πρώτη γέφυρα Αχλαδόκαμπου. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο http://www.lifo.gr
Το ρέμα της Κάτω Βρύσης περνάει υπό την σκιά του Μουχλίου, κάτω από μεγάλη σιδηροδρομική γέφυρα της γραμμής Τρίπολης – Άργους, την ψηλότερη της Πελοποννήσου, που κατασκευάστηκε το 1890, ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς το 1944 και στήθηκε πάλι το 1974 στηριγμένη σε 12 βάθρα. Η ντόπια παράδοση, μια πιο εξευγενισμένη εκδοχή αυτής του γεφυριού της Άρτας και της «Γέφυρας της Κυράς» στον αρκαδικό Λάδωνα, θέλει να καρφώνεται εδώ η σκιά της γυναίκας του πρωτομάστορα [4].
Η έξοδος του Σαρανταπόταμου στην Πνίκοβη
Νοτιοδυτικά του Αχλαδοκάμπου, η ενιαία κοίτη δέχεται νερά που κατεβαίνουν από τη γραφική και καταπράσινη θέση Πνίκοβα ή Πνίκοβη ή Πηνίκοβη, νερά που σχηματίζοντας μικρό ρυάκι βγαίνουν από τα πόδια ψηλού και απότομου βράχου, λίγο χαμηλότερα από μια σπηλιά [5]. Τα νερά αυτά είναι η εκροή του ποταμού Γαρεάτη και του τεγεατικού Σαρανταπόταμου (πιθανολογούμενου αρχαίου άνω ρου του Αλφειού, εκτρεπόμενου τότε στις καταβόθρες του Βορείου όρους, εκεί που σήμερα είναι η νεότερη λίμνη Τάκα), που σήμερα σμίγουν και εξαφανίζονται σε καταβόθρα, στους νότιους πρόποδες του Παρθενίου. H oνομασία Πνίκοβη δείχνει σε μια πρώτη ματιά να παραπέμπει σε πνίξιμο, ίσως όμως παράγεται από το πίνω και αqua [6] (νερό), προφανώς υπό την επίδραση του Φραγκοκρατούμενου Μουχλίου. Καταγράφεται [7] όμως και η ονομασία κεφαλάρι του Μπενικόβη, οπότε Πνίκοβη πρέπει να είναι παραφθορά του αρχικού ονόματος.

Μουχλί. Τα νερά που τροφοδοτούσαν τους 3 διαδοχικούς μύλους,
δίπλα στον αρχαίο δρόμο. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο «Όρειος άνεμος».

Μουχλί. Τα νερά που τροφοδοτούσαν τους 3 διαδοχικούς μύλους,
δίπλα στον αρχαίο δρόμο. Φωτογραφία από το διαδικτυακό τόπο «Όρειος άνεμος».
Οι Υσιές, τα Ανιγραία και ο Ελαιούντας
Η ρεματιά της Ποταμιάς ακολουθεί τη σιδηροδρομική γραμμή Τρίπολης – Άργους, διασχίζοντας το αναπεπταμένον πεδίον, θέατρο της μάχης του 669 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, που περιγράφει ο Θουκυδίδης, πεδίο που κάποτε διαφεντευόταν από τις αρχαίες Υσιές, τα ερείπια των οποίων βρίσκονται κοντά στο χωριό Αχλαδόκαμπος. Στο τελευταίο τμήμα της, διασχίζει φαράγγι και μετονομάζεται σε Ξωβρυό ή Ξεροβοριό [8], από ομώνυμη πηγή κοντά στην Ανδρίτσα, η οποία παρουσιάζει περιοδική ανά επταετία ή οκταετία μείωση των νερών της, τροφοδοτούμενη από την καταβόθρα της Μηλιάς βόρεια της Τρίπολης. Έχοντας δεξιά της το βουνό Ζάβιτσα, τέμνει λίγο πριν κατέβει στην πεδιάδα του Κιβερίου, στην περιοχή του Ελαιούντα, κοντά στο χωριό Σπηλιωτάκης, τα Ανιγραία την αρχαία οδό η οποία συνέδεε τη Λέρνη με την Θυρεάτιδα. Το δάπεδο ναού, που ανασκάφτηκε στο αρχαίο πόλισμα του Ελαιούντα, ήταν στρωμένο με ψηφιδωτό, του οποίου τα περιθώρια διακοσμήθηκαν με μαίανδρο, φτιαγμένο από μικρά μαύρα και λευκά ποταμίσια βότσαλα, που πιθανότατα προέρχονται από την και σήμερα γεμάτη από κροκάλες ποταμιά του Ξωβριού.
Η Κεγχρεία πηγή
Χαμηλότερα η ποταμιά ενώνεται με τον χείμαρρο Ξεριά. Ο τελευταίος κατεβαίνει από τη δασώδη περιοχή «Νερά» του Αχλαδόκαμπου, ονομαζόμενη έτσι από τις πηγές που τον τροφοδοτούν. Εδώ κοντά ήταν χτισμένο το χωριό Παλιοσκαφιδάκι, ενώ μερικοί τοποθετούν στο μέρος αυτό και το πόλισμα των αργολικών Κεγχραιών, κτισμένο στην αρχαία ορεινή οδό του «Τρόχου» που ένωνε το Άργος με την Τεγέα. Αν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε κάποια από τις πηγές είναι η Κεγχρεία ή Κερχνεία, όπου έτρεξε η αλλοπαρμένη δαμάλα Ιώ προς εύποτον Κερχνείας ρέος [9]. Η πολύρρυτη απομονωμένη περιοχή, όπου παλιότερα έβοσκαν εδώ χιλιάδες αιγοπρόβατα, συνέχισε να κατοικείται και στους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως προκύπτει από ερείπια κτισμάτων και ναών εκείνης της εποχής.
Ακολούθως ο Ξεριάς διασχίζει μια χαράδρα στα νότια του Ποντίνου όρους και μαζί με την Ξαβριά εκβάλλουν στον Αργολικό κόλπο.
Υποσημειώσεις
[1] Πρέπει να εννοεί την πηγή Βρυσούλα ή Βοργιά, Β.Δ. του λόφου.
[2] Εδώ εννοεί την Κάτω Βρύση, που πηγάζει στην αρχή της χαράδρας κάτω από βράχο.
[3] Βλ. Ζώρα Γεωργ. Θ., «Η μετά την άλωσιν εκστρατεία Μωάμεθ του Β΄ κατά της Πελοποννήσου, κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111», Πελοποννησιακή πρωτοχρονιά, 1963.
[4] Πετρονώτη Αργ., «Τα πέτρινα γεφύρια της Πελοποννήσου». Περιοδικό «Επτά ημέρες», εφημερίδας Καθημερινή, 13-2-2000.
[5] Στην κορυφή του βράχου διακρίνεται σκαλισμένο ομοίωμα χελώνας, είδος εν αφθονία στο αρχαίο Παρθένιο, νομιζόμενο ότι ανήκε στον Πάνα. Ο τοπικός συγγραφέας Ι. Αναγνωστόπουλος θεωρεί ότι το σπήλαιο ήταν αφιερωμένο στον Πάνα. [Αναγνωστόπουλου Ι. Σ., «Η Αγία Παρασκευή της περιοχής Νερά του Αχλαδόκαμπου», 1988.
[6] Kατά τον Παναγ. Κομνηνό («Λακωνικά, Χρόνων Προϊστορικών…»-1896).
[7] Fougeres ss 30-31. Γριτσόπουλος. Μπεϊνίκοβα ή Βοϊνίκοβα ονομάζεται και καταβόθρα της Παμβώτιδος, λίμνης των Ιωαννίνων. Η ομοιότητα δεν μπορεί να είναι τυχαία.
[8] Το τελευταίο αναφέρεται έτσι από τον Ν. Η. Αναγνωστόπουλο «Η Αργολική…». [Αναγνωστόπουλου Ν. Η. -Γάγαλη Γ. Α., «Η Αργολική πεδιάς», Αθήναι 1938, έκδ. Α.Τ.Ε.
[9] Αισχύλου «Προμηθεύς δεσμώτης», 687.
Κωνσταντίνος Π. Δάρμος
Διαβάστε ακόμη:
Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας
- Αμυμώνη (Λέρνη, Mαστός)
- Aργολικός Κηφισός (Λύρκειος;)
- Αστερίων
- Δερβένι
- Ελευθέριον Ύδωρ
- Ερασίνος
- Ίναχος (Καρμάνωρ, Αλιάκμων, Πάνιτσα)
- Ποντίνος (Κρόι)
- Χάραδρος (Ξεριάς)
- Χείμαρος (Κηρίμι)
- Φρίξος
- Xάβος (Γουβιά ή Χώνια)
Αναγνωστόπουλος Σπ. Ιωάννης (1928-1993)
Posted in Λογοτέχνες - Ιστορικοί, Πρὀσωπα, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Βιογραφίες, Εκπαιδευτικός, Ιστορία, Λαογραφία, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Πολιτισμός, Συγγραφέας on 29 Νοεμβρίου, 2011| Leave a Comment »
Αναγνωστόπουλος Σπ. Ιωάννης (1928-1993)
Ο Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, συγγραφέας, Διδάκτορας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, Εκπαιδευτικός, γιος του Σπυρίδωνα και της Γιαννούλας, το γένος Διαμαντή Ψυχογιού, γεννήθηκε την 28-7-1928 στον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας. Στον Αχλαδόκαμπο τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και έζησε τα δεινά της Γερμανοϊταλικής Κατοχής.
Κατά την ημέρα της μάχης του Αχλαδοκάμπου, 18-9-1944, έχασε τον πατέρα του. Αν και πρωτότοκος γιος πολυμελούς ορφανής και πτωχής οικογενείας, επειδή είχε έμφυτη κλίση για γράμματα, με την επίμονη θέληση της μητέρας του και με την προτροπή και ηθική συμπαράσταση του πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Αναστασίου Μπονώρη, φοίτησε με εξετάσεις και με συνεχή υποτροφία του Κράτους, στην Επτατάξια Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου, από το 1947 μέχρι το 1954, από την οποία έλαβε πτυχίο.
Το 1955, με επιτυχείς εξετάσεις, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, από την οποία έλαβε πτυχίο το 1960. Το 1962, με την προτροπή και ηθική συμπαράσταση του αοιδίμου μεγάλου πατριώτη και ευεργέτη του Αχλαδοκάμπου Γεωργίου Νικολάου Αναγνωστοπούλου, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, από την οποία έλαβε πτυχίο Φιλολογίας το 1965. Απαλλάχτηκε από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και εξαγόρασε την οκτάμηνη υποχρεωτική θητεία του, λόγω σπουδών, «ως πρωτότοκος υιός γυναικός εν χηρεία διατελούσης». Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, από το 1962 μέχρι το 1965, δίδαξε στα Ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια Κ. Γκιζελή στην Αθήνα.
Από τη 13-11-1965, που διορίστηκε από το Κράτος, υπηρέτησε: Στο Γυμνάσιο – Λύκειο Κοπανακίου Τριφυλίας (1965-1971), στο Γυμνάσιο – Λύκειο Αρρένων Κορίνθου (1971-1973), στο 1ο Εσπερινό Γυμνάσιο – Λύκειο Πειραιά (1973-1977), στο Λύκειο Αγίου Ιεροθέου Περιστερίου (1977-1981), στο 10ο Γυμνάσιο Περιστερίου, ως Υποδιευθυντής και Διευθυντής (1981-1986). Το 1986, λόγω διδακτορικού διπλώματος προήχθη σε Γυμνασιάρχη και τον ίδιο χρόνο αποσπάστηκε ως Διευθυντής – Γυμνασιάρχης του 1ου Γυμνασίου Ελευσίνας, με τετραετή θητεία. Κατά τα Ακαδημαϊκά έτη 1978-1979 και 1979-1980, με απόσπαση από το Λύκειο Αγίου Ιεροθέου και με εξετάσεις, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, στην Αθήνα, από το οποίο έλαβε πτυχίο μετεκπαίδευσης «μείζονος διαρκείας».
Την 8-2-1985 αναγορεύτηκε Διδάκτορας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιο των Αθηνών, με την πρωτότυπη επιστημονική διατριβή του, με τον τίτλο: «Ο θάνατος και ο κάτω κόσμος στη δημοτική ποίηση» (Εσχατολογία της δημοτικής ποίησης). Από το 1955 ασχολήθηκε με την Επιστήμη και την Έρευνα και χρησιμοποίησε πολλές φορές, τις Βιβλιοθήκες των Αθηνών και προ πάντων το Σπουδαστήριο της Ερμηνείας της Κ. Διαθήκης της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, το Σπουδαστήριο της Νεοελληνικής Φιλολογίας και της Λαογραφίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας των Αθηνών.
Αποτέλεσμα των μακροχρονίων σπουδών και ερευνών είναι τα ακόλουθα έργα του:
Δημοσιευμένα:
- Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου από των προϊστορικών χρόνων μέχρι σήμερον (Ιστορική μελέτη βάσει των πηγών), Αθήναι 1961.
- Ο Νεομάρτυς Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς, Αθήναι 1968.
- Τουριστικός οδηγός Νομού Κορινθίας, Αθήναι 1972.
- Το σπήλαιο και ο ναός της Αγίας Τριάδας Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1983.
- Ο θάνατος και ο κάτω κόσμος στη δημοτική ποίηση, (Εσχατολογία της δημοτικής ποίησης), Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1984.
- Λαογραφικά του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1985.
- Η συμβολή της Αργολιδοκορινθίας στην Επανάσταση του 1821, Αθήνα 1985.
- Η Αγία Παρασκευή της περιοχής «Νερά» του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1988.
- Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821, Αθήνα 1989.
- Τα γενεαλογικά δέντρα των αρρένων των οικογενειών του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1989.
Αδημοσίευτα:
- Ερμηνείες και υπομνήματα Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων στα βιβλία της Κ. Διαθήκης, απ’ αρχής μέχρι σήμερα.
- Η εξομοίωση του Ιησού Χριστού προς το λίθο, κατά την Κ. Διαθήκη.
- Οι θλίψεις κατά την Κ. Διαθήκη.
- Η χαρά κατά την Κ. Διαθήκη.
- Η Κ. Διαθήκη κατά χώρα.
- Βυζαντινά και μεταβυζαντινά χριστιανικά μνημεία Αργολίδας.
- Χριστιανισμός και αθλητισμός.
- Οι οφθαλμοί του ανθρώπου στην αγία Γραφή και στη Λαογραφία.
- Η θρησκευτικότητα του Ελληνικού λαού στα δημοτικά τραγούδια της λεκάνης της Μεσογείου.
- Σχέση Θρησκείας και Πατρίδας στη δημοτική ποίηση.
- Εισαγωγή στη δημοτική ποίηση.
- Η μάχη του Αχλαδοκάμπου, 18-9-1944.
- Ο Αχλαδόκαμπος στη φωτογραφία, από τους μυθικούς χρόνους μέχρι σήμερα.
- Ιστορικά βιογραφικά σημειώματα επιφανών Αχλαδοκαμπιτών από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα.
Ασχολήθηκε συστηματικά με την περισυλλογή λαογραφικού και ιστορικού υλικού της περιοχής του Αχλαδοκάμπου, για την ίδρυση στον Αχλαδόκαμπο ή στο Άργος Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου. Απεβίωσε στις 25-1-1993.
Πηγή
- Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, «Τα γενεαλογικά δέντρα των Αρρένων των οικογενειών του Αχλαδοκάμπου», Αθήνα, 1989.
Η Αργολίδα στα όπλα – Η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου 17-5-44
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Κατοχή, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Argolische Bibliothek für Geschichte und Kultur, Greek History, Großdeutschland, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Αϊνς Τσέ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ιστορία, Κατοχή, Μάχη, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί, Soldiers on 1 Νοεμβρίου, 2011| Leave a Comment »
Η Αργολίδα στα όπλα – Η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου 17-5-44
Το κείμενο που παραθέτουμε, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φείδων» στο φύλλο Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου του 1984. Ο Κ. Κυριαζόπουλος περιγράφει με γλαφυρότητα όσα ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης – ένας από τους πρωταγωνιστές της συγκεκριμένης μάχης – του αφηγήθηκε.
Το 1944 είναι ο χρόνος των παθών για την Χιτλερική Γερμανία. Τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα και οι αντιστασιακές οργανώσεις στην κατεχόμενη Ευρώπη με καθημερινές πράξεις σαμποτάζ, με ενέδρες και φονικές μάχες καθιστούν τη θέση των στρατευμάτων κατοχής απελπιστική. Εκείνο όμως που ιδιαίτερα απασχολεί τη Γερμανική διοίκηση στην Ελλάδα είναι η με πάση θυσία διατήρηση ανοιχτής της οδού διαφυγής των Γερμανικών στρατευμάτων απ’ το Μωριά προκειμένου έτσι ν’ αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους από τις προελαύνουσες προς νότο Ρωσικές στρατιές. Για τον λόγο αυτόν οι Γερμανικές αρχές θα εξαπολύσουν αιματηρές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σ’ ολόκληρο το Μωριά την άνοιξη του ’44 με στόχο βασικό να κάμψουν το ηθικό του μαχόμενου για την ελευθερία του Ελληνικού λαού, και να αποδυναμώσουν έτσι την πολεμική δραστηριότητα των πατριωτικών δυνάμεων.
Στο αιματηρό αυτό όργιο κατά του Ελληνικού λαού θα τους συμπαρασταθούν ολόψυχα και οι Έλληνες συνεργάτες τους άτομα αυστηρά επιλεγμένα από το βούρκο του υποκόσμου με ανεπάρκεια πνευματική και ανύπαρκτη εθνική συνείδηση. Αποκαλυπτική της απόγνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι δυνάμεις κατοχής στο Μωριά είναι και η πιο κάτω έκθεση απ’ τα μυστικά αρχεία του Γ. Ράϊχ της 25-5- 44 η οποία λέει: Έκθεσις της Γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών της αντικατασκοπείας Αϊνς Τσέ, εξ’ Ελλάδος της 25-5-44. Η κατάστασις εις Πελοπόννησον κατέστη τόσον σοβαρά από πολυπληθείς πράξεις σαμποτάζ στις μεταφορές μας, και επιθέσεις στρατηγικών θέσεων, ώστε απέβη αναγκαίον να χαρακτηρισθή ολόκληρος η περιοχή ως πεδίον επιχειρήσεων.
Η ίδια αυτή Γερμανική υπηρεσία σε άλλη της έκθεση αναφέρει: Εις Πελοπόννησον η παρουσία του Αρχηγού των Ελλήνων ανταρτών Άρη Βελουχιώτη οδηγεί εις περαιτέρω έντασιν της δραστηριότητος των ανταρτών… Υπό την καθοδήγησίν του οργανώθησαν επιθέσεις που εστοίχισαν πολλάς απώλειας εις τους αντάρτας… Συνεχείς ανατινάξεις επί των σιδηροδρομικών γραμμών και αιματηραί συμπλοκαί μεταξύ των ημετέρων κομάντος και Ταγμάτων Ασφαλείας.
Από τα πιο πάνω κείμενα βλέπει κανείς την έκταση του ψυχολογικού αδιέξοδου στο οποίο έχουν περιέλθει οι Γερμανοί κατακτητές και οι συνεργάτες τους… Κι ακόμα την παραδοχή των αρχών κατοχής ότι (η κατάστασις στην Πελοπόννησο κατέστη τόσο σοβαρά από την πολεμική δραστηριότητα των Ελλήνων ώστε απέβη αναγκαίο να χαρακτηρισθεί ολόκληρη η περιοχή της Πελοποννήσου ως πεδίον επιχειρήσεων). Και την εφιαλτική αυτή κατάσταση της δραστηριότητας των Ελλήνων ανταρτών θα την ζήσουν οι Γερμανοί στρατιώτες μέχρι την πλήρη αποχώρησή τους από την Ελλάδα.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το γενικό περίγραμμα της πολεμικής δραστηριότητας των Ελλήνων ανταρτών συγκαταλέγεται και η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου της 17-5-44 που σε γενικές γραμμές και με πολύ συγκίνηση μου αφηγήθηκε πριν λίγες μέρες ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης από τους πρωταγωνιστές της μάχης εκείνης.
Τον τελευταίο καιρό στην ορεινή ιδιαίτερα Αργολίδα, οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοχεύοντες στην καθυπόταξη του πληθυσμού της υπαίθρου είχαν επιδοθεί σ’ ένα χωρίς προηγούμενο αιματηρό όργιο. Η οργάνωση του ΕΑΜ Άργους σ’ αυτήν την οργανωμένη αιματηρή επιχείρηση αντιδρά με την είσοδο αντάρτικων ομάδων κρούσης μέσα στην πόλη του Άργους, που τα χαράματα της 15ης Μαΐου συλλαμβάνουν έναν Αργίτη συνεργάτη του εχθρού, και την επομένη πυροβολούν και τραυματίζουν έναν άλλον σε κεντρικό δρόμο της πόλης.
Οι Γερμανικές αρχές μπροστά στην παράτολμη αυτή ενέργεια των ανταρτών καταλαμβάνονται από πανικό και επιβάλλουν περιορισμό της κυκλοφορίας του πληθυσμού της πόλης από της 6ης απογευματινής μέχρι της 6ης πρωινής. Δεν έφτανε όμως η τιμωρία των συνεργατών του εχθρού. Έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες αυτού του αιματηρού οργίου κατά του λαού της υπαίθρου, και οι ίδιοι οι Γερμανοί. Την αποστολή αυτή η οργάνωση του Άργους ανέθεσε στη διοίκηση του 6ου Συντάγματος.
Η Οργάνωση του ΕΑΜ της Τρίπολης πληροφορεί το Σύνταγμα ότι μεταξύ της 16ης και 20ης Μαΐου (χωρίς ν’ αναφέρεται η ώρα) θα κινηθεί από Τρίπολη προς Άργος φάλαγγα Γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων με 100 περίπου εφέδρους αξιωματικούς του πυροβολικού της 117 μεραρχίας (άλλες πληροφορίες έλεγαν ότι επρόκειτο για υπαξιωματικούς της τοπογραφικής υπηρεσίας).
Η εντολή για την εκτέλεση της επιχείρησης ανετέθη στο διοικητή του 6ου λόχου του 6 τάγματος μόνιμο υπολοχαγό Τούτουνα Τάσο και στον επίσης μόνιμο Ανθυπολοχαγό Άρχον Στέφανον, οι οποίοι δια προσωπικής αναγνώρισης και με την βοήθεια Εφεδροελασιτών των γύρω χωριών που γνώριζαν σ’ όλες τις λεπτομέρειες τη μορφολογία του εδάφους της περιοχής, καθόρισαν απ’ την παραμονή τις λεπτομέρειες της μάχης που είχε επιλεγεί η θέση ΧΑΝΙ και πιο συγκεκριμένα η θέση Ντούλια, μια τοποθεσία στο δημόσιο δρόμο Άργους – Τρίπολης και σε απόσταση 4 περίπου χιλιόμετρα από τον Αχλαδόκαμπο προς την πλευρά του Άργους.
Ο λόχος που βρισκόταν στο χωριό Λαύκα, ξεκίνησε από κει στις 15 Μαΐου και πεζοπορώντας μέσω Καρυάς – Κρυάβρυσης φτάνει τη νύχτα στη θέση εκείνη που από την ιστορία είχε επιλεγεί για να γραφτεί εκεί μια σελίδα ηρωισμού και δόξας για τα Ελληνικά όπλα. Η κύρια δύναμη του λόχου από 80 περίπου άνδρες, ήταν πλαισιωμένη και από 8 – 10 Ιταλούς στρατιώτες από κείνους που προσχώρησαν στο αντάρτικο μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβρη του ’43. Ακόμα ο λόχος ενισχύθηκε και με καμιά τριανταριά εφεδροελασίτες της περιοχής που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες με τον ηρωισμό τους.
Εκτός από τον ατομικό τους οπλισμό οι Έλληνες πολεμιστές διέθεταν επτά οπλοπολυβόλα και αρκετές επιθετικές χειροβομβίδες. Το σχέδιο διάταξης της δύναμης, προέβλεπε την κάλυψη απ’ το μεγαλύτερο μέρος της, μιας έκτασης 200 περίπου μέτρων επί του δημοσίου δρόμου και στην βορεινή πλευρά του. Δυο άλλες μικρές ομάδες από 10 περίπου άνδρες η κάθε μια θα ‘παιρναν θέσεις, η μια προς την πλευρά της Τρίπολης και σε απόσταση500 μέτρων απ’ την ενέδρα, και η άλλη το ίδιο προς της πλευρά του Άργους. Αυτές οι δυο μικρές δυνάμεις ανέλαβαν τα καθήκοντα του παρατηρητή και ακόμα την παρεμπόδιση γερμανικών ενισχύσεων στη διάρκεια της μάχης.
Η διοίκηση του λόχου από 15 άνδρες και 4 Ιταλούς τραυματιοφορείς με καθήκοντα εφεδρικής δύναμης θα ‘παιρνε θέση 50 -60 μέτρα μακριά από την ενέδρα. Στους άνδρες του λόχου δίνονται οι τελευταίες λεπτομέρειες δράσης, και στο κάθε τμήμα χωριστά γίνεται η κατανομή των αποστολών τους. Αυστηρή εντολή… Απόλυτη σιωπή… Καμιά μετακίνηση… Ένα με το χώμα… Το σύνθημα της επίθεσης θα δινόταν αποκλειστικά και μόνο από τον διοικητή του λόχου με έναν πυροβολισμό και η αποχώρηση με μια πράσινη φωτοβολίδα,.. και οι ώρες μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα περνάνε γεμάτες αγωνία και νευρικότητα… Παντού βασιλεύει μια απέραντη σιωπή… Μια σιωπή τόσο μονότονη, τόσο κουραστική, που τσακίζει τα νεύρα όλων εκείνων που ώρες τώρα ακίνητοι στις θέσεις τους και που έχουν γίνει ένα με το χώμα, καρτεράνε να ‘ρθη εκείνη η μεγάλη στιγμή…
Η στιγμή εκείνη που οι κλαγγές των όπλων θα στείλουν στους αετούς του Ολύμπου για ν’ ακουστούν στα πέρατα της γης χαιρετισμό περήφανο απ’ τους αντρειωμένους του Μωριά. Παντού σιωπή… Το ίδιο σιωπηλή και η θάλασσα εκεί κάτω στον Αργολικό έτσι όπως φαίνεται από ψηλά σαν ένα τεράστιο απλωμένο σεντόνι κεντημένο από χιλιάδες κίτρινα φαναράκια πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού… Παντού σιωπή… Κάπου- κάπου ένα τριζόνι ταράζει την ησυχία της νύχτας και την ακοή των παλικαριών, που κάνει την προσοχή τους σαν αφηνιασμένο άλογο, αχαλίνωτη να καλπάζει σε κινδύνους φανταστικούς, και την ματιά τους να ψαχουλεύει τον εχθρό μέσα απ’ τα αδιαπέραστα σκοτάδια του μακρινού τοπίου. Άλλοτε πάλι η σκιά ενός αγγελιοφόρου που γλιστράει μέσα στη νύχτα για να φέρει κάποιο μήνυμα απ’ τη διοίκηση, αποσπά την προσοχή και χαλαρώνει τα νεύρα των ανδρών του αποσπάσματος απ’ την υπερένταση.
Και περνάνε οι ώρες και περνάνε οι στιγμές πού ‘ναι τόσο άδειες, τόσο ατέλειωτες και βασανιστικές…Και κάποτε θα ‘ρθει η χαραυγή… Ένα χρυσοκόκκινο φως εκεί προς την ανατολή… Μήνυμα πως σε λίγο θα φέξει… Σε λίγο.. Και το ξημέρωμα θα φέρει μαζί του εκείνο το παγωμένο ανοιξιάτικο αγιάζι, που θα κάνει τα κορμιά των ανδρών να τρέμουν από το κρύο… Και τα πουλιά από θάμνο σε θάμνο πετώντας παρακολουθούν σαστισμένα εκείνες τις περίεργες σιλουέτες που ώρες τώρα στέκουν ακίνητες και σιωπηλές, και που έχουν γίνει ένα με το χώμα…
Ώρα 6η πρωινή. Ο βόμβος μιας μηχανής ταράζει την πρωινή ησυχία και κάνει τις ματιές όλων σαν φωτεινοί προβολείς ν’ ανιχνεύουν το θαμπό ορίζοντα. Ένα μαύρο πουλί που όσο πλησιάζει παίρνει τεράστιες διαστάσεις έτσι όπως περνάει ξυστά πάνω απ’ τους γύρω λόφους και χάνεται πίσω τους, εκεί προς την πλευρά της Τρίπολης. Είναι ένα ανιχνευτικό αεροπλάνο που πριν από λίγο απογειώθηκε από τ’ αεροδρόμιο του Άργους για κάποια ποιος ξέρει αποστολή. Ώρα 8.30 πρωινή. Απ’ τη πλευρά του Άργους έρχεται ένα γερμανικό αυτοκίνητο με κατεύθυνση την Τρίπολη. Σε λίγο ένα άλλο αυτοκίνητο από Τρίπολη αυτή τη φορά προς Άργος. Και στις δυο περιπτώσεις τ’ αυτοκίνητα πέρασαν ανενόχλητα. Ώρα 9η πρωινή. Το παρατηρητήριο απ’ την πλευρά της Τρίπολης επισημαίνει φάλαγγα γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων που προηγούνται, μια μοτοσικλέτα και ένα μικρό κλειστό αυτοκίνητο. Η είδηση σαν αστραπή μεταφέρεται στους άνδρες του λόχου. Έτοιμοι σε θέση μάχης. Αγωνία και νευρικότητα…
Όλων οι ματιές είναι στραμμένες εκεί ψηλά στην τελευταία στροφή του δρόμου που σε λίγο θα φανεί η φάλαγγα των αυτοκινήτων. Έτοιμοι όλοι με το χέρι στη σκανδάλη. Και να τώρα, η μοτοσικλέτα που προηγείται της φάλαγγας κάνει την εμφάνισή της και πίσω της μια κλειστή κούρσα που την ακολουθούν σ’ απόσταση σαράντα περίπου μέτρων τ’ άλλα αυτοκίνητα. Στρίβουν αριστερά στη στροφή, και πάλι δεξιά στην άλλη στροφή. Αλλά κάτι περίεργο συμβαίνει. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων προχωράει ασυνήθιστα αργά. Τι να συμβαίνει άραγε… Μπορεί μήπως τ’ αεροπλάνο, ή κάποιο απ’ τ’ αυτοκίνητα που πέρασαν πριν από λίγο να διέκριναν κάτι το ύποπτο και να ειδοποίησαν τη φάλαγγα, ή μήπως πάλι αυτό μπορεί να οφείλεται σε κάποια μηχανική βλάβη ενός αυτοκινήτου, ή μήπως αυτό είναι δημιούργημα της ταραγμένης τους φαντασίας από κάποιο συναίσθημα φόβου και πανικού. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;.
Μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ’ αυτούς τους άνδρες που ματωμένοι και νηστικοί, πήραν τα όπλα και διάβηκαν βουνοκορφές και λαγκάδια, κι ανέβασαν ψηλά στους ουρανούς τ’ όραμα της λευτεριάς και που για χάρη της στερήθηκαν τα πάντα, και που ποτέ δε ζήτησαν γι’ αυτό ούτε δόξες ούτε τιμές. Είναι δυνατόν αυτοί οι σταυραετοί να δείλιασαν μπροστά στην ιδέα του θανάτου, αυτοί που χιλιάδες φορές έσφιξαν στις χούφτες τους τ’ αστροπελέκια της καταιγίδας και που χιλιάδες νύχτες ξάπλωσαν κάτω στο χώμα να κοιμηθούν αγκαλιά με το θάνατο… Μπορεί να δείλιασαν οι αντρειωμένοι, που ο λαός σ’ αυτούς έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά… Ή μήπως πάλι ο φόβος της αποτυχίας στην αποστολή τους. Τα δευτερόλεπτα περνάνε τόσο αργά που οι λεπτοδείχτες των ρολογιών μοιάζουν να είναι καρφωμένοι στις θέσεις τους… Ακόμα και οι αναπνοές είναι σταματημένες σαν να υπάρχει κίνδυνος ν’ ακουστούν απ’ τον εχθρό…
Μονάχα οι καρδιές των παλικαριών χτυπάνε τόσο δυνατά λες και είναι ξεκολλημένες απ’ τη θέση τους… Και οι ματιές ορθάνοιχτες παρακολουθούν εκεί πάνω τον κινούμενο στόχο τους και που τις κάνει να δακρύζουν απ’ τον πόνο και τα δάκρυα να γίνονται ένα με τον ιδρώτα που τρέχει στα φλογισμένα απ’ την αγωνία πρόσωπά τους. Και τεντωμένη η ακοή τους μήπως και χαθεί μέσα στον θόρυβο των αυτοκινήτων εκείνος ο πυροβολισμός πού ‘ναι το σύνθημα για την επίθεση… Τώρα ολόκληρη η φάλαγγα των αυτοκινήτων βρίσκεται μέσα στο στόχαστρο των ντουφεκιών… Σε λίγες στιγμές… Σε λίγα δευτερόλεπτα μονάχα.. Κι αυτές τις μεγάλες στιγμές της ανείπωτης αγωνίας, της νευρικότητας και της υπέρτατης από πατριωτικό παλμό ψυχικής ανάτασης, δυο ανύποπτοι χωρικοί της περιοχής με φορτωμένα τα ζώα τους από ξύλα θα μπούνε μέσα στον κλοιό της ενέδρας. Ανάθεμά τους… Βλαστήμιες και κατάρες, ακούγονται… Να πάρει η οργή… Τώρα τι θα γίνει.. Είναι δυνατόν να ματαιωθεί η επιχείρηση… Η φάλαγγα προχωράει αργά, και να που τώρα η μοτοσικλέτα βγαίνει από την ενέδρα… Τώρα βγαίνει από την ενέδρα και η κούρσα… Δεν απομένουν παρά μονάχα δέκα μέτρα για να βγει και ολόκληρη η φάλαγγα των αυτοκινήτων… Δέκα μέτρα μονάχα… εννέα… οχτώ.. επτά.. έξι.. πέντε… τέσσερα…

Γερμανοί στρατιώτες στην Ελλάδα, Απρίλιος 1941. Φωτογραφία: Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο Bundesarchiv.
Ένας ξερός πυροβολισμός ακούγεται, κι αμέσως μετά ομοβροντίες όπλων και πολυβόλων συγκλονίζουν τα βουνά και τις χαράδρες της περιοχής και σηκώνουν σύννεφα μαύρου καπνού που φτάνουν στους ουρανούς και φλόγες φωτιάς που ξεπηδάνε απ’ τα αυτοκίνητα που τινάζονται στον αέρα από τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Τ’ αυτοκίνητα αμέσως με τους πρώτους πυροβολισμούς ακινητοποιούνται και οι Έλληνες μαχητές κατευθύνουν τώρα τα πυρά τους επί ακινήτου στόχου.
Οι Γερμανοί πανικόβλητοι από τον αιφνιδιασμό, παίρνουν θέσεις άμυνας κάτω απ’ τα καιόμενα αυτοκίνητα ή στην άκρη του δρόμου πλάι στα βράχια. Η μάχη διεξάγεται με τρομερό πείσμα και απίθανη γενναιότητα και απ’ τις δυο πλευρές. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση ενός Γερμανού που μάχεται ηρωικά με το ένα χέρι γιατί το άλλο κρέμεται φρικτά ακρωτηριασμένο από χειροβομβίδα… Και τη στιγμή που η μάχη βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ένα πολυβόλο των Ελλήνων θα υποστεί εμπλοκή. Ο εχθρός εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό θα εξαπολύσει σφοδρή αντεπίθεση.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες λόγω της υπεροχής πυρός του εχθρού, και οι Έλληνες κάτω από το βάρος αυτής της υπεροχής αρχίζουν να κάμπτονται. Η διοίκηση μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής, ρίχνεται και αυτή στις φλόγες και η σάλπιγγα δίνει το σύνθημα δια της εφ’ όπλου λόγχης επίθεσης. Οι Έλληνες αφού πρώτα χρησιμοποιούν επιθετικές χειροβομβίδες μ’ αστραφτερά σπαθιά που αυλακώνουν τον άνεμο σαν γίγαντες φτερωτοί ορμάνε στις φλόγες κι έρχονται στα χέρια με τον εχθρό. Τώρα η μάχη διεξάγεται σώμα με σώμα και η αγριότητά της παίρνει απίθανες διαστάσεις σφαγής που κάνει το αίμα να βάφει κόκκινη την άσφαλτο και να τρέχει ποτάμι κάτω στη χαράδρα… Τι φρίκη… Τι παραφροσύνη… Τι όργιο αίματος…Τι απαίσιο πράγμα ο πόλεμος… Το θέαμα είναι τόσο φρικιαστικό, τόσο απάνθρωπο, που καμιά ανθρώπινη δύναμη δε θ’ άντεχε για να το περιγράψει…
Μέσα σ’ αυτήν την τιτανομαχία, μέσα σ’ αυτό το όργιο της σφαγής, τραυματίζεται βαριά ο ανθυπολοχαγός Αγγελίδης και μεταφέρεται αιμόφυρτος από Ιταλούς τραυματιοφορείς μακριά απ’ αυτήν την κόλαση. Μια και πλέον ώρα κράτησε αυτή η ιστορική μάχη της 17ης Μαΐου του ’44 στο Χάνι Αχλαδοκάμπου.
Οι απώλειες του εχθρού ήσαν βαρύτατες… 67 νεκροί και τραυματίες και 6 αιχμάλωτοι. Λάφυρα, 4 μυδραλιοβόλα, 2 τηλέφωνα, 2 ασύρματοι, 1 διόπτρα, 56 τουφέκια μάουζερ, 2 βαρείς όλμοι, 18 πιστόλια, 52 φωτοβολίδες, 13 προσωπίδες και 5000 φυσίγγια. Οι απώλειες των Ελλήνων ήσαν 4 νεκροί και 9 τραυματίες. Έτσι τέλειωσε η ιστορική μάχη εκείνη, για να προστεθεί ακόμα μια σελίδα άφθαστου ηρωισμού, μεγαλείου και δόξας στους αιματοβαμμένους τόμους της Ελληνικής ιστορίας. Μια μάχη γιγάντων… Μια μάχη υπεράνθρωπη σε αγωνιστικότητα και δυναμισμό, το ίδιο μεγάλη, το ίδιο γενναία όπως και κάποια άλλη σε κάποιο άλλο χάνι, σε κάποιες άλλες εποχές, εκεί πάνω στη Γραβιά… Και που το τέλος αυτών των συντελεστών της νίκης, αυτών των γενναίων παλικαριών και στις δυο αυτές περιπτώσεις ήταν (τι σύμπτωση) το ίδιο τραγικό, από τους ίδιους (τι σύμπτωση) άκαπνους προσκυνημένους δήθεν (εθνικόφρονες) …
Ο πατριωτισμός και η τιμιότητα εχάθησαν κι όποιος τα έχει αυτά, τον κιντυνεύουν. Κι όθεν προδότης, κλέφτης και κατεργάρης εκείνος έχει την τύχη του». Στρατηγός Μακρυγιάννης.
Κ. Κυριαζόπουλος
Εφημερίδα, «Φείδων», Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1984.
Σχετικά θέματα:
- Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα 1941
- Οι Γερμανοί στην Αργολίδα 1941
- H σχολή Ικάρων στο αεροδρόμιο του Άργους στον πόλεμο του 1940
- Ημέρες του ’40
- Αναμνήσεις μάχης Kαμινάκι – Λάκκα Τολού (27-4-1941)
- Άργος – Ο Βομβαρδισμός της 14ης Οκτωβρίου 1943 από τους συμμάχους
- Δικτατορία του Μεταξά – 4 Αυγούστου 1936
- Όταν οι μικροί άνθρωποι γράφουν τη Μεγάλη Ιστορία: Τετράδιο Πολέμου 1940
Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν, Πελοπόννησος 1802 (Άργος, Μυκήνες, Αχλαδόκαμπος, Τρίπολη, Επίδαυρος)
Posted in Περιηγητές, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Countess of Elgin, Greek History, Άργος, Έλγιν, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Επίδαυρος, Ιστορία, Μυκήνες, Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν, Ξένοι Περιηγητές, Πρόσωπα, Παρθενώνας, Περιηγητές, Πελοπόννησος, Πελοπόννησος 1802 (Άργος, Τρίπολη, λαίδη Μαίρη Έλγιν, letters of Mary Nisbet, Mary Nisbet, The letters of Mary Nisbet on 10 Σεπτεμβρίου, 2010| 1 Comment »
Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν, Πελοπόννησος 1802 (Άργος, Μυκήνες, Αχλαδόκαμπος, Τρίπολη, Επίδαυρος)
Διπλωμάτης καριέρας ο Έλγιν, ήξερε να επωφελείται από τη θέση του και την εύνοια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την πατρίδα του, την κραταιά τότε Βρετανική αυτοκρατορία, και πέτυχε κάθε είδους διευκολύνσεις στο έργο του που ανέλαβε και το οποίο ξεπέρασε, κατά τον λόρδο Βύρωνα, σε βανδαλισμούς, καταστροφές και αρπαγές, ακόμη και τους Γότθους. Στο διάστημα της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, ο λόρδος Έλγιν συνέλαβε το σχέδιο της απόσπασης και μεταφοράς στην Αγγλία μεγάλου αριθμού έργων τέχνης από τον ερειπιώνα, κυρίως της Ακρόπολης, αλλά και από ολόκληρη την Ελλάδα.
Συνεπίκουρος πολύτιμος στο εγχείρημά του στάθηκε η σύζυγός του λαίδη Μαίρη Έλγιν, το γένος Νίσμπετ, η οποία δε δίστασε να υποβληθεί στις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους του ταξιδιού, συνοδεύοντας τον μαζί με τα παιδιά τους, στην Αθήνα, το Μάρτιο του 1802, για να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς τις εργασίες του συνεργείου, να δώσουν οδηγίες και να εποπτεύσουν άμεσα τη διεκπεραίωση του έργου τους και την αποστολή στην Αγγλία των συγκεντρωμένων από την λεηλασία αρχαιοτήτων. Περιόδευσε μάλιστα μαζί του, αμέσως μετά την άφιξή τους στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο για να ανιχνεύσουν την περιοχή και να εξετάσουν τυχόν ευκαιρίες για ανασκαφές και ανεύρεση πολύτιμων αντικειμένων, τις δε εντυπώσεις της, όπως και τις επιτυχίες που είχαν, αποτύπωσε εύγλωττα στις επιστολές της προς την μητέρα της, Σαρλότ Χάμιλτον Νίσμπετ, στην Αγγλία και στη Γαλλία.
Ιδιαίτερα, βορρά στην αρπακτική τους βουλιμία, μετά την Ακρόπολη, έπεσαν η Ελευσίνα, απ’ όπου, εκτός των άλλων, πήραν ένα ολόσωμο άγαλμα της θεάς Δήμητρας, το Δαφνί, η Αίγινα, το Σούνιο, η Νεμέα, η Τίρυνθα, οι Μυκήνες, η Θήβα, το Άργος, η Κόρινθος, η Ολυμπία, η Δήλος απ’ όπου πήρε έναν ωραιότατο βωμό.
Ακόμη και τον Αλή Πασά επισκέφθηκε ο ακόρεστος Χουντ ( ιερέας στην πρεσβεία της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη και άμεσος συνεργάτης του Έλγιν) στα Ιωάννινα και εξασφάλισε την υπόσχεση του να βοηθήσει τον Έλγιν στη συγκέντρωση αρχαιοτήτων. Και οι μεν λέοντες οι λαξευμένοι στο υπέρθυρο της πύλης των Μυκηνών σώθηκαν επειδή η μεταφορά τους στο κοντινότερο λιμάνι κρίθηκε αδύνατη εξαιτίας του μεγάλου βάρους τους και του μεγέθους τους, όπως και η Ολυμπία, και μάλιστα ο Ερμής του Πραξιτέλη, πολλά όμως, χειρόγραφα, τόσο από τον Άγιον Όρος όσο και από συλλογές στην Κωνσταντινούπολη και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, δεν ξέφυγαν από την « αρπακτικήν διάθεσιν του χριστιανού τούτου ιερέως».
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο έργο του «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», γράφει:
«Η λαίδη Έλγιν ταξίδεψε το 1802 στην Ελλάδα οικογενειακώς: με τον σύζυγο, τα παιδιά και πολυπρόσωπη ακολουθία, γραμματικούς, υπαλλήλους, υπηρέτες. Έφτασαν στην Αθήνα με συνοδεία ένα πολεμικό μπρίκι και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του υποπρόξενου της Αγγλίας Λογοθέτη. Η οικογένεια Λογοθέτη, γράφει η λαίδη Έλγιν στο ημερολόγιό της, μετακόμισε σε άλλο σπίτι. «Επιδιορθώσαμε το μακρύ δωμάτιο και έβαλα το πιάνο μου. Εκεί παίρνουμε το μπρέκφαστ, διαβάζουμε και γράφουμε. Στο χαγιάτι τακτοποιούμε νομίσματα. Βγαίνουμε περίπατο με το αμαξάκι κάθε μέρα, αμέσως μετά το γεύμα»*. Στις 15 Απριλίου η λαίδη Έλγιν πήγε στο δημόσιο λουτρό. «Υπήρχαν εκεί 300- 400 γυναίκες, Ελληνίδες και Τουρκάλες. Αυτό πού έβλεπα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία». Είδε χορεύτριες, τραγουδίστριες και γυναίκες πού έπαιζαν ντέφι. Οι χοροί της φάνηκαν άσεμνοι.
Λίγο αργότερα η οικογένεια Έλγιν θα πραγματοποίηση το γύρο του Μωριά. Πέρασε στη Σαλαμίνα με την άκατο της αγγλικής φρεγάτας «Νάρκισσος», βγήκε πρώτα στην Ελευσίνα και ύστερα στην παραλία των Μεγάρων. Ήταν πια νύχτα. Σχηματίσθηκε όμως πομπή με πυρσούς και «ισχυρή φρουρά Αλβανών πού πυροβολούσαν συνεχώς και τραγουδούσαν αδιάκοπα τα εθνικά τους άσματα». Ξαναμπαρκάρησαν στο πλεούμενο και έφτασαν στην Κόρινθο. Εκεί θα επισκεφθούν τη λαίδη Έλγιν οι γυναίκες του Νουρήμπεη. Ήρθαν κουρνιασμένες σε φορεία-κασόνια φορτωμένα σε μουλάρια. «Κάθε μια σ’ ένα κασόνι, ένα κασόνι σε κάθε πλευρό, όπως οι τσιγγάνοι στα κοφίνια». Παραπετάσματα από πορφυρό ύφασμα έκρυβαν τις χανούμισσες από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Στο Άργος θα καταλύσουν στο αρχοντικό του κοτζαμπάση Βλασσόπουλου, πού ήταν μπαρατάριος (προστατευόμενος) των Άγγλων**. Από το Άργος προχώρησαν στην Τριπολιτσά, ύστερα από πρόσκληση του πασά, με πολυάριθμη συνοδεία Τούρκων και Ελλήνων καθώς και φρουρά Αλβανών. Μόλις πέρασαν τον Αχλαδόκαμπο τους υποδέχτηκαν τσαουσάδες, τατάρηδες και αξιωματούχοι του πασά. Για τη λαίδη Έλγιν έφεραν το φορείο της πασίνας. Το κρεμούσαν ανάμεσα σε δυο μουλάρια πού οδηγούσαν έξη ιπποκόμοι.
Το φορείο προοριζόταν για δυο άτομα καθισμένα αντικριστά και έμοιαζε με σοφά. Είχε ολοκέντητα πορφυρά μαξιλάρια και ήταν σκεπασμένο με ύφασμα στολισμένο με χρυσά κρόσσια, μεγάλες χρυσές φούντες και δυο φαρδιά καφασωτά, παράθυρα από όπου αγνάντευαν τα πέριξ.
Η είσοδος στην Τριπολιτσά έγινε με συνοδεία 700 ντελήδων. Όλοι οι κάτοικοι, λαμπροστολισμένοι και αρματωμένοι, είχαν παραταχτεί στις δυό πλευρές των δρόμων για να υποδεχτούν τον πρεσβευτή και τη σύζυγό του. Από όλες τις ντάπιες βροντούσαν τα κανόνια. Ο πασάς έδωσε γραπτή άδεια στον Έλγιν για τη διενέργεια ανασκαφών στην Κόρινθο, Ολυμπία, Ήλιδα και αλλού. Στις 12 Μαΐου πήραν το δρόμο της επιστροφής. Στην Επίδαυρο μπαρκάρισαν σ’ ένα σπετσιώτικο ψαροκάικο και βγήκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στον Πειραιά.
Η λαίδη Έλγιν έδειξε μεγάλο ζήλο κατά την επιχείρηση λεηλασίας των μνημείων. Επιστατούσε στη συσκευασία και τη φόρτωση των καλλιτεχνικών θησαυρών. Στις 2 Ιουνίου 1802 έγραφε στη μητέρα της από την Αθήνα: «Χθες κατεβάσαμε από την Ακρόπολη και το τελευταίο από τα αντικείμενα πού χρειαζόμαστε. Μπορούμε άφοβα πια να περιφρονήσουμε τους εχθρούς μας. Είμαστε πολύ τυχεροί».***
Στις 15 Ιουνίου η οικογένεια Έλγιν άρχισε περιοδεία στις Κυκλάδες. Στη Τζιά θα φιλοξενηθεί στο αρχοντικό του Πάγκαλου, προξένου της Νεάπολης. «Μας είχαν ετοιμάσει μεγάλη υποδοχή. Μουσικοί και τραγουδιστές μας διασκέδασαν κατά τη διάρκεια του δείπνου. Ακολούθησε χορός». Εννιά θυγατέρες είχε ο πρόξενος. «Η φιλοξενία τους ήταν μοναδική. Τραγούδησαν ελληνικά, ιταλικά και γαλλικά τραγούδια, χόρεψαν μενουέττα και πολλούς άλλους χορούς».
Από τη Τζιά στο Μαραθώνα. Διανυκτέρευσαν σε σκηνές στον τόπο της μάχης. Είδαν τον τύμβο πού είχε μισανοίξει ο Fauvel. Αποφάσισαν κι’ αυτοί μια πρόχειρη ανασκαφή με το πλήρωμα του πλοίου. Άνοιξαν τάφρο προς άλλη κατεύθυνση και βρήκαν θραύσματα αγγείων. Πλάι στον τύμβο υπήρχε ένα τετράγωνο κτίσμα. Υποθέτουν, γράφει η λαίδη Έλγιν, πώς ήταν ο τάφος του Μιλτιάδη. Κοντά στη Δήλο οι Άγγλοι βούλιαξαν ένα μανιάτικο πειρατικό καράβι. Αιχμαλωτίσθηκε ο καπετάν Ζάχαρης, 26 χρόνων, και 23 πειρατές. Αρχές Σεπτεμβρίου 1802 η οικογένεια Έλγιν γύρισε στην Πόλη διαμέσου Σμύρνης.
Στις επιστολές της προς την μητέρα της, Σαρλότ Χάμιλτον Νίσμπετ, διαβάζουμε:
Τριπολιτσά, 11 Μαΐου 1802
[…] Συνεχίσαμε την πορεία μας και περάσαμε πανύψηλα βουνά, κάμπους και λοφοπλαγιές γεμάτες μυρτιές και άλλα αειθαλή. Μπαίνοντας στη μεγάλη πεδιάδα του Άργους κάναμε μια παρέκκλιση προς τ’ αριστερά, μισής ώρας περίπου, για να δούμε τα ερείπια της πόλης των Μυκηνών.
Σώζονται ακόμη οι μεγάλοι όγκοι των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης, που λένε ότι είναι έργο Κυκλώπων. Σε μικρή απόσταση απ’ τα ερείπια αυτά υπάρχει ένας πελώριος θόλος, που κάποιοι πιστεύουν ότι είναι ο τάφος του Αγαμέμνονα και άλλοι ότι είναι το θησαυροφυλάκιο των Βασιλέων των Μυκηνών. Δύο μακρά τείχη συμπαγούς τειχοποιίας οδηγούν στην είσοδο αυτού του υπόγειου κτιρίου· όμως οι ορεινοί χείμαρροι είχαν παρασύρει τόσο χώμα, που απαιτούσε εξαιρετικό θάρρος να συρθεί κανείς μέσ’ απ’ την τρύπα, που ήταν κι η μοναδική είσοδος.
Μπήκα μετά από δισταγμό, έρποντας, και αυτό που αντίκρυσα με ικανοποίησε απόλυτα. Η πέτρα που σχηματίζει τα επιστήλια της πόρτας, είναι διαστάσεων που ξεπερνούν σε μέγεθος ο,τιδήποτε είχα δει στην Αθήνα. Τη μετρήσαμε και τη βρήκαμε εικοσιτέσσερα πόδια μήκος, δεκαεπτά πόδια πάχος και σχεδόν πέντε πόδια ύψος. Το σχήμα του θόλου είναι το σχήμα ενός πελώριου κοίλου κώνου φτιαγμένου από λαξευτές πέτρες.
Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά εκεί μέσα και, έρποντας μέσα από ένα υπόγειο πέρασμα, μπήκαμε σε μια δεύτερη αίθουσα πολύ πιο άτεχνης κατασκευής. Εδώ πρέπει να σας πω, ότι ο νεαρός Λογοθέτης, ο φέρελπις γιος και κληρονόμος του Λογοθέτη των Αθηνών, που αποκλειστική του ευθύνη ήταν να φροντίζει τον εαυτό του (αν και η μητέρα του του επέτρεπε να πηγαίνει οπουδήποτε πήγαινα εγώ) αρνήθηκε να μ’ ακολουθήσει στο δεύτερο θόλο — είδα τις τρίχες της κεφαλής του να σηκώνονται την ώρα που τρυπώναμε στον πρώτο θόλο, εγχείρημα, στη διάρκεια του οποίου τού ‘φυγε το καλπάκι του και γέμισε χώματα τα ρούχα του.
Μας είπαν ότι ο Αγάς του γειτονικού χωριού Χαρβάτι ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε το θόλο κι ότι είχε βρει μέσα ένα επιτάφιο φανάρι από μπρούτζο κρεμασμένο με μια αλυσίδα απ’ την κορυφή του θόλου· αφού δεν αποδείχθηκε ούτε χρυσό ούτε ασημένιο, το χάρισε σε κάποιους γύφτους. Μετά, προχωρήσαμε στην πεδιάδα του Άργους, που είναι η πιο συστηματικά καλλιεργημένη περιοχή της Ελλάδας. Ο Βοεβόδας [σημ. Τούρκος διοικητής επαρχίας] έστειλε άλογα, πλούσια στολισμένα, για να μπουν στην πόλη πάνω σ’ αυτά ο Έλγιν κι η ακολουθία του.
Η συρροή θεατών ήταν πολύ μεγάλη· η πομπώδης αυτή είσοδος στην πόλη ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη για μένα με τον κόσμο να πυροβολεί προς κάθε κατεύθυνση και τα άλογα να κλωτσούν, ένιωσα πάρα πολύ τυχερή όταν βρέθηκα στο σπίτι του προστατευόμενού μας Μπαρατλή – Βλασόπουλου, [σημ. Baratly, έμπορος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί προνόμια] όπου βρήκαμε κάθε λογής πολυτέλειες. Είναι πλούσιος και είχε επιπλώσει εκ νέου, το σπίτι του για την υποδοχή· είχαν ακόμη αγοράσει ένα σωρό καινούργια ασπρόρουχα, όλα κατά τα Αγγλικά πρότυπα.
Την εβδόμη Μαΐου παραμείναμε στο Άργος και την επομένη, μετά το γεύμα, ξεκινήσαμε για την Τριπολιτσά έχοντας δεχθεί τις εξαιρετικά πιεστικές επανειλημμένες προσκλήσεις του Πασά του Μοριά. Μας συνόδευαν ο δραγουμάνος του και πολυπληθής Τουρκική και Ελληνική συνοδεία, καθώς και ένας Αλβανός φρουρός ντυμένος με τη στολή των αρχαίων Μακεδόνων. Το βράδυ σταματήσαμε σ’ ένα χωριό εξαίσιας ομορφιάς· από τότε που έφυγα απ’ την Αγγλία ποτέ δεν ένοιωσα τόσο γοητευμένη με κάποιο τόπο.
Ξέρω ότι είναι αδύνατο να σας δώσω με την περιγραφή μου μια ιδέα απ’ τις γραφικές ομορφιές του Αχλαδόκαμπου. Τα σπίτια είναι απλές καλύβες από λάσπη, που απλώνονται στην πλαγιά ενός σχεδόν κάθετου βουνού, κατάσπαρτου από κάθε είδους αειθαλή και δέντρα όλων των αποχρώσεων και σχημάτων. Μετά από ένα περίπατο ανάμεσα στα βράχια και κάτω από τα δέντρα που ήταν γεμάτα αηδόνια, κοιμηθήκαμε σ’ ένα φτωχό καλύβι Αλβανών. Στους πρόποδες του λόφου και διασχίζοντας το χωριό κυλάει ένα μικρό ποταμάκι, που ήταν ξερό όταν είμασταν εκεί, αλλά το χειμώνα το νερό κυλάει ορμητικά και πρέπει να προσθέτει πολύ στην όλη εικόνα. Υπήρχαν πολλές ασυνήθιστα όμορφες κοπελιές σ’ αυτό το χωριό, αλλά κατά τα λεγόμενα όλων δεν έχουν την έμφυτη απλότητα, που θα περίμενε κανείς να συναντήσει σ’ αυτόν τον απόμερο τόπο. Κατά γενική ομολογία, αγαπούν τις διασκεδάσεις περισσότερο από όλες τις κυρίες της Πελοποννήσου. Νομίζω, απ’ ό,τι έχω δει, ότι αυτή είναι κι η ακριβέστερη περιγραφή τους.
Το επόμενο πρωί, 9 Μαΐου, οι χωρικοί με τον ιερέα τους και τους γηραιότερους κατοίκους επικεφαλής, ήρθαν να παρακαλέσουν τον Έλγιν να ζητήσει την άδεια του Πασά του Μοριά να επισκευάσουν τη μικρή τους εκκλησία, που είναι τώρα πολύ ερειπωμένη, για να τελούν εκεί τη θεία λειτουργία, και δεν τολμούν να την επιδιορθώσουν χωρίς άδεια.
Πριν ξεκινήσουμε ήρθαν να μας συναντήσουν αγγελιοφόροι και οι αξιωματούχοι του Πασά που έφεραν ένα σκεπαστό φορείο για μένα, με το οποίο μεταφέρονται οι γυναίκες του Πασά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Το μετέφεραν ανάμεσά τους δύο μουλάρια και το οδηγούσαν έξι άνδρες, όπως τα φορεία. Σε μερικά δύσκολα σημεία του δρόμου οι άνδρες σήκωναν κυριολεκτικά στα χέρια τα μουλάρια για να περάσουν. Ήμουν μέσα στο φορείο την πρώτη φορά που το επιχείρησαν κι επειδή καθόλου δεν το χάρηκα, παρακάλεσα να μ’ αφήσουν να βγω έξω την επόμενη φορά. Η Μάστερμαν κι εγώ είμασταν ξαπλωμένες φαρδιά-πλατιά αντικρυστά η μία στην άλλη, (σαν σε καναπέ με ωραία ολοκέντητα πορφυρά μαξιλάρια, καλυμμένα από πορφυρό ύφασμα, που ήταν γαρνιρισμένο με χρυσά κρόσια και διακοσμημένο με μεγάλες χρυσές φούντες) με δυο μεγάλα καφασωτά παράθυρα, που πήρα το θάρρος να ανοίξω. Ένας μαύρος, που ήταν ο επικεφαλής αυτού του φορείου, βλέποντας τον Έλγιν να έρχεται για να μου μιλήσει, του έκανε νόημα να μην πάει από κείνη την πλευρά, γιατί ήταν ανοιχτή, αλλά από την άλλη, όπου το παράθυρο ήταν κλειστό. Ο Μαύρος με φρόντισε ιδιαιτέρως και δεν επέτρεπε τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο τρόπος για να μπεις σε τέτοιο φορείο είναι να σκύβει κάποιος και να πατάς στη ράχη του — θα σας άρεσε κάτι τέτοιο; Στα τούρκικα τον ονομάζουν «το σκαλοπάτι»! Σας διαβεβαιώ ότι το μεταφορικό αυτό μέσον αποδείχθηκε από χρήσιμο έως αναπαυτικό, ιδιαίτερα τις ώρες του αφόρητου καύσωνα στους πιο απότομους κι επικίνδυνους δρόμους πάνω στα βουνά.
Σταματήσαμε στα ερείπια των Αμυκλών, όπου λέγεται ότι υπήρχαν 365 εκκλησίες αφιερωμένες σε ισάριθμους αγίους. Τώρα δεν απομένει ούτε καλύβα και τα ερείπια — μόνο λίγοι κακοχτισμένοι τοίχοι και καμιά τοξοτή πόρτα — δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον. Εδώ μας υποδέχτηκε ο αρχικαφετζής του Πασά με τους υπηρέτες και τα σύνεργά του και μας ετοίμασε το φημισμένο τούρκικο καφέ του. Ο Δραγουμάνος μ’ άφησε να καταλάβω ότι θα ήταν καλύτερο να κάνω τη δημόσια είσοδό μου μέσα στο φορείο παρά έφιππη — υποθέτω το θεώρησε πιο σεμνό. Εγώ, βέβαια, συμμορφώθηκα με την υπόδειξή του, αλλά, αποφασισμένη να μη χάσω το θέαμα, στάθηκα αρκετά αναιδής, ώστε να ανοίξω και τα δύο παράθυρα.
Μας υποδέχτηκαν όλοι οι αξιωματούχοι της Αυλής του Πασά πάνω σε άτια πλούσια στολισμένα, και με τη συνοδεία ακολούθων και φρουρών, που έριχναν τζιρίτ**** και επιδείκνυαν την ιππική τους επιδεξιότητα. Είδα πολλούς να ρίχνουν το τζιρίτ και να τρέχουν να το σηκώσουν από το χώμα όπου ήταν πεσμένο, χωρίς να κατεβαίνουν απ’ τα άλογά τους. Άλλοι είχαν μπαστούνια με άγκιστρο στην άκρη και μ’ αυτά σήκωναν τα τζιρίτ από κάτω σε ταχύτατο ρυθμό. Η επιδεξιότητά τους ήταν θαυμαστή κι η επίδειξη αυτής της πομπής στην πεδιάδα της Μαντινείας ήταν ένα απ’ τα ωραιότερα θεάματα του κόσμου. Σκεφτόμουν συνεχώς πόσο θα χαιρόσαστε αν βλέπατε τη συντροφιά μας ιδιαίτερα ο Στρατηγός. Ήταν αληθινά ένα θέαμα μεγαλοπρεπέστατο.
Έστειλαν τρία άλογα παρελάσεως για τον Έλγιν, τον κύριο Χαντ και τον Δρ. Σκωτ, καθώς επίσης και πάρα πολλά εφεδρικά, όλα με τα λαμπρότερα στολίδια ο Αντικυβερνήτης και ο Αρχιθαλαμηπόλος πήγαιναν δίπλα τους, ο Δραγουμάνος πήγαινε μπροστά και τους ακολουθούσε μια πομπή από 600 ή 700 καβαλλάρηδες. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης ντυμένοι με τα καλά τους, ένοπλοι, είχαν παραταχθεί κατά μήκος των λεωφόρων, που οδηγούσαν στην πύλη της πόλης· και καθώς πλησιάσαμε, τα μεγάλα κανόνια έριχναν απ’ όλα τα κάστρα γύρω απ’ τα τείχη της πόλης.
Ένας άνδρας έριχνε χρήματα στα παιδιά και τους φτωχούς στους δρόμους, από ένα μεγάλο κεντητό κουτί. Υπήρχε κάτι το μεγαλοπρεπές σ’ αυτή του την πράξη. Το απόγευμα καταλήξαμε στο σπίτι του Δραγουμάνου, το οποίο διέθεσαν για τη διαμονή μας· εκεί μας υποδέχθηκαν οι αξιωματούχοι του Πασά και του Μπέη, για να μας συγχαρούν για την άφιξή μας. Έστειλαν απ’ το Σαράι του Πασά ένα πελώριο δείπνο από 30- 40 πιάτα γαρνιρισμένα κατά τα τουρκικά έθιμα.
10η Μαΐου
Ρυθμίστηκαν τα εθιμοτυπικά για την ακρόαση του Έλγιν απ’ τον Πασά και έστειλαν σε μένα δύο Τουρκάλες της αδελφής του Νουρή Μπέη να υποβάλλουν τις φιλοφρονήσεις της κυρίας τους για την άφιξή μου. Κι ο Πασάς έστειλε να με παρακαλέσει να δεχθώ μέλη της φρουράς του, οποτεδήποτε ήθελα να πάω περίπατο στην εξοχή ή να δω τα αρχαία ερείπια κ.λ.π.
Έστειλαν τον αρχιθαλαμηπόλο με πολυάριθμη φρουρά και ακολούθους να συνοδεύσουν τον Έλγιν στο παλάτι του Πασά, με τρία άλογα πλουσιοπάροχα στολισμένα για τον ίδιο, τον κύριο Χαντ και τον Δρ. Σκοτ. Καθώς οι κάτοικοι της Τριπολιτσάς έχουν ελάχιστες επαφές με ξένους, αποκλείστηκα απ’ την ομήγυρη. Ο Έλγιν μου είπε ότι ο Πασάς τον δέχθηκε με σεβασμό και μεγαλοπρέπεια. Στην αίθουσα ακροάσεων οι αξιωματούχοι της Αυλής υποχρεώθηκαν να παραμείνουν όρθιοι. Ο Πασάς είπε κατ’ επανάληψη, ότι είχε προσπαθήσει να αποδώσει στον Άγγλο πρεσβευτή όλες τις τιμές και ότι είχε στην πραγματικότητα κάνει περισσότερα απ’ ότι θεωρούσε απαραίτητα για τρεις Πασάδες της τάξεώς του. Έτσι τώρα προσφωνώ τον Έλγιν, Πασά με εννιά αλογοουρές!
11η Μαΐου
Ο Πασάς ανταπέδωσε την επίσκεψη του Έλγιν σ’ ένα περίπτερο με θέα την πόλη. Ήταν ασυνήθιστα ευγενικός και χορήγησε γραπτές άδειες στους καλλιτέχνες μας να κάνουν ανασκαφές για αρχαιότητες στην Κόρινθο, την Ολυμπία, την Ήλιδα και αλλού. Επίσης έδωσε την άδεια να εξετάσουν το φρούριο της Ακροκορίνθου, αίτηση που είχε απορριφθεί ως τότε για όλους ανεξαιρέτως.
Το βράδυ μας επισκέφθηκε ο Νουρή Μπέης. Κατάγεται από την πλουσιότερη και αρχαιότερη τουρκική οικογένεια του Μοριά. Μου έστειλε ένα σάλι κι ένα κεντητό κουτί. Στον κύριο Χαντ και στον Δρ. Σκοτ έδωσε πανωφόρια από ερμίνα και έστειλαν στον Έλγιν ένα πολύ ωραίο από γούνα Ζιμπελίν, γιατί ο Πασάς είπε ότι δεν τολμούσε να ντύσει ένα πρόσωπο της τάξεώς του.
Το άλογο πάνω στο οποίο επέστρεψε ήταν το καλύτερο των σταύλων του Πασά και του το παρουσίασαν ντυμένο με πλούσια επιχρυσωμένα και κεντητά βελούδινα στολίδια. Ένα σάλι, ένα κεντημένο μαντήλι και δύο Ινδικά υφάσματα έστειλαν σε μένα.
12η Μαΐου
Ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Ο Πασάς είχε εξηγήσει λεπτομερώς στον Έλγιν τους κινδύνους που θα διατρέχαμε, αν συνεχίζαμε ως το Λεοντάρι ή προχωρούσαμε κι άλλο μέσα στην Αρκαδία, που ανυπομονούσαμε να δούμε. Αλλά οι αναρίθμητες συμμορίες ληστών, που λυμαίνονται αυτό το κομμάτι της Πελοποννήσου και αψηφούν την Πύλη, κάνουν το εγχείρημα εξαιρετικά επικίνδυνο για τους ταξιδιώτες.
Γευματίσαμε στις Αμύκλες και μετά από μια ξαφνική μπόρα, που μας έκανε μούσκεμα, φθάσαμε στο ‘Αργος κατά τις οκτώ το βράδυ. Στη διάρκεια της απουσίας μας ο Βοεβόδας της «Νάπολι ντι Ρομάνια» (Ναύπλιο) είχε καθαρίσει την είσοδο του υπογείου κτιρίου στις Μυκήνες. Βρήκαμε πολλά θραύσματα αγγείων και κομμάτια μάρμαρο που διακοσμούσαν την εξωτερική τους πλευρά. Υπήρχαν επίσης μερικά κομμάτια ενός αγγείου με μαρμάρινες ραβδώσεις εξαιρετικής Τέχνης.
Ολόκληρο το εσωτερικό αυτού του υπογείου κτίσματος έχει καλυφθεί με μπρούτζινα καρφιά, πολλά από τα οποία υπάρχουν ακόμη. Φοβάμαι πως μοιάζει με θησαυροφυλάκιο, αλλά θέλω να πιστεύω ότι είναι ο Τάφος του Αγαμέμνονα.
Μετά από ανάπαυση μιας ημέρας στο ‘Αργος ξεκινήσαμε με κατεύθυνση την Επίδαυρο. Στο δρόμο είδαμε τα φημισμένα τείχη της Τίρυνθας, όπου ζούσε ο Ηρακλής και που υποτίθεται ότι τα έκτισαν Κύκλωπες. Μοιάζουν έργο όντων θαυμαστών, δεν έχω ξαναδεί τόσο ογκώδη τείχη. Η θέα απ’ την κορυφή της ακροπόλεως είναι ιδιαίτερα γραφική.
Αφήσαμε τη Νάπολι ντι Ρομάνια στα δεξιά μας και, αφού περάσαμε διάφορα ερείπια αρχαίων Ελληνικών Ναών και τάφων, φτάσαμε στο χωριό Λυγουριό την ώρα του φαγητού. Σε απόσταση μιας ώρας απ’ το Λυγουριό είδαμε το ιερό Άλσος του Ασκληπιού και το Θέατρο, που θεωρούν ότι υπήρξε το τελειότερο του είδους του στην Ελλάδα. Οι κερκίδες είναι ακόμη σχεδόν άθικτες, περίπου 45 τον αριθμό, σε κοίλη κυκλική διάταξη και καθώς υψώνονται η μία πάνω απ’ την άλλη δημιουργούν μια θαυμάσια εντύπωση. Η σκηνή και όλη η διακόσμηση της πρόσοψης έχουν χαθεί και ο χώρος της ορχήστρας είναι σπαρμένος καλαμπόκι. Μερικά μαρμάρινα καθίσματα έχουν αφαιρεθεί. Έχουν φυτρώσει στο χώρο θάμνοι με ωραιότατο φύλλωμα. Η τοποθεσία είναι μαγευτική. Υπάρχουν εκεί κοντά πολλά άλλα ερείπια λουτρών, δεξαμενών και ναών.
Από κει, ακολουθήσαμε την κοίτη ενός χειμάρρου ανάμεσα από γκρεμούς και απόκρημνα βουνά ολόφυτα από μυρτιές, αρμπαρόριζες, πικροδάφνες, ελιές, χαρουπιές, αμμόχορτα και άλλους πανέμορφους θάμνους, που φυτρώνουν εκεί σε οργιώδη αφθονία, θα είχα σίγουρα καταστραφεί οικονομικά, αν μπορούσα να δωροδοκήσω τους θάμνους να εγκαταλείψουν τον καυτό ελληνικό ήλιο για τη δροσερή αύρα του Φέρθ. Αυτός αναμφισβήτητα, χωρίς καμιά εξαίρεση, στάθηκε ο πιο μαγευτικός περίπατος που έκανα ποτέ, ακριβώς στο στυλ μου: πολύ επικίνδυνος δρόμος και κατακόρυφα βουνά. Ήταν μια θλιβερή ζεστή ημέρα κι είμαστε έφιπποι για έντεκα συνεχείς ώρες, δεν θυμάμαι να ήμουν ποτέ περισσότερο κουρασμένη. Οι οδηγοί έχασαν το δρόμο κι έτσι είχε σκοτεινιάσει πια όταν φτάσαμε στο χωριό της Επιδαύρου.
Από την περιγραφή που έδωσαν κι οι γενίτσαροι ακόμα για τη βρωμιά και τα ζωύφια στις καλύβες, προτίμησα να κοιμηθώ στη σκηνή μας, όπου βέβαια η διαμονή δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, γιατί η ζέστη ήταν αποπνικτική και η υγρασία διαπερνούσε το καραβόπανο.
Το επόμενο πρωί της 15ης Μαΐου, αφού είδαμε τα ερείπια, επιβιβαστήκαμε σε μια Σπετσιώτικη ψαρόβαρκα. Ο αντίθετος άνεμος μας εμπόδισε να αποβιβαστούμε στη νήσο Αίγινα, αλλά είδαμε τα ερείπια των ναών του Ποσειδώνα και του Πανελλήνιου Δία. Από τον πρώτο ναό σώζονται μόνον δύο κίονες και από τον άλλο, που λέγεται ότι είναι ο αρχαιότερος της Ελλάδας, είναι ορατοί εικοσιπέντε όρθιοι κίονες από κοινή πέτρα, Δωρικού ρυθμού και μεγάλων διαστάσεων. Τη νύχτα φτάσαμε στον Πειραιά και σταθήκαμε αρκετά τυχεροί: βρήκαμε στην αποβάθρα άλογα, που μας έφεραν στην Αθήνα στις οκτώ η ώρα περίπου.
Υποσημειώσεις:
* The letters of Mary Nisbet of Dirleton Countess of Elgin, Arranged by Lieut. – Colonel Nisbet Hamilton, Grant, London 1926, σ. 177. Τον Μάιο του 1801 βρίσκονταν στην Αθήνα τα πεθερικά του Έλγιν, το ζεύγος Nisbet, και ασχολήθηκαν με συλλογή αρχαιοτήτων. Πολλά λάφυρα αποκόμισαν κατά την παραμονή τους στην Αθήνα, άλλα από ανασκαφές, άλλα από αγορές και άλλα από δωρεές. Ο Bartholdy μας πληροφορεί ότι η κυρία Charlotte Hamilton Nisbet απόχτησε ένα από τα μάρμαρα πού αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές του λόρδου Aberdeen στην Πνύκα. Αυτό το μάρμαρο προοριζόταν να στολίσει ένα από τα τζάκια του μεγάρου τους (Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804…, Paris 1807, τ. Α’, σ. 160).
Ο πεθερός πάλι του Έλγιν απόχτησε τον μαρμαρένιο θρόνο του γυμνασιάρχου πού βρισκόταν στο μετόχι της Καισαριανής στην Αθήνα όπου ή κατοικία του μητροπολίτη (απεικονίζεται στο έργο των James Stuart και Nicholas Revett, The antiquities of Athens…, London 1762, τ. Γ’, κεφ. 3). Ήταν δώρο του μητροπολίτη και κατέληξε στην έπαυλη της δισεγγονής του Nisbet (Adolf Michaelis, Der Parthenon, Leipzig 1870-1871, σ. 29). Πρόκειται για τον μητροπολίτη Γρηγόριο Γ’ πού μοίραζε με μεγάλη απλοχεριά τις αρχαιότητες των ναών της δικαιοδοσίας του. Στο ημερολόγιο του Έλγιν, πού έγραψε ο γραμματέας του Hamilton, διαβάζουμε: «Ο λόρδος Έλγιν εξασφάλισε άδεια του αρχιεπισκόπου να ερευνήση το εσωτερικό όλων των εκκλησιών και μοναστηριών στην Αθήνα και τα περίχωρα για την ανακάλυψη αρχαιοτήτων. Συχνά ασκήθηκε η εξουσία του αρχιεπισκόπου για να αποσπάση ο λόρδος Έλγιν μερικά περίεργα αντικείμενα. Η έρευνα αυτή απέφερε πολλά πολύτιμα ανάγλυφα, επιγραφές, αρχαία σκιάθηρα (ηλιακά ημερολόγια), μαρμάρινο θρόνο γυμνασιάρχου με τις μορφές του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα με εγχειρίδια και τον θάνατο της Λεαίνης» (Memorandum on the subject of the Earl of Elgin’s pursuits in Greece, Edinburgh 1811, σ. 32).
** Ο Βλασσόπουλος ενεργούσε ανασκαφές στην περιοχή για λογαριασμό του Έλγιν. Επιστολή του επικεφαλής των συνεργείων της λεηλασίας Lusieri προς τον Έλγιν (4 Ιουλίου 1804) αναφέρει ότι πλήρωσε 655 γρόσια στον Βλασσόπουλο για τις ανασκαφές στον τάφο του Αγαμέμνονα (Ιω. Γεννάδιου, Ο λόρδος Έλγιν και οι προ αυτού ανά την Ελλάδα και τας Αθήνας ιδίως αρχαιολογήσαντες επιδρομείς 1440-1837, Έν Αθήναις 1930, σ. 11 σημ. 23).
***Να περιφρονήσουν τους ανταγωνιστές τους, τους Γάλλους δηλαδή, πού εποφθαλμιούσαν τα γλυπτά και έχασαν από τα χέρια τους την ευκαιρία εξ αίτιας της εισβολής του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο.
**** Η ρίψη του Τζιρίτ ήταν τρόπος διασκέδασης των Μωαμεθανών. Το Τζιρίτ ήταν ένα ευθύ λευκό ραβδί, κατά τι λεπτότερο από τη λαβή μιας ομπρέλας, και κυρτό στην άκρη. Δεν ήταν αγώνισμα εντελώς ακίνδυνο καθώς ένα κτύπημα στο κεφάλι μ΄ αυτό μπορούσε να αποβεί μοιραίο.
Πηγές
- Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1810-1821», τόμος Γ2, Πέμπτη Έκδοση, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 1997.
- Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν, «Πως λεηλατήθηκαν τα γλυπτά από τις μετόπες του Παρθενώνα», Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα, 1989.
Παραδοσιακά επαγγέλματα του Αχλαδοκάμπου Αργολίδας
Posted in Αργολίδα, Λαογραφικά Αργολίδας, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Ελαιοτριβεία, Λαογραφία, Παραδοσιακά επαγγέλματα, Παραδοσιακά επαγγέλματα του Αχλαδοκάμπου Αργολίδας, Πελοπόννησος, Χάνια on 19 Ιουλίου, 2010| 1 Comment »
Παραδοσιακά επαγγέλματα του Αχλαδοκάμπου Αργολίδας
Χάνια του Αχλαδοκάμπου
Ο Αχλαδόκαμπος από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν το κεντρικό πέρασμα του δρόμου μεταξύ Άργους – Τρίπολης. Στα χρόνια αυτά δούλευαν τα χάνια για να εξυπηρετούν τους περαστικούς αλλά και τα τούρκικα στρατεύματα που περνούσαν. Τα χάνια αυτά ήταν:
Το χάνι στο Νταούλι ήταν στην παλιά Καζάρμα και ανήκε στην οικογένεια του Αντωνόπουλου ή Ζυγούρη. Όταν ο δρόμος άλλαξε και περνούσε από τον Κολοσούρτη εγκαταλείφθηκε.
Το χάνι του Αγά Πασά στη σημερινή θέση Παλιόχανο. Ανήκε στην οικογένεια Αντωνόπουλου – Ζυγούρη. Στα χρόνια της επανάστασης έπαιξε σημαντικό ρόλο περιθάλποντας αγωνιστές αλλά και σαν σημείο συνάντησης των οπλαρχηγών.
Το χάνι Του Γαλή, στο Μονόπορι στο σημείο που έχει σήμερα η οικογένεια Γαλή κτηνοτροφική μονάδα. Ήταν σταυροδρόμι και έπιανε τους διαβάτες που πήγαιναν από το γύρο αλλά και το Παρθένι.
Το χάνι του Κουμπαρούλια, είναι στη θέση Κουμπαρούλια. Ήταν μικρό αλλά ζεστό και πρόσφερε στους περαστικούς βραστό αλλά είχε και τζάκι για τους χειμερινούς μήνες.
Τα Σκουραίικα χάνια, στο κάτω μέρος του χωριού η οικογένεια Ψυχογιού διέθετε χάνι με φαγητό και στάβλους για τα ζώα των αγωγιατών.
Τα Μαρουτσαίικα χάνια, δίπλα από τα Σκουραίικα ήταν τα Μαρουτσαίικα με την ίδια εξυπηρέτηση.
Όταν έγινε η χάραξη του νέου δρόμου από τον Κολοσούρτη και δειλά δειλά άρχισαν να περνούν τα πρώτα αυτοκίνητα συγχρόνως με τα κάρα και τα ζώα, άρχισαν να λειτουργούν νέα χάνια. Αυτά ήταν:
Το χάνι του μπάρμπα Θόδωρου, Θεόδωρος Ψυχογιός και στην συνέχεια ο γιος του Λευτέρης έχοντας και βενζινάδικο.
Το χάνι του Κοκού, ανήκε στην οικογένεια Ανδρέα Αναγνωστόπουλου ή Κοκανδρέα. Από εκεί πέρασαν πάρα πολλοί χανιάτορες, όπως η Γιαννούλα Αναγνωστοπούλου, Χρίστος Σούλαρης ή Ντούλας, Γιάννης Σφονδύλης ή Ψαρής, Γεώργιος Ψυχογιός ή Τσεκούρας.
Το χάνι Πλατάνια, δούλευε σαν εστιατόριο από την οικογένεια Αναγνωστοπούλου για παρά πολλά χρόνια. Έκλεισε όταν ο δρόμος πέρασε πάνω από το χωριό.
Το χάνι του Κουφού, ανήκε στην οικογένεια του Τάκη Αναγνωστόπουλου ή Κουφογιαννότακη. Υπέροχη θέα του Αργολικού αλλά και σημείο ξεκούρασης των φορτηγατζήδων μετά την δύσκολη ανάβαση του Κολοσούρτη.
Όταν ο δρόμος που περνούσε μέσα από το χωριό κόπηκε για να περάσει στο πάνω μέρος, τότε άνοιξαν δύο χάνια στα Λυκάλωνα. Το πρώτο ήταν το Πολυβολείο στο κτίριο του πολυβολείου το οποίο διαχειριζόταν ο Δημήτριος Σκούμπης από Σκαφιδάκι.
Το άλλο ήταν απέναντι και το δούλευαν οι οικογένειες Ευάγγελου Αναγνωστόπουλου και Κων/νου Μπονώρη. Όλα τα προαναφερόμενα χάνια είναι κλειστά σήμερα και πολλά είναι ερείπια.
Ελαιοτριβεία
Όσο αυξάνονταν οι ελιές στην περιφέρεια του Αχλαδόκαμπου, τόσο η ανάγκη να βγαίνει το λάδι γρήγορα και καλό γινόταν επιτακτική. Τα ελαιοτριβεία ξεκίνησαν σιγά-σιγά να ξεπηδούν σαν μανιτάρια. O γερο-Λαγγής ο Γεραμάς είχε ένα ελαιοτριβείο χειροκίνητο και οι πέτρες γύρναγαν με άλογα. Αυτό το αγόρασε ο παπάς Αντωνόπουλος και αργότερα το κληρονόμησε ο Ελευθέριος Παπαντωνόπουλος και έκανε συνέταιρο τον Τσιφόρο. Λειτούργησε ως το 1932.
Μετά έγινε Εταιρεία Παπαντωνόπουλος – Βέρος – Κουτούζος και άλλοι αγόρασαν του Βέρου το παλιό ελαιοτριβείο, το οποίο αργότερα εκσυγχρονίστηκε και δούλευε με πετρελαιομηχανή, εκσυγχρονίστηκε σε φυγοκεντρικό αλλά σταμάτησαν να το δουλεύουν. Κάτω από του Βέρου στο κτίριο του Θρασύβουλου, άνοιξε ένα ελαιοτριβείο Θρασύβουλος – Τζιφόρος – Γιάννης Ψυχογιός (Κουταλιανόγιαννης).Λόγω όμως δικαστικών έριδων δεν δούλεψε πολλά χρόνια και πουλήθηκε στην Ανδρίτσα.
Στου Σουκανά το μαγαζί το οποίο είναι θόλος ήταν ελαιοτριβείο το Παραβάντη και Κολόκα. Αργότερα έκλεισε και ο Παραβάντης άνοιξε μαζί με άλλους συνεταίρους της οικογένειας το Παραβαντέικο. Αυτό λειτούργησε με πετρελαιομηχανή, ο δε Σπύρος Παραβάντης (μπρούκλης) ήταν ο πρώτος που έφερε το υδραυλικό πιεστήριο, με το οποίο δούλευε μέχρι τελευταία που έκλεισε.
Ο Στρατής Ψυχογιός είχε και αυτός ένα καλό ελαιοτριβείο που λειτούργησε για πολλά χρόνια. Έκλεισε γύρω στα 1957 όταν έγινε το συνεταιρικό.
Το 1958 έγινε ένα υπερσύγχρονο συνεταιρικό ελαιοτριβείο με διαχωριστήρες και υδραυλικά πιεστήρια. Για πρώτη φορά ο Αχλαδόκαμπος έφαγε λάδι καθαρό και διαυγές. Το συνεταιρικό λειτουργεί τώρα με φυγοκεντρικό σύστημα που σημαίνει πιο γρήγορη έκθλιψη των ελιών άρα καθαρότερο λάδι καλύτερη τιμή. Το 1974 στην περιοχή Λούτσα κτίστηκε από τον Β. Σελλή, Αθ. Ντρούλια, Διαμαντή Χιώτη, Αριστ. Ντούσια σύγχρονο ελαιοτριβείο το οποίο τώρα λειτουργεί με φυγοκεντρικό σύστημα.
Ταβέρνες
Σε μια κοινωνία από φύση με ανθρώπους γλεντζέδες και καλοκάγαθους, η οποία απέχει 30 χιλιόμετρα από τις μεγάλες πόλεις φυσικό ήταν ο κόσμος να ζητά τρόπους να ξεσκάει, να γλεντάει, να το ρίχνει έξω όπως έλεγαν. Στην μακραίωνη ιστορία του χωριού λειτούργησαν πάμπολλες ταβέρνες – στέκια που πήγαινε ο καθένας και έπινε μισή οκά κρασί και αν δεν είχε το πενηνταράκι του έλεγε του ταβερνιάρη, γραφτό και θα δούμε. Στη συνέχεια παρατίθενται οι ταβέρνες με το όνομα του ιδιοκτήτη και το παρατσούκλι που έγιναν γνωστές.
• Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας) λειτούργησε στο ισόγειο του σπιτιού του Σουλαρόγιαννη.
• Δημοσθένης Μιχαλάκης (Δάσκαλος) στο σπίτι που κατέχει ο χρ. Αράλης.
• Γεώργιος Π. Ντούσιας (Σουκανάς) στην αρχή είχε απέναντι από το σταθμό μικρομάγαζο. Από εκεί ήλθε στο χωριό και αγόρασε το κτίριο που κατέχει η οικογένεια μέχρι σήμερα. Πριν το αγοράσει ήταν ελαιοτριβείο που κατείχε ένας Παραβάντης και ένας Κολόκας. Το έκανε ταβέρνα και επάνω έκτισε σπίτι.
• Γεώργιος Συρεγγέλας ήλθε από τα Αγιωργίτικα σώγαμπρος και έκανε περιουσία. Το μαγαζί του λειτούργησε σα μπακάλικο – ταβέρνα – τυροκομείο.
Παναγιώτης Σιαμπάνης, (Νιουκούτας).
• Θεόδωρος Χιώτης με συνεχιστή το γιο του Δημήτριο.
• Ιωάννης Σφονδύλης (Ψαρής) και Ευστράτιος Γκάβας είχαν ταβέρνα καταρχήν στο Αντωνοπουλέικο υπόγειο και μετά στο χάνι του Κοκού.
• Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστας) το καφενείο του σταθμού.
• Επαμεινώνδας Κούρτης (Παμίνης) κατ’ αρχάς είχε στο σταθμό απέναντι από τον Νταβιλά και αργότερα ήλθε στο χωριό και έκτισε δικό του και λειτούργησε μέχρι που έφυγε για την Αμερική.
• Γεώργιος I. Μαντής στην αρχή είχε ταβέρνα μπακάλικο στου Παπουτσή και αργότερα έχτισε δικό του όπου λειτουργεί από τους κληρονόμους του.
• Νικόλαος Νταβιλάς σώγαμπρος από την Δημητσάνα, τύπος κλασσικός άφησε εποχή με τα αστεία του αλλά και με τα γλέντια που έγιναν στο μαγαζί του.
• Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας) το πρώτο του ήταν το χαλκείο το οποίο ονομάστηκε έτσι από τον γέρο Έμορφο. Εννοούσε ότι χαλκεύουν τις ειδήσεις δηλαδή κατασκευάζουν τα νέα κατά τη θέλησή τους.
• Γεώργιος Αργύρης (Λούπης) είχε στο υπόγειο του σπιτιού για λίγα χρόνια μια μικρή ταβερνούλα με κρεμμύδι ελιά και το κατοστάρι.
• Κων/νος Σελλής (Κω) ταβέρνα-μπακάλικο στο κτίριο του γέρο-Στράτη Ψυχογιού.
• Ιωάννης Ψυχογιός (Χαϊδακόγιαννης) στο ισόγειο και είχε τρία τραπέζια και δύο βαρέλια κρασί και κάθε βράδυ έπιναν οι φίλοι.
• Παρασκευάς Παράσχος (Τσεβάς) φραγκοράφτης, ταβερνιάρης, πτηνοτρόφος μέχρι που έφυγε οικογενειακώς για Αμερική.
• Ηλίας Σελλής (Κατσεπολιάς) ταβέρνα στου Τσιάγκου το ρέμα. Πρώτος έφερε το ηλεκτρόφωνο να γλεντάει η νεολαία. Κατέληξε στο δικαστήριο γιατί έπαιζε το ηλεκτρόφωνο αργά την νύχτα, και ένας πατριώτης που ερωτήθηκε από τον δικαστή είπε: «Το ‘λεγε πικρά, κύριε πρόεδρε».
• Παναγιώτης Τσεκές μικρή ταβερνούλα στο πέρα χωριό.
• Δημήτριος I. Λαθούρης (Γριτζιάνης), όταν έφυγε από του Παπουτσή ο Γιώργης Μαντής διατήρησε ταβέρνα για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε ο αδελφός του Γεώργιος για Αμερική και κράτησε του αδελφού του το μαγαζί.
• Ευστράτιος Γκάβας στου Σουκανά το μαγαζί για πολλά χρόνια.
• Γεώργιος Ψυχογιός (Τσεκούρας) κατ’ αρχήν τσαγκάρης στου Λευτέρη του Μαντή και μετά άνοιξε το χάνι του Κοκού. Από εκεί, το χάνι του μπαρμπα-Θόδωρα. Ακολούθως όταν έφυγε ο Στρατής από τον Σουκανά ανακαίνισε το κτίριο και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του.
• Πετράκης Παναγιώτης, μικρή ταβερνούλα με το όνομα Μαρίτσα. Είχε ψιλικατζίδικο-μπακάλικο-μανάβικο.
• Μαντής Νικόλαος (Γκαρλονικολάκης) στου Παπουτσή είχε ταβέρνα για αρκετά χρόνια. Το καλοκαίρι έβγαζε και τραπεζάκια στις μουριές του Βέρου.
•Τζούρας Τάκης και Γιάννης, στην αρχή το παπουτσέικο στο σταθμό και μετά στου Γιάννη Καρβελά το ισόγειο διέθεταν άφθονο οίνον μετά ελαιών. Την Κατοχή πούλαγαν και ξυλοκάρβουνα.
• Ελευθέριος Ντρούλιας (κατσικόψοφος), στο υπόγειο του Βέρου το ελαιοτριβείο.
• Ιωάννης Ματζαβράκος (Φαρμάκης).
• Δημήτριος Ψυχογιός (Πέσης), στο ισόγειο του σπιτιού του είχε ταβερνάκι και κάπου-κάπου έψηνε καμιά γουρνοπούλα.
• Ανδρέας Ντρούλιας, πρώτα είχε μαζί στου Καρβελά Ιωάννη μετά στου κουνιάδου του Παναγιώτη Τζούρα, εν συνεχεία κατέβηκε στον Παρασκευά Παράσχου και στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στου Φαρμάκη μέχρι θανάτου του.
• Τζιφόρος Στέλιος στο υπόγειο του σπιτιού του.
• Βασίλειος Χωματάς (Μπίλης), ταβέρνα – μπακάλικο.
• Σπύρος Σελλής (Κουτσοσπύρος), άλλη μια ταβέρνα που δούλευε εποχιακά. Μετά την Κατοχή δεν δούλεψε για πολύ και πέρασε και αυτή στο περιθώριο.
Μηχανές Καθαρισμού του Σιταριού
Λόγω του ότι στο σιτάρι μέσα υπήρχε το ζιζάνιο ήρα και οι άνθρωποι και τα ζώα όταν έτρωγαν ζαλίζονταν, ορισμένοι κάτοικοι του χωριού αγόρασαν μηχανές καθαρισμού «για να ξεχωρίζουν την Ήρα από το σιτάρι», τις οποίες χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά στον καθαρισμό. Πρώτος ήταν ο Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος, ο οποίος λέγεται ότι πήγε στην Λάρισα να την φέρει. Ακολούθησαν δε οι Κων/νος Αθανασούλιας, Νικόλαος Στέργιος, Ιωάννης Καρβελάς (Μαλιόγιαννης)
Τυροκομεία
Τα μεγάλα δάση που υπάρχουν στην περιφέρεια Αχλαδοκάμπου ευνοούν την κτηνοτροφία. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γύρω τις 50.000 γιδοπρόβατα. Στα χρόνια της κατοχής από την πείνα και τις αρπαγές έμειναν γύρω στις 10.000. Το 1960 είχε γύρω τις 20.000. Η ανάγκη του κτηνοτρόφου, λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου να διαθέσει το γάλα του, επέβαλε σε πολλούς τυροκόμους να φτιάξουν τα τυροκομιά τους κοντά στις κτηνοτροφικές μονάδες. Τέτοια μεγάλα τυροκομεία ήταν στα Νερά του Σπυρόγιωργη όπως τον έλεγαν και είχε τυροκόμο τον Βασίλη Κρίγκο. Την διαχείριση δε του τυροκομείου την είχε ο Γεώργιος Σελλής (Τσιγκογιώργης).
Άλλο τυροκομείο ήταν στο χάνι του Κουμπαρούλια, το οποίο διαχειριζόταν ο Γεώργιος Παραβάντης (Λουμπογιώργης). Ο Γεώργιος ο Συρεγγέλας ίσως είχε το μεγαλύτερο τυροκομείο στο σπίτι του στη σημερινή πλατεία. Σε αυτόν έφερναν οι κτηνοτρόφοι και το τυρί πηγμένο με το τυρόξυλο. Βέβαια από όλους τους μεγάλους τυροκόμους υπήρχε τρομερή εκμετάλλευση διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και τους έλεγαν : αν θέλεις τόσο η οκά αλλιώς βρες αλλού.
Ο Ανδρέας Ντρούλιας με τον Παναγιώτη Τζούρα είχαν τυροκομείο στου Παν. Τζούρα το σπίτι.
Όταν άνοιξε το συνεταιρικό τυροκομείο όλα όσα υπήρχαν έκλεισαν και λειτούργησε αυτό για κάμποσα χρόνια. Αργότερα έκλεισε για διάφορους λόγους και από τότε το γάλα το δίνουν σε διάφορους τυροκόμους εκτός Αχλαδοκάμπου.
Πτηνοτροφεία
Τη δεκαετία του ’60 υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα σε αυγά και κοτόπουλα. Οι τράπεζες έδιναν εύκολα δάνεια σε όσους ήθελαν ν’ ανοίξουν πτηνοτροφείο. Όταν όμως σταμάτησε η αγορά να ζητά, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτούς που είχαν πάρει δάνεια. Δεν υπήρχε εισόδημα άρα και τρόπος πληρωμής του δανείου. Περισσότεροι από αυτούς αναγκάστηκαν και ξενιτεύτηκαν στην Αμερική για να γλιτώσουν τα ακίνητα που είχαν βάλει υποθήκη.
Ηλίας Σελλής – Κατσεπολιάς
Απόστολος Γκαμίλης – Τράκας
Χρήστος Παναγάκης – Μαούνας
Δημήτριος Μερίκας
Παναγιώτης Ντρούλιας – γιατρός
Γεώργιος Ντούσιας – Ζολογιώργης
Αντώνιος Αντωνόπουλος – Σπυράντωνας
Δημήτριος Λάμπρος – Λόντος
Βασίλειος Ντρούλιας
Παρασκευάς Παράσχος – Αντριανοτσεβάς
Ελευθέριος Μαντής
Εμπορικά
Από έλλειψη μεταφορικών μέσων τις ανάγκες του χωριού σε υφάσματα και άλλα είδη εμπορίου τα κάλυπταν τα εμπορικά μαγαζιά των:
Βασίλη Σιαμπάνη
Ιωάννη Αρ. Ντούσια (Εμπορόγιαννης)
Νικ. Σελλή (Τσαγκαρόνικας)
Κων/νου Μπονώρη (Κωστέλης)
Αλωνιστικές μηχανές
Η συνεχής αύξηση της παραγωγής σιτηρών και επειδή ο αλωνισμός στα αλώνια ήταν απαρχαιωμένος αγοράστηκαν αλωνιστικές μηχανές για γρήγορο και καλύτερο αλωνισμό. Την πρώτη μηχανή αγόρασε ο Νίκος Φλεβάρης , Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος και ο Καλκούνος. Όταν αυτή πάλιωσε ο Φλεβάρης αγόρασε μόνος μια και συνέχισαν τα παιδιά του. Αργότερα αγοράστηκε από τον Χρήστο Γαλή και Θανάση Καμπούρο.
Ο Θανάσης Ντρούλιας με τον Αριστείδη Ντούσια αγόρασαν αλωνιστική μηχανή την οποία δούλεψαν αρκετά χρόνια. Τώρα αναπαύεται κοντά στο νεκροταφείο και θυμίζει ότι εκεί ήταν η μεγαλύτερη στάση αλωνιστικής μηχανής με τον μπάρμπα Γιαννάκο φύλακα.
Μύλοι
Το σιτάρι έπρεπε να αλεστεί, νερό υπήρχε για να γυρίσει νερόμυλους, για το λόγο αυτό φτιάχτηκαν πολλοί από αυτούς. Όπως του Παπαντωνόπουλου Ελευθερίου μαζί με τον Πάνο τον Καγκλή, του Χατζάρα ο Μύλος μαζί με τον Παναγιώτη Φιφλή. Του Κατσιάμη ο μύλος, Αθαν. Κατσικαντάμης και αργότερα συνέταιρος ο Αντ. Σκούμπης. Του Λούπη ο μύλος. Αγοράστηκε από τον Γ. Αργύρη (Λούπη), Γεώργιο Σελλή (Τσιγκογιώργη) από την Μονή των Βαρσών.
Του Μελιόκωτσα ο μύλος ανήκε στον Νάτσιο και Τσιάγκο (Παναγάκης Κώστας). Από αυτούς το αγόρασε γύρω στο 1930 ο Μελιόκωτσας και έβαλε μυλωνά τον Γεώργιο Μερίκα, ο οποίος με το μυαλό που διέθετε κατάφερε να φτιάξει με την φτερωτή του μύλου κορδέλα να σχίζει ξύλα. Επίσης με μια γεννήτρια και αυτή με την φτερωτή φώτιζε όλες τις εγκαταστάσεις και τον περίβολο του μύλου. Ένας ακόμη μύλος είναι ο παλιόμυλος που χρονολογείται από τους βυζαντινούς χρόνους. Στο πλατάνι υπάρχουν υπολείμματα μιας κρέμασης από μύλο άγνωστης χρονολογικής περιόδου. Στο πέρα χωριό πάνω από την Αγία Κυριακή οι κάτοικοι του πέρα χωριού είχαν φτιάξει ένα μικρό μύλο για τις ανάγκες τους. Επειδή το νερό ήταν λίγο είχαν φτιάξει δεξαμενή που το μάζευαν για να μπορούν να αλέσουν άνετα.
Σαμαράδες – Σαμαρτζήδες
Πριν από την έλευση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων τις αγροτικές εργασίες τις έκαναν τα ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και πιο παλιά βόδια. Τα ζώα αυτά είχαν ανάγκη από τα σαμάρια. Το χωριό πριν το 1940 πρέπει να είχε γαϊδουρομούλαρα και άλογα πάνω από 800. Με την επίταξη από τον στρατό ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Μετά τον πόλεμο άρχισε πάλι ο αριθμός να αυξάνει είτε από αγορά στο πανηγύρι της Τεγέας είτε από αυτά που έστειλαν οι συγγενείς των Αμερικανών.
Πρώτος και καλύτερος σαμαρτζής ήταν ο Γιώργης Μερίκας. Άλλος ήταν ο Γιώργης Μαντής (Γκάρλας). Αργότερα ήλθε σώγαμπρος από το Καστρί, ο Χρήστος Περεντές, ο οποίος ήταν εξαιρετικός μάστορας και σαμάρωσε τα τελευταία ζώα του χωριού.
Ο Αντώνης Γκαμίλης συγχρόνως με το ξυλουργικό επάγγελμα ασχολήθηκε με την τέχνη του σαμαρτζή. Ο Γιάννης Μπόγρης καλός μάστορας δούλευε στο υπόγειο του Χιώτη για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε για την Αυστραλία. Τώρα τη θέση των ζώων έχουν πάρει τα μηχανοκίνητα. Την θέση των σαμαρτζήδων τα συνεργεία και την θέση του παχνιού τα βενζινάδικα.
Κεραμοποιείο
Στην Πηνίκοβη για μερικά χρόνια λειτούργησε κεραμοποιείο για την κατασκευή μόνο κεραμιδιών. Ιδιοκτήτης ήταν ο γερο – Πάνος Αντωνόπουλος. Λόγω όμως της κακής ποιότητος του χώματος δεν μπόρεσε να προχωρήσει η επιχείρηση και έκλεισε. Όταν ρώταγαν τον γερο – Πάνο αν είναι γερά τα κεραμίδια έλεγε: «Για το καλοκαίρι είναι καλά, το χειμώνα θέλουν σκέπασμα».
Τελάλης
Πριν έλθει το ρεύμα στο χωριό και πριν τοποθετηθεί μικροφωνική συσκευή στην εκκλησία με μεγάφωνο στο καμπαναριό, υπήρχε ο τελάλης του χωριού και ήταν ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας). Όταν υπήρχε ανακοίνωση έβγαινε στου Βέρου τις μουριές με το χωνί και φώναζε «Ακούστε ρε, ο τάδε έχασε μια προβατίνα» ή ότι υπήρχε μια ανακοίνωση του προέδρου για προσωπική εργασία ή ακόμη του νεροκράτη να ποτίσουν τα αραποσίτια.
Μετά τον πόλεμο το «ρε» αντικαταστάθηκε με το ευρωπαϊκό «Κύριοι». Ήταν τόσο σημαντικός ο τελάλης που ρώταγαν αν το τάδε νέο, το είπε το χωνί; Ο τελάλης πληρωνόταν σε είδος. Μετά τον αλωνισμό γύρναγε στο χωριό με το γαϊδουράκι και έπαιρνε από κάθε σπίτι ένα σακουλάκι σιτάρι ιδίου μεγέθους από όλους. Πολλοί ήταν τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε αυτό το σακουλάκι. Ο γερο-Βασίλης το παράβλεπε και έφευγε.
Τσιπουριστές
Τα αμπέλια στο χωριό πολλά, τσιπουριές λίγες. Οι γείτονες έπαιρναν ο ένας του άλλου την τσιπουριά αλλά και πάλι δεν πρόφταιναν. Ο Θανάσης Παράσχος ή Σιούλης και ο Σπύρος Φλούτσης ή Συνεργείο ανέλαβαν την εποχή του τρύγου να γυρνούν στο χωριό με την τσιπουριά πάνω στο γαϊδούρι να τσιπουρίζουν τα σταφύλια. Ποιος δεν θυμάται τα αστεία με τον Θανάση ή ποιος δεν θυμάται τα ποιήματα του Θανάση τα τραγούδια του, τα τροπάρια.
Αυτές οι εποχές έφυγαν χωρίς επιστροφή. Ο ρομαντισμός τα καλαμπούρια έδωσαν τη θέση τους στην «Λάμψη», «Καλημέρα ζωή» και τόσες άλλες σαπουνόπερες της τηλεόρασης.
Αγανωτές – Φαναρτζήδες
Τα πιο παλιά χρόνια οι άνθρωποι για να τρώνε χρησιμοποιούσαν τα ξυλοκούταλα και τις τσανάκες για πιάτα, τα σαγόνια και τα πήλινα τσουκάλια για κατσαρόλες. Αργότερα έφτιαχναν τα χαλκώματα για κουζινικά σκεύη τα οποία έπρεπε από μέσα να τα περνούν με καλάι ή κασσίτερο όπως το λένε, για να μην είναι δηλητηριώδη. Τα κουτάλια – πιρούνια – μαχαίρια ήταν από λαμαρίνα σκληρή, η οποία έπρεπε για να μην σκουριάζει να βαφτεί με καλάι. Τη δουλειά αυτή την είχαν αναλάβει οι αγανωτήδες, οι οποίοι είχαν ειδικά εργαλεία που αγάνωναν τα μαχαιροπήρουνα και ειδικό καμίνι για το αγάνωμα των χαλκωμάτων.
Στο χωριό έρχονταν πλανόδιοι αγανωτές, οι οποίοι έμεναν σε ένα σπίτι και γύρναγαν στο χωριό και μάζευαν τα χαλκώματα. Τα πιο δύσκολα ήταν τα καζάνια τα οποία ήθελαν μεγάλη φωτιά και γρήγορο πέρασμα με το καλάι. Οι ίδιοι αγανωτές πολλές φορές ήταν και φαναρτζήδες όπως τους έλεγαν, γιατί έφτιαχναν φανάρια λαδιού λαδικά, χωνιά, τρίφτες και άλλα. Εκτός από τους πλανόδιους στο χωριό ήταν μόνιμος μέχρι το θάνατό του ο Σπύρος Φλούτσης (συνεργείο). Άλλος ήταν ο Βασίλης Τσιάλτας ο οποίος έμεινε για μερικά χρόνια και αργότερα έφυγε.
Ξυλουργοί
Ξυλουργούς καλούς είχε το χωριό μας που δούλευαν το ξύλο με μεράκι και μαεστρία. Έσχιζαν τα ξύλα με τον καταράχτη, τα πλάνιζαν με την χειροπλάνη, τα σκάλιζαν με το σκαρπέλο και όλα αυτά γιατί αγαπούσαν το ξύλο και μίλαγαν με αυτό.
Ο Γιώργης ο Μερίκας στου Μελιόκοτσια το μύλο προσπάθησε να φτιάξει καινούρια τεχνολογία φτιάχνοντας κορδέλα με την φτερωτή του μύλου. Τα κατάφερνε για αρκετά χρόνια αλλά τα χρόνια είχαν βαρύνει τους ώμους του και δεν δούλεψε πολύν καιρό.
Ο Μέγγος ο Κώστας, άριστος τεχνίτης. Ο Μυτηλινός Κώστας, ξεκίνησε κοντά στον Μερίκα ξυλουργός αλλά αργότερα έγινε εργολάβος οικοδομών.
Ο Σταύρος Γκαμίλης, γνώστης της τέχνης προσπαθώντας να τα φτιάχνει γρήγορα πολλές φορές έκανε λάθη. Πολλά αστεία λέγονταν από το στόμα του τα οποία ίσως δεν ξεχαστούν ποτέ. Ο Αντώνης Γκαμίλης, πρώτος έφερε τα καινούρια μηχανήματα ξυλουργού τα οποία τα κινούσε πετρελαιομηχανή λόγω του ότι δεν είχε έλθει στο χωριό το ρεύμα. Κοντά του έμαθαν την τέχνη του ξυλουργού και ασκούν το επάγγελμα ακόμη οι Γεώργιος Κωστάκης (Ρήγας), Κώστας Στέργιος, Διαμαντής Κατσούδας. Μαζί με τον Αντώνη Γκαμίλη δούλευε και ο αδελφός Παναγιώτης που αργότερα έφυγε από το χωριό και εξάσκησε το επάγγελμα του ξυλουργού στην Αθήνα.
Λιθαράδες
Τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από Λαγκαδιανούς τεχνίτες. Σιγά – σιγά όμως οι πρώτοι Αχλαδοκαμπίτες τεχνίτες, χτίστες λιθαριού έκαναν την εμφάνισή τους.
Πρώτα έχτισαν τα δικά τους σπίτια και μετά κατ’ επάγγελμα. Ο Ζιολοβασίλης, Βασίλειος Ντούσιας, ήταν από τους πρώτους λιθαράδες. Ο μπάρμπα Μήτσος ο έμορφος υπέροχος λιθοξόος (πελεκητής λιθαριού). Ακόμα θαυμάζουμε τα αγκωνάρια στο σπίτι του. Η αυλή του, τα πέτρινα τραπέζια του, όλα αυτά δικά του κατασκευάσματα. Ο Νικόλαος Παράσχος, (Καλιάνας) πελεκητής αγκωναριών.
Αυτός τους χειμερινούς μήνες που δεν υπήρχαν αγροτικές δουλειές πήγαινε με τα γαϊδουράκια και έβγαζε δέκα-δέκα λιθάρια και τα πήγαινε στο σπίτι του στο υπόγειο. Εκεί τα πελέκαγε, τα έκανε αγκωνάρια και τα έβαζε στην άκρη. Την άνοιξη που άνοιγαν οι δουλειές όπως έλεγαν πούλαγε τα αγκωνάρια στους ιδιοκτήτες που ήθελαν να χτίσουν σπίτι. Την τέχνη αυτών των δύο μαστόρων του Έμορφου και του Καλιάνα δεν την έμαθε κανένας τόσο καλά.
Άλλοι χτίστες που άφησαν εποχή στο χωριό ήταν ο Ανδρέας Ντούσιας, Παναγιώτης Ντούσιας, Γεώργιος Λαθούρης, Βαγγέλης Θωμάς, Βασίλης Τσερμπές, Παναγιώτης Μαντής, Γιάννης Καζακλής, Αναστάσιος Αναγνωστόπουλος (Ντούβρης). Αυτοί ήταν η νεότερη γενιά χτιστών τους οποίους παραγκώνισε η τεχνολογία του τούβλου και του τσιμεντόλιθου. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα καλαμπούρια που γίνονταν από αυτούς τους ανθρώπους όταν έχτιζαν ένα σπίτι. Όλη η γειτονιά στο πόδι για να ακούσουν τι θα πουν να το μεταβιβάσουν στους άλλους.
Κοφινάδες
Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα καλύπτονται από μηχανικά μέσα δηλαδή τελάρα ξύλινα, κλούβες πλαστικές, τελάρα χάρτινα και άλλα. Τα παλιά χρόνια τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν.
Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά τα αυγοκόφινα, τα πανέρια, τα λιθαροκόφινα, τα χεροκόφινα, τα πολυτάρια ή κόφες που ήταν και πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούντο για τον τρύγο κυρίως. Οι ψωμοκοφίνες ήταν κοφίνια σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό και έβαζαν μέσα το ψωμί. Ακόμα οι κοφινάδες έπλεκαν και τις μεγάλες γυάλινες μποτίλιες, νταμιζάνες, για να μη σπάζουν. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στο χωριό οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο και μόνο ερασιτεχνικά τώρα ασχολείται κανένας από αυτούς τους παλιούς κοφινάδες.
Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν από καναπίτσες μετά τον Ιούλιο τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά τον θέρο και αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη που τελείωνε και ο τρύγος και δεν είχαν περάσει τα κοφίνια. Τα παλιά χρόνια κάθε Σάββατο οι κοφινάδες του χωριού πήγαιναν τα κοφίνια στην Τρίπολη στο παζάρι για πούλημα. Στην αρχή πριν κυκλοφορήσουν τα φορτηγά αυτοκίνητα τα πήγαιναν από βραδύς με τα άλογα – μουλάρια – γαϊδούρια, ό,τι είχε ο καθένας. Αργότερα τα πήγαιναν στου μπάρμπα-Θόδωρου το χάνι και πέρναγαν τα φορτηγά και αντί ναύλου τα μετέφεραν στην Τρίπολη.
Οι οικογένειες που για γενιές άσκησαν το επάγγελμα του κοφινά και με αυτό το επάγγελμα μεγάλωσαν παιδιά έκαναν και περιουσία είναι:
Οι Στεργαίοι: το επάγγελμα η οικογένεια αυτή το ασκούσε μετά τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι την δεκαετία του 70. Κύριος τόπος εργασίας ήταν η Πηνίκοβη που το συνδύαζαν με την καλλιέργεια αραποσιτιού και περιβολιών.
Οι Γκαβαίοι ανήκαν στην οικογένεια Διολίτση. Όταν ξεχώρισαν από τους Διολιτσαίους με το όνομα Γκάβας άρχισαν να ασχολούνται με τα περιβόλια – αραποσίτια και το πλέξιμο των κοφινιών στη Φλεβίτσα. Εκεί έχτισαν πέτρινο καλύβι και πέτρινη στέρνα, για να μουσκεύουν τις βέργες και τα καλάμια και τους θερινούς μήνες έμεναν κυρίως εκεί οικογενειακώς.
Άλλη οικογένεια είναι οι Μπετσαίοι. Από το γέρο-Χρίστο το Μπέτσιο και πιο μπροστά, όλη η οικογένεια αρσενικοί και θηλυκοί ασκούσαν το επάγγελμα του κοφινά συγχρόνως και με άλλες ασχολίες. Οι Μπετσαίοι έπλεκαν στο σπίτι τους στο πέρα χωριό. Εκεί έξω στην αυλή κάτω από την σταφύλια για ίσκιο από το φώτημα της ημέρας μέχρι που βάραγε ο εσπερινός δεν σταμάταγε το εργοτάξιο «Μπέτσιος και υιοί» να δουλεύει.
Η οικογένεια Μαντή και αυτοί στο πέρα χωριό ασκούσαν το επάγγελμα. Λεπτολόγοι στην δουλειά τους πούλαγαν πιο εύκολα τα κοφίνια γιατί όχι ότι ήταν πιο γερά απλά ήταν πιο όμορφα και ντελικάτα. Ο Θοδωρής ο Σταυράκης έφτιανε και αυτός κοφίνια άλλα ήταν μόνος του και δεν μπορούσε να φέρει βόλτα όλες τις υποχρεώσεις του κοφινά.
Κοφινάς σήμαινε εγκαταλείπω για μήνες τις άλλες αγροτικές εργασίες και καταπιάνομαι μόνο με αυτό. Τότε υπήρχε έξαρση στο φύτεμα ελιών. Αν δεν είχες ανθρώπους να ποτίζουν τις ελιές το καλοκαίρι και εσύ να πλέκεις κοφίνια, πάνε οι ελιές ξεράθηκαν.
Οι Καμπουραίοι και αυτοί μεγάλη φαμελιά. Δούλευαν τη δουλειά του κοφινά με μεράκι. Γι’ αυτό τους χειμερινούς μήνες μετά το μάζεμα των ελιών αυτοί στο υπόγειο του σπιτιού τους έπλεκαν κοφίνια και τα πούλαγαν το καλοκαίρι. Σταμάτησαν και αυτοί μαζί με όλους τους άλλους.
Ράφτες
Μετά την φουστανέλα, την πουκαμίσα, το συλάχι και τα τσαρούχια η μόδα άλλαξε. Ήλθαν οι φράγκικες στολές και οι ράφτες που έφτιαχναν αυτές τις στολές λέγονταν φραγκοράφτες. Αυτοί ήταν:
Ιωάννης Καρβελλάς (μοδίστρας)
Βαγγέλης Κ. Σελλής
Δημήτριος I. Ντρούλιας
Παρασκευάς Παράσχος
Ιωάννης Μαρούτσος
Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)
Με τη βιομηχανοποίηση και την ομαδική παραγωγή ρούχων, το επάγγελμα έπαψε να υπάρχει για να μπορεί κάποιος να βγάλει μεροκάματο. Για το λόγο αυτό είτε ξενιτεύτηκαν, είτε σταμάτησαν να ράβουν αλλάζοντας επάγγελμα.
Μυλωνάδες
Οι μύλοι για να δουλέψουν χρειάζονταν και τους ειδικούς μυλωνάδες. Η δύσκολη δουλειά του Μυλωνά ήταν το τρόχισμα της πέτρας, το καλαμάτισμα. Όσο καλύτερα ήταν τροχισμένη η πέτρα τόση περισσότερη ποσότητα σιταριού άλεθε οπότε έπαιρνε περισσότερο ξάι και μεγαλύτερο μεροκάματο. Μυλωνάδες δούλεψαν οι:
Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος
Πάνος Καγκλής
Κρίγκος Γεώργιος (Χατζάρας)
Φιφλής Παναγιώτης
Θανάσης Κατσικαντάμης
Γεώργιος Κριτσικαντάμης
Αντώνιος Σκούμπης
Χρήστος Σελλής Κοκκινόχρηστος
Ισαάκ & Άνθιμος καλόγηροι Βαρσών
Μυτηλινός Γ. πρόσφυγας από Μ. Ασία
Μυτηλινός Κων/νος
Ντρούλιας Γεώργιος
Κων/νος Αναγνωστόπουλος
Όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει η οικογένεια Φλεβάρη εγκατέστησε κυλινδρόμυλο ο οποίος άλεθε το σιτάρι και έβγαζε τα πίτουρα ξεχωριστά. Οι νερόμυλοι έκλεισαν, έμεινε μόνο του Κατσιάμη ο μύλος να αλέθει μπουλουγούρι για γλυκό τραχανά. Αργότερα εγκαταλείφτηκε στην φθορά του χρόνου. Του Φλεβάρη ο κυλινδρόμυλος δεν δούλεψε πολλά χρόνια για διάφορους λόγους.
Σιδεράδες
Ένας κλασικός σιδεράς (γύφτος) που ήταν στο χωριό με το αμόνι του, την φυσούνα, τις τσιμπίδες, τα σφυριά του ήταν ο Κώστας Ντούσιας ή Ενενήντα – εννιάς. Δεν θα υπήρχε αγρότης που να μην είχε ατσαλώσει το υνί του αλετριού, το ξυνιάρι, τον κασμά. Αν καμιά φορά δεν πετύχαινε το βάψιμο του υνιού την άλλη μέρα το ξαναπήγαιναν για ατσάλωμα αλλά και για παράπονα. Αυτός με το καλαμπούρι του τους έλεγε: Μήπως οργώσατε σε λιθάρια; εγώ τα ατσαλώνω μόνο για χώμα.
Όμως πολλά χωράφια στο χωριό μόνο χώμα δεν είχανε και αυτό το ήξερε ο μπαρμπα – Κώστας και γι’ αυτό τους το έλεγε. Οι φουρνελάδες ατσαλώνανε τις παραμάνες, οι χτίστες τα σφυριά και τα καλέμια. Όταν δεν είχε άλλη δουλειά έφτιαχνε βαριές και σφυριά. Τώρα τα υνιά τα αγοράζουν έτοιμα και δεν θέλουν ατσάλωμα όχι για τα αλέτρια των ζώων αλλά των τρακτέρ.
Τσαγκάρηδες
Πολλά επαγγέλματα ήταν στο χωριό για να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Υπήρξαν πολλοί δάσκαλοι στο είδος τους και κοντά τους έγιναν και πολλοί μαθητές καλύτεροι από αυτούς. Όμως η τεχνολογία και η σταδιακή μείωση του πληθυσμού λόγω ξενιτεμού αλλά και της αστυφιλίας συνέβαλαν στην εξαφάνιση πολλών επαγγελμάτων μετά τον θάνατο των πρωτομαστόρων ή των διδαξάντων το επάγγελμα.
Τέτοια επαγγέλματα ήταν οι τσαγκάρηδες οι οποίοι όχι μόνο έφτιαχναν παπούτσια πολυτελείας αλλά επισκεύαζαν με καινούριες σόλες και φόλες όσα χάλαγαν. Τότε δεν ήταν εύκολο για τους φτωχούς συμπατριώτες να αγοράζουν καινούρια παπούτσια. Έχουμε το γεγονός ότι πολλοί γίνονταν γαμπροί με δανεικά παπούτσια ή αν ήθελαν να πάνε στο ‘Αργος για καμιά δουλειά σοβαρή έπαιρναν δανεικά τα παπούτσια του γείτονα ή του φίλου.
Οι τσαγκάρηδες που δούλεψαν στον Αχλαδόκαμπο ήταν:
Σταματέλος Παναγιώτης
Στέργιος Κωνσταντής
Σελλής (Νίκος Τσαγκαρονίκας)
Ψυχογιός Ιωάννης (Χαϊδάς)
Μπονώρης Μήτσος
Σελλής Πέτρος (Πετράν)
Αντωνόπουλος Ανδρέας (Μπατζιάκας)
Μαντής Διαμαντής
Λίτσας Ιωάννης
Κούρτης Αριστείδης (Μπαρμπάκος)
Ψυχογιός Γεώργιος (Τσεκούρας)
Παράσχος Πέτρος (Ντούβαλης)
Κουρείς
Ο κόσμος ήταν πολύς. Τότε τα παλιά χρόνια το κούρεμα των ανδρών τις μεγάλες γιορτές ήταν υποχρεωτικό. Πολλοί κτηνοτρόφοι έρχονταν από τα μαντριά να κουρευτούν, να κάνουν μαζί με τους δικούς τους γιορτή και να ξαναφύγουν. Οι κουρείς είχαν ένα μικρό δωματιάκι με καρέκλα μπαρμπέρικη – καθρέφτη και τον πάγκο με τα χρειαζούμενα. Δεν έλειπε η κολόνια και το μπριγιόλ για μετά το κούρεμα.
Οι κουρείς που δούλεψαν στο χωριό επαγγελματικά ήταν:
Βασίλειος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)
Κων/νος Κάτσουδας (Μπισμπιρίκος)
Χρήστος Αντωνόπουλος (Μπατζιάκας)
Ανδρέας Ντρούλιας
Ιωάννης Σφονδύλης (Μπαρμπέρης)
Οργανοπαίκτες
Το γλέντι ήταν στο αίμα του Αχλαδοκαμπίτη. Σε κάθε εκδήλωση δεν έχανε την ευκαιρία να γλεντήσει, να χορέψει, να τραγουδήσει με όργανα ή και χωρίς. Πολλές φορές σε γιορτές στα σπίτια τραγούδαγαν με το στόμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που χόρευαν κιόλας. Στα πανηγύρια, στις απόκριες στα αλώνια ή στου Μπουζντούκου με τη συντροφιά του νταουλιού, της πίπιζας ή του κλαρίνου γλένταγαν όλη νύχτα και το πρωί πήγαιναν στις δουλειές τους ανανεωμένοι και στους γάμους έδιναν το παρόν για να φέρουν τη νύφη και το γαμπρό από τα σπίτια , αλλά και μετά για το γλέντι.
Οργανοπαίκτες είχε πολλούς το χωριό. Πολλοί αυτοδίδακτοι αλλά γνωρίζοντας τον πρακτικό ρυθμό του τραγουδιού. Όργανα όχι πάντα αρίστης ποιότητας. Έβγαζαν όμως νότες σωστές από το στόμα ή το χέρι του Αχλαδοκαμπίτη οργανοπαίκτη. Θα θυμηθούμε μερικούς από αυτούς:
Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας, Νταούλι)
Αθ. Ψυχογιός (Μαδούρος, μπουζούκι)
Π. Αθανασούλιας (Μπουρτζαφάνας, πίπιζα)
Παναγιώτης Κωστάκης (Ρήγας, κλαρίνο)
Γεώργιος Μερίκας (λαούτο)
Βασ. Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας, νταούλι)
Θ. Ψυχογιός (Κουταλιανός, μπουζούκι)
Ιωάννης Γκιγκίλος (κλαρίνο)
Βασίλειος Γκανάς (κλαρίνο)
Ευάγγελος Ντρούλιας (Βαγγέλας, πίπιζα)
Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας, πάτζο)
Παν. Αναγνωστόπουλος (Ντάλας, κιθάρα)
Αθαν. Κούρτης (Μπαρμπάκος, κλαρίνο)
Ιωάννης Αλέξης (Αλεξόγιαννης, κλαρίνο)
Αθαν. Ιατρίδης (Καλοθανάσης, βιολί)
Ιωάννης Λίτσας (βιολί)
Μιχάλης Μαντής (μπουζούκι)
Αγροφύλακες
Οι μεγάλες εκτάσεις της περιοχής Αχλαδοκάμπου τα πολλά αμπέλια και τα πολλά αχλάδια έπρεπε να προστατευτούν από τους άρπαγες, όπως και οι αγροτικές καλλιέργειες και η αυξανόμενη ελαιοκαλλιέργεια. Για το λόγο αυτό ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος διόριζε κοινοτικούς φύλακες οι οποίοι προστάτευαν όλα τα κτήματα και από τους ασυνείδητους κτηνοτρόφους.
Αυτοί πληρώνονταν σε είδος. Δηλαδή κάθε Σεπτέμβρη γύρναγαν στο χωριό και έπαιρναν από τους νοικοκυραίους τα δραγατιάτικα τα οποία ήταν ένα σακούλι ορισμένου βάρους σιτάρι ή αραποσίτι. Αργότερα όταν το κράτος ίδρυσε την Αγροφυλακή το μέτρο σταμάτησε και διορίζονταν μόνιμοι αγροφύλακες οι οποίοι πληρώνονταν από το κράτος. Πολλοί κοινοτικοί δραγάτες διατέλεσαν για λίγο χρόνο γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταγραφούν. Άλλοι όμως έκαναν πολλά χρόνια γι’ αυτό παρατίθενται παρακάτω:
Σαράντος Κατσίρης
Σελλής Αθανάσιος (Σκαλιθροθανάσης)
Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστος)
Δημήτριος Αναγνωστόπουλος (Μήτρος)
Αυτοί που διορίστηκαν στην Αγροφυλακή και πληρώνονταν από το κράτος ήταν:
Ρουσής Χρήστος
Μπονώρης Γεώργιος
Κούγιας Θεόδωρος (από Ανδρίτσα)
Βασίλειος Κούρτης
Δημήτριος Λάμπρος
Πηγή
- Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών «Άγιος Δημήτριος» 1905-2005, «100 Years of Life and Activity», Έκδοση 2005.
Διαβάστε ακόμα:
Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών Αμερικής « Άγιος Δημήτριος» (1905-2010)
Posted in Σύλλογοι - Σύνδεσμοι, tagged alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Chicago, Greek History, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821), Αδελφότητα, Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών Αμερικής « Άγιος Δημήτριος» (1905-2010), Ιστορία, Πελοπόννησος, Σύλλογος, Σύνδεσμος Αχλαδοκαμπιτών on 25 Ιουνίου, 2010| Leave a Comment »
Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών Αμερικής « Άγιος Δημήτριος» (1905-2010)
Η Ιστορία της Αδελφότητας Αχλαδοκαμπιτών Αμερικής « Ο Άγιος Δημήτριος»
History of Brotherhood Achladokambiton « St. Demetrios»
Τέλη της δεκαετίας του 1890. Μια ομάδα νέων από τον Αχλαδόκαμπο, παίρνουν το πλοίο που θα τους φέρει στην Αμερική. Αφήνουν πίσω τους μάνα, πατέρα κι αδέρφια και ξεκινούν με όνειρα και φόβους για μια καινούργια ζωή. Κλείνουν βαθιά μέσα στην καρδιά τους την πίστη στον Θεό, την αγάπη τους για την οικογένεια και για την Πατρίδα. Αυτά είναι τα ιδανικά και τα θεμέλια της ζωής του κάθε Έλληνα. Στήριγμα γερό η ευχή της μάνας και οι συμβουλές της.
Ταξιδεύουν στον απέραντο Ατλαντικό ωκεανό με μοιρασμένες σκέψεις σε όλα όσα αφήνουν πίσω, και τα ερωτηματικά του αύριο, όταν ξαφνικά ξεσπά φοβερή τρικυμία, που φοβερίζει να καταποντίσει όχι μόνο τα όνειρα τους αλλά και την ίδια τους την ζωή. Μαζεύονται σε μια γωνιά και οπλισμένοι με πίστη προσεύχονται και, κάνουν ομαδικά τάμα στον Άγιο Νικόλαο, προστάτη της θάλασσας να φθάσουν γεροί στον προορισμό τους και να φτιάξουν την εικόνα του Αγίου στην εκκλησία του χωριού.
Η θάλασσα ησυχάζει, φθάνουν στην Αμερική και καθένας τους τραβά το δρόμο της δικής του μοίρας. Το τάμα όμως κανένας τους δεν το ξεχνά. Κάνουν προσπάθειες και το 1901 ξαναβρίσκονται όλοι μαζί και κανονίζουν για το τάμα. Έχουν γευθεί την ξενιτιά αυτά τα χρόνια και η αγάπη και η νοσταλγία τους για το χωριό κάθε μέρα και φουντώνει. Φοβούνται την αφομοίωση. Σκέπτονται το μέλλον το δικό τους και πιο πολύ το μέλλον των παιδιών τους. Ανταλλάσσουν σκέψεις. Νοιώθουν την ανάγκη μιας πιο συχνής επαφής που θα τους απαλύνει τον πόνο της ξενιτιάς, και θα φέρει τα παιδιά τους πιο κοντά.
Αποφασίζουν πως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους και προπάντων με το χωριό, θα είναι μόνο η ίδρυση ενός Συλλόγου. Αρχίζουν τις ενέργειες και το 1905 ιδρύεται ο Σύνδεσμος Αχλαδοκαμπιτών « Άγιος Δημήτριος», το όνομα του πολιούχου του χωριού. Ως έδρα επιλέγεται το Σικάγο. Το καταστατικό έχει τυπωθεί. Πρωτεργάτες και ιδρυτές είναι οι:
Νικόλαος Σαμπάνης που εκλέγεται και πρώτος Πρόεδρος,
Γεώργιος Ν. Σελλής
Δημήτριος Π. Σελλής
Κ. Παπακυριάκος
Δημήτριος Μαρούτσος
Γ. Κατσικαντάμης
Κ. Αντωνόπουλος
Γ. Παπαϊωάννου
Π. Μακρής
Δ. Ψυχογυιός
Κ. Π. Αργύρης
Δ. Δ. Σελλής
Ψηφίζουν και επικυρώνουν το Καταστατικό. Καταβάλλουν ετήσια συνδρομή το ποσό των έξι δολαρίων.
Για να εκτιμηθεί στο ακέραιο και να γίνει αντιληπτή η πραγματική αξία της ίδρυσης του Συνδέσμου, πρέπει κανείς να γυρίσει νοερά στην εποχή εκείνη. Αποστάσεις τεράστιες χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς γνώση της Αγγλικής γλώσσας, ημερομίσθια χαμηλά, δύσκολος αγώνας επιβίωσης. Όποιος διαβάσει το Καταστατικό θα νοιώσει ακέραια την αγάπη και το ενδιαφέρον του ξενιτεμένου για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Την αγάπη του αυτή την δείχνει στη συνέχεια έμπρακτα με έργα κι όχι μόνο με λόγια ή επιστολές που γράφουν στους δικούς τους που κάνουν βδομάδες, ίσως και μήνα να φθάσουν στα χέρια τους. Ο Αχλαδόκαμπος με υπερηφάνεια έχει να επιδείξει τα όσα του προσέφεραν τα ξενιτεμένα του παιδιά.
Τα έργα αυτά, αναφέρονται σαν φόρος τιμής στους ιδρυτές της Αδελφότητας, σαν έπαινος στο σήμερα και σαν παράδειγμα στο αύριο. Το 1906 συντελούν στην ανακαίνιση του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου, εξωραΐζουν το Ναό, κτίζουν καμπαναριό, στέλνουν κρυστάλλινο πολυέλαιο, Ιερατικά Άμφια, Ιερά Σκεύη και Λάβαρα.
Ο Αριστείδης Χ. Σελλής εκλέγεται Πρόεδρος το 1909 και ο Αριστείδης Α. Σελλής το 1912. Το 1915 αναθεωρούν το Καταστατικό και ο Σύνδεσμος μετονομάζεται σε Αδελφότητα. Έτσι επικρατεί πλέον η νέα επωνυμία: Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών « Ο Άγιος Δημήτριος» με έδρα το Σικάγο. Εκλέγεται πρόεδρος ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος ο οποίος υπηρετεί μέχρι το 1918.
Ο Κωνσταντίνος Νοικοκύρης παίρνει την εκλογή του προέδρου το 1920 μέχρι το 1923. Από το 1927 μέχρι το 1931 είναι πρόεδρος ο Γεώργιος Λαγγής. Οι γραπτές πηγές είναι ελάχιστες σχετικά με την εποχή αυτή γύρω από τις δραστηριότητες της Αδελφότητας γι’ αυτό παρατηρούνται ορισμένα κενά. Ο Γεώργιος Ν. Σελλής εκλέγεται πρόεδρος το 1932.
Την εποχή εκείνη, τα παιδιά του χωριού κάνουν μάθημα σκορπισμένα σε διάφορα σπίτια. Τα μέλη νοιώθουν την ανάγκη πως το χωριό χρειάζεται ένα κτίριο για να στεγάσει όλα τα παιδιά. Ανταλλάσσουν σκέψεις και ψηφίζουν να αναλάβει η Αδελφότητα το κτίσιμο σχολικού κτιρίου. Βρίσκουν το οικόπεδο και μαζί και με προσωπικές εισφορές αρχίζει η ανέγερση. Έργο μεγάλο που θα χρειαστούν μερικά χρόνια να τελειώσει. Το 1937 εκλέγεται πρόεδρος ο Χρήστος Σ. Αντωνόπουλος. Πρώτη φορά αποφασίζουν οι πατριώτες να γιορτάσουν μαζί τις Απόκριες και να θυμηθούν τα παλιά. Δίνουν τον πρώτο Αποκριάτικο Χορό, έθιμο που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Καλοκαίρι κάνουν εξοχική συνάντηση σε ένα από τα ωραία πάρκα του Σικάγου.
Το 1939 τελειώνει το κτίσιμο του σχολείου και γίνονται τα εγκαίνια. Χαίρεται όλο το χωριό και περισσότερο τα μέλη της Αδελφότητας γιατί αυτοί δούλεψαν σκληρά αυτά τα χρόνια να συγκεντρώσουν τα χρήματα. Ο Σπύρος Φιφλής εκλέγεται πρόεδρος το 1940. Ψηφίζεται, οι συνεδριάσεις να γίνονται την τελευταία Κυριακή κάθε μήνα κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Τον Μάιο συζητούν να κτίσουν λουτρά κι αποχετευτήρια παραπλεύρως του σχολείου για να εξυπηρετούνται τα παιδιά. Ακολουθούν όμως άσχημες μέρες, όχι μόνο για τον Αχλαδόκαμπο αλλά για όλη την Ελλάδα. Είναι τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που μπλέκει στα γρανάζια του και την Πατρίδα μας.
Η Αδελφότητα δεν μένει αδιάφορη στον πόνο και τις κακουχίες του χωριού. Καλεί τα μέλη της και τον Δεκέμβριο συμμετέχουν στην Ελληνική Αποστολή Βοήθειας με το ποσό των 2.551 δολ. που τα περισσότερα ήταν από προσωπικές εισφορές των μελών. Τον επόμενο χρόνο, λόγω των γεγονότων στην Ελλάδα, δεν γίνεται Αποκριάτικος Χορός ούτε και συνεδριάσεις μέχρι το 1945.
Ο Αχλαδόκαμπος αιμορραγεί και οι κάτοικοι υποφέρουν όπως και όλοι οι Έλληνες. Η Αδελφότητα στέλνει ρουχισμό, παπούτσια, σχολικά είδη κ.λ.π. προς ανακούφιση των πατριωτών.
Το 1950 εκλέγεται πρόεδρος ο Γεώργιος Ν. Σελλής. Στον Αχλαδόκαμπο υπάρχουν λίγες βρύσες και οι κάτοικοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, αναγκάζονται να κουβαλούν το νερό από μακριά συνήθως με βαρέλια μέσα στην βροχή, την παγωνιά ή στην ζέστη του Καλοκαιριού. Έτσι η Αδελφότητα αρχίζει την ίδρυση Υδραγωγείου και φέρνει το νερό κοντά σε όλα τα σπίτια. Διαθέτει 16.657 δολ. για το έργο αυτό και για άλλα κοινωφελή έργα.
Την ίδια εποχή, η Αμερική ανοίγει τις πόρτες της να δεχθεί τους ταλαιπωρημένους από τον πόλεμο Ευρωπαίους. Ο πρόεδρος Γεώργιος Ν. Σελλής κάνει συνεδρίαση και τονίζει την ευκαιρία να γίνουν προσκλήσεις σε πατριώτες. Με τις προσωπικές του ενέργειες και παροτρύνσεις πολλά μέλη κάνουν πρόσκληση σε συγγενικά πρόσωπα, αλλά ο Χρήστος Αντωνόπουλος (Κινέζος) βρίσκει τον τρόπο και στέλνει στο Χωριό πάνω από εκατόν πενήντα προσκλήσεις.
Οι μετανάστες αυτής της εποχής είναι τα σημερινά μέλη που δεν ξεχνούν τα όσα έχει προσφέρει η Αδελφότητα στο χωριό. Το 1953 εκλέγεται πρόεδρος ο Παναγής Σταματέλος. Γίνονται τα εγκαίνια του Υδραγωγείου προς μεγάλη εξυπηρέτηση και ανακούφιση των συμπατριωτών. Στις συνεδριάσεις επανέρχεται το θέμα των λουτρών. Ο Ανδρέας Κανέλλος προσφέρεται κι αναλαμβάνει προσωπικά κι εξ’ ολοκλήρου την ίδρυση κτιρίου για Κοινοτικά Λουτρά. Σήμερα που οι βιοτικές συνθήκες έχουν αλλάξει το κτίριο αυτό έχει μετατραπεί σε Πολιτιστικό Κέντρο.
Το 1956 με έξοδα της Αδελφότητας γίνεται η διαπλάτυνση του δρόμου προς Νερά. Στον Αχαλαδόκαμπο δεν έχει πάει ακόμη το ηλεκτρικό ρεύμα ούτε προβλέπεται για πολλά ακόμη χρόνια. Η Αδελφότητα χρηματοδοτεί τη σύνδεση του με το ηλεκτρικό δίκτυο της ΔΕΗ. Έργο μεγάλο και πρωτοποριακό για ένα ορεινό χωριό την εποχή εκείνη. Χρειάζονται δυο ολόκληρα χρόνια και το 1958 ηλεκτροφωτίζεται όλος ο Αχλαδόκαμπος.
Τον επόμενο χρόνο γίνεται η πρώτη συζήτηση για την ανάγκη ενός κτιρίου που να στεγάζει το Κοινοτικό Γραφείο, το Ιατρείο και το Ταχυδρομείο. Ο Αθανάσιος Αργύρης εκλέγεται πρόεδρος το 1960. Κτίζεται αποχετευτικό κτίριο για τους μαθητές, παραπλεύρως του σχολείου. Το 1963 επαναφέρουν το θέμα Κοινοτικού Κτιρίου. Ψηφίζεται κι αρχίζουν ενέργειες για εξεύρεση οικοπέδου. Συμμετέχουν χρηματικώς στην ανακαίνιση του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου. Τον επόμενο χρόνο γίνεται η αγορά του οικοπέδου Παραβάντη συμπεριλαμβανομένου και του επ’ αυτού κτιρίου.
Ο Αποστόλης Σκούμπης αναλαμβάνει προσωπικά τα έξοδα διαπλάτυνσης του δρόμου από Λιθαράκια έως Αγία Κυριακή και το 1965 χρηματοδοτεί εξ ιδίων την τσιμεντόστρωση του δρόμου Ντελή- Αγία Κυριακή. Η Αδελφότητα τελειώνει τους δρόμους Λαγγέϊκα- Αγία Κυριακή και Χιώτη- Νεκροταφείο.
Αρχίζουν εργασίες ανακαίνισης του Κοινοτικού κτιρίου. Ο Ευάγγελος Αναγνωστόπουλος εκλέγεται πρόεδρος το 1966 και το Κοινοτικό Κτίριο είναι πλέον έτοιμο. Το 1969 εκλέγεται πρόεδρος ο Αργύρης Μπέτσος. Ο Λυκούργος Αθανασούλιας εκλέγεται πρόεδρος το 1971. Γίνεται πρόσθεση άρθρων Καταστατικού, ώστε η Αδελφότητα να μεριμνήσει και για τα μέλη της. Τσιμεντοστρώνεται ο δρόμος Αγίου Νικολάου.
Τα νέα παιδιά του Αχλαδοκάμπου δεν έχουν κάτι να ασχοληθούν τις ελεύθερες ώρες τους και το ποδόσφαιρο αυτή την εποχή είναι το αγαπημένο παιγνίδι για την νεολαία. Η Αδελφότητα ψηφίζει το 1972 να φτιάξει ποδοσφαιρικό γήπεδο. Με μεγάλο ενθουσιασμό τα μέλη υποστηρίζουν το έργο.
Τον επόμενο χρόνο και βάσει του συμπληρωμένου καταστατικού καθιερώνεται οικονομική βοήθεια των 500 δολ. στα παιδιά των μελών που εγγράφονται σε πανεπιστήμια. Το ποσό δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι δείγμα αγάπης, υπερηφάνειας για την πρόοδο τους και εμπιστοσύνης για το μέλλον της Αδελφότητας. Οι υποτροφίες δίδονται στον ετήσιο χορό του Αγίου Δημητρίου.
Το 1974 αποστέλλεται οικονομική βοήθεια στους αδελφούς Κυπρίους. Το 1976 τελειώνει το έργο του δρόμου Αγίου Νικολάου- Εθνικής Οδού και τον επόμενο χρόνο η Αδελφότητα πλουτίζει το Κοινοτικό Ιατρείο με καρδιολογικό μηχάνημα. Το 1983 πρόεδρος εκλέγεται ο Θεόδωρος Π. Αργύρης.
Γίνεται ο δρόμος Πετράκη- Αγίου Νικολάου. Όταν κάποιος διαβάζει για τα έργα σχετικά με τους δρόμους, πρέπει να αναλογισθεί τον Αχλαδόκαμπο κάποιας εποχής που οι δρόμοι δεν ήταν άλλο παρά μικρά, στενά λιθόστρωτα μονοπάτια που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Τότε που μέσον μεταφοράς ήταν τα ζώα. Με τον καιρό επικρατούν τα γεωργικά μηχανήματα και τα αυτοκίνητα. Οι συνθήκες αλλάζουν και δημιουργούνται άλλες ανάγκες. Σήμερα με την υποστήριξη της Αδελφότητας, με ενέργειες της Κοινότητας και με προσωπική εργασία των πατριωτών όλοι οι δρόμοι είναι πλατιοί και τσιμεντοστρωμένοι και κάθε σπίτι στον Αχλαδόκαμπο έχει πρόσβαση με αυτοκίνητο.
Τον ίδιο χρόνο η Αδελφότητα παραχωρεί το Κοινοτικό κτίριο στην Κοινότητα Αχλαδοκάμπου. Σήμερα, στεγάζει το Ιατρείο και το Μουσείο. Ανακαινίζει το σχολείο και το καλοκαίρι γίνεται η πρώτη συνάντηση των απανταχού Αχλαδοκαμπιτών στην γενέτειρα. Το 1989 εκλέγεται πρόεδρος ο Ιωάννης Μαρούτσος.
Η Αδελφότητα προσφέρει οικονομική βοήθεια για την ανακαίνιση του Ιερού Ναού Αγίας Κυριακής. Το καλοκαίρι γίνεται εξοχική διασκέδαση και λόγω της επιτυχίας καθιερώνεται να γίνεται κάθε χρόνο. Όλα αυτά τα χρόνια οι συνεδριάσεις γίνονται σε διαφορετικές αίθουσες.
Το βιοτικό επίπεδο στον Αχλαδόκαμπο έχει βελτιωθεί και οι υλικές ανάγκες του χωριού δεν είναι μεγάλες. Τα μέλη επαναφέρουν το θέμα αγοράς ακινήτου και ψηφίζουν την σύσταση ξεχωριστού ταμείου για τον σκοπό αυτόν. Γίνεται η τσιμεντόστρωση του δρόμου από την οικία Ηλία Σελλή μέχρι του Διαμαντή Αράλη. Για την ενίσχυση του ταμείου γίνεται το πρώτο «Σμόκερ» και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με μεγάλη επιτυχία χάρη στην ενεργητικότητα του Κωνσταντίνου Αλέξη που όλα αυτά τα χρόνια αναλαμβάνει την όλη διοργάνωση.
Ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος εκλέγεται πρόεδρος το 1992. Η Αδελφότητα βοηθά οικονομικά τον Αθλητικό Όμιλο Αχλαδόκαμπου. Τον επόμενο χρόνο γίνονται ορισμένες εργασίες κι επιδιορθώσεις στα κτίρια του σχολείου και των λουτρών.
Όλα τα μέλη της Αδελφότητας δεν έχουν ξεχάσει τις τόσες υπηρεσίες που έχει προσφέρει στο χωριό ο γιατρός Κωνσταντίνος Λομβαρδίας και ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Νοιώθουν την ανάγκη να δείξουν έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους. Ψηφίζουν την ανέγερση της προτομής του στο κέντρο του χωριού.
Όλοι γενικά οι πατριώτες έχουν κάτι να θυμηθούν και νοιώθουν όλοι την ίδια αγάπη και υποχρέωση απέναντι του. Τα μέλη της Αδελφότητας θεωρούν εγωιστικό να κάνουν μόνοι τους το έργο αυτό. Γνωστοποιούν στους απανταχού Αχλαδοκαμπίτες την απόφαση και την επιγραφή που θα φέρει η προτομή, ότι είναι δωρεά των απανταχού Αχλαδοκαμπιτών. Ψηφίζεται επίσης τα αποκαλυπτήρια της προτομής να συμπέσουν με την συνάντηση των Αχλαδοκαμπιτών τον επόμενο χρόνο.
Το 1996 εκλέγεται πρόεδρος ο Κωνσταντίνος Γ. Σελλής (Ντίνος Σέλλας). Έρχεται σε επαφή με τις τοπικές αρχές και τον Σύλλογο Αχλαδοκαμπιτών Αθήνας και Πειραιά σχετικά με την καλοκαιρινή συνάντηση και τα αποκαλυπτήρια. Καθιερώνεται πως το ετήσιο συναπάντημα θα γίνεται την ημέρα της γιορτής του Πατέρα. Η Αδελφότητα προσκαλεί όλα τα μέλη με τις οικογένειες τους, τους συγγενείς και τους φίλους τους. Οι «τσαίρμεν», το Διοικητικό Συμβούλιο και οι βοηθοί έχουν προβλέψει και έχουν προμηθευτεί φαγητά και ποτά άφθονα.
Ψηφίζεται να δωρίσει η Αδελφότητα το σχολικό κτίριο στην Κοινότητα Αχλαδοκάμπου. Η απόφαση υλοποιείται τον επόμενο χρόνο. Το Καλοκαίρι γίνεται η συνάντηση στον Αχλαδόκαμπο και τα αποκαλυπτήρια της προτομής του γιατρού Λομβαρδία. Η Αδελφότητα έχει άριστη συνεργασία με τις τοπικές αρχές Αχλαδοκάμπου, τον Σύλλογο Αχλαδοκαμπιτών Αθήνας και Πειραιά, καθώς και τους τοπικούς Συλλόγους, Πολιτιστικό, Γονέων και Κηδεμόνων, Κτηνοτρόφων, Ελαιουργικό και τον Αθλητικό Όμιλο Αχλαδοκάμπου. Με αυτή την συνεργασία και αλληλοεκτίμηση είναι μια εβδομάδα γεμάτη χαρά και υπερηφάνεια για όλους.
Κάθε μέρα και διαφορετική εκδήλωση. Παίρνει ζωή ο Αχλαδόκαμπος σφίγγοντας στην αγκαλιά του τα ξενιτεμένα του παιδιά από κάθε γωνιά της γης. Επανέρχεται το θέμα αγοράς κτιρίου και διορίζεται επιτροπή προς ανεύρεση κατάλληλου κτιρίου. Το 1997 η Αδελφότητα χρηματοδοτεί την αγορά φωτοτυπικού μηχανήματος για τις ανάγκες της Κοινότητας.
To 1999 η Αδελφότητα γιορτάζει τα 90 χρόνια της, εκδίδοντας αναμνηστικό λεύκωμα και ημερολόγιο με φωτογραφίες του χωριού που προσφέρει σε όλα τα μέλη της. Σχηματίζει ιστοσελίδα στο διαδύκτιο, http://www.axladokambos.org για να επικοινωνούν μεταξύ τους οι συμπατριώτες. Είναι ενημερωτική για όλους τους Αχλαδοκαμπίτες γιατί περιέχει πρόγραμμα γεγονότων, ιστορία της Αδελφότητας, φωτογραφίες από τα διάφορα γεγονότα και το πιο σπουδαίο, προσφέρει την δυνατότητα επικοινωνίας των πατριωτών από όλα τα μέρη του κόσμου. Αμερική, Ευρώπη, ακόμη και Αυστραλία. Τα παιδιά και τα εγγόνια των Αχλαδοκαμπιτών μας γράφουν τα συγχαρητήρια τους ότι χαίρονται να γνωρίσουν και να μάθουν για τις ρίζες τους. Είναι τώρα πιο υπερήφανα να λέγονται Έλληνες και Αχλαδοκαμπίτες.
Γίνεται η αγορά του κτιρίου. Το όνειρο τόσων χρόνων πραγματοποιείται. Η Αδελφότητα αποκτά το δικό της χώρο που κάθε Αχλαδοκαμπίτης θεωρεί δικό του. Γι αυτό και δίκαια στην είσοδο του γραμμένη στα Ελληνικά φέρει την επιγραφή «Αχλαδοκαμπίτικο Σπίτι» με διεύθυνση 5424 Ν. Milwaukee Ave. Chicago. II 606301. USA.
To καλοκαίρι γίνεται η πρώτη συνάντηση για γκολφ με σκοπό την αλληλογνωριμία της νεολαίας. Με μεγάλη επιτυχία αρχίζει με 110 παίχτες. Τώρα έχει ξεπεράσει τους 150 από τους οποίους το 75% είναι νέα παιδιά.
Τον Δεκέμβριο γίνονται τα εγκαίνια του Σπιτιού. Είναι μια μέρα γεμάτη χαρά. Ο Αγιασμός γίνεται με κατάνυξη και σεβασμό. Ο πρόεδρος και τα μέλη έχουν καλέσει και τον Σύλλογο Κυρίων και Δεσποινίδων Αχλαδοκάμπου που ανταποκρίνεται προσφέροντας δώρο στην Αδελφότητα μια εικόνα του Αγίου Δημήτριου και γλυκά. Η τελετή κλείνει με φαγητό και γλυκά και όλοι δείχνουν τόση ικανοποίηση και υπερηφάνεια. Καθιερώνεται και το ετήσιο πάρτι για τον τελικό αγώνα του φουτμπόλ.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου εκλέγεται πρόεδρος το 2000. Η Αδελφότητα συμμετέχει στην Εθνική μας Παρέλαση της 25ης Μαρτίου με άρμα που φέρει το όνομα της. Το άρμα της είναι πάντα πλουσιότερο από κάθε άλλο Σύλλογο ή Αδελφότητα γιατί συγκεντρώνονται πολλοί πατριώτες προκειμένου να εκπροσωπηθεί ο Αχλαδόκαμπος και γενικά ο Ελληνισμός. Όλοι ομοιόμορφα ντυμένοι με άσπρες και μπλε ζώνες και με τα καπέλα που φέρουν το όνομα της Αδελφότητας. Κι όταν παρελαύνουν μπροστά στους επισήμους ανακοινώνουν στα μεγάφωνα ότι οι Αχλαδοκαμπίτες προάγουν την εκπαίδευση, τον Ελληνισμό, την Οικογένεια και την Θρησκεία. Επίσης διατηρούν τα ήθη και τα έθιμα από το χωριό Αχλαδόκαμπο Αργολίδας. Όλοι αισθάνονται πολύ υπερήφανοι. Η Αδελφότητα κάνει ετήσιο μνημόσυνο δια τους Υπέρ Πατρίδας Πεσόντων και εις μνήμην των Ιδρυτών και απελθόντων μελών.
Ο Σύλλογος Αχλαδοκαμπιτών Αθήνας και Πειραιά με πρωτοβουλία του, έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια την μίσθωση Νοσοκόμας που εξυπηρετεί τους πατριώτες μας. Τώρα, η Αδελφότητα αναλαμβάνει αυτή την μίσθωση. Ψηφίζεται η ετήσια συνδρομή να γίνει 30 δολ. Χρηματοδοτεί την αγορά δυο Ηλεκτρονικών Υπολογιστών για τις ανάγκες του σχολείου στον Αχλαδόκαμπο.
Όλα τα μέλη συγκινούνται με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 που σημάδεψαν όχι μόνο την Αμερική αλλά τον κόσμο όλο, και ψηφίζουν οικονομική βοήθεια για το ταμείο Πυροσβεστών της Νέας Υόρκης. Το Καλοκαίρι του 2003 γίνεται η συνάντηση στον Αχλαδόκαμπο. Και πάλι υπάρχει η άριστη συνεργασία και η εβδομάδα είναι γεμάτη από εκδηλώσεις. Με τις συναντήσεις αυτές στο χωριό, δίνεται η ευκαιρία στους μεγάλους να θυμηθούν τα παλιά και στα παιδιά μας να γνωρίσουν από κοντά τις ρίζες τους. Η Αδελφότητα τον Ιανουάριο του 2004 δέχεται ένα μεγάλο πλήγμα. Θρηνεί τον πρόωρο θάνατο του προέδρου. Είναι πρώτη φορά που πεθαίνει εν ενεργεία πρόεδρος.
Την χρονιά αυτή δεν γίνονται εκλογές. Προς τιμήν του μεταστάντα κρατούν στο επιστολόχαρτο το όνομα του. Χρέη προέδρου κάνει ο αντιπρόεδρος Ανδρέας Παράσχος. Το 2005 γίνονται εκλογές και την προεδρία κερδίζει ο Ανδρέας Παράσχος. Η Αδελφότητα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100 χρόνια της, κοιτάζοντας όχι μόνο το χθες αλλά και ατενίζοντας με αισιοδοξία το αύριο.
Κάθε γενιά λίγο – πολύ ανησυχεί και μεριμνά για το μέλλον της Αδελφότητας. Όλοι μαζί, μα και καθένας χωριστά, πασχίζουν ώστε τα παιδιά τους να μάθουν την ιστορία του χωριού, την ίδρυση και τα έργα της Αδελφότητας. Προσπαθεί ώστε τα παιδιά να νοιώσουν και να αγκαλιάσουν την Αδελφότητα σαν την πιο ιερή κληρονομιά, γιατί κλείνει μέσα της τόσο παρελθόν όσο και μέλλον. Κι αυτό το μέλλον εξαρτάται από την ανάγκη και την υποχρέωση που θα νοιώσουν οι νέοι να συνεχίσουν. Οι απόδημοι Αχλαδοκαμπίτες διατηρούν περήφανα την τοπωνυμία της καταγωγής τους.
Μακάρι και οι μέλλουσες γενιές να θυμούνται ότι ο Αχλαδόκαμπος, αυτό το ορεινό χωριό είναι η εύφορη πεδιάδα που στήριξε κι ανέπτυξε το γενεαλογικό τους δέντρο. Το δέντρο αυτό που δεν χρειάζεται νερό ούτε και ήλιο, αλλά αγάπη, σεβασμό, υπερηφάνεια και κάποια φορά κι αυτοθυσία για να τρανώσει και να σταθεί αλύγιστο στα ξεροβόρια ή στους ανεμοστρόβιλους της κάθε κοινωνίας.
Πηγή
- Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών «Άγιος Δημήτριος» 1905-2005, «100 Years of Life and Activity», Έκδοση 2005.
Διαβάστε ακόμα: Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821)
Ντούσιας Κ. Κωνσταντίνος (1800; – 1864;)
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821), Αγωνιστές, Αγωνιστές Επαρχίας Άργους το 1821, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Ιστορία, Ντούσιας Κ. Κωνσταντίνος (1800; - 1864;), Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 19 Μαΐου, 2010| Leave a Comment »
Ντούσιας Κ. Κωνσταντίνος (1800; – 1864;)
Ο Κωνσταντίνος Ντούσιας του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στον Αχλαδόκαμπο Αργολίδας, το χρόνο εκείνο, που ο πατέρας του Κωνσταντίνος, κλεφταρματολός, έπεσε σε μια συμπλοκή Ελλήνων και Τούρκων έξω από την Αθήνα, γύρω το 1800, γι’ αυτό πήρε και το όνομά του. Αδελφό είχε τον Παναγιώτη, μεγαλύτερο και περισσότερο εγγράμματο.
Θεωρείται ο σπουδαιότερος και βασικότερος Αχλαδοκαμπίτης Αγωνιστής, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Διατηρούσε ομάδα Αχλαδοκαμπιτών και ξένων στρατιωτών και βρισκόταν πάντα κοντά στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Έλαβε μέρος στις περισσότερες μάχες της Πελοποννήσου κατά των Τούρκων.
Σαν κρησφύγετο είχε τις δυο σπηλιές στα «Κόκκινα Βράχια», απέναντι από τη θέση «Χαλκιά», απρόσιτα καταφύγια στρατιωτών και γυναικόπαιδων, που μέχρι σήμερα ονομάζονται «σπηλιές του Ντούσια». Μετά το θάνατο του Αναγνώστη Αναγνωστόπουλου, πιθανόν να διετέλεσε και προεστός του Αχλαδοκάμπου.
Σχετικά για το πρόσωπο και τη δράση του ο ιστορικός Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, αναφέρει τα ακόλουθα στο έργο του, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 73:
«Ο Κωνσταντίνος και Παναγιώτης, αδελφοί Δούσα, κατήγοντο από τον Αχλαδόκαμπον του Άργους και υπηρέτησαν στρατιωτικώς αμφότεροι. Ο δε Κωσταντής ευρίσκετο παντού εις τους πολέμους με τους γειτόνους του και ήτον αγαπητός του Θ. Κολοκοτρώνη».
Επίσης από ένα πιστοποιητικό του Θ. Κολοκοτρώνη σκιαγραφείται και η προσωπικότητα και η δράση του. Το παραθέτουμε αυτούσιο, χάρη της Ιστορίας:
« Ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, προς τον Κωσταντίνον Ντούσιαν.
Ο Κωστής Ντούσιας από Αχλαδόκαμπον απ’ αρχής της Επαναστάσεως υπηρέτησε στρατιωτικώς με πίστιν και πατριωτισμόν. Είχε υπό την οδηγίαν του από μέρους των συγχωρίων του· παρευρέθη εις πολλάς μάχας και επολέμησε με ανδρείαν, όθεν γνωρίζων την καλήν διαγωγήν εις πιστοποίησιν δίδω το παρόν, δια να του χρησιμεύση όπου ανήκει.
Εν Ναυπλίω τη 25η Απριλίου 1833
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».
Ομοίως με το παρακάτω έγγραφο του απενεμήθη Ο Αργυρός Σταυρός:
«Αριθ. 96
Εν Κορίνθω τη 27η Μαρτίου 1836
Η Διοίκησις της 9ης Τετραρχίας της Ελληνικής Φάλαγγος,
Προς τον υπολοχαγόν κον Κωσταντίνον Δούσαν
Εις Κόρινθον
Το Γενικόν Αρχηγείον της Πελοποννήσου …. δια της υπ’ αριθ. 2187 Διαταγής του, κατά την διαταγήν της επι των στρατιωτικών Β’ Γραμματείας υπ’ αριθ. 4690, έπεμψεν εις υμάς τον Αργυρούν Σταυρόν, τον οποίον η Α. Μεγαλειότης, ο Βασιλεύς, ευαρεστήθη να σε δώση, δια τας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις σου εις τον ιερόν αγώνα υπέρ της ελευθερίας .
Ο Διοικητής κ.τ.λ.
Στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών ειδικός φάκελος με έγγραφα, σχετικά με την αποζημίωση, από τις διάφορες Επιτροπές, που καταρτίστηκαν μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν υπάρχει.
Στο Νέο Μητρώο των αγωνιστών του 1821, με αύξοντα αριθ. 589 σημειώνονται τα ακόλουθα:
«Ντούσιας Κώστας, Υποχιλίαρχος τω 1824. Υπηρέτησε καθ’ όλον τον Αγώνα, Τάξεως Πέμπτης (Συνεδρίαση 65). (Οφειλόμενα γρόσια 10.420. Φοίνικες 523). Παρατήρηση: Τα γρόσια 10.420 επ’ ονόματι αυτού και των υπ’ αυτού. Δια τους φοίνικας 523 αναφοράς επροικοδοτήθη υπολοχαγός γρόσια 4.320».
Ο Αγωνιστής Κωσταντίνος Ντούσιας δεν επέτυχε κανένα άλλο υλικό όφελος από το Κράτος, εκτός ορισμένα στανοτόπια στον Αχλαδόκαμπο και ελάχιστα κτήματα στο κάμπο της «Μηλιάς» στη Μαντινεία, τα οποία τελικά διαμοιράστηκαν σε φτωχούς. Τιμητικά του παραχωρήθηκε ένα κελί στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στην Κυνουρία, που μέχρι σήμερα ονομάζεται: «Κελί του Ντούσια».
Απεβίωσε με φυσιολογικό θάνατο στον Αχλαδόκαμπο, πριν το 1865, γιατί δεν αναφέρεται στην Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Υσιών, της 23ης Μαΐου 1865.
Ο Αγωνιστής Κωνσταντίνος Ντούσιας, για τους απογόνους του, μέχρι σήμερα, οι οποίοι διαφυλάττουν, το σπαθί, την μπιστόλα και άλλα προσωπικά του αντικείμενα, είναι σύμβολο και καύχημα, γεγονός που τους προσδίδει μια έκδηλη οικογενειακή υπερηφάνεια.
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος
Φιλόλογος – Θεολόγος
Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή
-
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.
Παπαδόπουλος Κυριάκος (παπά- Κυριάκος) Κωνσταντίνου (1797- ; )
Posted in Εκκλησιαστική Ιστορία αφορώσα στην Αργολίδα, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Αγωνιστές, Αγωνιστές Επαρχίας Άργους το 1821, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ελληνική Επανάσταση, Ιστορία, Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Παπαδόπουλος Κυριάκος (παπά- Κυριάκος) Κωνσταντίνου (1797- ; ), Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 19 Μαΐου, 2010| Leave a Comment »
Παπαδόπουλος Κυριάκος (παπά- Κυριάκος) Κωνσταντίνου (1797- ; )
Ο παπά Κυριάκος Παπαδόπουλος του Κωνσταντίνου, κάτοχος του ιερατικού οφφικίου του οικονόμου, γεννήθηκε στον Αχλαδόκαμπο [Αργολίδας] το 1797, και όπως υποδηλώνει το επώνυμό του, πιθανόν ο πατέρας ή ο παππούς του να ήταν ιερέας. Δε γνωρίζουμε το όνομα της μητέρας του ούτε το γένος. Όπως φαίνεται από το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Παπαδοπούλου, είχε έναν αδελφό, τον Αντρέα και δυο γιους, τον Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη, από τους οποίους προέρχονται οι οικογένειες των αειμνήστων, Ευαγγέλου Κων/νου Παπαδοπούλου (Λεροβαγγέλη), του δωρητή της αρχικής Κοινοτικής Βιβλιοθήκης του Αχλαδοκάμπου Θεοδώρου Κων/νου Παπαδοπούλου και Αντωνίου Ιωάννου Παπαδοπούλου (Μαριαντώνη).
Από το οικογενειακό περιβάλλον του και από την ενασχόληση και μελέτη με τα εκκλησιαστικά, φαίνεται, έμαθε λίγα γράμματα, τα οποία του χρησίμευσαν, και σαν αρχηγού εικοσιπενταμελούς ομάδας Αγωνιστών, κατά των Τούρκων, από την αρχή μέχρι το τέλος της Επανάστασης του 1821, και σαν ιερέα του χωριού, μετά το τέλος αυτής. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος υπηρέτησε την πατρίδα σαν Αγωνιστής, κατά την Επανάστασης του 1821, και σαν ιερέας του χωριού, μετά το τέλος αυτής.
Στο Παλαιό Μητρώο των Αγωνιστών του 1821, στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών, με αύξοντα αριθ. 1417, αναφέρεται «ως απλούς στρατιώτης, Τάξεως Τρίτης», που παρευρέθη σε διάφορες μάχες. Στο Νέο Μητρώο με αύξοντα αριθ. 3192, αναφέρεται σαν αξιωματικός, γιατί κατά την 440 συνεδρίαση της σχετικής Επιτροπής του Υπουργείου των Στρατιωτικών, επανακρίθηκε και «ετάχθη εις την Εβδόμην Τάξιν αξιωματικών» και σημειώνεται ότι «ηγωνίσθη απ’ αρχής μέχρι τέλους του Αγώνα».
Για τη ζωή και τη δράση του, σαν Αγωνιστής του 1821, και μάλιστα επικεφαλής εικοσιπενταμελούς ή και πεντηκονταμελούς ομάδας συναγωνιστών, για τη συμμετοχή του στις διάφορες μάχες της Πελοποννήσου, για τη φιλοξενία οπλαρχηγών και στρατιωτών στο πατρικό του σπίτι, για τα χρήματα που δαπάνησε για τη συντήρηση των στρατιωτών και για πολλά άλλα, πληροφορούμεθα από το σωζόμενο έγγραφο του Υπουργείου των Στρατιωτικών, με το οποίο του αποδόθηκε το Αργυρό νομισματόσημο, από το πιστοποιητικό του Δημάρχου Υσιών και από την τελευταία αίτησή του προς την Εθνική Επιτροπή, για αναγνώριση και αμοιβή των υπηρεσιών του. Τα έγγραφα αυτά, σχετικά με το πρόσωπο και τη δράση του, βρίσκονται στον οικείο φάκελο, στο κουτί 165, του Τμήματος Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών, όπου και το Μητρώο των Αγωνιστών του 1821.
Παραθέτουμε χρονολογικά και αυτούσια τα σωζόμενα έγγραφα, χάρη της Ιστορίας.
α) Έγγραφο απονομής του Αργυρού νομισματοσήμου:
«Βασίλειον της Ελλάδος
Αριθ.8600
Το Υπουργείον των Στρατιωτικών,
Προς τον κυριον παπά- Κυριάκον Παπαδόπουλον, εξ Αχλαδοκάμπου.
Η αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς ηυδόκησε να εγκρίνη να δοθή κατά συνέπειαν των της 20 Μαΐου/ 1 Ιουνίου 1843 και 18/30 Σεπτεμβρίου 1835 διαταγμάτων εις τον κύριον παπά – Κυριάκον Παπαδόπουλον το Αργυρούν νομισματόσημον, δι’ ανταμοιβήν των κατά τον υπέρ της ανεξαρτησίας πόλεμον εκδουλεύσεών του, και χορηγεί εις αυτόν την άδειαν να το φέρη εις πάσαν περίστασιν.
Το δίπλωμα του νομισματοσήμου του ενχειρίζεται οσονούπω.
Αθήναι την 17 Μαΐου 1844
Ο Υπουργός
(τ.σ.) Π. Γ. Ρόδιος»
β) Πιστοποιητικό Δημάρχου:
«Βασίλειον της Ελλάδος
Αριθ. 460
Ο Δήμαρχος Υσιών πιστοποιεί ότι
Ο παπά – Κυριάκος οικονόμος Παπαδόπουλος είναι κάτοικος του χωρίου Αχλαδοκάμπου και δημότης του οποίου προϊστάμεθα Δήμου, είναι εγγεγραμμένος υπό τον αύξοντα αριθ. 582 του Δημοτολογίου μας, υπό ηλικίαν ετών 58, το επάγγελμα ιερεύς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, νυν δε διάγει το 68 έτος της ηλικίας του.
Όθεν τη αιτήσει αυτού χορηγούμεν το παρόν της ταυτότητός του πιστοποιητικόν, δια να του χρησιμεύση όπου δει.
Εν Αχλαδοκάμπω τη 24 Μαΐου 1865
Ο Δήμαρχος
(τ. σ.) Αντώνιος Δημ. Αντωνόπουλος»
γ) Αίτηση για αμοιβή των εκδουλεύσεών του:
«Εν Αχλαδοκάμπω την 24ην Μαΐου 1865.
Προς την επί της εκδουλεύσεως των Αγωνιστών Εθνικήν Επιτροπήν, δια του κυρίου Δημάρχου Υσιών.
Ο ευσεβάστως υποσημειούμενος παπά – Κυριάκος οικονόμος Παπαδόπουλος, κάτοικος του χωρίου Αχλαδοκάμπου, του Δήμου Υσιών, της επαρχίας Άργους, αναφέρω δια της παρούσης μου τα εξής.
Ότι κατά το έτος 1821, όπου ήρχισεν η Επανάστασις, δράξας τα όπλα και τεθείς επί κεφαλής είκοσι πέντε ανδρών, ηκολούθησα υπό τας διαταγάς του αρχηγού Παναγ. Ζαφειροπούλου ή Άκουρου, Νικήτα Σταματελοπούλου και Γενναίου Κολοκοτρώνη, παρευρέθην εις τας πλείστας συγκροτηθείσας κατά την Πελοπόννησον μάχας, ήτοι εις Τρίκορφα, Βαλτέτζι, Δολιανά, Γράνα, Άγιον Σώστην, Ναύπλιον, Άργος, Νεόκατρον, Σπολιανά και Αβαρίνους. Παρευρέθην δε και εις την εκστρατείαν της Ρούμελης Δράμαλη, και είχον υπό τας διαταγάς μου πεντήκοντα στρατιώτας.
Εις τας μάχας ταύτας επολέμησα ανδρείως και καρτερικώς προς απελευθέρωσιν της φίλης ημών Πατρίδος, και πολλά χρήματα εδαπάνησα εις τους υπό την οδηγίαν μου στρατιώτας.
Η οικία μας ήτο, κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως, ως ξενοδοχείον διαφόρων οπλαρχηγών και πολλών στρατιωτών.
Προς ανταμοιβήν των εκδουλεύσεών μου εις τον υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμον μοι εδόθη, από της παρελθούσης Κυβερνήσεως το Αργυρούν νομισματόσημον, δια της από 17 Μαΐου και υπ’ αριθ. 8600 διαταγής του Υπουργείου των Στρατιωτικών περί της εκδουλεύσεώς μου.
Ανεφέρθην και εις την άλλοτε συσταθείσαν επιτροπήν εις ην υπέβαλον και τα πιστοποιητικά των οπλαρχηγών μου, και ουδέν ενεργήθη. Αναφερόμενος και εις την Επιτροπήν ταύτην εις ην υποβάλλω αντίγραφον και πιστοποιητικόν της Δημοτικής μου Αρχής περί της ταυτότητός μου και την παρακαλώ ίνα ευαρεστηθή να λάβη υπ’ όψιν την δικαίαν ταύτην αίτησίν μου, και να ενεργήση όπως μοι αποδοθούν τα στρατιωτικά μου δικαιώματα, δια την προς την πατρίδα πιστών εκδουλεύσεών μου, δια να δυνηθώ ν’ ανακουφίσω τα δεινοπαθήματά μου, ήδη ότε έφθασα εις γεροντικήν ηλικίαν ετών 68.
Πέποιθα εις την δικαιοσύνην της σεβαστής ταύτης Επιτροπής.
Υποσημειούμαι,
παπα – Κυριάκος οικονόμος Παπαδόπουλος
Κυριάκος Παπαδόπουλος ιερεύς
Οικονόμος».
Στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Υσιών, της 23ης Μαΐου 1865, αν και ζει ακόμη και υποβάλει αίτηση και πιστοποιητικό του Δημάρχου, δεν αναφέρεται μεταξύ των πολλών άλλων Αχλαδοκαμπιτών Αγωνιστών.
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος υπηρέτησε τον Αχλαδόκαμπο και σαν ιερέας στο ναό της αγίας Κυριακής. Δε γνωρίζουμε όμως, ούτε το χρόνο της χειροτονίας του, ούτε το χρόνο του θανάτου του.
Η χρονική περίοδος της ιερατείας του πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 1827, χρόνου κατά τον οποίον έληξε η Επανάσταση και του χρονικού διαστήματος, μεταξύ 1865, ότε ακόμη ζει και υποβάλει αίτηση, για την αμοιβή των στρατιωτικών του δικαιωμάτων , και του 1888, γιατί στο δωρητήριο συμβόλαιο εκείνου του χρόνου, με το οποίο οι κάτοικοι του Αχλαδοκάμπου, παραχώρησαν δασικές εκτάσεις δωρεάν υπέρ της αποπεράτωσης του ναού του αγίου Δημητρίου, δεν αναφέρεται το όνομά του μεταξύ των επιζώντων και εν ενεργεία διατελούντων τότε ιερέων, οι οποίοι σαν αντιπρόσωποι της Εκκλησίας αποδέχονται τη δωρεά των κατοίκων.
Παράδοση των απογόνων του, που την αντιπροσωπεύει σήμερα ο ηλικίας 90 περίπου χρόνων Γεώργιος Ηλία Σκούμπης, γαμβρός επί θυγατρί του Ευαγγέλου Κων/νου Παπαδοπούλου, μαρτυρεί ότι μέχρι το 1940 διασώζονταν στην πατρική οικία του παπά – Κυριάκου Παπαδόπουλου πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και το Πηδάλιον των ιερών κανόνων.
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος
Φιλόλογος – Θεολόγος
Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή
-
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, «Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.
Παραβάντης Κωνσταντίνος Αθανασίου (1805; – ; )
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολίδα Μνημεία, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αχλαδόκαμπος, Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821), Αγωνιστές, Αγωνιστές Επαρχίας Άργους το 1821, Βιογραφίες, Επανάσταση, Επανάσταση 21, Πρόσωπα, Παραβάντης Κωνσταντίνος Αθανασίου (1805; - ; ), Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί on 17 Μαΐου, 2010| Leave a Comment »
Παραβάντης Κωνσταντίνος Αθανασίου (1805; – ; )
Ο Κωνσταντίνος Παραβάντης του Αθανασίου, πρόγονος της σημερινής οικογένειας Παραβάντη, γεννήθηκε στην Ήπειρο, γύρω στο 1805. Για άγνωστους λόγους η οικογένειά του εξορίστηκε στο Μεσολόγγι. Λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι άρπαξαν την αδελφή του, την όμορφη Παρθενία και την έκλεισαν στα χαρέμια του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Εξαιτίας τούτο του γεγονότος η οικογένεια Παραβάντη ήρθε σε ρήξη με τους Τούρκους και εξορίστηκε από το Μεσολόγγι στην Μπούγα του Άργους. Ο πατέρας Αθανάσιος, πέθανε στο δρόμο, πριν ακόμα φθάσει στην Μπούγα. Η μητέρα είχε προ πολλού αποβιώσει.
Ο Κωνσταντίνος στη Μπούγα, με τη μόνη αδελφή του, την Αλεξάνδρα, ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, ερχόταν από την Μπούγα στον Αχλαδόκαμπο και εκκλησιαζόταν στο ναό της αγίας Κυριακής και έλεγε το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών». Ο σκοπός του ήταν να πλησιάσει τα όρια του χωριού και να εγκατασταθεί στον Αχλαδόκαμπο, αλλ’ οι πολιτικοί παράγοντες του τόπου δεν τον άφηναν.
Έχτισε εκεί ψηλά, στο επάνω μέρος της ράχης, και κοντά στα Λεύκα, μια καλύβα, για τις ανάγκες των γιδοπροβάτων του, που ονομάζεται μέχρι σήμερα «Καλύβα του Παραβάντη», και έξω στη ράχη, απέναντι από το χωριό έχτισε το σπίτι του, το οποίο αργότερα αγόρασαν οι Καριοφυλλαίοι και σήμερα έχει περιέλθει στην οικογένεια Θεοδώρου Σταυράκη.
Ο Κωνσταντίνος Παραβάντης του Αθανασίου, τυγχάνει και Αγωνιστής του 1821. Φέρεται γραμμένος στο Νέο Μητρώο των Αγωνιστών του 1821, με αύξοντα αριθ. 3193 και στο Παλαιό, με αύξοντα αριθ. 1418, όπου σημειούται: «Παραβάντης Κωνσταντίνος του Αθανασίου, παρευρέθη εις διαφόρους μάχας ως απλούς στρατιώτης. (Στη συνεδρίαση 446) ετάχθη εις την εβδόμην τάξιν των αξιωματικών, υπηρετήσας στρατιωτικώς».
Έγγραφα, σχετικά με το πρόσωπο και τη δράση του, [φυλάσσονται] στον οικείο φάκελο, στο κουτί 171, του Τμήματος Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών, όπου και το Μητρώο των Αγωνιστών του 1821.
Στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Υσιών, της 23ης Μαΐου 1865, δεν αναφέρεται ανάμεσα στους άλλους Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ο στρατηγός και πολιτευτής του Άργους Δημήτρης Τσώκρης τον περιέβαλλε με συμπάθεια και τον προώθησε για Δήμαρχο. Για τη ζωή και τη δράση του ως Δημάρχου Αχλαδοκάμπου, βλ. Ιωάννου Σπ. Αναγνωστοπούλου, Λαογραφικά του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1985, σ. 166, παράδοση αρ. 191, οικογένεια Παραβάντη.
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος
Φιλόλογος – Θεολόγος
Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή
-
Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.