Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο – Μάρθα Πύλια στο: Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.
Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «χριστιανικές κοινότητες της τουρκοκρατίας» για να προσεγγίσω τις οικονομικές δραστηριότητες των κοινοτικών μηχανισμών που λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[1], επειδή η επανειλημμένη επιγραμματική του χρήση από την παραδοσιακή ιστοριογραφία παραπέμπει στη μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του ρόλου των εν λόγω κοινοτήτων χωρίς να την προσγειώνει στον ιστορικό της περίγυρο. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η κοινοτική οργάνωση των αλλόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας στηριζόταν σε παλιά μουσουλμανική πρακτική[2] και πως η οθωμανική διοίκηση δεν αναγνώριζε νομικά πρόσωπα αλλά λειτουργίες που επιτελούσαν τα φυσικά πρόσωπα, γι’ αυτό ακριβώς απευθυνόταν ονομαστικά στους εκάστοτε αντιπροσώπους των κατακτημένων χριστιανών ή εβραίων[3]. Θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω άλλη μια φορά και εδώ το διοριστήριο ιεροδικαστικό έγγραφο του Ρήγα Παλαμήδη στη θέση του αντιπροσώπου Μονεμβασιάς, γιατί επεξηγεί απολύτως την παραπάνω έννοια της χριστιανικής εκπροσώπησης αλλά και τη διαδικασία διορισμού των αντιπροσώπων:
«Οι πρόκριτοι της επαρχίας Μπενέφσε της Κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του βαρούς και όλων των χωρίων […] άπαντες υπήκοοι (ραγιάδες) προσωπικώς δι’ εαυτούς και επιτροπικώς ως αντιπρόσωποι των άλλων ραγιάδων, εμφανισθέντες ενώπιον ημών εν τω δικαστηρίω τούτω […] εδήλωσαν ότι προς υπεράσπισιν, διεξαγωγήν και διευθέτησιν των αφορωσών την επαρχίαν των υποθέσεων εν τη πρωτευούση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή παρίσταται ανέφικτος ανάγκη να διορισθή αντιπρόσωπός τις, ο δε ειρημένος Ρήγας τυγχάνει ικανός […] διά το λειτούργημα, διορίζουσι και αποκαθιστώσι τούτον γενικόν αντιπρόσωπον και πληρεξούσιον αυτών. Ο δε ειρημένος […] εδήλωσεν ότι αποδέχεται [..]»[4].

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
Στηριγμένη, λοιπόν, σ’ αυτή την πολιτική λογική επιχειρώ να ψαύσω τις ιδιωτικές οικονομικές συμπεριφορές των προσώπων που ήταν επιφορτισμένα με κοινοτικούς ρόλους, και μάλιστα τις οικονομικές στρατηγικές που ανέπτυσσαν για να ενισχύσουν κατά περίπτωση τα συμφέροντα της κομματικής τους φατρίας[5] αλλά και τη δική τους θέση μέσα στο τοπικό πολιτικό στερέωμα. Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί, στηριγμένη στις πληροφορίες των πηγών, αποκαλύπτει οικονομικές συμπεριφορές που εξελίσσονταν στις παρυφές της οθωμανικής νομιμότητας και μαρτυρούσαν τον βαθμό απορρύθμισης του συστήματος: Οι εκμισθώσεις των φορολογικών εισοδημάτων από τους τοπικούς άρχοντες κατέληγαν σε δυσβάσταχτα ποσά για τους φορολογούμενους, ενώ οι υψηλές αμοιβές τής οποιασδήποτε μεσολάβησης προς την κεντρική διοίκηση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τους ήδη καταχρεωμένους ραγιάδες. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εξυπηρετούσαν εν τέλει τους τοπικούς άρχοντες που μεσολαβούσαν, καθώς η κεντρική διοίκηση εισέπραττε υποπολλαπλάσιο ποσό από εκείνο που τελικά βάρυνε τον φορολογούμενο πληθυσμό[6]. Η κεντρική εξουσία με τη σειρά της επιχειρώντας να ελέγξει την αυξανόμενη πολιτική και οικονομική εξουσία των τοπικών αρχόντων «έλαιον και θείον έρριπτεν εις το πυρ των έριδων»[7], οι οποίες ενδημούσαν στις αυλές των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πολιτική, την οικονομική αλλά και τη φυσική εξόντωση των τοπικών αυθεντιών, κατάσταση που επιβάρυνε ολοένα και περισσότερο την αστάθεια του συστήματος.
Το πληροφοριακό υλικό αντλώ κυρίως από την αλληλογραφία που βρίσκεται στο Αρχείο Ρήγα Παλαμήδη[8], γραμματέα του πασά του Μοριά και κατόπιν αντιπροσώπου (vekil) των καζάδων Τριπολιτσάς και Μονεμβασιάς στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας[9], από το Αρχείο Περρούκα[10] – αρχείο της επιφανούς οικογένειας προεστών του Άργους, που επίσης διατηρούσε προεπαναστατικά επίσημο αντιπρόσωπο στην Πόλη[11]– και από τα Αρχεία της γνωστής οικογένειας προεστών Δεληγιάννη[12].
Οι βεκίληδες, δηλαδή οι εκπρόσωποι των διοικητικών περιφερειών στην «πηγή της εξουσίας»[13] (όπως ενδεικτικά χαρακτηρίζεται η οθωμανική πρωτεύουσα στην αλληλογραφία που προανέφερα), λειτουργούσαν ως μεσολαβητές για τη διεκπεραίωση των συμφερόντων των αρχόντων (χριστιανών και μουσουλμάνων) των παραπάνω περιφερειών, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν για τα δικά τους ιδιαίτερα οικογενειακά ή προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των πηγών, φαίνεται πως οι βεκίληδες αναλάμβαναν την προαγορά δημόσιων εισοδημάτων (iltizam) για λογαριασμό εντολέων που μπορούσαν να είναι ακόμη και οθωμανοί αξιωματούχοι, την κατάθεση αναφορών (arz ve mahzar) στην οθωμανική ή πατριαρχική αυλή αλλά και την καταγγελία των δικών τους πολιτικών αντιπάλων ή των εντολέων τους ως καταχραστών ή ταραξιών[14]. Μάλιστα, σχετικά με το iltizam, στην αλληλογραφία Παλαμήδη γίνεται σαφές ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ετήσιες προαγορές εισοδημάτων (mukata’a)[15] και όχι για ισόβιες (malikane), καθώς οι πρώτες επέτρεπαν στο οθωμανικό ταμείο να διαπραγματεύεται κάθε χρόνο και να μεγιστοποιεί με την αναπροσαρμογή τις εισπράξεις του.
Οι βεκίληδες επιχειρούσαν επίσης να επηρεάσουν τον διορισμό των δραγουμάνων του Μοριά[16] και φρόντιζαν για την έκδοση ή την αναίρεση αφορισμών από την Ιερά Σύνοδο και για τον εκθειασμό ή, αντίθετα, τη διαβολή ιερέων στο Πατριαρχείο ανάλογα με τις συμμαχίες και τις σχετικές συγκυρίες που εξελίσσονταν στις περιφέρειες που εκπροσωπούσαν. Πάσχιζαν, επίσης, να υποστηρίζουν τις αναφορές και τις καταγγελίες τους προς την Πύλη με την υποστήριξη του Πατριαρχείου[17].
Το αξίωμα του δραγουμάνου, δηλαδή του διερμηνέα του πασά του Μοριά, προσώπου σε άμεση και καθημερινή επικοινωνία με τον πασά και κύριου μεσολαβητή ανάμεσα σε αυτόν και τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, φαίνεται πως ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους διορισμούς, μία από τις υψηλότερες πολιτικές θέσεις που οι μεγάλες χριστιανικές οικογένειες προεστών επιχειρούσαν να προσεταιριστούν για δικό τους όφελος. Εν τούτοις, συνέβαινε να αφανίζονται από τα έξοδα ακόμη και εκείνοι που κατόρθωναν τον διορισμό του δικού τους υποψήφιου[18]. Ούτως ή άλλως, οποιοδήποτε διάβημα των αρχόντων «εις την πηγήν της εξουσίας» είχε τη δική του λαθραία χρηματική τιμή.
Με αυτή την υπόγεια και πάγια τακτική μεταφέρονταν γενναία εισοδήματα προς την κορυφή της ιεραρχίας (την τοπική αλλά και την κεντρική), τα οποία οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί αφαιρούσαν λεηλατικά από την παραγωγική διαδικασία και εξαιρούσαν από το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο. Και μάλιστα, οι μεσολαβητές αυτοί που δεν ήταν άλλοι από τους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες ή τους μουσουλμάνους αγιάνηδες, επιχειρούσαν σταθερά, όσο το επέτρεπε η φοροδοτική αντοχή των υπηκόων, να ενσωματώνουν τα υπέρογκα έξοδα των υπόγειων πολιτικών μεσολαβήσεων στους καταβαλλόμενους φόρους. Η οικογένεια Ζαΐμη είχε δε καταφέρει να μετατρέψει σε σταθερή φορολογική υποχρέωση της επαρχίας Καλαβρύτων το γιγαντιαίο ποσό που όφειλε στην οθωμανική διοίκηση για να της επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία της, λόγω της συμμετοχής της στην εξέγερση του 1769[19].
Εν τέλει, οι μοραΐτες τοπικοί άρχοντες στο περιθώριο των λειτουργιών που επιτελούσαν και του οποιουδήποτε άμεσου οικονομικού οφέλους επιχειρούσαν να αποκομίσουν από αυτές, ασκούσαν παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες που ευνοούσε η πολιτική τους θέση, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική τους επιφάνεια ενίσχυε την πολιτική τους μακροβιότητα. Με άλλα λόγια η πολιτική εξουσία επέτρεπε την απολύτως αντιπαραγωγική διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος και, εν πολλοίς, μέσα από τη διαδικασία αυτή η οικονομική εξουσία προσδιόριζε τους πολιτικούς ρόλους, τις θέσεις και τις αποφάσεις[20].

Κανέλλος Δεληγιάννης, ελαιογραφία.
Ανάμεσα στις αντιπαραγωγικές συνήθειες που ενδημούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οφείλω να προσθέσω επιγραμματικά τον αποθησαυρισμό που προκαλούσε η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, και την επιδεικτική καταναλωτική συμπεριφορά που υπαγόρευε το απολύτως ασταθές οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της ύστερης οθωμανικής εποχής: Συνήθως αποθησαυρίζονταν πολύτιμα μέταλλα και υφάσματα για να ρευστοποιηθούν τη στιγμή της κρίσης, ενώ η επιδεικτική κατανάλωση από πρόσωπα ανώτερων αλλά και χαμηλότερων αξιωμάτων και εισοδημάτων αποσκοπούσε στο να αναπαραστήσει την πραγματική ή εικονική συμμετοχή σ’ ένα υψηλότερο κοινωνικό καθεστώς[21]. Η καταγραφή των δημευθέντων κινητών περιουσιακών στοιχείων από το σπίτι της οικογένειας Δεληγιάννη μετά την εκτέλεση του γενάρχη της (Φεβρουάριος 1816) αλλά και μια δεύτερη καταγραφή των κινητών περιουσιακών στοιχείων που η ίδια οικογένεια αποθήκευσε λίγο πριν την ελληνική Επανάσταση (1η Μαρτίου 1821), αποκαλύπτει πληθώρα κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων και πολυτελών υφασμάτων[22].
Οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υιοθετούσαν, λοιπόν, τις παραπάνω προσωπικές συμπεριφορές και απολάμβαναν τα οφέλη της επικοινωνίας τους με τις οθωμανικές αυλές. Σε επιστολή του προς τους Περρουκαίους ο Ρήγας Παλαμήδης αναφέρει σχετικά με διαφιλονικούμενη καλλιεργημένη γη ότι «εις το χωράφι αυτό εξαρχής χέρι δεν έβανα, εάν κατά την προσταγήν του ιτζέτπεη εφένδη δεν εδιορίζετο ναζύρης[23] εις τούτο ο άρχων πατέρας της και εάν η ευγενεία του δεν μοι έδιδεν την άδειαν»[24]. Είναι προφανές πως η κατοχή της γης δεν υποστηρίζεται με άλλους «τίτλους» εκτός από τη σύμφωνη γνώμη του οθωμανού αξιωματούχου.
Σε άλλη περίπτωση οι άνθρωποι του «ενδοξομεγαλοπρεπέστατου μουσταφέμπεϊ»[25] των Πατρών παρακάμπτουν συμφωνίες του ίδιου του μπέη για πώληση σταφίδας σε χριστιανό έμπορο, για να την δώσουν τελικά – ακόμη και στην ίδια τιμή – στον Χαράλαμπο Περρούκα: «Ο ενδοξομεγαλοπρεπέστατος μουσταφέμπεϊ εφένδης μας είχεν σταφύδαν αυτού εις βοστίτσαν και πάτραν την οποίαν έγραψεν να την δώση με το να ευρέθη εδώ ο μόνον Χ» Φιλιππής και εζήτησεν να αγοράσει [… όμως] οι αυτού επιτροποί του είχαν προσυμφωνίσει με την ευγενεία σας […]. η ενδοξομεγαλοπρεπεία του μαθών τούτο εδυσαρεστήθη ευχαριστούμενος κατά πάντα λόγον να την λάβει η ευγενεία σας […] η τιμή οπού ο Φιλιππής έδωσεν είναι τάλαρα 70: το μεγαλίτερον χισμέτι σας είναι το να παρθή εις αυτό και προσπάθισον όσον γίνεται να μην λάβη την παραμικράν δυσαρέσκειαν»[26].
Σχετικά – και απολύτως συνοπτικά – με το οικονομικό προφίλ των χριστιανών προκρίτων στην προεπαναστατική Πελοπόννησο επισημαίνω και εδώ[27] α) πως κατείχαν περιορισμένη γαιοκτησία σε σχέση με εκείνη των οθωμανών ντόπιων αρχόντων, πως καταπιάνονταν με εμπορικές και κυρίως με δανειστικές δραστηριότητες που ευνοούσε η αρμοδιότητά τους να συγκεντρώνουν και να καταβάλουν στη διοίκηση τους φόρους[28], β) πως σε περιορισμένη κλίμακα συμμετείχαν στις εκμισθώσεις δημόσιων προσόδων και, τέλος, γ) πως κάποιοι από αυτούς επιδίδονταν σε χρυσοφόρες εκμισθώσεις εισοδημάτων της οθωμανικής αυλής στον Μοριά[29].
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην κλίμακα των εισοδημάτων και των περιουσιών οι μοραΐτες χριστιανοί τοπικοί άρχοντες υπολείπονταν κατά πολύ των αντίστοιχων μουσουλμάνων αγιάνηδων οι οποίοι δεν κατείχαν μόνο τις πιο εκτεταμένες και προσοδοφόρες καλλιέργειες, όπως και τη μερίδα του λέοντος στις αστικές ιδιοκτησίες, αλλά σχεδόν μονοπωλούσαν τις εκμισθώσεις των δημόσιων προσόδων[30]. Εν τέλει, οι χριστιανοί περιορίζονταν στο στενό πλαίσιο που επέτρεπαν οι δραστηριότητες των μουσουλμάνων αρχόντων και είχαν συντριπτικά μικρότερη συμμετοχή στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος[31].
Οι μοραΐτες αγιάνηδες στήριζαν την οικονομική παντοδυναμία στην πολιτική τους επιρροή που προέκυπτε από την άμεση σχέση με την οθωμανική διοίκηση, ενώ οι ίδιοι, τουλάχιστον σε αυτή την ύστερη περίοδο, δεν είχαν καμία εξοικείωση με τα στρατιωτικά αξιώματα[32]. Κατείχαν συχνά το αξίωμα του βοϊβόδα, δηλαδή του εντεταλμένου της οθωμανικής διοίκησης για την εκμίσθωση και τη συγκέντρωση των φόρων των επαρχιών. Με αυτή την ιδιότητα βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους κατένειμαν και περισυνέλεγαν για λογαριασμό του βοϊβόδα τις φορολογικές υποχρεώσεις στις δικές τους περιφέρειες[33]. Η παραπάνω σαφώς ιεραρχημένη σχέση ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς τοπικούς άρχοντες αποτυπωνόταν στη μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης των πρώτων στον παραγόμενο πλούτο και στην προφανή πολιτική εξάρτηση των δεύτερων από τους πρώτους.
Οι διαθέσιμες πηγές μάς επιτρέπουν να προσεγγίσουμε ενδεικτικά τις τάσεις κερδοφορίας των χρηματικών δραστηριοτήτων των χριστιανών αρχόντων: Αν θεωρήσουμε πως ο συνήθης ετήσιος τόκος δανεισμού κυμαινόταν από 12% έως 20%[34], στα οικονομικά κατάστιχα της οικογένειας Δεληγιάννη το ετήσιο κέρδος από δύο εκμισθώσεις τοπικών φορολογικών προσόδων ανέρχεται αντίστοιχα σε 19% και 31%[35], ενώ ο Παπατσώνης, σε ένα μόνο έτος, το 1772, κατόρθωσε να υπερτετραπλασιάσει το κεφάλαιο που κατέβαλε για την προαγορά των εισοδημάτων της σουλτάνας «Μπεϊάν»[36]. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το είδος των παραπάνω εισοδημάτων που συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, οφειλόταν στην εύνοια και τη συναίνεση των οθωμανικών αρχών. Όσο για τα «υπερκέρδη» του Παπατσώνη, αν και περιορίστηκαν από τις διεκδικήσεις των αντιπάλων του[37], παρέμειναν πολλαπλάσια της καταβαλλόμενης ετήσιας προαγοράς του εισοδήματος της σουλτάνας[38].
Με την προνομιακή εκμίσθωση των εισοδημάτων της ίδιας σουλτάνας στην Πελοπόννησο καταπιάνονταν άλλωστε οι Δεληγιανναίοι και ο Παπαλέξης[39], ενώ από τα κοινά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εν λόγω δραστηριότητας φαίνεται τελικά πως προέκυψε η συμμαχία που ο Μιχαήλ Οικονόμου ονόμασε «καρυτινομεσσηνιακό» κόμμα[40]. Συμπερασματικά, από τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκύπτει πως η προαγορά των φόρων και των εισοδημάτων της αυτοκρατορικής αυλής αποτελούσε εξαιρετική και σπάνια διέξοδο για τα κεφάλαια των χριστιανών αρχόντων οι οποίοι επιδίδονταν στον δανεισμό των καταχρεωμένων φορολογουμένων αλλά και τον δανεισμό των επίσης καταχρεωμένων κοινοτήτων που εκπροσωπούσαν[41].
Τα εισοδήματα που εν τέλει συγκέντρωναν οι χριστιανοί τοπικοί άρχοντες, ήταν πολλαπλά: Δίπλα από τη μικρή ή μεγάλη γαιοκτησία και την ενδεχόμενη αστική περιουσία[42], δίπλα από τον δανεισμό και την ενδεχόμενη συμμετοχή στις εκμισθώσεις δημόσιων εισοδημάτων, δίπλα ενδεχομένως και από τις μικρές ή μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις[43], δίπλα από τους νόμιμους μισθούς, είχαν τη δυνατότητα να κερδίζουν και από τις μεσολαβήσεις που επιχειρούσαν: Ο Π. Παπατσώνης στη λιτή αλλά πολύ κατατοπιστική αφήγηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της δικής του οικογένειας το δηλώνει ρητά: «Ο δε προεστός ωφελείτο και από τα βασιλικά δοσίματα αν ήθελεν, εκτός δε τούτων των ωφελημάτων είχε και τυχηρά πάμπολλα ετησίως»[44]· αυτό σημαίνει ότι ιδιοποιείτο τη διαφορά ανάμεσα στον εκάστοτε εισπραττόμενο φόρο και σε αυτόν που καταβαλλόταν στο οθωμανικό δημόσιο, και ακόμη ότι «ωφελείτο» ξεχωριστά από όλες τις πολιτικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως για παράδειγμα την κατάθεση και την παρακολούθηση των καταγγελιών και τη διεκδίκηση θέσεων και εκμισθώσεων για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.
Είναι αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση η προαναφερθείσα αλληλογραφία του Ρήγα Παλαμήδη. Ως απεσταλμένος του καζά της Μονεμβασιάς στην Πόλη, ο Παλαμήδης αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να διεκπεραιώσει την εξορία ενός επικίνδυνου (κατά την αλληλογραφία) μουσουλμάνου αξιωματούχου[45] – με τη σύμφωνη γνώμη των αγάδων και των κοτζαμπάσηδων – έναντι 2.500 γροσιών καταρχάς και 3.000 κατόπιν[46]. Επίσης αναλαμβάνει να εξασφαλίσει για λογαριασμό του «ενδοξοτάτου» Μουσταφά Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ, αγά της Μονεμβασιάς, την εκμίσθωση του μουκατά[47] και του σαλιανέ[48] της περιοχής, με «χετιγιέν», δηλαδή δώρο για τις υπηρεσίες του «πολλά μεγαλήτερον» από 1.000 γρόσια[49]. Μάλιστα, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς, προεστός Μονεμβασιάς, προετίθετο από την πλευρά του να συμπληρώσει την «τιμή» της μεσολάβησης για τη διεκπεραίωση της εξορίας του εν λόγω ανεπιθύμητου με άλλα 500 γρόσια για τους κόπους του Παλαμήδη, αποβλέποντας βέβαια και στην εύνοια του Μπέη[50]. Ο δε Μουσταφά Μπέης, από τη δική του πλευρά, εκτιμούσε ότι 2.000 γρόσια αρκούσαν και για το «χισμέτι» του Παλαμήδη, δηλαδή τις υπηρεσίες του για την επίτευξη της εξορίας[51].
Βέβαια, το ζήτημα που προέκυψε ήταν ότι ο Παλαμήδης ζητούσε πολλαπλάσια ποσά για την τελεσφόρηση των υποθέσεων. Εν τέλει προσέκρουσε στην άρνηση και τον θυμό των εντολέων του, οι οποίοι με τη σειρά τους του υπενθύμισαν πως τα προτεινόμενα ποσά για την κατακύρωση των εκμισθώσεων ξεπερνούσαν όχι μόνο το προσδοκώμενο κέρδος αλλά και αυτό ακόμη το προσδοκώμενο συνολικό ποσό του εισπραττόμενου φόρου: «διά του σαλιανέ την υπόθεσιν, μας εδίξατε ένα πλήθος άσπρων όπου πρέπει να πουλήσωμεν και αυτόν τον σαλιανέν και να μην εμπορέσωμεν να δώσωμεν αυτήν την ποσότητα»[52]. Η διατύπωση αυτή μας πληροφορεί για την πρακτική της μεταπώλησης των ήδη προαγορασμένων δημόσιων εισοδημάτων και για την παρεμβολή εν τέλει περισσότερων ενδιαμέσων από εκείνους που τυπικά προβλέπονταν. Το αποτέλεσμα έχει ήδη αναφερθεί: Υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους υπηκόους και λιγότερα εισοδήματα στο οθωμανικό θησαυροφυλάκιο.
Όταν ο Παλαμήδης δεν πέτυχε καμία από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, ο Παναγιωτάκης Καλογεράς τον απείλησε ότι στο εξής πρέπει να αρκεσθεί στον μισθό της αντιπροσώπευσης του καζά: «Ο μισθός του βετζαλετίου σας είναι διά γρόσια εξακόσια τον χρόνον και ό,τι δούλευσιν κάμετε κατά τον μαδέν να γίνεται και το ηκράμι σας. λοιπόν βαστάτε το παρόν γράμμα μου διά βεβαίωσίν σας ότι μόνον εξακόσια γρόσια έχετε να λαμβάνετε από τον καζάν μας χρόνον καιρόν διά το βετζαλετλίκι σας, και να μην ηξεύρωμεν τίποτα άλλο»[53]. Πράγματι η είσπραξη του ετήσιου μισθού και μόνον συνιστούσε απειλή για τον Παλαμήδη, καθώς αποτελούσε πενιχρή υποδιαίρεση των προσδοκώμενων αμοιβών του και ισοδυναμούσε περίπου με το προτεινόμενο «δώρο» για τη διεκπεραίωση της εξορίας, υπολειπόταν δε από το «δώρο» για την εξασφάλιση του μουκατά κατά 40%.
Θα μπορούσαμε να χρεώσουμε την αποτυχία στον Παλαμήδη και να του αποδώσουμε αναποτελεσματικότητα και πλεονεξία. Είναι όμως γεγονός πως ανεξάρτητα από τις προσωπικές του ικανότητες, οι σύγχρονες πηγές μαρτυρούν συλλήβδην τη δραματική υπερφόρτωση των φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και του κόστους των προσφυγών προς την εξουσία από εντεταλμένους διαμεσολαβητές, μουσουλμάνους ή χριστιανούς τοπικούς άρχοντες, ή και οθωμανούς αξιωματούχους.
Ενδεικτικό της διαφθοράς και της συνακόλουθης επιβάρυνσης των οικονομικών της κεντρικής εξουσίας αλλά και των πνιγηρών κοινοτικών υποχρεώσεων είναι το παρακάτω παραστατικό απόσπασμα που προέρχεται από επιστολή των προεστών της Πάτρας προς «ενδοξομεγαλειώτατον» αξιωματούχο του Μορέως:
«ηδέ τώρα τίνος να αναφέρομεν τοιαύτες προτάσεις, και ποίος να μας δώση ακρόασιν επειδή και το σεντούκι της πολιτείας μας έχει πληρωμένα τριών χρόνων αγαλίκι της ενδοξομεγαλειότητός σας, έχει και πληρωμένα εις βασιλεύουσαν εξήντα τόσες χιλιάδες γρόσια, και από μουκατά ένας παράς δεν έπεσε μέσα εις το σεντούκι, καθώς σας είναι γνωστόν, τι να ειπούμε του κόσμου εφένδη μου;» (1817, Ιουλίου 7, Πάτρα, υπογράφουν οι Νικόλαος Λόντος και Γεράσιμος Μαντζαβίνος)[54].
Ένα χρόνο νωρίτερα, πριν διαδραματιστούν τα όσα αναφέρθηκαν για τη Μονεμβασιά, ο Παλαμήδης, ως αντιπρόσωπος του καζά της Τριπολιτσάς στην Πόλη, είχε αναλάβει να επηρεάσει τον διορισμό του νέου δραγουμάνου του Μοριά, την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστική συμμαχία των Περρουκαίων του Άργους επιχειρούσε στην Κωνσταντινούπολη να διορίσει στην ίδια θέση έναν δικό της άνθρωπο.
Ο Σωτήρος Κουγιάς, προεστός στην Τριπολιτσά, αφού εξηγεί πώς ο απερχόμενος δραγουμάνος Γεώργιος Ουαλεριανός απέσπασε 15.000 γρόσια εκβιάζοντας τους κοτζαμπάσηδες ότι θα γνωστοποιήσει μυστικές συμφωνίες τους κατά των οθωμανών τοπικών αρχόντων, συμβουλεύει τον βεκίλη και ανηψιό του, τον Ρήγα Παλαμήδη, να φροντίσει για τον διορισμό κάποιου από την οικογένεια των Σαμουρκάσηδων και τον διαβεβαιώνει πως τόσο αυτός όσο και ο νέος δραγουμάνος θα πληρωθεί από το «κοινόν» για τα έξοδα του σχεδιαζόμενου διορισμού:
«προ ημερών εμίσευσεν απ’ εδώ ο δραγουμάνος, διά τα αυτόθι [… και] διά να μην μαρτυρήση μερικά μυστικά οπού είχε με τους προεστούς περί βουτζούχηδων[55] τους επήρε μετρητά διά χαρτζιράχι[56] γρόσια δεκαπέντε χιλ:δ […] κάμε τρόπον να πάρη την δραγομανίαν κανένας από τους σαμουρκάσηδες και πάρε τον και ένα χετιέ, και αν κάμη και τίποτες έξοδα, με τον ερχομόν του τα παίρνει από τον μωρέα, καθώς και η ευγενεία σου, και η προκοπή σας είναι το να παρακινήσης να μας έλθη παρόμοιον υποκείμενον ως άνωθεν σοι γράφω.» (Τριπολιτζά, μαΐου 31, 1819, υπογράφει ο Σωτήρος Κουγιάς)[57].
Κατά παραγγελία, λοιπόν, του Σωτήρου Κουγιά, ο Παλαμήδης με ομολογία στο δικό του όνομα εκταμίευσε 5.300 γρόσια από τον έμπορο και τραπεζίτη Γεώργιο Ιωάννου για να αντιμετωπίσει τα λεγόμενα έξοδα «της Δραγουμανίας». Από την πλευρά του το ταράφι[58] των Περρουκαίων «διά την αποπεράτωσιν της Δραγουμανίας εις υποκείμενον οπού η εποχή απαιτεί»[59] και του «βεκιαλετίου», δηλαδή της αντιπροσωπίας, καταχρεώθηκε με 20.250[60] γρόσια. Μετά τον διορισμό του Σταυράκη Ιωβίκη που φαίνεται πως υποστήριζαν οι Περρουκαίοι, και τα δύο μέρη βρέθηκαν φρικτά καταχρεωμένα.
Ο Ρήγας Παλαμήδης αρνήθηκε να πληρώσει την οφειλή του και ο Γεώργιος Ιωάννου, ως «πραγματευτής που δεν ημπορεί να σφαλιέται με τόσην ποσότητα διά καιρό»[61], επειδή και αυτός «χρεωστούσε πολλά άσπρα, και περισσότερον δεν Ιμπορούσε να υποφέρει»[62], δρομολόγησε εν τέλει την αναγκαστική τμηματική εξόφληση του κεφαλαίου (5.300 γρόσια) και των τόκων (1.000 γρόσια, επιτόκιο 19%) μετακυλίωντας σε τρίτους το χρέος του Παλαμήδη[63]. Επειδή ούτε και αυτό τελεσφόρησε, ασκήθηκαν στον Παλαμήδη συναισθηματικές πιέσεις και προτροπές ακόμη και από το προσωπικό του περιβάλλον και, τέλος, διατυπώθηκαν απειλές για παρέμβαση του εν ενεργεία δραγουμάνου, του Κιαμήλμπεη, και των οθωμανικών αρχών[64], τις οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, απέφυγε λόγω της έκρηξης της Επανάστασης.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω μια σειρά από ενδεικτικές τιμές, έτσι όπως παρουσιάζονται στα τεκμήρια, ώστε τα υπέρογκα ποσά που μόλις προηγουμένως αναφέρθηκαν, να τοποθετηθούν στην κλίμακα των τιμών της εποχής:
Σύμφωνα με τις τιμές που καταγράφονται στα κατάστιχα καθημερινών εξόδων της οικογένειας Δεληγιάννη, το 1818 μία οκά σιτάρι κόστιζε 19 παράδες, ενώ στις αρχές του 1821 το «μεροδούλι» του ράφτη ετιμάτο 1,5 γρόσια[65]. Με δεδομένο ότι ο Felix Beaujour εκτιμά σε 154 οκάδες το βιοτικό ελάχιστο της κατανάλωσης δημητριακών κατ’ άτομο και αρκετά λιγότερες από 265 τις εργάσιμες μέρες του χρόνου – επειδή οι θρησκευτικές αργίες ήταν 100 –[66], αν εφαρμόσουμε τις παραπάνω τιμές στις εκτιμήσεις του, ο «χετιγιές» των 1.000 γροσιών αντιστοιχούσε περίπου στην ετήσια κατανάλωση δημητριακών 13 ατόμων, ενώ το ετήσιο εισόδημα ενός ράφτη που απασχολείτο 200 μέρες τον χρόνο, αποτελούσε το μισό από το κανονικό εισόδημα της βεκιλίας, με το οποίο «απειλήθηκε» από τον δυσαρεστημένο κοτζάμπαση της Μονεμβασιάς ότι θα αμειφθεί ο Παλαμήδης, αν δεν διεκπεραίωνε τις υποθέσεις που ανέλαβε.
Σ’ αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, ακόμη και τα μέρη της αντίπαλης συμμαχίας, ο Αθανάσιος Κανακάρης και ο Δημήτριος Περρούκας, οι οποίοι πέτυχαν τον διορισμό του δικού τους ανθρώπου στη θέση του δραγουμάνου του Μοριά, δεν βρίσκονταν σε καλύτερη θέση. Από την Κωνσταντινούπολη απηύθυναν δραματική έκκληση προς τους υπολοίπους της κομματικής τους μερίδας για την εξόφληση των χρεών που προκάλεσαν οι σχετικές μεθοδεύσεις: «ημείς δε αδελφοί ευρισκόμεθα εις τας στενοχωρίας των εξόδων μας διά τα συμβάντα μας δεινά και την αποπεράτωσιν και της Δραγουμανίας και του βεκιαλετίου και τους κινδύνους υπερπηδήσαντες τη θεία δυνάμει προλαβόντως ήδη επηρρεαζόμεθα υπό των δανειστών και χρήζομαι της αδελφικής συνδρομής και βοηθείας σας […] ελπίζομεν να μεταχειρισθήτε διά την ησυχίαν ημών εκείνον τον ζήλον και την προθυμίαν οπού εμείς εδείξαμεν εις εκτέλεσιν των γεγραμμένων σας»[67].
Η αλυσίδα των χρηματισμών και της καταχρέωσης, που μόλις παρακολουθήσαμε απορρύθμιζε ολοκληρωτικά τους οικονομικούς συντελεστές της τοπικής κοινωνίας αλλά και της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης. Οι διαμεσολαβητές, όσο και αν χρηματίζονταν, εν τέλει συνθλίβονταν από το βάρος της εντεινόμενης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, το δε εμπορικό κεφάλαιο φαίνεται πως έβγαινε επίσης ζημιωμένο κάθε φορά που αναλάμβανε να χρηματοδοτήσει τις συνήθεις οθωμανικές «επενδύσεις». Αυτή είναι και η άποψη ενός συνεργάτη του Γεωργίου Ιωάννου σε εμπορική επιστολή που του απευθύνει στις 31/12/1820 για την εκτέλεση χρηματικών εντολών, αλλά και για να εκφράσει τις ευχές του για το «αίσιον νέον έτος» 1821: «βλέπομεν τα περί αγοράς μουκατάδων λεγόμενά σας αλλά παρόμοια μασλαχάτια[68] φίλοι δεν ανακατωνόμεθα επειδή είναι τούρκικες δουλειές»[69]. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η νέα εποχή έχει ανατείλει.
Η βεβαιότητα για τις ανατροπές που εκβάλλουν στην επανάσταση δεν προκύπτει και μόνο εκ του ασφαλούς γεγονότος της επιτέλεσής της. Έχουν ήδη κατατεθεί στη βιβλιογραφία οι ραγδαίες οικονομικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις που επέφερε η τοποθέτηση των κεφαλαίων των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας σε εμπορικές και διαμετακομιστικές δραστηριότητες εκτός του ασφυκτικού χώρου της οθωμανικής επικράτειας[70]. Εν ολίγοις, το κολοσσιαίο κόστος της πολιτικής μεσολάβησης στη διαχείριση του παραγόμενου προϊόντος, έτσι όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται και στα παραδείγματα που εκτίθενται παραπάνω, απεργάστηκε τη γενικευμένη αποδιάρθρωση του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία οι ενδημικές εξωοικονομικές παρεμβάσεις στον χώρο της παραγωγής και του εμπορίου, τις οποίες πραγματοποιούσε λεηλατικά και ανορθολογικά η οθωμανική πολιτική, κατέληξαν στην ασφυκτική δυσλειτουργία και εν τέλει στην κατάλυση του πολιτικού και οικονομικού της μοντέλου. Στην ευχετήρια επιστολή που ο προαναφερθείς χριστιανός και ελληνόφωνος έμπορος έστειλε στον Γεώργιο Ιωάννου, κατατίθεται εύγλωττα μια ήδη συντελεσμένη ανατροπή: Τα χριστιανικά κεφάλαια των υπηκόων της αυτοκρατορίας όχι μόνο έχουν βρει κερδοφόρα διέξοδο στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να περιφρονούν τις επενδυτικές στρατηγικές που ευδοκιμούσαν στην καρδιά της οθωμανικής εξουσίας, και να προσανατολίζουν τις δικές τους σε άλλα θεσμικά και οικονομικά περιβάλλοντα.
Υποσημειώσεις
[1] Από τη σχετική βιβλιογραφία αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: Σ. Ασδραχάς, «Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία», στο Σ. Ασδραχάς (επιμ.), Οικονομία και νοοτροπίες, Αθήνα 1988, σ. 123-143, του ιδίου, «Νησιωτικές κοινότητες: οι φορολογικές λειτουργίες», Τα Ιστορικά, 5/8 (1988), σ. 3-36, 5/9 (1988), σ. 229258, Σ. Πετμεζάς, «Διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών και κοινωνική ιεραρχία. Η στρατηγική των προυχόντων. Ζαγορά 1784-1822», Μνήμων, 13 (1991), σ. 77-102, Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία (1715-1821)», Μνήμων, 23 (2001), σ. 67-98.
[2] Μ. Πύλια, ό.π., σ. 68.
[3] Βλ. και Μ. Πύλια, ό.π., σ. 70-74.
[4] Στο ίδιο, σ. 74.
[5] Αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: J. Alexander, «Some aspects of the strife among the moreot Christian notables, 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, 5 (1974-75), σ. 473-504, Δ. Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο», Ίστωρ, 10 (1997), σ. 185-233, M. Pylia, «Conflits politiques et comportements des primats chre- tiens…», στο Antonis Anastasopoulos και Elias Kolovos (επιμ.), Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850, Proceedings of an International Conference, December 2003, Ρέθυμνο 2007, σ. 137-147.
[6] Βλ. παρακάτω την περίπτωση Δεληγιάννη, Παπατσώνη και Παπαλέξη, υποσημ. 36, 38, 39.
[7] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1976, σ. 28.
[8] ΓΑΚ, Συλ. Γιάννη Βλαχογιάννη, φάκελος Γ1β, υποφάκελος Ρ. Παλαμήδη.
[9] Χρημάτισε σε πολύ νεαρή ηλικία γραμματέας του πασά του Μοριά, και μάλιστα κατά την περίοδο που δραγουμάνος ήταν ο πατριός του Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, και διορίστηκε βεκίλης το 1818, σε ηλικία 24 ετών· βλ. ΓΑΚ, ό.π.
[10] Πρόκειται για πλούσιο αρχείο που βρίσκεται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ). Παραθέτω παρακάτω τα έγγραφα που χρησιμοποιώ με την ταξινομική τους ένδειξη.
[11] Όπως προκύπτει από το αμέσως παραπάνω αρχειακό υλικό· βλ. και υποσημ. 55-56, 65.
[12] Ευτυχία Λιάτα, Αρχεία της Οικογένειας Δεληγιάννη, Γενικό Ευρετήριο, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αθήνα 1992.
[13] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά 01/05/1819.
[14] Τα αρχεία που χρησιμοποιώ εδώ αλλά και τα Απομνημονεύματα των προεστών βρίθουν από σχετικές καταγγελίες. Πρόκειται για πάγια τακτική τόσο των χριστιανών τοπικών αρχόντων όσο και των οθωμανών αξιωματούχων, την οποία υποδαύλιζε η κεντρική εξουσία για να διατηρεί τον έλεγχο. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ. 16/1, Αθήνα 1957, σ. 19-21, Π. Παπατσώνη, Απομνημονεύματα από των χρόνων της τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α’, Αθήνα 1993, σ. 32-34, 52-53.
[15] «Ηξεύρω αυθέντα μου ότι οι μουκατάδες και μποξιάδες έρχονται του μόρα βαλισί και όθεν θέλει τους δίδει, πλην και από αυτού ανίσως και γράψουν του μόρα βαλισί δεν κάνει αλέως», ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.
[16] Η υπόθεση αυτή απασχολεί τόσο τον προεστό Τριπολιτσάς Σωτήρο Κουγιά που καθοδηγεί τον Ρήγα Παλαμήδη, όσο και την οικογένεια Περρούκα. Είναι προφανές πως υποστηρίζουν διαφορετικό υποψήφιο. Βλ. υποσημ. 57, 67.
[17] ΓΑΚ, επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, ό.π.
[18] Βλ. παρακάτω, υποσημ. 67.
[19] «Δοσίματα δι’ άλλα τινά αντικείμενα λεγόμενα, […] μάλι μουρτεκιμπίν [;] Διά τα δημευθέντα κατά την επανάστασιν των 1769 πράγματα τινά, αλλ’ επιστραφέντα διά της αποδοχής της επαρχίας του να πληρώνει δι’ αυτά ετήσιον τι δόσιμον ως τοιούτον, επλήρωνε η επαρχία αύτη διά τα κτήματα των Ζαΐμηδων αδελφών, Παναγιώτη και Αδρούτζου και Γιάν- νη», ΓΑΚ, ό.π., φάκελος Γ1α, έγγραφο 82.
[20] Σωρεία μαρτυριών μας πληροφορούν για τον χρηματισμό των αρχών και την εξαγορά των αξιωμάτων. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και η διαδικασία που ακολουθείται στην προαγορά των φόρων από τον Ρήγα Παλαμήδη για λογαριασμό του Χουσεΐν Μπέη Χασάν Μπέη Ζαδέ. Βλ. παρακάτω, υποσημ. 49.
[21] Για τις συμπεριφορές αυτές γενικά βλ. Σ. Ασδραχάς, Οικονομία και νοοτροπίες, σ. 167, 168· για τον αποθησαυρισμό βλ. Ε. Φραγκάκη-Syrett, Το εμπόριο της Σμύρνης τον 18ο αιώνα (1700-1820), Αθήνα 2010, σ. 2· για την επιδεικτική κατανάλωση βλ. Μ. Καλλινδέρης, Τα λυτά έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης 1676-1808, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 90-102 και Ν. Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό κράτος από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη, Αθήνα 1993, σ. 309-311.
[22] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογένειας Δεληγιάννη, ΙΙΙ. Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελος 4: «ότι πράγμα μας επήραν από τα οσπίτια μας 1816: Φεβρουαρίου 7:» και φάκελος 2, υποφάκελος 3.
[23] nazir: Επιβλέπων.
[24] Στα παραθέματα διατηρείται η ορθογραφία των πηγών. 13/07/1817, Τριπολιτζά, ΙΕΕΕ, έγγραφο 47396. Ίσως πρόκειται για τα 50,25 στρέμματα που φέρεται να κατέχει και να εκμεταλλεύεται στον Βάλτο του Άργους· βλ. ΓΑΚ, ό.π
[25] Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον βοϊβόδα των Πατρών, «άνθρωπον εγνωσμένης φρονήσεως», όπως παρατηρεί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο οποίος από τον Ιούνιο ώς τον Νοέμβριο του 1820 διορίστηκε καϊμακάμης, δηλαδή αντικαταστάτης του νέου πασά του Μοριά Χουρσίτ. Βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 100-101.
[26] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45416/2, 18/03/1820, Τριπολιτζά, (υπογραφή Σωτήρος).
[27] Βλ. περισσότερο αναλυτικά, Μ. Pylia, «Les notables moreotes, fin du XVIIIe debut du XIX siecle: fonctions et comportements», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Paris I, Pantheon Sorbonne, Παρίσι 2001, σ. 203-213, 217-242, 338-348 και της ιδίας, «Η γαιοκτησία στην περιοχή της Τριπολιτσάς κατά την τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά, 17/33 (2000), σ. 229-252.
[28] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.
[29] Πρόκειται για τους Δεληγιανναίους, την οικογένεια Παπατσώνη και Παπαλέξη: «η προστάτριά μας Μπεϊάν Σουλτάνα αδελφή του Σουλτάν Σελίμη, είχε μαλικιαινά (φέουδον) τας εξ επαρχίας της Πελοποννήσου, την Καρύταιναν, το Φανάρι, την Αρκαδιάν, το Νεόκαστρον, τα Εμπλάκικα και την Καλαμάταν εις τας οποίας είχεν επιτρόπους τον πατέρα μου Δεληγιάννη, τον Παπααλέξην και τον Παπατσώνην υπέρ τα εικοσιπέντε έτη, και εσύναζον τα εισοδήματά της»· βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., σ. 58.
[30] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 124, 125, 188, 344, της ιδίας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 79-80.
[31] Μ. Πύλια, «Η γαιοκτησία», ό.π., σ. 242-243.
[32] Y. Nagata, Muhsin-zads MehmetPa^a ve Ayanhk Muessesesi, Τόκιο 1976, σ. 63.
[33] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 55-56.
[34] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 75 και της ίδιας, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.
[35] Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, υποφάκελος 2.
[36] «Ενοικίασεν δε ταύτην [την επαρχίαν] ο παπούλης ημών συγχρόνως τον επικαρπίας φόρον αυτής διά δέκα πέντε χιλιάδας γρόσια κατ’ έτος […] Εις δε το πρώτον έτος της ενοικιάσεως του 1772 εισεπράχθησαν κατά τα σωζόμενα κατάστιχα του παπούλη μου […] εγέμισεν το όλον της ενοικιάσεως της εσοδείας της πρώτης χρονιάς εξήκοντα οκτώ χιλιάδες και οκτακόσια γρόσια, αριθ. 68.800», Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 30-31.
[37] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 32-34.
[38] Στο ίδιο, σ. 32.
[39] M. Pylia, «Conflits politiques», ό.π., σ. 142.
[40] Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 26.
[41] Μ. Πύλια, «Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων», ό.π., σ. 80-81.
[42] M. Pylia, «Les notables moreotes», ό.π., σ. 138, 139.
[43] Στο ίδιο, σ. 224-229.
[44] Π. Παπατσώνη, ό.π., σ. 31.
[45] «[…] και από τον ρηθέντα αλή μπέην ηπραχήμ μπέη ζαδέν έγινεν ηντιφάκι, και εσυνάχθησαν όλον επτά αγάδες και συνομίλησαν μυστικώ τω τρόπω ότι δεν είναι άλλος τζαρές παρά να τον γράψουν εις το κραταιόν δεβλέτι, οπού να γίνη νέφι. και να σταλθή εις ένα μέρος να ησυχάση ο τόπος. να παύσουν τα νευσανιγιέτια και τα κακά του τόπου […] όθεν διά αγάπην θεού πάσχισε εις τούτο οπού να γενή νέφι και να εξορισθή εις τόπον μακρινόν, να ησυχάση ο κόσμος, ότι μας εχάλασεν τον τόπον δύο φοραίς έφερε το κάστρον εις το φεσάτι, και ακολούθησαν έξι επτά σκοτώματα τουρκών και δύο χριστιανών. και ώστε να ειρηνεύσουν εδοκίμασεν ο κόσμος τόσα έξοδα»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.
[46] ΓΑΚ, ό.π., στην ίδια επιστολή, και σε άλλη του ιδίου, Τριπολιτζά, 25/11/1820.
[47] mukata’a: Εκμίσθωση δημόσιων εισοδημάτων για περιορισμένη διάρκεια, κατά προτίμηση ετήσια.
[48] salyane: Χρονιάτικο, ετήσια δημόσια εισφορά.
[49] «Ανίσως και μας αληβερντίζετε και τον μουκατάν, χίλια γρόσια σας υπόσχομαι διά χετιγιέν σας. ανίσως και διά τον σαλιανέν με του θεού την βοήθειαν μας ηθέλατε τον μισόν διά να τον λάβω, τάξιμον φίλε μου δεν σας κάνω, όμως το χισμέτι σας είναι μεγάλον ο χετιγιέ σας είναι πολλά μεγαλήτερος και εγώ όλος ηδικός σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 12/04/1820.
[50] «Φαίνεται ότι σας έδειξαν διά αυτήν την υπόθεσιν δύο χιλιάδες γρόσια, όμως εγώ ο δούλος σας ημπορώ να τα κάνω δύο ήμισυ χιλιάδες γρόσια οπού να εξοδεύσετε εις ταις πόρταις και να μείνουν και της ευγενείας σας διά τους κόπους σας»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Μονεμβασιά, 02/04/1820.
[51] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Μουσταφά Χασάν Μπέη Ζαδέ, Μονεμβασιά, 02/04/1820.
[52] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Παναγιωτάκη Καλογερά, Τριπολιτζά, 23/09/1820.
[53] Στο ίδιο.
[54] ΙΕΕΕ, έγγραφο 47395.
[55] vucuh: Οι μουσουλμάνοι τοπικοί άρχοντες.
[56] harc-i rah: Οδοιπορικά
[57] ΓΑΚ, ό.π.
[58] taraf: Κομματική μερίδα.
[59] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1.
[60] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45412.
[61] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Σωτήρου Κουγιά, Τριπολιτζά, 27/12/1719.
[62] ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Γεώργιου Ιωάννου, Τριπολιτζά 06/07/1720.
[63] «Λοιπόν αδελφέ το χάλι μου σου το έγραψα […] σήμερον σας τραβώ μίαν πόλιτζαν εις βάρος σας και εις ορδινίαν των κωνσταντίνου δεσποτόπουλου διά γρόσια έως 300: οπού ήταν το κεφάλαιο γρόσια 5300: και το διάφορον ενός χρόνου γρόσια 1000: τα οποία παρακαλώ τον αδελφόν να τα πληρώσετε, λαμβάνοντες την πόλιτζάν μου, και το ίσον της ομολογίας σας οπού εις χείρας της σας στέλνω, και έπειτα με γράφετε και σας στέλνω και την καθ’ αυτό σας ομολογίαν»· βλ. στο ίδιο.
[64] «Λοιπόν παρακαλούμε φίλοι κάμετε ό,τι κάμετε, βιάσατέ τον η αυθεντία σας έχετε αυτού μέσα πολλά και διά του Δραγουμάνου σας υποχρεώσατέ τον να μας πληρώση το αυτό χρέος του οσάν περικλείομε και δύο μανσούπια τουρκικά προς τον καμίλ μπέϊν και μέσον της ενδοξότητος του προσπαθήσατε να αποσπάσετε το δίκαιόν μας επειδή εις την πα- ραμικράν άργηταν είμεθα βιασμένοι να στέλωμεν μουμμπασίρην να τον φέρη εδώ και τότε αν δύναται ας μη μας πληρώση»· βλ. ΓΑΚ, ό.π., επιστολή Αθανασίου Παπάζογλου, χωρίς τόπο, 31/12/1820.
[65] Εταρεία των Φίλων του Λαού, Αρχεία Οικογενείας Δεληγιάννη, ΙΙΙ, Λογαριασμοί, φάκελος 1, υποφάκελοι 3 και 6.
[66] F. Beaujour, Tableau du Commerce de la Grece, τ. 2ος, Παρίσι 1800, σ. 169.
[67] ΙΕΕΕ, έγγραφο 45415/1, επιστολή Αθανάσιου Κανακάρη και Δημητρίου Περρούκα, Κωνσταντινούπολις 22/09/1819.
[68] maslahat: Δουλειές.
[69] ΓΑΚ, ό.π
[70] Βλ. ενδεικτικά, Β. Κρεμμυδάς, Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, Αθήνα 1980, σ. 229-271, Ο. Κατσιαδή – Herring, Η ελληνική παροικία της Τεργέστης, 1751-1830, Αθήνα 1986, Απόστολος Διαμαντής, Τύποι εμπόρων και μορφές συνείδησης στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 2007, σ. 47-87, Μ. Α. Στασινοπούλου – Μ.-Χ. Χατζηϊωάννου (επιμ.), Διασπορά – δίκτυα – διαφωτισμός, [Τετράδια Εργασίας 28], ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2005.
Μάρθα Πύλια (1959-2012)
Ιστορικός – Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
Θεωρητικές Αναζητήσεις και Εμπειρικές Έρευνες – Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου, 2008.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
Read Full Post »