Posts Tagged ‘Εμφύλιος’
Πρoστατευμένο: Οι αντάρτες της θάλασσας – Δράση του ΕΛΑΝ Αργοσαρωνικού, Βασίλης Λαδάς, Αθήνα, 2002.
Posted in Βιβλία - Αργολίδα, Ψηφιακές Συλλογές, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αντάρτες, Βασίλης Λαδάς, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, ΕΛΑΝ, Εμφύλιος, Οι αντάρτες της θάλασσας, Ψηφιακά Βιβλία, Ψηφιακές Συλλογές on 2 Οκτωβρίου, 2018|
Πρoστατευμένο: Απάντηση – Ηλίας Παπαδημητρίου. Εισαγωγή – Επίμετρο, Κώστας Κάππος, Εκδόσεις «Αλήθεια», Αθήνα, 2004.
Posted in Βιβλία - Αργολίδα, Ψηφιακά Βιβλία, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Απάντηση, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιβλία, Βιβλίο, Βιβλιοπαρουσίαση, Εμφύλιος, Ηλίας Παπαδημητρίου, Ιστορία, Κώστας Κάππος, Ψηφιακά Βιβλία, Ψηφιακές Συλλογές on 2 Οκτωβρίου, 2018|
Πρoστατευμένο: Τα άγνωστα παρασκήνια της Εθνικής Αντιστάσεως εις την Πελοπόννησον, Εμμανουήλ Βαζαίος, Αντισυνταγματάρχης Ε.Α. Κόρινθος, 1961.
Posted in Κατοχή, Ψηφιακά Βιβλία, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Εθνική Αντιστάση, Εμφύλιος, Εμμανουήλ Βαζαίος, Ιστορία, Κατοχή, Στρατιωτικοί, Ψηφιακά Βιβλία, Memories from the National Resistance, National Resistance on 18 Σεπτεμβρίου, 2018|
Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βουλευτικό, Επανάσταση 21, Εμφύλιος, Ιστορία, Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, Πρακτικά Συνεδρίου, Περρούκας on 28 Ιουλίου, 2018| Leave a Comment »
Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου. Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, Δρ Νομικής – Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων. Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.
Ι. Εισαγωγή
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Δικαίου είναι ότι δεν ανέχεται την ανεύθυνη άσκηση της εξουσίας. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρείται ούτε ο ανεύθυνος ανώτατος άρχων· και για τις πράξεις η παραλείψεις του, κάποιος πάντοτε ευθύνεται. Οι υπουργοί υπέχουν ποινική [1] και αστική ευθύνη, εκ μόνου του συμπτωματικού γεγονότος, ότι σε δεδομένη στιγμή άσκησαν υπουργικά καθήκοντα.
Η υπουργική ευθύνη καθιερώθηκε στην Ελλάδα, από το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, το οποίο όριζε, ότι: Οι υπουργοί είναι υποκείμενοι εις ευθύνην καθώς και ο Γενικός Γραμματεύς του Εκτελεστικού: α. Αν εναντίον τι πράξωσι της εθνικής ασφαλείας, της ιδιοκτησίας και της ατομικής ελευθερίας. β. Αν παραβώσι τούς καθεστώτας Νομους, υπογράφοντες η ενεργούντες διαταγήν του Εκτελεστικού, ασύμφωνον με αυτούς· γ. Αν υποπέσωσιν εις κατάχρησιν των δημοσίων χρημάτων, τα οποία εμπιστεύονται εις αυτούς.
Υποβαλλομένης κατηγορίας, κατά υπουργού, διοριζόταν εννεαμελής επιτροπή, η οποία εξέταζε τη βασιμότητά της. Στη συνέχεια η Βουλή, με την πλειοψηφία των 4/5 κήρυσσε τον κατηγορούμενο έκπτωτο του αξιώματός του και τον παρέπεμπε να δικασθεί στο Γενικόν της Ελλάδος Κριτήριον. Τα ίδια επανέλαβε το 1823 το Σύνταγμα της Β’ Εθνοσυνελεύσεως του Άστρους (ο Νόμος της Επιδαύρου).
Η ρύθμιση δεν ήταν ορθή, διότι μόλις εδίδετο άδεια καταδιώξεως, επιβαλλόταν και η ποινή. Και μάλιστα η αυστηρότατη ποινή της εκπτώσεως, προτού καταδικασθεί ο υπουργός. Και η έκπτωση, ως ποινή, επιβάρυνε τη θέση του στο δικαστήριο, αφού είναι η ατιμωτέρα ποινή για πολιτικό άνδρα.
ΙΙ. Έλληνες εναντίον Ελλήνων
Βάσει αυτών των διατάξεων, παραπέμφθηκαν το φθινόπωρο του 1823, δύο Υπουργοί της Κυβερνήσεως· ο Χαράλαμπος Περρούκας και ο Ανδρέας Μεταξάς (1790-1860), καθώς και οι Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1770-1848) και Σωτήριος Χαραλάμπης (1760-1826), τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Α. Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα
«το ανομοθέτητον ως νομοθετημένον απεφάσισε».
Μετά τις επιτυχίες των δύο πρώτων ετών κατά των Τούρκων, το κύρος των στρατιωτικών αυξήθηκε εις βάρος των πολιτικών. Εν τω μεταξύ, τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί είχαν δαπανηθεί για τον εφοδιασμό του στρατού. Η φορολογία της δεκάτης δεν απέδωσε, όπως και το αναγκαστικό δάνειο του Μαρτίου 1822. Συνεπεία όλων αυτών, άρχισε ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτικών, που είχαν επικρατήσει στην Α’ Εθνοσυνέλευση, και των στρατιωτικών, που θεωρούσαν ότι είχαν παραγκωνισθεί, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Τον Φεβρουάριο του 1823 συνέρχεται η Β’ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος.
Η πρόταση της Συνελεύσεως, περί εκποιήσεως μέρους των εθνικών κτημάτων, δημιούργησε το σπέρμα του εμφύλιου πολέμου. Κατά το Σύνταγμα, το Βουλευτικό αποφάσιζε για δάνεια και για την εκποίηση των εθνικών κτημάτων «αναλόγου με την χρείαν».
Οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες, ως πλούσιοι, επεδίωκαν την εκποίηση, γιατί αποσκοπούσαν στην ιδιοποίηση των εθνικών κτημάτων, ενώ οι στρατιωτικοί, ως αγρότες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ζητούσαν τη διανομή των εθνικών γαιών. Από τη σύνθεση των δύο σωμάτων, ήταν φανερό ότι το μεν Εκτελεστικό εξέφραζε τούς στρατιωτικούς και την Πελοπόννησο, το δε Βουλευτικό τούς πολιτικούς και την Ύδρα, κεφαλή της ναυτικής δύναμης, η οποία ενίσχυε τούς πολιτικούς και απέβλεπε να εισέλθει στην κυβέρνηση.
Η αντιπαράθεση των δύο πολιτικών σωμάτων εντεινόταν, εν όψει της επικείμενης άφιξης του Λόρδου Βύρωνος, ως απεσταλμένου του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου και του δανεισμού από την Αγγλία. Και τούτο, διότι όποιος ήλεγχε το Εκτελεστικό, θα ήταν και ο επίσημος συνομιλητής με τον Βύρωνα· αλλά και όταν εδίδετο το δάνειο θα ενισχυόταν από αυτό. Πληροφορημένος γι’ αυτά ο Διονύσιος Σολωμός, γράφοντας τον Ύμνο εις την Ελευθερία, εκλιπαρεί τούς Έλληνες να επιδείξουν ομόνοια.
Ο Κολοκοτρώνης παραιτείται από την αντιπροεδρία του Εκτελεστικού στις 13 Οκτωβρίου 1823, και προσφέρεται να υπηρετήσει ως απλός στρατιώτης. Όμως, η παραίτησή του δεν δίδεται στη δημοσιότητα. Το Βουλευτικό, από τη Σαλαμίνα, όπου είχε καταφύγει για ασφάλεια, έρχεται στο Άργος, προσκαλώντας και το Εκτελεστικό να έλθει εδώ από το Ναύπλιο.
Στις 10 Νοεμβρίου, άρχισαν οι συνεδριάσεις του Βουλευτικού, με προδιαγεγραμμένο σχέδιο κατά του Εκτελεστικού. Μετά από δύο ημέρες, (12 Νοεμβρίου) συζητήθηκε το θέμα, για την προκήρυξη του υπουργού Οικονομικών Χαράλαμπου Περρούκα, περί μονοπωλίου του άλατος, και αποφασίσθηκε να κληθεί σε απολογία ο υπουργός.
Ο Χαράλαμπος Περρούκας (; -1824) καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, η οποία το 1798 ίδρυσε το πρώτο σχολείο στην πόλη του. Ο ίδιος ήταν μεγαλέμπορος και διατηρούσε κατάστημα στην Πάτρα και στο Άργος. Με την κήρυξη της Επαναστάσεως, οι Τούρκοι κατέστρεψαν το εδώ κατάστημα του. Τον Ιούνιο του 1823, κατηγορήθηκε ότι δημιουργούσε φατρίες στο Άργος και εστάλη παραγγελία στο υπουργείο Εσωτερικών να τον συνετίσει.
Ο Περρούκας είχε εκδόσει προκήρυξη περί μονοπωλίου του άλατος, επειδή ήταν επείγουσα η ανάγκη να βρει χρήματα να πληρώσει τον Νικηταρά, για τα τρόφιμα που έστειλε στον Ανδρούτσο, όταν του ανατέθηκε η εκστρατεία στην Εύβοια. Εκδίδοντας την προκήρυξη, χωρίς την προηγούμενη απόφαση του Βουλευτικού, αυθαιρέτησε, και «το ανομοθέτητον ως νομοθετημένον απεφάσισε».
Το Βουλευτικό δεν ήταν διατεθειμένο να ψηφίζει εισηγήσεις των υπουργών, διότι νόμιζε, ότι, ψηφίζοντας τις προτάσεις των υπουργών, εξυπηρετούνταν το Εκτελεστικό, ακόμη και στην περίπτωση, που υπήρχε πραγματική ανάγκη. Εφ’ όσον η κυβέρνηση δεν ήλεγχε την Βουλή, μοιραία ήταν η σύγκρουση των δύο εξουσιών.
Στις 13 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα του Άστρους, εννεαμελής επιτροπή και κλήθηκε στο Άργος ο Περρούκας να απολογηθεί, διότι «παρενόμησε εκδούς προκήρυξιν περί μονοπωλίου άλατος, μη προηγουμένου νόμου». Εκείνος, με επιστολή του από το Ναύπλιο, δήλωσε ειρωνικά αδυναμία να μεταβεί, διότι μόλις είχε επιστρέψει από την Καρύταινα και «ευρισκόμενος από τον κόπον της οδοιπορίας ολίγον ανύμπορος ο δούλος σας, εμποδίσθην κατά το παρόν, έχων προ οφθαλμών μετ’ ολίγον να εκτελέσω το προσταττόμενον».
Το Βουλευτικό στις 24 Νοεμβρίου ενέκρινε ομοφώνως την πρόταση της Επιτροπής «καθ’ ην γίνεται υπεύθυνος και έκπτωτος του υπουργήματός του και ως απλούς πολίτης να κριθή οπού ανήκει». Με διακήρυξή του προς το Πανελλήνιον γνωστοποιεί σε κάθε Έλληνα ότι είναι ελεύθερος να αγοράζη και πωλή το τόσον αναγκαίον άλας εις τον λαόν.
Β. Η παραπομπή του Ανδρέα Μεταξά και έντεκα βουλευτών
«πορευθείς όπου τα καθήκοντά του δεν τον διορίζουσι»
Εν τω μεταξύ, το Βουλευτικό παρέπεμψε το μέλος του Εκτελεστικού Ανδρέα Μεταξά, διότι «αφήσας δια μερικά πράγματα τα κοινά της πατρίδος … με την απουσίαν του ενέκρωσε τας εργασίας της Διοικήσεως». Η νέκρωση των εργασιών οφειλόταν στο ότι ο Μεταξάς, όπως και ο Περρούκας, είχε μεταβεί στην Καρύταινα μαζί με τον Κολοκοτρώνη για να αποτρέψουν τον εμφύλιο πόλεμο, που υπέβοσκε. Από την απουσία δε του Μεταξά απέμειναν μόνο δύο μέλη του Εκτελεστικού (ο Πετρόμπεης και ο Χαραλάμπης) και δεν υπήρχε απαρτία.
Το Βουλευτικό αγνόησε τις εξηγήσεις του Εκτελεστικού και συγκρότησε Επιτροπή, η οποία την ημέρα που καθαιρέθηκε ο Περρούκας, διαβίβασε αναφορά προς το Βουλευτικόν, κατά την οποία «…. εύρομεν διαπράξαντα τον κύριον Μεταξάν ουχί έγκλημα προσβάλλον τον νόμον, αλλ’ έγκλημα καθοσιώσεως, …. ανατρέπον τα θεμέλια του Οργανικού Νομου,….. γενόμενος ου μόνον παραβάτης, αλλά καθαιρέτης του νόμου, ώστε ουδέ απολογίαν επιδέχεται το αμάρτημα…».
Την επομένη (25 Νοεμβρίου), το Βουλευτικό κήρυξε έκπτωτο τον Μεταξά, με ψήφους έξι έναντι τριών, διότι «έπραξε έγκλημα καθοσιώσεως και εφάνη καθαιρέτης του οργανικού Νομου, και αφήσας τον χώρον απενέκρωσε τας εργασίας της Διοικήσεως και διέλυσε το Εκτελεστικόν Σώμα, πορευθείς όπου τα καθήκοντά του δεν τον διορίζουσι». Αντικαταστάτης του Μεταξά στο Εκτελεστικό «εξελέγη παμψηφεί» ο Κωλέττης. Η καταδικαστική απόφαση ήταν προειλημμένη, διότι προτού συγκροτηθούν οι επιτροπές για τις υποθέσεις Περρούκα και Μεταξά είχε κληθεί ο Κωλέττης να αντικαταστήσει τον Μεταξά.
Ταυτόχρονα με την παραπομπή του Μεταξά, το Βουλευτικό, με άλλο έγγραφό του παρέπεμψε και τούς βουλευτές, οι οποίοι «ως λιποτακτήσαντες και εναντίον της τάξεως μακράν του Βουλευτικού Σωματος καθήμενοι εν Ναυπλίω», δεν έρχονταν στο Άργος. Με μία ψήφο κατά, οι βουλευτές κηρύχθηκαν έκπτωτοι και αποφασίσθηκε να ζητηθεί από τις επαρχίες τους να στείλουν άλλους αντιπροσώπους.
Γ. Ο Α’ Εμφύλιος Πόλεμος
Η καθαίρεση από το Βουλευτικό του Χαράλαμπου Περρούκα, με την κατηγορία της υπερβάσεως καθηκόντων, ήταν η αφορμή να ξεσπάσει ο Α’ Εμφύλιος Πόλεμος μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού.
Οι στρατιωτικοί υπερασπίζονται το Εκτελεστικό. Ο Κολοκοτρώνης διατάσσει τον γιο του Πάνο να διαλύσει το Βουλευτικό. Στις 26 Νοεμβρίου 1823, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Τσώκρης, μαζί με 200 στρατιώτες, έρχονται στο Άργος, κτυπούν τη φρουρά του Βουλευτικού και εισβάλλουν στην αίθουσα συνεδριάσεως. Ο Πάνος διαμαρτύρεται, γιατί το Βουλευτικό εμποδίζει το Εκτελεστικό να εκποιήσει εθνικά φθαρτά κτήματα του Ναυπλίου, για να πληρώσει τούς στρατιωτικούς, ενώ αντίθετα εκποιεί και πληρώνει τούς μισθούς των ναυτικών της Ύδρας και Σπετσών. Λογομαχεί με τον Λόντο, εκτρέπονται σε ύβρεις και ο Πάνος μαζί με τούς συν αυτώ διαλύουν το Βουλευτικό, βιαιοπραγούν κατά των βουλευτών και λεηλατούν τα σπίτια τους. Ο Πάνος παίρνει μαζί του τα Αρχεία, τα οποία παραδίδει, με τη βοήθεια του Μακρυγιάννη, στον πολιτάρχη του Άργους Θ. Ζαχαρόπουλο, γυναικάδελφο του Νικηταρά.
Ο Κολοκοτρώνης τελικά υποχωρεί, αναγνωρίζει την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία, εν όψει των κινδύνων, του χορηγεί αμνηστία στις 28 Απριλίου 1824 και αποτρέπονται προσωρινά οι περαιτέρω εμφύλιες εχθροπραξίες.
Εν τω μεταξύ, συνήφθη το πρώτο αγγλικό δάνειο (800.000 λίρες) με εγγύηση τα εθνικά κτήματα. Δυστυχώς, μετά από λίγο θα επακολουθούσε ο Β’ Εμφύλιος Πόλεμος, με μήλον της έριδος τη διαχείριση του αγγλικού δανείου και αιτία την αντιζηλία μεταξύ Πελοποννησίων αφ’ ενός και Ρουμελιωτών και νησιωτών αφ’ ετέρου.
Δ. Η καθαίρεση των Πετρόμπεη και Σωτ. Χαραλάμπη
Οι αποφάσεις του Βουλευτικού θεωρήθηκαν αυθαίρετες και άκυρες στο Ναύπλιο, εν όψει ότι δεν υπήρχε απαρτία. Το Βουλευτικό (εκτός των 10 βουλευτών που έμειναν με το Εκτελεστικό) κατέφυγε στις 3 Δεκεμβρίου στο Κρανίδι, για να έχει την προστασία της Ύδρας. Από εκεί, κατήργησε το Εκτελεστικό και διόρισε νέο Εκτελεστικό με πρόεδρο τον Γ. Κουντουριώτη. Δημιουργούνται δύο κυβερνήσεις· μία το Παλαιό Εκτελεστικό, η κυβέρνηση της Τριπολιτσάς και άλλη το Νέο Εκτελεστικό η κυβέρνηση του Κρανιδίου.
Το Βουλευτικό κατήγγειλε στον λαό τη βιαία διάλυσή του και τη κυβέρνηση της Τριπολιτσάς, διότι αδιαφορούσε «ως προς τα καθήκοντα του νόμου, οποιασδηποτούν και αν είησαν ποιότητος και βαθμού» και της επέρριψε την ευθύνη για τα γεγονότα του Άργους. Στη συνέχεια, όρισε Επιτροπή, για να δικάσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Σωτήρη Χαραλάμπη. Η Επιτροπή υπέβαλε στις 19 Δεκεμβρίου 1823 το κατηγορητήριο, που περιελάμβανε δεκατρείς κατηγορίες. Μεταξύ αυτών ήταν ότι ενώ κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι Περρούκας και Μεταξάς αυτοί εξακολουθούσαν να ασκούν τα καθήκοντά τους.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απηύθυνε έκκληση προς το Βουλευτικό, για συμβιβασμό, όπως και προς τον Καποδίστρια, προσκαλώντας τον να αναλάβει τα ηνία της Ελλάδος, αλλά ο τελευταίος, δεν θεώρησε σοβαρή την πρόταση, διότι προερχόταν μόνο από μία πολιτική μερίδα, που την αντιμαχόταν η άλλη.
Στις 5 Ιανουαρίου 1824, η Βουλή ομοφώνως κατεδίκασε αναπολόγητους και καθαίρεσε, τούς Πετρόμπεη και Χαραλάμπη, αφού προηγουμένως απέτυχε τελευταία μεσολαβητική προσπάθεια του Χρυσοσπάθη, απεσταλμένου Πετρόμπεη, για συμβιβασμό. Οι Κολοκοτρώνης, Μαυρομιχάλης, Χαραλάμπης και ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος, ζήτησαν στις 21 Φεβρουαρίου πάλι, τη μεσολάβηση του Ανδρέα Ζαΐμη, για συμβιβασμό και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς έκανε διάβημα για συνδιαλλαγή. Συναντήθηκε με τον Λάζαρο Κουντουριώτη στην Ύδρα και επανέλαβε πρόταση του Δημ. Υψηλάντη για συμβιβασμό. Πρότεινε να ανατεθεί η προεδρία του Βουλευτικού στον Πετρόμπεη, να αναγνωρισθεί ο Χαραλάμπης μέλος του Εκτελεστικού, να αμνηστευθούν όσοι ακολούθησαν τον Πετρόμπεη στην Τριπολιτσά και να επανέλθουν στο Βουλευτικό. Η κυβέρνηση του Κρανιδίου δεν έστερξε, διότι επεδίωκε τη διάλυση της κυβερνήσεως της Τριπολιτσάς. Έτσι άρχισε ο αποκλεισμός του Ναυπλίου τον Μάρτιο του 1824, για να συνεχισθεί ο εμφύλιος, με μια μικρή θερινή ανάπαυλα, επί δύο χρόνια. Όλη η Πελοπόννησος ταράσσεται από φονικές συμπλοκές. Ο εμφύλιος φουντώνει και θα λήξει με την πτώση του Μεσολογγίου μετά από δύο χρόνια.
Κι’ όμως! Το 1823, η Τουρκία βρισκόταν σε δυσχερή θέση, από αντικειμενικούς λόγους. Είχε υποχρεωθεί να πολεμήσει κατά της Περσίας, στέλνοντας ισχυρή δύναμη στα σύνορα, ο πόλεμος κατά του Αλή πασά στην Ήπειρο είχε κάμψει την οικονομία της και μια πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη είχε καταστρέψει αποθήκες πολεμικού υλικού. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Γ. Κάννιγκ (1770-1827) αναγνώρισε την εθνικοαπελευθερωτική φύση της Επαναστάσεως και οι Τούρκοι αποσύρθηκαν από τα φρούρια της Χαλκίδας και της Καρύστου, καθώς επίσης, μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου (8 Αυγ. 1823), απέτυχαν να καταλάβουν το Αιτωλικό. Αντί να εκμεταλλευθούμε τη δυσμενή θέση του Σουλτάνου, οδηγηθήκαμε στη διχόνοια και σε έναν υπερδιετή εμφύλιο πόλεμο. Ελάττωμα, που αφήνουμε να εκδηλωθεί σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως συνέβη αργότερα κατά τούς δύο Παγκοσμίους πολέμους, τον 20ο αιώνα. Τα αίτια της διχόνοιας θεωρείται ότι ήσαν κυρίως πολιτικά και δευτερευόντως κοινωνικά. Έχει σημειωθεί (Π. Κανελλόπουλος), δυστυχώς, προσφυώς, ότι «Η Δοξα στην ελληνική ιστορία, δεν περπάτησε ποτέ μονάχη. Την παίρνει από πίσω, πάντοτε, αργά η γρήγορα, η διχόνοια, ο διχασμός».
Υποσημείωση
[1] βλ. εκτενέστερα Ευρ. Μπέσιλα-Βήκα, Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στο Ελληνικό και Συγκριτικό Συνταγματικό δίκαιο, (διδ. δ.), 1985, Νικ. Σοϊλεντάκης, Υπουργοί στο Εδικό δικαστήριο (1821-2000), εκδ. Παπαζήση, 2005.
Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης,
Δρ Νομικής – Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.
Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη.
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εθνικός Διχασμός, Ψηφιακές Συλλογές, tagged Alexander Zaimis, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξανδρος Ζαΐμης, Βενιζέλος Ελευθέριος, Εθνικός Διχασμός, Εμφύλιος, Ιστορία, Πρακτικά Συνεδρίου, Ψηφιακές Συλλογές, National division on 31 Μαΐου, 2018| Leave a Comment »
Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη. Νίκη Μαρωνίτη στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7- 8 Νοεμβρίου, 2015.
[…] Ο Ζαΐμης συνιστούσε ένα μείγμα επαγγελματία πολιτικού και ερασιτέχνη. Ακουμπούσε με ασφάλεια στην πολιτική οικογενειακή παράδοση, στις περγαμηνές που όριζαν η ένδοξη καταγωγή και τα ευρύτερα συγγενικά δίκτυα – εγχώρια και ομογενή – στη συστηματική μόρφωσή που απέκτησε, καθώς και στην ευρύτερη καλλιέργεια που διέθετε. Το ξεκίνημα, και στη συνέχεια η σύνολη πολιτική του σταδιοδρομία, βασίστηκαν αφενός στα εδραιωμένα και γόνιμα τοπικά ερείσματα, με άξονα τη γενέτειρα του, τα Καλάβρυτα, αφετέρου σε αυτά που αντλούσε έξω από τα εθνικά σύνορα: στα διπλωματικά σαλόνια, στις πρεσβείες, στα δυναστικά περιβάλλοντα, στα διεθνή fora, στους χώρους δράσης της ελληνικής ομογένειας.
Επομένως η αξιοθαύμαστη ανέλιξη του εδραιώθηκε εποικοδομητικά στις δύο αυτές κλίμακες, τοπική και κοσμοπολιτική, χωρίς να χρειαστεί να αναμετρηθεί στον εθνικό, ανταγωνιστικό κομματικό στίβο, με τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της εποχής του. Δεδομένο που του επέτρεψε, αφενός να εκφράσει τις ενδιάμεσες, ρευστές θέσεις των πολυσυλλεκτικών εκλογικών πελατειών, εκείνες δηλαδή που η καθαρότητα και αποκλειστικά των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων δεν μπορούσαν προγραμματικά να εκπροσωπήσουν, αφετέρου να αποκτήσει περισσότερους οιονεί συμμάχους, από ότι δηλωμένους πολέμιους ή εχθρούς. Άλλωστε, αυτές ακριβώς οι πολυσυλλεκτικές, ανυπόμονες εκλογικές πελατείες ευθύνονταν κατά πολλοίς για τον τρωτό, αναλώσιμο χαρακτήρα των πλειοψηφικών κυβερνητικών σχημάτων, καθώς για την αναγκαιότητα προσφυγής σε ανορθόδοξες συνταγματικές επιλογές από την πλευρά του ανώτατου άρχοντα για τη διαμόρφωση ευκαιριακών, μειοψηφικών κυβερνήσεων. Δεν ήταν συμπτωματικό επομένως ότι η ανάληψη ύπατων αξιωμάτων που εγγράφονται στην αδιάλειπτη, μακρά πορεία του Ζαΐμη- βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής, πρωθυπουργός (επανειλημμένα), ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Πρόεδρος της Γερουσίας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας – οφειλόταν σε διορισμούς, αξιοκρατικούς ή σκιώδεις, νόμιμους ή «πραξικοπηματικούς» στους περισσότερους από τους οποίους οι εκπρόσωποι του ελληνικού στέμματος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος, αλλά και ο χαρισματικός Ελευθέριος Βενιζέλος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Αυτή η διαδικασία των «γκρίζων» διορισμών δεν κατάφερε ωστόσο να υπονομεύσει το πολλαπλό όφελος που αποκόμισε ο Καλαβρυτινός πολιτικός: καθώς, μετά την ανάληψη του εκάστοτε υψηλού αξιώματος, το πολιτικό/συμβολικό του κεφάλαιο αποκτούσε πλουσιότερες και ωριμότερες υποδοχές, χρησιμότερες δικτυώσεις, ενισχυμένη διαπραγματευτική ισχύ. Ηγούνταν κατά κανόνα μειοψηφικών ή κυβερνήσεων συνεργασίας, υπηρεσιακών, έκτακτων ή οικουμενικών υπουργείων, σχημάτων δηλαδή που χαρακτηρίζονταν από προσωρινή διάρκεια, ad hoc κοινοβουλευτική υποστήριξη, ρευστό και μεταβαλλόμενο κοινωνικό αντίκρισμα/έρεισμα, αποτελούσαν ωστόσο τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην κυβερνητική ιστορία της μέσης διάρκειας 1890-1936.
Παράλληλα, τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του – νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, ικανότητα να διαμορφώνει συναίνεση γύρω από το πρόσωπό του, διαχειριστική δεινότητα, διεθνή αναγνώριση, συνείδηση καθήκοντος – επισκιάζονταν μεν από καταγεγραμμένα ελαττώματα όπως ατολμία, αναποφασιστικότητα, έλλειψη ηγετικών προσόντων, υποχωρητικότητα, ιδιότυπη φιλοδοξία. Σύστηναν όμως, την ίδια στιγμή, ένα εναλλακτικό, νεωτερικό, μοντέλο διακυβέρνησης απέναντι σε αυτό των πρωταγωνιστών της πολιτικής: με άλλα λόγια, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης παρουσιαζόταν στο πηδάλιο της εξουσίας, σε επίμαχες και κρίσιμες περιόδους, με στόχο να διαχειριστεί επιτακτικά ζητήματα, αντιπροσωπευτικά των εκάστοτε οξύνσεων/πολώσεων, και να αποκαταστήσει, έστω προσωρινά, την εύρυθμη, θεσμική λειτουργία του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Η πολιτική κουλτούρα που υπηρετούσε, οικεία και παρούσα στις ασταθείς και εξίσου ρευστές ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές της περιόδου που εξετάζουμε, νομιμοποιούνταν στην ετοιμότητα και βούληση να αναλάβει την κατάλληλη στιγμή το ύπατο αξίωμα, να ανταποκριθεί επαρκώς κατά τη σύντομη μα εύθραυστη διάρκεια του και να αποσυρθεί όταν ολοκληρωθεί η ορισμένη αποστολή του. Προσημειώνοντας έτσι την δυνατότητα επανάκαμψης, την επόμενη προσωρινή θητεία…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Οι «ελάσσονες» πολιτικές ηγεσίες στο κράσπεδο της εμφύλιας διαμάχης. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Θρ. Ζαΐμη.
Διαβάστε ακόμη:
- Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής.
- Από την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στην κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Μια περιπτωσιολογική ανάλυση των αιτίων του Εθνικού Διχασμού
- Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός».
- 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Πρακτικά διημερίδας 7-8 Νοεμβρίου, Άργος, 2015.
- Στοιχεία για δύο εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Άργος: το «ανάθεμα» και η εξορία του Δ. Βαρδουνιώτη.
- Εθνικός Διχασμός 1915-1917 – Η «προσχώρηση» των Κυκλάδων. Εντάσεις και διευθετήσεις.
- Η Ήπειρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η ιταλική κατοχή, 1917.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός».
Posted in Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Εθνικός Διχασμός, Ψηφιακές Συλλογές, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Άρθρα, Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βενιζέλος Ελευθέριος, Εθνικός Διχασμός, Εμφύλιος, Ιστορία, Στρατιωτικοί, Ψηφιακές Συλλογές, King Constantine Ι of Greece, National division on 19 Απριλίου, 2018| Leave a Comment »
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός». Γ. Β. Δερτιλής στο: 1915 – 2015: 100 Χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό – Οι πολιτικές, πολιτειακές, κοινωνικές διαστάσεις των γεγονότων και οι μεταγενέστερες επιδράσεις. Άργος, πρακτικά διημερίδας, 7-8 Νοεμβρίου, 2015.
Η ανακοίνωση αυτή στηρίζεται σε ένα αφήγημα των γεγονότων της περιόδου 1914-1922. Το αφήγημα απευθύνεται πρωτίστως στο γενικό κοινό και όχι τόσο σε συναδέλφους που ήδη γνωρίζουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε μία και μόνη επεξηγηματική υποσημείωση. Σε ένα κείμενο αναγκαστικά βραχύλογο που όμως φιλοδοξεί να καλύψει ένα θέμα ευρύτατο, η επίδειξη εμβρίθειας με παραπομπές και υποσημειώσεις θα ήταν περιττή.
Αφηγούμενος τα συμβάντα και συνδέοντάς τα συνεχώς με τη χρονολόγησή τους, ελπίζω να αναδείξω τα αίτιά τους και, επομένως, τα εξής ερμηνευτικά συμπεράσματα που ενδιαφέρουν και τους ιστορικούς.

Κωνσταντίνος Α΄, έργο του Philip de László (1868-1937) φιλοτεχνημένο τον Απρίλιο του 1914. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.
Πρώτον, ότι στον «Διχασμό» οδήγησαν κυρίως εξωγενή «αιτιακά πλέγματα»: τα πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι αντίστοιχες μεταβολές του γεωπολιτικού περιβάλλοντος της Ελλάδας πριν, κατά και μετά τον πόλεμο.
Δεύτερον, ότι η τεράστια σημασία των διακυβευμάτων του μεγάλου πολέμου τον κατέστησε έναν πόλεμο συνειδητής και δυνάμει ολοκληρωτικής εξόντωσης του αντιπάλου όπως μαρτυρεί η μαζική βιαιότητά του.
Τρίτον, ότι εφόσον οι ελληνικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια και στην Ανατολή ήταν παράλληλες προς τις τοπικές επιδιώξεις ορισμένων Δυνάμεων αλλ’ αντίθετες προς επιδιώξεις άλλων, ήταν αναπόφευκτο να μεταφερθούν και στην Ελλάδα οι ιδιότητες του ολοκληρωτικού πολέμου. Με αυτές επρόκειτο να διεξαχθεί και ο «Διχασμός».
Γι’ αυτό άλλωστε, τέταρτον, ο λεγόμενος «Διχασμός» ήταν ουσιαστικώς ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε εννέα χρόνια, οδήγησε σε μαζικούς διωγμούς, πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις, άφησε χιλιάδες τραυματίες και νεκρούς, και μετά το 1922 επέφερε τέσσερις δικτατορίες και δεκατέσσερα στρατιωτικά κινήματα.
Στις 28 Ιουλίου 1914, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Στις 3 Αυγούστου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διακηρύξει ένοπλη ουδετερότητα. Στα τέλη Οκτωβρίου, όμως, υπέγραψε με τη Γερμανία μια συμφωνία που στρεφόταν κατά της Ρωσίας. Η Ρωσία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία κήρυξαν πάραυτα τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην Ελλάδα βασίλευε ο Κωνσταντίνος, σύζυγος της αδελφής του Κάιζερ, γερμανο-σπουδασμένος και θαυμαστής της γερμανικής πειθαρχίας και στρατιωτικής ισχύος. Το 1914, ενώ ενδομύχως επιθυμούσε συμμαχία με τη Γερμανία, ήταν υπέρ της ουδετερότητας· η οποία, με τα γεωπολιτικά δεδομένα των Βαλκανίων, θα ήταν ουσιαστικώς μια ευμενής ουδετερότητα υπέρ της Γερμανίας. Ενδομύχως, επιθυμούσε βεβαίως συμμαχία με τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις»: τις δύο αυτοκρατορίες, τη Γερμανική και την Αυστρο-Ουγγρική, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά άλλωστε πίστευαν τόσο η Entente όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο πρωθυπουργός θεωρούσε επιπλέον τα ελληνικά συμφέροντα παράλληλα και συμπληρωματικά των βρετανικών. Ο ελληνικός στόλος καθιστούσε την Ελλάδα έναν δυνάμει σημαντικό σύμμαχο των Βρετανών. Αντιθέτως, αν η Ελλάδα συμμαχούσε με τους Γερμανούς, θα ήταν γι αυτούς δευτερεύων σύμμαχος σε σύγκριση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία· και ο ελληνικός στόλος θα ήταν εύκολος στόχος για το πανίσχυρο βρετανικό ναυτικό…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης του κυρίου Γ.Β.Δερτιλή πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός»
Μια συναινετική διοίκηση – Η Αριστερά στη Δημαρχία του Άργους (Σεπτ. 1944-Ιαν. 1945)
Posted in Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Κατοχή, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αριστερά, Αντίσταση, Δωροβίνης Κ. Βασίλης, Εμφύλιος, Ιστορία, Στρατιωτικοί, Une gestion consensuelle on 15 Δεκεμβρίου, 2014| Leave a Comment »
Πριν 70 χρόνια
Μια συναινετική διοίκηση
Η Αριστερά στη Δημαρχία του Άργους (Σεπτ. 1944-Ιαν. 1945)
«Ο Έλληνας δεν έχει συμφιλιωθεί με τον εμφύλιο. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει συμφιλιωθεί με τον Άλλον, τον διαφορετικό, τον αντίθετο…. πως δεν συμφιλιώθηκε με τον εαυτό του.»
Θόδωρος Τερζόπουλος
Ένα από τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης στον επιστημονικό – ερευνητικό τομέα υπήρξε η αποφασιστική στροφή προς την περίοδο της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου. Μέχρι σήμερα δύο κύρια ρεύματα έχουν διαμορφωθεί σχετικά, εκείνο με συμπάθειες στο χώρο της Αριστεράς και το μεταγενέστερο που αποκαλείται “αναθεωρητικό”. Δεν θα υπεισέλθουμε με το παρόν άρθρο στην ήδη σχεδόν οριοθετημένη διαφορά, αλλά θα θέλαμε να επισημάνουμε το ότι, κατά τη γνώμη μας, δύο μεθοδολογικές ελλείψεις ή χαρακτηριστικά σημαδεύουν τις δύο τάσεις. Την πρώτη, η έλλειψη ανθρωπολογικών προσεγγίσεων, μάλιστα σε πόλεις της επαρχίας και στον ύπαιθρο χώρο όπου εδραία ανθρωπολογικά δεδομένα διαμόρφωσαν νοοτροπίες, ευνόησαν πράξεις και οδήγησαν σε γεγονότα σαφώς αποδοκιμαστέα, που όμως δεν ποδηγετήθηκαν από κεντρικές πολιτικές οργανώσεις. Τα διαβόητα φαινόμενα ακραίας, μάλιστα, βίας, όπως ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, είναι καιρός να ερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν κατάματα. Επίσης, είναι καιρός να ερευνηθούν με επάρκεια τα φαινόμενα εσωτερικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, σε εποχή μάλιστα που πολιτικά υπεύθυνοι, όπως ο Ζαχαριάδης, ανασύρονται από μία κάποια λήθη, για να στηθούν σε βάθρα.
Ως προ το δεύτερο ρεύμα, παρατηρούμε καταρχήν μία σαφή τάση για καταχρηστικές γενικεύσεις (extrapolations) ή εξίσου καταχρηστικές μειώσεις και σμικρύνσεις, ιδιαίτερα του βάρους γεγονότων και των σημασιών τους, που ασφαλώς δεν συμβάλλουν διόλου στην αντιμετώπιση, με τη δέουσα αντικειμενικότητα, των πτυχών της περιόδου που αναφέραμε. Οργανωτικές πλευρές διογκώνονται ενώ ατομικά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά γενικεύονται, για να καλύψουν την πολύμορφη συχνά υφή κινημάτων και τάσεων.
Για το θέμα που αφορά η παρούσα δημοσίευση, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι εντάσσεται σε γενικότερη μελέτη μου για την πόλη του Άργους κατά την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Ποιο το γενικότερο ενδιαφέρον; Νομίζω ότι πρέπει να στραφεί η προσοχή μας στην έρευνα της καθημερινής ζωής της ελληνικής ενδοχώρας κατά την περίοδο αυτή, των νοοτροπιών που αναδύθηκαν τότε, μέσα από την ιδιομορφία οικιστικών συνόλων αλλά και περιφερειακών κοινοτήτων. Η περίπτωση της πόλης του Άργους παρουσιάζει το ενδιαφέρον ενός οικιστικού κέντρου μικρομεσαίου μεγέθους, κατά τη δεκαετία 1940-1950, που διατηρεί ανέπαφα τα βασικά οικιστικά του χαρακτηριστικά, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ου. Επιπλέον, αποτελεί την πόλη με το μεγαλύτερο πληθυσμό (περίπου 10.000) του τότε ενιαίου νομού Αργολιδοκορινθίας, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, αλλά και το παραγωγικό κέντρο του (βιομηχανία εριουργίας και οινοποιίας, εντατική γεωργία στην περιφέρειά του – οπωροκηπευτικών, καπνού και αρχή καλλιέργειας εσπεριδοειδών), επιπλέον όμως και εμπορικό κέντρο του νομού (με πλήθος εργαστηρίων και μηχανουργείων).
Κατά την περίοδο της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων από την πόλη, μέχρι την αρχή του Ιανουαρίου 1945, γίνεται στο Άργος ένα “πείραμα” διοίκησης του από την Αριστερά, μετά από διαπραγματεύσεις με επιτροπή αντιπροσωπευτική του χώρου της συντηρητικής παράταξης, που τότε περιλάμβανε πρόσωπα του χώρου του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος και εκείνου των βενιζελογενών, και μετά από τη διοργάνωση λαϊκών συνάξεων, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κανονική διενέργεια εκλογών. Κατά την περίοδο που προηγήθηκε (Απρ. 1941-αρχές Σεπτ. 1944) δήμαρχοι και μέλη ενός ολιγάριθμού Δημοτικού Συμβουλίου διορίζονταν από τις αρχές της Κατοχής, δίχως να είναι σαφές σήμερα με ποια κριτήρια και από ποιους, ιδίως από την ελληνική πλευρά, γίνονταν υποδείξεις προσώπων.
Τόσο στο Άργος όσο και στο Ναύπλιο υπήρχαν μονάδες Χωροφυλακής και μονάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ επικεφαλής του Τμήματος Χωροφυλακής Άργους βρέθηκε ο Δ. Κουρκουλάκος, άνθρωπος μετριοπαθής. Ταυτόχρονα, είχε σχηματιστεί και μονάδα Πολιτοφυλακής, με μέλη συντηρητικούς πολίτες. Από την πλευρά του ΕΛΑΣ, μονάδες του 6ου Συντάγματός του, με επικεφαλής τον επίσης μετριοπαθή Εμμ. Βαζαίο, ήταν αυτές που με έδρα το ημιορεινό χωριό Γκέρμπεσι (σήμερα Μιδέα) είχαν άμεση ανάμειξη στα όσα συνέβησαν στο Άργος.
Το γενικότερο κλίμα στην Αργολιδοκορινθία και γενικότερα στην Πελοπόννησο ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνο και βαρύ, μάλιστα στα ορεινά της Αργολίδας εμφυλιοπολεμικό. Στην ίδια την πόλη του Άργους είχαν σημειωθεί σποραδικές εκτελέσεις και απαγωγές πολιτών με ιδιαίτερες βιαιοπραγίες από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι από την άνοιξη του 1944 σημειώνεται δραματική αύξηση των εκτελέσεων πολιτών από τα γερμανικά στρατεύματα, κοντά σε δύο σημεία εισόδων του Άργους: στο μαντρότοιχο της παλαιάς εκκλησίας του Αγ. Βασιλείου και στα κυπαρίσσια του αναχώματος της Πάνιτσας στο δρόμο προς Κουρτάκι. Προ ετών τα κυπαρίσσια αυτά κόπηκαν σύριζα ώστε να «εφαρμοστεί» πρόβλεψη του σχεδίου πόλεως για δημιουργία ενός άθλιου δρομίσκου.
Μετά τους πρώτους μήνες του 1944, εντάθηκαν επιθετικές ενέργειες των ανταρτών κατά των δυνάμεων Κατοχής, μάλιστα με τη γενική ενθάρρυνση του συμμαχικού παράγοντα και με την παρουσία Άγγλων “συνδέσμων” στην Αργολιδοκορινθία.
Για τη ζωή στην πόλη υπάρχουν πολλαπλές γραπτές και κάποιες προφορικές μαρτυρίες, εκτός από επίσημα έγγραφα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε αδρή εικόνα τόσο για την καθημερινή ζωή στην πόλη, όσο και για ορισμένα γεγονότα. Σημαντικό τεκμήριο αποτελούν τα σημειωματάρια του δασκάλου και ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου, τα οποία ουδέποτε δημοσίευσε και ελάχιστα χρησιμοποίησε σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα για την περίοδο αυτή. Τα έγραφε “δι’ εαυτόν”, αποτελούν εκπληκτική για την αντικειμενικότητά τους καταγραφή, αν και ο ίδιος ήταν τοποθετημένος στον συντηρητικό χώρο, με ακριβή όχι μόνο τη χρονολόγηση, αλλά και με σημείωση της ώρας που παρατηρούσε και έγραφε.
Δύο γεγονότα θεωρώ ότι επηρέασαν τις εξελίξεις στο Άργος: η επικείμενη αναχώρηση των Γερμανών και η παρουσία του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, όχι σε πολύ μακρινή απόσταση. Και οι δύο σοβαρές μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας, στον Μελιγαλά (10-14 Σεπτ. 1944) και στον Αχλαδόκαμπο (18 Σεπτ.). Από τα τέλη Αυγούστου, όμως, είχαν προηγηθεί από τη μονάδα του Τ. Ασφαλείας συλλήψεις και απαγωγές ως ομήρων συγγενών ανταρτών, αλλά και φόνοι πολιτών. Στις αρχές Σεπτεμβρίου άρχισε η αναχώρηση γερμανικών μονάδων από την ευρύτερη περιοχή και ανατίναξη εγκαταστάσεών τους στο αεροδρόμιο του Άργους. Στις 11 το βράδυ της 15ης Σεπτεμβρίου αναχώρησαν οι τελευταίοι Γερμανοί από το Άργος και την επομένη το πρωί έγινε αυθόρμητα γενικός σημαιοστολισμός και πλήθος ξεχύθηκε στο κέντρο της πόλης. Δύο, όμως, μέρες πριν άρχισαν συνεννοήσεις μεταξύ επιτροπής πολιτών, μελών του ΕΑΜ και της μονάδας του ΕΛΑΣ που έδρευε στο Γκέρμπεσι.
Οι συνεννοήσεις και η κατάληξή τους
Πριν από την αποχώρηση των Γερμανών, την 10/9/1944, και με πρωτοβουλία του μοιράρχου Κουρκουλάκου, που προφανώς ήταν σε επαφή με στελέχη της Αριστεράς, κλήθηκαν οι δικηγόροι Μ. Στάμος και Στ. Μακρής, ο συμβολαιογράφος Π. Δασκαλόπουλος, ο φαρμακοποιός Ν. Παπανικολάου, ο βιομήχανος Γ. Ρασσιάς και ο αρχιμανδρίτης τότε (μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδας) Χρ. Δεληγιαννόπουλος και συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Πέτρου, με σκοπό να αποφευχθούν έκτροπα και συγκρούσεις στην πόλη μετά την αναχώρηση των Γερμανών. Στη σύσκεψη παρέστησαν ο Νομάρχης και οι δύο αξιωματικοί των Τ. Ασφαλείας από το Άργος και το Ναύπλιο. Αποφασίστηκε επιτροπή από τους πέντε, πλέον, πολίτες να μεταβεί κρυφά στο Γκέρμπεσι και να επιδιώξει συνεννόηση με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Η επιτροπή αυτή αρνήθηκε να μεταβιβάσει εντολές των Τ. Ασφαλείας και δήλωσε ότι θα δρούσε ως “ομάς Αργείων”.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε γενικότερο επίπεδο είχε προηγηθεί η Συμφωνία του Λιβάνου, που ειδικά ως προς τα Τ. Ασφαλείας δεν προέβλεπε κάτι ειδικότερα, αλλά ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε πλέον σχηματιστεί στο Κάιρο Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με συμμετοχή και της Αριστεράς, στο διάγγελμα της οποίας η ύπαρξη των Τ. Ασφαλείας καταγγέλθηκε ως έγκλημα κατά της πατρίδας. Σε λίγες μέρες αναγγέλθηκε η αυτοδιάλυση της ΠΕΕΑ και στις 26 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε η συμφωνίας της Καζέρτας, με την οποία όλες οι αντάρτικες ομάδες υπήχθησαν στον εθνικό στρατό, υπό τις άμεσες διαταγές του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν άμεσα τις συνεννοήσεις στην Αργολίδα.
Στις 11/9 η πενταμελής ομάδα μετέβη στο Γκέρμπεσι, έγινε επτάωρη σύσκεψη, από την επιτροπή δηλώθηκε ότι δεν αποτελείται από εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού του Άργους, αλλά ότι ήθελαν να συμβάλουν στην ειρηνική είσοδο των ανταρτών στην πόλη, μάλιστα με τα αναμενόμενα εθνικά στρατεύματα, και να γιορτάσουν όλοι μαζί τη νίκη κατά των κατακτητών. Εκατέρωθεν απόψεις καταγράφηκαν σε επίσημα έγγραφα. Από την πλευρά της Αριστεράς δηλώθηκε ότι έκαμε κάθε δυνατή υποχώρηση, ότι υπακούει στις διαταγές της Εθν. Κυβέρνησης ως Εθνικός Στρατός, αλλά ότι απαιτούν τη, σύμφωνα με τις διαταγές αυτής της κυβέρνησης, διάλυση των μονάδων των Τ. Ασφαλείας και την παράδοση του οπλισμού τους, εγγυώμενοι για την ασφάλεια των ανδρών της, μέχρι να ληφθούν οριστικές αποφάσεις από την Κυβέρνηση. Δήλωσε επίσης ότι προτείνει τη συγκρότηση Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης, που θα εκλεγεί από τους πολίτες, και σε αυτή θα υπακούουν η νέα Εθν. Πολιτοφυλακή, η Αγροφυλακή και η Χωροφυλακή.
Οι προτάσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν από την πενταμελή επιτροπή σε λαϊκή συνέλευση που οργανώθηκε στο ναό του Αγ. Ιωάννη, όπου κλήθηκαν εκπρόσωποι των φορέων των πολιτών, των Τ. Ασφαλείας και της μέχρι τότε συγκροτημένης Πολιτοφυλακής. Συντάχθηκε νέο υπόμνημα προς τους εκπροσώπους της Αριστεράς, με όσα συμφωνήθηκαν στη συνέλευση, όπου καταγράφηκε η ανάγκη σεβασμού των αποφάσεων της Εθν. Κυβέρνησης, με την παρατήρηση ότι η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε, ότι οι οργανώσεις της Αριστεράς αποτελούν πλέον πολιτικά κόμματα και όχι “προκεχωρημένα κλιμάκια” της Κυβέρνησης και ότι δεν γίνεται κατανοητό γιατί ο ΕΛΑΣ θα πρέπει να καταλάβει τα αστικά κέντρα, αφού προορίζεται να αφομοιωθεί από τον Εθν. Στρατό, τμήματα του οποίου βρίσκονταν ακόμα στο εξωτερικό. Μεταφέρθηκαν, επίσης, οι αντιρρήσεις εκπροσώπων των Τ. Ασφαλείας σύμφωνα με τις οποίες η διάλυσή τους προϋπέθετε τη γενική συμφιλίωση των Ελλήνων, ενώ τους είχε ανατεθεί η περιφρούρηση της ασφάλειας των Ελλήνων και η ενίσχυση της Χωροφυλακής, αν όμως οι κάτοικοι μιας πόλης δεν έχουν ανάγκη των υπηρεσιών τους, τότε χωρίς να διαλυθούν μπορούν να μεταβούν σε άλλη πόλη με τον οπλισμό τους! Άρνηση υπήρξε και από την πλευρά της Χωροφυλακής, αφού σε αυτήν είχε ανέκαθεν ανατεθεί η τήρηση της τάξης, αλλά και από την Πολιτοφυλακή, η οποία δήλωνε ότι είχε συγκροτηθεί για αποτροπή απαγωγών, δολοφονιών και αντεκδικήσεων μεταξύ των πολιτών.
Η πρόταση που τελικά διαμορφώθηκε ήταν κάθε ένοπλη δύναμη να περιοριστεί εκεί όπου βρισκόταν και τα τμήματα του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο, μέχρι να εμφανιστούν διορισμένοι εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, αν και από ορισμένους προτάθηκε να εγκατασταθεί στην πόλη πολιτική αντιπροσωπεία των αριστερών οργανώσεων, που θα μπορούσε να αναλάβει και κάποια πολιτική αρχή. Φέρει ημερομηνία 14/9/44 και στις 16/9 η πενταμελής επιτροπή οργάνωσε άλλη λαϊκή συνέλευση στην πλατεία του Αγ. Πέτρου, όπου αναγνώστηκαν όλα τα ανταλλαγέντα έγγραφα. Είχε προηγηθεί, την προηγουμένη, αποστολή άλλου εγγράφου από την Αριστερά, στο οποίο δινόταν η εξήγηση ότι η κατάληψη αστικών κέντρων επιβαλλόταν, για να εκκαθαριστούν οι βάσεις των Τ. Ασφαλείας, ώστε να καταδιωχθούν οι υποχωρούντες Γερμανοί, και ότι για τον ΕΛΑΣ προβλεπόταν ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του, ενώ προ ημερών είχε επιτεθεί σε γερμανική μονάδα και τότε τα Τάγματα Ασφαλείας τους επιτέθηκαν στο Γκέρμπεσι. Δηλωνόταν δε ότι άλλο δεν απέμενε από τη βίαιη είσοδό τους στην πόλη και ότι ήταν έτοιμοι να τηρήσουν τα υπεσχημένα, αλλά αν τα Τ. Ασφαλείας πρόβαλαν αντίσταση, η σύγκρουση δεν θα αποφευγόταν, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή συνιστούσαν την απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού.
Τελικά οι συνεννοήσεις συνεχίστηκαν και κατέληξαν στην αποχώρηση των Τ. Ασφαλείας και Χωροφυλακής προς το Ναύπλιο, από όπου με την μεσολάβηση του Παν. Κανελλόπουλου όλες οι μονάδες Τ. Ασφαλείας διαπεραιώθηκαν στις Σπέτσες.
Το πρώτο τμήμα ανταρτών μπήκε στην πόλη στις 18 Σεπτεμβρίου, υπό τον λοχαγό Ν. Μαυροειδή και τον προσφώνησε ο εφημέριος του Αγ. Πέτρου. Ο Μαυροειδής υπογράμμισε τη συμβολή του ΕΛΑΣ στον αγώνα για την ελευθερία και ότι υπάρχει ανάγκη για εθνική ενότητα. Στη συνέχεια το άγημα στρατωνίσθηκε σε αίθουσα σχολείου, αυτός επέβαλε την παράδοση όλων των όπλων σε οπλονόμο, αφού πριν από την είσοδο στην πόλη προειδοποίησε για την αποφυγή αντεκδικήσεων (τα Τ. Ασφαλείας είχαν συλλάβει ως ομήρους τη μητέρα του και την αδελφή του με το νεογέννητο παιδί της), υπογραμμίζοντας ότι για τα διαπραχθέντα εγκλήματα αρμόδια θα ήταν τα δικαστήρια.
Στις 19 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε το νέο δημοτικό συμβούλιο (“Επιτροπή Λαϊκής Εξουσίας”), υποδείχθηκαν διάφοροι ως μέλη του και τελικά, μετά από πιέσεις τόσο από το ΕΑΜ όσο και από εκπροσώπους δεξιών παρατάξεων, ως δήμαρχος δέχθηκε να αναλάβει ο μετριοπαθής και “μη οργανωμένος” οδοντίατρος Κ. Δωροβίνης. Λαϊκή σύναξη, στην πλατεία του Αγ. Πέτρου, δια βοής έδωσε τη συγκατάθεσή της.
Στις 20 Σεπτεμβρίου οργανώθηκε στην ίδια πλατεία, μετά από δοξολογία, μεγάλη συγκέντρωση για την Απελευθέρωση, με παρέλαση μιας εκατοντάδας ανταρτών και με δημόσιες ομιλίες του επικεφαλής τους και δύο Άγγλων αξιωματικών.
Η νέα δημοτική αρχή
Σε συνεννόηση με τον αρχιμανδρίτη Χρ. Δεληγιαννόπουλο, ο Κ. Δωροβίνης πέτυχε να ελευθερωθούν οι όμηροι που ο ΕΛΑΣ κρατούσε σε ορεινό χωριό της Αργολίδας και, αντίστοιχα, να ελευθερωθούν οι όμηροι που κρατούσαν οι μονάδες των Τ. Ασφαλείας.
Η κατάσταση στην πόλη του Άργους ήταν άθλια. Τα δέντρα των δενδροστοιχιών είχαν κοπεί, οχετοί και υπόνομοι ήταν φραγμένοι, οι δρόμοι ακάθαρτοι και, το κυριότερο, το δημοτικό ταμείο άδειο. Δημοτικοί αλλά και οι δημόσιοι υπάλληλοι παρέμεναν απλήρωτοι, ενώ από τα γύρω χωριά, είχαν εισρεύσει στην πόλη δεκάδες άτομα. Η πρώτη επείγουσα εργασία ήταν να αποκατασταθεί μια στοιχειώδης, έστω, οργάνωση της πόλης. Από τα υπάρχοντα γραπτά και προφορικά τεκμήρια συνάγουμε ότι ακολουθήθηκε μια συναινετική τακτική, με τακτικές διαβουλεύσεις με τα σωματεία της πόλης. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι το πολύπαθο δημοτικό αρχείο του Άργους (σήμερα κανείς δεν γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται, ενώ τόμοι του βρέθηκαν, προ μηνών να δημοπρατούνται από τον οίκο Σπανό…..) περιείχε στον τόμο του 1944 τα Πρακτικά του νέου δημοτικού συμβουλίου σε συνέχεια των προηγούμενων και πριν από όσα ακολούθησαν. Όμως οι σχετικές σελίδες βρέθηκαν να έχουν σκιστεί. Σώθηκε μόνο μια, διότι στο πίσω μέρος της ακολούθησε Πρακτικό του νέου συμβουλίου του 1945.
Στον τομέα των δημοσίων έργων, σημειώνουμε τη συμβολή για την αποκατάσταση της δημόσιας οδού προς Τρίπολη, μετά τις ανατινάξεις που είχαν ενεργήσει φεύγοντας οι Γερμανοί, την επισκευή του δημοτικού υδραγωγείου, τη μεταφορά του νοσοκομείου στο μέγαρο Κωνσταντόπουλου, αλλά και τη λήψη του μέτρου της προσωπικής εργασίας (σε πλήρη συμφωνία με τους φορείς των πολιτών), για άντρες από 18-60 ετών. Όσοι ήθελαν να απαλλαγούν, όφειλαν να πληρώσουν ημερομίσθιο 200 δραχμών ή αντίστοιχο σε είδος.
Στον τομέα της γενικής οργάνωσης, λήφθηκε εξαρχής η απόφαση όσοι κατείχαν όπλα να τα παραδώσουν στη νέα Εθν. Πολιτοφυλακή που συγκροτήθηκε, ενώ ταυτόχρονα σχηματίσθηκε επιτροπή για την κατάρτιση εκλογικών καταλόγων. Δηλώθηκε, ότι καταργείται κάθε απαγόρευση ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, έγινε επίσημη σύσταση σε όσους είχαν ζώα να βοηθήσουν στην καλλιέργεια αγρών εκείνους που στερούνταν, έγινε απογραφή των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της λειτουργίας τους, ξεκίνησε η διανομή γάλακτος και τροφίμων, ιδιαίτερα στους απόρους, και επιβλήθηκε η υποχρέωση στους παραγωγούς τροφίμων πρώτης ανάγκης να δηλώνουν τις ποσότητες που είχαν την κατοχή τους. Με τη αύξηση, όμως, των τιμών των τροφίμων που παρατηρήθηκε προς τα τέλη Οκτωβρίου, απαγορεύθηκε η εξαγωγή κάθε είδους τροφίμων από την πόλη και καθορίστηκαν τα ύψη ημερομισθίων των εργατών σε συνεννόηση με το Εργατικό Κέντρο Άργους.
Παράλληλα, ενώ σποραδικά λειτούργησε ο θεσμός του «λαϊκού δικαστηρίου», λήφθηκε φροντίδα ώστε να λειτουργήσει και πάλι Ειρηνοδικείο στο Άργος. Τέλος, πέρα από την κανονική διαχείριση του δήμου, επισημαίνεται ότι στην περίοδο αυτή, ενώ γινόταν διανομή τροφίμων σε απόρους, έχει καταγραφεί και διανομή μερίδων κρέατος στους δημοσίους υπαλλήλους.
Στις 3 Ιανουαρίου 1945 η Επιτροπή Λαϊκής Εξουσίας υπέβαλε την παραίτηση της στο Επαρχιακό Συμβούλιο Άργους, «με σκοπό την ανασυγκρότηση της», με κυβερνητική όμως απόφαση επανήλθε ως δήμαρχος ο Κ. Μπόμπος, που υπηρετούσε μέχρι λίγο μετά την κατάληψη του Άργους από τους Γερμανούς, το 1941.
Το «πείραμα» της διοίκησης της πόλης, τελικά με κοινή συνεννόηση, κατά βάση με πλειοψηφία της Αριστεράς, σε έκτακτες συνθήκες όπως αυτές της Απελευθέρωσης, πέτυχε να αποκλιμακώσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη με την αποχώρηση των στρατευμάτων Κατοχής, να αποφευχθεί, κατά κοινή πια ορολογία, κάθε είδους έκτροπο και, παρά τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών στην Αθήνα, να κερδηθεί η αποδοχή των πολιτών, μέχρι την πράξη αντικατάστασης από την κεντρική διοίκηση.
Αποτελεί, όμως, μια «άλλη ιστορία», το τι περίμενε όσους αναμείχθηκαν στη διοίκηση αυτή, στα χρόνια του Εμφυλίου που ακολούθησαν. Από τα συμβάντα στο Άργος στους τέσσερεις τελευταίους μήνες του 1944, αναδεικνύεται ένα αναμφισβήτητο γεγονός, ότι τόσο από την πλευρά των κατοίκων του, και μάλιστα του αστικού στρώματος της κοινωνίας, από όπου προερχόταν τόσο η πενταμελής επιτροπή των διαπραγματεύσεων όσο και ο νέος δήμαρχος όπως και μέλη του Δ.Σ. αλλά και από την πλευρά της Αριστεράς και μάλιστα και του στρατιωτικού κλάδου της, υπήρξε ειλικρινής πρόθεση συμβιβασμών και αμοιβαίων υποχωρήσεων, πράγμα που εξηγεί και τη διάρκεια του νέου δημοτικού συμβουλίου, όταν το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο οδηγούσε σε όξυνση των καταστάσεων. Οι δημηγορίες που αναπτύχθηκαν από τα δύο μέρη, οι οποίες φέρουν στο νου κείμενα του Θουκυδίδη, δείχνουν όχι μόνο πλήρη αφομοίωση των όσων συμφωνήθηκαν σε γενικότερο επίπεδο, αλλά και διάθεση για εμπέδωση της νομιμότητας και όδευση προς την ανασυγκρότηση της πόλης. Οι πράξεις του νέου δημοτικού συμβουλίου και η στήριξή του από τους τότε φορείς της πόλης αυτό δείχνει άλλωστε.
* Ο Βασίλης Κ. Δωροβίνης είναι δικηγόρος, και πολιτικός επιστήμονας, με ερευνητικές εργασίες στον τομέα της νεότερης ιστορίας. Το 2012 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη δράση και τις μελέτες του στον τομέα της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Σχετικά θέματα:
- Οι Γερμανοί στην Αργολίδα 1941
- Αναμνήσεις μάχης Kαμινάκι – Λάκκα Τολού (27-4-1941)
- H σχολή Ικάρων στο αεροδρόμιο του Άργους στον πόλεμο του 1940
- Ημέρες του ’40
- Άργος – Ο Βομβαρδισμός της 14ης Οκτωβρίου 1943 από τους συμμάχους
- Η Αργολίδα στα όπλα – Η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου 17-5-44
- Εικόνες του Ναυπλίου από τον πόλεμο και την κατοχή
- Μια συμμαχική «Γκουερνίκα» – Ο βομβαρδισμός της πόλης του Άργους στις 14 Οκτωβρίου1943
Ιουνιανά του 1863
Posted in Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, tagged 1863, Argolikos Arghival Library History and Culture, Όθωνας, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αμαλία, Επανάσταση, Εμφύλιος, Ιστορία, Ιουνιανά, Κανάρης, Στρατιωτικοί on 11 Νοεμβρίου, 2012| Leave a Comment »
Τα Ιουνιανά του 1863 – Εμφύλιες συγκρούσεις για τη διαδοχή του Όθωνα
Μετά την έξωση του Οθωνα και την πτώση της δυναστείας του, η εξουσία στην Ελλάδα ασκήθηκε από την αυτοαποκαλούμενη «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», την οποία αποτελούσαν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι τον έκπτωτο μονάρχη. Οι πληρεξούσιοι που αποτελούσαν την εθνοσυνέλευση απέτυχαν πλήρως στο έργο τους και με τις παραλείψεις τους, τα πολιτικά και κομματικά τους πάθη, οδήγησαν σταθερά την Ελλάδα στην αναρχία και στον εμφύλιο πόλεμο των «Ιουνιανών», που διεξήχθη στους δρόμους των Αθηνών με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
Έξι μήνες μετά το τέλος της Ναυπλιακής Επανάστασης (8 Απριλίου 1862), στις 10 Οκτωβρίου 1862, μετά από μια αναμενόμενη εξέγερση του Στρατού στην Αθήνα, τερμάτισε τον βίο της η τριακονταετής βασιλεία του Όθωνα. Μια σειρά προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μικρό τότε νεοελληνικό κρατίδιο (η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, η οικονομική εξαθλίωση αγροτικών πληθυσμών, ο αυταρχισμός κατά την άσκηση εξουσίας) αλλά και κάποια σοβαρά λάθη του Όθωνα, όπως η κατάσχεση της μοναστηριακής περιουσίας και η προσβολή του Ορθόδοξου θρησκευτικού συναισθήματος του λαού που τότε ήταν εντονότατο, το Καθολικό θρήσκευμα του ιδίου, η ακληρία του και η αδυναμία του να εξασφαλίσει διάδοχο από την οικογένειά του στη Βαυαρία, είχαν στρέψει την κοινή γνώμη αμετάκλητα εναντίον του.
Δύο ημέρες μετά, εν πλω προς τον Πειραιά και αφού πείσθηκε για το μάταιο της υπόθεσής του, ο έκπτωτος βασιλιάς αναχώρησε με τη σύζυγό του Αμαλία για τη γενέτειρά του, το Μόναχο, όπου έζησε επί έναν χρόνο απομονωμένος από την οικογένειά του και την Αυλή του, σε πλήρη κατάθλιψη. Τελικά αποσύρθηκε στη Βαμβέργη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφάνεια. Πέθανε στις 14 Ιουλίου του 1867 φορώντας την ελληνική φουστανέλα και προφέροντας ως τελευταία του λέξη το όνομα της αγαπημένης του Ελλάδας. Τον ακολούθησε η Αμαλία στις 8 Μαΐου του 1875, σε ηλικία 57 χρόνων.
Η «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων»
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινά η τριανδρία Ελλήνων πολιτικών (Μπενιζέλος Ρούφος, Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Βούλγαρης) που είχαν πρωτοστατήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές για τη σύγκλιση της επονομαζόμενης «Δεύτερης εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων».
Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος – Βούλγαρης- Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα.
Οι εκλογές που ακολούθησαν σε όλες τις επαρχίες ήταν ένα όργιο αυθαιρεσιών, κακοποιήσεων ψηφοφόρων και πλαστογραφιών, φαινόμενο συνηθισμένο στα πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Τελικά, στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των Ελλήνων της Διασποράς [1] αλλά και της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Χίου, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, παρά τις έντονες τουρκικές αντιδράσεις [2], με μικρή όμως εκπροσώπηση. Από την Εθνοσυνέλευση αποκλείσθηκαν εντελώς αντιδημοκρατικά πολλοί σημαντικοί αντιπρόσωποι του έθνους που είχαν συνδέσει τις πολιτικές τύχες τους με τον Όθωνα, όπως οι Κουντουριώτηδες, ο Κριεζιώτης, οι Νοταράδες, ο Περραιβός, ο Γρηγοράκης, ο Καραπαύλος κτλ.
Την 1η Δεκεμβρίου 1862 ορκίσθηκαν οι 327 βουλευτές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, και ήταν διάχυτη η αισιοδοξία σε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας ότι η Εθνοσυνέλευση θα εξασφάλιζε τους σκοπούς του έθνους. Στη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης θριάμβευε η οικογενειοκρατία [3] (γεγονός που στηλιτεύθηκε έντονα στον Τύπο της εποχής), με την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να είναι είτε αγωνιστές του 1821 είτε συγγενείς τους.
Οι υπόλοιποι βουλευτές ήταν νέοι στην ηλικία, αρκετοί ήταν κατώτεροι στρατιωτικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου και δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν ήταν επαγγελματίες πολιτικοί και αγνοούσαν τις κοινοβουλευτικές πρακτικές, διέθεταν όμως πατριωτισμό και ενθουσιασμό. Υπήρχαν επίσης ανάμεσα στους πληρεξούσιους πολλοί επαγγελματίες στρατιωτικοί. Αυτή η ανομοιογένεια δημιουργούσε μια θολή πολιτική ατμόσφαιρα, όπου οι πολιτικές παρατάξεις δεν ήταν καθορισμένες με σαφήνεια, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πολιτική αβεβαιότητα και να δημιουργούνται εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των πληρεξουσίων.
Τελικά η Εθνοσυνέλευση διαιρέθηκε σε δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, τους «ορεινούς» και τους «πεδινούς», ονομασίες που δήθεν παρέπεμπαν στον τρόπο με τον οποίο κάθονταν οι πληρεξούσιοι στα έδρανα της Εθνοσυνέλευσης και έμμεσα θύμιζαν τις αντίστοιχες παρατάξεις της γαλλικής εθνοσυνέλευσης.
Οι «ορεινοί» είχαν ως αρχηγούς μια ομάδα σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κουμουνδούρος, ο Καλλιφρονάς [4], ο Κυριακός κ.ά. και οι πληρεξούσιοί τους κάθονταν στα τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ενώ οι «πεδινοί» καταλάμβαναν τα πρώτα καθίσματα και είχαν ως αρχηγό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Η αλήθεια είναι όμως πως στερούντο εντελώς κάθε ιδεολογικού ή κοινωνικού περιεχομένου. Δεν αντιπροσώπευαν ταξικά ή άλλα συντεχνιακά συμφέροντα, γι’ αυτό και ο διαχωρισμός των παρατάξεων ήταν κοινωνικά οριζόντιος, με τα δύο κόμματα να περιλαμβάνουν εξίσου άτομα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα και τις ηλικίες. Ουσιαστικά, ήταν σύλλογοι ατόμων που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν και να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα [5].
Συμπληρωματικά σε αυτές τις δύο παρατάξεις υπήρχαν οι «εκλεκτικοί», που προσπαθούσαν να τηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο ομάδες, ώστε να μην επικρατήσει εντελώς καμία, με το σκεπτικό ότι η πλήρης πολιτική επικράτηση μιας παράταξης θα οδηγούσε στην πολιτική αυθαιρεσία. Η ιδεολογία τους ήταν συντηρητική και φιλομοναρχική και είχαν ως μέλη τους πλέον μορφωμένους και δημοφιλείς ανάμεσα στους πληρεξουσίους. Μεγάλα ονόματα όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος [6], ο Ν. Σαρίπολος, ο Ζαχαρίας Βάλβης, ο Δ. Κυριακού, ο Ι. Μεσσηνέζης, ο Λ. Μελάς, ο Χ. Ζυμβρακάκης, στελέχωναν τους «εκλεκτικούς».
Τέλος, υπήρχε και μια μικρή ομάδα αδιάλλακτων αντιμοναρχικών πληρεξουσίων (Ιάλεμος [7], Μακρής, Μαστραπάς, Γλαράκης, Δόσιος κ.ά.) υπό τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, το «Εθνικό Κομιτάτο». Τα μέλη του, κυρίως νέοι και φοιτητές, είχαν πρωτοστατήσει στις συνομωσίες κατά του Όθωνα και υποστήριζαν μια αιματηρή επανάσταση, που θα παρέδιδε την εξουσία στη νέα γενιά [8]. Το «Εθνικό Κομιτάτο» το θεωρούσαν πολιτικά ως εμπροσθοφυλακή των «πεδινών» του Βούλγαρη.
Η εκλογή του νέου Βασιλιά
Μέσα σε ένα τρίμηνο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1862) η εθνοσυνέλευση που είχε εκλεγεί για να συντάξει τον νέο Συνταγματικό χάρτη της χώρας, να διαπραγματευθεί με τις Προστάτιδες Δυνάμεις για την εκλογή νέου βασιλιά, να διαπραγματευθεί και να επικυρώσει την προσάρτηση των Ιονίων νήσων από την Αγγλία, παρεκτράπηκε εντελώς από τους σκοπούς της. Προϊόν αυτής της παρεκτροπής ήταν μια σειρά θνησιγενών κυβερνήσεων που ανακύκλωναν ένα σύνολο προσώπων χωρίς να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε. Ο πολιτικός διχασμός των Ελλήνων δεν τους επέτρεψε να συμμετάσχουν ενεργά στην εκλογή του νέου βασιλιά τους αλλά ούτε να διεκδικήσουν δυναμικά εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία, λόγω εσωτερικών προβλημάτων και υπό τον φόβο εσωτερικών αναταραχών, ήταν έτοιμη για παραχωρήσεις [9].
Οι Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία, που είχε μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή, βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν βάναυσα στα εσωτερικά της Ελλάδας, επιβάλλοντας τη θέλησή τους τόσο ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και σχετικά με τον τρόπο εκλογής του νέου βασιλιά. Ο βασικός μοχλός πίεσης και εκβιασμού της αγγλικής πολιτικής απέναντι στους Έλληνες ήταν η διαφαινόμενη Ένωση των Επτανήσων με τον εθνικό κορμό. Οι Βρετανοί εσκεμμένα κωλυσιεργούσαν τις διαπραγματεύσεις της Ένωσης, ώστε να τις επισείουν απειλητικά στα διπλωματικά θέματα που ανέκυπταν και αφορούσαν την Ελλάδα.
Κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 1863, το ελληνικό στέμμα περιφερόταν από τους Βρετανούς ανά τα μικροσκοπικά κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης ως διακοσμητικό ασημικό προς πώληση σε τιμή ευκαιρίας, σε ένα άθλιο αλισβερίσι, και αντιμετωπιζόταν από τους ασήμαντους πριγκιπίσκους σαν ακάνθινο στεφάνι, λόγω της οικτρής τύχης του Όθωνα.
Μετά από 18 καταγεγραμμένες κατηγορηματικές αρνήσεις άσημων γαλαζοαίματων να αναλάβουν την «ηλεκτρική καρέκλα» του ελληνικού θρόνου, στις 10 Μαρτίου του 1863 παρουσιάσθηκε ο νεαρός (μόλις 17 ετών) Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του οίκου Γκλύξμπουργκ της Δανίας, πρόθυμος να αναλάβει τον Θρόνο χωρίς καμία διαπραγμάτευση ή άλλη απαίτηση. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Χριστιανός, κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν έθεσε ένα σύνολο παράλογων οικονομικών απαιτήσεων [10] προσπαθώντας να εμποδίσει την ανάληψη του Θρόνου από τον γιό του, καθώς αντιπαθούσε τους Έλληνες, τους οποίους ονόμαζε «άθλιους» και «έθνος ληστών».
Ο νεαρός Γεώργιος όμως ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της Βασιλείας του στην Ελλάδα, αγωνιούσε για την καθυστέρηση και ζήτησε από τους γονείς του να σταματήσουν να διαπραγματεύονται και να του επιτρέψουν να μεταβεί στην Ελλάδα άνευ όρων και χωρίς οικονομική αποζημίωση [11]. Τελικά, στις 18 Μαρτίου 1863, μετά από αγγλική παραίνεση, η Εθνοσυνέλευση με το ΚΕ’ ψήφισμά της επικύρωσε την εκλογή του Γεωργίου στον ελληνικό Θρόνο. Μια αντιπροσωπεία Ελλήνων ταξίδεψε στη Δανία για να προσφέρει συμβολικά το Ελληνικό Στέμμα στον νεαρό πρίγκιπα. Η όλη διαδικασία όμως αποδείχθηκε χρονοβόρα και, σε συνδυασμό με τις διαπραγματεύσεις για τους τελικούς όρους των σχετικών πρωτοκόλλων με τις μεγάλες Δυνάμεις, καθυστέρησε την έλευση του Γεωργίου στην Ελλάδα επί επτά κρίσιμους μήνες.
Τα γεγονότα πριν την αναμέτρηση
Η καθυστέρηση της έλευσης του Γεωργίου στην Ελλάδα αποδείχθηκε τραγική για τη χώρα. Η πρώτη κυβερνητική κρίση του Φεβρουαρίου του 1863 (τα γνωστά Φεβρουαριανά), με την αποτυχημένη πραξικοπηματική προσπάθεια του Βούλγαρη να αναλάβει μονομερώς την κυβέρνηση, ήταν μόνο το προοίμιο για αυτά που θα επακολουθούσαν. Τα επεισόδια δεν έλαβαν έκταση χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της εθνοφυλακής την οποία αποτελούσαν ένοπλοι φοιτητές, όξυνε όμως επικίνδυνα τα πολιτικά πάθη.
Παράλληλα, η βραδύτητα των πολιτικών ζυμώσεων στα ανακτοβούλια των Μεγάλων Δυνάμεων για την εκλογή νέου βασιλιά παρέλυε και αποτελμάτωνε το έργο της Εθνοσυνέλευσης σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1863). Μέσα σε ατμόσφαιρα οχλαγωγίας και αντεγκλήσεων, οι δύο παρατάξεις φιλονικούσαν για την εξουσία, αδιαφορώντας πλήρως για τη διευθέτηση των κρίσιμων ζητημάτων του Ελληνισμού.
Η Εθνοσυνέλευση είχε καταντήσει ένα απλό Βουλευτικό σώμα που νομοθετούσε (αποτυχημένα) για καθημερινά θέματα. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος ήταν πρωτοφανής [12], όλοι οι υπουργοί που ανέλαβαν καθήκοντα επιδόθηκαν σε ένα όργιο διορισμών των κομματικών τους φίλων [13], ενώ η ίδια η Εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1863 όρισε υψηλή μηνιαία αποζημίωση 300 δραχμών για όλα τα μέλη της (τους λεγόμενους «λουφέδες») με αναδρομική ισχύ, κάτι που εξαγρίωσε την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Στρατός αναμιγνυόταν ανοικτά και απροκάλυπτα στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης με έγγραφα που έστελναν αξιωματικοί που δήλωναν τις θελήσεις και τις προτιμήσεις τους.
Η παρατεταμένη ακυβερνησία της χώρας καταβαράθρωσε την οικονομία, ενώ η εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης, συνήθως μηνιαίας διάρκειας, μόλις έφθανε στα όρια της πρωτεύουσας. Η επαρχία ουσιαστικά δεν παρακολουθούσε τα πολιτικά γεγονότα και βρισκόταν στο έλεος της ακυβερνησίας και της ληστείας, που εκείνη την εποχή ανθούσε σε όλη την επικράτεια. Ομάδες οπλοφόρων διέτρεχαν όλες τις επαρχίες της επικράτειας ληστεύοντας τους κατοίκους της, ακόμη και διεξάγοντας δίκες και εκτελώντας τις αποφάσεις τους. Η κατά τόπους Αστυνομία και ο Στρατός δεν υπάκουαν στην εκάστοτε κυβέρνηση παρά μόνο αν αυτή προερχόταν από την πολιτική τους φατρία. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκαν ομάδες αυτοάμυνας των κατοίκων, αλλά και αυτές βαθμιαία εξελίχθηκαν σε χειρότερους καταπιεστές των χωρικών, εντείνοντας περαιτέρω την απελπισία τους.
Ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ (Scarlett) έγραφε χαρακτηριστικά: «Η απόπειρα απαγωγής της κόρης του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, δίδας Σταύρου, καθώς και πολλά άλλα εγκλήματα, επιβεβαιώνουν την εντύπωση των εγκληματιών, πως με την έλευση του νέου βασιλιά, θα υπάρξει γενική αμνηστία. Η πειρατεία βρίσκεται σε έξαρση».
Μετά από τρεις αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, στις 29 Απριλίου 1863 ορκίσθηκε η κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου με την υποστήριξη των «εκλεκτικών» και με τα περισσότερα μέλη της να προέρχονται από τους «ορεινούς». Με αφορμή ένα απότομο γαλλικό τελεσίγραφο [14] το οποίο η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει παρέχοντας οικονομική και ηθική αποζημίωση, οι «πεδινοί» με τους Ν. Σαρίπολο και Κ. Πετσάλη βρήκαν ευκαιρία στις 10 Ιουνίου 1863 να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης. Στην ψηφοφορία που επακολούθησε, η κυβέρνηση Ρούφου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με μεγάλη πλειοψηφία και ενίσχυσε τη θέση της διορίζοντας τον έμπειρο στρατιωτικό Πάνο Κορωναίο υπουργό Στρατιωτικών και τον Μ. Κανάρη υπουργό Ναυτικών (και οι δύο ήταν σημαντικά στελέχη των «ορεινών») στη θέση των παραιτηθέντων «πεδινών» Ν. Μπότσαρη και Ν. Μπουντούρη.
Τα Ιουνιανά
Η κομματική διαπάλη είχε ενταθεί με έπαθλο τη διατήρηση στην εξουσία μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά. Ο Δημήτριος Βούλγαρης και οι «πεδινοί» δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη διαφαινόμενη πλήρη επικράτηση των «ορεινών» από την στιγμή που γνώριζαν ότι υπερείχαν των αντιπάλων τους στρατιωτικά. Ο Βούλγαρης [15] και οι επιτελείς του διοργάνωσαν μια ευρύτατη συνομωσία για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Στις 17 Ιουνίου εμφανίσθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένας πασίγνωστος ληστής της εποχής ονόματι Κυριάκος, γνωστός για τις σχέσεις του με τους «πεδινούς». Αυτός συνεπικουρούμενος από άλλους 70 οπλοφόρους, κατέλαβε τη Μονή Ασωμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Ο Κορωναίος διέταξε το πανίσχυρο και καλά εξοπλισμένο 6ο τάγμα υπό τον Λεωτσάκο, οπαδό των «ορεινών», να συλλάβει αμέσως τους ληστές.
Η επιτυχία της επέμβασης ήταν τόσο σίγουρη λόγω της αριθμητικής υπεροχής του τάγματος, ώστε συγκεντρώθηκε πλήθος κατοίκων της Αθήνας για να δει τη σύλληψη των περιβόητων ληστών. Το 6ο τάγμα πλησίασε το καταληφθέν κτίριο, αλλά περιέργως δεν επιτέθηκε στους ληστές, ούτε δέχθηκε πυρά από αυτούς. Αντίθετα, οι στρατιώτες πλησίασαν ειρηνικά το κτίριο, ήλθαν σε συνεννόηση με τους ληστές και ουσιαστικά ενώθηκαν μαζί τους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των «πεδινών», κάτι που προφανώς ήταν προσυμφωνημένο, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Λεωτσάκου σε αναφορές του στην Εθνοσυνέλευση. Σύντομα η Χωροφυλακή και το πυροβολικό με τον διοικητή του Παπαδιαμαντόπουλο, που στάθμευαν στα περίχωρα των Αθηνών, εκδηλώθηκαν υπέρ των «πεδινών» και το εμφύλιο αιματοκύλισμα φαινόταν προ των πυλών.
Ο Πάνος Κορωναίος, για να προλάβει τα γεγονότα, κατάφερε να συλλάβει τον Λεωτσάκο με κινηματογραφικό τρόπο (τον ξεγέλασε να ανέβει στην άμαξά του και τον αφόπλισε με μια κίνηση) τον οποίο η κυβέρνηση θεωρούσε κινητήριο μοχλό των πραξικοπηματιών.
Στις 18 Ιουνίου οι στρατιώτες του τάγματος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και για να τους ελευθερώσουν απαιτούσαν την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Η κυβέρνηση έκανε το μοιραίο λάθος να δεχθεί αυτή την ανταλλαγή, εγκαταλείποντας την ψυχολογική θέση ισχύος που είχε ως τότε. Η υποχώρηση αυτή κατέστειλε και τις τελευταίες αναστολές των «πεδινών». Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, ένας έξαλλος οπλισμένος πολύχρωμος συρφετός από στρατιώτες, ληστές, πυροβολητές, αντάρτες, πολιτοφύλακες, βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης και χωροφύλακες, συνωστιζόταν κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του Βούλγαρη πυροβολώντας στον αέρα, φωνάζοντας, υβρίζοντας και ζητώντας με φανατισμό να πέσουν τα κεφάλια όλων των «ορεινών». Ο Βούλγαρης εμφανίσθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ενώπιον του εξαγριωμένου ένοπλου όχλου, αρκετά ευχαριστημένος, χαιρετώντας και επαινώντας τους στασιαστές για το υψηλό τους φρόνημα και τις «εθνωφελείς» προθέσεις τους. Το αλλόκοτο αυτό σκηνικό συμπλήρωνε η μπάντα του στασιάσαντος πυροβολικού που παρήλαυνε παιανίζοντας εμβατήρια.
Η αριθμητική υπεροχή των «πεδινών» ήταν καταφανής. Οι ένοπλοι των «πεδινών» ήταν 1.600 με επίλεκτη μονάδα τους ληστές του Κυριάκου, οι οποίοι ήταν σκληροί πολεμιστές και αδίστακτοι. Τα πιστά στρατεύματα στην κυβέρνηση δεν αριθμούσαν περισσότερους από 600 άνδρες, μερικοί από τους οποίους ήταν πυροσβέστες και σκαπανείς, ενώ πολλοί άλλοι ήταν εθελοντές εθνοφύλακες, αφού η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος της κυβέρνησης, οι περισσότεροι όμως απειροπόλεμοι.
Τη νύκτα της 18ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της πόλης, ενώ ο Πάνος Κορωναίος[16] αποφάσισε να διατάξει τις δυνάμεις του σε δυο σημεία: στα ανάκτορα (Σύνταγμα) που δέσποζαν των Αθηνών και στο Βαρβάκειο (όπου ήταν η έδρα της εθνοσυνέλευσης).
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» ξεκίνησαν την επίθεσή τους στα ανάκτορα με το σύνολο των δυνάμεών τους. Ο Αριστείδης Κανάρης (γιος του ηρωικού αγωνιστή του 1821 και τώρα ένας από τους αρχηγούς των «ορεινών») είχε οργανώσει ορθά τους άνδρες του και κατάφερε να αντέξει την πίεση των επιτιθέμενων. Το μεσημέρι όμως ο ληστής Κυριάκος με τη συμμορία του κατέλαβαν έναν μαντρότοιχο κοντά στο κτίριο και τα εύστοχα πυρά τους, σε συνδυασμό με αυτά του πυροβολικού, έφεραν τους πολιορκημένους σε δύσκολη θέση. Ο Κανάρης με 17 άνδρες του, διεξήγαγε ηρωική επιτυχή έξοδο κατά των επιτιθέμενων, χάνοντας όμως τη ζωή του. Ο Κορωναίος διέταξε να καταληφθεί η Ακρόπολη από ένα μικρό απόσπασμα «ορεινών».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε προσωρινή ανακωχή με πρωτοβουλία τριών πληρεξουσίων (Μωραϊτίνη, Σκαραμαγκά και Μεσσηνέζη)[17]. Οι προσπάθειες συμβιβασμού όμως απέτυχαν και τα πάθη ήταν τόσο έντονα, ώστε οπλοφόροι των «πεδινών» παρουσιάσθηκαν αιφνιδιαστικά στην κηδεία του Κανάρη και πυροβόλησαν το φέρετρό του κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Τη νύκτα, οι δύο παρατάξεις ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη συνέχεια της αναμέτρησης. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατατρομοκρατηθεί και πολλοί εθνοφύλακες προσήλθαν να βοηθήσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις στους δρόμους της πόλης και υψώνοντας οδοφράγματα. Σποραδικοί πυροβολισμοί έπεφταν όλη τη νύκτα, με απώλειες εκατέρωθεν.
Το πρωί της 20ής Ιουνίου ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, όταν ο Κορωναίος πυροβολήθηκε από οχυρωμένους χωροφύλακες των «πεδινών» έξω από την Εθνική Τράπεζα, στην οδό Αιόλου κοντά στην Ομόνοια. Η σύρραξη γενικεύθηκε σε όλη την πόλη, στους δρόμους, στα κτίρια, στις πλατείες. Κάνες όπλων ξεπρόβαλλαν από παράθυρα, κήπους και μπαλκόνια, και οι σφαίρες του εμφυλίου σφύριζαν θανατηφόρα προς κάθε κατεύθυνση. Νεκροί έπεφταν αδιάκριτα και από τις δύο πλευρές. Επίκεντρο των μαχών ήταν το κτίριο της τράπεζας της Ελλάδος στην Ομόνοια το οποίο κατείχαν «πεδινοί», καθώς βοηθήθηκαν από τον Γ. Σταύρου, ιδρυτή της τράπεζας αλλά και προσωπικό φίλο του Βούλγαρη.
Ο Κορωναίος αποφάσισε να εξαλείψει αυτό το επικίνδυνο προγεφύρωμα με γενική επίθεση. Οι «πεδινοί» αμύνθηκαν σθεναρά, ενώ ο Κυριάκος με την ομάδα του που βρισκόταν στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, λήστεψε το ξενοδοχείο «Το στέμμα», καθώς και άλλα σπίτια που βρίσκονταν δίπλα στην τράπεζα. Η κυβέρνηση ουσιαστικά τελούσε υπό παραίτηση και τη νομιμότητα εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Δ. Κυριακός στον οποίο όμως κανείς δεν έδινε σημασία.
Η μάχη γύρω από την τράπεζα εντεινόταν, με τους κυβερνητικούς να βάλλουν με πυροβόλα από τον Λυκαβηττό και τους αντικυβερνητικούς να απαντούν από την πλατεία Ομονοίας. Οι εθνοφύλακες διεξήγαν συνεχείς επιθέσεις στην τράπεζα με σφοδρότητα, ενώ οι πυροσβέστες φόνευσαν τους χειριστές των τηλεβόλων των «πεδινών» στην Ομόνοια. Σύντομα οι δύο παρατάξεις συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στην πλατεία η οποία εκείνες τις μέρες μόνο “Ομονοίας” δεν ήταν, και πυροβολούσαν σχεδόν εξ επαφής. Σε λίγα λεπτά υπήρχαν 80 νεκροί και τραυματίες, με τους “πεδινούς” να υποχωρούν άτακτα προς το ορμητήριό τους, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Οι επιθέσεις όμως των “ορεινών” εκεί δεν είχαν αποτέλεσμα, λόγω των φονικών και εύστοχων πυρών των ληστών του Κυριάκου που είχαν καταλάβει τις γύρω οικίες τις οποίες ταυτόχρονα λήστευαν. Η μάχη διεξαγόταν πλέον από δρόμο σε δρόμο, από στενό σε στενό, ενώ είχαν στηθεί και οδοφράγματα.
Παλαιές έχθρες και ανοικτοί λογαριασμοί, άσχετοι με την πολιτική διαμάχη, λύθηκαν με άνανδρες δολοφονίες, ενώ σημειώθηκαν πολλές κλοπές και άλλες αξιόποινες πράξεις. Παράλληλα με αυτά τα δραματικά γεγονότα, αιματηρές συγκρούσεις εκτυλίσσονταν και στις επαρχίες του μικρού κρατιδίου, που αποκορυφώθηκαν στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, όπου οι μάχες έλαβαν τη μορφή αληθινού εμφυλίου, με πολλούς φόνους και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών. Τη Λακωνία την κατέλαβαν καταλύοντας την έννομη τάξη 2.000 άτακτοι Μανιάτες, δήθεν φίλοι των “πεδινών”, ενώ ο δήμαρχος Κυπαρισσίας Κοκέβης μίσθωσε ένα σώμα 400 ανδρών και προέβη σε ανήκουστα εγκλήματα αντεκδίκησης εις βάρος οπαδών των “πεδινών” της πόλης του, που του έκαψαν το σπίτι, έσφαξαν τα ζώα του και ατίμασαν την κόρη του.
Το απόγευμα της αιματηρής εκείνης ημέρας οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αποβίβασαν αγήματα και κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα, φοβούμενες πιθανή ληστεία των αποθεμάτων χρυσού της από τον Κυριάκο και την ομάδα του, η οποία θα οδηγούσε την Ελλάδα στην πτώχευση. Ο Κορωναίος, για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν την πληροφορία ότι ήθελε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία, διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτή την επέμβαση, που θεωρούσε ότι βοηθούσε τους «πεδινούς», καθώς οι «ορεινοί» είχαν πλέον αποκτήσει την πρωτοβουλία, βρίσκονταν σε πιο επίκαιρα και καλά οχυρωμένα σημεία και κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Οι Βρετανοί προς στιγμήν σχεδίασαν ακόμη και την αποβίβαση συμμαχικών αγημάτων από τα πλοία τους που ναυλοχούσαν στον Πειραιά για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες [18].
Αργά το βράδυ, με την αρωγή του μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλου, αλλά και την άμεση επέμβαση των πρεσβευτών Σκάρλετ της Αγγλίας, Βουρέ της Γαλλίας και Βλουδώφ της Ρωσίας, συνήφθη πραγματική 24άωρη ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Οι ληστές του Κυριάκου, αφού λήστεψαν ακόμη κάποια σπίτια, αναχώρησαν στην ύπαιθρο αποκομίζοντας ανενόχλητοι όλη τη λεία της τριήμερης δραστηριότητάς τους. Ο απολογισμός αυτού του εμφύλιου παραλογισμού ήταν περισσότεροι από 250 νεκροί και τραυματίες, ενώ όταν τα νέα του εμφύλιου σπαραγμού έφθασαν στις ευρωπαϊκές Αυλές, καταβαραθρώθηκε το κύρος της χώρας διεθνώς.
Ο τελικός συμβιβασμός
Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν σε θυελλώδη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στο Βαρβάκειο και υπό τις ισχυρές πιέσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων [19], βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση με συμμετοχή και των «πεδινών», με πρόεδρο και πάλι τον Μπενιζέλο Ρούφο. Λόγω της σύνθεσής της (δηλαδή της συμμετοχής τόσο «ορεινών» όσο και «πεδινών»), η κυβέρνηση αυτή αποκλήθηκε ειρωνικά «κυβέρνηση του οροπεδίου».
Το πρώτο μέτρο της ήταν να απομακρύνει από την πρωτεύουσα όλα τα στρατεύματα που στρατωνίζονταν στα περίχωρά της, ενώ με ψηφίσματα διέλυσε την Αστυνομία Πειραιά – Αθηνών και τη Χωροφυλακή. Μετέθεσε επίσης τον Πάνο Κορωναίο στο Μεσολόγγι και τους Λεωτσάκο και Παπαδιαμαντόπουλο στη Σπάρτη, για να εκτονωθεί περαιτέρω η κατάσταση. Την αποκλειστική φύλαξη της πρωτεύουσας και της Εθνοσυνέλευσης ανέλαβε η Εθνοφυλακή, η οποία είχε σταθεί φρουρός της νομιμότητας.
Η κυβέρνηση αυτή, αν και ήταν μάλλον αδύναμη και στηριζόταν σε πολύ λεπτές και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο παρατάξεων, αποδείχθηκε η μακροβιότερη της εξεταζόμενης περιόδου. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε επί ενάμιση μήνα, χωρίς μάλιστα να έχει αποφασίσει διακοπή των εργασιών της. Ενδεικτικό των διαθέσεων των πληρεξουσίων ήταν ότι κατά τη μοναδική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, απειλήθηκε νέα σύρραξη με αφορμή την παραίτηση τεσσάρων υπουργών, η οποία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή…
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας κάποια βασικά ιστορικά συμπεράσματα από το διήμερο, εντελώς παράλογο εμφύλιο αιματοκύλισμα των Ιουνιανών, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κανένας, ανεξαίρετα Έλληνας πολιτικός της εποχής δεν διέθετε τη στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική παιδεία για να διαχειρισθεί τα σοβαρά θέματα. Ακόμη και τα κόμματα που συγκροτήθηκαν (με εξαίρεση το «Εθνικό Κομιτάτο») το έκαναν για λόγους κατάκτησης της εξουσίας και όχι για να προασπίσουν κοινωνικές ή εθνικές ιδέες.
Η πολιτική ανωριμότητα, σε συνδυασμό με την αυταρχική προσωπικότητα του Βούλγαρη και τη δίψα πολλών στελεχών του για εξουσία, οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό. Το κενό εξουσίας που προέκυψε μετά τη συντριβή του αυταρχικού οθωνικού κράτους, η έλλειψη σταθερών πολιτειακών θεσμών αλλά και η απουσία μιας στιβαρής πολιτικής προσωπικότητας που θα απολάμβανε καθολικής αναγνώρισης, επιτάχυναν την πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά την αδιαμφισβήτητη επιρροή του βρετανικού παράγοντα στο Ελληνικό Βασίλειο, μέχρι του σημείου σχεδόν τελεσιγραφικής υπαγόρευσης της πολιτικής του σε κρισιμότατα θέματα, όπως η ανακήρυξη του νέου βασιλιά και η μορφή του πολιτεύματος. Συχνά οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής επιδίωκαν ανοικτά τέτοιου είδους ποδηγετήσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μην τηρώντας ούτε τα προσχήματα.
Η «Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», παρά την αρχική αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό των μελών της, απέτυχε στο έργο της γιατί δεν κατάφερε να δημιουργήσει ευνοϊκές πολιτικές προϋποθέσεις και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο (εκλογή νέου βασιλιά, Ένωση Επτανήσων, σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία και της Μεγάλες Δυνάμεις), εγκατέλειψε την τύχη των εθνικών υποθέσεων στην ειμαρμένη και αφέθηκε έρμαιο στις διαθέσεις της Αγγλίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά και στο εσωτερικό πεδίο, ο διχασμός για τα αξιώματα, την πολιτική δύναμη και το κρατικό ταμείο, βύθισε τη χώρα στην αναρχία, την οικονομική ατασθαλία και τελικά στον διεθνή διασυρμό και στην ανυποληψία.
Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
Ιστορικά θέματα, τεύχος 96, Ιούνιος 2010
Υποσημειώσεις
[1] Από το Κάιρο, το Λίβερπουλ, τη Μασσαλία, το Παρίσι, το Ιάσιο, το Λιβόρνο, το Λονδίνο, τη Μάλτα, τη Μεσσήνη της νότιας Ιταλίας, τη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ.
[2] Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε με έντονα διπλωματικά διαβήματα να ματαιώσει τη συμμετοχή στην Εθνοσυνέλευση αντιπροσώπων των υπόδουλων Ελλήνων, από φόβο μήπως ενταθούν οι βλέψεις των Ελλήνων και σημειωθούν εξεγέρσεις στα εδάφη της. Αρχικά η Αγγλία συμφώνησε μαζί της και προσπάθησε να εμποδίσει αυτή την αντιπροσώπευση, αλλά τελικά ο άξιος πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία, Σπυρίδων Τρικούπης, κατάφερε με έξυπνα επιχειρήματα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους χωρίς προβλήματα.
[3] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι εκλέχθηκαν εννέα Μαυρομιχαλαίοι, τέσσερις Δεληγιανναίοι και τέσσερις Πετμεζάδες !!!
[4] Αγωνιστής του 1821 στο σώμα του Φαβιέρου και δήμαρχος Αθηναίων το 1837 και 1841, καθαιρέθηκε από τους Βαυαρούς. Διετέλεσε τρεις φορές πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Δημόσιας εκπαίδευσης (1863) και υπουργός Ναυτικών (1863), γνωστός με το ψευδώνυμο «φουστανελοφόρος». Ο Βρετανός πρεσβευτής Scarlett στο αρχείο του, περιλούζει τον Καλλιφρονά με ένα ομολογουμένως πρωτόγνωρο υβρεολόγιο, χαρακτηρίζοντάς τον χυδαίο δημαγωγό με βαρβαρική συμπεριφορά.
[5]«Έχουν δημιουργηθεί ομάδες που δεν έχουν συνδετικό κρίκο ούτε συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα», έγραφε ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ.
[6] Στη δύση του πολιτικού και φυσικού του βίου, ο πασίγνωστος μεγάλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ηγέτης επί πολλά χρόνια επί Όθωνα του «Αγγλικού κόμματος», δοτός πρωθυπουργός της Ελλάδας την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου (στο περίφημο «Υπουργείο Κατοχής»), στη συγκεκριμένη συγκυρία της Εθνοσυνέλευσης προσπάθησε να λειτουργήσει πυροσβεστικά και συμβιβαστικά.
[7] Ο Ιάλεμος καταγόταν από την Λέσβο η οποία την εποχή της εξιστόρησης δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί. Έφτασε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1860 για να εργασθεί ως δημοσιογράφος, αρθρογράφησε με πάθος κατά του Όθωνα και φυλακίσθηκε. Στο τελευταίο στάδιο της ζωής του αρθρογράφησε υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1899.
[8] «Επανάστασις άνευ αίματος, είναι μάχη άνευ νεκρών, μουσική άνευ αρμονίας»!
[9] Σημαντική είναι η εμπιστευτική και απόρρητη πρόταση του πρεσβευτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αγγλία, Φωτιάδη Μπέη, που βρίσκεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις: «Αν δημιουργηθεί Ελληνικό Βασίλειο, ακόμη και με τίμημα από την Τουρκία την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και τεθεί οριστικά κάτω από τη βρετανική κηδεμονία, ο σουλτάνος ευχαρίστως θα αποδεχόταν μια τέτοιου είδους μείωση της επικράτειάς του, εάν με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε τη χώρα του από περαιτέρω εδαφική εισβολή». («Η Β’ εν Αθήναις Εθνική συνέλευση των Ελλήνων», σελ. 52).
[10] Ζητούσε εκ μέρους του γιού του 50.000 λίρες ετησίως, προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και διατήρηση των βασιλικών δικαιωμάτων του Γεωργίου και επί του δανέζικου Θρόνου.
[11] Επιστολή του Άγγλου πρέσβη στην Δανία Πάτζετ στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Ράσσελ, Αρχεία Φόρεϊν Οφις, 421/19. Τελικά, η συμφωνία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα ποσά ως ετήσια αποζημίωση και δεν περιελάμβανε ικανοποίηση για κανένα από τα αιτήματα του πατέρα του νέου βασιλιά Γεωργίου.
[12] Άσχετα από τα υπόλοιπα ελαττώματά του, στο τέλος της βασιλείας του ο Όθων είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εξυγιάνει δημοσιονομικά το Ελληνικό Βασίλειο.
[13] Ο υπουργός Οικονομικών Κουμουνδούρος, σε αγόρευσή του στην Εθνοσυνέλευση, αποκάλυψε ότι το προσωπικό του υπουργείου του, αλλά και ο ίδιος, αποτελούσαν «έρμαιο των απαιτήσεων των πληρεξουσίων».
[14] Αφορούσε την απαγωγή και κακοποίηση μιας Γαλλίδας ηθοποιού από υπαξιωματικούς. Η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει το τελεσίγραφο αποζημιώνοντας την απαχθείσα, ενώ δύο υπουργοί παραιτήθηκαν.
[15] Ο Υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης ήταν ένας πολιτικός με ισχυρή προσωπικότητα και θέληση, αλλά με εγωισμό, αυταρχισμό και ισχυρογνωμοσύνη, έτοιμος να φθάσει στα άκρα, αδιαφορώντας για θεσμούς ή οτιδήποτε άλλο. Πρωταγωνίστησε σε πολλά πολιτικά επεισόδια αυθαιρεσίας στην 25άχρονη πολιτική του σταδιοδρομία, με εξαιρετικές επιδόσεις στις εκλογικές νοθείες και την εξυπηρέτηση της κομματικής του πελατείας.
[16] Γενναίος και έμπειρος αξιωματικός, είχε ηγηθεί της στάσης των κατοίκων του Ναυπλίου κατά του Όθωνα.
[17] Ο τελευταίος μάλιστα πληγώθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του.
[18] Αρχείο Foreign Office, 421/19 (Scarlett to Russell): «Συνεννοήσου με τους Γάλλους και τους Ρώσους ομολόγους σου για την αποβίβαση ναυτικών δυνάμεων στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία».
[19] Οι τελευταίοι απείλησαν ότι θα αναχωρούσαν από τη χώρα μαζί με όλους τους συμπατριώτες τους, διακόπτοντας τις διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση των Επτανήσων και για την έλευση του νέου βασιλιά.
Βιβλιογραφία
- Επαμεινώνδας Κυριακίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Εκδόσεις Γρηγοριάδη.
- Γεώργιος Ασπρέας: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
- Σπ. Μαρκεζίνης: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Πάπυρος.
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, συλλoγικό έργο, Εκδόσεις Δομή.
- Gunnar Hering: ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
- Παναγής Ζούβας: ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (συλλογικό έργο), Εκδοτική Αθηνών.
- Χαράλαμπος Κύρκος: Η Β’ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΘΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, Εκδόσεις University Studio Press.
- Τάσος Βουρνάς: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Τολίδη.
- Νίκος Αλιβιζάτος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος Α’, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Τάσος Βουρνάς: Ο ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ, Εκδόσεις Φυτράκη.
- Εφημερίδα «ΠΑΝΔΩΡΑ», 1ης Ιουλίου 1863.
Ναυπλιακή επανάσταση – 1η Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862
Posted in Ναυπλιακή Επανάσταση 1862, tagged Argolikos Arghival Library History and Culture, Argolische Bibliothek für Geschichte und Kultur, Greek History, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Επανάσταση, Εμφύλιος, Ιστορία, Ναυπλιακά, Ναυπλιακή Επανάσταση, Ναύπλιο, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί, Revolution on 3 Μαρτίου, 2012| Leave a Comment »
Ναυπλιακή επανάσταση – 1η Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862
Το Ιωβηλαίο της 150ετίας
Συμπληρώθηκαν φέτος 150 χρόνια από την ένοπλη επανάσταση που ξέσπασε στο Ναύπλιο εναντίον του Όθωνα και του «Συστήματος» την 1η Φεβρουαρίου και έληξε την 8η Απριλίου 1862. Η Ναυπλιακή επανάσταση, όπως καταγράφηκε στην ιστορία, είναι η στάση της στρατιωτικής φρουράς του Ναυπλίου και η εξέγερση των κατοίκων της ιστορικής πόλης εναντίον του «υπουργείου του αίματος»του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και της βασιλικής καμαρίλλας που καταδυνάστευαν το λαό. Είναι η κορυφαία έκφραση της προσπάθειας που κατέβαλλαν τα φιλελεύθερα και υπό διαμόρφωση αστικά στρώματα της Ελλάδας να επιβάλουν συνταγματικό βίο, να εκσυγχρονίσουν τους θεσμούς και να εκδημοκρατίσουν το νεαρό κράτος.
Η πόλη μας, το Ναύπλιο, γιορτάζει την επέτειο και τιμά τη μνήμη όχι μόνο των θυμάτων, αλλά και όλων όσοι ξεσηκώθηκαν να γκρεμίσουν το «Σύστημα» και τη φαυλοκρατία που είχε εκθρέψει η Οθωμανική διακυβέρνηση επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Οι εθνικοπολιτικές και κοινωνικές συνθήκες
Οι Βαυαροί αντιβασιλείς αρχικά και ο βασιλιάς Όθων Βίττελσμπαχ στη συνέχεια, επιδίωξαν να καταστήσουν την Ελλάδα ένα κράτος ευρωπαϊκού τύπου, μεταφυτεύοντας εδώ θεσμούς και διοίκηση που δεν είχαν καμιά σχέση με τα ήθη και την παράδοση των Ελλήνων (πνεύμα και βίωμα κοινοτήτων) και πάνω απ’ όλα ήταν ξένα με τη νοοτροπία τους. Γι’ αυτό οι Έλληνες δεν ένιωσαν ποτέ το κράτος δικό τους. Τη διοίκηση τη στελέχωσαν κυρίως Βαυαροί και «ετερόχθονες» και παραγκωνίστηκαν οι «αυτόχθονες» και οι αγωνιστές του ’21.
Οι τελευταίοι πρωτοστατούσαν στις περιοδικές εξεγέρσεις που σημειώνονταν σε όλη την ελληνική επικράτεια, όλα τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, τροφοδοτώντας και αυξάνοντας τον αντιοθωνισμό των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο που παρέμεναν άλυτα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και δεν προωθούνταν οι εθνικές επιδιώξεις.
Με λίγα λόγια τα περίφημα εθνικά κτήματα (πρώην τουρκικές ιδιοκτησίες) δεν αποδίδονταν στους καλλιεργητές τους, που ήταν οι φυσικοί ιδιοκτήτες τους, αλλά τα νέμονταν μεγαλοτσιφλικάδες και το κράτος. Έτσι η αγροτική παραγωγή ήταν περιορισμένη και ο λαός φτωχός και αδικαίωτος.
Τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας ήταν τότε ξενοκίνητα και εκπροσωπούσαν, κυρίως, τα συμφέροντα των τριών μεγάλων δυνάμεων: της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ήταν προσωποπαγή, χωρίς πολιτικές αρχές και χωρίς κοινωνικό προσανατολισμό. Αδυνατούσαν να χαράξουν εθνική στρατηγική και να λειτουργήσουν δημοκρατικά, βάζοντας αναχώματα στον αυταρχισμό του παλατιού.
Το εθνικό θέμα που πυρπολούσε τις καρδιές των Ελλήνων ήταν η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Ηπειροθεσαλλίας, της Μακεδονίας, και της Κρήτης. Χρόνια την ανέμεναν, όντας ώριμη, αλλά δεν τελεσφορούσε. Κι όταν τα παλάτι διάλεξε τη στιγμή (το 1854 κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου) να υποκινήσει πόλεμο εναντίον των Οθωμανών (κατάλληλα υποδαυλισμένο από τους Ρώσους) αποδείχθηκε απρόσφορη στιγμή, γιατί οι σύμμαχοι της Τουρκίας Άγγλοι και Γάλλοι επέβαλαν στην Ελλάδα ωμή κατοχή που κράτησε τρία χρόνια. Ο θρόνος ταπεινώθηκε και εγκατέλειψε τους μεγαλοϊδεατισμούς. Έγινε βέβαια πιο συμπαθής στο λαό για κάποιο διάστημα, αφού ο θρόνος συμβόλιζε την ενότητα του έθνους, αλλά ο Όθων έπεσε ακόμα πιο χαμηλά στη συνείδηση του Ελληνικού λαού.
Και καθώς οι δοτές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αδυνατώντας να λύσουν τα προβλήματα, στην Αθήνα κάνουν την εμφάνισή τους οι περίφημοι «Σύλλογοι» που αποτελούν τη μαχητική αντιπολιτευτική πρωτοπορία, ενώ γύρω από την εφημερίδα «Το μέλλον της πατρίδας» συγκεντρώθηκε όλη η ηγεσία της νεολαίας.
Ο διεθνής περίγυρος
Μετά την Παρισσινή επανάσταση του 1848 που καθαίρεσε το βασιλιά της Γαλλίας, ένα κύμα αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη έφερε οριστικά στην εξουσία, την αστική τάξη. Η απολυταρχική κρατική δομή της Ευρώπης παρέμενε η Αυστρία του Μέτερνιχ και ακολουθούσαν τα γερμανικά βασίλεια και η τσαρική Ρωσία. Από τις απολυταρχίες καμία δεν ευνοούσε δημοκρατικές εξελίξεις στην Ελλάδα και όλες διεκδικούσαν την πρόσδεσή της Ελλάδας στο άρμα των συμφερόντων τους.
Μεγαλύτερη επιρροή ασκούσε στον Όθωνα η Ρωσία, γι’ αυτό καθ’ όλο το διάστημα της βασιλείας του η Αγγλία υπήρξε η πιο απηνής διώκτις του. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται στον επαναστατικό πυρετό που είχε καταλάβει αυτή την περίοδο τα βασίλεια της Ιταλικής χερσονήσου και που σιγά –σιγά θα οδηγούσε στη Ιταλική Ένωση. Την περίοδο αυτή η Ελλάδα εισήγαγε από την Ιταλία επαναστατικά νέα, επαναστατικές ιδέες και ενίοτε επαναστάτες, είτε Ιταλούς, είτε αλλοεθνείς εξ Ιταλίας. Στα Βαλκάνια στήνονταν μυστικές εταιρείες και επαναστατικές συνωμοσίες, γιατί οι λαοί συγκροτούσαν την εθνική ιδεολογία τους και ετοιμάζονταν για την αποτίναξη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας και την κατάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας.
Το Ναύπλιο και η Παπαλεξοπούλου
Το Ναύπλιο ήταν από τα λίγα αναπτυγμένα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Η απογραφή του 1861 αποτυπώνει προχωρημένη αστικοποίηση και αξιόλογη βιοτεχνική παραγωγή και εμπορική κίνηση. Ο πληθυσμός της εντός των τειχών πόλεως ήταν 6.000 περίπου αλλά αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η αίγλη που απέκτησε ως η πόλη εγκέφαλος της εθνικής ανεξαρτησίας και στη συνέχεια ως η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Ήταν ασφαλώς η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας με την Ακροναυπλία να αποτελεί το ερεισίνωτο της πόλης , την καστρονησίδα Μπούρτζι να ελέγχει την είσοδο του λιμανιού και το Παλαμήδι να φρουρεί αφ’ υψηλού το τειχισμένο Ναύπλιο. Ήταν, λοιπόν, σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο και φιλοξενούσε το Οπλοστάσιο της Ελλάδας.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της βασίλισσας Αμαλίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1861, οι φυλακές του Παλαμηδίου γέμισαν από πολιτικούς κρατούμενους και η πόλη του Ναυπλίου από εκτοπισμένους πολιτικούς αντιπάλους του Όθωνα. Το Ναύπλιο, αναπόφευκτα, δυσαρεστημένο από την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα με απόφαση του Όθωνα, ζυμωνόταν τώρα με οξύτερα αντιοθωνικά αισθήματα από τους εξόριστους αξιωματικούς, υπαλλήλους, φοιτητές, δημοσιογράφους κ.λ.π. Ενεργό ρόλο στις πολιτικές ζυμώσεις έπαιζε ο δραστήριος δικηγορικός σύλλογος και ορισμένοι μαχητικοί Πρωτοδίκες και Εφέτες.

Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.
Ασφαλώς, όμως, ξεχωριστό τόνο έδινε ο Σύλλογος της Νεολαίας Ναυπλίου και η γυναίκα θρύλος του Ναυπλίου, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Χήρα του πρώτου δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, με αξιοσημείωτη για την εποχή της μόρφωση και ενημερωμένη βιβλιοθήκη, είχε φιλελεύθερη πολιτική συγκρότηση, ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και μαχητικό πνεύμα.
Το σαλόνι της από το 1828 έως το 1834 που μεταφέρθηκε η «καθέδρα» του κράτους στην Αθήνα ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από κει πέρασαν «όλοι». Από τον Καποδίστρια έως τους αντιβασιλείς και τον Όθωνα, και από τους πρέσβεις των ξένων κρατών έως και τους επίσημους επισκέπτες και τους επιφανείς περιηγητές της Ελλάδας. Τα πατριωτικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της την έφεραν όμως νωρίς σε σύγκρουση και με το συγκεντρωτισμό του πρώτου κυβερνήτη και με τον απολυταρχισμό των βαυαρών.
Όμως από το 1861 το σπίτι της στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου είχε γίνει τόπος συνάντησης των εξόριστων αξιωματικών και των φλογερών πολιτών που ζητούσαν την «έκπτωσιν του συστήματος». Οι δημοκρατικές απόψεις, η συνωμοτική προετοιμασία και ο επαναστατικός ερεθισμός διευθύνονταν επιδέξια από την Παπαλεξοπούλου που ξαναζούσε μέρες υψηλής πολιτικής έντασης.
Το Ναύπλιο είχε καταστεί το πιο προωθημένο αντιδυναστικό κέντρο και δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να εκραγεί η εύφλεκτη πολιτική του ύλη. Εξάλλου σε όλη την επικράτεια του ελληνικού βασιλείου εκδηλώνονταν σποραδικά εξεγέρσεις που καταπνίγονταν με τα όπλα. Η σπίθα βρέθηκε και ήταν η δημόσια προσβολή του Όθωνα προς τον ένδοξο ναύαρχο Κων. Κανάρη. Η προσβολή είχε ιδιαίτερα δυσμενή απήχηση στο Ναύπλιο, όπου ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ήταν πολύ λαοφιλής. Μετά απ’ αυτό και σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση της Αθήνας ελήφθη η απόφαση της ένοπλης εξέγερσης για την «κατάπτωσιν του Συστήματος»
Την οργάνωση και την ηγεσία της στρατιωτικής συνωμοσίας ανέλαβαν δύο εμπειροπόλεμοι και σοβαροί αξιωματικοί. Ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, διοικητής του Β΄ τάγματος πεζικού στην Ακροναυπλία και ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φυλακισμένος στην Ακροναυπλία. Συνεπικουρούνταν φυσικά από άλλους μυημένους αξιωματικούς και ήταν σ’ επαφή με συνωμοτικά κινήματα πολλών ελληνικών πόλεων και φυσικά με την ηγεσία της αντιπολίτευσης στην Αθήνα. Ο στόχος ήταν μια ταυτόχρονη πανελλήνια εξέγερση ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1862.
Η επανάσταση
Επειδή βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας επιστολές συνωμοτικού περιεχομένου, που διακινούσε με το διπλωματικό σάκο ο υποπρόξενος του Βελγίου και δραστήριο μέλος του Ναυπλιώτικου δικτύου, αναγκάστηκαν οι συνωμότες να επισπεύσουν την έναρξη της επανάστασης. Έτσι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862 συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος (τότε Πλατάνου), όπου και το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στρατός και λαός ενωμένοι. Εκεί κήρυξαν επίσημα την έναρξη της Επανάστασης, κατέλυσαν τις αρχές, κατέλαβαν το Παλαμήδι και ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης.
Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο συντάχθηκαν με τους επαναστάτες και συγκροτήθηκαν στην πόλη εθελοντικές μονάδες πολιτών για να συνδράμουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Επανάστασης. Στρατιωτικός αρχηγός της Επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, αρχηγός του επιτελείου ο αντισυνταγματάρχης Πάν. Κορωναίος, φρούραρχος Ναυπλίου ο ταγματάρχης Δ. Βότσαρης, φρούραρχος Παλαμηδίου ο ταγματάρχης Ζυμβρακάκης και στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίας ο υπολοχαγός Δημητράκης Γρίβας (γιος του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Θεοδωράκης Γρίβα), ο πιο μαχητικός από τους ηγέτες του Ναυπλιακού κινήματος και ανυπότακτος μέχρι τέλους.
Από τη δεύτερη μέρα, όμως, μετά από ψηφοφορία λαού και στρατού αναδείχθηκε μια «Κυβερνητική Επιτροπή» αποτελούμενη μόνο από πολίτες, αφού ο Μίχου επέμενε ότι οι στρατιωτικοί πρέπει να περιοριστούν στα «καθαρώς στρατιωτικά έργα» και πως «ο στρατός δεν πρέπει να πολιτεύεται». Την επιτροπή αυτή στελέχωσαν επιφανή μέλη της Ναυπλιώτικης κοινωνίας. Ο δήμαρχος Πολ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχ. Ιατρός, ο πρώην βουλευτής Γ. Ι. Ιατρός, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο δημοτικός σύμβουλος Β. Κόκκινος και τέσσερις δικηγόροι: ο Κ. Γ. Αντωνόπουλος, ο Γρ. Δημητριάδης, ο Κ. Πετσάλης και Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος. Γενικός Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Γ. Δ. Ποσειδών.
Η επιτροπή απεύθυνε προς το ελληνικό έθνος Διακήρυξη όπου εξηγούσε τα αίτια και καθόριζε τους τρείς βασικούς σκοπούς του κινήματος που ήταν:
1. Η κατάπτωση του συστήματος
2. Η διάλυση της βουλής.
3. Η συγκρότηση εθνοσυνέλευσης που θα υποσχόταν:
α. Την ανάκτηση των χαμένων ελευθεριών και
β. την εκπλήρωση των εθνικών πόθων
Είναι φανερό πως ο αντιοθωνισμός της διακήρυξης είναι μόνο έμμεσος, από πολιτική πρόνοια να μην έρθουν οι επαναστάτες σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχαν επιβάλει και εγγυηθεί το θρόνο της Ελλάδας με τη συνθήκη της 25/4/1832. Έτσι η επίθεση γίνεται ανοιχτά εναντίον του «Συστήματος».
Άλλο μέλημα της Επιτροπής ήταν η οργάνωση της νέας κατάστασης και η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στο λαό. Και στα δύο αυτά τα αποτελέσματα ήταν άριστα. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ενέταξαν στις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις του ποινικούς κρατούμενους του Παλαμηδίου, μετά από έντονα εκφρασθείσα δική τους επιθυμία.
Έτσι λαός, στρατός, πρώην κρατούμενοι και σώματα εθελοντών από τις γύρω περιοχές, το Άργος, την Τρίπολη κ.λπ. συγκρότησαν μια αξιόλογη πολεμική δύναμη. Στο δίλημμα αν θα έπρεπε να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ώστε να ξεσηκώσουν τους πάντες στο διάβα τους ή να παραμείνουν στο Ναύπλιο αναμένοντας την επανάσταση των άλλων πόλεων, όπως ήταν η συμφωνία, στο δίλημμα αυτό δόθηκε η απάντηση: παραμονή στο οχυρό Ναύπλιο, για να μη διακινδυνευτεί η σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό σε ανοιχτό πεδίο και τα θύματα είναι πολλά.
Η απόφαση αυτή έδωσε χρόνο στο Παλάτι και την άνεση να δράσει ψύχραιμα και μεθοδικά. Ενεργοποίησε αποτελεσματικά τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας και στην Αθήνα και στις υπόλοιπες πόλεις, όπου υπήρχαν πληροφορίες για συνωμοτικές κινήσεις, και τις εξάρθρωσε ή τις κατέστειλε αμέσως μόλις ξέσπασαν.
Στη συνέχεια ο Όθων συγκάλεσε στην Κόρινθο όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις (φαίνεται πως ήταν 3.000- 4.000) και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον απόστρατο στρατηγό γερμανοελβετικής καταγωγής Εμμαν. Χαν. Παράλληλα ο βασιλικός στρατός ενισχύθηκε με στρατολογηθέντες άτακτους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα βουλευτές και αξιωματούχοι του συστήματος που είχαν κύρος στάλθηκαν στις επαρχίες για να αποτρέψουν νέες εξεγέρσεις. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη που κατάπαυσε την επανάσταση στην Αρκαδία και στο Άργος και επιβραβεύτηκε αργότερα από τον Όθωνα με την ανάθεση σ’ αυτόν της Πρωθυπουργίας. Ο στρατός αυτός σύστησε στρατόπεδο στ’ ανοιχτά του Ναυπλίου (κοντά στις σημερινές φυλακές της Τίρυνθας) και άρχισε την προετοιμασία.
Το χρονικό των μαχών
Την 8η Φεβρουαρίου 1862 και χωρίς να προηγηθούν διαπραγματεύσεις ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε ταυτόχρονη επίθεση σε τρία μέτωπα που είχαν καταλάβει και οχυρώσει οι επαναστάτες του Ναυπλίου: στο χωριό Άρια, στο λόφο του προφήτη Ηλία και στους Μύλους του Ταμπακόπουλου που βρίσκονταν Ν.Δ. του προφήτη Ηλία. Οι μάχες ήταν πεισματικές και με μεγάλες απώλειες. Περίπου 70 οι νεκροί και από τις δύο πλευρές και περισσότεροι οι τραυματίες. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των επαναστατών αλλά με εντολή του Μίχου δεν έγινε καταδίωξη των ηττημένων, για να μη χυθεί άλλο αδερφικό αίμα και γιατί ανέμενε να αυτομολήσουν προς το στρατό του πολλοί αξιωματικοί του Χαν.
Εν τω μεταξύ οι κυβερνητικοί σφίγγουν την πολιορκία και οι επαναστάτες συναισθάνονται την απομόνωση. Δεν χάνουν, όμως, τις ελπίδες τους ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες πόλεις. Το ηθικό φροντίζει να το κρατά ακμαίο η εφημερίδα αρχών της επανάστασης «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ» που εξέδιδε ο ταλαντούχος δημοσιογράφος Θ. Φλογαΐτης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης.
Ο Φεβρουάριος πέρασε με αψιμαχίες και μάχες κυρίως στα χωριά Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι), Δρέπανο (Χαϊδάρι), Τολό (Μινώα), Ασίνη (Τζεφέραγα). Θύματα ήταν κυρίως οι άμαχοι τους οποίους πλιατσικολογούσαν άγρια οι άτακτοι μισθοφόροι του βασιλικού στρατού. Στο τέλος του Φλεβάρη άρχισαν να υποφέρουν οι πολιορκημένοι από ελλείψεις, κυρίως κρέατος, και να νιώθουν στενοχωρία από τη συρροή προσφύγων. Παρέμεναν όμως ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους.
Την 1η Μαρτίου έχουμε τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο βασιλικός στρατός, υπέρτερος αριθμητικά, επιτέθηκε στην Άρια που την υπερασπιζόταν ο ανθυπολοχαγός Δυοβουνιώτης. Οι υπερασπιστές δεν άντεξαν κι ο Δυοβουνιώτης έπεσε νεκρός. Ένα τμήμα των νικητών εισβάλλει στο ατείχιστο προάστιο του Ναυπλίου, την Πρόνοια, τη λεηλατούν και την πυρπολούν. Ένα άλλο τμήμα σπεύδει να ενισχύσει τους επιτιθέμενους εναντίον του προφήτη Ηλία που τον υπερασπίζεται ο υπολοχαγός Δ. Γρίβας και ένα άλλο βοηθά τους επιτιθέμενους στους Μύλους Ταμπακόπουλου που τους υπερασπίζεται ο ανθυπολοχαγός Πραΐδης. Οι Μύλοι του Ταμπακόπουλου δεν άντεξαν και στο τέλος πυρπολήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Η μάχη στον Προφήτη Ηλία κράτησε μέχρι τις 9 το βράδυ και οι άνδρες του Γρίβα κατάφεραν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό με τέχνασμα και να σωθούν μπαίνοντας στα τείχη της πόλης. Για τις εκατέρωθεν απώλειες οι μαρτυρίες είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι σαφές όμως ότι οι δυνάμεις των επαναστατών ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι περίπου 90 επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του επιτελείου των Ναυπλιωτών Πάνος Κορωναίος.
Την επόμενη μέρα ο Χαν ζητά με έγγραφο από τον Μίχου την παράδοση της πόλης εντός 24 ωρών χωρίς όρους. Στο Ναύπλιο τότε δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: Αυτοί που με αρχηγό τον Μίχου ζητούσαν γενική αμνηστία και με αυτόν τον όρο δέχονταν να παραδοθούν (γιατί δεν έβλεπαν συνδρομή από αλλού κι είχαν χάσει τις ελπίδες τους) και οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα που πρότειναν την παράταση του αγώνα.

Επεισόδιο από τη Ναυπλιακή Επανάσταση – Κατάληψη των εξωτερικών οχυρώσεων από τον Οθωνικό στρατό (1862).
Οι περισσότεροι τάχθηκαν με την άποψη του Μίχου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο ζητούσαν Γενική αμνηστία. Οι διαφωνούντες κατέλαβαν το Παλαμήδι και προετοιμάζονταν να συνεχίσουν ακόμα και μόνοι τον Αγώνα, όταν έφτασε η είδηση της Επανάστασης στις Κυκλάδες. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των πολιορκημένων και εύχονταν να απαντήσει αρνητικά ο Όθων. Η επανάσταση των Κυκλάδων όμως, πνίγηκε στο αίμα, γεμίζοντας θλίψη τους Ναυπλιείς και συγκλονίζοντας το πανελλήνιο με τη σκληρότητα των κυβερνητικών και την απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους νεκρούς Ν. Λεωτσάκο (ήρωα της Θεσσαλικής Επανάστασης), ανθυπολοχαγό Περ. Μωραϊτίνη και το φοιτητή Σκαρβέλη.
Σιγά –σιγά όμως κύριος της κατάστασης στο Ναύπλιο έγινε ο Δ. Γρίβας και οι ομοϊδεάτες τους και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, λαού πήρε το μέρος του. Κι όταν ο Χαν μετά από παρελκυστική τακτική αρκετών ημερών ανακοίνωσε στις 16 Μαρτίου ότι το «υπουργείον δεν ενδίδει» και δεν δίνει αμνηστία οι αντιμαχόμενες παρατάξεις Μίχου – Γρίβα συμφιλιώθηκαν και με νέα ορμή ρίχτηκαν και πάλι μαζί στον αγώνα, βομβαρδίζοντας τους πολιορκητές στις 18 και 19 Μαρτίου και δεχόμενοι το σφοδρό Κανονιοβολισμό του Χαν.
Ο Επίλογος
Η κατάσταση στην πόλη γίνεται μέρα με τη μέρα δραματικότερη αφού, εκτός των άλλων, υπήρχε και η έλλειψη πόσιμου νερού μετά την κατάληψη της Άριας και των πηγών της από τους πολιορκητές (το Ναύπλιο υδρευόταν τότε από την Άρια). Αυτό ανάγκασε τους πολιορκημένους να ζητήσουν ανακωχή και με νοικιασμένες βάρκες μεταφέρθηκαν, όσες οικογένειες δέχτηκαν, στους Μύλους κι από ‘κει με απίστευτες δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στο Άργος.
Στις 24 Μαρτίου έφτασε στο Ναύπλιο το διάταγμα της αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας. Το διάταγμα εξαιρούσε από την αμνηστία 12 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς ως πρωταίτιους της επανάστασης. Επιπλέον είχε ημερομηνία 8 Μαρτίου 1862, άρα ο Χαν το είχε κρατήσει μυστικό, αφού οι Ναυπλιείς ζητούσαν Γενική Αμνηστία και δεν θα το δέχονταν. Προσδοκούσε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους και πως αργότερα θα το δέχονταν. Κι όμως το απέρριψαν διατρανώνοντας την απόφασή τους για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αλλά για πόσο ακόμα; Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη Μαρτίου, παρατηρήθηκαν αυτομολήσεις από τους Ναυπλιείς προς το στρατόπεδο των πολιορκητών. Αυτό ήταν το σήμα για τον Μίχου να έρθει σε συνεννόηση με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας να διαθέσουν πλοία, ώστε να αναχωρήσουν για το εξωτερικό οι 19 μη αμνηστευμένοι πρωταίτιοι της επανάστασης Οι πρέσβεις δέχθηκαν και το πρωτόκολλο υπογράφηκε στις 6 Απριλίου 1862 απ’ όλους, πλην του Δ. Γρίβα ο οποίος υπέγραψε τη δήλωση:
«Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν και, αισχυνόμενος του λοιπού να αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της ελληνικής εθνικότητας».
Οι μη αμνηστευμένοι μέσα σε ανείπωτη συγκίνηση μπήκαν στα δυο καράβια, ένα Αγγλικό κι ένα Γαλλικό, ανήμερα το Πάσχα, 8 Απριλίου 1862, αφού χαιρέτησαν τη Φρουρά, τους πολίτες και την Κ. Παπαλεξοπούλου που προφητικά τους εγκαρδίωνε πως σύντομα θα ξανανταμωθούν. Μαζί τους έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι 250-300 επαναστάτες που δεν δέχτηκαν να παραμείνουν και να παραδώσουν την πόλη στους νικητές αντιπάλους.
Μετά την αναχώρηση των πλοίων ο εντεταλμένος ταγματάρχης Ι. Μανολάκης παρέδωσε την πόλη και τα κάστρα στο Χαν και ο βασιλικός στρατός έμπαινε στην πόλη με τους εναπομείναντες κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Κατέβηκαν οι επαναστατικές σημαίες, αποκαταστάθηκαν οι Οθωνικές αρχές και επέστρεψαν οι οικογένειες που το είχαν εγκαταλείψει. Η ζωή έβρισκε σιγά –σιγά το δρόμο της και η πίκρα τη θέση της στις καρδιές των Ναυπλιωτών.
Μικρή αποτίμηση
Η Ναυπλιακή Επανάσταση είχε διάρκεια 67 ημερών. Ξεκίνησε με ενθουσιασμό των επαναστατών, πίστη στο δίκαιο των επιδιώξεών τους και ελπίδες για την επίτευξη των στόχων τους. Έληξε με στρατιωτική ήττα αλλά ταυτόχρονα με ηθική και πολιτική επικράτησή τους.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις εξελίξεις:
1) Ο Όθων αναγκάστηκε να αλλάξει την κυβέρνηση με την οποία ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση οι επαναστάτες
2) Ανέλαβε πρωτοβουλίες για επανάσταση εναντίον των οθωμανών στα μικρασιατικά παράλια για να υλοποιήσει μέρος έστω τη Μεγάλης Ιδέας και
3) Μέσα σε έξι μήνες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο και να αποχωρήσει από την Ελλάδα, δικαιώνοντας αναδρομικά την Ναυπλιακή Επανάσταση.
Πολιτειακό ζήτημα δεν είχε τεθεί και, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη, αναζητήθηκε νέος βασιλιάς. Οι «Προστάτιδες» Δυνάμεις επέλεξαν μετά από συμβιβασμούς το Δανό Γεώργιο Γκλυξμπουργκ ως βασιλέα της Ελλάδας.
Γιώργος Αναστασόπουλος
Φιλόλογος
Σχετικά θέματα:
- Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Το ιστορικό πλαίσιο
- Ο Συνταγματικός Έλλην – Η εφημερίδα της Ναυπλιακής Επανάστασης (1862)
- «Ημερολόγιο» φυλακών της πόλης του Ναυπλίου
Κολοκοτρώνης Πάνος (1800-1824)
Posted in Πρόσωπα & γεγονότα του΄21, tagged 1821, alphaline, Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Επανάσταση 21, Εμφύλιος, Ιστορία, Κολοκοτρώνης Πάνος (1800-1824), Οπλαρχηγός, Πρόσωπα, Πελοπόννησος, Στρατιωτικοί, Panos Kolokotronis on 17 Ιουλίου, 2010| Leave a Comment »
Κολοκοτρώνης Πάνος (1800-1824)
Ο μεγαλύτερος γιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Αικατερίνης Καρούτσου (1800 – 1824). Γεννήθηκε και σπούδασε στη Ζάκυνθο. Γνώριζε αρχαία Ελληνικά, Ιταλικά και λίγα Γαλλικά. Τον Απρίλιο του 1821 πήγε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες του αγώνα (στο Βαλτέτσι, στην πολιορκία της Τρίπολης και στα Δερβενάκια, όπου και διακρίθηκε). Ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας. Υπήρξε πρώτος πολιτάρχης της ελεύθερης Τρίπολης. Σκοτώθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στις 21-11-1824 στην Αρκαδία.
Στον Φωτάκο διαβάζουμε:
« Επανελθών μετά τον πατέρα του από την Ζάκυνθον κατά τας αρχάς του Απριλίου του 1821 εις τον Πύργον της Ηλείας, ευρέθη τότε εκεί, ότε ήλθον οι Λαλαίοι Τούρκοι και επολέμησαν μετά των εντοπίων Ελλήνων, αρχηγούντος του περιφήμου Χαραλάμπους Βιλαέτη. Μετά δε ταύτα ανέβη εις του Πάπαρι και εις Βαλτέτσι έχων μαζί του και τον αδελφόν του Ιωάννην τον επονομασθέντα ύστερον Γενναίον.
Κατόπιν ο πατέρας του διώρισεν αυτόν εις την επαρχίαν της Καρύταινας δια να εβγάζῃ τους στρατιώτας εν γένει και κατ᾿ αναλογίαν, και να προβλέπῃ τα αναγκαία του πολέμου από τους κατοίκους· εις τον διορισμόν του τούτον εδόθη διαταγή εις τον Πάνον, ώστε όστις αντιτείνει και δεν υπάγει εις τον πόλεμον, η δεν συνεισφέρει την αναλογίαν του, να σκοτώνεται, να καίεται το σπίτι του και να δημεύωνται τα πράγματά του προς όφελος του στρατοπέδου.
Μετὰ ταύτα ήλθεν εις τα Τρίκορφα, συστημένος εις την τακτικήν εφορείαν του στρατηγού Κανέλου Δεληγιάννη και των λοιπών μελών της Καρύταινας. Εκεί μένων επολέμει πολλάκις εις τους γενομένους ακροβολισμούς κατά την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς. Ελθόντος δε του πρίγκηπος Υψηλάντη εις το Άστρος, ο μεν πατέρας του υπήγε μετά των άλλων προς αποδοχήν αυτού, ο δε Πάνος έμεινεν εις τον στρατὸν της πολιορκίας ως αντιπρόσωπός του. Τότε δε μάλιστα μάχης γενομένης μεταξύ των πολιορκητών και των πολιορκουμένων, ο Πάνος καλώς εδιοίκησε, διότι ετόλμησε και κατέβασε τους Έλληνας εις τον κάμπον, όπου κατά πρώτον επολέμησαν ούτοι με την καβαλαρίαν των Τούρκων κατά το Μαρκοβούνι και τον Μύτικα.
Έπειτα δε διωρίσθη και υπήγεν εις τα Μεγάλα Δερβένια με σώμα στρατιωτών, και με πολλούς άλλους καπεταναίους δια ν’ ασφαλίσουν τον Ισθμόν. Εκείθεν πάλιν επανήλθεν εις την πολιορκίαν, και κατόπιν συνώδευσε τον Δ. Υψηλάντην εις τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου. Μαθών δε κατόπιν την άλωσιν της Τριπολιτσάς, ήλθεν τρεχάτος εις την πόλιν, και ο πατέρας του τον διώρισε πολιτάρχην δια την ευταξίαν κατ᾿ αίτησιν των κατοίκων, και ύστερον αφού εγένετο η Πελοποννησιακὴ Γερουσία, αυτή επίσης τον διώρισε πολιτάρχην της, και τον ωνόμασε χιλίαρχον, αλλ’ έκαμνε χρέη πολιτικά, και δια τούτο οι εν ενεργεία στρατιωτικοὶ τον επερίπαιζαν, διότι ο πόλεμος ήτον ανοικτὸς, και δεν είχον αξίαν εκείνοι, οι οποίοι ευρίσκοντο με τους κοινώς τότε λεγομένους καλαμαράδες, ήγουν τους γραμματισμένους και καταγινομένους εις τα πολιτικά.
Ύστερον δε εστάλη εις την Αργολίδα, ως αντιπρόσωπος της Γερουσίας, δια την παραλαβὴν του Ναυπλίου, διότι είχε στείλει η Γερουσία επιτροπὴν εκ των μελών της δια να παρευρεθούν και συμπράξουν μετά του εκτελεστικού εις την συνθήκην της παραδόσεως του φρουρίου.
Επειδή όμως δια την τότε εισβολήν του Δράμαλη εις την Πελοπόννησον η συνθήκη εκείνη εχάλασεν, ο Πάνος έκτοτε επήρε τα όπλα και επολέμει εντὸς και εκτός του Παλαιοκάστρου του Άργους. Κατά δε τας μάχας εκείνας ο Πάνος εδείχθη παληκάρι και μάλιστα πολὺ εχρησίμευσε τότε, διότι είχε πενθερὰν την γενναίαν Λασκαρίναν Μπουμπουλίναν, και ένεκα τούτου όλοι οι Σπετσιώται με τα ευρεθέντα εις τους Μύλους πλοία των εφιλοτιμούντο και επρομήθευον εις αυτόν τα μέσα δια τον εκεί στρατόν του.
Μετὰ δε ταύτα πάλιν ανέβη εις το χρέος του πλησίον της Γερουσίας, την οποίαν εφρούρει. Ύστερον δε διετάχθη πάλιν από τον αρχιστράτηγον πατέρα του να καταβή εις τα Δερβενάκια και συστήσῃ την πολιορκίαν των δύω φρουρίων δια να εμποδίσῃ την συγκοινωνίαν των Τούρκων και τας τροφὰς τας οποίας τυχὸν οι Τούρκοι της Κορίνθου ήθελον στείλει εις τους εν Ναυπλίω.
Μετά τούτο ανέβη πάλιν εις την υπηρεσίαν του πλησίον της Γερουσίας, η οποία τον έστειλε τότε εις το Λεωνίδιον δια να εισπράξη τον κοινώς λεγόμενον έρανον προς πληρωμὴν του εκεί Ελληνικού στόλου, όστις έμελλε να προσβάλῃ τον ερχόμενον από την Κωνσταντινούπολιν Τουρκικὸν και φοβερίζοντα την καταστροφὴν των ναυτικών νήσων, όπως εμβάσῃ τροφὰς εις το Ναύπλιον. Οι δε πρόκριτοι των Σπετσών επροσκάλεσαν τον Πάνον δια να υπάγῃ να τους υπερασπισθή, και λαβὼν περί τους 350 στρατιώτας τη συνδρομή των κατοίκων Λεωνιδίου επέρασεν εις την νήσον.
Αφού δε ετελείωσε τας εργασίας της η Συνέλευσις του Άστρους, η νέα Κυβέρνησις διώρισε τον Πάνον φρούραρχον Ναυπλίου, κατόπιν δε όταν ήλθεν η εσωτερική ανωμαλία τον έβγαλαν από το Ναύπλιον δια της συγκαταθέσεως του πατρός του, όστις παρέδωκε τότε το φρούριον εις τους δύω Ανδρέαν Ζαΐμην και Λόντον.
Έπειτα η Κυβέρνησις του Κουντουργιώτη, την οποίαν ανεγνώρισεν ο Πάνος και όχι ο πατέρας του, τον διώρισε να υπάγῃ εις την πολιορκίαν των Πατρών μετά του αδελφού του Γενναίου, ως και τους δύω Ανδρέας.
Μετά δε ταύτα αφού τα Πελοποννησιακὰ πράγματα ανεκατώθησαν κατά του πατρός του, ανεχώρησεν από τας Πάτρας και υπήγεν προς βοήθειαν αυτού και της οικογενείας του, ἡ οποία ήτον εντὸς της Τριπολιτσάς. Τότε η αντιπολίτευσις εκινήθη κατά της Κυβερνήσεως και τα στρατεύματά της ήλθον να πολιορκήσουν την Τριπολιτσάν, και επολέμησαν έξωθεν αυτής τα κυβερνητικά στρατεύματα.
Ο δε Πάνος τότε μαθών παρά του Ι. Πετροπούλου, ότι ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος πολεμεί με τα στρατεύματα της Κυβερνήσεως κατά το χωρίον Άγιον Σώστην, και ότι ηχμαλωτίσθη, υπήγεν εις βοήθειάν του, αλλά δεν επρόφθασε να τον ελευθερώσῃ, και εγύρισεν οπίσω να υπάγῃ εις την Σιλήμναν έφιππος, όπου ήτο ο πατήρ του, μετά τριών άλλων επίσης καβαλαραίων οικείων του, του Θ. Ρηγοπούλου, Ι. Βανικιώτου και Ανάστου Σαμαράνη· ενώ δε επορεύετο αργά εις Σιλήμαν, αιφνιδίως τότε από το όπισθεν μέρος του ήλθε βόλι τουφεκίου, τον εύρε εις τον κρόταφον, προς τα αριστερά του ινίου, και ούτως έπεσεν άφωνος ο Πάνος, και εχάθη πολύτιμος και πεπαιδευμένος στρατιωτικός, διότι εσπούδασεν εις την ακαδημίαν της Κερκύρας, εγνώριζεν εντελώς την παλαιάν γλώσσαν μας την Ελληνικὴν, ήτο μαθηματικός άριστος, εγνώριζε προσέτι καλώς την Ιταλικὴν γλώσσαν και ολίγον την Γαλλικήν, και εν ολίγοις ήτον ο δεύτερος του πολυμαθεστάτου Γ. Σέκερη, διότι τότε η Πελοπόννησος δεν είχεν άλλους τοιούτους. Το δε κρανίον του σώζεται εις τας χείρας του ιατρού Ι. Πύρλα».
Πηγές
- Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
- Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, «Κόσμος», Θεόδωρος Γ. Κοντέος, Εκδοτικός Οργανισμός Θεσσαλονίκης, 1978.
Διαβάστε ακόμη:































